Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62019TJ0684

Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (δεύτερο πενταμελές τμήμα) της 16ης Μαρτίου 2022.
Magyar Energetikai és Közmű-szabályozási Hivatal (MEKH) και FGSZ Földgázszállító Zrt. κατά Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας.
Ενέργεια – Κανονισμός (ΕΕ) 2017/459 – Κώδικας δικτύου που θεσπίσθηκε από την Επιτροπή και περιλαμβάνει “διαδικασία επαυξημένης δυναμικότητας” – Απόφαση του ACER περί εγκρίσεως της υλοποίησης έργου επαυξημένης δυναμικότητας – Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας – Αναρμοδιότητα της Επιτροπής – Άρθρο 6, παράγραφος 11, άρθρο 7, παράγραφος 3, και άρθρο 8, παράγραφος 6, του κανονισμού (ΕΚ) 715/2009.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-684/19 και T-704/19.

ECLI identifier: ECLI:EU:T:2022:138

 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο πενταμελές τμήμα)

της 16ης Μαρτίου 2022 ( *1 )

«Ενέργεια – Κανονισμός (ΕΕ) 2017/459 – Κώδικας δικτύου που θεσπίσθηκε από την Επιτροπή και περιλαμβάνει “διαδικασία επαυξημένης δυναμικότητας” – Απόφαση του ACER περί εγκρίσεως της υλοποίησης έργου επαυξημένης δυναμικότητας – Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας – Αναρμοδιότητα της Επιτροπής – Άρθρο 6, παράγραφος 11, άρθρο 7, παράγραφος 3, και άρθρο 8, παράγραφος 6, του κανονισμού (ΕΚ) 715/2009»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T‑684/19 και T‑704/19,

Magyar Energetikai és Közmű-szabályozási Hivatal (MEKH), με έδρα τη Βουδαπέστη (Ουγγαρία), εκπροσωπούμενη από τους G. Stanka, J. Burai-Kovács, G. Szikla και Á. Kulcsár, δικηγόρους,

προσφεύγουσα στην υπόθεση T‑684/19,

FGSZ Földgázszállító Zrt., με έδρα το Siófok (Ουγγαρία), εκπροσωπούμενη από τον M. Horányi και τις N. Niejahr και S. Zakka, δικηγόρους,

προσφεύγουσα στην υπόθεση T‑704/19,

κατά

Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας (ACER), εκπροσωπούμενου στην υπόθεση T‑684/19 από τους P. Martinet, Δ. Λελοβίτη και N. Keyaerts, επικουρούμενους από την E. Ameye και τους M. de Sousa Ferro και Cs. Nagy, δικηγόρους, και στην υπόθεση T‑704/19 από τους P. Martinet, Δ. Λελοβίτη και N. Keyaerts, επικουρούμενους από την E. Ameye και τον M. de Sousa Ferro, δικηγόρους,

καθού,

υποστηριζόμενου από την

Energie-Control Austria für die Regulierung der Elektrizitäts- und Erdgaswirtschaft (E-Control), εκπροσωπούμενη από τον S. Polster, δικηγόρο,

και από την

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την O. Beynet και τον A. Sipos,

παρεμβαίνουσες,

με αντικείμενο προσφυγές δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως αριθ. 05/2019 του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας (ACER), της 9ης Απριλίου 2019, και της αποφάσεως αριθ. A-004-2019 του συμβουλίου προσφυγών του ACER, της 6ης Αυγούστου 2019,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους V. Tomljenović, πρόεδρο, V. Kreuschitz, F. Schalin, P. Škvařilová-Pelzl και I. Nõmm (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: A. Juhász-Tóth, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 27ης Οκτωβρίου 2021,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

I. Ιστορικό των διαφορών

1

Το 2015 η προσφεύγουσα στην υπόθεση T‑704/19 FGSZ Földgázszállító Zrt. (στο εξής: FGSZ), ήτοι η διαχειρίστρια του ουγγρικού συστήματος μεταφοράς αερίου, και οι ομόλογοί της από τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία και την Αυστρία, δρομολόγησαν έργο περιφερειακής συνεργασίας με σκοπό την ενίσχυση της ενεργειακής ανεξαρτησίας διά της εισαγωγής φυσικού αερίου από τη Μαύρη Θάλασσα. Το έργο αυτό, με την ονομασία «Rohuat/BRUA», προέβλεπε την αύξηση της δυναμικότητας σε δύο σημεία διασύνδεσης, το ένα εκ των οποίων βρισκόταν μεταξύ Ρουμανίας και Ουγγαρίας και το άλλο μεταξύ Ουγγαρίας και Αυστρίας.

2

Στις 26 Μαΐου 2017 το έργο επιμερίστηκε σε δύο αυτοτελή έργα, το ένα εκ των οποίων αφορούσε το σημείο διασύνδεσης από την Ουγγαρία προς την Αυστρία (στο εξής: έργο HUAT). Στο πλαίσιο αυτό, η FGSZ και η διαχειρίστρια του αυστριακού συστήματος μεταφοράς αερίου Gas Connect Austria GmbH (στο εξής: GCA) προέβησαν σε εκτίμηση της ζήτησης στην αγορά για το έργο HUAT, σύμφωνα με το άρθρο 26 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/459 της Επιτροπής, της 16ης Μαρτίου 2017, για τη θέσπιση κώδικα δικτύου σχετικά με μηχανισμούς κατανομής δυναμικότητας στα συστήματα μεταφοράς αερίου και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 984/2013 (ΕΕ 2017, L 72, σ. 1).

3

Στις 27 Ιουλίου 2017 οι FGSZ και GCA δημοσίευσαν κοινή έκθεση εκτίμησης στην οποία κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι υπήρχε μη δεσμευτικό ενδιαφέρον για επαυξημένη δυναμικότητα εκ μέρους των χρηστών του δικτύου, το οποίο επέτρεπε την έναρξη έργου επαύξησης της δυναμικότητας κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 9, του κανονισμού 2017/459. Από την έκθεση προέκυπτε, εντούτοις, ένα ασύμμετρο αποτέλεσμα, δεδομένου ότι οι υποβληθείσες στην GCA αιτήσεις της αυστριακής πλευράς ήταν σχεδόν διπλάσιες από εκείνες που είχαν υποβληθεί στην FGSZ για την ουγγρική πλευρά.

4

Από τις 19 Οκτωβρίου έως τις 19 Νοεμβρίου 2017 η FGSZ και η GCA διεξήγαγαν από κοινού δημόσια διαβούλευση επί του σχεδίου πρότασης του έργου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 27, παράγραφος 3, του κανονισμού 2017/459.

5

Στις 6 Απριλίου 2018 η FGSZ υπέβαλε επισήμως στην προσφεύγουσα στην υπόθεση T‑684/19, Magyar Energetikés Közmű-szabályozási Hivatal (στο εξής: MEKH), ήτοι στην ουγγρική ρυθμιστική αρχή του τομέα της ενέργειας και των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, την πρόταση του έργου επαυξημένης δυναμικότητας HUAT, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 28, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/459, υπογραμμίζοντας συγχρόνως ότι δεν τασσόταν υπέρ της υλοποίησης του έργου αυτού και ότι, συνεπώς, δεν πρότεινε την έναρξη δημοπράτησης επαυξημένης δυναμικότητας, βάσει του άρθρου 29 του ίδιου κανονισμού.

6

Στις 9 Απριλίου 2018 η GCA υπέβαλε την πρόταση του έργου HUAT στην αυστριακή ρυθμιστική αρχή των τομέων της ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού αερίου, Energie-Control Austria für die Regulierung der Elektrizitäts- und Erdgaswirtschaft (στο εξής: E‑Control), παρεμβαίνουσα υπέρ του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη συνεργασία των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας (στο εξής: ACER).

7

Στις 27 Απριλίου 2018 η E Control εξέδωσε απόφαση με την οποία ενέκρινε την πρόταση του έργου HUAT.

8

Στις 5 Οκτωβρίου 2018 η MEKH εξέδωσε απόφαση με την οποία απέρριπτε την πρόταση του έργου HUAT.

9

Στις 10 Οκτωβρίου 2018 ο ACER γνωστοποίησε στην MEKH και στην E‑Control τη διαπίστωσή του ότι δεν είχε ληφθεί συντονισμένη απόφαση εντός εξαμήνου από την παραλαβή της προτάσεως του έργου HUAT από την τελευταία εθνική ρυθμιστική αρχή και ότι, ως εκ τούτου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 8, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 713/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για την ίδρυση Οργανισμού Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενεργείας (ΕΕ 2009, L 211, σ. 1), ήταν αρμόδιος να αποφασίσει επί της εν λόγω προτάσεως.

10

Στις 9 Απριλίου 2019 ο ACER εξέδωσε την απόφαση αριθ. 05/2019 περί εγκρίσεως της προτάσεως του έργου HUAT (στο εξής: αρχική απόφαση).

11

Στις 6 και 7 Ιουνίου 2019 ασκήθηκαν δύο προσφυγές κατά της αρχικής αποφάσεως ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών του ACER, σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού 713/2009, αντιστοίχως από την MEKH και την FGSZ.

12

Με απόφαση της 6ης Αυγούστου 2019, το συμβούλιο προσφυγών του ACER απέρριψε τις προσφυγές που είχαν ασκηθεί κατά της αρχικής αποφάσεως (στο εξής: απόφαση του συμβουλίου προσφυγών).

II. Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

13

Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 7 και στις 15 Οκτωβρίου 2019 αντίστοιχα, η MEKH και η FGSZ άσκησαν τις υπό κρίση προσφυγές.

14

Στις 21 και 22 Ιανουαρίου 2020 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησε να παρέμβει υπέρ του ACER στις υποθέσεις T‑684/19 και T‑704/19.

15

Στις 23 Ιανουαρίου 2020 η E‑Control ζήτησε να παρέμβει υπέρ του ACER στις υποθέσεις T‑684/19 και T‑704/19.

16

Με αποφάσεις της 2ας Μαρτίου και της 5ης Ιουνίου 2020, η πρόεδρος του δευτέρου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου επέτρεψε την παρέμβαση της Επιτροπής.

17

Με διατάξεις της 28ης Απριλίου και της 4ης Ιουνίου 2020, η πρόεδρος του δευτέρου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου επέτρεψε την παρέμβαση της E‑Control.

18

Στις 22 Δεκεμβρίου 2020, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 27 παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, η υπόθεση ανατέθηκε σε νέο εισηγητή δικαστή, μέλος του δευτέρου τμήματος.

19

Με διάταξη της 27ης Ιουλίου 2021, η πρόεδρος του δευτέρου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου αποφάσισε τη συνεκδίκαση των υποθέσεων T‑684/19 και T‑704/19 προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως περατώνουσας τη δίκη. Με την ίδια διάταξη, απέρριψε το αίτημα που είχε υποβάλει ο ACER για εμπιστευτική, έναντι της FGSZ, μεταχείριση του παραρτήματος του υπομνήματος αντικρούσεως στην υπόθεση T‑684/19, το οποίο αντιστοιχεί στην απόφαση του συμβουλίου προσφυγών, διότι η FGSZ είχε λάβει οπωσδήποτε γνώση της εν λόγω αποφάσεως όντας αποδέκτης της.

20

Κατόπιν προτάσεως του δευτέρου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 28 του Κανονισμού Διαδικασίας, να παραπέμψει την υπόθεση ενώπιον πενταμελούς τμήματος.

