EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62019CJ0191

Απόφαση του Δικαστηρίου (όγδοο τμήμα) της 30ής Απριλίου 2020.
OI κατά Air Nostrum Líneas Aéreas del Mediterráneo SA.
Αίτηση του Landgericht Frankfurt am Main για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Αεροπορικές μεταφορές – Κανονισμός (ΕΚ) 261/2004 – Αποζημίωση των επιβατών αεροπορικών μεταφορών σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης – Άρνηση επιβίβασης – Ματαίωση – Πτήση με ανταπόκριση – Τροποποίηση της κράτησης που αφορά μία από τις πτήσεις που συνθέτουν την αεροπορική μεταφορά παρά τη θέληση του επιβάτη – Άφιξη του επιβάτη στον τελικό προορισμό του χωρίς καθυστέρηση.
Υπόθεση C-191/19.

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2020:339

 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 30ής Απριλίου 2020 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Αεροπορικές μεταφορές – Κανονισμός (ΕΚ) 261/2004 – Αποζημίωση των επιβατών αεροπορικών μεταφορών σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης – Άρνηση επιβίβασης – Ματαίωση – Πτήση με ανταπόκριση – Τροποποίηση της κράτησης που αφορά μία από τις πτήσεις που συνθέτουν την αεροπορική μεταφορά παρά τη θέληση του επιβάτη – Άφιξη του επιβάτη στον τελικό προορισμό του χωρίς καθυστέρηση»

Στην υπόθεση C-191/19,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Landgericht Frankfurt am Main (πρωτοδικείο Φρανκφούρτης επί του Μάιν, Γερμανία) με απόφαση της 20ής Φεβρουαρίου 2019, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 27 Φεβρουαρίου 2019, στο πλαίσιο της δίκης

OI

κατά

Air Nostrum Líneas Aéreas del Mediterráneo SA,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους L. S. Rossi, πρόεδρο τμήματος, J. Malenovský (εισηγητή) και F. Biltgen, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Pikamäe

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η OI, εκπροσωπούμενη από την F. Puschkarski, Rechtsanwältin,

η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους J. Möller και M. Hellmann καθώς και από την A. Berg,

η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την J. Schmoll,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον B. Bertelmann και την N. Yerrell,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 3, του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, περίπτωση iii, και του άρθρου 7 του κανονισμού (ΕΚ) 261/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Φεβρουαρίου 2004, για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 295/91 (ΕΕ 2004, L 46, σ. 1, διορθωτικό σε ΕΕ 2018, L 81, σ. 85).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της OI και της Air Nostrum Líneas Aéreas del Mediterráneo SA (στο εξής: Air Nostrum), σχετικά με αγωγή αποζημιώσεως βάσει του κανονισμού 261/2004 την οποία άσκησε η OI λόγω μεταβολών που πραγματοποιήθηκαν στην κράτησή της παρά τη θέλησή της.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Οι αιτιολογικές σκέψεις 1 έως 4 καθώς και 9 και 10 του κανονισμού 261/2004 έχουν ως εξής:

«(1)

Η ανάληψη δράσης από την Κοινότητα στο πεδίο των αερομεταφορών θα πρέπει να αποβλέπει, μεταξύ άλλων, στην εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας του επιβατικού κοινού. Θα πρέπει εξάλλου να ληφθούν πλήρως υπόψη οι απαιτήσεις προστασίας των καταναλωτών.

(2)

Η άρνηση επιβίβασης και οι ματαιώσεις πτήσεων ή οι μεγάλες καθυστερήσεις προκαλούν σοβαρή αναστάτωση και ταλαιπωρία στους επιβάτες.

(3)

Παρά το γεγονός ότι ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 295/91 του Συμβουλίου, της 4ης Φεβρουαρίου 1991, για τη θέσπιση κοινών κανόνων σχετικών με ένα σύστημα αντισταθμιστικών παροχών σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης κατά τις τακτικές αεροπορικές μεταφορές [(ΕΕ 1991, L 36, σ. 5)], διαμόρφωσε τις βασικές προϋποθέσεις προστασίας των επιβατών, ο αριθμός επιβατών στους οποίους παρά τη θέλησή τους δεν επιτρέπεται να επιβιβασθούν παραμένει πολύ υψηλός, όπως και ο αριθμός των επιβατών που θίγονται από ματαιώσεις χωρίς προειδοποίηση και μεγάλες καθυστερήσεις.

