Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62020CC0296

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Campos Sánchez-Bordona της 9ης Σεπτεμβρίου 2021.
    Commerzbank AG κατά E.O.
    Αίτηση του Bundesgerichtshof για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Διεθνής δικαιοδοσία, αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων – Αστικές και εμπορικές υποθέσεις – Σύμβαση του Λουγκάνο II – Άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ – Διεθνής δικαιοδοσία σε συμβάσεις καταναλωτών – Μεταφορά της κατοικίας του καταναλωτή σε άλλο δεσμευόμενο από τη Σύμβαση κράτος.
    Υπόθεση C-296/20.

    ; Court reports – general

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2021:733

     ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    MANUEL CAMPOS SÁNCHEZ-BORDONA

    της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 ( 1 )

    Υπόθεση C‑296/20

    Commerzbank AG

    κατά

    E.O.

    [αίτηση του Bundesgerichtshof
    (Ανωτάτου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου, Γερμανία)
    για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

    «Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Σύμβαση του Λουγκάνο II – Διεθνής δικαιοδοσία, αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις – Διεθνής δικαιοδοσία σε συμβάσεις καταναλωτών – Καταναλωτής που, μετά τη σύναψη της συμβάσεως, μεταφέρει την κατοικία του σε άλλο δεσμευόμενο από τη Σύμβαση κράτος – Άσκηση εμπορικών ή επαγγελματικών δραστηριοτήτων στο δεσμευόμενο από τη Σύμβαση κράτος της κατοικίας του καταναλωτή»

    1.

    Με την υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως ζητείται η ερμηνεία του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της Συμβάσεως του Λουγκάνο του 2007 ( 2 ), προκειμένου να καθοριστεί ποιο δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία να επιληφθεί διαφοράς στο πλαίσιο της οποίας τράπεζα αξιώνει από πελάτη την καταβολή του χρεωστικού υπολοίπου του τρεχούμενου λογαριασμού του.

    2.

    Η ιδιαιτερότητα της υποθέσεως έγκειται στο ότι, κατά τον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως, αμφότερα τα μέρη ήταν εγκατεστημένα στο ίδιο κράτος (Γερμανία), ενώ, όταν επιδιώχθηκε δικαστικώς η ικανοποίηση της αξιώσεως, ο πελάτης κατοικούσε στην Ελβετία ( 3 ). Ο διεθνής χαρακτήρας της υποθέσεως είναι, συνεπώς, επιγενόμενος και όχι αρχικός.

    3.

    Εάν δεν απατώμαι, το Δικαστήριο δεν έχει ακόμη αποφανθεί επί του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της Συμβάσεως ( 4 ). Αντιθέτως, το έχει πράξει όσον αφορά τον αντίστοιχο κανόνα του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 ( 5 ), ο οποίος, με τη σειρά του, αναπαράγεται στον νυν ισχύοντα κανονισμό (ΕΕ) 1215/2012 ( 6 ).

    4.

    Οι αποφάσεις του Δικαστηρίου στον τομέα αυτόν, εξεταζόμενες στο σύνολό τους, δεν αποσαφηνίζουν, κατά την κρίση μου, επαρκώς ένα ζήτημα με μη αμελητέο αντίκτυπο στην οικονομική δραστηριότητα του αντισυμβαλλομένου του καταναλωτή.

    I. Το νομικό πλαίσιο. Η σύμβαση του Λουγκάνο ΙΙ

    5.

    Το τμήμα 1 του τίτλου ΙΙ («Γενικές διατάξεις») περιλαμβάνει τα άρθρα 2 και 3, τα οποία έχουν ως εξής:

    Άρθρο 2, παράγραφος 1: «Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρούσας σύμβασης, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος δεσμευομένου από την παρούσα σύμβαση κράτους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους αυτού, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους.».

    Άρθρο 3, παράγραφος 1: «Τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος δεσμευομένου από την παρούσα σύμβαση κράτους μπορούν να εναχθούν ενώπιον των δικαστηρίων άλλου δεσμευομένου από την παρούσα σύμβαση κράτους μόνο σύμφωνα με τους κανόνες που περιλαμβάνονται στα τμήματα 2 έως 7 του παρόντος τίτλου.»

    6.

    Το τμήμα 4 του τίτλου ΙΙ («Διεθνής δικαιοδοσία σε συμβάσεις καταναλωτών») περιλαμβάνει τα άρθρα 15, 16 και 17, τα οποία έχουν ως εξής:

    – Άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ:

    «1. Σε συμβάσεις που ο σκοπός τους μπορεί να θεωρηθεί ξένος προς την επαγγελματική δραστηριότητα του προσώπου που τις καταρτίζει, του καταναλωτή, η διεθνής δικαιοδοσία καθορίζεται από τις διατάξεις του παρόντος τμήματος, με την επιφύλαξη του άρθρου 4 και του άρθρου 5 παράγραφος 5:

    […]

    γ)

    σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, όταν η σύμβαση καταρτίσθηκε με πρόσωπο το οποίο ασκεί εμπορικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες στο έδαφος του δεσμευομένου από την παρούσα σύμβαση κράτους στο οποίο έχει την κατοικία του ο καταναλωτής ή το οποίο κατευθύνει με οποιοδήποτε μέσον τέτοιου είδους δραστηριότητες σ’ αυτό το κράτος ή σε διάφορα κράτη, συμπεριλαμβανομένου του εν λόγω κράτους, και η σύμβαση εμπίπτει στο πεδίο των εν λόγω δραστηριοτήτων».

    – Άρθρο 16, παράγραφος 2:

    «2. Η αγωγή του αντισυμβαλλόμενου κατά του καταναλωτή μπορεί να ασκηθεί μόνον ενώπιον των δικαστηρίων του δεσμευομένου από την παρούσα σύμβαση κράτους, στο έδαφος του οποίου έχει την κατοικία του ο καταναλωτής.»

    – Άρθρο 17, σημείο 3:

    «Παρέκκλιση από τις διατάξεις του παρόντος τμήματος είναι δυνατή μόνο με συμφωνίες [παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας]:

    3)

    που, έχοντας συναφθεί ανάμεσα σε καταναλωτή και αντισυμβαλλόμενο με κατοικία ή συνήθη διαμονή, κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης, στο ίδιο δεσμευόμενο από την παρούσα σύμβαση κράτος, απονέμουν διεθνή δικαιοδοσία στα δικαστήρια αυτού του κράτους, εκτός αν το δίκαιο του συγκεκριμένου κράτους απαγορεύει τέτοιες συμφωνίες.»

    II. Τα πραγματικά περιστατικά, η διαφορά και τα προδικαστικά ερωτήματα

    7.

    Η Commerzbank AG, με έδρα στη Φρανκφούρτη επί του Μάιν (Γερμανία), διατηρεί υποκατάστημα στη Δρέσδη (Γερμανία) μέσω του οποίου, το 2009, άνοιξε λογαριασμό σε πελάτη, ομοίως κάτοικο κατά τον χρόνο εκείνο Δρέσδης, τον οποίον διαχειριζόταν ως τρεχούμενο λογαριασμό.

    8.

    Ο πελάτης έλαβε από την τράπεζα πιστωτική κάρτα, οι συναλλαγές με την οποία χρεώνονταν στον λογαριασμό. Η τράπεζα επέτρεπε υπεραναλήψεις όταν ο πελάτης, μέσω της πιστωτικής κάρτας του, πραγματοποιούσε συναλλαγές με αυτή χωρίς να υφίσταται επαρκές υπόλοιπο στον λογαριασμό.

    9.

    Το 2014, ο πελάτης μετέφερε την κατοικία του στην Ελβετία. Τον Ιανουάριο του 2015, θέλησε να τερματίσει την εμπορική συνεργασία του με την Commerzbank AG. Κατά την ημερομηνία αυτή, ο τρεχούμενος λογαριασμός παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο, λόγω ενός ποσού που είχε χρεωθεί τον Σεπτέμβριο του 2013, το οποίο ο πελάτης αρνήθηκε να καλύψει ισχυριζόμενος ότι η χρέωση αυτή οφειλόταν σε μη εξουσιοδοτημένη χρήση της πιστωτικής κάρτας του από τρίτους.

    10.

    Τον Απρίλιο του 2015, η Commerzbank κατήγγειλε τη σύμβαση με άμεση ισχύ, καθιστώντας ληξιπρόθεσμο και απαιτητό υπέρ αυτής το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού. Ο πελάτης εξακολούθησε να αρνείται την καταβολή του ποσού αυτού.

    11.

    Η Commerzbank άσκησε αγωγή με αίτημα την καταβολή του οφειλόμενου ποσού ενώπιον του Amtsgericht Dresden (ειρηνοδικείου Δρέσδης, Γερμανία), το οποίο την απέρριψε ως απαράδεκτη λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας.

    12.

    Κατόπιν απορρίψεως της εφέσεώς της, η Commerzbank άσκησε αναίρεση («Revision») ενώπιον του Bundesgerichtshof (Ανωτάτου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου, Γερμανία), το οποίο υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)

    Έχει το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της Συμβάσεως του Λουγκάνο ΙΙ την έννοια ότι η “άσκηση” επαγγελματικής ή εμπορικής δραστηριότητας εντός δεσμευόμενου από τη Σύμβαση κράτους, στο έδαφος του οποίου έχει την κατοικία του ο καταναλωτής, προϋποθέτει απαραιτήτως την ύπαρξη διασυνοριακής δραστηριότητας από πλευράς του αντισυμβαλλομένου του καταναλωτή ήδη κατά την κατάρτιση και τη σύναψη της μεταξύ τους συμβάσεως ή η διάταξη αυτή έχει επίσης εφαρμογή για τον καθορισμό του αρμοδίου να επιληφθεί της διαφοράς δικαστηρίου ακόμη και όταν τα συμβαλλόμενα μέρη είχαν μεν κατά τη σύναψη της μεταξύ τους συμβάσεως την κατοικία τους στο ίδιο δεσμευόμενο από τη Σύμβαση του Λουγκάνο ΙΙ κράτος, υπό την έννοια των άρθρων 59 και 60 αυτής, πλην όμως η μεταξύ τους έννομη σχέση κατέστη εκ των υστέρων διασυνοριακή, λόγω μεταγενέστερης μεταφοράς της κατοικίας του καταναλωτή σε άλλο δεσμευόμενο από τη Σύμβαση κράτος;

    2)

    Εφόσον η διασυνοριακή δραστηριότητα κατά τον χρόνο της συνάψεως της συμβάσεως δεν είναι απαραίτητη προϋπόθεση:

    αποκλείει γενικώς το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της Συμβάσεως του Λουγκάνο ΙΙ, σε συνδυασμό με το άρθρο 16, παράγραφος 2 αυτής, τον καθορισμό της διεθνούς δικαιοδοσίας βάσει του άρθρου 5, σημείο 1, της ίδιας Συμβάσεως όταν ο καταναλωτής κατά το διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της συνάψεως της συμβάσεως και της έγερσης της αγωγής μεταφέρει την κατοικία του σε άλλο δεσμευόμενο από τη Σύμβαση κράτος ή μήπως απαιτείται συμπληρωματικά αφενός μεν ο αντισυμβαλλόμενος του καταναλωτή να ασκεί ή να κατευθύνει τις επαγγελματικές ή εμπορικές του δραστηριότητες και στο έδαφος του κράτους της νέας κατοικίας, αφετέρου δε η μεταξύ τους σύμβαση να εμπίπτει στο πεδίο των εν λόγω δραστηριοτήτων του;»

    III. Η διαδικασία ενώπιον Δικαστηρίου

    13.

    Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως περιήλθε στο Δικαστήριο στις 3 Ιουλίου 2020.

    14.

    Μετά τη δημοσίευση της διατάξεως του Δικαστηρίου στην υπόθεση mBank S.A. ( 7 ), και λόγω της συνάφειάς της με τα ζητήματα που τίθενται στην υπό κρίση προδικαστική παραπομπή, το αιτούν δικαστήριο κλήθηκε, στις 3 Σεπτεμβρίου 2020, να απαντήσει εάν ενέμενε στα προδικαστικά ερωτήματά του.

    15.

    Στις 6 Οκτωβρίου 2020, το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο) γνωστοποίησε στο Δικαστήριο την πρόθεσή του να αποσύρει το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα και να διατηρήσει το πρώτο.

    16.

    Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η Commerzbank, η Ελβετική Κυβέρνηση και η Επιτροπή. Δεν κρίθηκε αναγκαία η διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

    IV. Ανάλυση

    Α. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

    17.

    Το αιτούν δικαστήριο ζητεί να μάθει εάν, για την εφαρμογή του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της Συμβάσεως:

    η σχέση μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή πρέπει να εμπεριέχει κάποιο «στοιχείο» αλλοδαπότητας –εν προκειμένω, τη διασυνοριακή δραστηριότητα της τράπεζας– ήδη κατά τον χρόνο καταρτίσεως και συνάψεως της συμβάσεως·

    ή εάν, αντιθέτως, αρκεί η εκ των υστέρων διεθνικότητα, η οποία ανακύπτει λόγω της μεταφοράς της κατοικίας του καταναλωτή σε άλλο δεσμευόμενο από τη Σύμβαση κράτος.

    18.

    Η Επιτροπή, η Ελβετική Κυβέρνηση και η Commerzbank δίνουν διαφορετικές απαντήσεις στο διπλό αυτό ερώτημα βάσει διαφορετικών επίσης επιχειρημάτων. Επ’ αφορμή ενός από τα επιχειρήματα αυτά ( 8 ), κρίνω σκόπιμο, προτού υπεισέλθω στην ερμηνεία του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της Συμβάσεως, να υπενθυμίσω ορισμένες πτυχές του τμήματος 4 του τίτλου της II, το οποίο αφορά τη διεθνή δικαιοδοσία στις συμβάσεις καταναλωτών.

    19.

    Η κατ’ ουσίαν ταύτιση του επίμαχου εν προκειμένω άρθρου με τα αντίστοιχα άρθρα των κανονισμών 44/2001 και 1215/2012 επιτάσσει την αναζήτηση μιας συγκλίνουσας ερμηνείας όλων αυτών ( 9 ).

    20.

    Όπως και στους δύο αυτούς κανονισμούς, οι έννοιες του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της Συμβάσεως πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπο αυτοτελή ώστε να διασφαλίζεται η ομοιόμορφη εφαρμογή τους σε όλα τα δεσμευόμενα από αυτήν κράτη ( 10 ).

    1.   Η ratio legis του τμήματος 4 του τίτλου II της Συμβάσεως. Η προστασία του καταναλωτή

    21.

    Πρωταρχικός σκοπός του τμήματος 4 του τίτλου II της Συμβάσεως είναι η διασφάλιση προσήκουσας προστασίας στον καταναλωτή, ο οποίος τεκμαίρεται ότι, από οικονομικής απόψεως, είναι το ασθενέστερο από τα συμβαλλόμενα μέρη και, από νομικής απόψεως, έχει μικρότερη πείρα απ’ ό,τι ο αντισυμβαλλόμενός του ( 11 ) επαγγελματίας ( 12 ).

    22.

    Ο σκοπός αυτός δεν είναι απόλυτος: ούτε ο νομοθέτης απέβλεπε στην άνευ όρων προστασία του καταναλωτή ούτε το Δικαστήριο την έχει ερμηνεύσει κατ’ αυτόν τον τρόπο ( 13 ).

    23.

    Η διεθνικότητα της επίμαχης καταστάσεως αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για την εφαρμογή της Συμβάσεως. Το τμήμα 4 του τίτλου II, καθ’ ο μέρος καθορίζει τη διεθνή δικαιοδοσία στον τομέα των συμβάσεων καταναλωτών, δεν αποτελεί εξαίρεση από τον κανόνα αυτόν ( 14 ). Η προστασία την οποία παρέχει επιδιώκει να εξισορροπήσει την κατάσταση των συμβαλλομένων μερών σε επίπεδο διεθνούς δικαιοδοσίας ( 15 ).

    24.

    Μέσω των άρθρων που συγκεντρώνουν στο κράτος της κατοικίας του καταναλωτή τις ασκούμενες από αυτόν ή κατά αυτού αξιώσεις, εξαλείφονται ως προς αυτόν τα μειονεκτήματα που θα ενείχε η υποχρεωτική αντιδικία σε άλλο κράτος. Τεκμαίρεται ότι, ως εκ της θέσεώς του ως «ασθενούς μέρους», δεν έχει πάντοτε την ικανότητα να προβλέπει εκ των προτέρων τη διεθνικότητα ενδεχόμενης διαδικασίας και να σταθμίζει τους συναφείς κινδύνους και δαπάνες ( 16 ). Αποτρέπεται, επιπλέον, ο κίνδυνος παραιτήσεώς του από τη δικαστική άσκηση των δικαιωμάτων του έναντι του ενδεχομένου να πρέπει να τα υπερασπιστεί εκτός του κράτους κατοικίας του ( 17 ).

    25.

    Η προστασία που παρέχεται σε καταναλωτή με κατοικία σε κράτος δεσμευόμενο από τη Σύμβαση συνίσταται, συνεπώς, στο ότι α) του επιτρέπει την πρόσβαση, ως ενάγοντος, στα ίδια δικαστήρια που θα ήταν αρμόδια για διαφορές απορρέουσες από εγχώριες συμβάσεις ( 18 ), και β) περιορίζει την πρόσβαση του επαγγελματία στα ίδια αυτά δικαστήρια, όταν ο τελευταίος επιθυμεί να εναγάγει τον καταναλωτή.

    26.

    Διαφορετική λύση θα μπορούσε να αποθαρρύνει την τάση προς κατανάλωση εκτός των συνόρων του κράτους κατοικίας του καταναλωτή, εντός της ενδοευρωπαϊκής αγοράς [ή της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών (ΕZΕΣ)].

    2.   Η μέριμνα προς τον επιχειρηματία και η προβλεψιμότητα της δωσιδικίας

    27.

    Σε επίπεδο διεθνούς δικαιοδοσίας, η προστασία του καταναλωτή δεν είναι, όπως έχω ήδη επισημάνει, άνευ όρων, ούτε βρίσκεται στο περιθώριο άλλων κοινών σκοπών της Συμβάσεως.

    28.

    Ως προς τον επιχειρηματία, οι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας στον τομέα των συμβάσεων καταναλωτών εκτοπίζουν τους κανόνες του άρθρου 2 της Συμβάσεως (το οποίο απονέμει διεθνή δικαιοδοσία στα δικαστήρια του κράτους κατοικίας του εναγομένου) και του άρθρου 5, παράγραφος 1 (σχετικά με την ειδική δικαιοδοσία σε διαφορές εκ συμβάσεως). Ως εκ τούτου, η ερμηνεία τους πρέπει να είναι αυστηρή και μην εκτείνεται σε καταστάσεις διαφορετικές από αυτές που προβλέπονται στο κείμενο ( 19 ).

    29.

    Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο διότι, για τον καταναλωτή που ασκεί αγωγή, οι κανόνες του τμήματος 4 του τίτλου II της Συμβάσεως έχουν την έννοια ότι ισχύει η δωσιδικία του τόπου κατοικίας του ενάγοντος (forum actoris).

    30.

    Η εφαρμογή των κανόνων αυτών σε συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέτει ότι η τελευταία πληροί σωρευτικά τρεις προϋποθέσεις ( 20 ), οι οποίες πρέπει επίσης να ερμηνεύονται αυστηρά, αν όχι περιοριστικά ( 21 ).

    31.

    Οι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας στον τομέα των συμβάσεων καταναλωτών δεν λειτουργούν, επαναλαμβάνω, στο περιθώριο των γενικών αρχών της Συμβάσεως. Η ενίσχυση της έννομης προστασίας προσώπων με κατοικία στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η προβλεψιμότητα της διεθνούς δικαιοδοσίας και η αποτροπή παράλληλων διαδικασιών για το ίδιο αντικείμενο αποτελούν κοινούς σκοπούς, οι οποίοι πρέπει να συνδυάζονται με τη μέριμνα για την προστασία του καταναλωτή ( 22 ).

    32.

    Η δυνατότητα του επιχειρηματία να προβλέπει τον τόπο στον οποίον μπορεί να εναγάγει και να εναχθεί αποτελεί κρίσιμο παράγοντα. Κατευθύνει την ερμηνεία του τμήματος 4 του τίτλου II της Συμβάσεως, ως αντιστάθμισμα των προνομίων του καταναλωτή. Κατωτέρω εξηγώ ότι το ίδιο ισχύει με το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ.

