Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62019CJ0891

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 20ής Ιανουαρίου 2022.
    Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Hubei Xinyegang Special Tube Co. Ltd.
    Αίτηση αναιρέσεως – Ντάμπινγκ – Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2017/804 – Εισαγωγές ορισμένων σωλήνων κάθε είδους χωρίς συγκόλληση καταγωγής Κίνας – Οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ – Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1036 – Άρθρο 3, παράγραφοι 2, 3 και 6, και άρθρο 17 – Προσδιορισμός της ζημίας – Εξέταση της επίδρασης των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ επί των τιμών των ομοειδών προϊόντων που πωλούνται στην αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Ανάλυση της υποτιμολόγησης – Εφαρμογή της στηριζόμενης στους αριθμούς ελέγχου του προϊόντος (ΑΕΠ) μεθόδου – Υποχρέωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να λαμβάνει υπόψη τα διάφορα τμήματα της αγοράς που σχετίζονται με το υπό εξέταση προϊόν καθώς και το σύνολο των πωλήσεων ομοειδών προϊόντων των παραγωγών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που περιλαμβάνονται στο δείγμα.
    Υπόθεση C-891/19 P.

    Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2022:38

     ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

    της 20ής Ιανουαρίου 2022 ( *1 )

    Περιεχόμενα

     

    Το νομικό πλαίσιο

     

    Το δίκαιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου

     

    Ο βασικός κανονισμός

     

    Το ιστορικό της διαφοράς

     

    Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

     

    Τα αιτήματα των διαδίκων

     

    Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

     

    Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

     

    Επί του πρώτου, του δευτέρου και του τρίτου λόγου αναιρέσεως

     

    Επιχειρήματα των διαδίκων

     

    – Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς έκρινε ότι η Επιτροπή όφειλε να διενεργήσει ανάλυση της υποτιμολόγησης ανά τμήμα της αγοράς

     

    – Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς έκρινε ότι η μέθοδος ΑΕΠ δεν ήταν κατάλληλη για τη συνεκτίμηση της κατάτμησης της αγοράς

     

    – Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως, που αφορά εσφαλμένη ερμηνεία της υποχρέωσης αιτιολογήσεως και παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων

     

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

     

    – Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

     

    – Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως

     

    – Επί του πρώτου και του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

     

    Επί του τετάρτου λόγου αναιρέσεως

     

    Επιχειρήματα των διαδίκων

     

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

     

    – Επί της πλάνης περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο καθόσον έκρινε ότι η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη, στο πλαίσιο της προβλεπόμενης στο άρθρο 3, παράγραφοι 2 και 3, του βασικού κανονισμού ανάλυσης της επίδρασης των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ στις τιμές του κλάδου παραγωγής της Ένωσης, όλους τους τύπους του επίμαχου προϊόντος που πωλεί ο εν λόγω κλάδος παραγωγής

     

    – Επί της πλάνης περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο καθόσον έκρινε ότι η Επιτροπή όφειλε να εξετάσει, στο πλαίσιο της προβλεπόμενης στο άρθρο 3, παράγραφοι 2 και 3, του βασικού κανονισμού ανάλυσης της επίδρασης των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ στις τιμές του κλάδου παραγωγής της Ένωσης, κατά πόσον οι τιμές των 17 τύπων του υπό εξέταση προϊόντος ενδέχεται να συνέβαλαν στη μείωση των τιμών των παραγωγών της Ένωσης που περιλήφθηκαν στο δείγμα

     

    Επί της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

     

    Επί των δικαστικών εξόδων

    «Αίτηση αναιρέσεως – Ντάμπινγκ – Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2017/804 – Εισαγωγές ορισμένων σωλήνων κάθε είδους χωρίς συγκόλληση καταγωγής Κίνας – Οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ – Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1036 – Άρθρο 3, παράγραφοι 2, 3 και 6, και άρθρο 17 – Προσδιορισμός της ζημίας – Εξέταση της επίδρασης των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ επί των τιμών των ομοειδών προϊόντων που πωλούνται στην αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Ανάλυση της υποτιμολόγησης – Εφαρμογή της στηριζόμενης στους αριθμούς ελέγχου του προϊόντος (ΑΕΠ) μεθόδου – Υποχρέωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να λαμβάνει υπόψη τα διάφορα τμήματα της αγοράς που σχετίζονται με το υπό εξέταση προϊόν καθώς και το σύνολο των πωλήσεων ομοειδών προϊόντων των παραγωγών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που περιλαμβάνονται στο δείγμα»

    Στην υπόθεση C‑891/19 P,

    με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 4 Δεκεμβρίου 2019,

    Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους T. Maxian Rusche και N. Kuplewatzky, στη συνέχεια από τον T. Maxian Rusche και την A. Demeneix και τέλος από τον T. Maxian Rusche και την K. Blanck,

    αναιρεσείουσα,

    όπου οι λοιποί διάδικοι είναι οι:

    Hubei Xinyegang Special Tube Co. Ltd, με έδρα το Huangshi (Κίνα), εκπροσωπούμενη από τους E. Vermulst και J. Cornelis, advocaten,

    καθής πρωτοδίκως,

    ArcelorMittal Tubular Products Roman SA, με έδρα τη Roman (Ρουμανία),

    Válcovny trub Chomutov a.s., με έδρα το Chomutov (Τσεχική Δημοκρατία),

    Vallourec Deutschland GmbH, με έδρα το Ντίσελντορφ (Γερμανία),

    εκπροσωπούμενες από τον G. Berrisch, Rechtsanwalt,

    παρεμβαίνουσες πρωτοδίκως,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους A. Prechal (εισηγήτρια), πρόεδρο του δευτέρου τμήματος, προεδρεύουσα του τρίτου τμήματος, J. Passer, F. Biltgen, L. S. Rossi και N. Wahl, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: G. Pitruzzella

    γραμματέας: A. Calot Escobar

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 1ης Ιουλίου 2021,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με την αίτηση αναιρέσεως, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 24ης Σεπτεμβρίου 2019, Hubei Xinyegang Special Tube κατά Επιτροπής (T‑500/17, μη δημοσιευθείσα, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2019:691), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2017/804 της Επιτροπής, της 11ης Μαΐου 2017, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων σωλήνων κάθε είδους χωρίς συγκόλληση, από σίδηρο (εκτός από χυτοσίδηρο) ή χάλυβα (εκτός από ανοξείδωτο χάλυβα), κυκλικής διατομής, με εξωτερική διάμετρο που υπερβαίνει τα 406,4 mm, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ 2017, L 121, σ. 3, στο εξής: επίμαχος κανονισμός), καθόσον ο κανονισμός αφορούσε τα προϊόντα τα οποία παράγονται από τη Hubei Xinyegang Special Tube Co. Ltd (στο εξής: Hubei).

    Το νομικό πλαίσιο

    Το δίκαιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου

    2

    Με την απόφαση 94/800/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994, σχετικά με την εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σύναψη των συμφωνιών που απέρρευσαν από τις πολυμερείς διαπραγματεύσεις του Γύρου της Ουρουγουάης (1986-1994), καθ’ όσον αφορά τα θέματα που εμπίπτουν στις αρμοδιότητές της (ΕΕ 1994, L 336, σ. 1), το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενέκρινε τη συμφωνία για την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), η οποία υπογράφηκε στο Μαρακές στις 15 Απριλίου 1994, καθώς και τις συμφωνίες που περιλαμβάνονται στα παραρτήματα 1 έως 3 της συμφωνίας, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η συμφωνία για την εφαρμογή του άρθρου VI της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994 (ΕΕ 1994, L 336, σ. 103, στο εξής: συμφωνία αντιντάμπινγκ).

    3

    Το άρθρο 3 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, το οποίο φέρει τον τίτλο «Προσδιορισμός της ζημίας», προβλέπει τα εξής:

    «3.1.   Ο προσδιορισμός της ζημίας στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου VI της [Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994 (GATT)] βασίζεται σε θετικά αποδεικτικά στοιχεία και προϋποθέτει την αντικειμενική αξιολόγηση τόσο α) του όγκου των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και των συνεπειών των εν λόγω εισαγωγών για τις τιμές των ομοειδών προϊόντων στην εγχώρια αγορά όσο και β) των επακόλουθων συνεπειών των εν λόγω εισαγωγών για τους εγχώριους παραγωγούς τέτοιων προϊόντων.

    3.2.   […] Προκειμένου περί της επίδρασης των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ επί των τιμών, οι αρχές που διεξάγουν τις σχετικές έρευνες εξετάζουν κατά πόσον έχουν πραγματοποιηθεί εισαγωγές με πρακτικές ντάμπινγκ σε τιμές αισθητά κατώτερες της τιμής ομοειδών προϊόντων του εισάγοντος μέλους και κατά πόσον εισαγωγές αυτού του είδους προκαλούν με οποιονδήποτε τρόπο σημαντική συμπίεση των τιμών ή θέτουν σημαντικά εμπόδια σε αυξήσεις των τιμών που θα είχαν σημειωθεί σε αντίθετη περίπτωση. Κανένας από τους ανωτέρω παράγοντες, ούτε περισσότεροι εξ αυτών από κοινού δεν είναι απαραίτητο να θεωρηθούν βαρύνουσας σημασίας για την εξαγωγή συμπερασμάτων.

    […]

    3.5.   Πρέπει να αποδεικνύεται ότι, εξαιτίας των συνεπειών του ντάμπινγκ, όπως ορίζεται στις παραγράφους 2 και 4, οι εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ προκαλούν ζημία κατά την έννοια της παρούσας συμφωνίας. Για να διαπιστωθεί κατά πόσον υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και της ζημίας που υφίσταται ο εγχώριος κλάδος παραγωγής, οι αρχές συνεκτιμούν όλα τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία που έχουν στη διάθεσή τους. Οι αρχές εξετάζουν ακόμη τυχόν άλλους γνωστούς παράγοντες, πέραν των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, οι οποίοι προκαλούν κατά τον ίδιο χρόνο ζημία στον εγχώριο κλάδο παραγωγής, και η ζημία που προξενείται από αυτούς τους άλλους παράγοντες πρέπει να μην είναι δυνατό να αποδοθεί στις εισαγωγές με πρακτικές ντάμπινγκ. […]

    […]»

    Ο βασικός κανονισμός

    4

    Κατά την αιτιολογική σκέψη 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1036 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2016, L 176, σ. 21 και διορθωτικό ΕΕ 2021, L 214, σ. 73, στο εξής: βασικός κανονισμός):

    «Προκειμένου να διασφαλισθεί η ενδεδειγμένη και διαφανής εφαρμογή των κανόνων της συμφωνίας αντιντάμπινγκ […], το κείμενο της συμφωνίας αυτής θα πρέπει να αποτυπωθεί κατά το δυνατόν στην ενωσιακή νομοθεσία.»

    5

    Το άρθρο 1 του βασικού κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αρχές», ορίζει τα εξής:

    «1.   Δασμός αντιντάμπινγκ είναι δυνατό να επιβάλλεται σε κάθε προϊόν που αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ, όταν η θέση του σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός της Ένωσης προκαλεί ζημία.

    2.   Ένα προϊόν θεωρείται ότι αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ όταν η τιμή εξαγωγής του στην Ένωση είναι χαμηλότερη από μια συγκρίσιμη τιμή του ομοειδούς προϊόντος, όπως έχει καθοριστεί για τη χώρα εξαγωγής κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις.

    […]

    4.   Για τους σκοπούς της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, ως “ομοειδές προϊόν” νοείται ένα πανομοιότυπο προϊόν, δηλαδή όμοιο από κάθε άποψη με το εξεταζόμενο προϊόν ή, ελλείψει τούτου, ένα άλλο προϊόν το οποίο, αν και όχι όμοιο από κάθε άποψη, έχει χαρακτηριστικά που παρουσιάζουν σημαντική ομοιότητα προς εκείνα του υπό εξέταση προϊόντος.»

    6

    Το άρθρο 2 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο τιτλοφορείται «Καθορισμός του ντάμπινγκ», έχει ως εξής:

    «[…]

    Δ. Περιθώριο ντάμπινγκ

    11. Με την επιφύλαξη των συναφών διατάξεων που διέπουν το θέμα της δίκαιης σύγκρισης, η ύπαρξη περιθωρίων ντάμπινγκ κατά την περίοδο έρευνας προσδιορίζεται κατά κανόνα με βάση τη σύγκριση μιας μέσης σταθμισμένης κανονικής αξίας με το σταθμισμένο μέσο όρο των τιμών όλων των συναλλαγών με αντικείμενο εξαγωγές στην Ένωση ή με βάση τη σύγκριση επιμέρους κανονικών αξιών και επιμέρους τιμών εξαγωγής στην Ένωση για κάθε συναλλαγή ξεχωριστά. Παρ’ όλα αυτά, όταν για τον καθορισμό της κανονικής αξίας έχει ληφθεί ως βάση ο σταθμισμένος μέσος όρος, η κανονική αυτή αξία είναι δυνατό να συγκρίνεται με τις τιμές όλων των επιμέρους συναλλαγών με αντικείμενο εξαγωγές στην Ένωση, υπό την προϋπόθεση ότι εφαρμόζονται συστηματικά τιμές εξαγωγής οι οποίες διαφέρουν σημαντικά ανάλογα με τον αγοραστή, την περιοχή ή τη χρονική περίοδο, ενώ η εφαρμογή των μεθόδων που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου δεν θα οδηγούσε στη διαπίστωση των εφαρμοζόμενων πρακτικών ντάμπινγκ σε όλη τους την έκταση. Η παρούσα παράγραφος δεν αποκλείει τη χρήση δειγματοληψιών σύμφωνα με το άρθρο 17.

    […]»

    7

    Κατά το άρθρο 3 του βασικού κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Προσδιορισμός της ζημίας»:

    «1.   Κατά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και εφόσον δεν ορίζεται κάτι διαφορετικό, ο όρος “ζημία” σημαίνει τη σημαντική ζημία που προκαλείται στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής, τον κίνδυνο πρόκλησης σημαντικής ζημίας στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής ή την αισθητή καθυστέρηση της δημιουργίας ενός τέτοιου κλάδου παραγωγής· η ερμηνεία του όρου διέπεται από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

    2.   Ο προσδιορισμός της ζημίας γίνεται με βάση θετικά αποδεικτικά στοιχεία και προϋποθέτει αντικειμενική εξέταση:

    α)

    του όγκου των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και της επίδρασής τους στις τιμές των ομοειδών προϊόντων στην αγορά της Ένωσης· και

    β)

    των συνεπειών των εισαγωγών αυτών για τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής.

    3.   Προκειμένου περί του όγκου των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, εξετάζεται κατά πόσον έχει σημειωθεί σημαντική αύξηση των εισαγωγών αυτών, είτε σε απόλυτα μεγέθη είτε σε συνάρτηση με την παραγωγή ή την κατανάλωση στην Ένωση. Προκειμένου περί της επίδρασης των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ επί των τιμών, εξετάζεται κατά πόσον έχουν πραγματοποιηθεί εισαγωγές με πρακτικές ντάμπινγκ σε τιμές αισθητά κατώτερες από τις τιμές που εφαρμόζει για τα ομοειδή προϊόντα ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής ή κατά πόσον εισαγωγές αυτού του είδους προκαλούν με οποιονδήποτε τρόπο τη συμπίεση των τιμών σε σημαντικό βαθμό ή τη σε σημαντικό βαθμό παρακώλυση της αύξησης των τιμών που θα είχε σημειωθεί σε αντίθετη περίπτωση. Κανένας από τους ανωτέρω παράγοντες, ούτε περισσότεροι εξ αυτών από κοινού δεν έχουν κατ’ ανάγκη αποφασιστική σημασία.

    […]

    5.   Η εξέταση των επιπτώσεων των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ για τον οικείο ενωσιακό κλάδο παραγωγής περιλαμβάνει αξιολόγηση όλων των συναφών οικονομικών παραγόντων και των δεικτών που έχουν σημασία για την κατάσταση του κοινοτικoύ κλάδου παραγωγής· […].

