Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62019CJ0551

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 6ης Μαΐου 2021.
    ABLV Bank AS κ.λπ. κατά Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).
    Αίτηση αναιρέσεως – Οικονομική και Νομισματική Ένωση – Τραπεζική Ένωση – Κανονισμός (ΕΕ) 806/2014 – Εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης (ΕΜΕ) και Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης – Άρθρο 18 – Διαδικασία εξυγίανσης – Προϋποθέσεις – Οντότητα που βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης – Διαπίστωση από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) ότι οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης – Προπαρασκευαστική πράξη – Πράξη μη δεκτική προσφυγής – Απαράδεκτο.
    Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-551/19 P και C-552/19 P.

    Court reports – general

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2021:369

     ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

    της 6ης Μαΐου 2021 ( *1 )

    «Αίτηση αναιρέσεως – Οικονομική και Νομισματική Ένωση – Τραπεζική Ένωση – Κανονισμός (ΕΕ) 806/2014 – Εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης (ΕΜΕ) και Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης – Άρθρο 18 – Διαδικασία εξυγίανσης – Προϋποθέσεις – Οντότητα που βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης – Διαπίστωση από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) ότι οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης – Προπαρασκευαστική πράξη – Πράξη μη δεκτική προσφυγής – Απαράδεκτο»

    Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-551/19 P και C-552/19 P,

    με αντικείμενο δύο αιτήσεις αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ασκηθείσες στις 17 Ιουλίου 2019,

    ABLV Bank AS, με έδρα τη Ρίγα (Λεττονία) (C-551/19 P),

    και

    Ernests Bernis, κάτοικος Jurmala (Λεττονία),

    Oļegs Fiļs, κάτοικος Jurmala,

    OF Holding SIA, με έδρα τη Ρίγα (Λεττονία),

    Cassandra Holding Company SIA, με έδρα τη Jurmala (C-552/19 P),

    εκπροσωπούμενοι αρχικώς από τους O. Behrends και M. Kirchner, Rechtsanwälte, στη συνέχεια από τον O. Behrends,

    αναιρεσείοντες,

    όπου ο έτερος διάδικος είναι η:

    Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), εκπροσωπούμενη αρχικώς από τις Ε. Κουπεπίδου και G. Marafioti, επικουρούμενες από τον J. Rodríguez Cárcamo, abogado, στη συνέχεια από τις Ε. Κουπεπίδου και G. Marafioti καθώς και από τον R. Ugena,

    καθής πρωτοδίκως,

    υποστηριζόμενη από την:

    Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους Δ. Τριανταφύλλου, A. Nijenhuis και K.-P. Wojcik καθώς και από την A. Steiblytė, στη συνέχεια από τους Δ. Τριανταφύλλου και A. Nijenhuis καθώς και από την A. Steiblytė,

    παρεμβαίνουσα στις αναιρετικές διαδικασίες,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους A. Prechal, πρόεδρο τμήματος, K. Lenaerts, Πρόεδρο του Δικαστηρίου, ασκούντα καθήκοντα δικαστή του τρίτου τμήματος, N. Wahl (εισηγητή), F. Biltgen και L. S. Rossi, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: M. Campos Sánchez-Bordona

    γραμματέας: M. Longar, διοικητικός υπάλληλος,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 22ας Οκτωβρίου 2020,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 14ης Ιανουαρίου 2021,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με τις αιτήσεις αναιρέσεως, η ABLV Bank AS, αφενός, και οι Ernests Bernis, Oļegs Fiļs, OF Holding SIA και Cassandra Holding Company SIA, αφετέρου, ζήτησαν την αναίρεση, αντιστοίχως, των διατάξεων του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 6ης Μαΐου 2019, ABLV Bank κατά ΕΚΤ (T-281/18, EU:T:2019:296) (υπόθεση C‑551/19 P), και Bernis κ.λπ. κατά ΕΚΤ (T‑283/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:295) (υπόθεση C‑552/19 P) (στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενες διατάξεις), με τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε ως απαράδεκτες τις προσφυγές τους με αίτημα την ακύρωση των πράξεων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) της 23ης Φεβρουαρίου 2018, με τις οποίες η ΕΚΤ διαπίστωσε ότι η ABLV Bank και η θυγατρική της, ABLV Bank Luxembourg SA, βρίσκονταν σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης κατά την έννοια του άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ 2014, L 225, σ. 1) (στο εξής: επίδικες πράξεις).

    Το νομικό πλαίσιο

    2

    Οι αιτιολογικές σκέψεις 8, 11, 24 και 26 του κανονισμού 806/2014 έχουν ως εξής:

    «(8)

    Οι μηχανισμοί εξυγίανσης αυξημένης αποτελεσματικότητας αποτελούν θεμελιώδες εργαλείο για την αποφυγή των βλαπτικών επιπτώσεων που είχαν στο παρελθόν οι χρεοκοπίες των τραπεζών.

    […]

    (11)

    Για τα συμμετέχοντα κράτη μέλη, στο πλαίσιο του Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης (ΕΜΕ), δημιουργείται μια κεντρική εξουσία εξυγίανσης η οποία και ανατίθεται στο Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης που συγκροτείται με τον παρόντα κανονισμό (“το Συμβούλιο Εξυγίανσης”) και στις εθνικές αρχές εξυγίανσης. […]

    […]

    (24)

    Δεδομένου ότι μόνο τα θεσμικά όργανα της Ένωσης μπορούν να καθορίσουν την πολιτική εξυγίανσης που εφαρμόζεται στην Ένωση και ότι εξακολουθεί να υπάρχει κάποια διακριτική ευχέρεια όσον αφορά την υιοθέτηση κάθε συγκεκριμένου καθεστώτος εξυγίανσης, είναι αναγκαίο να προβλεφθεί η ενδεικνυόμενη συμμετοχή του [Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης] και της [Ευρωπαϊκής Επιτροπής], ως θεσμικών οργάνων που μπορούν να έχουν εκτελεστικές αρμοδιότητες σύμφωνα με το άρθρο 291 ΣΛΕΕ. Η αξιολόγηση των στοιχείων διακριτικής ευχέρειας στις αποφάσεις περί εξυγίανσης που λαμβάνονται από το Συμβούλιο Εξυγίανσης θα πρέπει να διενεργείται από την Επιτροπή. Λόγω του σημαντικού αντικτύπου των αποφάσεων περί εξυγίανσης στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα των κρατών μελών και της Ένωσης στο σύνολό της, καθώς και στη δημοσιονομική κυριαρχία των κρατών μελών, είναι σημαντικό να ανατεθεί στο Συμβούλιο η εκτελεστική αρμοδιότητα να λαμβάνει ορισμένες αποφάσεις σχετικά με την εξυγίανση. Θα πρέπει συνεπώς να εναπόκειται στο Συμβούλιο, ύστερα από πρόταση της Επιτροπής, να ασκεί ουσιαστικό έλεγχο στις εκτιμήσεις του Συμβουλίου Εξυγίανσης σχετικά με την ύπαρξη λόγων δημόσιου συμφέροντος και να αξιολογεί κάθε σημαντική αλλαγή του ύψους των πόρων του [Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης Τραπεζών] που πρόκειται να χρησιμοποιηθούν σε μια συγκεκριμένη δράση εξυγίανσης. […]

    […]

    (26)

    Η ΕΚΤ, ως επόπτης εντός του [ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (ΕΕΜ)], και το Συμβούλιο Εξυγίανσης πρέπει να είναι σε θέση να αξιολογήσουν εάν ένα πιστωτικό ίδρυμα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης και εάν δεν υπάρχει εύλογη προοπτική η οποιαδήποτε εναλλακτική δράση του ιδιωτικού τομέα ή τα εποπτικά μέτρα να αποτρέψουν την πτώχευση εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος. Το Συμβούλιο Εξυγίανσης, εάν θεωρεί ότι πληρούνται όλα τα κριτήρια για την ενεργοποίηση εξυγίανσης, θα πρέπει να εγκρίνει το καθεστώς εξυγίανσης. Η διαδικασία έγκρισης του καθεστώτος εξυγίανσης, στην οποία συμμετέχουν το Συμβούλιο και η Επιτροπή, ενισχύει την απαραίτητη επιχειρησιακή ανεξαρτησία του Συμβουλίου Εξυγίανσης ενώ ταυτόχρονα τηρεί την αρχή της ανάθεσης εξουσιών σε επικουρικά όργανα σύμφωνα με την ερμηνεία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης […]. Κατά συνέπεια, ο παρών κανονισμός προβλέπει ότι το καθεστώς εξυγίανσης που εγκρίνεται από το Συμβούλιο Εξυγίανσης τίθεται σε ισχύ μόνο εφόσον, εντός 24 ωρών από τη στιγμή της έγκρισής του από το Συμβούλιο Εξυγίανσης, δεν διατυπωθούν αντιρρήσεις από το Συμβούλιο ή την Επιτροπή ή εφόσον το καθεστώς εξυγίανσης γίνει δεκτό από την Επιτροπή. Οι λόγοι για τους οποίους επιτρέπεται στο Συμβούλιο να διατυπώσει αντιρρήσεις, βάσει πρότασης της Επιτροπής, για το καθεστώς εξυγίανσης που εγκρίθηκε από το Συμβούλιο Εξυγίανσης θα πρέπει να περιορίζονται αυστηρά στην ύπαρξη δημόσιου συμφέροντος και σε σημαντικές τροποποιήσεις τις οποίες επιφέρει η Επιτροπή στο ύψος των πόρων του Ταμείου που πρόκειται να χρησιμοποιηθούν σύμφωνα με την πρόταση του Συμβουλίου Εξυγίανσης.

    […]»

    3

    Το άρθρο 7 του κανονισμού 806/2014, το οποίο φέρει τον τίτλο «Καταμερισμός καθηκόντων εντός του ΕΜΕ», ορίζει τα εξής:

    «1.   Το Συμβούλιο Εξυγίανσης είναι υπεύθυνο για την αποτελεσματική και συνεπή λειτουργία του ενιαίου μηχανισμού εξυγίανσης.

    2.   Με την επιφύλαξη των διατάξεων που αναφέρονται στο άρθρο 31, παράγραφος 1, το Συμβούλιο Εξυγίανσης είναι αρμόδιο να καταρτίζει τα σχέδια εξυγίανσης και να εγκρίνει όλες τις σχετικές με την εξυγίανση αποφάσεις για:

    α)

    τις οντότητες του άρθρου 2 που δεν είναι μέρος ομίλου, και για τους ομίλους:

    i)

    που θεωρούνται σημαντικοί κατά την έννοια του άρθρου 6 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 [του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ 2013, L 287, σ. 63)], ή

    ii)

    για τους οποίους η ΕΚΤ έχει αποφασίσει, σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 5 στοιχείο β) του κανονισμού [1024/2013], να ασκεί άμεσα όλες τις σχετικές εξουσίες· και

    β)

    άλλους διασυνοριακούς ομίλους.

    3.   Σε σχέση με τις οντότητες και τους ομίλους, πλην εκείνων που αναφέρονται στην παράγραφο 2, και με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Συμβουλίου Εξυγίανσης για τα καθήκοντα που του ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό, οι εθνικές αρχές εξυγίανσης επιτελούν και είναι υπεύθυνες για τα ακόλουθα καθήκοντα:

    […]

    4.   Όταν χρειάζεται χάριν συνεπούς εφαρμογής υψηλών προτύπων εξυγίανσης στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού, το Συμβούλιο Εξυγίανσης:

    […]

    β)

    μπορεί να αποφασίσει ανά πάσα στιγμή, ιδίως εάν η κατά το στοιχείο α) προειδοποίηση δεν είχε κατάλληλη ανταπόκριση, με δική του πρωτοβουλία, ύστερα από διαβούλευση με την αρμόδια εθνική αρχή εξυγίανσης ή κατόπιν αιτήματος της ενδιαφερόμενης εθνικής αρχής εξυγίανσης, να ασκήσει άμεσα όλες τις σχετικές εξουσίες βάσει του παρόντος κανονισμού, επίσης όσον αφορά οποιαδήποτε οντότητα ή όμιλο της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου.

