Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62020CJ0347

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 27ης Ιανουαρίου 2022.
    SIA «Zinātnes parks» κατά Finanšu ministrija.
    Αίτηση του Administratīvā rajona tiesa για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή – Διαρθρωτικά ταμεία – Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ) – Κανονισμός (ΕΕ) 1303/2013 – Πρόγραμμα συγχρηματοδότησης – Κρατικές ενισχύσεις – Κανονισμός (ΕΕ) 651/2014 – Πεδίο εφαρμογής – Όρια – Έννοιες του “εγγεγραμμένου κεφαλαίου” και της “προβληματικής επιχείρησης” – Αποκλεισμός προβληματικών επιχειρήσεων από τη στήριξη του ΕΤΠΑ – Ρυθμίσεις σχετικά με τον χρόνο κατά τον οποίο αρχίζει να παράγει αποτελέσματα η αύξηση του εγγεγραμμένου κεφαλαίου – Ημερομηνία προσκόμισης των αποδεικτικών στοιχείων που αφορούν την αύξηση αυτή – Αρχές της απαγόρευσης των διακρίσεων και της διαφάνειας.
    Υπόθεση C-347/20.

    Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2022:59

     ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

    της 27ης Ιανουαρίου 2022 ( *1 )

    «Προδικαστική παραπομπή – Διαρθρωτικά ταμεία – Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ) – Κανονισμός (ΕΕ) 1303/2013 – Πρόγραμμα συγχρηματοδότησης – Κρατικές ενισχύσεις – Κανονισμός (ΕΕ) 651/2014 – Πεδίο εφαρμογής – Όρια – Έννοιες του “εγγεγραμμένου κεφαλαίου” και της “προβληματικής επιχείρησης” – Αποκλεισμός προβληματικών επιχειρήσεων από τη στήριξη του ΕΤΠΑ – Ρυθμίσεις σχετικά με τον χρόνο κατά τον οποίο αρχίζει να παράγει αποτελέσματα η αύξηση του εγγεγραμμένου κεφαλαίου – Ημερομηνία προσκόμισης των αποδεικτικών στοιχείων που αφορούν την αύξηση αυτή – Αρχές της απαγόρευσης των διακρίσεων και της διαφάνειας»

    Στην υπόθεση C‑347/20,

    με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Administratīvā rajona tiesa (διοικητικό πρωτοδικείο, Λεττονία) με απόφαση της 15ης Ιουλίου 2020, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 28 Ιουλίου 2020, στο πλαίσιο της δίκης

    «SIA Zinātnes parks»

    κατά

    Finanšu ministrija,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους E. Regan (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, Κ. Λυκούργο, πρόεδρο του τέταρτου τμήματος, I. Jarukaitis, M. Ilešič και A. Kumin, δικαστές,

    γενική εισαγγελέας: J. Kokott

    γραμματέας: C. Di Bella, διοικητικός υπάλληλος,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 14ης Ιουλίου 2021,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    η SIA «Zinātnes parks», εκπροσωπούμενη από την I. Duka, advokāte,

    η Λεττονική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τις K. Pommere και V. Soņeca και στη συνέχεια από τις K. Pommere και J. Davidoviča,

    η Ιρλανδία, εκπροσωπούμενη από τις M. Browne, J. Quaney και M. Lane και τον A. Joyce, επικουρούμενους από τον D. Fennelly, BL,

    η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους A. Μπουχάγιαρ και J. Hradil και την L. Ozola,

    αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2021,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 125, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, σημείο ii, του κανονισμού (ΕΕ) 1303/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, περί καθορισμού κοινών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, το Ταμείο Συνοχής, το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας και περί καθορισμού γενικών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, το Ταμείο Συνοχής και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1083/2006 (ΕΕ 2013, L 347, σ. 320), καθώς και του άρθρου 2, σημείο 18, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 651/2014 της Επιτροπής, της 17ης Ιουνίου 2014, για την κήρυξη ορισμένων κατηγοριών ενισχύσεων ως συμβατών με την εσωτερική αγορά κατ’ εφαρμογή των άρθρων 107 και 108 [ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2014, L 187, σ. 1).

    2

    Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της SIA «Zinātnes parks» και του Finanšu ministrija (Υπουργείου Οικονομικών, Λεττονία) σχετικά με απόφαση του δεύτερου, της 4ης Νοεμβρίου 2019, με την οποία απορρίφθηκε το σχέδιο έργου που είχε υποβάλει η πρώτη στο πλαίσιο προγράμματος συγχρηματοδότησης του Ευρωπαϊκού Ταμείου Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ) (στο εξής: απορριπτική απόφαση).

    Το νομικό πλαίσιο

    Το δίκαιο της Ένωσης

    Ο κανονισμός (ΕΕ) 1301/2013

    3

    Η αιτιολογική σκέψη 1 του κανονισμού (ΕΕ) 1301/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, σχετικά με το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης και για τη θέσπιση ειδικών διατάξεων σχετικά με τον στόχο «Επενδύσεις στην ανάπτυξη και την απασχόληση» και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1080/2006 (ΕΕ 2013, L 347, σ. 289), έχει ως εξής:

    «Το άρθρο 176 [ΣΛΕΕ] προβλέπει ότι το [ΕΤΠΑ] συμβάλλει στη διόρθωση των κυριότερων περιφερειακών ανισοτήτων στην Ένωση. […]»

    4

    Το άρθρο 3 του κανονισμού αυτού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής της συνδρομής του ΕΤΠΑ», ορίζει στην παράγραφο 3 τα εξής:

    «Το ΕΤΠΑ δεν στηρίζει:

    […]

    δ)

    επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν δυσχέρειες, κατά την έννοια των ενωσιακών κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις·

    […]».

    Ο κανονισμός 1303/2013

    5

    Ο κανονισμός 1303/2013 θεσπίζει τους κοινούς κανόνες και τις γενικές διατάξεις που εφαρμόζονται στο ΕΤΠΑ, στο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, στο Ταμείο Συνοχής, στο Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης και στο Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας, τα οποία, στο σύνολό τους, καλούνται ευρωπαϊκά διαρθρωτικά και επενδυτικά ταμεία (στο εξής: ΕΔΕΤ).

    6

    Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4, παράγραφος 7, του κανονισμού αυτού, κατ’ αρχήν, το μερίδιο του προϋπολογισμού της Ένωσης που διατίθεται στα ΕΔΕΤ εκτελείται εντός του πλαισίου της επιμερισμένης διαχείρισης μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής.

    7

    Το άρθρο 26, παράγραφοι 1 και 2, του εν λόγω κανονισμού έχει ως εξής:

    «1.   Τα ΕΔΕΤ υλοποιούνται μέσω προγραμμάτων, σύμφωνα με το σύμφωνο εταιρικής σχέσης. Κάθε πρόγραμμα καλύπτει την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2014 έως την 31η Δεκεμβρίου 2020.

    2.   Τα προγράμματα καταρτίζονται από τα κράτη μέλη ή από την αρχή που ορίζεται από αυτά, σε συνεργασία με τους εταίρους, όπως αναφέρεται στο άρθρο 5. Τα κράτη μέλη καταρτίζουν τα προγράμματα ακολουθώντας διαδικασίες που είναι διαφανείς στο κοινό, και σύμφωνα με το θεσμικό και νομικό τους πλαίσιο.»

    8

    Το άρθρο 123 του ίδιου κανονισμού επιβάλλει σε κάθε κράτος μέλος την υποχρέωση να ορίζει, για κάθε επιχειρησιακό πρόγραμμα, μια διαχειριστική αρχή, μια αρχή πιστοποίησης και μια αρχή ελέγχου.

    9

    Το άρθρο 125 του κανονισμού 1303/2013 ορίζει τα καθήκοντα της διαχειριστικής αρχής. Κατά την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, η εν λόγω αρχή είναι υπεύθυνη για τη διαχείριση του επιχειρησιακού προγράμματος σύμφωνα με την αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης.

    10

    Όσον αφορά την επιλογή των πράξεων, το άρθρο 125, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού προβλέπει ότι η διαχειριστική αρχή:

    «α)

    συντάσσει και, μετά την έγκρισή τους, εφαρμόζει τις κατάλληλες διαδικασίες και κριτήρια επιλογής που:

    i)

    διασφαλίζουν τη συμβολή των πράξεων στην επίτευξη των ειδικών στόχων και των αποτελεσμάτων της σχετικής προτεραιότητας·

    ii)

    δεν συνιστούν διακριτική μεταχείριση και είναι διαφανή·

    iii)

    τηρούν τις γενικές αρχές που ορίζονται στα άρθρα 7 και 8·

    […]

    δ)

    εξασφαλίζει ότι ο δικαιούχος διαθέτει τη διοικητική, χρηματοοικονομική και επιχειρησιακή ικανότητα να τηρήσει τους όρους που αναφέρονται στο στοιχείο γ) πριν από την έγκριση της πράξης·

    […]».

