EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62019CJ0208

Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 14ης Μαΐου 2020.
NK κατά MS και AS.
Αίτηση του Landesgericht für Zivilrechtssachen Graz για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Προστασία των καταναλωτών – Δικαιώματα των καταναλωτών – Οδηγία 2011/83/ΕΕ – Πεδίο εφαρμογής – Άρθρο 3, παράγραφος 3, στοιχείο στʹ – Έννοια των “συμβάσεων για την κατασκευή νέων κτηρίων” – Άρθρο 16, στοιχείο γʹ – Έννοια των “αγαθών που κατασκευάζονται σύμφωνα με τις προδιαγραφές του καταναλωτή ή σαφώς εξατομικευμένων” – Σύμβαση μεταξύ αρχιτέκτονα και καταναλωτή για την εκπόνηση σχεδίου νέας μονοκατοικίας.
Υπόθεση C-208/19.

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2020:382

 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 14ης Μαΐου 2020 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Προστασία των καταναλωτών – Δικαιώματα των καταναλωτών – Οδηγία 2011/83/ΕΕ – Πεδίο εφαρμογής – Άρθρο 3, παράγραφος 3, στοιχείο στʹ – Έννοια των “συμβάσεων για την κατασκευή νέων κτηρίων” – Άρθρο 16, στοιχείο γʹ – Έννοια των “αγαθών που κατασκευάζονται σύμφωνα με τις προδιαγραφές του καταναλωτή ή σαφώς εξατομικευμένων” – Σύμβαση μεταξύ αρχιτέκτονα και καταναλωτή για την εκπόνηση σχεδίου νέας μονοκατοικίας»

Στην υπόθεση C‑208/19,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Landesgericht für Zivilrechtssachen Graz (περιφερειακό δικαστήριο αστικών υποθέσεων Γκρατς, Αυστρία) με απόφαση της 5ης Φεβρουαρίου 2019, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 4 Μαρτίου 2019, στο πλαίσιο της δίκης

NK

κατά

MS,

AS,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Safjan, πρόεδρο τμήματος, L. Bay Larsen και N. Jääskinen (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: G. Pitruzzella

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η NK, εκπροσωπούμενη από τον F. Schubert, Rechtsanwalt,

η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον L. Aguilera Ruiz,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον B.-R. Killmann και την C. Valero,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 2, σημεία 3 και 4, του άρθρου 3, παράγραφος 3, στοιχείο στʹ, και του άρθρου 16, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών, την τροποποίηση της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 1999/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση της οδηγίας 85/577/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 97/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ 2011, L 304, σ. 64).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της NK και, αφετέρου, του MS και της AS με αντικείμενο την καταβολή, από τον MS και την AS, αμοιβής για υπηρεσίες αρχιτέκτονα που τους παρέσχε η NK.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Οι αιτιολογικές σκέψεις 3, 4, 7, 21 και 26 της οδηγίας 2011/83 έχουν ως εξής:

«(3)

Το άρθρο 169, παράγραφος 1, και το άρθρο 169, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) ορίζουν ότι η Ένωση πρέπει να συμβάλλει στην επίτευξη υψηλού επιπέδου προστασίας του καταναλωτή με μέτρα που εγκρίνονται σύμφωνα με το άρθρο 114.

(4)

[…] Η εναρμόνιση ορισμένων πτυχών των εξ αποστάσεως και εκτός καταστήματος συναπτόμενων συμβάσεων είναι αναγκαία για την προαγωγή μιας πραγματικής εσωτερικής αγοράς των καταναλωτών που επιτυγχάνει τη σωστή ισορροπία μεταξύ υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών και ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, εξασφαλίζοντας παράλληλα την τήρηση της αρχής της επικουρικότητας.

[…]

(7)

Η πλήρης εναρμόνιση ορισμένων βασικών ρυθμιστικών πτυχών θα πρέπει να αυξήσει σημαντικά την ασφάλεια δικαίου τόσο για τους καταναλωτές όσο και για τους εμπόρους. […] Περαιτέρω, οι καταναλωτές θα πρέπει να απολαύουν υψηλό κοινό επίπεδο προστασίας σε ολόκληρη την Ένωση.

[…]

(21)

Ως σύμβαση εκτός εμπορικού καταστήματος θα πρέπει να ορίζεται η σύμβαση που συνάπτεται με την ταυτόχρονη φυσική παρουσία του εμπόρου και του καταναλωτή, σε χώρο που δεν αποτελεί το εμπορικό κατάστημα του εμπόρου, παραδείγματος χάριν στο σπίτι ή στον χώρο εργασίας του καταναλωτή. Κατά τις συναλλαγές εκτός εμπορικών καταστημάτων, ο καταναλωτής μπορεί να είναι δυνητικά υπό ψυχολογική πίεση ή αντιμέτωπος με το στοιχείο του αιφνιδιασμού, ανεξάρτητα από το εάν ο καταναλωτής έχει ζητήσει την επίσκεψη του εμπόρου ή όχι. […]

[…]

(26)

Οι συμβάσεις που σχετίζονται με ακίνητα ή τη μεταβίβαση δικαιωμάτων επί ακινήτων ή με τη δημιουργία ή απόκτηση τέτοιων [ακινήτων ή] δικαιωμάτων επί ακινήτων, οι συμβάσεις κατασκευής νέων κτηρίων ή ριζικής μετατροπής υφιστάμενων κτηρίων, καθώς και οι συμβάσεις μίσθωσης στέγης ως κατοικίας, υπόκεινται ήδη σε αρκετές επιμέρους απαιτήσεις στο πλαίσιο των εθνικών νομοθεσιών. Στις εν λόγω συμβάσεις περιλαμβάνονται π.χ. οι πωλήσεις ακίνητης περιουσίας που θα ανεγερθεί μελλοντικά και η χρηματοδοτική εκμίσθωση. Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας δεν είναι κατάλληλες για τις συμβάσεις αυτές, οι οποίες, ως εκ τούτου, δεν θα πρέπει να περιλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής της. Ως ριζική μετατροπή νοείται η μετατροπή που συγκρίνεται με την κατασκευή νέου κτηρίου, παραδείγματος χάριν όταν διατηρείται μόνο η πρόσοψη ενός παλαιού κτηρίου. Οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, ειδικότερα εκείνες που αφορούν την κατασκευή παραρτημάτων κτηρίων (παραδείγματος χάριν γκαράζ ή βεράντας) και εκείνες που αφορούν την επισκευή και ανακαίνιση κτηρίων, πλην της ριζικής μετατροπής, θα πρέπει να περιλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, όπως και οι συμβάσεις που αφορούν τις υπηρεσίες του κτηματομεσίτη και εκείνες που αφορούν τη μίσθωση στέγης που δεν προορίζεται για κατοικία.»

4

Το άρθρο 1 της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι, μέσω της επίτευξης ενός υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών, να συμβάλει στην ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς με την προσέγγιση ορισμένων πτυχών των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών για τις συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ καταναλωτών και εμπόρων.»

