Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62020CJ0348

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 12ης Ιουλίου 2022.
    Nord Stream 2 AG κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
    Αίτηση αναιρέσεως – Ενέργεια – Εσωτερική αγορά φυσικού αερίου – Οδηγία 2009/73/ΕΚ – Οδηγία (ΕΕ) 2019/692 – Επέκταση της εφαρμογής της οδηγίας 2009/73 στους αγωγούς μεταφοράς φυσικού αερίου μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών – Άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ – Προσφυγή ακυρώσεως – Προϋπόθεση σύμφωνα με την οποία το μέτρο κατά του οποίου στρέφεται η προσφυγή πρέπει να αφορά άμεσα την προσφεύγουσα – Έλλειψη εξουσίας εκτιμήσεως όσον αφορά τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται στην προσφεύγουσα – Προϋπόθεση σύμφωνα με την οποία το μέτρο κατά του οποίου στρέφεται η προσφυγή πρέπει να αφορά ατομικά την προσφεύγουσα – Διαμόρφωση των παρεκκλίσεων σύμφωνα με την οποία η προσφεύγουσα είναι η μόνη επιχειρηματίας που αποκλείεται από τη χορήγηση των παρεκκλίσεων – Αίτηση αφαίρεσης εγγράφων από τη δικογραφία – Κανόνες για την προσκόμιση αποδείξεων ενώπιον του δικαστή της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Εσωτερικά έγγραφα των θεσμικών οργάνων της Ένωσης.
    Υπόθεση C-348/20 P.

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2022:548

     ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

    της 12ης Ιουλίου 2022 ( *1 )

    «Αίτηση αναιρέσεως – Ενέργεια – Εσωτερική αγορά φυσικού αερίου – Οδηγία 2009/73/ΕΚ – Οδηγία (ΕΕ) 2019/692 – Επέκταση της εφαρμογής της οδηγίας 2009/73 στους αγωγούς μεταφοράς φυσικού αερίου μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών – Άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ – Προσφυγή ακυρώσεως – Προϋπόθεση σύμφωνα με την οποία το μέτρο κατά του οποίου στρέφεται η προσφυγή πρέπει να αφορά άμεσα την προσφεύγουσα – Έλλειψη εξουσίας εκτιμήσεως όσον αφορά τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται στην προσφεύγουσα – Προϋπόθεση σύμφωνα με την οποία το μέτρο κατά του οποίου στρέφεται η προσφυγή πρέπει να αφορά ατομικά την προσφεύγουσα – Διαμόρφωση των παρεκκλίσεων σύμφωνα με την οποία η προσφεύγουσα είναι η μόνη επιχειρηματίας που αποκλείεται από τη χορήγηση των παρεκκλίσεων – Αίτηση αφαίρεσης εγγράφων από τη δικογραφία – Κανόνες για την προσκόμιση αποδείξεων ενώπιον του δικαστή της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Εσωτερικά έγγραφα των θεσμικών οργάνων της Ένωσης»

    Στην υπόθεση C‑348/20 P,

    με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 28 Ιουλίου 2020,

    Nord Stream 2 AG, με έδρα το Zug (Ελβετία), εκπροσωπούμενη κατά την έγγραφη και την προφορική διαδικασία από τον L. Van den Hende, advocaat, τον L. Malý, solicitor-advocate, την J. Penz-Evren, Rechtsanwältin, και τον M. Schonberg, solicitor-advocate,

    αναιρεσείουσα,

    όπου οι λοιποί διάδικοι είναι:

    το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από την I. McDowell και τους L. Visaggio, J. Etienne και O. Denkov,

    το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο αρχικώς από τις A. Lo Monaco, Κ. Παυλάκη και S. Boelaert και στη συνέχεια από τις A. Lo Monaco και Κ. Παυλάκη,

    καθών πρωτοδίκως,

    υποστηριζόμενα από:

    τη Δημοκρατία της Εσθονίας, εκπροσωπούμενη από την N. Grünberg,

    τη Δημοκρατία της Λεττονίας, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τις K. Pommere και V. Soņeca και στη συνέχεια από την K. Pommere,

    τη Δημοκρατία της Πολωνίας, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,

    παρεμβαίνουσες στη διαδικασία αναιρέσεως,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

    συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, A. Arabadjiev, A. Prechal (εισηγήτρια), K. Jürimäe, Κ. Λυκούργο, S. Rodin, I. Jarukaitis και N. Jääskinen, προέδρους τμήματος, J.‑C. Bonichot, M. Safjan, F. Biltgen, P. G. Xuereb, N. Piçarra, L. S. Rossi και A. Kumin, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: M. Bobek

    γραμματέας: A. Calot Escobar

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 6ης Οκτωβρίου 2021,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με την αίτησή της αναιρέσεως, η Nord Stream 2 AG ζητεί την αναίρεση της διάταξης του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 20ής Μαΐου 2020, Nord Stream 2 κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (T‑526/19, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, EU:T:2020:210), καθόσον το Γενικό Δικαστήριο, αφενός, απέρριψε ως απαράδεκτη την προσφυγή της με αίτημα την ακύρωση της οδηγίας (ΕΕ) 2019/692 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Απριλίου 2019, για την τροποποίηση της οδηγίας 2009/73/ΕΚ σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου (ΕΕ 2019, L 117, σ. 1) (στο εξής: επίδικη οδηγία), και, αφετέρου, διέταξε, μεταξύ άλλων, την αφαίρεση από τη δικογραφία ορισμένων από τα έγγραφα που είχε προσκομίσει η νυν αναιρεσείουσα (στο εξής: αναιρεσείουσα).

    Το νομικό πλαίσιο

    Η επίδικη οδηγία και η οδηγία 2009/73

    2

    Η επίδικη οδηγία τροποποίησε την οδηγία 2009/73/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου και την κατάργηση της οδηγίας 2003/55/ΕΚ (ΕΕ 2009, L 211, σ. 94). Οι αιτιολογικές σκέψεις 1 έως 4 και 9 της επίδικης οδηγίας έχουν ως εξής:

    «(1)

    Στόχοι της εσωτερικής αγοράς φυσικού αερίου, η οποία υλοποιείται σταδιακά σε ολόκληρη την [Ευρωπαϊκή] Ένωση από το 1999, είναι η παροχή πραγματικών επιλογών σε όλους τους τελικούς πελάτες της Ένωσης, είτε είναι πολίτες είτε επιχειρήσεις, η παροχή νέων επιχειρηματικών ευκαιριών, συνθηκών υγιούς ανταγωνισμού, ανταγωνιστικών τιμών, αποδοτικών επενδυτικών μηνυμάτων και υψηλότερου προτύπου παρεχόμενων υπηρεσιών, καθώς και η ενίσχυση της ασφάλειας εφοδιασμού και της βιωσιμότητας.

    (2)

    Οι οδηγίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 2003/55/ΕΚ [, της 26ης Ιουνίου 2003, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου και την κατάργηση της οδηγίας 98/30/ΕΚ (ΕΕ 2003, L 176, σ. 57),] και [2009/73] έχουν συμβάλει σημαντικά προς την κατεύθυνση της δημιουργίας της εσωτερικής αγοράς φυσικού αερίου.

    (3)

    Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι να αντιμετωπίσει τα εμπόδια για την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς φυσικού αερίου, τα οποία απορρέουν από τη μη εφαρμογή των ενωσιακών κανόνων της αγοράς στους αγωγούς μεταφοράς αερίου προς και από τρίτες χώρες. Οι τροποποιήσεις που εισάγονται με την παρούσα οδηγία προορίζονται να διασφαλίσουν ότι οι κανόνες που εφαρμόζονται στους αγωγούς μεταφοράς αερίου οι οποίοι συνδέουν δύο ή περισσότερα κράτη μέλη εφαρμόζονται, εντός της Ένωσης, και στους αγωγούς μεταφοράς αερίου προς και από τρίτες χώρες. […]

    (4)

    Προκειμένου να ληφθεί υπόψη η έλλειψη ειδικών ενωσιακών κανόνων για τους αγωγούς μεταφοράς αερίου προς και από τρίτες χώρες πριν την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι σε θέση να χορηγούν παρεκκλίσεις από ορισμένες διατάξεις της οδηγίας [2009/73] στους εν λόγω αγωγούς μεταφοράς αερίου που έχουν ολοκληρωθεί πριν την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας. […]

    […]

    (9)

    Η εφαρμοσιμότητα της οδηγίας [2009/73] σε αγωγούς μεταφοράς αερίου προς και από τρίτες χώρες παραμένει περιορισμένη στο έδαφος των κρατών μελών. Όσον αφορά τους υπεράκτιους αγωγούς μεταφοράς αερίου, η οδηγία [2009/73] θα πρέπει να εφαρμόζεται στα χωρικά ύδατα του κράτους μέλους όπου βρίσκεται το πρώτο σημείο διασύνδεσης με το δίκτυο των κρατών μελών.

    […]»

    3

    Σύμφωνα με το άρθρο της 1, παράγραφος 1, η οδηγία 2009/73, όπως τροποποιήθηκε με την επίδικη οδηγία (στο εξής: οδηγία 2009/73), θεσπίζει κοινούς κανόνες που αφορούν τη μεταφορά, τη διανομή, την προμήθεια και την αποθήκευση φυσικού αερίου και ορίζει τους κανόνες σχετικά με την οργάνωση και λειτουργία του τομέα του φυσικού αερίου, την πρόσβαση στην αγορά, τα κριτήρια και τις διαδικασίες χορήγησης αδειών για τη μεταφορά, τη διανομή, την προμήθεια και την αποθήκευση φυσικού αερίου και για την εκμετάλλευση των δικτύων.

    4

    Κατά την αιτιολογική σκέψη 13 της οδηγίας 2009/73, «[η] καθιέρωση διαχειριστών συστήματος ή διαχειριστή μεταφοράς ανεξάρτητων από συμφέροντα προμήθειας και παραγωγής θα πρέπει να καθιστά δυνατόν να διατηρούν οι κάθετα ολοκληρωμένες επιχειρήσεις την ιδιοκτησία των πάγιων στοιχείων του δικτύου, διασφαλίζοντας παράλληλα τον αποτελεσματικό διαχωρισμό συμφερόντων, υπό τον όρο ότι ο ανεξάρτητος διαχειριστής συστήματος ή ο ανεξάρτητος διαχειριστής μεταφοράς ασκεί όλες τις δραστηριότητες του διαχειριστή συστήματος και ότι έχουν θεσπισθεί λεπτομερείς κανονιστικές ρυθμίσεις και εκτενείς μηχανισμοί ρυθμιστικού ελέγχου.»

    5

    Αφότου τέθηκε σε ισχύ η επίδικη οδηγία, το άρθρο 2, σημείο 17, της οδηγίας 2009/73 προβλέπει ότι η έννοια του «αγωγού διασύνδεσης» καλύπτει όχι μόνον τον «αγωγ[ό] μεταφοράς που διασχίζει ή γεφυρώνει σύνορο μεταξύ κρατών μελών με σκοπό τη σύνδεση των εθνικών συστημάτων μεταφοράς αυτών των κρατών μελών», αλλά, πλέον, και τον «αγωγ[ό] μεταφοράς μεταξύ ενός κράτους μέλους και μίας τρίτης χώρας μέχρι το έδαφος των κρατών μελών ή τα χωρικά ύδατα του εν λόγω κράτους μέλους».

    6

    Το άρθρο 9 της οδηγίας 2009/73, το οποίο επιγράφεται «Διαχωρισμός συστημάτων μεταφοράς και διαχειριστών συστημάτων μεταφοράς», προβλέπει τα εξής:

    «1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι από τις 3 Μαρτίου 2012:

    α)

    κάθε επιχείρηση που έχει στην ιδιοκτησία της σύστημα μεταφοράς ενεργεί ως διαχειριστής συστήματος μεταφοράς·

    β)

    το ίδιο ή τα ίδια πρόσωπα δεν δικαιούνται:

    i)

    να ασκούν άμεσα ή έμμεσα έλεγχο επί επιχείρησης που εκτελεί οποιαδήποτε από τις δραστηριότητες παραγωγής ή προμήθειας και να ασκούν άμεσα ή έμμεσα έλεγχο ή να ασκούν οποιοδήποτε δικαίωμα σε διαχειριστή συστήματος μεταφοράς ή σε σύστημα μεταφοράς, ούτε

    ii)

    να ασκούν άμεσα ή έμμεσα έλεγχο επί διαχειριστή συστήματος μεταφοράς ή επί συστήματος μεταφοράς και να ασκούν άμεσα ή έμμεσα έλεγχο ή να ασκούν οποιοδήποτε δικαίωμα σε επιχείρηση που εκτελεί οποιαδήποτε από τις δραστηριότητες παραγωγής ή προμήθειας,

    γ)

    το ίδιο ή τα ίδια πρόσωπα δεν δικαιούνται να διορίζουν μέλη του εποπτικού συμβουλίου, του διοικητικού συμβουλίου ή των οργάνων που εκπροσωπούν νόμιμα την επιχείρηση, σε διαχειριστή συστήματος μεταφοράς ή σε σύστημα μεταφοράς και να ασκούν άμεσα ή έμμεσα έλεγχο ή να ασκούν οποιοδήποτε δικαίωμα σε επιχείρηση που εκτελεί οποιαδήποτε από τις δραστηριότητες παραγωγής ή προμήθειας· και

    δ)

    το ίδιο πρόσωπο δεν δικαιούται να είναι μέλος του εποπτικού συμβουλίου, του διοικητικού συμβουλίου ή των οργάνων που εκπροσωπούν νόμιμα την επιχείρηση, τόσο σε επιχείρηση που ασκεί οποιαδήποτε από τις δραστηριότητες παραγωγής ή προμήθειας όσο και σε διαχειριστή συστήματος μεταφοράς ή σύστημα μεταφοράς.

    […]

    8.   Εφόσον στις 3 Σεπτεμβρίου 2009 το σύστημα μεταφοράς ανήκε σε κάθετα ολοκληρωμένη επιχείρηση, ένα κράτος μέλος δύναται να αποφασίσει να μην εφαρμόσει την παράγραφο 1. Όσον αφορά το μέρος του συστήματος μεταφοράς που συνδέει κράτος μέλος με τρίτη χώρα, ανάμεσα στα σύνορα του εν λόγω κράτους μέλους και το πρώτο σημείο διασύνδεσης με το δίκτυο του εν λόγω κράτους μέλους, εφόσον στις 23 Μαΐου 2019, το σύστημα μεταφοράς ανήκει σε κάθετα ολοκληρωμένη επιχείρηση, ένα κράτος μέλος δύναται να αποφασίσει να μην εφαρμόσει την παράγραφο 1.

    Στην περίπτωση αυτή, το οικείο κράτος μέλος είτε:

    α)

    ορίζει ανεξάρτητο διαχειριστή συστήματος σύμφωνα με το άρθρο 14· ή

    β)

    συμμορφώνεται με τις διατάξεις του κεφαλαίου ΙV.

    9.   Εφόσον στις 3 Σεπτεμβρίου 2009 το σύστημα μεταφοράς ανήκε σε κάθετα ολοκληρωμένη επιχείρηση και υφίστανται ρυθμίσεις που εγγυώνται ουσιαστικότερη ανεξαρτησία του διαχειριστή συστήματος μεταφοράς από τις διατάξεις του Κεφαλαίου IV, ένα κράτος μέλος δύναται να αποφασίσει να μην εφαρμόσει την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

    Όσον αφορά το μέρος του συστήματος μεταφοράς που συνδέει κράτος μέλος με τρίτη χώρα, ανάμεσα στα σύνορα του εν λόγω κράτους μέλους και το πρώτο σημείο διασύνδεσης με το δίκτυο του εν λόγω κράτους μέλους, εφόσον στις 23 Μαΐου 2019 το σύστημα μεταφοράς ανήκει σε κάθετα ολοκληρωμένη επιχείρηση και υφίστανται ρυθμίσεις που εγγυώνται ουσιαστικότερη ανεξαρτησία του διαχειριστή συστήματος μεταφοράς από τις διατάξεις του Κεφαλαίου IV, το εν λόγω κράτος μέλος δύναται να αποφασίσει να μην εφαρμόσει την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.»

    7

    Το άρθρο 32 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πρόσβαση τρίτων», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

    «Τα κράτη μέλη μεριμνούν για την εφαρμογή ενός συστήματος πρόσβασης τρίτων στο σύστημα μεταφοράς και διανομής και στις εγκαταστάσεις [υγροποιημένου φυσικού αερίου (ΥΦΑ)], με βάση δημοσιευμένα τιμολόγια, το οποίο ισχύει για όλους τους επιλέξιμους πελάτες, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρήσεων προμήθειας, και εφαρμόζεται αντικειμενικά και αμερόληπτα μεταξύ των χρηστών του συστήματος. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα εν λόγω τιμολόγια, ή οι μέθοδοι που διέπουν τον υπολογισμό τους, να εγκρίνονται πριν τεθούν σε ισχύ σύμφωνα με το άρθρο 41 από τη ρυθμιστική αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 39 παράγραφος 1, τα δε τιμολόγια αυτά και οι μέθοδοι –στην περίπτωση που μόνο μέθοδοι εγκρίνονται– να δημοσιεύονται πριν από την έναρξη ισχύος τους.»