    6.   Με βάση το σύνολο των συναφών αποδεικτικών στοιχείων που υποβάλλονται σε σχέση με την παράγραφο 2, πρέπει να αποδεικνύεται ότι οι εισαγωγές με πρακτικές ντάμπινγκ προκαλούν ζημία κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού. Ειδικότερα, αυτό περιλαμβάνει την απόδειξη πως ο όγκος και/ή το επίπεδο των τιμών, όπως αυτά έχουν καθοριστεί βάσει της παραγράφου 3, ευθύνονται για τις συνέπειες επί του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 5, όπως επίσης ότι οι συνέπειες αυτές είναι τέτοιας έκτασης, ώστε να είναι δυνατό να θεωρηθούν σημαντικές.

    7.   Άλλοι γνωστοί παράγοντες πλην των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, οι οποίοι προξενούν κατά το ίδιο χρονικό διάστημα ζημία στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής, εξετάζονται ομοίως, προκειμένου να διασφαλισθεί ότι η προκαλούμενη από τους εν λόγω άλλους παράγοντες ζημία δεν αποδίδεται στις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 6. […]

    8.   Οι επιπτώσεις των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ αξιολογούνται σε συνάρτηση με την παραγωγή του ομοειδούς προϊόντος από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής, εφόσον υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία τα οποία επιτρέπουν το χωριστό προσδιορισμό της εν λόγω παραγωγής βάσει ορισμένων κριτηρίων, όπως είναι η μέθοδος παραγωγής, οι πωλήσεις των παραγωγών και τα κέρδη. […]

    […]»

    8

    Το άρθρο 4 του κανονισμού αυτού, με τίτλο «Ορισμός του ενωσιακού κλάδου παραγωγής», ορίζει τα εξής:

    «1.   Για τους σκοπούς της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, ο όρος “ενωσιακ[ός κλάδος παραγωγής]” θεωρείται ότι περιλαμβάνει το σύνολο των ενωσιακών παραγωγών ομοειδών προϊόντων ή εκείνους εξ αυτών των οποίων αθροιστικά η παραγωγή αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο μέρος της συνολικής ενωσιακής παραγωγής των εν λόγω προϊόντων, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 5 παράγραφος 4, […].

    […]

    4.   Στο παρόν άρθρο εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 3 παράγραφος 8.»

    9

    Το άρθρο 17 του βασικού κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δειγματοληψίες», προβλέπει τα εξής:

    «1.   Όταν είναι μεγάλος ο αριθμός των καταγγελλόντων, των εξαγωγέων ή των εισαγωγέων, των τύπων προϊόντος ή των συναλλαγών, η έρευνα είναι δυνατό να περιορίζεται σε εύλογο αριθμό ενδιαφερόμενων μερών, προϊόντων ή συναλλαγών, με τη χρήση δειγματοληψιών που να ανταποκρίνονται στις αρχές της στατιστικής και λαμβάνοντας ως βάση τα στοιχεία που είναι διαθέσιμα κατά τον χρόνο της επιλογής· εναλλακτικά η έρευνα είναι δυνατό να περιορίζεται στον μεγαλύτερο αντιπροσωπευτικό όγκο παραγωγής, πωλήσεων ή εξαγωγών, για τον οποίο μπορεί λογικά να διεξαχθεί έρευνα εντός του διαθέσιμου χρόνου.

    2.   Η τελική επιλογή των ενδιαφερόμενων μερών των τύπων προϊόντος ή των συναλλαγών, η οποία πραγματοποιείται για τους σκοπούς των δειγματοληψιών κατ’ εφαρμογή των παρουσών διατάξεων, γίνεται από την Επιτροπή, αν και είναι προτιμότερο να επιλέγεται το δείγμα κατόπιν διαβουλεύσεων με τα ενδιαφερόμενα μέρη και με τη συγκατάθεσή τους, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω μέρη έχουν αναγγελθεί και προσκομίσει εντός τριών εβδομάδων από την έναρξη της έρευνας επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία να επιτρέπουν την επιλογή αντιπροσωπευτικού δείγματος.

    […]»

    Το ιστορικό της διαφοράς

    10

    Το ιστορικό της διαφοράς εκτίθεται στις σκέψεις 1 έως 7 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και μπορεί, για τις ανάγκες της παρούσας αποφάσεως, να συνοψισθεί ως εξής.

    11

    Στις 13 Φεβρουαρίου 2016, κατόπιν καταγγελίας, η Επιτροπή κίνησε διαδικασία έρευνας αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές ορισμένων σωλήνων κάθε είδους χωρίς συγκόλληση από σίδηρο (εκτός από χυτοσίδηρο) ή χάλυβα (εκτός από ανοξείδωτο χάλυβα), κυκλικής διατομής, με εξωτερική διάμετρο που υπερβαίνει τα 406,4 mm (στο εξής: υπό εξέταση προϊόν), καταγωγής Κίνας.

    12

    Στο πλαίσιο της έρευνας, η Hubei, εταιρία με έδρα στην Κίνα, η οποία παράγει και εξάγει στην Ένωση σωλήνες κάθε είδους χωρίς συγκόλληση, επελέγη προκειμένου να περιληφθεί στο δείγμα των Κινέζων παραγωγών-εξαγωγέων κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 17 του βασικού κανονισμού.

    13

    Στις 11 Νοεμβρίου 2016 η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/1977 για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων σωλήνων κάθε είδους χωρίς συγκόλληση, από σίδηρο (εκτός από χυτοσίδηρο) ή χάλυβα (εκτός από ανοξείδωτο χάλυβα), κυκλικής διατομής, με εξωτερική διάμετρο που υπερβαίνει τα 406,4 mm, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ 2016, L 305, σ. 1).

    14

    Στις 11 Μαΐου 2017 η Επιτροπή εξέδωσε τον επίμαχο κανονισμό, του οποίου το άρθρο 1 προβλέπει την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ σε όλους τους Κινέζους παραγωγούς-εξαγωγείς του υπό εξέταση προϊόντος. Όσον αφορά τα προϊόντα που κατασκευάζει και εξάγει η Hubei, ο συντελεστής του δασμού αντιντάμπινγκ ορίστηκε σε 54,9 %.

    Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

    15

    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 7 Αυγούστου 2017, η Hubei ζήτησε την ακύρωση του επίμαχου κανονισμού.

    16

    Με διάταξη της 24ης Ιανουαρίου 2018, ο πρόεδρος του εβδόμου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου επέτρεψε στις ArcelorMittal Tubular Products Roman SA, Válcovny trub Chomutov a.s. και Vallourec Deutschland GmbH (στο εξής: ArcelorMittal κ.λπ.) να παρέμβουν υπέρ της Επιτροπής.

    17

    Προς στήριξη της προσφυγής, η Hubei προέβαλε τέσσερις λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως αφορούσε παράβαση του άρθρου 3, παράγραφοι 2 και 3, του βασικού κανονισμού και του άρθρου 3, παράγραφοι 3.1 και 3.2, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ. Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως αφορούσε παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 6, του ως άνω κανονισμού και του άρθρου 3, παράγραφος 3.5, της ως άνω συμφωνίας. Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως προβαλλόταν πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά τη διαπίστωση της αιτιώδους συνάφειας, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφοι 6 και 7, του βασικού κανονισμού. Τέλος, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως αντλείτο από παράβαση «του καθήκοντος επιμελείας και χρηστής διοικήσεως». Το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε μόνον τον πρώτο και τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως και, επομένως, μόνον οι λόγοι αυτοί παρουσιάζουν ενδιαφέρον για την παρούσα διαδικασία.

    18

    Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η Hubei προέβαλε ότι η Επιτροπή, αναλύοντας, στο πλαίσιο της διαπίστωσης της ύπαρξης ζημίας, την υποτιμολόγηση με βάση την περίοδο έρευνας, ήτοι το έτος 2015, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο. Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το πρώτο σκέλος στις σκέψεις 48 έως 52 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τις οποίες δεν αφορά η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως.

    19

    Αντιθέτως, το Γενικό Δικαστήριο έκανε δεκτό το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προέβαλε η Hubei σχετικά με τη μέθοδο που χρησιμοποίησε η Επιτροπή, στο πλαίσιο της διαπίστωσης της ύπαρξης ζημίας, προκειμένου να συγκρίνει τις τιμές των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ και εκείνες των προϊόντων που πωλούνται από τον κλάδο παραγωγής της Ένωσης, προς τον σκοπό ανάλυσης της υποτιμολόγησης.

    20

    Συναφώς, αφενός, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, στις σκέψεις 59 έως 67 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, καίτοι η Επιτροπή είχε εντοπίσει την ύπαρξη τριών τμημάτων της αγοράς σχετικών με το υπό εξέταση προϊόν που αφορούσαν, το πρώτο, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, το δεύτερο, τις κατασκευές και, το τρίτο, την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, δεν έλαβε εντούτοις υπόψη την κατάτμηση αυτή στο πλαίσιο της ανάλυσής της σχετικά με την υποτιμολόγηση και, γενικότερα, στο πλαίσιο της εξέτασης της επίδρασης των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ στις τιμές των ομοειδών προϊόντων στην αγορά της Ένωσης. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή δεν στήριξε την ανάλυσή της στο σύνολο των κρίσιμων στοιχείων της υπό κρίση υποθέσεως, κατά παράβαση του άρθρου 3, παράγραφοι 2 και 3, του βασικού κανονισμού.

    21

    Προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό, το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε, μεταξύ άλλων, στην έκθεση του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου που θέσπισε το όργανο επίλυσης διαφορών του ΠΟΕ στη διαφορά «Κίνα – Μέτρα επιβολής δασμών αντιντάμπινγκ επί σωλήνων χωρίς συγκόλληση από ανοξείδωτο χάλυβα υψηλών επιδόσεων “HP-SSST” από την Ιαπωνία» (WT/DS 454/AB/R και WT/DS 460/AB/R, έκθεση της 14ης Οκτωβρίου 2015, στο εξής: έκθεση του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου «HP-SSST»), και στην απόφαση του ίδιου του Γενικού Δικαστηρίου της 28ης Οκτωβρίου 2004, Shanghai Teraoka Electronic κατά Συμβουλίου (T‑35/01, EU:T:2004:317).

    22

    Αφετέρου, στις σκέψεις 68 έως 75 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή, στο μέτρο που δεν είχε λάβει υπόψη, κατά την ανάλυση της υποτιμολόγησης, έναν ορισμένο όγκο του υπό εξέταση προϊόντος που κατασκευάζουν οι παραγωγοί της Ένωσης που περιλήφθηκαν στο δείγμα, ήτοι τους 17 από τους 66 τύπους προϊόντων –αποκαλούμενους «αριθμούς ελέγχου του προϊόντος» (στο εξής: ΑΕΠ)–, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν το 8 % του όγκου των πωλήσεων των εν λόγω παραγωγών και δεν εξάγονταν από Κινέζους παραγωγούς-εξαγωγείς που περιλήφθηκαν στο δείγμα, δεν είχε λάβει υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία στην υπό κρίση υπόθεση, κατά παράβαση του άρθρου 3, παράγραφοι 2 και 3, του βασικού κανονισμού.

    23

    Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 77 έως 79 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα συμπεράσματα στα οποία είχε καταλήξει δεν μπορούσαν να τεθούν εν αμφιβόλω από τα στοιχεία που κατέθεσε η Επιτροπή στη δικογραφία μετά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

    24

    Με τις σκέψεις 82 έως 89 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκανε επίσης δεκτό και τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως που προέβαλε η Hubei, κρίνοντας, κατ’ ουσίαν, ότι, καθόσον είχε καταλήξει στο συμπέρασμα, κατά την ανάλυση του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ότι η Επιτροπή δεν είχε λάβει υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία για τον προσδιορισμό της υποτιμολόγησης και της επίδρασης των εισαγωγών στις τιμές ομοειδών προϊόντων στην αγορά της Ένωσης, έπρεπε επίσης να θεωρήσει ότι το συμπέρασμα της Επιτροπής όσον αφορά την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού, στηριζόταν σε ελλιπή πραγματική βάση, με αποτέλεσμα η Επιτροπή να μην έχει λάβει υπόψη, κατά την ανάλυση της αιτιώδους συνάφειας, όλα τα κρίσιμα στοιχεία στην υπό κρίση υπόθεση.

    25

    Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο έκανε δεκτό τον πρώτο και τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως και, κατά συνέπεια, ακύρωσε τον επίμαχο κανονισμό, καθόσον αφορούσε τη Hubei, χωρίς να εξετάσει τους δύο άλλους λόγους ακυρώσεως που αυτή προέβαλε.

    Τα αιτήματα των διαδίκων

    26

    Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

    να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση,

    να απορρίψει, ως νόμω αβάσιμους, τον πρώτο και τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως της προσφυγής που ασκήθηκε πρωτοδίκως,

    να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, προκειμένου αυτό να εξετάσει τους λοιπούς λόγους ακυρώσεως, και

    να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα της πρωτοβάθμιας και της κατ’ αναίρεση δίκης.

    27

    Η Hubei ζητεί από το Δικαστήριο:

    να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως,

    επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, προκειμένου αυτό να εξετάσει τον τρίτο και τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως της προσφυγής που ασκήθηκε πρωτοδίκως, και

    να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα της πρωτοβάθμιας και της κατ’ αναίρεση δίκης.

    28

    Οι ArcelorMittal κ.λπ. ζητούν από το Δικαστήριο:

    να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση,

    να απορρίψει τον πρώτο και τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως της προσφυγής που ασκήθηκε πρωτοδίκως ως νόμω αβάσιμους,

    να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί του τρίτου και του τετάρτου λόγου ακυρώσεως της προσφυγής που ασκήθηκε πρωτοδίκως,

    να καταδικάσει τη Hubei στα δικαστικά έξοδα της κατ’ αναίρεση δίκης, και

    να επιφυλαχθεί ως προς τα λοιπά δικαστικά έξοδα.

    Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

    29

    Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η Επιτροπή προβάλλει έξι λόγους αναιρέσεως, εκ των οποίων ο πρώτος αφορά ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς έκρινε ότι η Επιτροπή όφειλε να διενεργήσει ανάλυση της υποτιμολόγησης ανά τμήμα της αγοράς, ο δεύτερος αφορά ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς έκρινε ότι η μέθοδος ΑΕΠ δεν ήταν η κατάλληλη για τη συνεκτίμηση της κατάτμησης της αγοράς, ο τρίτος αντλείται από εσφαλμένη ερμηνεία της υποχρέωσης αιτιολογήσεως και παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων στις οποίες υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο, ο τέταρτος, από εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφοι 2 και 3, του βασικού κανονισμού, ο πέμπτος, από παράβαση του άρθρου 17 του κανονισμού και, ο έκτος, από πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο άσκησε υπέρ το δέον εκτεταμένο δικαστικό έλεγχο κατά την εξέταση της ανάλυσης της υποτιμολόγησης που είχε διενεργήσει η Επιτροπή.

    Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

    30

    Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται, πρώτον, ότι από την αιτιολογική σκέψη 3 του εν λόγω κανονισμού προκύπτει ότι, προκειμένου να διασφαλισθεί η ενδεδειγμένη και διαφανής εφαρμογή των κανόνων της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, ο εν λόγω κανονισμός αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στο να ενσωματώσει, στο μέτρο του δυνατού, τους όρους της συμφωνίας στο δίκαιο της Ένωσης. Όπως υπογράμμισε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 54 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά της οποίας δεν βάλλει η Επιτροπή με την αίτηση αναιρέσεως, οι διατάξεις του άρθρου 3, παράγραφοι 2 και 3, του βασικού κανονισμού είναι κατ’ ουσίαν πανομοιότυπες με εκείνες του άρθρου 3, παράγραφοι 3.1 και 3.2, της εν λόγω συμφωνίας, οι οποίες αποτέλεσαν ειδικώς αντικείμενο ερμηνείας στην έκθεση του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου «HP-SSST».