5

Το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα ακόλουθα:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

“καταναλωτής”: κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο, όσον αφορά τις συμβάσεις που καλύπτει η παρούσα οδηγία, ενεργεί για λόγους οι οποίοι δεν εμπίπτουν στην εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή ελευθέρια επαγγελματική του δραστηριότητα·

2)

“έμπορος”: κάθε φυσικό πρόσωπο ή κάθε νομικό πρόσωπο, ανεξάρτητα από το εάν διέπεται από το ιδιωτικό ή δημόσιο δίκαιο, το οποίο ενεργεί, ακόμη και μέσω κάθε άλλου προσώπου ενεργούντος εξ ονόματός του ή για λογαριασμό του, για σκοπούς οι οποίοι σχετίζονται με τις εμπορικές, επιχειρηματικές, βιοτεχνικές ή επαγγελματικές δραστηριότητές του σε σχέση με συμβάσεις καλυπτόμενες από την παρούσα οδηγία·

3)

“αγαθό”: κάθε ενσώματο κινητό πράγμα, πλην των πραγμάτων τα οποία πωλούνται στο πλαίσιο μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης ή με άλλο τρόπο από νόμιμη αρχή· το νερό, το φυσικό αέριο και η ηλεκτρική ενέργεια θεωρούνται “αγαθά” κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, εφόσον διατίθενται προς πώληση σε περιορισμένο όγκο ή καθορισμένη ποσότητα·

4)

“αγαθό κατασκευασμένο σύμφωνα με τις προδιαγραφές του πελάτη”: κάθε αγαθό το οποίο δεν είναι προκατασκευασμένο και κατασκευάζεται βάσει της ατομικής επιλογής ή απόφασης του πελάτη·

5)

“σύμβαση πώλησης”: κάθε σύμβαση βάσει της οποίας ο έμπορος μεταβιβάζει ή αναλαμβάνει να μεταβιβάσει την κυριότητα αγαθών στον καταναλωτή, ο δε καταναλωτής καταβάλλει ή αναλαμβάνει να καταβάλει το τίμημα, καθώς και κάθε σύμβαση που έχει ως αντικείμενο ταυτόχρονα την παροχή αγαθών και υπηρεσιών·

6)

“σύμβαση παροχής υπηρεσιών”: κάθε σύμβαση πλην σύμβασης πώλησης βάσει της οποίας ο έμπορος παρέχει ή αναλαμβάνει να παράσχει υπηρεσία στον καταναλωτή, ο δε καταναλωτής καταβάλλει ή αναλαμβάνει να καταβάλει το τίμημα·

[…]

8)

“σύμβαση εκτός εμπορικού καταστήματος”: κάθε σύμβαση μεταξύ του εμπόρου και του καταναλωτή:

α)

η οποία συνάπτεται με ταυτόχρονη φυσική παρουσία του εμπόρου και του καταναλωτή σε χώρο που δεν είναι το εμπορικό κατάστημα του εμπόρου,

[…]».

6

Το άρθρο 3 της ίδιας οδηγίας ορίζει τα κάτωθι:

«1.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται, βάσει των όρων και στον βαθμό που ορίζεται στις διατάξεις της, σε οποιαδήποτε σύμβαση συνάπτεται μεταξύ ενός εμπόρου και ενός καταναλωτή. […]

[…]

3.   Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στις συμβάσεις:

[…]

στ)

για την κατασκευή νέων κτηρίων, τη ριζική μετατροπή υφιστάμενων κτηρίων και τη μίσθωση στέγης ως κατοικίας·

[…]».

7

Το άρθρο 6 της οδηγίας 2011/83 ορίζει τα εξής:

«1.   Πριν δεσμευθεί ο καταναλωτής με σύμβαση συναπτόμενη εξ αποστάσεως ή εκτός εμπορικού καταστήματος ή με οποιαδήποτε αντίστοιχη προσφορά, ο έμπορος παρέχει στον καταναλωτή τις ακόλουθες πληροφορίες με ευκρινή και κατανοητό τρόπο:

[…]

η)

όπου υπάρχει δικαίωμα υπαναχώρησης, τις προϋποθέσεις, την προθεσμία και τις διαδικασίες άσκησης του δικαιώματος σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 1, καθώς και το υπόδειγμα του εντύπου υπαναχώρησης που παρατίθεται στο παράρτημα I, τμήμα Β·

[…]

ια)

όταν δεν παρέχεται δικαίωμα υπαναχώρησης σύμφωνα με το άρθρο 16, την πληροφορία ότι ο καταναλωτής δεν θα έχει δικαίωμα υπαναχώρησης ή, κατά περίπτωση, τις περιστάσεις υπό τις οποίες ο καταναλωτής χάνει το δικαίωμά του υπαναχώρησης·

[…]».

8

Το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής έχει ως ακολούθως:

«Εφόσον ο καταναλωτής επιθυμεί η παροχή υπηρεσιών ή η παροχή νερού, φυσικού αερίου ή ηλεκτρικής ενέργειας, όταν δεν διατίθενται προς πώληση σε περιορισμένο όγκο ή σε καθορισμένη ποσότητα, ή η παροχή τηλεθέρμανσης να άρχεται στη διάρκεια της περιόδου υπαναχώρησης που προβλέπεται στο άρθρο 9, παράγραφος 2, ο έμπορος απαιτεί από τον καταναλωτή να καταθέσει τη ρητή αίτησή του πάνω σε σταθερό μέσο.»

9

Το άρθρο 9, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας έχει ως εξής:

«Εκτός εάν ισχύουν οι εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 16, ο καταναλωτής διαθέτει προθεσμία 14 ημερών για να υπαναχωρήσει από την εξ αποστάσεως σύμβαση ή τη σύμβαση εκτός εμπορικού καταστήματος χωρίς να αναφέρει τους λόγους και χωρίς καμία επιβάρυνση πέρα από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 13, παράγραφος 2, και στο άρθρο 14.»

10

Το άρθρο 10, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας ορίζει τα κάτωθι:

«Εάν ο έμπορος δεν έχει παράσχει στον καταναλωτή τις πληροφορίες σχετικά με το δικαίωμα υπαναχώρησης όπως απαιτείται από το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο ηʹ, η προθεσμία υπαναχώρησης λήγει 12 μήνες μετά το τέλος της αρχικής προθεσμίας υπαναχώρησης, όπως αυτή προσδιορίζεται βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 2.»

11

Το άρθρο 12 της οδηγίας 2011/83 προβλέπει τα ακόλουθα:

«Η άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης τερματίζει τις υποχρεώσεις των συμβαλλόμενων μερών:

α)

να εκτελέσουν την εξ αποστάσεως σύμβαση ή τη σύμβαση εκτός εμπορικού καταστήματος ή

[…]».