    Ο κανονισμός 651/2014

    11

    Η αιτιολογική σκέψη 14 του κανονισμού 651/2014 έχει ως εξής:

    «Οι ενισχύσεις που χορηγούνται σε προβληματικές επιχειρήσεις θα πρέπει να εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, δεδομένου ότι οι ενισχύσεις αυτές θα πρέπει να αξιολογούνται με βάση τις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων της 1ης Οκτωβρίου 2004 [(ΕΕ 2004, C 244, σ. 2)], η ισχύς των οποίων παρατάθηκε με την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την παράταση της εφαρμογής των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων, της 1ης Οκτωβρίου 2004 [(ΕΕ 2012, C 296, σ. 3)], ή τις κατευθυντήριες γραμμές που θα τις διαδεχθούν, ούτως ώστε να αποφεύγεται η καταστρατήγησή τους, με εξαίρεση τα καθεστώτα ενισχύσεων που αποσκοπούν στην επανόρθωση ζημιών που προκαλούνται από ορισμένες θεομηνίες. Για λόγους ασφάλειας δικαίου, κρίνεται σκόπιμο να θεσπιστούν σαφή κριτήρια που δεν απαιτούν αξιολόγηση του συνόλου των ιδιαιτεροτήτων της κατάστασης μιας επιχείρησης προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον μια επιχείρηση θεωρείται προβληματική για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού.»

    12

    Το άρθρο 1, παράγραφος 4, του κανονισμού αυτού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», ορίζει τα εξής:

    «Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται:

    […]

    γ)

    στις ενισχύσεις για προβληματικές επιχειρήσεις, με εξαίρεση τα καθεστώτα ενισχύσεων για την επανόρθωση ζημιών που προκαλούνται από ορισμένες θεομηνίες.»

    13

    Το άρθρο 2 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο τιτλοφορείται «Ορισμοί», έχει ως εξής:

    «Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

    […]

    18)

    “προβληματική επιχείρηση”: η επιχείρηση για την οποία συντρέχει τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)

    εάν πρόκειται για εταιρεία περιορισμένης ευθύνης […], όταν έχει απολεσθεί πάνω από το ήμισυ του εγγεγραμμένου της κεφαλαίου λόγω συσσωρευμένων ζημιών. Αυτό ισχύει όταν από την αφαίρεση των συσσωρευμένων ζημιών από τα αποθεματικά (και όλα τα άλλα στοιχεία που θεωρούνται εν γένει ως μέρος των ιδίων κεφαλαίων της εταιρείας) προκύπτει αρνητικό σωρευτικό ποσό που υπερβαίνει το ήμισυ του εγγεγραμμένου κεφαλαίου. Για την εφαρμογή της παρούσας διάταξης, ο όρος “εταιρεία περιορισμένης ευθύνης” παραπέμπει ειδικότερα στα είδη εταιρειών που αναφέρονται στο παράρτημα I της οδηγίας 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου[, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών, την τροποποίηση της οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2013, L 182, σ. 19),] και ο όρος “κεφάλαιο” περιλαμβάνει, ενδεχομένως, και κάθε διαφορά από έκδοση υπέρ το άρτιο·

    […]

    γ)

    εάν πρόκειται για εταιρεία που υπάγεται σε συλλογική πτωχευτική διαδικασία ή πληροί τις προϋποθέσεις του εθνικού δικαίου που τη διέπει όσον αφορά την υπαγωγή της σε συλλογική πτωχευτική διαδικασία μετά από αίτημα των πιστωτών της·

    […]».

    Η οδηγία (ΕΕ) 2017/1132

    14

    Κατά τις αιτιολογικές σκέψεις 7 και 8 της οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, σχετικά με ορισμένες πτυχές του εταιρικού δίκαιου (ΕΕ 2017, L 169, σ. 46):

    «(7)

    Ο συντονισμός των εθνικών διατάξεων που αφορούν τη δημοσιότητα, την ισχύ των υποχρεώσεων και την ακυρότητα των μετοχικών εταιρειών και των εταιρειών περιορισμένης ευθύνης έχει ιδιάζουσα σημασία, κυρίως προκειμένου να εξασφαλίζεται η προστασία των συμφερόντων των τρίτων.

    (8)

    Η δημοσιότητα θα πρέπει να επιτρέπει στους τρίτους να γνωρίζουν τις ουσιώδεις καταστατικές πράξεις μιας εταιρείας καθώς και ορισμένα στοιχεία που την αφορούν, ιδίως δε τα ατομικά στοιχεία των προσώπων που έχουν εξουσία να τη δεσμεύουν.»

    15

    Το άρθρο 4 της οδηγίας αυτής, το οποίο τιτλοφορείται «Απαιτούμενες πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στο καταστατικό ή στη συστατική πράξη ή σε χωριστό έγγραφο», προβλέπει τα εξής:

    «Οι κατωτέρω τουλάχιστον ενδείξεις περιέχονται είτε στο καταστατικό είτε στη συστατική πράξη είτε σε χωριστό έγγραφο, το οποίο δημοσιεύεται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται από τη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους κατά το άρθρο 16:

    […]

    β)

    η ονομαστική αξία των μετοχών που αναλήφθηκαν και, τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο, ο αριθμός των μετοχών αυτών·

    […]

    ζ)

    το ύψος του καλυφθέντος κεφαλαίου, που καταβλήθηκε κατά τον χρόνο της σύστασης της εταιρείας ή κατά τον χρόνο της χορήγησης της έγκρισης για την έγκριση της δραστηριότητός της».

    16

    Το άρθρο 14 της ίδιας οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πράξεις και στοιχεία που πρέπει να δημοσιεύονται από τις εταιρείες», ορίζει τα εξής:

    «Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε η υποχρέωση δημοσιότητας των εταιρειών να περιλαμβάνει τουλάχιστον τις ακόλουθες πράξεις και στοιχεία:

    α)

    την ιδρυτική πράξη και το καταστατικό εφόσον αυτό αποτελεί αντικείμενο ιδιαιτέρας πράξεως·

    β)

    τις τροποποιήσεις των αναφερόμενων στο στοιχείο α) πράξεων, συμπεριλαμβανομένης και της παράτασης της διάρκειας της εταιρείας·

    […]

    ε)

    τουλάχιστον κατ’ έτος, το ύψος του καλυφθέντος κεφαλαίου εφόσον η ιδρυτική πράξη ή το καταστατικό αναφέρονται σε εγκεκριμένο κεφάλαιο, εκτός αν κάθε αύξηση του καλυφθέντος κεφαλαίου συνεπάγεται τροποποίηση του καταστατικού·

    […]».

    17

    Το άρθρο 16 της οδηγίας 2017/1132, το οποίο τιτλοφορείται «Δημοσιότητα στο μητρώο», προβλέπει, στις παραγράφους 3 και 5 έως 7, τα εξής:

    «3.   Όλες οι πράξεις και τα λοιπά στοιχεία που απαιτείται να υπόκεινται σε δημοσιότητα δυνάμει του άρθρου 14 τηρούνται στον φάκελο ή καταχωρίζονται στο μητρώο· το αντικείμενο των καταχωρίσεων στο μητρώο εμφανίζεται σε κάθε περίπτωση στο φάκελο.

    […]

    5.   Η δημοσιότητα των αναφερομένων στην παράγραφο 3 πράξεων και στοιχείων εξασφαλίζεται με τη δημοσίευση στο οριζόμενο από το κράτος μέλος εθνικό δελτίο υπό μορφή είτε ολικής ή μερικής αναδημοσιεύσεως, είτε αναγραφής μνείας που παραπέμπει στην κατάθεση του εγγράφου στον φάκελο ή στην καταχώρισή του στο μητρώο. Το οριζόμενο προς το σκοπό αυτό εθνικό δελτίο δύναται να τηρείται σε ηλεκτρονική μορφή.

    […]

    6.   Οι πράξεις και τα στοιχεία αντιτάσσονται κατά τρίτων από την εταιρεία μόνον εφόσον έχουν δοθεί στη δημοσιότητα βάσει της παραγράφου 5, εκτός αν η εταιρεία αποδείξει ότι οι εν λόγω τρίτοι είχαν γνώση αυτών.

    Εντούτοις, για τις ενέργειες που συντελούνται πριν από τη δέκατη έκτη ημέρα που ακολουθεί την εν λόγω δημοσιοποίηση, οι εν λόγω πράξεις και στοιχεία δεν αντιτάσσονται κατά τρίτων που είναι σε θέση να αποδείξουν ότι δεν ήταν δυνατό να έχουν γνώση αυτών.

    7.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την αποφυγή κάθε ασυμφωνίας μεταξύ του κειμένου που δόθηκε στη δημοσιότητα βάσει της παραγράφου 5 και του περιλαμβανομένου στο μητρώο ή στον φάκελο του κειμένου.

    Εντούτοις, σε περίπτωση ασυμφωνίας, το κείμενο που δίδεται στη δημοσιότητα βάσει της παραγράφου 5 δεν δύναται να αντιταχθεί κατά τρίτων· οι τρίτοι δύνανται, ωστόσο, να το επικαλεσθούν εκτός εάν η εταιρεία αποδείξει ότι οι τρίτοι είχαν γνώση του κειμένου που κατατέθηκε στον φάκελο ή καταχωρίσθηκε στο μητρώο.

    Οι τρίτοι δύνανται επίσης να επικαλούνται σε κάθε περίπτωση πράξεις και στοιχεία για τα οποία δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί οι διατυπώσεις δημοσιότητας, εκτός αν η έλλειψη δημοσιότητας καθιστά τις πράξεις και τα στοιχεία ανίσχυρα.»

    18

    Κατά το παράρτημα II της οδηγίας αυτής, οι σχετικές μορφές εταιριών για τη Λεττονία περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τη sabiedrība ar ierobežotu atbildību (εταιρία περιορισμένης ευθύνης), η οποία είναι η νομική μορφή που έχει η προσφεύγουσα της κύριας δίκης.