(4)

Η Κοινότητα θα πρέπει συνεπώς να ανυψώσει το επίπεδο προστασίας που προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός, για να ενισχυθούν τα δικαιώματα των επιβατών αφενός, και για να εξασφαλισθεί ότι οι αερομεταφορείς δρουν υπό εναρμονισμένους όρους μέσα σε μια ελευθερωμένη αγορά, αφετέρου.

[…]

(9)

Για να μειωθεί ο αριθμός των επιβατών στους οποίους δεν επιτρέπεται η επιβίβαση παρά τη θέλησή τους θα πρέπει να απαιτηθεί από τους αερομεταφορείς να αναζητούν επιβάτες που θα παραχωρούν οικειοθελώς τις θέσεις τους, έναντι κάποιου οφέλους, αντί να εφαρμόζουν την άρνηση επιβίβασης στους επιβάτες, και να αποζημιώνουν πλήρως εκείνους στους οποίους δεν επιτρέπουν τελικά την επιβίβαση.

(10)

Οι επιβάτες στους οποίους επιβάλλεται παρά τη θέλησή τους άρνηση επιβίβασης θα πρέπει να είναι σε θέση είτε να ματαιώνουν την πτήση τους, με επιστροφή του αντιτίμου του εισιτηρίου τους, είτε να την συνεχίζουν υπό ικανοποιητικές συνθήκες, θα πρέπει δε να απολαύουν κατάλληλης φροντίδας κατά την αναμονή τους για επόμενη πτήση.»

4

Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού προβλέπει τα εξής:

«Ο παρών κανονισμός θεσπίζει, υπό τους ακόλουθους προσδιοριζόμενους όρους, τα ελάχιστα δικαιώματα των επιβατών σε περίπτωση:

α)

άρνησης επιβίβασης παρά τη θέλησή τους·

β)

ματαίωσης της πτήσης τους·

γ)

καθυστέρησης της πτήσης τους.»

5

Το άρθρο 2, στοιχεία ηʹ, ιʹ και ιβʹ, του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού νοείται ως:

[…]

η)

“τελικός προορισμός”, ο προορισμός ο οποίος αναγράφεται στο εισιτήριο που προσκομίζεται στον έλεγχο εισιτηρίων ή, στην περίπτωση πτήσεων με άμεση ανταπόκριση, ο προορισμός της τελευταίας πτήσης· οι διαθέσιμες εναλλακτικές ανταποκρίσεις πτήσεων δεν λαμβάνονται υπόψη εφόσον τηρείται ο προγραμματισμένος χρόνος αφίξεως·

[…]

ι)

“άρνηση επιβίβασης”, η άρνηση να μεταφερθούν σε μια πτήση επιβάτες, μολονότι εμφανίσθηκαν προς επιβίβαση υπό τους όρους του άρθρου 3 παράγραφος 2, εκτός εάν υπάρχουν σοβαροί λόγοι να μην τους επιτραπεί η επιβίβαση, όπως λόγοι υγείας, ασφάλειας της πτήσης ή αεροπορικής ασφάλειας, ή έλλειψης επαρκών ταξιδιωτικών εγγράφων·

[…]

ιβ)

“ματαίωση”, η μη διενέργεια προηγουμένως προγραμματισθείσας πτήσεως για την οποία υπήρχε τουλάχιστον μία κράτηση θέσεως.»

