Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62020CJ0615

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 13ης Ιουλίου 2023.
    Prokuratura Okręgowa w Warszawie κατά YP κ.λπ.
    Αιτήσεις του Sąd Okręgowy w Warszawie για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή – Άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ – Κράτος δικαίου – Αποτελεσματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης – Ανεξαρτησία των δικαστών – Υπεροχή του δικαίου της Ένωσης – Άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ – Υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας – Άρση της ποινικής ασυλίας και αναστολή της άσκησης των καθηκόντων δικαστή, διαταχθείσες από το Izba Dyscyplinarna (πειθαρχικό τμήμα) του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Πολωνία) – Έλλειψη ανεξαρτησίας και αμεροληψίας του εν λόγω τμήματος – Μεταβολή της σύνθεσης του δικαστικού σχηματισμού που καλείται να επιληφθεί υπόθεσης η οποία είχε προηγουμένως ανατεθεί στον εν λόγω δικαστή – Απαγορεύσεις προς τα εθνικά δικαστήρια να θέτουν υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητα δικαστηρίου, να υπονομεύουν τη λειτουργία του ή να εκτιμούν τη νομιμότητα ή το κύρος του διορισμού των δικαστών ή των δικαιοδοτικών εξουσιών τους, επ’ απειλή πειθαρχικών κυρώσεων – Υποχρέωση των οικείων δικαστηρίων και των οργάνων που είναι αρμόδια για τον καθορισμό και τη μεταβολή της σύνθεσης των δικαστικών σχηματισμών να αρνούνται να εφαρμόσουν τα μέτρα άρσης της ασυλίας και αναστολής της άσκησης των καθηκόντων του οικείου δικαστή – Υποχρέωση των ίδιων δικαστηρίων και οργάνων να μην εφαρμόζουν τις εθνικές διατάξεις οι οποίες προβλέπουν αυτές τις απαγορεύσεις.
    Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-615/20 και C-671/20.

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2023:562

     ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

    της 13ης Ιουλίου 2023 ( *1 )

    «Προδικαστική παραπομπή – Άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ – Κράτος δικαίου – Αποτελεσματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης – Ανεξαρτησία των δικαστών – Υπεροχή του δικαίου της Ένωσης – Άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ – Υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας – Άρση της ποινικής ασυλίας και αναστολή της άσκησης των καθηκόντων δικαστή, διαταχθείσες από το Izba Dyscyplinarna (πειθαρχικό τμήμα) του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Πολωνία) – Έλλειψη ανεξαρτησίας και αμεροληψίας του εν λόγω τμήματος – Μεταβολή της σύνθεσης του δικαστικού σχηματισμού που καλείται να επιληφθεί υπόθεσης η οποία είχε προηγουμένως ανατεθεί στον εν λόγω δικαστή – Απαγορεύσεις προς τα εθνικά δικαστήρια να θέτουν υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητα δικαστηρίου, να υπονομεύουν τη λειτουργία του ή να εκτιμούν τη νομιμότητα ή το κύρος του διορισμού των δικαστών ή των δικαιοδοτικών εξουσιών τους, επ’ απειλή πειθαρχικών κυρώσεων – Υποχρέωση των οικείων δικαστηρίων και των οργάνων που είναι αρμόδια για τον καθορισμό και τη μεταβολή της σύνθεσης των δικαστικών σχηματισμών να αρνούνται να εφαρμόσουν τα μέτρα άρσης της ασυλίας και αναστολής της άσκησης των καθηκόντων του οικείου δικαστή – Υποχρέωση των ίδιων δικαστηρίων και οργάνων να μην εφαρμόζουν τις εθνικές διατάξεις οι οποίες προβλέπουν αυτές τις απαγορεύσεις»

    Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑615/20 και C‑671/20,

    με αντικείμενο δύο αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Sąd Okręgowy w Warszawie (περιφερειακό δικαστήριο Βαρσοβίας, Πολωνία) με αποφάσεις της 18ης Νοεμβρίου 2020 και της 9ης Δεκεμβρίου 2020, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο τις ίδιες ημερομηνίες, στο πλαίσιο των ποινικών διαδικασιών κατά των

    YP κ.λπ. (C‑615/20),

    Μ. M. (C‑671/20),

    παρισταμένων των:

    Prokuratura Okręgowa w Warszawie,

    Komisja Nadzoru Finansowego κ.λπ. (C‑615/20),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

    συγκείμενο από τους Κ. Lenaerts, Πρόεδρο, L. Bay Larsen, Αντιπρόεδρο, A. Arabadjiev, A. Prechal (εισηγήτρια), E. Regan και L. S. Rossi, προέδρους τμήματος, M. Ilešič, N. Piçarra, I. Jarukaitis, A. Kumin, N. Jääskinen, I. Ziemele, J. Passer, Ζ. Csehi και O. Spineanu‑Matei, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: Α. Μ. Collins

    γραμματέας: M. Siekierzyńska, διοικητική υπάλληλος,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 28ης Ιουνίου 2022,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    η Prokuratura Okręgowa w Warszawie, εκπροσωπούμενη από τους S. Bańko, M. Dubowski και A. Reczka,

    ο YP, εκπροσωπούμενος από τον B. Biedulski, adwokat,

    η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna και τις K. Straś και S. Żyrek,

    η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. Jacobs, C. Pochet και L. Van den Broeck,

    η Δανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την J. Farver Kronborg, τον J. Nymann-Lindegren, τις V. Pasternak Jørgensen και M. Søndahl Wolff,

    η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. K. Bulterman, M. A. M. de Ree και C. S. Schillemans,

    η Φινλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την H. Leppo,

    η Σουηδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις A. Runeskjöld και H. Shev,

    η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την K. Herrmann και τον P. J. O. Van Nuffel,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, ο οποίος ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 15ης Δεκεμβρίου 2022,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 2 και του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), καθώς και της αρχής της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, και της αρχής της ασφάλειας δικαίου.

    2

    Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν, αφενός, στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών που κίνησε η Prokuratura Okręgowa w Warszawie (περιφερειακή εισαγγελία Βαρσοβίας, Πολωνία) κατά των YP κ.λπ. για διάφορα αδικήματα και, αφετέρου, στο πλαίσιο διαδικασίας μεταξύ της ίδιας περιφερειακής εισαγγελίας και του M. Μ. σχετικά με τη σύσταση αναγκαστικής υποθήκης επί ακινήτου κυριότητάς του.

    Το νομικό πλαίσιο

    Το Σύνταγμα

    3

    Το άρθρο 45, παράγραφος 1, του Konstytucja Rzeczypospolitej Polskiej (Συντάγματος της Δημοκρατίας της Πολωνίας) (στο εξής: Σύνταγμα) προβλέπει τα εξής:

    «Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να δικασθεί η υπόθεσή του δίκαια, δημόσια και χωρίς υπέρμετρη καθυστέρηση, από αρμόδιο, ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο.»

    4

    Κατά το άρθρο 179 του Συντάγματος, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διορίζει τους δικαστές, κατόπιν πρότασης του Krajowa Rada Sądownictwa (Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου, Πολωνία) (στο εξής: KRS), για θητεία αορίστου χρόνου.

    5

    Το άρθρο 180 του Συντάγματος προβλέπει τα ακόλουθα:

    «1.   Οι δικαστές απολαύουν ισοβιότητας.

    2.   Ο δικαστής δεν παύεται, δεν τίθεται σε αναστολή της άσκησης των καθηκόντων του, δεν μετατίθεται σε άλλο δικαστήριο ή θέση αντίθετα προς τη θέλησή του, παρά μόνο με δικαστική απόφαση και στις περιπτώσεις που προβλέπει ο νόμος.

    […]»

    6

    Το άρθρο 181 του Συντάγματος προβλέπει:

    «Ο δικαστής μπορεί να θεωρηθεί ποινικώς υπεύθυνος ή να στερηθεί την ελευθερία του μόνο με την προηγούμενη συναίνεση του δικαστηρίου που ορίζει ο νόμος. […]»

    Ο νόμος περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου

    7

    Ο ustawa o Sądzie Najwyższym (νόμος περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου), της 8ης Δεκεμβρίου 2017 (Dz. U του 2018, θέση 5), συνέστησε, μεταξύ άλλων, εντός του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Πολωνία), ένα νέο τμήμα, το οποίο ονομάζεται Izba Dyscyplinarna (πειθαρχικό τμήμα) (στο εξής: πειθαρχικό τμήμα) και προβλέπεται στο άρθρο 3, σημείο 5, του εν λόγω νόμου.

    8

    Ο ustawa o zmianie ustawy – Prawo o ustroju sądów powszechnych, ustawy o Sądzie steuersteueroraz niektórych innych ustaw (νόμος περί τροποποιήσεως του νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων, του νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ορισμένων άλλων νόμων), της 20ής Δεκεμβρίου 2019 (Dz. U του 2020, θέση 190), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 14 Φεβρουαρίου 2020, τροποποίησε τον νόμο περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου, προσθέτοντας, μεταξύ άλλων, νέο σημείο 1a στο άρθρο 27, παράγραφος 1, του τελευταίου αυτού νόμου.

    9

    Κατά το άρθρο 27, παράγραφος 1, του νόμου περί Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως τροποποιήθηκε:

    «Στη δικαιοδοσία του πειθαρχικού τμήματος υπάγονται:

    1)

    πειθαρχικές υποθέσεις:

    […]

    β)

    οι οποίες εξετάζονται από το [Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο)] σε σχέση με πειθαρχικές διαδικασίες που διεξάγονται δυνάμει των ακόλουθων νόμων:

    […]

    [του ustawa– Prawo o ustroju sądów powszechnych (νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων), της 27ης Ιουλίου 2001 (Dz. U του 2001, αριθ. 98, θέση 1070],

    […]

    […]

    1a)

    οι υποθέσεις οι οποίες αφορούν τη χορήγηση άδειας για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά δικαστών, βοηθών δικαστών, εισαγγελέων και βοηθών εισαγγελέων ή την προσωρινή κράτηση των εν λόγω προσώπων·

    […]».

    Ο νόμος περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων

    10

    Το άρθρο 41b του νόμου για την οργάνωση των τακτικών δικαστηρίων, ο οποίος μνημονεύεται στη σκέψη 9 της παρούσας απόφασης, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο της 20ής Δεκεμβρίου 2019, ο οποίος μνημονεύεται στη σκέψη 8 της παρούσας απόφασης (στο εξής: νόμος περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων), ορίζει τα εξής:

    «1.   Αρμόδια αρχή για την εξέταση παραπόνου ή αιτήματος σχετικά με τη δραστηριότητα δικαστηρίου είναι ο πρόεδρος του εν λόγω δικαστηρίου.

    […]

    3.   Αρμόδια αρχή για την εξέταση παραπόνου σχετικά με τη δραστηριότητα του προέδρου του [Sąd Rejonowy (πρωτοδικείου, Πολωνία)], του προέδρου του [Sąd Okręgowy (περιφερειακού δικαστηρίου, Πολωνία) ή του προέδρου του [Sąd Apelacyjny (εφετείου, Πολωνία)] είναι, αντιστοίχως, ο πρόεδρος του [Sąd Okręgowy (περιφερειακού δικαστηρίου)], ο πρόεδρος του [Sąd Apelacyjny (εφετείου)] και το [KRS].»

    11

    Το άρθρο 42a του νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων ορίζει τα εξής:

    «1.   Στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων των δικαστηρίων ή των οργάνων τους, δεν επιτρέπεται να τεθεί υπό αμφισβήτηση η νομιμότητα των δικαστηρίων, των συνταγματικών οργάνων του κράτους και των οργάνων ελέγχου και διασφάλισης του δικαίου.

    2.   Τακτικό δικαστήριο ή άλλο όργανο της εξουσίας δεν δύναται να διαπιστώσει ή να εκτιμήσει τη νομιμότητα του διορισμού δικαστή ή της εξουσίας άσκησης των δικαιοδοτικών καθηκόντων που απορρέει από τον διορισμό αυτόν.»

    12

    Το άρθρο 47a, παράγραφος 1, του νόμου αυτού προβλέπει:

    «Οι υποθέσεις ανατίθενται στους δικαστές και στους βοηθούς δικαστών τυχαία, σύμφωνα με συγκεκριμένες κατηγορίες υποθέσεων, πλην της περιπτώσεως ανάθεσης υποθέσεων σε δικαστή υπηρεσίας.»

    13

    Κατά το άρθρο 47b του νόμου αυτού:

    «1.   Η μεταβολή της σύνθεσης ενός δικαστηρίου επιτρέπεται μόνο σε περίπτωση αδυναμίας του δικαστηρίου αυτού να εξετάσει την υπόθεση υπό την αρχική του σύνθεση ή σε περίπτωση μονίμου κωλύματος εμποδίζοντος την εξέταση της υπόθεσης υπό την αρχική του σύνθεση. Οι διατάξεις του άρθρου 47a εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν.

    […]

    3.   Οι αποφάσεις [της παραγράφου 1] […] λαμβάνονται από τον πρόεδρο του δικαστηρίου ή από τον δικαστή που ορίζεται από αυτόν.»

