EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62020CJ0296

Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 30ής Σεπτεμβρίου 2021.
Commerzbank AG κατά E.O.
Αίτηση του Bundesgerichtshof για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Διεθνής δικαιοδοσία, αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων – Αστικές και εμπορικές υποθέσεις – Σύμβαση του Λουγκάνο II – Άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ – Διεθνής δικαιοδοσία σε συμβάσεις καταναλωτών – Μεταφορά της κατοικίας του καταναλωτή σε άλλο δεσμευόμενο από τη Σύμβαση κράτος.
Υπόθεση C-296/20.

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2021:784

 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 30ής Σεπτεμβρίου 2021 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Διεθνής δικαιοδοσία, αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων – Αστικές και εμπορικές υποθέσεις – Σύμβαση του Λουγκάνο II – Άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ – Διεθνής δικαιοδοσία σε συμβάσεις καταναλωτών – Μεταφορά της κατοικίας του καταναλωτή σε άλλο δεσμευόμενο από τη Σύμβαση κράτος»

Στην υπόθεση C‑296/20,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, Γερμανία) με απόφαση της 12ης Μαΐου 2020, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 3 Ιουλίου 2020, στο πλαίσιο της δίκης

Commerzbank AG

κατά

E.O.,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους L. Bay Larsen, πρόεδρο τμήματος, C. Toader (εισηγήτρια) και M. Safjan, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Campos Sánchez-Bordona

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Commerzbank AG, εκπροσωπούμενη από τον N. Tretter, Rechtsanwalt,

η Ελβετική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Schöll,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την M. Heller και τον I. Zaloguin,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2021,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της Σύμβασης για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, η οποία υπεγράφη στις 30 Οκτωβρίου 2007 και της οποίας η σύναψη εγκρίθηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με την απόφαση 2009/430/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2008 (ΕΕ 2009, L 147, σ. 1, στο εξής: Σύμβαση του Λουγκάνο II), και, ιδίως, του άρθρου της 15, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, καθώς και του άρθρου της 16, παράγραφος 2.

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Commerzbank AG και του E.O., σχετικά με την εξόφληση χρέους προερχόμενου από υπεραναλήψεις στον τρεχούμενο λογαριασμό του E.O.

Το νομικό πλαίσιο

3

Όπως προκύπτει από την «Πληροφορία σχετικά με την ημερομηνία έναρξης ισχύος της σύμβασης για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, που υπογράφηκε στο Λουγκάνο στις 30 Οκτωβρίου 2007» (ΕΕ 2011, L 138, σ. 1), η Σύμβαση του Λουγκάνο II τέθηκε σε ισχύ μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας την 1η Ιανουαρίου 2011.

4

Ο τίτλος II της Σύμβασης του Λουγκάνο II, που επιγράφεται «Διεθνής δικαιοδοσία», περιλαμβάνει στο τμήμα 1, τιτλοφορούμενο «Γενικές διατάξεις», τα άρθρα 2 έως 4.

5

Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της Σύμβασης προβλέπει τα εξής:

«Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρούσας σύμβασης, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος δεσμευομένου από την παρούσα σύμβαση κράτους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους αυτού, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους.»

6

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της εν λόγω Σύμβασης έχει ως εξής:

«Τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος δεσμευομένου από την παρούσα σύμβαση κράτους μπορούν να εναχθούν ενώπιον των δικαστηρίων άλλου δεσμευομένου από την παρούσα σύμβαση κράτους μόνο σύμφωνα με τους κανόνες που περιλαμβάνονται στα τμήματα 2 έως 7 του παρόντος τίτλου.»

7

Το άρθρο 5, σημείο 1, της Σύμβασης του Λουγκάνο II, το οποίο περιλαμβάνεται στο επιγραφόμενο «Ειδικές δικαιοδοσίες» τμήμα 2 του τίτλου II, προβλέπει τα εξής:

«Πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος δεσμευομένου από την παρούσα σύμβαση κράτους μπορεί να εναχθεί σε άλλο δεσμευόμενο από την παρούσα σύμβαση κράτος:

1.

α)

ως προς διαφορές εκ συμβάσεως, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή·

β)

για τους σκοπούς της εφαρμογής της παρούσας διάταξης και εφόσον δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά, ο τόπος εκπλήρωσης της επίδικης παροχής είναι:

[...]

εφόσον πρόκειται για παροχή υπηρεσιών, ο τόπος του δεσμευομένου από την παρούσα σύμβαση κράτους όπου, δυνάμει της σύμβασης, έγινε ή έπρεπε να γίνει η παροχή των υπηρεσιών·

γ)

αν το στοιχείο β) δεν εφαρμόζεται, τυγχάνει εφαρμογής το στοιχείο α)·

[...]».

