Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62020CJ0431

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 6ης Οκτωβρίου 2021.
    Carlo Tognoli κ.λπ. κατά Ευρωπαϊκoύ Κοινοβουλίου.
    Αίτηση αναιρέσεως – Θεσμικό δίκαιο – Ενιαίο καθεστώς των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου – Βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου εκλεγέντες σε ιταλικές εκλογικές περιφέρειες – Τροποποίηση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων – Βλαπτική πράξη – Προσωρινή θέση – Αυτοτελή έννομα αποτελέσματα.
    Υπόθεση C-431/20 P.

    Court reports – general

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2021:807

     ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

    της 6ης Οκτωβρίου 2021 ( *1 )

    «Αίτηση αναιρέσεως – Θεσμικό δίκαιο – Ενιαίο καθεστώς των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου – Βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου εκλεγέντες σε ιταλικές εκλογικές περιφέρειες – Τροποποίηση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων – Βλαπτική πράξη – Προσωρινή θέση – Αυτοτελή έννομα αποτελέσματα»

    Στην υπόθεση C‑431/20 P,

    με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 2020,

    Carlo Tognoli, κάτοικος Μιλάνου (Ιταλία),

    Emma Allione, κάτοικος Μιλάνου,

    Luigi Alberto Colajanni, κάτοικος Παλέρμο (Ιταλία),

    Claudio Martelli, κάτοικος Ρώμης (Ιταλία),

    Luciana Sbarbati, κάτοικος Chiaravalle (Ιταλία),

    Carla Dimatore, ως κληρονόμος του Mario Rigo, κάτοικος Noale (Ιταλία),

    Roberto Speciale, κάτοικος Bogliasco (Ιταλία),

    Loris Torbesi, ως κληρονόμος του Eugenio Melandri, κάτοικος Ρώμης,

    Luciano Pettinari, κάτοικος Ρώμης,

    Pietro Di Prima, κάτοικος Παλέρμο,

    Carla Barbarella, κάτοικος Magione (Ιταλία),

    Carlo Alberto Graziani, κάτοικος Fiesole (Ιταλία),

    Giorgio Rossetti, κάτοικος Τεργέστης (Ιταλία),

    Giacomo Porrazzini, κάτοικος Terni (Ιταλία),

    Guido Podestà, κάτοικος Vila Real de Santo António (Πορτογαλία),

    Roberto Barzanti, κάτοικος Σιένα (Ιταλία),

    Rita Medici, κάτοικος Μπολόνιας (Ιταλία),

    εκπροσωπούμενοι από τον M. Merola, avvocato,

    Aldo Arroni, κάτοικος Μιλάνου,

    Franco Malerba, κάτοικος Issy-les-Moulineaux (Γαλλία),

    Roberto Mezzaroma, κάτοικος Ρώμης,

    εκπροσωπούμενοι από τους M. Merola και L. Florio, avvocati,

    αναιρεσείοντες,

    όπου ο έτερος διάδικος είναι:

    το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από τις S. Alves και S. Seyr,

    καθού πρωτοδίκως,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους J.-C. Bonichot, πρόεδρο τμήματος, L. Bay Larsen (εισηγητή), C. Toader, M. Safjan και N. Jääskinen, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: J. Richard de la Tour

    γραμματέας: A. Calot Escobar

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 15ης Ιουλίου 2021,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με την αίτηση αναιρέσεως, οι Carlo Tognoli κ.λπ. ζητούν την αναίρεση της διάταξης του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 3ης Ιουλίου 2020, Tognoli κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου (T‑395/19, T‑396/19, T‑405/19, T‑408/19, T‑419/19, T‑423/19, T‑424/19, T‑428/19, T‑433/19, T‑437/19, T‑443/19, T‑455/19, T‑458/19 έως T‑462/19, T‑464/19, T‑469/19 και T‑477/19, μη δημοσιευθείσα, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, EU:T:2020:302), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε ως προδήλως απαράδεκτες τις προσφυγές τους περί ακυρώσεως των σημειωμάτων της 11ης Απριλίου 2019 τα οποία εξέδωσε ο προϊστάμενος της μονάδας «Αποζημιώσεις και Κοινωνικά Δικαιώματα των Βουλευτών» της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, σχετικά με την προσαρμογή του ποσού των συντάξεων που λαμβάνουν οι αναιρεσείοντες, κατόπιν της ενάρξεως ισχύος, την 1η Ιανουαρίου 2019, της απόφασης 14/2018 του Ufficio di Presidenza della Camera dei deputati (προεδρείου της Βουλής, Ιταλία) (στο εξής: επίδικα σημειώματα).

    Το ιστορικό της υπόθεσης

    2

    Οι αναιρεσείοντες είναι είτε πρώην μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εκλεγέντες στην Ιταλία, είτε επιζώντες σύζυγοι πρώην μελών του εν λόγω θεσμικού οργάνου. Καθένας από αυτούς λαμβάνει, υπό την ιδιότητα αυτή, σύνταξη γήρατος ή σύνταξη επιζώντος.