    Το λεττονικό δίκαιο

    Ο νόμος περί διαχείρισης των ταμείων

    19

    Οι ενισχύσεις με πόρους της Ένωσης στη Λεττονία διέπονται από τον Eiropas Savienības struktūrfondu un Kohēzijas fonda 2014.-2020. gada plānošanas perioda vadības likums (νόμο περί διαχείρισης των διαρθρωτικών ταμείων και του Ταμείου Συνοχής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την περίοδο προγραμματισμού 2014-2020) (στο εξής: νόμος περί διαχείρισης των ταμείων). Το άρθρο 21 του νόμου αυτού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Επιλογή των σχεδίων έργων», προβλέπει τα εξής:

    «1.   Η επιλογή των σχεδίων έργων είναι:

    1)

    δημόσια, όταν μεταξύ των υποψηφίων επικρατούν ίσοι όροι ανταγωνισμού για την έγκριση των σχεδίων έργων και τη χορήγηση χρηματοδότησης από ταμείο της Ευρωπαϊκής Ένωσης· […]

    […]

    2.   Η αρχή που ενεργεί ως σύνδεσμος επιλέγει τα σχέδια έργων βάσει των μεθόδων επιλογής και της κανονιστικής απόφασης σχετικά με την επιλογή των σχεδίων έργων. Η κανονιστική απόφαση σχετικά με την επιλογή των σχεδίων έργων καταρτίζεται και εγκρίνεται από την αρχή που ενεργεί ως σύνδεσμος, με τη σύμφωνη γνώμη της αρμόδιας αρχής και της διαχειριστικής αρχής.

    […]

    5.   Οι υποψήφιοι καταρτίζουν και υποβάλλουν τα σχέδια έργων τους κατά τα προβλεπόμενα στην κανονιστική απόφαση σχετικά με την επιλογή των σχεδίων έργων.

    […]»

    20

    Το άρθρο 25 του νόμου περί διαχείρισης των ταμείων, το οποίο επιγράφεται «Έγκριση, υπό όρους έγκριση ή απόρριψη σχεδίων έργων σε δημόσιες προσκλήσεις επιλογής σχεδίων έργων», ορίζει, στις παραγράφους 3 και 4, τα εξής:

    «3.   Εκδίδεται απόφαση απόρριψης του σχεδίου έργου εάν συντρέχει τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες περιστάσεις:

    […]

    2)

    το σχέδιο έργου δεν πληροί τα κριτήρια αξιολόγησης και η θεραπεία των ελαττωμάτων που μνημονεύεται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου μεταβάλλει το σχέδιο έργου επί της ουσίας.

    […]

    4.   Εκδίδεται απόφαση έγκρισης υπό όρους του σχεδίου έργου εάν ο υποψήφιος υποχρεούται να προβεί σε συγκεκριμένες ενέργειες τις οποίες προσδιορίζει η αρχή που ενεργεί ως σύνδεσμος προκειμένου το σχέδιο έργου να ικανοποιεί, στο σύνολό τους, τα κριτήρια αξιολόγησης και το σχέδιο αυτό να μπορεί να υλοποιηθεί προσηκόντως. Η εν λόγω απόφαση περιλαμβάνει τους αντίστοιχους όρους και η εκπλήρωση αυτών επαληθεύεται με γνώμονα την κανονιστική απόφαση σχετικά με την επιλογή των σχεδίων έργων. Εάν οποιοσδήποτε από τους όρους που προβλέπονται στην εν λόγω απόφαση δεν εκπληρωθεί ή δεν εκπληρωθεί εντός της τασσόμενης στην απόφαση προθεσμίας, το σχέδιο έργου λογίζεται απορριφθέν.»

    21

    Το άρθρο 30 του νόμου αυτού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διευκρινίσεις επί των σχεδίων έργων», ορίζει τα εξής:

    «Στο διάστημα από την υποβολή των σχεδίων έργων έως την έκδοση της απόφασης έγκρισης, υπό όρους έγκρισης ή απόρριψης, δεν επιτρέπεται η παροχή διευκρινίσεων επί των σχεδίων έργων.»

    Το εκτελεστικό διάταγμα

    22

    Το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης μέτρο ενίσχυσης διέπεται από τους κανόνες του Ministru kabineta noteikumi Nr. 612 «Darbības programmas “Izaugsme un nodarbinātība” 3.1.1. specifiskā atbalsta mērķa “Sekmēt MVK izveidi un attīstību, īpaši apstrādes rūpniecībā un RIS3 prioritārajās nozarēs” 3.1.1.5. pasākuma “Atbalsts ieguldījumiem ražošanas telpu un infrastruktūras izveidei vai rekonstrukcijai” otrās projektu iesniegumu atlases kārtas īstenošanas noteikumi» (διατάγματος 612 του υπουργικού συμβουλίου, περί κανόνων υλοποίησης του δεύτερου σταδίου της επιλογής σχεδίων έργων για το επιχειρησιακό πρόγραμμα «Ανάπτυξη και Απασχόληση», ειδικός στόχος 3.1.1 «Συμβολή στη σύσταση και στην ανάπτυξη ΜΜΕ, ιδίως στον κλάδο της μεταποίησης και στους τομείς προτεραιότητας για τις περιφερειακές στρατηγικές καινοτομίας για την έξυπνη εξειδίκευση (RIS3)», μέτρο 3.1.1.5 «Επενδυτική ενίσχυση για τη στήριξη της κατασκευής ή της ανακατασκευής εγκαταστάσεων και υποδομών παραγωγής»), της 25ης Σεπτεμβρίου 2018 (Latvijas Vēstnesis, 2018, αριθ. 101, στο εξής: εκτελεστικό διάταγμα). Το άρθρο 7 του εκτελεστικού αυτού διατάγματος έχει ως εξής:

    «Το δεύτερο στάδιο της επιλογής σχεδίων έργων στο πλαίσιο του μέτρου υλοποιείται μέσω δημόσιας πρόσκλησης υποβολής σχεδίων.»

    23

    Κατά το άρθρο 15 του εν λόγω εκτελεστικού διατάγματος:

    «Το σχέδιο έργου δεν επιλέγεται για χρηματοδότηση όταν:

    […]

    15.3. ο υποψήφιος είναι προβληματική επιχείρηση, βάσει του άρθρου 2, σημείο 18, του κανονισμού 651/2014 της Επιτροπής·

    […]».

    Η κανονιστική απόφαση σχετικά με την επιλογή των σχεδίων έργων

    24

    Οι πρακτικές πτυχές της επιλογής των σχεδίων διέπονται από την κανονιστική απόφαση σχετικά με την επιλογή των σχεδίων έργων, την οποία συνέταξε η Centrālā finanšu un līgumu aģentūra (κεντρική υπηρεσία χρηματοδοτήσεων και συμβάσεων) (στο εξής: αρμόδια εθνική υπηρεσία), καθώς και τα παραρτήματά της.

    25

    Το τμήμα II, παράγραφος 6, του παραρτήματος 5 της κανονιστικής αυτής απόφασης, το οποίο φέρει τον τίτλο «Μέθοδοι εφαρμογής των κριτηρίων αξιολόγησης των σχεδίων έργων», προβλέπει τα εξής:

    «Όταν ο υποψήφιος δεν είναι προβληματικός οικονομικός φορέας η αξιολόγηση είναι “θετική άνευ όρων”. Ο χαρακτηρισμός επιχείρησης ως προβληματικής κατά την έκδοση της απόφασης χορήγησης της ενίσχυσης πρέπει να βασίζεται σε επαληθεύσιμα και αξιόπιστα στοιχεία σχετικά με τον υποψήφιο και τις επιχειρήσεις που συνδέονται με αυτόν:

    a)

    Επαληθεύονται οι πληροφορίες οι οποίες περιέχονται στην πιο πρόσφατη δημοσιευμένη οριστική ετήσια έκθεση.

    b)

    Εάν υποβάλλεται ενδιάμεση επιχειρησιακή έκθεση εγκριθείσα από ορκωτό ελεγκτή, προκειμένου να καθοριστεί αν η επιχείρηση είναι προβληματική χρησιμοποιούνται τα στοιχεία που περιέχονται στην εν λόγω έκθεση.

    c)

    Εάν ο υποψήφιος παραπέμπει σε δημοσιευμένες (επαληθεύσιμες) πληροφορίες και σε αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου μεταγενέστερη της πιο πρόσφατης οριστικής ετήσιας έκθεσης, οι πληροφορίες αυτές, οι οποίες υποβάλλονται μαζί με ενδιάμεση επιχειρησιακή έκθεση εγκριθείσα από ορκωτό ελεγκτή, λαμβάνονται υπόψη.

    […]

    Η αξιολόγηση είναι “θετική υπό όρους” όταν οι υποβληθείσες πληροφορίες είναι ελλιπείς ή δεν είναι αρκούντως συγκεκριμένες. Ο υποψήφιος καλείται να παράσχει διευκρινίσεις σχετικά με τις υποβληθείσες πληροφορίες. Οι διευκρινίσεις αφορούν μόνον τεχνικά και αριθμητικά ζητήματα ή ζητήματα διατυπώσεως. […]»

    Ο εμπορικός κώδικας

    26

    Το άρθρο 12 του Komerclikums (εμπορικού κώδικα), το οποίο φέρει τον τίτλο «Δημοσιότητα μέσω του μητρώου», ορίζει τα εξής:

    «1.   Οι καταχωρίσεις στο Εμπορικό Μητρώο παράγουν αποτελέσματα έναντι τρίτων από τη δημοσίευσή τους. […]

    2.   Όταν οι πληροφορίες οι οποίες πρέπει να καταχωριστούν στο Εμπορικό Μητρώο δεν έχουν καταχωριστεί, ή έχουν μεν καταχωριστεί, πλην όμως δεν έχουν δημοσιευθεί, οι εν λόγω πληροφορίες δεν αντιτάσσονται σε τρίτο από το πρόσωπο υπέρ του οποίου έπρεπε να καταχωριστούν, εκτός εάν οι εν λόγω τρίτοι γνωρίζουν ήδη τις πληροφορίες αυτές.

