EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62019CJ0273

Απόφαση του Δικαστηρίου (δέκατο τμήμα) της 22ας Οκτωβρίου 2020.
Εθνικό Κέντρο Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης (EKETA) κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Αίτηση αναιρέσεως – Ρήτρα διαιτησίας – Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 – Άρθρο 52 – Κανονισμός (ΕΚ) 2321/2002 – Απόφαση 1513/2002/ΕΚ – Σύμβαση επιχορηγήσεως – Έργο Sensation – Έκτο πρόγραμμα-πλαίσιο – Επιλέξιμες δαπάνες – Σύγκρουση συμφερόντων – Βάρος αποδείξεως – Φύλλα καταγραφής χρόνου απασχόλησης – Έκθεση ελέγχου – Αποδεικτική ισχύς – Αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχειρίσεως – Αρχή της αναλογικότητας.
Υπόθεση C-273/19 P.

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2020:852

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δέκατο τμήμα)

της 22ας Οκτωβρίου 2020 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Ρήτρα διαιτησίας – Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 – Άρθρο 52 – Κανονισμός (ΕΚ) 2321/2002 – Απόφαση 1513/2002/ΕΚ – Σύμβαση επιχορηγήσεως – Έργο Sensation – Έκτο πρόγραμμα-πλαίσιο – Επιλέξιμες δαπάνες – Σύγκρουση συμφερόντων – Βάρος αποδείξεως – Φύλλα καταγραφής χρόνου απασχόλησης – Έκθεση ελέγχου – Αποδεικτική ισχύς – Αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχειρίσεως – Αρχή της αναλογικότητας»

Στην υπόθεση C‑273/19 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 31 Μαρτίου 2019,

Εθνικό Κέντρο Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης (ΕΚΕΤΑ), με έδρα τη Θεσσαλονίκη (Ελλάδα), εκπροσωπούμενο από τους Β. Χριστιανό και Δ. Καραγκούνη, δικηγόρους,

αναιρεσείον,

όπου ο έτερος διάδικος είναι η

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον O. Verheecke και τις Α. Κατσιμέρου και Α. Κυρατσού,

εναγομένη πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο τμήμα),

συγκείμενο από τους E. Juhász (εισηγητή), προεδρεύοντα, Κ. Λυκούργο και I. Jarukaitis, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: E. Tanchev

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την αίτηση αναιρέσεως, το Εθνικό Κέντρο Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης (ΕΚΕΤΑ) (Ελλάδα) ζητεί τη μερική αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 22ας Ιανουαρίου 2019, EKETA κατά Επιτροπής (T‑166/17, μη δημοσιευθείσα, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2019:26), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο υποχρέωσε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να καταβάλει στο ΕΚΕΤΑ το ποσό των 19 522,57 ευρώ, πλέον τόκων, και απέρριψε τα αιτήματά του με τα οποία ζητούσε να υποχρεωθεί η Επιτροπή να του καταβάλει το υπόλοιπο ποσό, ήτοι το ποσό των 159 578,77 ευρώ, πλέον τόκων.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η απόφαση 1513/2002/ΕΚ

2        Με την απόφαση 1513/2002/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2002, για το έκτο πρόγραμμα-πλαίσιο δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, με σκοπό τη συμβολή στη δημιουργία του ευρωπαϊκού χώρου έρευνας και στην καινοτομία (2002‑2006) (ΕΕ 2002, L 232, σ. 1), εγκρίθηκε το έκτο πρόγραμμα-πλαίσιο (στο εξής: πρόγραμμα FP6).

3        Σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 2, της αποφάσεως αυτής, οι λεπτομερείς όροι της χρηματοδοτικής συμμετοχής της Ευρωπαϊκής Ένωσης διέπονταν, μεταξύ άλλων, από τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ 2002, L 248, σ. 1).

 Ο κανονισμός 1605/2002

4        Το άρθρο 52 του κανονισμού 1605/2002 ορίζει τα εξής:

«1.      Απαγορεύεται στους δημοσιονομικούς παράγοντες να εκδίδουν οποιαδήποτε πράξη εκτέλεσης του προϋπολογισμού η οποία ενδέχεται να φέρει τα συμφέροντά τους σε σύγκρουση με τα συμφέροντα των Κοινοτήτων. Εάν προκύψει τέτοια περίπτωση, οι εν λόγω παράγοντες υποχρεούνται να απόσχουν από τη σχετική ενέργεια και να αναφέρουν το γεγονός στην αρμόδια αρχή.

2.      Υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων όταν η αμερόληπτη και αντικειμενική άσκηση των καθηκόντων ενός φορέα εκτέλεσης του προϋπολογισμού ή ενός εσωτερικού ελεγκτή υπονομεύεται από οικογενειακούς ή συναισθηματικούς λόγους, από λόγους πολιτικών ή εθνικών δεσμών, από λόγους οικονομικού συμφέροντος ή από οποιονδήποτε άλλο λόγο σύμπτωσης συμφερόντων με τον ενδιαφερόμενο.»

5        Κατά το άρθρο 94 του κανονισμού αυτού:

«Από την ανάθεση σύμβασης αποκλείονται οι υποψήφιοι ή προσφέροντες οι οποίοι, κατά τη διαδικασία σύναψης της εν λόγω σύμβασης:

α)      τελούν υπό κατάσταση σύγκρουσης συμφερόντων·

[...]»

 Ο κανονισμός (ΕΚ) 2321/2002

6        Ο κανονισμός (ΕΚ) 2321/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με τους κανόνες συμμετοχής επιχειρήσεων, κέντρων ερευνών και πανεπιστημίων και τους κανόνες διάδοσης των αποτελεσμάτων της έρευνας για την υλοποίηση του έκτου προγράμματος πλαισίου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (2002‑2006) (ΕΕ 2002, L 355, σ. 23), ορίζει στο άρθρο 12, το οποίο φέρει τον τίτλο «Συμβάσεις και συμφωνίες consortium», τα εξής:

«1.      Για κάθε πρόταση που επιλέγεται προς έμμεση δράση, η Επιτροπή συνάπτει σύμβαση. Η σύμβαση αυτή καταρτίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του έκτου προγράμματος πλαισίου και του παρόντος κανονισμού, και λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων των εκάστοτε χρησιμοποιούμενων μέσων.

[...]

2.      Η σύμβαση καθορίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις όλων των συμμετεχόντων σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού, και ιδίως τις ρυθμίσεις για την επιστημονική, τεχνολογική και χρηματοοικονομική παρακολούθηση της έμμεσης δράσης, την επικαιροποίηση των στόχων της, την τροποποίηση της σύνθεσης του consortium, την καταβολή της χρηματοδοτικής συνεισφοράς της Κοινότητας, και, αν συντρέχει περίπτωση, τις προϋποθέσεις επιλεξιμότητας των απαραίτητων δαπανών καθώς και τους κανόνες διάδοσης και αξιοποίησης.

[...]

3.      Προκειμένου να κατοχυρωθεί η προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας, στις συμβάσεις προβλέπονται κατάλληλες κυρώσεις, όπως ορίζονται, μεταξύ άλλων, στον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων [(ΕΕ 1995, L 312, σ. 1)].

4.      Η σύναψη σύμβασης δεν θίγει το δικαίωμα της Επιτροπής να εκδώσει απόφαση είσπραξης, η οποία αποτελεί εκτελεστό τίτλο σύμφωνα με το άρθρο 256 της συνθήκης, προκειμένου να ζητήσει από συμμετέχοντα την επιστροφή οφειλόμενου ποσού. Πριν από την έκδοση της εν λόγω απόφασης, η Επιτροπή ζητεί από τον συμμετέχοντα να της υποβάλει τις παρατηρήσεις του εντός καθορισμένης προθεσμίας.

[...]»

7        Το άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού αυτού προβλέπει ότι οι επιλέξιμες δαπάνες πρέπει να είναι πραγματικές, οικονομικές και αναγκαίες για την εκτέλεση της έμμεσης δράσης.

8        Το άρθρο 18 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Τεχνική, τεχνολογική και χρηματοοικονομική παρακολούθηση και έλεγχοι», ορίζει στις παραγράφους 2 και 3 τα εξής:

«2.      Σύμφωνα με τη σύμβαση, η Επιτροπή λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίσει την επίτευξη των στόχων της έμμεσης δράσης κατά τρόπο ώστε να κατοχυρώνονται τα οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας. Η Επιτροπή δύναται, εφόσον χρειάζεται για [τη] διασφάλιση αυτών των συμφερόντων, να αναπροσαρμόσει τη χρηματοδοτική συνεισφορά της Κοινότητας ή να αναστείλει την έμμεση δράση σε περίπτωση παραβίασης των διατάξεων του παρόντος κανονισμού ή των όρων της σύμβασης.

3.      Η Επιτροπή [...] έχει δικαίωμα να διενεργεί επιστημονικούς, τεχνολογικούς και χρηματοοικονομικούς ελέγχους στους συμμετέχοντες, προκειμένου να επαληθεύσει ότι η έμμεση δράση υλοποιείται ή έχει υλοποιηθεί σύμφωνα με τους όρους που έχουν δηλώσει οι συμμετέχοντες και σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης.

[...]»