8

Ο τίτλος II της Σύμβασης του Λουγκάνο II περιλαμβάνει το τμήμα 4, τιτλοφορούμενο «Διεθνής δικαιοδοσία σε συμβάσεις καταναλωτών», στο οποίο ανήκει το άρθρο 15, παράγραφος 1, που ορίζει τα εξής:

«Σε συμβάσεις που ο σκοπός τους μπορεί να θεωρηθεί ξένος προς την επαγγελματική δραστηριότητα του προσώπου που τις καταρτίζει, του καταναλωτή, η διεθνής δικαιοδοσία καθορίζεται από τις διατάξεις του παρόντος τμήματος, με την επιφύλαξη του άρθρου 4 και του άρθρου 5, [σημείο] 5:

[...]

β)

όταν πρόκειται για δάνειο με σταδιακή εξόφληση ή για άλλη πιστωτική συναλλαγή συνδεόμενη με τη χρηματοδότηση αγοράς ενσωμάτων κινητών· ή

γ)

σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, όταν η σύμβαση καταρτίσθηκε με πρόσωπο το οποίο ασκεί εμπορικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες στο έδαφος του δεσμευομένου από την παρούσα σύμβαση κράτους στο οποίο έχει την κατοικία του ο καταναλωτής ή το οποίο κατευθύνει με οποιοδήποτε μέσον τέτοιου είδους δραστηριότητες σ’ αυτό το κράτος ή σε διάφορα κράτη, συμπεριλαμβανομένου του εν λόγω κράτους, και η σύμβαση εμπίπτει στο πεδίο των εν λόγω δραστηριοτήτων.»

9

Κατά το άρθρο 16, παράγραφος 2, της Σύμβασης:

«Η αγωγή του αντισυμβαλλόμενου κατά του καταναλωτή μπορεί να ασκηθεί μόνον ενώπιον των δικαστηρίων του δεσμευομένου από την παρούσα σύμβαση κράτους, στο έδαφος του οποίου έχει την κατοικία του ο καταναλωτής.»

10

Το άρθρο 17 της Σύμβασης προβλέπει τα ακόλουθα:

«Παρέκκλιση από τις διατάξεις του παρόντος τμήματος είναι δυνατή μόνο με συμφωνίες:

1.

μεταγενέστερες από τη γένεση της διαφοράς· ή

2.

που επιτρέπουν στον καταναλωτή να προσφύγει και σε άλλα δικαστήρια εκτός από αυτά που προβλέπονται στο παρόν τμήμα· ή

3.

που, έχοντας συναφθεί ανάμεσα σε καταναλωτή και αντισυμβαλλόμενο με κατοικία ή συνήθη διαμονή, κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης, στο ίδιο δεσμευόμενο από την παρούσα σύμβαση κράτος, απονέμουν διεθνή δικαιοδοσία στα δικαστήρια αυτού του κράτους, εκτός αν το δίκαιο του συγκεκριμένου κράτους απαγορεύει τέτοιες συμφωνίες.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

11

Η Commerzbank, εταιρία γερμανικού δικαίου, εδρεύει στη Φρανκφούρτη επί του Μάιν (Γερμανία).

12

Το 2009, ο E.O., ο οποίος κατοικούσε τότε στη Δρέσδη (Γερμανία), άνοιξε τρεχούμενο λογαριασμό σε θυγατρική της Commerzbank, η οποία είχε επίσης την έδρα της στη Δρέσδη. Η εν λόγω τράπεζα του χορήγησε πιστωτική κάρτα.

13

Το 2014, ο E.O. μετέφερε την κατοικία του στην Ελβετία.

14

Από τα πραγματικά περιστατικά που διαπίστωσε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο προκύπτει ότι η Commerzbank είχε ανεχθεί τις υπεραναλήψεις στον τρεχούμενο λογαριασμό του E.O.

15

Τον Ιανουάριο 2015, ο E.O. θέλησε να τερματίσει την εμπορική συνεργασία του με την Commerzbank. Το χρονικό εκείνο σημείο, ο τρεχούμενος λογαριασμός παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο 6283,37 ευρώ. Ο Ε.Ο. αρνήθηκε να εξοφλήσει το ως άνω υπόλοιπο ισχυριζόμενος ότι αυτό οφειλόταν σε μη εξουσιοδοτημένη χρήση της πιστωτικής κάρτας του από τρίτους.

16

Η Commerzbank, αφού ζήτησε πολλές φορές ανεπιτυχώς από τον E.O. να εξοφλήσει το επίμαχο χρεωστικό υπόλοιπο, κατήγγειλε, τον Απρίλιο 2015, με άμεση ισχύ, την «πιστωτική σχέση» μεταξύ των μερών και το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού, ύψους 4856,61 ευρώ, κατέστη απαιτητό υπέρ αυτής.