12

Το άρθρο 14, παράγραφοι 3 και 4, της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«3.   Εάν ο καταναλωτής ασκήσει το δικαίωμα υπαναχώρησης αφού έχει κάνει αίτηση σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 3, ή το άρθρο 8, παράγραφος 8, οφείλει ο καταναλωτής να καταβάλει στον έμπορο, σε σύγκριση με την πλήρη κάλυψη της σύμβασης, ένα ποσό ανάλογο προς τα παρασχεθέντα μέχρι τη στιγμή που ο καταναλωτής ενημέρωσε τον έμπορο ότι θα ασκήσει το δικαίωμα υπαναχώρησης. Το αναλογούν ποσό που ο καταναλωτής οφείλει να καταβάλει στον έμπορο υπολογίζεται βάσει της συνολικής τιμής που είχε συμφωνηθεί στη σύμβαση. Εάν η συνολική τιμή είναι υπερβολική, το αναλογούν ποσό θα πρέπει να υπολογιστεί βάσει της αγοραίας αξίας των παρασχεθέντων.

4.   Ο καταναλωτής δεν επιβαρύνεται:

α)

για την παροχή υπηρεσιών, την παροχή νερού, φυσικού αερίου ή ηλεκτρικής ενέργειας, εάν δεν διατίθενται προς πώληση σε περιορισμένο όγκο ή σε καθορισμένη ποσότητα, ή για παροχή τηλεθέρμανσης, εν μέρει ή εν όλω, κατά τη διάρκεια της περιόδου υπαναχώρησης, εφόσον:

i)

ο έμπορος έχει παραλείψει να παράσχει τις πληροφορίες που προβλέπονται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχεία ηʹ ή ιʹ ή

ii)

ο καταναλωτής δεν έδωσε την προηγούμενη ρητή συγκατάθεσή του να ξεκινήσει η εκτέλεση της σύμβασης στη διάρκεια της προθεσμίας υπαναχώρησης που προβλέπεται στο άρθρο 7, παράγραφος 3, και στο άρθρο 8, παράγραφος 8, ή

[…]».

13

Το άρθρο 16 της εν λόγω οδηγίας έχει ως εξής:

«Τα κράτη μέλη δεν παρέχουν το δικαίωμα υπαναχώρησης που προβλέπεται στα άρθρα 9 έως 15 για τις εξ αποστάσεως και εκτός εμπορικού καταστήματος συναπτόμενες συμβάσεις, όσον αφορά τα ακόλουθα:

α)

συμβάσεις υπηρεσιών μετά την πλήρη παροχή της υπηρεσίας, εάν η εκτέλεση άρχισε με την προηγούμενη ρητή συγκατάθεση του καταναλωτή, και με την εκ μέρους του αναγνώριση ότι θα απολέσει το δικαίωμά του υπαναχώρησης μόλις η σύμβαση εκτελεσθεί πλήρως από τον έμπορο·

[…]

γ)

την προμήθεια αγαθών που κατασκευάζονται σύμφωνα με τις προδιαγραφές του καταναλωτή ή σαφώς εξατομικευμένων·

[…]».

Το αυστριακό δίκαιο

14

Το άρθρο 1 του Bundesgesetz über Fernabsatz- und ausserhalb von Geschäftsräumen geschlossene Verträge (ομοσπονδιακού νόμου περί συμβάσεων εξ αποστάσεως και συμβάσεων εκτός εμπορικού καταστήματος, BGBl. I, 33/2014, στο εξής: FAGG), ο οποίος έχει μεταφέρει την οδηγία 2011/83 στην αυστριακή έννομη τάξη, έχει ως εξής:

«1.   Ο παρών ομοσπονδιακός νόμος εφαρμόζεται επί συμβάσεων εξ αποστάσεως και συμβάσεων εκτός εμπορικού καταστήματος (συναλλαγές εξ αποστάσεως και συναλλαγές εκτός εμπορικού καταστήματος) που συνάπτονται μεταξύ εμπόρων και καταναλωτών […].

2.   Ο παρών ομοσπονδιακός νόμος δεν εφαρμόζεται […] επί συμβάσεων,

[…]

7)

για την κατασκευή νέων κτιρίων, τη ριζική μετατροπή υφιστάμενων κτιρίων ή τη μίσθωση στέγης ως κατοικίας,

[…]».

15

Το άρθρο 4 του FAGG ορίζει τα εξής:

«1.   Πριν δεσμευθεί ο καταναλωτής με σύμβαση η με δήλωση βούλησης για τη σύναψη σύμβασης, ο έμπορος υποχρεούται να του παράσχει, με ευκρινή και κατανοητό τρόπο, τις ακόλουθες πληροφορίες:

[…]

8)

εφόσον υπάρχει δικαίωμα υπαναχώρησης, τις προϋποθέσεις, την προθεσμία και τον τρόπο άσκησης του δικαιώματος αυτού,

[…]

10)

κατά περίπτωση, [πληροφορίες σχετικά με] την υποχρέωση του καταναλωτή σύμφωνα με το άρθρο 16 να καταβάλει, σε περίπτωση υπαναχώρησης από τη σύμβαση, ποσό που αναλογεί στις ήδη παρασχεθείσες υπηρεσίες,

11)

κατά περίπτωση, [πληροφορίες] όσον αφορά την απουσία δικαιώματος υπαναχώρησης σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 18 ή σχετικά με τις περιστάσεις υπό τις οποίες ο καταναλωτής χάνει το δικαίωμά του υπαναχώρησης,

[…]».

16

Το άρθρο 10 του FAGG προβλέπει τα εξής:

«Εφόσον μια σύμβαση συναπτόμενη εξ αποστάσεως ή εκτός εμπορικού καταστήματος έχει ως αντικείμενο την […] παροχή υπηρεσιών και ο καταναλωτής επιθυμεί ο έμπορος να αρχίσει την εκτέλεση της σύμβασης πριν παρέλθει η προθεσμία υπαναχώρησης του άρθρου 11, ο έμπορος απαιτεί από τον καταναλωτή να του απευθύνει ρητή αίτηση για πρόωρη εκτέλεση της σύμβασης –αίτηση που, σε περίπτωση σύμβασης συναπτόμενης εκτός εμπορικού καταστήματος, υποβάλλεται πάνω σε σταθερό μέσο.»

17

Το άρθρο 11, παράγραφος 1, του FAGG ορίζει τα εξής:

«Ο καταναλωτής δύναται να υπαναχωρήσει από σύμβαση συναφθείσα εξ αποστάσεως ή εκτός εμπορικού καταστήματος εντός δεκατεσσάρων ημερών χωρίς να αναφέρει τους λόγους.»

18

Το άρθρο 12, παράγραφος 1, του FAGG ορίζει τα κάτωθι:

«Εφόσον ο έμπορος δεν έχει τηρήσει την υποχρέωση παροχής πληροφοριών, την οποία υπέχει από το άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 8, η προβλεπόμενη κατά το άρθρο 11 προθεσμία υπαναχώρησης παρατείνεται κατά δώδεκα μήνες.»

