Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62019CJ0466

    Απόφαση του Δικαστηρίου (όγδοο τμήμα) της 28ης Ιανουαρίου 2021.
    Qualcomm, Inc. και Qualcomm Europe, Inc. κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
    Αίτηση αναιρέσεως – Ανταγωνισμός – Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης – Αγορά συνόλων τσιπ βασικής ζώνης UMTS – Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 – Άρθρο 18, παράγραφος 3 – Απόφαση περί αιτήσεως παροχής πληροφοριών – Αναγκαιότητα των ζητηθεισών πληροφοριών – Αναλογικότητα – Βάρος αποδείξεως – Αυτοενοχοποίηση.
    Υπόθεση C-466/19 P.

    Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2021:76

     ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

    της 28ης Ιανουαρίου 2021 ( *1 )

    «Αίτηση αναιρέσεως – Ανταγωνισμός – Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης – Αγορά συνόλων τσιπ βασικής ζώνης UMTS – Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 – Άρθρο 18, παράγραφος 3 – Απόφαση περί αιτήσεως παροχής πληροφοριών – Αναγκαιότητα των ζητηθεισών πληροφοριών – Αναλογικότητα – Βάρος αποδείξεως – Αυτοενοχοποίηση»

    Στην υπόθεση C‑466/19 P,

    με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 18 Ιουνίου 2019,

    Qualcomm Inc., με έδρα το San Diego (Ηνωμένες Πολιτείες),

    Qualcomm Europe Inc., με έδρα το Σακραμέντο (Ηνωμένες Πολιτείες), εκπροσωπούμενες από τον M. Pinto de Lemos Fermiano Rato, avocat, και την M. Δαβίλλα, δικηγόρο,

    αναιρεσείουσες,

    όπου ο έτερος διάδικος είναι:

    η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους H. van Vliet, G. Conte, M. Farley και C. Urraca Caviedes,

    καθής πρωτοδίκως,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

    συγκείμενο από τους N. Wahl, πρόεδρο τμήματος, F. Biltgen και L. S. Rossi (εισηγήτρια), δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: M. Bobek

    γραμματέας: A. Calot Escobar

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

    κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, οι Qualcomm Inc. και Qualcomm Europe Inc. ζητούν την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 9ης Απριλίου 2019, Qualcomm και Qualcomm Europe κατά Επιτροπής (T‑371/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:232, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως C(2017) 2258 τελικό της Επιτροπής, της 31ης Μαρτίου 2017, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 18, παράγραφος 3, και του άρθρου 24, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου [υπόθεση AT.39711 – Qualcomm (επιθετική πολιτική τιμών)] (στο εξής: επίδικη απόφαση).

    Το νομικό πλαίσιο

    2

    Οι αιτιολογικές σκέψεις 23 και 37 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101] και [102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), έχουν ως εξής:

    «(23)

    Η [Ευρωπαϊκή] Επιτροπή θα πρέπει να έχει σε ολόκληρη την [Ευρωπαϊκή Ένωση] την εξουσία να απαιτεί τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για τον εντοπισμό συμφωνιών, αποφάσεων και εναρμονισμένων πρακτικών που απαγορεύονται βάσει του άρθρου [101 ΣΛΕΕ], καθώς και περιπτώσεων καταχρηστικής εκμετάλλευσης δεσπόζουσας θέσης, η οποία απαγορεύεται βάσει του άρθρου [102 ΣΛΕΕ]. Οι επιχειρήσεις, όταν συμμορφώνονται με απόφαση της Επιτροπής, δεν μπορούν να υποχρεωθούν να ομολογήσουν ότι διέπραξαν παράβαση, αλλά υποχρεούνται εν πάση περιπτώσει να απαντήσουν στις περί των γεγονότων ερωτήσεις και να παράσχουν έγγραφα, ακόμη και αν οι πληροφορίες αυτές μπορεί να χρησιμοποιηθούν εναντίον τους ή εναντίον άλλων επιχειρήσεων για τη θεμελίωση ύπαρξης παράβασης.

    […]

    (37)

    Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται, ειδικότερα, από τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συνεπώς, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται σύμφωνα με αυτά τα δικαιώματα και τις αρχές.»

    3

    Το άρθρο 18 του κανονισμού αυτού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αιτήσεις παροχής πληροφοριών», ορίζει στις παραγράφους 1 έως 3 τα ακόλουθα:

    «1.   Προς εκπλήρωση των καθηκόντων που της ανατίθενται βάσει του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή δύναται, κατόπιν απλής αιτήσεως ή βάσει αποφάσεως, να ζητήσει από επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων να παράσχουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες.

    2.   Κατά την υποβολή απλής αίτησης παροχής πληροφοριών προς επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων, η Επιτροπή αναφέρει τη νομική βάση και το σκοπό της αίτησης, προσδιορίζει τι είδους πληροφορίες χρειάζεται και καθορίζει την προθεσμία υποβολής των ζητούμενων πληροφοριών, καθώς και τις κυρώσεις που επισύρει η παροχή ανακριβών ή παραπλανητικών πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 23.

    3.   Όταν η Επιτροπή απαιτεί από επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων να παράσχουν πληροφορίες με απόφασή της, στην εν λόγω απόφαση αναφέρονται η νομική βάση και ο σκοπός της αίτησης, προσδιορίζονται οι ζητούμενες πληροφορίες και τάσσεται προθεσμία για την παροχή τους. Επίσης μνημονεύονται οι κυρώσεις που προβλέπει το άρθρο 23 και μνημονεύονται ή επιβάλλονται οι κυρώσεις που προβλέπει το άρθρο 24. Στην απόφαση αναφέρεται περαιτέρω το δικαίωμα να ζητηθεί η εξέταση της απόφασης από το Δικαστήριο [της Ευρωπαϊκής Ένωσης].»

    4

    Το άρθρο 24 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Χρηματικές ποινές», προβλέπει τα εξής:

    «1.   Η Επιτροπή δύναται με απόφασή της να επιβάλλει σε επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων χρηματικές ποινές που μπορούν να φθάσουν το 5 % του μέσου ημερήσιου κύκλου εργασιών κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος για κάθε ημέρα από την ημερομηνία που έχει καθορίσει στην απόφασή της, προκειμένου να τις εξαναγκάσει:

    […]

    δ)

    να της διαθέσουν με πληρότητα και ακρίβεια πληροφορίες που τους έχει ζητήσει με απόφαση εκδοθείσα κατ’ εφαρμογή του άρθρου 17 ή του άρθρου 18 παράγραφος 3·

    […]

    2.   Αφ’ ης στιγμής οι επιχειρήσεις ή οι ενώσεις επιχειρήσεων εκπληρώσουν την υποχρέωση για την τήρηση της οποίας επιβλήθηκε χρηματική ποινή, η Επιτροπή δύναται να καθορίσει το οριστικό ύψος της ποινής αυτής σε επίπεδο κατώτερο από εκείνο που προκύπτει από την αρχική απόφαση. […]»

    Το ιστορικό της διαφοράς και η επίδικη απόφαση

    5

    Το ιστορικό της διαφοράς εκτίθεται στις σκέψεις 1 έως 18 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Για τις ανάγκες της παρούσας διαδικασίας μπορεί να συνοψιστεί ως ακολούθως.

    6

    Οι Qualcomm και Qualcomm Europe είναι εταιρίες εγκατεστημένες στις Ηνωμένες Πολιτείες και δραστηριοποιούνται στον τομέα του σχεδιασμού και της εμπορίας συνόλων τσιπ βασικής ζώνης.

    7

    Κατόπιν καταγγελίας που υποβλήθηκε στις 8 Απριλίου 2010 από την Icera Inc., μια άλλη εταιρία η οποία δραστηριοποιείται στον τομέα αυτόν, η Επιτροπή κίνησε διαδικασία έρευνας σχετικά με εικαζόμενη κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης, κατά την έννοια του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, από τις αναιρεσείουσες, η οποία συνίστατο στην εφαρμογή επιθετικής πολιτικής τιμών στην αγορά των συνόλων τσιπ βασικής ζώνης UMTS (Universal Mobile Telecommunications System). Στο πλαίσιο αυτό, μεταξύ της 7ης Ιουνίου 2010 και της 14ης Ιανουαρίου 2015, η Επιτροπή απηύθυνε στις αναιρεσείουσες πλείονες αιτήσεις παροχής πληροφοριών στηριζόμενη στο άρθρο 18 του κανονισμού 1/2003.

    8

    Στις 8 Δεκεμβρίου 2015 η Επιτροπή απηύθυνε στις αναιρεσείουσες ανακοίνωση αιτιάσεων κατόπιν της κινήσεως επίσημης διαδικασίας σε βάρος τους στις 16 Ιουλίου 2015. Με την εν λόγω ανακοίνωση αιτιάσεων, η Επιτροπή κατέληξε στο προκαταρκτικό συμπέρασμα ότι οι αναιρεσείουσες είχαν καταχραστεί τη δεσπόζουσα θέση τους στην αγορά των συνόλων τσιπ βασικής ζώνης UMTS προμηθεύοντας, κατά το χρονικό διάστημα από την 3η Φεβρουαρίου 2009 έως τη 16η Δεκεμβρίου 2011, σε δύο από τους κύριους πελάτες τους, τη Huawei και τη ZTE, ορισμένες ποσότητες τριών εκ των εν λόγω συνόλων τσιπ σε τιμές κάτω του κόστους με σκοπό να εκτοπίσουν την Icera, η οποία ήταν ο μόνος ανταγωνιστής των αναιρεσειουσών κατά το διάστημα εκείνο. Στις 15 Αυγούστου 2016 οι αναιρεσείουσες υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί της ανακοινώσεως των αιτιάσεων.

    9

    Στις 30 Ιανουαρίου 2017 η Επιτροπή απηύθυνε στις αναιρεσείουσες αίτηση παροχής πληροφοριών βάσει του άρθρου 18, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1/2003. Δεδομένου ότι δεν έλαβε απάντηση επί της εν λόγω αιτήσεως παροχής πληροφοριών, η Επιτροπή εξέδωσε, στις 31 Μαρτίου 2017, την επίδικη απόφαση βάσει του άρθρου 18, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού.

    10

    Κατά το άρθρο 1 της αποφάσεως αυτής, οι αναιρεσείουσες όφειλαν να παράσχουν εντός ορισμένων προθεσμιών τις πληροφορίες που καθορίζονταν στο παράρτημα Ι της εν λόγω αποφάσεως, επ’ απειλή της επιβολής, βάσει του άρθρου 2 της αποφάσεως, χρηματικής ποινής 580000 ευρώ για κάθε ημέρα καθυστέρησης. Οι αναιρεσείουσες διαβίβασαν την απάντησή τους στις ερωτήσεις που τους είχαν τεθεί εντός των ταχθεισών προθεσμιών, οι οποίες είχαν παραταθεί εν τω μεταξύ από την Επιτροπή.

    Η προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

    11

    Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 13 Ιουνίου 2017, οι αναιρεσείουσες άσκησαν προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως, προς στήριξη της οποίας προέβαλαν έξι λόγους ακυρώσεως.

    12

    Προκαταρκτικώς, το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 29 έως 33 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, απέρριψε ως αλυσιτελή την αιτίαση περί υπερβολικής διάρκειας της διοικητικής διαδικασίας, επισημαίνοντας ότι μια τέτοια αιτίαση δεν ασκεί επιρροή στο πλαίσιο εξετάσεως προσφυγής που βάλλει κατά αποφάσεως περί αιτήσεως παροχής πληροφοριών και όχι κατά αποφάσεως με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ.

    13

    Αφού επισήμανε τα ανωτέρω, το Γενικό Δικαστήριο, κατά πρώτον, απέρριψε τον τρίτο λόγο ακυρώσεως με τον οποίον προβλήθηκε έλλειψη αιτιολογίας της επίδικης αποφάσεως. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 47 έως 54 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, στον βαθμό που η επίδικη απόφαση εξέθεσε με σαφήνεια και χωρίς αμφισημία τις υπόνοιες περί παραβάσεως την οποία σκόπευε να επαληθεύσει η Επιτροπή καθώς και την αναγκαιότητα των ζητηθεισών πληροφοριών προκειμένου να προβεί σε εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων που είχε στη διάθεσή της υπό το πρίσμα των επιχειρημάτων που ανέπτυξαν οι αναιρεσείουσες κατόπιν της ανακοινώσεως αιτιάσεων που τους είχε απευθυνθεί, η απόφαση ήταν επαρκώς κατά νόμο αιτιολογημένη, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να παράσχει λεπτομερέστερη αιτιολογία επί του πώς σκόπευε να χρησιμοποιήσει τις πληροφορίες αυτές για την εξέταση των εν λόγω επιχειρημάτων.

    14

    Κατά δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε τα δύο πρώτα σκέλη του πρώτου λόγου ακυρώσεως με τον οποίον προβλήθηκε παραβίαση της αρχής της αναγκαιότητας. Σε πρώτο στάδιο, το Δικαστήριο απέρριψε, στις σκέψεις 69 έως 91 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβλήθηκε ότι η επίδικη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί λόγω του ότι εκφεύγει του πλαισίου της έρευνας, όπως αυτό καθορίστηκε στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, διότι με την απόφαση αυτή ζητήθηκαν πληροφορίες σχετικά με τα τσιπ από τα οποία αποτελούνταν τα υπό έρευνα σύνολα τσιπ και σχετικά με χρονικά διαστήματα πέριξ του χρονικού διαστήματος της παραβάσεως, όπως αυτό είχε καθοριστεί στην ανακοίνωση των αιτιάσεων. Προς τούτο, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, αφενός, ότι η Επιτροπή μπορούσε νομίμως, προκειμένου να λάβει υπόψη τα επιχειρήματα που ανέπτυξαν οι οικείες επιχειρήσεις, να συνεχίσει την έρευνά της μετά την έκδοση της εν λόγω ανακοινώσεως αιτιάσεων, ακόμη και μέσω συμπληρωματικών αιτήσεων παροχής πληροφοριών, χωρίς να τούτο να καθιστά τις εν λόγω αιτήσεις παράνομες ή να θέτει, αυτό και μόνο, υπό αμφισβήτηση την αναγκαιότητα των ζητηθεισών κατά τον τρόπο αυτόν πληροφοριών. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, αφετέρου, ότι δεν είναι δυνατόν να περιοριστούν οι εξουσίες της Επιτροπής ως προς τις ερωτήσεις που σκοπεύει να θέσει, εφόσον αυτές καθιστούν δυνατή τη συλλογή των πληροφοριών που είναι αναγκαίες για τη διεξαγόμενη έρευνα και η Επιτροπή παρέχει στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις τη δυνατότητα να εκθέσουν την άποψή τους. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε επιπλέον ότι, εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή δεν διεύρυνε το πλαίσιο της έρευνας αυτής ζητώντας τις εν λόγω πληροφορίες, δεδομένου ότι οι πληροφορίες αυτές ήταν όχι μόνον κρίσιμες ως στοιχεία κατανοήσεως του πλαισίου εντός του οποίου εντασσόταν τυχόν παραβατική συμπεριφορά, αλλά και αναγκαίες για την εφαρμογή κατάλληλου κριτηρίου «τιμής-κόστους».