17

Επειδή ο E.O. δεν κατέβαλε το υπόλοιπο αυτό, η Commerzbank άσκησε, τον Νοέμβριο 2016, ενώπιον του Amtsgericht Dresden (ειρηνοδικείου Δρέσδης, Γερμανία) αγωγή με αίτημα να υποχρεωθεί ο E.O. να καταβάλει το χρεωστικό υπόλοιπο.

18

Το ως άνω δικαστήριο απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη με το σκεπτικό ότι, λαμβανομένης υπόψη της κατοικίας του εναγομένου, η οποία βρισκόταν πλέον στην Ελβετία, δεν είχε διεθνή δικαιοδοσία. Στις 14 Ιουνίου 2018, το Landgericht Dresden (περιφερειακό δικαστήριο της Δρέσδης, Γερμανία) επικύρωσε κατ’ έφεση την πρωτόδικη απόφαση.

19

Κατόπιν αυτού, η Commerzbank άσκησε αναίρεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

20

Το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, Γερμανία) υπογραμμίζει ότι το αποτέλεσμα της αναιρέσεως της οποίας έχει επιληφθεί εξαρτάται από την ερμηνεία του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, και του άρθρου 16, παράγραφος 2, της Σύμβασης του Λουγκάνο ΙΙ.

21

Το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο) υπενθυμίζει τη νομολογία με την οποία το Δικαστήριο ερμήνευσε το άρθρο 15, παράγραφος 1, της Σύμβασης του Λουγκάνο ΙΙ και έκρινε ότι για την εφαρμογή της διάταξης αυτής πρέπει να πληρούνται τρεις σωρευτικές προϋποθέσεις. Πρώτον, το συμβαλλόμενο μέρος πρέπει να έχει την ιδιότητα του «καταναλωτή» ο οποίος ενεργεί εντός πλαισίου δυνάμενου να θεωρηθεί ξένο προς την επαγγελματική του δραστηριότητα, δεύτερον, η σύμβαση μεταξύ ενός τέτοιου καταναλωτή και ενός επαγγελματία πρέπει να έχει όντως συναφθεί και, τρίτον, η σύμβαση αυτή πρέπει να ανήκει σε μία από τις κατηγορίες της παραγράφου 1 του εν λόγω άρθρου 15.

22

Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι πληρούνται εν προκειμένω οι δύο πρώτες προϋποθέσεις. Όσον αφορά την τρίτη προϋπόθεση, καθόσον η επίμαχη στην κύρια δίκη σύμβαση δεν εμπίπτει στο άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, της Σύμβασης του Λουγκάνο ΙΙ, μπορεί να εμπίπτει μόνο στο άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της Σύμβασης αυτής.

23

Ως εκ τούτου, το εν λόγω δικαστήριο διερωτάται αν το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της Σύμβασης του Λουγκάνο II προϋποθέτει την ύπαρξη διασυνοριακής δραστηριότητας του αντισυμβαλλομένου του καταναλωτή κατά την ημερομηνία της σύναψης της σύμβασης, υπενθυμίζοντας ότι, κατά την ημερομηνία αυτή, ήτοι το 2009, τόσο ο καταναλωτής όσο και ο επαγγελματίας, μέσω της θυγατρικής του, είχαν την κατοικία τους στη Δρέσδη.

24

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχει το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της Συμβάσεως του Λουγκάνο ΙΙ την έννοια ότι η “άσκηση” επαγγελματικής ή εμπορικής δραστηριότητας εντός δεσμευόμενου από την [εν λόγω] Σύμβαση κράτους, στο έδαφος του οποίου έχει την κατοικία του ο καταναλωτής, προϋποθέτει απαραιτήτως την ύπαρξη διασυνοριακής δραστηριότητας από πλευράς του αντισυμβαλλομένου του καταναλωτή ήδη κατά την κατάρτιση και τη σύναψη της μεταξύ τους συμβάσεως ή η διάταξη αυτή έχει επίσης εφαρμογή για τον καθορισμό του αρμοδίου να επιληφθεί της διαφοράς δικαστηρίου ακόμη και όταν τα συμβαλλόμενα μέρη είχαν μεν κατά τη σύναψη της μεταξύ τους συμβάσεως την κατοικία τους στο ίδιο δεσμευόμενο από τη Σύμβαση του Λουγκάνο ΙΙ κράτος, υπό την έννοια των άρθρων 59 και 60 αυτής, πλην όμως η μεταξύ τους έννομη σχέση κατέστη εκ των υστέρων διασυνοριακή, λόγω μεταγενέστερης μεταφοράς της κατοικίας του καταναλωτή σε άλλο δεσμευόμενο από την [εν λόγω] Σύμβαση κράτος;