    5.   Κατά παρέκκλιση εκ της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, τα συμμετέχοντα κράτη μέλη είναι δυνατόν να αποφασίσουν ότι το Συμβούλιο Εξυγίανσης θα ασκήσει όλες τις σχετικές εξουσίες και αρμοδιότητες που του παρέχονται από τον παρόντα κανονισμό όσον αφορά οντότητες και ομίλους, πλην των αναφερόμενων στην παράγραφο 2, που είναι εγκατεστημένοι στο έδαφός τους. […]»

    4

    Το άρθρο 18 του κανονισμού 806/2014, με τίτλο «Διαδικασία εξυγίανσης», έχει ως εξής:

    «1.   Το Συμβούλιο Εξυγίανσης εγκρίνει καθεστώς εξυγίανσης σύμφωνα με την παράγραφο 6 όσον αφορά τις οντότητες και τους ομίλους του άρθρου 7, παράγραφος 2, καθώς και τις οντότητες και τους ομίλους του άρθρου 7, παράγραφος 4, στοιχείο β) και παράγραφος 5, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή των εν λόγω παραγράφων, μόνο εάν εκτιμήσει, κατά την εκτελεστική του σύνοδο, και αφού λάβει κοινοποίηση σύμφωνα με το τέταρτο εδάφιο ή ιδία πρωτοβουλία, ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)

    η οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης·

    β)

    έχοντας υπόψη το χρονοδιάγραμμα και όλες τις σχετικές περιστάσεις, δεν υπάρχει καμία εύλογη προοπτική ότι με εναλλακτικά μέτρα του ιδιωτικού τομέα, συμπεριλαμβανομένων μέτρων ΘΣΠ, ή με δράση των αρχών εποπτείας (συμπεριλαμβανομένων των μέτρων έγκαιρης παρέμβασης ή της απομείωσης ή μετατροπής σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με το άρθρο 21, παράγραφος 1) που αναλαμβάνεται έναντι της οντότητας, θα αποφευχθεί η πτώχευση της οντότητας εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος·

    γ)

    η δράση εξυγίανσης είναι αναγκαία για λόγους δημοσίου συμφέροντος, σύμφωνα με την παράγραφο 5.

    Η ΕΚΤ εκτιμά ότι πληρούται η προϋπόθεση του πρώτου εδαφίου στοιχείο α) μετά από διαβούλευση με το Συμβούλιο Εξυγίανσης. Το Συμβούλιο Εξυγίανσης, κατά την εκτελεστική του σύνοδο, μπορεί να προβεί στην εκτίμηση αυτή μόνο αφού ενημερώσει την ΕΚΤ σχετικά με την πρόθεσή του και μόνον εφόσον η ΕΚΤ, εντός τριών ημερολογιακών ημερών από την παραλαβή της πληροφορίας, δεν προβεί στην εν λόγω εκτίμηση. Η ΕΚΤ παρέχει χωρίς καθυστέρηση στο Συμβούλιο Εξυγίανσης κάθε σχετική πληροφορία την οποία ζητά το τελευταίο για να τεκμηριώσει την εκτίμησή του.

    Εάν η ΕΚΤ εκτιμά ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του πρώτου εδαφίου στοιχείο α) όσον αφορά οντότητα ή όμιλο που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, ανακοινώνει χωρίς καθυστέρηση την εκτίμηση αυτή στην Επιτροπή και στο Συμβούλιο Εξυγίανσης.

    Το Συμβούλιο Εξυγίανσης, κατά την εκτελεστική του σύνοδο, ή, κατά περίπτωση, οι εθνικές αρχές εξυγίανσης, διαπιστώνουν ότι πληρούται η προϋπόθεση του πρώτου εδαφίου στοιχείου β) σε στενή συνεργασία με την ΕΚΤ. Η ΕΚΤ μπορεί επίσης να ενημερώσει το Συμβούλιο Εξυγίανσης ή τις ενδιαφερόμενες εθνικές αρχές εξυγίανσης ότι εκτιμά πως πληρούται η προϋπόθεση του εν λόγω στοιχείου.

    2.   Με την επιφύλαξη των περιπτώσεων κατά τις οποίες η ΕΚΤ έχει αποφασίσει να ασκήσει άμεσα τα εποπτικά της καθήκοντα σε σχέση με πιστωτικά ιδρύματα σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 5, στοιχείο β) του κανονισμού […] 1024/2013, σε περίπτωση παραλαβής κοινοποίησης σύμφωνα με την παράγραφο 1, ή εάν το Συμβούλιο Εξυγίανσης προτίθεται να προβεί σε εκτίμηση δυνάμει της παραγράφου 1 ή ιδία πρωτοβουλία όσον αφορά οντότητα ή όμιλο που αναφέρεται στο άρθρο 7, παράγραφος 3, το Συμβούλιο Εξυγίανσης ανακοινώνει χωρίς καθυστέρηση την εκτίμηση αυτή στην ΕΚΤ.

    […]

    4.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, στοιχείο α), η οντότητα θεωρείται ότι τελεί υπό πτώχευση ή ενδέχεται να πτωχεύσει σε μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

    α)

    η οντότητα παραβιάζει ή υπάρχουν αντικειμενικά στοιχεία που υποστηρίζουν τη διαπίστωση ότι το ίδρυμα θα παραβιάσει, στο εγγύς μέλλον, τις απαιτήσεις για τη διατήρηση της άδειας λειτουργίας, κατά τρόπο που θα δικαιολογούσε την ανάκληση της άδειας λειτουργίας από την ΕΚΤ, επειδή, μεταξύ άλλων, το ίδρυμα έχει υποστεί ή πιθανόν να υποστεί ζημίες οι οποίες θα εξαντλήσουν όλα τα ίδια κεφάλαια ή σημαντικό μέρος τους·

    β)

    τα περιουσιακά στοιχεία της οντότητας υπολείπονται, ή υπάρχουν αντικειμενικά στοιχεία που οδηγούν στη διαπίστωση ότι τα περιουσιακά στοιχεία της οντότητας πρόκειται, στο εγγύς μέλλον, να υπολείπονται των υποχρεώσεών [της]·

    γ)

    η οντότητα δεν είναι σε θέση ή υπάρχουν αντικειμενικά στοιχεία που υποστηρίζουν το συμπέρασμα ότι η οντότητα πρόκειται, στο εγγύς μέλλον, να μην είναι σε θέση να εξοφλήσει τις οφειλές της ή να ανταποκριθεί σε άλλες υποχρεώσεις της όταν καθίστανται απαιτητές·

    δ)

    απαιτείται έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη […].

    5.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, στοιχείο γ) του παρόντος άρθρου, μια δράση εξυγίανσης αντιμετωπίζεται ως δράση δημόσιου συμφέροντος εάν είναι αναγκαία για την επίτευξη ενός ή περισσότερων στόχων εξυγίανσης κατά το άρθρο 14, και αναλογική προς αυτούς, ενώ με την εκκαθάριση της οντότητας σύμφωνα με τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας δεν θα επιτυγχάνονταν αυτοί οι στόχοι εξυγίανσης στον ίδιο βαθμό.

    6.   Εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1, το Συμβούλιο Εξυγίανσης εγκρίνει καθεστώς εξυγίανσης. Το καθεστώς εξυγίανσης:

    α)

    θέτει την οντότητα υπό εξυγίανση·

    β)

    καθορίζει τον τρόπο εφαρμογής των εργαλείων εξυγίανσης στο ίδρυμα υπό εξυγίανση που αναφέρεται στο άρθρο 22, παράγραφος 2, ειδικότερα δε ενδεχόμενες εξαιρέσεις από την εφαρμογή του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα σύμφωνα με το άρθρο 27, παράγραφοι 5 και 14·

    γ)

    καθορίζει τη χρήση του Ταμείου για τη στήριξη της δράσης εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 76 και σύμφωνα με απόφαση της Επιτροπής που λαμβάνεται βάσει του άρθρου 19.

    7.   Αμέσως μετά την έγκριση του καθεστώτος εξυγίανσης, το Συμβούλιο Εξυγίανσης το διαβιβάζει στην Επιτροπή.

    Εντός 24 ωρών από τη διαβίβαση του καθεστώτος εξυγίανσης εκ μέρους του Συμβουλίου Εξυγίανσης, η Επιτροπή είτε αποδέχεται το καθεστώς εξυγίανσης είτε διατυπώνει αντιρρήσεις όσον αφορά τις πτυχές του καθεστώτος εξυγίανσης οι οποίες υπόκεινται σε διακριτική ευχέρεια, στις περιπτώσεις που δεν καλύπτονται από το τρίτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.

    Εντός 12 ωρών από τη διαβίβαση του καθεστώτος εξυγίανσης εκ μέρους του Συμβουλίου Εξυγίανσης, η Επιτροπή μπορεί να προτείνει στο Συμβούλιο:

    α)

    να προβάλει αντιρρήσεις ως προς το καθεστώς εξυγίανσης λόγω του ότι το καθεστώς εξυγίανσης που ενέκρινε το Συμβούλιο Εξυγίανσης δεν πληροί το κριτήριο του δημόσιου συμφέροντος που αναφέρεται στην παράγραφο 1, στοιχείο γ)·

    β)

    να εγκρίνει ή να αντιταχθεί σε σημαντική τροποποίηση του ύψους των πόρων του Ταμείου που προβλέπονται στο καθεστώς εξυγίανσης του Συμβουλίου Εξυγίανσης.

    Για τους σκοπούς του τρίτου εδαφίου, το Συμβούλιο αποφασίζει με απλή πλειοψηφία.

    Το καθεστώς εξυγίανσης εφαρμόζεται μόνον εφόσον το Συμβούλιο ή η Επιτροπή δεν προβάλουν αντιρρήσεις εντός 24 ωρών μετά τη διαβίβασή του από το Συμβούλιο Εξυγίανσης.

    […]

    9.   Το Συμβούλιο Εξυγίανσης διασφαλίζει τη λήψη των αναγκαίων μέτρων για τη λειτουργία του μηχανισμού εξυγίανσης εκ μέρους των οικείων εθνικών αρχών εξυγίανσης. Το καθεστώς εξυγίανσης απευθύνεται στις οικείες εθνικές αρχές εξυγίανσης και καθοδηγεί τις εν λόγω αρχές, οι οποίες λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για την υλοποίηση της απόφασης του Συμβουλίου Εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 29, με την άσκηση εξουσιών εξυγίανσης. Εάν χορηγείται κρατική ενίσχυση ή ενίσχυση από το Ταμείο, το Συμβούλιο Εξυγίανσης ενεργεί σύμφωνα με απόφαση της Επιτροπής περί της εν λόγω ενίσχυσης.

    […]»

    5

    Το άρθρο 86 του κανονισμού 806/2014, το οποίο φέρει τον τίτλο «Προσφυγές ενώπιον του Δικαστηρίου», ορίζει τα εξής:

    «1.   Είναι δυνατή η κίνηση διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 263 ΣΛΕΕ, κατά απόφασης που έχει ληφθεί από την ομάδα εξέτασης προσφυγών ή, όταν δεν υπάρχει δικαίωμα προσφυγής ενώπιον της ομάδας εξέτασης προσφυγών, από το Συμβούλιο Εξυγίανσης.