    15

    Σε δεύτερο στάδιο, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε, στις σκέψεις 98 έως 110 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο αμφισβητήθηκε η αναγκαιότητα των ζητηθεισών πληροφοριών σε σχέση με την εικαζόμενη παράβαση την οποία σκόπευε να ερευνήσει η Επιτροπή. Προς τούτο, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ότι, με την επίδικη απόφαση, η Επιτροπή επιδίωκε να αποκτήσει πληροφορίες που θα καθιστούσαν δυνατό τον προσδιορισμό του κριτηρίου «τιμής-κόστους» βάσει στοιχείων που θα αντανακλούσαν πιστά την κατάσταση κατά το διάστημα της παραβάσεως, δεδομένου ότι, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των παρατηρήσεων που διατύπωσαν οι αναιρεσείουσες επί της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, η Επιτροπή έκρινε ότι τα στοιχεία επί των οποίων είχε στηριχθεί προς τούτο στην εν λόγω ανακοίνωση αιτιάσεων δεν αντανακλούσαν την τιμή που πράγματι είχαν καταβάλει οι πελάτες των αναιρεσειουσών και ότι το στοιχείο αυτό ήταν καθοριστικό προκειμένου να εξακριβώσει αν είχε διαπραχθεί η παράβαση. Κατά συνέπεια, οι ζητηθείσες πληροφορίες σχετίζονταν με τις εν λόγω υπόνοιες περί παραβάσεως, με αποτέλεσμα οι πληροφορίες να κρίνονται αναγκαίες, τούτο δε ακόμη και αν η Επιτροπή θέλησε να τροποποιήσει ή να προσαρμόσει τη μεθοδολογία της μετά την αποστολή της εν λόγω ανακοινώσεως των αιτιάσεων.

    16

    Κατά τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, με τον οποίο οι αναιρεσείουσες αμφισβήτησαν τον αναλογικό χαρακτήρα της επίδικης αποφάσεως. Κατ’ αρχάς, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε, στις σκέψεις 118 έως 148 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το πρώτο σκέλος του λόγου αυτού ακυρώσεως, το οποίο συγχεόταν με το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως και σκοπούσε να θέσει υπό αμφισβήτηση τον αναλογικό χαρακτήρα της αποφάσεως σε σχέση με τον φόρτο εργασίας που συνεπαγόταν αυτή. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι ο εν λόγω φόρτος εργασίας, όσο μεγάλος και αν ήταν, δεν ήταν δυσανάλογος προς τις ανάγκες της έρευνας σχετικά με τις υπόνοιες περί παραβάσεως τις οποίες σκόπευε να επαληθεύσει η Επιτροπή, τούτο δε λαμβανομένων ιδίως υπόψη των παρατηρήσεων που διατύπωσαν οι αναιρεσείουσες επί της ανακοινώσεως των αιτιάσεων. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, το γεγονός ότι οι αναιρεσείουσες δεν διατηρούσαν τις ζητηθείσες πληροφορίες υπό τη μορφή απαντήσεως την οποία πρότεινε η Επιτροπή και το γεγονός ότι τα αρχεία τους δεν ήταν οργανωμένα κατά τρόπο συστηματικό δεν ασκεί επιρροή συναφώς. Εν συνεχεία, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε ως απαράδεκτο το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως με το οποίο προβλήθηκε ότι το ύψος της χρηματικής ποινής που προβλέπει το άρθρο 2 της επίδικης αποφάσεως είναι δυσανάλογο. Αφού επισήμανε ότι, με το σκέλος αυτό, οι αναιρεσείουσες ζητούσαν εμμέσως την ακύρωση του εν λόγω άρθρου, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 153 έως 159 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η επίδικη απόφαση είχε προκαταρκτικό χαρακτήρα σε σχέση με τυχόν απόφαση περί οριστικού καθορισμού του συνολικού ποσού χρηματικής ποινής και, ως εκ τούτου, δεν συνιστούσε πράξη δεκτική προσφυγής. Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε, στις σκέψεις 164 έως 166 της αποφάσεώς του, το τρίτο σκέλος του ίδιου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο αμφισβητήθηκε η επάρκεια των προθεσμιών απαντήσεως τις οποίες έταξε η επίδικη απόφαση.

    17

    Κατά τέταρτον, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, με τον οποίο οι αναιρεσείουσες προσήψαν στην Επιτροπή ότι αντέστρεψε παρανόμως το βάρος αποδείξεως καθόσον απαίτησε από αυτές να διενεργήσουν πράξεις οι οποίες συνιστούν κατάρτιση φακέλου και, κατά συνέπεια, εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του θεσμικού αυτού οργάνου, και επισήμανε, στις σκέψεις 172 έως 175 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο λόγος αυτός ακυρώσεως στηριζόταν σε εσφαλμένη κατανόηση της επίδικης αποφάσεως. Αφενός, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι στόχος της Επιτροπής δεν ήταν να ελέγξει τους λογαριασμούς των αναιρεσειουσών, αλλά να έχει στη διάθεσή της τα στοιχεία που ήταν αναγκαία προκειμένου να προσαρμόσει τη μεθοδολογία του κριτηρίου «τιμής-κόστους» ώστε να ληφθούν υπόψη οι επικρίσεις τις οποίες είχαν αυτές διατυπώσει στις παρατηρήσεις τους επί της ανακοινώσεως των αιτιάσεων. Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή ωσαύτως δεν ζήτησε από τις αναιρεσείουσες να αποδείξουν ότι τηρούσαν τον νόμο, αλλά να προσκομίσουν εσωτερικά έγγραφα προς επίρρωση του ισχυρισμού τους ότι, κατά τη λήψη των σχετικών με τις τιμές αποφάσεων, είχαν στηριχθεί στη σχετική νομολογία καθώς και στις κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής.

    18

    Κατά πέμπτον, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε και εν συνεχεία απέρριψε, στις σκέψεις 186 έως 195 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως με τον οποίον αμφισβητούνταν η ορθότητα της επίδικης αποφάσεως καθόσον έθιξε το δικαίωμα των αναιρεσειουσών περί μη αυτοενοχοποιήσεώς τους, δεδομένου ότι τις υποχρέωσε να απαντήσουν σε ερωτήσεις οι οποίες εξέφευγαν του πλαισίου της παροχής πραγματικών στοιχείων ή να αποδείξουν ότι τηρούσαν τους κανόνες ανταγωνισμού της Ένωσης. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, μεταξύ άλλων, πρώτον, ότι οι ζητηθείσες πληροφορίες είχαν αμιγώς πραγματικό χαρακτήρα, δεύτερον, ότι οι πληροφορίες αυτές αφορούσαν δεδομένα στα οποία μπορούσαν να έχουν πρόσβαση μόνον οι αναιρεσείουσες και ότι, ως εκ τούτου, ήταν υποχρεωμένες να τις παράσχουν ακόμη και αν οι εν λόγω πληροφορίες μπορούσαν να χρησιμεύσουν για τη στοιχειοθέτηση συμπεριφοράς αντίθετης στον ανταγωνισμό και, τρίτον, ότι οι αναιρεσείουσες δεν απέδειξαν ότι ήταν δυνατόν να θιγεί το ως άνω δικαίωμά τους από το γεγονός ότι, προκειμένου να απαντήσουν στις τεθείσες ερωτήσεις, έπρεπε να καταχωρίσουν τα πραγματικά στοιχεία τα οποία ζητήθηκαν σε έγγραφο, προς διευκόλυνση της κατανοήσεώς τους από την Επιτροπή.

    19

    Κατά έκτον, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε, στις σκέψεις 201 έως 203 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τον έκτο λόγο ακυρώσεως με τον οποίο προβλήθηκε παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως, επισημαίνοντας ότι, από την εξέταση του πρώτου έως και του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, με τους οποίους συγχέονταν οι αιτιάσεις που προβλήθηκαν στο πλαίσιο του έκτου λόγου ακυρώσεως, προέκυπτε ότι η Επιτροπή εξέδωσε την επίδικη απόφαση ακριβώς προκειμένου να συμμορφωθεί προς τις απορρέουσες από την αρχή αυτή υποχρεώσεις.

    Τα αιτήματα των διαδίκων στην αναιρετική διαδικασία

    20

    Οι Qualcomm και Qualcomm Europe ζητούν από το Δικαστήριο:

    να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ·

    να ακυρώσει την επίδικη απόφαση·

    επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο προκειμένου αυτό να αποφανθεί σύμφωνα με τη λύση που θα δώσει στα νομικά ζητήματα το Δικαστήριο· και

    να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα τόσο ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου.

    21

    Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

    να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως·

    να καταδικάσει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα.

    Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

    22

    Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεώς τους, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν έξι λόγους αναιρέσεως.

    Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αφορά παράλειψη του Γενικού Δικαστηρίου να αποφανθεί

    Επιχειρηματολογία των διαδίκων

    23

    Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι παρέλειψε να αποφανθεί επί του συνόλου των λόγων ακυρώσεως και των επιχειρημάτων τους.

    24

    Κατά πρώτον, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς παρέλειψε, στις σκέψεις 29 έως 33, 101, 102, 110, 147 και 202 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, να εξετάσει επί της ουσίας την επιχειρηματολογία τους κατά την οποία η υπερβολική διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας είχε θίξει τα δικαιώματα άμυνάς τους και την απέρριψε ως αλυσιτελή, καθόσον δεν αφορούσε απόφαση περί διαπιστώσεως παραβάσεως του άρθρου 102 ΣΛΕΕ. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε, κατά τις αναιρεσείουσες, σε νομικό σφάλμα κατά την ερμηνεία και την κατ’ αναλογίαν εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση της νομολογίας που διαμορφώθηκε με την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 18ης Ιουνίου 2008, Hoechst κατά Επιτροπής (T‑410/03, EU:T:2008:211, σκέψη 227). Η νομολογία αυτή ουδόλως διακρίνει αναλόγως του αν με την επίμαχη απόφαση διαπιστώνεται παράβαση ή αν αυτή αποτελεί άλλο είδος τελικής αποφάσεως και, ως εκ τούτου, η εν λόγω νομολογία επιτρέπει την αμφισβήτηση του εύλογου χαρακτήρα της διάρκειας μιας έρευνας με την άσκηση προσφυγής που βάλλει κατά τελικών αποφάσεων της Επιτροπής οι οποίες επιβάλλουν ή απειλούν να επιβάλουν πρόστιμα ή χρηματικές ποινές στην οικεία επιχείρηση.

    25

    Επομένως, κατά τις αναιρεσείουσες, επίσης κακώς θεώρησε το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 110 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ανέλυσε την επιχειρηματολογία περί υπερβολικής διάρκειας της διοικητικής διαδικασίας η οποία αναπτύχθηκε στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε απλώς, στη σκέψη 147 της αποφάσεως αυτής, την επιχειρηματολογία περί των δυσχερειών που αντιμετώπισαν οι αναιρεσείουσες προκειμένου να παράσχουν πληροφορίες σχετικά με πραγματικά περιστατικά τα οποία ανέτρεχαν σε πολλά έτη πριν και δεν εξέτασε την επιχειρηματολογία κατά την οποία η υπερβολική διάρκεια της κινηθείσας έρευνας επέδρασε επί της ικανότητάς τους να αμυνθούν αποτελεσματικώς.

    26

    Κατά δεύτερον, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς παρέλειψε να εξετάσει τον έκτο λόγο ακυρώσεως, με τον οποίο προβλήθηκε παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως, με την αιτιολογία ότι οι λοιποί λόγοι ακυρώσεως είχαν απορριφθεί. Το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα καθόσον παρέλειψε, κατ’ αντίθεση προς την αιτιολογική σκέψη 37 του κανονισμού 1/2003 και κατά παράβαση του άρθρου 41, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, να εξετάσει τον συγκεκριμένο λόγο ακυρώσεως και ιδίως την επιχειρηματολογία των αναιρεσειουσών κατά την οποία η επίδικη απόφαση ήταν αποτέλεσμα μεροληπτικής έρευνας, απορρίπτοντάς την χωρίς προσήκουσα εξήγηση ή επαρκή αιτιολογία.

    27

    Η Επιτροπή αμφισβητεί την ως άνω επιχειρηματολογία.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    28

    Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται παράλειψη του Γενικού Δικαστηρίου να αποφανθεί, αφενός, επί της επιχειρηματολογίας των αναιρεσειουσών περί προσβολής των δικαιωμάτων άμυνάς τους λόγω υπερβολικής διάρκειας της διοικητικής διαδικασίας και, αφετέρου, επί του έκτου λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβλήθηκε παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως. Επιπλέον, με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται επίσης νομικό σφάλμα, στο οποίο υπέπεσε, όπως υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες, το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο της εξετάσεως της εν λόγω επιχειρηματολογίας, κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή της νομολογίας που διαμορφώθηκε με την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 18ης Ιουνίου 2008, Hoechst κατά Επιτροπής (T‑410/03, EU:T:2008:211).

    29

    Όσον αφορά, κατά πρώτον, την προβαλλόμενη παράλειψη του Γενικού Δικαστηρίου να αποφανθεί επί της εν λόγω επιχειρηματολογίας και επί του έκτου λόγου ακυρώσεως την οποία προβάλλουν οι αναιρεσείουσες, επισημαίνεται, κατ’ αρχάς, ότι, όπως παραδέχονται εμμέσως και οι ίδιες οι αναιρεσείουσες, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε, αντιστοίχως, στις σκέψεις 29 έως 33 και στις σκέψεις 198 έως 203 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την ίδια επιχειρηματολογία και τον συγκεκριμένο λόγο ακυρώσεως πριν απορρίψει την πρώτη ως αλυσιτελή και τον δεύτερο ως αβάσιμο.

    30

    Περαιτέρω, όσον αφορά ειδικότερα την προβαλλόμενη παράλειψη του Γενικού Δικαστηρίου να αποφανθεί επί της επιχειρηματολογίας περί προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας των αναιρεσειουσών λόγω υπερβολικής διάρκειας της διοικητικής διαδικασίας την οποία προβάλλουν οι αναιρεσείουσες, επισημαίνεται ότι, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε προκαταρκτικώς την επιχειρηματολογία αυτή πριν την απορρίψει ως αλυσιτελή, δεν μπορεί να προσαφθεί σε αυτό ότι δεν την εξέτασε εκ νέου στο πλαίσιο της εξετάσεως του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως. Επιπλέον, επισημαίνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 110 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεν ανέφερε ότι ανέλυσε την επιχειρηματολογία αυτή στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, αλλά έκρινε ότι η επιχειρηματολογία των αναιρεσειουσών περί προσβολής των δικαιωμάτων άμυνάς τους, λόγω των δυσχερειών που αντιμετώπισαν σχετικά με τη γνωστοποίηση –λαμβανομένου υπόψη του επιπέδου λεπτομέρειας που απαιτούνταν– πληροφοριών για πραγματικά περιστατικά που ανέτρεχαν σε πολλά έτη πριν, συγχεόταν με ορισμένες αιτιάσεις οι οποίες προβλήθηκαν με το σκέλος αυτό και εξετάστηκαν επί της ουσίας στη σκέψη 147 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

    31

    Τέλος, όσον αφορά την προβαλλόμενη παράλειψη του Γενικού Δικαστηρίου να αποφανθεί επί του έκτου λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβλήθηκε παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως, πρέπει να προστεθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέθεσε επαρκή αιτιολογία όσον αφορά το γιατί ο συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως έπρεπε να απορριφθεί. Ειδικότερα, αφενός, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, στη σκέψη 201 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η επιχειρηματολογία που προέβαλαν οι αναιρεσείουσες στο πλαίσιο του συγκεκριμένου λόγου ακυρώσεως συγχεόταν με εκείνη που είχε προβληθεί προς στήριξη του πρώτου έως και του πέμπτου λόγου ακυρώσεως και που είχε απορριφθεί στο πλαίσιο της εξετάσεως των λόγων αυτών ακυρώσεως. Αφετέρου, στη σκέψη 201, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι από την ανάλυση των συγκεκριμένων λόγων ακυρώσεως προέκυπτε ότι η Επιτροπή είχε εκδώσει την επίδικη απόφαση ακριβώς προκειμένου να εκπληρώσει την υποχρέωσή της να εξετάσει με επιμέλεια και αμεροληψία –σύμφωνα με τη νομολογία για την αρχή της χρηστής διοικήσεως που υπομνήσθηκε στη σκέψη 200 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως– την επιχειρηματολογία που προέβαλαν οι αναιρεσείουσες, μεταξύ άλλων στο πλαίσιο των παρατηρήσεών τους επί της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, προκειμένου να λάβει την τελική απόφασή της σχετικά με τυχόν παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ με όλη την απαιτούμενη επιμέλεια και βάσει όλων των στοιχείων που θα μπορούσαν να ασκούν συναφώς επιρροή. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς κατέληξε, στη σκέψη 202 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στο συμπέρασμα ότι οι αναιρεσείουσες δεν είχαν αποδείξει ότι συνέτρεχε η προβαλλόμενη παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως λόγω μεροληπτικής συμπεριφοράς της Επιτροπής.

