Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62020CJ0107

    Απόφαση του Δικαστηρίου (ένατο τμήμα) της 18ης Νοεμβρίου 2021.
    Ελληνική Δημοκρατία κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
    Αίτηση αναιρέσεως – Κοινή γεωργική πολιτική (ΚΓΠ) – Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) – Δαπάνες αποκλειόμενες από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν από την Ελληνική Δημοκρατία – Κανονισμός (ΕΕ) 1306/2013 – Άρθρο 52, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ – Κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικές διορθώσεις – Προθεσμία 24 μηνών – Δαπάνες καλυπτόμενες από την προθεσμία αυτή – Μέθοδος υπολογισμού της διόρθωσης – Προσαρμογή του συντελεστή διόρθωσης.
    Υπόθεση C-107/20 P.

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2021:937

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)

    της 18ης Νοεμβρίου 2021 (*)

    «Αίτηση αναιρέσεως – Κοινή γεωργική πολιτική (ΚΓΠ) – Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) – Δαπάνες αποκλειόμενες από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν από την Ελληνική Δημοκρατία – Κανονισμός (ΕΕ) 1306/2013 – Άρθρο 52, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ – Κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικές διορθώσεις – Προθεσμία 24 μηνών – Δαπάνες καλυπτόμενες από την προθεσμία αυτή – Μέθοδος υπολογισμού της διόρθωσης – Προσαρμογή του συντελεστή διόρθωσης»

    Στην υπόθεση C‑107/20 P,

    με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 2020,

    Ελληνική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τις Ε. Τσαούση, Α.‑E. Βασιλοπούλου και Ε.‑Ε. Κρόμπα,

    αναιρεσείουσα,

    όπου ο έτερος διάδικος είναι η:

    Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον Μ. Κωνσταντινίδη και την J. Aquilina,

    καθής πρωτοδίκως,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

    συγκείμενο από τους K. Jürimäe, πρόεδρο του τρίτου τμήματος, προεδρεύουσα του ενάτου τμήματος, S. Rodin και N. Piçarra (εισηγητή), δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: H. Saugmandsgaard Øe

    γραμματέας: A. Calot Escobar

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

    κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1        Με την παρούσα αίτηση αναιρέσεως, η Ελληνική Δημοκρατία ζητεί να αναιρεθεί η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Ελλάδα κατά Επιτροπής (T‑295/18, μη δημοσιευθείσα, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2019:880), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της με αίτημα την ακύρωση της εκτελεστικής απόφασης (ΕΕ) 2018/304 της Επιτροπής, της 27ης Φεβρουαρίου 2018, για τον αποκλεισμό από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) (ΕΕ 2018, L 59, σ. 3) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), κατά το μέρος της με το οποίο, σε συνέχεια του ελέγχου των συναλλαγών κατά τα οικονομικά έτη 2011-2014, αποκλείστηκαν από τη χρηματοδότηση της Ένωσης δαπάνες της Ελληνικής Δημοκρατίας συνολικού ακαθάριστου ποσού 17 869 131,75 ευρώ, που πραγματοποιήθηκαν και δηλώθηκαν στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ), σχετικά με τα μέτρα 125A, 321 και 322 (ακαθάριστο ποσό 15 631 043,52 ευρώ) και το μέτρο 123A (ποσό 2 238 088,23 ευρώ), καθώς και ποσού 588 103,59 ευρώ, που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ).

     Το νομικό πλαίσιο

     Ο κανονισμός (ΕΕ) 1306/2013

    2        Το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) 1306/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, σχετικά με τη χρηματοδότηση, τη διαχείριση και την παρακολούθηση της κοινής γεωργικής πολιτικής και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 352/78, (ΕΚ) αριθ. 165/94, (ΕΚ) αριθ. 2799/98, (ΕΚ) αριθ. 814/2000, (ΕΚ) αριθ. 1290/2005 και (ΕΚ) αριθ. 485/2008 του Συμβουλίου (ΕΕ 2013, L 347, σ. 549), το οποίο επιγράφεται «Δαπάνες του ΕΓΤΑΑ», προβλέπει τα εξής:

    «Το ΕΓΤΑΑ αποτελεί αντικείμενο επιμερισμένης διαχείρισης μεταξύ των κρατών μελών και της Ένωσης. Χρηματοδοτεί τη χρηματοδοτική συνεισφορά της Ένωσης στα προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης που εφαρμόζονται σύμφωνα με την ενωσιακή νομοθεσία για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης.»

    3        Το άρθρο 41 του κανονισμού αυτού, το οποίο επιγράφεται «Μείωση και αναστολή των μηνιαίων και ενδιάμεσων πληρωμών», ορίζει στις παραγράφους 1 και 3 τα εξής:

    «1.      Εάν οι δηλώσεις δαπανών ή τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 102 επιτρέπουν στην Επιτροπή να αποφανθεί ότι οι δαπάνες πραγματοποιήθηκαν από οργανισμούς οι οποίοι δεν είναι διαπιστευμένοι οργανισμοί πληρωμών, ότι οι προθεσμίες πληρωμής και τα δημοσιονομικά ανώτατα όρια που καθορίσθηκαν από την ενωσιακή νομοθεσία δεν τηρήθηκαν ή ότι οι εν λόγω δαπάνες με τον ένα ή τον άλλο τρόπο δεν πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τους ενωσιακούς κανόνες, η Επιτροπή μπορεί να μειώσει ή να αναστείλει τις μηνιαίες ή ενδιάμεσες πληρωμές στο σχετικό κράτος μέλος στα πλαίσια των εκτελεστικών πράξεων για τις μηνιαίες πληρωμές που αναφέρονται στο άρθρο 18 παράγραφος 3 ή στο πλαίσιο των ενδιάμεσων πληρωμών που αναφέρονται στο άρθρο 36, αφού δοθεί στο κράτος μέλος η δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις του.

    [...]

    3.      Οι μειώσεις και οι αναστολές βάσει του παρόντος άρθρου επιβάλλονται σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας και με την επιφύλαξη της εφαρμογής των άρθρων 51 και 52.»

    4        Το άρθρο 52 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Εκκαθάριση ως προς τη συμμόρφωση», προβλέπει στις παραγράφους 1, 2 και 4 τα εξής:

    «1.      Όταν διαπιστώσει ότι οι δαπάνες που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 και στο άρθρο 5 δεν πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με την ενωσιακή νομοθεσία και, όσον αφορά το ΕΓΤΑΑ, με την εφαρμοστέα ενωσιακή και εθνική νομοθεσία που αναφέρεται στο άρθρο 85 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1303/2013 [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, περί καθορισμού κοινών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, το Ταμείο Συνοχής, το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας και περί καθορισμού γενικών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, το Ταμείο Συνοχής και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1083/2006 (ΕΕ 2013, L 347, σ. 320)], η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τον καθορισμό των ποσών που πρέπει να αποκλειστούν από την ενωσιακή χρηματοδότηση. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 116 παράγραφος 2.

    2.      Η Επιτροπή εκτιμά τα ποσά που πρέπει να αποκλειστούν με βάση τη σοβαρότητα της διαπιστούμενης μη συμμόρφωσης. Η Επιτροπή λαμβάνει δεόντως υπόψη το είδος της παράβασης και την οικονομική ζημία που υπέστη η Ένωση. Βασίζει τον αποκλεισμό στον προσδιορισμό των αχρεωστήτως δαπανηθέντων ποσών και, σε περίπτωση [που] ο υπολογισμός των εν λόγω ποσών απαιτεί δυσανάλογη προσπάθεια, δύναται να εφαρμόζει διορθώσεις κατά παρεκβολή ή κατ’ αποκοπήν. Οι κατ’ αποκοπήν διορθώσεις εφαρμόζονται μόνο όταν, λόγω της φύσης της περίπτωσης ή επειδή το κράτος μέλος δεν διαβίβασε στην Επιτροπή τις απαραίτητες πληροφορίες, δεν είναι εφικτό, με μια λογική προσπάθεια, να προσδιοριστεί ακριβέστερα η οικονομική ζημία που υπέστη η Ένωση.

    [...]

    4.      Η απόρριψη χρηματοδότησης δεν μπορεί να αφορά:

    [...]

    γ)      δαπάνες για μέτρα που προβλέπονται στα προγράμματα που αναφέρονται στο άρθρο 5, εκτός από αυτά του στοιχείου β) της παρούσας παραγράφου, για τις οποίες η πληρωμή ή ενδεχομένως η τελική πληρωμή από τον οργανισμό πληρωμών πραγματοποιήθηκε νωρίτερα από 24 μήνες πριν από την έγγραφη ανακοίνωση των πορισμάτων των επιθεωρήσεων στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος από την Επιτροπή.»

    5        Το άρθρο 79 του ίδιου ως άνω κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Πεδίο εφαρμογής και ορισμοί», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

    «Το παρόν κεφάλαιο[, το οποίο επιγράφεται “Έλεγχος των συναλλαγών”,] καθορίζει ειδικούς κανόνες για τον έλεγχο των εμπορικών εγγράφων των οντοτήτων εκείνων που είναι δικαιούχοι ή οφειλέτες και σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με το σύστημα χρηματοδότησης από το ΕΓΤΕ ή των αντιπροσώπων τους (“επιχειρήσεις”), προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον οι συναλλαγές που αποτελούν μέρος του συστήματος χρηματοδότησης από το ΕΓΤΕ έχουν όντως πραγματοποιηθεί και κατά πόσον έχουν εκτελεστεί ορθώς.»

    6        Το άρθρο 80 του κανονισμού 1306/2013, το οποίο επιγράφεται «Έλεγχος από τα κράτη μέλη», ορίζει τα εξής:

    «1.      Τα κράτη μέλη προβαίνουν σε συστηματικούς ελέγχους των εμπορικών εγγράφων των επιχειρήσεων, λαμβάνοντας υπόψη τον χαρακτήρα των ελεγκτέων συναλλαγών. Τα κράτη μέλη φροντίζουν ώστε η επιλογή των ελεγκτέων επιχειρήσεων να διασφαλίζει με τον καλύτερο τρόπο την αποτελεσματικότητα των μέτρων πρόληψης και ανίχνευσης των παρατυπιών. Η επιλογή λαμβάνει ιδίως υπόψη, μεταξύ άλλων, την οικονομική σημασία των επιχειρήσεων στο σύστημα αυτό καθώς και άλλους παράγοντες κινδύνου.

    2.      Στις κατάλληλες περιπτώσεις, ο έλεγχος που προβλέπεται στην παράγραφο 1 επεκτείνεται στα φυσικά ή νομικά πρόσωπα με τα οποία συνδέονται οι επιχειρήσεις καθώς και σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο ενδεχομένως παρουσιάζει ενδιαφέρον στο πλαίσιο της επιδίωξης των στόχων του άρθρου 81.

    3.      Ο έλεγχος που διενεργείται κατ’ εφαρμογή του παρόντος κεφαλαίου πραγματοποιείται με την επιφύλαξη των ελέγχων που διενεργούνται σύμφωνα με τα άρθρα 47 και 48.»

     Ο κανονισμός (ΕΚ) 1698/2005

    7        Ο κανονισμός (ΕΚ) 1698/2005 του Συμβουλίου, της 20ής Σεπτεμβρίου 2005, για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) (ΕΕ 2005, L 277, σ. 1), καταργήθηκε από την 1η Ιανουαρίου 2014 με τον κανονισμό (ΕΚ) 1305/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1698/2005 του Συμβουλίου (ΕΕ 2013, L 347, σ. 487). Εντούτοις, ο κανονισμός 1698/2005 εξακολούθησε να εφαρμόζεται στις πράξεις που είχαν υλοποιηθεί σύμφωνα με τα προγράμματα που είχαν εγκριθεί από την Επιτροπή, δυνάμει του εν λόγω κανονισμού, πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014.