19

Το άρθρο 16 του FAGG έχει ως εξής:

«1.   Στην περίπτωση που ο καταναλωτής, μετά την υποβολή αίτησης σύμφωνα με το άρθρο 10 και αφού ο έμπορος έχει αρχίσει, κατόπιν της αίτησης αυτής, την εκτέλεση της σύμβασης, υπαναχωρήσει, δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 1, από σύμβαση παροχής υπηρεσιών […], θα πρέπει να καταβάλει στον έμπορο ποσό ανάλογο προς τις υπηρεσίες που έχουν παρασχεθεί από τον έμπορο μέχρι τη στιγμή της υπαναχώρησης και υπολογιζόμενο με βάση τη συνολική τιμή που είχε συμφωνηθεί στη σύμβαση. […]

2.   Η υποχρέωση καταβολής του αναλογούντος ποσού που μνημονεύεται στην παράγραφο 1 δεν υφίσταται όταν ο έμπορος δεν έχει τηρήσει την υποχρέωση παροχής πληροφοριών, την οποία υπέχει από το άρθρο 4, παράγραφος 1, σημεία 8 και 10.

[…]»

20

Το άρθρο 18 του FAGG προβλέπει τα εξής:

«1.   Ο καταναλωτής δεν έχει δικαίωμα υπαναχώρησης από εξ αποστάσεως ή εκτός εμπορικού καταστήματος συναφθείσες συμβάσεις που έχουν ως αντικείμενο:

1)

την παροχή υπηρεσιών, όταν ο έμπορος –με βάση ρητή αίτηση του καταναλωτή που υποβλήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 10 ή με βάση τη δήλωση του καταναλωτή ότι γνωρίζει ότι θα απολέσει το δικαίωμά του υπαναχώρησης σε περίπτωση που η σύμβαση εκτελεστεί πλήρως– άρχισε να παρέχει την υπηρεσία πριν παρέλθει η προθεσμία υπαναχώρησης του άρθρου 11 και, στη συνέχεια, η παροχή της υπηρεσίας εκπληρώθηκε πλήρως.

[…]

3)

αγαθά κατασκευαζόμενα σύμφωνα με τις προδιαγραφές του καταναλωτή ή σαφώς εξατομικευμένα,

[…]».

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

21

Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, στις 22 Δεκεμβρίου 2016, ο MS και η AS, καταναλωτές κατά την έννοια της οδηγίας 2011/83, συνήψαν με την NK, αρχιτέκτονα και έμπορο κατά την έννοια της οδηγίας αυτής, εκτός των επαγγελματικών χώρων της τελευταίας, σύμβαση για τον σχεδιασμό μιας προς ανέγερση μονοκατοικίας.

22

Στις 2 Φεβρουαρίου 2017, η NK διαβίβασε στον MS και στην AS το κατασκευαστικό σχέδιο που εκπόνησε, πρόχειρη συγκεντρωτική κατάσταση εξόδων, καθώς και τιμολόγιο ύψους 3780 ευρώ για την παρασχεθείσα υπηρεσία.

23

Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 12ης Φεβρουαρίου 2017, ο MS και η AS ενημέρωσαν την NK ότι δεν έμειναν ικανοποιημένοι με την ποιότητα της εν λόγω υπηρεσίας και της γνωστοποίησαν ότι τερματίζουν αμέσως την εργασιακή σχέση και υπαναχωρούν από την ανάθεση των σχετικών εργασιών σχεδιασμού.

24

Η NK άσκησε αγωγή ενώπιον του Bezirksgericht Graz-Ost (ειρηνοδικείου ανατολικού Γκρατς, Αυστρία) ζητώντας να υποχρεωθούν ο MS και η AS να της καταβάλουν αμοιβή για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες σχεδιασμού. Στο πλαίσιο της αγωγής της, η NK υποστήριξε, κυρίως, ότι ο FAGG δεν ήταν εφαρμοστέος στη συναφθείσα μεταξύ της ίδιας και των MS και AS σύμβαση παροχής υπηρεσιών αρχιτέκτονα, διότι οι παρασχεθείσες υπηρεσίες αφορούσαν την ανέγερση νέου κτιρίου και, ως εκ τούτου, ενέπιπταν στην εξαίρεση του άρθρου 1, παράγραφος 2, σημείο 7, του FAGG. Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και στην περίπτωση που ο FAGG ετύγχανε εφαρμογής, η NK υποστήριξε ότι ο MS και η AS δεν είχαν, δυνάμει του άρθρου 18, παράγραφος 1, σημείο 3, του FAGG, δικαίωμα υπαναχωρήσεως από τη σύμβαση, διότι η σύμβαση αυτή προϋπέθετε την εκπόνηση σχεδίων σαφώς εξατομικευμένων με βάση τις ανάγκες τους. Τέλος, η NK διευκρίνισε ότι τα εκπονηθέντα σχέδια συνιστούσαν αγαθά κατά την έννοια του άρθρου 2, σημεία 3 και 4, της οδηγίας 2011/83.

25

Ο MS και η AS ζήτησαν την απόρριψη της αγωγής επισημαίνοντας ότι ο FAGG ήταν εφαρμοστέος στην επίμαχη στην κύρια δίκη σύμβαση. Συγκεκριμένα, πέραν του ότι το άρθρο 3, παράγραφος 3, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2011/83 –το οποίο μεταφέρθηκε στην αυστριακή έννομη τάξη με το άρθρο 1, παράγραφος 2, σημείο 7, του FAGG– αφορά τις κατασκευαστικές υπηρεσίες και όχι τις υπηρεσίες σχεδιασμού, οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών αρχιτέκτονα δεν μνημονεύονται στον κατάλογο συμβάσεων που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής, όπως αυτός παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 26 της εν λόγω οδηγίας.

26

Ο MS και η AS υπογράμμισαν ότι, δεδομένου ότι η NK δεν είχε τηρήσει τις υποχρεώσεις παροχής πληροφοριών τις οποίες υπείχε από το άρθρο 4, παράγραφος 1, σημεία 8 και 10, του FAGG, η προβλεπόμενη στο άρθρο 11, παράγραφος 1, του FAGG προθεσμία υπαναχωρήσεως δεκατεσσάρων ημερών παρατάθηκε κατά δώδεκα μήνες σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 12, παράγραφος 1, του FAGG, με αποτέλεσμα να είναι έγκυρη η υπαναχώρηση της 12ης Φεβρουαρίου 2017. Επιπλέον, η NK άρχισε την εκτέλεση της συμβάσεως πριν από την εκπνοή της προθεσμίας υπαναχωρήσεως, χωρίς να απαιτήσει από τον MS και την AS να της απευθύνουν ρητή αίτηση γι’ αυτή την πρόωρη εκτέλεση σύμφωνα με το άρθρο 10 του FAGG. Τέλος, ο MS και η AS δεν υπέχουν την προβλεπόμενη στο άρθρο 16, παράγραφος 1, του FAGG υποχρέωση να καταβάλουν, σε περίπτωση υπαναχωρήσεως, ποσό που αναλογεί προς τα παρασχεθέντα, δεδομένου ότι η NK παρέβη τις υποχρεώσεις παροχής πληροφοριών που υπέχει. Επομένως, ο MS και η AS υποστήριξαν ότι δεν οφείλουν καμία αμοιβή.