    2.   Τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, καθώς και οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, μπορούν να κινήσουν διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου κατά αποφάσεων του Συμβουλίου Εξυγίανσης, σύμφωνα με το άρθρο 263 ΣΛΕΕ.

    3.   Εφόσον το Συμβούλιο Εξυγίανσης έχει υποχρέωση να ενεργήσει και δεν λαμβάνει απόφαση, μπορεί να ασκηθεί προσφυγή επί παραλείψει ενώπιον του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 265 ΣΛΕΕ.

    4.   Το Συμβούλιο Εξυγίανσης λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθεί με την απόφαση του Δικαστηρίου.»

    Το ιστορικό της διαφοράς

    6

    Η ABLV Bank, αναιρεσείουσα στην υπόθεση C-551/19 P, είναι πιστωτικό ίδρυμα με έδρα τη Λεττονία και μητρική εταιρία του ομίλου ABLV. Η ABLV Bank Luxembourg είναι πιστωτικό ίδρυμα με έδρα το Λουξεμβούργο και αποτελεί μία από τις θυγατρικές του ομίλου ABLV, μοναδικός δε μέτοχός της είναι η ABLV Bank.

    7

    Οι Ε. Bernis, Ο. Fiļs, OF Holding και Cassandra Holding Company, αναιρεσείοντες στην υπόθεση C-552/19 P, είναι άμεσοι και έμμεσοι μέτοχοι της ABLV Bank.

    8

    Η ABLV Bank και η ABLV Bank Luxembourg θεωρούνταν σημαντικές οντότητες κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 4, του κανονισμού 1024/2013 και, ως εκ τούτου, υπέκειντο στην εποπτεία της ΕΚΤ στο πλαίσιο του ΕΕΜ.

    9

    Στις 13 Φεβρουαρίου 2018, το United States Department of the Treasury (Υπουργείο Οικονομικών των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής) δήλωσε, μέσω του Financial Crimes Enforcement Network (δικτύου καταπολέμησης του οικονομικού εγκλήματος), την πρόθεσή του να λάβει ειδικά μέτρα προκειμένου να εμποδίσει την πρόσβαση του ομίλου ABLV στο χρηματοπιστωτικό σύστημα σε δολάρια Ηνωμένων Πολιτειών (USD).

    10

    Στις 18 Φεβρουαρίου 2018, η ΕΚΤ ζήτησε από τη Finanšu un kapitāla tirgus komisija (επιτροπή χρηματοπιστωτικών αγορών και κεφαλαιαγοράς, Λεττονία) (στο εξής: CMFC), εθνική αρχή εξυγίανσης (ΕΑΕ) της Λεττονίας, να αναστείλει τις πληρωμές των χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων της ABLV Bank. Η ΕΚΤ κάλεσε την Commission de surveillance du secteur financier (επιτροπή εποπτείας του χρηματοπιστωτικού τομέα, Λουξεμβούργο), ΕΑΕ του Λουξεμβούργου, να λάβει παρόμοια μέτρα έναντι της ABLV Bank Luxembourg.

    11

    Στις 22 Φεβρουαρίου 2018, η ΕΚΤ κοινοποίησε στο Συμβούλιο Εξυγίανσης το σχέδιο εκτίμησης που είχε εκπονήσει κατά το οποίο η ABLV Bank και η ABLV Bank Luxembourg βρίσκονταν σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης, με σκοπό να κινήσει τη διαδικασία διαβούλευσης επί του ζητήματος αυτού σύμφωνα με το άρθρο 18, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 806/2014.

    12

    Στις 23 Φεβρουαρίου 2018, η ΕΚΤ έκρινε ότι η ABLV Bank και η ABLV Bank Luxembourg βρίσκονταν σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης κατά την έννοια του άρθρου 18, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 806/2014. Οι εκτιμήσεις της ΕΚΤ όσον αφορά την ABLV Bank και την ABLV Bank Luxembourg κοινοποιήθηκαν στο Συμβούλιο Εξυγίανσης την ίδια ημέρα. Οι εκτιμήσεις αυτές συνιστούν τις επίδικες πράξεις.

    13

    Την ίδια ημέρα, με δύο αποφάσεις που αφορούσαν, αντιστοίχως, την ABLV Bank και την ABLV Bank Luxembourg, το Συμβούλιο Εξυγίανσης έκρινε ότι, παρά τις εκτιμήσεις της ΕΚΤ σχετικά με την κατάσταση πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης των εν λόγω πιστωτικών ιδρυμάτων, δεν ήταν αναγκαία η έγκριση καθεστώτος εξυγίανσης ως προς αυτά, με το σκεπτικό ότι, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους καθώς και της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κατάστασής τους, δεν ήταν αναγκαία η λήψη μέτρου εξυγίανσης για λόγους δημοσίου συμφέροντος κατά την έννοια του άρθρου 18, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γʹ, και του άρθρου 18, παράγραφος 5, του κανονισμού αυτού.

    14

    Οι ως άνω αποφάσεις του Συμβουλίου Εξυγίανσης κοινοποιήθηκαν αυθημερόν, στις 23 Φεβρουαρίου 2018, στους αντίστοιχους παραλήπτες τους, ήτοι στην CMFC και στην Commission de surveillance du secteur financier (επιτροπή εποπτείας του χρηματοπιστωτικού τομέα).

    15

    Στις 26 Φεβρουαρίου 2018, οι μέτοχοι της ABLV Bank κίνησαν διαδικασία δυνάμει της οποίας η εν λόγω οντότητα μπορούσε να προβεί η ίδια σε εκκαθάρισή της και υπέβαλαν στην CMFC αίτηση για την έγκριση του σχεδίου εκουσίας εκκαθάρισής της.

    16

    Στις 11 Ιουλίου 2018, η ΕΚΤ εξέδωσε απόφαση για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της ABLV Bank, κατόπιν σχετικής πρότασης της CMFC.

    Οι προσφυγές ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και οι αναιρεσιβαλλόμενες διατάξεις

    17

    Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 3 Μαΐου 2018, η αναιρεσείουσα στην υπόθεση C-551/19 P, αφενός, και οι αναιρεσείοντες στην υπόθεση C-552/19 P, αφετέρου, άσκησαν προσφυγές με αίτημα την ακύρωση των επίδικων πράξεων. Οι εν λόγω δύο προσφυγές πρωτοκολλήθηκαν με αριθμούς T-281/18 και T-283/18.

    18

    Με δικόγραφα που επίσης κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 3 Μαΐου 2018, η αναιρεσείουσα στην υπόθεση C‑551/19 P, αφενός, και οι αναιρεσείοντες στην υπόθεση C-552/19 P, αφετέρου, άσκησαν, επιπλέον, προσφυγές με αίτημα την ακύρωση των αποφάσεων του Συμβουλίου Εξυγίανσης της 23ης Φεβρουαρίου 2018 που μνημονεύονται στη σκέψη 13 της παρούσας απόφασης. Οι εν λόγω δύο προσφυγές πρωτοκολλήθηκαν με τους αριθμούς T‑280/18 και T‑282/18 και εκκρεμούν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

    19

    Προς στήριξη των αντίστοιχων προσφυγών τους που μνημονεύονται στη σκέψη 17 της παρούσας απόφασης, οι νυν αναιρεσείοντες προέβαλαν δέκα πανομοιότυπους λόγους ακυρώσεως οι οποίοι αφορούν, αντιστοίχως, ο πρώτος, εσφαλμένη εκτίμηση του κριτηρίου της οντότητας που βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης· ο δεύτερος, προσβολή του δικαιώματος ακρόασης και άλλων συναφών δικαιωμάτων· ο τρίτος, παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης· ο τέταρτος, έλλειψη πλήρους και αμερόληπτης εξέτασης όλων των σχετικών πτυχών του φακέλου· ο πέμπτος, παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας· ο έκτος, παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης· ο έβδομος, προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας και της επιχειρηματικής ελευθερίας· ο όγδοος, παραβίαση της αρχής nemo auditur· ο ένατος, κατάχρηση εξουσίας και, ο δέκατος, παράβαση του άρθρου 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    20

    Με χωριστό δικόγραφο, η ΕΚΤ προέβαλε ένσταση απαραδέκτου, η οποία περιλαμβάνει δύο σκέλη στρεφόμενα κατά εκάστης των προσφυγών.

    21

    Πρώτον, η ΕΚΤ υποστήριξε ότι οι επίδικες πράξεις συνιστούσαν απλώς προπαρασκευαστικά μέτρα και ότι η περιλαμβανόμενη σε αυτές εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών στερούνταν οποιασδήποτε δεσμευτικής ισχύος. Η ΕΚΤ προσέθεσε ότι ο κανονισμός 806/2014 δεν προέβλεπε δυνατότητα άσκησης προσφυγής ακυρώσεως κατά της εκτίμησης ότι μια οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης. Τέλος, η ΕΚΤ υπενθύμισε ότι οι νυν αναιρεσείοντες είχαν ασκήσει προσφυγές ακυρώσεως κατά των αποφάσεων του Συμβουλίου Εξυγίανσης, οπότε ήταν δυνατή η επίκληση των προβαλλόμενων νομικών πλημμελειών των επίδικων πράξεων στο πλαίσιο των προσφυγών αυτών, με αποτέλεσμα να διασφαλίζεται με τον τρόπο αυτόν επαρκής δικαστική προστασία των νυν αναιρεσειόντων.

    22

    Δεύτερον, η ΕΚΤ υποστήριξε ότι οι επίδικες πράξεις δεν αφορούσαν άμεσα τους αναιρεσείοντες.

    23

    Με τις αναιρεσιβαλλόμενες διατάξεις, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε την ένσταση απαραδέκτου και, ως εκ τούτου, απέρριψε τις δύο προσφυγές ως απαράδεκτες.

    24

    Συναφώς, αφού υπενθύμισε ότι μόνον οι πράξεις που παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας σαφώς τη νομική κατάστασή του, μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως και ότι, όσον αφορά τις πράξεις των οποίων η κατάρτιση συντελείται σε πολλά στάδια μιας εσωτερικής διαδικασίας, πράξεις δεκτικές προσφυγής συνιστούν, κατ’ αρχήν, μόνον τα μέτρα που καθορίζουν οριστικά τη θέση του οργάνου κατά το πέρας της διαδικασίας και όχι τα ενδιάμεσα μέτρα των οποίων ο σκοπός είναι η προετοιμασία της τελικής απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι επίδικες πράξεις αποτελούσαν προπαρασκευαστικά μέτρα της διαδικασίας που αποσκοπεί στη λήψη θετικής ή αρνητικής απόφασης από το Συμβούλιο Εξυγίανσης σχετικά με την εξυγίανση των οικείων τραπεζικών ιδρυμάτων και, επομένως, δεν μπορούσαν να προσβληθούν με προσφυγή ακυρώσεως.

    Τα αιτήματα των διαδίκων

    25

    Η αναιρεσείουσα στην υπόθεση C‑551/19 P ζητεί από το Δικαστήριο:

    να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη·

    να κρίνει παραδεκτή την προσφυγή ακυρώσεως·

    να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί της προσφυγής ακυρώσεως, και

    να καταδικάσει την EKT στα δικαστικά έξοδα της πρωτόδικης και της κατ’ αναίρεση διαδικασίας.