    32

    Όσον αφορά, κατά δεύτερον, το νομικό σφάλμα κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή της νομολογίας που διαμορφώθηκε με την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 18ης Ιουνίου 2008, Hoechst κατά Επιτροπής, (T‑410/03, EU:T:2008:211, σκέψη 227), αρκεί να λεχθεί ότι από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η παραβίαση της αρχής της εύλογης προθεσμίας μπορεί να επιφέρει ακύρωση μόνον αποφάσεως με την οποία διαπιστώνεται παράβαση, η οποία ελήφθη μετά το πέρας διοικητικής διαδικασίας βάσει του άρθρου 101 ΣΛΕΕ ή 102 ΣΛΕΕ, εφόσον αποδεικνύεται ότι η παραβίαση αυτή είχε ως αποτέλεσμα την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των οικείων επιχειρήσεων (πρβλ. αποφάσεις της 21ης Σεπτεμβρίου 2006, Nederlandse Federatieve Vereniging voor de Groothandel op Elektrotechnisch Gebied κατά Επιτροπής, C‑105/04 P, EU:C:2006:592, σκέψεις 42 και 43, και της 9ης Ιουνίου 2016, CEPSA κατά Επιτροπής, C‑608/13 P, EU:C:2016:414, σκέψη 61, και της 9ης Ιουνίου 2016, PROAS κατά Επιτροπής, C‑616/13 P, EU:C:2016:415, σκέψη 74).

    33

    Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε νομικό σφάλμα υπενθυμίζοντας, στη σκέψη 31 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τα συμπεράσματα που απορρέουν από τη νομολογία αυτή, όπως αυτά παρατέθηκαν από το Γενικό Δικαστήριο στην απόφαση της 18ης Ιουνίου 2008, Hoechst κατά Επιτροπής (T‑410/03, EU:T:2008:211). Ορθώς επίσης το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε εν συνεχεία, στις σκέψεις 32 και 33 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την εν λόγω νομολογία στην υπό κρίση υπόθεση κρίνοντας ότι, καθόσον η προσφυγή της οποίας είχε επιληφθεί δεν έβαλλε κατά αποφάσεως περί διαπιστώσεως παραβάσεως του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, αλλά έβαλλε κατά αποφάσεως περί αιτήσεως παροχής πληροφοριών εκδοθείσα στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας δυνάμενης να καταλήξει ενδεχομένως σε τέτοια απόφαση περί διαπιστώσεως παραβάσεως, η επιχειρηματολογία περί υπερβολικής διάρκειας της διοικητικής διαδικασίας δεν ασκούσε επιρροή στο πλαίσιο της εξετάσεως της προσφυγής αυτής και, ως εκ τούτου, έπρεπε να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

    34

    Υπό τις συνθήκες αυτές, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

    Επί του δεύτερου λόγου αναιρέσεως ο οποίος αφορά την εκτίμηση της επάρκειας της αιτιολογίας της επίδικης αποφάσεως

    Επιχειρηματολογία των διαδίκων

    35

    Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πραγματικά και νομικά σφάλματα, παραμόρφωσε τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία και δεν παρέθεσε αιτιολογία στο πλαίσιο της εκτιμήσεως, στις σκέψεις 35 έως 56 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, της επάρκειας της αιτιολογίας της επίδικης αποφάσεως.

    36

    Κατά πρώτον, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πραγματικά σφάλματα και ότι παραμόρφωσε τα προσκομισθέντα από αυτές πραγματικά στοιχεία, μεταξύ άλλων στις σκέψεις 81, 82, 85, 127, 132, 136, 137, 139 και 145 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι οποίες αφορούν την εκτίμηση του πρώτου και του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, με τους οποίους προβλήθηκε παραβίαση των αρχών της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας.

    37

    Κατά δεύτερον, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία, καθόσον παρέλειψε, στις σκέψεις 48 έως 53 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, να λάβει υπόψη τις επιστολές που είχαν ανταλλάξει αυτές με την Επιτροπή, πριν και μετά την έκδοση της επίδικης αποφάσεως, προκειμένου να ζητήσουν διευκρινίσεις ως προς ορισμένες ερωτήσεις και ως προς το πλαίσιο της διεξαγόμενης έρευνας.

    38

    Κατά τρίτον, οι αναιρεσείουσες αμφισβητούν την ορθότητα των εκτιμήσεων του Γενικού Δικαστηρίου οι οποίες διατυπώνονται στη σκέψη 52 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και κατά τις οποίες η επάρκεια της αιτιολογίας της επίδικης αποφάσεως δεν ετίθετο υπό αμφισβήτηση με τους ισχυρισμούς τους ότι η Επιτροπή δεν είχε εξηγήσει με ποιον τρόπο οι ζητηθείσες πληροφορίες θα της παρείχαν τη δυνατότητα να απαντήσει στα επιχειρήματα που είχαν προβάλει στο πλαίσιο των παρατηρήσεών τους επί της ανακοινώσεως των αιτιάσεων ή να εκτιμήσει κατά πόσον τα επιχειρήματα αυτά ασκούσαν επιρροή στην έρευνά της. Οι εκτιμήσεις αυτές είναι, κατά τις αναιρεσείουσας όχι μόνον ανεπαρκείς, αλλά και προδήλως αβάσιμες, λόγω σφαλμάτων στα οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 53 έως 55 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και τα οποία εξετάζονται στο πλαίσιο του τρίτου λόγου αναιρέσεως.

    39

    Η Επιτροπή εκτιμά ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι οι αναιρεσείουσες δεν παρέθεσαν επακριβώς τα επικρινόμενα στοιχεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και δεν τεκμηρίωσαν λεπτομερώς την επιχειρηματολογία τους. Υποστηρίζει επίσης ότι, εν πάση περιπτώσει, ο συγκεκριμένος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.

    40

    Με το υπόμνημα απαντήσεώς τους, οι αναιρεσείουσες αντιτάσσουν ότι, με το δικόγραφο της προσφυγής τους, εξέθεσαν λεπτομερώς τους λόγους για τους οποίους η επίδικη απόφαση δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένη και, ως εκ τούτου, κατέδειξαν επακριβώς και λεπτομερώς, με την αίτηση αναιρέσεως, τα σφάλματα στα οποία φέρεται ότι υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο καταλήγοντας σε διαφορετικό συμπέρασμα.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    41

    Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πραγματικά και νομικά σφάλματα, παραμόρφωσε τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία και δεν παρέσχε αιτιολογία στο πλαίσιο της εκτιμήσεως, στις σκέψεις 35 έως 56 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, της επάρκειας της αιτιολογίας της επίδικης αποφάσεως.

    42

    Πρέπει όμως να υπομνησθεί προκαταρκτικώς ότι από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, κατ’ αρχάς, όταν το Γενικό Δικαστήριο έχει διαπιστώσει ή εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά, το Δικαστήριο είναι μόνον αρμόδιο να ελέγξει, δυνάμει του άρθρου 256 ΣΛΕΕ, τη νομική υπαγωγή των εν λόγω πραγματικών περιστατικών και τις εξ αυτής αντληθείσες έννομες συνέπειες. Συνεπώς, η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών δεν αποτελεί, υπό την επιφύλαξη της περίπτωσης παραμόρφωσης των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, νομικό ζήτημα υποκείμενο, καθεαυτό, στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου (απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2018, Ισπανία κατά Επιτροπής, C‑114/17 P, EU:C:2018:753, σκέψη 75 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    43

    Εν συνεχεία, οσάκις ο αναιρεσείων προβάλλει παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, οφείλει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 256 ΣΛΕΕ, του άρθρου 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 168, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, να εκθέτει επακριβώς τα στοιχεία τα οποία διατείνεται ότι παραμόρφωσε το Γενικό Δικαστήριο και να καταδεικνύει τα σφάλματα αναλύσεως στα οποία υπέπεσε, κατά την εκτίμησή του, το Γενικό Δικαστήριο και τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα την εκ μέρους του παραμόρφωση αυτή. Επιπλέον, η παραμόρφωση πρέπει να προκύπτει προδήλως από τα στοιχεία της δικογραφίας, χωρίς να απαιτείται εκ νέου εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων (απόφαση της 25ης Ιουνίου 2020, CSUE κατά KF, C‑14/19 P, EU:C:2020:492, σκέψη 105).

    44

    Εξάλλου, αν η παραμόρφωση αυτή των αποδεικτικών στοιχείων συνίσταται σε ερμηνεία εγγράφου αντίθετη προς το περιεχόμενό τους, τούτο πρέπει να προκύπτει προδήλως από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο και προϋποθέτει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπερέβη προδήλως τα όρια της εύλογης εκτιμήσεως των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων. Συναφώς, δεν αρκεί να δειχθεί ότι ένα έγγραφο μπορεί να τύχει διαφορετικής ερμηνείας από εκείνη που δέχθηκε το Γενικό Δικαστήριο (απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, České dráhy κατά Επιτροπής, C‑538/18 P και C‑539/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:53, σκέψη 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    45

    Τέλος, βάσει των διατάξεων που μνημονεύονται στη σκέψη 43 της παρούσας αποφάσεως, στην αίτηση αναιρέσεως πρέπει να παρατίθενται επακριβώς τα επικρινόμενα στοιχεία της αποφάσεως της οποίας η αναίρεση ζητείται, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο το αίτημα αυτό. Δεν ανταποκρίνεται στις επιταγές που απορρέουν από τις ανωτέρω διατάξεις αίτηση αναιρέσεως η οποία, χωρίς καν να περιλαμβάνει επιχειρήματα τα οποία να αποσκοπούν ειδικώς στον προσδιορισμό του νομικού σφάλματος που ενέχει ενδεχομένως η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, περιορίζεται στην επανάληψη ή στην κατά γράμμα παράθεση των λόγων και επιχειρημάτων που προβλήθηκαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, περιλαμβανομένων και εκείνων που στηρίζονταν σε πραγματικούς ισχυρισμούς που ρητώς απορρίφθηκαν από το δικαστήριο αυτό. Ειδικότερα, μια τέτοια αίτηση αναιρέσεως αποτελεί στην πραγματικότητα αίτηση για απλή επανεξέταση της ασκηθείσας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγής, η οποία δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου (απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Comunidad Autónoma de Galicia και Retegal κατά Επιτροπής, C‑70/16 P, EU:C:2017:1002, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    46

    Εν προκειμένω, όσον αφορά, κατά πρώτον, το δεύτερο επιχείρημα που προέβαλαν οι αναιρεσείουσες, το οποίο υπομνήσθηκε στη σκέψη 37 της παρούσας αποφάσεως και το οποίο πρέπει να εξεταστεί πρώτα, επισημαίνεται ότι οι αναιρεσείουσες προβάλλουν το εν λόγω επιχείρημα παραπέμποντας απλώς στην επιχειρηματολογία που είχαν αναπτύξει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, χωρίς να καταδείξουν τα σφάλματα αναλύσεως τα οποία, κατά την εκτίμησή τους, οδήγησαν στην προβαλλόμενη παραμόρφωση και, ειδικότερα, χωρίς να καταδείξουν με ποιον τρόπο η προβαλλόμενη παράλειψη του Γενικού Δικαστηρίου να λάβει υπόψη, στο πλαίσιο της εκτιμήσεώς του περί της επάρκειας της αιτιολογίας της επίδικης αποφάσεως, τις επιστολές που είχαν ανταλλάξει με την Επιτροπή συνιστά παραμόρφωση του αποδεικτικού αυτού στοιχείου. Ως εκ τούτου, το εν λόγω επιχείρημα προδήλως δεν ανταποκρίνεται στις επιταγές που μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 42 έως 45 της παρούσας αποφάσεως.

    47

    Όσον αφορά, κατά δεύτερον, το πρώτο και το τρίτο επιχείρημα που προέβαλαν οι αναιρεσείουσες και τα οποία υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 36 και 38 της παρούσας αποφάσεως, επισημαίνεται ότι τα επιχειρήματα αυτά βάλλουν κατά πραγματικών διαπιστώσεων και κατά κρίσεων στις οποίες προέβη το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο της εκτιμήσεώς του περί της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας των ζητηθεισών πληροφοριών. Επομένως, τα εν λόγω επιχειρήματα συγχέονται με ορισμένα επιχειρήματα που προβλήθηκαν στο πλαίσιο του τρίτου και του τέταρτου λόγου αναιρέσεως και, ως εκ τούτου, θα αναλυθούν κατά την εξέταση των τελευταίων.

    48

    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτος.

    Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αφορά την εκτίμηση της αναγκαιότητας των πληροφοριών που ζητήθηκαν με την επίδικη απόφαση

    49

    Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε νομικά σφάλματα, ότι παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως την οποία υπέχει και ότι παραμόρφωσε αποδεικτικά στοιχεία στο πλαίσιο της εκτιμήσεώς του περί της αναγκαιότητας των πληροφοριών που ζητήθηκαν με την επίδικη απόφαση. Ο συγκεκριμένος λόγος αναιρέσεως περιλαμβάνει πέντε σκέλη.

    Επί του πρώτου, του δευτέρου και του τρίτου σκέλους

    – Επιχειρηματολογία των διαδίκων

    50

    Με το πρώτο, το δεύτερο και το τρίτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι τα συμπεράσματα του Γενικού Δικαστηρίου και κατά τα οποία, πρώτον, η επίδικη απόφαση δεν είχε μεταβάλει το πλαίσιο της έρευνας, δεύτερον, η Επιτροπή είχε τη νόμιμη εξουσία να ζητήσει πληροφορίες σχετικά με χρονικά διαστήματα κείμενα εκτός του πλαισίου της έρευνας, όπως αυτό είχε καθοριστεί στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, και, τρίτον, οι πληροφορίες που ζητήθηκαν με την απόφαση αυτή ήταν αναγκαίες, ενέχουν νομικά και πραγματικά σφάλματα και παραμόρφωση των σχετικών αποδεικτικών στοιχείων και είναι αναιτιολόγητα.

    51

    Με το πρώτο σκέλος, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως συνήγαγε, στις σκέψεις 81, 82 και 91 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το συμπέρασμα ότι η επίδικη απόφαση δεν είχε μεταβάλει το πλαίσιο της έρευνας. Ειδικότερα, κατ’ αρχάς, το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε, κατά τις αναιρεσείουσες, να λάβει υπόψη τη μεταξύ των αναιρεσειουσών και της Επιτροπής αλληλογραφία με την οποία αυτές ζητούσαν από την Επιτροπή να επιβεβαιώσει το πλαίσιο αυτό προκειμένου να κατανοήσουν την έκταση της διεξαγόμενης έρευνας. Περαιτέρω, το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να κρίνει ότι, με την επίδικη απόφαση, η Επιτροπή είχε διευρύνει το εν λόγω πλαίσιο διπλασιάζοντας τα χρονικά διαστήματα τα οποία αυτό κάλυπτε και ζητώντας πλείστες πληροφορίες σχετικά με επτά συστατικά στοιχεία συνόλων τσιπ αντί τριών συνόλων τσιπ, χωρίς τούτο να είναι αναγκαίο προκειμένου να είναι σε θέση η Επιτροπή να εξετάσει τα επιχειρήματα που είχαν προβάλει οι αναιρεσείουσες. Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να κρίνει ότι τη διεύρυνση του πλαισίου της έρευνας επιβεβαίωνε και η συμπληρωματική ανακοίνωση αιτιάσεων, η οποία, στηριζόμενη σε στοιχεία που συνελέγησαν χάρη στην επίδικη απόφαση, συνέβαλε στην κατάρτιση ενός εξ ολοκλήρου νέου φακέλου σε βάρος των αναιρεσειουσών βασιζόμενου, μεταξύ άλλων, σε ένα νέο κριτήριο «τιμής-κόστους», «διατηρουμένου αποκλειστικώς του “κελύφους” του φακέλου τον οποίον παρουσίαζε η ανακοίνωση των αιτιάσεων».