27

Με απόφαση της 12ης Ιουνίου 2018, το Bezirksgericht Graz-Ost (ειρηνοδικείο ανατολικού Γκρατς) απέρριψε την αγωγή της NK στο σύνολό της. Το δικαστήριο αυτό έκρινε μεν ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη σύμβαση ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του FAGG, δεδομένου ότι δεν αφορούσε την ανέγερση νέου κτιρίου, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, σημείο 7, του νόμου αυτού. Ομοίως, δέχθηκε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 18, παράγραφος 1, σημείο 3, του FAGG, ο MS και η AS δεν είχαν δικαίωμα υπαναχωρήσεως, καθόσον το κατασκευαστικό σχέδιο της μονοκατοικίας έπρεπε να εκπονηθεί σύμφωνα με τις ιδιαίτερες επιθυμίες των ενδιαφερομένων. Εντούτοις, το εν λόγω δικαστήριο έκρινε ότι, ελλείψει τηρήσεως των προβλεπόμενων στο άρθρο 4, παράγραφος 1, σημεία 8 και 10, του FAGG υποχρεώσεων παροχής πληροφοριών, ο MS και η AS δεν όφειλαν καμία αμοιβή βάσει του άρθρου 16, παράγραφος 1, του FAGG.

28

Η NK άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Landesgericht für Zivilrechtssachen Graz (περιφερειακού δικαστηρίου αστικών υποθέσεων Γκρατς, Αυστρία).

29

Το αιτούν δικαστήριο εκφράζει, κατ’ αρχάς, αμφιβολίες ως προς το αν σύμβαση σχετική με την παροχή υπηρεσιών αρχιτέκτονα που συνίστανται στον σχεδιασμό νέου κτιρίου προς ανέγερση εμπίπτει στην έννοια της «συμβάσεως για την κατασκευή νέου κτιρίου», κατά το άρθρο 3, παράγραφος 3, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2011/83. Υπέρ της καταφατικής απαντήσεως συνηγορεί το επιχείρημα ότι η κατασκευή νέου κτιρίου προϋποθέτει πάντα και οπωσδήποτε τον σχεδιασμό και την εκπόνηση κατασκευαστικών σχεδίων, με αποτέλεσμα ότι σύμβαση με αντικείμενο τις αναγκαίες για ένα κατασκευαστικό έργο υπηρεσίες σχεδιασμού αποτελεί κατ’ ανάγκην τμήμα των παροχών που συνδέονται με την κατασκευή νέου κτιρίου. Εντούτοις, στο ερώτημα αυτό θα μπορούσε να δοθεί αρνητική απάντηση με βάση το επιχείρημα ότι, στην περίπτωση που η κύρια παροχή στο πλαίσιο συμβάσεως παροχής υπηρεσιών αρχιτέκτονα προβλέπει μόνον την εκπόνηση σχεδίων, η παροχή αυτή δεν εμπίπτει στην εν στενή εννοία κατασκευή κτιρίου.

30

Στην περίπτωση που γίνει δεκτή η αρνητική απάντηση και, κατά συνέπεια, ο FAGG κριθεί εφαρμοστέος στην υπόθεση της κύριας δίκης, θα πρέπει, στη συνέχεια, να εξεταστεί αν νομίμως ο MS και η AS υπαναχώρησαν από την επίμαχη στην κύρια δίκη σύμβαση και αν οφείλουν να καταβάλουν αμοιβή στην ΝΚ για τις ήδη παρασχεθείσες από αυτήν υπηρεσίες. Στο πλαίσιο αυτό, τίθεται ειδικότερα το ζήτημα αν η σύμβαση αυτή εμπίπτει στην κατηγορία των συμβάσεων που αφορούν «την προμήθεια αγαθών που κατασκευάζονται σύμφωνα με τις προδιαγραφές του καταναλωτή ή σαφώς εξατομικευμένων», ως προς τις οποίες το άρθρο 16, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/83 αποκλείει οποιοδήποτε δικαίωμα υπαναχωρήσεως.

31

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Landesgericht für Zivilrechtssachen Graz (περιφερειακό δικαστήριο αστικών υποθέσεων Γκρατς) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«1)

Συνιστά μια σύμβαση μεταξύ αρχιτέκτονα και καταναλωτή, κατά τους όρους της οποίας ο αρχιτέκτονας αναλαμβάνει (μόνο) τον σχεδιασμό νέας μονοκατοικίας προς ανέγερση, ιδίως δε την εκπόνηση σχεδίων, σύμβαση “για την κατασκευή νέων κτηρίων” κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 3, στοιχείο στʹ, της οδηγίας [2011/83];

2)

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:

Συνιστά μια σύμβαση μεταξύ αρχιτέκτονα και καταναλωτή, κατά τους όρους της οποίας ο αρχιτέκτονας αναλαμβάνει την υποχρέωση να σχεδιάσει μια προς ανέγερση νέα μονοκατοικία σύμφωνα με τις απαιτήσεις και τις επιθυμίες των πελατών του και, στο πλαίσιο αυτό, να εκπονήσει σχέδια, σύμβαση για την προμήθεια “αγαθών που κατασκευάζονται σύμφωνα με τις προδιαγραφές του καταναλωτή ή σαφώς εξατομικευμένων” κατά την έννοια του άρθρου 16, στοιχείο γʹ, και του άρθρου 2, σημεία 3 και 4, της οδηγίας [2011/83];»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου ερωτήματος

32

Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 3, παράγραφος 3, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2011/83 έχει την έννοια ότι συνιστά σύμβαση για την κατασκευή νέου κτιρίου κατά τη διάταξη αυτή μια σύμβαση συναφθείσα μεταξύ αρχιτέκτονα και καταναλωτή δυνάμει της οποίας ο πρώτος αναλαμβάνει την υποχρέωση να πραγματοποιήσει, για τον δεύτερο, μόνον τον σχεδιασμό μιας προς ανέγερση μονοκατοικίας και, στο πλαίσιο αυτό, να εκπονήσει σχέδια.

33

Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 3, στοιχείο στ ʹ, της οδηγίας 2011/83, η οδηγία αυτή δεν εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, στις συμβάσεις για την κατασκευή νέων κτιρίων.

34

Διαπιστώνεται εκ προοιμίου ότι η εν λόγω οδηγία δεν περιλαμβάνει ορισμό της έννοιας «σύμβαση για την κατασκευή νέου κτιρίου».