21

Κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (δεύτερο πενταμελές τμήμα) αποφάσισε να διεξαχθεί προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 89 του Κανονισμού Διαδικασίας, έθεσε στους διαδίκους γραπτές ερωτήσεις.

22

Λόγω κωλύματος ενός μέλους του δευτέρου πενταμελούς τμήματος, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου όρισε άλλον δικαστή για τη συμπλήρωση του δικαστικού σχηματισμού.

23

Η MEKH ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την «αρχική απόφαση που επικυρώθηκε από το συμβούλιο προσφυγών του ACER»·

να καταδικάσει τον ACER στα δικαστικά έξοδα.

24

Η FGSZ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την αρχική απόφαση και την απόφαση του συμβουλίου προσφυγών·

επικουρικώς, να ακυρώσει το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, και το άρθρο 2, παράγραφος 4, της αρχικής αποφάσεως, όπως αυτή επικυρώθηκε με την απόφαση του συμβουλίου προσφυγών·

όλως επικουρικώς, να ακυρώσει την απόφαση του συμβουλίου προσφυγών·

να καταδικάσει τον ACER στα δικαστικά έξοδα.

25

Ο ACER ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

στην υπόθεση T‑684/19:

να κρίνει απαράδεκτα το πρώτο και το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως και το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως·

παραλλήλως ή επικουρικώς, να κρίνει αβάσιμο το σύνολο των λόγων ακυρώσεως και, κατά συνέπεια, να απορρίψει την προσφυγή στο σύνολό της·

να καταδικάσει την MEKH στα δικαστικά έξοδα·

στην υπόθεση T‑704/19:

να κρίνει αβάσιμο το σύνολο των λόγων ακυρώσεως και, κατά συνέπεια, να απορρίψει την προσφυγή στο σύνολό της·

να καταδικάσει την FGSZ στα δικαστικά έξοδα.

26

Η Επιτροπή και η E‑Control ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

να απορρίψει τις προσφυγές·

να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

27

Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 6ης Νοεμβρίου 2020, οι διάδικοι ανέπτυξαν προφορικώς τις απόψεις τους και απάντησαν σε προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου. Επιπλέον, η FGSZ δήλωσε ότι παραιτείται από την προσφυγή της κατά το μέρος που στρέφεται κατά της αρχικής αποφάσεως, δήλωση η οποία σημειώθηκε στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

III. Σκεπτικό

28

Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι, αντιθέτως προς την FGSZ, η οποία παραιτήθηκε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, από την προσφυγή της κατά της αρχικής αποφάσεως, η MEKH προσβάλλει με την προσφυγή της τόσο την αρχική απόφαση όσο και την απόφαση του συμβουλίου προσφυγών. Πρέπει, επομένως, να εξεταστεί το παραδεκτό της προσφυγής αυτής κατά το μέρος που αυτή στρέφεται κατά της αρχικής αποφάσεως.

Α. Επί του παραδεκτού της προσφυγής στην υπόθεση T‑684/19 κατά το μέρος που αυτή στρέφεται κατά της αρχικής αποφάσεως

29

Κατά πάγια νομολογία, οι προϋποθέσεις παραδεκτού μιας προσφυγής που προβλέπονται στο άρθρο 263 ΣΛΕΕ αφορούν λόγους απαραδέκτου δημοσίας τάξεως και πρέπει, συνεπώς, να εξετάζονται αυτεπαγγέλτως από το Γενικό Δικαστήριο (πρβλ. απόφαση της 16ης Μαΐου 2019, Pebagua κατά Επιτροπής, C‑204/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:425, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

30

Στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 21 ανωτέρω, οι διάδικοι εξέθεσαν την άποψή τους επί του παραδεκτού των προσφυγών κατά το μέρος που αυτές στρέφονται κατά της αρχικής αποφάσεως, λαμβανομένων υπόψη, αφενός, της αιτιολογικής σκέψης 34, του άρθρου 28, παράγραφος 1, και του άρθρου 29 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/942 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουνίου 2019, για την ίδρυση Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας (αναδιατύπωση) (ΕΕ 2019, L 158, σ. 22), ο οποίος αντικατέστησε τον κανονισμό 713/2009 και, αφετέρου, του άρθρου 263, πέμπτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

31

Κατά πρώτον, παρατηρείται ότι, όσον αφορά προσφυγές μη προνομιούχων προσφευγόντων, το άρθρο 263, πέμπτο εδάφιο, ΣΛΕΕ ορίζει ότι «[ο]ι πράξεις για τη δημιουργία λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης μπορούν να προβλέπουν ειδικές προϋποθέσεις και πρακτικές ρυθμίσεις όσον αφορά τις προσφυγές που ασκούνται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα κατά πράξεων αυτών των λοιπών οργάνων ή οργανισμών που προορίζονται να παράγουν έννομα αποτελέσματα έναντι των εν λόγω προσώπων».

32

Στο πλαίσιο των υπό κρίση διαφορών, οι ειδικές προϋποθέσεις και πρακτικές ρυθμίσεις που αφορούν τις προσφυγές του άρθρου 263, πέμπτο εδάφιο, ΣΛΕΕ απορρέουν από τον κανονισμό 2019/942.

33

Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, οι διαδικαστικοί κανόνες εφαρμόζονται γενικώς κατά την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος τους, εν αντιθέσει προς τους κανόνες ουσιαστικού δικαίου οι οποίοι συνήθως ερμηνεύονται υπό την έννοια ότι δεν αφορούν τις καταστάσεις που δημιουργήθηκαν πριν από την έναρξη της ισχύος τους παρά μόνο στον βαθμό που προκύπτει σαφώς από το γράμμα τους, τον σκοπό τους ή την όλη οικονομία τους ότι πρέπει να παράγουν τέτοια αποτελέσματα (βλ. απόφαση της 26ης Μαρτίου 2015, Επιτροπή κατά Moravia Gas Storage, C‑596/13 P, EU:C:2015:203, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

34

Επομένως, εν προκειμένω, οι εφαρμοστέοι διαδικαστικοί κανόνες για την εκτίμηση του παραδεκτού της προσφυγής στην υπόθεση T‑684/19, κατά το μέρος που αυτή στρέφεται κατά της αρχικής αποφάσεως, είναι οι προβλεπόμενοι στον κανονισμό 2019/942. Συγκεκριμένα, επισημαίνεται ότι, κατά την περίοδο μεταξύ της εκδόσεως της αρχικής αποφάσεως (στις 9 Απριλίου 2019) και της εκδόσεως της αποφάσεως του συμβουλίου προσφυγών (στις 6 Αυγούστου 2019), ο κανονισμός 713/2009 αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό 2019/942 ο οποίος άρχισε να ισχύει στις 4 Ιουλίου 2019.

35

Κατά δεύτερον, από την αιτιολογική σκέψη 34 και από τα άρθρα 28 και 29 του κανονισμού 2019/942 προκύπτει ότι τα φυσικά και νομικά πρόσωπα που διαφωνούν με απόφαση του ACER, της οποίας είναι αποδέκτες ή η οποία τα αφορά ατομικά και άμεσα, πρέπει να προσφεύγουν στο συμβούλιο προσφυγών όταν τους παρέχεται η δυνατότητα αυτή. Όταν υφίσταται τέτοια δυνατότητα, μπορούν να προσβάλουν παραδεκτώς ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου μόνον την απόφαση του εν λόγω συμβουλίου προσφυγών.

36

Πράγματι, πρώτον, κατά την αιτιολογική σκέψη 34 του κανονισμού 2019/942:

«Όταν ο ACER έχει αποφασιστικές αρμοδιότητες, θα πρέπει να παρέχεται στους ενδιαφερομένους, για λόγους διαδικαστικής οικονομίας, δικαίωμα προσφυγής σε συμβούλιο προσφυγών, το οποίο θα πρέπει μεν να υπάγεται στον ACER αλλά να είναι ανεξάρτητο από τη διοικητική και ρυθμιστική δομή του. Για τη διασφάλιση της λειτουργίας και της πλήρους ανεξαρτησίας του, το συμβούλιο προσφυγών θα πρέπει να διαθέτει ξεχωριστή γραμμή του προϋπολογισμού στον προϋπολογισμό του ACER. Για λόγους συνέχειας, κατά τον διορισμό ή την ανανέωση των μελών του συμβουλίου προσφυγών θα πρέπει να είναι δυνατή η μερική αντικατάσταση των μελών του. Οι αποφάσεις του συμβουλίου προσφυγών είναι δυνατόν να προσβληθούν ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.»

37

Δεύτερον, το άρθρο 29 του κανονισμού 2019/942, το οποίο επιγράφεται «Προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης», ορίζει ότι «[η] άσκηση προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου για την ακύρωση απόφασης που εξέδωσε ο ACER σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και για παράλειψη δράσης εντός των χρονικών ορίων που ισχύουν, είναι δυνατή μόνον αφού εξαντληθούν οι διαδικασίες προσφυγής που αναφέρονται στο άρθρο 28 […]».

38

Συναφώς, τρίτον, το άρθρο 28 του κανονισμού 2019/942, το οποίο επιγράφεται «Αποφάσεις υποκείμενες σε προσφυγή», προβλέπει στην παράγραφο 1 ότι «[κ]άθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένων των ρυθμιστικών αρχών, δύναται να προσβάλει απόφαση που αναφέρεται στο άρθρο 2 στοιχείο δ), η οποία απευθύνεται σε αυτό ή απόφαση η οποία, παρότι έχει τον τύπο απόφασης που απευθύνεται σε άλλο πρόσωπο, αφορά άμεσα και προσωπικά το συγκεκριμένο πρόσωπο». Κατά την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού, «[τ]ο συμβούλιο προσφυγών αποφασίζει σχετικά με την προσφυγή εντός τεσσάρων μηνών από την υποβολή της».

39

Κατά συνέπεια, στο μέτρο που η αρχική απόφαση μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών, από τον συνδυασμό της αιτιολογικής σκέψης 34 και των άρθρων 28 και 29 του κανονισμού 2019/942 προκύπτει ότι μόνον η απόφαση του συμβουλίου προσφυγών μπορούσε να προσβληθεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

40

Κατά τρίτον, ακόμη και αν ήταν εφαρμοστέος ratione temporis ο κανονισμός 713/2009, θα ήταν επιβεβλημένη η συναγωγή του ίδιου συμπεράσματος, δεδομένου ότι το άρθρο 20 του κανονισμού αυτού προέβλεπε ότι «[ήταν] δυνατόν να ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του [Γενικού Δικαστηρίου] σύμφωνα με το άρθρο [263 ΣΛΕΕ], κατά αποφάσεων του συμβουλίου προσφυγών ή, στις περιπτώσεις που αυτό [ήταν] αναρμόδιο, κατά αποφάσεων του Οργανισμού» (πρβλ. απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 2019, Austrian Power Grid και Vorarlberger Übertragungsnetz κατά ACER, T‑333/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:760, σκέψεις 31 και 32).

41

Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, η MEKH δεν μπορεί παραδεκτώς να ζητήσει την ακύρωση της αρχικής αποφάσεως.

42

Επομένως, η προσφυγή στην υπόθεση T‑684/19 πρέπει να κριθεί απαράδεκτη κατά το μέρος που στρέφεται κατά της αρχικής αποφάσεως.