6

Το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 261/2004 έχει ως εξής:

«1.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται:

α)

στους επιβάτες που αναχωρούν από αερολιμένα στο έδαφος κράτους μέλους στο οποίο εφαρμόζεται η συνθήκη·

β)

στους επιβάτες που αναχωρούν από αερολιμένα στο έδαφος τρίτης χώρας με προορισμό αερολιμένα στο έδαφος κράτους μέλους στο οποίο εφαρμόζεται η συνθήκη, εκτός αν έχουν λάβει ανταλλάγματα ή αποζημίωση και τύχει βοήθειας στην εν λόγω τρίτη χώρα, και εφόσον ο πραγματικός αερομεταφορέας της συγκεκριμένης πτήσης είναι κοινοτικός αερομεταφορέας.

2.   Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται με την προϋπόθεση ότι ο επιβάτης:

α)

έχει επιβεβαιωμένη κράτηση στη συγκεκριμένη πτήση και, εκτός από την περίπτωση ματαίωσης που προβλέπεται στο άρθρο 5, παρουσιάζεται στον έλεγχο εισιτηρίων:

όπως έχει ορίσει και την ώρα που έχει υποδείξει προηγουμένως εγγράφως (ενδεχομένως με ηλεκτρονικά μέσα) ο αερομεταφορέας, ο ταξιδιωτικός πράκτορας ή ο εξουσιοδοτημένος πράκτοράς του,

ή, εφόσον δεν προσδιορίζεται ώρα,

το αργότερο σαράντα πέντε λεπτά πριν από την αναγραφόμενη αναχώρηση της πτήσης, ή

β)

έχει μεταφερθεί από τον αερομεταφορέα ή τον ταξιδιωτικό πράκτορα από την πτήση για την οποία είχε κράτηση σε άλλη πτήση, ανεξαρτήτως αιτίας.»

7

Το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού έχει ως εξής:

«Εάν υπάρξει άρνηση επιβίβασης επιβατών παρά τη θέλησή τους, ο πραγματικός αερομεταφορέας τούς αποζημιώνει αμέσως σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7 και τους παρέχει βοήθεια σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 8 και 9.»

8

Το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«Σε περίπτωση ματαίωσης μιας πτήσης, οι επιβάτες δικαιούνται:

[…]

γ)

αποζημίωση από τον πραγματικό αερομεταφορέα σύμφωνα με το άρθρο 7, εκτός αν:

i)

έχουν πληροφορηθεί τη ματαίωση δύο εβδομάδες τουλάχιστον πριν από την προγραμματισμένη ώρα αναχώρησης, ή

ii)

έχουν πληροφορηθεί τη ματαίωση μία έως δύο εβδομάδες πριν από την προγραμματισμένη ώρα αναχώρησης και τους προσφέρεται μεταφορά με εναλλακτική πτήση, που τους επιτρέπει να φύγουν όχι περισσότερο από δύο ώρες νωρίτερα από την προγραμματισμένη ώρα αναχώρησης και να φτάσουν στον τελικό τους προορισμό λιγότερο από τέσσερις ώρες μετά την προγραμματισμένη ώρα άφιξης, ή

iii)

έχουν πληροφορηθεί τη ματαίωση λιγότερο από επτά ημέρες πριν από την προγραμματισμένη ώρα αναχώρησης και τους προσφέρεται μεταφορά με άλλη πτήση, που τους επιτρέπει να φύγουν όχι περισσότερο από μία ώρα νωρίτερα από την προγραμματισμένη ώρα αναχώρησης και να φτάσουν στον τελικό τους προορισμό λιγότερο από δύο ώρες μετά την προγραμματισμένη ώρα άφιξης.»

9

Το άρθρο 7 του κανονισμού 261/2004 έχει ως εξής:

«1.   Όταν γίνεται παραπομπή στο παρόν άρθρο, ο επιβάτης λαμβάνει αποζημίωση ύψους:

α)

250 ευρώ για όλες τις πτήσεις έως και 1500 χιλιομέτρων·

β)

400 ευρώ για όλες τις ενδοκοινοτικές πτήσεις άνω των 1500 χιλιομέτρων και όλες τις άλλες πτήσεις μεταξύ 1500 και 3500 χιλιομέτρων·

γ)

600 ευρώ για όλες τις πτήσεις που δεν εμπίπτουν στα στοιχεία α) ή β).