    14

    Το άρθρο 80 του νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων προβλέπει:

    «1.   Οι δικαστές δεν τίθενται υπό κράτηση ούτε διώκονται ποινικά χωρίς άδεια του αρμόδιου πειθαρχικού δικαστηρίου. […]

    […]

    2c.   Το πειθαρχικό δικαστήριο εκδίδει απόφαση με την οποία επιτρέπει την άσκηση ποινικής δίωξης κατά δικαστή, εφόσον οι υπόνοιες που τον βαρύνουν είναι αρκούντως τεκμηριωμένες. Με την απόφαση αυτή το δικαστήριο αποφαίνεται σχετικά με τη χορήγηση άδειας για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά του δικαστή και εκθέτει τους σχετικούς λόγους.

    […]»

    15

    Το άρθρο 107, παράγραφος 1, του εν λόγω νόμου έχει ως εξής:

    «Ο δικαστής υπέχει πειθαρχική ευθύνη για τα επαγγελματικά παραπτώματα (πειθαρχικά παραπτώματα) που διαπράττει, μεταξύ άλλων, σε περίπτωση:

    […]

    2)

    πράξεων ή παραλείψεων που παρακωλύουν ή υπονομεύουν σοβαρά τη λειτουργία δικαστικής αρχής·

    3)

    πράξεων που θέτουν υπό αμφισβήτηση την ύπαρξη σχέσης εργασίας δικαστή, το κύρος του διορισμού δικαστή ή τη νομιμότητα συνταγματικού οργάνου της Δημοκρατίας της Πολωνίας·

    […]».

    16

    Κατά το άρθρο 110, παράγραφος 2a, του εν λόγω νόμου:

    «[…] Οι υποθέσεις του άρθρου 80 […] εξετάζονται, σε πρώτο βαθμό, από το [Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο)], το οποίο συνεδριάζει σε μονομελή σύνθεση του πειθαρχικού τμήματος και, σε δεύτερο βαθμό, από το [Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο)], το οποίο συνεδριάζει σε τριμελή σύνθεση του πειθαρχικού τμήματος.»

    17

    Το άρθρο 129, παράγραφοι 1 έως 3, του ίδιου νόμου ορίζει τα εξής:

    «1.   Το πειθαρχικό δικαστήριο δύναται να αναστείλει την άσκηση των καθηκόντων δικαστή κατά του οποίου κινήθηκε πειθαρχική διαδικασία […], τούτο δε και ακόμη και όταν εκδίδει απόφαση με την οποία χορηγεί άδεια για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά του εν λόγω δικαστή.

    2.   Εάν το πειθαρχικό δικαστήριο εκδώσει απόφαση με την οποία χορηγεί άδεια για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά δικαστή για εκ προθέσεως αδίκημα το οποίο διώκεται από την εισαγγελική αρχή, αναστέλλει αυτομάτως την άσκηση των καθηκόντων του συγκεκριμένου δικαστή.

    3.   Όταν αναστέλλει την άσκηση των καθηκόντων του δικαστή, το πειθαρχικό δικαστήριο μειώνει κατά ποσοστό από 25 έως 50 % τις αποδοχές του για το χρονικό διάστημα της αναστολής αυτής […].»

    Ο ποινικός κώδικας

    18

    Το άρθρο 241, παράγραφος 1, του Kodeks karny (ποινικού κώδικα) προβλέπει ότι «όποιος δημοσιοποιεί, χωρίς άδεια, τις πληροφορίες που σχετίζονται με την ποινική έρευνα, πριν καταστούν γνωστές στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας, τιμωρείται με πρόστιμο, ποινή παροχής κοινωφελούς εργασίας ή στερητική της ελευθερίας ποινή έως δύο έτη».

    Ο κώδικας ποινικής δικονομίας

    19

    Το άρθρο 439, παράγραφος 1, του kodeks postępowania karnego (κώδικα ποινικής δικονομίας) ορίζει:

    «Ανεξαρτήτως των ορίων του ενδίκου μέσου και των προβληθέντων λόγων, καθώς και των συνεπειών της παράβασης στο περιεχόμενο της απόφασης, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξαφανίζει κατά τη συνεδρίαση την εκκαλούμενη απόφαση εάν:

    1)

    πρόσωπο το οποίο δεν είναι αρμόδιο να εκδώσει απόφαση ή δεν έχει την ικανότητα προς τούτο ή το οποίο έχει εξαιρεθεί σύμφωνα με το άρθρο 40 μετέσχε στην έκδοση της απόφασης·

    2)

    δεν ήταν νόμιμη η σύνθεση του δικαστηρίου ή κάποιο από τα μέλη του δεν ήταν παρόν καθ’ όλη τη διάρκεια της συνεδριάσεως

    […]».

    Οι κύριες δίκες και τα προδικαστικά ερωτήματα

    Υπόθεση C‑615/20

    20

    Βάσει κατηγορητηρίου με ημερομηνία 7 Φεβρουαρίου 2017, το οποίο συντάχθηκε από την περιφερειακή εισαγγελία Βαρσοβίας, ο YP και δεκατρείς άλλοι κατηγορούμενοι διώκονται ενώπιον του Sąd Okręgowy w Warszawie (περιφερειακού δικαστηρίου Βαρσοβίας, Πολωνία) για σειρά αδικημάτων, τα οποία διαπράχθηκαν σε βάρος 229 θυμάτων. Η υπόθεση ανατέθηκε σε μονομελή σχηματισμό του εν λόγω δικαστηρίου, με δικαστή τον I. T. Η δικογραφία της κύριας δίκης περιλαμβάνει συνολικά 197 τόμους και έχουν ήδη διεξαχθεί ενώπιον του εν λόγω δικαστή περισσότερες από εκατό συνεδριάσεις, κατά τη διάρκεια των οποίων εξετάστηκαν οι κατηγορούμενοι, τα θύματα και περισσότεροι από 150 μάρτυρες. Κατά την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως στην υπόθεση C‑615/20, η διαδικασία προσέγγιζε την τελική της φάση, ενώ έπρεπε να εξεταστούν μόνον ορισμένοι μάρτυρες και πραγματογνώμονες.

    21

    Στις 14 Φεβρουαρίου 2020 η Prokuratura Krajowa Wydział Spraw Wewnętrznych (εθνική εισαγγελία, τμήμα εσωτερικών υποθέσεων, Πολωνία) υπέβαλε στο πειθαρχικό τμήμα αίτημα χορήγησης άδειας για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά του δικαστή I. T. για τον λόγο ότι «στις 18 Δεκεμβρίου 2017, στη Βαρσοβία, ως δημόσιος λειτουργός […] παρέβη δημοσίως τα καθήκοντα του λειτουργήματός του […] και [ενήργησε καθ’ υπέρβαση] εξουσίας […], καθόσον επέτρεψε σε εκπροσώπους των μέσων μαζικής ενημέρωσης να καταγράψουν οπτικοακουστικό υλικό κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του [Sąd Okręgowy w Warszawie (περιφερειακού δικαστηρίου Βαρσοβίας)] στην υπόθεση […], καθώς και κατά τη δημοσίευση της απόφασης στην υπόθεση αυτή και την προφορική ανάπτυξη του σκεπτικού της και καθόσον, κατ’ αυτόν τον τρόπο, γνωστοποίησε σε μη εξουσιοδοτημένα πρόσωπα, χωρίς την απαιτούμενη από τον νόμο συγκατάθεση του εξουσιοδοτημένου προς τούτο προσώπου, πληροφορίες προερχόμενες από την ανακριτική διαδικασία της περιφερειακής εισαγγελίας Βαρσοβίας στην υπόθεση […], πληροφορίες τις οποίες είχε αποκτήσει κατά την άσκηση των καθηκόντων του και, κατά συνέπεια, καθόσον ενήργησε εις βάρος του δημοσίου συμφέροντος, γεγονός που συνιστά αδίκημα κατά την έννοια του άρθρου 231, παράγραφος 1, του ποινικού κώδικα, σε συνδυασμό με το άρθρο 266, παράγραφος 2, το άρθρο 241, παράγραφος 1, και το άρθρο 11, παράγραφος 2, του ίδιου κώδικα».

    22

    Στις 9 Ιουνίου 2020 το πειθαρχικό τμήμα, συνεδριάζον σε πρώτο βαθμό σε μονομελή σύνθεση, απέρριψε το αίτημα αυτό. Κατόπιν προσφυγής της εθνικής εισαγγελίας, το ίδιο τμήμα, συνεδριάζον σε δεύτερο βαθμό σε τριμελή σύνθεση, χορήγησε, με απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2020 (στο εξής: επίμαχη απόφαση), άδεια για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά του δικαστή I. T., ανέστειλε την άσκηση των καθηκόντων του και μείωσε το ποσό των αποδοχών του κατά 25 % για το χρονικό διάστημα της αναστολής αυτής.

    23

    Το αιτούν δικαστήριο, το οποίο είναι ο μονομελής σχηματισμός του Sąd Okręgowy w Warszawie (περιφερειακού δικαστηρίου Βαρσοβίας), ο οποίος έχει επί του παρόντος επιληφθεί της μνημονευόμενης στη σκέψη 20 της παρούσας απόφασης ποινικής διαδικασίας, με δικαστή τον I. T., επισημαίνει ότι η επίμαχη απόφαση μπορεί να εμποδίσει τη συνέχιση της διαδικασίας από τον εν λόγω δικαστικό σχηματισμό.

    24

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Sąd Okręgowy w Warszawie (περιφερειακό δικαστήριο Βαρσοβίας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)

    Έχει το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα το άρθρο 47 του [Χάρτη] και το εκεί κατοχυρωμένο δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, καθώς και το δικαίωμα κάθε προσώπου να δικαστεί η υπόθεσή του δίκαια, δημόσια και εντός εύλογης προθεσμίας από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, την έννοια ότι αντιτίθεται [σε εθνικές διατάξεις, όπως το άρθρο 80, το άρθρο 110, παράγραφος 2a, και το άρθρο 129 του νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων, καθώς και το άρθρο 27, παράγραφος 1, σημείο 1a, του νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου], οι οποίες επιτρέπουν στο [πειθαρχικό τμήμα] να άρει την ασυλία δικαστή και να αναστείλει την άσκηση των καθηκόντων του και, επομένως, να αφαιρέσει στην πράξη από τον δικαστή τις δικογραφίες των υποθέσεων που του έχουν ανατεθεί, δεδομένου ειδικότερα ότι:

    α)

    το [πειθαρχικό τμήμα] δεν συνιστά “δικαστήριο” κατά την έννοια του άρθρου 47 του Χάρτη, του άρθρου 6 της [Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950] και του άρθρου 45, παράγραφος 1, του [Συντάγματος] [απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, A. K. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου), C‑585/18, C‑624/18 και C‑625/18, EU:C:2019:982

    β)

    τα μέλη του [πειθαρχικού τμήματος] έχουν ιδιαιτέρως ισχυρούς δεσμούς με τη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία (διάταξη της 8ης Απριλίου 2020, Επιτροπή κατά Πολωνίας, C‑791/19 R, EU:C:2020:277

    γ)

    η Δημοκρατία της Πολωνίας υποχρεώθηκε να αναστείλει την εφαρμογή ορισμένων διατάξεων του [νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου] σχετικά με το [πειθαρχικό τμήμα] και να μην παραπέμψει τις εκκρεμείς ενώπιον του εν λόγω τμήματος υποθέσεις σε δικαστικό σχηματισμό ο οποίος δεν πληροί τις προϋποθέσεις ανεξαρτησίας (διάταξη της 8ης Απριλίου 2020, Επιτροπή κατά Πολωνίας, C‑791/19 R, EU:C:2020:277);

    2)

    Έχει το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα το άρθρο 2 ΣΕΕ και η εκεί προβλεπόμενη αξία του κράτους δικαίου, καθώς και οι απαιτήσεις της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας που απορρέουν από το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο ΣΕΕ, την έννοια ότι οι “διατάξεις που διέπουν το πειθαρχικό καθεστώς των προσώπων στα οποία έχει ανατεθεί το δικαιοδοτικό έργο” περιλαμβάνουν και εκείνες που αφορούν την ποινική δίωξη ή την εφαρμογή μέτρου στερητικού της ελευθερίας (κράτησης) δικαστή εθνικού δικαστηρίου, όπως το άρθρο 181 του [Συντάγματος], σε συνδυασμό με τα άρθρα 80 και 129 του [νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων], σύμφωνα με τα οποία:

    α)

    για την ποινική δίωξη ή για την εφαρμογή μέτρου στερητικού της ελευθερίας (κράτησης) εις βάρος δικαστή εθνικού δικαστηρίου, κατ’ αρχήν κατόπιν αιτήματος του εισαγγελέα, απαιτείται η άδεια του αρμόδιου πειθαρχικού δικαστηρίου·

    β)

    το πειθαρχικό δικαστήριο, χορηγώντας άδεια για την άσκηση ποινικής δίωξης ή την εφαρμογή μέτρου στερητικού της ελευθερίας (κράτησης) εις βάρος δικαστή εθνικού δικαστηρίου, δύναται (και, σε ορισμένες περιπτώσεις, υποχρεούται) να διατάξει την αναστολή της άσκησης των καθηκόντων του δικαστή αυτού·

    γ)

    με την αναστολή άσκησης των καθηκόντων δικαστή εθνικού δικαστηρίου, το πειθαρχικό δικαστήριο έχει επίσης την υποχρέωση να μειώσει τις αποδοχές του δικαστή αυτού για το χρονικό διάστημα της αναστολής, εντός των ορίων που καθορίζουν οι διατάξεις αυτές;

    3)