    8        Το άρθρο 71 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Επιλεξιμότητα δαπανών», όριζε στις παραγράφους 2 και 3 τα εξής:

    «2.      Οι δαπάνες είναι επιλέξιμες για συνεισφορά του ΕΓΤΑΑ, μόνον εάν πραγματοποιούνται για πράξεις που έχουν αποφασισθεί από τη διαχειριστική αρχή του σχετικού προγράμματος ή υπ’ ευθύνη της, σύμφωνα με τα κριτήρια επιλογής που καθορίζονται από το αρμόδιο σώμα.

    3.      Οι κανόνες επιλεξιμότητας των δαπανών θεσπίζονται σε εθνικό επίπεδο, με την επιφύλαξη των ειδικών όρων που προβλέπονται από τον παρόντα κανονισμό για ορισμένα μέτρα αγροτικής ανάπτυξης.

    [...]»

     Ο κανονισμός (ΕΕ) 65/2011

    9        Ο κανονισμός (ΕΕ) 65/2011 της Επιτροπής, της 27ης Ιανουαρίου 2011, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού 1698/2005 όσον αφορά την εφαρμογή διαδικασιών ελέγχου καθώς και την πολλαπλή συμμόρφωση σε σχέση με μέτρα στήριξης της αγροτικής ανάπτυξης (ΕΕ 2011, L 25, σ. 8), καταργήθηκε από την 1η Ιανουαρίου 2015 με τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 640/2014 της Επιτροπής, της 11ης Μαρτίου 2014, για τη συμπλήρωση του κανονισμού 1306/2013 όσον αφορά το ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης και ελέγχου και τους όρους απόρριψης ή ανάκτησης πληρωμών καθώς και τις διοικητικές κυρώσεις που εφαρμόζονται στις άμεσες ενισχύσεις, τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης και την πολλαπλή συμμόρφωση (ΕΕ 2014, L 181, σ. 48). Εντούτοις, ο κανονισμός 65/2011 εξακολούθησε να εφαρμόζεται για τις αιτήσεις ενίσχυσης για άμεσες πληρωμές οι οποίες είχαν υποβληθεί για τις περιόδους πριμοδότησης που άρχισαν πριν από την 1η Ιανουαρίου 2015, καθώς και για τις αιτήσεις πληρωμών που υποβλήθηκαν σε σχέση με το έτος 2014.

    10      Το άρθρο 24 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Διοικητικοί έλεγχοι», ορίζει στην παράγραφο 2 τα εξής:

    «Οι διοικητικοί έλεγχοι των αιτήσεων ενίσχυσης περιλαμβάνουν ιδίως την εξακρίβωση:

    α)      της επιλεξιμότητας της ενέργειας για την οποία ζητείται ενίσχυση·

    β)      της τήρησης των κριτηρίων επιλογής που καθορίζονται στο πρόγραμμα αγροτικής ανάπτυξης·

    γ)      της συμμόρφωσης της ενέργειας για την οποία ζητείται ενίσχυση με τους ισχύοντες εθνικούς και ενωσιακούς κανόνες, ιδίως και εφόσον απαιτείται στους τομείς των δημόσιων προμηθειών και των κρατικών ενισχύσεων, καθώς και με άλλα ενδεικνυόμενα υποχρεωτικά πρότυπα που έχουν θεσπιστεί από την εθνική νομοθεσία ή που προβλέπονται στο πρόγραμμα αγροτικής ανάπτυξης·

    δ)      του εύλογου χαρακτήρα του κόστους, που αξιολογείται με τη χρήση κατάλληλου συστήματος αξιολόγησης, όπως το κόστος αναφοράς, η σύγκριση των διαφόρων προσφορών ή η επιτροπή αξιολόγησης·

    ε)      της αξιοπιστίας του δικαιούχου, με αναφορά σε τυχόν προηγούμενες ενέργειες που συγχρηματοδοτήθηκαν από το έτος 2000 και μετά.»

     Ο κανονισμός (ΕΚ) 1974/2006

    11      Ο κανονισμός (ΕΚ) 1974/2006 της Επιτροπής, της 15ης Δεκεμβρίου 2006, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού 1698/2005 (ΕΕ 2006, L 368, σ. 15), καταργήθηκε από την 1η Ιανουαρίου 2014 με τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 807/2014 της Επιτροπής, της 11ης Μαρτίου 2014, για τη συμπλήρωση του κανονισμού 1305/2013 (ΕΕ 2014, L 227, σ. 1). Εντούτοις, ο κανονισμός 1974/2006 εξακολούθησε να εφαρμόζεται στις πράξεις που είχαν υλοποιηθεί σύμφωνα με τα προγράμματα που είχαν εγκριθεί από την Επιτροπή, δυνάμει του κανονισμού 1698/2005, πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014.

    12      Το άρθρο 43 του κανονισμού 1974/2006 όριζε τα εξής:

    «Όσον αφορά τα μέτρα με επενδύσεις, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η στήριξη στοχεύει σε σαφώς καθορισμένους στόχους οι οποίοι αντικατοπτρίζουν τις διαρθρωτικές και κατά περιοχή ανάγκες καθώς και τα διαθρωτικά μειονεκτήματα που έχουν προσδιοριστεί.»

    13      Κατά το άρθρο 48 του κανονισμού αυτού:

    «1.      Για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 74 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1698/2005, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το σύνολο των μέτρων αγροτικής ανάπτυξης που πρόκειται να εφαρμόσουν είναι δυνατόν να επαληθευτεί και να ελεγχθεί. Για τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη καθορίζουν ρυθμίσεις ελέγχου οι οποίες τους παρέχουν εύλογες εγγυήσεις για την τήρηση των κριτηρίων επιλεξιμότητας και των λοιπών δεσμεύσεων.

    2.      Για τον σκοπό της τεκμηρίωσης και της επιβεβαίωσης της καταλληλότητας και της ακρίβειας των υπολογισμών των πληρωμών που προβλέπονται στα άρθρα 31, 38, 39, 40 και 43 έως 47 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1698/2005, τα κράτη μέλη μεριμνούν για την παροχή της ενδεικνυόμενης εμπειρογνωμοσύνης από φορείς ή υπηρεσίες που είναι λειτουργικά ανεξάρτητοι από τους φορείς ή τις υπηρεσίες που είναι υπεύθυνοι για τους εν λόγω υπολογισμούς. Αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την παροχή της σχετικής εμπειρογνωμοσύνης παρέχονται στα προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης.»

     Ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 907/2014

    14      Το άρθρο 12 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 907/2014 της Επιτροπής, της 11ης Μαρτίου 2014, για τη συμπλήρωση του κανονισμού 1306/2013, όσον αφορά τους οργανισμούς πληρωμών και άλλους οργανισμούς, τη δημοσιονομική διαχείριση, την εκκαθάριση λογαριασμών, τις εγγυήσεις και τη χρήση του ευρώ (ΕΕ 2014, L 255, σ. 18), επιγράφεται «Κριτήρια και μεθοδολογία για την επιβολή διορθώσεων στο πλαίσιο της εκκαθάρισης ως προς τη συμμόρφωση». Το άρθρο αυτό, όπως ισχύει από τις 10 Φεβρουαρίου 2015, ορίζει στις παραγράφους 6 έως 8 τα εξής:

    «6.      Όταν δεν πληρούνται οι όροι προσδιορισμού των ποσών που πρέπει να αποκλειστούν από τη χρηματοδότηση της Ένωσης, όπως αναφέρεται στις παραγράφους 2 και 3, ή όταν η φύση της υπόθεσης δεν επιτρέπει τον προσδιορισμό των ποσών που πρέπει να αποκλειστούν βάσει των εν λόγω παραγράφων, η Επιτροπή επιβάλλει τις κατάλληλες κατ’ αποκοπή διορθώσεις λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και τη σοβαρότητα της παράβασης, καθώς και τη δική της εκτίμηση για τον κίνδυνο πρόκλησης οικονομικής ζημίας στην Ένωση.

    Το επίπεδο της κατ’ αποκοπή διόρθωσης καθορίζεται λαμβάνοντας ιδίως υπόψη το είδος της μη συμμόρφωσης που διαπιστώθηκε. Προς τούτο, οι ελλείψεις ως προς τους ελέγχους υποδιαιρούνται σε ελλείψεις που αφορούν βασικούς και επικουρικούς ελέγχους, ως εξής:

    α)      βασικοί έλεγχοι είναι οι διοικητικοί και επιτόπιοι έλεγχοι που απαιτούνται για να κριθεί η επιλεξιμότητα της ενίσχυσης και η σχετική επιβολή μειώσεων και ποινών·

    β)      επικουρικοί έλεγχοι είναι όλες οι άλλες διοικητικές πράξεις που απαιτούνται για την ορθή διεκπεραίωση των αιτήσεων.

    Εάν, στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας εκκαθάρισης ως προς τη συμμόρφωση, διαπιστωθούν διαφορετικές περιπτώσεις μη συμμόρφωσης που μεμονωμένα θα οδηγούσαν σε χωριστές κατ’ αποκοπή διορθώσεις, τότε επιβάλλεται μόνο η υψηλότερη κατ’ αποκοπή διόρθωση.

    7.      Κατά τον καθορισμό του ύψους των κατ’ αποκοπή διορθώσεων, η Επιτροπή λαμβάνει ειδικά υπόψη τις ακόλουθες περιστάσεις, οι οποίες αποδεικνύουν αυξημένη σοβαρότητα των ελλείψεων που συνιστά μεγαλύτερο κίνδυνο απώλειας για τον προϋπολογισμό της Ένωσης:

    α)      ένας ή περισσότεροι από τους βασικούς ελέγχους δεν διενεργούνται ή διενεργούνται ελλιπώς ή με περιορισμένη συχνότητα ώστε να κρίνονται αναποτελεσματικοί όσον αφορά τον καθορισμό της επιλεξιμότητας της αίτησης ή την πρόληψη παρατυπιών· ή

    β)      διαπιστώνονται τρεις ή περισσότερες ελλείψεις όσον αφορά το ίδιο σύστημα ελέγχου· ή

    γ)      διαπιστώνεται ότι το κράτος μέλος δεν εφαρμόζει σύστημα ελέγχου ή το σύστημα εμφανίζει σοβαρές ελλείψεις και υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία για εκτεταμένες παρατυπίες και αμέλειες στην αντιμετώπιση παράτυπων ή δόλιων πρακτικών·

    δ)      έχει ήδη επιβληθεί διόρθωση στο εν λόγω κράτος μέλος για παρόμοιες ελλείψεις στον ίδιο τομέα, λαμβανομένων πάντως υπόψη των διορθωτικών ή αντισταθμιστικών μέτρων που έχουν ήδη ληφθεί από το κράτος μέλος.

    8.      Όταν το κράτος μέλος υποβάλλει αντικειμενικά στοιχεία, τα οποία δεν ικανοποιούν μεν τις απαιτήσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου, αλλά αποδεικνύουν ότι η μέγιστη απώλεια για τα ταμεία είναι μικρότερη από εκείνη που θα προέκυπτε από την εφαρμογή χαμηλότερου κατ’ αποκοπή ποσοστού από το προτεινόμενο, τότε η Επιτροπή χρησιμοποιεί το χαμηλότερο κατ’ αποκοπή ποσοστό για τη λήψη απόφασης σχετικά με τα ποσά που πρέπει να αποκλειστούν από τη χρηματοδότηση της Ένωσης δυνάμει του άρθρου 52 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013.»

     Ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 908/2014

    15      Το άρθρο 34 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 908/2014 της Επιτροπής, της 6ης Αυγούστου 2014, για τη θέσπιση κανόνων εφαρμογής του κανονισμού 1306/2013 όσον αφορά τους οργανισμούς πληρωμών και άλλους οργανισμούς, τη δημοσιονομική διαχείριση, την εκκαθάριση λογαριασμών, τους κανόνες σχετικά με τους ελέγχους, τις εγγυήσεις και τη διαφάνεια (ΕΕ 2014, L 255, σ. 59), το οποίο επιγράφεται «Εκκαθάριση ως προς τη συμμόρφωση», ορίζει στην παράγραφο 7 τα εξής:

    «Η Επιτροπή, αφού κοινοποιήσει τα συμπεράσματά της στα κράτη μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 34 παράγραφος 3 ή 4 του παρόντος κανονισμού, εκδίδει, κατά περίπτωση, μία ή περισσότερες αποφάσεις βάσει του άρθρου 52 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013, με σκοπό να αποκλείσει από την ενωσιακή χρηματοδότηση δαπάνες που δεν είναι σύμφωνες με τους ενωσιακούς κανόνες. Η Επιτροπή μπορεί να εφαρμόζει συνεχείς διαδικασίες εκκαθάρισης ως προς τη συμμόρφωση, μέχρις ότου το κράτος μέλος εφαρμόσει πράγματι τα διορθωτικά μέτρα.»

    16      Το άρθρο 36 του κανονισμού αυτού, το οποίο επιγράφεται «Όργανο συμβιβασμού», προβλέπει τα εξής:

    «Για τους σκοπούς της διαδικασίας εκκαθάρισης ως προς τη συμμόρφωση που προβλέπεται στο άρθρο 52 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013, συγκροτείται ένα όργανο συμβιβασμού, το οποίο ασκεί τα ακόλουθα καθήκοντα:

    α)      εξετάζει κάθε θέμα που του παραπέμπει το κράτος μέλος που έλαβε επίσημη κοινοποίηση από την Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 34 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένης της αξιολόγησης των δαπανών τις οποίες η Επιτροπή προτίθεται να αποκλείσει από την ενωσιακή χρηματοδότηση·

    β)      αναλαμβάνει να συμβιβάσει τις αποκλίνουσες θέσεις της Επιτροπής και του οικείου κράτους μέλους·

    γ)      μετά το πέρας της εξέτασης, συντάσσει έκθεση με τα αποτελέσματα της προσπάθειας συμβιβασμού, διατυπώνοντας τις παρατηρήσεις που θεωρεί χρήσιμες σε περίπτωση που εξακολουθούν να υπάρχουν διαφορές ως προς όλα ή ορισμένα ζητήματα.»

    17      Το άρθρο 40, παράγραφος 4, του κανονισμού αυτού, το οποίο επιγράφεται «Διαδικασία συμβιβασμού», προβλέπει τα εξής:

    «Εάν, εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία που του υποβάλλεται μια υπόθεση, το όργανο συμβιβασμού δεν είναι σε θέση να συμβιβάσει τις θέσεις της Επιτροπής και του κράτους μέλους, η διαδικασία συμβιβασμού θεωρείται ότι έχει αποτύχει.

    Η έκθεση που προβλέπεται στο άρθρο 36 στοιχείο γ) αναφέρει τους λόγους για τους οποίους δεν ήταν δυνατό να υπάρξει συμβιβασμός. Αναφέρεται εάν έχει επιτευχθεί κάποια μερική συμφωνία κατά τη διαδικασία και αν το όργανο συμβιβασμού καλεί την Επιτροπή να εξετάσει νέες πληροφορίες σύμφωνα με την παράγραφο 3 δεύτερο εδάφιο.

    Η έκθεση αποστέλλεται:

    α)      στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος·

    β)      στην Επιτροπή, η οποία την εξετάζει πριν διαβιβάσει τα συμπεράσματά της στο κράτος μέλος·

    γ)      στα άλλα κράτη μέλη στο πλαίσιο της επιτροπής γεωργικών ταμείων.»

     Οι κατευθυντήριες γραμμές του 2015

    18      Η ανακοίνωση της Επιτροπής, της 8ης Ιουνίου 2015, με τίτλο «Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των δημοσιονομικών διορθώσεων στο πλαίσιο των διαδικασιών εκκαθάρισης ως προς τη συμμόρφωση και δημοσιονομικής εκκαθάρισης των λογαριασμών» [C(2015) 3675 final] (στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 2015), προβλέπει στο κεφάλαιο 1, σημείο 1.3.7 («Οι δαπάνες που έχουν αποτελέσει αντικείμενο δημοσιονομικής διόρθωσης δεν υποβάλλονται σε διόρθωση δεύτερη φορά»), τα εξής:

    «Οι αλληλεπικαλυπτόμενες δημοσιονομικές διορθώσεις (για τον ίδιο συνδυασμό οργανισμού πληρωμών – οικονομικού έτους – κωδικού προϋπολογισμού) θα συμψηφίζονται. Η ακολουθία/σειρά εφαρμογής των δημοσιονομικών διορθώσεων δεν θα πρέπει να επηρεάζει το συνολικό ποσό της διόρθωσης. Επιπλέον, το γεγονός ότι οι αλληλεπικαλυπτόμενες διορθώσεις εντάσσονται στην ίδια διαδικασία συμμόρφωσης ή αποτελούν μέρος παρατεταμένων ελέγχων δεν επηρεάζει το συνολικό ποσό της διόρθωσης.»

    19      Το κεφάλαιο 3 των κατευθυντήριων γραμμών του 2015, το οποίο επιγράφεται «Κατ’ αποκοπή δημοσιονομικές διορθώσεις για ελλείψεις στα συστήματα διαχείρισης και ελέγχου όσον αφορά τη νομιμότητα και την κανονικότητα των δαπανών», ορίζει στο σημείο 3.4 («Περαιτέρω εξέταση της πραγματικής οικονομικής ζημίας») τα εξής:

    «[...] Οι κατ’ αποκοπή διορθώσεις δεν είναι σωρευτικές, και λαμβάνεται υπόψη η σοβαρότερη έλλειψη ως ένδειξη των κινδύνων που παρουσιάζει το σύστημα ελέγχου στο σύνολό του. Εφαρμόζονται στις δαπάνες που απομένουν αφού αφαιρεθούν τα διορθωμένα ποσά για μεμονωμένες περιπτώσεις.»

     Ιστορικό της διαφοράς

    20      Το ιστορικό της διαφοράς εκτίθεται από το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 1 έως 22 της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης και μπορεί, για τις ανάγκες της παρούσας διαδικασίας, να συνοψισθεί ως εξής.

    21      Από τις 20 έως τις 24 Απριλίου 2015, η Επιτροπή διενήργησε στην Ελλάδα την υπ’ αριθ. RD 1/2015/805/GR έρευνα, σχετικά με την αγροτική ανάπτυξη στο πλαίσιο του ΕΓΤΑΑ.

    22      Με επιστολή της 23ης Ιουλίου 2015, η Επιτροπή γνωστοποίησε τις παρατηρήσεις της στην Ελληνική Δημοκρατία, η οποία απάντησε στις 21 Οκτωβρίου 2015.

    23      Στις 3 Αυγούστου 2016 η Επιτροπή γνωστοποίησε στην Ελληνική Δημοκρατία την πρόθεσή της να προτείνει τον αποκλεισμό ενός ακαθάριστου ποσού ύψους 16 896 998,38 ευρώ από τη χρηματοδότηση της Ένωσης, το οποίο θα μειωνόταν στο καθαρό ποσό των 13 884 943,61 ευρώ λόγω των διορθώσεων που είχαν ήδη γίνει ως προς τις ίδιες δαπάνες στο πλαίσιο της προηγούμενης έρευνας υπ’ αριθ. RD 1/2012/810/GR. Η Επιτροπή εξέθεσε ότι είχαν διαπιστωθεί ανεπάρκειες όσον αφορά την εφαρμογή, στην Ελλάδα, του καθεστώτος των μέτρων που εντάσσονταν στο πλαίσιο του προγράμματος αγροτικής ανάπτυξης του ΕΓΤΑΑ για την περίοδο προγραμματισμού 2007‑2013 και ότι οι ανεπάρκειες αυτές αφορούσαν τα οικονομικά έτη από το 2010 έως το 2015.

    24      Κατά την Επιτροπή, οι επίμαχες ανεπάρκειες ήταν δύο ειδών. Αφενός, όσον αφορά το μέτρο 125A, που φέρει τον τίτλο «Βελτίωση και ανάπτυξη της υποδομής που σχετίζεται με την ανάπτυξη και προσαρμογή της γεωργίας και της δασοκομίας», το σύστημα επιλογής των έργων που θα χρηματοδοτούνταν βάσει των επίσημων κριτηρίων επιλογής ήταν πλημμελές. Η επιλογή αυτή δεν διενεργήθηκε από τις διαχειριστικές αρχές αλλά στο πλαίσιο ενός αδιαφανούς συστήματος προεπιλογής που εφαρμόστηκε από τη Διεύθυνση Τεχνικών Μελετών και Κατασκευών του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (στο εξής: ΔΤΜΚ) και, κατά συνέπεια, δεν υπήρξε καμία εγγύηση ότι τα χρηματοδοτούμενα έργα ήταν πράγματι τα καλύτερα από την άποψη των στόχων του προγράμματος αγροτικής ανάπτυξης (στο εξής: ΠΑΑ) ούτε ότι δεν είχαν αποκλειστεί ορισμένα από τα έργα που θα μπορούσαν να επιτύχουν τους στόχους αυτούς.

    25      Αφετέρου, όσον αφορά τόσο το μέτρο 125Α όσο και τα μέτρα 321 «Βασικές υπηρεσίες για την οικονομία και τον αγροτικό πληθυσμό» και 322 «Ανακαίνιση και ανάπτυξη των χωριών», διαπιστώθηκαν ανεπάρκειες στην αξιολόγηση των αιτήσεων ενίσχυσης από τη διαχειριστική αρχή, ιδίως έλλειψη σαφούς μεθοδολογίας για την αξιολόγηση και τη βαθμολόγηση των διαφόρων αιτήσεων καθώς και σφάλματα και ασυνέπειες στην εφαρμογή των κρίσιμων κριτηρίων.

    26      Κατόπιν της αίτησης συμβιβασμού την οποία υπέβαλε η Ελληνική Δημοκρατία στις 19 Αυγούστου 2016, το όργανο συμβιβασμού εξέδωσε τη γνωμοδότησή του την 21η Μαρτίου 2017.

    27      Με επιστολή της 8ης Αυγούστου 2017, η Επιτροπή γνωστοποίησε την τελική θέση της με την οποία επισήμαινε ότι ενέμενε μερικώς στη θέση που είχε διατυπώσει προηγουμένως και καθόριζε το ακαθάριστο ποσό της διόρθωσης στα 15 631 045,52 ευρώ, το οποίο μειώθηκε στο καθαρό ποσό των 12 618 988,75 ευρώ και αντιστοιχούσε σε κατ’ αποκοπήν διόρθωση 10 % όσον αφορά τις ανεπάρκειες ειδικά του μέτρου 125Α και 5 % όσον αφορά τις ανεπάρκειες που ήταν κοινές στα μέτρα 125A, 321 και 322.

    28      Από τις 9 έως τις 13 Νοεμβρίου 2015, η Επιτροπή διεξήγαγε την υπ’ αριθ. RD 1/2015/809/GR έρευνα, σχετικά με την αγροτική ανάπτυξη στο πλαίσιο του ΕΓΤΑΑ (Μέτρα με προσανατολισμό τις επενδύσεις – Δικαιούχοι του ιδιωτικού τομέα).

    29      Με επιστολή της 17ης Ιανουαρίου 2017, η Επιτροπή γνωστοποίησε στην Ελληνική Δημοκρατία την πρόθεσή της να προτείνει τον αποκλεισμό του ποσού των 2 238 088,23 ευρώ από τη χρηματοδότηση της Ένωσης, επισημαίνοντας ότι στην Ελλάδα είχαν διαπιστωθεί ανεπάρκειες όσον αφορά την εφαρμογή του καθεστώτος των μέτρων που εντάσσονταν στο πλαίσιο του προγράμματος αγροτικής ανάπτυξης του ΕΓΤΑΑ για την περίοδο προγραμματισμού 2007‑2013 και ότι οι ανεπάρκειες αυτές αφορούσαν τα οικονομικά έτη 2012 έως 2016.