    33.

    Η Σύμβαση, όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο, περιλαμβάνει και άλλα μέτρα στην ίδια αυτή κατεύθυνση. Ενδεικτικά, μπορούν να υπογραμμιστούν τα ακόλουθα:

    ο ορισμός του «καταναλωτή» ενισχύει την ασφάλεια δικαίου για τον επιχειρηματία. Η ιδιότητα αυτή δεν γίνεται δεκτή εάν η χρήση του συμφωνηθέντος αγαθού ή υπηρεσίας έχει μη αμελητέα σχέση με την επαγγελματική δραστηριότητα του (φερόμενου) καταναλωτή ( 23

    ο καταναλωτής και ο επαγγελματίας πρέπει να έχουν συνάψει σύμβαση. Πρόκειται για επιτακτική απαίτηση, ως παράγοντα που επιτρέπει στον επιχειρηματία να προβλέπει την αποκλειστική δικαιοδοσία των δικαστηρίων της κατοικίας του καταναλωτή ( 24

    ο επαγγελματίας πρέπει να έχει εκφράσει ρητά τη βούλησή του να δεσμευθεί. Καταστάσεις στις οποίες η βούληση αυτή δεν είναι εμφανής θα μπορούσαν, το πολύ, να χαρακτηριστούν ως προσυμβατικές ή οιονεί συμβατικές, και να εμπίπτουν στο τμήμα περί ειδικών δικαιοδοσιών ( 25

    η σύμβαση πρέπει να έχει συναφθεί μεταξύ των διαδίκων. Η έννοια του «αντισυμβαλλομένου» κατά το άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001 δεν αναφέρεται μόνο στον επιχειρηματία με τον οποίον ο καταναλωτής έχει συνάψει τη σύμβαση, αλλά και στον αντισυμβαλλόμενο του πρώτου, μόνον όμως εάν εκ των προτέρων ο καταναλωτής συνδεόταν και με τους δύο συμβατικά κατά τρόπο άρρηκτο ( 26 ).

    Β. Το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της Συμβάσεως: πιθανές ερμηνείες

    34.

    Το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της Συμβάσεως, την ερμηνεία του οποίου αφορά το μοναδικό εναπομένον προδικαστικό ερώτημα, επιδέχεται, κατ’ αρχήν, δύο ερμηνείες από τις οποίες θα μπορούσαν να ανακύψουν ισάριθμες απαντήσεις, μία αρνητική και μία καταφατική:

    η πρώτη (αρνητική) θα στηριζόταν στο γεγονός ότι το άρθρο εφαρμόζεται όταν ένας επαγγελματίας δημιουργεί οικειοθελώς τη διεθνικότητα της συμβάσεως, σχεδιάζοντας ή πραγματοποιώντας την οικονομική δραστηριότητά του πέραν των συνόρων του δικού του κράτους, προκειμένου να προσελκύσει πελάτες σε άλλα κράτη. Δεν συμβαίνει το ίδιο όταν το στοιχείο αλλοδαπότητας της έννομης σχέσεως ανακύπτει μόνο μετά τη σύναψη της συμβάσεως, συνεπεία της αλλαγής κατοικίας του καταναλωτή·

    η δεύτερη (καταφατική) θα εδραζόταν στη μεγαλύτερη σημασία που αποδίδεται στην κατοικία του καταναλωτή κατά τον χρόνο κατά τον οποίον κινείται η ένδικη διαδικασία.

    35.

    Αναφέρω ήδη στο σημείο αυτό ότι, κατά την άποψή μου, οι λόγοι υπέρ της πρώτης απαντήσεως έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα. Παρά ταύτα, θα ήταν δυνατή η ανεύρεση μιας συμφιλιωτικής λύσεως που να εξισορροπεί τις θέσεις του καταναλωτή και του επαγγελματία όσον αφορά τη διεθνή δικαιοδοσία όταν ο πρώτος, μετά τη σύναψη της συμβάσεως, μεταφέρει την κατοικία του σε άλλο κράτος.

    1.   Μήπως το ζήτημα αυτό έχει επιλυθεί προηγουμένως;

    36.

    Το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί επί του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 44/2001, και του άρθρου 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012. Κατά συνέπεια, μπορεί βασίμως να τεθεί το ερώτημα εάν από τις αποφάσεις του αυτές δύναται να συναχθεί ότι το ζήτημα που αφορά το ίδιο κείμενο στη Σύμβαση έχει ήδη επιλυθεί.

    37.

    Δεν αποκλείω μια συλλογιστική που θα έχει ως σημείο εκκινήσεως την απόφαση Pammer και Alpenhof και, εν συνεχεία, θα επικεντρωθεί στο εάν υφίστανται λόγοι να γίνει διάκριση μεταξύ της δραστηριότητας την οποία ασκεί ο επαγγελματίας σε ορισμένο κράτος και της δραστηριότητας την οποία κατευθύνει προς το εν λόγω κράτος, στο πλαίσιο του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της Συμβάσεως. Θα επανέλθω αργότερα επί του θέματος αυτού ( 27 ).

    38.

    Φρονώ, αντιθέτως, ότι οι αποφάσεις που, μεταξύ όσων έχουν μέχρι σήμερα εκδοθεί, απαριθμούνται στις κατατεθείσες εν προκειμένω παρατηρήσεις δεν έχουν καθοριστική σημασία για την επίλυση της διαφοράς.

    39.

    Δυσχερώς, κατά την άποψή μου, θα μπορούσε από τις αποφάσεις αυτές να συναχθεί ότι βούληση του Δικαστηρίου ήταν να δώσει σιωπηρώς απάντηση σε ερώτημα όπως το επίμαχο. Το αιτούν δικαστήριο, το οποίο φαίνεται να γνωρίζει τη νομολογία του Δικαστηρίου, δεν συνάγει εξ αυτής μια σαφή απάντηση. Οι σοβαρότατες συνέπειες τις οποίες επάγεται η εφαρμογή των κανόνων προστασίας του καταναλωτή για τον επαγγελματία, όταν ο τελευταίος αιφνιδιάζεται από την αλλαγή κατοικίας του πελάτη, την οποία ούτε γνώριζε ούτε μπορούσε να προβλέψει, απαιτούν συγκεκριμένη εξέταση του ζητήματος.

    40.

    Είναι αληθές ότι η υπόθεση mBank S.A. αφορούσε κατάσταση παρόμοια με την επίμαχη. Ωστόσο, το Δικαστήριο προέβη σε αναδιατύπωση ( 28 ) των ερωτημάτων που του είχαν τεθεί και απήντησε ότι «ως “κατοικία του καταναλωτή”, κατά το άρθρο 18, παράγραφος 2, του κανονισμού 1215/2012, νοείται η κατοικία του καταναλωτή κατά τον χρόνο της άσκησης του ενδίκου βοηθήματος». Το Δικαστήριο περιόρισε το σκεπτικό του στο επιμέρους αυτό στοιχείο ( 29 ).

    41.

    Ούτε η απόφαση C‑327/10 ( 30 ) αίρει τις αμφιβολίες που εγείρονται εν προκειμένω. Με αυτήν, το Δικαστήριο δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο η σύμβαση μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή με κατοικία, κατά τον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως, στο ίδιο κράτος μέλος, να εμπίπτει στο άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 44/2001. Ωστόσο, δεν εξέτασε το επίμαχο εν προκειμένω σημείο ( 31 ).

    42.

    Κάτι παρόμοιο ισχύει ως προς την απόφαση C‑478/12 ( 32 ), η οποία, κατά την άποψή μου, ουδόλως επιλύει το επίμαχο εν προκειμένω πρόβλημα:

    με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί της διεθνικότητας ως απαιτήσεως για την εφαρμογή όχι μόνον του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 44/2001, αλλά του συνόλου του νομοθετικού κειμένου ( 33 ) ·

    υπ’ αυτήν την έννοια, κατά το Δικαστήριο, «θα πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ, αφενός, περί του ποιες είναι οι εφαρμοστέες προϋποθέσεις των κανόνων για τη διεθνή δικαιοδοσία του κανονισμού αυτού και, αφετέρου, περί του ποια είναι τα κριτήρια βάσει των οποίων προσδιορίζεται η διεθνής δικαιοδοσία κατ’ εφαρμογή των κανόνων αυτών» ( 34 ) ·

    το γεγονός ότι τότε εφαρμόστηκε το τμήμα 4 του κεφαλαίου II (συγκεκριμένα, το άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού) σε επαγγελματία με έδρα στο κράτος μέλος του καταναλωτή οφειλόταν στην ανάγκη να αποτραπούν παράλληλες διαδικασίες σε σχέση με μία «ενιαία πράξη», η οποία αποτελείτο από «άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους» συμβάσεις παρά τη σύναψή τους με δύο διαφορετικούς επαγγελματίες ( 35 ).

    2.   Επιχειρήματα υπέρ (του αναγκαίου) της αρχικής διεθνικότητας

    α)   Η διασυνοριακή δραστηριότητα του επαγγελματία

    43.

    Το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της Συμβάσεως του Λουγκάνο II επιτελεί τη λειτουργία που παλαιότερα αντιστοιχούσε στο άρθρο 13, παράγραφος 1, σημείο 3, της Συμβάσεως του Λουγκάνο του 1988 ( 36 ), ταυτόσημης ως προς το σημείο αυτό με τη Σύμβαση των Βρυξελλών.

    44.

    Για την κατανόηση του άρθρου, είναι σκόπιμη η αναδρομή στην εισαγωγή του, το 1978, στη Σύμβαση των Βρυξελλών και η παρακολούθηση της μετέπειτα εξελίξεώς του.

    1) Η πρώτη διατύπωση

    45.

    Στο αρχικό κείμενο (1968) της Συμβάσεως των Βρυξελλών, η προστασία του καταναλωτή σε επίπεδο διεθνούς δικαιοδοσίας ρυθμιζόταν από τα άρθρα 13 έως 15. Περιοριζόταν στις συμβάσεις πωλήσεως με τμηματική καταβολή του τιμήματος και στη χρηματοδότηση των πωλήσεων αυτών, αντανακλώντας το νομικό καθεστώς σε θέματα καταναλωτών που ίσχυε στα ιδρυτικά κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας.

    46.