    Έχει το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα οι διατάξεις που παρατίθενται στο δεύτερο ερώτημα, την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνικές διατάξεις, όπως το άρθρο 110, παράγραφος 2a, του [νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων] και το άρθρο 27, παράγραφος 1, σημείο 1a, του [νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου], κατά τα οποία οι υποθέσεις σχετικά με τη χορήγηση άδειας για την ποινική δίωξη ή την εφαρμογή μέτρου στερητικού της ελευθερίας (κράτησης) εις βάρος δικαστή εθνικού δικαστηρίου εμπίπτουν, τόσο σε πρώτο όσο και σε δεύτερο βαθμό, στην αποκλειστική αρμοδιότητα οργάνου όπως το πειθαρχικό τμήμα, λαμβανομένου ιδίως υπόψη (μεμονωμένα ή σε συνδυασμό) ότι:

    α)

    η σύσταση του πειθαρχικού τμήματος συνέπεσε χρονικά με την τροποποίηση των κανόνων διορισμού των μελών οργάνου, όπως το [KRS], το οποίο μετέχει στη διαδικασία διορισμού των δικαστών και κατόπιν πρότασης του οποίου διορίστηκαν όλα τα μέλη του πειθαρχικού τμήματος·

    β)

    ο εθνικός νομοθέτης απέκλεισε τη δυνατότητα μετάθεσης στο πειθαρχικό τμήμα των εν ενεργεία δικαστών εθνικού δικαστηρίου τελευταίου βαθμού, όπως το Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο), στη διάρθρωση του οποίου λειτουργεί το τμήμα αυτό, με αποτέλεσμα να μπορούν να μετέχουν στο πειθαρχικό τμήμα μόνο νέα μέλη διορισθέντα κατόπιν πρότασης του KRS, υπό την τροποποιημένη σύνθεσή του·

    γ)

    το πειθαρχικό τμήμα χαρακτηρίζεται από ιδιαιτέρως υψηλό βαθμό αυτονομίας στο εσωτερικό του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου)·

    δ)

    το Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο), με τις αποφάσεις που εκδόθηκαν σε εκτέλεση της απόφασης της 19ης Νοεμβρίου 2019, A. K. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου) (C‑585/18, C‑624/18 και C‑625/18, EU:C:2019:982), επιβεβαίωσε ότι το KRS, υπό την τροποποιημένη σύνθεσή του, δεν είναι όργανο ανεξάρτητο από τη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία και ότι το πειθαρχικό τμήμα δεν αποτελεί “δικαστήριο” κατά την έννοια του άρθρου 47 του Χάρτη, του άρθρου 6 της [Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών] και του άρθρου 45, παράγραφος 1, του [Συντάγματος]·

    ε)

    το αίτημα χορήγησης άδειας για την άσκηση ποινικής δίωξης ή την εφαρμογή μέτρου στερητικού της ελευθερίας (κράτηση) εις βάρος δικαστή εθνικού δικαστηρίου προέρχεται, κατ’ αρχήν, από εισαγγελέα του οποίου ο προϊστάμενος είναι όργανο της εκτελεστικής εξουσίας, όπως ο Υπουργός Δικαιοσύνης, ο οποίος δύναται να απευθύνει στους εισαγγελείς δεσμευτικές εντολές σχετικά με το περιεχόμενο των διαδικαστικών πράξεων, ενώ ταυτοχρόνως τα μέλη του πειθαρχικού τμήματος και του KRS υπό την τροποποιημένη σύνθεσή του έχουν, όπως διαπίστωσε το Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο) με τις αποφάσεις που μνημονεύονται στο στοιχείο δʹ, ιδιαιτέρως στενούς δεσμούς με τη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία, με αποτέλεσμα το πειθαρχικό τμήμα να μην μπορεί να θεωρηθεί ως τρίτος έναντι των διαδίκων·

    στ)

    η Δημοκρατία της Πολωνίας υποχρεώθηκε να αναστείλει την εφαρμογή ορισμένων διατάξεων του [νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου] σχετικά με το πειθαρχικό τμήμα και να μην παραπέμψει τις εκκρεμείς ενώπιόν του υποθέσεις σε δικαστικό σχηματισμό ο οποίος δεν πληροί τις προϋποθέσεις ανεξαρτησίας, σύμφωνα με τη διάταξη της 8ης Απριλίου 2020, Επιτροπή κατά Πολωνίας, (C‑791/19 R, EU:C:2020:277);

    4)

    Σε περίπτωση χορήγησης άδειας για την ποινική δίωξη δικαστή εθνικού δικαστηρίου και την αναστολή της άσκησης των καθηκόντων του, με ταυτόχρονη μείωση των αποδοχών του για το χρονικό διάστημα της αναστολής αυτής, έχει το δίκαιο της Ένωσης –και ειδικότερα οι διατάξεις που παρατίθενται στο δεύτερο ερώτημα, καθώς και οι αρχές της υπεροχής, της καλόπιστης συνεργασίας, περί της οποίας γίνεται λόγος στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, και της ασφάλειας δικαίου– την έννοια ότι αντιτίθεται στην αναγνώριση δεσμευτικής ισχύος στην άδεια αυτή, ιδίως όσον αφορά την αναστολή άσκησης των καθηκόντων του δικαστή, εφόσον αυτή έχει χορηγηθεί από όργανο όπως το πειθαρχικό τμήμα, με αποτέλεσμα:

    α)

    όλες οι κρατικές αρχές (συμπεριλαμβανομένου του αιτούντος δικαστηρίου, στη σύνθεση του οποίου μετέχει ο δικαστής τον οποίο αφορά η σχετική άδεια, καθώς και τα όργανα που είναι αρμόδια για τον καθορισμό και τη μεταβολή της σύνθεσης εθνικού δικαστηρίου) να υποχρεούνται να μη λάβουν υπόψη την εν λόγω άδεια και να επιτρέψουν στον δικαστή του εθνικού δικαστηρίου ως προς τον οποίο έχει χορηγηθεί η άδεια αυτή να μετέχει στον δικαστικό σχηματισμό του εν λόγω δικαστηρίου,

    β)

    το δικαστήριο στη σύνθεση του οποίου μετέχει ο δικαστής τον οποίο αφορά η σχετική άδεια να αποτελεί δικαστήριο που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως και είναι ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο το οποίο μπορεί ως εκ τούτου να αποφανθεί, ως “δικαστήριο”, επί ζητημάτων σχετικών με την εφαρμογή ή την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης;»

    25

    Με τις γραπτές παρατηρήσεις τους, ο YP, η περιφερειακή εισαγγελία Βαρσοβίας και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επισήμαναν ότι το ένδικο μέσο που άσκησε η περιφερειακή εισαγγελία κατά της απόφασης περί παραπομπής στην υπόθεση C‑615/20 απορρίφθηκε με διάταξη της 24ης Φεβρουαρίου 2021 του Sąd Apelacyjny w Warszawie (εφετείου Βαρσοβίας, Πολωνία), το οποίο έκρινε ότι η επίμαχη απόφαση μπορεί να μην έχει τον χαρακτήρα δικαστικής απόφασης για τον λόγο ότι εκδόθηκε από το πειθαρχικό τμήμα, το οποίο δεν αποτελεί ανεξάρτητο δικαστήριο.

    Υπόθεση C‑671/20

    26

    Η περιφερειακή εισαγγελία Βαρσοβίας απήγγειλε εις βάρος του M. Μ. κατηγορίες για τη διάπραξη διαφόρων αδικημάτων, μεταξύ των οποίων και η παράλειψη υποβολής αίτησης για την κήρυξη εταιρίας σε πτώχευση, η ματαίωση της ικανοποίησης των πιστωτών της εταιρίας, η μη υποβολή οικονομικών καταστάσεων της ίδιας εταιρίας και η τραπεζική απάτη.

    27

    Στο πλαίσιο αυτό, ο εισαγγελέας διέταξε, με απόφαση της 9ης Ιουνίου 2020, την εγγραφή αναγκαστικής υποθήκης επί ακινήτου κυριότητας του M. Μ. και της συζύγου του, για την εξασφάλιση της καταβολής ενδεχόμενης χρηματικής ποινής και ενδεχόμενων δικαστικών εξόδων στα οποία ο M. Μ. θα μπορούσε να καταδικασθεί. Ο τελευταίος προσέφυγε κατά της απόφασης αυτής ενώπιον του Sąd Okręgowy w Warszawie (περιφερειακού δικαστηρίου Βαρσοβίας), όπου η σχετική υπόθεση ανατέθηκε στον δικαστή I. T.

    28

    Κατόπιν της έκδοσης της επίμαχης απόφασης, με την οποία, μεταξύ άλλων, ανεστάλη η άσκηση των καθηκόντων του δικαστή I. T., ο πρόεδρος του Sąd Okręgowy w Warszawie (περιφερειακού δικαστηρίου Βαρσοβίας) εξέδωσε, βάσει του άρθρου 47b, παράγραφοι 1 και 3, του νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων, στις 24 Νοεμβρίου 2020 διάταξη με την οποία ανέθεσε στην πρόεδρο του τμήματος στο οποίο μετείχε ο δικαστής I. T. να τροποποιήσει τη σύνθεση του δικαστικού σχηματισμού στις υποθέσεις που είχαν ανατεθεί στον δικαστή αυτόν, με εξαίρεση την υπόθεση στην οποία ο δικαστής I. T. είχε υποβάλει στο Δικαστήριο την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως η οποία αποτελεί αντικείμενο της υποθέσεως C‑615/20. Κατά συνέπεια, η εν λόγω πρόεδρος τμήματος εξέδωσε, με τη χρήση εργαλείου πληροφορικής και σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 47a και του άρθρου 47b, παράγραφος 3, του νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων, διάταξη περί εκ νέου ανάθεσης των υποθέσεων που είχαν αρχικώς ανατεθεί στον δικαστή I. T., μεταξύ των οποίων και η υπόθεση περί της οποίας γίνεται λόγος στη σκέψη 27 της παρούσας απόφασης.

    29

    Κατά το αιτούν δικαστήριο, ήτοι έναν άλλο μονομελή σχηματισμό του Sąd Okręgowy w Warszawie (περιφερειακού δικαστηρίου Βαρσοβίας) στον οποίο ανατέθηκε στη συνέχεια η υπόθεση αυτή, η αλληλουχία των γεγονότων καταδεικνύει ότι ο πρόεδρος του δικαστηρίου αυτού αναγνώρισε δεσμευτική ισχύ στην επίμαχη απόφαση κρίνοντας ότι η αναστολή άσκησης των καθηκόντων του δικαστή I. T. εμπόδιζε την εξέταση της εν λόγω υπόθεσης από τον δικαστή αυτόν ή ότι υφίστατο μόνιμο κώλυμα στην εξέταση αυτή, κατά την έννοια του άρθρου 47b, παράγραφος 1, του νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων.

    30

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Sąd Okręgowy w Warszawie (περιφερειακό δικαστήριο Βαρσοβίας) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)

    Έχει το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα το άρθρο 2 ΣΕΕ και η εκεί κατοχυρούμενη αξία του κράτους δικαίου, το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, καθώς και οι αρχές της υπεροχής, της καλόπιστης συνεργασίας και της ασφάλειας δικαίου, την έννοια ότι αντιτίθεται στη νομοθετική ρύθμιση κράτους μέλους, όπως το άρθρο 41b, παράγραφοι 1 και 3, του [νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων], κατά την οποία ο πρόεδρος δικαστηρίου δύναται –ενεργώντας αυτοτελώς και χωρίς η κρίση του να υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο– να λάβει απόφαση περί μεταβολής της σύνθεσης του δικαστηρίου, κατόπιν χορήγησης άδειας εκ μέρους οργάνου, όπως το πειθαρχικό τμήμα, για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά δικαστή που είχε αρχικώς τοποθετηθεί στη σύνθεση του δικαστηρίου [δικαστή του Sąd Okręgowy (περιφερειακού δικαστηρίου)], άδειας η οποία συνοδεύεται από διαταγή υποχρεωτικής αναστολής της άσκησης των καθηκόντων του εν λόγω δικαστή, πράγμα που συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, την απαγόρευση συμμετοχής του συγκεκριμένου δικαστή σε σχηματισμούς που δικάζουν υποθέσεις που του είχαν ανατεθεί, περιλαμβανομένων και των υποθέσεων που του είχαν ανατεθεί πριν τη χορήγηση της προαναφερθείσας άδειας;

    2)

    Έχει το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα οι διατάξεις που μνημονεύονται στο πρώτο ερώτημα, την έννοια ότι αντιτίθεται σε:

    α)

    νομοθετική ρύθμιση κράτους μέλους, όπως το άρθρο 42a, παράγραφοι 1 και 2, και το άρθρο 107, παράγραφος 1, σημείο 3, του [νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων], η οποία απαγορεύει στα εθνικά δικαστήρια να εκτιμήσουν –στο πλαίσιο ελέγχου του κατά πόσον ένα δικαστήριο πληροί την απαίτηση περί δικαστηρίου που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως– αν η άδεια του πειθαρχικού τμήματος για την οποία γίνεται λόγος στο πρώτο ερώτημα έχει δεσμευτική ισχύ και αν συντρέχουν οι απαιτούμενες για τη χορήγησή της νόμιμες προϋποθέσεις, οι οποίες έχουν ως άμεση συνέπεια τη μεταβολή της σύνθεσης του δικαστηρίου, και η οποία προβλέπει παράλληλα ότι η απόπειρα τέτοιου ελέγχου επισύρει την πειθαρχική ευθύνη του δικαστή;

    β)