    3

    Στις 12 Ιουλίου 2018, το προεδρείο της ιταλικής Βουλής αποφάσισε τον εκ νέου υπολογισμό, σύμφωνα με το σύστημα των εισφορών, του ποσού των συντάξεων των πρώην μελών της εν λόγω Βουλής για τα έτη κοινοβουλευτικής θητείας έως την 31η Δεκεμβρίου 2011 (στο εξής: απόφαση 14/2018).

    4

    Με την προσθήκη σχολίου στα εκκαθαριστικά σημειώματα σύνταξης των αναιρεσειόντων του Ιανουαρίου 2019, το Κοινοβούλιο τους ενημέρωσε ότι υπήρχε το ενδεχόμενο να αναθεωρηθεί το ποσό των συντάξεών τους σε εκτέλεση της απόφασης 14/2018 και ότι ο νέος αυτός υπολογισμός μπορούσε να συνεπάγεται ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών.

    5

    Με μη χρονολογημένο σημείωμα του προϊσταμένου της μονάδας «Αποζημιώσεις και Κοινωνικά Δικαιώματα των Βουλευτών» της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών του Κοινοβουλίου, επισυναφθέν στα εκκαθαριστικά σημειώματα σύνταξης των αναιρεσειόντων του Φεβρουαρίου 2019, το Κοινοβούλιο τους ενημέρωσε, κατ’ αρχάς, ότι η νομική υπηρεσία του Κοινοβουλίου είχε επιβεβαιώσει τη δυνατότητα αυτόματης εφαρμογής της απόφασης 14/2018 στην περίπτωσή τους. Με το ως άνω σημείωμα διευκρινιζόταν στη συνέχεια ότι μόλις το Κοινοβούλιο θα παραλάμβανε τις αναγκαίες πληροφορίες από την Camera dei deputati (Βουλή, Ιταλία), θα τους γνωστοποιούσε το νέο ποσό της σύνταξής τους και θα προέβαινε στην ανάκτηση των ενδεχομένως αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών κατά τους επόμενους δώδεκα μήνες. Τέλος, το σημείωμα αυτό ενημέρωνε τους αναιρεσείοντες ότι το τελικό ποσό της σύνταξής τους επρόκειτο να προσδιοριστεί με επίσημη πράξη κατά της οποίας θα μπορούσαν να ασκήσουν διοικητική ένσταση ή προσφυγή ακυρώσεως βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

    6

    Στη συνέχεια, με τα επίδικα σημειώματα, ο προϊστάμενος μονάδας γνωστοποίησε στους αναιρεσείοντες ότι το ποσό των συντάξεών τους επρόκειτο να προσαρμοστεί κατά το ύψος της μείωσης του ποσού των ανάλογων συντάξεων που καταβάλλονται στην Ιταλία στους πρώην βουλευτές της ιταλικής Βουλής κατ’ εφαρμογήν της απόφασης 14/2018. Τα σημειώματα αυτά διευκρίνιζαν επίσης ότι το ποσό των συντάξεων των αναιρεσειόντων επρόκειτο να προσαρμοστεί από τον Απρίλιο του 2019 κατ’ εφαρμογήν των σχεδίων καθορισμού των νέων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων τα οποία είχαν διαβιβασθεί προσαρτημένα στα επίδικα σημειώματα. Περαιτέρω, με τα ίδια σημειώματα παρεχόταν η δυνατότητα στους αναιρεσείοντες να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους εντός προθεσμίας 30 ημερών από την παραλαβή τους. Ελλείψει υποβολής τέτοιων παρατηρήσεων εντός της ταχθείσας προθεσμίας, τα αποτελέσματα των εν λόγω σημειωμάτων θα θεωρούνταν οριστικά και θα συνεπάγονταν, μεταξύ άλλων, την ανάκτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών για τους μήνες Ιανουάριο έως Μάρτιο του 2019.

    7

    Με μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που απέστειλαν μεταξύ 13ης Μαΐου και 4ης Ιουνίου 2019, οι αναιρεσείοντες υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους στην αρμόδια υπηρεσία του Κοινοβουλίου. Με ηλεκτρονικά μηνύματα που απέστειλε μεταξύ 22ας Μαΐου και 24ης Ιουνίου 2019, το Κοινοβούλιο επιβεβαίωσε την παραλαβή των παρατηρήσεων αυτών και επισήμανε στους αναιρεσείοντες ότι θα τους απαντούσε μετά την εξέταση των επιχειρημάτων τους.