 Η σύμβαση Sensation

9        Το έργο «Advanced Sensor Development for Attention, Stress, Vigilance and Sleep/Wakefulness Monitoring» (στο εξής: έργο Sensation) χρηματοδοτούνταν δυνάμει της υπ’ αριθ. 507231 συμβάσεως επιχορηγήσεως (στο εξής: σύμβαση Sensation), η οποία υπογράφηκε στις 24 Δεκεμβρίου 2003 σε εκτέλεση του προγράμματος FP6. Η εν λόγω σύμβαση περιλαμβάνει την κύρια συμφωνία χρηματοδοτήσεως (στο εξής: κύρια συμφωνία), καθώς και έξι παραρτήματα. Το πρώτο παράρτημα περιγράφει το έργο και το δεύτερο παράρτημα περιλαμβάνει τους εφαρμοστέους γενικούς όρους (στο εξής: γενικοί όροι).

10      Το άρθρο 12 της κύριας συμφωνίας ορίζει ως εφαρμοστέο το βελγικό δίκαιο και το άρθρο 13 αυτής περιλαμβάνει ρήτρα διαιτησίας κατά την έννοια του άρθρου 272 ΣΛΕΕ.

11      Το σημείο ΙΙ.3, παράγραφος 2, στοιχείο l, των γενικών όρων, με τίτλο «Υποχρεώσεις εκτέλεσης», ορίζει τα εξής:

«Κάθε αντισυμβαλλόμενος:

[...]

l)      λαμβάνει κάθε απαραίτητο μέτρο προφύλαξης ώστε να αποφύγει οιοδήποτε κίνδυνο σύγκρουσης συμφερόντων, λόγω οικονομικών συμφερόντων, πολιτικής ή εθνικής συγγένειας, οικογενειακών ή συναισθηματικών δεσμών ή άλλων συμφερόντων ικανών να θέσουν σε κίνδυνο την αμερόληπτη και αντικειμενική εκτέλεση του έργου και ενημερώνει αμελλητί την Επιτροπή σχετικά με οιαδήποτε κατάσταση ικανή να οδηγήσει σε μια τέτοια σύγκρουση συμφερόντων.»

12      Το σημείο II.6 των γενικών όρων, με τίτλο «Υπεργολαβίες», ορίζει τα εξής:

«1.      Οι αντισυμβαλλόμενοι βεβαιώνονται ότι είναι σε θέση να εκτελέσουν τις προς εκτέλεση εργασίες, όπως αυτές προσδιορίζονται στο Παράρτημα Ι. Εντούτοις, όταν είναι απαραίτητο να ανατεθούν με υπεργολαβία ορισμένα στοιχεία των προς εκτέλεση εργασιών, αυτό πρέπει να προσδιορίζεται σαφώς στο Παράρτημα Ι. Κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης του έργου, οι αντισυμβαλλόμενοι δύνανται να αναθέτουν με υπεργολαβία σε τρίτους άλλες δευτερεύουσες υπηρεσίες οι οποίες δεν αντιπροσωπεύουν βασικά στοιχεία των εργασιών του έργου και τις οποίες οι αντισυμβαλλόμενοι δεν είναι σε θέση να αναλάβουν άμεσα, όταν αυτό αποδεικνύεται απαραίτητο για την εκτέλεση των εργασιών τους στο πλαίσιο του έργου.

2.      Κάθε σύμβαση υπεργολαβίας της οποίας οι δαπάνες πρόκειται να καταλογισθούν ως επιλέξιμες δαπάνες πρέπει να κατακυρώνεται στην πλέον συμφέρουσα προσφορά (καλύτερη σχέση τιμής-ποιότητας), υπό όρους διαφάνειας και ίσης μεταχείρισης. Κατά την ανάθεση συμβάσεων υπεργολαβίας πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ακόλουθες πτυχές:

a)      οι συμβάσεις υπεργολαβίας πρέπει να αφορούν την εκτέλεση περιορισμένου μόνο μέρους του έργου·

b)      η ανάθεση σύμβασης υπεργολαβίας πρέπει να είναι δικαιολογημένη, λαμβανομένης υπόψη της φύσης της δράσης και των απαιτήσεων υλοποίησής της·

c)      οι υπόψη εργασίες πρέπει να προσδιορίζονται στο Παράρτημα Ι·

[...]»

13      Το σημείο II.19 των γενικών όρων ορίζει τα εξής:

«1.       [προκειμένου να είναι επιλέξιμες] οι [...] δαπάνες που πραγματοποιούνται για τους σκοπούς της εκτέλεσης του έργου [Sensation] πρέπει να πληρούν όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

a)      πρέπει να είναι πραγματικές, οικονομικές και αναγκαίες για την εκτέλεση του έργου, και

b)      πρέπει να προσδιορίζονται σύμφωνα με τις συνήθεις αρχές λογιστικής του αντισυμβαλλομένου, και

c)      πρέπει να έχουν πραγματοποιηθεί κατά τη διάρκεια του έργου [...], και

d)      πρέπει να καταχωρίζονται στα λογιστικά βιβλία του αντισυμβαλλομένου που τις έχει πραγματοποιήσει [...] Οι λογιστικές διαδικασίες που ακολουθούνται για την καταχώριση των δαπανών και των εσόδων πρέπει να τηρούν τους λογιστικούς κανόνες του κράτους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο αντισυμβαλλόμενος καθώς και να παρέχουν τη δυνατότητα άμεσης αντιπαραβολής μεταξύ των δαπανών και των εσόδων από την εκτέλεση του έργου και των συνολικών καταστάσεων που αφορούν τη συνολική δραστηριότητα του αντισυμβαλλομένου [...]

[...]»

14      Το σημείο II.20 των γενικών όρων, σχετικά με τις άμεσες δαπάνες, ορίζει τα εξής:

«1.      Άμεσες δαπάνες είναι όλες οι δαπάνες που πληρούν τα κριτήρια που καθορίζονται στο [σημείο] ΙΙ.19 ανωτέρω, δύνανται να προσδιορισθούν από τον αντισυμβαλλόμενο σύμφωνα με το λογιστικό του σύστημα και να καταλογισθούν άμεσα στο έργο.

2.      [...] Οι άμεσες δαπάνες προσωπικού περιορίζονται στις πραγματικές δαπάνες του προσωπικού που απασχολείται στο έργο [...]

[...]»

15      Το σημείο II.21, παράγραφος 1, των γενικών όρων, σχετικά με τις έμμεσες δαπάνες, ορίζει τα εξής:

«Έμμεσες δαπάνες είναι όλες οι δαπάνες που πληρούν τα κριτήρια που καθορίζονται στο [σημείο] ΙΙ.19, οι οποίες δεν μπορούν να προσδιοριστούν από τον αντισυμβαλλόμενο ως συνδεόμενες άμεσα με το έργο, αλλά μπορούν να προσδιοριστούν και να δικαιολογηθούν από το λογιστικό του σύστημα ως πραγματοποιηθείσες σε άμεση σχέση με τις επιλέξιμες άμεσες δαπάνες που συνδέονται με το έργο.

[...]»

16      Το σημείο II.29 των γενικών όρων, με τίτλο «Έλεγχοι και οικονομικοί έλεγχοι», ορίζει τα εξής:

«1.      Η Επιτροπή δύναται, ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια της σύμβασης και έως και πέντε έτη μετά τη λήξη του έργου, να αναθέσει είτε σε εξωτερικούς επιστημονικούς, τεχνικούς ή λογιστικούς ελεγκτές είτε στις υπηρεσίες της, συμπεριλαμβανομένης της [Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF)], τη διενέργεια ελέγχων. Οι έλεγχοι αυτοί δύνανται να καλύπτουν τις επιστημονικές, χρηματοοικονομικές, τεχνολογικές και άλλες πτυχές (όπως οι αρχές λογιστικής και διαχείρισης) που συνδέονται με την ορθή εκτέλεση του έργου και της σύμβασης […]

2.      Οι αντισυμβαλλόμενοι θέτουν άμεσα στη διάθεση της Επιτροπής όλα τα λεπτομερή στοιχεία που η Επιτροπή ενδέχεται να απαιτήσει προκειμένου να επαληθεύσει τη χρηστή διαχείριση και εκτέλεση της σύμβασης.

[...]

4.      Για να επιτρέψουν τη διενέργεια αυτών των ελέγχων, οι αντισυμβαλλόμενοι εξασφαλίζουν ότι οι υπηρεσίες της Επιτροπής και οι εξουσιοδοτημένοι από την Επιτροπή εξωτερικοί οργανισμοί έχουν, ανά πάσα εύλογη στιγμή, επί τόπου πρόσβαση, ιδίως στα γραφεία των αντισυμβαλλομένων, και σε όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται για τη διενέργεια των ελέγχων [...]».

17      Το σημείο II.31, παράγραφος 1, των γενικών όρων ορίζει τα εξής:

«Εάν οιοδήποτε ποσό καταβληθεί αχρεωστήτως στον αντισυμβαλλόμενο ή εάν η ανάκτηση είναι δικαιολογημένη βάσει των διατάξεων της σύμβασης, ο αντισυμβαλλόμενος δεσμεύεται να επιστρέψει στην Επιτροπή το εν λόγω ποσό υπό τους όρους και εντός της χρονικής προθεσμίας που καθορίζει η Επιτροπή.»