    8

    Το άρθρο 36 της ίδιας οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Νέες υποδομές», προβλέπει στην παράγραφο 1 ότι η κύρια νέα υποδομή φυσικού αερίου, δηλαδή οι διασυνδέσεις, το ΥΦΑ και οι εγκαταστάσεις αποθήκευσης, μπορεί, κατόπιν αιτήσεως, να εξαιρείται, για καθορισμένο χρονικό διάστημα, από τις διατάξεις, μεταξύ άλλων, των άρθρων 9 και 32, υπό τους όρους που καθορίζονται στο άρθρο αυτό, μεταξύ των οποίων ιδίως υπό τον όρο του στοιχείου βʹ, σύμφωνα με τον οποίο το ύψος του επενδυτικού κινδύνου πρέπει να είναι τέτοιο ώστε η επένδυση δεν θα πραγματοποιηθεί εάν δεν χορηγηθεί απαλλαγή. Επιπλέον, από της ενάρξεως ισχύος της επίδικης οδηγίας, το άρθρο 36, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2009/73 προβλέπει ότι η εξαίρεση που χορηγείται βάσει της διάταξης αυτής στις νέες υποδομές δεν πρέπει, μεταξύ άλλων, να αποβαίνει εις βάρος της «ασφάλειας εφοδιασμού με φυσικό αέριο εντός της Ένωσης».

    9

    Το άρθρο 41, παράγραφοι 6, 8 και 10, της οδηγίας 2009/73, το οποίο επιγράφεται «Καθήκοντα και αρμοδιότητες της ρυθμιστικής αρχής», ορίζει τα εξής:

    «6.   Οι ρυθμιστικές αρχές είναι υπεύθυνες για τον καθορισμό ή την έγκριση, σε επαρκή χρόνο πριν από την έναρξη ισχύος τους, τουλάχιστον των μεθοδολογιών οι οποίες χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό ή τον καθορισμό των όρων και των προϋποθέσεων για:

    α)

    τη σύνδεση και την πρόσβαση στα εθνικά δίκτυα, συμπεριλαμβανομένων των τιμολογίων μεταφοράς και διανομής, καθώς και των όρων, προϋποθέσεων και τιμολογίων πρόσβασης στις εγκαταστάσεις ΥΦΑ. Τα εν λόγω τιμολόγια ή μεθοδολογίες καθιστούν δυνατή την πραγματοποίηση των αναγκαίων επενδύσεων στα δίκτυα και τις εγκαταστάσεις ΥΦΑ, κατά τρόπον ώστε οι επενδύσεις αυτές να διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα των δικτύων και των εγκαταστάσεων ΥΦΑ·

    […]

    γ)

    την πρόσβαση σε διασυνοριακές υποδομές, συμπεριλαμβανομένων των διαδικασιών για την εκχώρηση δυναμικότητας και τη διαχείριση συμφόρησης.

    […]

    8.   Κατά τον καθορισμό ή την έγκριση των τιμολογίων ή των μεθοδολογιών και των υπηρεσιών εξισορρόπησης, οι ρυθμιστικές αρχές εξασφαλίζουν ότι παρέχονται τα κατάλληλα κίνητρα στους διαχειριστές δικτύων μεταφοράς και διανομής, βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, για να βελτιώνουν τις επιδόσεις, να προωθούν την ολοκλήρωση της αγοράς και την ασφάλεια του εφοδιασμού και να ενισχύουν τις συναφείς δραστηριότητες έρευνας.

    […]

    10.   Οι ρυθμιστικές αρχές έχουν το δικαίωμα να απαιτούν από τους διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς, αποθήκευσης, ΥΦΑ και διανομής να τροποποιούν, αν χρειάζεται, τους όρους και προϋποθέσεις, συμπεριλαμβανομένων των τιμολογίων και των μεθοδολογιών που αναφέρονται στο παρόν άρθρο, προκειμένου να εξασφαλίζεται η αναλογικότητα και η αμερόληπτη εφαρμογή τους. […]»

    10

    Το άρθρο 49α της οδηγίας αυτής, το οποίο τιτλοφορείται «Παρεκκλίσεις σε σχέση με τους αγωγούς μεταφοράς προς και από τρίτες χώρες», προστέθηκε με την επίδικη οδηγία και ορίζει τα εξής:

    «1.   Όσον αφορά τους αγωγούς μεταφοράς αερίου μεταξύ κράτους μέλους και τρίτης χώρας που έχουν ολοκληρωθεί πριν από τις 23 Μαΐου 2019, το κράτος μέλος όπου βρίσκεται το πρώτο σημείο διασύνδεσης του εν λόγω αγωγού μεταφοράς με το δίκτυο κράτους μέλους δύναται να αποφασίσει να παρεκκλίνει από τα άρθρα 9, 10, 11 και 32 και το άρθρο 41 παράγραφοι 6, 8 και 10 για τα τμήματα του εν λόγω αγωγού μεταφοράς αερίου που βρίσκονται στο έδαφός του και στα χωρικά του ύδατα, για αντικειμενικούς λόγους, όπως η δυνατότητα απόσβεσης των πραγματοποιηθεισών επενδύσεων ή για λόγους ασφάλειας εφοδιασμού, υπό τον όρο ότι η παρέκκλιση δεν είναι επιζήμια για τον ανταγωνισμό ή την αποτελεσματική λειτουργία της εσωτερικής αγοράς φυσικού αερίου, ή την ασφάλεια εφοδιασμού εντός της Ένωσης.

    Η παρέκκλιση περιορίζεται χρονικά σε μέγιστο διάστημα 20 ετών βάσει αντικειμενικής αιτιολογίας, ανανεώσιμο εφόσον κριθεί σκόπιμο, και μπορεί να υπόκειται σε προϋποθέσεις που συμβάλλουν στην εκπλήρωση των ανωτέρω όρων.

    […]

    3.   Αποφάσεις δυνάμει των παραγράφων 1 και 2 εκδίδονται έως τις 24 Μαΐου 2020. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν όποιες τέτοιες αποφάσεις στην [Ευρωπαϊκή] Επιτροπή και τις δημοσιεύουν.»

    11

    Σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, της επίδικης οδηγίας, τα κράτη μέλη όφειλαν να θέσουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την οδηγία αυτή έως τις 24 Φεβρουαρίου 2020, με την επιφύλαξη τυχόν παρέκκλισης δυνάμει του άρθρου 49α της οδηγίας 2009/73.

    Ο κανονισμός (ΕΕ) 1049/2001

    12

    Το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ 2001, L 145, σ. 43), έχει ως εξής:

    «1.   Τα θεσμικά όργανα αρνούνται την πρόσβαση σε ένα έγγραφο, η γνωστοποίηση του οποίου θα έθιγε την προστασία:

    α)

    του δημόσιου συμφέροντος, όσον αφορά:

    […]

    τις διεθνείς σχέσεις,

    […]

    2.   Τα θεσμικά όργανα αρνούνται την πρόσβαση σε ένα έγγραφο, η γνωστοποίηση του οποίου θα έθιγε την προστασία:

    […]

    των δικαστικών διαδικασιών και της παροχής νομικών συμβουλών,

    […]

    εκτός εάν για τη γνωστοποίηση του εγγράφου υπάρχει υπερισχύον δημόσιο συμφέρον.»

    Το ιστορικό της διαφοράς

    13

    Το ιστορικό της διαφοράς, το οποίο παρατίθεται στις σκέψεις 1 έως 11 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, μπορεί, για τις ανάγκες της παρούσας διαδικασίας, να συνοψιστεί ως ακολούθως.

    14

    Η αναιρεσείουσα Nord Stream 2 AG είναι εταιρία ελβετικού δικαίου της οποίας μοναδικός μέτοχος είναι η ρωσική δημόσια μετοχική εταιρία Gazprom. Έχει αναλάβει τον σχεδιασμό, την κατασκευή και την εκμετάλλευση του υποθαλάσσιου αγωγού φυσικού αερίου «Nord Stream 2», του οποίου η χρηματοδότηση, ύψους 9,5 δισεκατομμυρίων ευρώ, καλύπτεται κατά 50 % από τις εταιρίες ENGIE SA, OMV AG, Royal Dutch Shell plc, Uniper SE και Wintershall Dea GmbH.

    15

    Τον Ιανουάριο του 2017 άρχισαν οι εργασίες για την επικάλυψη με σκυρόδεμα των σωλήνων που προορίζονται για τον εν λόγω υποθαλάσσιο αγωγό, του οποίου η τελική παράδοση πραγματοποιήθηκε τον Σεπτέμβριο του 2018.

    16

    Ο εν λόγω υποθαλάσσιος αγωγός, ο οποίος αποτελείται από δύο αγωγούς μεταφοράς φυσικού αερίου, θα διασφαλίζει τη μεταφορά του φυσικού αερίου μεταξύ Vyborg (Ρωσία) και Lubmin (Γερμανία). Στο έδαφος της Γερμανίας, το φυσικό αέριο που διοχετεύεται από τον εν λόγω υποθαλάσσιο αγωγό θα μεταφέρεται μέσω του χερσαίου αγωγού φυσικού αερίου ENEL και του χερσαίου αγωγού EUGAL.

    17

    Κατόπιν της προτάσεως της Επιτροπής της 8ης Νοεμβρίου 2017 [προτάσεως οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 2009/73 σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου, COM(2017) 660 final], το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσαν, στις 17 Απριλίου 2019, την επίδικη οδηγία, η οποία τέθηκε σε ισχύ την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της, ήτοι στις 23 Μαΐου 2019. Βάσει των στοιχείων που προσκόμισε η αναιρεσείουσα, κατά την ημερομηνία αυτή οι εργασίες επικάλυψης με σκυρόδεμα των σωλήνων του αγωγού Nord Stream 2 είχαν ολοκληρωθεί σε ποσοστό 95 %, ενώ 610 χιλιόμετρα και 432 χιλιόμετρα, αντιστοίχως, των δύο επιμέρους αγωγών του αγωγού φυσικού αερίου είχαν τοποθετηθεί στον βυθό των χωρικών υδάτων ή/και της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης (ΑΟΖ) της Ρωσίας, της Φινλανδίας, της Σουηδίας και της Γερμανίας.

    Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

    18

    Με δικόγραφο που περιήλθε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 26 Ιουλίου 2019, η αναιρεσείουσα άσκησε ενώπιον αυτού προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της επίδικης οδηγίας στο σύνολό της, προβάλλοντας προς τούτο έξι λόγους ακυρώσεως.

    19

    Με χωριστά δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 10 και στις 14 Οκτωβρίου 2019, αντιστοίχως, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο προέβαλαν ένσταση απαραδέκτου της εν λόγω προσφυγής για την ακύρωση της επίδικης οδηγίας.

    20

    Επιπλέον, με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Οκτωβρίου 2019, το Συμβούλιο ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να διατάξει να μην περιληφθούν στη δικογραφία ορισμένα έγγραφα ή, όσον αφορά τα έγγραφα που είχε προσκομίσει η αναιρεσείουσα, να αφαιρεθούν από τη δικογραφία. Στο πλαίσιο της παρεμπίπτουσας αυτής αίτησης, το Συμβούλιο επισήμανε ότι είχε λάβει πλείονες αιτήσεις, βάσει του κανονισμού 1049/2001, οι οποίες αφορούσαν έγγραφα σχετικά με τις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη συμφωνίας μεταξύ της Ένωσης και της Ρωσικής Ομοσπονδίας, καθώς και τη νομοθετική διαδικασία έκδοσης της επίδικης οδηγίας, ότι, κατά την ημερομηνία υποβολής της εν λόγω παρεμπίπτουσας αίτησης, δεν είχε παράσχει πρόσβαση σε κανένα από τα έγγραφα αυτά και ότι, κατά την ημερομηνία άσκησης της προσφυγής από την αναιρεσείουσα, δεν είχε ασκηθεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου καμία προσφυγή σχετική με την απόρριψη των αιτήσεων αυτών πρόσβασης σε έγγραφα.

    21

    Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 29 Νοεμβρίου 2019, η αναιρεσείουσα ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να διατάξει τη λήψη μέτρου οργάνωσης της διαδικασίας συνιστάμενου στην προσκόμιση ορισμένων εγγράφων που είχε στην κατοχή του το Συμβούλιο.

    22

    Στις 17 Ιανουαρίου 2020 το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο κατέθεσαν τις παρατηρήσεις τους επί του εν λόγω αιτήματος λήψης μέτρου οργάνωσης της διαδικασίας, το δε Συμβούλιο ζήτησε επιπλέον, με την ευκαιρία αυτή, να αφαιρεθούν από τη δικογραφία ορισμένα έγγραφα τα οποία είχε επισυνάψει η αναιρεσείουσα στην προαναφερθείσα στην προηγούμενη σκέψη αίτησή της.

    Η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη

    Τα αιτήματα αφαίρεσης εγγράφων από τη δικογραφία και λήψης μέτρου οργάνωσης της διαδικασίας

    23

    Με την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, το Γενικό Δικαστήριο, όσον αφορά, αφενός, την παρεμπίπτουσα αίτηση αφαίρεσης εγγράφων την οποία κατέθεσε το Συμβούλιο στις 11 Οκτωβρίου 2019, διέταξε να αφαιρεθούν από τη δικογραφία τα έγγραφα που προσκόμισε η αναιρεσείουσα ως παραρτήματα A 14 (σύσταση προς το Συμβούλιο που εξέδωσε η Επιτροπή στις 9 Ιουνίου 2017 εν όψει της έκδοσης απόφασης για την έγκριση της έναρξης διαπραγματεύσεων σχετικά με διεθνή συμφωνία μεταξύ της Ένωσης και της Ρωσικής Ομοσπονδίας για την εκμετάλλευση του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2, στο εξής: σύσταση της Επιτροπής) και O 20 (νομική συμβουλή της νομικής υπηρεσίας του Συμβουλίου, της 27ης Σεπτεμβρίου 2017, σχετικά με τη σύσταση αυτή, η οποία απευθυνόταν στους μόνιμους αντιπροσώπους των κρατών μελών της Ένωσης στο όργανο αυτό, στο εξής: νομική συμβουλή της νομικής υπηρεσίας του Συμβουλίου), καθώς και να μη ληφθούν υπόψη τα χωρία του δικογράφου της προσφυγής και των παραρτημάτων του στα οποία παρατίθενται αποσπάσματα από τα έγγραφα αυτά. Όσον αφορά, αφετέρου, το αίτημα αφαίρεσης εγγράφων που διατύπωσε το Συμβούλιο στις 17 Ιανουαρίου 2020 με τις παρατηρήσεις του επί της αιτήσεως της αναιρεσείουσας για λήψη μέτρου οργάνωσης της διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο διέταξε να αφαιρεθούν από τη δικογραφία τα δύο έγγραφα που είχε προσκομίσει η αναιρεσείουσα ως παραρτήματα M 26 και M 30 (έγγραφα που περιείχαν τις παρατηρήσεις της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στο πλαίσιο της νομοθετικής διαδικασίας που οδήγησε στην έκδοση της επίδικης οδηγίας, στο εξής: παρατηρήσεις της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας).

    24

    Κατ’ αρχάς, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε συναφώς κατ’ ουσίαν, στις σκέψεις 38 έως 45 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, στηριζόμενο μεταξύ άλλων στη διάταξη της 14ης Μαΐου 2019, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου (C‑650/18, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:438), και στην απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2020, Σλοβενία κατά Κροατίας (C‑457/18, EU:C:2020:65), ότι, καίτοι οι διατάξεις του κανονισμού 1049/2001 δεν είχαν εφαρμογή στην ενώπιόν του διαδικασία, εντούτοις οι διατάξεις αυτές είχαν κάποια ενδεικτική αξία εν όψει της στάθμισης των συμφερόντων που απαιτείται για την κρίση επί της παρεμπίπτουσας αίτησης περί αφαιρέσεως από τη δικογραφία των εγγράφων που μνημονεύονται στη σκέψη 23 της παρούσας απόφασης.

    25

    Στη συνέχεια, στις σκέψεις 47 έως 56 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε τη νομική συμβουλή της νομικής υπηρεσίας του Συμβουλίου και έκρινε ότι ορθώς το εν λόγω θεσμικό όργανο επικαλέστηκε σε σχέση με την εν λόγω νομική συμβουλή την προστασία της παροχής νομικών συμβουλών, η οποία προβλέπεται από το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001.