    νομολογία εθνικού δικαιοδοτικού οργάνου, όπως το Trybunał Konstytucyjny (Συνταγματικό Δικαστήριο, Πολωνία), από την οποία προκύπτει ότι οι πράξεις των εθνικών αρχών, όπως είναι ο [Πρόεδρος της Δημοκρατίας] και το [KRS], σχετικά με τον διορισμό προσώπων σε όργανο όπως το πειθαρχικό τμήμα εκφεύγουν του δικαστικού ελέγχου, ακόμη και υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης, ανεξαρτήτως της σοβαρότητας και του βαθμού παραβίασης, και ότι η πράξη διορισμού προσώπου σε θέση δικαστή είναι οριστική και απρόσβλητη;

    3)

    Έχει το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα οι διατάξεις που μνημονεύονται στο πρώτο ερώτημα, την έννοια ότι αντιτίθεται στην αναγνώριση δεσμευτικής ισχύος στην άδεια που αναφέρεται στο πρώτο ερώτημα, ιδίως όσον αφορά την αναστολή άσκησης των καθηκόντων του δικαστή, εφόσον αυτή έχει χορηγηθεί από όργανο όπως το πειθαρχικό τμήμα, με αποτέλεσμα:

    α)

    όλες οι κρατικές αρχές (συμπεριλαμβανομένου του αιτούντος δικαστηρίου, καθώς και τα όργανα που είναι αρμόδια για τον καθορισμό και τη μεταβολή της σύνθεσης εθνικού δικαστηρίου, ειδικότερα ο πρόεδρος του εν λόγω δικαστηρίου) να υποχρεούνται να μη λάβουν υπόψη την εν λόγω άδεια και να επιτρέψουν στον δικαστή του εθνικού δικαστηρίου ως προς τον οποίο έχει χορηγηθεί η άδεια αυτή να μετέχει στον δικαστικό σχηματισμό του οικείου δικαστηρίου,

    β)

    το δικαστήριο στη σύνθεση του οποίου δεν μετέχει ο δικαστής που είχε αρχικώς οριστεί για να εκδικάσει συγκεκριμένη υπόθεση –εκ μόνου του γεγονότος ότι η προαναφερθείσα άδεια αφορά τον εν λόγω δικαστή– να μην αποτελεί δικαστήριο που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως και να μην μπορεί ως εκ τούτου να αποφανθεί, ως “δικαστήριο”, επί ζητημάτων σχετικών με την εφαρμογή ή την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης;

    4)

    Έχει σημασία για την απάντηση στα προηγούμενα ερωτήματα το γεγονός ότι το πειθαρχικό τμήμα και το Trybunał Konstytucyjny (Συνταγματικό Δικαστήριο) δεν διασφαλίζουν αποτελεσματική δικαστική προστασία λόγω έλλειψης ανεξαρτησίας και διαπιστωθεισών παραβάσεων των κανόνων περί διορισμού των μελών τους;»

    Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

    31

    Οι δύο χωριστοί δικαστικοί σχηματισμοί του Sąd Okręgowy w Warszawie (περιφερειακού δικαστηρίου Βαρσοβίας) που υπέβαλαν τις υπό κρίση αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως (στο εξής: αιτούντα δικαστήρια) ζήτησαν την υπαγωγή των αιτήσεων στην ταχεία διαδικασία δυνάμει του άρθρου 105 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου. Προς στήριξη των αιτημάτων τους, τα αιτούντα δικαστήρια εξέθεσαν, κατ’ ουσίαν, ότι η εφαρμογή της διαδικασίας αυτής είναι δικαιολογημένη εν προκειμένω, δεδομένου ότι οι απαντήσεις στα υποβληθέντα ερωτήματα ενδέχεται να επηρεάσουν όχι μόνον τη σύνθεση εκάστου εκ των ως άνω σχηματισμών, αλλά και την κατάσταση και άλλων δικαστών, πλην του δικαστή I. T., ως προς τους οποίους το πειθαρχικό τμήμα έλαβε ή επρόκειτο να λάβει μέτρα ανάλογα προς την επίμαχη απόφαση.

    32

    Το άρθρο 105, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας προβλέπει ότι κατόπιν αιτήματος του αιτούντος δικαστηρίου ή, σε εξαιρετική περίπτωση, αυτεπαγγέλτως, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου μπορεί, όταν η φύση της υποθέσεως απαιτεί να αποφανθεί το Δικαστήριο το συντομότερο δυνατόν, αφού ακούσει τον εισηγητή δικαστή και τον γενικό εισαγγελέα, να αποφασίσει την υπαγωγή της προδικαστικής παραπομπής σε ταχεία διαδικασία.

    33

    Υπενθυμίζεται ότι η ταχεία αυτή διαδικασία αποτελεί δικονομικό μέσο για την αντιμετώπιση εξαιρετικά επείγουσας κατάστασης. Εξάλλου, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει, επίσης, ότι η ταχεία διαδικασία μπορεί να μην εφαρμόζεται όταν ο ευαίσθητος και σύνθετος χαρακτήρας των νομικών ζητημάτων που εγείρει μια υπόθεση δυσχερώς συμβιβάζεται με την εφαρμογή της διαδικασίας αυτής, ιδίως όταν δεν κρίνεται σκόπιμη η σύντμηση της έγγραφης διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου [απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, W.Ż. (Τμήμα εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου – Διορισμός), C‑487/19, EU:C:2021:798, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

    34

    Εν προκειμένω, με αποφάσεις της 9ης Δεκεμβρίου 2020 και της 21ης Ιανουαρίου 2021, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου αποφάσισε, αφού άκουσε τον εισηγητή δικαστή και τον γενικό εισαγγελέα, ότι δεν συνέτρεχε λόγος να γίνουν δεκτά τα αιτήματα για τα οποία γίνεται λόγος στη σκέψη 31 της παρούσας απόφασης.

    35

    Πράγματι, μολονότι τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν, βεβαίως, θεμελιώδεις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, έχουν ευαίσθητο και σύνθετο χαρακτήρα και εντάσσονται σε ένα σχετικώς σύνθετο εθνικό δικονομικό πλαίσιο, με συνέπεια ότι ουδόλως προσφέρονται για διαδικασία παρεκκλίνουσα από τους συνήθεις δικονομικούς κανόνες. Εξάλλου, ελήφθη επίσης υπόψη το γεγονός ότι άλλες εκκρεμείς ενώπιον του Δικαστηρίου υποθέσεις, στις οποίες ανέκυπταν ζητήματα ανάλογα με τα τεθέντα στις υπό κρίση υποθέσεις, βρίσκονταν ήδη σε προχωρημένα στάδια της διαδικασίας.

    36

    Εντούτοις, με τις εν λόγω αποφάσεις της 9ης Δεκεμβρίου 2020 και της 21ης Ιανουαρίου 2021, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου αποφάσισε την εκδίκαση των υπό κρίση υποθέσεων κατά προτεραιότητα, σύμφωνα με το άρθρο 53, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας. Εξάλλου, με την ίδια απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2021, αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων C‑615/20 και C‑671/20 προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής απόφασης.

    37

    Κατά το πέρας της έγγραφης διαδικασίας στις υποθέσεις αυτές, η διαδικασία ανεστάλη, με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 28ης Οκτωβρίου 2021, εν αναμονή της περάτωσης της έγγραφης διαδικασίας στην υπόθεση C‑204/21, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Ανεξαρτησία και ιδιωτική ζωή των δικαστών), λαμβανομένης υπόψη της συνάφειας μεταξύ των ερωτημάτων που ανέκυψαν στις τρεις αυτές υποθέσεις. Συνεπεία της εν λόγω περάτωσης, η διαδικασία στις υπό κρίση συνεκδικαζόμενες υποθέσεις συνεχίστηκε στις 23 Φεβρουαρίου 2022.

    Επί του παραδεκτού των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως

    38

    Η Πολωνική Κυβέρνηση και η περιφερειακή εισαγγελία Βαρσοβίας υποστηρίζουν ότι οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτες για διάφορους λόγους.

    39

    Πρώτον, υποστηρίζουν ότι, δεδομένου ότι οι κύριες δίκες διέπονται αποκλειστικά από το εθνικό ποινικό δίκαιο, το οποίο εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών, οι διαδικασίες αυτές έχουν αμιγώς εσωτερικό χαρακτήρα και δεν εμφανίζουν κανένα συνδετικό στοιχείο με τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης τις οποίες αφορούν τα ερωτήματα που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο. Όσον αφορά, ειδικότερα, πράξη όπως η επίμαχη απόφαση, από το άρθρο 5 ΣΕΕ και από τα άρθρα 3 και 4 ΣΛΕΕ προκύπτει ότι απόκειται αποκλειστικώς στα κράτη μέλη να αποφασίζουν την παροχή ποινικής ασυλίας στους δικαστές και, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, να καθορίζουν την έκταση και τη διαδικασία ενδεχόμενης άρσης της ασυλίας αυτής, καθώς και τις συνέπειες μιας τέτοιας άρσης.

    40

    Συναφώς, πρέπει, αφενός, να υπομνησθεί ότι, μολονότι η οργάνωση της δικαιοσύνης στα κράτη μέλη, μεταξύ άλλων, η σύσταση, η σύνθεση, οι αρμοδιότητες και η λειτουργία των εθνικών δικαστηρίων, καθώς και οι κανόνες που διέπουν τη διαδικασία διορισμού των δικαστών ή ακόμη οι κανόνες που διέπουν το καθεστώς τους και την άσκηση των καθηκόντων τους, όπως το πειθαρχικό καθεστώς που ισχύει για τους δικαστές και οι προϋποθέσεις άρσης της ασυλίας τους και αναστολής της άσκησης των καθηκόντων τους, εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των εν λόγω κρατών, εντούτοις τα κράτη αυτά οφείλουν, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής, να τηρούν τις υποχρεώσεις που υπέχουν από το δίκαιο της Ένωσης και, ειδικότερα, από τα άρθρα 2 και 19 ΣΕΕ [πρβλ. αποφάσεις της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Πειθαρχικό καθεστώς των δικαστών), C‑791/19, EU:C:2021:596, σκέψεις 56, 60 έως 62 και 95 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 22ας Φεβρουαρίου 2022, RS (Αποτέλεσμα των αποφάσεων συνταγματικού δικαστηρίου), C‑430/21, EU:C:2022:99, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

    41

    Αφετέρου, διαπιστώνεται ότι τα επιχειρήματα που μνημονεύονται στη σκέψη 39 της παρούσας απόφασης αφορούν, κατ’ ουσίαν, το περιεχόμενο και, ως εκ τούτου, την ερμηνεία των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης τις οποίες αφορούν τα προδικαστικά ερωτήματα, καθώς και τα αποτελέσματα που είναι δυνατόν να παράγουν οι διατάξεις αυτές, ιδίως λαμβανομένης υπόψη της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης. Επομένως, τέτοιου είδους επιχειρήματα, τα οποία αφορούν την ουσία των υποβληθέντων ερωτημάτων, δεν μπορούν, ως εκ της φύσεώς τους, να συνεπάγονται το απαράδεκτο των ερωτημάτων αυτών [πρβλ. απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2021, Prokuratura Rejonowa w Mińsku Mazowieckim, C‑748/19 και C‑754/19, EU:C:2021:931, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία)

    42

    Δεύτερον, η Πολωνική Κυβέρνηση και η περιφερειακή εισαγγελία Βαρσοβίας φρονούν ότι οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτες, δεδομένου ότι οι απαντήσεις του Δικαστηρίου στα υποβληθέντα ερωτήματα δεν είναι αναγκαίες για την έκβαση των κυρίων δικών και δεν μπορούν, ειδικότερα, να οδηγήσουν σε αποφάσεις τις οποίες τα αιτούντα δικαστήρια είναι σε θέση να εκδώσουν στο πλαίσιο των διαδικασιών αυτών.

    43

    Κατά την Πολωνική Κυβέρνηση, κανένα από τα δικαστήρια αυτά δεν είναι σε θέση να θέσει, πράγματι, υπό αμφισβήτηση την επίμαχη απόφαση. Επιπλέον, ακόμη και αν το Δικαστήριο επιτρέψει σε ένα από τα εν λόγω δικαστήρια να μη λάβει υπόψη την επίμαχη απόφαση, τα δικαστήρια αυτά δεν διαθέτουν, στο εθνικό δίκαιο, καμία δικονομική βάση που να τους παρέχει, συγκεκριμένα, τη δυνατότητα να αναθέσουν και πάλι τις υποθέσεις των κύριων δικών στο αρχικώς επιληφθέν δικαστήριο.

    44

    Η ίδια κυβέρνηση φρονεί ότι τα προδικαστικά ερωτήματα είναι, στην πραγματικότητα, λυσιτελή μόνο στο πλαίσιο της εκκρεμούς ποινικής διαδικασίας κατά του δικαστή I. Τ. Ενδεχόμενες αμφιβολίες ως προς την ερμηνεία διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, όπως αυτές που επικαλούνται τα αιτούντα δικαστήρια, θα έπρεπε, πράγματι, να εξεταστούν στο πλαίσιο εκείνης της ποινικής διαδικασίας, στο πλαίσιο της οποίας ο εν λόγω δικαστής έχει την ιδιότητα του διαδίκου, και όχι στο πλαίσιο των κύριων δικών με τις οποίες ήταν τυχαία επιφορτισμένος πριν από την αναστολή άσκησης των καθηκόντων του με την επίμαχη απόφαση. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, η Πολωνική Κυβέρνηση υποστήριξε ότι η ανάλυση αυτή ενισχύθηκε, εν τω μεταξύ, από τα συμπεράσματα που απορρέουν από τις σκέψεις 60 και 71 της απόφασης της 22ας Μαρτίου 2022, Prokurator Generalny κ.λπ. (Πειθαρχικό τμήμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου – Διορισμός) (C‑508/19, EU:C:2022:201).