    31

    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η υπεροχή των συναπτομένων από την Ένωση διεθνών συμφωνιών έναντι των διατάξεων του παραγώγου δικαίου απαιτεί η ερμηνεία των τελευταίων να συνάδει, στο μέτρο του δυνατού, προς τις εν λόγω συμφωνίες (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2011, X και X BV, C‑319/10 και C‑320/10, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2011:720, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    32

    Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η αρχή του γενικού διεθνούς δικαίου περί υποχρέωσης τήρησης των συμβατικών δεσμεύσεων (pacta sunt servanda), η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 26 της Συμβάσεως της Βιέννης περί του δικαίου των συνθηκών, της 23ης Μαΐου 1969 (Recueil des traités des Nations unies, τόμος 1155, σ. 331), συνεπάγεται ότι ο δικαστής της Ένωσης οφείλει, κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, να λάβει υπόψη την ερμηνεία των διαφόρων διατάξεων της συμφωνίας αυτής από το όργανο επίλυσης διαφορών του ΠΟΕ [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (Τριτοβάθμια εκπαίδευση), C‑66/18, EU:C:2020:792, σκέψη 92].

    33

    Το Δικαστήριο έχει παραπέμψει στις εκθέσεις ειδικής ομάδας ή του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου του ΠΟΕ προς στήριξη της ερμηνείας του επί ορισμένων διατάξεων συμφωνιών που περιλαμβάνονται στο παράρτημα της συμφωνίας για την ίδρυση του ΠΟΕ (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2011, X και X BV, C‑319/10 και C‑320/10, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2011:720, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    34

    Ως εκ τούτου, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο, όπως προκύπτει ιδίως από τις σκέψεις 53 και 54 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι τίποτε δεν το εμπόδιζε, εν προκειμένω, να παραπέμψει στην έκθεση του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου «HP-SSST» σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφοι 3.1 και 3.2, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ προκειμένου να ερμηνεύσει τις κατ’ ουσίαν πανομοιότυπες διατάξεις του άρθρου 3, παράγραφοι 2 και 3, του βασικού κανονισμού.

    35

    Δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής και, ειδικότερα, σε ζητήματα μέτρων εμπορικής άμυνας, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης διαθέτουν ευρεία διακριτική ευχέρεια λόγω της πολυπλοκότητας των οικονομικών και πολιτικών καταστάσεων που οφείλουν να εξετάζουν (απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2018, Gul Ahmed Textile Mills κατά Συμβουλίου, C‑100/17 P, EU:C:2018:842, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    36

    Κατά πάγια επίσης νομολογία, η ευρεία διακριτική ευχέρεια αφορά ιδίως τον προσδιορισμό της ύπαρξης ζημίας προκληθείσας στον κλάδο παραγωγής της Ένωσης στο πλαίσιο διαδικασίας αντιντάμπινγκ. Επομένως, ο δικαστικός έλεγχος μιας τέτοιας εκτιμήσεως πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση της τηρήσεως των κανόνων της διαδικασίας, της ακρίβειας των πραγματικών περιστατικών που ελήφθησαν υπόψη, της έλλειψης πρόδηλης πλάνης κατά την εκτίμηση των περιστατικών αυτών και της έλλειψης καταχρήσεως εξουσίας. Τούτο ισχύει ιδίως όσον αφορά τον καθορισμό των παραγόντων που προκάλεσαν ζημία στον κλάδο παραγωγής της Ένωσης στο πλαίσιο έρευνας αντιντάμπινγκ (απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Bricmate, C‑569/13, EU:C:2015:572, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    37

    Το Δικαστήριο έχει επίσης επανειλημμένως κρίνει ότι ο εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου έλεγχος των αποδεικτικών στοιχείων επί των οποίων τα θεσμικά όργανα της Ένωσης στηρίζουν τις διαπιστώσεις τους δεν συνιστά νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών η οποία υποκαθιστά εκείνη των εν λόγω οργάνων. Ο έλεγχος αυτός δεν θίγει την ευρεία διακριτική ευχέρεια των εν λόγω θεσμικών οργάνων στον τομέα της εμπορικής πολιτικής, αλλά περιορίζεται στη διαπίστωση του αν τα εν λόγω στοιχεία είναι ικανά να στηρίξουν τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξαν τα θεσμικά όργανα. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο οφείλει όχι μόνο να ελέγχει την ακρίβεια των αποδεικτικών στοιχείων των οποίων γίνεται επίκληση, την αξιοπιστία και τη συνοχή τους, αλλά οφείλει επίσης να ελέγχει αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο των ληπτέων υπόψη συναφών στοιχείων για την εκτίμηση σύνθετης κατάστασης και αν είναι ικανά να θεμελιώσουν τα εξ αυτών αντλούμενα συμπεράσματα (απόφαση της 10ης Ιουλίου 2019, Caviro Distillerie κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑345/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:589, σκέψη 16 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    Επί του πρώτου, του δευτέρου και του τρίτου λόγου αναιρέσεως

    38

    Με τον πρώτο, τον δεύτερο και τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τις ArcelorMittal κ.λπ., βάλλει κατά των σκέψεων 59 έως 67 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως με τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή, παραλείποντας να λάβει υπόψη την κατάτμηση της αγοράς του υπό εξέταση προϊόντος στο πλαίσιο της ανάλυσης της υποτιμολόγησης και, γενικότερα, της επίδρασης των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ στις τιμές των ομοειδών προϊόντων στην αγορά της Ένωσης, δεν στήριξε την ανάλυσή της στο σύνολο των κρίσιμων στοιχείων της υπό κρίση υποθέσεως, κατά παράβαση του άρθρου 3, παράγραφοι 2 και 3, του βασικού κανονισμού.

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    – Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς έκρινε ότι η Επιτροπή όφειλε να διενεργήσει ανάλυση της υποτιμολόγησης ανά τμήμα της αγοράς

    39

    Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι παρέβη το άρθρο 1, παράγραφοι 2 και 4, το άρθρο 3, παράγραφοι 2, 3 και 8, καθώς και το άρθρο 4 του βασικού κανονισμού, κρίνοντας ότι η ίδια όφειλε να διενεργήσει χωριστή εξέταση της υποτιμολόγησης για κάθε τμήμα της αγοράς του υπό εξέταση προϊόντος.

    40

    Από τις εν λόγω διατάξεις προκύπτει ότι αρκεί η Επιτροπή να διενεργήσει την ανάλυση της υποτιμολόγησης σε επίπεδο «ομοειδούς προϊόντος» κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού, εξετάζοντας τις συνέπειές της στον «ενωσιακό κλάδο παραγωγής» κατά την έννοια του άρθρου 4 του κανονισμού.

    41

    Αντιθέτως, από κανένα στοιχείο των εν λόγω διατάξεων δεν προκύπτει υποχρέωση διενέργειας ανάλυσης της υποτιμολόγησης χωριστά για κάθε τμήμα της αγοράς του υπό εξέταση προϊόντος.

    42

    Επιβάλλοντας μια τέτοια υποχρέωση, το Γενικό Δικαστήριο απαίτησε από την Επιτροπή ανάλυση της υποτιμολόγησης βασισμένη στην έννοια της σχετικής αγοράς του προϊόντος στο δίκαιο του ανταγωνισμού της Ένωσης. Εντούτοις, η έννοια αυτή διαφέρει κατά πολύ από την έννοια του «ομοειδούς προϊόντος» την οποία επέλεξε ο νομοθέτης της Ένωσης στο πλαίσιο της νομοθεσίας αντιντάμπινγκ, ιδίως για την ανάλυση της υποτιμολόγησης.

    43

    Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι εσφαλμένως στήριξε την απαίτηση ανάλυσης της υποτιμολόγησης χωριστά για κάθε τμήμα της αγοράς αποκλειστικώς σε δύο προηγούμενα, ήτοι στην έκθεση του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου «HP-SSST» και στην απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 2004, Shanghai Teraoka Electronic κατά Συμβουλίου (T‑35/01, EU:T:2004:317).

    44

    Συνακόλουθα, το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζονται τα προηγούμενα αυτά, τα οποία, κατά την Επιτροπή, διαφέρουν παντελώς από τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά στην υπό κρίση υπόθεση.

    45

    Συγκεκριμένα, αφενός, στις περιπτώσεις που αφορούσαν τα προαναφερθέντα δύο προηγούμενα δεν διαπιστώθηκε οποιαδήποτε υποτιμολόγηση σε επίπεδο ομοειδούς προϊόντος, ενώ, με τον επίμαχο κανονισμό, η Επιτροπή διαπίστωσε υποτιμολόγηση στο επίπεδο αυτό.

    46

    Αφετέρου, αντιθέτως προς την επίμαχη στην έκθεση του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου «HP-SSST» περίπτωση, στην οποία οι εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ και οι εγχώριες πωλήσεις επικεντρώνονταν σε διαφορετικά τμήματα της αγοράς, με τον επίμαχο κανονισμό η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι εγχώριες πωλήσεις και οι εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ επικεντρώνονται στα ίδια τμήματα της αγοράς και σε παρόμοια επίπεδα.

    47

    Με το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι ερμήνευσε εσφαλμένως τον επίμαχο κανονισμό ή, επικουρικώς, ότι προέβη σε εσφαλμένο νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών κρίνοντας, στη σκέψη 67 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία διαπιστώθηκαν στις σκέψεις 59, 61, 62 και 64 της αποφάσεως αυτής συνιστούσαν εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες καθιστούσαν αναγκαία τη διενέργεια ανάλυσης της υποτιμολόγησης ανά τμήμα της αγοράς.

    48

    Κατ’ αρχάς, η Hubei υποστηρίζει ότι η αίτηση αναιρέσεως είναι αλυσιτελής στο μέτρο που η Επιτροπή βάλλει κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον η απόφαση επιβάλλει ανάλυση της υποτιμολόγησης χωριστά για κάθε τμήμα της αγοράς. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο δεν επέβαλε μια τέτοια ανάλυση, αλλά έκρινε απλώς, στις σκέψεις 45, 66 και 67 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο επίμαχος κανονισμός αντιβαίνει στο άρθρο 3, παράγραφοι 2 και 3, του βασικού κανονισμού, καθόσον η Επιτροπή, υπό το πρίσμα των πραγματικών στοιχείων που διέθετε, δεν έλαβε υπόψη την κατάτμηση της αγοράς του υπό εξέταση προϊόντος κατά την ανάλυση της υποτιμολόγησης. Επιπλέον, στο μέτρο που η Επιτροπή αμφισβητεί τη λυσιτέλεια ορισμένων διαπιστώσεων του Γενικού Δικαστηρίου περί των πραγματικών περιστατικών χωρίς να επικαλείται παραμόρφωση αποδεικτικών στοιχείων, η επιχειρηματολογία της είναι απαράδεκτη.

    49

    Επί της ουσίας, η Hubei υποστηρίζει ότι το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως είναι αβάσιμο. Συγκεκριμένα, από την περιεχόμενη στο άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, και στο άρθρο 4, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού αναφορά σε «ομοειδή προϊόντα» συνάγεται ότι η έννοια του «ομοειδούς προϊόντος» μπορεί να περιλαμβάνει πλείονες τύπους προϊόντων και, επομένως, πλείονα τμήματα της αγοράς, πράγμα που επιβεβαιώνεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου.

    50

    Επιπλέον, το δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο που θέσπισε το όργανο επίλυσης διαφορών του ΠΟΕ έχει υπογραμμίσει τη σημασία της εξέτασης της ύπαρξης διαφόρων τμημάτων της αγοράς κατά την ανάλυση της υποτιμολόγησης, η δε αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ευθυγραμμίζεται προς την άποψη αυτή.

    51

    Κατά τη Hubei, καίτοι δεν υφίσταται υποχρέωση προσδιορισμού της ύπαρξης υποτιμολόγησης για κάθε τύπο προϊόντος ή τμήμα της αγοράς, η Επιτροπή οφείλει, εντούτοις, να εξετάζει όλα τα κρίσιμα αποδεικτικά στοιχεία, περιλαμβανομένου του ενδεχομένου συνολικού αντικτύπου της ύπαρξης διαφόρων τμημάτων της αγοράς στην ανάλυση της επίδρασης των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ στις τιμές και, ειδικότερα, στην υποτιμολόγηση.

    52

    Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η Hubei υποστηρίζει ότι νομική βάση στην οποία στηρίχθηκε το Γενικό Δικαστήριο για την ακύρωση του επίμαχου κανονισμού αποτελεί η παράβαση της υποχρεώσεως που υπέχει η Επιτροπή από το άρθρο 3, παράγραφοι 2 και 3, του βασικού κανονισμού να στηρίξει την ανάλυσή της σχετικά με την υποτιμολόγηση στο σύνολο των κρίσιμων στοιχείων και, επομένως, η παράβαση της υποχρεώσεως στήριξης του προσδιορισμού της ζημίας σε θετικά αποδεικτικά στοιχεία και σε αντικειμενική εξέταση.

    53

    Το Γενικό Δικαστήριο ορθώς παρέπεμψε σε δύο προηγούμενα, ήτοι στην έκθεση του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου «HP-SSST» και στην απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 2004, Shanghai Teraoka Electronic κατά Συμβουλίου (T‑35/01, EU:T:2004:317), προκειμένου να κρίνει ότι, όταν υπάρχουν διάφορα τμήματα της αγοράς με σημαντικές διαφορές τιμών, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο αντίκτυπος της κατάτμησης αυτής στην ανάλυση της υποτιμολόγησης.

    54

    Επιπλέον, πλείονες ισχυρισμοί της Επιτροπής σχετικά με τα δύο αυτά προηγούμενα είναι ανακριβείς.

    55

    Τέλος, ο ισχυρισμός της Επιτροπής ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, τόσο οι κινεζικές εισαγωγές όσο και τα προϊόντα που πωλούνται από τον κλάδο παραγωγής της Ένωσης επικεντρώνονται στο ίδιο τμήμα της αγοράς δεν περιλαμβάνεται στον επίμαχο κανονισμό, όπως ορθώς διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο. Η Hubei υποστήριξε, ήδη κατά τη διοικητική διαδικασία, ότι οι κινεζικές εισαγωγές επικεντρώνονταν σε τμήμα της αγοράς διαφορετικό από εκείνο στο οποίο επικεντρώθηκαν τα προϊόντα που παράγονται από τον κλάδο παραγωγής της Ένωσης.

    56

    Η Hubei υποστηρίζει ότι το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει επίσης να απορριφθεί. Συγκεκριμένα, αφενός, τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν εγείρει το ζήτημα της ύπαρξης πλειόνων τμημάτων της αγοράς όχι στο πλαίσιο του ορισμού του υπό εξέταση προϊόντος, αλλά στο πλαίσιο του προσδιορισμού της ζημίας και της αιτιώδους συνάφειας. Αφετέρου, όσον αφορά την προσαρμογή στην οποία προέβη η Επιτροπή για να υπολογίσει το περιθώριο ζημίας λόγω της οικονομικής κατάστασης και της κερδοφορίας της μεγαλύτερης εταιρίας του δείγματος παραγωγών της Ένωσης περί της οποίας γίνεται λόγος στην αιτιολογική σκέψη 8 του κανονισμού 2016/1977, η Hubei υποστηρίζει ότι τα στοιχεία αυτά έχουν σαφώς σημαντική επίδραση στην ανάλυση της ζημίας.

    – Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς έκρινε ότι η μέθοδος ΑΕΠ δεν ήταν κατάλληλη για τη συνεκτίμηση της κατάτμησης της αγοράς

    57

    Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή βάλλει κατά των σκέψεων 60 και 67 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι η μέθοδος ΑΕΠ δεν ήταν κατάλληλη για τη συνεκτίμηση της κατάτμησης της αγοράς. Κρίνοντας με τον τρόπο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα την αιτιολογική σκέψη 24 του επίμαχου κανονισμού καθώς και τις επεξηγήσεις που παρέσχε η Επιτροπή κατά τη διοικητική διαδικασία και μέσω των προφορικών και γραπτών παρατηρήσεών της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Επικουρικώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν συναφώς.