    26

    Εξάλλου, στις σκέψεις 57 έως 64 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε τη σύσταση της Επιτροπής και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ορθώς το Συμβούλιο είχε κρίνει ότι η γνωστοποίηση της σύστασης αυτής θα έθιγε συγκεκριμένα και πραγματικά την προστασία του δημοσίου συμφέροντος όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1049/2001, και ότι κάτι τέτοιο δικαιολογούσε αφ’ εαυτού την αφαίρεση της εν λόγω σύστασης από τη δικογραφία.

    27

    Τέλος, στις σκέψεις 125 έως 135 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε τις παρατηρήσεις της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Εκτιμώντας, αφενός, ότι η αναιρεσείουσα δεν απέδειξε ότι το πλήρες κείμενο των δύο εγγράφων που περιείχαν τις παρατηρήσεις αυτές είχε αποκτηθεί νομίμως και, αφετέρου, ότι η γνωστοποίηση των δύο αυτών εγγράφων θα μπορούσε να θίξει συγκεκριμένα και πραγματικά την προστασία του δημοσίου συμφέροντος όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1049/2001, μεταξύ άλλων αποδυναμώνοντας τη θέση της Ένωσης στο πλαίσιο της διαδικασίας διαιτησίας που είχε κινήσει η αναιρεσείουσα σε βάρος της, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι έπρεπε να γίνει δεκτό το αίτημα του Συμβουλίου περί αφαιρέσεως των εγγράφων αυτών από τη δικογραφία, διευκρινίζοντας πάντως ότι, εν πάση περιπτώσει, τα εν λόγω δύο έγγραφα δεν ήταν ικανά να αποδείξουν ότι η επίδικη οδηγία αφορούσε άμεσα την αναιρεσείουσα, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, δεύτερο σκέλος της περιόδου, ΣΛΕΕ, με αποτέλεσμα να μη συντρέχει λόγος ώστε το Γενικό Δικαστήριο να απαιτήσει την προσκόμισή τους από το Συμβούλιο.

    Το παραδεκτό της προσφυγής

    28

    Αποφαινόμενο επί των ενστάσεων απαραδέκτου που προέβαλαν το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε κατ’ αρχάς, αφενός, στη σκέψη 78 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, ότι το γεγονός και μόνον ότι η προσφυγή είχε ασκηθεί κατά οδηγίας δεν αρκούσε για να κριθεί η προσφυγή αυτή απαράδεκτη και, αφετέρου, στις σκέψεις 79 έως 85 της διάταξης, ότι η επίδικη οδηγία αποτελούσε νομοθετική πράξη που έχει ως αποδέκτες τα κράτη μέλη και εφαρμόζεται γενικώς στους ενδιαφερόμενους επιχειρηματίες, οπότε για το παραδεκτό της προσφυγής έπρεπε, σύμφωνα με το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, δεύτερο σκέλος της περιόδου, ΣΛΕΕ, να πληρούται η προϋπόθεση η οδηγία να αφορά άμεσα και ατομικά την αναιρεσείουσα.

    29

    Κατόπιν της συλλογιστικής που ανέπτυξε στις σκέψεις 102 έως 124 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη για τον λόγο ότι η επίδικη οδηγία δεν αφορούσε άμεσα την αναιρεσείουσα.

    30

    Κατ’ αρχάς, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε συναφώς κατ’ ουσίαν, με τις σκέψεις 106 και 107 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, ότι μια οδηγία δεν μπορούσε αφ’ εαυτής να δημιουργήσει υποχρεώσεις εις βάρος ιδιώτη και, κατά συνέπεια, οι εθνικές αρχές δεν μπορούσαν να την επικαλεστούν αυτήν καθ’ εαυτήν εναντίον του, χωρίς να έχουν ληφθεί προηγουμένως μέτρα περί μεταφοράς της στην εσωτερική έννομη τάξη. Επομένως, πριν από τη λήψη τέτοιων μέτρων, οι διατάξεις της επίδικης οδηγίας δεν μπορούν να αποτελέσουν ευθεία ή άμεση πηγή υποχρεώσεων που βαρύνουν την αναιρεσείουσα και, για τον λόγο αυτόν, να επηρεάσουν άμεσα τη νομική της κατάσταση.

    31

    Στις σκέψεις 108 και 109 της προσβαλλόμενης διάταξης, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, αναφερόμενο στην απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Air Transport Association of America κ.λπ. (C‑366/10, EU:C:2011:864), ότι, εν πάση περιπτώσει, το γεγονός ότι οι δραστηριότητες της αναιρεσείουσας διέπονται πλέον εν μέρει από την οδηγία 2009/73 δεν αποτελεί παρά συνέπεια της επιλογής της να αναπτύξει και να διατηρήσει τη δραστηριότητά της στο έδαφος της Ένωσης. Εάν γινόταν δεκτή η επιχειρηματολογία της αναιρεσείουσας, τούτο θα σήμαινε ότι κάθε φορά που ο νομοθέτης της Ένωσης επιβάλλει στους επιχειρηματίες συγκεκριμένου τομέα υποχρεώσεις τις οποίες δεν υπείχαν προηγουμένως η νομοθεσία της Ένωσης θα επηρεάζει κατ’ ανάγκην και άμεσα τους επιχειρηματίες αυτούς, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, δεύτερο σκέλος της περιόδου, ΣΛΕΕ.

    32

    Στις σκέψεις 110 και 111 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, κατά συνέπεια, στην προκειμένη περίπτωση, επιχειρηματίες όπως η αναιρεσείουσα υποβάλλονται στις υποχρεώσεις της οδηγίας 2009/73 μόνον μέσω των εθνικών μέτρων μεταφοράς της επίδικης οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη και ότι κατά την ημερομηνία άσκησης της προσφυγής της αναιρεσείουσας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δεν είχαν ληφθεί τέτοια μέτρα μεταφοράς όσον αφορά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

    33

    Στη συνέχεια, στην ίδια σκέψη 111 και στις σκέψεις 112 έως 115 της προσβαλλόμενης διάταξης, το Γενικό Δικαστήριο εξέθεσε κατ’ ουσίαν ότι, εν πάση περιπτώσει, τα κράτη μέλη διέθεταν ευρεία εξουσία εκτίμησης όσον αφορά την εφαρμογή των διατάξεων της οδηγίας 2009/73. Επισήμανε συναφώς ότι, αφενός, αφότου τέθηκε σε ισχύ η επίδικη οδηγία, τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα, βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 8, πρώτο εδάφιο, και παράγραφος 9, της οδηγίας αυτής, να αποφασίσουν να μην εφαρμόσουν στους αγωγούς διασύνδεσης την υποχρέωση διαχωρισμού συστημάτων μεταφοράς και διαχειριστών συστημάτων μεταφοράς, η οποία προβλέπεται από το άρθρο 9, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας. Αφετέρου, βάσει των τροποποιήσεων που επέφερε η επίδικη οδηγία, και ιδίως εκείνων που αφορούν το άρθρο 36 και το άρθρο 49α της οδηγίας 2009/73, οι εθνικές αρχές μπορούν πλέον να αποφασίσουν να εγκρίνουν, σε σχέση με ορισμένα άρθρα της οδηγίας 2009/73, εξαιρέσεις και παρεκκλίσεις όσον αφορά τις κύριες νέες υποδομές φυσικού αερίου και τους αγωγούς μεταφοράς αερίου μεταξύ των κρατών μελών και τρίτων χωρών που ολοκληρώθηκαν πριν από τις 23 Μαΐου 2019.

    34

    Τέλος, στη σκέψη 117 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η αναιρεσείουσα δεν μπορούσε, προς στήριξη της επιχειρηματολογίας με την οποία προσπαθεί να αποδείξει ότι η επίδικη οδηγία την αφορά άμεσα, να επικαλεστεί τη λύση που ακολούθησε το Δικαστήριο στην απόφαση της 13ης Μαρτίου 2008, Επιτροπή κατά Infront WM (C‑125/06 P, EU:C:2008:159). Ειδικότερα, έκρινε ότι η νομική και πραγματική κατάσταση στην υπόθεση επί της οποίας είχε εκδοθεί η απόφαση εκείνη ουδόλως μπορεί να συγκριθεί με αυτήν της υπό κρίση υπόθεσης, η οποία αφορά μόνο μία οδηγία, η οποία, επιπλέον, είναι «τυπική» οδηγία, υπό το πρίσμα του άρθρου 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

    Τα αιτήματα των διαδίκων και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

    35

    Με την αίτηση αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

    να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη,

    να απορρίψει την ένσταση απαραδέκτου, να κρίνει την προσφυγή παραδεκτή και να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί της ουσίας,

    επικουρικώς, να κρίνει ότι η επίδικη οδηγία την αφορά άμεσα και να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί του ζητήματος αν η οδηγία την αφορά ατομικά ή να εξετάσει το ζήτημα αυτό μαζί με την ουσία, και

    να καταδικάσει το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

    36

    Το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ζητούν από το Δικαστήριο:

    να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

    να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.

    37

    Με αποφάσεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 22ας Οκτωβρίου, της 12ης και της 19ης Νοεμβρίου 2020, αντιστοίχως, επετράπη στη Δημοκρατία της Εσθονίας, στη Δημοκρατία της Λεττονίας και στη Δημοκρατία της Πολωνίας να παρέμβουν υπέρ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

    38

    Στις 16 Ιουλίου 2021, συμμορφούμενη προς μέτρο οργάνωσης της διαδικασίας που έλαβαν ο εισηγητής δικαστής και ο γενικός εισαγγελέας κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 62, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, η αναιρεσείουσα προσκόμισε στο Δικαστήριο τα έγγραφα τα οποία είχε καταθέσει προηγουμένως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ως παραρτήματα A 14, O 20, M 26 και M 30.

    39

    Με έγγραφο της 17ης Μαρτίου 2022, οι εκπρόσωποι της αναιρεσείουσας ενημέρωσαν το Δικαστήριο ότι, από 1ης Μαρτίου 2022, δεν την εκπροσωπούν πλέον, αναφέροντας πάντως ότι ένας από τους εκπροσώπους αυτούς μπορούσε να παραμείνει ως σύνδεσμος επαφής μεταξύ του Δικαστηρίου και της αναιρεσείουσας μέχρις ότου αυτή ορίσει νέο εκπρόσωπο.

    Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

    40

    Η αναιρεσείουσα προβάλλει δύο λόγους προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως. Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος χωρίζεται σε δύο σκέλη, προβάλλεται πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου ότι η επίδικη οδηγία δεν την αφορούσε άμεσα, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

    41

    Με τον δεύτερο λόγο προβάλλονται πλείονα νομικά σφάλματα κατά την εξέταση από το Γενικό Δικαστήριο των αιτημάτων του Συμβουλίου περί αφαίρεσης εγγράφων.

    Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

    Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

    42

    Για τους σκοπούς της εξέτασης της αιτήσεως αναιρέσεως, επισημαίνεται ότι το παραδεκτό της προσφυγής που άσκησε η αναιρεσείουσα με αίτημα την ακύρωση της επίδικης οδηγίας πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα των προϋποθέσεων του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, δεύτερο σκέλος της περιόδου, ΣΛΕΕ, σύμφωνα με τις οποίες μια τέτοια προσφυγή είναι παραδεκτή μόνον όταν η προσβαλλόμενη πράξη αφορά τον προσφεύγοντα άμεσα και ατομικά. Δεδομένου ότι, κατά το Γενικό Δικαστήριο, η επίδικη οδηγία δεν αφορούσε άμεσα την αναιρεσείουσα και οι προϋποθέσεις αυτές πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη, χωρίς να αποφανθεί επί του ζητήματος αν η οδηγία αφορούσε ατομικά την αναιρεσείουσα.

    43

    Κατά πάγια νομολογία, την οποία υπενθύμισε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 102 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, η προϋπόθεση ότι το μέτρο που προσβάλλεται με προσφυγή πρέπει να αφορά άμεσα το προσφεύγον φυσικό ή νομικό πρόσωπο απαιτεί να συντρέχουν σωρευτικώς δύο όροι, δηλαδή, αφενός, το προσβαλλόμενο μέτρο να παράγει άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής καταστάσεως του προσώπου αυτού και, αφετέρου, να μην καταλείπει καμιά εξουσία εκτιμήσεως στους αποδέκτες του μέτρου που είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή του, δεδομένου ότι η εφαρμογή αυτή έχει καθαρά αυτόματο χαρακτήρα και απορρέει αποκλειστικά από την κανονιστική ρύθμιση της Ένωσης, χωρίς εφαρμογή άλλων παρεμβαλλόμενων κανόνων (απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2019, Συμβούλιο κατά Growth Energy και Renewable Fuels Association, C‑465/16 P, EU:C:2019:155, σκέψη 69 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    44

    Το ίδιο ισχύει, όπως επισήμανε και το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 103 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, όταν η δυνατότητα των αποδεκτών να μη δώσουν συνέχεια στην πράξη της Ένωσης είναι αμιγώς θεωρητική, καθόσον δεν υφίσταται αμφιβολία ως προς τη βούλησή τους να συναγάγουν συνέπειες σύμφωνες προς την πράξη αυτή (αποφάσεις της 23ης Νοεμβρίου 1971, Bock κατά Επιτροπής, 62/70, EU:C:1971:108, σκέψεις 6 έως 8, και της 4ης Δεκεμβρίου 2019, PGNiG Supply & Trading κατά Επιτροπής, C‑117/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:1042, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    45

    Με τα δύο σκέλη του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα βάλλει κατά του τρόπου με τον οποίον το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε αντιστοίχως τον πρώτο και τον δεύτερο από τους όρους που αναφέρονται στη σκέψη 43 της παρούσας απόφασης.

    Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως

    – Επιχειρήματα των διαδίκων

    46

    Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, το οποίο βάλλει κατά των σκέψεων 106 έως 111 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η επίδικη οδηγία δεν παρήγε άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής της καταστάσεως επειδή είναι οδηγία.

    47

    Συναφώς, πρώτον, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το σκεπτικό του Γενικού Δικαστηρίου στην αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, σύμφωνα με το οποίο μια οδηγία δεν μπορεί αφ’ εαυτής, προτού ληφθούν μέτρα μεταφοράς της από το οικείο κράτος μέλος στο εσωτερικό δίκαιο ή προτού λήξει η προβλεπομένη προς τούτο προθεσμία, να επηρεάσει άμεσα τη νομική κατάσταση ενός επιχειρηματία, είναι εσφαλμένο επί της αρχής. Ειδικότερα, η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι μια τέτοια θεώρηση θα εμπόδιζε κάθε άσκηση προσφυγής κατά οδηγίας βάσει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, καθόσον, στην πράξη, η προθεσμία άσκησης προσφυγής θα έληγε κατά κανόνα πριν από τη θέσπιση των αναγκαίων μέτρων μεταφοράς. Κατά την ίδια, στηριζόμενο στο σκεπτικό αυτό, το Γενικό Δικαστήριο δεν ακολούθησε τη νομολογία, την οποία ωστόσο μνημονεύει στη σκέψη 78 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης και σύμφωνα με την οποία το γεγονός ότι μια πράξη εκδόθηκε υπό τη μορφή οδηγίας δεν αρκεί αφ’ εαυτού για να αποκλείσει το ενδεχόμενο οι διατάξεις της να αφορούν άμεσα και ατομικά έναν ιδιώτη.

    48

    Δεύτερον, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι δεν ασκεί επιρροή το γεγονός που επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 111 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, ότι δηλαδή κατά την ημερομηνία άσκησης της προσφυγής της η επίδικη οδηγία δεν είχε ακόμη μεταφερθεί στο εσωτερικό δίκαιο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Ειδικότερα, κατά την ίδια, το γεγονός ότι η νομική κατάσταση ενός προσώπου επηρεάζεται άμεσα από μια οδηγία εξαρτάται από το περιεχόμενο της οδηγίας και όχι από την ενδεχόμενη λήψη μέτρων για τη μεταφορά της στο εσωτερικό δίκαιο. Η αναιρεσείουσα προσθέτει συναφώς ότι η προϋπόθεση του παραδεκτού σύμφωνα με την οποία η προσβαλλόμενη πράξη πρέπει να αφορά άμεσα τον προσφεύγοντα, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, είναι η ίδια είτε πρόκειται για το δεύτερο είτε για το τρίτο σκέλος της περιόδου της διάταξης αυτής, πράγμα που συνεπάγεται κατ’ ανάγκην ότι η προϋπόθεση κατά την οποία για την εφαρμογή της προσβαλλόμενης πράξης πρέπει να μην «[απαιτούνται] εκτελεστικά μέτρα», κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, τρίτο σκέλος της περιόδου, αποτελεί συμπληρωματική προϋπόθεση, διακριτή από την εν λόγω προϋπόθεση του παραδεκτού.