    30      Οι επίμαχες ανεπάρκειες αφορούσαν το μέτρο 123A «Αύξηση της αξίας των γεωργικών και δασοκομικών προϊόντων». Μεταξύ των ανεπαρκειών περιλαμβάνονταν πλημμέλειες του βασικού ελέγχου «Αξιολόγηση του εύλογου χαρακτήρα των δαπανών με τη χρήση κατάλληλου συστήματος αξιολόγησης, όπως είναι το κόστος αναφοράς, η σύγκριση των διαφόρων προσφορών ή η επιτροπή αξιολόγησης».

    31      Κατόπιν της αίτησης συμβιβασμού την οποία υπέβαλε η Ελληνική Δημοκρατία στις 23 Μαρτίου 2017, το όργανο συμβιβασμού εξέδωσε τη γνωμοδότησή του στις 29 Μαΐου 2017.

    32      Με επιστολή της 2ας Αυγούστου 2017, η Επιτροπή γνωστοποίησε την τελική θέση της καθορίζοντας το ποσό της διόρθωσης σε 2 238 088,23 ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε σε κατ’ αποκοπήν διόρθωση 5 %.

    33      Από τις 12 έως τις 16 Οκτωβρίου 2015, η Επιτροπή διεξήγαγε την υπ’ αριθ. XP/2015/004/GR έρευνα σχετικά με το σύστημα χρηματοδότησης από το ΕΓΤΕ, δυνάμει του τίτλου V, κεφάλαιο III, του κανονισμού 1306/2013.

    34      Το ποσό το οποίο η Επιτροπή πρότεινε να αποκλειστεί από τη χρηματοδότηση της Ένωσης ανερχόταν σε 588 103,59 ευρώ, ποσό που αντιστοιχούσε σε κατ’ αποκοπήν διόρθωση 0,5 % και αφορούσε τα οικονομικά έτη 2011 έως 2014. Δεν υποβλήθηκε αίτηση προς το όργανο συμβιβασμού.

    35      Στις 27 Φεβρουαρίου 2018 η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση με την οποία, όσον αφορά την Ελληνική Δημοκρατία, εφάρμοσε, πρώτον, στο πλαίσιο του ΕΓΤΕ, κατ’ αποκοπήν διόρθωση συνολικού ύψους 588 103,59 ευρώ για τα οικονομικά έτη 2011 έως 2014 και, δεύτερον, όσον αφορά την αγροτική ανάπτυξη στο πλαίσιο του ΕΓΤΑΑ, κατ’ αποκοπήν διόρθωση συνολικού ύψους 17 869 131,75 ευρώ, την οποία μείωσε στο καθαρό ποσό των 14 857 076,98 ευρώ, για τα οικονομικά έτη από το 2010 έως το 2015.

     Η ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασία και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

    36      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 7 Μαΐου 2018, η Ελληνική Δημοκρατία άσκησε προσφυγή ακυρώσεως της προσβαλλόμενης απόφασης καθόσον την αφορά και, προς στήριξη της προσφυγής αυτής, προέβαλε οκτώ λόγους.

    37      Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβλήθηκε, όσον αφορά τις διορθώσεις που επιβλήθηκαν στα μέτρα 125A, 321, 322 και 123A, ότι η Επιτροπή υπερέβη την κατά χρόνο αρμοδιότητά της και υπέπεσε σε εκ παραδρομής σφάλμα κατά τον υπολογισμό της βάσης της διόρθωσης, απορρίφθηκε με τις σκέψεις 44 έως 58 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ως αβάσιμος.

    38      Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβλήθηκε επικουρικώς, όσον αφορά το μέτρο 125Α, παραβίαση των αρχών ne bis in idem, της ασφάλειας δικαίου, της χρηστής διοικήσεως, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της αναλογικότητας, απορρίφθηκε με τις σκέψεις 59 έως 70 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ως εν μέρει αβάσιμος και εν μέρει απαράδεκτος.

    39      Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβλήθηκε, όσον αφορά το μέτρο 125A, παράβαση των διατάξεων του άρθρου 71, παράγραφος 2, και του άρθρου 75, παράγραφος 1, του κανονισμού 1698/2005, του άρθρου 43 του κανονισμού 1974/2006, των διατάξεων του ΠΑΑ που ίσχυαν για την περίοδο προγραμματισμού 2007‑2013 και των διατάξεων του άρθρου 24, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 65/2011, καθώς και έλλειψη νόμιμης βάσης και έλλειψη αιτιολογίας, απορρίφθηκε με τις σκέψεις 71 έως 95 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ως αβάσιμος.

    40      Ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβλήθηκε επικουρικώς, όσον αφορά το μέτρο 125A, παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, των κατευθυντήριων γραμμών του εγγράφου VI/5330/97 και των κατευθυντήριων γραμμών του 2015, καθώς και έλλειψη αιτιολογίας ως προς την εφαρμογή του συντελεστή κατ’ αποκοπήν διόρθωσης 10 %, απορρίφθηκε με τις σκέψεις 96 έως 113 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ως εν μέρει αβάσιμος και εν μέρει απαράδεκτος.

    41      Ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβλήθηκε, όσον αφορά την κατ’ αποκοπήν διόρθωση 5 % που επιβλήθηκε στα μέτρα 321 και 322, παράβαση των διατάξεων του άρθρου 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 65/2011, εκ παραδρομής σφάλμα, παράθεση ανεπαρκούς αιτιολογίας και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, και ο έκτος λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβλήθηκε, όσον αφορά την κατ’ αποκοπήν διόρθωση 5 % που επιβλήθηκε στο μέτρο 123A, παράβαση των διατάξεων του άρθρου 24, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 65/2011, παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, εκ παραδρομής σφάλμα και παράθεση ανεπαρκούς αιτιολογίας, απορρίφθηκαν με τις σκέψεις 114 έως 141 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ως εν μέρει αβάσιμοι και εν μέρει απαράδεκτοι.

    42      Ο έβδομος λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβλήθηκε, όσον αφορά τη διόρθωση της χρηματοδότησης από το ΕΓΤΕ, έλλειψη νόμιμης βάσης και έλλειψη αιτιολογίας ως προς τα οικονομικά έτη 2011 έως 2013, καθώς και παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως ως προς το οικονομικό έτος 2013, απορρίφθηκε με τις σκέψεις 142 έως 153 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ως εν μέρει αβάσιμος και εν μέρει αλυσιτελής.

    43      Ο όγδοος λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβλήθηκε, όσον αφορά τη διόρθωση της χρηματοδότησης από το ΕΓΤΕ, πλάνη περί τα πράγματα, ανεπαρκής αιτιολογία και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, απορρίφθηκε με τις σκέψεις 154 έως 177 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ως αβάσιμος.

     Τα αιτήματα των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου

    44      Η Ελληνική Δημοκρατία ζητεί από το Δικαστήριο:

    –        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

    –        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση και

    –        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

    45      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και να καταδικάσει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

     Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

    46      Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει έξι λόγους, εκ των οποίων οι πέντε πρώτοι αφορούν τις διορθώσεις που εφαρμόστηκαν στις δαπάνες του ΕΓΤΑΑ και ο έκτος τη διόρθωση που εφαρμόστηκε στις δαπάνες του ΕΓΤΕ.

     Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλονται εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 52, παράγραφος 4, του κανονισμού 1306/2013, παραμόρφωση του περιεχομένου του δικογράφου της προσφυγής και του παραρτήματος Α23 αυτής, καθώς και ανεπαρκής και πλημμελής αιτιολογία της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης

     Επιχειρήματα των διαδίκων

    47      Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η Ελληνική Δημοκρατία προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, διότι στις σκέψεις 49 και 50 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ερμήνευσε το άρθρο 52, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1306/2013 υπό την έννοια ότι είναι δυνατή η επιβολή δημοσιονομικής διόρθωσης για όλες τις δαπάνες που αφορούν προγράμματα του ΕΓΤΑΑ, τα οποία εκτείνονται σε περισσότερα έτη και τα οποία οδήγησαν σε πληρωμή ή, σε περίπτωση προκαταβολής ή ενδιάμεσων πληρωμών, σε τελική πληρωμή εντός του εικοσιτετραμήνου που προηγείται της ανακοίνωσης των διαπιστώσεων της Επιτροπής.

    48      Κατά την Ελληνική Δημοκρατία, η ανωτέρω ερμηνεία δεν προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 52, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1306/2013, το οποίο δεν αναφέρεται ούτε σε προκαταβολές ούτε σε ενδιάμεσες πληρωμές, αφού αυτές εμπίπτουν αδιακρίτως στην έννοια των «πληρωμών» η χρηματοδότηση των οποίων δεν μπορεί να απορριφθεί, εφόσον η τελική πληρωμή πραγματοποιήθηκε πριν από το εικοσιτετράμηνο που προηγήθηκε της ανακοίνωσης των διαπιστώσεων της Επιτροπής. Η εν λόγω ερμηνεία άλλωστε δεν συνάδει με τον σκοπό της διάταξης αυτής ο οποίος, κατά την Ελληνική Δημοκρατία, είναι να θέσει ένα όριο στην κατά χρόνο αρμοδιότητα της Επιτροπής εν προκειμένω.

    49      Στο ως άνω πλαίσιο, η Ελληνική Δημοκρατία προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν εξέτασε αν είχε πραγματοποιηθεί τελική πληρωμή εντός του εικοσιτετραμήνου. Υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε, αφενός, τον λόγο ακυρώσεως που προβλήθηκε επικουρικώς, με τα σημεία 17 έως 28 του δικογράφου της προσφυγής, κρίνοντας, στη σκέψη 55 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι ήταν αβάσιμο το επιχείρημα ότι η Επιτροπή δεν περιόρισε τη δημοσιονομική διόρθωση στις τελικές δαπάνες, και, αφετέρου, το περιεχόμενο του εγγράφου που προσκομίστηκε ως παράρτημα A23 του δικογράφου της προσφυγής, το οποίο περιέχει υπολογισμούς της βάσης της δημοσιονομικής διόρθωσης με γνώμονα τη διενέργεια ή μη τελικής πληρωμής εντός του εικοσιτετραμήνου.

    50      Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο της ανωτέρω επιχειρηματολογίας.

     Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    51      Από το γράμμα του άρθρου 52, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1306/2013 προκύπτει ότι η απόρριψη χρηματοδότησης δεν μπορεί να αφορά δαπάνες για προγράμματα του ΕΓΤΑΑ, εκτός από αυτά του στοιχείου βʹ της ίδιας παραγράφου, για τις οποίες η πληρωμή ή ενδεχομένως η τελική πληρωμή από τον οργανισμό πληρωμών πραγματοποιήθηκε νωρίτερα από 24 μήνες πριν από την έγγραφη ανακοίνωση των πορισμάτων των επιθεωρήσεων στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος από την Επιτροπή.

    52      Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, όσον αφορά το άρθρο 31, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1290/2005 του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 2005, για τη χρηματοδότηση της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ 2005, L 209, σ. 1) –του οποίου το περιεχόμενο αντιστοιχεί σε εκείνο του άρθρου 52, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1306/2013–, το χρονικό διάστημα των 24 μηνών υπολογίζεται από την ημερομηνία εξόφλησης ή εξόφλησης του υπολοίπου, ήτοι την ημερομηνία της οριστικής πληρωμής. Όταν πραγματοποιούνται ενδιάμεσες και προσωρινές πληρωμές πριν από την εξόφληση του υπολοίπου, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μόνον η τελευταία αυτή πληρωμή για τον υπολογισμό της προθεσμίας των 24 μηνών [απόφαση της 30ής Απριλίου 2020, Ελλάδα κατά Επιτροπής (Μόνιμοι βοσκότοποι), C‑797/18 P, EU:C:2020:340, σκέψεις 130 και 131].