Β. Επί του βασίμου των προσφυγών

43

Προς στήριξη των αντίστοιχων προσφυγών τους, η MEKH και η FGSZ προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, δεκατέσσερις λόγους ακυρώσεως. Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι αρκεί να εξεταστεί ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που προβλήθηκε στην υπόθεση T‑684/19, με τον οποίο η MEKH προβάλλει έλλειψη νομιμότητας του κεφαλαίου V του κανονισμού 2017/459.

44

Η MEKH προβάλλει έλλειψη νομιμότητας του κεφαλαίου V του κανονισμού 2017/459 διότι το κεφάλαιο αυτό θεσπίστηκε, κατά την άποψή της, καθ’ υπέρβαση της εξουσιοδοτήσεως που παρέχει στην Επιτροπή ο κανονισμός (ΕΚ) 715/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους όρους πρόσβασης στα δίκτυα μεταφοράς φυσικού αερίου και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1775/2005 (ΕΕ 2009, L 211, σ. 36), και πρέπει, ως εκ τούτου, να κριθεί ανεφάρμοστο στις υπό κρίση διαφορές κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 277 ΣΛΕΕ.

45

Ο ACER, υποστηριζόμενος από την Επιτροπή, διατείνεται ότι η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας είναι απαράδεκτη και, εν πάση περιπτώσει, αβάσιμη.

1.   Επί του παραδεκτού της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας

46

Πρώτον, ο ACER υποστηρίζει ότι η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας είναι απαράδεκτη διότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 29 του κανονισμού 2019/942, μόνον οι προβληθέντες ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών λόγοι μπορούν να προβληθούν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

47

Είναι ακριβές ότι η MEKH δεν προέβαλε την έλλειψη νομιμότητας του κεφαλαίου V του κανονισμού 2017/459 ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών του ACER.

48

Επιπλέον, ορθώς ο ACER υπογραμμίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 29 του κανονισμού 2019/942 υποχρέωση εξαντλήσεως της διαδικασίας ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών του πριν από την άσκηση προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σημαίνει, κατ’ αρχήν, ότι λόγοι που δεν προβλήθηκαν ενώπιον του εν λόγω συμβουλίου προσφυγών δεν μπορούν να προβληθούν για πρώτη φορά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως. Πράγματι, καθόσον η προσφυγή ακυρώσεως αφορά μόνον την απόφαση του συμβουλίου προσφυγών, πρέπει να ασκείται λαμβανομένου υπόψη του πραγματικού και νομικού πλαισίου των διαφορών όπως αυτές ήχθησαν ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών.

49

Εντούτοις, η προσέγγιση αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή και για την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας που προβάλλεται για πρώτη φορά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, δεδομένου ότι η προβολή ανάλογου επιχειρήματος ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών του ACER δεν θα μπορούσε, εν πάση περιπτώσει, να ευδοκιμήσει.

50

Πράγματι, από το νομοθετικό και δικαιοδοτικό σύστημα που έχει θεσπίσει η Συνθήκη ΛΕΕ προκύπτει ότι μόνον ο δικαστής της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει την εξουσία, κατά το άρθρο 277 ΣΛΕΕ, να διαπιστώσει την έλλειψη νομιμότητας πράξεως γενικής ισχύος και να αντλήσει τις συνέπειες της απορρέουσας από αυτήν την έλλειψη νομιμότητας αδυναμίας εφαρμογής της προσβληθείσας ενώπιόν του πράξεως ατομικής ισχύος, δεδομένου ότι οι Συνθήκες δεν αναγνωρίζουν τέτοια αρμοδιότητα στο θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό της Ένωσης που επιλαμβάνεται εσωτερικής προσφυγής (πρβλ. απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2016, ΕΚΤ κατά Cerafogli, T‑787/14 P, EU:T:2016:633, σκέψη 49).

51

Ως εκ τούτου, στο μέτρο που το συμβούλιο προσφυγών του ACER δεν είχε δικαίωμα να κρίνει το κύρος του κεφαλαίου V του κανονισμού 2017/459, αλλά όφειλε, αντιθέτως, να το εφαρμόσει ενόσω ο δικαστής της Ένωσης δεν είχε διαπιστώσει την ενδεχόμενη έλλειψη νομιμότητάς του, δεν μπορεί να προσαφθεί στην MEKH το γεγονός ότι δεν προέβαλε την έλλειψη νομιμότητας του εν λόγω κεφαλαίου ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών.

52

Δεύτερον, ο ACER τονίζει, με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, ότι «κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής είχε παρέλθει η προθεσμία που τάσσει το άρθρο 263 [ΣΛΕΕ] για την αμφισβήτηση του κύρους του [κανονισμού 2017/459]».

53

Συναφώς, από το γράμμα του ίδιου του άρθρου 277 ΣΛΕΕ προκύπτει ότι η δυνατότητα προβολής της ελλείψεως νομιμότητας πράξεως γενικής ισχύος επ’ ευκαιρία διαφοράς που τη θέτει υπό αμφισβήτηση υφίσταται «[π]αρά τη λήξη της προθεσμίας του άρθρου 263, έκτο εδάφιο[, ΣΛΕΕ]».

54

Επίσης, στο μέτρο που, με την επιχειρηματολογία αυτή, ο ACER επικαλείται τη νομολογία κατά την οποία η προβλεπόμενη στο άρθρο 277 ΣΛΕΕ ένσταση ελλείψεως νομιμότητας δεν μπορεί να προβληθεί από φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο παρέλειψε να ασκήσει προσφυγή κατά της αμφισβητούμενης πράξης εντός της προβλεπόμενης προς τούτο προθεσμίας, υπογραμμίζεται ότι η νομολογία αυτή βρίσκει εφαρμογή μόνο στην περίπτωση που η εν λόγω προσφυγή θα ήταν χωρίς ουδεμία αμφιβολία παραδεκτή (πρβλ. απόφαση της 22ας Απριλίου 2004, Schintgen κατά Επιτροπής, T‑343/02, EU:T:2004:111, σκέψη 26, πρβλ. επίσης, κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 27ης Νοεμβρίου 2012, Pringle, C‑370/12, EU:C:2012:756, σκέψεις 41 και 42, και της 25ης Ιουλίου 2018, Georgsmarienhütte κ.λπ., C‑135/16, EU:C:2018:582, σκέψη 14 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

55

Εν προκειμένω, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η προσφυγή ακυρώσεως που θα ασκούσε η MEKH κατά του κανονισμού 2017/459 θα ήταν προδήλως παραδεκτή. Αντιθέτως, καθόσον πρόκειται για πράξη γενικής ισχύος για την εφαρμογή της οποίας απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, και δεδομένου ότι η MEKH δεν μπορεί να εξομοιωθεί με προνομιούχο προσφεύγοντα κατά την έννοια του δευτέρου εδαφίου του άρθρου αυτού, το παραδεκτό μιας τέτοιας προσφυγής θα ήταν, τουλάχιστον, αμφίβολο.

56

Τρίτον, ο ACER υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας πρέπει να κριθεί απαράδεκτη, στο μέτρο που ο κανονισμός 2017/459 δεν αποτελεί τη νομική βάση της αποφάσεως του συμβουλίου προσφυγών, δεδομένου ότι αυτή εκδόθηκε δυνάμει των εξουσιών που απονεμήθηκαν στον ACER με τον κανονισμό 713/2009.

57

Ούτε η επιχειρηματολογία αυτή μπορεί να ευδοκιμήσει.

58

Πράγματι, από τη νομολογία προκύπτει μεν ότι η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας δυνάμει του άρθρου 277 ΣΛΕΕ μπορεί να προβληθεί μόνον κατά πράξεως γενικής ισχύος η οποία πρέπει να έχει εφαρμογή, άμεσα ή έμμεσα, στην υπόθεση που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής, πλην όμως το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι η προϋπόθεση αυτή πληρούται όχι μόνον ως προς τις διατάξεις πράξεως γενικής ισχύος που συνιστούν τη βάση των προσβαλλόμενων ατομικών αποφάσεων, αλλά και ως προς εκείνες που έχουν άμεση νομική σχέση με τις αποφάσεις αυτές (πρβλ. απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2020, Επιτροπή και Συμβούλιο κατά Carreras Sequeros κ.λπ., C‑119/19 P και C‑126/19 P, EU:C:2020:676, σκέψεις 67 έως 70 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

59

Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, η MEKH προβάλλει έλλειψη νομιμότητας του κεφαλαίου V του κανονισμού 2017/459 διότι, κατά την άποψή της, το κεφάλαιο αυτό θεσπίστηκε καθ’ υπέρβαση της εξουσιοδότησης που παρέχει στην Επιτροπή ο κανονισμός 715/2009. Στο μέτρο που ο κανονισμός 2017/459 αποτελεί την πηγή προέλευσης των κανόνων που εφάρμοσε το συμβούλιο προσφυγών του ACER με την απόφασή του, υφίσταται κατ’ ανάγκην άμεση νομική σχέση κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύεται στη σκέψη 58 ανωτέρω.

60

Εκ των προεκτεθέντων συνάγεται το συμπέρασμα ότι η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας είναι παραδεκτή.

2.   Επί της βασιμότητας της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας

61

Η MEKH προβάλλει έλλειψη νομιμότητας του κεφαλαίου V του κανονισμού 2017/459 διότι ο κανονισμός 715/2009 δεν παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να θεσπίσει κώδικα δικτύου προβλέποντα διαδικασία δημιουργίας επαυξημένης δυναμικότητας η οποία να φθάνει μέχρι του σημείου επιβολής στον διαχειριστή της υποχρέωσης να πραγματοποιήσει τις αναγκαίες επενδύσεις για τη δημιουργία της εν λόγω επαυξημένης δυναμικότητας.

62

Κατ’ ουσίαν, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως απαρτίζεται από δύο σκέλη. Αφενός, η MEKH υποστηρίζει ότι το κεφάλαιο V του κανονισμού 2017/459 δεν συνάδει με τη νομική βάση του κανονισμού 715/2009, δηλαδή το άρθρο 114 ΣΛΕΕ. Αφετέρου, εκτιμά ότι το εν λόγω κεφάλαιο δεν εμπίπτει στην εξουσιοδότηση που παρέχει στην Επιτροπή ο κανονισμός 715/2009 για τη θέσπιση κωδίκων δικτύου.

63

Ο ACER, υποστηριζόμενος από την Επιτροπή, εκτιμά ότι τα δύο σκέλη του συγκεκριμένου λόγου ακυρώσεως δεν είναι βάσιμα. Κατ’ αρχάς, υποστηρίζει ότι η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας είναι αλυσιτελής για τρεις λόγους.

64

Με τον πρώτο λόγο που προβάλλει ο ACER υποστηρίζει ότι είναι εσφαλμένη η παραδοχή στην οποία στηρίζεται η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας, δεδομένου ότι το κεφάλαιο V του κανονισμού 2017/459 δεν επιβάλλει στους διαχειριστές συστήματος μεταφοράς την υποχρέωση λήψης αποφάσεων για επενδύσεις με σκοπό τη δημιουργία επαυξημένης δυναμικότητας στο δίκτυο.

65

Η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

66

Συγκεκριμένα, το κεφάλαιο V του κανονισμού 2017/459 θεσπίζει μια διαδικασία η οποία περιλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, επτά στάδια που καταλήγουν, εφόσον απαιτείται, σε υποχρέωση των διαχειριστών συστημάτων μεταφοράς να πραγματοποιούν τις αναγκαίες επενδύσεις για τη δημιουργία επαυξημένης δυναμικότητας στο δίκτυο.