    49

    Τρίτον, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι, κατά την ημερομηνία άσκησης της προσφυγής ακυρώσεως, το αποτέλεσμα της επίδικης οδηγίας ήταν η υπαγωγή της ίδιας στους κανόνες της οδηγίας 2009/73, οι οποίοι πριν την έκδοση της οδηγίας δεν εφαρμόζονταν στην περίπτωσή της. Μια τέτοια μεταβολή του νομικού καθεστώτος έχει βαθιές και σοβαρές έννομες συνέπειες για την ίδια. Όταν τα οικεία κράτη μέλη δεν διαθέτουν κανένα περιθώριο εκτιμήσεως κατά την εκτέλεση ενός μέτρου της Ένωσης, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, η προθεσμία μεταφοράς του μέτρου αυτού στο εσωτερικό δίκαιο εξομοιώνεται με απλή χρονική μετάθεση της πλήρους εφαρμογής του.

    50

    Τέλος, τέταρτον, η αναιρεσείουσα εκτιμά ότι από κανένα στοιχείο δεν μπορούσε το Γενικό Δικαστήριο να συναγάγει, όπως φαίνεται ότι συνήγαγε στη σκέψη 109 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, ότι, εάν γινόταν δεκτό ότι η επίδικη οδηγία την επηρέαζε άμεσα, τούτο θα παρείχε σε κάθε επιχειρηματία τη δυνατότητα να προσβάλλει κάθε νομοθετικό μέτρο που θα του επέβαλλε νέες υποχρεώσεις, καθώς ο βασικός περιορισμός που εμποδίζει το «άνοιγμα των ασκών του Αιόλου» για τα νομοθετικά μέτρα είναι η προϋπόθεση του παραδεκτού σύμφωνα με την οποία το μέτρο κατά του οποίου στρέφεται η προσφυγή πρέπει να αφορά ατομικά τον προσφεύγοντα.

    51

    Αντιθέτως, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο συμμερίζονται τη συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου.

    52

    Κατά το Κοινοβούλιο, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι οι οδηγίες, συμπεριλαμβανομένης της επίδικης, δεν μπορούν αφ’ εαυτών, πριν από τη θέσπιση μέτρων μεταφοράς τους στην εσωτερική έννομη τάξη ή την εκπνοή της προς τούτο προβλεπόμενης προθεσμίας, να επηρεάσουν άμεσα τη νομική κατάσταση ενός επιχειρηματία, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

    53

    Εξάλλου, κατά το Κοινοβούλιο, είναι επίσης εσφαλμένο το επιχείρημα της αναιρεσείουσας ότι η προθεσμία μεταφοράς προσομοιάζει με «απλή χρονική μετάθεση της πλήρους εφαρμογής» του επίμαχου μέτρου. Το επιχείρημα αυτό στηρίζεται στην παραδοχή ότι το μέτρο μπορεί κατά κανόνα να παραγάγει άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής καταστάσεως της αναιρεσείουσας, όπερ δεν ισχύει.

    54

    Επιπλέον, το Κοινοβούλιο συμμερίζεται την ανάλυση του Γενικού Δικαστηρίου κατά την οποία η αποδοχή της επιχειρηματολογίας της αναιρεσείουσας θα είχε ως συνέπεια να στερηθεί κάθε πρακτικής αποτελεσματικότητας η προϋπόθεση κατά την οποία το μέτρο που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής πρέπει να αφορά άμεσα τον προσφεύγοντα. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι, συνακόλουθα, κάθε νέα νομοθεσία θα αφορούσε άμεσα κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που δραστηριοποιείται στον τομέα τον οποίον αυτή διέπει.

    55

    Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι η επιχειρηματολογία της αναιρεσείουσας στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο δεν έκρινε ότι το γεγονός ότι το επίμαχο μέτρο είχε τη μορφή οδηγίας αρκούσε αφ’ εαυτού για να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η επίδικη οδηγία να επηρεάζει άμεσα τη νομική κατάσταση της αναιρεσείουσας. Αντιθέτως, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η επίδικη οδηγία δεν επηρεάζει άμεσα τη νομική κατάσταση της αναιρεσείουσας, καθόσον η γερμανική ρυθμιστική αρχή, η Bundesnetzagentur (ομοσπονδιακή υπηρεσία δικτύων, Γερμανία), δεν μπορεί, αν δεν έχουν ληφθεί από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας μέτρα μεταφοράς της επίδικης οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, να απαιτήσει από την αναιρεσείουσα να τηρήσει τις υποχρεώσεις που προβλέπονται από την οδηγία.

    56

    Εξάλλου, η επίδικη οδηγία, ως οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, δεν μπορεί, αυτή καθεαυτήν, να αντιταχθεί στους ιδιώτες, πράγμα το οποίο εξάλλου δεν αμφισβητεί η αναιρεσείουσα.

    57

    Το Συμβούλιο προσθέτει ότι, αφενός, δεν βρίσκει κανένα έρεισμα στη νομολογία η ερμηνεία που υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, σύμφωνα με την οποία η προϋπόθεση ότι το μέτρο κατά του οποίου στρέφεται η προσφυγή πρέπει να επηρεάζει άμεσα τη νομική κατάσταση του προσφεύγοντος πρέπει να εξετάζεται υπό το πρίσμα της ουσίας του επίμαχου μέτρου. Αφετέρου, η προϋπόθεση σχετικά με τις πράξεις «[για την εφαρμογή των οποίων δεν απαιτούνται] εκτελεστικά μέτρα» έχει εφαρμογή μόνον στις κανονιστικές πράξεις, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, τρίτο σκέλος της περιόδου, ΣΛΕΕ. Επομένως, η τελευταία αυτή προϋπόθεση δεν μπορεί να τροποποιήσει την προϋπόθεση κατά την οποία το μέτρο κατά του οποίου στρέφεται η προσφυγή πρέπει να αφορά άμεσα τον προσφεύγοντα, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, δεύτερο σκέλος της περιόδου, ΣΛΕΕ.

    58

    Η Εσθονική, η Λεττονική και η Πολωνική Κυβέρνηση υποστηρίζουν κατ’ ουσίαν την επιχειρηματολογία που προβάλλουν το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

    59

    Η Πολωνική Κυβέρνηση προσθέτει ότι, αφενός, η οδηγία 2009/73 εφαρμοζόταν ήδη στην περίπτωση του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2 πριν από την έκδοση της επίδικης οδηγίας, η οποία αποσκοπεί απλώς να προβλέψει τις πρακτικές λεπτομέρειες μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο και εφαρμογής της οδηγίας 2009/73 όσον αφορά τους αγωγούς φυσικού αερίου όπως ο αγωγός Nord Stream 2.

    60

    Αφετέρου, κατά την ίδια Κυβέρνηση, η προϋπόθεση σύμφωνα με την οποία το μέτρο κατά του οποίου στρέφεται η προσφυγή πρέπει να αφορά άμεσα τον προσφεύγοντα πρέπει να πληρούται κατά την ημερομηνία άσκησης της προσφυγής, πράγμα που οπωσδήποτε δεν συντρέχει εν προκειμένω. Συγκεκριμένα, δεν αμφισβητείται ότι ο αγωγός φυσικού αερίου Nord Stream 2 δεν είχε ολοκληρωθεί ούτε κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της επίδικης οδηγίας ούτε κατά την ημερομηνία άσκησης της προσφυγής από την αναιρεσείουσα.

    – Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    61

    Το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως αφορά το ζήτημα αν το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η επίδικη οδηγία δεν παράγει άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής καταστάσεως της αναιρεσείουσας και, ως εκ τούτου, δεν πληροί την πρώτη από τις δύο προϋποθέσεις που έχει θέσει η νομολογία, η οποία μνημονεύεται στη σκέψη 43 της παρούσας απόφασης.

    62

    Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως κατά το άρθρο 263 ΣΛΕΕ μπορούν να αποτελέσουν όλες οι θεσπιζόμενες από τα θεσμικά όργανα διατάξεις, ανεξαρτήτως του είδους τους, οι οποίες αποσκοπούν στην παραγωγή δεσμευτικών έννομων αποτελεσμάτων (απόφαση της 3ης Ιουνίου 2021, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου, C‑650/18, EU:C:2021:426, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    63

    Προκειμένου να διαπιστωθεί αν μια πράξη παράγει τέτοια αποτελέσματα και είναι, ως εκ τούτου, δεκτική προσφυγής ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, πρέπει να εξετάζεται η ουσία της και να εκτιμώνται τα αποτελέσματα αυτά με γνώμονα αντικειμενικά κριτήρια, όπως το περιεχόμενο της ίδιας της πράξης, λαμβανομένων ενδεχομένως υπόψη του πλαισίου εντός του οποίου εκδόθηκε και των εξουσιών του θεσμικού οργάνου που την εξέδωσε (απόφαση της 3ης Ιουνίου 2021, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου, C‑650/18, EU:C:2021:426, σκέψη 38).

    64

    Επομένως, η ικανότητα μιας πράξης να παράγει άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής καταστάσεως φυσικού ή νομικού προσώπου δεν μπορεί να εκτιμάται με μόνο γνώμονα το γεγονός ότι η πράξη αυτή περιβάλλεται τη μορφή οδηγίας.

    65

    Μολονότι το Γενικό Δικαστήριο υπογράμμισε, στη σκέψη 78 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, ότι το γεγονός και μόνον ότι η προσφυγή είχε ασκηθεί κατά οδηγίας δεν αρκούσε για να κριθεί απαράδεκτη η προσφυγή αυτή, εντούτοις, από τη συλλογιστική του, και ιδίως από τις σκέψεις 106 και 107 της διάταξης, προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε κυρίως στο γεγονός ότι μια οδηγία, αν δεν ληφθούν μέτρα για τη μεταφορά της στο εσωτερικό δίκαιο, δεν μπορεί αφ’ εαυτής να δημιουργήσει υποχρεώσεις εις βάρος ιδιώτη ή να αποτελέσει ευθεία και άμεση πηγή τέτοιων υποχρεώσεων, προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η επίδικη οδηγία δεν παρήγε άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής καταστάσεως της αναιρεσείουσας.

    66

    Συναφώς, όπως ορθώς υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, καθόσον χαρακτηριστικό όλων των οδηγιών είναι ότι δεν μπορούν να επιβάλουν αφ' εαυτών υποχρεώσεις στους ιδιώτες ή να προβληθούν έναντι αυτών (πρβλ. απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, Smith, C‑122/17, EU:C:2018:631, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), η συλλογιστική που ακολούθησε το Γενικό Δικαστήριο συνεπάγεται ότι αποκλείεται κατηγορηματικά το ενδεχόμενο οι οδηγίες να μπορούν να παραγάγουν άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής καταστάσεως των ιδιωτών και, ως εκ τούτου, να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής βάσει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

    67

    Η προσέγγιση αυτή συνεπάγεται εν τέλει, κατά παράβαση όσων εκτίθενται στις σκέψεις 63 και 64 της παρούσας απόφασης, ότι, κατά την εξέταση της προϋπόθεσης σύμφωνα με την οποία το μέτρο κατά του οποίου στρέφεται η προσφυγή πρέπει να παράγει άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής καταστάσεως του προσφεύγοντος, υπερισχύει η μορφή του επίμαχου μέτρου, ήτοι η μορφή οδηγίας, έναντι της ίδιας της ουσίας του μέτρου.

    68

    Δεύτερον, το ίδιο ισχύει και για το σκεπτικό του Γενικού Δικαστηρίου που εκτίθεται στις σκέψεις 110 και 111 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, κατά το οποίο οι ιδιώτες θίγονται κατ’ αρχήν ως προς τη νομική τους κατάσταση όχι από την οδηγία, αλλά μόνον από τα μέτρα μεταφοράς της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, ενώ, κατά την ημερομηνία άσκησης της προσφυγής ακυρώσεως, κανένα από τα μέτρα αυτά δεν είχε ληφθεί από το οικείο κράτος μέλος, εν προκειμένω την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

    69

    Βεβαίως, κατά πάγια νομολογία, κάθε κράτος μέλος που αποτελεί αποδέκτη οδηγίας υποχρεούται να λάβει στην εθνική έννομη τάξη του όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσει την πλήρη αποτελεσματικότητά της, σύμφωνα με τον επιδιωκόμενο από αυτήν σκοπό (απόφαση της 8ης Μαΐου 2008, Danske Svineproducenter, C‑491/06, EU:C:2008:263, σκέψη 28).

    70

    Ωστόσο, η επιβεβαίωση της προσέγγισης του Γενικού Δικαστηρίου που εκτίθεται στη σκέψη 68 της παρούσας απόφασης θα οδηγούσε εξίσου στο συμπέρασμα ότι οι οδηγίες ουδέποτε μπορούν να παραγάγουν άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής καταστάσεως των ιδιωτών, καθόσον τα αποτελέσματα αυτά συνδέονται πάντοτε με τα μέτρα που λαμβάνονται για τη μεταφορά των οδηγιών στο εσωτερικό δίκαιο και όχι με τις ίδιες.

    71

    Επιπλέον, οι ίδιες σκέψεις της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης παραβλέπουν την επιβαλλόμενη διάκριση μεταξύ της προϋπόθεσης ότι η πράξη κατά της οποίας στρέφεται η προσφυγή πρέπει να αφορά άμεσα τον προσφεύγοντα και της προϋπόθεσης ότι για την εφαρμογή της πράξης αυτής δεν πρέπει να απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα, η οποία διαλαμβάνεται στο άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, τρίτο σκέλος της περιόδου, ΣΛΕΕ.

    72

    Συγκεκριμένα, το τρίτο αυτό σκέλος της περιόδου, το οποίο αναφέρεται στο δικαίωμα προσφυγής κατά κανονιστικών πράξεων, εισάγει συγχρόνως τόσο την προϋπόθεση ότι η πράξη που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής πρέπει να αφορά άμεσα τον προσφεύγοντα όσο και την προϋπόθεση ότι, για να είναι παραδεκτή η προσφυγή, δεν πρέπει να απαιτούνται για την εφαρμογή της πράξης εκτελεστικά μέτρα, οπότε η τελευταία προϋπόθεση προστίθεται στην πρώτη και, επομένως, δεν ταυτίζεται με αυτή.

    73

    Η προϋπόθεση κατά την οποία η προσβαλλόμενη πράξη πρέπει να αφορά άμεσα τον προσφεύγοντα, δεδομένου ότι περιλαμβάνεται με πανομοιότυπη διατύπωση τόσο στο δεύτερο σκέλος της περιόδου του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ όσο και στο τρίτο σκέλος της περιόδου της διάταξης αυτής, πρέπει να έχει την ίδια έννοια και στα δύο εν λόγω σκέλη της περιόδου. Ειδικότερα, η εκτίμηση της αντικειμενικής αυτής προϋπόθεσης δεν μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με τη θέση της στα διάφορα σκέλη της περιόδου της διάταξης αυτής.

    74

    Κατά συνέπεια, οποιαδήποτε πράξη, είτε κανονιστικής είτε άλλης φύσεως, μπορεί κατ’ αρχήν να αφορά άμεσα έναν ιδιώτη και να παράγει, ως εκ τούτου, άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής του καταστάσεως, ανεξαρτήτως του αν για την εφαρμογή της απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο, αν πρόκειται για οδηγία. Επομένως, σε περίπτωση που η εν λόγω οδηγία παράγει τέτοια αποτελέσματα, το γεγονός ότι έχουν ληφθεί ή μένει ακόμη να ληφθούν μέτρα μεταφοράς της οδηγίας αυτής στο εσωτερικό δίκαιο δεν ασκεί αυτό καθεαυτό επιρροή, δεδομένου ότι τα εν λόγω μέτρα δεν θέτουν υπό αμφισβήτηση τον άμεσο χαρακτήρα της σχέσης μεταξύ της οδηγίας και των εν λόγω αποτελεσμάτων, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω οδηγία δεν καταλείπει στα κράτη μέλη καμιά εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά την επιβολή των αποτελεσμάτων αυτών στον εν λόγω ιδιώτη. Η τελευταία αυτή προϋπόθεση αποτελεί αντικείμενο της εξετάσεως του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως.