    […]»

    27

    Το άρθρο 196 του εμπορικού κώδικα, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αποφάσεις περί μεταβολής του εταιρικού κεφαλαίου», ορίζει τα εξής:

    «1.   Αύξηση ή μείωση του εταιρικού κεφαλαίου επιτρέπεται μόνο με απόφαση της συνέλευσης των εταίρων στην οποία καθορίζονται οι λεπτομέρειες της εν λόγω αύξησης ή μείωσης.

    […]

    3.   Σε περίπτωση απόφασης περί μεταβολής του εταιρικού κεφαλαίου, πρέπει να πραγματοποιηθεί ταυτοχρόνως αντίστοιχη τροποποίηση του καταστατικού.»

    28

    Το άρθρο 202, παράγραφος 3, του κώδικα αυτού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αιτήματα προς το Εμπορικό Μητρώο σχετικά με την αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου», έχει ως εξής:

    «Η αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου λογίζεται πραγματοποιηθείσα κατά την ημερομηνία καταχώρισης στο Εμπορικό Μητρώο του νέου ποσού του κεφαλαίου.»

    Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

    29

    Στο πλαίσιο δημόσιας πρόσκλησης υποβολής σχεδίων έργων για τη χορήγηση χρηματοδότησης δυνάμει του προγράμματος συγχρηματοδότησης του ΕΤΠΑ «Ανάπτυξη και Απασχόληση», η Zinātnes parks, εταιρία περιορισμένης ευθύνης λεττονικού δικαίου, υπέβαλε σχέδιο έργου στην αρμόδια εθνική υπηρεσία στις 30 Απριλίου 2019, ημερομηνία λήξης της προθεσμίας υποβολής των σχεδίων έργων. Η εν λόγω προσφεύγουσα επισύναψε στο σχέδιό της απόφαση της συνέλευσης των εταίρων της της 29ης Απριλίου 2019 σχετικά με την τροποποίηση του καταστατικού της και την αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου της μέσω καταβολής νέου μεριδίου του εταιρικού κεφαλαίου από συγκεκριμένο εταίρο, εντός καθορισμένης προθεσμίας, προσαυξημένου κατά τη διαφορά από έκδοση υπέρ το άρτιο.

    30

    Κατά την περίοδο αξιολόγησης, η εν λόγω προσφεύγουσα ενημέρωσε την αρμόδια εθνική υπηρεσία ότι η αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου είχε καταχωριστεί στο εμπορικό μητρώο στις 24 Ιουλίου 2019 και, σε μεταγενέστερο χρόνο, προσκόμισε, συμπληρωματικώς, ενδιάμεση επιχειρησιακή έκθεση εγκριθείσα από ορκωτό ελεγκτή.

    31

    Με την απορριπτική απόφασή του, το Υπουργείο Οικονομικών απέρριψε το σχέδιο έργου της Zinātnes parks με την αιτιολογία ότι η εταιρία αυτή έπρεπε να θεωρηθεί, κατά την ημερομηνία υποβολής του σχεδίου της, ως «προβληματική επιχείρηση» κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 18, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 651/2014.

    32

    Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του Administratīvā rajona tiesa (διοικητικού πρωτοδικείου, Λεττονία), του αιτούντος δικαστηρίου, το οποίο επισημαίνει ότι οι διάδικοι δεν αμφισβητούν ότι, εάν λαμβάνονταν υπόψη τα στοιχεία που περιέχονται στην τελευταία οικονομική έκθεση της Zinātnes parks, η οποία αντιστοιχεί στο έτος 2018, η εταιρία αυτή θα χαρακτηριζόταν ως «προβληματική επιχείρηση» κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 18, στοιχείο αʹ, του ως άνω κανονισμού. Επίσης, δεν αμφισβητείται ότι, μετά την αύξηση του κεφαλαίου και την καταχώριση των αντίστοιχων τροποποιήσεων στο εμπορικό μητρώο, δεν συνέτρεχε πλέον ως προς την εταιρία το κριτήριο του άρθρου 2, σημείο 18, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 651/2014 προκειμένου αυτή να χαρακτηριστεί ως «προβληματική επιχείρηση». Αντιθέτως, οι διάδικοι διαφωνούν ως προς το κατά πόσον η καταχώριση της προαναφερθείσας αύξησης του κεφαλαίου στο εμπορικό μητρώο και τα αποδεικτικά στοιχεία που πρότεινε η Zinātnes parks κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εξέτασης των σχεδίων έργων έπρεπε να ληφθούν υπόψη από την αρμόδια εθνική υπηρεσία.

    33

    Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες, κατ’ αρχάς, ως προς το αν το Υπουργείο Οικονομικών, εκδίδοντας την απορριπτική απόφαση, ορθώς ερμήνευσε τον όρο «εγγεγραμμένο κεφάλαιο» του άρθρου 2, σημείο 18, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 651/2014, υπό το πρίσμα του όρου «εταιρικό κεφάλαιο» που περιλαμβάνεται στη λεττονική εθνική νομοθεσία, υπό την έννοια ότι καλύπτει μόνον το κεφάλαιο που αποτέλεσε αντικείμενο μέτρου δημοσιότητας, σύμφωνα με τις διαδικασίες που καθορίζονται στο εθνικό δίκαιο.

    34

    Συγκεκριμένα, στη λεττονική έννομη τάξη, βάσει του άρθρου 202, παράγραφος 3, του εμπορικού κώδικα, το εταιρικό κεφάλαιο θεωρείται ότι αυξάνεται κατά την ημερομηνία καταχώρισης του νέου κεφαλαίου στο εμπορικό μητρώο και μόνον από την ημερομηνία αυτή μπορεί η εν λόγω αύξηση να αντιταχθεί σε τρίτους. Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, αφενός, το άρθρο 2, σημείο 18, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 651/2014 δεν περιέχει καμία ρητή αναφορά στο δίκαιο των κρατών μελών όσον αφορά τον ορισμό της έννοιας του «κεφαλαίου». Αφετέρου, η οδηγία 2017/1132 –ιδίως δε τα άρθρα 14 και 16– δεν εξαρτά το ζήτημα του κύρους των αποφάσεων περί αύξησης του κεφαλαίου από κάποια προϋπόθεση, ούτε παρέχει ρητώς στα κράτη μέλη την εξουσία να ρυθμίζουν το ζήτημα αυτό.

    35

    Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται επίσης αν οι απαιτήσεις που προβλέπονται στο πλαίσιο της διαδικασίας επιλογής όσον αφορά τα προς υποβολή έγγραφα και, ιδίως, την ημερομηνία κατά την οποία αυτά πρέπει να προσκομισθούν είναι κρίσιμες για την αξιολόγηση της οικονομικής κατάστασης του υποψηφίου και αν, ενδεχομένως, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας επιλογής μπορούν να διορθωθούν τυχόν ελλείψεις ενός σχεδίου έργου όσον αφορά την απόδειξη της οικονομικής κατάστασης του υποψηφίου. Συγκεκριμένα, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι, σύμφωνα με το άρθρο 125, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, σημείο ii, του κανονισμού 1303/2013, οι διαδικασίες και τα κριτήρια επιλογής πρέπει να είναι διαφανή και να μη συνιστούν διακριτική μεταχείριση.

    36

    Το εν λόγω δικαστήριο εκτιμά ότι, εκ πρώτης όψεως, οι αρχές αυτές αποτελούν τη βάση της αρχής κατά την οποία τα σχέδια έργων δεν μπορούν να διευκρινιστούν ή να συμπληρωθούν μετά την υποβολή τους, αρχής η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 30 του νόμου περί διαχείρισης των ταμείων και αναπτύσσεται στην κανονιστική απόφαση σχετικά με την επιλογή των σχεδίων έργων. Κατά συνέπεια, η αρμόδια εθνική υπηρεσία όφειλε να τηρήσει τα κριτήρια που η ίδια είχε καθορίσει, οπότε ήταν υποχρεωμένη να αποκλείσει από την επιλογή σχεδίων έργων τους υποψηφίους οι οποίοι δεν είχαν επισυνάψει έγγραφο ή γνωστοποιήσει πληροφορία που επιβαλλόταν να παρασχεθεί βάσει των διατάξεων που διέπουν την επιλογή αυτή. Τούτου δοθέντος, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, μολονότι το Δικαστήριο έχει διαπιστώσει, στο πλαίσιο των δημοσίων συμβάσεων, ότι υπάρχει υποχρέωση τήρησης παρόμοιων αρχών και κατά την επιλογή των προσφορών, τέτοια εκτίμηση δεν προκύπτει ρητώς από τη νομολογία του Δικαστηρίου στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων.