    26

    Οι αναιρεσείοντες στην υπόθεση C‑552/19 P ζητούν από το Δικαστήριο:

    να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη·

    να κρίνει παραδεκτή την προσφυγή ακυρώσεως·

    να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί της προσφυγής ακυρώσεως, και

    να καταδικάσει την EKT στα δικαστικά έξοδα της πρωτόδικης και της κατ’ αναίρεση διαδικασίας.

    27

    Η ΕΚΤ ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει τις αιτήσεις αναιρέσεως στο σύνολό τους ως προδήλως αβάσιμες ή, επικουρικώς, να τις απορρίψει ως εν μέρει απαράδεκτες και εν μέρει αβάσιμες, καθώς και να καταδικάσει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα.

    28

    Η Επιτροπή, παρεμβαίνουσα υπέρ της ΕΚΤ, ζητεί να απορριφθούν οι αιτήσεις αναιρέσεως ως αβάσιμες και να αντικαταστήσει το Δικαστήριο το σκεπτικό που εκτίθεται στη σκέψη 34 των αναιρεσιβαλλομένων διατάξεων, «αποσαφηνίζοντας τον κατηγορηματικό χαρακτήρα της εκ μέρους της ΕΚΤ εκτίμησης ότι οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης, εκτίμηση με την οποία οφείλουν να συνταχθούν το Συμβούλιο Εξυγίανσης και η Επιτροπή, εφόσον εν τέλει το Συμβούλιο Εξυγίανσης, η Επιτροπή και, κατά περίπτωση, το Συμβούλιο λάβουν μέτρο εξυγίανσης κατόπιν εξέτασης της συνδρομής των λοιπών σχετικών με την εξυγίανση προϋποθέσεων».

    29

    Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2019, αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων C-551/19 P και C‑552/19 P προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής απόφασης.

    Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

    30

    Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα στην υπόθεση C‑551/19 P προβάλλει δύο λόγους αναιρέσεως πανομοιότυπους με τους δύο λόγους που προέβαλαν οι αναιρεσείοντες στην υπόθεση C-552/19 P προς στήριξη της δικής τους αιτήσεως αναιρέσεως.

    31

    Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και παρέβη το άρθρο 263 ΣΛΕΕ καθόσον οι αναιρεσιβαλλόμενες διατάξεις δεν στηρίζονται στις αποφάσεις που πράγματι εξέδωσε η ΕΚΤ, ενώ περαιτέρω το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να είχε εξετάσει το παραδεκτό των προσφυγών με γνώμονα τη φύση της εκτίμησης στην οποία προέβη η ΕΚΤ εν προκειμένω. Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν περαιτέρω ότι οι διατάξεις αυτές στηρίζονται σε εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014.

    32

    Προκαταρκτικώς, πριν από τη λεπτομερή ανάλυση εκάστου των λόγων αναιρέσεως, επισημαίνεται ότι η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι οι αιτήσεις αναιρέσεως είναι προδήλως αβάσιμες στο σύνολό τους εξαιτίας του αλυσιτελούς χαρακτήρα των προβαλλόμενων λόγων. Συγκεκριμένα, φρονεί ότι το Γενικό Δικαστήριο μόνον επαλλήλως διαπίστωσε, με τις αναιρεσιβαλλόμενες διατάξεις, ότι οι περιλαμβανόμενες στις επίδικες πράξεις εκτιμήσεις ότι οι οντότητες βρίσκονταν σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης δεν είχαν δεσμευτικό χαρακτήρα. Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΚΤ προβάλλει τέσσερα επιχειρήματα. Πρώτον, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι επίδικες πράξεις αποτελούσαν προπαρασκευαστικά μέτρα και ότι οι νυν αναιρεσείοντες δεν αμφισβήτησαν τη διαπίστωση αυτή, ο μη δεσμευτικός χαρακτήρας, έναντι του Συμβουλίου Εξυγίανσης, των εκτιμήσεων της ΕΚΤ ότι μια οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 263 ΣΛΕΕ. Δεύτερον, η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι οι νυν αναιρεσείοντες δεν αμφισβητούν την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου ότι το νομικό καθεστώς τους δεν μεταβλήθηκε με τις επίδικες πράξεις. Τρίτον, κατά την άποψη της ΕΚΤ, το ζήτημα αν οι εκτιμήσεις της ότι μια οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης είναι ή όχι δεσμευτικές για το Συμβούλιο Εξυγίανσης είναι, εν προκειμένω, θεωρητικό ζήτημα, το οποίο δεν ασκεί επιρροή επί της ουσίας της διαφοράς. Τέταρτον, η ΕΚΤ φρονεί ότι το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τις προσφυγές ως απαράδεκτες καθόσον έλαβε επίσης υπόψη, σύμφωνα με το άρθρο 263 ΣΛΕΕ, τις προσφυγές που άσκησαν οι νυν αναιρεσείοντες στις υποθέσεις T-280/18 και T-282/18, χωρίς οι τελευταίοι να αμφισβητήσουν τη συγκεκριμένη κρίση.

    33

    Εν προκειμένω, στο μέτρο που το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 49 των αναιρεσιβαλλόμενων διατάξεων, ότι οι επίδικες πράξεις συνιστούσαν προπαρασκευαστικές πράξεις οι οποίες δεν μετέβαλαν τη νομική κατάσταση των αναιρεσειόντων, δεδομένου ότι περιλάμβαναν εκτίμηση, από την ΕΚΤ, των πραγματικών περιστατικών όσον αφορά το ότι η ABLV Bank και η θυγατρική της βρίσκονταν σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης, εκτίμηση η οποία ουδόλως ήταν υποχρεωτική, πλην όμως αποτελούσε εν προκειμένω το θεμέλιο για την έκδοση από το Συμβούλιο Εξυγίανσης αποφάσεων κατά τις οποίες η υπαγωγή σε καθεστώς εξυγίανσης δεν ήταν αναγκαία για λόγους δημοσίου συμφέροντος, αρκεί η επισήμανση ότι η διαπίστωση ότι οι εκτιμήσεις της ΕΚΤ ότι οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης δεν δεσμεύουν το Συμβούλιο Εξυγίανσης θεμελιώνει σαφώς τις εν λόγω διατάξεις, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της ΕΚΤ.

    34

    Επομένως, η αίτηση αναιρέσεως δεν μπορεί να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμη με το σκεπτικό ότι οι λόγοι αναιρέσεως τους οποίους προέβαλαν οι αναιρεσείοντες είναι αλυσιτελείς, με αποτέλεσμα να καθίσταται επιβεβλημένη η διαδοχική εξέταση των λόγων αυτών.

    Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    35

    Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος υπομνήσθηκε στη σκέψη 31 της παρούσας απόφασης, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν προέβη σε διάκριση μεταξύ του ζητήματος αν η ΕΚΤ είχε την εξουσία να προβεί σε δεσμευτική εκτίμηση και του ζητήματος αν, εν προκειμένω, η εκτίμηση στην οποία προέβη η ΕΚΤ με τις επίδικες πράξεις αποσκοπούσε στην παραγωγή δεσμευτικού αποτελέσματος. Κατ’ ουσίαν φρονούν ότι, με τις αναιρεσιβαλλόμενες διατάξεις, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τις προσφυγές ως απαράδεκτες λόγω της φύσης όχι των επίδικων πράξεων όπως αυτές εκδόθηκαν από την ΕΚΤ, αλλά των πράξεων τις οποίες όφειλε να είχε εκδώσει η ΕΚΤ με βάση την ερμηνεία του άρθρου 18 του κανονισμού 806/2014 την οποία έκρινε το Γενικό Δικαστήριο ως ορθή. Σύμφωνα, όμως, με την ερμηνεία που αποδίδουν οι αναιρεσείοντες στην τελευταία αυτή διάταξη, όταν μια αρχή εκδίδει δεσμευτική πράξη διότι εκτιμά ότι ο δεσμευτικός χαρακτήρας της είναι σύμφωνος με τη νομοθεσία, τότε η προσφυγή ακυρώσεως κατά της πράξης αυτής είναι παραδεκτή, δεδομένου ότι το ζήτημα της νομιμότητας της έκδοσης μιας τέτοιας πράξης εμπίπτει στην εξέταση της προσφυγής επί της ουσίας και όχι στην εξέταση του παραδεκτού της.

    36

    Προκειμένου να αποδείξουν ότι, με την έκδοση των επίδικων πράξεων, στη συγκεκριμένη περίπτωση και ανεξαρτήτως της ορθής ερμηνείας του άρθρου 18 του κανονισμού 806/2014, η ΕΚΤ στην πραγματικότητα εξέδωσε δεσμευτικές πράξεις κατά των οποίων μπορεί να ασκηθεί προσφυγή ακυρώσεως, οι αναιρεσείοντες επικαλούνται διάφορα στοιχεία, όπως το ότι η ΕΚΤ δεν είχε απλώς διαβιβάσει πραγματικά στοιχεία με σκοπό την προετοιμασία μεταγενέστερης απόφασης του Συμβουλίου Εξυγίανσης, το ότι η ίδια η ΕΚΤ επισήμανε, τόσο στις επίδικες πράξεις όσο και στο ανακοινωθέν που τις συνόδευε, ότι είχε προβεί σε εκτίμηση ότι οι οντότητες βρίσκονταν σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης, κατά την έννοια του άρθρου 18, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 806/2014, το ότι η εκτίμηση της ΕΚΤ κοινοποιήθηκε στα ενδιαφερόμενα τραπεζικά ιδρύματα ή ακόμη την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου ανάλυση της απόφασης της 9ης Μαρτίου 2018 του tribunal d’arrondissement de Luxembourg (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου του Λουξεμβούργου, Λουξεμβούργο), η οποία μνημονεύεται στις αναιρεσιβαλλόμενες διατάξεις.

    37

    Η ΕΚΤ αντικρούει την επιχειρηματολογία των αναιρεσειόντων, υποστηρίζοντας, κυρίως, ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος καθόσον δεν προσδιορίζει τα στοιχεία των αναιρεσιβαλλόμενων διατάξεων που βάλλονται, και, επικουρικώς, ότι είναι αβάσιμος. Ως προς το τελευταίο αυτό σημείο υποστηρίζεται από την Επιτροπή, η οποία επικαλείται τον προπαρασκευαστικό χαρακτήρα της εκτίμησης ότι μια οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    38

    Όσον αφορά το παραδεκτό του πρώτου λόγου αναιρέσεως, επισημαίνεται ότι, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της ΕΚΤ, η πλάνη περί το δίκαιο την οποία επικαλούνται οι αναιρεσείοντες είναι δυνατόν να προσδιοριστεί με σαφήνεια κατόπιν της ανάγνωσης των επιχειρημάτων που προβάλλονται προς στήριξη του λόγου αυτού και συνοψίζονται στις σκέψεις 35 και 36 της παρούσας απόφασης, οπότε ο λόγος αυτός είναι παραδεκτός.