    52

    Κατά τον τρόπο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο παρέβη, στη σκέψη 62 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως καθώς και στις σκέψεις 69 επ. αυτής, πάγια νομολογία η οποία επιβάλλει να αξιολογηθεί ο φάκελος υπό το πρίσμα του συνόλου των πραγματικών περιστατικών και του πλαισίου στο οποίο εντάσσονται αυτά, και ιδίως υπό το πρίσμα του γεγονότος ότι η επίδικη απόφαση είχε εκδοθεί σε πολύ προχωρημένο στάδιο μιας εξαιρετικά μακράς διοικητικής διαδικασίας και δύο έτη αφ’ ότου απευθύνθηκε σε αυτούς η ανακοίνωση των αιτιάσεων. Αντιθέτως, το Γενικό Δικαστήριο, επικαλούμενο την ευρεία εξουσία έρευνας της Επιτροπής, επικύρωσε την άποψή της, χωρίς να ελέγξει αν η Επιτροπή είχε εξηγήσει τον τρόπο με τον οποίον έγινε η στάθμιση και η αξιολόγηση των στοιχείων που ελήφθησαν υπόψη.

    53

    Στο πλαίσιο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε επίσης, στη σκέψη 73 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σε νομικό σφάλμα καθόσον στηρίχθηκε κατ’ αναλογίαν στη νομολογία που διαμορφώθηκε με την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, Atlantic Container Line κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑191/98 και T‑212/98 έως T‑214/98, EU:T:2003:245), για να κρίνει ότι το άρθρο 18, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1/2003 δεν επιβάλλει στην Επιτροπή καμία υποχρέωση όσον αφορά τον χρόνο κατά τον οποίο μπορεί να προβεί στην αποστολή αιτήσεων παροχής πληροφοριών, πράγμα που ισοδυναμεί, στην πράξη, με αναγνώριση της ελευθερίας της Επιτροπής να διεξάγει έρευνες επί των εταιριών όπως επιθυμεί και για όσο επιθυμεί, κατά παράβαση των αρχών της αναγκαιότητας, της αναλογικότητας και της χρηστής διοικήσεως και αντιθέτως προς το γράμμα και το πνεύμα της αιτιολογικής σκέψης 23 και του άρθρου 18 του εν λόγω κανονισμού, καθώς και προς την απόφαση της 10ης Μαρτίου 2016, HeidelbergCement κατά Επιτροπής (C‑247/14 P, EU:C:2016:149).

    54

    Με το δεύτερο σκέλος, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε, στις σκέψεις 85, 88 και 127 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τα αποδεικτικά στοιχεία, καθόσον κατανόησε εσφαλμένως, αφενός, το είδος των δεδομένων που είχαν καταχωρισθεί στο εσωτερικό λογιστικό σύστημά τους και εκείνων επί των οποίων στηρίχθηκε η Επιτροπή για να προβεί στην ανάλυση της σχέσης «τιμής-κόστους» στην ανακοίνωση των αιτιάσεων και, αφετέρου, τις επικρίσεις που διατυπώθηκαν κατά της μεθόδου που υιοθετήθηκε στο πλαίσιο της εν λόγω ανακοινώσεως αιτιάσεων.

    55

    Επιπλέον, οι αναιρεσείουσες βάλλουν κατά των εκτιμήσεων του Γενικού Δικαστηρίου ως προς το αν ήταν αναγκαίο να ζητήσει η Επιτροπή πληροφορίες για χρονικά διαστήματα προγενέστερα και μεταγενέστερα του διαστήματος της παραβάσεως. Συναφώς, οι αναιρεσείουσες, αφενός, προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε, στη σκέψη 86 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σε νομικό σφάλμα εφαρμόζοντας κατ’ αναλογίαν στην προκείμενη περίπτωση την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 22ας Μαρτίου 2012, Slovak Telekom κατά Επιτροπής (T‑458/09 και T‑171/10, EU:T:2012:145, σκέψη 51), για να αναγνωρίσει ότι ήταν αναγκαίο για την Επιτροπή να ζητήσει πληροφορίες σχετικά με χρονικό διάστημα προγενέστερο του διαστήματος της παραβάσεως προκειμένου να προσδιορίσει επακριβώς το πλαίσιο εντός του οποίου εντασσόταν μια συμπεριφορά κατά το τελευταίο αυτό διάστημα. Ειδικότερα, κατά τις αναιρεσείουσες, τα επίμαχα στην ανωτέρω απόφαση καθώς και στην εκεί μνημονευομένη νομολογία πραγματικά περιστατικά, τα οποία αφορούσαν αποφάσεις ληφθείσες πριν από την ανακοίνωση των αιτιάσεων και τα οποία σκοπούσαν στον προσδιορισμό του πλαισίου εντός του οποίου εντασσόταν η παραβατική συμπεριφορά, διέφεραν από εκείνα της υπό κρίση υποθέσεως.

    56

    Αφετέρου, οι αναιρεσείουσες αμφισβητούν την ορθότητα των διαπιστώσεων στις οποίες προέβη το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 87 και 90 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και κατά τις οποίες η Επιτροπή μπορούσε να ζητήσει στοιχεία σχετικά με το έτος 2008 και τη λογιστική χρήση 2013 των αναιρεσειουσών. Προς τούτο, προβάλλουν έλλειψη αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως σχετικά με τις διαπιστώσεις αυτές, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε, όπως υποστηρίζουν, να αποδείξει κατά πόσον ασκούν τα στοιχεία αυτά επιρροή ως προς την εκτίμηση της εικαζόμενης παραβάσεως.

    57

    Με το τρίτο σκέλος, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν, κατ’ αρχάς, στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν αιτιολόγησε επαρκώς κατά νόμο, στις σκέψεις 99 έως 111 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τους λόγους για τους οποίους οι πληροφορίες που ζητήθηκαν με την επίδικη απόφαση ήταν αναγκαίες προκειμένου να είναι σε θέση η Επιτροπή να αποδείξει τις αιτιάσεις που διατυπώθηκαν στην ανακοίνωση των αιτιάσεων.

    58

    Εν συνεχεία, οι αναιρεσείουσες θεωρούν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε, μεταξύ άλλων στις σκέψεις 98, 99 και 188 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σε πραγματικό σφάλμα και παραμόρφωσε τα αποδεικτικά στοιχεία κρίνοντας ότι η Επιτροπή χρειαζόταν συμπληρωματικά στοιχεία προκειμένου να υπολογίσει τις τιμές που είχαν πράγματι καταβάλει οι πελάτες τους ώστε να απαντήσει στις επικρίσεις που διατύπωσαν οι αναιρεσείουσες στην απάντησή τους επί της ανακοινώσεως των αιτιάσεων. Ειδικότερα, λαμβανομένων υπόψη των διευκρινίσεων που παρέσχον οι αναιρεσείουσες με την εν λόγω απάντηση, τα στοιχεία αυτά δεν ήταν ούτε αναγκαία ούτε χρήσιμα προς τον σκοπό αυτό.

    59

    Τέλος, οι αναιρεσείουσες αμφισβητούν την ορθότητα των πραγματικών διαπιστώσεων στις οποίες προέβη το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 105 έως 107 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και κατά τις οποίες η περιεχόμενη στην επίδικη απόφαση παραπομπή σε παράρτημα της απαντήσεως σε προγενέστερη αίτηση παροχής πληροφοριών έπρεπε να νοηθεί ως πρόσκληση να προσκομίσουν στοιχεία της ίδιας φύσεως, επαναλαμβάνοντας ότι, με την παραπομπή αυτή, η Επιτροπή τους ζητούσε να επαναλάβουν τις λογιστικές εργασίες προκειμένου να ελέγξουν και πάλι τους λογαριασμούς τους. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε επίσης σε νομικό σφάλμα κρίνοντας ότι υπήρχε σχέση μεταξύ των ζητηθεισών πληροφοριών και της εικαζόμενης παραβάσεως, πράγμα το οποίο επιρρωννύεται κατά τα λοιπά από τη συμπληρωματική ανακοίνωση αιτιάσεων.

    60

    Η Επιτροπή εκτιμά ότι το πρώτο, το δεύτερο και το τρίτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα. Ειδικότερα, οι αναιρεσείουσες δεν επισήμαναν με επαρκή ακρίβεια τα στοιχεία που παραμορφώθηκαν, ούτε κατέδειξαν τα σφάλματα εκτιμήσεως που οδήγησαν σε μια τέτοια παραμόρφωση ούτε τεκμηρίωσαν τους ισχυρισμούς τους περί ελλείψεως αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Αντιθέτως, επανέλαβαν απλώς τα επιχειρήματα που προέβαλαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, επιδιώκοντας την επανεξέτασή τους. Κατά τα λοιπά, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τα σκέλη αυτά είναι, εν πάση περιπτώσει, αβάσιμα.

    61

    Με το υπόμνημα απαντήσεως, οι αναιρεσείουσες επαναλαμβάνουν κατ’ ουσίαν τα επιχειρήματα που προέβαλαν με την αίτηση αναιρέσεως και υποστηρίζουν ότι κατέδειξαν τα σφάλματα στα οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την εκτίμηση είτε των επιχειρημάτων που προέβαλαν πρωτοδίκως είτε των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υποθέσεως.

    – Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    62

    Με το πρώτο, το δεύτερο και το τρίτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, τα οποία πρέπει να συνεξεταστούν, επιχειρείται να αποδειχθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικά και πραγματικά σφάλματα, ότι παραμόρφωσε τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία και ότι δεν αιτιολόγησε επαρκώς την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κρίνοντας, πρώτον, ότι η επίδικη απόφαση δεν είχε μεταβάλει το πλαίσιο της διεξαγόμενης έρευνας, όπως αυτό είχε καθοριστεί στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, δεύτερον, ότι η Επιτροπή μπορούσε νομίμως να ζητήσει πληροφορίες σχετικά με χρονικά διαστήματα ευρισκόμενα εκτός του πλαισίου αυτού και, τρίτον, ότι οι πληροφορίες που ζητήθηκαν με την εν λόγω απόφαση ήταν αναγκαίες.

    63

    Όσον αφορά, κατά πρώτον, τα πραγματικά σφάλματα και την παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων στα οποία φέρεται ότι υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο και τα οποία υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 51, 54, 58 και 59 της παρούσας αποφάσεως, επισημαίνεται ότι οι αναιρεσείουσες απλώς παραθέτουν τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία τα οποία παραμόρφωσε, κατ’ αυτές, το Γενικό Δικαστήριο, επαναλαμβάνοντας κατ’ ουσίαν την εκτίμησή τους την οποία είχαν εκθέσει πρωτοδίκως, χωρίς ωστόσο να προσκομίσουν κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτουν κατά τρόπο πρόδηλο τα σφάλματα τα οποία φέρεται ότι ενέχει η ανάλυση στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο και τα οποία φέρονται ότι οδήγησαν σε μια τέτοια παραμόρφωση ούτε κατέδειξαν ότι το εν λόγω δικαστήριο υπερέβη κατά τρόπο πρόδηλο τα όρια της εύλογης εκτιμήσεως των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων.

    64

    Κατά συνέπεια, συμφώνως προς τη νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 42 έως 45 της παρούσας αποφάσεως, στον βαθμό που με το πρώτο, το δεύτερο και το τρίτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως επιχειρείται να αποδειχθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πραγματικά σφάλματα και ότι παραμόρφωσε τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία, τα σκέλη αυτά πρέπει να απορριφθούν ως προδήλως απαράδεκτα.

    65

    Όσον αφορά, κατά δεύτερον, το βάσιμο των εν λόγω σκελών κατά το μέρος τους το οποίο είναι παραδεκτό, επισημαίνεται ότι με το μέρος αυτό αμφισβητείται κατ’ ουσίαν η κρίση του Γενικού Δικαστηρίου περί της αναγκαιότητας των πληροφοριών που ζητήθηκαν με την επίδικη απόφαση από απόψεως καθ’ ύλην και χρονικής εμβέλειάς τους και του προσάπτονται νομικά σφάλματα καθώς και έλλειψη αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

    66

    Συναφώς, υπενθυμίζεται προκαταρκτικώς ότι, αφενός, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η ανακοίνωση των αιτιάσεων αποτελεί διαδικαστικό και προπαρασκευαστικό έγγραφο το οποίο, προκειμένου να διασφαλισθεί η αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας, ορίζει το αντικείμενο της διοικητικής διαδικασίας που κινεί η Επιτροπή, εμποδίζοντάς την κατά τον τρόπο αυτό να προβάλει άλλες αιτιάσεις με την απόφαση που περατώνει την οικεία διαδικασία. Συνεπώς, η ανακοίνωση των αιτιάσεων, λόγω της φύσεώς της, είναι προσωρινή και ενδέχεται να τροποποιηθεί κατά την αξιολόγηση στην οποία θα προβεί εν συνεχεία η Επιτροπή βάσει των παρατηρήσεων που θα της υποβάλουν ως απάντηση τα μέρη και βάσει άλλων πραγματικών διαπιστώσεων. Ειδικότερα, η Επιτροπή οφείλει να λαμβάνει υπόψη της τα στοιχεία που προκύπτουν από ολόκληρη τη διοικητική διαδικασία είτε για να παραιτηθεί από αβάσιμες αιτιάσεις είτε για να προσαρμόσει και να συμπληρώσει, τόσο από πραγματική όσο και από νομική άποψη, την επιχειρηματολογία της προς στήριξη των αιτιάσεων στις οποίες εμμένει (απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2009, Erste Group Bank κ.λπ. Κατά Επιτροπής, C‑125/07 P, C‑133/07 P και C‑137/07 P, EU:C:2009:576, σκέψεις 310 και 311).

    67

    Επομένως, η Επιτροπή δεν δεσμεύεται από τις πραγματικές ή νομικές εκτιμήσεις περί που περιλαμβάνονται στην ανακοίνωση των αιτιάσεων. Αντιθέτως, οφείλει να αιτιολογήσει την τελική απόφασή της μέσω των οριστικών εκτιμήσεών της οι οποίες στηρίζονται στα αποτελέσματα ολόκληρης της έρευνάς, όπως παρουσιάζονται αυτά κατά τον χρόνο της περατώσεως της επίσημης διαδικασίας, χωρίς να υποχρεούται να εξηγήσει διαφορές που υφίστανται ενδεχομένως σε σχέση με τις προσωρινές εκτιμήσεις της που περιέχονταν στην ανακοίνωση των αιτιάσεων (πρβλ. διάταξη της18ης Ιουνίου 1986, British American Tobacco και Reynolds Industries κατά Επιτροπής, 142/84, μη δημοσιευθείσα, EU:C:1986:250, σκέψη 15, και απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 1987, British American Tobacco και Reynolds Industries κατά Επιτροπής, 142/84 και 156/84, EU:C:1987:490, σκέψη 70).