35

Εντούτοις, στην αιτιολογική σκέψη 26 της οδηγίας 2011/83 επισημαίνεται ότι οι συμβάσεις που αφορούν, μεταξύ άλλων, την κατασκευή νέων κτιρίων ή τη ριζική μετατροπή υφιστάμενων κτιρίων και οι οποίες έχουν ως αντικείμενο, παραδείγματος χάριν, πωλήσεις ακίνητης περιουσίας που θα ανεγερθεί μελλοντικά και χρηματοδοτικές μισθώσεις υπόκεινται ήδη σε αρκετές επιμέρους απαιτήσεις στο πλαίσιο των εθνικών νομοθεσιών και ότι, δεδομένου ότι οι διατάξεις της οδηγίας αυτής δεν είναι κατάλληλες για τις εν λόγω συμβάσεις, οι τελευταίες θα πρέπει, ως εκ τούτου, να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής της. Η εν λόγω αιτιολογική σκέψη διευκρινίζει συναφώς ότι ως ριζική μετατροπή κτιρίου πρέπει να νοείται η μετατροπή που είναι συγκρίσιμη με την κατασκευή νέου κτιρίου, παραδείγματος χάριν όταν διατηρείται μόνον η πρόσοψη ενός παλαιού κτιρίου.

36

Αντιθέτως, κατά την ίδια αιτιολογική σκέψη, οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, ειδικότερα εκείνες που αφορούν την κατασκευή παραρτημάτων κτιρίων (παραδείγματος χάριν, γκαράζ ή βεράντας) ή την επισκευή και ανακαίνιση κτιρίων, πλην της ριζικής μετατροπής, θα πρέπει να περιλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2011/83, όπως και οι συμβάσεις που αφορούν τις υπηρεσίες του κτηματομεσίτη και εκείνες που αφορούν τη μίσθωση στέγης που δεν προορίζεται για κατοικία.

37

Στις γραπτές παρατηρήσεις της, η NK επικαλείται την αιτιολογική σκέψη 26 της οδηγίας 2011/83 προκειμένου να υποστηρίξει ότι σύμβαση συναφθείσα μεταξύ αρχιτέκτονα και καταναλωτή όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, δυνάμει της οποίας ο πρώτος αναλαμβάνει την υποχρέωση να πραγματοποιήσει, για τον δεύτερο, μόνον τον σχεδιασμό μιας προς ανέγερση μονοκατοικίας και, στο πλαίσιο αυτό, να εκπονήσει σχέδια, συνιστά σύμβαση για την κατασκευή νέου κτιρίου, κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 3, στοιχείο στʹ, της οδηγίας αυτής, και, ως εκ τούτου, εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας.

38

Η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

39

Πράγματι, όπως προκύπτει από το άρθρο 1 της οδηγίας 2011/83, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των αιτιολογικών της σκέψεων 3, 4 και 7, η οδηγία αυτή έχει ως σκοπό να διασφαλίσει υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών. Επιπλέον, μεταξύ των πολιτικών της Ένωσης, η προστασία των καταναλωτών, οι οποίοι βρίσκονται σε πιο αδύναμη θέση σε σχέση με τους εμπόρους, καθόσον πρέπει να θεωρούνται κατά τεκμήριο λιγότερο ενημερωμένοι, ασθενέστεροι οικονομικά και με μικρότερη πείρα από νομικής απόψεως σε σύγκριση με τους αντισυμβαλλομένους τους, κατοχυρώνεται στο άρθρο 169 ΣΛΕΕ καθώς και στο άρθρο 38 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (απόφαση της 27ης Μαρτίου 2019, slewo, C-681/17, EU:C:2019:255, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

40

Εξάλλου, οσάκις οι όροι που χρήζουν ερμηνείας περιλαμβάνονται σε διάταξη που συνιστά παρέκκλιση από αρχή ή, ειδικότερα, από κανόνες δικαίου της Ένωσης που αποσκοπούν στην προστασία των καταναλωτών, πρέπει να ερμηνεύονται στενά (πρβλ. αποφάσεις της 10ης Μαρτίου 2005, EasyCar, C-336/03, EU:C:2005:150, σκέψη 21, της 27ης Μαρτίου 2019, slewo, C-681/17, EU:C:2019:255, σκέψη 34, και της 12ης Μαρτίου 2020, Verbraucherzentrale Berlin, C-583/18, EU:C:2020:199, σκέψη 27).

41

Επομένως, το άρθρο 3, παράγραφος 3, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2011/83, καθόσον εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας τις συμβάσεις που αφορούν την κατασκευή νέων κτιρίων, πρέπει να ερμηνεύεται στενά.

42

Συναφώς, στο μέτρο κατά το οποίο το γράμμα της διατάξεως αυτής αφορά ρητώς τις συμβάσεις που σχετίζονται με την «κατασκευή νέων κτιρίων», το αντικείμενο τέτοιων συμβάσεων πρέπει κατ’ ανάγκην να είναι η κατασκευή νέου κτιρίου. Από την αιτιολογική σκέψη 26 της οδηγίας 2011/83 προκύπτει ότι οι διατάξεις που περιλαμβάνει, όπως τα άρθρα 9 έως 16 σχετικά με το δικαίωμα υπαναχωρήσεως, δεν είναι κατάλληλες για τέτοιου είδους συμβάσεις.

43

Σύμβαση, όμως, δυνάμει της οποίας ο αρχιτέκτονας αναλαμβάνει την υποχρέωση να πραγματοποιήσει, για τον καταναλωτή, μόνον τον σχεδιασμό μιας προς ανέγερση μονοκατοικίας, κατόπιν του οποίου ενδέχεται να μην υλοποιηθεί ποτέ η ανέγερση, εντάσσεται σε πολύ πρώιμο στάδιο της διαδικασίας κατασκευής νέου κτιρίου για να είναι δυνατόν να εμπίπτει στην έννοια της «συμβάσεως για την κατασκευή νέου κτιρίου», κατά το άρθρο 3, παράγραφος 3, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2011/83.

44

Εν προκειμένω, από την ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία προκύπτει ότι η NK, σύμφωνα με την επίμαχη στην κύρια δίκη σύμβαση, απλώς σχεδίασε, για τον MS και την AS, μια προς ανέγερση μονοκατοικία, εκπονώντας προς τούτο σχέδια. Εξάλλου, το αιτούν δικαστήριο διατύπωσε τα προδικαστικά του ερωτήματα στηριζόμενο στην υπόθεση ότι ο ρόλος της αρχιτέκτονα περιορίστηκε σε τέτοια καθήκοντα.

45

Υπό τις συνθήκες αυτές, σύμβαση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αφορά την κατασκευή νέου κτιρίου.