    39

    Επιβάλλεται, εντούτοις, η διαπίστωση ότι οι αιτιάσεις που διατυπώνονται κατά της συλλογιστικής του Γενικού Δικαστηρίου είναι αβάσιμες. Συγκεκριμένα, όπως ορθώς υπενθύμισε το Γενικό Δικαστήριο, από τη νομολογία προκύπτει ότι, τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα μπορούν να προσβάλλουν, δυνάμει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, μόνον τις πράξεις που παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος μεταβάλλοντας σαφώς τη νομική κατάστασή του (πρβλ. αποφάσεις της 11ης Νοεμβρίου 1981, IBM κατά Επιτροπής, 60/81, EU:C:1981:264, σκέψη 9, της 12ης Σεπτεμβρίου 2006, Reynolds Tobacco κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-131/03 P, EU:C:2006:541, σκέψη 54, και της 31ης Ιανουαρίου 2019, International Management Group κατά Επιτροπής, C-183/17 P και C‑184/17 P, EU:C:2019:78, σκέψη 51). Στο πλαίσιο αυτό, αποτελούν, κατ’ αρχήν, πράξεις δυνάμενες να προσβληθούν τα μέτρα με τα οποία καθορίζεται οριστικώς η θέση του οργάνου κατά το πέρας διοικητικής διαδικασίας και τα οποία παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, όχι όμως και τα ενδιάμεσα μέτρα που κατατείνουν στην προετοιμασία της τελικής απόφασης χωρίς να παράγουν τέτοια αποτελέσματα (απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2010, NDSHT κατά Επιτροπής, C‑322/09 P, EU:C:2010:701, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Κατά συνέπεια, τα ενδιάμεσα μέτρα τα οποία εκφράζουν εκτίμηση του οργάνου και κατατείνουν στην προετοιμασία της τελικής απόφασης δεν συνιστούν, κατ’ αρχήν, πράξεις δεκτικές προσφυγής (πρβλ. αποφάσεις της 13ης Οκτωβρίου 2011, Deutsche Post και Γερμανία κατά Επιτροπής, C-463/10 P και C-475/10 P, EU:C:2011:656, σκέψη 50, και της 15ης Μαρτίου 2017, Stichting Woonpunt κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-415/15 P, EU:C:2017:216, σκέψη 44).

    40

    Προκειμένου να εξακριβωθεί αν οι επίδικες πράξεις συνιστούν, όπως έκρινε το Γενικό Δικαστήριο με τις αναιρεσιβαλλόμενες διατάξεις, προπαρασκευαστικές πράξεις ή αν αποτελούν, όπως υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες, πράξεις δεκτικές προσφυγής κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, πρέπει να ληφθεί υπόψη η ίδια η ουσία των πράξεων αυτών (πρβλ. απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2010, NDSHT κατά Επιτροπής, C-322/09 P, EU:C:2010:701, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), καθώς και η βούληση του συντάκτη τους, εν προκειμένω της ΕΚΤ (πρβλ. αποφάσεις της 17ης Ιουλίου 2008, Αθηναϊκή Τεχνική κατά Επιτροπής, C-521/06 P, EU:C:2008:422, σκέψη 42, και της 26ης Ιανουαρίου 2010, Internationaler Hilfsfonds κατά Επιτροπής, C-362/08 P, EU:C:2010:40, σκέψη 52).

    41

    Συναφώς, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η εξέταση της ουσίας μιας πράξης προϋποθέτει την εκτίμηση των αποτελεσμάτων της με γνώμονα αντικειμενικά κριτήρια, όπως το περιεχόμενο της επίμαχης πράξης, λαμβανομένων υπόψη, ενδεχομένως, του πλαισίου εντός του οποίου αυτή εκδόθηκε καθώς και των εξουσιών του θεσμικού ή άλλου οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης που την εξέδωσε (πρβλ. αποφάσεις της 13ης Φεβρουαρίου 2014, Ουγγαρία κατά Επιτροπής, C‑31/13 P, EU:C:2014:70, σκέψη 55, και της 9ης Ιουλίου 2020, Τσεχική Δημοκρατία κατά Επιτροπής, C-575/18 P, EU:C:2020:530, σκέψη 47), οι δε εξουσίες αυτές πρέπει να εξετάζονται όχι κατά τρόπο αφηρημένο, αλλά ως στοιχεία ικανά να διαφωτίσουν τη συγκεκριμένη ανάλυση του περιεχομένου της επίμαχης πράξης, η οποία είναι καίρια και απαραίτητη (πρβλ. απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2017, Ρουμανία κατά Επιτροπής, C-599/15 P, EU:C:2017:801, σκέψεις 49, 51, 52 και 55).

    42

    Στον βαθμό που οι αναιρεσείοντες αναδεικνύουν τη βούληση την οποία αποδίδουν στην ΕΚΤ κατά την έκδοση των επίδικων πράξεων ως ένα από τα καίρια στοιχεία του πρώτου λόγου αναιρέσεως, επισημαίνεται, επιπλέον, ότι το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι, μολονότι από τη νομολογία προκύπτει ότι μπορεί να ληφθεί επίσης υπόψη ένα υποκειμενικό κριτήριο το οποίο αφορά τη βούληση που οδήγησε το εκδόν την προσβαλλόμενη πράξη θεσμικό όργανο, όργανο ή οργανισμό της Ένωσης να την εκδώσει, το εν λόγω υποκειμενικό κριτήριο μπορεί να διαδραματίσει συμπληρωματικό και μόνο ρόλο σε σχέση με τα αντικειμενικά κριτήρια που μνημονεύθηκαν στην προηγούμενη σκέψη και, κατά συνέπεια, δεν είναι δυνατόν να του αποδίδεται μεγαλύτερη σημασία απ’ ό,τι στα τελευταία ούτε είναι δυνατόν να τίθεται λόγω αυτού εν αμφιβόλω η προκύπτουσα βάσει των αντικειμενικών κριτηρίων εκτίμηση των αποτελεσμάτων της προσβαλλόμενης πράξης (απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2021, Γερμανία κατά Esso Raffinage, C‑471/18 P, EU:C:2021:48, σκέψη 65).

    43

    Το Γενικό Δικαστήριο συμμορφώθηκε σαφώς με την προεκτεθείσα νομολογία κατά την ενδελεχή εξέταση, στις σκέψεις 33 έως 36 των αναιρεσιβαλλόμενων διατάξεων, της ουσίας των επίδικων πράξεων, καθόσον έλαβε ιδίως υπόψη, ως στοιχεία ικανά να αποσαφηνίσουν τη συγκεκριμένη ανάλυση του περιεχομένου τους, τις εξουσίες που έχει η ΕΚΤ όταν εκτιμά αν μια οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης σύμφωνα με άρθρο 18 του κανονισμού 806/2014, συγκρίνοντάς τες με τις εξουσίες που απονέμει στο Συμβούλιο Εξυγίανσης το άρθρο αυτό όταν του κοινοποιείται τέτοια εκτίμηση. Επιπλέον, έκρινε, στη σκέψη 47 των αναιρεσιβαλλόμενων διατάξεων, ότι η βούληση της ΕΚΤ κατά την έκδοση των επίδικων πράξεων δεν έθετε εν αμφιβόλω τον προπαρασκευαστικό χαρακτήρα τους. Αυτή η μέθοδος ανάλυσης είναι σύμφωνη με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στην προηγούμενη σκέψη, κατά την οποία η βούληση του συντάκτη πράξης κατά της οποίας έχει ασκηθεί ένδικη προσφυγή έχει συμπληρωματικό μόνο χαρακτήρα κατά τον προσδιορισμό της φύσης της πράξης ως δυνάμενης ή μη δυνάμενης να προσβληθεί.

    44

    Ως εκ τούτου, οι αναιρεσείοντες εσφαλμένως προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι στηρίχθηκε in abstracto στη μη δεσμευτική πράξη την οποία έπρεπε, κατά την ερμηνεία του άρθρου 18 του κανονισμού 806/2014, να εκδώσει η ΕΚΤ, και όχι στα μέτρα που πράγματι έλαβε η ΕΚΤ.

    45

    Οι αναιρεσείοντες επιχειρούν να αμφισβητήσουν τις εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου που μνημονεύονται στη σκέψη 43 της παρούσας απόφασης επικαλούμενοι τεκμήριο κατά το οποίο κάθε εκτίμηση στην οποία προβαίνει μια αρχή παράγει δεσμευτικά αποτελέσματα εκτός αν η αρχή αυτή αναφέρει σαφώς ότι η εκτίμησή της δεν έχει τέτοιο χαρακτήρα. Διευκρινίζουν ότι η ίδια η ΕΚΤ επισήμανε, τόσο στις επίδικες πράξεις όσο και στο ανακοινωθέν που τις συνόδευε, ότι είχε προβεί στην εκτίμηση ότι οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης κατά την έννοια του άρθρου 18, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 806/2014. Οι αναιρεσείοντες επικαλούνται επίσης διάφορες άλλες περιστάσεις, όπως την εκτίμηση της αναλογικότητας στην οποία προέβη η ΕΚΤ, η οποία προϋποθέτει ότι η απόφαση με την οποία πραγματοποιείται η εκτίμηση αυτή παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα, το ανακοινωθέν και την κοινοποίηση των επίδικων πράξεων στα οικεία πιστωτικά ιδρύματα, ή ακόμη τη δημόσια δήλωση ότι η εκκαθάριση των εν λόγω πιστωτικών ιδρυμάτων ήταν αναπόφευκτη. Ομοίως, οι αναιρεσείοντες επισημαίνουν ότι το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε κατά τρόπο μη ενδεδειγμένο τον όρο «δεσμευτική» κατά την ανάλυση της απόφασης του tribunal d’arrondissement de Luxembourg (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου του Λουξεμβούργου) της9ης Μαρτίου 2018, δεδομένου ότι, στο πλαίσιο του άρθρου 18 του κανονισμού αυτού, ο συγκεκριμένος όρος έχει στην πραγματικότητα την έννοια ότι η εκτίμηση από την ΕΚΤ ότι μια οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης είναι δεσμευτική για το Συμβούλιο Εξυγίανσης, καθόσον τούτο δεν μπορεί να λάβει μέτρο εξυγίανσης όταν η ΕΚΤ έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το οικείο τραπεζικό ίδρυμα δεν βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης και, αντιστρόφως, υποχρεούται να λάβει τέτοιο μέτρο όταν η ΕΚΤ έχει διαπιστώσει ότι το τραπεζικό ίδρυμα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης.

    46

    Το τεκμήριο, όμως, του οποίου την αναγνώριση επιδιώκουν οι αναιρεσείοντες, προσκρούει στην απαίτηση να διαπιστώνεται για δεδομένη πράξη ο ενδεχόμενος δεσμευτικός χαρακτήρας της με γνώμονα την ουσία της και τη βούληση του συντάκτη της, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 40 έως 42 της παρούσας απόφασης. Επιπλέον, το άρθρο 263 ΣΛΕΕ θα καθίστατο σε μεγάλο βαθμό άνευ αντικειμένου, καθώς η εφαρμογή του θα οδηγούσε τον δικαστή της Ένωσης στην παραδοχή της αρχής ότι όλες οι πράξεις των θεσμικών οργάνων, των λοιπών οργάνων ή των οργανισμών της Ένωσης έχουν τον χαρακτήρα απόφασης, εκτός αν τα εν λόγω όργανα και οργανισμοί έχουν δηλώσει ρητώς ότι τούτο δεν συμβαίνει στην περίπτωση συγκεκριμένης πράξης. Επιπλέον, αν καταλειπόταν στα εν λόγω θεσμικά ή άλλα όργανα και οργανισμούς η μέριμνα να χαρακτηρίζουν τα ίδια τις πράξεις τους ως έχουσες ή μη τον χαρακτήρα απόφασης και αν θεωρείτο ότι, πλην αντίθετης μνείας, οι πράξεις αυτές είναι δεσμευτικές και, ως εκ τούτου, συνιστούν αποφάσεις, το τεκμήριο αυτό θα αντέβαινε στη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 39 της παρούσας απόφασης, κατά την οποία δεν ασκεί επιρροή το αν μια πράξη κατονομάζεται ή όχι ως «απόφαση» από τα θεσμικά ή άλλα όργανα και οργανισμούς της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2010, NDSHT κατά Επιτροπής, C-322/09 P, EU:C:2010:701, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    47

    Επιπλέον, μολονότι είναι αληθές ότι κάθε πράξη θεσμικού ή άλλου οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης η οποία έχει τον χαρακτήρα απόφασης πρέπει να συνάδει προς τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, στις οποίες περιλαμβάνεται η αρχή της αναλογικότητας (πρβλ. απόφαση της 11ης Ιουνίου 2009, Nijemeisland, C-170/08, EU:C:2009:369, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και ότι, ως εκ τούτου, είναι πολυάριθμες οι νομικά δεσμευτικές πράξεις που περιέχουν ανάλυση αναλογικότητας, το γεγονός ότι διεξήχθη τέτοια ανάλυση δεν μπορεί, εξ αντιδιαστολής, να αναχθεί σε στοιχείο που πιστοποιεί τον δεσμευτικό χαρακτήρα της πράξης. Πράγματι, η οικεία αρχή μπορεί κάλλιστα να προβεί σε ανάλυση της αναλογικότητας ενός μέτρου κατά τη διάρκεια διοικητικής διαδικασίας που περιλαμβάνει πλείονα στάδια, χωρίς ωστόσο να μεταβληθεί η ουσία μιας πράξης η οποία θεωρείται ως ενδιάμεση πράξη.