    58

    Κατά την Επιτροπή, η μέθοδος ΑΕΠ συνιστά τη λεπτομερέστερη ανάλυση η οποία μπορούσε να διενεργηθεί για τη σύγκριση του υπό εξέταση προϊόντος και του ομοειδούς προϊόντος. Η μέθοδος αυτή, η οποία εξάλλου δεν χρησιμοποιείται από τους κύριους εμπορικούς αντισυμβαλλομένους της Ένωσης, συνίσταται σε ανάλυση πολύ πιο διεξοδική από εκείνη που διενεργείται στο επίπεδο των τμημάτων της αγοράς του ομοειδούς προϊόντος. Συγκεκριμένα, η διάρθρωση των ΑΕΠ λαμβάνει υπόψη όλα τα χαρακτηριστικά του υπό εξέταση προϊόντος και παρέχει, με τον τρόπο αυτό, στην Επιτροπή τη δυνατότητα αντιστοίχισης κάθε σωλήνα κάθε είδους που παράγεται από Κινέζους παραγωγούς που περιλαμβάνονται στο δείγμα με τον πλέον συγκρίσιμο σωλήνα κάθε είδους που παράγεται από παραγωγό της Ένωσης που περιλαμβάνεται στο δείγμα. Συνακόλουθα, το πρώτο ψηφίο των ΑΕΠ παραπέμπει σε ένα εκ των οικείων τριών τμημάτων της αγοράς. Κανένα στοιχείο δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή, βασιζόμενη στους ΑΕΠ, δεν έλαβε υπόψη ορισμένα χαρακτηριστικά του υπό εξέταση προϊόντος ή της αγοράς, μεταξύ των οποίων καταλέγονται οι διαφοροποιήσεις των τιμών. Η μέθοδος ΑΕΠ διασφαλίζει, μέσω του σχεδιασμού και της λειτουργίας της, ανάλυση ανά τμήμα της αγοράς.

    59

    Η Hubei υποστηρίζει ότι, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε απλώς και μόνον ότι, λαμβανομένων υπόψη των πραγματικών στοιχείων που είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή, η εφαρμογή της μεθόδου ΑΕΠ ήταν αυτή καθεαυτήν ανεπαρκής προκειμένου να ληφθεί υπόψη η κατάτμηση της αγοράς.

    60

    Βεβαίως, η μέθοδος αυτή παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να καθορίσει αν οι κινεζικές εισαγωγές που εμπίπτουν σε έναν ΑΕΠ ή έναν συγκεκριμένο τύπο προϊόντος σε συγκεκριμένο τμήμα της αγοράς πραγματοποιήθηκαν σε τιμές χαμηλότερες από τις τιμές πώλησης των παραγωγών της Ένωσης που περιλήφθηκαν στο δείγμα για τον ίδιο ΑΕΠ ή τύπο προϊόντος που εμπίπτει στο ίδιο τμήμα της αγοράς. Εντούτοις, όπως ορθώς επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 67 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η ίδια μέθοδος δεν παρέσχε στην Επιτροπή τη δυνατότητα να προσδιορίσει την επίδραση των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ σε συγκεκριμένο τμήμα της αγοράς στις τιμές πώλησης του κλάδου παραγωγής της Ένωσης για προϊόντα που εμπίπτουν σε άλλα τμήματα της αγοράς.

    – Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως, που αφορά εσφαλμένη ερμηνεία της υποχρέωσης αιτιολογήσεως και παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων

    61

    Με το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, που αφορά εσφαλμένη ερμηνεία της υποχρέωσης αιτιολογήσεως, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 296 ΣΛΕΕ, η Επιτροπή προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι έκρινε, στις σκέψεις 77 έως 79 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία που αυτή προσκόμισε μετά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση κατόπιν αιτήματος του Γενικού Δικαστηρίου και τα οποία αποδείκνυαν, αφενός, ότι υφίστατο υποτιμολόγηση και στα τρία τμήματα της αγοράς του υπό εξέταση προϊόντος και, αφετέρου, ότι οι πωλήσεις των παραγωγών της Ένωσης που περιλήφθηκαν στο δείγμα επικεντρώνονταν, όπως και οι εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, στο τμήμα των κατασκευών, δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη, καθόσον προβλήθηκαν σε όψιμο στάδιο της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και αφορούσαν αιτιολογία που δεν περιεχόταν στον επίμαχο κανονισμό.

    62

    Με το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε τα αποδεικτικά στοιχεία που είχε στη διάθεσή του κρίνοντας, στη σκέψη 78 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η ανάλυση ανά τμήμα της αγοράς διενεργήθηκε το πρώτον εκ των υστέρων. Η διάκριση μεταξύ των πλειόνων τμημάτων της αγοράς ενσωματώθηκε σκοπίμως στην ανάλυση με τη μέθοδο ΑΕΠ, τη λειτουργία της οποίας δεν έλαβε υπόψη ή δεν κατανόησε ορθώς και παραμόρφωσε το Γενικό Δικαστήριο.

    63

    Όσον αφορά το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, η Hubei υποστηρίζει ότι η Επιτροπή κακώς στηρίζει την επιχειρηματολογία της στην απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Fliesen-Zentrum Deutschland (C‑687/13, EU:C:2015:573), για να προβάλει ότι το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε την υποχρέωση αιτιολογήσεως που επιβάλλει το άρθρο 296 ΣΛΕΕ.

    64

    Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τη σκέψη 73 της αποφάσεως αυτής, η απόφαση αφορούσε ιδιαίτερη περίπτωση στην οποία εισαγωγέας που δεν είχε λάβει μέρος στη διοικητική διαδικασία προέβαλε παράβαση της υποχρέωσης αιτιολογήσεως σχετικά με επιχειρήματα που δεν είχε προβάλει ο ίδιος. Η Hubei υποστηρίζει ότι η θέση της είναι θεμελιωδώς διαφορετική διότι είχε προβάλει, από την έναρξη της διοικητικής διαδικασίας, ότι η ύπαρξη πλειόνων τμημάτων της αγοράς είχε σημασία για την ανάλυση της υποτιμολόγησης.

    65

    Εντούτοις, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι τα θεσμικά όργανα οφείλουν να εκθέτουν τα πραγματικά περιστατικά και τις νομικές εκτιμήσεις που έχουν καθοριστική σημασία στην οικονομία της απόφασης, η δε αιτιολογία της πράξης πρέπει να περιλαμβάνεται στο ίδιο το σώμα της.

    66

    Τέλος, η Hubei υποστηρίζει ότι είναι ανακριβής ο ισχυρισμός ότι, χάρη στον διοικητικό φάκελο, γνώριζε ότι οι πωλήσεις των παραγωγών της Ένωσης που περιλήφθηκαν στο δείγμα και οι εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ επικεντρώνονταν στο ίδιο τμήμα, ήτοι στο τμήμα των κατασκευών, και ότι είχε διαπιστωθεί υποτιμολόγηση και στα τρία τμήματα της αγοράς. Συγκεκριμένα, για λόγους εμπιστευτικότητας, δεν απέκτησε πρόσβαση στους υπολογισμούς σχετικά με την υποτιμολόγηση των άλλων Κινέζων παραγωγών.

    67

    Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, η Hubei υποστηρίζει ότι, στη σκέψη 78 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο προσήψε στην Επιτροπή όχι ότι δεν εφάρμοσε τη μέθοδο ΑΕΠ ανά τμήμα, αλλά ότι δεν διενήργησε ανάλυση ανά τμήμα της αγοράς. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο προσήψε στην Επιτροπή ότι με τη μέθοδο ΑΕΠ η Επιτροπή μπορούσε μόνο να διαπιστώσει υποτιμολόγηση σε συγκεκριμένο τμήμα της αγοράς, χωρίς να έχει τη δυνατότητα να αναλύσει την επίδραση της υποτιμολόγησης που διαπιστώθηκε σε ένα τμήμα της αγοράς στις τιμές πώλησης των παραγωγών της Ένωσης σε άλλο τμήμα της αγοράς.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    – Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

    68

    Προκαταρκτικώς, πρέπει να διευκρινιστεί, κατ’ αρχάς, τι ακριβώς προσήψε το Γενικό Δικαστήριο στην Επιτροπή με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση όσον αφορά την ανάλυση της υποτιμολόγησης την οποία αυτή διενήργησε εν προκειμένω, δεδομένου ότι, επί του συγκεκριμένου σημείου, οι διάδικοι διαφωνούν ως προς το ακριβές περιεχόμενο της αποφάσεως.

    69

    Συναφώς, όπως επίσης επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 59 των προτάσεών του, από τις σκέψεις 65 έως 67 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε ότι, κατά την ανάλυση της υποτιμολόγησης, η Επιτροπή, εφόσον εφάρμοσε τη μέθοδο ΑΕΠ, έλαβε, σε ορισμένο βαθμό, υπόψη την κατάτμηση του υπό εξέταση προϊόντος. Έκρινε, ωστόσο, ότι, υπό το πρίσμα τεσσάρων πραγματικών στοιχείων της υπό κρίση υποθέσεως, τα οποία χαρακτηρίζουν την κατάτμηση αυτή, ήτοι της περιορισμένης εναλλαξιμότητας, από την άποψη της ζήτησης, μεταξύ προϊόντων διαφόρων τμημάτων της αγοράς, των διαφορών της τιμής μεταξύ διαφόρων τμημάτων της αγοράς, του γεγονότος ότι οι πωλήσεις της περιληφθείσας στο δείγμα μεγαλύτερης εταιρίας του κλάδου παραγωγής της Ένωσης επικεντρώνονταν στον τομέα του πετρελαίου και του φυσικού αερίου και του γεγονότος ότι οι εισαγωγές από τους Κινέζους παραγωγούς-εξαγωγείς που περιλήφθηκαν στο δείγμα επικεντρώνονταν στο τμήμα των κατασκευών, η χρήση της μεθόδου αυτής δεν ήταν επαρκής προκειμένου να ληφθεί δεόντως υπόψη η κατάτμηση της αγοράς κατά την ανάλυση της επίδρασης των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ στις τιμές του κλάδου παραγωγής της Ένωσης και ότι, ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν στήριξε την ανάλυσή της στο σύνολο των κρίσιμων στοιχείων της υπό κρίση υποθέσεως.

    70

    Ειδικότερα, με τη σκέψη 67 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο προσήψε στην Επιτροπή, λαμβανομένων υπόψη των ως άνω τεσσάρων πραγματικών στοιχείων που χαρακτηρίζουν την κατάτμηση στην προκειμένη περίπτωση, ότι δεν διασφάλισε, τουλάχιστον, κατά την ανάλυση της υποτιμολόγησης, ότι η μείωση των τιμών του κλάδου παραγωγής της Ένωσης δεν προερχόταν από τμήμα της αγοράς στο οποίο οι κινεζικές εισαγωγές είχαν περιορισμένη παρουσία ή επίπεδο υποτιμολόγησης –εφόσον υφίστατο υποτιμολόγηση– το οποίο δεν μπορούσε να θεωρηθεί «αισθητό» κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού.

    71

    Πράγματι, όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 60 των προτάσεών του, στη σκέψη 67, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε εμμέσως πλην σαφώς ότι, αν συνέβαινε αυτό, η εν λόγω μείωση των τιμών στην αγορά της Ένωσης δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί συνέπεια των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ.

    72

    Εν συνεχεία, επισημαίνεται ότι, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, ο προσδιορισμός της ζημίας πρέπει να συνοδεύεται από αντικειμενική εξέταση του όγκου των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, της επίδρασής τους στις τιμές στην αγορά της Ένωσης και των συνεπειών τους στον κλάδο παραγωγής της Ένωσης. Το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού προβλέπει ότι, προκειμένου περί της επίδρασης των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ επί των τιμών, πρέπει να εξετάζεται κατά πόσον έχουν πραγματοποιηθεί εισαγωγές με πρακτικές ντάμπινγκ σε τιμές αισθητά κατώτερες από τις τιμές που εφαρμόζει για τα ομοειδή προϊόντα ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής.

    73

    Όπως παρατήρησε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 33 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ο βασικός κανονισμός δεν επιβάλλει καμία συγκεκριμένη μέθοδο για την ανάλυση της υποτιμολόγησης.

    74

    Εντούτοις, όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 3, παράγραφος 3, του κανονισμού προκύπτει ότι η μέθοδος που ακολουθείται για τη διαπίστωση ενδεχόμενης υποτιμολόγησης πρέπει, κατ’ αρχήν, να διενεργείται σε επίπεδο «ομοειδούς προϊόντος» κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 4, του κανονισμού, ακόμη και αν, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, αυτό μπορεί να αποτελείται από διαφόρους τύπους προϊόντων που εμπίπτουν σε πλείονα τμήματα της αγοράς (πρβλ. απόφαση της 5ης Απριλίου 2017, Changshu City Standard Parts Factory και Ningbo Jinding Fastener κατά Συμβουλίου, C‑376/15 P και C‑377/15 P, EU:C:2017:269, σκέψεις 58 και 59).

    75

    Επομένως, ο βασικός κανονισμός δεν επιβάλλει, κατ’ αρχήν, υποχρέωση στην Επιτροπή να διενεργεί ανάλυση της ύπαρξης υποτιμολόγησης σε επίπεδο διαφορετικό από εκείνο του ομοειδούς προϊόντος.

    76

    Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται από το σημείο 5.180 της εκθέσεως του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου «HP-SSST», κατά το οποίο η αρμόδια για την έρευνα αντιντάμπινγκ αρχή δεν υποχρεούται, βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 3.2, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, να προσδιορίζει την ύπαρξη της υποτιμολόγησης για κάθε τύπο των προϊόντων που αποτελούν αντικείμενο της έρευνας ή σε σχέση με όλο το φάσμα προϊόντων που απαρτίζουν το ομοειδές εθνικό προϊόν.

    77

    Εντούτοις, όπως επιβεβαιώνεται από το ίδιο σημείο 5.180, δεδομένου ότι, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή οφείλει να προβεί σε «αντικειμενική εξέταση» της επίδρασης των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ στις τιμές των ομοειδών προϊόντων του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, το θεσμικό αυτό όργανο υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη, κατά την ανάλυση της υποτιμολόγησης, όλα τα κρίσιμα θετικά αποδεικτικά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων, ενδεχομένως, των σχετικών με τα διάφορα τμήματα της αγοράς του υπό εξέταση προϊόντος στοιχείων.

    78

    Ως εκ τούτου, προκειμένου να διασφαλίζεται η αντικειμενικότητα της ανάλυσης της υποτιμολόγησης, η Επιτροπή μπορεί, υπό ορισμένες περιστάσεις, να υποχρεωθεί να διενεργήσει τέτοια ανάλυση στο επίπεδο των τμημάτων της αγοράς του επίμαχου προϊόντος, έστω και αν η ευρεία διακριτική ευχέρεια που διαθέτει το θεσμικό αυτό όργανο για τον προσδιορισμό, μεταξύ άλλων, της ύπαρξης ζημίας κατά τη μνημονευθείσα στη σκέψη 36 της παρούσας αποφάσεως νομολογία εκτείνεται, όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 167 των προτάσεών του, τουλάχιστον στις αποφάσεις που αφορούν την επιλογή της μεθόδου ανάλυσης, τα στοιχεία και τις αποδείξεις που πρέπει να συλλεχθούν, τον τρόπο υπολογισμού που πρέπει να χρησιμοποιηθεί για τον καθορισμό του περιθωρίου υποτιμολόγησης, καθώς και την ερμηνεία και την εκτίμηση των συλλεχθέντων στοιχείων.

    79

    Τέλος, επισημαίνεται ότι τούτο ισχύει, πρώτον, σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 2004, Shanghai Teraoka Electronic κατά Συμβουλίου (T‑35/01, EU:T:2004:317), η οποία χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι οι εισαγωγές που αποτέλεσαν το αντικείμενο της έρευνας αντιντάμπινγκ επικεντρώνονταν, στη συντριπτική τους πλειονότητα, σε ένα από τα τμήματα της αγοράς του επίμαχου προϊόντος.