67

Πρώτον, δυνάμει του άρθρου 26 του κανονισμού 2017/459, οι εμπλεκόμενοι διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς πρέπει να εκτιμούν τη ζήτηση της αγοράς όσον αφορά τα έργα επαυξημένης δυναμικότητας σε κάθε πλευρά ενός σημείου διασύνδεσης.

68

Δεύτερον, αν από το προηγούμενο στάδιο προκύπτει η ένδειξη ότι θα μπορούσε να υπάρξει ζήτηση στην αγορά για έργο επαυξημένης δυναμικότητας, το άρθρο 27 του κανονισμού 2017/459 προβλέπει ότι οι εμπλεκόμενοι διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς ξεκινούν το στάδιο σχεδιασμού ενός τέτοιου έργου.

69

Τρίτον, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 28, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/459, οι εμπλεκόμενοι διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς πρέπει να υποβάλουν το έργο επαυξημένης δυναμικότητας στην εθνική ρυθμιστική αρχή τους προς έγκριση.

70

Τέταρτον, κατά το άρθρο 28, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/459, οι αρμόδιες εθνικές ρυθμιστικές αρχές πρέπει να εγκρίνουν το έργο ή να καταλήξουν σε σχετική συμφωνία.

71

Πέμπτον, μετά την έγκριση του έργου επαυξημένης δυναμικότητας από τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές, το άρθρο 29 του κανονισμού 2017/459 ορίζει ότι η εν λόγω επαυξημένη δυναμικότητα δημοπρατείται με σκοπό την ανάληψη δεσμεύσεων από τους χρήστες του δικτύου για την απόκτηση δυναμικότητας σε διάφορα επίπεδα προσφορών.

72

Έκτον, από τα άρθρα 22 έως 25 του κανονισμού 2017/459 προκύπτει ότι είτε η εθνική ρυθμιστική αρχή είτε ο διαχειριστής του συστήματος μεταφοράς διενεργούν οικονομική δοκιμή βάσει των δεσμεύσεων που έχουν αναληφθεί.

73

Τέλος, έβδομον, εάν η οικονομική δοκιμή έχει θετικό αποτέλεσμα και στις δύο πλευρές σημείου διασύνδεσης για τουλάχιστον ένα επίπεδο προσφοράς που περιλαμβάνει επαυξημένη δυναμικότητα, το άρθρο 22, παράγραφος 3, του κανονισμού 2017/459 προβλέπει ότι το «[έ]ργο […] αρχίζει». Ελλείψει θετικού αποτελέσματος, «η συγκεκριμένη διαδικασία επαυξημένης δυναμικότητας περατώνεται».

74

Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι, εφόσον πληρούνται οι διάφορες προϋποθέσεις του κεφαλαίου V του κανονισμού 2017/459, όπως ιδίως η ύπαρξη δεσμεύσεων εκ μέρους των χρηστών του δικτύου για την απόκτηση επαυξημένης δυναμικότητας, βάσει των οποίων καταδεικνύεται από την οικονομική δοκιμή η οικονομική βιωσιμότητα μιας αυξήσεως της δυναμικότητας, το «έργο αρχίζει» κατά το γράμμα του άρθρου 22, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, πράγμα που σημαίνει ότι ο διαχειριστής του συστήματος μεταφοράς οφείλει να δημιουργήσει επαυξημένη δυναμικότητα πραγματοποιώντας τις αναγκαίες προς τούτο επενδύσεις.

75

Εξάλλου, στο συμπέρασμα αυτό κατέληξαν και τα ίδια τα όργανα του ACER. Συγκεκριμένα, από το ίδιο το γράμμα της αρχικής αποφάσεως (άρθρο 2, παράγραφος 4, του διατακτικού) προκύπτει ότι ο ACER προέβλεπε την υποχρέωση της FGSZ και της GCA να υλοποιήσουν το έργο HUAT έως την 1η Οκτωβρίου 2024, αν ήταν τελικά θετικό το αποτέλεσμα της οικονομικής δοκιμής για το εν λόγω έργο. Επιπλέον, το ίδιο το συμβούλιο προσφυγών του ACER αναγνώρισε στο σημείο 99 της αποφάσεώς του ότι από τον συνδυασμό του άρθρου 22, παράγραφος 3, και των άρθρων 28 και 29 του κανονισμού 2017/459 θα μπορούσε να συναχθεί μια τέτοια υποχρέωση.

76

Ο δεύτερος λόγος που προβάλλει ο ACER έγκειται στο ότι η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας είναι αλυσιτελής, στο μέτρο που η απόφαση του συμβουλίου προσφυγών δεν εκδόθηκε βάσει του κεφαλαίου V του κανονισμού 2017/459, αλλά βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 713/2009.

77

Υπενθυμίζεται ότι, με την απόφαση του συμβουλίου προσφυγών, ο ACER υποκατέστησε τους εθνικούς ρυθμιστικούς φορείς στην εκτέλεση του τέταρτου σταδίου της διαδικασίας επαυξημένης δυναμικότητας που προβλέπεται στο κεφάλαιο V του κανονισμού 2017/459 και περιγράφεται στις σκέψεις 66 έως 73 ανωτέρω.

78

Ως εκ τούτου, και για λόγους ανάλογους με τους εκτιθέμενους στη σκέψη 59 ανωτέρω, η απόφαση του συμβουλίου προσφυγών, ακόμη και αν ελήφθη βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 713/2009, εφαρμόζει τους κανόνες που περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο V του κανονισμού 2017/459 από το οποίο εξαρτάται, συνεπώς, η νομιμότητά της και, επομένως, η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας δεν είναι αλυσιτελής όπως προβάλλει ο ACER.

79

Τέλος, ως τρίτο λόγο ο ACER προβάλλει ότι η MEKH αμφισβητεί μόνον το κύρος του κεφαλαίου V του κανονισμού 2017/459, ενώ και άλλες διατάξεις του κανονισμού αυτού αφορούν τη δημιουργία επαυξημένης δυναμικότητας στο δίκτυο.

80

Συναφώς, αρκεί να υπογραμμιστεί ότι δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι και άλλες διατάξεις του κανονισμού 2017/459 αφορούν τη δημιουργία επαυξημένης δυναμικότητας και δεν μνημονεύονται ρητώς στην υπό κρίση ένσταση ελλείψεως νομιμότητας, διότι σημασία έχει μόνον το ζήτημα κατά πόσον το κεφάλαιο V του εν λόγω κανονισμού, το οποίο εφάρμοσε η απόφαση του συμβουλίου προσφυγών, στερείται νομιμότητας και πρέπει, επομένως, να κριθεί ότι είναι ανεφάρμοστο στις υπό κρίση διαφορές κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 277 ΣΛΕΕ.

81

Κατόπιν της απορρίψεως των ως άνω προκαταρκτικών αντιρρήσεων του ACER, πρέπει να εξεταστεί αν είναι βάσιμα τα δύο σκέλη του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως.

α)   Επί του βασίμου του πρώτου σκέλους με το οποίο προβάλλεται ότι ο κανονισμός 2017/459 δεν συνάδει με τη νομική βάση του κανονισμού 715/2009

82

Κατ’ ουσίαν, η MEKH υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να προβλέψει, στο κεφάλαιο V του κανονισμού 2017/459, τη δυνατότητα εκδόσεως ατομικών αποφάσεων με αποδέκτες τους διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς, οι οποίες να τους επιβάλλουν την υποχρέωση διενέργειας επενδύσεων, χωρίς να παραβεί τη νομική βάση του κανονισμού 715/2009, ήτοι το άρθρο 114 ΣΛΕΕ, το οποίο προβλέπει τη λήψη μέτρων εναρμόνισης, τα οποία δεν θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν τη θέσπιση νομικού καθεστώτος συνεπαγόμενου την έκδοση ατομικών αποφάσεων απευθυνόμενων σε ιδιώτες επιχειρηματίες.

83

Κατά το άρθρο 114, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, ΣΛΕΕ, «[τ]ο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία και μετά από διαβούλευση με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, εκδίδουν τα μέτρα τα σχετικά με την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που έχουν ως αντικείμενο την εγκαθίδρυση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς».

84

Το άρθρο 1 του κανονισμού 715/2009 ορίζει ότι σκοπός του κανονισμού αυτού είναι, μεταξύ άλλων, «η θέσπιση αμερόληπτων κανόνων για τους όρους πρόσβασης στα δίκτυα μεταφοράς φυσικού αερίου, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων των εθνικών και περιφερειακών αγορών για τη διασφάλιση της σωστής λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς αερίου», «η διευκόλυνση της δημιουργίας εύρυθμης και διαφανούς αγοράς χονδρικής με υψηλή στάθμη ασφάλειας του εφοδιασμού σε αέριο» και η πρόβλεψη «μηχανισμ[ών] για την εναρμόνιση των κανόνων πρόσβασης στο δίκτυο για τις διασυνοριακές ανταλλαγές αερίου».

85

Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι, με τη φράση «μέτρα […] σχετικά με την προσέγγιση», οι συντάκτες της Συνθήκης θέλησαν να απονείμουν στον νομοθέτη της Ένωσης, σε συνάρτηση με το γενικό πλαίσιο και τις ειδικές περιστάσεις του υπό εναρμόνιση τομέα, ορισμένη διακριτική εξουσία ως προς τη μέθοδο προσεγγίσεως που είναι η πιο ενδεδειγμένη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος, ιδίως σε τομείς που χαρακτηρίζονται από ιδιαιτερότητες σύνθετης τεχνικής φύσεως (απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2014, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑270/12, EU:C:2014:18, σκέψη 102).

86

Δεύτερον, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει, αφενός, ότι σε ορισμένους τομείς ενδέχεται η προσέγγιση των γενικών κανόνων και μόνον να μην επαρκεί για τη διασφάλιση της ενότητας της αγοράς και, αφετέρου, ότι από το γράμμα του άρθρου 114 ΣΛΕΕ ουδόλως μπορεί να συναχθεί ότι τα μέτρα που θεσπίζει ο νομοθέτης της Ένωσης βάσει του άρθρου αυτού πρέπει να έχουν ως μόνους αποδέκτες τα κράτη μέλη (απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2014, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑270/12, EU:C:2014:18, σκέψεις 106 και 107).

87

Τρίτον, πρέπει, ως εκ τούτου, να γίνει δεκτό ότι το άρθρο 114 ΣΛΕΕ δεν αποκλείει τη θέσπιση από την Επιτροπή, δυνάμει του κανονισμού 715/2009, κανονιστικής ρυθμίσεως η οποία επιβάλλει, εφόσον απαιτείται, σε έναν ή περισσοτέρους διαχειριστές συστήματος μεταφοράς την υποχρέωση διενέργειας των αναγκαίων επενδύσεων για την απόκτηση επαυξημένης δυναμικότητας στο δίκτυο, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω υποχρέωση δεν είναι προδήλως απρόσφορη για την επίτευξη των σκοπών εναρμονίσεως που επιδιώκει.