    37

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Administratīvā rajona tiesa (διοικητικό πρωτοδικείο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)

    Έχει ο όρος “εγγεγραμμένο κεφάλαιο”, ο οποίος μνημονεύεται στο άρθρο 2, σημείο 18, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 651/2014, σε συνδυασμό με άλλες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης σχετικά με εταιρικές δραστηριότητες, την έννοια ότι, για τον καθορισμό του εγγεγραμμένου κεφαλαίου, πρέπει να λαμβάνονται αποκλειστικά και μόνο υπόψη οι πληροφορίες που δημοσιοποιήθηκαν βάσει των προβλεπόμενων από την εθνική νομοθεσία κάθε κράτους μέλους τύπων, όταν, ως εκ τούτου, οι πληροφορίες αυτές ισχύουν αποκλειστικά και μόνο από τον χρόνο της δημοσιοποίησης αυτής;

    2)

    Κατά την εκτίμηση του όρου “προβληματική επιχείρηση”, ο οποίος χρησιμοποιείται στο άρθρο 2, σημείο 18, του κανονισμού 651/2014, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι απαιτήσεις οι οποίες θεσπίζονται στο πλαίσιο της διαδικασίας επιλογής σχεδίων έργων για χρηματοδότηση από ευρωπαϊκά ταμεία σχετικά με τα έγγραφα τα οποία πρέπει να υποβάλλονται προς απόδειξη της οικονομικής κατάστασης της ενδιαφερόμενης επιχείρησης;

    3)

    Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, συνάδει προς τις αρχές της διαφάνειας και της απαγόρευσης των διακρίσεων, οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 125, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, περίπτωση ii, του [κανονισμού 1303/2013], εθνική νομοθεσία για την επιλογή σχεδίων έργων η οποία δεν επιτρέπει την παροχή διευκρινίσεων επί των σχεδίων έργων μετά την υποβολή τους;»

    Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

    Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

    38

    Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 2, σημείο 18, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 651/2014 έχει την έννοια ότι, προκειμένου να κριθεί αν μια εταιρία είναι «προβληματική» κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ο όρος «εγγεγραμμένο κεφάλαιο» πρέπει να νοηθεί ως αναφερόμενος μόνο στις εισφορές που δημοσιοποιήθηκαν βάσει των διαδικασιών που προβλέπει η εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο έχει συσταθεί η εν λόγω εταιρία.

    39

    Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 3 του κανονισμού 1301/2013 αποκλείει από κάθε στήριξη εκ μέρους του ΕΤΠΑ τις προβληματικές επιχειρήσεις, όπως αυτές ορίζονται από τους κανόνες της Ένωσης περί κρατικών ενισχύσεων.

    40

    Κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης της κύριας δίκης, η έννοια της «προβληματικής επιχείρησης» οριζόταν από τους κανόνες της Ένωσης περί κρατικών ενισχύσεων οι οποίοι περιέχονται στο άρθρο 2, σημείο 18, του κανονισμού 651/2014. Η διάταξη αυτή δεν παραθέτει έναν ενιαίο ορισμό της έννοιας της «προβληματικής επιχείρησης», αλλά καθορίζει διάφορα εναλλακτικά κριτήρια, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται, στο στοιχείο αʹ, το κριτήριο κατά το οποίο μια εταιρία περιορισμένης ευθύνης υφίσταται συσσωρευμένες ζημίες που υπερβαίνουν το ήμισυ του εγγεγραμμένου κεφαλαίου.

    41

    Όσον αφορά, ειδικότερα, την έννοια του «εγγεγραμμένου κεφαλαίου» που χρησιμοποιείται στο άρθρο 2, σημείο 18, του κανονισμού 651/2014, η διάταξη αυτή διευκρινίζει απλώς ότι η εν λόγω έννοια περιλαμβάνει, κατά περίπτωση, και κάθε διαφορά από έκδοση υπέρ το άρτιο. Αντιθέτως, ούτε η διάταξη αυτή ούτε κάποια άλλη διάταξη του κανονισμού ορίζει την ως άνω έννοια ή διευκρινίζει την ημερομηνία κατά την οποία πρέπει να θεωρηθεί ότι αρχίζει να παράγει αποτελέσματα η αύξηση του εν λόγω κεφαλαίου.

    42

    Κατά πάγια νομολογία, από τις επιταγές τόσο της ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης όσο και της αρχής της ισότητας προκύπτει ότι το γράμμα διάταξης του δικαίου της Ένωσης που δεν περιέχει ρητή παραπομπή στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό της έννοιας και του περιεχομένου της πρέπει κανονικά να ερμηνεύεται, σε ολόκληρη την Ένωση, κατά τρόπο αυτοτελή και ομοιόμορφο. Επιπλέον, ο προσδιορισμός της σημασίας και του περιεχομένου φράσεων για τις οποίες το δίκαιο της Ένωσης δεν παρέχει κανέναν ορισμό πρέπει να πραγματοποιείται σύμφωνα με το σύνηθες νόημα των εν λόγω φράσεων, λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου εντός του οποίου αυτές χρησιμοποιούνται και των σκοπών που επιδιώκει η ρύθμιση της οποίας αποτελούν μέρος (πρβλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, BAKATI PLUS, C‑656/19, EU:C:2020:1045, σκέψεις 38 και 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    43

    Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όσον αφορά τις εταιρίες περιορισμένης ευθύνης, ο όρος «κεφάλαιο» αναφέρεται, κατά το σύνηθες νόημά του, στην αξία των εισφορών που οι εταίροι ή οι μέτοχοι μιας εταιρίας έθεσαν ή δεσμεύθηκαν να θέσουν στη διάθεση της εταιρίας, ως αντιπαροχή για την έκδοση, προς όφελός τους, εταιρικών μεριδίων ή μετοχών. Όσον αφορά τον όρο «εγγεγραμμένο», αυτός χρησιμοποιείται γενικώς για να προσδιοριστεί το ποσό το οποίο οι νυν ή μελλοντικοί εταίροι ή μέτοχοι έχουν δεσμευθεί αμετάκλητα να εισφέρουν στην εταιρία, ανεξαρτήτως του αν οι σχετικές εισφορές έχουν ήδη καταβληθεί ή όχι. Μόνον όταν του όρου αυτού προηγείται η μετοχή «καταβεβλημένο», η έκφραση «εγγεγραμμένο κεφάλαιο» χρησιμοποιείται, κατ’ εξαίρεση, για να υποδηλώσει αποκλειστικά το κεφάλαιο που έχει πράγματι καταβληθεί από τους εν λόγω εταίρους ή μετόχους.

    44

    Επομένως, στο μέτρο που το άρθρο 2, σημείο 18, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 651/2014 χρησιμοποιεί τον όρο «εγγεγραμμένο κεφάλαιο» χωρίς περαιτέρω διευκρίνιση, ο όρος αυτός πρέπει να νοηθεί ως αναφερόμενος στο σύνολο των εισφορών τις οποίες οι νυν ή μελλοντικοί εταίροι ή μέτοχοι έχουν ήδη πραγματοποιήσει ή έχουν δεσμευθεί αμετάκλητα να πραγματοποιήσουν.

    45

    Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται από τους σκοπούς που επιδιώκει ο κανονισμός 651/2014, ερμηνευόμενος εντός του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται.

    46

    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι τα εναλλακτικά κριτήρια ορισμού της έννοιας της «προβληματικής επιχείρησης», τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 2, σημείο 18, του κανονισμού 651/2014, αποσκοπούν στη διευκρίνιση του περιεχομένου του άρθρου 1, παράγραφος 4, του κανονισμού, κατά το οποίο ο εν λόγω κανονισμός δεν εφαρμόζεται στις ενισχύσεις που χορηγούνται σε προβληματικές επιχειρήσεις, με εξαίρεση τα καθεστώτα ενισχύσεων για την επανόρθωση ζημιών που προκαλούνται από ορισμένες θεομηνίες.

    47

    Κατά την αιτιολογική σκέψη 14 του κανονισμού αυτού, ο σκοπός που, με τη σειρά του, επιδιώκεται με το εν λόγω άρθρο 1, παράγραφος 4, και, κατά συνέπεια, με την έννοια της «προβληματικής επιχείρησης», είναι να διασφαλιστεί ότι οι ενισχύσεις που χορηγούνται στις οικείες επιχειρήσεις αξιολογούνται με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές που αφορούν ειδικά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων, ούτως ώστε να αποφεύγεται η καταστρατήγησή τους.

    48

    Συναφώς, η ανακοίνωση της Επιτροπής για τις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και αναδιάρθρωση μη χρηματοπιστωτικών προβληματικών επιχειρήσεων (ΕΕ 2014, C 249, σ. 1), στις οποίες παραπέμπει ρητώς η αιτιολογική σκέψη 14 του κανονισμού 651/2014, διευκρινίζει, στα σημεία 20 και 23, ότι «μια επιχείρηση θεωρείται προβληματική όταν, εάν δεν υπάρξει παρέμβαση από το κράτος, οδηγείται προς σχεδόν βέβαιη οικονομική εξαφάνιση βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα. […] Δεδομένου ότι απειλείται η ίδια της η ύπαρξη, μια προβληματική επιχείρηση δεν μπορεί να θεωρηθεί κατάλληλο όχημα για την προώθηση άλλων στόχων δημόσιας πολιτικής έως ότου διασφαλιστεί η βιωσιμότητά της».