    80

    Πράγματι, όπως έκρινε, κατ’ ουσίαν, το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 127 και 129 της εν λόγω αποφάσεως, σε μια τέτοια ιδιαιτέρως χαρακτηριστική περίπτωση κατάτμησης των επίμαχων εισαγωγών, το άρθρο 3 του βασικού κανονισμού δεν εμποδίζει τα θεσμικά όργανα της Ένωσης να προβούν σε εκτίμηση της ζημίας χωριστά στο επίπεδο του οικείου τμήματος, υπό την επιφύλαξη, ωστόσο, ότι λαμβάνεται δεόντως υπόψη το ομοειδές προϊόν στο σύνολό του.

    81

    Δεύτερον, όπως επίσης επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 77 των προτάσεών του, για τους σκοπούς της ερμηνείας του άρθρου 3, παράγραφοι 2 και 3, του βασικού κανονισμού, τα συμπεράσματα που προκύπτουν από την έκθεση του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου «HP-SSST» μπορούν να συνοψισθούν υπό την έννοια ότι, σε μια ιδιαίτερη κατάσταση που χαρακτηρίζεται από υψηλή συγκέντρωση των εγχώριων πωλήσεων και των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ σε διαφορετικά τμήματα της αγοράς, καθώς και από σημαντικές διαφορές τιμών μεταξύ των εν λόγω τμημάτων, προκειμένου να διασφαλιστεί η αντικειμενικότητα της αναλύσεως σχετικά με την ύπαρξη υποτιμολόγησης, η Επιτροπή, έστω και αν διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως ως προς τις λεπτομέρειες διενέργειας της ανάλυσης, ενδέχεται να υποχρεούται να λάβει υπόψη τα μερίδια της αγοράς κάθε τύπου του προϊόντος και τις εν λόγω διαφορές τιμών.

    82

    Πράγματι, όπως προκύπτει από τα σημεία 5.180 και 5.181 της εκθέσεως, η αρμόδια για την έρευνα αντιντάμπινγκ αρχή, δεδομένου ότι υπέχει την υποχρέωση να εξετάζει αντικειμενικά την επίδραση των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ επί των εγχώριων τιμών, δεν μπορεί να παραβλέπει αποδεικτικά στοιχεία τα οποία υποδηλώνουν ότι οι εν λόγω εισαγωγές δεν είχαν επίδραση στις εγχώριες τιμές ή είχαν μόνον περιορισμένη επίδραση.

    83

    Υπό το πρίσμα αυτών των σκέψεων πρέπει να εξεταστούν ο πρώτος, ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως, αρχής γενομένης από την εξέταση του τρίτου λόγου αναιρέσεως, λαμβανομένης υπόψη της σημαντικής, ενδεχομένως, επιπτώσεώς του στον πρώτο και στον δεύτερο λόγο αναιρέσεως.

    – Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως

    84

    Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι έκρινε, στις σκέψεις 77 έως 79 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη ορισμένα πραγματικά στοιχεία σχετικά με την κατάτμηση της αγοράς του υπό εξέταση προϊόντος τα οποία προέβαλε η Επιτροπή μετά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

    85

    Όπως επισήμανε επίσης ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 80 και 81 των προτάσεών του, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι, μετά την ανταλλαγή ισχυρισμών κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή προσκόμισε, συμφώνως προς το αίτημα του Γενικού Δικαστηρίου, αριθμητικά στοιχεία απορρέοντα από την εφαρμογή της μεθόδου ΑΕΠ, από τα οποία προέκυπτε, αφενός, ότι, στο πλαίσιο των τριών επίμαχων τμημάτων, οι εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ και οι πωλήσεις του κλάδου παραγωγής της Ένωσης βρίσκονταν σε σχεδόν ισοδύναμο επίπεδο, ότι επικεντρώνονταν κυρίως στο τμήμα των κατασκευών με αντίστοιχα ποσοστά 75,1 % και 71,6 %, ότι είχαν αμφότερες μη αμελητέο ποσοστό στο τμήμα του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, ήτοι 17,3 % και 15,3 % αντιστοίχως, και ότι είχαν αμφότερες μικρότερη, πλην όμως όχι αμελητέα, παρουσία στο τμήμα της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, ήτοι 7,4 % και 13,1 % αντιστοίχως, και, αφετέρου, ότι η υποτιμολόγηση αφορούσε και τα τρία επίμαχα τμήματα.

    86

    Στις σκέψεις 77 έως 79 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε όμως, κατ’ ουσίαν, ότι δεν μπορούσε να λάβει υπόψη τα στοιχεία αυτά, δεδομένου ότι, καθόσον υποβλήθηκαν σε όψιμο στάδιο της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, δεν μπορούσαν να συμπληρώσουν την αιτιολογία του επίμαχου κανονισμού.

    87

    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και πρέπει με αυτή να εκτίθεται με σαφήνεια και χωρίς αμφισημία η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εκδίδει την πράξη, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθη το μέτρο, στο δε αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκήσει τον έλεγχό του (αποφάσεις της 9ης Ιανουαρίου 2003, Petrotub και Republica κατά Συμβουλίου, C‑76/00 P, EU:C:2003:4, σκέψη 81, και της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Fliesen-Zentrum Deutschland, C‑687/13, EU:C:2015:573, σκέψη 75).

    88

    Κατά την ίδια νομολογία, η απαίτηση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, ιδίως το περιεχόμενο της πράξεως, τη φύση των παρατιθέμενων στοιχείων της αιτιολογίας και το συμφέρον που έχουν ενδεχομένως για παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να παραθέτει εξαντλητικά όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία πράξεως πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 296 ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν τον σχετικό τομέα (αποφάσεις της 9ης Ιανουαρίου 2003, Petrotub και Republica κατά Συμβουλίου, C‑76/00 P, EU:C:2003:4, σκέψη 81, και της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Fliesen-Zentrum Deutschland, C‑687/13, EU:C:2015:573, σκέψη 76).

    89

    Ομοίως, όταν πρόκειται για κανονισμό, η αιτιολογία μπορεί να περιορίζεται στην περιγραφή, αφενός, της συνολικής καταστάσεως που οδήγησε στην έκδοσή του και, αφετέρου, των γενικών σκοπών που επιδιώκει ο κανονισμός. Συνεπώς, δεν είναι δυνατόν να απαιτείται από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης να εκθέτουν τα διάφορα πραγματικά δεδομένα, τα οποία πολύ συχνά είναι πολυάριθμα και σύνθετα, βάσει των οποίων εκδόθηκε ο κανονισμός, ή, κατά μείζονα λόγο, να παραθέτουν μια κατά το μάλλον ή ήττον πλήρη εκτίμηση των εν λόγω πραγματικών στοιχείων δεδομένων (απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Fliesen-Zentrum Deutschland, C‑687/13, EU:C:2015:573, σκέψη 77).

    90

    Εν προκειμένω, στη σκέψη 79 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο υπογράμμισε ότι η Επιτροπή δεν είχε επισημάνει στον επίμαχο κανονισμό το γεγονός ότι οι πωλήσεις των παραγωγών της Ένωσης που περιλήφθηκαν στο δείγμα επικεντρώνονταν στον τομέα των κατασκευών, ενώ από την αιτιολογική σκέψη 104 του κανονισμού προκύπτει ότι η ένωση των Κινέζων παραγωγών-εξαγωγέων υποστήριζε ακριβώς ότι οι μεν εισαγωγές από την Κίνα επικεντρώνονταν στον εν λόγω τομέα, οι δε παραγωγοί της Ένωσης δραστηριοποιούνταν περισσότερο στους τομείς του πετρελαίου και του φυσικού αερίου καθώς και της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.

    91

    Πάντως, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι δεν επισήμανε στον επίμαχο κανονισμό το εν λόγω πραγματικό περιστατικό προς απάντηση στο επιχείρημα που προέβαλε η εν λόγω ένωση, δεδομένου ότι, κατά τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 89 της παρούσας αποφάσεως, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αιτιολογία δεν επιβάλλει στο θεσμικό αυτό όργανο την υποχρέωση να εκθέτει εξαντλητικώς τα διάφορα πραγματικά δεδομένα, τα οποία πολύ συχνά είναι πολυάριθμα και σύνθετα, βάσει των οποίων εκδόθηκε κανονισμός περί επιβολής δασμών αντιντάμπινγκ, ή, κατά μείζονα λόγο, να παραθέτει μια κατά το μάλλον ή ήττον πλήρη εκτίμηση των εν λόγω πραγματικών δεδομένων.

    92

    Επιπλέον, δεδομένου ότι, όσον αφορά την ανάλυση της υποτιμολόγησης, τα ουσιώδη στοιχεία του επιδιωκόμενου από την Επιτροπή σκοπού προέκυπταν από τον επίμαχο κανονισμό, ο κανονισμός δεν απαιτείτο να περιέχει ειδική αιτιολογία για καθένα από τα πολυάριθμα πραγματικά επιχειρήματα των οποίων έγινε επίκληση στο πλαίσιο της ανάλυσης αυτής (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Fliesen-Zentrum Deutschland, C‑687/13, EU:C:2015:573, σκέψη 78).

    93

    Πράγματι, όπως επίσης επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 85 των προτάσεών του, τα στοιχεία τα οποία προσκόμισε η Επιτροπή μετά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση περιλαμβάνουν λεπτομέρειες και συμπληρωματικές πληροφορίες σχετικά με τις ήδη περιεχόμενες στον επίμαχο κανονισμό αιτιολογικές σκέψεις, οι οποίες, κατά τα λοιπά, δεν αμφισβητείται ότι συνιστούν επαρκή αιτιολογία και βάσει των οποίων η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι με την ανάλυση που βασίστηκε στη μέθοδο ΑΕΠ αποδείχθηκε ότι στην υπό κρίση υπόθεση υπήρχε υποτιμολόγηση στο επίπεδο του ομοειδούς προϊόντος.

    94

    Ειδικότερα, στην αιτιολογική σκέψη 108 του επίμαχου κανονισμού, η Επιτροπή εξήγησε ως ακολούθως τους λόγους για τους οποίους η μέθοδος ΑΕΠ καθιστούσε δυνατή τη συνεκτίμηση, κατά τη σύγκριση των προϊόντων και, επομένως, ιδίως κατά την ανάλυση της υποτιμολόγησης, της κατάτμησης της αγοράς του υπό εξέταση προϊόντος:

    «Όσον αφορά τα τμήματα της αγοράς, η Επιτροπή επισήμανε ότι οι σχετικές διαφορές μεταξύ των τύπων του προϊόντος αντικατοπτρίζονται στον [ΑΕΠ], που εξασφαλίζει ότι μόνο τα συγκρίσιμα προϊόντα συγκρίνονται μεταξύ τους. Τα βασικά χαρακτηριστικά των τμημάτων διακρίνονται από τον ΑΕΠ: κραματοποιημένος χάλυβας και κραματοποιημένος χάλυβας υψηλής αντοχής (τμήμα παραγωγής ενέργειας), μη κραματοποιημένοι χάλυβες (κατασκευές) και οι ειδικές κατηγορίες προϊόντων σωλήνων, σωλήνων κάθε είδους για την κάλυψη των τοιχωμάτων των φρεάτων ή για την άντληση και διατρητικών στελεχών (τμήμα πετρελαίου και φυσικού αερίου).»

    95

    Δεδομένου ότι το ουσιώδες μέρος της συλλογιστικής της Επιτροπής όσον αφορά την ανάλυση της υποτιμολόγησης, περιλαμβανομένης ειδικότερα της συνεκτίμησης των τμημάτων της αγοράς του υπό εξέταση προϊόντος, προέκυπτε ήδη από τις αιτιολογικές σκέψεις του επίμαχου κανονισμού, τίποτε δεν εμπόδιζε, εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο να ζητήσει διευκρινίσεις από την Επιτροπή προκειμένου να λάβει συμπληρωματικές εξηγήσεις τις οποίες το ίδιο έκρινε αναγκαίες για να κατανοήσει πλήρως την ανάλυση αυτή, λαμβανομένων υπόψη των αιτιάσεων που διατύπωσε κατ’ αυτής η Hubei.

    96

    Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι δεν μπορούσε να λάβει υπόψη τα δεδομένα τα οποία προέκυψαν από την εφαρμογή της μεθόδου ΑΕΠ που μνημονεύονται στη σκέψη 85 της παρούσας αποφάσεως, ενώ το ίδιο είχε ζητήσει από την Επιτροπή να τα προσκομίσει μετά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Δεδομένου ότι οι πληροφορίες αυτές αποτελούν μέρος της δικογραφίας, πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά την εκτίμηση του πρώτου και του δευτέρου λόγου αναιρέσεως.

    97

    Συνεπώς, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτός.

    – Επί του πρώτου και του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

    98

    Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στο Γενικό Δικαστήριο ότι απαίτησε ανάλυση της υποτιμολόγησης για κάθε τμήμα της αγοράς του υπό εξέταση προϊόντος κατά παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, το οποίο προβλέπει μια τέτοια ανάλυση μόνο στο επίπεδο του ομοειδούς προϊόντος. Με το δεύτερο σκέλος του λόγου αυτού, η Επιτροπή προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι στήριξε την απαίτηση ανάλυσης της υποτιμολόγησης για κάθε τμήμα της αγοράς σε δύο προηγούμενα, ήτοι στην έκθεση του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου «HP-SSST» και στην απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 2004, Shanghai Teraoka Electronic κατά Συμβουλίου (T‑35/01, EU:T:2004:317), ενώ τα συμπεράσματα που προέκυψαν από τα προηγούμενα αυτά δεν έχουν εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση. Με το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι έκρινε ότι τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία απαριθμούνται στις σκέψεις 59, 61, 62 και 64 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, συνιστούσαν εξαιρετικές περιστάσεις που καθιστούσαν αναγκαία τη διενέργεια ανάλυσης της υποτιμολόγησης ανά τμήμα της αγοράς.

    99

    Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή βάλλει κατά των σκέψεων 60 και 67 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι η μέθοδος ΑΕΠ δεν ήταν κατάλληλη για τη συνεκτίμηση της κατάτμησης της αγοράς του υπό εξέταση προϊόντος κατά την ανάλυση της υποτιμολόγησης.

    100

    Οι δύο αυτοί λόγοι αναιρέσεως πρέπει να εξεταστούν από κοινού, δεδομένου ότι αλληλεπικαλύπτονται σε μεγάλο βαθμό, στο μέτρο που και οι δύο βάλλουν κατά της σκέψεως 67 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

    101

    Συναφώς, από τις σκέψεις 60, 66 και 67 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, κατά το Γενικό Δικαστήριο, παρά την εφαρμογή της μεθόδου ΑΕΠ, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη την κατάτμηση της αγοράς του υπό εξέταση προϊόντος στο πλαίσιο, μεταξύ άλλων, της αναλύσεώς της σχετικά με την υποτιμολόγηση, ενώ τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως, τα οποία απαριθμούνται στις σκέψεις 59, 61, 62 και 64 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, απαιτούσαν μια τέτοια ανάλυση στο επίπεδο κάθε τμήματος της αγοράς του υπό εξέταση προϊόντος και, ως εκ τούτου, το θεσμικό αυτό όργανο δεν στήριξε την ανάλυσή του στο σύνολο των κρίσιμων στοιχείων της υπό κρίση υποθέσεως.

    102

    Όπως προκύπτει από τη νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 35 και 36 της παρούσας αποφάσεως, η ευρεία διακριτική ευχέρεια που διαθέτει η Επιτροπή στο πλαίσιο διαδικασίας αντιντάμπινγκ λόγω της πολυπλοκότητας των οικονομικών και πολιτικών καταστάσεων που οφείλει να εξετάζει και η οποία αφορά, μεταξύ άλλων, τον προσδιορισμό της ύπαρξης ζημίας που προκλήθηκε στον κλάδο παραγωγής της Ένωσης συνεπάγεται ότι, όσον αφορά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών από το θεσμικό αυτό όργανο, ο δικαστικός έλεγχος πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση της απουσίας πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως.