88

Τέταρτον, λαμβανομένης υπόψη της σημασίας που μπορεί να έχει η επαρκής δυναμικότητα των δικτύων για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς αερίου και για τον ασφαλή εφοδιασμό, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η διαδικασία επαυξημένης δυναμικότητας που προβλέπεται στο κεφάλαιο V του κανονισμού 2017/459 και επεξηγείται στις σκέψεις 66 έως 73 ανωτέρω μπορεί ευχερώς να συνδεθεί με τους σκοπούς που επιδιώκει ο κανονισμός 715/2009, όπως εξαγγέλλονται στο άρθρο 1 του κανονισμού.

89

Επομένως, το πρώτο σκέλος πρέπει να απορριφθεί.

β)   Επί του βασίμου του δευτέρου σκέλους με το οποίο προβάλλεται ότι το κεφάλαιο V του κανονισμού 2017/459 θεσπίστηκε καθ’ υπέρβαση της εξουσιοδότησης που παρέχει στην Επιτροπή ο κανονισμός 715/2009

90

Η MEKH υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το κεφάλαιο V του κανονισμού 2017/459 θεσπίστηκε καθ’ υπέρβαση της εξουσιοδότησης που παρέχει στην Επιτροπή το άρθρο 8, παράγραφος 6, του κανονισμού 715/2009 για τη θέσπιση κωδίκων δικτύου.

91

Ο ACER, υποστηριζόμενος από την Επιτροπή, εκτιμά ότι οι διατάξεις του κανονισμού 2017/459 που αφορούν την επαυξημένη δυναμικότητα συνάδουν με τον κανονισμό 715/2009. Υπογραμμίζει δε ότι η θέσπιση κανόνων που αφορούν την επαυξημένη δυναμικότητα συνιστά, εξ ορισμού, ζήτημα υπερεθνικού χαρακτήρα, ότι οι κανόνες αυτοί είναι απολύτως αναγκαίοι για την επίτευξη των σκοπών του κανονισμού 715/2009 και ότι εμπίπτουν στην εξουσιοδότηση που έχει παρασχεθεί στην Επιτροπή και της παρέχει τη δυνατότητα να τροποποιεί τα μη ουσιώδη στοιχεία του κανονισμού αυτού κατά τη θέσπιση κωδίκων δικτύου που αφορούν, μεταξύ άλλων, την κατανομή της δυναμικότητας, την ασφάλεια του εφοδιασμού και τη σύνδεση με το δίκτυο.

92

Η Επιτροπή τονίζει επίσης τη σημασία, για την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς φυσικού αερίου και την προστασία του ανταγωνισμού στην εν λόγω αγορά, της ρυθμίσεως της λειτουργίας των μεγάλων δικτύων αγωγών φυσικού αερίου, διότι τα δίκτυα αυτά συνιστούν φυσικά μονοπώλια που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε καταχρηστικές συμπεριφορές, όπως ο περιορισμός στρατηγικών επενδύσεων για την ανάπτυξη και την επέκταση του δικτύου. Προσθέτει δε ότι η ανάγκη διασφαλίσεως επαρκούς διασυνδέσεως μεταξύ των εθνικών ενεργειακών συστημάτων προς το συμφέρον της εγκαθιδρύσεως της εσωτερικής αγοράς ενέργειας απορρέει από τα άρθρα 170, 172 και 194 ΣΛΕΕ.

93

Επιπλέον, η Επιτροπή υπογραμμίζει, κατ’ ουσίαν, ότι, παρά τον διαρθρωτικό διαχωρισμό μεταξύ, αφενός, της παραγωγής και της εμπορίας αερίου και, αφετέρου, της μεταφοράς του, μπορεί να υπάρχουν οικονομικά κίνητρα για τη μη πραγματοποίηση των αναγκαίων επενδύσεων στον τομέα των υποδομών, για τη διατήρηση του ποσοστού χρήσεως του δικτύου και για την εφαρμογή τιμολογίων συμφόρησης. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τόσο ο κανονισμός 715/2009 όσο και η οδηγία 2009/73/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου και την κατάργηση της οδηγίας 2003/55/ΕΚ (ΕΕ 2009, L 211, σ. 94), επιβάλλουν στους μεν διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς υποχρεώσεις διασφάλισης δυναμικότητας διασυνοριακής μεταφοράς, στις δε εθνικές ρυθμιστικές αρχές το καθήκον να μεριμνούν για την τήρηση των υποχρεώσεων αυτών.

94

Η Επιτροπή υποστηρίζει, επίσης, ότι από το γράμμα του άρθρου 16, παράγραφοι 2 και 5, του κανονισμού 715/2009 προκύπτει ότι η έννοια της διασυνοριακής κατανομής συνεπάγεται, κατ’ ανάγκην, τη δυνατότητα αύξησης της υφιστάμενης δυναμικότητας προς το συμφέρον της εγκαθίδρυσης μιας λειτουργικής εσωτερικής αγοράς ενέργειας και της προστασίας του ανταγωνισμού στην αγορά αυτή. Επιπλέον, υπενθυμίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η υποχρέωση των διαχειριστών συστημάτων μεταφοράς να αποφασίζουν τη διενέργεια επενδύσεως, όταν πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις, είναι αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού της συντονισμένης κατανομής της διασυνοριακής δυναμικότητας που προβλέπει το άρθρο 42, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2009/73.

95

Κατά πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι ο κανονισμός 2017/459 έχει ως νομικές βάσεις το άρθρο 6, παράγραφος 11, και το άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 715/2009 και θεσπίζει έναν «κώδικα δικτύου σχετικά με μηχανισμούς κατανομής δυναμικότητας στα συστήματα μεταφοράς αερίου», καταργώντας παράλληλα τον κανονισμό (ΕΕ) 984/2013 της Επιτροπής, της 14ης Οκτωβρίου 2013, για τη θέσπιση κώδικα δικτύου σχετικά με μηχανισμούς κατανομής δυναμικότητας στα συστήματα μεταφοράς αερίου και για τη συμπλήρωση του κανονισμού 715/2009 (ΕΕ 2013, L 273, σ. 5), στον οποίο στηριζόταν ο προηγούμενος κώδικας δικτύου. Το κεφάλαιο V του κανονισμού 2017/459 αφορά τη «διαδικασία επαυξημένης δυναμικότητας». Όπως διευκρινίστηκε στις σκέψεις 67 έως 74 ανωτέρω, η εν λόγω διαδικασία μπορεί να καταλήξει σε υποχρέωση του διαχειριστή συστήματος μεταφοράς αερίου να δημιουργήσει επαυξημένη δυναμικότητα στο οικείο δίκτυο, εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις.

96

Κατά δεύτερον, η εξουσιοδότηση που έχει παρασχεθεί στην Επιτροπή για τη θέσπιση κωδίκων δικτύου απορρέει από το άρθρο 6, παράγραφος 11, το άρθρο 7, παράγραφος 3, και το άρθρο 8, παράγραφος 6, του κανονισμού 715/2009. Συγκεκριμένα, από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι η Επιτροπή δικαιούται να εκπονεί κώδικες δικτύου, σε ορισμένους περιοριστικώς απαριθμούμενους τομείς, αντί του ευρωπαϊκού δικτύου διαχειριστών συστημάτων μεταφοράς αερίου (στο εξής: ΕΔΔΣΜ), το οποίο αποτελεί, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4 του εν λόγω κανονισμού, τη δομή συνεργασίας σε ενωσιακό επίπεδο του συνόλου των διαχειριστών συστημάτων μεταφοράς αερίου.

97

Όσον αφορά, πρώτον, το άρθρο 6 του κανονισμού 715/2009, το εν λόγω άρθρο θεσπίζει τη διαδικασία καθορισμού κωδίκων δικτύου. Μολονότι η διαδικασία αυτή προβλέπει την εκπόνηση των κωδίκων δικτύου από το ΕΔΔΣΜ μαζί με τον ACER και την Επιτροπή, η παράγραφος 11, πρώτο εδάφιο, ορίζει ότι η «Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει, με δική της πρωτοβουλία σε περίπτωση που το ΕΔΔΣΜ Αερίου δεν έχει αναπτύξει κώδικα δικτύου […], έναν ή περισσότερους κώδικες δικτύου στους τομείς που απαριθμούνται στο άρθρο 8 παράγραφος 6». Επομένως, η έκταση της εξουσιοδοτήσεως που έχει παρασχεθεί στην Επιτροπή για θέσπιση κωδίκων δικτύου περιορίζεται μόνο στους τομείς στους οποίους το ΕΔΔΣΜ θα μπορούσε να εκπονήσει τους κώδικες αυτούς, ήτοι στους τομείς που απαριθμούνται στο άρθρο 8, παράγραφος 6, του εν λόγω κανονισμού.

98

Δεύτερον, το άρθρο 6, παράγραφος 11, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 715/2009 ορίζει ότι τα μέτρα που προβλέπονται στον κώδικα δικτύου «αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού διά της συμπληρώσεώς του» και «θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 28, παράγραφος 2». Η τελευταία αυτή διάταξη παραπέμπει στο άρθρο 5α, παράγραφοι 1 έως 4, της απόφασης 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (ΕΕ 1999, L 184, σ. 23), η οποία είναι γνωστή ως «απόφαση επιτροπολογίας», όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2006/512/ΕΚ του Συμβουλίου, της 17ης Ιουλίου 2006 (ΕΕ 2006, L 200, σ. 11). Αντίστοιχη μνεία περιλαμβάνεται στο άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 715/2009, το οποίο αφορά τις τροποποιήσεις που επιφέρει η Επιτροπή στους υφιστάμενους κώδικες δικτύου.

99

Κατά τρίτον, στο πλαίσιο του σκέλους αυτού πρέπει, ως εκ τούτου, να εξεταστεί κατ’ αρχάς αν το κεφάλαιο V του κανονισμού 2017/459 έχει σχέση με τους τομείς που απαριθμούνται στο άρθρο 8, παράγραφος 6, του κανονισμού 715/2009, στους οποίους παραπέμπει το άρθρο 6, παράγραφος 11, πρώτο εδάφιο, του τελευταίου κανονισμού. Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, θα πρέπει στη συνέχεια να εξεταστεί αν το εν λόγω κεφάλαιο μπορεί να εξομοιωθεί με τροποποίηση μη ουσιώδους στοιχείου του κανονισμού 715/2009, η οποία επιτρέπεται βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 11, δεύτερο εδάφιο, και του άρθρου 7, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού.

1) Επί της εκτάσεως της εξουσιοδοτήσεως που παρέχουν στην Επιτροπή το άρθρο 6, παράγραφος 11, πρώτο εδάφιο, και το άρθρο 8, παράγραφος 6, του κανονισμού 715/2009

100

Για τους λόγους που εκτίθενται στη σκέψη 97 ανωτέρω, η έκταση της εξουσιοδοτήσεως που παρέχει το άρθρο 6, παράγραφος 11, του κανονισμού 715/2009 περιορίζεται στους τομείς που απαριθμούνται στο άρθρο 8, παράγραφος 6, του κανονισμού αυτού, το οποίο πρέπει, ως εκ τούτου, να ερμηνευθεί.