    8

    Μετά την άσκηση της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, με έγγραφα της 20ής Ιουνίου (υπόθεση T‑396/19), της 8ης Ιουλίου (υποθέσεις T‑405/19, T‑408/19, T‑443/19 και T‑464/19), της 15ης Ιουλίου (υποθέσεις T‑419/19, T‑433/19, T‑455/19, T‑458/19 έως T‑462/19, T‑469/19 και T‑477/19) και της 23ης Ιουλίου 2019 (υποθέσεις T‑395/19, T‑423/19, T‑424/19 και T‑428/19), ο προϊστάμενος της μονάδας «Αποζημιώσεις και Κοινωνικά Δικαιώματα των Βουλευτών» της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών του Κοινοβουλίου επισήμανε ότι στις παρατηρήσεις που υπέβαλαν οι αναιρεσείοντες δεν υπήρχαν στοιχεία ικανά να δικαιολογήσουν αναθεώρηση της θέσης του Κοινοβουλίου, όπως αυτή διατυπώθηκε στα επίδικα σημειώματα, και ότι, ως εκ τούτου, τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα καθώς και το πρόγραμμα ανάκτησης των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών, όπως υπολογίστηκαν εκ νέου και γνωστοποιήθηκαν στο παράρτημα των εν λόγω σημειωμάτων, κατέστησαν οριστικά.

    9

    Λόγω των ιδιαιτεροτήτων της περίπτωσης του Eugenio Melandri, ο οποίος είχε ζητήσει την εφαρμογή παρέκκλισης λόγω του ύψους των εισοδημάτων του, το Κοινοβούλιο δεν είχε αποφανθεί οριστικά σχετικά με την περίπτωσή του κατά την ημερομηνία εκδόσεως της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης.

    Οι προσφυγές ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη

    10

    Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου μεταξύ 28ης Ιουνίου και 8ης Ιουλίου 2019, οι νυν αναιρεσείοντες άσκησαν προσφυγές με αίτημα την ακύρωση των επίδικων σημειωμάτων.

    11

    Στις 16, 19 και 24 Σεπτεμβρίου 2019, το Κοινοβούλιο προέβαλε με χωριστά δικόγραφα ένσταση απαραδέκτου των προσφυγών.

    12

    Μεταξύ 19ης Σεπτεμβρίου και 4ης Οκτωβρίου 2019, οι νυν αναιρεσείοντες, πλην της Emma Allione και του Eugenio Melandri, κατέθεσαν υπομνήματα προσαρμογής των αντίστοιχων προσφυγών τους.

    13

    Στις 15 Ιανουαρίου 2020, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να συνεκδικάσει τις προσφυγές ακυρώσεως που άσκησαν οι νυν αναιρεσείοντες.

    14

    Με την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, που εκδόθηκε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 126 του Κανονισμού Διαδικασίας του, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τις προσφυγές των νυν αναιρεσειόντων ως προδήλως απαράδεκτες.

    15

    Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, καταρχάς, στη σκέψη 57 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, ότι τα επίδικα σημειώματα δεν συνιστούσαν βλαπτικές πράξεις και, ως εκ τούτου, δεν μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ. Κατά συνέπεια, με τη σκέψη 63 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, απέρριψε ως προδήλως απαράδεκτο το αίτημα των νυν αναιρεσειόντων περί ακυρώσεως των σημειωμάτων αυτών.

    16

    Προς αιτιολόγηση της κρίσης αυτής, το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε, πρώτον, στις σκέψεις 51 έως 53 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, ότι το γεγονός ότι ο νέος τρόπος υπολογισμού των συντάξεων εφαρμοζόταν από τον Απρίλιο του 2019 δεν αρκούσε για να αποδειχθεί ότι το Κοινοβούλιο είχε λάβει οριστική θέση επί του θέματος αυτού. Αφενός, τα επίδικα σημειώματα χαρακτηρίζονταν ρητώς ως σχέδια. Αφετέρου, στα σημειώματα διευκρινιζόταν ότι αυτά θα καθίσταντο οριστικά μόνον ελλείψει παρατηρήσεων εκ μέρους των αποδεκτών τους εντός προθεσμίας 30 ημερών από της παραλαβής τους. Οι νυν αναιρεσείοντες όμως υπέβαλαν παρατηρήσεις εντός της προθεσμίας αυτής.

    17

    Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 56 και 60 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, ότι τα μεταγενέστερα έγγραφα του Κοινοβουλίου, τα οποία διαλαμβάνονται στη σκέψη 8 της παρούσας απόφασης, συνιστούσαν την οριστική θέση του Κοινοβουλίου έναντι των νυν αναιρεσειόντων και δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως πράξεις αμιγώς επιβεβαιωτικές των επίδικων σημειωμάτων.

    18

    Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 61 και 62 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, ότι το γεγονός ότι τα επίδικα σημειώματα δεν προσδιόριζαν την προθεσμία εντός της οποίας το Κοινοβούλιο θα απαντούσε στις παρατηρήσεις των νυν αναιρεσειόντων δεν ασκούσε επιρροή, και το ίδιο ίσχυε και για τις αιτιάσεις περί ελλείψεως αιτιολογίας και παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας.