    103

    Όσον αφορά, όμως, την ανάλυση της υποτιμολόγησης, το Γενικό Δικαστήριο δεν διαπίστωσε ότι η Επιτροπή, εφαρμόζοντας τη μέθοδο ΑΕΠ, υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών καθόσον δεν έλαβε υπόψη την κατάτμηση της αγοράς του υπό εξέταση προϊόντος.

    104

    Συγκεκριμένα, από τις αιτιολογικές σκέψεις 24 και 108 του επίμαχου κανονισμού προκύπτει ότι, όσον αφορά τα τμήματα της αγοράς, η Επιτροπή επισήμανε ότι οι σχετικές διαφορές μεταξύ των τύπων του προϊόντος ελήφθησαν υπόψη στον ΑΕΠ, γεγονός που εξασφαλίζει ότι μόνον τα συγκρίσιμα προϊόντα συγκρίνονται μεταξύ τους και ότι τα βασικά χαρακτηριστικά των τμημάτων της αγοράς διακρίνονται από τον ΑΕΠ.

    105

    Ειδικότερα, όπως επίσης επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 92 και 93 των προτάσεών του, το πρώτο ψηφίο κάθε ΑΕΠ υποδείκνυε το τμήμα της αγοράς στο οποίο ενέπιπτε ο τύπος του υπό εξέταση προϊόντος και η Επιτροπή συνέκρινε, ανά ΑΕΠ, τις τιμές των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ και τις τιμές των παραγωγών της Ένωσης.

    106

    Ως εκ τούτου, εφαρμόζοντας τη μέθοδο ΑΕΠ, η Επιτροπή έλαβε όντως υπόψη τα τμήματα της αγοράς του υπό εξέταση προϊόντος, μεταξύ άλλων, κατά την ανάλυση της υποτιμολόγησης και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να της προσαφθεί ότι υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά την πραγματοποίηση της αναλύσεως αυτής.

    107

    Επομένως, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή με το τρίτο σκέλος του έκτου λόγου αναιρέσεως, το Γενικό Δικαστήριο υπερέβη, επί του σημείου αυτού, τα όρια του δικαστικού ελέγχου που του επιβάλλουν, όσον αφορά τον προσδιορισμό της ζημίας και, ειδικότερα, την ανάλυση της υποτιμολόγησης, να σέβεται το ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει συναφώς η Επιτροπή, το οποίο, όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 167 των προτάσεών του, εκτείνεται, τουλάχιστον, στις αποφάσεις που αφορούν την επιλογή της μεθόδου ανάλυσης, τα στοιχεία και τις αποδείξεις που πρέπει να συλλεχθούν, τον τρόπο υπολογισμού που πρέπει να χρησιμοποιηθεί για τον καθορισμό του περιθωρίου υποτιμολόγησης, καθώς και την ερμηνεία και την εκτίμηση των συλλεχθέντων στοιχείων.

    108

    Όσον αφορά το επιχείρημα της Hubei, το οποίο είχε ήδη προβληθεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ότι η χρήση της μεθόδου ΑΕΠ είναι ανεπαρκής, δεδομένου ότι δεν καθιστά δυνατόν να προσδιοριστεί η επίδραση των εισαγωγών σε συγκεκριμένο τμήμα της αγοράς επί των τιμών πωλήσεως του κλάδου παραγωγής της Ένωσης για προϊόντα που εμπίπτουν σε άλλα τμήματα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν το έκανε δεκτό.

    109

    Αντιθέτως, στη σκέψη 67 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο προσήψε στην Επιτροπή ότι δεν εξακρίβωσε, τουλάχιστον, ότι, λαμβανομένης υπόψη της σημαντικής κατάτμησης του υπό εξέταση προϊόντος εν προκειμένω, η μείωση των τιμών του κλάδου παραγωγής της Ένωσης δεν προερχόταν από τμήμα στο οποίο οι κινεζικές εισαγωγές είχαν περιορισμένη παρουσία ή επίπεδο υποτιμολόγησης το οποίο δεν μπορούσε να θεωρηθεί αισθητό.

    110

    Όπως, όμως, προκύπτει από τα στοιχεία που προσκόμισε η Επιτροπή κατόπιν αιτήματος του Γενικού Δικαστηρίου, περί των οποίων γίνεται λόγος στη σκέψη 85 της παρούσας αποφάσεως, η χρήση της μεθόδου ΑΕΠ κατέστησε δυνατή τη διαπίστωση ότι οι εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ και τα προϊόντα που πωλήθηκαν από τον κλάδο παραγωγής της Ένωσης ήταν απολύτως συγκρίσιμα στα τρία τμήματα της αγοράς και ότι η υποτιμολόγηση πραγματοποιήθηκε σε καθένα από τα τρία αυτά τμήματα, με αποτέλεσμα να μην υφίσταται, εν προκειμένω, κατάσταση σημαντικής κατάτμησης όπως η επίμαχη στην έκθεση του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου «HP‑SSST» και στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 2004, Shanghai Teraoka Electronic κατά Συμβουλίου (T‑35/01, EU:T:2004:317).

    111

    Υπό τις συνθήκες αυτές, ακόμη και αν, λαμβανομένων υπόψη των αρχών που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 77 έως 80 της παρούσας αποφάσεως, υπό ορισμένες εξαιρετικές περιστάσεις σημαντικής κατάτμησης του επίμαχου προϊόντος, η οποία συνεπάγεται σημαντικές διαφορές στις τιμές μεταξύ των τμημάτων της αγοράς, είναι δυνατόν να επιβληθεί στην Επιτροπή υποχρέωση διενέργειας συμπληρωματικής ανάλυσης της υποτιμολόγησης, όπως αυτή περί της οποίας γίνεται λόγος στη σκέψη 67 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, συνιστάμενη στη σύγκριση των τιμών σε κάθε τμήμα της αγοράς πέραν της αναλύσεως που διενεργήθηκε βάσει της μεθόδου ΑΕΠ, ήτοι κατόπιν συγκρίσεως των τιμών ανά ΑΕΠ, παρά το γεγονός ότι πρέπει να αναγνωρισθεί ευρεία διακριτική ευχέρεια στο θεσμικό αυτό όργανο όσον αφορά την επιλογή της συγκεκριμένης μεθόδου για την ανάλυση της υποτιμολόγησης, μια τέτοια συμπληρωματική ανάλυση δεν απαιτείτο, εν πάση περιπτώσει, εν προκειμένω, υπό το πρίσμα των στοιχείων που παρέσχε η Επιτροπή κατόπιν ρητού αιτήματος του Γενικού Δικαστηρίου μετά την ενώπιόν του επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

    112

    Πρέπει να προστεθεί ότι, όσον αφορά ειδικότερα την ύπαρξη σημαντικών διαφορών στις τιμές μεταξύ των τριών τμημάτων της αγοράς, από τις αιτιολογικές σκέψεις 24 και 108 του επίμαχου κανονισμού προκύπτει ότι, εν προκειμένω, οι διαφορές αυτές συνδέονταν κυρίως με τη χρησιμοποίηση, για τα προϊόντα που ενέπιπταν στον τομέα της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, κραματοποιημένου χάλυβα υψηλής αντοχής, ενώ για την κατασκευή των προϊόντων που ενέπιπταν στους δύο άλλους τομείς χρησιμοποιούνταν μη κραματοποιημένος χάλυβας.

    113

    Επιπλέον, από τις εν λόγω αιτιολογικές σκέψεις 24 και 108 προκύπτει, όπως επίσης επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 105 των προτάσεών του, ότι, με την εφαρμογή της μεθόδου ΑΕΠ, οι διαφορές κόστους και τιμών που συνδέονται με τον κραματοποιημένο χάλυβα και τον κραματοποιημένο χάλυβα υψηλής αντοχής ελήφθησαν υπόψη στο πλαίσιο των συγκρίσεων, λόγω του τρόπου σχηματισμού των ΑΕΠ, δεδομένου ότι, ειδικότερα, το πρώτο χαρακτηριστικό των ΑΕΠ, ήτοι ο τύπος του προϊόντος, κάνει διάκριση μεταξύ μη κραματοποιημένου χάλυβα, κραματοποιημένου χάλυβα και κραματοποιημένου χάλυβα υψηλής αντοχής.

    114

    Ως εκ τούτου, εν προκειμένω, οι εν λόγω διαφορές στις τιμές μεταξύ των διαφόρων τμημάτων της αγοράς του υπό εξέταση προϊόντος, δεδομένου ότι είχαν ήδη ληφθεί υπόψη, μεταξύ άλλων, κατά την ανάλυση της υποτιμολόγησης σύμφωνα με τη μέθοδο ΑΕΠ, δεν επέβαλλαν στην Επιτροπή να διενεργήσει τη συμπληρωματική ανάλυση περί της οποίας γίνεται λόγος στη σκέψη 67 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

    115

    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμοι. Επιπλέον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, κατά συνέπεια, το τρίτο σκέλος του έκτου λόγου αναιρέσεως είναι επίσης βάσιμο στο μέτρο που, με το σκέλος αυτό, η Επιτροπή προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπερέβη τα όρια του δικαστικού ελέγχου τον οποίο οφείλει να ασκεί, κρίνοντας, στις σκέψεις 59 έως 66 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο, καθόσον δεν διενήργησε ανάλυση της υποτιμολόγησης ανά τμήμα της αγοράς, δεν έλαβε υπόψη το σύνολο των κρίσιμων στοιχείων, χωρίς ωστόσο να διαπιστώσει ότι το εν λόγω όργανο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

    Επί του τετάρτου λόγου αναιρέσεως

    116

    Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τις ArcelorMittal κ.λπ., βάλλει κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον, στις σκέψεις 68 έως 76 της αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή, κατά παράβαση του άρθρου 3, παράγραφοι 2 και 3, του βασικού κανονισμού, δεν έλαβε υπόψη, κατά την ανάλυση της υποτιμολόγησης και, γενικότερα, της επίδρασης των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ στις τιμές των ομοειδών προϊόντων στην αγορά της Ένωσης, έναν ορισμένο όγκο του ομοειδούς προϊόντος που κατασκευάζουν παραγωγοί της Ένωσης οι οποίοι περιλήφθηκαν στο δείγμα, ήτοι 17 τύπους προϊόντων εκ των 66 που πωλήθηκαν από τους εν λόγω παραγωγούς, αλλά δεν εξήχθησαν από τους Κινέζους παραγωγούς-εξαγωγείς που περιλήφθηκαν στο δείγμα, και, επομένως, ότι δεν έλαβε υπόψη το σύνολο των κρίσιμων στοιχείων της υπό κρίση υποθέσεως στην ανάλυσή της, όπως επιτάσσουν οι διατάξεις αυτές.

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    117

    Με το πρώτο σκέλος του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι έκρινε, στις σκέψεις 68 έως 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 3, παράγραφοι 2 και 3, του βασικού κανονισμού, καθόσον δεν έλαβε υπόψη, κατά την ανάλυση της υποτιμολόγησης, 17 τύπους προϊόντων εκ των 66 πωληθέντων από τους παραγωγούς της Ένωσης που περιλήφθηκαν στο δείγμα, οι οποίοι όμως δεν πωλήθηκαν από τους Κινέζους παραγωγούς‑εξαγωγείς που περιλήφθηκαν στο δείγμα.

    118

    Κρίνοντας όμως ότι όλοι οι τύποι προϊόντων που πωλούνται από τον κλάδο παραγωγής της Ένωσης πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά την ανάλυση της υποτιμολόγησης, το Γενικό Δικαστήριο δεν εκτίμησε ορθώς τη φύση της ανάλυσης αυτής, δεδομένου ότι, κατά το ίδιο το γράμμα του άρθρου 3, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, η ανάλυση αυτή πρέπει να διενεργείται σε επίπεδο ομοειδούς προϊόντος και όχι για κάθε τύπο προϊόντος ή ΑΕΠ.

    119

    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι απέδειξε την ύπαρξη υποτιμολόγησης σε επίπεδο ομοειδούς προϊόντος. Αρχικώς υπολόγισε, όπως υποστηρίζει, περιθώρια υποτιμολόγησης στο επίπεδο των ΑΕΠ και, εν συνεχεία, καθόρισε τον σταθμισμένο μέσο όρο της υποτιμολόγησης σε σχέση με όλους τους ΑΕΠ. Αν, για ορισμένους ΑΕΠ, δεν διαπιστώνεται υποτιμολόγηση ή διαπιστώνεται αρνητική υποτιμολόγηση, τούτο δεν σημαίνει ότι δεν είναι δυνατόν να επιβληθεί δασμός αντιντάμπινγκ και στους εν λόγω ΑΕΠ. Συγκεκριμένα, αρκεί να διαπιστώνεται κατά μέσο όρο, σε επίπεδο ομοειδούς προϊόντος, υποτιμολόγηση.

    120

    Με το δεύτερο σκέλος του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η ανάλυση της επίδρασης των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ στις τιμές του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, η οποία έπρεπε να διενεργηθεί δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφοι 2 και 3, του βασικού κανονισμού, απαιτούσε να ληφθούν υπόψη οι 17 ΑΕΠ που πώλησαν οι παραγωγοί της Ένωσης που περιλήφθηκαν στο δείγμα, αλλά δεν εξήγαγαν στην Ένωση οι Κινέζοι παραγωγοί που περιλήφθηκαν στο δείγμα.

    121

    Η Επιτροπή υποστηρίζει, πρώτον, ότι ο δυνητικός αντίκτυπος των εν λόγω ΑΕΠ επί των τιμών του ενωσιακού κλάδου παραγωγής δεν εμπίπτει στην ανάλυση αυτή, αλλά, ενδεχομένως, στη χωριστή ανάλυση του «μη καταλογισμού» την οποία πρέπει να διενεργήσει η Επιτροπή σε μεταγενέστερο στάδιο, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 7, του εν λόγω κανονισμού, διάταξη της οποίας την παράβαση ωστόσο δεν προέβαλε η Hubei.

    122

    Στο πλαίσιο μιας τέτοιας αναλύσεως περί μη καταλογισμού εντάσσεται το ζήτημα, το οποίο εξετάστηκε στις σκέψεις 72 έως 74 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά πόσον ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης μπορεί να υπέστη μείωση των τιμών λόγω των πωλήσεων από τον εν λόγω κλάδο παραγωγής των 17 ΑΕΠ που δεν εξήγαγαν οι Κινέζοι παραγωγοί-εξαγωγείς.

    123

    Δεύτερον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, στη σκέψη 71 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο κακώς παρέπεμψε στο σημείο 5.180 της εκθέσεως του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου «HP-SSST» για να επιβεβαιώσει ότι από κανένα στοιχείο δεν μπορεί να συναχθεί ότι στο πλαίσιο της ανάλυσης που προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφοι 2 και 3, του βασικού κανονισμού μπορεί να μη λαμβάνεται υπόψη ένας ορισμένος όγκος του ομοειδούς προϊόντος που δεν αποτελεί αντικείμενο υποτιμολόγησης.

    124

    Όσον αφορά το πρώτο σκέλος του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, η Hubei υποστηρίζει, ως προς το επιχείρημα κατά το οποίο η υποτιμολόγηση πρέπει να αποδεικνύεται σε επίπεδο ομοειδούς προϊόντος, ότι, στη σκέψη 74 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι η Επιτροπή δεν δύναται, αφού διαπιστώσει υποτιμολόγηση για ορισμένους τύπους προϊόντων, να επεκτείνει, χωρίς να παραθέσει ειδική αιτιολογία, τη διαπίστωση αυτή και σε άλλους τύπους προϊόντων για τους οποίους δεν αποδείχθηκε υποτιμολόγηση, συνακόλουθα δε ούτε στο ομοειδές προϊόν στο σύνολό του.