    Επ’ ευκαιρία της Συμβάσεως για την προσχώρηση του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου και της Βόρειας Ιρλανδίας στη Σύμβαση των Βρυξελλών ( 37 ), στο άρθρο 13 της τελευταίας προσετέθη ένα τρίτο σημείο, το οποίο επέκτεινε την κάλυψη σε κάθε σύμβαση παροχής υπηρεσιών ή προμήθειας εμπορευμάτων εφόσον πληρούνταν, επιπλέον, δύο προϋποθέσεις:

    πριν από τη σύναψη της συμβάσεως έπρεπε να έχει γίνει, στο κράτος κατοικίας του καταναλωτή, ειδική προσφορά ή διαφήμιση· και

    ο καταναλωτής έπρεπε να έχει ολοκληρώσει στο κράτος αυτό τις απαραίτητες για τη σύναψη της συμβάσεως πράξεις.

    47.

    Οι σωρευτικές αυτές απαιτήσεις διαπνέονταν από το άρθρο 5, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, της Συμβάσεως της Ρώμης σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές ( 38 ). Λάμβαναν υπόψη τον «παθητικό» καταναλωτή, ήτοι εκείνον τον οποίον ο επαγγελματίας πρόκειται να αναζητήσει στην κατοικία του, και είχαν ως σκοπό να διασφαλίζεται η ύπαρξη στενής σχέσεως μεταξύ της συμβάσεως και του κράτους κατοικίας του καταναλωτή.

    48.

    Σε αμφότερα τα κείμενα, η τυπική περίπτωση ήταν αυτή του επιχειρηματία ο οποίος διεισδύει στην αγορά άλλης χώρας μέσω διασυνοριακής διαφημίσεως ( 39 ) ή ατομικών εμπορικών προσφορών τις οποίες απευθύνουν, ιδίως, πράκτορες ή πλανόδιοι πωλητές ( 40 ).

    49.

    Ο διεθνικός χαρακτήρας της συμβάσεως απέρρεε από την πρωτοβουλία του επιχειρηματία. Η αντίδραση του καταναλωτή στη διαφήμιση ή την προσφορά του επαγγελματία περιοριζόταν στο δικό του κράτος. Ήταν, επομένως, δικαιολογημένο ο κίνδυνος της διεθνικότητας και τα δικαστικά έξοδα στο κράτος αυτό να βαρύνουν αποκλειστικά τον επαγγελματία.

    50.

    Το δικαστήριο ενώπιον του οποίου έπρεπε να ασκηθεί τυχόν αγωγή κατά του καταναλωτή ή από τον καταναλωτή μπορούσε να προβλεφθεί από το σύνολο των ενδιαφερομένων.

    2) Οι τροποποιήσεις

    51.

    Το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 44/2001, αναπαραχθέν στη Σύμβαση, επέκτεινε το τμήμα 4 του κεφαλαίου II σε κάθε σύμβαση και τροποποίησε τις προϋποθέσεις που απαιτούντο για την επίκληση της προστατευτικής δικαιοδοσίας. Το έπραξε με σκοπό να διασφαλίσει την προστασία των καταναλωτών «λαμβανομένων υπόψη των νέων μέσων επικοινωνίας και της αναπτύξεως του ηλεκτρονικού εμπορίου» ( 41 ).

    52.

    Ο νομοθέτης της Ένωσης αντικατέστησε τις απαιτήσεις που βάρυναν, αντιστοίχως, τον επαγγελματία και τον καταναλωτή, με άλλες επιβαλλόμενες μόνο στον πρώτο. Οι ενέργειες του καταναλωτή, ο τόπος ή ο τρόπος συνάψεως της συμβάσεως στερούνταν σημασίας ( 42 ).

    53.

    Η έκθεση Pocar σχετικά με τη Σύμβαση εξηγεί τη νέα διατύπωση του κειμένου ( 43 ). Επισημαίνει ότι «[δ]εν καινοτομεί όσον αφορά τις συμβάσεις πώλησης αγαθών με τμηματική καταβολή του τιμήματος και δανείου με σταδιακή εξόφληση, δεδομένου ότι εν προκειμένω δεν απαιτείται κατά τόπον σύνδεσμος μεταξύ συμβάσεως και κράτους στο οποίο ο καταναλωτής έχει την κατοικία του», «[σ]ε άλλες συμβάσεις, ωστόσο, η επέκταση της προστασίας σε όλες τις συμβάσεις καταναλωτών και η συνεπαγόμενη επέκταση της δωσιδικίας του ενάγοντος (forum actoris), δεν θα ήταν αιτιολογημένη χωρίς να υπάρχει άλλο συνδετικό στοιχείο μεταξύ του άλλου συμβαλλόμενου και του κράτους της κατοικίας του καταναλωτή» ( 44 ).

    54.

    Κατά την ερμηνεία του συμπλέγματος «κατευθύνει τέτοιου είδους δραστηριότητες» του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 44/2001, το Δικαστήριο εξήρτησε την εφαρμογή του από την πρόθεση του πωλητή να εγκαθιδρύσει εμπορικές σχέσεις με καταναλωτές άλλου ή άλλων κρατών μελών, και να συνάψει με αυτούς συμβάσεις ( 45 ).

    55.

    Το Δικαστήριο κατέστησε σαφές ότι η διεύρυνση της προστασίας του καταναλωτή ανάγεται στην ίδια πραγματική περίπτωση με πριν, ήτοι αυτήν του εγκατεστημένου σε κράτος μέλος επαγγελματία ο οποίος επιδιώκει να κατακτήσει τους καταναλωτές άλλων κρατών μελών.

    56.

    Μόνον υπό τις περιστάσεις αυτές δύναται ο επαγγελματίας να προβλέψει την –αναγκαστική για αυτόν– διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων των άλλων αυτών κρατών μελών.

    β)   Δραστηριότητα ασκούμενη στο κράτος κατοικίας του καταναλωτή

    1) «Ασκεί» ή «κατευθύνει» τη δραστηριότητα

    57.

    Το Δικαστήριο έχει αποσαφηνίσει το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 44/2001, όσον αφορά την έκφραση «κατευθύνει τέτοιου είδους δραστηριότητες».

    58.

    Δεν υφίστανται, κατά την άποψή μου, λόγοι για τους οποίους το άρθρο αυτό θα έπρεπε να ερμηνεύεται διαφορετικά αναλόγως του εάν οι ενέργειες του επαγγελματία συνίστανται στο ότι ασκεί δραστηριότητα στο κράτος όπου έχει την κατοικία του ο καταναλωτής ή την κατευθύνει προς το ίδιο αυτό κράτος.

    59.

    Κατά την άποψή μου, σε αμφότερες τις περιπτώσεις απαιτείται εξίσου πρόθεση του επιχειρηματία με έδρα σε ορισμένο κράτος να εγκαθιδρύσει εμπορικές σχέσεις με καταναλωτές με κατοικία σε άλλο κράτος και να συνάψει με αυτούς συμβάσεις.

    60.

    Οι προπαρασκευαστικές εργασίες του κανονισμού 44/2001 καταδεικνύουν τον ενιαίο χαρακτήρα της έννοιας της δραστηριότητας (που ασκείται στο κράτος κατοικίας του καταναλωτή ή κατευθύνεται προς αυτό) και επιβεβαιώνουν την εφαρμογή του άρθρου σε συμβάσεις καταναλωτών που συνάπτονται «μέσω αμφίδρομης ιστοσελίδας του Internet, στην οποία ο καταναλωτής έχει πρόσβαση από το κράτος κατοικίας του» ( 46 ). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι ηλεκτρονικές συμβάσεις εξομοιώνονται με αυτές που συνάπτονται μέσω τηλεφώνου, τηλεομοιοτυπίας, ή άλλων παρόμοιων μέσων, ως προς τις οποίες δεν αμφισβητείται η δικαιοδοσία του άρθρου 16 ( 47 ).

    61.

    Στο κείμενο, οι λέξεις, «ασκεί» και «κατευθύνει» τη δραστηριότητα τοποθετούνται στο ίδιο επίπεδο και συνδέονται με τον διαζευκτικό σύνδεσμο «ή» ο οποίος, υπό την ιδιότητα αυτή, υποδηλώνει την ισοδυναμία των στοιχείων τα οποία ενώνει ( 48 ).

    62.

    Η συνέπεια, υπό όρους διεθνούς δικαιοδοσίας για τον επαγγελματία, είναι η ίδια σε αμφότερες τις περιπτώσεις, και, ως εκ τούτου, πρέπει να υπόκειται στις ίδιες προϋποθέσεις.

    2) Η κατοικία του καταναλωτή κατά το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της Συμβάσεως

    63.

    Το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της Συμβάσεως οριοθετεί την εφαρμογή του τμήματος 4 του τίτλου II σε συνάρτηση με τη δραστηριότητα του επαγγελματία «στο έδαφος του […] κράτους στο οποίο έχει την κατοικία του ο καταναλωτής», διότι η κατοικία αυτή καθορίζει τη διεθνή δικαιοδοσία σε περίπτωση ένδικης διαφοράς.

    64.

    Για τους σκοπούς του άρθρου 18, παράγραφος 2, του κανονισμού 1215/2012 (αντίστοιχου προς το άρθρο 16, παράγραφος 2, της Συμβάσεως), το Δικαστήριο έχει ταυτίσει την κατοικία του καταναλωτή με αυτήν την οποία έχει κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής ( 49 ).

    65.

    Μια σύμβαση στην οποία μετέχει καταναλωτής θα εμπίπτει στο άρθρο, εάν, ως συστατικό στοιχείο της διεθνικότητας, η κατοικία του καταναλωτή, η οποία είναι κρίσιμη ( 50 ) για τη διεθνή δικαιοδοσία, βρίσκεται στο κράτος όπου ο επαγγελματίας ασκεί, ή προς το οποίο κατευθύνει, τη δραστηριότητά του.

    66.

    Η ερμηνεία αυτή συνάδει με όσα έχουν εκτεθεί σχετικά με το ιστορικό θεσπίσεως του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της Συμβάσεως και με τον σκοπό να διασφαλίζεται ότι η διεθνής δικαιοδοσία θα είναι προβλέψιμη για τον επιχειρηματία.

    γ)   «Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις». Διάκριση μεταξύ κατηγοριών συμβάσεων

    67.