    19

    Στη συνέχεια, στις σκέψεις 66 και 67 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα των νυν αναιρεσειόντων περί ακυρώσεως των αποφάσεων που περιέχονται στα έγγραφα που διαλαμβάνονται στη σκέψη 8 της παρούσας απόφασης. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι τα υπομνήματα προσαρμογής που κατέθεσαν οι νυν αναιρεσείοντες ήταν προδήλως απαράδεκτα για τον λόγο ότι ο διάδικος δεν μπορεί να προσαρμόζει τα αιτήματα και τους λόγους ακυρώσεως της αρχικής του προσφυγής εάν η ίδια η αρχική προσφυγή δεν είναι παραδεκτή κατά την ημερομηνία που ασκήθηκε.

    20

    Τέλος, στη σκέψη 74 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα των νυν αναιρεσειόντων να υποχρεωθεί το Κοινοβούλιο να καταβάλει τα αχρεωστήτως παρακρατηθέντα ποσά, καθόσον το αίτημα αυτό ήταν προδήλως απαράδεκτο.

    Τα αιτήματα των διαδίκων

    21

    Με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες ζητούν από το Δικαστήριο:

    να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη·

    να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και

    να καταδικάσει το Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα της αναιρετικής διαδικασίας και να επιφυλαχθεί όσον αφορά τα δικαστικά έξοδα της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

    22

    Το Κοινοβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο:

    να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

    να καταδικάσει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα της αναιρετικής διαδικασίας.

    Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    23

    Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες επικαλούνται τρεις λόγους αναιρέσεως, με τους οποίους προβάλλονται, αντιστοίχως, πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο όσον αφορά την εκτίμηση της δυνατότητας ασκήσεως προσφυγής κατά των επίδικων σημειωμάτων, εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 86 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, καθώς και παραβίαση της αρχής της κατ’ αντιμωλίαν συζητήσεως και εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 126 του εν λόγω Κανονισμού Διαδικασίας. Ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως προβάλλονται επικουρικώς.

    24

    Λαμβανομένης υπόψη της επιχειρηματολογίας που αναπτύσσουν προς στήριξη των λόγων αναιρέσεως που προβάλλουν, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι αναιρεσείοντες ζητούν την αναίρεση της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης στο μέτρο που, με την εν λόγω διάταξη, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τα αιτήματά τους περί ακυρώσεως των επίδικων σημειωμάτων και περί ακυρώσεως των αποφάσεων που περιέχονται στα έγγραφα που διαλαμβάνονται στη σκέψη 8 της παρούσας απόφασης.

    25

    Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι τα επίδικα σημειώματα συνιστούν πράξεις δεκτικές προσφυγής.

    26

    Κατά τους αναιρεσείοντες, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι το ουσιώδες κριτήριο για να καθοριστεί αν μια πράξη είναι δεκτική προσφυγής στηρίζεται στα έννομα αποτελέσματά της και όχι στον οριστικό χαρακτήρα της. Επομένως, πράξεις προσωρινής φύσεως κρίθηκαν ως δεκτικές προσφυγής διότι παρήγαν τέτοια αποτελέσματα.

    27

    Οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν, συναφώς, ότι τα επίδικα σημειώματα παρήγαγαν τα αποτελέσματά τους από τον Απρίλιο του 2019. Περαιτέρω, τα σημειώματα αυτά επέφεραν πολύ σοβαρή ζημία στους αναιρεσείοντες, η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί εξ ολοκλήρου εκ των υστέρων. Επιπλέον, ο προσωρινός χαρακτήρας των σημειωμάτων αυτών δεν στηρίζεται σε νομική βάση που έχει προσδιορισθεί.

    28

    Οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν επίσης, επαλλήλως, ότι από κανένα σαφές στοιχείο δεν μπορούσε να συναχθεί ότι τα επίδικα σημειώματα θα συνοδεύονταν από αποφάσεις που δεν θα ήταν αμιγώς επιβεβαιωτικές. Θεωρούν ότι ο επιβεβαιωτικός χαρακτήρας τους προκύπτει εξάλλου από τις απαντήσεις του Κοινοβουλίου στις παρατηρήσεις που υπέβαλαν, δεδομένου ότι το Κοινοβούλιο έκρινε ότι ήταν αναρμόδιο να εξετάσει τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν με τις παρατηρήσεις αυτές.

    29

    Κατά τους αναιρεσείοντες, είναι επίσης παράλογο να θεωρηθεί ότι η φύση των επίδικων σημειωμάτων μπορεί να διαφέρει αναλόγως του αν υποβάλλονται παρατηρήσεις ή όχι. Συγκεκριμένα, στην πρώτη περίπτωση, η υποβολή παρατηρήσεων έχει ως μοναδικό αποτέλεσμα τη μεταβολή της ημερομηνίας κατά την οποία η πράξη καθίσταται οριστική, αλλά η πράξη παραμένει η ίδια. Στη δεύτερη περίπτωση, η επίμαχη πράξη καθίσταται οριστική χωρίς να απαιτείται κανένα πρόσθετο στοιχείο.