101

Κατά πάγια νομολογία, για την ερμηνεία διάταξης του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (βλ. απόφαση της 7ης Ιουνίου 2005, VEMW κ.λπ., C‑17/03, EU:C:2005:362, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

i) Επί της γραμματικής ερμηνείας του άρθρου 8, παράγραφος 6, του κανονισμού 715/2009

102

Μεταξύ των τομέων που απαριθμούνται στο άρθρο 8, παράγραφος 6, του κανονισμού 715/2009, για τους οποίους προβλέπεται η δυνατότητα θέσπισης κώδικα δικτύου, συγκαταλέγονται, στο στοιχείο ζʹ, οι «κανόνες για την κατανομή δυναμικού και τη διαχείριση της συμφόρησης», στους οποίους παραπέμπει η MEKH με τα δικόγραφά της. Ο ACER αναφέρει, επιπλέον, τους τομείς που περιλαμβάνονται στα στοιχεία αʹ έως γʹ, οι οποίοι αφορούν, αντιστοίχως, τους «κανόνες ασφαλείας και αξιοπιστίας δικτύου», τους «κανόνες σύνδεσης με το δίκτυο» και τους «κανόνες για την πρόσβαση τρίτων».

103

Επιβάλλεται, εντούτοις, η διαπίστωση ότι ο μόνος τομέας για τον οποίο προβλέπεται η θέσπιση κώδικα δικτύου με διατύπωση δυνάμενη να καλύψει το ζήτημα της επαυξημένης δυναμικότητας είναι ο προβλεπόμενος στο άρθρο 8, παράγραφος 6, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού 715/2009, που αφορά τους «κανόνες για την κατανομή δυναμικού και τη διαχείριση της συμφόρησης». Συγκεκριμένα, οι άλλοι τομείς που απαριθμούνται στην εν λόγω παράγραφο και, ιδίως, οι τομείς που αφορούν τους «κανόνες ασφαλείας και αξιοπιστίας δικτύου», τους «κανόνες σύνδεσης με το δίκτυο» και τους «κανόνες για την πρόσβαση τρίτων», στους οποίους παραπέμπει ο ACER, δεν έχουν διατυπωθεί κατά τρόπο ώστε να δύνανται να συμπεριλάβουν το ζήτημα της δημιουργίας επαυξημένης δυναμικότητας στο εν λόγω δίκτυο.

104

Το άρθρο 2 του κανονισμού 715/2009 περιλαμβάνει ορισμούς των εννοιών και των φράσεων που χρησιμοποιούνται στον εν λόγω κανονισμό όπως, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 8, παράγραφος 6, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού αυτού. Η έννοια της δυναμικότητας ορίζεται γενικώς στο σημείο 3. Στη συνέχεια ορίζονται διάφορες ειδικότερες εκφάνσεις της και δη: στο σημείο 4 η «αχρησιμοποίητη δυναμικότητα», στο σημείο 16 η «αμετάβλητη δυναμικότητα», στο σημείο 18 η «τεχνική δυναμικότητα» και στο σημείο 19 η «συμβατική δυναμικότητα». Η έννοια της διαχείρισης της συμφόρησης ορίζεται στο σημείο 5. Τα σημεία 21 και 23 αφορούν επίσης την έννοια της συμφόρησης, ορίζοντας αντιστοίχως τη «συμβατική» και τη «φυσική» συμφόρηση.

105

Από τους ορισμούς αυτούς προκύπτει ότι η έννοια της δυναμικότητας αφορά αναμφισβήτητα την τρέχουσα δυναμικότητα στο δίκτυο και ότι η διαχείριση της συμφόρησης σχεδιάζεται βάσει της υφιστάμενης δυναμικότητας στο εν λόγω δίκτυο. Αντιθέτως, από κανέναν εκ των ως άνω ορισμών δεν προκύπτει ρητώς ότι στην εν λόγω έννοια θα μπορούσε να περιληφθεί και η δημιουργία επαυξημένης δυναμικότητας στο εν λόγω δίκτυο ή ότι η «διαχείριση της συμφόρησης» θα μπορούσε να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αφορά την αντιμετώπιση πιθανής συμφόρησης διά της δημιουργίας επαυξημένης δυναμικότητας.

106

Συγκεκριμένα, πρώτον, η έννοια της δυναμικότητας ορίζεται ως «η μέγιστη ροή […] την οποία δικαιούται ο χρήστης του δικτύου σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης μεταφοράς». Στο μέτρο που πρόκειται μόνο για τη δυναμικότητα την οποία «δικαιούται» ο χρήστης δικτύου, ο ορισμός αυτός μάλλον σημαίνει ότι νοείται μόνον η τρέχουσα και όχι τυχόν μελλοντική δυναμικότητα στο δίκτυο.

107

Δεύτερον, επισημαίνεται ότι, μολονότι ο κανονισμός 715/2009 ορίζει την έννοια της δυναμικότητας σε πολλές πιθανές εκφάνσεις της, δεν περιέχει ωστόσο καμία αναφορά σε «μελλοντική δυναμικότητα». Μόνο στο άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/459 η τελευταία ορίζεται από την Επιτροπή ως η «πιθανή μελλοντική αύξηση της τεχνικής δυναμικότητας μέσω βασιζόμενων στην αγορά διαδικασιών ή πιθανή νέα δυναμικότητα που δημιουργείται σε περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει επί του παρόντος καμία δυναμικότητα, και η οποία μπορεί να προσφερθεί με επενδύσεις σε υλικές υποδομές ή τη βελτιστοποίηση της μακροπρόθεσμης δυναμικότητας και στη συνέχεια κατανέμεται, εφόσον το αποτέλεσμα οικονομικής δοκιμής είναι θετικό, [σε διάφορες] περιπτώσεις».

108

Τρίτον, ούτε ο ορισμός της έννοιας «διαχείριση συμφόρησης», αλλά ούτε και οι ορισμοί των εννοιών «συμβατική συμφόρηση» και «φυσική συμφόρηση» εκλαμβάνουν τη δημιουργία επαυξημένης δυναμικότητας στο δίκτυο ως λύση για τα προβλήματα συμφόρησης ή κορεσμού του δικτύου.

ii) Επί της συστηματικής ερμηνείας του άρθρου 8, παράγραφος 6, του κανονισμού 715/2009

109

Στο πλαίσιο της συστηματικής ερμηνείας του άρθρου 8, παράγραφος 6, του κανονισμού 715/2009 πρέπει να εξεταστεί αν από τη γενική οικονομία του κανονισμού αυτού ή, ενδεχομένως, από άλλες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης προκύπτει ότι η έκταση της αρμοδιότητας που απονέμεται στο ΕΔΔΣΜ από το άρθρο 8, παράγραφος 6, του εν λόγω κανονισμού στο πλαίσιο της θεσπίσεως κωδίκων δικτύου και, ως εκ τούτου, στην Επιτροπή κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6, παράγραφος 11, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού αυτού καλύπτει και τους κανόνες που αφορούν τη δημιουργία επαυξημένης δυναμικότητας στο δίκτυο.

110

Κάτι τέτοιο δεν ισχύει δεδομένου ότι από την εξέταση του κανονισμού 715/2009 στο σύνολό του προκύπτει σαφής διάκριση μεταξύ, αφενός, των τομέων που απαριθμούνται στο άρθρο 8, παράγραφος 6, του εν λόγω κανονισμού, για τους οποίους το ΕΔΔΣΜ είναι αρμόδιο να εκπονεί τους σχετικούς κανόνες στο πλαίσιο των κωδίκων δικτύου, και, αφετέρου, του πλαισίου των επενδύσεων που είναι αναγκαίες για τη δημιουργία επαυξημένης δυναμικότητας στο δίκτυο, για τις οποίες το ΕΔΔΣΜ ασκεί απλώς υποστηρικτικό και συντονιστικό ρόλο.

111

Τούτο καταδεικνύεται, κατά πρώτον, από τη φύση των εξουσιών που έχουν απονεμηθεί στο ΕΔΔΣΜ για την ανάπτυξη του δικτύου, όπως συνάγονται από τη συνδυασμένη ερμηνεία του άρθρου 8, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, και του άρθρου 8, παράγραφος 10, του κανονισμού 715/2009.

112

Συγκεκριμένα, αφενός, το άρθρο 8, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 715/2009, μολονότι προβλέπει ότι το ΕΔΔΣΜ εκπονεί πρόγραμμα ανάπτυξης του δικτύου σε ολόκληρη την Ένωση, διευκρινίζει ότι το εν λόγω πρόγραμμα είναι «μη δεσμευτικό». Επιπλέον, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 8, παράγραφος 10, του ίδιου κανονισμού, το πρόγραμμα αυτό βασίζεται σε «εθνικά επενδυτικά προγράμματα».

113

Αφετέρου, μολονότι το πρόγραμμα ανάπτυξης του δικτύου σε ολόκληρη την Ένωση, το οποίο καταρτίζεται από το ΕΔΔΣΜ κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 8, παράγραφος 10, του κανονισμού 715/2009, «εντοπίζει», κατά τα οριζόμενα στο στοιχείο γʹ, «επενδυτικές ελλείψεις, ιδίως όσον αφορά τα διασυνοριακά δυναμικά», η διάταξη αυτή δεν παρέχει εντούτοις καμία εξουσία στο ΕΔΔΣΜ για την κάλυψη των διαπιστωθεισών ελλείψεων. Η μόνη δυνατότητα που έχει το ΕΔΔΣΜ, δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 10, τρίτο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού, είναι να επισυνάψει στο εν λόγω πρόγραμμα «ανασκόπηση των φραγμών που τίθενται στην αύξηση της διασυνοριακής δυναμικότητας του δικτύου λόγω διαφορετικών διαδικασιών έγκρισης ή πρακτικών».

114

Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι η ανάπτυξη του δικτύου σε ολόκληρη την Ένωση εμπίπτει πρωτίστως στην αρμοδιότητα των κρατών μελών και ότι ο ρόλος του ΕΔΔΣΜ έγκειται μόνο στον συντονισμό της άσκησης από τα εν λόγω κράτη μέλη της αρμοδιότητάς τους. Επομένως, μια ερμηνεία που θα δεχόταν ότι το άρθρο 8, παράγραφος 6, του κανονισμού 715/2009 απονέμει στο ΕΔΔΣΜ κανονιστική αρμοδιότητα όσον αφορά την εκπόνηση κανόνων σχετικών με τη δημιουργία επαυξημένης δυναμικότητας στο δίκτυο θα αντέβαινε στην εσωτερική λογική του εν λόγω κανονισμού.

115

Κατά δεύτερον, τόσο από το άρθρο 16 του κανονισμού 715/2009 όσο και από τη σύγκριση του κανονισμού αυτού με την οδηγία 2009/73 προκύπτει ότι, κατά τον εν λόγω κανονισμό, οι λεπτομέρειες του τρόπου αύξησης της δυναμικότητας του δικτύου δεν αποτελούν τομέα δυνάμενο να αποτελέσει το αντικείμενο μεταγενέστερης κανονιστικής ρύθμισης βάσει του κανονισμού αυτού.

116

Πρώτον, το άρθρο 16 του κανονισμού 715/2009 αφορά την «κατανομή της δυναμικότητας» και τη «διαχείριση της συμφόρησης» και καλύπτει, επομένως, τον ίδιο τομέα όπως και ο κώδικας δικτύου τον οποίο εξουσιοδοτείται να εκπονεί το ΕΔΔΣΜ βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 1, και παράγραφος 6, στοιχείο ζʹ, του εν λόγω κανονισμού.