    Σύμφωνα με το γράμμα του, το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της Συμβάσεως είναι υπολειμματικού χαρακτήρα, υπό την έννοια ότι διέπει τις συμβάσεις καταναλωτών που δεν καλύπτονται από τα στοιχεία αʹ και βʹ.

    68.

    Η εφαρμογή των στοιχείων αυτών –όπως και όλων των άρθρων της Συμβάσεως– προϋποθέτει ότι η υπόθεση παρουσιάζει διεθνικό χαρακτήρα. Δεν απαιτεί, αντιθέτως, ιδιαίτερο δεσμό με την κατοικία του καταναλωτή τον όποιο να έχει δημιουργήσει ο αντισυμβαλλόμενος του τελευταίου.

    69.

    Το αρχικό κείμενο της Συμβάσεως των Βρυξελλών χαρακτηριζόταν από την απουσία ειδικού όρου, κάτι που έχει διατηρηθεί έως σήμερα.

    70.

    Το Δικαστήριο απέδωσε την ειδική μεταχείριση των συμβάσεων των στοιχείων αʹ και βʹ στους κινδύνους που είναι εγγενείς στις τμηματικές καταβολές. Η πώληση στην οποία αναφέρεται πλέον το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της Συμβάσεως είναι μόνον εκείνη κατά την οποία ο πωλητής μεταβιβάζει στον αγοραστή την κατοχή του εμπορεύματος προτού ο τελευταίος καταβάλει το σύνολο του τιμήματος.

    71.

    Στις περιπτώσεις αυτές, «αφενός, κατά τον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως, ο αγοραστής μπορεί να παραπλανηθεί ως προς το πραγματικό ύψος του ποσού που οφείλει, αφετέρου δε, φέρει τον κίνδυνο απωλείας του εν λόγω αγαθού καίτοι οφείλει να καταβάλει τις εναπομένουσες δόσεις» ( 51 ).

    72.

    Η σοβαρότητα των κινδύνων αυτών αντισταθμίζεται από το γεγονός ότι, για τους σκοπούς της εφαρμογής του τμήματος 4 του τίτλου II της Συμβάσεως, δεν απαιτείται, επιπροσθέτως, εγγύτητα μεταξύ της συμβάσεως και του κράτους κατοικίας του καταναλωτή.

    δ)   Ενδιάμεσο συμπέρασμα

    73.

    Συνεπώς, το ιστορικό θεσπίσεως και ο σκοπός του άρθρου, η νομολογία του Δικαστηρίου επ’ αυτού (ή επί των προγενέστερων αντίστοιχων άρθρων του) και η ανάγνωσή του σε συνδυασμό με το άρθρο 16 θα συνηγορούσαν υπέρ της ακόλουθης ερμηνείας του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της Συμβάσεως: απαιτείται α) ο επαγγελματίας, διά της ασκήσεως της οικονομικής δραστηριότητάς του ή της προσφοράς του, να δημιουργεί οικειοθελώς δεσμό με συμβαλλόμενο κράτος διαφορετικό από αυτό στο οποίο έχει την έδρα του· και β) αυτό το «άλλο κράτος» να είναι το κράτος της κατοικίας του καταναλωτή, νοουμένου ως τέτοιου εκείνου που αποτελεί (ή πρόκειται, σε εύθετο χρόνο, να αποτελέσει) τη βάση για τον καθορισμό της διεθνούς δικαιοδοσίας.

    74.

    Λογικά, από τα ανωτέρω θα έπρεπε να συναχθεί ότι:

    το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, δεν καλύπτει τις συμβάσεις στις οποίες, κατά τον χρόνο της συνάψεώς τους, αμφότερα τα μέρη κατοικούν στο ίδιο δεσμευόμενο από τη Σύμβαση κράτος·

    μεταγενέστερη μεταφορά της κατοικίας του καταναλωτή σε άλλο κράτος, πριν από την άσκηση της αγωγής, δεν αρκεί για να καταστεί δυνατή η εφαρμογή του τμήματος 4 του τίτλου II της Συμβάσεως σε συμβάσεις διαφορετικές από αυτές που αφορούν την αγορά κινητών αγαθών με τμηματική καταβολή του τιμήματος, ή από αυτές που συνάπτονται με σκοπό τη χρηματοδότηση της εν λόγω αγοράς.

    3.   Επιχειρήματα υπέρ της (ενδεχόμενης) επιγενόμενης διεθνικότητας

    75.

    Ωστόσο, η μόλις προταθείσα ερμηνεία του επίμαχου άρθρου ενδέχεται να προσκρούει στο άρθρο 17 της Συμβάσεως, το οποίο διέπει την παρέκταση της διεθνούς δικαιοδοσίας στο πλαίσιο των συμβάσεων του άρθρου 15.

    76.

    Το άρθρο 17, σημείο 3, αναγνωρίζει την εγκυρότητα των ρητρών παρεκτάσεως της διεθνούς δικαιοδοσίας που συνομολογούνται μεταξύ μερών τα οποία, «κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης» είχαν την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή τους στο ίδιο (δεσμευόμενο από τη Σύμβαση) κράτος, υπό τον όρο ότι οι εν λόγω ρήτρες απονέμουν δικαιοδοσία σε δικαστήρια του κράτους αυτού και το δίκαιο του τελευταίου δεν τις απαγορεύει.

    77.

    Επομένως, η ίδια η Σύμβαση φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, να δέχεται ότι το γεγονός ότι τα δύο μέρη (ο επαγγελματίας και ο καταναλωτής) έχουν, κατά τον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως, την κατοικία τους σε ένα μόνον κράτος δεν αποκλείει την ύπαρξη διεθνικότητας και, κατ’ επέκταση, τον βάσει αυτής καθορισμό της διεθνούς δικαιοδοσίας.

    α)   Η πρότερη της αλλαγής κατοικίας παρέκταση δικαιοδοσίας

    78.

    Παρόμοιος κανόνας με το άρθρο 17, σημείο 3, της Συμβάσεως του Λουγκάνο II υφίστατο στο αρχικό κείμενο της Συμβάσεως των Βρυξελλών του 1968, συγκεκριμένα στο άρθρο 15, σημείο 3.

    79.

    Η έκθεση Jenard αποδίδει την εισαγωγή του σε λόγους ισότητας, προς όφελος του πωλητή ή του δανειστή με έδρα στο κράτος κατοικίας του αγοραστή ή του δανειολήπτη, όταν οι τελευταίοι εγκαθίστανται στην αλλοδαπή μετά τη σύναψη της συμβάσεως ( 52 ).

    80.

    Στο κείμενο της Συμβάσεως των Βρυξελλών του 1978 το άρθρο αυτό τροποποιήθηκε προκειμένου να καταστήσει σαφές ότι αναφέρεται στην κατοικία που είναι κοινή κατά τον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως, και όχι κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής ( 53 ).

    81.

    Η αναφορά σε πωλητές και δανειστές αντικαταστάθηκε από την ισχύουσα έκφραση. Δεν δίδεται κάποια εξήγηση για την αλλαγή αυτή.

    82.

    Η έκθεση Schlosser, καθ’ ο μέρος ασχολείται με την μεταγενέστερη της συνάψεως της συμβάσεως μεταφορά κατοικίας του καταναλωτή, αναφέρει ρητά ότι η εν λόγω μεταφορά είναι εξαιρετικά απίθανο να επηρεάσει την περίπτωση του άρθρου 13, σημείο 3, της Συμβάσεως, κατά την τότε ισχύουσα διατύπωση ( 54 ). Για τον ίδιο λόγο, το άρθρο 15, σημείο 3, θα είχε όλως επίσης εξαιρετικώς εφαρμογή στις περιπτώσεις αυτές.

    β)   Η σχέση μεταξύ των άρθρων 15 και 17, σημείο 3, της Συμβάσεως

    83.

    Η εισαγωγή του άρθρου 17, σημείο 3, στο τμήμα σχετικά με τις συμβάσεις καταναλωτών δεν σχετίζεται με την εισαγωγή του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της Συμβάσεως, ή των αντίστοιχων άρθρων της στα προγενέστερα κείμενα.

    84.

    Έτι περαιτέρω, το σημείο εκκινήσεως του άρθρου 17, σημείο 3 (ότι τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν κατά τον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως την κατοικία τους στο ίδιο δεσμευόμενο από τη Σύμβαση κράτος), διαφέρει, στην πραγματικότητα, από αυτό του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ.

    85.

    Ωστόσο, δεν φαίνεται ότι βούληση του νομοθέτη ήταν να αποκλείσει κάθε σχέση μεταξύ των δύο άρθρων, καθόσον, σε μια τέτοια περίπτωση, δεν θα είχε εξαλείψει την αρχική αναφορά στη συμφωνία μεταξύ πωλητή και αγοραστή ή δανειστή και δανειολήπτη.

    86.

    Φρονώ ότι η αντίφαση αυτή (την οποία ο νομοθέτης ενδεχομένως να μην είχε αντιληφθεί) δεν μπορεί να αρθεί με την ένταξη στο άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, καταστάσεων για τις οποίες το τελευταίο δεν είχε θεσπιστεί και οι οποίες καταλείπουν τον επαγγελματία στο έλεος του αντισυμβαλλομένου του ( 55 ), χωρίς, ως αντιστάθμισμα, να του παρέχουν μια βέβαιη λύση.

    87.

    Η δυνατότητα συνάψεως, υπό τις περιστάσεις που προβλέπει το άρθρο 17, παράγραφος 3, συμφωνίας παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας δεν λειτουργεί αυτόματα, καθόσον εξαρτάται, σε τελική ανάλυση από την απόφαση κάθε δεσμευόμενου από τη Σύμβαση κράτους.

    88.

    Ούτε είμαι βέβαιος ότι, στην πράξη, η δυνατότητα αυτή προστατεύει τον επαγγελματία έναντι μιας μη αναμενόμενης αλλαγής περιστάσεων, η οποία επέρχεται με μονομερή βούληση του καταναλωτή.

    89.

    Η κατάσταση που περιγράφεται στο άρθρο 17, σημείο 3, της Συμβάσεως είναι, εξ ορισμού, εγχώρια: η φυσική πρόθεση των μερών που συνάπτουν συμφωνία παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας θα είναι να απονείμουν δικαιοδοσία στα δικαστήρια του κράτους κατοικίας τους. Η εκ του νόμου επέκταση του πεδίου της αρχικής συμφωνίας η οποία την καθιστά συμφωνία παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας υπέρ των δικαστηρίων άλλων κρατών ( 56 ) δεν ανταποκρίνεται σε αυτό που είχαν συμφωνήσει τα μέρη, και δεν αντιλαμβάνομαι για ποιον λόγο θα έπρεπε να τους επιβληθεί.