    49

    Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που περιέχονται στην εν λόγω ανακοίνωση της Επιτροπής, ο σκοπός που εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη 14 του κανονισμού 651/2014 και το σχετικό κριτήριο του άρθρου 2, σημείο 18, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 651/2014 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αποσκοπούν στην εκτίμηση της ικανότητας της οικείας εταιρίας να διατηρήσει τη δραστηριότητά της βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα.

    50

    Η εξέταση του κριτηρίου αυτού απαιτεί, επομένως, να ληφθεί υπόψη το σύνολο των εισφορών που οι εταίροι ή οι μέτοχοι έχουν δεσμευθεί αμετάκλητα να πραγματοποιήσουν. Πράγματι, ακόμη και αν δεν έχουν ακόμη καταβληθεί, οι εισφορές αυτές αποτελούν, όπως και οι καταβληθείσες εισφορές, κρίσιμη πληροφορία όσον αφορά την ικανότητα της οικείας εταιρίας να διατηρήσει τη δραστηριότητά της βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα.

    51

    Συνεπώς, η έννοια του «εγγεγραμμένου κεφαλαίου», κατά το άρθρο 2, σημείο 18, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 651/2014, πρέπει να ερμηνευθεί ως αποτελούσα αυτοτελή έννοια η οποία αναφέρεται στο σύνολο των εισφορών τις οποίες οι νυν ή μελλοντικοί εταίροι ή μέτοχοι της εταιρίας έχουν πραγματοποιήσει ή έχουν δεσμευθεί αμετάκλητα να πραγματοποιήσουν.

    52

    Εν προκειμένω, από τα στοιχεία της ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφίας, τα οποία υπενθυμίζονται στη σκέψη 29 της παρούσας απόφασης, προκύπτει ότι η συνέλευση των εταίρων της Zinātnes parks έδωσε, πριν από την υποβολή του σχεδίου έργου της στην αρμόδια εθνική υπηρεσία με σκοπό τη χρηματοδότηση στο πλαίσιο προγράμματος συγχρηματοδότησης από το ΕΤΠΑ, τη συγκατάθεσή της για την αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου της μέσω της καταβολής νέων μεριδίων του κεφαλαίου από συγκεκριμένο εταίρο, εντός ορισμένης προθεσμίας, προσαυξημένων κατά τη διαφορά από έκδοση υπέρ το άρτιο. Υπό το πρίσμα της αυτοτελούς και ομοιόμορφης ερμηνείας της έννοιας του «εγγεγραμμένου κεφαλαίου» που παρατίθεται στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας απόφασης, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει αν τα πραγματικά αυτά περιστατικά, τα οποία διαπιστώθηκαν κατά τον χρόνο υποβολής του εν λόγω σχεδίου έργου, βεβαιώνουν την ύπαρξη αμετάκλητης δέσμευσης του ως άνω εταίρου να προβεί στην αύξηση του κεφαλαίου, βάσει των κριτηρίων που προβλέπει προς τούτο το εθνικό δίκαιο κατά το οποίο συστάθηκε η οικεία εταιρία.

    53

    Συναφώς, πρέπει, συγκεκριμένα, να υπογραμμιστεί ότι το δίκαιο της Ένωσης συντονίζει, βεβαίως, στα κεφάλαια III και IV του τίτλου I της οδηγίας 2017/1132 τους εθνικούς κανόνες δημοσιότητας στον τομέα της αύξησης κεφαλαίου όσον αφορά τις εταιρίες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των εν λόγω κεφαλαίων της οδηγίας. Ωστόσο, από τις αιτιολογικές σκέψεις 7 και 8 καθώς και από το άρθρο 1, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας προκύπτει ότι σκοπός του συντονισμού αυτού είναι να δοθεί ιδίως στους τρίτους η δυνατότητα να γνωρίζουν τις ουσιώδεις καταστατικές πράξεις της οικείας εταιρίας. Αντιθέτως, ούτε από τις αιτιολογικές σκέψεις της οδηγίας ούτε από κάποια διάταξή της προκύπτει ότι οι εν λόγω κανόνες δημοσιότητας συνιστούν προϋποθέσεις που πρέπει να τηρούνται προκειμένου η δέσμευση για πραγματοποίηση εισφοράς να μπορεί να θεωρηθεί αμετάκλητη.

    54

    Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, σημείο 18, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 651/2014 έχει την έννοια ότι, προκειμένου να κριθεί αν μια εταιρία είναι «προβληματική» κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ο όρος «εγγεγραμμένο κεφάλαιο» πρέπει να νοηθεί ως αναφερόμενος στο σύνολο των εισφορών τις οποίες οι νυν ή μελλοντικοί εταίροι ή μέτοχοι μιας εταιρίας έχουν πραγματοποιήσει ή έχουν δεσμευθεί αμετάκλητα να πραγματοποιήσουν.

    Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος

    55

    Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 1301/2013 έχει την έννοια ότι, προκειμένου να κριθεί αν ένας υποψήφιος δεν πρέπει να θεωρηθεί «προβληματικός» κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 18, του κανονισμού 651/2014, η αρμόδια διαχειριστική αρχή οφείλει να λάβει υπόψη μόνον τα προτεινόμενα αποδεικτικά στοιχεία που είναι σύμφωνα με τις απαιτήσεις οι οποίες καθορίστηκαν κατά τη θέσπιση της διαδικασίας επιλογής των σχεδίων έργων.

    56

    Συναφώς, επισημαίνεται ότι το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 1301/2013 διευκρινίζει απλώς ότι το ΕΤΠΑ δεν στηρίζει τις προβληματικές επιχειρήσεις, όπως αυτές ορίζονται από τους κανόνες της Ένωσης στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων. Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η διάταξη αυτή δεν περιέχει ενδείξεις σχετικά με τη φύση των αποδεικτικών στοιχείων που μπορούν να ληφθούν υπόψη για να αποδειχθεί ότι μια επιχείρηση δεν είναι προβληματική.

    57

    Πάντως, από το γράμμα του άρθρου 125, παράγραφος 3, του κανονισμού 1303/2013, το οποίο καθορίζει τον ρόλο των διαχειριστικών αρχών που είναι επιφορτισμένες με τη διαχείριση των επιχειρησιακών προγραμμάτων, προκύπτει ότι οι αρχές αυτές οφείλουν να θεσπίζουν και, κατόπιν εγκρίσεως, να εφαρμόζουν κατάλληλες διαδικασίες και κριτήρια επιλογής και να βεβαιώνονται, μεταξύ άλλων, ότι οι δικαιούχοι των ενισχύσεων έχουν τη χρηματοοικονομική ικανότητα να τηρήσουν τους όρους της στήριξης και ότι, ως εκ τούτου, όσον αφορά τη στήριξη από το ΕΤΠΑ, οι εν λόγω δικαιούχοι δεν είναι «προβληματικοί» κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 18, του κανονισμού 651/2014.

    58

    Προκειμένου να εκπληρώνουν την υποχρέωση αυτή, οι διαχειριστικές αρχές πρέπει κατ’ ανάγκην να στηρίζονται σε αρκούντως αξιόπιστα στοιχεία ώστε να αποκλείουν κάθε εύλογη αμφιβολία ως προς την οικονομική κατάσταση των οικείων εταιριών.

    59

    Όσον αφορά τον προσδιορισμό της ακριβούς φύσης των αποδεικτικών στοιχείων που μπορούν να ληφθούν υπόψη, δεδομένου ότι η νομοθεσία της Ένωσης δεν περιέχει καμία σχετική ένδειξη, ο προσδιορισμός αυτός εμπίπτει στη δικονομική αυτονομία των κρατών μελών, οι δε αρμόδιες εθνικές αρχές διαθέτουν, συναφώς, διακριτική ευχέρεια κατά τη θέσπιση της διαδικασίας επιλογής των σχεδίων έργων.

    60

    Ωστόσο, σύμφωνα με τις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, οι εν λόγω απαιτήσεις περί αποδείξεων δεν πρέπει ούτε να είναι αυστηρότερες από εκείνες που διέπουν παρόμοιες καταστάσεις υπαγόμενες στο εσωτερικό δίκαιο, υπό την προϋπόθεση ότι οι απαιτήσεις αυτές, εάν εφαρμόζονταν, θα καθιστούσαν δυνατή τη διασφάλιση της πρακτικής αποτελεσματικότητας του άρθρου 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 1301/2013, ούτε να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχονται από το δίκαιο της Ένωσης και ιδίως του δικαιώματος που έχει κάθε κύριος έργου να υποβάλει λυσιτελώς το σχέδιο έργου του προκειμένου να λάβει στήριξη από το ΕΤΠΑ (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 21ης Ιανουαρίου 2016, Eturas κ.λπ., C‑74/14, EU:C:2016:42, σκέψη 32, και της 3ης Ιουνίου 2021, Instituto Madrileño de Investigación y Desarrollo Rural, Agrario y Alimentario, C‑726/19, EU:C:2021:439, σκέψη 47).

    61

    Η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης διαδικασία, καθόσον αφορά τη χορήγηση χρηματοδότησης από τον προϋπολογισμό της Ένωσης στο πλαίσιο των προγραμμάτων του ΕΤΠΑ και, ως εκ τούτου, συνιστά μέτρο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, πρέπει επίσης να συνάδει προς τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, στις οποίες περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, οι αρχές της ίσης μεταχείρισης, της διαφάνειας και της αναλογικότητας, οι οποίες έχουν θεμελιώδη σημασία όταν πρόκειται για διαδικασία που δημιουργεί ανταγωνισμό μεταξύ οικονομικών φορέων (πρβλ. απόφαση της 26ης Απριλίου 2017, Farkas, C‑564/15, EU:C:2017:302, σκέψεις 50 και 59).