    125

    Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο έλαβε υπόψη τους προβληματισμούς που εξέφρασε το Δικαστήριο στη σκέψη 60 της αποφάσεως της 5ης Απριλίου 2017, Changshu City Standard Parts Factory και Ningbo Jinding Fastener κατά Συμβουλίου (C‑376/15 P και C‑377/15 P, EU:C:2017:269), ήτοι ότι, αν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης είχαν τη δυνατότητα να αποκλείσουν από τον υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ τις εξαγωγικές συναλλαγές προς την Ένωση σχετικά με ορισμένους τύπους του επίμαχου προϊόντος, τούτο θα κατέληγε στο να τους παρέχεται η δυνατότητα να επηρεάζουν το αποτέλεσμα του υπολογισμού του περιθωρίου ντάμπινγκ, προβαίνοντας στην εξαίρεση ενός ή περισσοτέρων επιμέρους τύπων ή μοντέλων του εν λόγω προϊόντος.

    126

    Ένας τέτοιος κίνδυνος χειραγώγησης θα συνέτρεχε επίσης αν, κατά την ανάλυση της υποτιμολόγησης, η Επιτροπή δεν υποχρεούνταν να λαμβάνει υπόψη όλες τις πωλήσεις των παραγωγών που περιλαμβάνονται στο δείγμα της Ένωσης. Συγκεκριμένα, τούτο θα της παρείχε τη δυνατότητα να διαπιστώσει υποτιμολόγηση για ένα μόνο μέρος των πωλήσεων του κλάδου παραγωγής της Ένωσης και να επεκτείνει τη διαπίστωση αυτή στο σύνολο των εν λόγω πωλήσεων, χωρίς να υποχρεούται να εξηγήσει την επίδραση των πωλήσεων αυτών στις τιμές.

    127

    Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, η Hubei υποστηρίζει ότι το επιχείρημα της Επιτροπής κατά το οποίο η ανάλυση της επίδρασης στις τιμές και ο προσδιορισμός της αιτιώδους συνάφειας συνιστούν στάδια παντελώς ανεξάρτητα μεταξύ τους είναι αλυσιτελές, καθόσον η Επιτροπή δεν βάλλει κατά της σκέψης 86 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με την οποία το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε την ύπαρξη σχέσης μεταξύ του προσδιορισμού της υποτιμολόγησης και του προσδιορισμού της ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας.

    128

    Εν πάση περιπτώσει, το άρθρο 3, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, καθόσον κάνει λόγο για τις συνέπειες των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ στον κλάδο παραγωγής της Ένωσης, καλύπτει, κατά τη Hubei, τις απαιτήσεις της αιτιώδους συνάφειας και του μη καταλογισμού που διευκρινίζονται εν συνεχεία στο άρθρο 3, παράγραφοι 6 και 7, του εν λόγω κανονισμού.

    129

    Επιπλέον, στη σκέψη 71 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο δεν επέβαλε ανάλυση περί μη καταλογισμού, αλλά ορθώς παρέπεμψε στο σημείο 5.180 της εκθέσεως του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου «HP‑SSST», που επιβεβαιώνει, κατ’ ουσίαν, ότι η επίδραση στις τιμές πρέπει να διαπιστώνεται για το επίμαχο προϊόν στο σύνολό του, χωρίς να εξαιρούνται οι τύποι προϊόντων για τους οποίους δεν διαπιστώθηκε οποιαδήποτε υποτιμολόγηση.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    130

    Προκαταρκτικώς, πρέπει να διευκρινιστεί το περιεχόμενο της αιτίασης που διατύπωσε το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 68 έως 74 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, όσον αφορά την ανάλυση της υποτιμολόγησης την οποία διενήργησε η Επιτροπή, ήτοι, κατ’ ουσίαν, ότι το θεσμικό αυτό όργανο, κατά παράβαση του άρθρου 3, παράγραφοι 2 και 3, του βασικού κανονισμού, δεν έλαβε υπόψη στο πλαίσιο της αναλύσεως αυτής 17 τύπους προϊόντων ή ΑΕΠ εκ των 66 πωληθέντων από τους παραγωγούς της Ένωσης που περιλήφθηκαν στο δείγμα, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν 8 % του όγκου των πωλήσεων των εν λόγω παραγωγών.

    131

    Συναφώς, πρώτον, από τις σκέψεις 69 έως 71 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, όπως επιβεβαιώνεται από την έκθεση του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου «HP-SSST», «κανένα στοιχείο δεν μπορούσε να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι, κατά την προβλεπόμενη στο άρθρο 3, παράγραφοι 2 και 3, του βασικού κανονισμού ανάλυση, μπορούσε να μη ληφθεί υπόψη ένας ορισμένος όγκος του ομοειδούς προϊόντος που δεν αποτελεί αντικείμενο υποτιμολόγησης», εν προκειμένω ο όγκος των 17 τύπων προϊόντων που πωλούνται από τον κλάδο παραγωγής της Ένωσης για τα οποία δεν υφίστατο αντίστοιχος τύπος εισαγόμενου προϊόντος.

    132

    Επομένως, όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 126 των προτάσεών του, κατά το Γενικό Δικαστήριο, κατά την ανάλυση της επίδρασης των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ στις τιμές του κλάδου παραγωγής της Ένωσης, η Επιτροπή οφείλει, σε κάθε περίπτωση, να λαμβάνει υπόψη το σύνολο των πωλήσεων του ομοειδούς προϊόντος του κλάδου παραγωγής της Ένωσης.

    133

    Ως εκ τούτου, εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη, προκειμένου να στηρίξει την ανάλυσή της σε όλα τα κρίσιμα στοιχεία, όλους τους ΑΕΠ που πωλήθηκαν από τους παραγωγούς της Ένωσης που περιλήφθηκαν στο δείγμα, συμπεριλαμβανομένων των 17 ΑΕΠ που δεν εξήχθησαν από τους Κινέζους παραγωγούς-εξαγωγείς που περιλήφθηκαν στο δείγμα.

    134

    Δεύτερον, με τις σκέψεις 73 και 74 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο προσήψε, κατ’ ουσίαν, στην Επιτροπή ότι στήριξε τον σύνδεσμο που διαπίστωσε μεταξύ της ανάλυσης της υποτιμολόγησης και της εξέλιξης των τιμών του κλάδου παραγωγής της Ένωσης σε εσφαλμένη πραγματική βάση, καθόσον δεν έλαβε υπόψη τους 17 επίμαχους ΑΕΠ και τούτο ενώ δεν μπορούσε να αποκλειστεί, ελλείψει σχετικής ειδικής αιτιολογίας στον επίμαχο κανονισμό, αυτοί οι τύποι προϊόντων να «επέδρασαν, σε μη αμελητέο βαθμό, στη μείωση των τιμών των παραγωγών της Ένωσης που περιλήφθηκαν στο δείγμα».

    135

    Όπως επισήμανε επίσης ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 128 των προτάσεών του, με την αιτίαση αυτή, το Γενικό Δικαστήριο προσήψε, κατ’ ουσίαν, στην Επιτροπή ότι δεν εξέτασε κατά πόσον οι τιμές των εν λόγω 17 τύπων προϊόντων μπορούσαν να έχουν συμβάλει στην εξέλιξη των τιμών των παραγωγών της Ένωσης που περιλήφθηκαν στο δείγμα, ήτοι στη μείωση των τιμών αυτών.

    – Επί της πλάνης περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο καθόσον έκρινε ότι η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη, στο πλαίσιο της προβλεπόμενης στο άρθρο 3, παράγραφοι 2 και 3, του βασικού κανονισμού ανάλυσης της επίδρασης των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ στις τιμές του κλάδου παραγωγής της Ένωσης, όλους τους τύπους του επίμαχου προϊόντος που πωλεί ο εν λόγω κλάδος παραγωγής

    136

    Το Γενικό Δικαστήριο, προκειμένου να θεμελιώσει την αρχή που διατύπωσε, την οποία αμφισβητεί η Επιτροπή, ότι, κατά την εξέταση της επίδρασης των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ στις τιμές του κλάδου παραγωγής της Ένωσης, και ειδικότερα κατά την ανάλυση της υποτιμολόγησης, το άρθρο 3, παράγραφοι 2 και 3, του βασικού κανονισμού επιβάλλει στο θεσμικό αυτό όργανο να λαμβάνει αδιακρίτως υπόψη όλους τους τύπους του επίμαχου προϊόντος που πωλούνται από τον εν λόγω κλάδο παραγωγής, ακόμη και εκείνους που δεν εξάγονται από τους παραγωγούς-εξαγωγείς προς την Ένωση και οι οποίοι, επομένως, δεν αποτελούν, εξ ορισμού, αντικείμενο ντάμπινγκ, παρέπεμψε, στη σκέψη 71 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στο σημείο 5.180 της εκθέσεως του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου «HP‑SSST», στο οποίο το εν λόγω όργανο έκρινε ότι, στην περίπτωση εκείνη, οι κινεζικές αρχές όφειλαν «να αξιολογήσουν τον αισθητό χαρακτήρα της υποτιμολόγησης των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ σε σχέση με το ποσοστό της εγχώριας παραγωγής για το οποίο δεν είχε διαπιστωθεί υποτιμολόγηση».

    137

    Η φράση αυτή πρέπει να ενταχθεί στο πλαίσιο της υποθέσεως στην οποία αναφέρεται η έκθεση αυτή. Συγκεκριμένα, η υπόθεση εκείνη αφορούσε ιδιαίτερη περίπτωση στην οποία οι κινεζικές αρχές δεν είχαν προβεί σε ανάλυση και, επομένως, δεν είχαν διαπιστώσει υποτιμολόγηση για τα προϊόντα που ενέπιπταν στο τμήμα Α της αγοράς, στο οποίο επικεντρώνονταν οι εθνικές πωλήσεις, αλλά είχαν περιοριστεί να επεκτείνουν στο τμήμα αυτό της αγοράς τις απορρέουσες από την ανάλυση της υποτιμολόγησης διαπιστώσεις για τα τμήματα B και C της αγοράς, στα οποία επικεντρώνονταν οι εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ.

    138

    Σε μια τέτοια ιδιαίτερη περίπτωση, το δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο που θέσπισε το όργανο επιλύσεως διαφορών του ΠΟΕ έκρινε ότι οι εν λόγω αρχές δεν μπορούσαν να αποκλείσουν από την ανάλυση της υποτιμολόγησης ένα «ποσοστό της εγχώριας παραγωγής για το οποίο δεν διαπιστώθηκε υποτιμολόγηση».

    139

    Ωστόσο, η υπό κρίση υπόθεση δεν αφορά μια τέτοια ιδιαίτερη περίπτωση, αλλά μια ουσιωδώς διαφορετική κατάσταση.

    140

    Συγκεκριμένα, όπως διαπιστώθηκε κατά την εξέταση του τρίτου λόγου αναιρέσεως, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, δεν πρόκειται για κατάσταση σημαντικής κατάτμησης της αγοράς του υπό εξέταση προϊόντος στην οποία οι πωλήσεις του κλάδου παραγωγής της Ένωσης επικεντρώνονται σε τμήμα της αγοράς του υπό εξέταση προϊόντος διαφορετικό από εκείνο στο οποίο επικεντρώνονται οι εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, αλλά για κατάσταση στην οποία η Επιτροπή διαπίστωσε ότι υπήρξε πράγματι υποτιμολόγηση στα τρία επίμαχα τμήματα αγοράς.

    141

    Εξάλλου, δεν αμφισβητείται ότι, όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 38 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το σύνολο των κινεζικών εισαγωγών κατέστη δυνατόν να αποτελέσει αντικείμενο αναλύσεως της υποτιμολόγησης και ότι, όπως αναφέρεται στις σκέψεις 68 και 74 της αποφάσεως, το 92 % του όγκου των πωλήσεων του κλάδου παραγωγής της Ένωσης ελήφθη υπόψη κατά την ανάλυση αυτή.

    142

    Επιπλέον, μολονότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη κατά την ανάλυση της υποτιμολόγησης έναν ορισμένο όγκο της εγχώριας παραγωγής, ήτοι εκείνον των 17 επίμαχων ΑΕΠ, τούτο οφείλεται, όπως εξάλλου επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 69 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στο ότι, για αυτούς τους τύπους του υπό εξέταση προϊόντος, η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να υπολογίσει περιθώριο υποτιμολόγησης καθόσον δεν υπήρχε αντίστοιχος τύπος εισαγόμενου προϊόντος.

    143

    Ως εκ τούτου, όπως υπογράμμισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 152 των προτάσεών του, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε μεν, στη σκέψη 70 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι τιμές των επίμαχων 17 ΑΕΠ δεν ήταν, «εξ ορισμού, χαμηλότερες», και, στη σκέψη 71 της αποφάσεως αυτής, ότι επρόκειτο στη συγκεκριμένη περίπτωση για κατάσταση στην οποία ένας ορισμένος όγκος των εγχώριων πωλήσεων δεν αποτέλεσε αντικείμενο υποτιμολόγησης, πλην όμως η εν λόγω παρουσίαση των πραγματικών περιστατικών είναι ανακριβής.

    144

    Συγκεκριμένα, η μη συνεκτίμηση, κατά την ανάλυση της υποτιμολόγησης, των 17 οικείων ΑΕΠ αποτελεί απλώς συνέπεια της επιλογής της Επιτροπής, η οποία εμπίπτει στο ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει συναφώς, να διενεργήσει την ανάλυση χρησιμοποιώντας τη μέθοδο ΑΕΠ, μέθοδο η οποία άλλωστε δεν αμφισβητήθηκε αυτή καθεαυτήν, όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 37 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

    145

    Επομένως, στη σκέψη 71 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως στηρίχθηκε στο σημείο 5.180 της εκθέσεως του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου «HP-SSST» προκειμένου να αποφανθεί ότι υφίσταται αρχή σύμφωνα με την οποία η Επιτροπή, κατά την εξέταση της επίδρασης των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ στις τιμές του κλάδου παραγωγής της Ένωσης και, ειδικότερα, κατά την ανάλυση της υποτιμολόγησης, θα έπρεπε να λαμβάνει αδιακρίτως υπόψη όλους τους τύπους του επίμαχου προϊόντος που πωλεί ο κλάδος αυτός.

    146

    Ωστόσο, η Hubei υποστηρίζει ότι η αρχή αυτή μπορεί να στηριχθεί σε κατ’ αναλογίαν εφαρμογή των διδαγμάτων που απορρέουν από την απόφαση της 5ης Απριλίου 2017, Changshu City Standard Parts Factory και Ningbo Jinding Fastener κατά Συμβουλίου (C‑376/15 P και C‑377/15 P, EU:C:2017:269).

    147

    Το επιχείρημα όμως αυτό, το οποίο, όπως προκύπτει από τη σκέψη 24 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, προβλήθηκε από τη Hubei ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, χωρίς το τελευταίο να αποφανθεί επ’ αυτού, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

    148

    Πράγματι, στη σκέψη 61 της αποφάσεως της 5ης Απριλίου 2017, Changshu City Standard Parts Factory και Ningbo Jinding Fastener κατά Συμβουλίου (C‑376/15 P και C‑377/15 P, EU:C:2017:269), το Δικαστήριο έκρινε ότι, λαμβανομένου υπόψη του γράμματός του, του σκοπού του και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, το άρθρο 2, παράγραφος 11, του βασικού κανονισμού δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει την εξαίρεση από τον υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ των συναλλαγών με αντικείμενο εξαγωγές στην Ένωση που αφορούν ορισμένους τύπους του υπό εξέταση προϊόντος και ότι από τη διάταξη αυτή προκύπτει, αντιθέτως, ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη το σύνολο των συναλλαγών αυτών προς τον σκοπό του εν λόγω υπολογισμού.

    149

    Στη σκέψη 60 της αποφάσεως αυτής, το Δικαστήριο έκρινε ότι οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία θα κατέληγε στο να παρέχεται στα εν λόγω θεσμικά όργανα η δυνατότητα να επηρεάζουν το αποτέλεσμα του υπολογισμού του περιθωρίου ντάμπινγκ, προβαίνοντας στην εξαίρεση ενός ή περισσοτέρων επιμέρους τύπων ή μοντέλων του υπό εξέταση προϊόντος.