2)

Εφόσον η διασυνοριακή δραστηριότητα κατά τον χρόνο της συνάψεως της συμβάσεως δεν είναι απαραίτητη προϋπόθεση:

Αποκλείει γενικώς το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της Συμβάσεως του Λουγκάνο ΙΙ, σε συνδυασμό με το άρθρο 16, παράγραφος 2, αυτής, τον καθορισμό της διεθνούς δικαιοδοσίας βάσει του άρθρου 5, σημείο 1, της ίδιας Συμβάσεως όταν ο καταναλωτής κατά το διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της συνάψεως της συμβάσεως και της έγερσης της αγωγής μεταφέρει την κατοικία του σε άλλο δεσμευόμενο από τη Σύμβαση [του Λουγκάνο ΙΙ] κράτος ή μήπως απαιτείται συμπληρωματικά αφενός μεν ο αντισυμβαλλόμενος του καταναλωτή να ασκεί ή να κατευθύνει τις επαγγελματικές ή εμπορικές του δραστηριότητες και στο έδαφος του κράτους της νέας κατοικίας, αφετέρου δε η μεταξύ τους σύμβαση να εμπίπτει στο πεδίο των εν λόγω δραστηριοτήτων του;»

Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

25

Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 22ας Ιουλίου 2020, η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου ανεστάλη μέχρι την έκδοση της διάταξης στην υπόθεση C-98/20, mBank (διάταξη της 3ης Σεπτεμβρίου 2020, mBank, C‑98/20, EU:C:2020:672).

26

Η διαδικασία επαναλήφθηκε στις 7 Σεπτεμβρίου 2020.

27

Κατόπιν της έκδοσης της διάταξης αυτής, η Γραμματεία ζήτησε από το αιτούν δικαστήριο να διευκρινίσει αν εμμένει στην αίτησή του προδικαστικής αποφάσεως.

28

Το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο) απάντησε με έγγραφο της 6ης Οκτωβρίου 2020 και δήλωσε ότι αποσύρει το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα σχετικά με το άρθρο 16, παράγραφος 2, της Σύμβασης του Λουγκάνο ΙΙ, αλλά εμμένει στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα της αιτήσεώς του προδικαστικής αποφάσεως σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της Σύμβασης αυτής.

29

Κατά συνέπεια, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως επιδόθηκε μαζί με την απάντηση του αιτούντος δικαστηρίου.

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

30

Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει εξαρχής ότι θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι τα γερμανικά δικαστήρια έχουν διεθνή δικαιοδοσία, η οποία θεμελιώνεται στο άρθρο 5, σημείο 1, της Σύμβασης του Λουγκάνο ΙΙ, μόνον αν αποκλειόταν η εφαρμογή των διατάξεων του τμήματος 4 του τίτλου ΙΙ της Σύμβασης αυτής.

31

Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι, όπως διευκρίνισε το Δικαστήριο με την απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Schlömp (C-467/16, EU:C:2017:993, σκέψη 37), η Σύμβαση του Λουγκάνο II τέθηκε σε ισχύ μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας την 1η Ιανουαρίου 2011.

32

Επομένως, μολονότι η σύμβαση της κύριας δίκης συνήφθη πριν από την ημερομηνία αυτή, δεδομένου ότι η καταγγελία της και η συνακόλουθη αγωγή είναι μεταγενέστερες, η δυνατότητα εφαρμογής της Σύμβασης του Λουγκάνο II δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.

33

Δεύτερον, κατά πάγια νομολογία, για τις διατάξεις της Σύμβασης του Λουγκάνο II, οι οποίες είναι, κατ’ ουσίαν, πανομοιότυπες με εκείνες του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2012, L 351, σ. 1), και, πριν από αυτόν, με εκείνες του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2001, L 12, σ. 1), καθώς και, προηγουμένως, με τις διατάξεις της Σύμβασης των Βρυξελλών του 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1982, L 388, σ. 7), η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την ερμηνεία των εν λόγω διατάξεων του δικαίου της Ένωσης εξακολουθεί να είναι λυσιτελής (διάταξη της 15ης Μαΐου 2019, MC, C‑827/18, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:416, σκέψη 19 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

34

Τρίτον, στο τμήμα 4 του τίτλου II της Σύμβασης του Λουγκάνο II, το οποίο επιγράφεται «Διεθνής δικαιοδοσία σε συμβάσεις καταναλωτών», περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, τα άρθρα 15 και 16.