117

Αφενός, οι παράγραφοι 1 έως 4 του άρθρου 16 του κανονισμού 715/2009 προβλέπουν συγκεκριμένες υποχρεώσεις για τους διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς σε σχέση με την κατανομή της δυναμικότητας και τη διαχείριση της συμβατικής και φυσικής συμφόρησης στο δίκτυο. Ωστόσο, οι υποχρεώσεις αυτές αφορούν μόνον την κατανομή της τρέχουσας δυναμικότητας και τη διαχείριση της συμφόρησης βάσει μόνον της υφιστάμενης δυναμικότητας, δηλαδή χωρίς να λαμβάνεται υπόψη τυχόν επαυξημένη δυναμικότητα που θα μπορούσε να προκύψει από μελλοντικές επενδύσεις. Πράγματι, οι εν λόγω παράγραφοι δεν πραγματεύονται ούτε την επαυξημένη δυναμικότητα ούτε τις νέες επενδύσεις που σχετίζονται με αυτή. Το ζήτημα των νέων επενδύσεων στο δίκτυο θίγεται, αντιθέτως, ρητώς στην παράγραφο 5 του άρθρου αυτού.

118

Αφετέρου, η φύση του άρθρου 16, παράγραφος 5, του κανονισμού 715/2009 είναι πολύ λιγότερο επιτακτική από ό,τι εκείνη των τεσσάρων πρώτων παραγράφων του άρθρου. Συγκεκριμένα, η διάταξη αυτή υπογραμμίζει απλώς, αφενός, ότι οι «διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς διενεργούν τακτικά εκτιμήσεις της ζήτησης στην αγορά για νέες επενδύσεις» και, αφετέρου, ότι όταν «προγραμματίζουν νέες επενδύσεις, οι διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς εκτιμούν τη ζήτηση στην αγορά και λαμβάνουν υπόψη την ασφάλεια του εφοδιασμού». Δεν προβλέπεται καμία υποχρέωση των διαχειριστών συστημάτων μεταφοράς να πραγματοποιήσουν τις πρόσθετες επενδύσεις που συνεπάγεται η κατάσταση του δικτύου ή η ασφάλεια του εφοδιασμού.

119

Δεύτερον, επισημαίνεται ότι οι μόνες διατάξεις που ενδεχομένως επιβάλλουν στους διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς την υποχρέωση να πραγματοποιούν νέες επενδύσεις στο δίκτυο με σκοπό τη δημιουργία επαυξημένης δυναμικότητας περιλαμβάνονται στην οδηγία 2009/73, η οποία εκδόθηκε ταυτόχρονα με τον κανονισμό 715/2009, στο πλαίσιο της «τρίτης δέσμης μέτρων για την ενέργεια».

120

Συγκεκριμένα, το άρθρο 13, παράγραφος 2, της οδηγίας 2009/73 επιβάλλει στους διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς την υποχρέωση να δημιουργούν «επαρκή διασυνοριακή ικανότητα με στόχο την ολοκλήρωση της ευρωπαϊκής υποδομής μεταφοράς, ώστε να ανταποκρίνεται σε όλα τα οικονομικώς λογικά και τεχνικώς εφικτά αιτήματα ικανότητας, και λαμβάνοντας υπόψη την ασφάλεια του εφοδιασμού σε φυσικό αέριο». Επιπλέον, το άρθρο 22 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Ανάπτυξη δικτύου και εξουσία λήψης αποφάσεων για επενδύσεις», προβλέπει στην παράγραφο 1 ότι «οι διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς καταθέτουν στη ρυθμιστική αρχή δεκαετές πρόγραμμα ανάπτυξης του δικτύου βασισμένο στην παρούσα και στην προβλεπόμενη προσφορά και ζήτηση». Κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου 3 του εν λόγω άρθρου 22, το πρόγραμμα αυτό πρέπει να στηρίζεται σε «λογικές υποθέσεις όσον αφορά την εξέλιξη της παραγωγής, του εφοδιασμού, της κατανάλωσης και των ανταλλαγών με άλλες χώρες».

121

Επιπροσθέτως, από το άρθρο 41, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και ζʹ, της οδηγίας 2009/73 προκύπτει ότι εναπόκειται στη ρυθμιστική αρχή να μεριμνά για τη συμμόρφωση του διαχειριστή συστήματος μεταφοράς προς τις υποχρεώσεις που υπέχει από το δίκαιο της Ένωσης, μεταξύ άλλων όσον αφορά διασυνοριακά θέματα, και ότι η εν λόγω εποπτική αρμοδιότητα καλύπτει και τα επενδυτικά προγράμματα των διαχειριστών συστημάτων μεταφοράς.

122

Αυτή η εποπτική αρμοδιότητα είναι εμφανής, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 22, παράγραφοι 4 έως 7, της οδηγίας 2009/73, το οποίο επιβάλλει στην εθνική ρυθμιστική αρχή, αντιστοίχως, την υποχρέωση να συμβουλεύεται τους ήδη υπάρχοντες και τους δυνητικούς χρήστες του δικτύου για το δεκαετές πρόγραμμα ανάπτυξης του δικτύου που υποβάλλει ο διαχειριστής του συστήματος μεταφοράς, να εξετάζει την πληρότητα του προγράμματος αυτού και αν αυτό είναι σύμφωνο με το προβλεπόμενο στο άρθρο 8, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 715/2009 πρόγραμμα ανάπτυξης του δικτύου σε ολόκληρη την Ένωση, να παρακολουθεί και να αξιολογεί την εφαρμογή του δεκαετούς προγράμματος ανάπτυξης του δικτύου και, εφόσον απαιτείται, να λαμβάνει μέτρα σε περίπτωση μη πραγματοποίησης της επένδυσης εκ μέρους του διαχειριστή του συστήματος.

123

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, βάσει της οδηγίας 2009/73, ο διαχειριστής συστήματος μεταφοράς υπέχει την υποχρέωση να πραγματοποιεί τις επενδύσεις που είναι αναγκαίες για την εύρυθμη λειτουργία του δικτύου και, εφόσον απαιτείται, για τη δημιουργία επαυξημένης δυναμικότητας καθώς και ότι εναπόκειται στο κράτος μέλος να μεριμνά για την τήρηση των υποχρεώσεων αυτών μέσω της εθνικής ρυθμιστικής αρχής του.

124

Επιπλέον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι καμία διάταξη της οδηγίας 2009/73 δεν προβλέπει τη θέσπιση, σε ενωσιακό επίπεδο, ρυθμιστικού πλαισίου λεπτομερών κανόνων για την εκπλήρωση των επενδυτικών υποχρεώσεων που υπέχουν οι διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς ή για τον έλεγχο, από τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές, της συμμόρφωσης προς τις εν λόγω υποχρεώσεις.

125

Συναφώς, επισημαίνεται ότι το άρθρο 42, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2009/73, στο οποίο παραπέμπει η Επιτροπή, τονίζει μεν τη σημασία της συνεργασίας μεταξύ των εθνικών ρυθμιστικών αρχών, μεταξύ άλλων, για «να παρέχεται η δυνατότητα κατάλληλου επιπέδου δυναμικού διασύνδεσης, μέσω και νέων διασυνδέσεων», πλην όμως η διάταξη αυτή προβλέπει απλώς την υποχρέωση συνεργασίας μεταξύ ρυθμιστικών αρχών «σε περιφερειακό επίπεδο». Δεν μπορεί συνεπώς να θεωρηθεί ότι αφορά τη θέσπιση κανονιστικής ρυθμίσεως εκ μέρους της Επιτροπής για τη δημιουργία επαυξημένης δυναμικότητας στα σημεία διασύνδεσης.

126

Επομένως, από την ανάλυση του κανονισμού 715/2009 και της οδηγίας 2009/73 πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η βούληση του νομοθέτη, στο πλαίσιο λήψης της «τρίτης δέσμης μέτρων για την ενέργεια», ήταν να υπαγάγει την εφαρμογή των σχετικών κανόνων της Ένωσης για την ανάπτυξη του δικτύου και τη δημιουργία επαυξημένης δυναμικότητας στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών, χωρίς να αναγνωρίζει καμία συναφή αρμοδιότητα στο ΕΔΔΣΜ και στην Επιτροπή.

iii) Επί της τελολογικής ερμηνείας του άρθρου 8, παράγραφος 6, του κανονισμού 715/2009

127

Όσον αφορά την τελολογική ερμηνεία του άρθρου 8, παράγραφος 6, του κανονισμού 715/2009, ο ACER και η Επιτροπή προβάλλουν διάφορα επιχειρήματα για να δικαιολογήσουν το σύννομο της θέσπισης κανονιστικής ρύθμισης σε ενωσιακό επίπεδο στον τομέα των επενδύσεων με σκοπό τη δημιουργία επαυξημένης δυναμικότητας. Συγκεκριμένα, επικαλούνται την αναγκαιότητα, για την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς φυσικού αερίου, θέσπισης ρυθμίσεων προκειμένου τα μεγάλα δίκτυα αγωγών φυσικού αερίου να έχουν στη διάθεσή τους επαρκείς επενδύσεις και να μην υπόκεινται σε περιορίζουσες τον ανταγωνισμό συμπεριφορές εκ μέρους των διαχειριστών συστημάτων μεταφοράς που βρίσκονται σε θέση φυσικού μονοπωλίου.

128

Συναφώς, μολονότι ο νομοθέτης της Ένωσης είχε, βεβαίως, τη δυνατότητα να προβλέψει, στον κανονισμό 715/2009, τη δημιουργία επαυξημένης δυναμικότητας στο δίκτυο, προκειμένου, μεταξύ άλλων, να επιτευχθεί ο σκοπός της πολιτικής της Ένωσης στον τομέα της ενέργειας που συνίσταται στο να «διασφαλίζει τον ενεργειακό εφοδιασμό της Ένωσης», όπως ορίζει το άρθρο 194, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, επιβάλλεται, εντούτοις, η διαπίστωση ότι από καμία αιτιολογική σκέψη του εν λόγω κανονισμού δεν μπορεί να συναχθεί η πρόθεση εξουσιοδότησης του ΕΔΔΣΜ και, κατά συνέπεια, της Επιτροπής για εκπόνηση κώδικα δικτύου που να καλύπτει και το ζήτημα των αναγκαίων για τη δημιουργία επαυξημένης δυναμικότητας επενδύσεων.

129

Αντιθέτως, όπως υπογραμμίστηκε στη σκέψη 126 ανωτέρω, από τον κανονισμό 715/2009 και από την οδηγία 2009/73 προκύπτει ότι, στο πλαίσιο λήψης της «τρίτης δέσμης μέτρων για την ενέργεια», η βούληση του νομοθέτη ήταν να αναθέσει μόνο στα κράτη μέλη την εφαρμογή των σχετικών κανόνων της Ένωσης στον τομέα αυτό.

130

Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται λαμβανομένων υπόψη των προπαρασκευαστικών εργασιών του κανονισμού 715/2009. Συγκεκριμένα, από την κοινή θέση 12/2009 του Συμβουλίου, της 9ης Ιανουαρίου 2009, για την έκδοση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τους όρους πρόσβασης στα δίκτυα μεταφοράς φυσικού αερίου και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1775/2005 (ΕΕ 2009, C 75E/03, σ. 38), προκύπτει ότι το Συμβούλιο προέκρινε τη διατύπωση του άρθρου 8, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 16 του κανονισμού 715/2009 που διαλαμβάνεται, αντιστοίχως, στη σκέψη 112 και στη σκέψη 118 ανωτέρω, έναντι της προτεινόμενης από την Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αποκλείοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τις προτεινόμενες αναφορές σε επενδύσεις στο δίκτυο και στη δημιουργία επαυξημένης δυναμικότητας.