    45

    Από την πλευρά της, η περιφερειακή εισαγγελία Βαρσοβίας υποστηρίζει, όσον αφορά τη διαδικασία της κύριας δίκης στην υπόθεση C‑615/20, ότι η απόφαση περί αναστολής της διαδικασίας αυτής, την οποία διέταξε το αιτούν δικαστήριο στην εν λόγω υπόθεση, εμποδίζει την περάτωση της διαδικασίας με την έκδοση δικαστικής απόφασης από το δικαστήριο αυτό, υπό την τρέχουσα σύνθεσή του, και ότι, σε περίπτωση διορισμού νέου δικαστικού σχηματισμού, ο λόγος της αναστολής παύει να υφίσταται, δεδομένου ότι η επίμαχη απόφαση αφορά μόνον τον δικαστή I. Τ. Όσον αφορά τη διαδικασία της κύριας δίκης στην υπόθεση C‑671/20, η αναστολή άσκησης των καθηκόντων του δικαστή I. T. συνιστά μόνιμο κώλυμα για τη συνέχισή της, γεγονός που δικαιολόγησε θεμιτώς την εκ νέου ανάθεση της υπόθεσης που αποτελεί αντικείμενο της διαδικασίας αυτής, προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα της διαδικασίας και ο σεβασμός των δικαιωμάτων των ενδιαφερομένων πολιτών.

    46

    Συναφώς, πρέπει ωστόσο να επισημανθεί ότι αμφότερα τα αιτούντα δικαστήρια αντιμετωπίζουν, εν προκειμένω, στο πλαίσιο των κύριων δικών των οποίων έχουν επιληφθεί, ζητήματα δικονομικής φύσης, τα οποία πρέπει να επιλυθούν in limine litis και των οποίων η επίλυση εξαρτάται από την ερμηνεία των διατάξεων και των αρχών του δικαίου της Ένωσης, τις οποίες αφορούν τα ερωτήματα. Πράγματι, στην υπόθεση C‑615/20, με τα προδικαστικά ερωτήματα ζητείται, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν, λαμβανομένων υπόψη των ως άνω διατάξεων και αρχών του δικαίου της Ένωσης, ο μόνος δικαστής που συγκροτεί το δικαστήριο αυτό μπορεί νομίμως να συνεχίσει την εξέταση της υπόθεσης της κύριας δίκης παρά την επίμαχη απόφαση περί αναστολής άσκησης των καθηκόντων του. Όσον αφορά τα ερωτήματα στην υπόθεση C‑671/20, με αυτά ζητείται κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί, αφενός, εάν, λαμβανομένων υπόψη των ίδιων διατάξεων και αρχών του δικαίου της Ένωσης, το αιτούν δικαστήριο στην υπόθεση αυτή μπορεί, χωρίς να υπάρχει κίνδυνος να στοιχειοθετηθεί η πειθαρχική ευθύνη του μόνου δικαστή που μετέχει στον εν λόγω δικαστικό σχηματισμό, να θεωρήσει ότι η επίμαχη απόφαση στερείται δεσμευτικής ισχύος, όπερ θα είχε ως συνέπεια ότι δεν μπορεί νομίμως να κρίνει την υπόθεση της κύριας δίκης που του ανατέθηκε κατόπιν της επίμαχης απόφασης, και, αφετέρου, εάν η υπόθεση αυτή πρέπει, ως εκ τούτου, να ανατεθεί και πάλι στον δικαστή που ήταν αρχικώς επιφορτισμένος με την υπόθεση αυτή.

    47

    Όπως, προκύπτει δε από τη νομολογία του Δικαστηρίου, προδικαστικά ερωτήματα τα οποία σκοπούν να παράσχουν, κατ’ αυτόν τον τρόπο, στο αιτούν δικαστήριο τη δυνατότητα να επιλύσει, in limine litis, δυσχέρειες δικονομικής φύσης όπως αυτές που αφορούν τη δική του αρμοδιότητα να εκδικάσει υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιόν του ή, ακόμη, τα έννομα αποτελέσματα που πρέπει ή δεν πρέπει να αναγνωρισθούν σε δικαστική απόφαση η οποία είναι δυνατόν να παρακωλύσει τη συνέχιση της εξέτασης μιας τέτοιας υπόθεσης από το εν λόγω δικαστήριο, είναι παραδεκτά δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ [πρβλ. αποφάσεις της 19ης Νοεμβρίου 2019, Α. Κ. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου), C‑585/18, C‑624/18 και C‑625/18, EU:C:2019:982, σκέψεις 100, 112 και 113 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· της 6ης Οκτωβρίου 2021,W.Ż. (Τμήμα εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου – Διορισμός), C‑487/19, EU:C:2021:798, σκέψεις 93 και 94, καθώς και της 16ης Νοεμβρίου 2021, Prokuratura Rejonowa w Mińsku Mazowieckim κ.λπ.,C‑748/19 έως C‑754/19, EU:C:2021:931, σκέψεις 47 έως 49].

    48

    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, σε αντίθεση με την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 22ας Μαρτίου 2022, Prokurator Generalny κ.λπ. (Πειθαρχικό τμήμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου – Διορισμός), C‑508/19, EU:C:2022:201, στην οποία παρέπεμψε η Πολωνική Κυβέρνηση, οι κύριες δίκες στις υπό κρίση συνεκδικαζόμενες υποθέσεις είναι εντελώς άσχετες με την ποινική διαδικασία που κινήθηκε κατά του αιτούντος δικαστή στην υπόθεση C‑615/20 και σε καμία περίπτωση δεν είναι παρεπόμενη αυτής κατά την έννοια της σκέψης 71 της εν λόγω απόφασης. Κατά συνέπεια, τα συμπεράσματα που απορρέουν από την εν λόγω απόφαση δεν μπορούν να εφαρμοστούν στις κύριες δίκες των υπό κρίση υποθέσεων.

    49

    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι οι υπό κρίση αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτές.

    Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

    Επί του πρώτου, του δεύτερου και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος της υπόθεσης C‑615/20

    50

    Με το πρώτο, το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο στην υπόθεση C‑615/20 ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 2 ΣΕΕ, το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ και το άρθρο 47 του Χάρτη έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνικές διατάξεις οι οποίες απονέμουν σε όργανο του οποίου η ανεξαρτησία και η αμεροληψία δεν διασφαλίζονται την αρμοδιότητα να χορηγεί άδεια για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά δικαστών των τακτικών δικαστηρίων και, σε περίπτωση χορήγησης τέτοιας άδειας, να αναστέλλει την άσκηση των καθηκόντων των εν λόγω δικαστών και να μειώνει τις αποδοχές τους για όσο χρόνο διαρκεί η αναστολή αυτή.

    51

    Συναφώς, επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι, μετά την υποβολή των υπό κρίση αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως, το Δικαστήριο, επιληφθέν προσφυγής της Επιτροπής λόγω παραβάσεως κράτους μέλους, στρεφόμενης κατά της Δημοκρατίας της Πολωνίας, έκρινε, για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 91 έως 103 της απόφασης της 5ης Ιουνίου 2023, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Ανεξαρτησία και ιδιωτική ζωή των δικαστών) [C‑204/21, στο εξής: απόφαση Επιτροπή κατά Πολωνίας (Ανεξαρτησία και ιδιωτική ζωή των δικαστών), EU:C:2023:442], και όπως προκύπτει από το σημείο 1 του διατακτικού της απόφασης αυτής, ότι το εν λόγω κράτος μέλος, αναθέτοντας στο πειθαρχικό τμήμα, του οποίου η ανεξαρτησία και η αμεροληψία δεν διασφαλίζονται, την εξουσία εκδίκασης υποθέσεων που επηρεάζουν άμεσα το καθεστώς και την άσκηση του λειτουργήματος των δικαστών και των βοηθών δικαστών, όπως είναι τα αιτήματα χορήγησης άδειας για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά δικαστών και βοηθών δικαστών, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ.

    52

    Ειδικότερα, το Δικαστήριο υπογράμμισε, στη σκέψη 101 της εν λόγω απόφασης, ότι η προοπτική και μόνον να διατρέξουν οι δικαστές τον κίνδυνο να ζητηθεί και να χορηγηθεί άδεια για την άσκηση ποινικής δίωξης εις βάρος τους από όργανο του οποίου η ανεξαρτησία δεν διασφαλίζεται μπορεί να θίξει την ανεξαρτησία τους και ότι το ίδιο ισχύει όσον αφορά τους κινδύνους να αποφασίσει ένα τέτοιο όργανο την ενδεχόμενη αναστολή άσκησης των καθηκόντων τους και τη μείωση των αποδοχών τους.

    53

    Στη σκέψη 102 της ίδιας απόφασης, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι έχει διαπιστώσει, στη σκέψη 112 της απόφασης της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Πειθαρχικές ρυθμίσεις για τους δικαστές) (C‑791/19, EU:C:2021:596), ότι, για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 89 έως 110 της τελευταίας αυτής απόφασης, δεν διασφαλίζεται η ανεξαρτησία και η αμεροληψία του πειθαρχικού συμβουλίου.

    54

    Εν προκειμένω, ωστόσο, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η επίμαχη απόφαση, με την οποία χορηγήθηκε άδεια για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά του μόνου δικαστή που συγκροτεί το αιτούν δικαστήριο στην υπόθεση C‑615/20, ήτοι κατά τακτικού δικαστηρίου το οποίο μπορεί να κληθεί να αποφανθεί, δυνάμει του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, επί ζητημάτων που συνδέονται με την εφαρμογή ή την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, και η οποία ανέστειλε την άσκηση των καθηκόντων του εν λόγω δικαστή μειώνοντας, παράλληλα, τις αποδοχές του, εκδόθηκε βάσει των εθνικών διατάξεων, τις οποίες το Δικαστήριο, με την απόφαση Επιτροπή κατά Πολωνίας (Ανεξαρτησία και ιδιωτική ζωή των δικαστών), έκρινε αντίθετες προς τη διάταξη αυτή του δικαίου της Ένωσης, καθόσον απονέμουν την αρμοδιότητα έκδοσης πράξεων, όπως η επίμαχη απόφαση, σε όργανο του οποίου η ανεξαρτησία και η αμεροληψία δεν διασφαλίζονται.

    55

    Επομένως, τα συμπεράσματα που περιέχονται στις σκέψεις 91 έως 103 της απόφασης Επιτροπή κατά Πολωνίας (Ανεξαρτησία και ιδιωτική ζωή των δικαστών), στα οποία στηρίζεται η διαπίστωση περί παραβάσεως κράτους μέλους στο σημείο 1 του διατακτικού της απόφασης αυτής, αρκούν για να δοθεί απάντηση στο πρώτο, στο δεύτερο και στο τρίτο ερώτημα στην υπόθεση C‑615/20, χωρίς να απαιτείται, στην υπόθεση αυτή, να ερμηνευθούν επιπλέον το άρθρο 2 ΣΕΕ και το άρθρο 47 του Χάρτη και να εξεταστούν τα λοιπά στοιχεία εκτίμησης που μνημονεύονται στο πρώτο και στο τρίτο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου.

    56

    Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 260, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, αν το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι κράτος μέλος παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις Συνθήκες, το κράτος μέλος αυτό οφείλει να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της απόφασης του Δικαστηρίου, η οποία έχει ισχύ δεδικασμένου ως προς τα πραγματικά ή νομικά ζητήματα τα οποία επιλύθηκαν όντως ή κατ’ ανάγκη με την εν λόγω δικαστική απόφαση (απόφαση της 10ης Μαρτίου 2022, Grossmania,C‑177/20, EU:C:2022:175, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    57

    Επομένως, μολονότι οι αρχές του οικείου κράτους μέλους που μετέχουν στην άσκηση της νομοθετικής εξουσίας υποχρεούνται να τροποποιήσουν τις εθνικές διατάξεις αναφορικά με τις οποίες εκδόθηκε απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση κράτους μέλους, κατά τρόπον ώστε να τις καταστήσουν σύμφωνες προς τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης, τα δικαστήρια του κράτους μέλους έχουν, από την πλευρά τους, την υποχρέωση να διασφαλίζουν την τήρηση της απόφασης αυτής στο πλαίσιο της άσκησης της αποστολής τους, όπερ συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, ότι τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν, δυνάμει του κύρους που έχει η απόφαση του Δικαστηρίου, να λαμβάνουν υπόψη, εφόσον συντρέχει λόγος, τα νομικά θέματα που επιλύονται σε αυτήν, προκειμένου να καθορίσουν το περιεχόμενο των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης τις οποίες έχουν καθήκον να εφαρμόσουν (απόφαση της 10ης Μαρτίου 2022, Grossmania,C‑177/20, EU:C:2022:175, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    58

    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο στην υπόθεση C‑615/20 καλείται, εν προκειμένω, να αντλήσει, στην υπόθεση της κύριας δίκης, όλες τις συνέπειες που απορρέουν από τα συμπεράσματα της απόφασης Επιτροπή κατά Πολωνίας (Ανεξαρτησία και ιδιωτική ζωή δικαστών), τα οποία μνημονεύονται στις σκέψεις 51 και 55 της παρούσας απόφασης.