    30

    Το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι η μείωση του ποσού των συντάξεων των αναιρεσειόντων είχε προσωρινό χαρακτήρα και ότι η μείωση αυτή μπορούσε να αναθεωρηθεί βάσει των παρατηρήσεων που υπέβαλαν οι αναιρεσείοντες, χωρίς να ασκεί επιρροή προς τούτο η έλλειψη νομικής βάσης. Ο προσωρινός χαρακτήρας προκύπτει σαφώς από το γράμμα των επίδικων σημειωμάτων και από τη δυνατότητα που διέθεταν οι αναιρεσείοντες να υποβάλουν παρατηρήσεις πριν τα σημειώματα αυτά καταστούν οριστικά, δυνατότητα της οποίας έκαναν πράγματι χρήση οι αναιρεσείοντες. Η οριστική θέση του Κοινοβουλίου ελήφθη το πρώτον μεταγενέστερα.

    31

    Κατά το Κοινοβούλιο, οι αναιρεσείοντες προβαίνουν σε αποσπασματική ερμηνεία της νομολογίας του Δικαστηρίου, από δε τη νομολογία αυτή προκύπτει, κατ’ αυτό, ότι αποφασιστικό κριτήριο για τον χαρακτηρισμό μιας ενδιάμεσης απόφασης ως πράξης δεκτικής προσφυγής είναι το γεγονός ότι η προσφυγή που ασκείται κατά της τελικής απόφασης δεν είναι ικανή να διασφαλίσει επαρκή δικαστική προστασία. Εν προκειμένω, όμως, η άσκηση προσφυγής κατά της απόφασης που τελικώς εξέδωσε το Κοινοβούλιο ήταν ικανή να διασφαλίσει την προστασία αυτή.

    32

    Εξάλλου, οι τελικές αποφάσεις του Κοινοβουλίου δεν είναι αμιγώς επιβεβαιωτικές, καθόσον στηρίζονται σε ανάλυση των επιχειρημάτων που προέβαλαν οι αναιρεσείοντες με τις παρατηρήσεις τους. Στο πλαίσιο αυτό, είναι αδιάφορο το γεγονός ότι στα επίδικα σημειώματα δεν αναφέρεται προθεσμία απάντησης στις παρατηρήσεις.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    33

    Όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 49 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ως «πράξεις δεκτικές προσφυγής», κατά το άρθρο 263 ΣΛΕΕ, θεωρούνται όλα τα μέτρα των θεσμικών οργάνων τα οποία, ανεξαρτήτως της μορφής τους, αποσκοπούν στην παραγωγή δεσμευτικών έννομων αποτελεσμάτων (αποφάσεις της 20ής Φεβρουαρίου 2018, Βέλγιο κατά Επιτροπής, C-16/16 P, EU:C:2018:79, σκέψη 31, και της 9ης Ιουλίου 2020, Τσεχική Δημοκρατία κατά Επιτροπής, C-575/18 P, EU:C:2020:530, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    34

    Για να διαπιστωθεί αν η προσβαλλόμενη πράξη παράγει τέτοια αποτελέσματα, πρέπει να εξετάζεται η ουσία της και να εκτιμώνται τα αποτελέσματα αυτά με γνώμονα αντικειμενικά κριτήρια, όπως το περιεχόμενο της ίδιας της πράξης, λαμβανομένων ενδεχομένως υπόψη του πλαισίου εντός του οποίου εκδόθηκε και των εξουσιών του θεσμικού οργάνου που την εξέδωσε (αποφάσεις της 20ής Φεβρουαρίου 2018, Βέλγιο κατά Επιτροπής, C-16/16 P, EU:C:2018:79, σκέψη 32, και της 9ης Ιουλίου 2020, Τσεχική Δημοκρατία κατά Επιτροπής, C‑575/18 P, EU:C:2020:530, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    35

    Υπενθυμίζεται επίσης ότι, όπως υπογράμμισε κατ’ ουσίαν το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 50 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, τα ενδιάμεσα μέτρα που κατατείνουν, στο πλαίσιο διαδικασίας που περιλαμβάνει πολλά στάδια, στην προετοιμασία της τελικής απόφασης δεν συνιστούν κατ’ αρχήν πράξεις δεκτικές προσφυγής ακυρώσεως (πρβλ. απόφαση της 3ης Ιουνίου 2021, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου, C-650/18, EU:C:2021:426, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    36

    Τέτοιες ενδιάμεσες πράξεις αποτελούν κατ’ αρχάς πράξεις που εκφράζουν προσωρινή άποψη του θεσμικού οργάνου που τις εκδίδει (απόφαση της 3ης Ιουνίου 2021, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου, C-650/18, EU:C:2021:426, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    37

    Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στις σκέψεις 51 έως 55 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, ότι τα επίδικα σημειώματα δεν καθόριζαν την οριστική θέση του Κοινοβουλίου, δεδομένου ότι η θέση που έλαβε με τα σημειώματα αυτά μπορούσε να τροποποιηθεί προκειμένου να ληφθούν υπόψη στοιχεία περιεχόμενα στις παρατηρήσεις των νυν αναιρεσειόντων.