35

Το άρθρο 15 της Σύμβασης του Λουγκάνο ΙΙ ορίζει τις τρεις προϋποθέσεις, που υπενθυμίζονται στη σκέψη 21 της παρούσας αποφάσεως, οι οποίες πρέπει να πληρούνται προκειμένου να ενεργοποιηθεί η εφαρμογή του εν λόγω τμήματος 4. Οι προϋποθέσεις αυτές πρέπει, κατά τη νομολογία, να πληρούνται σωρευτικώς, με αποτέλεσμα, εάν λείπει μία από αυτές, η διεθνής δικαιοδοσία να μην μπορεί να καθοριστεί σύμφωνα με τους κανόνες που διέπουν τις συμβάσεις καταναλωτών (πρβλ. απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Primera Air Scandinavia, C‑215/18, EU:C:2020:235, σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

36

Όσον αφορά το άρθρο 16 της Σύμβασης του Λουγκάνο II, το Δικαστήριο υπενθύμισε προσφάτως, ως προς το άρθρο 18 του κανονισμού 1215/2012, το γράμμα του οποίου είναι, κατ’ ουσίαν, πανομοιότυπο με αυτό του άρθρου 16, ότι ως «κατοικία του καταναλωτή» νοείται η κατοικία του καταναλωτή κατά τον χρόνο της άσκησης του ενδίκου βοηθήματος (διάταξη της 3ης Σεπτεμβρίου 2020, mBank, C-98/20, EU:C:2020:672, σκέψη 36).

37

Τέταρτον, είναι σημαντικό να ληφθεί υπόψη ότι, όσον αφορά τους ειδικούς κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας ως προς συμβάσεις συναφθείσες από καταναλωτή, και στην περίπτωση που, όπως εν προκειμένω, η αγωγή ασκείται από τον επαγγελματία κατά του καταναλωτή, κανόνας, όπως αυτός του άρθρου 16, παράγραφος 2, της Σύμβασης του Λουγκάνο ΙΙ, χαρακτηρίζεται ως «κανόνας αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας», βάσει του οποίου η αγωγή ασκείται μόνον ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους στο έδαφος του οποίου έχει την κατοικία του ο καταναλωτής (βλ., κατ’ αναλογίαν, διάταξη της 3ης Σεπτεμβρίου 2020, mBank, C‑98/20, EU:C:2020:672, σκέψη 26).

38

Υπό το πρίσμα αυτών ακριβώς των σκέψεων πρέπει να δοθεί απάντηση στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα.

39

Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της Σύμβασης του Λουγκάνο II έχει την έννοια ότι καθορίζει τη διεθνή δικαιοδοσία στην περίπτωση κατά την οποία ο επαγγελματίας και ο καταναλωτής, συμβαλλόμενα μέρη στη σύμβαση, είχαν, κατά την ημερομηνία της σύναψης της εν λόγω σύμβασης, την κατοικία τους στο ίδιο δεσμευόμενο από τη Σύμβαση κράτος, επήλθε δε στοιχείο αλλοδαπότητας της έννομης σχέσης το πρώτον μετά την ημερομηνία αυτή, λόγω της μεταφοράς της κατοικίας του καταναλωτή σε άλλο δεσμευόμενο από την εν λόγω Σύμβαση κράτος, ή εάν, σε μια τέτοια περίπτωση, η ως άνω διάταξη απαιτεί την ύπαρξη διασυνοριακής δραστηριότητας εκ μέρους του επαγγελματία ήδη κατά τη σύναψη της εν λόγω σύμβασης.

40

Κατά πάγια νομολογία, οι ερμηνευτικές μέθοδοι που χρησιμοποιεί το Δικαστήριο επιτάσσουν να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της συγκεκριμένης διάταξης, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται, καθώς και οι σκοποί που επιδιώκει η πράξη της οποίας αποτελεί μέρος [πρβλ. απόφαση της 25ης Ιουνίου 2020, A κ.λπ. (Ανεμογεννήτριες σε Aalter και Nevele), C-24/19, EU:C:2020:503, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

41

Πρώτον, σύμφωνα με το γράμμα του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της Σύμβασης του Λουγκάνο ΙΙ, ο αντισυμβαλλόμενος του καταναλωτή είναι πρόσωπο το οποίο «ασκεί εμπορικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες στο έδαφος του δεσμευομένου από την παρούσα σύμβαση κράτους στο οποίο έχει την κατοικία του ο καταναλωτής ή το οποίο κατευθύνει με οποιοδήποτε μέσον τέτοιου είδους δραστηριότητες σ’ αυτό το κράτος ή σε διάφορα κράτη, συμπεριλαμβανομένου του εν λόγω κράτους, και η σύμβαση εμπίπτει στο πεδίο των εν λόγω δραστηριοτήτων».