 Το βελγικό δίκαιο

18      Το άρθρο 1134 του code civil (αστικού κώδικα) ορίζει, στο μεν πρώτο εδάφιο, ότι «[ο]ι νομίμως συναφθείσες συμβάσεις επέχουν θέση νόμου μεταξύ των συμβαλλομένων», στο δε δεύτερο ότι «[ο]ι συμβάσεις αυτές δεν μπορούν να ανατραπούν παρά μόνο με αμοιβαία συναίνεση των συμβαλλομένων ή για τους λόγους που επιτρέπει ο νόμος».

19      Το άρθρο 1134, τρίτο εδάφιο, του code civil (αστικού κώδικα) ορίζει περαιτέρω ότι οι συμβάσεις πρέπει να εκτελούνται σύμφωνα με την καλή πίστη. Το άρθρο 1135 του ίδιου κώδικα ορίζει ότι «[ο]ι συμβάσεις επιβάλλουν υποχρεώσεις στα μέρη όχι μόνον εκ του περιεχομένου τους αλλά και βάσει όσων προκύπτουν για την ενοχή από την επιείκεια, τα συναλλακτικά ήθη ή τον νόμο, λαμβανομένης υπόψη της φύσεώς της». Επομένως, το άρθρο αυτό συνιστά επίσης εκδήλωση της αρχής της εκτελέσεως των συμβάσεων σύμφωνα με την καλή πίστη.

20      Το άρθρο 1156 του code civil (αστικού κώδικα) προβλέπει ότι πρέπει να αναζητείται στις συμβάσεις «η κοινή βούληση των συμβαλλομένων μερών, χωρίς προσήλωση στην κατά γράμμα έννοια των όρων».

 Το ιστορικό της διαφοράς

21      Το ιστορικό της διαφοράς εκτίθεται στις σκέψεις 1 έως 19 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Για τις ανάγκες της παρούσας διαδικασίας, το ιστορικό μπορεί να συνοψισθεί ως ακολούθως.

22      Αντικείμενο του έργου Sensation ήταν η μελέτη τεχνολογιών μικρο‑αισθητήρων και νανο‑αισθητήρων, ώστε να επιτευχθεί μια διακριτική και οικονομικά αποδοτική παρακολούθηση, ανίχνευση και πρόβλεψη, σε πραγματικό χρόνο και σε κάθε τόπο, της ανθρώπινης φυσιολογικής κατάστασης σε σχέση με την επαγρύπνηση, την κούραση και το άγχος.

23      Στις 24 Δεκεμβρίου 2003 το ΕΚΕΤΑ, ενεργώντας ως συντονιστής κοινοπραξίας, υπέγραψε τη σύμβαση Sensation. Η διάρκεια του έργου αυτού ήταν 52 μήνες, ήτοι κάλυπτε την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2004 έως τις 30 Απριλίου 2008.

24      Έχοντας την υποψία ότι μέλη των κοινοπραξιών οι οποίες είχαν αναλάβει διάφορα επιχορηγούμενα έργα προέβαιναν στην ανάθεση κατά τρόπο αδιαφανή των συμβάσεων υπεργολαβίας σε εταιρίες ανήκουσες στο προσωπικό άλλων μελών των εν λόγω κοινοπραξιών, η OLAF ξεκίνησε, στη διάρκεια του 2010, έρευνα όσον αφορά δέκα πρόσωπα, μεταξύ των οποίων ο Ε. Μ. και η Ε. Π. Η έρευνα αυτή περατώθηκε στις 21 Ιουνίου 2012 χωρίς συστάσεις.

25      Με έγγραφο της 21ης Δεκεμβρίου 2010, η Επιτροπή ενημέρωσε το νυν αναιρεσείον (στο εξής: αναιρεσείον) ότι σκόπευε να προβεί σε οικονομικό έλεγχο όσον αφορά πέντε έργα τα οποία χρηματοδοτήθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος FP6, μεταξύ των οποίων το έργο Sensation.

26      Ο οικονομικός έλεγχος πραγματοποιήθηκε από τις 14 έως τις 18 Μαρτίου 2011 και στις 30 και 31 Μαρτίου του ιδίου έτους στις εγκαταστάσεις του αναιρεσείοντος στη Θεσσαλονίκη, καθώς και στις 29 Μαρτίου 2011 στις εγκαταστάσεις του στην Αθήνα (Ελλάδα).

27      Στις 5 Ιουλίου 2012 η Επιτροπή διαβίβασε στο αναιρεσείον προσωρινή έκθεση ελέγχου και το κάλεσε να υποβάλει τις παρατηρήσεις του επ’ αυτής.

28      Στις 25 Σεπτεμβρίου 2012 το αναιρεσείον απέστειλε στην Επιτροπή τις παρατηρήσεις του επί της προσωρινής εκθέσεως ελέγχου καθώς και συμπληρωματικά έγγραφα στοιχεία.

29      Με έγγραφο της 12ης Μαΐου 2015, η Επιτροπή απέστειλε στο αναιρεσείον, αφενός, την τελική έκθεση ελέγχου (στο εξής: έκθεση ελέγχου), επισημαίνοντας ότι ενέκρινε τα πορίσματα της εκθέσεως αυτής και, αφετέρου, ένα προσάρτημα (addendum) όσον αφορά τους συντελεστές των έμμεσων δαπανών για το έτος 2006.

30      Με την έκθεση ελέγχου, οι ελεγκτές διαπίστωσαν παρατυπίες σχετικά με τις δαπάνες προσωπικού και τη χρήση υπεργολάβων.

31      Όσον αφορά τις δαπάνες προσωπικού, οι ελεγκτές επισήμαναν ότι έξι άτομα που εργάζονταν για το έργο Sensation, ήτοι η Σ. Β., η Μ. Π. και η Ε. Π., καθώς και ο Ι. Τ., ο Α. Τ. και ο Ε. Μ., υπεύθυνος για το εν λόγω έργο (στο εξής: συγκεκριμένοι ερευνητές), απασχολούνταν ταυτόχρονα και σε άλλα έργα ή είχαν και άλλες επαγγελματικές δραστηριότητες. Κατά τους ελεγκτές, οι εν λόγω παράλληλες επαγγελματικές δραστηριότητες ήταν τόσο σημαντικές, ώστε κλόνιζαν την αξιοπιστία των φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησης των ενδιαφερομένων. Επιπλέον, οι ελεγκτές επισήμαναν την ύπαρξη συγκρούσεως συμφερόντων και εξαιρετικά στενών σχέσεων μεταξύ ορισμένων εργαζομένων και του υπεύθυνου του έργου Sensation οι οποίες δημιουργούσαν αμφιβολίες όχι μόνο για την πραγματική συμμετοχή τους στο έργο αλλά και για την αναγκαιότητα της συμμετοχής τους σε αυτό. Με βάση τα ανωτέρω, οι ελεγκτές έκριναν ότι οι μισθολογικές δαπάνες των ενδιαφερομένων έπρεπε να θεωρηθούν μη επιλέξιμες και, συνακόλουθα, να απορριφθούν.

32      Οι ελεγκτές έκριναν, επίσης, ότι το σύστημα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης παρουσίαζε ορισμένες αδυναμίες. Εξέφρασαν επίσης τη λύπη τους για το γεγονός ότι δεν κατέστη δυνατό να συναντήσουν ορισμένους ερευνητές ούτε να επικοινωνήσουν τηλεφωνικώς μαζί τους προκειμένου να επαληθεύσουν τις δηλωθείσες ώρες εργασίας. Οι ελεγκτές υποστήριξαν, εξάλλου, ότι μολονότι ορισμένοι ερευνητές μπορεί να είχαν απασχοληθεί στο έργο Sensation, πάντως τα αποδεικτικά στοιχεία που αφορούσαν την εκ μέρους τους παρασχεθείσα εργασία δεν ήταν σύμφωνα με τις απαιτήσεις της συμβάσεως Sensation, και ότι δεν ήταν σε θέση να αξιολογήσουν την εργασία αυτή όχι μόνο λόγω του μη αξιόπιστου χαρακτήρα των φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησης αλλά και λόγω της τεχνικής φύσεως του έργου.

33      Τέλος, η έκθεση ελέγχου περιγράφει λεπτομερώς τα συγκεκριμένα ζητήματα που ανακύπτουν από τις εργασίες που είχαν ανατεθεί στους συγκεκριμένους ερευνητές.

34      Όσον αφορά τις συμβάσεις υπεργολαβίας, οι ελεγκτές έκριναν ότι η προσφυγή στις εταιρίες ID και M δεν πληρούσε το κριτήριο της καλύτερης σχέσης ποιότητας-τιμής και ότι η ανάγκη προσφυγής σε υπεργολαβία δεν αποδείχθηκε, διότι πόροι διαθέσιμοι στο πλαίσιο της κοινοπραξίας είχαν ήδη χρησιμοποιηθεί για τις επίμαχες εργασίες ή ακόμη διότι οι εργασίες αυτές είχαν σε ορισμένες περιπτώσεις ήδη πραγματοποιηθεί. Όσον αφορά την εταιρία ID, επισήμαναν, επιπλέον, ότι υπήρχε κίνδυνος συγκρούσεως συμφερόντων.

35      Στις 29 Νοεμβρίου 2016 η Επιτροπή απέστειλε στο αναιρεσείον το υπ’ αριθ. 3241615291 χρεωστικό σημείωμα, ζητώντας την επιστροφή ποσού 197 799,52 ευρώ (στο εξής: χρεωστικό σημείωμα).