    48

    Πρέπει επίσης να απορριφθεί το επιχείρημα των αναιρεσειόντων σχετικά με το ανακοινωθέν και την κοινοποίηση των επίδικων πράξεων στα οικεία πιστωτικά ιδρύματα. Συγκεκριμένα, από τη σκέψη 45 των αναιρεσιβαλλόμενων διατάξεων προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι «δεν [είχαν δημοσιευθεί] οι [επίδικες] πράξεις, αλλά ότι η ΕΚΤ [είχε δημοσιεύσει] δύο ανακοινωθέντα τα οποία ουδόλως συνιστού[σαν] τις [επίδικες] πράξεις». Ωστόσο, η κρίση αυτή εμπίπτει στην εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών από το Γενικό Δικαστήριο, η οποία, υπό την επιφύλαξη της παραμόρφωσής τους, την οποία δεν προέβαλαν οι αναιρεσείοντες, δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (πρβλ. διάταξη της 5ης Φεβρουαρίου 2015, Ελλάδα κατά Επιτροπής, C-296/14 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:72, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επιπλέον, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 63 των προτάσεών του, η δημοσίευση από την ΕΚΤ ανακοινωθέντων Τύπου σχετικά με την εκτίμηση ότι μια οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης δεν σημαίνει ότι η ΕΚΤ επιδίωξε να προσδώσει στην εκτίμηση αυτή δεσμευτικό χαρακτήρα ή ότι η εν λόγω εκτίμηση είναι εκ φύσεως δεσμευτική.

    49

    Όσον αφορά το επιχείρημα ότι η δημόσια δήλωση της ΕΚΤ ότι η εκκαθάριση των οικείων πιστωτικών ιδρυμάτων ήταν αναπόφευκτη επιβεβαιώνει τον δεσμευτικό χαρακτήρα των επίδικων πράξεων, επισημαίνεται ότι το επιχείρημα αυτό δεν στηρίζεται ούτε στην ουσία ούτε στη βούληση του συντάκτη τους. Επιπλέον, μια τέτοια εκκαθάριση, σύμφωνα με το λεττονικό δίκαιο όσον αφορά την ABLV Bank, δεν απέρρεε από τις εν λόγω πράξεις, αλλά από απόφαση των μετόχων της εταιρίας αυτής κατόπιν της απόφασης του Συμβουλίου Εξυγίανσης ότι δεν επιβαλλόταν από το δημόσιο συμφέρον η εφαρμογή καθεστώτων εξυγίανσης στην ABLV Bank και στην ABLV Bank Luxembourg, σύμφωνα με τον κανονισμό 806/2014.

    50

    Τέλος, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα ότι το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε, όπως προκύπτει ειδικότερα από τη σκέψη 48 των αναιρεσιβαλλόμενων διατάξεων, σε μη ενδεδειγμένη ερμηνεία του όρου «δεσμευτική» στο πλαίσιο του άρθρου 18 του κανονισμού 806/2014. Συγκεκριμένα, στη σκέψη αυτή, το Γενικό Δικαστήριο περιορίστηκε στην παράθεση ενός στοιχείου του σκεπτικού της απόφασης του tribunal d’arrondissement de Luxembourg (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου του Λουξεμβούργου) της 9ης Μαρτίου 2018, όπου αναφερόταν ρητώς ότι «οι διάδικοι [συμφωνούσαν] ότι οι εκτιμήσεις και οι διαπιστώσεις στις οποίες προέβη η ΕΚΤ και το [Συμβούλιο Εξυγίανσης] στο πλαίσιο του [εν λόγω] [κ]ανονισμού δεν [ήταν] δεσμευτικές για το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της παρούσας αιτήσεως», για να επισημάνει ότι, κατά τους ίδιους τους αναιρεσείοντες, οι εκτιμήσεις περί του ότι μια οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης δεν συνιστούν παρά απλή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών η οποία δεν παράγει έννομα αποτελέσματα.

    51

    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

    Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    52

    Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι οι αναιρεσιβαλλόμενες διατάξεις στηρίζονται σε εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014. Ο δεύτερος αυτός λόγος αναιρέσεως περιλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, δύο δέσμες επιχειρημάτων οι οποίες αφορούν, αφενός, τη στενή ερμηνεία του εν λόγω άρθρου 18 βάσει της οποίας το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι επίδικες πράξεις δεν ήταν δεκτικές προσφυγής κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ και, αφετέρου, την πλάνη στην οποία υπέπεσε, κατά τους αναιρεσείοντες, το Γενικό Δικαστήριο καθόσον διαπίστωσε ότι η κατάσταση της ABLV Bank και της ABLV Bank Luxembourg δεν είχε μεταβληθεί με τις πράξεις αυτές.

    53

    Η ΕΚΤ, υποστηριζόμενη από την Επιτροπή, προβάλλει ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    54

    Πριν εξεταστούν οι δύο δέσμες επιχειρημάτων που προβάλλουν οι αναιρεσείοντες στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, είναι αναγκαίες ορισμένες προκαταρκτικές παρατηρήσεις.

    – Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

    55

    Πρώτον, υπογραμμίζεται ότι ο κανονισμός 806/2014 πηγάζει από τη βούληση του νομοθέτη της Ένωσης να αποτρέψει την επέλευση κρίσεων όπως ήταν η καλούμενη κρίση των «ενυπόθηκων δανείων υψηλού κινδύνου», η οποία έλαβε χώρα το 2008. Για τον λόγο αυτόν, σύμφωνα με την αιτιολογική του σκέψη 8, σκοπός του κανονισμού είναι η θέσπιση αποτελεσματικότερων μηχανισμών εξυγίανσης, οι οποίοι θα πρέπει να αποτελούν θεμελιώδες εργαλείο για την αποφυγή των επιζήμιων συνεπειών που είχαν στο παρελθόν οι χρεοκοπίες των τραπεζών. Ο σκοπός αυτός προϋποθέτει ταχεία λήψη αποφάσεων, όπως προκύπτει από τις σύντομες προθεσμίες που προβλέπονται στο άρθρο 18 του εν λόγω κανονισμού, προκειμένου να μην τεθεί σε κίνδυνο η χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Κατά συνέπεια, ο σκοπός αυτός δεν μπορεί να αγνοηθεί κατά την ερμηνεία της τελευταίας αυτής διάταξης προκειμένου να κριθεί αν η εκ μέρους της ΕΚΤ εκτίμηση ότι μια οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης συνιστά, στο πλαίσιο της διαδικασίας εξυγίανσης, πράξη δεκτική προσφυγής, δεδομένου ότι η αναγνώριση του χαρακτήρα μιας τέτοιας εκτίμησης ως απόφασης θα μπορούσε να επηρεάσει αισθητά την ταχύτητα της διαδικασίας αυτής.

    56

    Δεύτερον, επισημαίνεται ότι το άρθρο 86, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, καθώς και οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, μπορούν σύμφωνα με το άρθρο 263 ΣΛΕΕ να κινήσουν διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά των αποφάσεων του Συμβουλίου Εξυγίανσης, το οποίο αποτελεί το μόνον όργανο στο οποίο γίνεται μνεία χωρίς αναφορά σε οποιοδήποτε άλλο θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό της Ένωσης. Συγκεκριμένα, δεν γίνεται καμία μνεία στην ΕΚΤ και, ειδικότερα, στις ενδεχόμενες εκτιμήσεις της περί του κατά πόσον μια οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης, πράγμα που φαίνεται να επιβεβαιώνει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης δεν θέλησε να απονείμει αρμοδιότητα λήψης αποφάσεων στην ΕΚΤ όσον αφορά τον συγκεκριμένο τομέα. Επιπλέον, η κατά το άρθρο 18, παράγραφος 6, του κανονισμού αυτού θέσπιση καθεστώτος εξυγίανσης από το Συμβούλιο Εξυγίανσης ή η απόφαση περί μη θέσπισης τέτοιου καθεστώτος μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης, στο πλαίσιο της οποίας η εκτίμηση της ΕΚΤ ότι μια οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο δικαστικού ελέγχου.

    57

    Οι δύο δέσμες επιχειρημάτων των αναιρεσειόντων πρέπει να εξεταστούν υπό το πρίσμα των προαναφερθεισών παρατηρήσεων.

    – Επί της πρώτης δέσμης επιχειρημάτων σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 18 του κανονισμού 806/2014

    58

    Οι αναιρεσείοντες εκτιμούν, κατ’ ουσίαν, ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη, κατά την ερμηνεία του άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014, το δεύτερο εδάφιο της διάταξης αυτής, οπότε εσφαλμένως έκρινε ότι η εν λόγω διάταξη προβλέπει απλή μη δεσμευτική κοινοποίηση πραγματικών στοιχείων από την ΕΚΤ προς το Συμβούλιο Εξυγίανσης και ότι το Συμβούλιο αυτό είναι το μόνον αρμόδιο να κρίνει αν πληρούνται οι τρεις προϋποθέσεις του πρώτου εδαφίου της εν λόγω διάταξης. Οι αναιρεσείοντες προσθέτουν ότι το αν μια οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης προϋποθέτει, υπό το πρίσμα του ορισμού της έννοιας αυτής στο άρθρο 18, παράγραφος 4, του εν λόγω κανονισμού, νομική ανάλυση και νομικό συμπέρασμα.

    59

    Οι αναιρεσείοντες προσάπτουν επίσης στο Γενικό Δικαστήριο ότι, στη σκέψη 46 των αναιρεσιβαλλόμενων διατάξεων, δεν έδωσε την απαιτούμενη βαρύτητα στη «λειτουργική ισοδυναμία» της εκτίμησης ότι μια οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης και της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της οντότητας αυτής. Στον βαθμό που δεν αναγνώρισε τον δεσμευτικό χαρακτήρα της εμπίπτουσας στην αρμοδιότητα εποπτικής αρχής εκτίμησης ότι μια οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης, το Γενικό Δικαστήριο κλόνισε τη συνοχή του συστήματος τραπεζικής εποπτείας και εξυγίανσης, διότι το άρθρο 18 του κανονισμού 806/2014 πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο ώστε η αρχή εξυγίανσης να δεσμεύεται από την εκτίμηση της εποπτικής αρχής ότι μια οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης.