42

Όπως υποστηρίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, από το γράμμα της διάταξης αυτής δεν προκύπτει ούτε ρητώς ούτε σιωπηρώς ότι, κατά την ημερομηνία της σύναψης της σύμβασης, η επαγγελματική δραστηριότητα πρέπει οπωσδήποτε να κατευθύνεται προς διαφορετικό κράτος από εκείνο στο οποίο έχει την έδρα του ο επαγγελματίας. Ομοίως, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι το κράτος στο οποίο ο καταναλωτής έχει την κατοικία του πρέπει να είναι διαφορετικό κράτος από εκείνο στο οποίο έχει την έδρα του ο αντισυμβαλλόμενος επαγγελματίας.

43

Αυτό που απαιτείται ρητώς είναι μόνον ο επαγγελματίας αντισυμβαλλόμενος να ασκεί τη δραστηριότητά του στο κράτος στο οποίο βρίσκεται η κατοικία του καταναλωτή.

44

Η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με πράξεις αντίστοιχες με τη Σύμβαση του Λουγκάνο ΙΙ. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι οι ενιαίοι κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας είχαν εφαρμογή παρά το γεγονός ότι, κατά την ημερομηνία της σύναψης της σύμβασης, ο καταναλωτής και ο επαγγελματίας είχαν την κατοικία τους στο ίδιο κράτος (πρβλ. απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2011, Hypoteční banka, C-327/10, EU:C:2011:745, σκέψεις 22, 29, 30 και 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

45

Στην απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2013, Maletic (C-478/12, EU:C:2013:735, σκέψη 26), το Δικαστήριο επανέλαβε την πάγια νομολογία του κατά την οποία η εφαρμογή των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας απαιτεί την ύπαρξη στοιχείου αλλοδαπότητας, ο δε διεθνής χαρακτήρας της επίμαχης έννομης σχέσεως δεν πρέπει κατ’ ανάγκην να απορρέει από την εμπλοκή περισσοτέρων συμβαλλομένων κρατών λόγω της ουσίας της διαφοράς ή της κατοικίας εκάστου των διαδίκων.

46

Επισημαίνεται ότι, μολονότι, υπό τις περιστάσεις υπό τις οποίες εκδόθηκε η διάταξη της 3ης Σεπτεμβρίου 2020, mBank (C-98/20, EU:C:2020:672), η τράπεζα, η οποία είχε την έδρα της σε ένα πρώτο κράτος, διέθετε υποκατάστημα στο δεύτερο κράτος στο οποίο, κατά την ημερομηνία της σύναψης της σύμβασης, είχε την κατοικία του και ο καταναλωτής, δεν αμφισβητείται ότι, στην υπόθεση εκείνη, η τράπεζα δεν ασκούσε καμία επαγγελματική ή εμπορική δραστηριότητα στο τρίτο κράτος στο οποίο είχε εφεξής την κατοικία του ο καταναλωτής, χωρίς το γεγονός αυτό να εμποδίζει την εφαρμογή του άρθρου 17, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1215/2012, του οποίου οι διατάξεις είναι σχεδόν πανομοιότυπες με εκείνες του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της Σύμβασης του Λουγκάνο II.

47

Οι ανωτέρω εκτιμήσεις δεν αναιρούνται από το σκεπτικό της αποφάσεως της 7ης Δεκεμβρίου 2010, Pammer και Hotel Alpenhof (C-585/08 και C-144/09, EU:C:2010:740). Συγκεκριμένα, η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση εκείνη αφορούσε την ερμηνεία του λεκτικού συμπλέγματος «κατευθύνει σε» σε περίπτωση κατά την οποία η δραστηριότητα του επαγγελματία προβαλλόταν σε ιστότοπο, και το κατά πόσον αρκούσε απλώς η «δυνατότητα πρόσβασης» στον ιστότοπο. Επομένως, από την ως άνω απόφαση δεν μπορεί να συναχθεί ότι, κατ’ αρχήν, στο πλαίσιο του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της Σύμβασης του Λουγκάνο II, η άσκηση επαγγελματικής ή εμπορικής δραστηριότητας πρέπει κατ’ ανάγκην να αφορά άλλο συμβαλλόμενο κράτος κατά τη σύναψη της σύμβασης και ότι αποκλείεται η εφαρμογή του άρθρου αυτού όταν ο καταναλωτής έχει, κατά την ημερομηνία της σύναψης της σύμβασης, την κατοικία του στο ίδιο κράτος με τον αντισυμβαλλόμενο επαγγελματία.