    53      Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, κρίνοντας στη σκέψη 50 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ότι είναι δυνατή η επιβολή δημοσιονομικής διόρθωσης για όλες τις δαπάνες που αφορούν προγράμματα του ΕΓΤΑΑ τα οποία εκτείνονται σε περισσότερα έτη και τα οποία οδήγησαν σε πληρωμή ή, σε περίπτωση προκαταβολής ή ενδιάμεσων πληρωμών, σε τελική πληρωμή εντός του εικοσιτετραμήνου που προηγείται της ανακοίνωσης των διαπιστώσεων της Επιτροπής.

    54      Όσον αφορά, ειδικότερα, τη φερόμενη παράλειψη του Γενικού Δικαστηρίου να εξετάσει αν είχε πραγματοποιηθεί τελική πληρωμή εντός της περιόδου αυτής, ρητά επισημαίνεται, στη σκέψη 53 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι εν προκειμένω η πληρωμή ή, σε περίπτωση προκαταβολής ή ενδιάμεσων πληρωμών, η τελική πληρωμή είχε πραγματοποιηθεί εντός του εικοσιτετραμήνου που προηγείτο της ανακοίνωσης των διαπιστώσεων της Επιτροπής, ήτοι στις 23 Ιουλίου 2015 όσον αφορά τα μέτρα 125A, 321 και 322 και στις 19 Ιανουαρίου 2016 όσον αφορά το μέτρο 123A.

    55      Εξάλλου, όσον αφορά τη φερόμενη παραμόρφωση του εγγράφου που προσκομίστηκε ως παράρτημα A23 του δικογράφου της προσφυγής, διαπιστώνεται ότι η Ελληνική Δημοκρατία, με την επιχειρηματολογία της, δεν προβάλλει καμία παραμόρφωση, αλλά απλώς συνοψίζει το περιεχόμενο του εν λόγω εγγράφου και υποστηρίζει ότι αυτό αποδεικνύει πλήρως το βάσιμο του λόγου ακυρώσεως που αναπτύχθηκε στα σημεία 17 έως 28 του δικογράφου της προσφυγής. Πλην όμως, κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Ελληνική Δημοκρατία ζητεί εμμέσως από το Δικαστήριο να προβεί σε εκ νέου εξέταση των πραγματικών στοιχείων, η οποία όμως δεν εμπίπτει στον αναιρετικό έλεγχό του (βλ., κατ’ αναλογίαν, διάταξη της 13ης Δεκεμβρίου 2018, EDF κατά Επιτροπής, C‑221/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:1009, σκέψη 24).

    56      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτος και εν μέρει αβάσιμος.

     Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλονται έλλειψη αιτιολογίας, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της αρχής ne bis in idem και παράλειψη του Γενικού Δικαστηρίου να αποφανθεί, κατά παράβαση του άρθρου 76 του Κανονισμού Διαδικασίας του, επί των αρχών της ασφάλειας δικαίου, της χρηστής διοικήσεως, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της αναλογικότητας

     Επιχειρήματα των διαδίκων

    57      Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η Ελληνική Δημοκρατία προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο, αφενός, ότι παραβίασε την αρχή ne bis in idem και, αφετέρου, ότι παρέβη το άρθρο 76 του Κανονισμού Διαδικασίας του.

    58      Όσον αφορά, πρώτον, την αρχή ne bis in idem, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι οι κρίσεις του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με την αρχή αυτή είναι «αντιφατικές και ανεπαρκώς αιτιολογημένες», καθόσον, ενώ στη σκέψη 62 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης τίθεται ως προϋπόθεση για την εφαρμογή της εν λόγω αρχής η αναγνώριση της φύσης των διορθώσεων ως κυρώσεων και στη σκέψη 65 γίνεται δεκτό ότι η Επιτροπή επέβαλε κύρωση, εν τέλει στη σκέψη 66 το Γενικό Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί προϋποθέσεως που το ίδιο έχει θέσει.

    59      Επιπλέον, η Ελληνική Δημοκρατία προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι παρέλειψε να εξετάσει, στην ως άνω σκέψη 66, τον ισχυρισμό περί παραβίασης της αρχής ne bis in idem, διότι έκρινε ότι ορθώς επιβλήθηκε περαιτέρω διόρθωση στις ήδη διορθωθείσες δαπάνες, και υποστηρίζει ότι τέτοια αιτιολογία δεν αρκεί προκειμένου να απορριφθεί ισχυρισμός περί παραβίασης γενικών αρχών του δικαίου. Το Γενικό Δικαστήριο όφειλε, εν πάση περιπτώσει, να εξετάσει αυτεπαγγέλτως την παραβίαση αυτή.

    60      Η Ελληνική Δημοκρατία προσθέτει ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε χωρίς νομικό έρεισμα, στην ίδια ως άνω σκέψη 66, ότι η Επιτροπή, η οποία έχει αποφανθεί με εκτελεστική της απόφαση επί του επιβλητέου ποσοστού διόρθωσης για έλλειψη που έχει διαπιστώσει, δύναται, χωρίς μάλιστα να έχει διατηρήσει καμία επιφύλαξη κατά την προηγηθείσα διαδικασία, να επανέρχεται και να προσαρμόζει το ποσοστό της διόρθωσης «με βάση την εκ μέρους της οριστική εκτίμηση της διαπιστωθείσας ελλείψεως».

    61      Η κρίση αυτή του Γενικού Δικαστηρίου είναι επίσης αντίθετη τόσο προς τη διαδικασία εκκαθάρισης των λογαριασμών, και ιδίως προς το άρθρο 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 1306/2013 και το άρθρο 12, παράγραφοι 7 και 8, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 907/2014, βάσει των οποίων η Επιτροπή υποχρεούται να υπολογίσει οριστικώς την επιβλητέα δημοσιονομική διόρθωση με την απόφαση με την οποία την επιβάλλει, όσο και προς τις κατευθυντήριες γραμμές του 2015, οι οποίες κατοχυρώνουν επίσης την αρχή ne bis in idem, ιδίως στα σημεία 1.3.7 και 3.4.

    62      Κατά την Ελληνική Δημοκρατία, η μόνη περίπτωση κατά την οποία επιτρέπεται ρητά στην Επιτροπή, η οποία έχει ήδη μειώσει ή αναστείλει τις πληρωμές σε κράτος μέλος με εκτελεστική απόφαση, να επανέλθει και να επανεκτιμήσει το ποσοστό της διόρθωσης στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 52 του κανονισμού 1306/2013 είναι εκείνη του άρθρου 41 του κανονισμού αυτού. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι «οριστικ[ή] ως προς όλα τα κεφάλαια αυτής, ανεξαιρέτως, περιλαμβανομένου του κεφαλαίου της με το οποίο η Επιτροπή αποφαίνεται επί του επιβλητέου ποσοστού δημοσιονομικής διόρθωσης για συγκεκριμένη διαπίστωση του ελέγχου της κατά τη διαδικασία εκκαθάρισης των λογαριασμών».

    63      Η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει επίσης ότι το Γενικό Δικαστήριο, καθ’ υπέρβαση της δικαιοδοσίας του και καθ’ υποκατάσταση της Επιτροπής, έκρινε στη σκέψη 66 in fine της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ότι η κρίση του επί του ζητήματος που τέθηκε για το μέτρο 125Α εφαρμόζεται και στα μέτρα 123A, 321 και 322, «για τα οποία ουδόλως είχε εκφέρει κρίση η Επιτροπή».

    64      Όσον αφορά, δεύτερον, το άρθρο 76 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, η Ελληνική Δημοκρατία προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου αυτού, διότι έκρινε, στις σκέψεις 67 έως 69 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η ίδια δεν διατύπωσε καμία ειδική επιχειρηματολογία για την προβαλλόμενη παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου, της χρηστής διοικήσεως, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της αναλογικότητας, ενώ η διάταξη αυτή του επέβαλλε να αποφανθεί επί των ισχυρισμών αυτών των οποίων έγινε επίκληση, τουλάχιστον συνοπτικώς, προς στήριξη της προσφυγής.

    65      Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο της ανωτέρω επιχειρηματολογίας.

     Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    66      Όσον αφορά, πρώτον, την αρχή ne bis in idem, υπενθυμίζεται ευθύς εξαρχής ότι αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης που κατοχυρώνεται πλέον στο άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και απαγορεύει τη σώρευση τόσο διώξεων όσο και κυρώσεων ποινικού χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου αυτού για τις ίδιες πράξεις και κατά του αυτού προσώπου (πρβλ. απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2013, Åkerberg Fransson, C‑617/10, EU:C:2013:105, σκέψη 34).

    67      Ως προς το ζήτημα αυτό, το Γενικό Δικαστήριο, αφού διαπίστωσε, στη σκέψη 62 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η εφαρμογή της αρχής αυτής στην υπό κρίση υπόθεση προϋποθέτει καταρχάς ότι αναγνωρίζεται η φύση των δημοσιονομικών διορθώσεων ως κυρώσεων, υπενθύμισε, στη σκέψη 63 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, τη νομολογία βάσει της οποίας η δημοσιονομική διόρθωση δεν συνιστά κύρωση, δεδομένου ότι αποσκοπεί στο να μην επιβαρυνθεί το Ταμείο με ποσά που δεν έχουν χρησιμεύσει για τη χρηματοδότηση σκοπού επιδιωκόμενου από τη συναφή νομοθεσία της Ένωσης.

    68      Στο ως άνω πλαίσιο και σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία, η αναφορά, στη σκέψη 65 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, σε «[έλλειψη] για την οποία επιβαλλόταν η κύρωση» δεν έρχεται σε αντίφαση με τη διαπίστωση στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 62 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Πράγματι, η φράση αυτή αναφέρεται μόνο στην εξήγηση που εκθέτει το Γενικό Δικαστήριο σχετικά με το ποσοστό διόρθωσης που εφάρμοσε η Επιτροπή όσον αφορά ορισμένες δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν κατ’ εφαρμογήν δημοσιονομικής διόρθωσης.

    69      Εξάλλου, κατά το μέτρο που το Γενικό Δικαστήριο, εφαρμόζοντας πάγια νομολογία, δεν χαρακτήρισε ως «κύρωση» τη διόρθωση που επέβαλε η Επιτροπή, δεν μπορεί να του προσαφθεί ότι παρέλειψε να εξετάσει τον λόγο ακυρώσεως περί παραβίασης της αρχής ne bis in idem, η οποία, όπως υπενθυμίζεται στη σκέψη 66 της παρούσας απόφασης, εφαρμόζεται μόνο στις κυρώσεις ποινικού χαρακτήρα.

    70      Κατά συνέπεια, η αιτιολογία της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης όχι μόνο δεν είναι αντιφατική, αλλά, όπως επιτάσσει πάγια νομολογία, παρέχει τη δυνατότητα στη μεν Ελληνική Δημοκρατία να γνωρίσει τους λόγους για τους οποίους το Γενικό Δικαστήριο δεν δέχθηκε τα επιχειρήματά της περί παραβίασης της αρχής ne bis in idem, στο δε Δικαστήριο να ασκήσει τον εκ μέρους του δικαστικό έλεγχο (πρβλ. αποφάσεις της 26ης Μαΐου 2016, Rose Vision κατά Επιτροπής, C‑224/15 P, EU:C:2016:358, σκέψη 24, και της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Ευρωπαϊκή Ένωση κατά Kendrion, C‑150/17 P, EU:C:2018:1014, σκέψη 80).