    59

    Υπό το πρίσμα όλων των προεκτεθέντων, στο πρώτο, στο δεύτερο και στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα της υπόθεσης C‑615/20 πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνικές διατάξεις οι οποίες απονέμουν σε όργανο του οποίου η ανεξαρτησία και η αμεροληψία δεν διασφαλίζονται την αρμοδιότητα να χορηγεί άδεια για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά δικαστών των τακτικών δικαστηρίων και, σε περίπτωση χορήγησης τέτοιας άδειας, να αναστέλλει την άσκηση των καθηκόντων των εν λόγω δικαστών και να μειώνει τις αποδοχές τους για όσο χρόνο διαρκεί η αναστολή αυτή.

    Επί του τέταρτου προδικαστικού ερωτήματος της υπόθεσης C‑615/20

    60

    Με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο στην υπόθεση C‑615/20 ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ καθώς και η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ και η αρχή της ασφάλειας δικαίου έχουν την έννοια ότι:

    αφενός, δικαστικός σχηματισμός εθνικού δικαστηρίου, ο οποίος επιλαμβάνεται υπόθεσης και δικάζει ως μονομελής σχηματισμός, εις βάρος του οποίου όργανο του οποίου η ανεξαρτησία και η αμεροληψία δεν διασφαλίζονται εξέδωσε απόφαση με την οποία χορηγείται άδεια για την άσκηση ποινικής δίωξης και διατάσσεται η αναστολή άσκησης των καθηκόντων του καθώς και η μείωση των αποδοχών του, δύναται νομίμως να μην εφαρμόσει την ως άνω απόφαση, η οποία εμποδίζει την άσκηση της αρμοδιότητάς του στη συγκεκριμένη υπόθεση, και,

    αφετέρου, τα δικαιοδοτικά όργανα που είναι αρμόδια για τον καθορισμό και τη μεταβολή της σύνθεσης των δικαστικών σχηματισμών του εθνικού δικαστηρίου οφείλουν ωσαύτως να μην εφαρμόσουν την ως άνω απόφαση, η οποία εμποδίζει την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής από τον εν λόγω δικαστικό σχηματισμό.

    61

    Κατά πάγια νομολογία, η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης καθιερώνει την προτεραιότητα του δικαίου της Ένωσης έναντι του δικαίου των κρατών μελών. Ως εκ τούτου, η αρχή αυτή επιβάλλει σε όλες τις αρχές των κρατών μελών να διασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των διαφόρων κανόνων της Ένωσης, το δε δίκαιο των κρατών μελών δεν μπορεί να επηρεάσει το αποτέλεσμα το οποίο αναγνωρίζεται στους κανόνες αυτούς εντός των κρατών μελών [απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, W.Ż. (Τμήμα εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου – Διορισμός), C‑487/19, EU:C:2021:798, σκέψη 156 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

    62

    Επομένως, η εν λόγω αρχή επιβάλλει, μεταξύ άλλων, στον εθνικό δικαστή, στον οποίο έχει ανατεθεί να εφαρμόζει, στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του, τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, την υποχρέωση να διασφαλίζει την πλήρη αποτελεσματικότητα των επιταγών του δικαίου της Ένωσης στη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί, αφήνοντας αυτεπαγγέλτως, εν ανάγκη, ανεφάρμοστη κάθε εθνική ρύθμιση ή πρακτική, η οποία αντιβαίνει σε διάταξη του δικαίου της Ένωσης που έχει άμεσο αποτέλεσμα, χωρίς να οφείλει να ζητήσει ή να αναμείνει την προηγούμενη εξαφάνιση της εθνικής ρύθμισης ή πρακτικής είτε διά της νομοθετικής οδού είτε μέσω οποιασδήποτε άλλης συνταγματικής διαδικασίας [πρβλ. απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2022, RS (Αποτέλεσμα των αποφάσεων συνταγματικού δικαστηρίου), C‑430/21, EU:C:2022:99, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία]. Η τήρηση της υποχρέωσης αυτής είναι αναγκαία, ιδίως για τη διασφάλιση της ισότητας των κρατών μελών ενώπιον των Συνθηκών, και αποτελεί έκφραση της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας του άρθρου 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ [πρβλ. απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2022, RS (Αποτέλεσμα των αποφάσεων συνταγματικού δικαστηρίου), C‑430/21, EU:C:2022:99, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

    63

    Το Δικαστήριο έχει κρίνει δε ότι το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη, το οποίο επιβάλλει στα κράτη μέλη σαφή και συγκεκριμένη υποχρέωση επίτευξης αποτελέσματος που δεν υπόκειται σε καμία προϋπόθεση, ιδίως όσον αφορά την ανεξαρτησία και την αμεροληψία των δικαστηρίων τα οποία καλούνται να ερμηνεύσουν και να εφαρμόσουν το δίκαιο της Ένωσης και την απαίτηση τα δικαστήρια αυτά να έχουν προηγουμένως συσταθεί νομίμως, έχει τέτοιο άμεσο αποτέλεσμα, το οποίο συνεπάγεται ότι πρέπει να μένει ανεφάρμοστη οποιαδήποτε εθνική διάταξη, νομολογία ή πρακτική αντίθετη προς τις εν λόγω διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, όπως έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο [απόφαση Επιτροπή κατά Πολωνίας (Ανεξαρτησία και ιδιωτική ζωή των δικαστών), σκέψη 78 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

    64

    Από πάγια νομολογία προκύπτει επίσης ότι, ακόμη και ελλείψει εθνικών νομοθετικών μέτρων για την παύση διαπιστωθείσας από το Δικαστήριο παραβάσεως κράτους μέλους, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να λαμβάνουν όλα τα μέτρα προκειμένου να διευκολύνουν την υλοποίηση της πλήρους αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης συμφώνως προς τα κριθέντα στην απόφαση με την οποία διαπιστώθηκε η παράβαση αυτή. Εξάλλου, τα εθνικά δικαστήρια υποχρεούνται, δυνάμει της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, να εξαλείφουν τις παράνομες συνέπειες παραβίασης του δικαίου της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 10ης Μαρτίου 2022, Grossmania,C‑177/20, EU:C:2022:175, σκέψεις 38 και 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    65

    Προκειμένου να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 61 έως 64 της παρούσας απόφασης, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να μην εφαρμόσει πράξη, όπως η επίμαχη απόφαση, η οποία, κατά παράβαση του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, διέταξε την αναστολή της άσκησης των καθηκόντων δικαστή, εφόσον τούτο είναι αναγκαίο, δεδομένης της οικείας δικονομικής κατάστασης, για τη διασφάλιση της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης [πρβλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, W.Ż. (Τμήμα εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου – Διορισμός), C‑487/19, EU:C:2021:798, σκέψεις 159 και 161].

    66

    Δεδομένου ότι η τελική εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, καθώς και η εφαρμογή και η ερμηνεία του εθνικού δικαίου εναπόκεινται, στο πλαίσιο διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, αποκλειστικώς στο αιτούν δικαστήριο, αυτό είναι αρμόδιο να καθορίσει οριστικά τις συγκεκριμένες συνέπειες που απορρέουν, στη διαδικασία της κύριας δίκης στην υπόθεση C‑615/20, από την αρχή που υπομνήσθηκε στην προηγούμενη σκέψη. Ωστόσο, κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο μπορεί, βάσει των στοιχείων της δικογραφίας, να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο τα στοιχεία ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης που θα του ήταν χρήσιμα προς τούτο [πρβλ. απόφαση της 2ας Μαρτίου 2021, A.B. κ.λπ. (Διορισμός δικαστών στο Ανώτατο Δικαστήριο – Προσφυγές), C‑824/18, EU:C:2021:153, σκέψη 96 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

    67

    Συναφώς, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, η Πολωνική Κυβέρνηση αναφέρθηκε στη θέσπιση του ustawa o zmianie ustawy o Sądzie steuersteueroraz niektórych innych ustawa (νόμου για την τροποποίηση του νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ορισμένων άλλων νόμων), της 9ης Ιουνίου 2022 (Dz. U 2022, σημείο 1259), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 15 Ιουλίου 2022. Σύμφωνα με τις εξηγήσεις που παρέσχε η εν λόγω κυβέρνηση, ο νέος αυτός νόμος μεταξύ άλλων κατήργησε το πειθαρχικό τμήμα και θέσπισε μεταβατικό καθεστώς δυνάμει του οποίου κάθε δικαστής εις βάρος του οποίου έχει εκδοθεί απόφαση του τμήματος αυτού επιτρέπουσα την άσκηση ποινικής δίωξης θα έχει πλέον τη δυνατότητα να αιτηθεί την επανεξέταση του φακέλου της υπόθεσης από νέο τμήμα συσταθέν στο πλαίσιο του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) με τον ίδιο νόμο, το οποίο οφείλει, στην περίπτωση αυτή, να αποφανθεί επί του αιτήματος αυτού εντός προθεσμίας δώδεκα μηνών κατ’ ανώτατο όριο.

    68

    Κατά την εν λόγω κυβέρνηση, η ύπαρξη του νέου αυτού μέσου ένδικης προστασίας μπορεί, επομένως, να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο στην υπόθεση C‑615/20 τη δυνατότητα να επιτύχει ενδεχομένως την αναθεώρηση της επίμαχης απόφασης και, ως εκ τούτου, δεν συντρέχει πλέον λόγος να μείνει ανεφάρμοστη η απόφαση αυτή εν προκειμένω. Πράγματι, το Δικαστήριο υπογράμμισε, στη σκέψη 161 της απόφασης της 6ης Οκτωβρίου 2021, W.Ż. (Τμήμα εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου – Διορισμός) (C‑487/19, EU:C:2021:798), ότι αυτού του είδους το δικονομικό μέσο δικαιολογείται μόνον εφόσον αποδεικνύεται απαραίτητο, υπό το πρίσμα της συγκεκριμένης δικονομικής κατάστασης, για τη διασφάλιση της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης.

    69

    Εντούτοις, από τις διευκρινίσεις που παρέσχε η Πολωνική Κυβέρνηση δεν προκύπτει ότι η επίμαχη απόφαση έπαυσε να παράγει τα αποτελέσματά της λόγω της θέσης σε ισχύ του νόμου της 9ης Ιουνίου 2022, ο οποίος μνημονεύεται στη σκέψη 67 της παρούσας απόφασης, ούτε, ως εκ τούτου, ότι εξέλιπε το κώλυμα για τη συνέχιση της διαδικασίας της κύριας δίκης από το αιτούν δικαστήριο στην υπόθεση C‑615/20, υπό την παρούσα σύνθεσή του. Όσον αφορά το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος δικαστής έχει πλέον τη δυνατότητα να αιτηθεί την αναθεώρηση της επίμαχης απόφασης ενώπιον νεοσυσταθείσας αρχής, η οποία καλείται να αποφανθεί το αργότερο εντός προθεσμίας ενός έτους, αυτό δεν φαίνεται, υπό την επιφύλαξη των τελικών εκτιμήσεων οι οποίες εναπόκεινται συναφώς στο αιτούν δικαστήριο, να διασφαλίζει ότι το εν λόγω κώλυμα μπορεί να αρθεί αμελλητί, ενδεχομένως με πρωτοβουλία των δικαστικών οργάνων τα οποία είναι αρμόδια για τον καθορισμό και τη μεταβολή της σύνθεσης των δικαστικών σχηματισμών του εθνικού δικαστηρίου, υπό συνθήκες ικανές να διασφαλίσουν τον σεβασμό της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης.

    70

    Τέλος, όταν πράξη, όπως η επίμαχη απόφαση, έχει εκδοθεί από όργανο το οποίο δεν αποτελεί ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης, δεν θα μπορούσε να προβληθεί λυσιτελώς κανένας ισχυρισμός στηριζόμενος στην αρχή της ασφάλειας δικαίου ή συνδεόμενος με την προβαλλόμενη ισχύ δεδικασμένου της απόφασης αυτής προκειμένου να εμποδίσει το αιτούν δικαστήριο και τα δικαιοδοτικά όργανα τα οποία είναι αρμόδια για τον καθορισμό και τη μεταβολή της σύνθεσης των δικαστικών σχηματισμών του εθνικού δικαστηρίου να αφήσουν ανεφάρμοστη μια τέτοια απόφαση [πρβλ απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, W.Ż. (Τμήμα εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου – Διορισμός), C‑487/19, EU:C:2021:798, σκέψη 160].

    71

    Συναφώς, πρέπει, μεταξύ άλλων, να παρατηρηθεί ότι η διαδικασία της κύριας δίκης στην υπόθεση C‑615/20 ανεστάλη από το αιτούν δικαστήριο εν αναμονή της έκδοσης της παρούσας απόφασης. Στο πλαίσιο αυτό, η συνέχιση της διαδικασίας αυτής από τον δικαστή του μονομελούς τμήματος του αιτούντος δικαστηρίου, ιδίως στο προχωρημένο στάδιο στο οποίο βρίσκεται η εν λόγω διαδικασία, η οποία φέρεται να είναι ιδιαιτέρως σύνθετη, δεν φαίνεται, a priori, ικανή να θίξει την ασφάλεια δικαίου. Αντιθέτως, φαίνεται ότι καθιστά δυνατό να καταλήξει η εκδίκαση της υπόθεσης της κύριας δίκης σε απόφαση σύμφωνη, αφενός, με τις απαιτήσεις που απορρέουν από το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ και, αφετέρου, με το δικαίωμα των ενδιαφερόμενων πολιτών για δίκαιη δίκη εντός εύλογης προθεσμίας.