48

Δεύτερον, όσον αφορά το πλαίσιο, το αιτούν δικαστήριο στηρίζεται σε συγκριτική ερμηνεία των στοιχείων αʹ έως γʹ του άρθρου 15, παράγραφος 1, της Σύμβασης του Λουγκάνο ΙΙ, για να προβεί στην εκτίμηση ότι το στοιχείο γʹ της διάταξης αυτής απαιτεί στοιχείο αλλοδαπότητας κατά τη σύναψη της σύμβασης.

49

Συναφώς, όπως επισήμανε και η Επιτροπή, σε καμία από τις τρεις περιπτώσεις του άρθρου 15, παράγραφος 1, της Σύμβασης του Λουγκάνο II δεν γίνεται μνεία της ανάγκης να έχει η ασκούμενη δραστηριότητα στοιχείο αλλοδαπότητας κατά την ημερομηνία της σύναψης της σύμβασης.

50

Όσον αφορά τη συστηματική ερμηνεία του άρθρου 15 της εν λόγω Σύμβασης, υπογραμμίζεται ότι από το άρθρο 17, παράγραφος 3, της Σύμβασης προκύπτει ότι οι ρήτρες παρέκτασης διεθνούς δικαιοδοσίας «που [έχουν] συναφθεί ανάμεσα σε καταναλωτή και αντισυμβαλλόμενο με κατοικία ή συνήθη διαμονή, κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης, στο ίδιο δεσμευόμενο από την παρούσα σύμβαση κράτος, απονέμουν διεθνή δικαιοδοσία στα δικαστήρια αυτού του κράτους, εκτός αν το δίκαιο του συγκεκριμένου κράτους απαγορεύει τέτοιες συμφωνίες».

51

Επομένως, όπως υποστηρίζει και ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 76 και 77 των προτάσεών του, το γεγονός ότι οι συμβαλλόμενοι είχαν την κατοικία τους στο ίδιο κράτος κατά την ημερομηνία της σύναψης της επίμαχης στην κύρια δίκη σύμβασης δεν εμποδίζει την εφαρμογή των διατάξεων του τίτλου II, τμήμα 4, της Σύμβασης του Λουγκάνο II, όπως είναι το άρθρο της 17, παράγραφος 3.

52

Επομένως, η συστηματική ερμηνεία των διατάξεων του τίτλου II, τμήμα 4, της Σύμβασης του Λουγκάνο II δεν απαιτεί την ύπαρξη διασυνοριακής δραστηριότητας εκ μέρους του επαγγελματία ήδη κατά τη σύναψη της σύμβασης.

53

Τρίτον, όσον αφορά τον σκοπό που επιδιώκει η Σύμβαση του Λουγκάνο ΙΙ, και απαντώντας στη δεύτερη ένσταση της Commerzbank, σχετικά με την προβλεψιμότητα των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας και τον κίνδυνο ο καταναλωτής να «μεταφέρει μαζί του» τη δωσιδικία προστασίας, είναι σημαντικό να ληφθεί υπόψη ότι οι κανόνες της Σύμβασης αυτής δεν έχουν ως σκοπό να ρυθμίσουν την οικονομία της σύμβασης, αλλά να θεσπίσουν ενιαίους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 2021, Markt24, C‑804/19, EU:C:2021:134, σκέψεις 30 και 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία) και ότι οι κανόνες αυτοί δεν καθορίζονται πριν από την άσκηση της αγωγής (πρβλ. διάταξη της 3ης Σεπτεμβρίου 2020, mBank, C‑98/20, EU:C:2020:672, σκέψη 36).

54

Πράγματι, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της ενάγουσας της κύριας δίκης, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο κανόνας της διεθνούς δικαιοδοσίας του δικαστηρίου της κατοικίας του καταναλωτή, παρά την ενδεχόμενη αλλαγή κατοικίας, είναι όχι μόνον το αποτέλεσμα της διαδικασίας νομοθετικής ολοκλήρωσης, μία από τις εκφράσεις της οποίας αποτελούν οι κανόνες της Σύμβασης του Λουγκάνο ΙΙ, αλλά αντιστοιχεί και στον συνήθη κανόνα της διεθνούς δικαιοδοσίας βάσει της κατοικίας του εναγομένου, τον οποίο προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 1, της Σύμβασης αυτής.