    68

    Αφετέρου, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι η Επιτροπή μπορεί να απαιτήσει τη γνωστοποίηση μόνον εκείνων των πληροφοριών που θα της επιτρέψουν να επαληθεύσει τις υπόνοιες περί παραβάσεως οι οποίες δικαιολογούν τη διεξαγωγή της έρευνας και εκτίθενται στην αίτηση παροχής πληροφοριών (απόφαση της 10ης Μαρτίου 2016, HeidelbergCement κατά Επιτροπής, C‑247/14 P, EU:C:2016:149, σκέψη 23).

    69

    Λαμβανομένης υπόψη της ευρείας εξουσίας έρευνας την οποία απονέμει στην Επιτροπή ο κανονισμός 1/2003, σ’ αυτήν εναπόκειται να εκτιμήσει αν μια πληροφορία είναι αναγκαία προκειμένου να είναι σε θέση να εντοπίσει παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού. Η Επιτροπή, ακόμη και αν διαθέτει ήδη ενδείξεις ή ακόμη και αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με διαπραχθείσα παράβαση, δύναται νομίμως να κρίνει αναγκαίο να ζητήσει συμπληρωματικές πληροφορίες οι οποίες θα της επιτρέψουν να προσδιορίσει καλύτερα την έκταση της παραβάσεως, τη διάρκειά της ή τον κύκλο των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων (πρβλ. αποφάσεις της 18ης Οκτωβρίου 1989, Orkem κατά Επιτροπής, 374/87, EU:C:1989:387, σκέψη 15, και της 22ας Οκτωβρίου 2002, Roquette Frères, C‑94/00, EU:C:2002:603, σκέψη 78).

    70

    Όσον αφορά τον έλεγχο που ασκεί ο δικαστής της Ένωσης επί της εκτιμήσεως της Επιτροπής ως προς το κατά πόσον είναι αναγκαία μια πληροφορία, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι τούτο πρέπει να εκτιμάται με βάση τον σκοπό που μνημονεύεται στην αίτηση παροχής πληροφοριών, ήτοι με βάση τις υπόνοιες περί παραβάσεων τις οποίες προτίθεται να επαληθεύσει η Επιτροπή (πρβλ. απόφαση της 10ης Μαρτίου 2016, HeidelbergCement κατά Επιτροπής, C‑247/14 P, EU:C:2016:149, σκέψεις 24 και 25). Η απαίτηση να υπάρχει σχέση μεταξύ της αιτήσεως παροχής πληροφοριών και της εικαζόμενης παράβασης ικανοποιείται εφόσον η Επιτροπή μπορεί ευλόγως να υποθέσει, κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης, ότι η εν λόγω πληροφορία θα τη βοηθήσει να διαπιστώσει αν διαπράχθηκε η παράβαση (πρβλ. απόφαση της 19ης Μαΐου 1994, SEP κατά Επιτροπής, C‑36/92 P, EU:C:1994:205, σκέψη 21).

    71

    Εν προκειμένω, επισημαίνεται, κατ’ αρχάς, ότι το Γενικό Δικαστήριο ουδόλως υπέπεσε, στη σκέψη 62 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σε νομικό σφάλμα υπενθυμίζοντας, προκαταρκτικώς, τη νομολογία του Δικαστηρίου που παρατίθεται στις σκέψεις 69 και 70 της παρούσας αποφάσεως.

    72

    Περαιτέρω, το Γενικό Δικαστήριο ουδόλως υπέπεσε σε νομικό σφάλμα κρίνοντας, κατ’ ουσίαν, στις σκέψεις 69 έως 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, στον βαθμό που οι ζητηθείσες πληροφορίες είναι αναγκαίες και η αίτηση παροχής πληροφοριών αναφέρει τα ουσιώδη στοιχεία που καθορίζονται στο άρθρο 18, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1/2003, η διάταξη αυτή δεν περιορίζει την εξουσία της Επιτροπής να απευθύνει αιτήσεις παροχής πληροφοριών μετά την ανακοίνωση των αιτιάσεων, δεδομένου ότι η Επιτροπή δικαιούται να συνεχίσει την έρευνά της μετά την κοινοποίηση της εν λόγω ανακοινώσεως, μεταξύ άλλων προκειμένου να λάβει κάθε αναγκαία διευκρίνιση σχετικά με τα επιχειρήματα που προβάλλουν ή τα στοιχεία που επικαλούνται οι οικείες επιχειρήσεις στην απάντησή τους στην ανακοίνωση, χωρίς τούτο να καθιστά παράνομες τις ως άνω αιτήσεις ή να αναιρεί την αναγκαιότητα των ζητηθεισών πληροφοριών.

    73

    Πράγματι, από τη νομολογία που μνημονεύθηκε στις σκέψεις 66, 67 και 69 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι, δεδομένου ότι η ανακοίνωση των αιτιάσεων αποτελεί προσωρινή πράξη δυνάμενη να τροποποιηθεί, η Επιτροπή δεν δεσμεύεται από τις πραγματικές εκτιμήσεις στις οποίες προέβη σε αυτήν. Αντιθέτως, υποχρεούται να αξιολογήσει τις εκτιμήσεις αυτές βάσει των στοιχείων που θα προκύψουν από ολόκληρη την έρευνά της και, ιδίως, βάσει των παρατηρήσεων που θα υποβάλουν τα ενδιαφερόμενα μέρη, προκειμένου να προσαρμόσει και να συμπληρώσει την επιχειρηματολογία της προς στήριξη των αιτιάσεων στις οποίες εμμένει. Επομένως, η Επιτροπή δικαιούται να ζητήσει συμπληρωματικές πληροφορίες προς τούτο –μεταξύ άλλων προκειμένου να προσδιορίσει καλύτερα την έκταση της παραβάσεως– εφόσον αυτές είναι αναγκαίες κατά τη νομολογία που μνημονεύεται στις σκέψεις 68 έως 70 της παρούσας αποφάσεως.

    74

    Τέλος, όσον αφορά την αναγκαιότητα των πληροφοριών που ζητήθηκαν με την επίδικη απόφαση, επισημαίνεται ότι ο αναγκαίος χαρακτήρας των πληροφοριών αυτών απορρέει από δύο ξεχωριστά σύνολα πραγματικών διαπιστώσεων στις οποίες προέβη το Γενικό Δικαστήριο με τις σκέψεις 85, 88 έως 90, 98 και 99 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και τις οποίες, όπως κρίθηκε στις σκέψεις 63 και 64 της παρούσας αποφάσεως, δεν κατόρθωσαν να κλονίσουν οι αναιρεσείουσες.

    75

    Αφενός, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι η Επιτροπή, κατόπιν, ιδίως, των παρατηρήσεων των αναιρεσειουσών επί της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, εκτίμησε ότι τα στοιχεία στα οποία είχε στηριχθεί προκειμένου να καθορίσει το κριτήριο «τιμής-κόστους» στην εν λόγω ανακοίνωση αιτιάσεων δεν αντανακλούσαν την τιμή που είχαν πράγματι καταβάλει οι πελάτες των αναιρεσειουσών κατά το διάστημα της παραβάσεως, λόγω των αρχών λογιστικής καταχωρίσεως των εισοδημάτων που εφάρμοσαν οι αναιρεσείουσες, όπως αυτές υπομνήσθηκαν από τις ίδιες με τις παρατηρήσεις τους, και λόγω του ότι τα επίμαχα σύνολα τσιπ είχαν πωληθεί με διάφορους συνδυασμούς. Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι ζητηθείσες πληροφορίες, περιλαμβανομένων εκείνων που αφορούσαν διαστήματα πέριξ του διαστήματος της παραβάσεως, αποσκοπούσαν ακριβώς στη θεραπεία μιας τέτοιας αποκλίσεως, μέσω της αποκτήσεως από την Επιτροπή στοιχείων τα οποία θα αντανακλούσαν πιστά την κατάσταση κατά το διάστημα εκείνο, προκειμένου να καθοριστεί κατάλληλο κριτήριο «τιμής-κόστους», δεδομένου ότι το εν λόγω κριτήριο ήταν καθοριστικό για την επαλήθευση των υπονοιών περί παραβάσεως που βάρυναν τις αναιρεσείουσες.

    76

    Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να προσαφθεί στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε νομικό σφάλμα ούτε ότι παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως την οποία υπέχει κρίνοντας, στις σκέψεις 86, 87, 91, 100 και 103 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, ακόμη και αν η Επιτροπή επιδίωξε, στηριζόμενη στις ζητηθείσες πληροφορίες, να τροποποιήσει ή να προσαρμόσει τη μεθοδολογία της λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τις παρατηρήσεις των αναιρεσειουσών, οι πληροφορίες αυτές ήταν αναγκαίες, κατά τη νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 68 έως 70 της παρούσας αποφάσεως, υπό την έννοια ότι η Επιτροπή μπορούσε ευλόγως να κρίνει ότι οι εν λόγω πληροφορίες θα τη βοηθούσαν να διαπιστώσει αν είχε διαπραχθεί η εικαζόμενη παράβαση.

    77

    Κατόπιν των ανωτέρω, το πρώτο, το δεύτερο και το τρίτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως εν μέρει προδήλως απαράδεκτα και εν μέρει αβάσιμα.

    Επί του τέταρτου σκέλους

    – Επιχειρηματολογία των διαδίκων

    78

    Με το τέταρτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε νομικό σφάλμα και σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως απορρίπτοντας ως αλυσιτελές, στις σκέψεις 108 και 109 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, βάσει μεταξύ άλλων της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της 22ας Μαρτίου 2012, Slovak Telekom κατά Επιτροπής (T‑458/09 και T‑171/10, EU:T:2012:145), το επιχείρημά τους ότι η συμπληρωματική ανακοίνωση αιτιάσεων, η οποία εκδόθηκε μετά την επίδικη απόφαση, επιβεβαίωνε τον μη αναγκαίο χαρακτήρα της τελευταίας.

    79

    Ειδικότερα, αντιθέτως προς τις αιτήσεις παροχής πληροφοριών που αποτέλεσαν αντικείμενο της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η εν λόγω ανακοίνωση αιτιάσεων απλώς επιβεβαίωνε και ανέπτυσσε τα επιχειρήματα που είχαν προβάλει οι ίδιες στο δικόγραφο της προσφυγής τους. Επομένως, η εν λόγω ανακοίνωση αιτιάσεων αποτελούσε πρόσθετο αποδεικτικό στοιχείο του μη αναγκαίου χαρακτήρα της επίδικης αποφάσεως, το οποίο, αν είχε ληφθεί υπόψη από το Γενικό Δικαστήριο, το δικαστήριο αυτό θα κατέληγε σε διαφορετικό συμπέρασμα.

    80

    Η Επιτροπή αμφισβητεί την ως άνω επιχειρηματολογία.

    – Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    81

    Με το τέταρτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως προβάλλεται νομικό σφάλμα και πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως στα οποία φέρεται ότι υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 108 και 109 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, απορρίπτοντας ως αλυσιτελές το επιχείρημα των αναιρεσειουσών ότι η συμπληρωματική ανακοίνωση των αιτιάσεων αποδεικνύει ότι η επίδικη απόφαση δεν περιοριζόταν σε ό,τι ήταν αναγκαίο για την επίτευξη του δεδηλωμένου σκοπού της, δεδομένου ότι αυτή εκδόθηκε μετά την επίδικη απόφαση.

    82

    Συναφώς, αρκεί, αφενός, η επισήμανση ότι, όσον αφορά το προβαλλόμενο πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως, οι αναιρεσείουσες αναφέρουν απλώς το σφάλμα αυτό χωρίς ουδόλως να το καταδείξουν. Αφετέρου, όσον αφορά το προβαλλόμενο νομικό σφάλμα, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η νομιμότητα πράξεως της Ένωσης πρέπει να εκτιμάται βάσει των πραγματικών και νομικών στοιχείων που υφίσταντο κατά τον χρόνο εκδόσεώς της και, ως εκ τούτου, πράξεις μεταγενέστερες της εκδόσεως μιας αποφάσεως δεν μπορούν να θίξουν το κύρος της (απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2019, Alcogroup και Alcodis κατά Επιτροπής, C‑403/18 P, EU:C:2019:870, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    83

    Επομένως, συνάγεται ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε νομικό σφάλμα απορρίπτοντας ως αλυσιτελή, στη σκέψη 109 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την επιχειρηματολογία που προέβαλαν οι αναιρεσείουσες προς αμφισβήτηση της νομιμότητας της επίδικης αποφάσεως βάσει πράξεως μεταγενέστερης της εκδόσεώς της, όπως είναι η συμπληρωματική ανακοίνωση αιτιάσεων.

    84

    Επομένως, το τέταρτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

    Επί του πέμπτου σκέλους

    – Επιχειρηματολογία των διαδίκων

    85

    Με το πέμπτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη το σύνολο των κρίσιμων αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον δεν επέτρεψε να περιληφθεί στη δικογραφία η απάντησή τους επί της συμπληρωματικής ανακοινώσεως αιτιάσεων.

    86

    Οι αναιρεσείουσες προσάπτουν ιδίως στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε νομικό σφάλμα, κρίνοντας ότι το εν λόγω συμπληρωματικό αποδεικτικό στοιχείο είχε προσκομιστεί μετά την περάτωση του προφορικού σταδίου της διαδικασίας, και ότι παρέθεσε «συλλογιστική προδήλως πλημμελή και μη προσήκουσα» προκειμένου να το απορρίψει. Ειδικότερα, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι γνωστοποίησαν στο Γενικό Δικαστήριο την απάντησή τους επί της συμπληρωματικής ανακοινώσεως αιτιάσεων μόλις αυτή υποβλήθηκε στην Επιτροπή και ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε την άρνησή του να επαναλάβει το προφορικό αυτό στάδιο.

    87

    Η Επιτροπή αμφισβητεί την ως άνω επιχειρηματολογία.

    – Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    88

    Το πέμπτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως προβάλλεται νομικό σφάλμα και έλλειψη αιτιολογίας εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, καθόσον δεν επέτρεψε να περιληφθεί στη δικογραφία ως αποδεικτικό στοιχείο η απάντηση των αναιρεσειουσών επί της συμπληρωματικής ανακοινώσεως αιτιάσεων.

    89

    Συναφώς, επισημαίνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο ουδόλως υπέπεσε σε νομικό σφάλμα και αιτιολόγησε προσηκόντως την άρνησή του να επιτρέψει να περιληφθεί στη δικογραφία ως αποδεικτικό στοιχείο η απάντηση των αναιρεσειουσών επί της συμπληρωματικής ανακοινώσεως αιτιάσεων. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς επισήμανε, στη σκέψη 24 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η απάντηση αυτή προσκομίστηκε μετά την περάτωση του προφορικού σταδίου της διαδικασίας, προτού κρίνει, χωρίς οι αναιρεσείουσες να αμφισβητήσουν την εν λόγω κρίση ενώπιον του Δικαστηρίου, ότι δεν πληρούνταν καμία από τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στον Κανονισμό Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου για επανάληψη του προφορικού σταδίου της ενώπιόν του διαδικασίας.

    90

    Επομένως, το πέμπτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο και, ως εκ τούτου, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

    Επί του τέταρτου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αφορά την εκτίμηση του αναλογικού χαρακτήρα της επίδικης αποφάσεως

    91

    Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πραγματικά και νομικά σφάλματα και ότι παραμόρφωσε τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία στο πλαίσιο της εξετάσεως του αναλογικού χαρακτήρα της επίδικης αποφάσεως. Ο συγκεκριμένος λόγος αναιρέσεως περιλαμβάνει τέσσερα σκέλη.

    Επί του πρώτου, του δευτέρου και του τρίτου σκέλους

    – Επιχειρηματολογία των διαδίκων

    92

    Με το πρώτο, το δεύτερο και το τρίτο σκέλος του τέταρτου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες αμφισβητούν την ορθότητα της κρίσης του Γενικού Δικαστηρίου περί του αναλογικού χαρακτήρα των πληροφοριών που ζητήθηκαν με την επίδικη απόφαση.