    62

    Ειδικότερα, η τήρηση των αρχών της ίσης μεταχείρισης και της διαφάνειας συνεπάγεται ότι για όλους τους υποψηφίους στο πλαίσιο του ίδιου προγράμματος πρέπει να ισχύουν οι ίδιες απαιτήσεις περί αποδείξεων και ότι οι απαιτήσεις αυτές πρέπει να δημοσιοποιούνται (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 2ας Ιουνίου 2016, Pizzo, C‑27/15, EU:C:2016:404, σκέψη 37, και της 11ης Μαΐου 2017, Archus και Gama, C‑131/16, EU:C:2017:358, σκέψη 26). Περαιτέρω, κατά την αρχή της αναλογικότητας, οι εν λόγω απαιτήσεις δεν πρέπει να υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο για την εξακρίβωση της συνδρομής των ουσιαστικών προϋποθέσεων που θέτει το δίκαιο της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 3ης Ιουνίου 2021, Rad Service κ.λπ., C‑210/20, EU:C:2021:445, σκέψη 34).

    63

    Εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει αν, στην υπό κρίση περίπτωση, πληρούνται όλες οι ανωτέρω προϋποθέσεις. Ωστόσο, προκειμένου να το καθοδηγήσει κατά την εκτίμηση αυτή, το Δικαστήριο μπορεί να του παράσχει όλα τα σχετικά με το δίκαιο της Ένωσης ερμηνευτικά στοιχεία που θα του ήταν χρήσιμα [βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 2015, CHEZ Razpredelenie Bulgaria, C‑83/14, EU:C:2015:480, σκέψη 62, και της 6ης Οκτωβρίου 2021, A (Διέλευση συνόρων με σκάφος αναψυχής), C‑35/20, EU:C:2021:813, σκέψη 85].

    64

    Συναφώς, από την εθνική ρύθμιση που παραθέτει το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι ο χαρακτηρισμός μιας επιχείρησης ως «προβληματικής» πρέπει, βάσει των απαιτήσεων που θέτει η ρύθμιση αυτή όσον αφορά τη διαδικασία επιλογής, να διενεργείται μόνο με γνώμονα τις πληροφορίες οι οποίες περιέχονται στην πλέον πρόσφατη οριστική ετήσια έκθεση που έχει δημοσιευθεί ή, εάν ο υποψήφιος έχει υποβάλει ενδιάμεση επιχειρησιακή έκθεση εγκριθείσα από ορκωτό ελεγκτή, με γνώμονα τις πληροφορίες που περιέχει η τελευταία αυτή έκθεση. Εάν ο υποψήφιος παραπέμπει σε δημοσιευμένες πληροφορίες και αναφέρεται σε αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου μεταγενέστερη της πλέον πρόσφατης οριστικής ετήσιας έκθεσης, λαμβάνονται υπόψη οι πληροφορίες αυτές, οι οποίες υποβάλλονται μαζί με ενδιάμεση επιχειρησιακή έκθεση εγκριθείσα από ορκωτό ελεγκτή.

    65

    Κατ’ αρχάς, δεδομένου ότι μια εταιρία μπορεί, κατ’ αρχήν, να ζητήσει τη σύνταξη ενδιάμεσης επιχειρησιακής έκθεσης από ορκωτό ελεγκτή ανά πάσα στιγμή, χωρίς τούτο να συνεπάγεται γι’ αυτήν υπέρμετρο κόστος σε τέτοιον βαθμό ώστε η εν λόγω απαίτηση να καθιστά πρακτικώς αδύνατο ή υπερβολικά δυσχερές να αποδειχθεί, από εταιρία η οποία ήταν «προβληματική» κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 18, του κανονισμού 651/2014 όταν συντάχθηκε η πλέον πρόσφατη οριστική ετήσια έκθεσή της, ότι η εταιρία δεν είναι πλέον προβληματική, οι εν λόγω κανόνες δεν μπορούν, κατ’ αρχήν, να θεωρηθούν αντίθετοι προς την αρχή της αποτελεσματικότητας.

    66

    Περαιτέρω, όσον αφορά την τήρηση των αρχών της ίσης μεταχείρισης και της διαφάνειας, από τη δικογραφία δεν προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο έχει αμφιβολίες ως προς το ότι οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης απαιτήσεις δημοσιεύθηκαν δεόντως ή ως προς το ότι αυτές εφαρμόζονται αδιακρίτως.

    67

    Τέλος, όσον αφορά την αρχή της αναλογικότητας, λαμβανομένων υπόψη, αφενός, των απαιτήσεων σχετικά με τη σύνταξη των ετήσιων εκθέσεων, οι οποίες συμβάλλουν στην αξιοπιστία των πληροφοριών που περιέχονται στις εκθέσεις αυτές, και, αφετέρου, των εγγυήσεων που παρέχει η έγκριση των ενδιάμεσων επιχειρησιακών εκθέσεων από ορκωτό ελεγκτή, το γεγονός ότι επιβάλλεται στη διαχειριστική αρχή να στηρίζεται αποκλειστικά σε αυτά τα είδη εγγράφων δεν υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο για την εξακρίβωση της συνδρομής της προϋπόθεσης που θέτει το άρθρο 2, σημείο 18, του κανονισμού 651/2014.

    68

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το δίκαιο της Ένωσης δεν αντιτίθεται, κατ’ αρχήν, σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία απαιτεί από διαχειριστική αρχή να αξιολογεί την οικονομική κατάσταση μιας επιχείρησης μόνο βάσει των πληροφοριών που περιέχονται στην πλέον πρόσφατη δημοσιευμένη οριστική ετήσια έκθεση της υποψήφιας εταιρίας καθώς και, κατά περίπτωση, σε ενδιάμεση επιχειρησιακή έκθεση εγκριθείσα από ορκωτό ελεγκτή, εφόσον η ενδιάμεση αυτή επιχειρησιακή έκθεση έχει υποβληθεί στη διαχειριστική αρχή, εκτός αν διαπιστωθεί ότι οι εν λόγω απαιτήσεις δεν είναι σύμφωνες με την αρχή της ισοδυναμίας, πράγμα το οποίο εναπόκειται στη διαχειριστική αρχή να εξακριβώσει.

    69

    Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 1301/2013 έχει την έννοια ότι, προκειμένου να κριθεί αν ένας υποψήφιος δεν πρέπει να θεωρηθεί «προβληματικός» κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 18, του κανονισμού 651/2014, η αρμόδια διαχειριστική αρχή οφείλει να λάβει υπόψη μόνον τα αποδεικτικά στοιχεία που είναι σύμφωνα με τις απαιτήσεις οι οποίες καθορίστηκαν κατά τη θέσπιση της διαδικασίας επιλογής των σχεδίων έργων, εφόσον οι απαιτήσεις αυτές συνάδουν προς τις αρχές της αποτελεσματικότητας και της ισοδυναμίας καθώς και προς τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, όπως είναι, ιδίως, οι αρχές της ίσης μεταχείρισης, της διαφάνειας και της αναλογικότητας.

    Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

    70

    Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 125, παράγραφος 3, του κανονισμού 1303/2013, καθώς και οι αρχές της απαγόρευσης των διακρίσεων και της διαφάνειας στις οποίες αναφέρεται η διάταξη αυτή, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση κατά την οποία, μετά την υποβολή των σχεδίων έργων, δεν είναι δυνατή η παροχή διευκρινίσεων επ’ αυτών.

    71

    Κατ’ αρχάς, επισημαίνεται ότι το αιτούν δικαστήριο δεν διευκρινίζει αν, όταν κάνει λόγο, στο ερώτημά του, για την υποβολή των σχεδίων έργων, αναφέρεται στην προβλεπόμενη από το εθνικό δίκαιο ημερομηνία λήξης της προθεσμίας υποβολής των σχεδίων έργων ή στην ημερομηνία κατά την οποία υποβλήθηκε το σχέδιο έργου ενός υποψηφίου. Πάντως, από τη δικογραφία προκύπτει ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, η Zinātnes parks κατέθεσε τον φάκελό της κατά την προβλεπόμενη από το εθνικό δίκαιο ημερομηνία λήξης της προθεσμίας υποβολής των σχεδίων έργων. Ως εκ τούτου, δεν είναι αναγκαίο να εξεταστεί το ζήτημα αν το δίκαιο της Ένωσης υποχρεώνει τα κράτη μέλη να επιτρέπουν στους υποψηφίους να παράσχουν διευκρινίσεις μετά την υποβολή του σχεδίου έργου αλλά πριν από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής. Αντιθέτως, το ζήτημα αυτό τίθεται όσον αφορά τις διευκρινίσεις που ενδέχεται να παρασχεθούν μετά τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας.

    72

    Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι το άρθρο 125, παράγραφος 3, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 1303/2013 απλώς αναφέρει ότι η αρμόδια διαχειριστική αρχή οφείλει να βεβαιώνεται ότι κάθε δικαιούχος στήριξης του ΕΤΠΑ έχει τη διοικητική, χρηματοοικονομική και επιχειρησιακή ικανότητα να τηρήσει τους όρους της στήριξης για κάθε πράξη, πριν από την έγκρισή της, χωρίς να διευκρινίζει σε ποιο χρονικό σημείο πρέπει να εκτιμηθεί η ικανότητα αυτή ούτε σε ποιο χρονικό σημείο οι υποψήφιοι πρέπει να παράσχουν στη διαχειριστική αρχή τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για τον έλεγχο της εν λόγω ικανότητας.