Για τον προσδιορισμό της σχετικής απόστασης, λαμβάνεται ως βάση ο τελευταίος προορισμός στον οποίο ο επιβάτης θα φθάσει καθυστερημένα μετά την προγραμματισμένη ώρα εξαιτίας της άρνησης επιβίβασης ή της ματαίωσης.

[…]

4.   Οι αποστάσεις που δίδονται στις παραγράφους 1 και 2 μετρούνται με τη μέθοδο της μεγιστοκύκλιας διαδρομής.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

10

H εκκαλούσα της κύριας δίκης πραγματοποίησε κράτηση, μέσω του ταξιδιωτικού πράκτορα L’TUR Tourismus AG, σε πτήση με ανταπόκριση προκειμένου να μεταβεί από τη Χερέθ δε λα Φροντέρα (Ισπανία) στη Φρανκφούρτη επί του Μάιν (Γερμανία) μέσω Μαδρίτης (Ισπανία). Η εν λόγω πτήση με ανταπόκριση, για την οποία έγινε ενιαία κράτηση, αποτελούνταν από μια πρώτη πτήση με αριθμό IB 8505, εκτελούμενη από την Air Nostrum, με τόπο αναχώρησης τη Χερέθ δε λα Φροντέρα και προορισμό τη Μαδρίτη και με προγραμματισμένη απογείωση στις 3 Οκτωβρίου 2015 ώρα 13:35 και προγραμματισμένη προσγείωση την ίδια ημέρα ώρα 14:45 και εν συνεχεία από μια δεύτερη πτήση με αριθμό AB 5325, με τόπο αναχώρησης τη Μαδρίτη και προορισμό τη Φρανκφούρτη επί του Μάιν και με προγραμματισμένη απογείωση στις 3 Οκτωβρίου 2015 ώρα 20:00 και προγραμματισμένη προσγείωση την ίδια ημέρα ώρα 22:40.

11

Η κράτηση της εκκαλούσας της κύριας δίκης τροποποιήθηκε παρά τη θέλησή της, με αποτέλεσμα, αντί για τη θέση της στην πρώτη πτήση IB 8505, να της παραχωρηθεί θέση στην πτήση IB 8507, η οποία απογειώθηκε από τη Χερέθ δε λα Φροντέρα στις 3 Οκτωβρίου 2015 περί ώρα 17:55 και προσγειώθηκε στη Μαδρίτη την ίδια ημέρα περί ώρα 19:05.

12

H εκκαλούσα της κύριας δίκης αναχώρησε από τη Μαδρίτη στις 20:00, με την αρχικώς προγραμματισθείσα πτήση ανταπόκρισης, και αφίχθη στη Φρανκφούρτη επί του Μάιν δέκα λεπτά νωρίτερα από την προγραμματισμένη ώρα.

13

H εκκαλούσα της κύριας δίκης άσκησε ενώπιον του Amtsgericht Frankfurt am Main (ειρηνοδικείου Φρανκφούρτης επί του Μάιν, Γερμανία) αγωγή με αίτημα να υποχρεωθεί η Air Nostrum να της καταβάλει αποζημίωση βάσει του κανονισμού 261/2004 λόγω των τροποποιήσεων που είχαν μονομερώς επιβληθεί. Το εν λόγω δικαστήριο απέρριψε την αγωγή της εκκαλούσας της κύριας δίκης για τον λόγο ότι αυτή είχε αφιχθεί στον τελικό προορισμό της εντός των χρονικών ορίων που τάσσει το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, περίπτωση iii, του κανονισμού 261/2004.

14

H εκκαλούσα της κύριας δίκης εφεσίβαλε την απόφαση αυτή ενώπιον του Landgericht Frankfurt am Main (πρωτοδικείου Φρανκφούρτης επί του Μάιν, Γερμανία), θεωρώντας ότι της οφείλεται αποζημίωση βάσει του κανονισμού 261/2004 λόγω άρνησης επιβίβασης και ότι το δικαίωμα αυτό δεν υπόκειται σε κανέναν από τους περιορισμούς που προβλέπονται, για τις περιπτώσεις ματαίωσης πτήσης, στο άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, περίπτωση iii, του κανονισμού αυτού.