    90.

    Στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 17, σημείο 3, εμπίπτουν ακριβώς οι ρήτρες παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας οι οποίες συνομολογούνται προτού ανακύψει διαφορά και υπαγορεύονται ειδικώς από την ανάγκη να εξουδετερωθεί τυχόν μελλοντική διεθνικότητα που προκαλείται από την αλλαγή κατοικίας οποιουδήποτε από τα μέρη ( 57 ).

    91.

    Το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας τέτοιας συμφωνίας διαφέρει αναλόγως των περιστάσεων υπό τις οποίες συνάπτεται η σύμβαση: είναι μεγαλύτερο εάν η κατάσταση παρουσιάζει ήδη κάποιο στοιχείο αλλοδαπότητας και μικρότερο, ή ανύπαρκτο, σε αντίθετη περίπτωση.

    92.

    Το ενδεχόμενο αυτό εξαρτάται επίσης, σε μεγάλο βαθμό, από την πείρα του εμπλεκόμενου επιχειρηματία και τους εθνικούς κανόνες περί παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας:

    ένας μικρέμπορος που ούτε ασκεί ούτε κατευθύνει τη δραστηριότητα του σε άλλες χώρες δυσχερώς θα αναρωτηθεί, κατά τις καθημερινές συναλλαγές του, ως προς τη διεθνή δικαιοδοσία·

    για τον ενημερωμένο επαγγελματία θα είναι πιο βολικό να εισάγει πάντοτε στις συμβάσεις του μια ρήτρα παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας, εφόσον το επιτρέπει το εφαρμοστέο δίκαιο. Θα μετακυλίει στον καταναλωτή, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου, το σχετικό πρόσθετο κόστος ( 58 ) ·

    ο επαγγελματίας με έδρα σε κράτος του οποίου το δίκαιο απαγορεύει τις συμφωνίες παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας, ή με αμφιβολίες ως προς το σημείο αυτό, είτε θα προτιμήσει να μη συμβληθεί είτε θα μετακυλίσει προληπτικά στους καταναλωτές τα έξοδα ενδεχόμενης ένδικης διαδικασίας στην αλλοδαπή, αυξάνοντας το τίμημα των συμβάσεων.

    93.

    Σε τελική ανάλυση, μια ερμηνεία η οποία, με σκοπό τον συμβιβασμό των άρθρων 15, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, και 17, σημείο 3, της Συμβάσεως, μεταθέτει, σε κάθε περίπτωση, στον επαγγελματία τον κίνδυνο της επιγενόμενης, λόγω αλλαγής κατοικίας του καταναλωτή, διεθνικότητας:

    παραβλέπει την τυπική πραγματική περίπτωση του πρώτου άρθρου·

    προσφέρει ανόμοια λύση αναλόγως του συμβαλλόμενου κράτους στο οποίο συνάπτεται η σύμβαση· και

    είναι ικανή να προκαλέσει ανεπιθύμητες συνέπειες από απόψεως οικονομικής αναλύσεως και από πλευράς συμφερόντων του συνόλου των εμπλεκομένων μερών.

    94.

    Ως εκ τούτου, φρονώ, ότι η ερμηνεία αυτή πρέπει να απορριφθεί.

    Γ. Εναλλακτική πρόταση

    95.

    Εάν το Δικαστήριο δεν κάνει δεκτή την πρότασή μου, θα πρέπει ενδεχομένως να αναζητήσει έναν τρόπο ώστε να διασφαλίζεται τόσο ο σκοπός της προστασίας του καταναλωτή σε σχέση με την απαίτηση περί διεθνικότητας (συμπεριλαμβανομένης αυτής που δημιουργεί ο ίδιος), όσο και εκείνος της προβλεψιμότητας της διεθνούς δικαιοδοσίας για τον επιχειρηματία, την οποία το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, συνδέει με την ίδια τη διασυνοριακή εμπορική δραστηριότητα.

    96.

    Κατά την κρίση μου, δεν είναι απολύτως ανέφικτη η υπέρβαση της προαναφερθείσας αντινομίας. Το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της Συμβάσεως θα μπορούσε να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι περιλαμβάνει κάθε κατάσταση κατά την οποία ο επαγγελματίας πραγματοποιεί ή κατευθύνει την οικονομική δραστηριότητά του σε κράτη διαφορετικά από αυτό της έδρας του, ένα εκ των οποίων είναι αυτό στο οποίο ο καταναλωτής έχει την κατοικία του κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής.

    97.

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το γεγονός ότι, κατά τη σύναψη της συμβάσεως, αμφότερα τα μέρη έχουν την κατοικία τους στο ίδιο δεσμευόμενο από τη Σύμβαση κράτος δεν κωλύει την εφαρμογή του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, και, ως εκ τούτου, του τμήματος 4 του τίτλου II της Συμβάσεως, με όλες τις συνέπειες που αυτό επάγεται.

    98.

    Υπό τις ίδιες αυτές συνθήκες, ο καταναλωτής που μεταφέρει εκ των υστέρων την κατοικία του σε άλλο κράτος δεσμευόμενο από τη Σύμβαση μπορεί να ασκήσει την αγωγή του ενώπιον των δικαστηρίων της κατοικίας του επιχειρηματία, ή ενώπιον αυτών της νέας κατοικίας του. Ο επιχειρηματίας μπορεί να ασκήσει αγωγή μόνο στο τελευταίο αυτό κράτος.

    99.

    Έχω επίγνωση του γεγονότος ότι, εάν κατά τον χρόνο καταρτίσεως και συνάψεως της συμβάσεως, ο επιχειρηματίας έχει την έδρα του στο κράτος κατοικίας του καταναλωτή, χωρίς κάποιο στοιχείο να προδικάζει την εκ των υστέρων διεθνικότητα, δεν έχει, κατ’ αρχήν, λόγους να αναμένει ότι θα ασκηθεί σε άλλο κράτος αγωγή ως προς τη συγκεκριμένη αυτή σύμβαση.

    100.

    Η προβλεψιμότητα τοποθετείται στην περίπτωση αυτή σε πιο αφηρημένο επίπεδο. Καθόσον αναπτύσσει συγκεκριμένο είδος δραστηριότητας σε άλλο κράτος, ο επιδεικνύων τη συνήθη επιμέλεια επαγγελματίας δεν δύναται να αγνοεί ότι μπορεί να εναχθεί στο κράτος αυτό σε σχέση με οποιαδήποτε σύμβαση που, ως εκ του αντικειμένου της, εμπίπτει στη δραστηριότητα αυτή, εάν ο καταναλωτής μεταφέρει την κατοικία του εκεί ( 59 ).

    101.

    Λαμβανομένης υπόψη της πιθανότητας αυτής, την οποία γνωρίζει διότι απορρέει από τη δική του δραστηριότητα, ο επιδεικνύων τη συνήθη επιμέλεια επιχειρηματίας δύναται να κάνει χρήση του εργαλείου που του προσφέρει το άρθρο 17, σημείο 3, ήτοι, να συνάψει συμφωνία παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας υπέρ των δικαστηρίων του κράτους της κοινής, κατά τον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως, κατοικίας των μερών (υπό τον όρο ότι το δίκαιο του εν λόγω κράτους δεν το απαγορεύει).

    102.

    Η λύση αυτή, η οποία δεν είναι η βέλτιστη, βρίσκει κάποιο έρεισμα στη νομολογία του Δικαστηρίου:

    με την απόφαση Emrek, το Δικαστήριο διαχώρισε την ασκούμενη σε ορισμένο κράτος εμπορική δραστηριότητα από τη σύναψη συμβάσεως με καταναλωτές που κατοικούν εκεί, με το σκεπτικό ότι το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 44/2001 δεν απαιτεί να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ, αφενός, του μέσου που χρησιμοποιείται προκειμένου η επαγγελματική ή εμπορική δραστηριότητα να κατευθυνθεί στο κράτος μέλος της κατοικίας του καταναλωτή και, αφετέρου, της συνάψεως της συμβάσεως με τον εν λόγω καταναλωτή ( 60 ) ·

    με την απόφαση Hobohm, το Δικαστήριο έκανε δεκτό ότι η δραστηριότητα ως προς την οποία ασκείται αγωγή κατά του επιχειρηματία μπορεί να μην είναι εκείνη την οποία κατευθύνει ο τελευταίος στο κράτος κατοικίας του καταναλωτή. Η λύση αυτή εξαρτάται από την ύπαρξη στενής σχέσεως μεταξύ των συμβάσεων που απορρέουν από τις διάφορες δραστηριότητες του επαγγελματία. Το Δικαστήριο επισήμανε ορισμένα στοιχεία, δυνητικώς συστατικά του δεσμού, και έκρινε ότι, εφόσον διαπιστωθεί ο τελευταίος, «ο […] επαγγελματίας μπορεί ευλόγως να αναμένει ότι οι δύο συμβάσεις υπάγονται στο ίδιο καθεστώς διεθνούς δικαιοδοσίας» ( 61 ).

    V. Πρόταση

    103.

    Βάσει των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει την ακόλουθη απάντηση στο Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, Γερμανία):

    «Το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της Συμβάσεως για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, που υπεγράφη στις 30 Οκτωβρίου 2007 και της οποίας η σύναψη εγκρίθηκε εξ ονόματος της Κοινότητας με την απόφαση 2009/430/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2008, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν έχει εφαρμογή όταν, κατά τον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως, τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν την κατοικία τους (κατά την έννοια των άρθρων 59 και 60 της εν λόγω Συμβάσεως) στο ίδιο δεσμευόμενο από τη Σύμβαση κράτος και το στοιχείο αλλοδαπότητας της σχέσεως ανακύπτει μόνον εκ των υστέρων, όταν ο καταναλωτής μεταφέρει την κατοικία του σε άλλο κράτος, ομοίως δεσμευόμενο από τη Σύμβαση.