131

Αφενός, όσον αφορά το άρθρο 8, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 715/2009, η MEKH ορθώς υπενθύμισε, με τις απαντήσεις της στα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας, ότι το Συμβούλιο, όσον αφορά τον ρόλο του ΕΔΔΣΜ στον τομέα του σχεδιασμού, απέκλινε από την πρόταση της Επιτροπής προτιμώντας τη φράση «πρόγραμμα ανάπτυξης του δικτύου», αντί της φράσης «επενδυτικό πρόγραμμα», και τόνισε τον «μη δεσμευτικό» χαρακτήρα του εν λόγω προγράμματος.

132

Αφετέρου, όσον αφορά το άρθρο 16 του κανονισμού 715/2009, το Συμβούλιο δεν ακολούθησε τροποποίηση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου επί της οποίας είχε συμφωνήσει η Επιτροπή, η οποία θα κατέληγε στην αναγνώριση υποχρέωσης των διαχειριστών συστημάτων μεταφοράς να δημιουργούν επαυξημένη δυναμικότητα, κατόπιν διαδικασίας παρόμοιας με την προβλεπόμενη στο κεφάλαιο V του κανονισμού 2017/459 και περιγραφόμενης στις σκέψεις 66 έως 73 ανωτέρω.

133

Συγκεκριμένα, η τροποποίηση αυτή αποσκοπούσε στην προσθήκη στο άρθρο 16 του κανονισμού 715/2009 ενός εδαφίου το οποίο προέβλεπε, αφενός, την υποχρέωση των διαχειριστών συστημάτων μεταφοράς «[σ]ε περίπτωση μακροπρόθεσμων φυσικών στενωπών, [… να] αντιμετωπίζουν την κατάσταση διευρύνοντας την υπάρχουσα δυναμικότητα με βάση τη ζήτηση στην αγορά» και, αφετέρου, την υποχρέωση των εν λόγω διαχειριστών να εφαρμόζουν διαδικασίες «open season»«[γ]ια να καταστεί δυνατή η εκτίμηση της ζήτησης στην αγορά».

134

Εκ των προεκτεθέντων συνάγεται το συμπέρασμα ότι από τη γραμματική, συστηματική και τελολογική ερμηνεία του άρθρου 8, παράγραφος 6, του κανονισμού 715/2009 προκύπτει ότι η διάταξη αυτή ουδόλως εξουσιοδοτεί το ΕΔΔΣΜ να περιλάβει, σε κώδικα δικτύου, κανόνες δυνάμενους να επιβάλουν, σε διαχειριστή συστήματος μεταφοράς αερίου, την υποχρέωση δημιουργίας επαυξημένης δυναμικότητας στο εν λόγω δίκτυο.

135

Επομένως, η Επιτροπή δεν είχε την εξουσία, βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 11, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 715/2009 και μόνον, να θεσπίσει τις διατάξεις που διέπουν τη σχετική με την επαυξημένη δυναμικότητα διαδικασία, η οποία διαλαμβάνεται στο κεφάλαιο V του κανονισμού 2017/459.

2) Επί της εκτάσεως της εξουσιοδοτήσεως που παρέχει στην Επιτροπή το άρθρο 6, παράγραφος 11, δεύτερο εδάφιο, και το άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 715/2009

136

Για τους λόγους που εκτίθενται στη σκέψη 99 ανωτέρω πρέπει να εξακριβωθεί αν μια τέτοια εξουσιοδότηση θα μπορούσε, ενδεχομένως, να απορρέει από το άρθρο 6, παράγραφος 11, δεύτερο εδάφιο, και από το άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 715/2009, τα οποία επιτρέπουν στην Επιτροπή να τροποποιεί τα μη ουσιώδη στοιχεία του εν λόγω κανονισμού στο πλαίσιο της θεσπίσεως ή τροποποιήσεως κώδικα δικτύου.

137

Κατά πάγια νομολογία, τα ουσιώδη στοιχεία βασικής ρυθμίσεως είναι αυτά των οποίων η έγκριση προϋποθέτει πολιτικές επιλογές εμπίπτουσες στην αποκλειστική ευθύνη του νομοθέτη της Ένωσης (απόφαση της 11ης Μαΐου 2017, Dyson κατά Επιτροπής, C‑44/16 P, EU:C:2017:357, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

138

Ο εντοπισμός των στοιχείων ορισμένου ρυθμιζόμενου θέματος που πρέπει να χαρακτηρίζονται ως ουσιώδη πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία τα οποία είναι δυνατό να αποτελέσουν αντικείμενο δικαστικού ελέγχου και επιβάλλει να λαμβάνονται υπόψη τα χαρακτηριστικά και οι ιδιαιτερότητες του οικείου τομέα (βλ. απόφαση της 11ης Μαΐου 2017, Dyson κατά Επιτροπής, C‑44/16 P, EU:C:2017:357, σκέψη 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

139

Εν προκειμένω, υπενθυμίζεται ότι το κεφάλαιο V του κανονισμού 2017/459 προσομοιάζει με τροποποίηση του κανονισμού 715/2009 η οποία συνεπάγεται την επέκταση, και για τη δημιουργία επαυξημένης δυναμικότητας, της εξουσιοδότησης που παρέχει στο ΕΔΔΣΜ και, κατά συνέπεια, στην Επιτροπή το άρθρο 8, παράγραφος 6, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού 715/2009 στον τομέα των «κανόνων για την κατανομή δυναμικού και τη διαχείριση της συμφόρησης», ενώ η εν λόγω εξουσιοδότηση αφορά μόνον την υφιστάμενη δυναμικότητα στο δίκτυο.

140

Όμως, για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 114 έως 126 ανωτέρω, από την οικονομία του κανονισμού 715/2009 και από τη συνδυασμένη ερμηνεία του με την ταυτοχρόνως εκδοθείσα οδηγία 2009/73 προκύπτει ότι ο νομοθέτης προέβη σε πολιτική επιλογή συνιστάμενη στην ανάθεση της εφαρμογής των κανόνων της Ένωσης που αφορούν τη δημιουργία επαυξημένης δυναμικότητας μόνο στα κράτη μέλη, χωρίς να μεταβιβάζει καμία συναφή αρμοδιότητα στο ΕΔΔΣΜ και στην Επιτροπή. Ως εκ τούτου, κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 137 ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η τροποποίηση που επήλθε με το κεφάλαιο V του κανονισμού 2017/459 αφορά ουσιώδες στοιχείο του κανονισμού 715/2009 που δεν καλύπτεται από το άρθρο 6, παράγραφος 11, δεύτερο εδάφιο, και από το άρθρο 7, παράγραφος 3, του τελευταίου αυτού κανονισμού.

141

Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν ήταν εξουσιοδοτημένη από τον κανονισμό 715/2009 να θεσπίσει τις διατάξεις που διέπουν τη σχετική με την επαυξημένη δυναμικότητα διαδικασία, η οποία διαλαμβάνεται στο κεφάλαιο V του κανονισμού 2017/459.

142

Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτή η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας και να κριθεί ανεφάρμοστο το κεφάλαιο V του κανονισμού 2017/459 δυνάμει του άρθρου 277 ΣΛΕΕ. Επομένως, η απόφαση του συμβουλίου προσφυγών που εφαρμόζει το εν λόγω κεφάλαιο πρέπει να ακυρωθεί με ισχύ erga omnes [πρβλ. απόφαση της 1ης Ιουνίου 2006, P & O European Ferries (Vizcaya) και Diputación Foral de Vizcaya κατά Επιτροπής, C‑442/03 P και C‑471/03 P, EU:C:2006:356, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία], χωρίς να χρειάζεται να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί των λοιπών λόγων ακυρώσεως που προβλήθηκαν στο πλαίσιο των υπό κρίση διαφορών.

143

Κατά συνέπεια, οι υπό κρίση προσφυγές πρέπει να γίνουν δεκτές κατά το μέρος που στρέφονται κατά της αποφάσεως του συμβουλίου προσφυγών.

IV. Επί των δικαστικών εξόδων

144

Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Εν προκειμένω, δεδομένου ότι ο ACER ηττήθηκε ως προς το ουσιώδες μέρος των αιτημάτων του, πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά του και να καταδικαστεί στο σύνολο των δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκαν οι προσφεύγουσες, σύμφωνα με τα σχετικά αιτήματά τους.

145

Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα θεσμικά όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους. Η Επιτροπή θα φέρει συνεπώς τα δικαστικά έξοδά της.

146

Επιπλέον, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 138, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, η E‑Control πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

 

1)

Η προσφυγή της Magyar Energetikai és Közmű-szabályozási Hivatal (MEKH) είναι απαράδεκτη κατά το μέρος που αφορά την απόφαση αριθ. 05/2019 του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας (ACER), της 9ης Απριλίου 2019.

 

2)

Ακυρώνει την απόφαση αριθ. A-004-2019 του συμβουλίου προσφυγών του ACER, της 6ης Αυγούστου 2019.

 

3)

Ο ACER φέρει τα δικαστικά έξοδά του καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι MEKH και FGSZ Földgázszállító Zrt.

 

4)

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Energie-Control Austria für die Regulierung der Elektrizitäts- und Erdgaswirtschaft (E‑Control) φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

 

Tomljenović

Kreuschitz

Schalin

Škvařilová-Pelzl

Nõmm

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 16 Μαρτίου 2022.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα

 

I. Ιστορικό των διαφορών

 

II. Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

 

III. Σκεπτικό

 

Α. Επί του παραδεκτού της προσφυγής στην υπόθεση T‑684/19 κατά το μέρος που αυτή στρέφεται κατά της αρχικής αποφάσεως

 

Β. Επί του βασίμου των προσφυγών

 

1. Επί του παραδεκτού της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας

 

2. Επί της βασιμότητας της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας

 

α) Επί του βασίμου του πρώτου σκέλους με το οποίο προβάλλεται ότι ο κανονισμός 2017/459 δεν συνάδει με τη νομική βάση του κανονισμού 715/2009

 

β) Επί του βασίμου του δευτέρου σκέλους με το οποίο προβάλλεται ότι το κεφάλαιο V του κανονισμού 2017/459 θεσπίστηκε καθ’ υπέρβαση της εξουσιοδότησης που παρέχει στην Επιτροπή ο κανονισμός 715/2009

 

1) Επί της εκτάσεως της εξουσιοδοτήσεως που παρέχουν στην Επιτροπή το άρθρο 6, παράγραφος 11, πρώτο εδάφιο, και το άρθρο 8, παράγραφος 6, του κανονισμού 715/2009

 

i) Επί της γραμματικής ερμηνείας του άρθρου 8, παράγραφος 6, του κανονισμού 715/2009

 

ii) Επί της συστηματικής ερμηνείας του άρθρου 8, παράγραφος 6, του κανονισμού 715/2009

 

iii) Επί της τελολογικής ερμηνείας του άρθρου 8, παράγραφος 6, του κανονισμού 715/2009

 

2) Επί της εκτάσεως της εξουσιοδοτήσεως που παρέχει στην Επιτροπή το άρθρο 6, παράγραφος 11, δεύτερο εδάφιο, και το άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 715/2009

 

IV. Επί των δικαστικών εξόδων


( *1 ) Γλώσσες διαδικασίας: η αγγλική και η ουγγρική.

Top