    38

    Συναφώς, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα των νυν αναιρεσειόντων ότι τα επίδικα σημειώματα δεν είχαν προσωρινό χαρακτήρα για τον λόγο ότι το Κοινοβούλιο έκρινε τελικά ότι δεν ήταν αρμόδιο να εξετάσει τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν με τις ως άνω παρατηρήσεις.

    39

    Αφενός, κρίνοντας ότι δεν ήταν αρμόδιο να αποφανθεί επί της νομιμότητας της απόφασης 14/2018, το Κοινοβούλιο αποφάνθηκε επί της λυσιτέλειας των παρατηρήσεων που υπέβαλαν οι νυν αναιρεσείοντες και, ως εκ τούτου, επανεκτίμησε τις αρχικές αποφάσεις του υπό το πρίσμα των παρατηρήσεων αυτών.

    40

    Αφετέρου, ο χαρακτηρισμός των επίδικων σημειωμάτων ως προπαρασκευαστικής πράξης δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να εξαρτάται από την αιτιολογία αποφάσεων που εκδόθηκαν μεταγενέστερα από το Κοινοβούλιο.

    41

    Εντούτοις, η διαπίστωση ότι πράξη θεσμικού οργάνου συνιστά ενδιάμεσο μέτρο το οποίο δεν εκφράζει την τελική θέση του θεσμικού οργάνου δεν αρκεί για να αποδειχθεί αυτομάτως ότι η πράξη αυτή δεν συνιστά «πράξη δεκτική προσφυγής» κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

    42

    Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ενδιάμεση πράξη που παράγει αυτοτελή έννομα αποτελέσματα μπορεί να προσβληθεί με προσφυγή ακυρώσεως, στο μέτρο που η παρανομία την οποία ενέχει η πράξη αυτή δεν μπορεί να θεραπευθεί με προσφυγή κατά της τελικής απόφασης της οποίας η ίδια αποτελεί προπαρασκευαστικό στάδιο (απόφαση της 3ης Ιουνίου 2021, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου, C-650/18, EU:C:2021:426, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    43

    Επομένως, όταν η αμφισβήτηση της νομιμότητας ενδιάμεσης πράξης στο πλαίσιο μιας τέτοιας προσφυγής δεν είναι ικανή να διασφαλίσει στον προσφεύγοντα αποτελεσματική δικαστική προστασία έναντι των αποτελεσμάτων της πράξης αυτής, πρέπει η πράξη να είναι δεκτική προσφυγής ακυρώσεως βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ (πρβλ. αποφάσεις της 9ης Οκτωβρίου 2001, Ιταλία κατά Επιτροπής, C-400/99, EU:C:2001:528, σκέψη 63, της 13ης Οκτωβρίου 2011, Deutsche Post και Γερμανία κατά Επιτροπής, C-463/10 P και C-475/10 P, EU:C:2011:656, σκέψη 56, και της 3ης Ιουνίου 2021, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου, C-650/18, EU:C:2021:426, σκέψη 48).

    44

    Εν προκειμένω, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, όπως διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 51 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης και όπως υποστηρίζουν οι νυν αναιρεσείοντες με τις αιτήσεις τους αναιρέσεως, τα επίδικα σημειώματα είχαν ως αποτέλεσμα άμεση μείωση του ποσού των συντάξεων των νυν αναιρεσειόντων, από τον Απρίλιο του 2019, δεδομένου ότι η εφαρμογή της μείωσης αυτής δεν ανεστάλη εν αναμονή της έκβασης της διαδικασίας που κίνησε το Κοινοβούλιο.

    45

    Επομένως, τα επίδικα σημειώματα παρήγαν αφ’ εαυτών αυτοτελή έννομα αποτελέσματα επί της περιουσιακής κατάστασης των αναιρεσειόντων.

    46

    Τα αποτελέσματα αυτά δεν μπορούν να εξομοιωθούν με τα διαδικαστικά αποτελέσματα των πράξεων με τις οποίες εκφράζεται η προσωρινή θέση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ή με τα αποτελέσματα τέτοιων πράξεων που έχουν αναγνωρισθεί ως μη θίγοντα τα συμφέροντα των ενδιαφερομένων, για τα οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορούν να συνεπάγονται το παραδεκτό προσφυγής ακυρώσεως κατά των πράξεων αυτών (πρβλ. απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 1981, IBM κατά Επιτροπής, 60/81, EU:C:1981:264, σκέψεις 17 και 18).

    47

    Το γεγονός, το οποίο επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 56 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, ότι από τα επίδικα σημειώματα προκύπτει ότι το Κοινοβούλιο θα προέβαινε στην ανάκτηση ποσών που είχαν εισπραχθεί για τους μήνες Ιανουάριο έως Μάρτιο 2019 μόνον εάν οι νυν αναιρεσείοντες δεν υπέβαλλαν παρατηρήσεις εντός προθεσμίας 30 ημερών από της παραλαβής των σημειωμάτων δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση τον άμεσο χαρακτήρα των εννόμων αποτελεσμάτων που παρήγαγαν τα εν λόγω σημειώματα.