36      Στις 11 Μαΐου 2017 η Επιτροπή ανέκτησε το ως άνω ποσό, πλέον τόκων υπερημερίας ύψους 2 123,61 ευρώ, διά συμψηφισμού με απαιτήσεις που το ΕΚΕΤΑ είχε βάσει άλλων έργων χρηματοδοτούμενων από την Ένωση.

37      Στις 13 Ιουλίου 2017 η Επιτροπή εξέδωσε πιστωτικό σημείωμα για την επιστροφή στο αναιρεσείον ποσού ύψους 8 988,21 ευρώ, λόγω εσφαλμένου υπολογισμού των έμμεσων επιλέξιμων δαπανών για τα έτη 2004 έως 2006.

38      Στις 19 Οκτωβρίου 2017 η Επιτροπή εξέδωσε πιστωτικό σημείωμα για ποσό ύψους 2 950 ευρώ που αντιστοιχούσε στις δαπάνες υπεργολαβίας ανατεθείσας στην εταιρία M και κατέβαλε στην τελευταία το ποσό αυτό στις 28 Νοεμβρίου 2017.

 Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

39      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 8 Μαρτίου 2017, το EKETA άσκησε αγωγή με αίτημα να αναγνωριστεί ότι η απαίτηση που αποτυπωνόταν στο χρεωστικό σημείωμα, σχετικά με ποσό ύψους 197 799,52 ευρώ από την επιχορήγηση που είχε λάβει στο πλαίσιο του έργου Sensation, ήταν αβάσιμη κατά το ποσό των 191 039,55 ευρώ και ότι, ως εκ τούτου, δεν ήταν υποχρεωμένο να επιστρέψει το τελευταίο αυτό ποσό.

40      Προς στήριξη της αγωγής του, το EKETA προέβαλε τέσσερις ισχυρισμούς οι οποίοι στηρίζονταν, ο πρώτος, σε παράβαση των σημείων II.3, II.6, II.19 και II.20 των γενικών όρων, ο δεύτερος, σε παράβαση των διεθνών ελεγκτικών προτύπων, ο τρίτος, σε παράβαση του καθήκοντος αμεροληψίας των ελεγκτών και της Επιτροπής και, ο τέταρτος, σε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

41      Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο υποχρέωσε την Επιτροπή να καταβάλει στο αναιρεσείον το ποσό των 19 522,57 ευρώ, πλέον των τόκων, απέρριψε την αγωγή κατά τα λοιπά και καταδίκασε το EKETA να φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων του, και τα εννέα δέκατα των εξόδων της Επιτροπής.

 Τα αιτήματα των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου

42      Το ΕΚΕΤΑ ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, καθ’ ο μέρος με αυτή το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή του κατά τα λοιπά και το καταδίκασε να φέρει πέραν των δικαστικών εξόδων του και τα εννέα δέκατα των εξόδων της Επιτροπής·

–        να αναπέμψει τη διαφορά στο Γενικό Δικαστήριο προς νέα κρίση και

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

43      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως ως αβάσιμη και

–        να καταδικάσει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα.

 Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

44      Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, το ΕΚΕΤΑ προβάλλει τέσσερις λόγους.

45      Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, το ΕΚΕΤΑ προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι, κατ’ ουσίαν, παρέλειψε να εξετάσει και να αξιολογήσει προσηκόντως όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, ότι εσφαλμένως έκρινε ότι το βάρος αποδείξεως έφερε το EKETA, ότι παραμόρφωσε ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία και ότι παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει. Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται ότι η απόρριψη των δηλωθεισών ωρών στηρίχθηκε στην ύπαρξη απλού κινδύνου συγκρούσεως συμφερόντων, μολονότι η ύπαρξη αυτή έπρεπε να έχει αποδειχθεί. Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, το ΕΚΕΤΑ προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι έκρινε ότι η Επιτροπή δεν δεσμευόταν από τα διεθνή ελεγκτικά πρότυπα κατά τη διεξαγωγή του ελέγχου που διενήργησε. Τέλος, με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας.

46      Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη των τεσσάρων λόγων αναιρέσεως και της αιτήσεως αναιρέσεως.

47      Συναφώς επισημαίνεται, προκαταρκτικώς, ότι ορισμένα επιχειρήματα τα οποία ανέπτυξε το αναιρεσείον αφορούν την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου ερμηνεία των διατάξεων της συμβάσεως Sensation, καθώς και τις εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου σε σχέση με τα αποδεικτικά στοιχεία που είχαν προσκομίσει ενώπιόν του οι διάδικοι στη διαφορά της οποίας είχε επιληφθεί.

48      Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι αποτελεί ερμηνεία δικαίου η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εξέταση συμβατικού όρου και ότι, ως εκ τούτου, το Δικαστήριο δεν μπορεί να ελέγξει αναιρετικώς την εξέταση αυτή, διότι άλλως θα υποκαθιστούσε το Γενικό Δικαστήριο στην αρμοδιότητά του προς διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών (απόφαση της 14ης Μαρτίου 2019, Meta Group κατά Επιτροπής, C‑428/17 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:201, σκέψη 23 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

49      Το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι μόνον το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να διαπιστώσει τα πραγματικά περιστατικά, εκτός αν η ανακρίβεια των διαπιστώσεών του προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας που του υποβλήθηκαν, καθώς και να εκτιμήσει τα αποδεικτικά στοιχεία που λαμβάνει υπόψη. Επομένως, η διαπίστωση των ως άνω πραγματικών περιστατικών και η εκτίμηση των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων δεν αποτελούν, υπό την επιφύλαξη της παραμορφώσεώς τους, νομικό ζήτημα υποκείμενο, ως τέτοιο, στον έλεγχο του Δικαστηρίου (απόφαση της 14ης Μαρτίου 2019, Meta Group κατά Επιτροπής, C‑428/17 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:201, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

50      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η παραμόρφωση πρέπει να προκύπτει προδήλως από τα στοιχεία της δικογραφίας, χωρίς να απαιτείται εκ νέου εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων (απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2018, Scuola Elementare Maria Montessori κατά Επιτροπής, Επιτροπή κατά Scuola Elementare Maria Montessori και Επιτροπή κατά Ferracci, C‑622/16 P έως C‑624/16 P, EU:C:2018:873, σκέψη 86 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

51      Περαιτέρω, υπενθυμίζεται ότι η κρίση του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά την αποδεικτική ισχύ των στοιχείων της δικογραφίας δεν επιτρέπεται να τεθεί εν αμφιβόλω ενώπιον του Δικαστηρίου, υπό την επιφύλαξη των περιπτώσεων είτε παράβασης των κανόνων σχετικά με το βάρος και τη διεξαγωγή απόδειξης είτε παραμόρφωσης των εν λόγω στοιχείων (απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2017, Επιτροπή κατά Keramag Keramische Werke κ.λπ., C‑613/13 P, EU:C:2017:49, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

 Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

52      Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως υποδιαιρείται σε τέσσερα σκέλη.

53      Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, το οποίο πρέπει να εξεταστεί πρώτο, το EKETA προβάλλει ότι το Γενικό Δικαστήριο, σε πλείονες περιπτώσεις, παραμόρφωσε πραγματικά περιστατικά και στοιχεία.

54      Εν προκειμένω, το ΕΚΕΤΑ υποστηρίζει, πρώτον, ότι το Γενικό Δικαστήριο, καθόσον έκρινε, με τη σκέψη 85 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή δεν είχε υποχρέωση να διενεργήσει συμπληρωματικό έλεγχο, παραμόρφωσε τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία το ΕΚΕΤΑ κατέθεσε στη δικογραφία.

55      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, με την εν λόγω σκέψη 85, το Γενικό Δικαστήριο περιορίστηκε στη διαπίστωση ότι από το σημείο II.29 των γενικών όρων της συμβάσεως Sensation προέκυπτε ότι ο συμπληρωματικός έλεγχος συνιστούσε απλώς μια ευχέρεια παρεχόμενη στην Επιτροπή. Επομένως, προβαίνοντας σε μια τέτοια διαπίστωση, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να παραμόρφωσε τα έγγραφα τα οποία είχε καταθέσει στη δικογραφία το ΕΚΕΤΑ και τα οποία αφορούσαν τα διεθνή ελεγκτικά πρότυπα. Κατά τα λοιπά, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν είναι ο αποδέκτης των προτύπων αυτών, τα εν λόγω πρότυπα δεν μπορούν, εν πάση περιπτώσει, να επιβάλουν στο θεσμικό αυτό όργανο συγκεκριμένη συμπεριφορά.

56      Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο δεν παραμόρφωσε ούτε την τελική έκθεση ελέγχου την οποία είχε επικαλεσθεί το αναιρεσείον. Συγκεκριμένα, το έγγραφο αυτό περιορίζεται, σύμφωνα με τους ίδιους τους ισχυρισμούς του ΕΚΕΤΑ, στην επισήμανση ότι ο έλεγχος διεξήχθη βάσει, μεταξύ άλλων, των διεθνών ελεγκτικών προτύπων. Πλην όμως μια τέτοια διαπίστωση δεν μπορεί να εξομοιωθεί με αναγνώριση, εκ μέρους της Επιτροπής, της υποχρεώσεώς της να διενεργήσει τον έλεγχο βάσει των εν λόγω προτύπων, τα οποία, κατά την άποψη του ΕΚΕΤΑ, επέβαλλαν τη διενέργεια συμπληρωματικού ελέγχου.