    75

    Τρίτον, όσον αφορά την εξέταση του αν η επίδικη οδηγία μπορεί να παραγάγει άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής καταστάσεως της αναιρεσείουσας σύμφωνα με τα κριτήρια που εκτίθενται στη σκέψη 63 της παρούσας απόφασης, διαπιστώνεται ότι η επίδικη οδηγία, επεκτείνοντας το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2009/73 σε αγωγούς διασύνδεσης που βρίσκονται μεταξύ των κρατών μελών και τρίτων χωρών, όπως ο αγωγός διασύνδεσης τον οποίον προτίθεται να εκμεταλλευθεί η αναιρεσείουσα, συνεπάγεται την υπαγωγή της εκμετάλλευσης αυτού του αγωγού διασύνδεσης στους κανόνες που θεσπίζει η τελευταία αυτή οδηγία, καθιστώντας έτσι εφαρμοστέες στην περίπτωση της αναιρεσείουσας τις συγκεκριμένες υποχρεώσεις που προβλέπει συναφώς η οδηγία αυτή, μεταξύ των οποίων και εκείνες περί διαχωρισμού συστημάτων μεταφοράς και διαχειριστών συστημάτων μεταφοράς, σύμφωνα με το άρθρο 9 της οδηγίας 2009/73, καθώς και εκείνες που αφορούν το σύστημα πρόσβασης τρίτων στο δίκτυο με βάση τιμολόγια δημοσιευμένα και εγκεκριμένα από την αρμόδια ρυθμιστική αρχή ή υπολογισμένα με βάση εγκεκριμένες από αυτή μεθόδους, στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 32 της οδηγίας 2009/73.

    76

    Συναφώς, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 74 της παρούσας απόφασης, δεν ασκεί επιρροή αυτό καθεαυτό το γεγονός ότι για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών απαιτείται να ληφθούν από το οικείο κράτος μέλος, εν προκειμένω από τη Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, μέτρα μεταφοράς στην εσωτερική έννομη τάξη, εφόσον το κράτος μέλος αυτό δεν διαθέτει ως προς τα εν λόγω μέτρα μεταφοράς περιθώριο εκτιμήσεως ικανό να εμποδίσει την επιβολή των υποχρεώσεων αυτών στην αναιρεσείουσα. Πράγματι, ελλείψει τέτοιου περιθωρίου εκτιμήσεως, τα εν λόγω μέτρα μεταφοράς δεν θέτουν υπό αμφισβήτηση τον άμεσο χαρακτήρα της σχέσης που υφίσταται μεταξύ της επίδικης οδηγίας και της επιβολής των ίδιων αυτών υποχρεώσεων.

    77

    Κατόπιν των προεκτεθέντων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η επίδικη οδηγία δεν παρήγε άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής καταστάσεως της αναιρεσείουσας.

    78

    Πρέπει επίσης να απορριφθούν τα επιχειρήματα με τα οποία η Πολωνική Κυβέρνηση επιδιώκει να αποδείξει ότι η επίδικη οδηγία δεν αφορούσε άμεσα την αναιρεσείουσα για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που ανέφερε το Γενικό Δικαστήριο στην αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη.

    79

    Συνακόλουθα, αφενός, όσον αφορά το επιχείρημα ότι η οδηγία 2009/73 εφαρμοζόταν ήδη πριν από την έναρξη ισχύος της επίδικης οδηγίας σε αγωγούς διασύνδεσης όπως αυτός της αναιρεσείουσας, το επιχείρημα αυτό αντικρούεται, εν πάση περιπτώσει, σαφώς τόσο από τον σκοπό της τελευταίας αυτής οδηγίας, όπως εκτίθεται στις αιτιολογικές σκέψεις 3 και 4 αυτής, όσο και από την τροποποίηση του ορισμού της έννοιας του «αγωγού διασύνδεσης» που περιλαμβάνεται στο άρθρο 2, σημείο 17, της οδηγίας 2009/73.

    80

    Αφετέρου, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η Πολωνική Κυβέρνηση, το ενδεχόμενο η επίδικη οδηγία να παράγει άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής καταστάσεως της αναιρεσείουσας δεν μπορεί να αποκλειστεί ούτε για τον λόγο ότι ο αγωγός διασύνδεσης της αναιρεσείουσας δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί ούτε κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της επίδικης οδηγίας ούτε κατά την ημερομηνία άσκησης της προσφυγής κατ’ αυτής. Ειδικότερα, αφενός, όταν εκδόθηκε και τέθηκε σε ισχύ η εν λόγω οδηγία, η αναιρεσείουσα είχε ήδη πραγματοποιήσει σημαντικές επενδύσεις για την κατασκευή του αγωγού διασύνδεσης, η οποία βρισκόταν σε προχωρημένο στάδιο. Αφετέρου, η οδηγία 2009/73, ιδίως στο άρθρο 36 αυτής, το οποίο επιτρέπει, υπό προϋποθέσεις, τη χορήγηση εξαίρεσης για έργα υποδομών φυσικού αερίου, λαμβάνει ακριβώς υπόψη την περίπτωση κατασκευής νέων αγωγών φυσικού αερίου και σκοπεί, συνεπώς, να ρυθμίσει και την περίπτωση των αγωγών φυσικού αερίου που έχουν σχεδιαστεί και δεν έχουν ακόμη υλοποιηθεί.

    81

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτό.

    Επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως

    – Επιχειρήματα των διαδίκων

    82

    Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, το οποίο βάλλει κατά των σκέψεων 111 έως 115 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η επίδικη οδηγία κατέλειπε περιθώριο εκτιμήσεως στα κράτη μέλη.

    83

    Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει, πρώτον, ότι η προσέγγιση που ακολούθησε συναφώς το Γενικό Δικαστήριο είναι εσφαλμένη, στο μέτρο που στηρίζεται σε γενική εκτίμηση, χωρίς να έχει εξεταστεί ειδικώς ο βαθμός στον οποίον η νομική κατάστασή της επηρεάστηκε άμεσα από την επίδικη οδηγία υπό το πρίσμα του αντικειμένου της προσφυγής της, σύμφωνα με τη νομολογία που απορρέει από τις αποφάσεις της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Telefónica κατά Επιτροπής (C‑274/12 P, EU:C:2013:852, σκέψεις 30 και 31) και της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Stichting Woonpunt κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑132/12 P, EU:C:2014:100, σκέψεις 50 και 51).

    84

    Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει, δεύτερον, όσον αφορά τις υποχρεώσεις περί διαχωρισμού στις οποίες υπόκειται μετά την έναρξη ισχύος της επίδικης οδηγίας, ότι, καίτοι η οδηγία 2009/73 παρέχει, βεβαίως, στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να ακολουθήσουν άλλες λύσεις πέραν του πλήρους διαχωρισμού, οι δύο εναλλακτικές δυνατότητες που θα μπορούσαν να είναι λυσιτελείς εν προκειμένω, ήτοι ο ανεξάρτητος διαχειριστής συστήματος και ο ανεξάρτητος διαχειριστής μεταφοράς, θα είχαν, όπως και ο πλήρης διαχωρισμός, σημαντικές αρνητικές συνέπειες στη νομική της κατάσταση. Το ίδιο ισχύει για τους κανόνες σχετικά με την πρόσβαση των τρίτων και τη ρύθμιση των τιμολογίων που έχουν, εν πάση περιπτώσει, εφαρμογή στην περίπτωσή της. Επομένως, σύμφωνα με την απόφαση της 13ης Μαρτίου 2008, Επιτροπή κατά Infront WM (C‑125/06 P, EU:C:2008:159), οι επιπτώσεις στη νομική κατάσταση της αναιρεσείουσας οφείλονται στην επίδικη οδηγία και στην οδηγία 2009/73 την οποία αυτή τροποποιεί, και ιδίως στην απαίτηση να επιτευχθεί το επιδιωκόμενο με αυτές αποτέλεσμα.

    85

    Τρίτον, σε σχέση με την ύπαρξη τυχόν περιθωρίου εκτιμήσεως που διέθετε το οικείο κράτος μέλος στο πλαίσιο της εφαρμογής των εξαιρέσεων και παρεκκλίσεων που προβλέπονται από τα άρθρα 36 και 49α της οδηγίας 2009/73, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι ένα τέτοιο περιθώριο εκτιμήσεως έπρεπε να καθοριστεί με γνώμονα την ιδιαίτερη κατάστασή της και το αντικείμενο της προσφυγής της και διευκρινίζει ότι η προσφυγή αυτή βάλλει κυρίως κατά του άρθρου 49α της οδηγίας 2009/73, το οποίο προστέθηκε με την επίδικη οδηγία. Όσον αφορά την παρέκκλιση που προβλέπει η τελευταία αυτή διάταξη, ο νομοθέτης της Ένωσης, περιορίζοντας την παρέκκλιση στους αγωγούς μεταφοράς αερίου «που έχουν ολοκληρωθεί πριν από τις 23 Μαΐου 2019», θέλησε να μην αφήσει κανένα περιθώριο εκτιμήσεως στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, δεδομένου ότι η ημερομηνία του περιορισμού αυτού επελέγη ακριβώς για να αποκλειστεί η αναιρεσείουσα από το ευεργέτημα της παρέκκλισης. Ομοίως, δεν αμφισβητείται ότι ο αγωγός της δεν είναι επιλέξιμος για την εξαίρεση του άρθρου 36 της οδηγίας 2009/73 και ότι οι γερμανικές αρχές δεν διαθέτουν συναφώς περιθώριο εκτιμήσεως.

    86

    Αντιθέτως, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο συμμερίζονται τη συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου.

    87

    Το Κοινοβούλιο υποστηρίζει, πρώτον, ότι η νομολογία που απορρέει από την απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Stichting Woonpunt κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑132/12 P, EU:C:2014:100), την οποία παραθέτει η αναιρεσείουσα, αφορά κανονιστικές και όχι νομοθετικές πράξεις, καθώς και ότι η νομολογία αυτή δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση την περιοριστική προσέγγιση που επιβάλλεται όσον αφορά τις προσφυγές ιδιωτών κατά των νομοθετικών πράξεων.

    88

    Δεύτερον, κατά την άποψη του Κοινοβουλίου, το γράμμα της επίδικης οδηγίας καταλείπει στα κράτη μέλη σημαντικό περιθώριο εκτιμήσεως, ιδίως στο άρθρο 9, παράγραφοι 8 και 9, της οδηγίας 2009/73 και στο άρθρο 49α αυτής. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να εξεταστεί το σύνολο των διατάξεων της επίδικης οδηγίας και όχι μόνον η δυνατότητα να χορηγηθεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 49α της οδηγίας 2009/73.

    89

    Τρίτον, κατά το Κοινοβούλιο, η απόφαση της 13ης Μαρτίου 2008, Επιτροπή κατά Infront WM (C‑125/06 P, EU:C:2008:159), την οποία μνημονεύει η αναιρεσείουσα, αφορά υπόθεση στην οποία, σε αντίθεση με την υπό κρίση υπόθεση, η προσβαλλόμενη πράξη δεν καταλείπει κανένα περιθώριο εκτιμήσεως στις εθνικές αρχές.

    90

    Το Συμβούλιο ισχυρίζεται, πρώτον, ότι η προσφυγή της αναιρεσείουσας στρεφόταν κατά της επίδικης οδηγίας στο σύνολό της και, επομένως, το περιθώριο εκτιμήσεως που καταλείπεται στα κράτη μέλη έπρεπε να εξεταστεί υπό το πρίσμα της οδηγίας αυτής στο σύνολό της.

    91

    Δεύτερον, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι το επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ως προς τον τρόπο με τον οποίον η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας θα μετέφερε την επίδικη οδηγία στο εσωτερικό της δίκαιο είναι εντελώς εσφαλμένο. Ισχυρίζεται ότι, με την απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 2019, Polskie Górnictwo Naftowe i Gazownictwo κατά Επιτροπής (C‑342/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:1043), το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 36 της οδηγίας 2009/73 παρέχει στις εθνικές ρυθμιστικές αρχές εξουσία εκτιμήσεως για τη χορήγηση εξαιρέσεων από τους κανόνες που θεσπίζει η οδηγία αυτή. Η ίδια λογική ισχύει και όσον αφορά την παρέκκλιση του άρθρου 49α της εν λόγω οδηγίας.

    92

    Τρίτον, κατά το Συμβούλιο, επίσης ορθώς έκρινε το Γενικό Δικαστήριο ότι η νομική και πραγματική κατάσταση της αναιρεσείουσας δεν μπορούσε να συγκριθεί με εκείνη που ίσχυε στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 13ης Μαρτίου 2008, Επιτροπή κατά Infront WM (C‑125/06 P, EU:C:2008:159). Ειδικότερα, σε αντίθεση με την προσβληθείσα στην υπόθεση εκείνη πράξη, η επίδικη οδηγία είναι, λόγω της μορφής και του περιεχομένου της, «τυπική» οδηγία, κατά την έννοια του άρθρου 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, δηλαδή «δεσμεύει κάθε κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται όσον αφορά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα», αλλά αφήνει «την επιλογή του τύπου και των μέσων στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών». Κατά συνέπεια, δεν υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της επίδικης οδηγίας και των αποτελεσμάτων που επέρχονται επί της νομικής καταστάσεως της αναιρεσείουσας.

    93

    Η Εσθονική, η Λεττονική και η Πολωνική Κυβέρνηση συμμερίζονται κατ’ ουσίαν την επιχειρηματολογία του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

    – Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    94

    Το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως αφορά το ζήτημα αν το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η επίδικη οδηγία καταλείπει περιθώριο εκτιμήσεως στα κράτη μέλη στο πλαίσιο της εφαρμογής της, σύμφωνα με τη δεύτερη από τις δύο προϋποθέσεις στις οποίες αναφέρεται η υπομνησθείσα στη σκέψη 43 της παρούσας απόφασης νομολογία.

    95

    Πρώτον, αφενός, από τη διαπίστωση που εκτίθεται στη σκέψη 63 της παρούσας απόφασης προκύπτει ότι το ζήτημα αν μια πράξη καταλείπει εξουσία εκτιμήσεως στους αποδέκτες που είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή της πρέπει να εξετάζεται λαμβανομένης υπόψη της ίδιας της ουσίας της πράξης αυτής.

    96

    Αφετέρου, το γεγονός και μόνον ότι για την εφαρμογή της προσβαλλόμενης πράξης απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα, στα οποία συμπεριλαμβάνονται, εφόσον πρόκειται για οδηγία, τα μέτρα μεταφοράς της στο εσωτερικό δίκαιο, δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην την ύπαρξη περιθωρίου εκτιμήσεως των αποδεκτών της πράξης αυτής, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 74 της παρούσας απόφασης.

    97

    Δεύτερον, όταν μια συγκεκριμένη πράξη μπορεί να παραγάγει περισσότερα έννομα αποτελέσματα ανάλογα με τις διάφορες καταστάσεις στις οποίες προορίζεται να εφαρμοστεί, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, η ύπαρξη περιθωρίου εκτιμήσεως πρέπει απαραιτήτως να εκτιμάται με γνώμονα τα συγκεκριμένα έννομα αποτελέσματα στα οποία αναφέρεται η προσφυγή και τα οποία μπορούν πράγματι να επέλθουν επί της νομικής καταστάσεως του ενδιαφερομένου.

    98

    Επομένως, προκειμένου να διαπιστωθεί αν μια πράξη καταλείπει στους αποδέκτες της περιθώριο εκτιμήσεως εν όψει της εφαρμογής της, πρέπει να εξετάζονται τα έννομα αποτελέσματα που παράγουν οι διατάξεις της πράξης κατά των οποίων βάλλει η προσφυγή επί της καταστάσεως του προσώπου που επικαλείται το δικαίωμα προσφυγής δυνάμει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, δεύτερο σκέλος της περιόδου, ΣΛΕΕ (βλ. κατ’ αναλογίαν αποφάσεις της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Stichting Woonpunt κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑132/12 P, EU:C:2014:100, σκέψεις 50 και 51, και της 13ης Μαρτίου 2018, European Union Copper Task Force κατά Επιτροπής, C‑384/16 P, EU:C:2018:176, σκέψεις 38 και 39).

    99

    Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που η προσφυγή βάλλει, τυπικώς, κατά της πράξης στο σύνολό της, αν, με βάση τους λόγους που προβάλλονται προς στήριξη της προσφυγής, μπορεί να διαπιστωθεί ότι αντικείμενο της προσφυγής αποτελούν στην πραγματικότητα συγκεκριμένες πτυχές της πράξης.