    72

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το αιτούν δικαστήριο στην υπόθεση C‑615/20 ορθώς δεν εφαρμόζει την επίμαχη απόφαση και, ως εκ τούτου, δύναται, υπό το πρίσμα αυτό, να συνεχίσει την εξέταση της υπόθεσης της κύριας δίκης υπό την παρούσα σύνθεσή του, χωρίς να είναι σε θέση να το εμποδίσουν τα δικαιοδοτικά όργανα τα οποία είναι αρμόδια για τον καθορισμό και τη μεταβολή της σύνθεσης των δικαστικών σχηματισμών του εθνικού δικαστηρίου.

    73

    Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα της υπόθεσης C‑615/20 πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης και η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι:

    αφενός, δικαστικός σχηματισμός εθνικού δικαστηρίου, ο οποίος επιλαμβάνεται υπόθεσης και δικάζει ως μονομελής σχηματισμός, εις βάρος του οποίου όργανο του οποίου η ανεξαρτησία και η αμεροληψία δεν διασφαλίζονται εξέδωσε απόφαση με την οποία χορηγείται άδεια για την άσκηση ποινικής δίωξης και διατάσσεται η αναστολή άσκησης των καθηκόντων του καθώς και η μείωση των αποδοχών του, δύναται νομίμως να μην εφαρμόσει την ως άνω απόφαση, η οποία εμποδίζει την άσκηση της αρμοδιότητάς του στη συγκεκριμένη υπόθεση, και,

    αφετέρου, τα δικαιοδοτικά όργανα που είναι αρμόδια για τον καθορισμό και τη μεταβολή της σύνθεσης των δικαστικών σχηματισμών του εθνικού δικαστηρίου οφείλουν ωσαύτως να μην εφαρμόσουν την ως άνω απόφαση, η οποία εμποδίζει την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής από τον εν λόγω δικαστικό σχηματισμό.

    Επί του πρώτου και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος, καθώς και επί του πρώτου σκέλους του τέταρτου προδικαστικού ερωτήματος της υπόθεσης C‑671/20

    74

    Με το πρώτο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, καθώς και με το πρώτο σκέλος του τέταρτου προδικαστικού ερωτήματος σχετικά με τις προϋποθέσεις διορισμού των μελών του πειθαρχικού τμήματος, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο στην υπόθεση C‑671/20 ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ καθώς και οι αρχές της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, της καλόπιστης συνεργασίας και της ασφάλειας δικαίου έχουν την έννοια ότι:

    αφενός, δικαστικός σχηματισμός εθνικού δικαστηρίου στον οποίο έχει ανατεθεί εκ νέου υπόθεση η οποία είχε προηγουμένως ανατεθεί σε άλλο δικαστικό σχηματισμό του εν λόγω δικαστηρίου, κατόπιν απόφασης ληφθείσας από όργανο του οποίου η ανεξαρτησία και η αμεροληψία δεν διασφαλίζονται και το οποίο χορήγησε άδεια για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά του μόνου δικαστή που συγκροτεί τον τελευταίο αυτό δικαστικό σχηματισμό και διέταξε την αναστολή άσκησης των καθηκόντων του και τη μείωση των αποδοχών του, οφείλει να μην εφαρμόσει την απόφαση του ως άνω οργάνου και να μη συνεχίσει την εξέταση της εν λόγω υπόθεσης,

    αφετέρου, τα δικαιοδοτικά όργανα τα οποία είναι αρμόδια για τον καθορισμό και τη μεταβολή της σύνθεσης των δικαστικών σχηματισμών του εν λόγω εθνικού δικαστηρίου υποχρεούνται, σε μια τέτοια περίπτωση, να αναθέσουν και πάλι την ίδια υπόθεση στον δικαστικό σχηματισμό στον οποίο είχε αρχικώς ανατεθεί.

    75

    Από την απόφαση περί παραπομπής της υπόθεσης C‑671/20 προκύπτει ότι, μετά την έκδοση της επίμαχης απόφασης, με την οποία χορηγήθηκε η άδεια για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά του δικαστή I. T. και διατάχθηκε η αναστολή άσκησης των καθηκόντων του, ο πρόεδρος του Sąd Okręgowy w Warszawie (περιφερειακού δικαστηρίου Βαρσοβίας), ενεργώντας βάσει του άρθρου 47b, παράγραφοι 1 και 3, του νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων, εξέδωσε διάταξη με την οποία ανέθεσε στην πρόεδρο του τμήματος στο οποίο μετείχε ο δικαστής I. T. να τροποποιήσει τη σύνθεση του δικαστικού σχηματισμού στις υποθέσεις που είχαν ανατεθεί στον δικαστή αυτόν, με εξαίρεση την υπόθεση στην οποία ο εν λόγω δικαστής είχε υποβάλει στο Δικαστήριο την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως που αποτελεί το αντικείμενο της υπόθεσης C‑615/20. Στη συνέχεια, η εν λόγω πρόεδρος τμήματος εξέδωσε, με τη χρήση του εργαλείου πληροφορικής που προβλεπόταν για τον σκοπό αυτό, διάταξη περί εκ νέου ανάθεσης της υπόθεσης της κύριας δίκης σε άλλο δικαστικό σχηματισμό, ήτοι στο αιτούν δικαστήριο της υπόθεσης C‑671/20.

    76

    Από τις εκτιμήσεις στις οποίες στηρίζεται η απάντηση στο τέταρτο ερώτημα στην υπόθεση C‑615/20 προκύπτει ότι το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ συνεπάγεται ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν εφαρμόζουν απόφαση με την οποία, κατά παράβαση της εν λόγω διάταξης, αναστέλλεται η άσκηση των καθηκόντων δικαστή, όταν τούτο είναι απαραίτητο, υπό το πρίσμα της συγκεκριμένης δικονομικής κατάστασης, για τη διασφάλιση της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης.

    77

    Προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, η υποχρέωση αυτή επιβάλλεται, μεταξύ άλλων, στον δικαστικό σχηματισμό στον οποίο η επίμαχη υπόθεση θα έπρεπε να ανατεθεί εκ νέου λόγω μιας τέτοιας απόφασης και, ως εκ τούτου, ο εν λόγω δικαστικός σχηματισμός οφείλει να απόσχει από την εκδίκαση της υπόθεσης [πρβλ. απόφαση της 22ας Μαρτίου 2022, Prokurator Generalny κ.λπ. (Πειθαρχικό τμήμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου – Διορισμός), C‑508/19, EU:C:2022:201, σκέψη 74]. Η ως άνω υποχρέωση δεσμεύει, επίσης, τα όργανα που είναι αρμόδια για τον καθορισμό και τη μεταβολή της σύνθεσης των δικαστικών σχηματισμών του εθνικού δικαστηρίου, τα οποία οφείλουν, ως εκ τούτου, να αναθέσουν και πάλι την ίδια υπόθεση στον δικαστικό σχηματισμό που είχε αρχικώς επιληφθεί της υπόθεσης.

    78

    Εν προκειμένω, για τον λόγο που εκτίθεται στη σκέψη 70 της παρούσας απόφασης, δεν θα μπορούσε να προβληθεί λυσιτελώς κανένας ισχυρισμός στηριζόμενος στην αρχή της ασφάλειας δικαίου ή συνδεόμενος με προβαλλόμενη ισχύ δεδικασμένου της εν λόγω απόφασης.

    79

    Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής στην υπόθεση C‑671/20, και σε αντίθεση με άλλες υποθέσεις που είχαν ανατεθεί στον δικαστή I. T., οι οποίες εν τω μεταξύ ωσαύτως ανατέθηκαν εκ νέου σε άλλους δικαστικούς σχηματισμούς, των οποίων όμως η εξέταση συνεχίστηκε ή ακόμη και, κατά περίπτωση, περατώθηκε με την έκδοση απόφασης από τους νέους αυτούς δικαστικούς σχηματισμούς, η διαδικασία της κύριας δίκης στην εν λόγω υπόθεση ανεστάλη εν αναμονή της έκδοσης της παρούσας απόφασης. Υπό τις συνθήκες αυτές, η επανάληψη της διαδικασίας αυτής από τον δικαστή I. T. φαίνεται ικανή να καταλήξει στην περάτωση της εν λόγω διαδικασίας, παρά την καθυστέρηση που προκλήθηκε από την επίμαχη απόφαση, με απόφαση σύμφωνη τόσο με τις απαιτήσεις που απορρέουν από το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ όσο και με εκείνες που απορρέουν από το δικαίωμα του ενδιαφερόμενου διαδίκου σε δίκαιη δίκη.

    80

    Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο πρώτο και στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα, καθώς και στο πρώτο σκέλος του τέταρτου προδικαστικού ερωτήματος της υπόθεσης C‑671/20, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ καθώς και οι αρχές της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης και της καλόπιστης συνεργασίας έχουν την έννοια ότι:

    αφενός, δικαστικός σχηματισμός εθνικού δικαστηρίου ο οποίος, αφού του ανατέθηκε εκ νέου υπόθεση η οποία είχε προηγουμένως ανατεθεί σε άλλο δικαστικό σχηματισμό του εν λόγω δικαστηρίου, κατόπιν απόφασης ληφθείσας από όργανο του οποίου η ανεξαρτησία και η αμεροληψία δεν διασφαλίζονται και το οποίο χορήγησε άδεια για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά του μόνου δικαστή που συγκροτεί τον τελευταίο αυτό δικαστικό σχηματισμό και διέταξε την αναστολή άσκησης των καθηκόντων του και τη μείωση των αποδοχών του, αποφάσισε να αναστείλει την εκδίκαση της υπόθεσης αυτής εν αναμονή της έκδοσης προδικαστικής αποφάσεως του Δικαστηρίου, οφείλει να μην εφαρμόσει την απόφαση του ως άνω οργάνου και να μη συνεχίσει την εξέταση της υπόθεσης, και,

    αφετέρου, τα δικαιοδοτικά όργανα τα οποία είναι αρμόδια για τον καθορισμό και τη μεταβολή της σύνθεσης των δικαστικών σχηματισμών του εθνικού δικαστηρίου υποχρεούνται, σε μια τέτοια περίπτωση, να αναθέσουν και πάλι την ίδια υπόθεση στον δικαστικό σχηματισμό στον οποίο είχε αρχικώς ανατεθεί.

    Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος και του δεύτερου σκέλους του τέταρτου προδικαστικού ερωτήματος της υπόθεσης C‑671/20

    81

    Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, καθώς και με το δεύτερο σκέλος του τέταρτου προδικαστικού ερωτήματός του σχετικά με τις προϋποθέσεις διορισμού των μελών του Trybunał Konstytucyjny (Συνταγματικού Δικαστηρίου), τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο στην υπόθεση C‑671/20 ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ καθώς και οι αρχές της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης και της καλόπιστης συνεργασίας έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται:

    αφενός, σε εθνικές διατάξεις οι οποίες απαγορεύουν σε εθνικό δικαστήριο, επ’ απειλή πειθαρχικών κυρώσεων που επιβάλλονται στους δικαστές που το συγκροτούν, να εξετάσει τον δεσμευτικό χαρακτήρα πράξης εκδοθείσας από όργανο του οποίου η ανεξαρτησία και η αμεροληψία δεν διασφαλίζονται και το οποίο χορήγησε άδεια για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά δικαστή και διέταξε την αναστολή άσκησης των καθηκόντων του δικαστή και τη μείωση των αποδοχών του και, ενδεχομένως, απαγορεύουν στο εθνικό δικαστήριο να αφήσει ανεφάρμοστη την πράξη αυτή, και,

    αφετέρου, στη νομολογία συνταγματικού δικαστηρίου κατά την οποία οι πράξεις διορισμού των δικαστών που συγκροτούν ένα τέτοιο όργανο δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο δικαστικού ελέγχου, στο μέτρο που η εν λόγω νομολογία είναι δυνατόν να εμποδίσει την εξέταση αυτή.

    82

    Όσον αφορά, πρώτον, τις εθνικές διατάξεις στις οποίες αναφέρθηκε το αιτούν δικαστήριο στην υπόθεση C‑671/20, επισημαίνεται ότι οι διατάξεις του άρθρου 42a, παράγραφοι 1 και 2, του νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων προβλέπουν, μεταξύ άλλων, ότι απαγορεύεται στα εν λόγω δικαστήρια να αμφισβητούν τη νομιμότητα των δικαστηρίων ή να εκτιμούν τη νομιμότητα του διορισμού δικαστή ή της εξουσίας του να ασκεί δικαιοδοτικά καθήκοντα. Όσον αφορά τις διατάξεις του άρθρου 107, παράγραφος 1, σημείο 3, του ίδιου νόμου, αυτές ανάγουν σε πειθαρχικό παράπτωμα, μεταξύ άλλων, κάθε πράξη των δικαστών των τακτικών δικαστηρίων η οποία θέτει υπό αμφισβήτηση το κύρος του διορισμού δικαστή.

    83

    Όπως, όμως, προκύπτει από τις διευκρινίσεις που παρέσχε, το εν λόγω αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι τέτοιες εθνικές διατάξεις είναι ικανές να το εμποδίσουν να αποφανθεί επί της έλλειψης δεσμευτικής ισχύος μιας πράξης όπως η επίμαχη απόφαση και, ενδεχομένως, να την αφήσει ανεφάρμοστη, ακόμα και αν οφείλει να το πράξει λαμβανομένων υπόψη των απαντήσεων του Δικαστηρίου στα λοιπά ερωτήματά του. Συγκεκριμένα, κατά το αιτούν δικαστήριο, ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα μπορούσε να θέσει υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητα δικαστικής αρχής, ήτοι του πειθαρχικού τμήματος, και να υπονομεύσει σοβαρά τη λειτουργία του. Μια τέτοια εξέταση της δεσμευτικής ισχύος της επίμαχης απόφασης θα απαιτούσε, συγχρόνως, από το αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει τη νομιμότητα των διορισμών των δικαστών που συγκροτούν το εν λόγω τμήμα και της εξουσίας τους να ασκούν δικαιοδοτικά καθήκοντα και να αποφανθεί επί του κύρους των εν λόγω διορισμών.