    Επικουρικώς, το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της Συμβάσεως θα έχει εφαρμογή όταν η κατοικία των μερών κατά τον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως βρίσκεται στο ίδιο δεσμευόμενο από την εν λόγω Σύμβαση κράτος και ο καταναλωτής μεταφέρει μεταγενέστερα την κατοικία του σε άλλο κράτος, ομοίως δεσμευόμενο από τη σύμβαση, υπό τον όρο ότι ο επιχειρηματίας ασκεί, στο κράτος της νέας κατοικίας του καταναλωτή, επαγγελματικές δραστηριότητες όπως αυτές οι οποίες οδήγησαν στη σύναψη της συμβάσεως.»


    ( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ισπανική.

    ( 2 ) Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, που υπεγράφη στις 30 Οκτωβρίου 2007 και της οποίας η σύναψη εγκρίθηκε εξ ονόματος της Κοινότητας με την απόφαση 2009/430/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2008 (ΕΕ 2009, L 147, σ. 1, στο εξής: Σύμβαση του Λουγκάνο II ή Σύμβαση). Δυνάμει του προσαρτώμενου στη Σύμβαση πρωτοκόλλου 2, αρμόδιο για την ερμηνεία της είναι το Δικαστήριο.

    ( 3 ) Αμφότερα τα κράτη δεσμεύονται από τη Σύμβαση. Στις παρούσες προτάσεις, ο όρος «κράτος» αναφέρεται στα κράτη που δεσμεύονται από τη Σύμβαση, εξαιρουμένων των τρίτων κρατών.

    ( 4 ) Με την απόφαση της 2ας Μαΐου 2019, Pillar Securitisation (C‑694/17, EU:C:2019:345), εξετάστηκε η έννοια του «καταναλωτή» κατά το άρθρο 15 της Συμβάσεως.

    ( 5 ) Κανονισμός του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2001, L 12, σ. 1).

    ( 6 ) Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2012, L 351, σ. 1). Ο αντίστοιχος κανόνας στον κανονισμό αυτόν είναι το άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ.

    ( 7 ) Διάταξη της 3ης Σεπτεμβρίου 2020, mBank S.A. (C‑98/20, EU:C:2020:672, στο εξής: διάταξη mBank S.A.). Η υπόθεση αυτή αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 18, παράγραφος 2, του κανονισμού 1215/2012, το γράμμα του οποίου συμπίπτει με αυτό του άρθρου 16, παράγραφος 2, της Συμβάσεως.

    ( 8 ) Η Επιτροπή, συγκεκριμένα, θυσιάζει τη δυνατότητα του επαγγελματία που συμβάλλεται με καταναλωτή να προβλέπει τη δικαιοδοσία (γραπτές παρατηρήσεις, σημεία 51 επ.).

    ( 9 ) Απόφαση της 2ας Μαΐου 2019, Pillar Securitisation (C‑694/17, EU:C:2019:345, σκέψη 27).

    ( 10 ) Πράγμα που δεν εμποδίζει να λαμβάνονται υπόψη άλλες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, ιδίως, όταν αυτές έχουν αποτελέσει τη βάση των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας: βλ. κατωτέρω, σημείο 47 των παρουσών προτάσεων.

    ( 11 ) Αναπαράγω τον όρο που χρησιμοποιεί η Σύμβαση.

    ( 12 ) Αιτιολογική σκέψη 18 του κανονισμού 1215/2012. Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 2002, Gabriel (C‑96/00, EU:C:2002:436, στο εξής: απόφαση Gabriel, σκέψη 39), της 14ης Μαρτίου 2013, Česká spořitelna (C‑419/11, EU:C:2013:165, σκέψη 33), και της 7ης Δεκεμβρίου 2010, Pammer και Hotel Alpenhof (C‑585/08 και C‑144/09, EU:C:2010:740, στο εξής: απόφαση Pammer και Hotel Alpenhof, σκέψη 58).

    ( 13 ) Σε σχέση, συγκεκριμένα, με το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 44/2001, βλ. αποφάσεις Pammer και Hotel Alpenhof, σκέψη 70, της 6ης Σεπτεμβρίου 2012, Mühlleitner (C‑190/11, EU:C:2012:542, στο εξής: απόφαση Mühlleitner, σκέψη 33), και της 23ης Δεκεμβρίου 2015, Hobohm (C‑297/14, EU:C:2015:844 στο εξής: απόφαση Hobohm, σκέψη 32).

    ( 14 ) Στην υπό κρίση υπόθεση, το ζήτημα είναι εάν, σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της Συμβάσεως, η διεθνικότητα πρέπει να έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά.

    ( 15 ) Πρβλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Cruz Villalón στην υπόθεση Emrek (C‑218/12, EU:C:2013:494, σημείο 23).

    ( 16 ) Ως εκ τούτου, έγκυρη θεωρείται η ρήτρα παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας που συνομολογείται μετά τη γένεση της διαφοράς, καίτοι συνιστά παρέκκλιση από τη δικαιοδοσία του κράτους κατοικίας του καταναλωτή (άρθρο 17, σημείο 1, της Συμβάσεως). Γίνεται επίσης δεκτή η σιωπηρή υπαγωγή του καταναλωτή στη δικαιοδοσία δικαστηρίων διαφορετικών από αυτών της κατοικίας του, όπως προκύπτει από το άρθρο 26, παράγραφος 2, του κανονισμού 1215/2012.

    ( 17 ) Απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2005, Gruber (C‑464/01, EU:C:2005:32, στο εξής: απόφαση Gruber, σκέψη 34).

    ( 18 ) Πέραν των λοιπών δικαστηρίων.

    ( 19 ) Βλ., υπό το καθεστώς της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1982, L 388, σ. 7, στο εξής: Σύμβαση των Βρυξελλών), αποφάσεις της 3ης Ιουλίου 1997, Benincasa (C‑269/95, EU:C:1997:337, σκέψη 14), Gabriel (σκέψη 36) και Gruber (σκέψεις 32 και 33). Όσον αφορά τον κανονισμό 44/2001, βλ. απόφαση Mühlleitner (σκέψεις 26 και 27) και όσον αφορά τον κανονισμό 1215/2012, βλ. απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2020, Personal Exchange International (C‑774/19, EU:C:2020:1015, σκέψη 24).

    ( 20 ) Απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2020, Personal Exchange International (C‑774/19, EU:C:2020:1015, σκέψη 25): «[…] το άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001 έχει εφαρμογή εφόσον πληρούνται τρεις προϋποθέσεις, ήτοι, πρώτον, ένας συμβαλλόμενος έχει την ιδιότητα του καταναλωτή ο οποίος ενεργεί εντός πλαισίου δυνάμενου να θεωρηθεί ξένο προς την επαγγελματική του δραστηριότητα, δεύτερον, η σύμβαση μεταξύ ενός τέτοιου καταναλωτή και ενός επαγγελματία έχει όντως καταρτισθεί και, τρίτον, η σύμβαση αυτή εμπίπτει σε μία από τις κατηγορίες της παραγράφου 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, του εν λόγω άρθρου 15».

    ( 21 ) Ως προς την περιοριστική ερμηνεία της έννοιας του «καταναλωτή», βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 3ης Ιουλίου 1997, Benincasa (C‑269/95, EU:C:1997:337, σκέψη 16), και της 3ης Οκτωβρίου 2019, Petruchová (C‑208/18, EU:C:2019:825, σκέψη 41).

    ( 22 ) Απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2019, Petruchová (C‑208/18, EU:C:2019:825, σκέψη 52), και αποφάσεις μνημονευόμενες σε κατωτέρω υποσημειώσεις.

    ( 23 ) Απόφαση Gruber (σκέψη 45).

    ( 24 ) Αποφάσεις της 28ης Ιανουαρίου 2015, Kolassa (C‑375/13, EU:C:2015:37, σκέψη 29), της 25ης Ιανουαρίου 2018, Schrems (C‑498/16, EU:C:2018:37, σκέψη 46), και της 26ης Μαρτίου 2020, Primera Air Scandinavia (C‑215/18, EU:C:2020:235, σκέψεις 62 και 63).

    ( 25 ) Αποφάσεις της 14ης Μαΐου 2009, Ilsinger (C‑180/06, EU:C:2009:303, σκέψεις 56 και 57), της 20ής Ιανουαρίου 2005, Engler (C‑27/02, EU:C:2005:33, σκέψεις 35 επ. και διατακτικό), και της 28ης Ιανουαρίου 2015, Kolassa (C‑375/13, EU:C:2015:37).

    ( 26 ) Αποφάσεις της 14ης Νοεμβρίου 2013, Maletic (C‑478/12, EU:C:2013:735, σκέψη 32), της 28ης Ιανουαρίου 2015, Kolassa (C‑375/13, EU:C:2015:37, σκέψη 33), της 26ης Μαρτίου 2020, Primera Air Scandinavia (C‑215/18, EU:C:2020:235, σκέψη 64), και της 25ης Ιανουαρίου 2018, Schrems (C‑498/16, EU:C:2018:37, σκέψη 46).

    ( 27 ) Σημεία 54, 55, 57 επ. των παρουσών προτάσεων.

    ( 28 ) Το Δικαστήριο περιορίστηκε να κρίνει «αν, κατ’ ορθή ερμηνεία του άρθρου 18, παράγραφος 2, του κανονισμού 1215/2012, ως “κατοικία του καταναλωτή”, όπως μνημονεύεται στην εν λόγω διάταξη, νοείται η κατοικία του καταναλωτή κατά τον χρόνο της σύναψης της επίμαχης σύμβασης ή η κατοικία του κατά τον χρόνο της άσκησης του ενδίκου βοηθήματος» (σκέψη 23 της διατάξεως mBank S.A.).

    ( 29 ) Στη διάταξη mBank S.A., αναφορά στο άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012 γίνεται στις σκέψεις 24 και 25 (και, εξ αντανακλάσεως, στη σκέψη 33) χωρίς να ασκεί επιρροή στο επίμαχο εν προκειμένω ζήτημα: «[…] η επίμαχη […] σύμβαση συνήφθη από φυσικό πρόσωπο υπό την ιδιότητά του ως καταναλωτή και […] από κανένα άλλο στοιχείο […] δεν μπορεί να συναχθεί ότι η PA συνήψε την εν λόγω σύμβαση για χρήση συνδεόμενη με επαγγελματική δραστηριότητα κατά την έννοια του άρθρου 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012 […]. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με την τελευταία αυτή διάταξη, η επίμαχη στην κύρια δίκη σύμβαση μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στην κατηγορία των “συμβάσεων που έχουν συναφθεί από καταναλωτή” κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης.»