    150

    Επιβάλλεται, εντούτοις, η διαπίστωση ότι τα διδάγματα που αντλούνται από την εν λόγω απόφαση, καθόσον αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 11, του βασικού κανονισμού, δεν μπορούν να εφαρμοστούν στην ανάλυση της επίδρασης των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ στις τιμές του κλάδου παραγωγής της Ένωσης, την οποία επιβάλλει το άρθρο 3, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού αυτού.

    151

    Συγκεκριμένα, όσον αφορά το γράμμα του εν λόγω άρθρου 2, παράγραφος 11, το Δικαστήριο υπογράμμισε, στη σκέψη 53 της αποφάσεως της 5ης Απριλίου 2017, Changshu City Standard Parts Factory και Ningbo Jinding Fastener κατά Συμβουλίου (C‑376/15 P και C‑377/15 P, EU:C:2017:269), ότι, καθόσον η διάταξη αυτή ορίζει ρητώς ότι, κατά τον υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ και ανεξαρτήτως της επιλεγείσας μεθόδου συγκρίσεως της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η «τιμ[ή] όλων των συναλλαγών με αντικείμενο εξαγωγές», τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν μπορούν να εξαιρούν από τον υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ τις εξαγωγικές συναλλαγές που αφορούν ορισμένους τύπους του επίμαχου προϊόντος.

    152

    Πάντως, το γράμμα του άρθρου 3, παράγραφοι 2 και 3, του βασικού κανονισμού είναι εντελώς διαφορετικό, καθόσον δεν αναφέρει ούτε υποδηλώνει ότι κατά την ανάλυση της επίδρασης των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ στις τιμές του κλάδου παραγωγής της Ένωσης πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των πωλήσεων του εν λόγω κλάδου παραγωγής.

    153

    Αντιθέτως, από το γράμμα του άρθρου 3, παράγραφοι 2 και 3, του βασικού κανονισμού προκύπτει ότι οι διατάξεις αυτές δεν επιβάλλουν στην Επιτροπή να λαμβάνει οπωσδήποτε υπόψη κατά την ανάλυση της επίδρασης των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ στις τιμές του κλάδου παραγωγής της Ένωσης όλες τις πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος από τον κλάδο παραγωγής της Ένωσης.

    154

    Όπως επίσης υποστηρίζει η Επιτροπή, τούτο επιρρωννύεται από μια θεμελιώδη διαφορά μεταξύ του καθορισμού του περιθωρίου ντάμπινγκ και της αναλύσεως, προς τον σκοπό του προσδιορισμού της ζημίας, της επίδρασης των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ στις τιμές του κλάδου παραγωγής της Ένωσης, λόγω του ότι η ανάλυση αυτή συνεπάγεται σύγκριση πωλήσεων όχι της ίδιας επιχειρήσεως, όπως συμβαίνει με τον καθορισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ που υπολογίζεται βάσει των στοιχείων του οικείου παραγωγού-εξαγωγέα, αλλά πλειόνων επιχειρήσεων, ήτοι των παραγωγών-εξαγωγέων που περιλήφθηκαν στο δείγμα και των περιληφθεισών στο δείγμα επιχειρήσεων που εμπίπτουν στον κλάδο παραγωγής της Ένωσης.

    155

    Πλην όμως, η σύγκριση των πωλήσεων των επιχειρήσεων αυτών θα είναι πολύ συχνά δυσχερέστερη στο πλαίσιο της ανάλυσης της υποτιμολόγησης απ’ ό,τι στο πλαίσιο του καθορισμού του περιθωρίου ντάμπινγκ, καθόσον το φάσμα των τύπων προϊόντων που πωλούν οι διάφορες αυτές επιχειρήσεις θα έχει την τάση να επικαλύπτεται μόνον εν μέρει.

    156

    Όπως επισήμανε επίσης και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 145 των προτάσεών του, όσο πιο αναλυτικοί είναι οι ΑΕΠ τόσο μεγαλύτερος είναι ο ως άνω κίνδυνος ορισμένοι τύποι προϊόντων να μην μπορούν να ληφθούν υπόψη κατά την ανάλυση της υποτιμολόγησης λόγω της διαφοράς του φάσματος των προϊόντων που πωλούν οι διάφορες επιχειρήσεις.

    157

    Συγκεκριμένα, μολονότι η διεξοδικότερη ανάλυση των ΑΕΠ έχει ως πλεονέκτημα τη σύγκριση τύπων προϊόντων που εμφανίζουν περισσότερα κοινά φυσικά και τεχνικά χαρακτηριστικά, έχει, αντιστρόφως, ως μειονέκτημα να αυξάνεται το ενδεχόμενο ορισμένοι τύποι προϊόντων που πωλούνται από τη μία ή την άλλη εμπλεκόμενη εταιρία να μην έχουν ισοδύναμα και, επομένως, να μην μπορούν να συγκριθούν, ούτε να ληφθούν υπόψη κατά την ανάλυση.

    158

    Τέλος, μολονότι η Επιτροπή διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως προκειμένου να επιλέξει την ακριβή μέθοδο για την ανάλυση της υποτιμολόγησης, η οποία μπορεί να έχει ως αναπόφευκτη συνέπεια, όπως συμβαίνει με τη μέθοδο ΑΕΠ, να μην μπορούν να συγκριθούν ορισμένοι τύποι προϊόντων και, ως εκ τούτου, να μη ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο της ανάλυσης, εντούτοις το περιθώριο αυτό περιορίζεται από την υποχρέωση που της επιβάλλει το άρθρο 3, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού να προβαίνει σε αντικειμενική εξέταση της επίδρασης των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ στις τιμές του κλάδου παραγωγής της Ένωσης.

    159

    Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι, στο πλαίσιο της προβλεπόμενης στο άρθρο 3, παράγραφοι 2 και 3, του βασικού κανονισμού ανάλυσης της επίδρασης των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ στις τιμές του κλάδου παραγωγής της Ένωσης και, ειδικότερα, κατά την ανάλυση της υποτιμολόγησης, η Επιτροπή οφείλει, σε κάθε περίπτωση, να λαμβάνει υπόψη το σύνολο των προϊόντων που πωλήθηκαν από τον εν λόγω κλάδο παραγωγής, συμπεριλαμβανομένων των τύπων του επίμαχου προϊόντος που δεν εξήχθησαν από τους παραγωγούς-εξαγωγείς που περιλήφθηκαν στο δείγμα.

    – Επί της πλάνης περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο καθόσον έκρινε ότι η Επιτροπή όφειλε να εξετάσει, στο πλαίσιο της προβλεπόμενης στο άρθρο 3, παράγραφοι 2 και 3, του βασικού κανονισμού ανάλυσης της επίδρασης των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ στις τιμές του κλάδου παραγωγής της Ένωσης, κατά πόσον οι τιμές των 17 τύπων του υπό εξέταση προϊόντος ενδέχεται να συνέβαλαν στη μείωση των τιμών των παραγωγών της Ένωσης που περιλήφθηκαν στο δείγμα

    160

    Όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 134 της παρούσας αποφάσεως, στις σκέψεις 73 και 74 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο προσήψε, κατ’ ουσίαν, στην Επιτροπή ότι στήριξε τον σύνδεσμο που διαπίστωσε μεταξύ της ανάλυσης της υποτιμολόγησης και της εξέλιξης των τιμών του κλάδου παραγωγής της Ένωσης σε εσφαλμένη πραγματική βάση, καθόσον δεν έλαβε υπόψη τους 17 εκ των 66 ΑΕΠ, ενώ δεν μπορούσε να αποκλειστεί, ελλείψει σχετικής ειδικής αιτιολογίας στον επίμαχο κανονισμό, αυτοί οι τύποι προϊόντων να «επέδρασαν, σε μη αμελητέο βαθμό, στη μείωση των τιμών των παραγωγών της Ένωσης που περιλήφθηκαν στο δείγμα».

    161

    Συναφώς, διαπιστώνεται ότι η ανάλυση που επιβάλλει το άρθρο 3, παράγραφοι 2 και 3, του βασικού κανονισμού συνίσταται στην εξέταση της επίδρασης των «εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ» στις τιμές του κλάδου παραγωγής της Ένωσης.

    162

    Πάντως, στην ανάλυση αυτή δεν εμπίπτει εξέταση, όπως αυτή περί της οποίας γίνεται λόγος στη σκέψη 74 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, της επίδρασης στις τιμές του κλάδου παραγωγής της Ένωσης όχι των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, αλλά των 17 τύπων του υπό εξέταση προϊόντος που πωλούνται από τον εν λόγω κλάδο παραγωγής οι οποίοι, εξ ορισμού, δεν εμπίπτουν στις εν λόγω εισαγωγές.

    163

    Επιπλέον, όπως επίσης επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 151 των προτάσεών του, εάν η εξέταση στην οποία αναφέρεται η σκέψη 74 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως οδηγούσε, πράγματι, στη διαπίστωση «μη αμελητέας» επίδρασης των 17 οικείων ΑΕΠ στη μείωση των τιμών του κλάδου παραγωγής της Ένωσης, το συμπέρασμα αυτό θα μπορούσε να εξηγηθεί μόνο για δύο λόγους.

    164

    Συγκεκριμένα, το συμπέρασμα αυτό θα μπορούσε να εξηγηθεί, πρώτον, από το γεγονός ότι οι εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ είχαν, στις τιμές αυτών των 17 τύπων προϊόντων, επίδραση ακόμη μεγαλύτερη από εκείνη που προσδιόρισε η Επιτροπή για τους άλλους τύπους προϊόντων για τα οποία είχε διαπιστωθεί υποτιμολόγηση.

    165

    Εντούτοις, στην περίπτωση αυτή, το συμπέρασμα όσον αφορά την ύπαρξη επιζήμιων συνεπειών στις τιμές του ομοειδούς προϊόντος λόγω των εισαγωγών στην αγορά της Ένωσης δεν θα μπορούσε επ’ ουδενί να τεθεί υπό αμφισβήτηση ως εσφαλμένο. Η διαπίστωση αυτή μπορεί, το πολύ, να σημαίνει ότι σημειώθηκε ακόμη μεγαλύτερη υποτιμολόγηση, ενισχύοντας έτσι τον προσδιορισμό της ύπαρξης ζημίας.

    166

    Δεύτερον, στο μέτρο που το συμπέρασμα αυτό εξηγείται από την επίδραση άλλων παραγόντων πλην των εισαγωγών, οι οποίοι συνέβαλαν στη ζημία που προκλήθηκε στον κλάδο παραγωγής της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού, η εξέταση της επίδρασης των λοιπών αυτών παραγόντων εμπίπτει στη λεγόμενη ανάλυση του «μη καταλογισμού» που προβλέπει η διάταξη αυτή, της οποίας την παράβαση δεν προέβαλε η Hubei στο πλαίσιο των λόγων ακυρώσεως που εξέτασε και έκανε δεκτούς το Γενικό Δικαστήριο, με αποτέλεσμα η εν λόγω παράβαση να μην μπορεί να δικαιολογήσει την ευδοκίμηση της προσφυγής της.

    167

    Εξάλλου, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους του έκτου λόγου αναιρέσεως και όπως επισήμανε επίσης ο γενικός εισαγγελέας, κατ’ ουσίαν, στα σημεία 169 έως 171 των προτάσεών του, η σκέψη 74 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ενέχει, από άλλη άποψη, πλάνη περί το δίκαιο.

    168

    Συγκεκριμένα, στην εν λόγω σκέψη 74, το Γενικό Δικαστήριο προσήψε στην Επιτροπή ότι δεν εξέτασε την επίδραση που μπορούσαν να είχαν οι τιμές των 17 τύπων του υπό εξέταση προϊόντος για τα οποία δεν είχε καταστεί δυνατόν να διαπιστωθεί υποτιμολόγηση όσον αφορά την εξέλιξη των τιμών των παραγωγών της Ένωσης, χωρίς να έχει διαπιστώσει συναφώς πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καταλογιστέα στην Επιτροπή.

    169

    Το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, υπερέβη τα όρια τα οποία, όπως προκύπτει από τη νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 35 έως 37 της παρούσας αποφάσεως, επιβάλλονται στον εκ μέρους του δικαστή της Ένωσης δικαστικό έλεγχο της νομιμότητας πράξεως όπως ο επίμαχος κανονισμός, λόγω της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που πρέπει να διαθέτει η Επιτροπή όσον αφορά την ανάλυση της υποτιμολόγησης, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που υπέχει συναφώς από το άρθρο 3, παράγραφοι 2 και 3, του βασικού κανονισμού.

    170

    Με βάση τα ανωτέρω, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι οι σκέψεις 68 έως 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ενέχουν πλάνη περί το δίκαιο και ότι, ως εκ τούτου, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως, που αντλείται από εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφοι 2 και 3, του βασικού κανονισμού, πρέπει να γίνει δεκτός, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως, που βάλλει κατά των ιδίων αυτών σκέψεων υπό το πρίσμα προβαλλόμενης παράβασης του άρθρου 17 του κανονισμού, ο οποίος, ακόμη και αν ήταν βάσιμος, ουδέν θα προσέθετε στο ανωτέρω συμπέρασμα.

    171

    Τέλος, όσον αφορά τον έκτο λόγο αναιρέσεως, που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο άσκησε υπέρ το δέον εκτεταμένο δικαστικό έλεγχο κατά την εκ μέρους του εξέταση της ανάλυσης της υποτιμολόγησης την οποία διενήργησε η Επιτροπή, το τρίτο σκέλος του είναι βάσιμο κατά το διαλαμβανόμενο στις σκέψεις 167 έως 169 της παρούσας αποφάσεως μέτρο. Κατά τα λοιπά, παρέλκει η εξέταση του λόγου αυτού αναιρέσεως, δεδομένου ότι αφορά σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως για τις οποίες έχει ήδη διαπιστωθεί πλάνη περί το δίκαιο στο πλαίσιο της εξετάσεως του τετάρτου λόγου αναιρέσεως.

    172

    Λαμβανομένων υπόψη όλων των προεκτεθέντων, δεδομένου ότι ο πρώτος, ο δεύτερος, ο τρίτος και ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως, καθώς το τρίτο σκέλος του έκτου λόγου αναιρέσεως είναι βάσιμοι, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως ούτε το πρώτο και το δεύτερο σκέλος του έκτου λόγου αναιρέσεως.

    Επί της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

    173

    Κατά το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε περίπτωση αναιρέσεως της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, το Δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον αυτή είναι ώριμη προς εκδίκαση.

    174

    Εν προκειμένω, όσον αφορά τον πρώτο και τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως που προέβαλε η Hubei, αρκεί η διαπίστωση ότι, λαμβανομένων υπόψη, ειδικότερα, των εκτιμήσεων που εκτίθενται στις σκέψεις 103 έως 115 της παρούσας αποφάσεως, καθώς και στις σκέψεις 159 και 162 αυτής, η Επιτροπή ουδόλως υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά την ανάλυση την οποία διενήργησε στο πλαίσιο εκδόσεως του επίμαχου κανονισμού σχετικά με την υποτιμολόγηση, την επίδραση των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ στις τιμές των ομοειδών προϊόντων στην αγορά της Ένωσης και την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, παράγραφοι 2, 3 και 6, του βασικού κανονισμού. Επομένως, οι λόγοι αυτοί ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

    175

    Αντιθέτως, η διαφορά δεν είναι ώριμη προς εκδίκαση όσον αφορά τον τρίτο και τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως που προέβαλε η Hubei προς στήριξη της προσφυγής ακυρώσεως, τους οποίους δεν εξέτασε το Γενικό Δικαστήριο. Επομένως, η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    176

    Δεδομένου ότι η υπόθεση αναπέμπεται στο Γενικό Δικαστήριο, το Δικαστήριο επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφασίζει:

     

    1)

    Αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 24ης Σεπτεμβρίου 2019, Hubei Xinyegang Special Tube κατά Επιτροπής (T‑500/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:691).

     

    2)

    Αναπέμπει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

     

    3)

    Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

    Top