    93

    Με το πρώτο σκέλος, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν κατόρθωσε να κατανοήσει ή ακόμη και ότι αγνόησε ορισμένα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως καθώς και ότι παραμόρφωσε τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία. Αφενός, το Γενικό Δικαστήριο δεν επισήμανε, στις σκέψεις 85 και 127 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το γεγονός ότι η Επιτροπή, σε κανένα στάδιο της έρευνας η οποία κατέληξε στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, δεν είχε ζητήσει τα λογιστικά στοιχεία για καθένα από τα συστατικά στοιχεία των τριών συνόλων τσιπ που αποτέλεσαν το αντικείμενο της εν λόγω έρευνας, τούτο δε παρά το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε, στη σκέψη 85 της αποφάσεως αυτής, ότι η Επιτροπή μπορούσε να είχε λάβει ανά πάσα στιγμή τα στοιχεία αυτά.

    94

    Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο αγνόησε το γεγονός ότι, προκειμένου να συλλεχθούν τα στοιχεία που ζητήθηκαν, οι αναιρεσείουσες ήταν υποχρεωμένες να προσδιορίσουν, να ανεύρουν και να αναλύσουν περίπου 25000 σελίδες εγγράφων τα οποία φυλάσσονταν σε εξωτερικούς χώρους αποθήκευσης και τα οποία δεν ήταν υποχρεωμένες να διατηρούν.

    95

    Με το δεύτερο σκέλος, οι αναιρεσείουσες αμφισβητούν το συμπέρασμα του Γενικού Δικαστηρίου ότι η μορφή την οποία πρότεινε η Επιτροπή για την απάντηση που έπρεπε να δοθεί σε ορισμένες ερωτήσεις δεν ήταν δεσμευτική. Συναφώς, κατ’ αρχάς, προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι, στη σκέψη 131 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, υπέπεσε σε νομικό σφάλμα κατά την ερμηνεία της νομολογίας σχετικά με την έννοια των «πληροφοριών». Ειδικότερα, από τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ν. Wahl στην υπόθεση HeidelbergCement κατά Επιτροπής (C‑247/14 P, EU:C:2015:694, σημεία 106 και 107) προκύπτει ότι στην επιχείρηση μπορεί να επιβληθεί μόνον η υποχρέωση παροχής πληροφοριών, και όχι η υποχρέωση εκπλήρωσης καθηκόντων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Επιτροπής οσάκις αυτή καταρτίζει φάκελο, και ότι η Επιτροπή δεν έχει, κατ’ αρχήν, την εξουσία να επιβάλει στον αποδέκτη αποφάσεως περί αιτήσεως παροχής πληροφοριών την υποχρέωση να της παράσχει, σε όλες τις περιπτώσεις, τις πληροφορίες αυτές υπό συγκεκριμένη μορφή.

    96

    Οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν επιπλέον ότι, στην υπό κρίση περίπτωση, το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε τα αποδεικτικά στοιχεία χαρακτηρίζοντας τις πληροφορίες που τους ζητήθηκαν ως πραγματικά περιστατικά ή έγγραφα, ενώ οι πληροφορίες αυτές συνίσταντο μάλλον σε υπολογισμούς, σε λεπτομέρειες, σε κωδικούς και σε υποθετικές τιμές για προϊόντα τα οποία δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις ώστε να συμφωνηθεί ειδικό οικονομικό κίνητρο με τον πελάτη, καθώς και σε αναλύσεις και σε ερμηνείες εικασιών στις οποίες προέβησαν πρώην υπάλληλοι πριν από πολλά χρόνια.

    97

    Εν συνεχεία, οι αναιρεσείουσες αμφισβητούν την ορθότητα των διαπιστώσεων στις οποίες προέβη αντιστοίχως το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 132 και 133 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και κατά τις οποίες η μορφή που προτάθηκε με την επίδικη απόφαση προκειμένου να δοθεί απάντηση σε ορισμένες ερωτήσεις που είχε θέσει η Επιτροπή δεν ήταν δεσμευτική και ήταν τέτοιου είδους ώστε να διευκολύνει το έργο τους. Όσον αφορά ιδίως την πρώτη διαπίστωση, υποστηρίζουν ότι υποχρεώθηκαν να συμπληρώσουν ένα λογιστικό φύλλο το οποίο ήταν προσαρτημένο στην εν λόγω απόφαση και το οποίο δεν καταρτιζόταν στο σύνηθες πλαίσιο των δραστηριοτήτων τους, πράγμα που τους προκάλεσε δυσχέρειες οι οποίες αποτέλεσαν το αντικείμενο των συζητήσεων με την Επιτροπή.

    98

    Τέλος, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε, στη σκέψη 135 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το γεγονός ότι η Επιτροπή όφειλε να παράσχει κατευθυντήριες γραμμές ως προς τον τρόπο κατά τον οποίο έπρεπε να απαντήσουν στην επίδικη απόφαση δεν ήταν ικανό να αποδείξει ότι ο φόρτος εργασίας που τους επιβλήθηκε προκειμένου να απαντήσουν στις ερωτήσεις που τους είχαν τεθεί με την επίδικη απόφαση δεν είχε αναλογικό χαρακτήρα.

    99

    Με το τρίτο σκέλος, οι αναιρεσείουσες αμφισβητούν την ορθότητα των εκτιμήσεων του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με την υποχρέωσή τους να διατηρούν τα ζητηθέντα στοιχεία και έγγραφα. Κατ’ αρχάς, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν κατ’ ουσίαν στο Γενικό Δικαστήριο ότι, στις σκέψεις 87, 136, 137 και 139 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, υπέπεσε σε νομικό σφάλμα και σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως κρίνοντας, πρώτον, ότι υποχρεούνταν να διατηρούν ακριβή στοιχεία σχετικά με τις τιμές και το κόστος από το 2008, δεύτερον, ότι οι φάκελοι των αρχείων τους ήταν «ανοργάνωτοι» και, τρίτον, ότι η Επιτροπή είχε ζητήσει αποκλειστικώς και μόνον πληροφορίες στις οποίες είχαν πρόσβαση μόνον οι αναιρεσείουσες.

    100

    Συναφώς, πρώτον, οι αναιρεσείουσες επισημαίνουν, αφενός, ότι δεν ήταν νομικώς υποχρεωμένες να διατηρούν τα είδη δεδομένων που απαιτούσε η επίδικη απόφαση και, αφετέρου, ότι μόλις από το 2010 είχαν λάβει γνώση της καταγγελίας κατόπιν της οποίας κινήθηκε η έρευνα, της οποίας η εικαζόμενη παράβαση αντιπροσώπευε αμελητέο τμήμα. Επισημαίνουν επιπλέον ότι η Επιτροπή τους ζήτησε για πρώτη φορά πληροφορίες σχετικά με τις τιμές και το κόστος τον Ιούλιο του 2013 και ότι μόλις από τον Ιούλιο του 2014 το εν λόγω θεσμικό όργανο τις ενημέρωσε ότι η διεξαγόμενη έρευνα είχε πλέον επικεντρωθεί στην υποστηριζόμενη επιθετική τιμολόγηση. Δεύτερον, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι οι φάκελοι των αρχείων τους δεν ήταν «ανοργάνωτοι» και ότι ήταν σε θέση να παράσχουν τις ζητηθείσες πληροφορίες αποκλειστικώς χάρη στο ότι διατηρούσαν έγγραφα τα οποία δεν ήταν υποχρεωμένες να διατηρούν. Τρίτον, οι αναιρεσείουσες επισημαίνουν, κατ’ ουσίαν, ότι από την ανακοίνωση των αιτιάσεων και από τη σκέψη 145 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι τα δεδομένα που ζητήθηκαν με την επίδικη απόφαση τους διαβιβάστηκαν από τους πελάτες τους και, επομένως, η Επιτροπή μπορούσε να τα είχε ζητήσει από εκείνους.

    101

    Περαιτέρω, οι αναιρεσείουσες εκτιμούν ότι το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε και το ίδιο την αρχή της αναλογικότητας κρίνοντας, στη σκέψη 136 επ. της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι ζητηθείσες πληροφορίες ήταν σύμφωνες με την αρχή της αναλογικότητας ως προς τον φόρτο εργασίας τον οποίο συνεπάγονταν, ενώ τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως συνιστούν κατάφωρη απόδειξη περί του αντιθέτου.

    102

    Τέλος, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι η σκέψη 147 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στην οποία το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε τον ισχυρισμό τους ότι είναι δύσκολο να παράσχουν πληροφορίες σχετικά με πραγματικά περιστατικά που ανατρέχουν σε πολλά έτη πριν, καθώς και την άρνηση του Δικαστηρίου να επιτρέψει να περιληφθεί στη δικογραφία η απάντησή τους επί της συμπληρωματικής ανακοινώσεως αιτιάσεων, ενέχει νομικά και πραγματικά σφάλματα, τα οποία εξετάζονται στο πλαίσιο του πρώτου λόγου αναιρέσεως και του τέταρτου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως.

    103

    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το πρώτο σκέλος, καθώς και ορισμένα από τα επιχειρήματα που προβάλλονται στο πλαίσιο του δεύτερου και του τρίτου σκέλους και εκτίθενται αντιστοίχως στις σκέψεις 96, 98 και 101 της παρούσας αποφάσεως, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα. Ειδικότερα, κατά την Επιτροπή, οι αναιρεσείουσες επανέλαβαν απλώς τα επιχειρήματα που προέβαλαν πρωτοδίκως και δεν προσδιόρισαν τα στοιχεία που παραμορφώθηκαν ούτε κατέδειξαν τα σφάλματα στα οποία φέρεται ότι υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο. Κατά τα λοιπά, η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο της επιχειρηματολογίας των αναιρεσειουσών.

    104

    Με το υπόμνημα απαντήσεως, οι αναιρεσείουσες αντιτάσσουν ότι προσδιόρισαν με σαφήνεια στην αίτηση αναιρέσεως τα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά στοιχεία που παραμορφώθηκαν από το Γενικό Δικαστήριο, καθώς και την επιρροή που άσκησαν αυτά στην εκτίμηση του αναλογικού χαρακτήρα της επίδικης αποφάσεως.

    – Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    105

    Με το πρώτο, το δεύτερο και το τρίτο σκέλος του τέταρτου λόγου αναιρέσεως, τα οποία πρέπει να συνεξεταστούν, επιχειρείται να καταδειχθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πραγματικά σφάλματα, ότι παραμόρφωσε τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία και ότι παρέλειψε να αιτιολογήσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του αναλογικού χαρακτήρα των πληροφοριών που ζητήθηκαν με την επίδικη απόφαση.

    106

    Όσον αφορά, κατά πρώτον, το παραδεκτό των σκελών αυτών, επισημαίνεται ότι, κατά το μέρος που με αυτά οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένη κατανόηση ορισμένων πραγματικών περιστατικών, πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως, νομικά σφάλματα και παραμόρφωση των σχετικών αποδεικτικών στοιχείων, τα εν λόγω σκέλη πρέπει να απορριφθούν ως προδήλως απαράδεκτα, συμφώνως προς τη νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 42 έως 45 της παρούσας αποφάσεως.

    107

    Ειδικότερα, αφενός, όσον αφορά τα σφάλματα εκτιμήσεως και την παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων που μνημονεύονται στις σκέψεις 93 και 96 της παρούσας αποφάσεως, οι αναιρεσείουσες κάνουν απλώς μνεία των προβαλλόμενων αυτών πραγματικών σφαλμάτων και παραμορφώσεων, χωρίς ουδόλως να τα αποδείξουν. Αφετέρου, όσον αφορά τα σφάλματα εκτιμήσεως και τα νομικά σφάλματα που μνημονεύονται στις σκέψεις 98 και 101 της παρούσας αποφάσεως, οι αναιρεσείουσες περιορίζονται αντιστοίχως στην επανάληψη των επιχειρημάτων τα οποία προέβαλαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και τα οποία στηρίζονται σε πραγματικά περιστατικά που το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε ρητώς, καθώς και, κατ’ ουσίαν, στην αμφισβήτηση της ορθότητας της εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως, χωρίς ωστόσο να προβάλλουν παραμόρφωσή τους.

    108

    Όσον αφορά, κατά δεύτερον, το βάσιμο του πρώτου, του δεύτερου και του τρίτου σκέλους κατά το μέρος που είναι παραδεκτά, πρέπει, κατ’ αρχάς, να γίνει δεκτό ότι το πρώτο από τα σκέλη αυτά πρέπει να θεωρηθεί ότι σκοπεί στην αμφισβήτηση της ορθότητας της μη συνεκτιμήσεως από το Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του αναλογικού χαρακτήρα των πληροφοριών που ζητήθηκαν με την επίδικη απόφαση, του φόρτου εργασίας που απαιτούνταν για την ανεύρεση και την ανάλυση των εγγράφων τα οποία μπορούσαν να παράσχουν τις εν λόγω πληροφορίες.

    109

    Από τη σκέψη 122 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει όμως ότι το Γενικό Δικαστήριο αναγνώρισε ρητώς ότι επρόκειτο για μεγάλο φόρτο εργασίας. Ωστόσο, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε επίσης, στη σκέψη 121 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, κατά τη νομολογία, την οποία οι αναιρεσείουσες δεν αμφισβητούν, ο αναλογικός χαρακτήρας μιας αιτήσεως παροχής πληροφοριών πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με τις ανάγκες της έρευνας, το δε γεγονός ότι η αίτηση αυτή επιβάλλει στην επιχείρηση μεγάλο φόρτο εργασίας δεν αρκεί καθεαυτό για να αποδειχθεί ότι η εν λόγω αίτηση αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 124 έως 128 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αφενός, επισήμανε ότι η προβαλλόμενη πρακτική που αποτελούσε το αντικείμενο της διεξαγόμενης έρευνας δικαιολογούσε την παροχή μεγάλου όγκου πληροφοριών και, αφετέρου, υπενθύμισε ότι οι εν λόγω πληροφορίες ήταν αναγκαίες προς τον σκοπό της έρευνας αυτής. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς κατέληξε, στη σκέψη 123 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στο συμπέρασμα ότι ο φόρτος εργασίας που απαιτούνταν για την παροχή των ζητηθεισών πληροφοριών δεν ήταν δυσανάλογος, βάσει των αναγκών της έρευνας που συνδέονται με τις προβαλλόμενες υπόνοιες περί παραβάσεως, τούτο δε λαμβανομένων ιδίως υπόψη των απαντήσεων των αναιρεσειουσών επί της ανακοινώσεως των αιτιάσεων.

    110

    Εν συνεχεία, όσον αφορά το δεύτερο σκέλος, με το οποίο οι αναιρεσείουσες αμφισβητούν την ορθότητα της εκτιμήσεως του Γενικού Δικαστηρίου περί του μη δεσμευτικού χαρακτήρα της μορφής που πρότεινε η Επιτροπή για την απάντηση σε ορισμένες ερωτήσεις που είχαν τεθεί με την επίδικη απόφαση, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, λαμβανομένης υπόψη της διατυπώσεως των ερωτήσεων αυτών καθώς και των εισαγωγικών παρατηρήσεων για την απάντηση στις εν λόγω ερωτήσεις, οι οποίες ήταν προσαρτημένες στην επίδικη απόφαση, οι αναιρεσείουσες δεν κατόρθωσαν να καταδείξουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπερέβη προδήλως τα όρια της εύλογης εκτιμήσεως της εν λόγω αποφάσεως, κατά την έννοια της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 44 της παρούσας αποφάσεως, κρίνοντας στις σκέψεις 132 και 133 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αφενός, ότι από κανένα στοιχείο της αποφάσεως αυτής δεν προέκυπτε ότι η μορφή την οποία πρότεινε η Επιτροπή για την απάντηση στις εν λόγω ερωτήσεις ήταν δεσμευτική ούτε ότι οι αναιρεσείουσες δεν είχαν τη δυνατότητα να την προσαρμόσουν εφόσον χρειαζόταν και, αφετέρου, ότι η προταθείσα μορφή ήταν τέτοιου είδους ώστε να διευκολύνει το έργο τους.