57      Δεύτερον, το ΕΚΕΤΑ υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, με τις σκέψεις 112 και 113 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, εσφαλμένως έκρινε ότι τα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης του Ε. Μ. είχαν υπογραφεί από τον διευθυντή του ΕΚΕΤΑ, ενώ στην πραγματικότητα επρόκειτο για τον διευθυντή του Ινστιτούτου Μεταφορών του ΕΚΕΤΑ, στο οποίο υπαγόταν ο Ε. Μ.

58      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, με τις σκέψεις 111 και 112 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή ήταν σε θέση να αμφισβητήσει τα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης του Ε. Μ., στο μέτρο που, αφενός, αυτός είχε υπογράψει τα δικά του φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης υπό τη διπλή ιδιότητά του ως ερευνητή και υπεύθυνου του έργου, γεγονός το οποίο οδήγησε το αναιρεσείον να απαλλάξει τον Ε. Μ. από τα καθήκοντα του υπεύθυνου του έργου, και, αφετέρου, η επίμαχη προσυπογραφή δεν συνιστούσε επαρκή δικλείδα ασφαλείας, δεδομένου ότι, σύμφωνα με το άρθρο 27, παράγραφος 5, του εσωτερικού κανονισμού λειτουργίας του EKETA, η προσυπογραφή των φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησης, ανεξαρτήτως της ταυτότητας του διευθυντή, γινόταν «για τελικό έλεγχο και για επιβεβαίωση του επιμερισμού στα ερευνητικά προγράμματα του συμβατικού χρόνου εργασίας».

59      Στο μέτρο που το αναιρεσείον δεν αμφισβήτησε, στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου ότι τα προαναφερθέντα στην προηγούμενη σκέψη δύο στοιχεία ήταν ικανά, ανεξαρτήτως της ταυτότητας του προσυπογράφοντος τα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης, να κλονίσουν την αξιοπιστία των φύλλων αυτών, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το επιχείρημα που στηρίζεται σε πλάνη στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο όσον αφορά την ταυτότητα του προσυπογράψαντος τα εν λόγω φύλλα καταγραφής πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές.

60      Τρίτον, το ΕΚΕΤΑ υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως αναφέρει, στη σκέψη 108 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο Ε. Μ. απασχολήθηκε εκτός ΕΚΕΤΑ κατά το διάστημα από το 2004 έως το 2010, παρότι το έργο Sensation έληξε τον Απρίλιο του έτους 2008.

61      Συναφώς, διαπιστώνεται ότι από τα ανωτέρω αναφερόμενα δεν προκύπτει παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών, δεδομένου ότι το εν λόγω διάστημα καλύπτει πλήρως τη διάρκεια του επίμαχου έργου, η οποία, όπως προκύπτει από τη σκέψη 3 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, εκτείνεται από την 1η Ιανουαρίου 2004 έως τις 30 Απριλίου 2008.

62      Τέταρτον, το EKETA υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως αναφέρει ότι ο Ε. Μ. ήταν μέτοχος της εταιρίας I κατά ποσοστό συμμετοχής 72 %, καίτοι με την απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2019, EKETA κατά Επιτροπής (T‑198/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:27), το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι ο Ε. Μ. είχε αποχωρήσει από την εταιρία I ήδη από το έτος 2001.

63      Ούτε από τα ανωτέρω αναφερόμενα από το Γενικό Δικαστήριο προκύπτει παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών. Πράγματι, το γεγονός ότι ο Ε. Μ. είχε παύσει να εργάζεται στην εταιρία I δεν σημαίνει ότι «είχε αποχωρήσει από την εν λόγω εταιρία» και ότι δεν ασκούσε εντός αυτής οποιαδήποτε καθήκοντα. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο, με τη σκέψη 108 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, διαπίστωσε ότι ο Ε. Μ. ήταν ένας εκ των δύο μετόχων της εν λόγω εταιρίας και ότι η εταιρία αυτή, η οποία δεν απασχολούσε προσωπικό και έπρεπε να στηρίζεται στην εργασία των μετόχων της, πραγματοποιούσε σημαντικό κύκλο εργασιών.

64      Πέμπτον, το αναιρεσείον υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε, με τη σκέψη 109 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο Ε. Μ. δεν είχε παράλληλη επαγγελματική δραστηριότητα, γεγονός το οποίο θα έπρεπε να το οδηγήσει να δεχθεί τη μισθολογική δαπάνη του Ε. Μ. για το έτος αυτό, όπως εξάλλου έπραξε, με τις σκέψεις 142 και 143 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, όσον αφορά τον Α. Τ.

65      Όσον αφορά την επίκριση αυτή, υπογραμμίζεται ότι, με την ανωτέρω σκέψη της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο ουδόλως δέχθηκε ότι ο Ε. Μ. «δεν είχε παράλληλη επαγγελματική δραστηριότητα», στο μέτρο που απλώς παρέθεσε ένα επιχείρημα του αναιρεσείοντος, χωρίς εντούτοις να το υιοθετήσει.

66      Κατά συνέπεια, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

67      Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, το EKETA προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, παρέλειψε να εξετάσει και να αξιολογήσει όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που αυτό επικαλείτο.

68      Συναφώς, το EKETA υποστηρίζει ότι, με τις σκέψεις 61, 62, 74, 166 και 170 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε ότι η έκθεση ελέγχου της Επιτροπής και τα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης αρκούσαν αφ’ εαυτών για την απόρριψη του συνόλου των δαπανών, χωρίς να ληφθούν υπόψη τα συμπληρωματικά αποδεικτικά στοιχεία τα οποία ο διάδικος αυτός είχε καταθέσει στη δικογραφία και από τα οποία προέκυπτε ότι, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, οι δηλωθείσες ώρες εργασίας ήταν πραγματικές.

69      Συναφώς, διαπιστώνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο της εξουσίας του εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων, δύναται να προβεί σε στάθμιση των αποδεικτικών στοιχείων και να προσδώσει καθοριστική σημασία σε μια κατηγορία εξ αυτών, αλλά να προσδώσει περιορισμένη αποδεικτική αξία ή να μην προσδώσει καμία αποδεικτική αξία σε άλλα αποδεικτικά στοιχεία, τηρώντας τους κανόνες που διέπουν τη διεξαγωγή αποδείξεων και την κατανομή του βάρους αποδείξεως, του τελευταίου αυτού ζητήματος αποτελούντος το αντικείμενο του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως.

70      Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, συμπεριλαμβανομένων, στις σκέψεις 84 έως 89 και 124 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, όλων των συμπληρωματικών αποδεικτικών στοιχείων που το αναιρεσείον είχε προσκομίσει. Το Γενικό Δικαστήριο είχε την εξουσία να προσδώσει καθοριστική αξία στην έκθεση ελέγχου καθώς και στην έλλειψη αξιοπιστίας των φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησης και να μην προσδώσει καμία αποδεικτική αξία στα συμπληρωματικά αυτά στοιχεία.

71      Επομένως, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτο και εν μέρει αβάσιμο.

72      Στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους, το ΕΚΕΤΑ προβάλλει πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την κατανομή του βάρους αποδείξεως, στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο με τη σκέψη 61 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον έκρινε ότι απλή εικασία περί κινδύνου τα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης να μην αντικατοπτρίζουν την πραγματικότητα αρκούσε για την αντιστροφή του βάρους αποδείξεως εις βάρος του δικαιούχου της συμβάσεως.

73      Συναφώς, διαπιστώνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο ορθώς προσδιόρισε την κρίσιμη νομολογία παραπέμποντας στη σκέψη 106 της αποφάσεως της 20ής Ιουλίου 2017, ADR Center κατά Επιτροπής (T‑644/14, EU:T:2017:533).

74      Πράγματι, η ύπαρξη συγκεκριμένων στοιχείων ενδεικτικών περί της υπάρξεως κινδύνου να μην πληρούνται οι προϋποθέσεις επιλεξιμότητας των δαπανών αρκεί προκειμένου να φέρει το βάρος αποδείξεως ο δικαιούχος της συμβάσεως.

75      Το γεγονός που προέβαλε το ΕΚΕΤΑ ότι, στην περίπτωση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 20ής Ιουλίου 2017, ADR Center κατά Επιτροπής (T‑644/14, EU:T:2017:533), ο δικαιούχος δεν είχε υποβάλει κανένα αποδεικτικό στοιχείο προκειμένου να δικαιολογήσει την επιλεξιμότητα των δαπανών δεν ασκεί επιρροή.

76      Ασφαλώς, το ΕΚΕΤΑ υποστηρίζει ότι προσκόμισε τέτοια αποδεικτικά στοιχεία. Εντούτοις, αν τα στοιχεία αυτά είχαν αποδεικτική αξία, θα μπορούσαν να έχουν ως αποτέλεσμα να μετατεθεί το βάρος αποδείξεως στην Επιτροπή, όπως αναφέρεται στη σκέψη 60 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Ωστόσο, τούτο δεν συνέβη εν προκειμένω.