15

Το δικαστήριο αυτό επισημαίνει ότι η επίλυση της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιόν του εξαρτάται από την απάντηση που θα δώσει το Δικαστήριο στα υποβαλλόμενα ερωτήματα. Εκτιμά, πρώτον, ότι η εκκαλούσα της κύριας δίκης δεν μπορεί να αξιώσει αποζημίωση δυνάμει του κανονισμού 261/2004 παρά μόνον αν η τροποποίηση της κράτησής της είχε ως αποτέλεσμα άρνηση επιβίβασης. Ειδικότερα, στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν πρόκειται για ματαίωση πτήσης, καθόσον η πτήση με την οποία επρόκειτο αρχικώς να ταξιδέψει η εκκαλούσα της κύριας δίκης πραγματοποιήθηκε. Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η τροποποίηση της κράτησης επιβάτη, παρά τη θέλησή του, που έχει ως αποτέλεσμα να του παραχωρηθεί θέση σε επόμενη πτήση, εμπίπτει στο άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 261/2004 εάν πραγματοποιηθεί η αρχική πτήση. Κρίνει ότι τυχόν διαφορετική ερμηνεία της διατάξεως αυτής θα μπορούσε να οδηγήσει τους αερομεταφορείς σε καταστρατήγηση ως προς τα έννομα αποτελέσματα του κανονισμού αυτού.

16

Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται μήπως το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, περίπτωση iii, του κανονισμού 261/2004 θα μπορούσε να εφαρμοστεί αναλογικώς στις περιπτώσεις άρνησης επιβίβασης κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού.

17

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Landgericht Frankfurt am Main (πρωτοδικείο Φρανκφούρτης επί του Μάιν) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Συνιστά η τροποποίηση της κράτησης και μεταφορά σε επόμενη πτήση, παρά τη θέλησή του, ενός επιβάτη ο οποίος έχει επιβεβαιωμένη κράτηση σε συγκεκριμένη πτήση, μολονότι αυτός παρουσιάζεται στο αεροδρόμιο προς διεκπεραίωση των διατυπώσεων για τον έλεγχο εισιτηρίων, άρνηση επιβίβασης κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 261/2004 εάν η πτήση στην οποία ο επιβάτης έχει επιβεβαιωμένη κράτηση παρά ταύτα πραγματοποιηθεί;

2)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, πρέπει το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, περίπτωση iii, του κανονισμού 261/2004 να εφαρμόζεται αναλογικώς στις περιπτώσεις άρνησης επιβίβασης κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου ερωτήματος

18

Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 261/2004 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι συνιστά άρνηση επιβίβασης, κατά τη διάταξη αυτή, η τροποποίηση της κράτησης και μεταφορά σε επόμενη πτήση, παρά τη θέλησή του, ενός επιβάτη ο οποίος έχει επιβεβαιωμένη κράτηση σε συγκεκριμένη πτήση, μολονότι ο επιβάτης αυτός παρουσιάζεται στο αεροδρόμιο προς «διεκπεραίωση των διατυπώσεων για τον έλεγχο εισιτηρίων», η δε πτήση στην οποία έχει την εν λόγω κράτηση πραγματοποιείται.

19

Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου την οποία προβλέπει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, στο Δικαστήριο απόκειται να δώσει στο εθνικό δικαστήριο χρήσιμη απάντηση που να του παρέχει τη δυνατότητα επιλύσεως της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί. Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο μπορεί να αναδιατυπώσει, εφόσον είναι αναγκαίο, τα ερωτήματα που του υποβάλλονται (πρβλ. απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, van der Lans, C‑257/14, EU:C:2015:618, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

20

Στο πλαίσιο της υπό κρίση προδικαστικής παραπομπής πρέπει να γίνει χρήση της δυνατότητας αυτής.

21

Ειδικότερα, από την απόφαση περί παραπομπής δεν προκύπτει ότι η εκκαλούσα της κύριας δίκης όντως παρουσιάστηκε στον έλεγχο εισιτηρίων εντός των προβλεπόμενων στο άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 261/2004 χρονικών ορίων.