    71      Όσον αφορά, εν συνεχεία, τον ισχυρισμό της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι η σκέψη 66 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης –κατά το μέτρο που με αυτήν κρίθηκε ότι, «κατά την εφαρμογή της αρχικής διόρθωσης σε ποσοστό 5 %, η εφαρμογή του μέτρου 125A από τις ελληνικές αρχές δεν είχε αποτελέσει αντικείμενο οριστικής εκτίμησης και κατά συνέπεια η Επιτροπή διατηρούσε τη δυνατότητα προσαρμογής του ποσοστού της διόρθωσης με βάση την εκ μέρους της οριστική εκτίμηση της διαπιστωθείσας ελλείψεως»– στερείται ερείσματος, επισημαίνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, βάσει ακριβώς του άρθρου 52, παράγραφος 1 και παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1306/2013, όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο (πρβλ. απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 2001, Ελλάδα κατά Επιτροπής, C‑247/98, EU:C:2001:4, σκέψη 14), στη μεν σκέψη 63, ότι η Επιτροπή έχει υποχρέωση να προβεί σε δημοσιονομική διόρθωση αν οι δαπάνες των οποίων ζητείται η χρηματοδότηση δεν πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τους κανόνες της Ένωσης και, στη σκέψη 64, ότι η Επιτροπή, όσον αφορά δαπάνες οι οποίες πραγματοποιούνται τμηματικά, μπορεί να εφαρμόσει διορθώσεις στις ενδιάμεσες πληρωμές που πραγματοποιήθηκαν εντός του εικοσιτετραμήνου που προηγείται της ανακοινώσεως των παρατηρήσεών της.

    72      Οι ως άνω κρίσεις του Γενικού Δικαστηρίου ενισχύονται από τον σκοπό, συνιστάμενο στη διασφάλιση του ότι οι δαπάνες είναι σύμφωνες προς τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης, ο οποίος διαπνέει τη διαδικασία εκκαθάρισης. Πράγματι, ο σκοπός αυτός επιτάσσει, στην περίπτωση δαπανών που πραγματοποιούνται τμηματικά, η Επιτροπή να έχει τη δυνατότητα αξιολόγησης της επίμαχης έλλειψης στο σύνολό της, με συνέπεια, εφόσον απαιτείται, την προσαρμογή του ποσοστού διόρθωσης. Αυτό επιβάλλεται κατά μείζονα λόγο δεδομένου ότι μια ήδη διαπιστωθείσα έλλειψη μπορεί να καταστεί εντονότερη λόγω του ότι εξακολουθεί να υφίσταται στο πλαίσιο της πραγματοποίησης περαιτέρω δαπανών δυνάμει μέτρου για το οποίο έχει ήδη επιβληθεί δημοσιονομική διόρθωση.

    73      Επιπλέον, από τα σημεία 1.3.7 και 3.4 των κατευθυντήριων γραμμών του 2015 προκύπτει ότι οι αλληλεπικαλυπτόμενες δημοσιονομικές διορθώσεις καταρχήν συμψηφίζονται και ότι οι κατ’ αποκοπήν διορθώσεις δεν είναι σωρευτικές. Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε κατά τρόπο σύμφωνο προς τις ανωτέρω διατάξεις, στη σκέψη 65 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι, μολονότι εν προκειμένω ορισμένες δαπάνες για τις οποίες είχε ήδη επιβληθεί διόρθωση αποτέλεσαν εκ νέου αντικείμενο διόρθωσης, το ποσό της αρχικής διόρθωσης αφαιρέθηκε από το οριστικό ποσό που καθορίστηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση και, επομένως, εφαρμόστηκε ενιαίο ποσοστό 10 % για όλες τις δαπάνες. Κατά συνέπεια, το αρχικό ποσοστό 5 % απορροφήθηκε από το ποσοστό 10 % και το ποσό που προέκυψε από την εφαρμογή του αρχικού ποσοστού αντισταθμίστηκε μέσω της αφαίρεσής του από το οριστικό ποσό της εφαρμοσθείσας διόρθωσης.

    74      Οι εν λόγω κρίσεις του Γενικού Δικαστηρίου δεν κλονίζονται ούτε από τη νομική φύση της απόφασης για την επιβολή δημοσιονομικής διόρθωσης. Πράγματι, στην Επιτροπή παρέχεται ρητώς η εξουσία, σύμφωνα με το άρθρο 34, παράγραφος 7, του εκτελεστικού κανονισμού 908/2014, να εφαρμόζει συνεχείς διαδικασίες εκκαθάρισης ως προς τη συμμόρφωση, κατά το πέρας των οποίων μπορεί να εκδίδει εκτελεστικές αποφάσεις δυνάμει του άρθρου 52 του κανονισμού 1306/2013. Κατά συνέπεια, η προσβολή εκτελεστικής απόφασης δυνάμει των άρθρων 263 και 256 ΣΛΕΕ δεν κωλύει την προσαρμογή της απόφασης αυτής εκ μέρους της Επιτροπής ενδεχομένως και όσον αφορά το εφαρμοστέο ποσοστό διόρθωσης κατόπιν της επαναξιολόγησης ήδη διαπιστωθείσας ελλείψεως.

    75      Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε καθ’ υπέρβαση της δικαιοδοσίας του, επίσης στη σκέψη 66 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, η οποία αφορά το μέτρο 125A, ότι οι εκτιθέμενες εκεί αρχές σχετικά με την προσαρμογή του ποσοστού της διόρθωσης με βάση την οριστική εκτίμηση, εκ μέρους της Επιτροπής, της διαπιστωθείσας παράβασης ισχύουν και για τα μέτρα 321, 322 και 123A, αρκεί η επισήμανση ότι, λαμβανομένης υπόψη της ομοιότητας των μέτρων αυτών, τα οποία αποτελούν επίσης αντικείμενο της υπό κρίση αίτησης αναιρέσεως μαζί με το πρώτο μέτρο, η εν λόγω κρίση του Γενικού Δικαστηρίου όχι μόνο δεν εκφέρεται καθ’ υπέρβαση της δικαιοδοσίας του, αλλά αποτελεί απλώς εφαρμογή της αρχής της ισότητας η οποία επιτάσσει να μην αντιμετωπίζονται κατά διαφορετικό τρόπο όμοιες καταστάσεις ούτε καθ’ όμοιο τρόπο διαφορετικές καταστάσεις, εκτός αν μια τέτοιου είδους αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικά (απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 2019, Τσεχική Δημοκρατία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑482/17, EU:C:2019:1035, σκέψη 164).

    76      Δεύτερον, όσον αφορά τη φερόμενη παράβαση του άρθρου 76 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου –το οποίο προβλέπει ότι το δικόγραφο της προσφυγής περιέχει το αντικείμενο της διαφοράς, τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα που προβάλλονται καθώς και συνοπτική έκθεση των εν λόγω ισχυρισμών–, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, ο δικαστής της Ένωσης δεν υποχρεούται να απαντά στα προβληθέντα από διάδικο επιχειρήματα τα οποία δεν είναι αρκούντως σαφή και ακριβή, στο μέτρο που αυτά δεν αποτελούν αντικείμενο καμίας άλλης ιδιαίτερης αναπτύξεως και δεν συνοδεύονται από ειδική επιχειρηματολογία που να τα τεκμηριώνει (πρβλ. απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2020, PTC Therapeutics International κατά EMA, C‑175/18 P, EU:C:2020:23, σκέψη 102 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    77      Εν προκειμένω, από το δικόγραφο της προσφυγής, και ιδίως από τα σημεία 33, 34 και 36, προκύπτει ότι η επιχειρηματολογία της Ελληνικής Δημοκρατίας σχετικά με παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου, της χρηστής διοικήσεως, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της αναλογικότητας δεν τεκμηριώνεται με ιδιαίτερες αναπτύξεις, αλλά συναρτάται αποκλειστικά με την επιχειρηματολογία σχετικά με τη φερόμενη παράβαση, αφενός, του άρθρου 52, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1306/2013 και, αφετέρου, της αρχής ne bis in idem.

    78      Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στη σκέψη 67 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν διατύπωσε ειδική επιχειρηματολογία για την προβαλλόμενη παραβίαση των αρχών που απαριθμούνται στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας απόφασης.

    79      Κατόπιν των προεκτεθέντων, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

     Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλονται εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 71, παράγραφοι 2 και 3, και του άρθρου 75 του κανονισμού 1698/2005, του άρθρου 43 του κανονισμού 1974/2006 και του άρθρου 24, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 65/2011, καθώς και ανεπαρκής και πλημμελής αιτιολογία της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης

     Επιχειρήματα των διαδίκων

    80      Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η Ελληνική Δημοκρατία προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 71, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1698/2005, του άρθρου 43 του κανονισμού 1974/2006 και του άρθρου 24, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 65/2011, έκρινε, στη σκέψη 89 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν αντέκρουσε ειδικώς τις διαπιστώσεις της Επιτροπής που είχαν μνημονευθεί στις σκέψεις 87 και 88 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και, στη σκέψη 92 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η Επιτροπή ορθώς στήριξε την επίμαχη δημοσιονομική διόρθωση στο άρθρο 71, παράγραφος 2, του κανονισμού 1698/2005 και στο άρθρο 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 65/2011.

    81      Όσον αφορά, πρώτον, τη σκέψη 92 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι από τις μνημονευθείσες στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας απόφασης διατάξεις προκύπτει ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν απαγορεύει την παρεμβολή οργάνου, όπως η ΔΤΜΚ, το οποίο εφαρμόζει κριτήρια επιλεξιμότητας των έργων που πρόκειται να ενισχυθούν, εντός των πλαισίων σαφώς καθοριζόμενων στόχων του εγκεκριμένου από την Επιτροπή ΠΑΑ, για να διασφαλιστεί ότι το σύνολο των μέτρων που εφαρμόζονται είναι δυνατόν να επαληθευθεί και να ελεγχθεί. Όσον αφορά, ειδικότερα, το άρθρο 71, παράγραφος 3, του κανονισμού 1698/2005, το Δικαστήριο έχει κρίνει με την απόφαση της 7ης Ιουλίου 2016, Občina Gorje (C‑111/15, EU:C:2016:532, σκέψη 39), ότι η διάταξη αυτή επιτρέπει στα κράτη μέλη να «προβλέπουν μια προϋπόθεση επιλεξιμότητας των δαπανών».

    82      Κατά την Ελληνική Δημοκρατία, το Γενικό Δικαστήριο θα έπρεπε να έχει διαπιστώσει, βάσει των ανωτέρω διατάξεων, ότι κατά το στάδιο του προελέγχου από τη ΔΤΜΚ η διεύθυνση αυτή διενεργούσε, στο πλαίσιο του μέτρου 125A, έλεγχο της επιλεξιμότητας των υποβληθεισών προτάσεων, χωρίς όμως να υπεισέρχεται στην αρμοδιότητα της διαχειριστικής αρχής και στην επιλογή των έργων κατά το άρθρο 71, παράγραφος 2, του κανονισμού 1698/2005.

    83      Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει εξάλλου ότι το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε χωρίς αιτιολογία τον ισχυρισμό της ότι η προεπιλογή από τη ΔΤΜΚ αποτελεί θεσμοθετημένη διαδικασία που ακολουθείται από μακρού χρόνου στην Ελλάδα. Κατά την Ελληνική Δημοκρατία, ποτέ δεν διατυπώθηκε καμία σχετική παρατήρηση ή υπόδειξη και από κανέναν έλεγχο της Επιτροπής δεν εντοπίστηκε η παραμικρή παρατυπία ή κάποιο έργο που να εντάχθηκε ευνοιοκρατικά. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να αποφανθεί επί του κρίσιμου ισχυρισμού ότι όλες οι πράξεις που εμπίπτουν στο μέτρο 125Α του ΠΑΑ 2007‑2013 αφορούν μεγάλα δημόσια έργα υποδομής, εξ ορισμού δηλαδή δημόσιες επενδύσεις σημαντικές για την εθνική οικονομία.