77      Συγκεκριμένα, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, με τη σκέψη 59 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι δαπάνες που επικαλέστηκε το ΕΚΕΤΑ μπορούν να του αποδοθούν μόνον υπό την προϋπόθεση, αφενός, ότι το ΕΚΕΤΑ αποδεικνύει το υποστατό τους με την υποβολή αξιόπιστων πληροφοριών και, αφετέρου, ότι αποδεικνύει ότι οι δαπάνες αυτές πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται για τη χορήγηση της οικείας συνδρομής. Με τις σκέψεις 61 και 62 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, όμως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή μπορούσε, βάσει της εκθέσεως ελέγχου την οποία είχε στη διάθεσή της, να θεωρήσει ότι ο δηλωθείς από το ΕΚΕΤΑ χρόνος εργασίας των συγκεκριμένων ερευνητών δεν ήταν αξιόπιστος, με συνέπεια ότι το ΕΚΕΤΑ εξακολουθούσε να φέρει το βάρος αποδείξεως του υποστατού των δαπανών που επικαλούνταν και ότι, ως εκ τούτου, όπως υπογράμμισε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 64 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στο ΕΚΕΤΑ εναπόκειτο να αποδείξει, με λυσιτελή στοιχεία, ότι οι προϋποθέσεις επιλεξιμότητας των εν λόγω δαπανών είχαν τηρηθεί.

78      Στο μέτρο που το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το αναιρεσείον δεν είχε προσκομίσει αξιόπιστα αποδεικτικά στοιχεία όσον αφορά τις δαπάνες τις οποίες είχε επικαλεσθεί, δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

79      Επομένως, το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

80      Με το τέταρτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, το ΕΚΕΤΑ προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο τόσο έλλειψη αιτιολογίας όσο και αντιφάσεις στο σκεπτικό της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

81      Όσον αφορά τις αιτιάσεις που αντλούνται από έλλειψη αιτιολογίας, το ΕΚΕΤΑ επικρίνει, πρώτον, το γεγονός ότι η σκέψη 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως παραπέμπει σε νομολογία μη σχετική εν προκειμένω.

82      Δεύτερον, το ΕΚΕΤΑ θεωρεί ότι δεν είναι δυνατό να καταστεί αντιληπτό ποια είναι η εύλογη και αξιόπιστη μέθοδος στην οποία αναφέρεται το Γενικό Δικαστήριο με τη σκέψη 84 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

83      Τρίτον, το ΕΚΕΤΑ φρονεί ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε, στη σκέψη 87 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, γιατί η αντιστοίχιση μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε το ΕΚΕΤΑ και των φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησης ήταν αβέβαιη και δυσχερής.

84      Τέταρτον, το ΕΚΕΤΑ υποστηρίζει ότι η σκέψη 96 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως απλώς επαναλαμβάνει τα πορίσματα της Επιτροπής, χωρίς να επιτρέπει στο ΕΚΕΤΑ να αντιληφθεί τους λόγους για τους οποίους το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι τα κρίσιμα αποδεικτικά μέσα που το ΕΚΕΤΑ προσκόμισε δεν αρκούν για να κλονίσουν τη διαπίστωση των ελεγκτών.

85      Πέμπτον, το ΕΚΕΤΑ υποστηρίζει ότι, με τις σκέψεις 67 έως 69 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο αιτιολόγησε ανεπαρκώς γιατί απέρριψε την αιτίαση περί ελλείψεως αμεροληψίας του ελέγχου.

86      Όσον αφορά τις αιτιάσεις που στηρίζονται σε αντιφατική αιτιολογία, το EKETA υποστηρίζει, αφενός, ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορούσε, χωρίς να υποπέσει σε αντιφάσεις, να επισημαίνει, με τη σκέψη 82 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι καμία διάταξη των γενικών όρων δεν αναφερόταν στην άσκηση παράλληλων δραστηριοτήτων, αλλά να καταλήγει, με τη σκέψη 96 της αποφάσεως αυτής, στο συμπέρασμα ότι, λαμβανομένων υπόψη των παράλληλων δραστηριοτήτων των ερευνητών, αυτοί δεν ήταν ευλόγως δυνατό να απασχολήθηκαν στο έργο Sensation τις ώρες που δήλωσαν στα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησής τους.

87      Αφετέρου, το ΕΚΕΤΑ φρονεί ότι οι σκέψεις 60 και 61 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ενέχουν επίσης αντιφατική αιτιολογία η οποία δεν του παρέχει τη δυνατότητα να αντιληφθεί τους λόγους της αντιστροφής του βάρους αποδείξεως στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

88      Κατά πάγια νομολογία, από την αιτιολογία αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου πρέπει να προκύπτει με σαφήνεια και χωρίς αμφισημία η συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους της αποφάσεώς του και στο Δικαστήριο να ασκήσει τον δικαστικό έλεγχό του. Το ζήτημα αν η αιτιολογία αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου είναι αντιφατική ή ανεπαρκής αποτελεί νομικό ζήτημα το οποίο μπορεί να προβληθεί κατ’ αναίρεση (απόφαση της 11ης Iουνίου 2020, China Construction Bank κατά EUIPO, C‑115/19 P, EU:C:2020:469, σκέψη 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Εντούτοις, η υποχρέωση αιτιολογήσεως δεν επιβάλλει στο Γενικό Δικαστήριο τη δέσμευση να παραθέτει αιτιολογία ακολουθούσα αναλυτικά έναν προς έναν όλους τους λόγους που προβάλλουν οι διάδικοι. Επομένως, η αιτιολογία μπορεί να συνάγεται εμμέσως, υπό την προϋπόθεση ότι αυτή παρέχει τη δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους το Γενικό Δικαστήριο δεν έκανε δεκτά τα επιχειρήματά τους, στο δε Δικαστήριο να διαθέτει επαρκή στοιχεία ώστε να ασκήσει τον έλεγχό του (απόφαση της 18ης Ιουνίου 2020, Dovgan κατά EUIPO, C‑142/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:487, σκέψη 63).

89      Πρέπει ακόμη να προστεθεί ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως που προβλέπει το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αποτελεί ουσιώδη τύπο ο οποίος πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, δεδομένου ότι αυτό αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίδικης πράξεως. Συγκεκριμένα, η αιτιολογία μιας αποφάσεως συνίσταται στη ρητή παράθεση του σκεπτικού στο οποίο στηρίζεται η απόφαση αυτή. Εάν το σκεπτικό εμπεριέχει σφάλματα, αυτά πλήττουν την ουσιαστική νομιμότητα της αποφάσεως αλλά όχι την αιτιολογία της αποφάσεως, η οποία μπορεί να είναι επαρκής έστω και αν παραθέτει εσφαλμένο σκεπτικό. Συνεπώς, οι αιτιάσεις και τα επιχειρήματα που σκοπούν στην αμφισβήτηση του βασίμου πράξεως είναι αλυσιτελή στο πλαίσιο λόγου αντλούμενου από έλλειψη αιτιολογίας ή από ανεπαρκή αιτιολογία (απόφαση της 18ης Ιουνίου 2015, Ipatau κατά Συμβουλίου, C‑535/14 P, EU:C:2015:407, σκέψη 37).

90      Ως εκ τούτου, η αιτίαση που βάλλει κατά της προβαλλόμενης ελλείψεως αιτιολογίας της σκέψεως 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να απορριφθεί, στο μέτρο που η αιτίαση αυτή σκοπεί αποκλειστικά στην αμφισβήτηση της λυσιτέλειας της νομολογίας της οποίας επίκληση γίνεται στην εν λόγω σκέψη.

91      Εν συνεχεία, όσον αφορά τη σκέψη 84 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, επισημαίνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, με την εν λόγω σκέψη, ότι τα συμπληρωματικά αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε το ΕΚΕΤΑ δεν καθιστούν δυνατό, σύμφωνα με τα σημεία II.19 και II.20 των γενικών όρων της συμβάσεως Sensation, τον άμεσο συσχετισμό με τις δηλωθείσες από τους συγκεκριμένους ερευνητές ώρες σύμφωνα με μια εύλογη και αξιόπιστη μέθοδο.

92      Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει το αναιρεσείον, το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε, στην ίδια σκέψη, τον λόγο για τον οποίο δεν ήταν δυνατός ένας τέτοιος άμεσος συσχετισμός σύμφωνα με μια εύλογη και αξιόπιστη μέθοδο, υπογραμμίζοντας ότι τα έγγραφα αυτά απαιτούσαν μια αξιολόγηση όχι μόνον επίπονη αλλά και χρονοβόρα, προκειμένου να γίνει αντιστοίχισή τους με τις ώρες εργασίας.

93      Όσον αφορά, εξάλλου, την προβαλλόμενη έλλειψη αιτιολογίας της σκέψεως 87 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, επισημαίνεται ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει το ΕΚΕΤΑ, το Γενικό Δικαστήριο σαφώς εξέθεσε, στην εν λόγω σκέψη, τον λόγο για τον οποίο η αντιστοίχιση μεταξύ των φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησης και των συμπληρωματικών αποδεικτικών στοιχείων τα οποία προσκόμισε ο διάδικος αυτός ήταν αβέβαιη και δυσχερής, υπογραμμίζοντας, αφενός, ότι στα εν λόγω φύλλα καταγραφής δεν αναγράφονταν τα πακέτα εργασίας στα οποία οι συγκεκριμένοι ερευνητές είχαν απασχοληθεί σε δεδομένη χρονική στιγμή, γεγονός το οποίο δεν καθιστούσε δυνατό να εξακριβωθεί αν οι δαπάνες που δήλωσε ο διάδικος αυτός ήταν πραγματικές, ενώ καθιστούσε δυσχερέστερο τον συσχετισμό μεταξύ της εργασίας που πραγματοποιήθηκε και των εν λόγω φύλλων καταγραφής, και, αφετέρου, ότι ακόμη και αν τα συμπληρωματικά αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε το ΕΚΕΤΑ περιείχαν κάποια αναφορά σε αυτά τα πακέτα εργασίας, εντούτοις, η έλλειψη μνείας των εν λόγω πακέτων στα φύλλα καταγραφής δεν καθιστούσε δυνατό να αποδειχθεί ευχερώς και με βεβαιότητα η αντιστοιχία μεταξύ των μεν και των δε.