    100

    Τρίτον, διαπιστώνεται ότι η αναιρεσείουσα, προκειμένου να τεκμηριώσει την άποψή της ότι η επίδικη οδηγία δεν καταλείπει περιθώριο εκτιμήσεως στα κράτη μέλη όσον αφορά τα αποτελέσματα που παράγει η οδηγία επί της νομικής καταστάσεως της ίδιας, ισχυρίστηκε κατ’ ουσίαν, στο πλαίσιο της προσφυγής της, ότι η επίδικη οδηγία, με την τροποποίηση που επέφερε στην έννοια του «αγωγού διασύνδεσης» του άρθρου 2, σημείο 17, της οδηγίας 2009/73, είχε ως αποτέλεσμα να υπαγάγει την αναιρεσείουσα στις ειδικές υποχρεώσεις που προβλέπει η οδηγία αυτή στο άρθρο της 9, σε σχέση με τον διαχωρισμό συστημάτων μεταφοράς και διαχειριστών συστημάτων μεταφοράς, και στο άρθρο της 32, σε σχέση με την πρόσβαση τρίτων και με τη ρύθμιση των τιμών, χωρίς να παρέχεται στην αναιρεσείουσα η δυνατότητα να ωφεληθεί από εξαίρεση από τους κανόνες αυτούς βάσει του άρθρου 36 της οδηγίας 2009/73 ή από παρέκκλιση βάσει του άρθρου 49α αυτής, το οποίο προσετέθη με την επίδικη οδηγία.

    101

    Επομένως, υπό το πρίσμα ακριβώς των διατάξεων αυτών και της συγκεκριμένης κατάστασης της αναιρεσείουσας πρέπει να εξακριβωθεί αν, μετά τη θέσπιση και τη θέση σε ισχύ της επίδικης οδηγίας, η οδηγία 2009/73 παρέχει στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων και, ιδίως, την εφαρμογή τους στην περίπτωση της αναιρεσείουσας.

    102

    Συναφώς, όσον αφορά, πρώτον, τις εξαιρέσεις και παρεκκλίσεις που προβλέπονται στα άρθρα 36 και 49α, αντίστοιχα, της οδηγίας 2009/73, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε, στις σκέψεις 114 και 115 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, την ύπαρξη αυτών των δυνατοτήτων παρέκκλισης, διευκρινίζοντας συγχρόνως ότι, για τον σκοπό της εφαρμογής της προβλεπόμενης από το εν λόγω άρθρο 49α παρέκκλισης, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά την έγκρισή της.

    103

    Ωστόσο, κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει, λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση της αναιρεσείουσας και επικεντρωνόμενο στην ουσία των παρεκκλίσεων, αν αυτές μπορούσαν να εφαρμοστούν στην περίπτωσή της και αν η επίδικη οδηγία παρείχε στο οικείο κράτος μέλος περιθώριο εκτιμήσεως στο πλαίσιο της εφαρμογής της όσον αφορά την αναιρεσείουσα.

    104

    Όσον αφορά την ύπαρξη τέτοιου περιθωρίου εκτιμήσεως σε σχέση με τις εξαιρέσεις και παρεκκλίσεις που προβλέπονται από τα άρθρα 36 και 49α της οδηγίας 2009/73, διαπιστώνεται ότι, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν και ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 74 και 75 των προτάσεών του, καμία από τις εξαιρέσεις και παρεκκλίσεις αυτές δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην περίπτωση της αναιρεσείουσας, καθόσον, αφενός, οι επενδύσεις για τον αγωγό φυσικού αερίου Nord Stream 2 είχαν ήδη αποφασιστεί κατά την ημερομηνία έκδοσης της επίδικης οδηγίας, γεγονός που αποκλείει τον αγωγό αυτόν από την εξαίρεση του άρθρου 36 της οδηγίας 2009/73, η οποία εφαρμόζεται στις κύριες νέες υποδομές φυσικού αερίου ή στις σημαντικές αυξήσεις του δυναμικού των υπαρχουσών υποδομών, και, αφετέρου, κατά την ημερομηνία εκείνη ήταν προφανές ότι ο εν λόγω αγωγός δεν θα μπορούσε να ολοκληρωθεί πριν τις 23 Μαΐου 2019, γεγονός που εμπόδιζε τη χορήγηση παρέκκλισης βάσει του άρθρου 49α της οδηγίας.

    105

    Υπό τις περιστάσεις αυτές, τα κράτη μέλη, ενώ διαθέτουν, βεβαίως, περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά τη χορήγηση τέτοιων εξαιρέσεων και παρεκκλίσεων σε επιχειρήσεις φυσικού αερίου που πληρούν τις προϋποθέσεις των άρθρων 36 και 49α, αντιστοίχως, της οδηγίας 2009/73, δεν διαθέτουν, αντιθέτως, κανένα περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά τη δυνατότητα χορήγησης των εν λόγω εξαιρέσεων και παρεκκλίσεων στην αναιρεσείουσα, η οποία δεν πληροί τις προϋποθέσεις αυτές. Επομένως, υφίσταται άμεσος σύνδεσμος μεταξύ της έναρξης ισχύος της επίδικης οδηγίας και της επιβολής από αυτή στην αναιρεσείουσα των υποχρεώσεων που προβλέπει η οδηγία 2009/73, για τις οποίες γίνεται λόγος στη σκέψη 75 της παρούσας απόφασης.

    106

    Δεύτερον, υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εξεταστεί αν το οικείο κράτος μέλος διαθέτει έναντι της αναιρεσείουσας εξουσία εκτιμήσεως σε σχέση με τον καθορισμό του προς επίτευξη αποτελέσματος, η οποία θα μπορούσε να έχει παρά ταύτα ως συνέπεια την απαλλαγή της αναιρεσείουσας από τις εν λόγω υποχρεώσεις.

    107

    Συναφώς, όσον αφορά την υποχρέωση διαχωρισμού που προβλέπεται από το άρθρο 9 της οδηγίας 2009/73, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε στη σκέψη 112 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης ότι τα κράτη μέλη έχουν υπό ορισμένες προϋποθέσεις τη δυνατότητα, βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 8, δεύτερο εδάφιο, στοιχεία αʹ και βʹ, και παράγραφος 9 της οδηγίας, να μην εφαρμόσουν την υποχρέωση αυτή, ιδίως σε αγωγούς διασύνδεσης όπως ο αγωγός φυσικού αερίου Nord Stream 2. Σε μια τέτοια περίπτωση, τα κράτη μέλη οφείλουν, αντί να διαχωρίσουν τις δομές ιδιοκτησίας από τις δομές προμήθειας και παραγωγής, να ορίσουν είτε ανεξάρτητο διαχειριστή συστήματος, βάσει του άρθρου 14 της οδηγίας, είτε ανεξάρτητο διαχειριστή συστήματος μεταφοράς. Επομένως, κατά το Γενικό Δικαστήριο, τα εν λόγω κράτη μέλη διαθέτουν συναφώς εξουσία εκτιμήσεως.

    108

    Εντούτοις, η διαπίστωση αυτή δεν αρκεί για να αποδειχθεί η ύπαρξη εξουσίας εκτιμήσεως των εθνικών αρχών όσον αφορά την υποχρέωση διαχωρισμού που προβλέπεται από το άρθρο 9 της οδηγίας 2009/73.

    109

    Ειδικότερα, από την αιτιολογική σκέψη 13 της οδηγίας 2009/73 προκύπτει ότι, καίτοι οι δύο εναλλακτικές δυνατότητες που παρέχονται όσον αφορά την υποχρέωση διαχωρισμού, όπως προβλέπεται από το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, θα έπρεπε να «καθιστ[ούν] δυνατόν να διατηρούν οι κάθετα ολοκληρωμένες επιχειρήσεις την ιδιοκτησία των πάγιων στοιχείων του δικτύου», εντούτοις πρέπει και να «διασφαλίζ[ουν] παράλληλα τον αποτελεσματικό διαχωρισμό συμφερόντων», ο δε ανεξάρτητος διαχειριστής συστήματος ή μεταφοράς οφείλει να «ασκεί όλες τις δραστηριότητες του διαχειριστή συστήματος» και να υπόκειται σε «λεπτομερείς κανονιστικές ρυθμίσεις και εκτενείς μηχανισμ[ούς] ρυθμιστικού ελέγχου».

    110

    Επομένως, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν και ο γενικός εισαγγελέας, στα σημεία 80 και 81 των προτάσεών του, ανεξαρτήτως της εναλλακτικής δυνατότητας που θα επιλεγεί τελικώς μεταξύ των μνημονευόμενων στη σκέψη 107 της παρούσας απόφασης, η νομική κατάσταση της αναιρεσείουσας θα μεταβληθεί αναπόφευκτα, δεδομένου ότι το άρθρο 9 της οδηγίας 2009/73 παρέχει στα κράτη μέλη μόνον την επιλογή των μέσων με τα οποία πρέπει να επιτευχθεί ένα σαφώς καθορισμένο αποτέλεσμα, ήτοι ο αποτελεσματικός διαχωρισμός των δομών μεταφοράς από τις δομές παραγωγής και προμήθειας. Επομένως, μολονότι τα κράτη μέλη διατηρούν κάποιο περιθώριο ελιγμών για την εφαρμογή του άρθρου 9, δεν διαθέτουν καμιά εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά την υποχρέωση διαχωρισμού που προβλέπει η διάταξη αυτή, με αποτέλεσμα η αναιρεσείουσα να μην μπορεί να απαλλαγεί από την υποχρέωση αυτή, ανεξαρτήτως της μεθόδου που θα επιλεγεί μεταξύ των τριών προβλεπόμενων από την εν λόγω διάταξη.

    111

    Το ίδιο ισχύει για τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθρο 32 της οδηγίας 2009/73, σε συνδυασμό με το άρθρο 41, παράγραφοι 6, 8 και 10, αυτής. Οι εν λόγω υποχρεώσεις επιβάλλουν, μεταξύ άλλων, στους διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς που υπόκεινται στην οδηγία αυτή την υποχρέωση να παρέχουν πρόσβαση στο δίκτυό τους σε τρίτους βάσει συστήματος το οποίο εφαρμόζεται αντικειμενικά και χωρίς διακρίσεις και στηρίζεται σε δημοσιευμένα, αναλογικά και εγκεκριμένα από την αρμόδια ρυθμιστική αρχή τιμολόγια. Η εν λόγω αρχή οφείλει, στο πλαίσιο της έγκρισης των εν λόγω τιμολογίων, να προβλέπει, μεταξύ άλλων, κατάλληλα κίνητρα για να ενθαρρύνει τους διαχειριστές να βελτιώνουν τις επιδόσεις τους.

    112

    Πράγματι, μολονότι οι υποχρεώσεις αυτές απαιτούν τη λήψη, ιδίως από τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές, μέτρων τεχνικής φύσεως για τη συγκεκριμενοποίησή τους, εντούτοις τα μέτρα αυτά δεν μπορούν να τροποποιήσουν το αποτέλεσμα που συνεπάγονται οι εν λόγω υποχρεώσεις, ήτοι την εξασφάλιση πρόσβασης χωρίς διακρίσεις στο δίκτυο αυτό από τους διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς στους τρίτους υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει η οδηγία 2009/73, τούτο δε προκειμένου να διασφαλιστεί σε όλους τους φορείς της αγοράς ουσιαστική πρόσβαση στην αγορά αυτή.

    113

    Συναφώς, επίσης εσφαλμένως έκρινε το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 117 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, ότι η αναιρεσείουσα δεν μπορούσε να επικαλεστεί την απόφαση της 13ης Μαρτίου 2008, Επιτροπή κατά Infront WM (C‑125/06 P, EU:C:2008:159). Πράγματι, καίτοι η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση διαφέρει από την υπό κρίση υπόθεση καθόσον αφορούσε τα έννομα αποτελέσματα απόφασης που είχε εκδώσει η Επιτροπή δυνάμει οδηγίας, γεγονός παραμένει ότι η δεσμευτική ισχύς της απόφασης της Επιτροπής οφειλόταν εν τέλει στην οδηγία αυτή και ότι, εν πάση περιπτώσει, η εν λόγω απόφαση, όπως και οι προαναφερθείσες διατάξεις της επίδικης οδηγίας που μνημονεύονται στις σκέψεις 110 και 111 της παρούσας απόφασης, καθόριζε το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, ως προς το οποίο τα κράτη μέλη δεν διέθεταν καμία εξουσία εκτιμήσεως.

    114

    Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η επίδικη οδηγία κατέλειπε περιθώριο εκτιμήσεως στα κράτη μέλη, χωρίς να λάβει υπόψη την κατάσταση της αναιρεσείουσας και το γεγονός ότι η θέση σε ισχύ της επίδικης οδηγίας είχε ως άμεση συνέπεια την υπαγωγή της αναιρεσείουσας σε υποχρεώσεις των οποίων το αποτέλεσμα δεν μπορούσε να τροποποιηθεί. Υπό τις συνθήκες αυτές, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει επίσης να γίνει δεκτό.

    115

    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμος, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε ότι η επίδικη οδηγία δεν αφορούσε άμεσα την αναιρεσείουσα. Επομένως, το σημείο 4 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης πρέπει να αναιρεθεί στο μέτρο που με αυτό απορρίφθηκε η προσφυγή της αναιρεσείουσας ως απαράδεκτη για τον λόγο αυτόν.

    Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

    – Επιχειρήματα των διαδίκων

    116

    Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε, κατά την εξέταση του αιτήματος του Συμβουλίου περί αφαίρεσης εγγράφων, σε πλείονα νομικά σφάλματα που το οδήγησαν να διατάξει εσφαλμένως να αφαιρεθούν από τη δικογραφία η νομική συμβουλή της νομικής υπηρεσίας του Συμβουλίου, η σύσταση της Επιτροπής και οι παρατηρήσεις της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, καθώς και να μη ληφθούν υπόψη τα χωρία του δικογράφου της προσφυγής και των παραρτημάτων του στα οποία παρατίθενται αποσπάσματα των εγγράφων αυτών.

    117

    Συναφώς, πρώτον, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο στηρίζοντας εξ ολοκλήρου την εκτίμησή του στο πλαίσιο που θεσπίζει ο κανονισμός 1049/2001, ο οποίος διέπει την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα, χωρίς να εξετάσει αν τα επίμαχα έγγραφα ήταν χρήσιμα για την επίλυση της διαφοράς, όπως απαιτεί η νομολογία που απορρέει από την απόφαση της 12ης Μαΐου 2015, Dalli κατά Επιτροπής (T‑562/12, EU:T:2015:270).

    118

    Δεύτερον, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε επίσης σε πλάνη περί το δίκαιο εφαρμόζοντας στα επίμαχα έγγραφα το περιοριστικό νομικό πλαίσιο που καθόρισε το Δικαστήριο υπό τις σοβαρές και ειδικές περιστάσεις των υποθέσεων επί των οποίων εκδόθηκαν η διάταξη της 14ης Μαΐου 2019, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου (C‑650/18, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:438), και η απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2020, Σλοβενία κατά Κροατίας (C‑457/18, EU:C:2020:65). Εκτιμά, μεταξύ άλλων, ότι τα έγγραφα αυτά στο σύνολό τους περιλαμβάνονται στις προπαρασκευαστικές εργασίες της επίδικης οδηγίας και, ως εκ τούτου, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της αρχής της αυξημένης διαφάνειας που καθιερώθηκε με την απόφαση της 1ης Ιουλίου 2008, Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου (C‑39/05 P και C‑52/05 P, EU:C:2008:374). Εξάλλου, κατά την αναιρεσείουσα πάντοτε, το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να απαντήσει στο επιχείρημα ότι ορισμένα χωρία της νομικής συμβουλής της νομικής υπηρεσίας του Συμβουλίου μνημονεύονταν εκτενώς από τα ίδια τα θεσμικά όργανα της Ένωσης στην πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 2009/73 σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου.

    119

    Τρίτον, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον απέδωσε ιδιαίτερα μεγάλη σημασία στη διαδικασία διαιτησίας που είχε κινήσει η ίδια δυνάμει της Συνθήκης για τον Χάρτη Ενέργειας, που υπογράφηκε στη Λισσαβώνα στις 17 Δεκεμβρίου 1994 (ΕΕ 1994, L 380, σ. 24) και εγκρίθηκε εξ ονόματος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με την απόφαση 98/181/ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ του Συμβουλίου και της Επιτροπής, της 23ης Σεπτεμβρίου 1997 (ΕΕ 1998, L 69, σ. 1). Το Γενικό Δικαστήριο δικαιολογεί την προσέγγιση που ακολούθησε προβάλλοντας την ανάγκη προστασίας του δημοσίου συμφέροντος όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1049/2001, χωρίς όμως να εξηγεί με ποιον τρόπο η προσκόμιση των επίμαχων εγγράφων θα μπορούσε να θίξει το δημόσιο συμφέρον. Ειδικότερα, κατά την αναιρεσείουσα, η διαδικασία διαιτησίας δεν εμπίπτει στις «διεθνείς σχέσεις» κατά την έννοια της διάταξης αυτής.

    120

    Το Συμβούλιο προβάλλει ένσταση απαραδέκτου του δευτέρου λόγου αναιρέσεως για τον λόγο ότι, κατά την άποψή του, ζητείται με αυτόν από το Δικαστήριο να επανεξετάσει την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών από το Γενικό Δικαστήριο.