46

Εξάλλου, ενδεχόμενος αποκλεισμός από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2011/83 του συνόλου των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών αρχιτέκτονα που συνδέονται με την κατασκευή νέων κτιρίων, όπως των συμβάσεων δυνάμει των οποίων ο αρχιτέκτονας αναλαμβάνει μόνον την υποχρέωση να σχεδιάσει, για τον καταναλωτή, μια προς ανέγερση μονοκατοικία, ακόμη και στις περιπτώσεις που δεν υφίσταται στενός σύνδεσμος των συμβάσεων αυτών με την πραγματική κατασκευή νέων κτιρίων, θα μπορούσε να συναχθεί μόνον από ευρεία ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 3, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2011/83 και, ως εκ τούτου, θα αντέβαινε προς τον σκοπό της οδηγίας αυτής.

47

Συνεπώς, μολονότι αληθεύει ότι σύμβαση συναφθείσα μεταξύ αρχιτέκτονα και καταναλωτή, δυνάμει της οποίας ο πρώτος αναλαμβάνει την υποχρέωση να πραγματοποιήσει, για τον δεύτερο, μόνον τον σχεδιασμό μιας προς ανέγερση μονοκατοικίας και, στο πλαίσιο αυτό, να εκπονήσει σχέδια, μπορεί να προηγείται της μελλοντικής κατασκευής νέου κτιρίου, εντούτοις μια τέτοια σύμβαση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αφορά την κατασκευή νέου κτιρίου κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 3, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2011/83.

48

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 3, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2011/83 έχει την έννοια ότι δεν συνιστά σύμβαση για την κατασκευή νέου κτιρίου κατά τη διάταξη αυτή μια σύμβαση συναφθείσα μεταξύ αρχιτέκτονα και καταναλωτή δυνάμει της οποίας ο πρώτος αναλαμβάνει την υποχρέωση να πραγματοποιήσει, για τον δεύτερο, μόνον τον σχεδιασμό μιας προς ανέγερση μονοκατοικίας και, στο πλαίσιο αυτό, να εκπονήσει σχέδια.

Επί του δευτέρου ερωτήματος

49

Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 2, σημεία 3 και 4, καθώς και το άρθρο 16, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/83 έχουν την έννοια ότι συνιστά σύμβαση για την προμήθεια αγαθών κατασκευαζόμενων σύμφωνα με τις προδιαγραφές του καταναλωτή ή σαφώς εξατομικευμένων, κατά την τελευταία αυτή διάταξη, μια σύμβαση συναφθείσα μεταξύ αρχιτέκτονα και καταναλωτή δυνάμει της οποίας ο πρώτος αναλαμβάνει την υποχρέωση να πραγματοποιήσει για τον καταναλωτή, σύμφωνα με τις απαιτήσεις και τις επιθυμίες του καταναλωτή, τον σχεδιασμό μιας προς ανέγερση μονοκατοικίας και, στο πλαίσιο αυτό, να εκπονήσει σχέδια.

50

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι τα άρθρα 9 έως 16 της οδηγίας 2011/83 παρέχουν στον καταναλωτή δικαίωμα υπαναχωρήσεως κατόπιν, ιδίως, της συνάψεως συμβάσεως εκτός εμπορικού καταστήματος, κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 8, της οδηγίας αυτής, και ορίζουν τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία ασκήσεως του εν λόγω δικαιώματος (πρβλ. απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, Verbraucherzentrale Berlin, C‑485/17, EU:C:2018:642, σκέψη 32).

51

Ο σκοπός των διατάξεων αυτών εκτίθεται, μεταξύ άλλων, στην αιτιολογική σκέψη 21 της οδηγίας 2011/83, κατά την οποία, σε περίπτωση που ένας καταναλωτής βρίσκεται εκτός του εμπορικού καταστήματος του εμπόρου, μπορεί να είναι δυνητικά υπό ψυχολογική πίεση ή να βρεθεί αντιμέτωπος με το στοιχείο του αιφνιδιασμού, ανεξάρτητα από το εάν έχει ζητήσει την επίσκεψη του εμπόρου ή όχι (πρβλ. απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, Verbraucherzentrale Berlin, C‑485/17, EU:C:2018:642, σκέψη 33).

52

Κατά το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/83, πλην των περιπτώσεων εφαρμογής των εξαιρέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 16, ο καταναλωτής διαθέτει προθεσμία δεκατεσσάρων ημερών για να υπαναχωρήσει από σύμβαση εκτός εμπορικού καταστήματος, χωρίς, μεταξύ άλλων, να φέρει καμία επιβάρυνση πέραν των προβλεπόμενων στο άρθρο 13, παράγραφος 2, και στο άρθρο 14 της εν λόγω οδηγίας.

53

Από το άρθρο 12, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/83 προκύπτει ότι η άσκηση του δικαιώματος υπαναχωρήσεως επιφέρει την απόσβεση της υποχρεώσεως των συμβαλλομένων μερών να εκτελέσουν την εκτός εμπορικού καταστήματος σύμβαση.

54

Εντούτοις, το άρθρο 16 της εν λόγω οδηγίας προβλέπει εξαιρέσεις από το δικαίωμα υπαναχωρήσεως, ιδίως στη διαλαμβανόμενη στο στοιχείο γʹ του άρθρου αυτού περίπτωση συμβάσεων εκτός εμπορικού καταστήματος που αφορούν την προμήθεια αγαθών τα οποία κατασκευάζονται σύμφωνα με τις προδιαγραφές του καταναλωτή ή τα οποία είναι σαφώς εξατομικευμένα.

55

Με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η NK υποστηρίζει ότι η ως άνω εξαίρεση από το δικαίωμα υπαναχωρήσεως τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω, στο μέτρο κατά το οποίο τα επίμαχα στην υπόθεση της κύριας δίκης κατασκευαστικά σχέδια εμπίπτουν στην εν λόγω κατηγορία αγαθών.

56

Συναφώς, το άρθρο 16, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/83, το οποίο εισάγει εξαίρεση από το δικαίωμα υπαναχωρήσεως, πρέπει, ως διάταξη του δικαίου της Ένωσης η οποία περιορίζει τα δικαιώματα που παρέχονται με σκοπό την προστασία των καταναλωτών, να ερμηνεύεται στενά, όπως προκύπτει από τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 40 της παρούσας αποφάσεως.

57

Από τους ορισμούς που παρατίθενται στο άρθρο 2, σημεία 3 και 4, της οδηγίας 2011/83 προκύπτει ότι ως «αγαθό κατασκευασμένο σύμφωνα με τις προδιαγραφές του πελάτη» πρέπει να νοείται κάθε ενσώματο κινητό αντικείμενο, το οποίο δεν είναι προκατασκευασμένο και κατασκευάζεται βάσει της ατομικής επιλογής ή αποφάσεως του καταναλωτή.