94      Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι τα επιχειρήματα του ΕΚΕΤΑ ότι το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη εκτίμηση, με τις σκέψεις 84 και 87 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, των συμπληρωματικών αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε ο διάδικος αυτός είναι αλυσιτελή στο πλαίσιο του υπό κρίση σκέλους, για τον λόγο που εκτίθεται στη σκέψη 89 της παρούσας αποφάσεως.

95      Όσον αφορά τη φερόμενη έλλειψη αιτιολογίας της σκέψεως 96 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αρκεί η διαπίστωση ότι η σκέψη αυτή συνιστά το συμπέρασμα της συλλογιστικής του Γενικού Δικαστηρίου και ότι παραπέμπει ρητώς στις διευκρινίσεις που προηγούνται, μεταξύ άλλων, στις σκέψεις 84 και 87 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, προκειμένου να απορριφθούν τα επιχειρήματα του ΕΚΕΤΑ με τα οποία αμφισβητείται η διαπίστωση ότι οι συγκεκριμένοι ερευνητές δεν ήταν εύλογο να απασχολήθηκαν στο έργο Sensation τις ώρες που δήλωσαν στα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησής τους. Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε ρητώς στις διαπιστώσεις που περιλαμβάνονται στις σκέψεις που προηγούνται της ως άνω σκέψεως 96, προκειμένου να αιτιολογήσει γιατί, κατά την άποψή του, έπρεπε να καταλήξει στο ανωτέρω συμπέρασμα. Εξάλλου, ούτε το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο υιοθέτησε συναφώς τη συλλογιστική της Επιτροπής, ακόμη και αν θεωρηθεί αποδειχθέν, είναι ικανό να οδηγήσει σε διαπίστωση παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που υπέχει το Γενικό Δικαστήριο.

96      Όσον αφορά τις επικρίσεις που αφορούν τις σκέψεις 67 έως 69 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, υπογραμμίζεται ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει το ΕΚΕΤΑ, το Γενικό Δικαστήριο, με τη σκέψη 68 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αιτιολόγησε επαρκώς κατά νόμο γιατί η δήλωση του υπεύθυνου για τη διεξαγωγή του ελέγχου υπαλλήλου, περί της οποίας γίνεται λόγος στη σκέψη 67 της αποφάσεως αυτής, ακόμη και αν θεωρείτο αποδειχθείσα, δεν μπορούσε, κατά την άποψή του, να οδηγήσει στη διαπίστωση παραβιάσεως της αρχής της αντικειμενικότητας και της αμεροληψίας του ελέγχου, επικαλούμενο τον συλλογικό και αντικειμενικό χαρακτήρα της εργασίας των ελεγκτών καθώς και την απουσία στοιχείων ικανών να αποδείξουν ότι ο συγκεκριμένος υπάλληλος ήταν σε θέση να ασκήσει αποφασιστική επιρροή επί των εκτιμήσεων του συνόλου των ελεγκτών και της Επιτροπής.

97      Κατά τα λοιπά, στο μέτρο που το αναιρεσείον επικρίνει την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου, θεωρώντας ότι υφίσταται πρόδηλη παραβίαση των αρχών της αμεροληψίας και της αντικειμενικότητας, πρέπει να υπομνησθεί ότι το επιχείρημα αυτό άπτεται της εκτιμήσεως της ορθότητας της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και όχι της αιτιολογίας της και, επομένως, δεν ασκεί επιρροή στο πλαίσιο του υπό κρίση σκέλους.

98      Όσον αφορά την προβαλλόμενη από το ΕΚΕΤΑ αντίφαση μεταξύ της σκέψεως 82 και της σκέψεως 96 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, διαπιστώνεται ότι αυτή απορρέει από εσφαλμένη ερμηνεία των εν λόγω σκέψεων.

99      Πράγματι, το γεγονός ότι οι γενικοί όροι της συμβάσεως Sensation δεν αναφέρονται στην άσκηση παράλληλων δραστηριοτήτων των ερευνητών ουδόλως αποκλείει τη δυνατότητα των ελεγκτών, υπό συγκεκριμένες περιστάσεις, να διαπιστώσουν ότι, λόγω της παράλληλης δραστηριότητας των ερευνητών αυτών, οι τελευταίοι δεν ήταν εύλογο να απασχολήθηκαν στο έργο Sensation κατά τις ώρες που δήλωσαν στα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησής τους.

100    Όσον αφορά, τέλος, τη φερόμενη αντίφαση των αιτιολογιών που περιλαμβάνονται στις σκέψεις 60 και 61 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αρκεί η επισήμανση ότι, όπως αναφέρθηκε στη σκέψη 74 της παρούσας αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η έκθεση ελέγχου της Επιτροπής περιείχε συγκεκριμένα στοιχεία ικανά να θέσουν υπό αμφισβήτηση την επιλεξιμότητα των δαπανών του ΕΚΕΤΑ, χωρίς το ΕΚΕΤΑ να είναι σε θέση να προσκομίσει αποδείξεις περί του αντιθέτου.

101    Κατά συνέπεια, το τέταρτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

102    Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτος και εν μέρει αβάσιμος.

 Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

103    Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, το EKETA προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι, με τις σκέψεις 100 έως 103 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο στο μέτρο που, σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 1605/2002, για τη στοιχειοθέτηση κατάστασης συγκρούσεως συμφερόντων απαιτείται η σύγκρουση αυτή να είναι πραγματική και όχι υποθετική. Το ΕΚΕΤΑ φρονεί ότι από τον ως άνω ορισμό συνάγεται ότι δεν αρκεί η σύγκρουση αυτή να είναι ενδεχόμενη, αλλά ότι πρέπει να υπονομεύει πράγματι την ορθή εκτέλεση της συμβάσεως.

104    Το ΕΚΕΤΑ προσθέτει ότι η ανάλυση αυτή επιβεβαιώνεται από το άρθρο 94 του κανονισμού 1605/2002.

105    Το EKETA επικαλείται επίσης, παραπέμποντας στη σκέψη 100 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το σημείο II.3, παράγραφος 2, στοιχείο l, των γενικών όρων της συμβάσεως Sensation, το οποίο αναφέρει μόνον τον κίνδυνο συγκρούσεως συμφερόντων, και φρονεί ότι ο κίνδυνος αυτός πρέπει να είναι πράγματι διαπιστωμένος κατόπιν συγκεκριμένης αξιολογήσεως.

106    Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη αυτού του λόγου.

107    Όσον αφορά την προβαλλόμενη παράβαση του άρθρου 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 1605/2002, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, σε κανένα στάδιο της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το αναιρεσείον δεν επικαλέστηκε τη διάταξη αυτή. Το Γενικό Δικαστήριο στήριξε την ανάλυσή του αναφορικά με την ύπαρξη κατάστασης συγκρούσεως συμφερόντων στο σημείο II.3, παράγραφος 2, στοιχείο l, των γενικών όρων της συμβάσεως Sensation.

108    Κατά συνέπεια, η επίκληση της διατάξεως αυτής από το αναιρεσείον πρέπει να θεωρηθεί ως νέος ισχυρισμός, ο οποίος διευρύνει το αντικείμενο της διαφοράς και ο οποίος, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να προβληθεί για πρώτη φορά στο στάδιο της αναιρέσεως (απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2010, ArchiMEDES κατά Επιτροπής, C‑317/09 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2010:700, σκέψη 90 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

109    Όσον αφορά την επίκληση παραβάσεως του άρθρου 94 του ως άνω κανονισμού, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο αυτό έχει εφαρμογή στην ιδιαίτερη περίπτωση της συνάψεως δημοσίων συμβάσεων, περίπτωση που δεν σχετίζεται με το υποβληθέν στην κρίση του Γενικού Δικαστηρίου ζήτημα εκτέλεσης της σύμβασης, με αποτέλεσμα να δικαιολογείται η απόρριψη του εν λόγω επιχειρήματος ως αβάσιμου.

110    Όσον αφορά την εφαρμογή του σημείου II.3, παράγραφος 2, στοιχείο l, των γενικών όρων της συμβάσεως Sensation, διαπιστώνεται ότι πρόκειται περί συμβατικής ρήτρας της οποίας η ερμηνεία από το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 48 της παρούσας αποφάσεως, να ελεγχθεί αναιρετικώς, πλην της περιπτώσεως παραμορφώσεως στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο, περίπτωση την οποία, εν προκειμένω, δεν επικαλέστηκε το αναιρεσείον.