    121

    Επιπλέον, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ισχυρίζονται ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να απορριφθεί ως αβάσιμος.

    122

    Πρώτον, το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι ολόκληρη η επιχειρηματολογία της αναιρεσείουσας στηρίζεται στην εσφαλμένη παραδοχή ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει αν τα επίμαχα έγγραφα ήταν «προδήλως κρίσιμα για την επίλυση της διαφοράς», το δε Συμβούλιο προσθέτει, στο πλαίσιο αυτό, ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν εφάρμοσε τις διατάξεις του κανονισμού 1049/2001 ούτε αποκλειστικά ούτε άμεσα. Κατά το Συμβούλιο, το Γενικό Δικαστήριο προέβη στην πραγματικότητα σε στάθμιση των εμπλεκόμενων συμφερόντων, σύμφωνα με τη νομολογία που απορρέει από την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Μαΐου 2015, Dalli κατά Επιτροπής (T‑562/12, EU:T:2015:270).

    123

    Δεύτερον, το Συμβούλιο διευκρινίζει συναφώς ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έκρινε ότι, κατά κανόνα, έγγραφα μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε διαδικασία μόνον αν ο συντάκτης ή το καθού όργανο έχει επιτρέψει την προσκόμισή τους. Αντιθέτως, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε λεπτομερώς όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης της οποίας είχε επιληφθεί και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αφαίρεση από τη δικογραφία των επίμαχων εγγράφων ήταν αναγκαία για λόγους δημοσίου συμφέροντος.

    124

    Τρίτον, το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο ορθώς, σύμφωνα με τη νομολογία που απορρέει από τη διάταξη της 14ης Μαΐου 2019, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου (C‑650/18, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:438), και την απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2020, Σλοβενία κατά Κροατίας (C‑457/18, EU:C:2020:65), διαπίστωσε ότι η αναιρεσείουσα, στηριζόμενη εν προκειμένω στη νομική συμβουλή της νομικής υπηρεσίας του Συμβουλίου, επιδίωκε στην πραγματικότητα να αντιτάξει έναντι του Συμβουλίου τη νομική συμβουλή που αυτό είχε λάβει από τη νομική του υπηρεσία και να το υποχρεώσει έτσι να λάβει δημοσίως θέση επί της συμβουλής αυτής, πράγμα που θα είχε αρνητικές συνέπειες για το συμφέρον του εν λόγω θεσμικού οργάνου να λαμβάνει νομικές συμβουλές.

    125

    Το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο υποστηρίζουν στο πλαίσιο αυτό ότι κανένα από τα επίμαχα έγγραφα, μεταξύ των οποίων και η νομική συμβουλή του Συμβουλίου, δεν αφορά νομοθετική διαδικασία, δεδομένου ότι είναι όλα προγενέστερα της πρότασης οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 2009/73 σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου.

    126

    Τέταρτον, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο διέταξε την αφαίρεση από τη δικογραφία των παρατηρήσεων της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, μεταξύ άλλων, επειδή η γνωστοποίηση του περιεχομένου τους θα έθιγε την προστασία του δημόσιου συμφέροντος όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1049/2001, αποκαθιστώντας έτσι το status quo ante, δυνάμει του οποίου ο δικαστής της Ένωσης είναι το μόνο όργανο που έχει την εξουσία να διατάξει τους διαδίκους να προσκομίσουν έγγραφα ή να εκτιμήσει το λυσιτελές των εγγράφων.

    – Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    127

    Η ένσταση απαραδέκτου που προβάλλει το Συμβούλιο ως προς τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, σύμφωνα με την οποία το Δικαστήριο καλείται, με αυτόν τον λόγο αναιρέσεως, να αποφανθεί επί των διαπιστώσεων επί των πραγματικών περιστατικών στις οποίες προέβη το Γενικό Δικαστήριο, πρέπει να απορριφθεί. Πράγματι, καίτοι το Γενικό Δικαστήριο είναι κατ’ αρχήν το μόνο αρμόδιο να διαπιστώνει και να εκτιμά τα πραγματικά περιστατικά, με τον λόγο αυτόν δεν καλείται το Δικαστήριο να επανεξετάσει τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε το Γενικό Δικαστήριο εν προκειμένω, αλλά τίθεται νομικό ζήτημα σχετικό με το νομικό πλαίσιο που εφάρμοσε το Γενικό Δικαστήριο για την εκτίμηση αυτών των πραγματικών περιστατικών.

    128

    Για την εξέταση του βασίμου του δευτέρου λόγου αναιρέσεως υπενθυμίζεται, πρώτον, αφενός, ότι η αρχή της ισότητας των όπλων, η οποία είναι απόρροια της ίδιας της έννοιας της δίκαιης δίκης, η οποία κατοχυρώνεται, μεταξύ άλλων, από το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνεπάγεται την υποχρέωση να παρέχεται σε καθέναν από τους διαδίκους εύλογη δυνατότητα να εκθέσει την άποψή του, συμπεριλαμβανομένων των αποδεικτικών στοιχείων που διαθέτει, υπό συνθήκες που δεν τον περιάγουν σε σαφώς μειονεκτική θέση σε σχέση με τον αντίδικό του (απόφαση της 16ης Μαΐου 2017, Berlioz Investment Fund, C‑682/15, EU:C:2017:373, σκέψη 96).

    129

    Αφετέρου, κατά πάγια νομολογία, εφαρμοστέα στο δίκαιο της Ένωσης αρχή είναι η αρχή της ελεύθερης εκτιμήσεως των αποδείξεων, από την οποία προκύπτει ότι το παραδεκτό εμπροθέσμως προσκομισθέντος αποδεικτικού στοιχείου δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ενώπιον του δικαστή της Ένωσης παρά μόνον επί της βάσεως ότι το εν λόγω αποδεικτικό στοιχείο αποκτήθηκε παρατύπως (απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2021, Ελεγκτικό Συνέδριο κατά Pinxten, C‑130/19, EU:C:2021:782, σκέψη 104).

    130

    Επομένως, στην περίπτωση αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίζονται παρατύπως από διάδικο, όπως τα εσωτερικά έγγραφα στα οποία αναφέρεται ο κανονισμός 1049/2001, η προσκόμιση των οποίων δεν επετράπη από το οικείο θεσμικό όργανο ούτε διατάχθηκε από τον δικαστή της Ένωσης, πρέπει να σταθμίζονται τα συμφέροντα των διαδίκων στη διαδικασία που συνδέονται με το δικαίωμά τους για δίκαιη δίκη, λαμβανομένων υπόψη των συμφερόντων που προστατεύονται από τους κανόνες που παραβιάστηκαν ή καταστρατηγήθηκαν κατά την απόκτηση των στοιχείων αυτών.

    131

    Εξ αυτού συνάγεται ότι, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν και ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 119 και 138 των προτάσεών του, ο δικαστής της Ένωσης, όταν επιλαμβάνεται αιτήματος αφαιρέσεως των αντίστοιχων αποδεικτικών στοιχείων, οφείλει να προβεί σε στάθμιση, αφενός, των συμφερόντων του προσφεύγοντος που προσκόμισε τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τη χρησιμότητά τους για την εκτίμηση του βασίμου της ασκηθείσας ενώπιόν του προσφυγής, και, αφετέρου, των συμφερόντων του αντιδίκου τα οποία θα μπορούσαν κατά τρόπο συγκεκριμένο και ουσιαστικό να θιγούν από τη διατήρηση των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων στη δικογραφία.

    132

    Δεύτερον, για τους σκοπούς της εξέτασης αιτήματος αφαίρεσης από τη δικογραφία εσωτερικών εγγράφων που καλύπτονται από τον κανονισμό 1049/2001, ο κανονισμός αυτός, καίτοι δεν έχει εφαρμογή σε προσφυγές όπως αυτή που άσκησε η αναιρεσείουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, έχει κάποια ενδεικτική αξία όσον αφορά τη στάθμιση των συμφερόντων που απαιτείται για να κριθεί το αίτημα αυτό (πρβλ. διάταξη της 14ης Μαΐου 2019, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου, C‑650/18, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:438, σκέψεις 12 και 13).

    133

    Εντούτοις, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ο κανονισμός 1049/2001 ρυθμίζει εξαντλητικώς τη στάθμιση συμφερόντων που απαιτείται για την εξέταση αιτήματος αφαίρεσης εγγράφων από τη δικογραφία μιας υπόθεσης.

    134

    Πράγματι, ενώ ο κανονισμός αυτός έχει ως σκοπό τη βελτίωση της διαφάνειας της διαδικασίας λήψης αποφάσεων στο επίπεδο της Ένωσης, θέτοντας σε εφαρμογή το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα, όπως αυτό προβλέπεται από το άρθρο 15, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ και κατοχυρώνεται από το άρθρο 42 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (πρβλ. απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2022, Stichting Rookpreventie Jeugd κ.λπ., C‑160/20, EU:C:2022:101, σκέψεις 35 και 36), το παραδεκτό των αποδεικτικών στοιχείων εξαρτάται εν τέλει από τη στάθμιση των εμπλεκόμενων συμφερόντων υπό το πρίσμα του σκοπού της διασφάλισης του δικαιώματος των διαδίκων σε δίκαιη δίκη, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν και ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 129 και 130 των προτάσεών του.

    135

    Τρίτον, όσον αφορά την εξέταση των επίμαχων εγγράφων υπό το πρίσμα των αρχών που εκτέθηκαν ανωτέρω, κατά πρώτον, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο διατάσσοντας να αφαιρεθεί από τη δικογραφία η νομική συμβουλή της νομικής υπηρεσίας του Συμβουλίου και να μη ληφθούν υπόψη τα χωρία του δικογράφου της προσφυγής και τα παραρτήματά του στα οποία παρατίθενται αποσπάσματα της συμβουλής αυτής.

    136

    Συναφώς, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, θα αντέβαινε στο δημόσιο συμφέρον, το οποίο επιβάλλει να μπορούν τα θεσμικά όργανα να ζητούν τη γνώμη της νομικής τους υπηρεσίας, γνώμη που πρέπει να μπορεί να παρέχεται με πλήρη ανεξαρτησία, να γίνει δεκτό ότι τέτοιου είδους εσωτερικά έγγραφα μπορούν να προσκομιστούν στο πλαίσιο διαφοράς ενώπιον του Δικαστηρίου χωρίς η προσκόμιση να έχει επιτραπεί από το οικείο θεσμικό όργανο ή να έχει διαταχθεί από το Δικαστήριο (απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2022, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑156/21, EU:C:2022:97, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    137

    Πράγματι, με την άνευ αδείας προσκόμιση μιας τέτοιας νομικής συμβουλής, ο προσφεύγων αντιτάσσει στο οικείο θεσμικό όργανο, στο πλαίσιο της διαδικασίας που αφορά το κύρος προσβαλλομένης πράξης, μια συμβουλή που διατύπωσε η νομική υπηρεσία του οργάνου αυτού κατά το στάδιο της κατάρτισης της πράξης. Κατ’ αρχήν, όμως, το να γίνει δεκτό ότι ο προσφεύγων μπορεί να καταθέσει στη δικογραφία νομική συμβουλή θεσμικού οργάνου της οποίας τη γνωστοποίηση δεν επέτρεψε το όργανο αυτό θα αντέβαινε στις απαιτήσεις της δίκαιης δίκης (απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2022, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑156/21, EU:C:2022:97, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    138

    Εντούτοις, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, κατ’ εξαίρεση, η αρχή της διαφάνειας μπορεί να δικαιολογήσει γνωστοποίηση, στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας, εγγράφου θεσμικού οργάνου το οποίο δεν κατέστη προσβάσιμο στο κοινό και περιέχει νομική συμβουλή, όταν η συμβουλή αυτή αφορά νομοθετική διαδικασία για την οποία επιβάλλεται αυξημένη διαφάνεια (πρβλ. απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2022, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑156/21, EU:C:2022:97, σκέψεις 56 έως 59).

    139

    Η διαφάνεια αυτή δεν εμποδίζει, ωστόσο, την άρνηση της γνωστοποίησης συγκεκριμένης νομικής συμβουλής, η οποία διατυπώθηκε μεν στο πλαίσιο συγκεκριμένης νομοθετικής διαδικασίας, αλλά έχει ιδιαιτέρως ευαίσθητο χαρακτήρα ή ιδιαιτέρως ευρύ περιεχόμενο που υπερβαίνει το πλαίσιο αυτής της νομοθετικής διαδικασίας, για λόγους προστασίας των νομικών συμβουλών, στη δε περίπτωση αυτή το οικείο θεσμικό όργανο οφείλει να αιτιολογήσει εμπεριστατωμένα την άρνηση (απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2022, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑156/21, EU:C:2022:97, σκέψη 60).

    140

    Εν προκειμένω, όπως διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 50 και 54 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, η νομική συμβουλή της νομικής υπηρεσίας του Συμβουλίου, της οποίας η προσκόμιση δεν είχε εγκριθεί από αυτό, δεν αφορά νομοθετική διαδικασία, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, αλλά έχει ως αντικείμενο σύσταση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο για την έναρξη διαπραγματεύσεων μεταξύ της Ένωσης και τρίτου κράτους με σκοπό τη σύναψη διεθνούς συμφωνίας. Επιπλέον, το αντικείμενο αυτό δεν επηρεάζεται από το γεγονός και μόνον ότι τα ίδια τα θεσμικά όργανα της Ένωσης αναφέρθηκαν στη συμβουλή αυτή στο πλαίσιο της έκδοσης της οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 2009/73 σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου.

    141

    Υπό τις συνθήκες αυτές, αποδεικνύονται επαρκώς, αφενός, το γεγονός ότι η διατήρηση της εν λόγω νομικής συμβουλής στη δικογραφία θα έθιγε το δικαίωμα του Συμβουλίου σε δίκαιη δίκη και το συμφέρον του να λαμβάνει συμβουλές ειλικρινείς, αντικειμενικές και πλήρεις, καθώς και, αφετέρου, η έλλειψη υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος ικανού να δικαιολογήσει την προσκόμιση της επίμαχης νομικής συμβουλής από την αναιρεσείουσα. Επιπλέον, στο μέτρο που το συμφέρον και μόνον της αναιρεσείουσας να τεκμηριώσει την επιχειρηματολογία της με τη βοήθεια της εν λόγω νομικής συμβουλής, όσο θεμιτό και αν είναι, δεν αρκεί για να δικαιολογήσει τέτοιο πλήγμα στα δικαιώματα και τα συμφέροντα του Συμβουλίου (πρβλ. διάταξη της 14ης Μαΐου 2019, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑650/18, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:438, σκέψεις 15 έως 18, και απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2020, Σλοβενία κατά Κροατίας, C‑457/18, EU:C:2020:65, σκέψεις 70 και 71), πολλώ δε μάλλον καθόσον το βάσιμο της επιχειρηματολογίας αυτής και, κατά συνέπεια, η δυνατότητα ευδοκίμησης της προσφυγής ουδόλως εξαρτώνται από την προσκόμιση τέτοιας νομικής συμβουλής, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η πλάστιγγα κατά τη στάθμιση των συμφερόντων, στην οποία αναφέρεται η σκέψη 131 της παρούσας απόφασης, κλίνει υπέρ της προστασίας των εν λόγω δικαιωμάτων και συμφερόντων του Συμβουλίου.

    142

    Αντιθέτως, όσον αφορά, κατά δεύτερον, τη σύσταση της Επιτροπής και τις παρατηρήσεις της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο, καίτοι υπενθύμισε το ίδιο, στη σκέψη 39 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, την ενδεικτική μόνον αξία του κανονισμού 1049/2001 για την εξέταση αιτήματος αφαίρεσης εγγράφων, στην πραγματικότητα, παρά την παραδοχή αυτή και τα εκτεθέντα στις σκέψεις 131 και 133 της παρούσας απόφασης, στηρίχθηκε αποκλειστικώς στις διατάξεις του κανονισμού αυτού, και ιδίως στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, το οποίο αφορά την προστασία των διεθνών σχέσεων, προκειμένου να δικαιολογήσει την αφαίρεση των εν λόγω εγγράφων.

    143

    Συναφώς, αφενός, ενώ γίνεται δεκτό ότι το συμφέρον προστασίας των διεθνών σχέσεων που καθιερώνει η εν λόγω διάταξη έχει στο πλαίσιο αυτό ενδεικτική αξία, εντούτοις, για τους σκοπούς της στάθμισης των συμφερόντων για την οποία γίνεται λόγος στη σκέψη 131 της παρούσας απόφασης, πρέπει να αποδεικνύεται ότι η διατήρηση των εγγράφων αυτών στη δικογραφία θα μπορούσε να θίξει κατά τρόπο συγκεκριμένο και ουσιαστικό το συμφέρον του οποίου γίνεται επίκληση προς δικαιολόγηση της αφαίρεσης των εν λόγω εγγράφων.