    84      Όσον αφορά, δεύτερον, τις σκέψεις 87 έως 89 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι οι διαπιστώσεις τις οποίες, κατά τα κριθέντα από το Γενικό Δικαστήριο, δεν αντέκρουσε περιλαμβάνονται μόνο στην από 23 Ιουλίου 2015 επιστολή της Επιτροπής και όχι στη συνοπτική έκθεση η οποία αποτελεί την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης. Στηριζόμενο σε αιτιάσεις τις οποίες, κατά την Ελληνική Δημοκρατία, η Επιτροπή δεν διέλαβε στη συνοπτική έκθεση, το Γενικό Δικαστήριο παρέβη επίσης και τις διατάξεις που μνημονεύονται στη σκέψη 80 της παρούσας απόφασης. Ειδικότερα, αν οι διατάξεις αυτές είχαν ερμηνευθεί και εφαρμοστεί ορθώς, το Γενικό Δικαστήριο δεν θα έπρεπε να απορρίψει τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, αλλά θα έπρεπε να τον δεχθεί.

    85      Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο της ανωτέρω επιχειρηματολογίας.

     Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    86      Κατά το άρθρο 71, παράγραφος 2, του κανονισμού 1698/2005, «[ο]ι δαπάνες είναι επιλέξιμες για συνεισφορά του ΕΓΤΑΑ, μόνον εάν πραγματοποιούνται για πράξεις που έχουν αποφασισθεί από τη διαχειριστική αρχή του σχετικού προγράμματος ή υπ’ ευθύνη της, σύμφωνα με τα κριτήρια επιλογής που καθορίζονται από το αρμόδιο σώμα». Το άρθρο 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 65/2011 καθορίζει τα στοιχεία τα οποία αφορούν οι διοικητικοί έλεγχοι των αιτήσεων ενίσχυσης.

    87      Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, κρίνοντας ότι ο εκ μέρους της ΔΤΜΚ –η οποία δεν είναι «διαχειριστική αρχή», κατά την έννοια του άρθρου 71, παράγραφος 2, του κανονισμού 1698/2005– έλεγχος προεπιλογής των έργων που θα μπορούσαν να ενταχθούν στο μέτρο 125A ήταν αντίθετος προς το άρθρο 71 του κανονισμού 1698/2005, καθόσον συνιστούσε επί της ουσίας έλεγχο της επιλεξιμότητας των έργων βάσει κριτηρίων που γνώριζε μόνον η διεύθυνση αυτή και τα οποία δεν είχαν καθοριστεί από το αρμόδιο όργανο [απόφαση της 30ής Απριλίου 2020, Ελλάδα κατά Επιτροπής (Μόνιμοι βοσκότοποι), C‑797/18 P, EU:C:2020:340, σκέψη 111].

    88      Όσον αφορά, εν συνεχεία, τον ισχυρισμό ότι, αφενός, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε χωρίς αιτιολογία το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι η παρεμβολή της ΔΤΜΚ κατά το στάδιο της προεπιλογής αποτελεί θεσμοθετημένη από μακρού χρόνου διαδικασία και, αφετέρου, ότι παρέλειψε να απαντήσει στο επιχείρημα ότι όλες οι πράξεις που ενέπιπταν στο μέτρο 125 αφορούσαν μεγάλα δημόσια έργα υποδομής, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα επιχειρήματα αυτά δεν προβλήθηκαν πρωτοδίκως.

    89      Πράγματι, τα αντίστοιχα σημεία του δικογράφου της προσφυγής είναι αμιγώς περιγραφικά και σε αυτά απλώς εκτίθεται, αφενός, ότι η προεπιλογή που πραγματοποιείται από τη ΔΤΜΚ αποτελεί θεσμοθετημένη διαδικασία της διοικητικής δομής για την οργάνωση και εκτέλεση δημοσίων έργων στην Ελλάδα, που ακολουθείται για δεκαετίες χωρίς ποτέ να διατυπωθεί για αυτήν καμία παρατήρηση ή υπόδειξη και, αφετέρου, ότι οι πράξεις που εμπίπτουν στο πλαίσιο του μέτρου 125A αφορούν μεγάλα δημόσια έργα υποδομής και αποτελούν δημόσιες επενδύσεις σημαντικές για την εθνική οικονομία, χωρίς η Ελληνική Δημοκρατία να αντλεί οποιαδήποτε έννομη συνέπεια από αυτές τις γενικού χαρακτήρα δηλώσεις [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 30ής Απριλίου 2020, Ελλάδα κατά Επιτροπής (Μόνιμοι βοσκότοποι), C‑797/18 P, EU:C:2020:340, σκέψεις 120 και 121].

    90      Υπό τις συνθήκες αυτές, τα ανωτέρω επιχειρήματα πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα λόγω του ότι προβλήθηκαν για πρώτη φορά κατ’ αναίρεση [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 30ής Απριλίου 2020, Ελλάδα κατά Επιτροπής (Μόνιμοι βοσκότοποι), C‑797/18 P, EU:C:2020:340, σκέψη 122].

    91      Τέλος, όσον αφορά την επιχειρηματολογία της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε σε αιτιάσεις της Επιτροπής οι οποίες δεν περιλαμβάνονταν στη συνοπτική έκθεση η οποία αποτελεί την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά στην από 23 Ιουλίου 2015 επιστολή της Επιτροπής, αρκεί η επισήμανση ότι η συνοπτική αυτή έκθεση, η οποία προσκομίστηκε ως παράρτημα A2 του δικογράφου της προσφυγής, περιέχει στην πρώτη της σελίδα τη μνεία ότι «[η] παρούσα συνοπτική έκθεση διαβάζεται σε συνδυασμό με τα έγγραφα που απαριθμούνται κατωτέρω», μεταξύ των οποίων πρώτη διαλαμβάνεται η από 23 Ιουλίου 2015 επιστολή διαπιστώσεων. Συνεπώς, η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

    92      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτος και εν μέρει αβάσιμος.

     Επί του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλονται εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 296 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 36 και 40 του εκτελεστικού κανονισμού 908/2014, καθώς και ανεπαρκής, πλημμελής και αντιφατική αιτιολογία της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ως προς την απόρριψη της παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας και της χρηστής διοικήσεως

     Επιχειρήματα των διαδίκων

    93      Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, η Ελληνική Δημοκρατία προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι παρέβη το άρθρο 296 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 36 και 40 του εκτελεστικού κανονισμού 908/2014. Η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων αυτών οδήγησαν, κατά την Ελληνική Δημοκρατία, το Γενικό Δικαστήριο, αφενός, στο να στηρίξει την κρίση που διατύπωσε στις σκέψεις 105 και 107 έως 109 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης «πρωτίστως επί των αρχικών διαπιστώσεων της Επιτροπής (έγγραφο της 23ης Ιουλίου 2015) και όχι επί της συνοπτικής της έκθεσης» και, αφετέρου, στο να περιορίσει το πεδίο εφαρμογής της απόφασής του της 16ης Φεβρουαρίου 2017, Ρουμανία κατά Επιτροπής (T‑145/15, EU:T:2017:86), στον υπολογισμό του κινδύνου και μόνον.

    94      Από τον συνδυασμό των διατάξεων που μνημονεύθηκαν στην προηγούμενη σκέψη προκύπτει, κατά την Ελληνική Δημοκρατία, η υποχρέωση της Επιτροπής να διαλαμβάνει στην αιτιολογία της πράξης με την οποία επιβάλλει δημοσιονομική διόρθωση παρά τα περί του αντιθέτου συμπεράσματα ή παραινέσεις του οργάνου συμβιβασμού ενδελεχείς εξηγήσεις οι οποίες να επιτρέπουν στον δικαστή της Ένωσης να ασκήσει τον έλεγχό του επί των στοιχείων που έλαβε υπόψη της προκειμένου να καταλήξει στην απόφαση αυτή. Ειδικότερα, η Επιτροπή όφειλε να παραθέσει αναλυτική αιτιολογία που να αποδεικνύει ότι εξέτασε δεόντως την έκθεση του οργάνου συμβιβασμού.

    95      Κατά την Ελληνική Δημοκρατία, το Γενικό Δικαστήριο «κατά παράβαση των τύπων της διαδικασίας, με την αναφορά [του] στην επιστολή αρχικών διαπιστώσεων, φαίνεται να συμπληρώνει την αιτιολογία της [προσβαλλόμενης] απόφασης». Με τον τρόπο αυτό επιβεβαιώνει «ότι δεν δύναται να αντλήσει προσήκουσα αιτιολογία, ούτε από τη συνοπτική έκθεση, ούτε από την τελική θέση της Επιτροπής, προκειμένου να απορρίψει την αιτίαση [...] για παράβαση του άρθρου 296 ΣΛΕΕ», καθώς και για παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της χρηστής διοικήσεως. Κατά συνέπεια, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στερείται ερείσματος και είναι ανεπαρκώς, άλλως πλημμελώς, αιτιολογημένη.

    96      Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο της ανωτέρω επιχειρηματολογίας.

     Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    97      Κατά πάγια νομολογία περί του άρθρου 296 ΣΛΕΕ, η αιτιολογία των νομικών πράξεων πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της επίμαχης πράξεως και από αυτήν πρέπει να συνάγεται κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να λάβουν γνώση των λόγων για τους οποίους ελήφθη το μέτρο, στο δε αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκήσει τον εκ μέρους του έλεγχο (απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2017, Αναγνωστάκης κατά Επιτροπής, C‑589/15 P, EU:C:2017:663, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    98      Πλην όμως, πρέπει να επισημανθεί ότι, μολονότι η Ελληνική Δημοκρατία προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο παράβαση του άρθρου 296 ΣΛΕΕ, δεν υποστηρίζει ότι η αιτιολογία της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης δεν παρέχει τη δυνατότητα στην ίδια να λάβει γνώση των λόγων για τους οποίους ελήφθη η απόφαση και στο Δικαστήριο να ασκήσει τον εκ μέρους του δικαστικό έλεγχο.

    99      Επιπλέον, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία, στη διάταξη αυτή δεν μπορεί να θεμελιωθεί υποχρέωση αιτιολόγησης η οποία να βαίνει πέραν των απαιτήσεων της νομολογίας που υπενθυμίζεται στη σκέψη 97 της παρούσας απόφασης.

    100    Υποχρέωση λεπτομερέστερης αιτιολόγησης δεν προκύπτει ούτε από τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 36, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 40, παράγραφος 4, του εκτελεστικού κανονισμού 908/2014. Πράγματι, οι διατάξεις αυτές εξειδικεύουν, αφενός, τον ρόλο του οργάνου συμβιβασμού και, αφετέρου, τις συνέπειες της αποτυχίας της διαδικασίας συμβιβασμού, χωρίς ωστόσο να καθιερώνουν πρόσθετες απαιτήσεις όσον αφορά την αιτιολογία εκτελεστικής απόφασης για την επιβολή δημοσιονομικής διόρθωσης, πέραν εκείνων που προκύπτουν από τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 97 της παρούσας απόφασης.

    101    Το αυτό ισχύει και για τη φερόμενη υποχρέωση της Επιτροπής να αποδεικνύει ότι εξέτασε την έκθεση του οργάνου συμβιβασμού, όταν εκδίδει τέτοια εκτελεστική απόφαση παρά τα περί του αντιθέτου συμπεράσματα ή παραινέσεις του οργάνου αυτού. Πράγματι, η Ελληνική Δημοκρατία δεν κατέδειξε ότι η απόφαση αυτή περιορίζει το πεδίο εφαρμογής της νομολογίας του Γενικού Δικαστηρίου που επικαλείται, αν υποτεθεί ότι αυτή είναι κρίσιμη εν προκειμένω.