111    Τέλος, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει περαιτέρω το ΕΚΕΤΑ προς στήριξη του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, το Γενικό Δικαστήριο δεν παρέθεσε αντιφατική αιτιολογία καθόσον, με τη σκέψη 100 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, υπογράμμισε, αφενός, ότι τα στοιχεία που συγκροτούν τη σύγκρουση συμφερόντων πρέπει να διαπιστώνονται κατόπιν συγκεκριμένης αξιολογήσεως και, αφετέρου, ότι δεν απαιτείται, πάντως, να αποδειχθεί ότι αυτή η σύγκρουση έχει ή είχε, διαπιστωμένα, επηρεάσει την εκτέλεση της συμβάσεως ή τις δαπάνες αυτής. Συγκεκριμένα, αρκεί να σημειωθεί ότι η πρώτη κρίση σκοπεί στην απόδειξη της υπάρξεως συγκρούσεως συμφερόντων, ενώ η δεύτερη αφορά τις συνέπειες τις οποίες μια τέτοια σύγκρουση, αφ’ ης στιγμής αποδειχθεί, μπορεί να έχει επί της εκτελέσεως ή επί των δαπανών της οικείας συμβάσεως.

112    Επομένως, ο λόγος αυτός αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτος και εν μέρει αβάσιμος.

 Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως

113    Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, το ΕΚΕΤΑ υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, με τις σκέψεις 49, 50 και 85 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, παραμόρφωσε αποδεικτικά στοιχεία και υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως, καθόσον έκρινε ότι δεν υφίστατο υποχρέωση των ελεγκτών να εφαρμόσουν τα διεθνή ελεγκτικά πρότυπα, παρά το γεγονός ότι στην ίδια την έκθεση ελέγχου αναφέρεται ότι ο έλεγχος διεξήχθη σύμφωνα με τα διεθνή ελεγκτικά πρότυπα. Επομένως, κατά το ΕΚΕΤΑ, η Επιτροπή αυτοδεσμεύθηκε ως προς την τήρηση των εν λόγω προτύπων.

114    Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του λόγου αυτού.

115    Συναφώς, επισημαίνεται, καταρχάς, ότι το αναιρεσείον δεν εκθέτει τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι είναι νομικώς εσφαλμένη η περιεχόμενη στη σκέψη 49 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως διαπίστωση ότι η εφαρμογή των διεθνών ελεγκτικών προτύπων δεν έχει ως βάση της τις γενικές αρχές του δικαίου.

116    Επιπλέον, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η Επιτροπή θεώρησε, όπως υποστηρίζει το ΕΚΕΤΑ, ότι ο έλεγχος διεξήχθη βάσει των διεθνών ελεγκτικών προτύπων, εντούτοις γεγονός παραμένει ότι, όπως υπογραμμίζεται στη σκέψη 56 της παρούσας αποφάσεως, η διαπίστωση αυτή δεν μπορεί να εξομοιωθεί με αναγνώριση, εκ μέρους της Επιτροπής, της υποχρεώσεώς της να διενεργήσει τον έλεγχο βάσει των εν λόγω προτύπων, τα οποία, κατά την άποψη του ΕΚΕΤΑ, επέβαλαν εν προκειμένω τη διενέργεια συμπληρωματικού ελέγχου.

117    Αντιθέτως, υπενθυμίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο, με τη σκέψη 85 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε ότι το σημείο II.29 των γενικών όρων δεν επέβαλλε τη διενέργεια τέτοιου συμπληρωματικού ελέγχου.

118    Σύμφωνα, όμως, με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 48 της παρούσας αποφάσεως, η ερμηνεία συμβατικής ρήτρας δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αιτήσεως αναιρέσεως, πλην της περιπτώσεως παραμορφώσεως της ρήτρας αυτής από το Γενικό Δικαστήριο. Εν προκειμένω, το αναιρεσείον δεν επικαλέστηκε τέτοια παραμόρφωση.

119    Επομένως, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει αβάσιμος και εν μέρει απαράδεκτος.

 Επί του τετάρτου λόγου αναιρέσεως

120    Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, το ΕΚΕΤΑ υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, καθόσον απέρριψε, με τις σκέψεις 165 και 166 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το σύνολο των δαπανών ορισμένων ερευνητών, μολονότι δεν αμφισβητείται ότι οι ερευνητές αυτοί είχαν συμμετάσχει στην εκτέλεση του έργου Sensation.

121    Με το υπόμνημά του απαντήσεως, το EKETA υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, συγχέοντας, στη σκέψη 52 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την αρχή της αναλογικότητας, η οποία έχει συνταγματική ισχύ, και την καλόπιστη εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

122    Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη αυτού του λόγου αναιρέσεως ως απαράδεκτου.

123    Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, ο λόγος αναιρέσεως που παρατίθεται στη σκέψη 120 της παρούσας αποφάσεως δεν αποτελεί απλή επανάληψη ισχυρισμού προβληθέντος σε πρώτο βαθμό ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Πράγματι, αρκεί η διαπίστωση ότι ο λόγος αυτός αναφέρει επακριβώς τα επικρινόμενα στοιχεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο το αίτημα αναιρέσεως της αποφάσεως αυτής. Εξάλλου, ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως αφορά νομικό ζήτημα, στο μέτρο που το αναιρεσείον εκτιμά ότι το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, καθόσον απέρριψε, με τις σκέψεις 165 έως 167 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τις δαπάνες ως μη επιλέξιμες, λόγω ουσιωδών παραβάσεων εκ μέρους του αναιρεσείοντος των συμβατικών του υποχρεώσεων, καίτοι οι επίμαχες εργασίες είχαν εκτελεστεί ορθώς.

124    Επομένως, η ένσταση απαραδέκτου που προβάλλει η Επιτροπή πρέπει να απορριφθεί.

125    Αντιθέτως, στο μέτρο που το επιχείρημα του ΕΚΕΤΑ, το οποίο συνοψίζεται στη σκέψη 121 της παρούσας αποφάσεως, διατυπώθηκε για πρώτη φορά με το υπόμνημά του απαντήσεως, δεν στηρίζεται σε στοιχεία που ανέκυψαν μετά την άσκηση της αγωγής και δεν αποτελεί ανάπτυξη ισχυρισμού προβληθέντος με το δικόγραφο της αγωγής, πρέπει να θεωρηθεί, λόγω του εκπρόθεσμου χαρακτήρα του, απαράδεκτο, σύμφωνα με το άρθρο 127, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

126    Επί της ουσίας υπογραμμίζεται ότι, με τις σκέψεις 165 έως 167 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε ως μη επιλέξιμες τις δαπάνες τις οποίες επικαλέστηκε το αναιρεσείον κατ’ ουσίαν για τον λόγο, μεταξύ άλλων, ότι δεν δικαιολογούνταν από αξιόπιστα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης, με συνέπεια οι δαπάνες αυτές να πρέπει να απορριφθούν, στο μέτρο που, όπως αναφέρεται στη σκέψη 167 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, «η ορθή εκτέλεση των έργων δεν αρκεί προκειμένου ο αντισυμβαλλόμενος να αποκτήσει οριστικό δικαίωμα για την καταβολή της χρηματοδοτικής συνδρομής της Ένωσης, εάν δεν έχουν τηρηθεί δεόντως οι προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η χορήγηση της χρηματοδοτικής συνδρομής».

127    Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, στο πλαίσιο συμβάσεως επιδοτήσεως, οσάκις οι δαπάνες δεν είναι επιλέξιμες στο πλαίσιο της εν λόγω συμβάσεως διότι κρίθηκαν μη επαληθεύσιμες ή στηριζόμενες σε αναξιόπιστα στοιχεία, η τήρηση της αρχής της χρηστής δημοσιονομικής διαχειρίσεως υποχρεώνει την Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 317 ΣΛΕΕ, να προβεί σε ανάκτηση της επιδοτήσεως μέχρι του ύψους των μη δικαιολογούμενων ποσών, στο μέτρο που το θεσμικό αυτό όργανο επιτρέπεται να καταβάλει, από τον προϋπολογισμό της Ένωσης, μόνον ποσά δεόντως αιτιολογημένα, ανεξαρτήτως του αν το έργο που αφορά η σύμβαση επιδοτήσεως ολοκληρώθηκε ή μη από τον δικαιούχο (πρβλ. απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2019, Alfamicro κατά Επιτροπής, C‑14/18 P, EU:C:2019:159, σκέψεις 65 έως 68).

128    Ως εκ τούτου δεν είναι, εν προκειμένω, δυνατό να προσαφθεί στο Γενικό Δικαστήριο ότι παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, καθόσον έκρινε μη επιλέξιμες τις ώρες τις οποίες δεν είχε αποδείξει το αναιρεσείον, στο μέτρο που η αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχειρίσεως υποχρέωνε το Γενικό Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 317 ΣΛΕΕ, να τις απορρίψει στο σύνολό τους, ανεξαρτήτως του αν ο δικαιούχος είχε εκτελέσει ή μη το έργο το οποίο αφορούσε η σύμβαση Sensation.

129    Επομένως, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτος και εν μέρει αβάσιμος.

130    Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

131    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, που εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του εν λόγω Κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

132    Δεδομένου ότι το ΕΚΕΤΑ ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δέκατο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

2)      Καταδικάζει το Εθνικό Κέντρο Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης (ΕΚΕΤΑ) στα δικαστικά έξοδα.


Juhász

Λυκούργος

Jarukaitis

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 22 Οκτωβρίου 2020.

Ο Γραμματέας

 

Ο προεδρεύων του δεκάτου τμήματος

A. Calot Escobar

 

E. Juhász


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.

Top