    84

    Συναφώς, από την απάντηση που δόθηκε στο πρώτο και στο τρίτο ερώτημα, καθώς και στο πρώτο σκέλος του τετάρτου ερωτήματος στην υπόθεση C‑671/20, προκύπτει ότι τα εθνικά δικαστήρια τα οποία καλούνται να εφαρμόσουν απόφαση συνεπαγόμενη, κατά παράβαση του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, την αναστολή άσκησης των καθηκόντων δικαστή οφείλουν, όταν αυτό είναι απαραίτητο, δεδομένης της οικείας δικονομικής κατάστασης, για τη διασφάλιση της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, να μην εφαρμόσουν την απόφαση αυτήν.

    85

    Υπό τις συνθήκες αυτές, η εκ μέρους εθνικού δικαστηρίου άσκηση των καθηκόντων που του ανατίθενται από τις Συνθήκες και η τήρηση των υποχρεώσεων που υπέχει δυνάμει των Συνθηκών, διά της θέσεως σε εφαρμογή διατάξεων όπως το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, δεν μπορεί, εξ ορισμού, ούτε να του απαγορευθεί ούτε να θεωρηθεί πειθαρχικό παράπτωμα των δικαστών ενός τέτοιου δικαστηρίου [πρβλ. απόφαση Επιτροπή κατά Πολωνίας (Ανεξαρτησία και ιδιωτική ζωή των δικαστών), σκέψη 132].

    86

    Στην απόφαση Επιτροπή κατά Πολωνίας (Ανεξαρτησία και ιδιωτική ζωή των δικαστών), το Δικαστήριο έκρινε, για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 198 έως 219 της εν λόγω απόφασης και όπως προκύπτει από το σημείο 3 του διατακτικού της, ότι, θεσπίζοντας και διατηρώντας σε ισχύ το άρθρο 42a, παράγραφοι 1 και 2, του νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων, το οποίο απαγορεύει σε κάθε εθνικό δικαστήριο να ελέγχει την πλήρωση των απαιτήσεων που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης και αφορούν τη διασφάλιση ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη, καθώς και από την αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης.

    87

    Στην ίδια απόφαση, το Δικαστήριο έκρινε, επίσης, για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 125 έως 163 της απόφασης αυτής και όπως προκύπτει από το σημείο 2 του διατακτικού της εν λόγω απόφασης, ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας, θεσπίζοντας και διατηρώντας σε ισχύ το άρθρο 107, παράγραφος 1, σημεία 2 και 3, του νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων, βάσει του οποίου μπορεί να χαρακτηριστεί ως πειθαρχικό παράπτωμα ο έλεγχος της πλήρωσης των απαιτήσεων της Ένωσης σχετικά με ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, παρέβη, μεταξύ άλλων, τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ και του άρθρου 47 του Χάρτη.

    88

    Όπως υπομνήσθηκε δε στις σκέψεις 56, 58 και 61 έως 64 της παρούσας απόφασης, λαμβανομένων υπόψη του κύρους με το οποίο περιβάλλονται οι αποφάσεις με τις οποίες το Δικαστήριο διαπιστώνει τέτοια παράβαση, καθώς και του άμεσου αποτελέσματος που έχει το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ και της αρχής της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, τα εθνικά δικαστήρια, και επομένως, ιδίως, το αιτούν δικαστήριο στην υπόθεση C‑671/20, οφείλουν να αφήσουν ανεφάρμοστες, στις υποθέσεις των οποίων έχουν επιληφθεί, τις εθνικές διατάξεις που κρίθηκαν αντίθετες προς την εν λόγω διάταξη του δικαίου της Ένωσης. Επομένως, οι υπό εξέταση εθνικές διατάξεις και, ιδίως, οι επίμαχες απαγορεύσεις τις οποίες θεσπίζουν εις βάρος των τακτικών δικαστηρίων δεν μπορούν να εμποδίσουν το αιτούν δικαστήριο να εξετάσει τη δεσμευτική ισχύ της επίμαχης απόφασης και να την αφήσει ανεφάρμοστη, όπως υποχρεούται να πράξει.

    89

    Όσον αφορά, δεύτερον, τη νομολογία του Trybunał Konstytucyjny (Συνταγματικού Δικαστηρίου) στην οποία παρέπεμψε το αιτούν δικαστήριο, από τις διευκρινίσεις που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι το δικαστήριο αυτό εκτιμά ότι η νομολογία αυτή είναι, επίσης, ικανή να το εμποδίσει να προβεί σε εξέταση των συνθηκών υπό τις οποίες πραγματοποιήθηκαν οι διορισμοί των μελών του πειθαρχικού τμήματος, προκειμένου να βεβαιωθεί ότι το όργανο αυτό είναι ανεξάρτητο και αμερόληπτο και να καταλήξει, ενδεχομένως, στο συμπέρασμα ότι η επίμαχη απόφαση δεν πρέπει να εφαρμοσθεί.

    90

    Συναφώς, και χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστεί το δεύτερο σκέλος του τετάρτου ερωτήματος, σχετικά με τις προϋποθέσεις διορισμού των μελών του Συνταγματικού Δικαστηρίου, αρκεί να υπομνησθεί ότι, λαμβανομένου υπόψη του άμεσου αποτελέσματος που έχει το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης επιβάλλει στα εθνικά δικαστήρια να αφήνουν ανεφάρμοστη κάθε εθνική νομολογία αντίθετη προς την εν λόγω διάταξη του δικαίου της Ένωσης, όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο [πρβλ. απόφαση Επιτροπή κατά Πολωνίας (Ανεξαρτησία και ιδιωτική ζωή των δικαστών), σκέψη 78 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

    91

    Εξάλλου, υπενθυμίζεται ότι, σε περίπτωση που, κατόπιν της έκδοσης αποφάσεων του Δικαστηρίου, εθνικό δικαστήριο κρίνει ότι η νομολογία συνταγματικού δικαστηρίου είναι αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης, το γεγονός ότι ένα τέτοιο εθνικό δικαστήριο αφήνει ανεφάρμοστη την εν λόγω συνταγματική νομολογία, σύμφωνα με την αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, δεν μπορεί να θεμελιώσει την πειθαρχική ευθύνη του [απόφαση Επιτροπή κατά Πολωνίας (Ανεξαρτησία και ιδιωτική ζωή των δικαστών), σκέψη 151 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

    92

    Επομένως, το αιτούν δικαστήριο στην υπόθεση C‑671/20 οφείλει να μην εφαρμόσει τις εθνικές διατάξεις για τις οποίες γίνεται λόγος στις σκέψεις 86 και 87 της παρούσας απόφασης, καθώς και τη νομολογία του Trybunał Konstytucyjny (Συνταγματικού Δικαστηρίου) που μνημονεύεται στη σκέψη 89 της ίδιας απόφασης, στο μέτρο που οι εν λόγω διατάξεις και η εν λόγω νομολογία είναι ικανές να εμποδίσουν το αιτούν δικαστήριο να αφήσει ανεφάρμοστη την επίμαχη απόφαση και, κατά συνέπεια, να απόσχει από την έκδοση απόφασης επί της υπόθεσης της κύριας δίκης.

    93

    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα της υπόθεσης C‑671/20 πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ καθώς και οι αρχές της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης και της καλόπιστης συνεργασίας έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται:

    αφενός, σε εθνικές διατάξεις οι οποίες απαγορεύουν σε εθνικό δικαστήριο, επ’ απειλή πειθαρχικών κυρώσεων που επιβάλλονται στους δικαστές που το συγκροτούν, να εξετάσει τον δεσμευτικό χαρακτήρα πράξης εκδοθείσας από όργανο του οποίου η ανεξαρτησία και η αμεροληψία δεν διασφαλίζονται και το οποίο χορήγησε άδεια για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά δικαστή και διέταξε την αναστολή άσκησης των καθηκόντων του δικαστή και τη μείωση των αποδοχών του και, ενδεχομένως, απαγορεύουν στο εθνικό δικαστήριο να αφήσει ανεφάρμοστη την πράξη αυτή, και,

    αφετέρου, στη νομολογία συνταγματικού δικαστηρίου κατά την οποία οι πράξεις διορισμού των δικαστών δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο δικαστικού ελέγχου, στο μέτρο που η εν λόγω νομολογία είναι δυνατόν να εμποδίσει την εξέταση αυτή.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    94

    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

     

    1)

    Το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνικές διατάξεις οι οποίες απονέμουν σε όργανο του οποίου η ανεξαρτησία και η αμεροληψία δεν διασφαλίζονται την αρμοδιότητα να χορηγεί άδεια για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά δικαστών των τακτικών δικαστηρίων και, σε περίπτωση χορήγησης τέτοιας άδειας, να αναστέλλει την άσκηση των καθηκόντων των εν λόγω δικαστών και να μειώνει τις αποδοχές τους για όσο χρόνο διαρκεί η αναστολή αυτή.

     

    2)

    Το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης και η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι:

    αφενός, δικαστικός σχηματισμός εθνικού δικαστηρίου, ο οποίος επιλαμβάνεται υπόθεσης και δικάζει ως μονομελής σχηματισμός, εις βάρος του οποίου όργανο του οποίου η ανεξαρτησία και η αμεροληψία δεν διασφαλίζονται εξέδωσε απόφαση με την οποία χορηγείται άδεια για την άσκηση ποινικής δίωξης και διατάσσεται η αναστολή άσκησης των καθηκόντων του, καθώς και η μείωση των αποδοχών του, δύναται νομίμως να μην εφαρμόσει την ως άνω απόφαση, η οποία εμποδίζει την άσκηση της αρμοδιότητάς του στη συγκεκριμένη υπόθεση, και,

    αφετέρου, τα δικαιοδοτικά όργανα που είναι αρμόδια για τον καθορισμό και τη μεταβολή της σύνθεσης των δικαστικών σχηματισμών του εθνικού δικαστηρίου οφείλουν ωσαύτως να μην εφαρμόσουν την ως άνω απόφαση, η οποία εμποδίζει την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής από τον εν λόγω δικαστικό σχηματισμό.

     

    3)

    Το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ καθώς και οι αρχές της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης και της καλόπιστης συνεργασίας έχουν την έννοια ότι:

    αφενός, δικαστικός σχηματισμός εθνικού δικαστηρίου ο οποίος, αφού του ανατέθηκε εκ νέου υπόθεση η οποία είχε προηγουμένως ανατεθεί σε άλλο δικαστικό σχηματισμό του εν λόγω δικαστηρίου, κατόπιν απόφασης ληφθείσας από όργανο του οποίου η ανεξαρτησία και η αμεροληψία δεν διασφαλίζονται και το οποίο χορήγησε άδεια για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά του μόνου δικαστή που συγκροτεί τον τελευταίο αυτό δικαστικό σχηματισμό και διέταξε την αναστολή άσκησης των καθηκόντων του και τη μείωση των αποδοχών του, αποφάσισε να αναστείλει την εκδίκαση της υπόθεσης αυτής εν αναμονή της έκδοσης προδικαστικής αποφάσεως του Δικαστηρίου, οφείλει να μην εφαρμόσει την απόφαση του ως άνω οργάνου και να μη συνεχίσει την εξέταση της υπόθεσης, και,

    αφετέρου, τα δικαιοδοτικά όργανα τα οποία είναι αρμόδια για τον καθορισμό και τη μεταβολή της σύνθεσης των δικαστικών σχηματισμών του εθνικού δικαστηρίου υποχρεούνται, σε μια τέτοια περίπτωση, να αναθέσουν και πάλι την ίδια υπόθεση στον δικαστικό σχηματισμό στον οποίο είχε αρχικώς ανατεθεί.

     

    4)

    Το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ καθώς και οι αρχές της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης και της καλόπιστης συνεργασίας έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται:

    αφενός, σε εθνικές διατάξεις οι οποίες απαγορεύουν σε εθνικό δικαστήριο, επ’ απειλή πειθαρχικών κυρώσεων που επιβάλλονται στους δικαστές που το συγκροτούν, να εξετάσει τον δεσμευτικό χαρακτήρα πράξης εκδοθείσας από όργανο του οποίου η ανεξαρτησία και η αμεροληψία δεν διασφαλίζονται και το οποίο χορήγησε άδεια για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά δικαστή και διέταξε την αναστολή άσκησης των καθηκόντων του δικαστή και τη μείωση των αποδοχών του και, ενδεχομένως, απαγορεύουν στον εθνικό δικαστήριο να αφήσει ανεφάρμοστη την πράξη αυτή, και,

    αφετέρου, στη νομολογία συνταγματικού δικαστηρίου, κατά την οποία οι πράξεις διορισμού των δικαστών που συγκροτούν ένα τέτοιο όργανο δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο δικαστικού ελέγχου, στο μέτρο που η εν λόγω νομολογία είναι δυνατόν να εμποδίσει την εξέταση αυτή.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα της διαδικασίας: η πολωνική.

    Top