    73

    Δεδομένου ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν ορίζει την προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να προσκομιστούν στις διαχειριστικές αρχές τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία, εναπόκειται στα κράτη μέλη να διευθετήσουν το ζήτημα αυτό εντός των ορίων που θέτουν οι αρχές της αποτελεσματικότητας και της ισοδυναμίας, καθώς και η υποχρέωση που υπέχει κάθε διαχειριστική αρχή να μεριμνά σχολαστικά για την τήρηση των γενικών αρχών του δικαίου, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι αρχές της ίσης μεταχείρισης και της διαφάνειας, οι οποίες υπενθυμίζονται στο άρθρο 125, παράγραφος 3, του κανονισμού 1303/2013, καθώς και η αρχή της αναλογικότητας.

    74

    Όσον αφορά, ειδικότερα, τις αρχές της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης, υπενθυμίζεται ότι, όταν ένα κράτος μέλος έχει τάξει προθεσμία στους υποψηφίους για τη συμπλήρωση του φακέλου τους, οι αρχές αυτές επιβάλλουν στις διαχειριστικές αρχές να αποκλείουν από τη διαδικασία επιλογής κάθε σχέδιο έργου το οποίο δεν συνοδευόταν, κατά την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας, από τις αναγκαίες πληροφορίες (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 6ης Νοεμβρίου 2014, Cartiera dell’Adda, C‑42/13, EU:C:2014:2345, σκέψη 42, και της 2ας Ιουνίου 2016, Pizzo, C‑27/15, EU:C:2016:404, σκέψεις 42 έως 44).

    75

    Στην υπόθεση της κύριας δίκης, από τις πληροφορίες που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι το οικείο κράτος μέλος, ενώ έκρινε ότι η προϋπόθεση του άρθρου 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 1301/2013 πρέπει να εκτιμάται κατά την ημερομηνία έγκρισης των σχεδίων έργων, επέλεξε να απαγορεύσει στους υποψηφίους να συμπληρώσουν τον φάκελό τους μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των εν λόγω σχεδίων.

    76

    Ωστόσο, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης να διαθέτουν οι εθνικές διαχειριστικές αρχές τον αναγκαίο χρόνο για την εξέταση των φακέλων που τους υποβάλλονται (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 10ης Φεβρουαρίου 1998, Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑263/95, EU:C:1998:47, σκέψη 31, και της 25ης Μαρτίου 2010, Επιτροπή κατά Ισπανίας, C‑392/08, EU:C:2010:164, σκέψη 21), δεν μπορεί να προσαφθεί στο εν λόγω κράτος μέλος ότι έταξε στους υποψηφίους προθεσμία για τη γνωστοποίηση, στην αρμόδια διαχειριστική αρχή, όλων των αναγκαίων πληροφοριών της οποίας η ημερομηνία λήξης ήταν προγενέστερη της ημερομηνίας έγκρισης των σχεδίων έργων.

    77

    Συγκεκριμένα, όπως υπογράμμισε κατ’ ουσίαν η γενική εισαγγελέας στο σημείο 80 των προτάσεών της, εάν επιτρεπόταν στους υποψηφίους να συμπληρώσουν τον φάκελό τους μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των σχεδίων έργων, η αρμόδια διαχειριστική αρχή θα όφειλε ενδεχομένως να επανεξετάσει περισσότερες φορές τους ίδιους φακέλους, με κίνδυνο ιδίως να πρέπει να μετατεθεί η ημερομηνία έγκρισης των εν λόγω σχεδίων –πράγμα το οποίο θα υπονόμευε τους στόχους των προγραμμάτων χρηματοδότησης– ή να μη γίνονται πλέον σεβαστές οι αρχές της ίσης μεταχείρισης και της διαφάνειας. Επίσης, μια τέτοια δυνατότητα θα συνεπαγόταν ενδεχομένως πρόσθετο κόστος για την αρμόδια διαχειριστική αρχή, το οποίο ένα κράτος μέλος δικαιολογημένα μπορεί να μην επιθυμεί να επωμισθεί, σύμφωνα με την αρχή της χρηστής διοίκησης.

    78

    Ως εκ τούτου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ένα κράτος μέλος δύναται να αποφασίσει ότι οι υποψήφιοι δεν επιτρέπεται να συμπληρώσουν τον φάκελό τους μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των σχεδίων έργων, έστω και αν η εθνική νομοθεσία προβλέπει ότι η εν λόγω προϋπόθεση του άρθρου 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 1301/2013 πρέπει να εκτιμάται σε μεταγενέστερη ημερομηνία.

    79

    Σύμφωνα με την αρχή της ισοδυναμίας, πρέπει να προσδιοριστούν, στο εθνικό δίκαιο, οι διαδικασίες που είναι παρεμφερείς, ως προς το αντικείμενο, την αιτία και τα ουσιώδη στοιχεία τους, με εκείνη που προβλέπεται για τη χορήγηση στήριξης από το ΕΤΠΑ και να διασφαλιστεί ότι οι διαδικασίες αυτές δεν είναι ευνοϊκότερες από την επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης κατά το μέτρο που επιτρέπουν στους υποψηφίους να συμπληρώσουν τον φάκελό τους μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των σχεδίων έργων, δεν είναι ευνοϊκότερες από την επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, Belastingdienst/Toeslagen (Ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης), C‑175/17, EU:C:2018:776, σκέψεις 42 έως 44].

    80

    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 125, παράγραφος 3, του κανονισμού 1303/2013 καθώς και οι αρχές της απαγόρευσης των διακρίσεων και της διαφάνειας στις οποίες αναφέρεται η διάταξη αυτή έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση κατά την οποία δεν είναι δυνατή η παροχή διευκρινίσεων επί των σχεδίων έργων μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των σχεδίων αυτών. Ωστόσο, σύμφωνα με την αρχή της ισοδυναμίας, η μη δυνατότητα των υποψηφίων να συμπληρώσουν τον φάκελό τους μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των σχεδίων έργων πρέπει να αφορά όλες τις διαδικασίες που μπορούν, κατά περίπτωση, να θεωρηθούν παρεμφερείς, ως προς το αντικείμενο, την αιτία και τα ουσιώδη στοιχεία τους, με εκείνη που προβλέπεται για τη χορήγηση στήριξης από το ΕΤΠΑ.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    81

    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

     

    1)

    Το άρθρο 2, σημείο 18, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 651/2014 της Επιτροπής, της 17ης Ιουνίου 2014, για την κήρυξη ορισμένων κατηγοριών ενισχύσεων ως συμβατών με την εσωτερική αγορά κατ’ εφαρμογή των άρθρων 107 και 108 [ΣΛΕΕ], έχει την έννοια ότι, προκειμένου να κριθεί αν μια εταιρία είναι «προβληματική» κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ο όρος «εγγεγραμμένο κεφάλαιο» πρέπει να νοηθεί ως αναφερόμενος στο σύνολο των εισφορών τις οποίες οι νυν ή μελλοντικοί εταίροι ή μέτοχοι μιας εταιρίας έχουν πραγματοποιήσει ή έχουν δεσμευθεί αμετάκλητα να πραγματοποιήσουν.

     

    2)

    Το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΕ) 1301/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, σχετικά με το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης και για τη θέσπιση ειδικών διατάξεων σχετικά με τον στόχο «Επενδύσεις στην ανάπτυξη και την απασχόληση» και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1080/2006, έχει την έννοια ότι, προκειμένου να κριθεί αν ένας υποψήφιος δεν πρέπει να θεωρηθεί «προβληματικός» κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 18, του κανονισμού 651/2014, η αρμόδια διαχειριστική αρχή οφείλει να λάβει υπόψη μόνον τα αποδεικτικά στοιχεία που είναι σύμφωνα με τις απαιτήσεις οι οποίες καθορίστηκαν κατά τη θέσπιση της διαδικασίας επιλογής των σχεδίων έργων, εφόσον οι απαιτήσεις αυτές συνάδουν προς τις αρχές της αποτελεσματικότητας και της ισοδυναμίας καθώς και προς τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, όπως είναι, ιδίως, οι αρχές της ίσης μεταχείρισης, της διαφάνειας και της αναλογικότητας.

     

    3)

    Το άρθρο 125, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΕ) 1303/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, περί καθορισμού κοινών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, το Ταμείο Συνοχής, το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας και περί καθορισμού γενικών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, το Ταμείο Συνοχής και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1083/2006, καθώς και οι αρχές της απαγόρευσης των διακρίσεων και της διαφάνειας στις οποίες αναφέρεται η διάταξη αυτή έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση κατά την οποία δεν είναι δυνατή η παροχή διευκρινίσεων επί των σχεδίων έργων μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των σχεδίων αυτών. Ωστόσο, σύμφωνα με την αρχή της ισοδυναμίας, η μη δυνατότητα των υποψηφίων να συμπληρώσουν τον φάκελό τους μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των σχεδίων έργων πρέπει να αφορά όλες τις διαδικασίες που μπορούν, κατά περίπτωση, να θεωρηθούν παρεμφερείς, ως προς το αντικείμενο, την αιτία και τα ουσιώδη στοιχεία τους, με εκείνη που προβλέπεται για τη χορήγηση στήριξης από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η λεττονική.

    Top