    ( 30 ) Απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2011, Hypoteční banka (C‑327/10, EU:C:2011:745).

    ( 31 ) Στην υπόθεση εκείνη, το αιτούν δικαστήριο είχε θέσει το ερώτημά του στο πλαίσιο του άρθρου 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 44/2001, χωρίς να το αιτιολογεί. Σε κάθε περίπτωση, οι περιστάσεις της διαφοράς ήταν εξαιρετικές, λόγος για τον οποίον η τελευταία δεν μπορεί να αναγορευθεί σε παράδειγμα για ένα ζήτημα που ουδόλως εξετάστηκε. Ούτε οι διάδικοι με τα επιχειρήματά τους ούτε η γενική εισαγγελέας V. Trstenjak με τις προτάσεις της στην υπόθεση C‑327/10 (EU:C:2011:561) θίγουν το επιμέρους αυτό στοιχείο. Στην απόφαση δεν γίνεται αναφορά στο άρθρο 15 του κανονισμού 44/2001.

    ( 32 ) Απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2013, Maletic (C‑478/12, EU:C:2013:735).

    ( 33 ) Όπ.π. (σκέψη 25).

    ( 34 ) Απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2011, Hypoteční banka (C‑327/10, EU:C:2011:745, σκέψη 31).

    ( 35 ) Απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2013, Maletic (C‑478/12, EU:C:2013:735, σημεία 29 επ.).

    ( 36 ) Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, η οποία υπογράφηκε στο Λουγκάνο στις 16 Σεπτεμβρίου 1988 (ΕΕ 1988, L 319, σ. 9).

    ( 37 ) ΕΕ 1982, L 388, σ. 24.

    ( 38 ) Απόφαση Gabriel (σκέψεις 40 επ.), με αναφορά στην έκθεση Schlosser σχετικά με τη Σύμβαση για την προσχώρηση του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας στη Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, καθώς και στο πρωτόκολλο για την ερμηνεία της από το Δικαστήριο (ΕΕ 1986, C 298, σ. 99, στο εξής: έκθεση Schlosser, σημείο 158).

    ( 39 ) Έκθεση Schlosser, σημείο 161, τελευταία περίοδος.

    ( 40 ) Απόφαση Gabriel (σκέψη 44). Οι έννοιες του «πράκτορα» και του «πλανόδιου πωλητή» επιβεβαιώνουν την άποψη ότι ο προσφέρων είναι εγκατεστημένος σε κράτος διαφορετικό από αυτό του καταναλωτή. Άλλες τυπικές δραστηριότητες την εποχή εκείνη ήταν η πώληση διά αλληλογραφίας ή μέσω τηλεφώνου.

    ( 41 ) Αποφάσεις Pammer και Hotel Alpenhof (σκέψεις 59 και 60) και Mühlleitner (σκέψη 38).

    ( 42 ) Με την απόφαση Mühlleitner, το Δικαστήριο υποστήριξε ότι η σύναψη συμβάσεων εξ αποστάσεως δεν αποτελεί απαραίτητο στοιχείο για την εφαρμογή του άρθρου. Ο καταναλωτής, αφού επισκέφτηκε τη διαδικτυακή σελίδα του επαγγελματία, μετέβη στο κράτος μέλος της κατοικίας του όπου και συνήφθη και εκτελέστηκε η αγοραπωλησία. Τα πραγματικά περιστατικά ομοιάζουν με αυτά της αποφάσεως της 17ης Οκτωβρίου 2013, Emrek (C‑218/12, EU:C:2013:666).

    ( 43 ) Σε σχέση με τον κανονισμό 44/2001, βλ. αιτιολογική έκθεση της προτάσεως κανονισμού (ΕΕ) του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, COM(1999) 348 τελικό, σ. 15 έως 17, ιδίως σ. 16: «Σύμφωνα με το σημείο εκκίνησης του νέου άρθρου 15, ο σύνδεσμος δημιουργείται από τον αντισυμβαλλόμενο που κατευθύνει τις δραστηριότητές του στο κράτος του καταναλωτή».

    ( 44 ) Έκθεση Pocar επί της Συμβάσεως του Λουγκάνο II (ΕΕ 2009, C 319, σ. 1, σημεία 82 και 83). Η υπογράμμιση δική μου.

    ( 45 ) Απόφαση Pammer και Hotel Alpenhof (σκέψεις 75 και 76, και σημείο 2 του διατακτικού).

    ( 46 ) Βλ. αιτιολογική έκθεση της προτάσεως της Επιτροπής (ανωτέρω, υποσημείωση 43 των παρουσών προτάσεων), σ. 16.

    ( 47 ) Όπ.π.

    ( 48 ) Δεν υφίσταται αντίθεση μεταξύ τους· πράγματι, «κατευθύνει» τη δραστηριότητα θα μπορούσε να αποτελεί τρόπο ή στάδιο ασκήσεώς της.

    ( 49 ) Διάταξη mBank S.A.

    ( 50 ) Στην πραγματικότητα, η κατοικία θα είναι κρίσιμη, ως κριτήριο απονομής διεθνούς δικαιοδοσίας, εάν, και όταν, ανακύψει διαφορά.

    ( 51 ) Απόφαση της 27ης Απριλίου 1999, Mietz (C‑99/96, EU:C:1999:202, σκέψη 31). Ως εκ τούτου, μια πώληση δεν θεωρείται πώληση με τμηματική καταβολή του τιμήματος όταν το τίμημα πρέπει να καταβληθεί ολοσχερώς πριν από τη μεταβίβαση της κατοχής, ακόμη και αν έχει δοθεί στον αγοραστή η δυνατότητα τμηματικής καταβολής.

    ( 52 ) Έκθεση του P. Jenard σχετικά με τη Σύμβαση των Βρυξελλών 1968 (ΕΕ 1986, C 298, σ. 29), σ. 152.

    ( 53 ) Έκθεση του P. Schlosser (ΕΕ 1986, C 298, σ. 99), σημείο 161α.

    ( 54 ) Βλ. σημείο 46 των παρουσών προτάσεων. Το σημείο 161, τελευταία περίοδος, της εκθέσεως Schlosser επισημαίνει ότι «το νέο τμήμα 4 εφαρμόζεται πια μόνο κατ’ εξαίρεση, εφόσον ο καταναλωτής μεταφέρει την κατοικία του σε άλλο κράτος μετά τη σύναψη της συμβάσεως. Πράγματι, οι πράξεις που είναι αναγκαίες για τη σύναψη της συμβάσεως δεν θα τελεστούν σχεδόν ποτέ στο νέο κράτος της κατοικίας».

    ( 55 ) Υπό το καθεστώς της Συμβάσεως, η εμφάνιση, μετά τη σύναψη της συμβάσεως, στοιχείων αλλοδαπότητας με συνέπειες για τη διεθνή δικαιοδοσία αποτελεί κοινό κίνδυνο. Ωστόσο, στις σχέσεις στις οποίες δεν υφίσταται ασθενές μέρος, ο ενάγων έχει στη διάθεσή του διάφορες «δωσιδικίες επιθέσεως», κάτι που δεν συμβαίνει στην περίπτωση του τμήματος 4 του τίτλου II. Ο επαγγελματίας που εμπίπτει στο τμήμα αυτό έχει πρόσβαση, ως ενάγων, μόνο στα δικαστήρια του κράτους κατοικίας του καταναλωτή. Το άρθρο 17, σημείο 3, δεν του παρέχει περισσότερες δυνατότητες: αντικαθιστά απλώς τη δωσιδικία της νυν κατοικίας του καταναλωτή από αυτήν που είχε κατά τον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως.

    ( 56 ) Όπερ σημαίνει ότι η συμφωνία πληροί, και σε αυτό το επίπεδο, τους όρους που απαιτούνται για την εγκυρότητά της. Τα μέρη μπορούν, ασφαλώς, να προσδώσουν στη ρήτρα αυτή διαφορετική έκταση υπό το πρίσμα της επιγενόμενης διεθνικότητας. Είναι μάλλον απίθανο να το πράξουν προτού ανακύψει η διαφορά: συχνά ο επαγγελματίας δεν λαμβάνει γνώση της μεταφοράς της κατοικίας του καταναλωτή παρά μόνον κατά τον χρόνο αυτόν. Στην περίπτωση αυτή εφαρμογή έχει το σημείο 1 και όχι 3 του άρθρου 17.

    ( 57 ) Τούτο συνάγεται και από την έκθεση Jenard, σ. 152. Η περίπτωση αφορούσε την αλλαγή κατοικίας του καταναλωτή. Στην πραγματικότητα, η ρήτρα περιορίζει ομοίως τις δυνατότητες του καταναλωτή ως ενάγοντος.

    ( 58 ) Η έκθεση Schlosser, σημείο 161α, αναφέρεται αποκλειστικά στις τυπικές απαιτήσεις της συμφωνίας, οι οποίες πρέπει να στοιχούν με αυτές του άρθρου 17 (άρθρο 23 της Συμβάσεως του Λουγκάνο ΙΙ). Είναι πιθανόν περαιτέρω όροι να προβλέπονται από τη νομοθεσία για την προστασία του καταναλωτή του κράτους του οποίου το δίκαιο εφαρμόζεται επί του κύρους της συμφωνίας.

    ( 59 ) Ο όρος κατά τον οποίον η σύμβαση πρέπει να συνδέεται με τη διεθνική δραστηριότητα του επαγγελματία αποτελεί απαίτηση η οποία απορρέει από το κείμενο του ίδιου του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, και αποσκοπεί στη διασφάλιση της προβλεψιμότητας (απόφαση Hobohm, σκέψη 39).

    ( 60 ) Απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2013, Emrek (C‑218/12, EU:C:2013:666). Στην υπόθεση εκείνη, ο καταναλωτής δεν είχε λάβει γνώση της δραστηριότητας του πωλητή μέσω της διαδικτυακής σελίδας του, αλλά μέσω οικείων προσώπων του. Συμμεριζόμενο την άποψη του αιτούντος δικαστηρίου, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι σκοπός του επαγγελματία ήταν να προσελκύσει, μέσω της διαδικτυακής αυτής σελίδας, καταναλωτές από χώρα διαφορετική από τη δική του.

    ( 61 ) Απόφαση Hobohm (σκέψεις 39 και 40 και διατακτικό).

    Top