    60

    Συναφώς, επισημαίνεται, πρώτον, ότι, σύμφωνα με το άρθρο 18, παράγραφοι 1 και 6, του κανονισμού 806/2014, εναπόκειται στο Συμβούλιο Εξυγίανσης να θεσπίσει καθεστώς εξυγίανσης, το οποίο πρέπει στη συνέχεια, δυνάμει του άρθρου 18, παράγραφος 7, του κανονισμού αυτού, να εγκριθεί από την Επιτροπή ή, ενδεχομένως, από το Συμβούλιο, δεδομένου ότι ένα τέτοιο καθεστώς μπορεί πράγματι να τεθεί σε ισχύ μόνον εφόσον τα εν λόγω θεσμικά όργανα δεν διατυπώσουν αντιρρήσεις. Επιπλέον, σύμφωνα με τη ρητή διατύπωση του άρθρου 18, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχεία αʹ έως γʹ, του εν λόγω κανονισμού, καθεστώς εξυγίανσης μπορεί να εγκριθεί μόνον εφόσον πληρούνται τρεις προϋποθέσεις, ήτοι ότι η οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης, ότι δεν υπάρχει καμία εύλογη προοπτική να αποφευχθεί η πτώχευση της οντότητας εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος και ότι η δράση εξυγίανσης είναι αναγκαία για λόγους δημοσίου συμφέροντος, κατά την έννοια του άρθρου 18, παράγραφος 5, του ίδιου κανονισμού.

    61

    Επομένως, υπογραμμίζεται ευθύς εξαρχής, όπως υποστηρίζουν και η ΕΚΤ και η Επιτροπή, ότι, δεδομένου ότι η έγκριση καθεστώτος εξυγίανσης εξαρτάται από τη συνδρομή των τριών προϋποθέσεων που μνημονεύονται στην προηγούμενη σκέψη και η εκτίμηση της ΕΚΤ ότι μια οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης αφορά μόνον την πρώτη από τις προϋποθέσεις αυτές, η εν λόγω εκτίμηση δεν μπορεί να προδικάσει την έκβαση της διαδικασίας εξυγίανσης, διότι η έκβαση αυτή εξαρτάται και από τις δύο άλλες προϋποθέσεις.

    62

    Συναφώς, όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση, το άρθρο 18, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 806/2014 προσδίδει πρωτεύοντα, έστω και μη αποκλειστικό, ρόλο στην ΕΚΤ, καθόσον σε αυτήν εναπόκειται, κατά κανόνα, να εκτιμά αν μια οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης. Το Συμβούλιο Εξυγίανσης μπορεί επίσης να προβαίνει στην εκτίμηση αυτή, πλην όμως μόνον αφού ενημερώσει την ΕΚΤ σχετικά με την πρόθεσή του και μόνον εφόσον η ΕΚΤ δεν προβεί σε δική της εκτίμηση εντός τριών ημερολογιακών ημερών από την ενημέρωσή της. Επομένως, αναγνωρίζεται στην ΕΚΤ η κατά προτεραιότητα αρμοδιότητα να προβαίνει σε τέτοια εκτίμηση, η οποία στηρίζεται, όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, στην εμπειρογνωσία της ΕΚΤ ως εποπτικής αρχής, δεδομένου ότι, έχοντας πρόσβαση, υπό την ιδιότητά της αυτή, στο σύνολο των δεδομένων προληπτικής εποπτείας που αφορούν την οικεία οντότητα, είναι σε θέση να κρίνει καλύτερα αν πληρούται η προϋπόθεση αυτή, υπό το πρίσμα του ορισμού της πτώχευσης ή της πιθανής πτώχευσης στο άρθρο 18, παράγραφος 4, του κανονισμού αυτού, το οποίο αναφέρεται, μεταξύ άλλων, σε στοιχεία συνδεόμενα με την κατάσταση προληπτικής εποπτείας, όπως είναι οι όροι για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας, το ποσό του ενεργητικού συγκρινόμενο με το ποσό του παθητικού ή οι υφιστάμενες ή μελλοντικές δανειακές υποχρεώσεις,

    63

    Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται από την υποχρέωση που υπέχει η ΕΚΤ, δυνάμει του άρθρου 18, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 806/2014, να ανακοινώνει χωρίς καθυστέρηση στο Συμβούλιο Εξυγίανσης, σε περίπτωση που το Συμβούλιο αυτό προτίθεται να προβεί το ίδιο στην εκτίμηση περί του κατά πόσον μια οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης, κάθε χρήσιμη πληροφορία που ζητεί το Συμβούλιο Εξυγίανσης. Αντιθέτως, όσον αφορά τις δύο άλλες προϋποθέσεις του άρθρου 18, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού, το Συμβούλιο Εξυγίανσης έχει αποκλειστική αρμοδιότητα να αποφαίνεται επί του κατά πόσον αυτές πληρούνται.

    64

    Εξάλλου, η αιτιολογική σκέψη 26 του κανονισμού 806/2014 επιβεβαιώνει τόσο τη συντρέχουσα αρμοδιότητα της ΕΚΤ, εποπτικής αρχής στο πλαίσιο του ΕΕΜ, και του Συμβουλίου Εξυγίανσης, αρχής εξυγίανσης, όσον αφορά την εκτίμηση του κατά πόσον ένα πιστωτικό ίδρυμα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης όσο και την αποκλειστική αρμοδιότητα του Συμβουλίου Εξυγίανσης όσον αφορά την εξέταση της πλήρωσης των λοιπών προϋποθέσεων που απαιτούνται για την έγκριση καθεστώτος εξυγίανσης.

    65

    Επομένως, ο ρόλος της ΕΚΤ περιορίζεται στην εξέταση της συνδρομής της πρώτης από τις προϋποθέσεις του άρθρου 18, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 806/2014 και στην κοινοποίηση στο Συμβούλιο Εξυγίανσης της εκτίμησής της ή, σε περίπτωση που το Συμβούλιο Εξυγίανσης εκφράσει την πρόθεσή του να προβεί το ίδιο σε μια τέτοια εκτίμηση, στην παροχή συνδρομής στο Συμβούλιο Εξυγίανσης κατά την εκτέλεση του εν λόγω καθήκοντος.

    66

    Ως εκ τούτου, εν προκειμένω, η εκτίμηση της ΕΚΤ ότι η ABLV Bank και η ABLV Bank Luxembourg βρίσκονταν σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης δεν παρήγαγε, αυτή καθεαυτήν, δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν τα συμφέροντα των αναιρεσειόντων, μεταβάλλοντας σαφώς τη νομική κατάστασή τους, δεδομένου ότι μόνον η θέσπιση, και στη συνέχεια η θέση σε ισχύ του καθεστώτος εξυγίανσης καθώς και η εφαρμογή εργαλείων εξυγίανσης, κατά την έννοια του άρθρου 22, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014, είναι ικανές να μεταβάλουν την κατάσταση αυτή. Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι η διαδικασία εξυγίανσης συνιστά σύνθετη διοικητική διαδικασία στην οποία εμπλέκονται πλείονες αρχές, της οποίας το τελικό αποτέλεσμα, που απορρέει από την εκ μέρους του Συμβουλίου Εξυγίανσης άσκηση της αρμοδιότητάς του, είναι το μόνον που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο του κατά το άρθρο 86, παράγραφος 2, του κανονισμού δικαστικού ελέγχου.

    67

    Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες, η αξιολόγηση από την ΕΚΤ της συνδρομής της προϋπόθεσης του άρθρου 18, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 806/2014 δεν συνιστά δεσμευτική πράξη και, ειδικότερα, δεν υποχρεώνει το Συμβούλιο Εξυγίανσης να ενεργήσει κατά δέσμια αρμοδιότητα με γνώμονα την αξιολόγηση αυτή. Συγκεκριμένα, είτε η ΕΚΤ εκτιμά στο πλαίσιο της αξιολόγησής της ότι η οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης, πράγμα που συνεπάγεται την κίνηση της διαδικασίας του άρθρου 18 του κανονισμού αυτού, είτε εκτιμά ότι τούτο δεν συμβαίνει, οπότε δεν κινείται η προαναφερθείσα διαδικασία. Από κανένα στοιχείο του γράμματος της διάταξης αυτής δεν προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εξυγίανσης στερείται, στη μία ή στην άλλη περίπτωση, εξουσίας εκτίμησης όσον αφορά το αν η οικεία οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης.

    68

    Συγκεκριμένα, στην πρώτη από τις περιπτώσεις για τις οποίες έγινε λόγος στην προηγούμενη σκέψη, δεν αποκλείεται το Συμβούλιο Εξυγίανσης, αφού λάβει υπόψη την εκτίμηση που κοινοποίησε η ΕΚΤ και τον σχετικό φάκελο τεκμηρίωσης, να μη συμμεριστεί ή να μη συμμεριστεί πλήρως την ανάλυση της ΕΚΤ ή να εντοπίσει παρατυπία την οποία οφείλει τότε να θεραπεύσει, προκειμένου να αποτρέψει το ενδεχόμενο επιβολής, ενδεχομένως, εκ των υστέρων κυρώσεων από τον δικαστή της Ένωσης στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως κατά το άρθρο 86, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014. Συναφώς, τονίζεται ότι, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 62 της παρούσας απόφασης, το Συμβούλιο Εξυγίανσης είναι αρμόδιο, όταν το αποφασίζει, να προβαίνει στην εξέταση της συνδρομής της πρώτης από τις προϋποθέσεις του άρθρου 18, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού και ότι, επομένως, είναι σε θέση, προς τον σκοπό αυτόν, να αξιοποιεί τα έγγραφα που θέτει στη διάθεσή του η ΕΚΤ.

    69

    Βεβαίως, στην πράξη, η εμπειρογνωσία την οποία διαθέτει η ΕΚΤ και η εκ μέρους της γνώση των δεδομένων προληπτικής εποπτείας που αφορούν την οικεία οντότητα καθιστούν προφανές ότι, κατά πάσα πιθανότητα, το Συμβούλιο Εξυγίανσης θα υιοθετεί τις περισσότερες φορές την εκτίμηση της ΕΚΤ. Εντούτοις, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 111 των προτάσεών του, μολονότι «δεν έχω αντίρρηση να δεχθώ ότι η εκτίμηση της ΕΚΤ ενδέχεται να διαθέτει auctoritas, υπό την κλασική έννοια του όρου, ή ότι το [Συμβούλιο Εξυγίανσης] δεν θα μπορούσε να μην τη λάβει υπόψη ή να απορρίψει άνευ ετέρου το περιεχόμενό της», «[τούτο] δεν σημαίνει ότι η εκτίμηση αυτή διαθέτει, επιπλέον, την εγγενή potestas των νομικών αποφάσεων που ρυθμίζουν δεσμευτικά τις σχέσεις μεταξύ των θεσμικών οργάνων, όταν κάποιο από αυτά δεν μπορεί να παρεκκλίνει, επί της ουσίας, από το περιεχόμενο των αποφάσεων κάποιου άλλου».

    70

    Στη δεύτερη από τις περιπτώσεις που μνημονεύονται στη σκέψη 67 της παρούσας απόφασης, το Συμβούλιο Εξυγίανσης επίσης δεν δεσμεύεται νομικώς από την εκτίμηση της ΕΚΤ. Βεβαίως, όταν η ΕΚΤ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η οικεία οντότητα δεν βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης, δεν διαβιβάζεται στο Συμβούλιο Εξυγίανσης καμία εκτίμηση και, ως εκ τούτου, η διαδικασία εξυγίανσης δεν κινείται, δεδομένου ότι το άρθρο 18, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 806/2014 ορίζει ότι η ΕΚΤ οφείλει να γνωστοποιήσει την εκτίμησή της στην Επιτροπή και στο Συμβούλιο Εξυγίανσης μόνον όταν εκτιμά ότι η οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης.