55

Τέλος, τέταρτον, το αιτούν δικαστήριο στηρίζεται στην έκθεση Schlosser σχετικά με την από 9 Οκτωβρίου 1978 Σύμβαση προσχωρήσεως του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας στη σύμβαση για τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων και την αναγκαστική εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις καθώς και στο πρωτόκολλο σχετικά με την ερμηνεία της από το Δικαστήριο (ΕΕ 1986, C 298, σ. 99, σημείο 161), προκειμένου να κρίνει ότι, σε περίπτωση κατά την οποία ο καταναλωτής μεταφέρει την κατοικία του σε άλλο κράτος μετά τη σύναψη της σύμβασης, το τμήμα 4, που επιγράφεται «Διεθνής δικαιοδοσία σε συμβάσεις καταναλωτών», του τίτλου ΙΙ της Σύμβασης για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις που έγινε στο Λουγκάνο στις 16 Σεπτεμβρίου 1988 (ΕΕ 1988, L 319, σ. 9), αποκαλούμενης «Σύμβαση του Λουγκάνο», έχει εφαρμογή στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 13, πρώτη παράγραφος, σημείο 3, της εν λόγω Σύμβασης (οι διατάξεις της οποίας επαναλαμβάνονται στο άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της Σύμβασης του Λουγκάνο ΙΙ) μόνον εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στη διάταξη αυτή στο νέο κράτος διαμονής.

56

Υπενθυμίζεται ότι στο σημείο 161 της εν λόγω έκθεσης αναφέρεται ότι δεν πρόκειται για απόλυτο κανόνα, αλλά για κανόνα που επιδέχεται εξαιρέσεις. Στο ως άνω σημείο εξηγείται ο λόγος ύπαρξης του εν λόγω κανόνα, ο οποίος αφορά τις εγγενείς δυσχέρειες της διασυνοριακής διαφήμισης ενόψει της σύναψης της σύμβασης.

57

Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι συνθήκες που συνδέονται με τις τεχνολογίες τηλεπικοινωνιών εξελίχθηκαν σημαντικά μετά τη δημοσίευση της έκθεσης αυτής.

58

Εν πάση περιπτώσει, μολονότι το περιεχόμενο μιας τέτοιας έκθεσης μπορεί να ενισχύσει ή να επιβεβαιώσει την ανάλυση των διατάξεων τις οποίες οφείλει να ερμηνεύσει το Δικαστήριο, δεν μπορεί ωστόσο να δικαιολογήσει απόκλιση από το γράμμα των διατάξεων αυτών.

59

Όπως όμως προκύπτει από τις σκέψεις 43 έως 54 της παρούσας αποφάσεως, τόσο από το γράμμα του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της Σύμβασης του Λουγκάνο ΙΙ όσο και από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η εν λόγω διάταξη καθώς και από τον σκοπό της ως άνω Σύμβασης προκύπτει ότι η δυνατότητα εφαρμογής της εν λόγω διάταξης εξαρτάται μόνον από τη ρητή προϋπόθεση ότι ο αντισυμβαλλόμενος επαγγελματίας ασκεί τη δραστηριότητά του στο κράτος της κατοικίας του καταναλωτή κατά την ημερομηνία της σύναψης της σύμβασης, χωρίς η μεταγενέστερη μεταφορά της κατοικίας του καταναλωτή σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος να μπορεί να εμποδίσει τη δυνατότητα εφαρμογής της ίδιας διάταξης.

60

Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της Σύμβασης του Λουγκάνο II έχει την έννοια ότι η διάταξη αυτή καθορίζει τη διεθνή δικαιοδοσία στην περίπτωση κατά την οποία ο επαγγελματίας και ο καταναλωτής, συμβαλλόμενοι σε καταναλωτική σύμβαση, είχαν την κατοικία τους, κατά την ημερομηνία της σύναψης της εν λόγω σύμβασης, στο ίδιο δεσμευόμενο από τη Σύμβαση κράτος, επήλθε δε στοιχείο αλλοδαπότητας της έννομης σχέσης το πρώτον μετά τη σύναψη της εν λόγω σύμβασης, λόγω της μεταγενέστερης μεταφοράς της κατοικίας του καταναλωτή σε άλλο κράτος δεσμευόμενο από τη Σύμβαση.

Επί των δικαστικών εξόδων

61

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της Σύμβασης για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, η οποία υπεγράφη στις 30 Οκτωβρίου 2007 και της οποίας η σύναψη εγκρίθηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με την απόφαση 2009/430/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2008, έχει την έννοια ότι η διάταξη αυτή καθορίζει τη διεθνή δικαιοδοσία στην περίπτωση κατά την οποία ο επαγγελματίας και ο καταναλωτής, συμβαλλόμενοι σε καταναλωτική σύμβαση, είχαν την κατοικία τους, κατά την ημερομηνία της σύναψης της εν λόγω σύμβασης, στο ίδιο δεσμευόμενο από τη Σύμβαση κράτος, επήλθε δε στοιχείο αλλοδαπότητας της έννομης σχέσης το πρώτον μετά τη σύναψη της εν λόγω σύμβασης, λόγω της μεταγενέστερης μεταφοράς της κατοικίας του καταναλωτή σε άλλο κράτος δεσμευόμενο από τη Σύμβαση.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

Top