    111

    Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι οι διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 110 της παρούσας αποφάσεως αρκούσαν ώστε να απορριφθεί η επιχειρηματολογία των αναιρεσειουσών κατά την οποία το γεγονός ότι είχε επιβληθεί δεσμευτική μορφή απαντήσεως στην επίδικη απόφαση ήταν ικανό να αποδείξει ότι οι ζητηθείσες με πληροφορίες υπερέβαιναν το αναγκαίο μέτρο λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της έρευνας λόγω, το νομικό σφάλμα κατά την ερμηνεία της νομολογίας σχετικά με την έννοια των «πληροφοριών» το οποίο θα μπορούσε να ενέχει η σκέψη 131 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ακόμη και αν θεωρηθεί αποδεδειγμένο, δεν είναι, εν πάση περιπτώσει, δυνατόν να οδηγήσει σε αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Επομένως, οι σχετικές επικρίσεις των αναιρεσειουσών είναι αλυσιτελείς και, ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθούν (πρβλ. αποφάσεις της 14ης Ιουνίου 2018, Makhlouf κατά Συμβουλίου, C‑458/17 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:441, σκέψη 96 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 14ης Μαρτίου 2019, Meta Group κατά Επιτροπής, C‑428/17 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:201, σκέψη 44).

    112

    Τέλος, όσον αφορά το τρίτο σκέλος, επισημαίνεται, αφενός, ότι, κατά το μέρος που αφορά τη σκέψη 147 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τα επιχειρήματα που προβάλλονται προς στήριξή του συγχέονται, μεταξύ άλλων, με εκείνα που προβλήθηκαν στο πλαίσιο του τέταρτου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως και πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθούν για τους ίδιους λόγους με εκείνους που αναπτύχθηκαν στις σκέψεις 82 έως 84 της παρούσας αποφάσεως. Αφετέρου, κατά το μέρος που με το τρίτο σκέλος προσάπτεται στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε νομικά σφάλματα και σε πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως κατά τον προσδιορισμό του περιεχομένου του καθήκοντος των αναιρεσειουσών να διατηρούν τα δεδομένα και τα έγραφα που ζητήθηκαν με την επίδικη απόφαση καθώς και κατά τον προσδιορισμό του περιεχομένου των δεδομένων που έχουν στη διάθεσή τους, επισημαίνεται ότι το σκέλος αυτό στηρίζεται σε εσφαλμένη κατανόηση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθεί ως αβάσιμο.

    113

    Πράγματι, επισημαίνεται ότι οι κρίσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά των οποίων βάλλουν οι αναιρεσείουσες αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο της εκτιμήσεως, στις σκέψεις 136 έως 141 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, του βασίμου των δύο επιχειρημάτων που προβλήθηκαν προς αμφισβήτηση του αναλογικού χαρακτήρα των πληροφοριών που ζητήθηκαν. Τα επιχειρήματα αυτά αφορούσαν αντιστοίχως τις πρακτικές δυσχέρειες που αντιμετώπισαν οι αναιρεσείουσες προκειμένου να συλλέξουν ορισμένες από τις πληροφορίες αυτές και το γεγονός ότι υποχρεώθηκαν να αναλάβουν μια εργασία για λογαριασμό της Επιτροπής προκειμένου να επανεξετάσουν έγγραφα τα οποία είχε ήδη στην κατοχή της η Επιτροπή ώστε να προσδιορίσουν, μεταξύ άλλων, ποιες από τις εν λόγω πληροφορίες δεν είχαν ήδη παρασχεθεί.

    114

    Στο πλαίσιο αυτό, αφενός, το Γενικό Δικαστήριο δεν προέβη, στις σκέψεις 136 και 137 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σε εκτιμήσεις σχετικά με την τυχόν υποχρέωση των αναιρεσειουσών να διατηρούν δεδομένα ή έγγραφα. Αντιθέτως, το Γενικό Δικαστήριο αναγνώρισε ότι δεν μπορούσε, κατ’ αρχήν, να επιβληθεί σε επιχειρήσεις η υποχρέωση να προσκομίσουν στην Επιτροπή έγγραφα τα οποία δεν βρίσκονταν πλέον στην κατοχή τους και τα οποία δεν ήταν πλέον υποχρεωμένες εκ του νόμου να διατηρούν, εκτιμώντας συγχρόνως ότι οι αναιρεσείουσες όφειλαν εντούτοις, τουλάχιστον μετά τις πρώτες αιτήσεις παροχής πληροφοριών που τους απηύθυνε η Επιτροπή τον Ιούνιο του 2010, να ενεργήσουν με αυξημένη επιμέλεια και να λάβουν όλα τα χρήσιμα μέτρα προς διατήρηση των αποδεικτικών στοιχείων τα οποία μπορούσαν ευλόγως να διαθέτουν. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο δεν έκρινε ότι οι φάκελοι των αρχείων τους ήταν «ανοργάνωτοι», αλλά ότι οι ειδικότερες λεπτομέρειες σχετικά με τη διατήρηση των εν λόγω φακέλων δεν ασκεί επιρροή στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της αναλογικότητας της επίδικης αποφάσεως, κρίση την οποία δεν αμφισβήτησαν οι αναιρεσείουσες.

    115

    Αφετέρου, η διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου, στη σκέψη 139 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία από την επίδικη απόφαση δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή ζητεί άλλες πληροφορίες πλην εκείνων στις οποίες έχουν πρόσβαση μόνον οι αναιρεσείουσες, δεν έχει την έννοια ότι οι ζητηθείσες πληροφορίες δεν μπορούσαν να παρασχεθούν από τους πελάτες των αναιρεσειουσών, αλλά ότι οι πληροφορίες αυτές δεν βρίσκονταν όλες στην κατοχή της Επιτροπής, οπότε δεν ήταν σε θέση να πραγματοποιήσει η ίδια την εν λόγω εργασία αναλύσεώς τους.

    116

    Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω, το πρώτο, το δεύτερο και το τρίτο σκέλος του τέταρτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως εν μέρει προδήλως απαράδεκτα, εν μέρει αλυσιτελή και εν μέρει αβάσιμα.

    Επί του τέταρτου σκέλους

    – Επιχειρηματολογία των διαδίκων

    117

    Με το τέταρτο σκέλος του τέταρτου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι, στις σκέψεις 150 έως 159 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, υπέπεσε σε νομικό σφάλμα κρίνοντας ότι το ύψος της χρηματικής ποινής που προβλέπεται στο άρθρο 2 της επίδικης αποφάσεως ήταν σύμφωνο προς την αρχή της αναλογικότητας.

    118

    Οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι στην πραγματικότητα αναγκάστηκαν να απαντήσουν στην επίδικη απόφαση, διότι άλλως θα όφειλαν να καταβάλουν εξαιρετικά υψηλό ποσό ως χρηματική ποινή και ότι, λαμβανομένων υπόψη των δυσχερειών που αντιμετώπισαν προκειμένου να ικανοποιήσουν τα μη ευκαταφρόνητα αιτήματα που περιλαμβάνονταν στην εν λόγω απόφαση, υφίστατο πραγματικός κίνδυνος υλοποιήσεως της απειλής αυτής, οπότε το αίτημά τους περί ακυρώσεως της ως άνω διατάξεως λόγω παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας δεν ήταν πρόωρο.

    119

    Η Επιτροπή αμφισβητεί την ως άνω επιχειρηματολογία.

    – Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    120

    Με το τέταρτο σκέλος του τέταρτου λόγου αναιρέσεως προβάλλεται νομικό σφάλμα στο οποίο φέρεται ότι υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτοντας ως απαράδεκτη την επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε περί του δυσανάλογου χαρακτήρα του ύψους της ημερήσιας χρηματικής ποινής που προβλέπεται στο άρθρο 2 της επίδικης αποφάσεως.

    121

    Όπως όμως έχει κρίνει το Δικαστήριο, ο καθορισμός χρηματικών ποινών βάσει του άρθρου 24 του κανονισμού 1/2003 περιλαμβάνει κατ’ ανάγκην δύο στάδια. Με μια πρώτη απόφαση, η οποία εκδίδεται βάσει του άρθρου 24, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, η Επιτροπή επιβάλλει χρηματική ποινή. Ελλείψει προσδιορισμού του συνολικού ποσού της χρηματικής ποινής, η απόφαση αυτή δεν μπορεί να εκτελεστεί. Το ποσό αυτό μπορεί να καθοριστεί οριστικώς μόνο με νέα απόφαση, η οποία εκδίδεται μεταγενέστερα βάσει του άρθρου 24, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού (πρβλ. απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1989, Hoechst κατά Επιτροπής, 46/87 και 227/88, EU:C:1989:337, σκέψη 55).

    122

    Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε νομικό σφάλμα κρίνοντας, κατ’ αρχάς, στις σκέψεις 155 και 156 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η απόφαση του άρθρου 24, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, καθόσον συνιστά απλώς ένα στάδιο της διαδικασίας κατά το πέρας της οποίας η Επιτροπή θα εκδώσει ενδεχομένως απόφαση περί οριστικού καθορισμού του συνολικού ποσού της χρηματικής ποινής, η οποία θα είναι, επομένως, εκτελεστή, έχει προκαταρκτικό χαρακτήρα στη διαδικασία αυτή και, κατά συνέπεια, δεν παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα. Εν συνεχεία, αφού επισήμανε ότι η επίδικη απόφαση ήταν εκείνη που επέβαλλε χρηματική ποινή, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, πράγμα το οποίο άλλωστε δεν αμφισβητούν οι αναιρεσείουσες, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς συνήγαγε, στις σκέψεις 157 και 158 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το άρθρο 2 της επίδικης αποφάσεως δεν παρήγε δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα.

    123

    Επομένως, ορθώς επίσης το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε, τέλος, στη σκέψη 159 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η επιχειρηματολογία των αναιρεσειουσών περί δυσανάλογου χαρακτήρα του ύψους της χρηματικής ποινής που προβλέπεται στο εν λόγω άρθρο δεν αφορούσε πράξη δεκτική προσφυγής και, ως εκ τούτου, ήταν απαράδεκτη. Ειδικότερα, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, πράξεις δυνάμενες να προσβληθούν αποτελούν, κατ’ αρχήν, τα μέτρα με τα οποία προσδιορίζεται οριστικώς η θέση θεσμικού ή άλλου οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης κατά το πέρας της διοικητικής διαδικασίας και τα οποία παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, όχι όμως και τα ενδιάμεσα μέτρα που κατατείνουν στην προετοιμασία της τελικής αποφάσεως χωρίς να παράγουν τέτοια αποτελέσματα (απόφαση της 25ης Ιουνίου 2020, CSUE κατά KF, C‑14/19 P, EU:C:2020:492, σκέψη 70 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    124

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το τέταρτο σκέλος του τέταρτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο και, ως εκ τούτου, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

    Επί του πέμπτου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αφορά εσφαλμένη εφαρμογή των κανόνων κατανομής του βάρους αποδείξεως

    Επιχειρηματολογία των διαδίκων

    125

    Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι εφάρμοσε εσφαλμένως τους κανόνες που διέπουν το βάρος αποδείξεως όσον αφορά τις παραβάσεων του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, καθόσον απέρριψε τον λόγο ακυρώσεως με τον οποίο προβλήθηκε αδικαιολόγητη αντιστροφή του βάρους αυτού.

    126

    Αφενός, οι αναιρεσείουσες αμφισβητούν την ορθότητα των συμπερασμάτων του Γενικού Δικαστηρίου στις σκέψεις 173 και 174 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά τα οποία σκοπός της Επιτροπής δεν ήταν να ελέγξει τους λογαριασμούς τους, αλλά να συλλέξει στοιχεία τα οποία ήταν αναγκαία προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι επικρίσεις που είχαν αυτές διατυπώσει στην απάντησή τους επί της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, ενώ, ταυτόχρονα, ενεργώντας κατά τον τρόπο αυτό, η Επιτροπή δεν ζητούσε από τις αναιρεσείουσες να εκτελέσουν καθήκοντα για λογαριασμό της. Συναφώς, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι οι ζητηθείσες πληροφορίες ούτε κρίσιμες ήταν ούτε αναγκαίες και ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν απάντησε στο ζήτημα αν, με την επίδικη απόφαση, η Επιτροπή απαιτούσε από αυτές να εκτελέσουν καθήκοντα καταρτίσεως φακέλου τα οποία εμπίπτουν ως εκ τούτου στην αρμοδιότητα του θεσμικού αυτού οργάνου. Ειδικότερα, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι, ζητώντας τους να ελέγξουν το σύνολο των λογιστικών τους εγγραφών, η απόφαση αυτή «ανέθεσε» εκ των πραγμάτων σε αυτές την κατάρτιση νέου φακέλου, χωρίς τούτο να είναι αναγκαίο προκειμένου να είναι σε θέση η Επιτροπή να απαντήσει στα επιχειρήματά τους.

    127

    Αφετέρου, οι αναιρεσείουσες εκτιμούν ότι η διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου, στη σκέψη 175 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, με την επίδικη απόφαση, η Επιτροπή τους ζήτησε απλώς να παράσχουν έγγραφα προς επίρρωση της δηλώσεώς τους ότι είχαν στηριχθεί στη σχετική νομολογία και στις κατευθυντήριες γραμμές του θεσμικού αυτού οργάνου, δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη και επαναλαμβάνουν ότι, με την απόφαση αυτή, το εν λόγω θεσμικό όργανο τους ζητούσε να αποδείξουν ότι είχαν ενεργήσει σύμφωνα με τον νόμο, πράγμα που συνιστά «ανεπίτρεπτη» αντιστροφή του βάρους αποδείξεως.

    128

    Η Επιτροπή αμφισβητεί την ως άνω επιχειρηματολογία.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    129

    Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι κακώς απέρριψε τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως με τον οποίο προβλήθηκε αντιστροφή του βάρους αποδείξεως, καθόσον η Επιτροπή απαίτησε από αυτές να εκτελέσουν καθήκοντα εμπίπτοντα στην αρμοδιότητά της.

    130

    Όσον αφορά, κατά πρώτον, τα επιχειρήματα που βάλλουν κατά των σκέψεων 173 και 174 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τονίζεται, αφενός, ότι οι σκέψεις αυτές παραπέμπουν στην ανάλυση στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο, αντιστοίχως, στις σκέψεις 106 και 107 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως καθώς και στις σκέψεις 138 έως 140 της ίδιας αποφάσεως στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου και του δεύτερου λόγου ακυρώσεως οι οποίοι αφορούσαν αντιστοίχως τον αναγκαίο και τον αναλογικό χαρακτήρα των πληροφοριών που ζητήθηκαν με την επίδικη απόφαση, ανάλυση την οποία οι αναιρεσείουσες δεν κατόρθωσαν να ανατρέψουν με τον τρίτο και τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως. Αφετέρου, επισημαίνεται ότι τα επιχειρήματα αυτά στηρίζονται κατ’ ουσίαν στις ίδιες εκτιμήσεις με εκείνες που διατυπώθηκαν και απορρίφθηκαν στο πλαίσιο της εξετάσεως του τρίτου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως και του τρίτου σκέλους του τέταρτου λόγου αναιρέσεως. Επομένως, τα εν λόγω επιχειρήματα πρέπει επίσης να απορριφθούν ως αβάσιμα.