    48

    Επιπλέον, μολονότι τα επίδικα σημειώματα προέβλεπαν ότι το Κοινοβούλιο όφειλε να λάβει τελική θέση μετά την παραλαβή των παρατηρήσεων των νυν αναιρεσειόντων, δεν αμφισβητείται ότι δεν υπήρχε καμία προθεσμία εντός της οποίας όφειλε να λάβει τη θέση αυτή.

    49

    Τα αυτοτελή έννομα αποτελέσματα των επίδικων σημειωμάτων μπορούσαν, κατά συνέπεια, να διατηρηθούν για μια δυνητικά μακρά περίοδο, το πέρας της οποίας δεν είναι εκ των προτέρων καθορισμένο.

    50

    Εξάλλου, από την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη και από τις πληροφορίες που παρέσχε το Κοινοβούλιο προκύπτει ότι, για έναν από τους αναιρεσείοντες, η οριστική θέση του οργάνου αυτού ελήφθη το πρώτον οκτώ μήνες μετά την παραλαβή του σημειώματος που τον αφορούσε.

    51

    Υπό τις συνθήκες αυτές, εφόσον η μείωση του ποσού της σύνταξης, η οποία έχει διάρκεια, μπορεί να έχει δυνητικώς μη αναστρέψιμες συνέπειες στην κατάσταση του ενδιαφερομένου, οι νυν αναιρεσείοντες έπρεπε να έχουν τη δυνατότητα να ασκήσουν αποτελεσματική προσφυγή κατά των επίδικων σημειωμάτων και να εμποδίσουν, με τον τρόπο αυτόν, τη μείωση της σύνταξής τους (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 30ής Ιουνίου 1992, Ιταλία κατά Επιτροπής, C‑47/91, EU:C:1992:284, σκέψη 28, και της 9ης Οκτωβρίου 2001, Ιταλία κατά Επιτροπής, C-400/99, EU:C:2001:528, σκέψη 63).

    52

    Επομένως, η άσκηση προσφυγής ακυρώσεως κατά των τελικών αποφάσεων που το Κοινοβούλιο όφειλε να λάβει μετά την παραλαβή των παρατηρήσεων των νυν αναιρεσειόντων δεν ήταν ικανή να τους διασφαλίσει αποτελεσματική δικαστική προστασία.

    53

    Ούτε η ευχέρεια που διαθέτουν οι ενδιαφερόμενοι, ελλείψει απάντησης του Κοινοβουλίου στις παρατηρήσεις που υπέβαλαν, να ασκήσουν προσφυγή κατά παραλείψεως στρεφόμενη κατά του Κοινοβουλίου μπορεί να τους διασφαλίσει αποτελεσματική δικαστική προστασία.

    54

    Βεβαίως, το Κοινοβούλιο υποχρεούται να απαντήσει στις παρατηρήσεις αυτές εντός εύλογης προθεσμίας (πρβλ. απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2013, Επανεξέταση Arango Jaramillo κ.λπ. κατά ΕΤΕπ, C‑334/12 RX-II, EU:C:2013:134, σκέψη 28) και οι ενδιαφερόμενοι έχουν, συνεπώς, το δικαίωμα να ασκήσουν προσφυγή κατά παραλείψεως, εάν το θεσμικό όργανο δεν συμμορφωθεί με την υποχρέωση αυτή.

    55

    Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η δυνατότητα ασκήσεως μιας τέτοιας προσφυγής κατά παραλείψεως μπορεί να αρκεί για να αποκλείσει την εξακολούθηση μιας κατάστασης αδράνειας της Επιτροπής μετά τη λήψη ενδιάμεσου μέτρου από το όργανο αυτό (πρβλ. απόφαση της 18ης Μαρτίου 1997, Guérin automobiles κατά Επιτροπής, C-282/95 P, EU:C:1997:159, σκέψη 38).

    56

    Ωστόσο, οι εκτιμήσεις αυτές δεν μπορούν να είναι καθοριστικές εν προκειμένω, δεδομένου ότι, αφενός, τυχόν ασκούμενη κατά του Κοινοβουλίου προσφυγή κατά παραλείψεως δεν θα μπορούσε να αναιρέσει τα αυτοτελή έννομα αποτελέσματα των επίδικων σημειωμάτων και, αφετέρου, το απαραίτητο χρονικό διάστημα για την εξέταση μιας τέτοιας προσφυγής και, εν συνεχεία, ενδεχομένως, μιας προσφυγής ακυρώσεως θα ήταν υπερβολικά μεγάλο υπό συνθήκες στις οποίες τα εν λόγω σημειώματα επιφέρουν άμεση μείωση του ποσού των συντάξεων που καταβάλλονται σε φυσικά πρόσωπα.

    57

    Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στη σκέψη 57 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, ότι από την προσωρινή φύση των επίδικων σημειωμάτων μπορούσε να συναχθεί ότι τα σημειώματα αυτά δεν συνιστούσαν βλαπτικές πράξεις και ότι, ως εκ τούτου, δεν μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

    58

    Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος αναιρέσεως και να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη κατά το μέρος που απέρριψε το αίτημα των νυν αναιρεσειόντων περί ακυρώσεως των επίδικων σημειωμάτων.