58

Βεβαίως, σύμβαση συναφθείσα μεταξύ αρχιτέκτονα και καταναλωτή, δυνάμει της οποίας ο πρώτος αναλαμβάνει την υποχρέωση να σχεδιάσει, για τον δεύτερο, σύμφωνα με τις απαιτήσεις και τις επιθυμίες του τελευταίου, μια προς ανέγερση μονοκατοικία, συνεπάγεται κατ’ ανάγκην την εκπόνηση από τον αρχιτέκτονα κατασκευαστικών σχεδίων τα οποία, στη συνέχεια, παραδίδονται στον καταναλωτή, προκειμένου αυτός να είναι σε θέση να τα χρησιμοποιήσει για τις μεταγενέστερες κατασκευαστικές εργασίες. Τα σχέδια αυτά είναι δυνατόν να παραδοθούν ως έγγραφα σε έντυπη μορφή ή να λάβουν τη μορφή ψηφιακών αρχείων. Στην πρώτη περίπτωση, συνιστούν ενσώματα κινητά αντικείμενα που έχουν κατασκευαστεί από τον αρχιτέκτονα βάσει των υποδείξεων και των επιλογών του καταναλωτή.

59

Γεγονός πάντως παραμένει ότι κύριο αντικείμενο μιας τέτοιας συμβάσεως αποτελεί η εκ μέρους του αρχιτέκτονα παροχή υπηρεσιών διανοητικής φύσεως συνιστάμενων στον σχεδιασμό μιας προς ανέγερση μονοκατοικίας, ενώ η προμήθεια των σχεδίων ως αγαθών έχει δευτερεύουσα μόνο σημασία σε σχέση με την κύρια προς εκπλήρωση παροχή.

60

Ως εκ τούτου, σύμβαση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αφορά την προμήθεια αγαθών κατασκευαζόμενων σύμφωνα με τις προδιαγραφές του καταναλωτή ή σαφώς εξατομικευμένων, κατά την έννοια του άρθρου 16, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/83.

61

Αντιθέτως, τέτοια σύμβαση εμπίπτει στην έννοια της «συμβάσεως παροχής υπηρεσιών», συμβάσεως ως προς την οποία η οδηγία προβλέπει επίσης, με το άρθρο 16, στοιχείο αʹ, εξαίρεση από το δικαίωμα υπαναχωρήσεως στην περίπτωση κατά την οποία η παροχή της υπηρεσίας έχει εκτελεστεί πλήρως, υπό την προϋπόθεση πάντως η εκτέλεση να άρχισε με τη ρητή προηγούμενη συγκατάθεση του καταναλωτή και με την εκ μέρους του αναγνώριση ότι θα απολέσει το δικαίωμά του υπαναχωρήσεως μόλις η σύμβαση εκτελεστεί πλήρως από τον έμπορο.

62

Συγκεκριμένα, ο ορισμός της έννοιας της «σύμβασης παροχής υπηρεσιών» στο άρθρο 2, σημείο 6, της οδηγίας 2011/83 είναι ευρύς και περιλαμβάνει κάθε σύμβαση, πλην της συμβάσεως πωλήσεως, βάσει της οποίας ο έμπορος παρέχει ή αναλαμβάνει να παράσχει μια υπηρεσία στον καταναλωτή και ο καταναλωτής καταβάλλει ή αναλαμβάνει να καταβάλει το σχετικό τίμημα. Από το γράμμα της διατάξεως αυτής προκύπτει ότι η εν λόγω έννοια πρέπει να νοείται ως καλύπτουσα όλες τις συμβάσεις που δεν εμπίπτουν στην έννοια της «συμβάσεως πωλήσεως», όπως αυτή ορίζεται με το άρθρο 2, σημείο 5, της εν λόγω οδηγίας (πρβλ. απόφαση της 12ης Μαρτίου 2020, Verbraucherzentrale Berlin, C‑583/18, EU:C:2020:199, σκέψη 22).

63

Σύμβαση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία έχει ως μοναδικό αντικείμενο τον σχεδιασμό μιας προς ανέγερση μονοκατοικίας, δεν αφορά τη μεταβίβαση της κυριότητας αγαθών κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 5, της οδηγίας 2011/83.

64

Στην προκειμένη περίπτωση, προφανώς δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της προβλεπόμενης με το άρθρο 16, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/83 εξαιρέσεως από το δικαίωμα υπαναχωρήσεως, ήτοι, αφενός, η ρητή προηγούμενη συγκατάθεση του καταναλωτή για την παροχή της επίμαχης υπηρεσίας και, αφετέρου, η εκ μέρους του εμπόρου παροχή πληροφοριών όσον αφορά την άσκηση του δικαιώματος υπαναχωρήσεως, πράγμα το οποίο οφείλει, πάντως, να διακριβώσει το αιτούν δικαστήριο.

65

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, σημεία 3 και 4, καθώς και το άρθρο 16, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/83 έχουν την έννοια ότι δεν συνιστά σύμβαση για την προμήθεια αγαθών κατασκευαζόμενων σύμφωνα με τις προδιαγραφές του καταναλωτή ή σαφώς εξατομικευμένων, κατά την τελευταία αυτή διάταξη, μια σύμβαση συναφθείσα μεταξύ αρχιτέκτονα και καταναλωτή δυνάμει της οποίας ο πρώτος αναλαμβάνει την υποχρέωση να πραγματοποιήσει για τον καταναλωτή, σύμφωνα με τις απαιτήσεις και τις επιθυμίες του καταναλωτή, τον σχεδιασμό μιας προς ανέγερση μονοκατοικίας και, στο πλαίσιο αυτό, να εκπονήσει σχέδια.

Επί των δικαστικών εξόδων

66

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Το άρθρο 3, παράγραφος 3, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών, την τροποποίηση της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 1999/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση της οδηγίας 85/577/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 97/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, έχει την έννοια ότι δεν συνιστά σύμβαση για την κατασκευή νέου κτιρίου, κατά τη διάταξη αυτή, μια σύμβαση συναφθείσα μεταξύ αρχιτέκτονα και καταναλωτή δυνάμει της οποίας ο πρώτος αναλαμβάνει την υποχρέωση να πραγματοποιήσει, για τον δεύτερο, μόνον τον σχεδιασμό μιας προς ανέγερση μονοκατοικίας και, στο πλαίσιο αυτό, να εκπονήσει σχέδια.

 

2)

Το άρθρο 2, σημεία 3 και 4, καθώς και το άρθρο 16, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/83 έχουν την έννοια ότι δεν συνιστά σύμβαση για την προμήθεια αγαθών κατασκευαζόμενων σύμφωνα με τις προδιαγραφές του καταναλωτή ή σαφώς εξατομικευμένων, κατά την τελευταία αυτή διάταξη, μια σύμβαση συναφθείσα μεταξύ αρχιτέκτονα και καταναλωτή δυνάμει της οποίας ο πρώτος αναλαμβάνει την υποχρέωση να πραγματοποιήσει για τον καταναλωτή, σύμφωνα με τις απαιτήσεις και τις επιθυμίες του καταναλωτή, τον σχεδιασμό μιας προς ανέγερση μονοκατοικίας και, στο πλαίσιο αυτό, να εκπονήσει σχέδια.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

Top