    131

    Όσον αφορά, κατά δεύτερον, την επιχειρηματολογία περί ελλείψεως αιτιολογίας του συμπεράσματος που περιλαμβάνεται στη σκέψη 175 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως κατά το οποίο η Επιτροπή δεν ζήτησε από τις αναιρεσείουσες να αποδείξουν ότι συμμορφώνονταν προς τον νόμο, επισημαίνεται ότι, με την επιχειρηματολογία αυτή, οι αναιρεσείουσες επιδιώκουν στην πραγματικότητα να θέσουν υπό αμφισβήτηση την ορθότητα της εκτιμήσεως του Γενικού Δικαστηρίου περί του περιεχομένου της επίδικης αποφάσεως, χωρίς ωστόσο να προβάλλουν παραμόρφωσή της. Αντιθέτως, επαναλαμβάνουν απλώς την επιχειρηματολογία την οποία προέβαλαν πρωτοδίκως στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου ακυρώσεως και η οποία στηρίζεται σε ερμηνεία της αποφάσεως αυτής η οποία απορρίφθηκε ρητώς από το Γενικό Δικαστήριο. Κατά συνέπεια, συμφώνως προς τη νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 42 έως 45 της παρούσας αποφάσεως, η επιχειρηματολογία αυτή πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτη.

    132

    Υπό τις συνθήκες αυτές, ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει προδήλως απαράδεκτος και εν μέρει αβάσιμος.

    Επί του έκτου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αφορά προσβολή του δικαιώματος μη αυτοενοχοποιήσεως

    Επιχειρηματολογία των διαδίκων

    133

    Με τον έκτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο νομικά και πραγματικά σφάλματα, καθώς και παραμόρφωση των σχετικών αποδεικτικών στοιχείων, και έλλειψη αιτιολογίας κατά την εκτίμηση του πέμπτου λόγου ακυρώσεως με τον οποίον οι αναιρεσείουσες προέβαλαν προσβολή του δικαιώματός τους μη αυτοενοχοποιήσεως.

    134

    Κατ’ αρχάς, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι η σκέψη 186 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με την οποία το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε προκαταρκτικώς ότι οι αναιρεσείουσες προέβαλαν απλώς κατά τρόπο αφηρημένο την εν λόγω προσβολή, ενέχει σφάλματα, όπως προκύπτει από τα επιχειρήματα που προέβαλαν πρωτοδίκως.

    135

    Εν συνεχεία, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι, για τους ίδιους λόγους με εκείνους που εκτέθηκαν σε σχέση με τη σκέψη 175 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου στη σκέψη 190 της εν λόγω αποφάσεως, κατά την οποία η επίδικη απόφαση δεν επέβαλλε στις αναιρεσείουσες να προβούν σε εκτιμήσεις βάσει των οποίων θα κατέληγαν ενδεχομένως να ομολογήσουν ότι είχαν ενεργήσει κατά παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη.

    136

    Τέλος, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το συμπέρασμα του Γενικού Δικαστηρίου στη σκέψη 192 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με το οποίο απορρίφθηκε η επιχειρηματολογία τους ότι η επίδικη απόφαση συνιστά προσβολή του δικαιώματός τους μη αυτοενοχοποιήσεως δεδομένου ότι τις αναγκάζει να προσκομίσουν έγγραφα τα οποία δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως «προϋπάρχοντα», ενέχει νομικά και πραγματικά σφάλματα.

    137

    Ειδικότερα, αφενός, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα κατά την ερμηνεία της αποφάσεως της 28ης Απριλίου 2010, Amann & Söhne και Cousin Filterie κατά Επιτροπής (T‑446/05, EU:T:2010:165, σκέψη 328), κρίνοντας ότι αίτημα προσκομίσεως εγγράφου το οποίο δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «προϋπάρχον» δεν προσβάλλει κατ’ ανάγκην το δικαίωμα μη αυτοενοχοποιήσεως, ενώ η απόφαση αυτή αναφέρει απλώς ότι η απλή υποχρέωση απαντήσεως σε ερωτήσεις οι οποίες αφορούν αμιγώς πραγματικά περιστατικά δεν είναι δυνατόν να προσβάλει τα δικαιώματα άμυνας ή το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη.

    138

    Αφετέρου, η σκέψη 192 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως στηρίζεται σε πραγματικό σφάλμα, στον βαθμό που, με την επίδικη απόφαση, η Επιτροπή ζήτησε από τις αναιρεσείουσες να παράσχουν πληροφορίες οι οποίες δεν μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως πραγματικά περιστατικά ή έγγραφα, καθώς και να προσκομίσουν στοιχεία τα οποία να αποδεικνύουν ότι έλαβαν προληπτικά μέτρα ώστε να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης ειδάλλως θα θεωρούνταν ότι δεν είχαν τηρήσει την υποχρέωσή τους.

    139

    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, δεδομένου ότι οι αναιρεσείουσες παρέπεμψαν απλώς το Δικαστήριο στα επιχειρήματα που είχαν προβάλει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, τα επιχειρήματα τα οποία προβλήθηκαν κατά των σκέψεων 186 και 192 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και τα οποία εκτίθενται στις σκέψεις 134 και 138 της παρούσας αποφάσεως πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα και ότι ο έκτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατά τα λοιπά. Με το υπόμνημα απαντήσεως, οι αναιρεσείουσες αντιτάσσουν ότι, ακριβώς λόγω της παραπομπής αυτής, τα ως άνω επιχειρήματα είναι παραδεκτά.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    140

    Με τον έκτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικά και πραγματικά σφάλματα, καθώς και ότι παραμόρφωσε τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία και δεν παρέσχε αιτιολογία στο πλαίσιο της εκτιμήσεώς του περί της προβαλλόμενης προσβολής από την Επιτροπή, στην επίδικη απόφαση, του δικαιώματός τους μη αυτοενοχοποιήσεως.

    141

    Όσον αφορά το παραδεκτό του συγκεκριμένου λόγου αναιρέσεως, από τη νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 42 έως 45 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι, στον βαθμό που η επιχειρηματολογία επί της σκέψεως 186 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως στηρίζεται αποκλειστικώς σε επιχειρήματα τα οποία προβλήθηκαν πρωτοδίκως και στα οποία απλώς παραπέμπουν οι αναιρεσείουσες, η επιχειρηματολογία αυτή πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτη. Το ίδιο ισχύει και για την επιχειρηματολογία περί πραγματικού σφάλματος στο οποίο φέρεται ότι υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο με τη σκέψη 192 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αφενός, δεδομένου ότι η επιχειρηματολογία αυτή στηρίζεται στις ίδιες εκτιμήσεις με εκείνες οι οποίες εκτίθενται στη σκέψη 96 της παρούσας αποφάσεως και οι οποίες απορρίφθηκαν ως απαράδεκτες στη σκέψη 107 και, αφετέρου, δεδομένου ότι οι αναιρεσείουσες αμφισβητούν την ορθότητα της εκτιμήσεως του Γενικού Δικαστηρίου περί του περιεχομένου της επίδικης αποφάσεως, χωρίς ωστόσο να προβάλλουν παραμόρφωσή της.

    142

    Όσον αφορά το βάσιμο του συγκεκριμένου λόγου αναιρέσεως κατά το μέρος που είναι παραδεκτός, υπενθυμίζεται προκαταρκτικώς ότι, βάσει της αιτιολογικής σκέψης 23 του κανονισμού 1/2003, όταν οι επιχειρήσεις συμμορφώνονται με απόφαση περί αιτήσεως παροχής πληροφοριών της Επιτροπής, δεν μπορούν να υποχρεωθούν να ομολογήσουν ότι διέπραξαν παράβαση, αλλά υποχρεούνται εν πάση περιπτώσει να απαντήσουν στις περί ερωτήσεις που αφορούν πραγματικά περιστατικά και να παράσχουν έγγραφα, ακόμη και αν οι πληροφορίες αυτές μπορεί να χρησιμοποιηθούν εναντίον τους ή εναντίον άλλων επιχειρήσεων για τη θεμελίωση της ύπαρξης παράβασης.

    143

    Η εν λόγω αιτιολογική σκέψη επαναλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, πάγια νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία η Επιτροπή δύναται να υποχρεώσει μια επιχείρηση να παράσχει όλες τις σχετικές με τα πραγματικά περιστατικά πληροφορίες οι οποίες είναι αναγκαίες και τις οποίες ενδεχομένως γνωρίζει και να της γνωστοποιήσει, εν ανάγκη, τα σχετικά έγγραφα που έχει η εν λόγω επιχείρηση στην κατοχή της, ακόμη κι αν τα έγγραφα αυτά μπορεί να χρησιμεύσουν προς στοιχειοθέτηση, κατά της εν λόγω επιχειρήσεως ή κατά άλλης επιχειρήσεως, συμπεριφοράς θίγουσας τον ανταγωνισμό. Μολονότι η Επιτροπή δεν μπορεί να επιβάλει σε επιχείρηση την υποχρέωση να απαντήσει σε ερωτήσεις κατά τρόπον ώστε να παραδεχθεί την ύπαρξη της παραβάσεως με την απόδειξη της οποίας βαρύνεται η Επιτροπή, η εν λόγω επιχείρηση δεν μπορεί εντούτοις να μην ανταποκριθεί σε αιτήσεις προσκομίσεως εγγράφων με την αιτιολογία ότι, αν το πράξει, θα αναγκαστεί να καταθέσει εις βάρος του εαυτού της (πρβλ. αποφάσεις της 18ης Οκτωβρίου 1989, Orkem κατά Επιτροπής, 374/87, EU:C:1989:387, σκέψεις 27, 34 και 35, και της 29ης Ιουνίου 2006, Επιτροπή κατά SGL Carbon, C‑301/04 P, EU:C:2006:432, σκέψεις 41 έως 44 και 48).

    144

    Όσον αφορά, κατά πρώτον, την επιχειρηματολογία με την οποία προβάλλεται έλλειψη αιτιολογίας του συμπεράσματος που συνάγεται στη σκέψη 190 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως κατά το οποίο η Επιτροπή, ζητώντας από τις αναιρεσείουσες να προσκομίσουν έγγραφα προς επίρρωση της δηλώσεώς τους ότι είχαν στηριχθεί στη σχετική νομολογία και στις κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής, δεν επέβαλε στις αναιρεσείουσες να προβούν σε εκτιμήσεις βάσει των οποίων θα κατέληγαν ενδεχομένως να παραδεχθούν ότι είχαν ενεργήσει κατά παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, επισημαίνεται ότι η επιχειρηματολογία αυτή στηρίζεται στις ίδιες αιτιάσεις με εκείνες που προβλήθηκαν σε σχέση με τη σκέψη 175 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και πρέπει, ως εκ τούτου, για τους ίδιους λόγους με εκείνους που εκτίθενται στη σκέψη 131 της παρούσας αποφάσεως, να απορριφθεί.

    145

    Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο αιτιολόγησε επαρκώς κατά νόμο το συμπέρασμα το οποίο συνήγαγε στη σκέψη 190 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Ειδικότερα, κατ’ αρχάς, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε, στις σκέψεις 180, 182 και 183 της αποφάσεως αυτής, τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 143 της παρούσας αποφάσεως. Εν συνεχεία, στηριζόμενο, μεταξύ άλλων, στη δική του νομολογία, το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε, στις σκέψεις 184 και 185 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, αφενός, απόκειται στον δικαστή της Ένωσης να εξακριβώσει, σε περίπτωση αμφισβητήσεως όσον αφορά το περιεχόμενο ερωτήσεως που τίθεται με αίτηση παροχής πληροφοριών, αν δεδομένη απάντηση του αποδέκτη της αιτήσεως θα ισοδυναμούσε πράγματι με αναγνώριση της διαπράξεως παραβάσεως και ότι, αφετέρου, οι απαντήσεις που αφορούν αμιγώς πραγματικά περιστατικά δεν μπορούν, κατ’ αρχήν, να θεωρηθούν ικανές να υποχρεώσουν τον αποδέκτη να ομολογήσει τη διάπραξη της εν λόγω παραβάσεως. Επομένως, βάσει της προαναφερθείσας νομολογίας, την οποία εξάλλου δεν αμφισβητούν οι αναιρεσείουσες, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε, στις σκέψεις 187 και 190 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στο συμπέρασμα ότι, στον βαθμό που οι πληροφορίες που ζητήθηκαν με την επίδικη απόφαση αφορούν αμιγώς πραγματικά περιστατικά και μπορούν να αποκτηθούν μεταξύ άλλων με αίτηση προσκομίσεως εσωτερικών εγγράφων, η παροχή των πληροφοριών αυτών δεν επέβαλλε στις αναιρεσείουσες να προβούν σε εκτιμήσεις βάσει των οποίων θα κατέληγαν ενδεχομένως να παραδεχθούν ότι είχαν ενεργήσει κατά παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ.

    146

    Όσον αφορά, κατά δεύτερον, την επιχειρηματολογία με την οποία προβάλλεται νομικό σφάλμα στο οποίο φέρεται ότι υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 192 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, επισημαίνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε ορθώς τη νομολογία που απορρέει από την απόφαση της 28ης Απριλίου 2010, Amann & Söhne και Cousin Filterie κατά Επιτροπής (T‑446/05, EU:T:2010:165, σκέψη 328), υπό την έννοια ότι, καθόσον η νομολογία αυτή αποκλείει ότι η επιβολή υποχρέωσης προσκομίσεως προϋπαρχόντων εγγράφων μπορεί να έχει ως συνέπεια την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, δεν μπορεί να συναχθεί εξ αντιδιαστολής από την εν λόγω νομολογία ότι αυτή έχει την έννοια ότι κάθε αίτηση προσκομίσεως εγγράφου το οποίο δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «προϋπάρχον» συνιστά κατ’ ανάγκην προσβολή των δικαιωμάτων αυτών και ιδίως του δικαιώματος μη αυτοενοχοποιήσεως.

    147

    Ειδικότερα, από τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 143 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι μια επιχείρηση απαλλάσσεται από την υποχρέωση να παράσχει όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες, κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύεται στις σκέψεις 68 έως 70 της παρούσας αποφάσεως, μόνο στην περίπτωση που θα υποχρεωνόταν να δώσει απαντήσεις με τις οποίες θα κατέληγε να παραδεχθεί τη διάπραξη της παραβάσεως. Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, χωρίς οι αναιρεσείουσες να αμφισβητήσουν την εν λόγω κρίση, ότι τούτο δεν ίσχυε, στον βαθμό που οι αναιρεσείουσες δεν είχαν προβάλει κανένα συγκεκριμένο επιχείρημα ικανό να αποδείξει ότι το γεγονός ότι κλήθηκαν –προκειμένου να απαντήσουν στις ερωτήσεις της Επιτροπής– να καταχωρίσουν τα πραγματικά στοιχεία που τους ζητήθηκαν σε έγγραφο το οποίο σκοπό είχε να διευκολύνει την Επιτροπή ως προς την κατανόησή τους μπορούσε αυτό καθεαυτό να συνιστά προσβολή του δικαιώματος μη αυτοενοχοποιήσεως.

    148

    Υπό τις συνθήκες αυτές, ο έκτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει προδήλως απαράδεκτος και εν μέρει ως αβάσιμος.

    149

    Δεδομένου ότι απορρίφθηκε το σύνολο των λόγων αναιρέσεως, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    150

    Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων. Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου του 184, παράγραφος 1, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

    151

    Δεδομένου ότι η Qualcomm και η Qualcomm Europe ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα της κατ’ αναίρεση δίκης, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) αποφασίζει:

     

    1)

    Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

     

    2)

    Καταδικάζει τις Qualcomm Inc. και Qualcomm Europe Inc. στα δικαστικά έξοδα.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

    Top