    59

    Από τα ανωτέρω προκύπτει επίσης ότι η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη πρέπει να αναιρεθεί κατά το μέρος που απέρριψε το αίτημα των νυν αναιρεσειόντων περί ακυρώσεως των αποφάσεων που περιέχονται στα έγγραφα που διαλαμβάνονται στη σκέψη 8 της παρούσας απόφασης, δεδομένου ότι η απόρριψη του αιτήματος αυτού στηρίζεται αποκλειστικά στο απαράδεκτο του αιτήματος των νυν αναιρεσειόντων περί ακυρώσεως των επίδικων σημειωμάτων.

    60

    Υπό τις συνθήκες αυτές, παρέλκει η εξέταση του δεύτερου και του τρίτου λόγου αναιρέσεως, καθόσον αυτοί δεν μπορούν, εν πάση περιπτώσει, να έχουν ως αποτέλεσμα μεγαλύτερης έκτασης αναίρεση της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης.

    Επί των προσφυγών ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

    61

    Κατά το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν το Δικαστήριο αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, μπορεί είτε να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση, είτε να την αναπέμψει στο Γενικό Δικαστήριο για να την κρίνει.

    62

    Πρώτον, εφόσον το Κοινοβούλιο υποστήριξε απλώς, με τις ενστάσεις απαραδέκτου που προέβαλε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ότι οι προσφυγές ακυρώσεως που άσκησαν οι νυν αναιρεσείοντες ήταν απαράδεκτες για τον λόγο ότι τα επίδικα σημειώματα αποτελούσαν προπαρασκευαστικές πράξεις, πρέπει, για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 41 έως 57 της παρούσας αποφάσεως, να απορριφθούν οι εν λόγω ενστάσεις απαραδέκτου.

    63

    Δεύτερον, δεδομένου ότι οι εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου αφορούσαν αποκλειστικά το παραδεκτό των προσφυγών και το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τις προσφυγές αυτές ως προδήλως απαράδεκτες χωρίς να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία, το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα αναγκαία στοιχεία για να αποφανθεί οριστικώς επί των εν λόγω προσφυγών.

    64

    Κατά συνέπεια, οι υποθέσεις πρέπει να αναπεμφθούν στο Γενικό Δικαστήριο προκειμένου να κρίνει επί των αιτημάτων των νυν αναιρεσειόντων περί ακυρώσεως των επίδικων σημειωμάτων και των αποφάσεων που περιέχονται στα έγγραφα που διαλαμβάνονται στη σκέψη 8 της παρούσας απόφασης.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    65

    Δεδομένου ότι οι υποθέσεις αναπέμπονται στο Γενικό Δικαστήριο, το Δικαστήριο επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφασίζει:

     

    1)

    Αναιρεί τη διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 3ης Ιουλίου 2020, Tognoli κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου (T-395/19, T‑396/19, T-405/19, T-408/19, T-419/19, T-423/19, T-424/19, T-428/19, T-433/19, T-437/19, T-443/19, T-455/19, T-458/19 έως T-462/19, T‑464/19, T-469/19 και T-477/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:302), κατά το μέρος που απέρριψε τα αιτήματα που υπέβαλαν οι Carlo Tognoli κ.λπ. περί ακυρώσεως των σημειωμάτων της 11ης Απριλίου 2019, τα οποία εξέδωσε ο προϊστάμενος της μονάδας «Αποζημιώσεις και Κοινωνικά Δικαιώματα των Βουλευτών» της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, σχετικά με την προσαρμογή του ποσού των συντάξεων που λαμβάνουν, κατόπιν της ενάρξεως ισχύος, την 1η Ιανουαρίου 2019, της απόφασης 14/2018 του Ufficio di Presidenza della Camera dei deputati (προεδρείου της Βουλής, Ιταλία), και περί ακυρώσεως των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που περιέχονται στα έγγραφα της 20ής Ιουνίου (υπόθεση T‑396/19), της 8ης Ιουλίου (υποθέσεις T‑405/19, T‑408/19, T‑443/19 και T‑464/19), της 15ης Ιουλίου (υποθέσεις T‑419/19, T‑433/19, T‑455/19, T‑458/19 έως T‑462/19, T‑469/19 και T‑477/19) και της 23ης Ιουλίου 2019 (υποθέσεις T‑395/19, T‑423/19, T‑424/19 και T‑428/19).

     

    2)

    Απορρίπτει τις ενστάσεις απαραδέκτου που προέβαλε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

     

    3)

    Αναπέμπει τις υποθέσεις στο Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκειμένου αυτό να κρίνει επί των υποβληθέντων από τους Carlo Tognoli κ.λπ. αιτημάτων περί ακυρώσεως των ως άνω σημειωμάτων και αποφάσεων.

     

    4)

    Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.

    Top