    71

    Επομένως, η εκτίμηση από την ΕΚΤ της συνδρομής της προϋπόθεσης που προβλέπεται στο άρθρο 18, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 806/2014 δεν παράγει δεσμευτικά αποτελέσματα έναντι του Συμβουλίου Εξυγίανσης, τούτο δε κατά μείζονα λόγο καθόσον απόκειται στο Συμβούλιο αυτό, ήδη από την παραλαβή της εκτίμησης της ΕΚΤ, να εκτιμήσει το ίδιο, στο πλαίσιο της εξέτασης της συνδρομής της προϋπόθεσης του άρθρου 18, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, του κανονισμού, αν υπάρχουν εύλογες προοπτικές ότι άλλα μέτρα εμποδίζουν την πτώχευση της οικείας οντότητας.

    72

    Δεύτερον, όσον αφορά τα επιχειρήματα των αναιρεσειόντων τα οποία στηρίζονται στη διάκριση της εποπτείας από την εξυγίανση των πιστωτικών ιδρυμάτων, η ΕΚΤ, όπως και η ίδια επισήμανε, υπό την ιδιότητα της εποπτεύουσας αρχής των σημαντικών οντοτήτων και ομίλων που αναφέρονται στο άρθρο 6, παράγραφος 4, του κανονισμού 1024/2013, όπως εν προκειμένω της ABLV Bank και της ABLV Bank Luxembourg, είναι, κατ’ αρχήν, σε θέση να εκτιμήσει καλύτερα αν μια οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης. Ωστόσο, όπως υπομνήσθηκε στις σκέψεις 62, 68 και 70 της παρούσας απόφασης, το άρθρο 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014 δεν απονέμει στην ΕΚΤ αποκλειστική αρμοδιότητα για τη διενέργεια τέτοιας εκτίμησης, καθόσον το Συμβούλιο Εξυγίανσης μπορεί επίσης να προβεί στην εκτίμηση αυτή αφού ενημερώσει την ΕΚΤ σχετικά με την πρόθεσή του και εφόσον η ΕΚΤ δεν προβεί στην εκτίμηση αυτή εντός τριών ημερολογιακών ημερών από την ενημέρωσή της.

    73

    Επιπλέον, η παρέμβαση της ΕΚΤ στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 18 του κανονισμού 806/2014 στηρίζεται λιγότερο στον διαχωρισμό των καθηκόντων εποπτείας και εξυγίανσης απ’ ό,τι στην ειδική εμπειρογνωσία που διαθέτει αυτό το θεσμικό όργανο υπό την ιδιότητα της εποπτικής αρχής. Κατά συνέπεια, μολονότι είναι αληθές ότι η τραπεζική νομοθεσία διακρίνει την εποπτεία από την εξυγίανση των πιστωτικών ιδρυμάτων και, προς τούτο, διαχωρίζει τα καθήκοντα της ΕΚΤ και του Συμβουλίου Εξυγίανσης, η διάκριση αυτή δεν επηρεάζει τον χαρακτήρα της εκτίμησης της ΕΚΤ ότι μια οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης, η οποία παραμένει προπαρασκευαστική πράξη.

    74

    Όσον αφορά το επιχείρημα που στηρίζεται στην ύπαρξη λειτουργικής ισοδυναμίας μεταξύ της εκτίμησης ότι μια οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης και της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της, υπενθυμίζεται ότι, το Γενικό Δικαστήριο, απαντώντας στο επιχείρημα αυτό με τη σκέψη 46 των αναιρεσιβαλλόμενων διατάξεων, υπογράμμισε ότι, μολονότι η εκτίμηση αυτή μπορεί να στηρίζεται στην άποψη ότι οι προϋποθέσεις για τη διατήρηση της άδειας λειτουργίας δεν πληρούνται πλέον βάσει του άρθρου 18, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 806/2014, οι δύο αυτές πράξεις δεν είναι ισοδύναμες.

    75

    Συναφώς, μολονότι πράγματι, κατά το άρθρο 18, παράγραφος 4, του κανονισμού 806/2014, μια οντότητα θεωρείται ότι βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης, εάν αυτή βρίσκεται σε μία ή περισσότερες από τις καταστάσεις που αναφέρονται στο εν λόγω άρθρο, η εκτίμηση ότι μια οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης δεν απαιτεί τυπικώς απόφαση σχετικά με το αν η άδεια λειτουργίας της οντότητας πρέπει να ανακληθεί. Ως εκ τούτου, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες, το επιχείρημα που εκτίθεται στην προηγούμενη σκέψη ουδόλως συνεπάγεται ότι η εκτίμηση ότι μια οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης εναπόκειται αποκλειστικώς και κατ’ ανάγκην στην ΕΚΤ ως εποπτεύουσα αρχή, με αποτέλεσμα να μπορεί να πραγματοποιηθεί η εκτίμηση αυτή και από το Συμβούλιο Εξυγίανσης ως αρχή εξυγίανσης.

    – Επί της δεύτερης δέσμης των επιχειρημάτων των αναιρεσειόντων σχετικά με τη μεταβολή της νομικής κατάστασης των ABLV Bank και ABLV Bank Luxembourg

    76

    Συναφώς, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν τρία επιχειρήματα.

    77

    Πρώτον, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι η κατάσταση της ABLV Bank και της ABLV Bank Luxembourg μεταβλήθηκε με τη δημοσίευση της εκτίμησης της ΕΚΤ ότι οι οντότητες αυτές βρίσκονταν σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης. Ωστόσο, επιβάλλεται κατ’ αρχάς η διαπίστωση ότι οι αναιρεσείοντες δεν παρέχουν καμία σχετική διευκρίνιση. Εν πάση περιπτώσει, μολονότι δεν αποκλείεται η εν λόγω δημοσίευση να είχε συνέπειες στην οικονομική ιδίως κατάσταση των οντοτήτων αυτών, δεν επέφερε, εντούτοις, καμία μεταβολή στη νομική κατάστασή τους.

    78

    Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα των αναιρεσειόντων σχετικά με τη σκέψη 47 των αναιρεσιβαλλόμενων διατάξεων, αρκεί η διαπίστωση ότι το επιχείρημα αυτό στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της εν λόγω σκέψης. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο, προκειμένου να απορρίψει το επιχείρημα των αναιρεσειόντων που στηρίζεται στη φερόμενη διαφορά στη διατύπωση μεταξύ της δημοσίευσης στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ και των επίδικων πράξεων, απλώς υπενθύμισε ότι από τις σκέψεις 32 έως 36 των εν λόγω αναιρεσιβαλλομένων διατάξεων απορρέει ότι, δεδομένου του περιεχομένου τους, οι πράξεις αυτές πρέπει να θεωρηθούν προπαρασκευαστικά μέτρα.

    79

    Τρίτον, οι αναιρεσείοντες φρονούν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη καθόσον στηρίχθηκε σε νομολογία που δεν ασκεί επιρροή, διότι η νομολογία αυτή έχει εφαρμογή μόνον οσάκις οι οικείες πράξεις δεν έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα, πράγμα που, κατ’ αυτούς, δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

    80

    Συναφώς, μολονότι η νομολογία την οποία αφορά το επιχείρημα αυτό διαμορφώθηκε, όπως υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες, υπό περιστάσεις διαφορετικές από τις επίμαχες εν προκειμένω, γεγονός παραμένει ότι η νομολογία αυτή είναι λυσιτελής προκειμένου να καθοριστεί αν οι επίδικες πράξεις συνιστούν πράξεις δεκτικές προσφυγής. Ειδικότερα, η παραδοχή στην οποία στηρίζεται το εν λόγω επιχείρημα, ήτοι ότι οι επίδικες πράξεις έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα, είναι εσφαλμένη, όπως προκύπτει από την εξέταση της πρώτης δέσμης επιχειρημάτων που προβλήθηκαν στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως.

    – Συμπέρασμα επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

    81

    Δεδομένου ότι οι δύο δέσμες επιχειρημάτων που προέβαλαν οι αναιρεσείοντες στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου αναιρέσεως απορρίφθηκαν, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί.

    Συμπέρασμα

    82

    Δεδομένου ότι κανένας από τους δύο λόγους αναιρέσεως δεν έγινε δεκτός, οι αιτήσεις αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους.

    83

    Όσον αφορά το αίτημα της Επιτροπής να αποσαφηνίσει το Δικαστήριο δύο πτυχές της σκέψης 34 των αναιρεσιβαλλόμενων διατάξεων, πρέπει να υπομνησθεί ότι από το άρθρο 40 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και από τα άρθρα 129 και 132 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, τα οποία έχουν εφαρμογή στην αναιρετική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 190 του Κανονισμού Διαδικασίας, προκύπτει σαφώς ότι τα αιτήματα του παρεμβαίνοντος μπορούν να έχουν ως αντικείμενο μόνον την υποστήριξη, εν όλω ή εν μέρει, των αιτημάτων του ενός των διαδίκων. Εν προκειμένω, ζητώντας από το Δικαστήριο να αποσαφηνίσει τη σκέψη 34 των αναιρεσιβαλλόμενων διατάξεων, η Επιτροπή βαίνει πέραν των αιτημάτων της ΕΚΤ, καθόσον η τελευταία περιορίστηκε στα αιτήματα της απόρριψης των αιτήσεων αναιρέσεως και της καταδίκης των αναιρεσειόντων στα δικαστικά έξοδα. Επομένως, το αίτημα της Επιτροπής πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    84

    Βάσει του άρθρου 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων. Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του ίδιου Κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Κατά το άρθρο 140, παράγραφος 1, του ίδιου Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο έχει επίσης εφαρμογή στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του εν λόγω άρθρου 184, παράγραφος 1, τα κράτη μέλη και τα όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα έξοδά τους.

    85

    Δεδομένου ότι οι αναιρεσείοντες ηττήθηκαν, αυτοί πρέπει να φέρουν, πέραν των δικαστικών εξόδων τους, και τα δικαστικά έξοδα της ΕΚΤ, σύμφωνα με το σχετικό αίτημά της. Η Επιτροπή, παρεμβαίνουσα στη δίκη υπέρ της ΕΚΤ, φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφασίζει:

     

    1)

    Απορρίπτει τις αιτήσεις αναιρέσεως.

     

    2)

    Απορρίπτει ως απαράδεκτα τα αιτήματα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής περί αντικατάστασης από το Δικαστήριο του σκεπτικού που εκτίθεται στη σκέψη 34 των διατάξεων του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 6ης Μαΐου 2019, ABLV Bank κατά ΕΚΤ (T‑281/18, EU:T:2019:296), και της 6ης Μαΐου 2019, Bernis κ.λπ. κατά ΕΚΤ (T‑283/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:295), κατά των οποίων ασκήθηκαν οι αιτήσεις αναιρέσεως.

     

    3)

    Καταδικάζει την ABLV Bank AS στα δικαστικά έξοδα στην υπόθεση C-551/19 P.

     

    4)

    Καταδικάζει τους Ernests Bernis, Oļegs Fiļs, OF Holding SIA και Cassandra Holding Company SIA στα δικαστικά έξοδα στην υπόθεση C-552/19 P.

     

    5)

    Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

    Top