    102    Η διαπίστωση αυτή ενισχύεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία η αιτιολογία αποφάσεως που αρνείται να επιβαρύνει τα γεωργικά ταμεία με δαπάνες πρέπει να λογίζεται επαρκής εφόσον από την ανταλλαγή εγγράφων στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθαρίσεως των λογαριασμών και από τη συνοπτική έκθεση προκύπτει ότι το κράτος αποδέκτης μετείχε ενεργά στη διαδικασία έκδοσης της απόφασης αυτής και γνώριζε τις ουσιώδεις αιτιολογίες της (πρβλ. αποφάσεις της 14ης Μαρτίου 2002, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, C‑132/99, EU:C:2002:168, σκέψη 39, και της 19ης Ιουνίου 2003, Ισπανία κατά Επιτροπής, C‑329/00, EU:C:2003:355, σκέψη 83).

    103    Τέλος, δεδομένου ότι ο ισχυρισμός, με τον οποίο η Ελληνική Δημοκρατία προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, κρίνοντας ότι η Επιτροπή μπορούσε να στηριχθεί και στην από 23 Ιουλίου 2015 επιστολή διαπιστώσεων και όχι αποκλειστικά στη συνοπτική έκθεση, προκειμένου να αιτιολογήσει την προσβαλλόμενη απόφαση, απορρίφθηκε στη σκέψη 91 της παρούσας απόφασης, αρκεί η παραπομπή στη σκέψη αυτή. Κατά το μέτρο που η επιστολή αυτή αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, η μνεία της από το Γενικό Δικαστήριο δεν αποτελεί, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία, «παράβαση των τύπων της διαδικασίας» ούτε αποδεικνύει ότι η συνοπτική έκθεση δεν περιέχει «προσήκουσα αιτιολογία» για την απόρριψη της αιτίασης περί παράβασης του άρθρου 296 ΣΛΕΕ.

    104    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

     Επί του πέμπτου λόγου αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράλειψη του Γενικού Δικαστηρίου να αποφανθεί επί της παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας κατά την επιβολή δημοσιονομικής διόρθωσης στα μέτρα 321, 322 και 123A, κατά παράβαση του άρθρου 76 του Κανονισμού Διαδικασίας του

     Επιχειρήματα των διαδίκων

    105    Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, η Ελληνική Δημοκρατία προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι παρέβη το άρθρο 76 του Κανονισμού Διαδικασίας του καθώς και τους διαδικαστικούς τύπους, διότι παρέλειψε να αποφανθεί επί των αιτιάσεων περί παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας της οποίας έγινε επίκληση όσον αφορά τη δημοσιονομική διόρθωση που εφάρμοσε η Επιτροπή στο πλαίσιο των μέτρων 321, 322 και 123A.

    106    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, λαμβανομένων υπόψη των σημείων 83, 90 και 91 του δικογράφου της προσφυγής της, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί σοβαρά ότι διευκρίνισε με σαφήνεια και εξέθεσε, τουλάχιστον συνοπτικώς, τους λόγους που προβάλλονταν προς στήριξη της προσφυγής της. Αυτό, κατά την Ελληνική Δημοκρατία, επιβεβαιώθηκε και από το ίδιο το Γενικό Δικαστήριο, καθόσον στη σκέψη 129 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης αναπαρήγαγε ισχυρισμό της ο οποίος κατατείνει στη στοιχειοθέτηση των αιτιάσεων περί παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας, χωρίς ωστόσο να συναγάγει κάποιο συμπέρασμα εξ αυτού. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν θα έπρεπε να έχει απορρίψει ως απαράδεκτες τις αιτιάσεις αυτές.

    107    Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο της ανωτέρω επιχειρηματολογίας.

     Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    108    Όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 76 της παρούσας απόφασης, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται η προσφυγή πρέπει να προκύπτουν κατά τρόπο συνεκτικό και κατανοητό από το κείμενο του δικογράφου της και τα προβαλλόμενα από διάδικο επιχειρήματα πρέπει να είναι αρκούντως σαφή και ακριβή. Εξάλλου, ο δικαστής της Ένωσης δεν υποχρεούται να απαντά σε επιχειρήματα που δεν αποτελούν αντικείμενο καμίας άλλης ιδιαίτερης αναπτύξεως και δεν συνοδεύονται από ειδική επιχειρηματολογία που να τα τεκμηριώνει.

    109    Εν προκειμένω, αρκεί η διαπίστωση ότι, μολονότι στην επικεφαλίδα του πέμπτου λόγου ακυρώσεως γίνεται μνεία της αρχής της αναλογικότητας, η επιχειρηματολογία που αναπτύσσεται στο πλαίσιο του λόγου αυτού ουδόλως αφορά παραβίαση της εν λόγω αρχής.

    110    Όσον αφορά τον έκτο λόγο ακυρώσεως, μολονότι στην επικεφαλίδα του στο δικόγραφο της προσφυγής γίνεται αναφορά στην αρχή της αναλογικότητας, στο σημείο 91 του ίδιου δικογράφου στο οποίο ολοκληρώνεται η ανάπτυξη του λόγου αυτού αναφέρεται απλώς ότι «η επιβολή δημοσιονομικής διόρθωσης ύψους 5 % για το Μέτρο 123Α αντιβαίνει στο άρθρο [24] παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού 65/2011 και στην αρχή της αναλογικότητας», χωρίς να εξηγείται ο λόγος για τον οποίο η εφαρμογή της δημοσιονομικής διόρθωσης συνιστά παραβίαση της εν λόγω αρχής.

    111    Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, παραλείποντας να αποφανθεί επί των αιτιάσεων περί παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας της οποίας έγινε επίκληση όσον αφορά τη δημοσιονομική διόρθωση που εφάρμοσε η Επιτροπή στο πλαίσιο των μέτρων 321, 322 και 123A.

    112    Υπό αυτές τις συνθήκες, ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

     Επί του έκτου λόγου αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλονται εσφαλμένη εφαρμογή της κατ’ άρθρο 296 ΣΛΕΕ υποχρέωσης αιτιολόγησης, παραμόρφωση του περιεχομένου της συνοπτικής έκθεσης και ανεπαρκής αιτιολογία

     Επιχειρήματα των διαδίκων

    113    Με τον έκτο λόγο αναιρέσεως, η Ελληνική Δημοκρατία προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι παρέβη την κατ’ άρθρο 296 ΣΛΕΕ υποχρέωση αιτιολόγησης, διότι, αφού έκρινε ότι το σφάλμα της Επιτροπής –που συνίσταται στην επίκληση, στη συνοπτική έκθεση, του κανονισμού 1306/2013, ενώ εφαρμογή δεν είχε για τα οικονομικά έτη 2011 και 2012 αυτός, αλλά ο κανονισμός (ΕΚ) 485/2008 του Συμβουλίου, της 28ης Μαΐου 2008, περί των ελέγχων, εκ μέρους των κρατών μελών, των πράξεων που αποτελούν μέρος του συστήματος χρηματοδοτήσεως από το ΕΓΤΠΕ (ΕΕ 2008, L 143, σ. 1)– έχει αμιγώς τυπικό χαρακτήρα και δεν είναι ικανό να επιφέρει την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, εξέτασε μόνον τα άρθρα 79 και 80 του κανονισμού 1306/2013.

    114    Κατά την Ελληνική Δημοκρατία, από την ανάγνωση και μόνον της συνοπτικής έκθεσης προκύπτει όμως ότι οι ευρεθείσες παρατυπίες των ελληνικών αρχών δεν ερείδονταν μόνον στις εν λόγω διατάξεις, αλλά και σε πολλές άλλες διατάξεις, περιλαμβανομένου και του εκτελεστικού κανονισμού 908/2014. Δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί του ζητήματος αν η παράλειψη αναφοράς των λοιπών εφαρμοστέων διατάξεων ελέγχεται ως αντίθετη προς την αρχή της ασφάλειας δικαίου και προς την υποχρέωση αιτιολόγησης την οποία προβλέπει το άρθρο 296 ΣΛΕΕ, ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένα την τελευταία αυτή διάταξη, πέραν του ότι παραμόρφωσε το περιεχόμενο της συνοπτικής έκθεσης της προσβαλλόμενης απόφασης.

    115    Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο της ανωτέρω επιχειρηματολογίας.

     Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    116    Κατά την πάγια νομολογία που υπενθυμίζεται στη σκέψη 97 της παρούσας απόφασης, από την αιτιολογία της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης πρέπει να συνάγεται κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να λάβουν γνώση των λόγων για τους οποίους ελήφθη η απόφαση, στο δε Δικαστήριο να ασκήσει τον εκ μέρους του δικαστικό έλεγχο.

    117    Εξάλλου, ο λόγος σχετικά με παράβαση του άρθρου 296 ΣΛΕΕ, ο οποίος αφορά ελλιπή ή ανεπαρκή αιτιολογία και εμπίπτει στην παράβαση ουσιώδους τύπου, πρέπει να διακρίνεται από λόγο σχετικά με το βάσιμο της αιτιολογίας, ο οποίος εμπίπτει στην παράβαση κανόνα δικαίου σχετικού με την εφαρμογή της Συνθήκης. Συνεπώς, οι αιτιάσεις και τα επιχειρήματα που προβάλλονται προς αμφισβήτηση του βάσιμου μιας πράξης είναι αλυσιτελή στο πλαίσιο λόγου σχετικού με παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης (πρβλ. απόφαση της 18ης Ιουνίου 2015, Ipatau κατά Συμβουλίου, C‑535/14 P, EU:C:2015:407, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, καθώς και διάταξη της 9ης Μαρτίου 2017, Simet κατά Επιτροπής, C‑232/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:200, σκέψη 80 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    118    Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 148 και 150 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι το σφάλμα που επικαλέστηκε η Ελληνική Δημοκρατία είχε αμιγώς τυπικό χαρακτήρα και ότι, λαμβανομένης υπόψη της συνέχειας που υφίσταται μεταξύ του κανονισμού 485/2008 και του κανονισμού 1306/2013, η εκ μέρους των ελληνικών αρχών γνώση των υποχρεώσεων που απέρρεαν από κανόνες το περιεχόμενο των οποίων ήταν κατ’ ουσίαν το ίδιο όσον αφορά την επίμαχη περίοδο τις εμπόδιζε να επικαλεστούν έλλειψη αιτιολογίας.

    119    Ως εκ τούτου, από την αιτιολογία της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης συνάγεται κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να λάβουν γνώση των λόγων για τους οποίους ελήφθη η απόφαση, στο δε Δικαστήριο να ασκήσει τον εκ μέρους του δικαστικό έλεγχο. Η αιτίαση με την οποία προσάπτεται στο Γενικό Δικαστήριο ότι περιορίστηκε να εξετάσει τις ευρεθείσες παρατυπίες των ελληνικών αρχών μόνον υπό το πρίσμα του άρθρου 79, παράγραφος 1, και του άρθρου 80 του κανονισμού 1306/2013, ενώ θα έπρεπε να τις έχει εξετάσει και υπό το πρίσμα άλλων διατάξεων, δεν εμπίπτει στο άρθρο 296 ΣΛΕΕ. Υπό τις συνθήκες αυτές, η εν λόγω αιτίαση πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Ισπανία κατά Επιτροπής, C‑588/17 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:607, σκέψεις 75 και 76) και, εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να καταδείξει καμία παραμόρφωση του περιεχομένου της συνοπτικής έκθεσης της προσβαλλόμενης απόφασης.

    120    Κατά συνέπεια, ο έκτος λόγος αναιρέσεως που προβάλλει η Ελληνική Δημοκρατία πρέπει απορριφθεί ως αλυσιτελής.

    121    Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

     Επί των δικαστικών εξόδων

    122    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Ελληνική Δημοκρατία ηττήθηκε και η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη της στα δικαστικά έξοδα, πρέπει να καταδικαστεί το εν λόγω κράτος μέλος στα δικαστικά έξοδα.

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (ένατο τμήμα) αποφασίζει:

    1)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

    2)      Καταδικάζει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

    Jürimäe

    Rodin

    Piçarra

    Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 18 Νοεμβρίου 2021.

    Ο Γραμματέας

     

    Ο Πρόεδρος

    A. Calot Escobar

     

    K. Lenaerts


    *      Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.

    Top