    144

    Συνακόλουθα, το Δικαστήριο έχει κρίνει, όσον αφορά το άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001, ότι το γεγονός και μόνον ότι ένα έγγραφο αφορά συμφέρον προστατευόμενο από εξαίρεση από το δικαίωμα πρόσβασης την οποία προβλέπει η διάταξη αυτή δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την εφαρμογή της, καθόσον το οικείο θεσμικό όργανο οφείλει να εξηγήσει τον τρόπο με τον οποίον η πρόσβαση στο έγγραφο θα μπορούσε να θίξει συγκεκριμένα και ουσιαστικά το συμφέρον αυτό, τούτο δε ανεξαρτήτως του ευρέος περιθωρίου εκτιμήσεως που διαθέτει το εν λόγω θεσμικό όργανο στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 (πρβλ. απόφαση της 3ης Ιουλίου 2014, Συμβούλιο κατά in’t Veld, C‑350/12 P, EU:C:2014:2039, σκέψεις 51, 52, 63 και 64).

    145

    Εντούτοις, από την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη ουδόλως προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε τις εξηγήσεις που παρέσχε το Συμβούλιο υπό το πρίσμα των απαιτήσεων αυτών. Αντιθέτως, όσον αφορά τη σύσταση της Επιτροπής, το Γενικό Δικαστήριο περιορίστηκε να συναγάγει, στις σκέψεις 57 και 60 έως 63 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, τον κίνδυνο συγκεκριμένης και πραγματικής προσβολής του οικείου συμφέροντος από το γεγονός και μόνον ότι το έγγραφο αυτό αφορούσε την έκδοση απόφασης σχετικής με διεθνείς διαπραγματεύσεις με τρίτο κράτος.

    146

    Όσον αφορά τις παρατηρήσεις της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, το Γενικό Δικαστήριο αρκέστηκε στο να κρίνει, προκειμένου να δικαιολογήσει την αφαίρεσή τους από τη δικογραφία, ότι η γνωστοποίηση των παρατηρήσεων αυτών θα έθιγε συγκεκριμένα και πραγματικά την προστασία του δημόσιου συμφέροντος όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1049/2001, «αποδυναμώνοντας ιδίως τη θέση της Ένωσης στο πλαίσιο της διαιτητικής διαδικασίας που κίνησε εναντίον της η προσφεύγουσα», χωρίς να εξηγήσει πώς ήταν δυνατόν η εν λόγω διαδικασία διαιτησίας, κατά πάσα πιθανότητα ιδιωτικής φύσεως, να αφορά τις διεθνείς σχέσεις της Ένωσης, όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 157 των προτάσεών του, και χωρίς να προσπαθήσει να αποδείξει, εξάλλου, ότι ήταν πραγματικός ο κίνδυνος προσβολής της προστασίας του εν λόγω δημόσιου συμφέροντος που θα προκαλούσε η διατήρηση των παρατηρήσεων αυτών στη δικογραφία.

    147

    Αφετέρου, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι αποδείχθηκε ο κίνδυνος για το εν λόγω δημόσιο συμφέρον από τη διατήρηση στη δικογραφία της σύστασης της Επιτροπής και των παρατηρήσεων της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, γεγονός παραμένει ότι το Γενικό Δικαστήριο όφειλε, στην περίπτωση αυτή, να προβεί σε στάθμιση των εμπλεκόμενων συμφερόντων, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 131 της παρούσας απόφασης, στην οποία δεν προέβη.

    148

    Υπό τις συνθήκες αυτές, συνάγεται το συμπέρασμα ότι το Γενικό Δικαστήριο, διατάσσοντας να αφαιρεθούν από τη δικογραφία η σύσταση της Επιτροπής και οι παρατηρήσεις της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και να μη ληφθούν υπόψη τα χωρία του δικογράφου της προσφυγής και των παραρτημάτων του στα οποία παρατίθενται αποσπάσματα των εγγράφων αυτών, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον, αφενός, εφάρμοσε αποκλειστικά τις διατάξεις του κανονισμού 1049/2001 προκειμένου να εξετάσει το αίτημα αφαίρεσης των εν λόγω εγγράφων από τη δικογραφία, χωρίς να προβεί σε στάθμιση των εμπλεκόμενων συμφερόντων, και, αφετέρου, παρέλειψε να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις εξηγήσεις που παρέσχε συναφώς το Συμβούλιο, αν η διατήρηση των εγγράφων αυτών στη δικογραφία μπορούσε συγκεκριμένα και ουσιαστικά να θίξει την προστασία του δημόσιου συμφέροντος όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1049/2001.

    149

    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει επίσης να γίνει δεκτός κατά το μέρος που αφορά τη σύσταση της Επιτροπής και τις παρατηρήσεις της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Επομένως, το σημείο 1 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, κατά το μέρος που αφορά τη σύσταση της Επιτροπής (παράρτημα Α 14), και το σημείο 3 του διατακτικού πρέπει επίσης να αναιρεθούν.

    150

    Η αίτηση αναιρέσεως είναι απορριπτέα κατά τα λοιπά.

    Επί της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

    151

    Κατά το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Δικαστήριο μπορεί, σε περίπτωση αναίρεσης της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου, να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον αυτή είναι ώριμη προς εκδίκαση.

    152

    Εν προκειμένω, καίτοι το Δικαστήριο δεν είναι σε θέση, σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας, να αποφανθεί επί της ουσίας της προσφυγής που ασκήθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, εντούτοις διαθέτει τα αναγκαία στοιχεία για να αποφανθεί οριστικώς επί της ενστάσεως απαραδέκτου που προέβαλαν πρωτοδίκως το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

    153

    Πρώτον, όσον αφορά το ζήτημα αν η επίδικη οδηγία αφορά ατομικά την αναιρεσείουσα, αυτή υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι ο υποθαλάσσιος αγωγός φυσικού αερίου Nord Stream 2 είναι ο μόνος καλυπτόμενος από την οδηγία αυτή νέος αγωγός σε προχωρημένο στάδιο, για τον οποίον ελήφθη τελική επενδυτική απόφαση και συμφωνήθηκε μια πολύ σημαντική επένδυση πολύ πριν από την έκδοση της εν λόγω οδηγίας και στου οποίου τον ιδιοκτήτη δεν μπορεί να χορηγηθεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 49α της οδηγίας 2009/73.

    154

    Το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ισχυρίζονται, κατ’ ουσίαν, ότι η επίδικη οδηγία δεν αφορά ατομικά την αναιρεσείουσα. Κατά τα εν λόγω θεσμικά όργανα, το γεγονός ότι είναι δυνατός ο προσδιορισμός, σε δεδομένη χρονική στιγμή, του αριθμού ή και της ταυτότητας των προσώπων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας ουδόλως μεταβάλλει το γεγονός ότι αυτή αφορά, κατά τον ίδιο τρόπο, όλους τους χερσαίους ή υποθαλάσσιους, προϋφιστάμενους ή ολοκληρωμένους, νέους ή μελλοντικούς αγωγούς που συνδέουν την Ένωση με τρίτες χώρες. Αφορά, επομένως, έναν ανοικτό κύκλο επιχειρηματιών. Εν πάση περιπτώσει, η αναιρεσείουσα δεν διευκρινίζει ποιο είναι το στοιχείο που διακρίνει τον αγωγό φυσικού αερίου Nord Stream 2 από οποιονδήποτε άλλον διασυνοριακό αγωγό διασύνδεσης με τρίτη χώρα.

    155

    Το Συμβούλιο προσθέτει, αφενός, ότι η αναιρεσείουσα βάλλει κατά της επίδικης οδηγίας στο σύνολό της, με αποτέλεσμα η προσφυγή της να μην περιορίζεται στο κύρος των προϋποθέσεων παρέκκλισης που προβλέπονται από το άρθρο 49α της οδηγίας 2009/73, το οποίο προστέθηκε με την επίδικη οδηγία. Αφετέρου, κατά το Συμβούλιο, οι αποφάσεις της 13ης Μαρτίου 2008, Επιτροπή κατά Infront WM (C‑125/06 P, EU:C:2008:159), και της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Stichting Woonpunt κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑132/12 P, EU:C:2014:100), τις οποίες επικαλείται η αναιρεσείουσα, δεν ασκούν επιρροή εν προκειμένω, καθόσον αφορούν επιχειρηματίες που είχαν αποκτήσει προηγουμένως δικαίωμα το οποίο τους εξατομίκευε σε σχέση με κάθε άλλον επιχειρηματία.

    156

    Υπενθυμίζεται συναφώς ότι πρόσωπα άλλα από τους αποδέκτες αποφάσεως δεν μπορούν να ισχυριστούν ότι η απόφαση τα αφορά ατομικά, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, παρά μόνον αν η απόφαση αυτή τα θίγει λόγω ορισμένων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους ή λόγω μιας πραγματικής καταστάσεως η οποία τα διακρίνει έναντι κάθε άλλου προσώπου και, ως εκ τούτου, τα εξατομικεύει κατά τρόπον ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη τέτοιας αποφάσεως (αποφάσεις της 15ης Ιουλίου 1963, Plaumann κατά Επιτροπής, 25/62, EU:C:1963:17, σ. 942, και της 13ης Μαρτίου 2018, European Union Copper Task Force κατά Επιτροπής, C‑384/16 P, EU:C:2018:176, σκέψη 93).

    157

    Στο πλαίσιο αυτό, κατά πάγια νομολογία, η δυνατότητα προσδιορισμού, με μεγαλύτερη ή μικρότερη ακρίβεια, του αριθμού ή ακόμη και της ταυτότητας των υποκειμένων δικαίου στην περίπτωση των οποίων έχει εφαρμογή ένα μέτρο ουδόλως συνεπάγεται ότι πρέπει να γίνει δεκτό ότι το εν λόγω μέτρο αφορά ατομικά τα ως άνω υποκείμενα δικαίου, εφόσον η εφαρμογή αυτή στηρίζεται σε αντικειμενική νομική ή πραγματική κατάσταση που ορίζεται από την οικεία πράξη (απόφαση της 13ης Μαρτίου 2018, European Union Copper Task Force κατά Επιτροπής, C‑384/16 P, EU:C:2018:176, σκέψη 94 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    158

    Εντούτοις, από πάγια νομολογία προκύπτει επίσης ότι όταν μια πράξη επηρεάζει μια ομάδα προσώπων που ήταν προσδιορισμένα ή που μπορούσαν να προσδιοριστούν κατά τον χρόνο εκδόσεως της πράξεως αυτής και βάσει κριτηρίων συνδεόμενων ειδικά με τα μέλη της εν λόγω ομάδας, η πράξη αυτή μπορεί να αφορά ατομικά τα εν λόγω πρόσωπα καθόσον αυτά αποτελούν τμήμα ενός περιορισμένου κύκλου επιχειρηματιών (πρβλ. απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Stichting Woonpunt κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑132/12 P, EU:C:2014:100, σκέψη 59).

    159

    Στην προκειμένη περίπτωση, είναι αληθές ότι η επίδικη οδηγία είναι διατυπωμένη με γενικούς όρους και έχει εφαρμογή αδιακρίτως σε όλους τους επιχειρηματίες που εκμεταλλεύονται αγωγούς μεταφοράς φυσικού αερίου μεταξύ ενός κράτους μέλους και μιας τρίτης χώρας, υποβάλλοντας τους επιχειρηματίες αυτούς στις προβλεπόμενες από την οδηγία 2009/73 υποχρεώσεις. Το γεγονός ότι ο αριθμός των εν λόγω επιχειρηματιών είναι περιορισμένος δεν καταδεικνύει, στο πλαίσιο αυτό, ότι η επίδικη οδηγία τους αφορά ατομικά, καθώς εξηγείται όχι από τη φύση των έννομων αποτελεσμάτων που παράγει η επίδικη οδηγία, αλλά από τα χαρακτηριστικά της οικείας αγοράς.

    160

    Εντούτοις, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 104 της παρούσας απόφασης, στην αναιρεσείουσα δεν μπορούσε να χορηγηθεί εξαίρεση ή παρέκκλιση ούτε βάσει του άρθρου 36 ούτε βάσει του άρθρου 49α της οδηγίας 2009/73.

    161

    Στο πλαίσιο αυτό, διαπιστώνεται ότι, τόσο μεταξύ των υφιστάμενων αγωγών διασύνδεσης όσο και μεταξύ των προς κατασκευή αγωγών διασύνδεσης, ο αγωγός φυσικού αερίου Nord Stream 2 είναι ο μόνος που βρίσκεται, και μπορεί να βρίσκεται, σε τέτοια κατάσταση, στο μέτρο που οι φορείς εκμετάλλευσης όλων των άλλων αγωγών διασύνδεσης που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2009/73 είτε είχαν είτε θα έχουν τη δυνατότητα να τους χορηγηθεί εξαίρεση ή παρέκκλιση βάσει μιας από τις διατάξεις της οδηγίας που αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη, όπως υποστηρίζει η αναιρεσείουσα χωρίς να αντικρουστεί.

    162

    Επομένως, αφότου τέθηκε σε ισχύ η επίδικη οδηγία, ο συνδυασμός, αφενός, της επέκτασης του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 2009/73 στους αγωγούς διασύνδεσης μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 2, σημείο 17, της οδηγίας αυτής, και, αφετέρου, της διαμόρφωσης των προϋποθέσεων εξαίρεσης και παρέκκλισης που προβλέπονται στα άρθρα 36 και 49α της εν λόγω οδηγίας παρήγαγε αποτελέσματα επί της νομικής καταστάσεως της αναιρεσείουσας ικανά να την εξατομικεύσουν κατά τρόπον ανάλογο προς εκείνον του αποδέκτη μιας απόφασης.

    163

    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι προϋποθέσεις εξαίρεσης και παρέκκλισης που απορρέουν από τα άρθρα 36 και 49α της οδηγίας 2009/73, όπως τροποποιήθηκαν και προστέθηκαν αντιστοίχως στην επίδικη οδηγία, αφορούν ατομικά την αναιρεσείουσα.

    164

    Δεύτερον, από τις εκτιμήσεις που περιλαμβάνονται στις σκέψεις 61 έως 81 και 94 έως 115 της παρούσας απόφασης προκύπτει ότι οι διατάξεις αυτές αφορούν και άμεσα την αναιρεσείουσα.

    165

    Τρίτον, επισημαίνεται ότι οι εν λόγω διατάξεις μπορούν να αποσυνδεθούν από τις λοιπές διατάξεις της οδηγίας 2009/73, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την επίδικη οδηγία.

    166

    Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι η προσφυγή ακυρώσεως που άσκησε η αναιρεσείουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου πρέπει να κριθεί παραδεκτή εντός των ορίων που αναφέρονται στη σκέψη 163 της παρούσας απόφασης.

    167

    Η υπόθεση αναπέμπεται ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί της ουσίας της προσφυγής ακυρώσεως.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    168

    Δεδομένης της αναπομπής της υπόθεσης στο Γενικό Δικαστήριο, το Δικαστήριο επιφυλάσσεται ως προς τα σχετικά με την παρούσα διαδικασία δικαστικά έξοδα.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφασίζει:

     

    1)

    Αναιρεί το σημείο 1 του διατακτικού της διάταξης του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 20ής Μαΐου 2020, Nord Stream 2 κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (T‑526/19, EU:T:2020:210), κατά το μέρος που αφορά τη σύσταση προς το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εξέδωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις 9 Ιουνίου 2017 εν όψει της έκδοσης απόφασης για την έγκριση της έναρξης διαπραγματεύσεων σχετικά με διεθνή συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ρωσικής Ομοσπονδίας για την εκμετάλλευση του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2 (παράρτημα A 14), καθώς και τα σημεία 3 και 4 του διατακτικού της διάταξης αυτής.

     

    2)

    Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως κατά τα λοιπά.

     

    3)

    Κρίνει παραδεκτή την προσφυγή ακυρώσεως της Nord Stream 2 AG κατά της οδηγίας (ΕΕ) 2019/692 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Απριλίου 2019, για την τροποποίηση της οδηγίας 2009/73/ΕΚ σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου, κατά το μέρος που βάλλει κατά των διατάξεων των άρθρων 36 και 49α της οδηγίας 2009/73/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου και την κατάργηση της οδηγίας 2003/55/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκαν και προστέθηκαν σε αυτήν, αντίστοιχα, από την οδηγία 2019/692.

     

    4)

    Αναπέμπει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί της ουσίας της διαλαμβανόμενης στο σημείο 3 του παρόντος διατακτικού προσφυγής ακυρώσεως.

     

    5)

    Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

    Top