22

Επομένως, το Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να αποφανθεί επί του ζητήματος αν μια κατάσταση όπως αυτή εκ της οποίας προέκυψε η υπό κρίση υπόθεση μπορεί να εμπίπτει στο άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 261/2004.

23

Αντιθέτως, είναι αδιαμφισβήτητο ότι η εκκαλούσα της κύριας δίκης πραγματοποίησε την αεροπορική της μεταφορά χρησιμοποιώντας πτήση με ανταπόκριση, λαμβανομένου υπόψη ότι, παρά την τροποποίηση που αφορούσε την πρώτη από τις πτήσεις που συνέθεταν τη μεταφορά αυτή, η εκκαλούσα της κύριας δίκης έφθασε στον τελικό προορισμό της με τη δεύτερη από τις πτήσεις που συνέθεταν την εν λόγω μεταφορά για την οποία είχε κάνει κράτηση.

24

Εξάλλου, δεν αμφισβητείται ότι το υποβληθέν ερώτημα εντάσσεται στο πλαίσιο διαφοράς σχετικής με την εκ μέρους του αερομεταφορέα καταβολή αποζημιώσεως δυνάμει του άρθρου 7 του κανονισμού 261/2004.

25

Ως εκ τούτου, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών και προκειμένου να δοθεί στο αιτούν δικαστήριο χρήσιμη απάντηση ώστε να μπορέσει αυτό να επιλύσει τη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί, πρέπει να γίνει αναδιατύπωση του πρώτου ερωτήματος και να θεωρηθεί ότι το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν ο κανονισμός 261/2004 και ιδίως το άρθρο 7 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι οφείλεται αποζημίωση σε επιβάτη ο οποίος έχει ενιαία κράτηση για πτήση με ανταπόκριση σε περίπτωση που η κράτησή του τροποποιήθηκε παρά τη θέλησή του, με συνέπεια, αφενός, να μην επιβιβαστεί αυτός στην πρώτη πτήση που συνέθετε τη μεταφορά του για την οποία είχε κάνει κράτηση ενώ η πτήση αυτή πραγματοποιήθηκε και, αφετέρου, να του παραχωρηθεί θέση σε επόμενη πτήση η οποία τού παρέσχε τη δυνατότητα να επιβιβαστεί στη δεύτερη πτήση που συνέθετε τη μεταφορά του για την οποία είχε κάνει κράτηση και κατ’ αυτόν τον τρόπο να αφιχθεί στον τελικό προορισμό του κατά την προγραμματισμένη ώρα άφιξης.

26

Συναφώς, επισημαίνεται ότι πτήση με μία ή περισσότερες ανταποκρίσεις για τις οποίες έχει γίνει ενιαία κράτηση συνιστά σύνολο όσον αφορά το προβλεπόμενο από τον κανονισμό 261/2004 δικαίωμα αποζημιώσεως των επιβατών (πρβλ. απόφαση της 31ης Μαΐου 2018, Wegener, C-537/17, EU:C:2018:361, σκέψεις 18 και 19).

27

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο άντλησε έννομες συνέπειες από την κατάσταση του ενδιαφερόμενου επιβάτη ως έχει κατά το πέρας της αεροπορικής μεταφοράς του, ήτοι κατά την άφιξη στον τελικό προορισμό του, ο οποίος ορίζεται στο άρθρο 2, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 261/2004 (πρβλ. αποφάσεις της 31ης Μαΐου 2018, Wegener, C-537/17, EU:C:2018:361, σκέψη 17, και της 26ης Φεβρουαρίου 2013, Folkerts, C-11/11, EU:C:2013:106, σκέψεις 34 και 35).

28

Σε περίπτωση πτήσεων με ανταπόκριση, η ερμηνεία αυτή προκύπτει από αυτό καθαυτό το γράμμα του ως άνω άρθρου 2, στοιχείο ηʹ, κατά το οποίο «οι διαθέσιμες εναλλακτικές ανταποκρίσεις πτήσεων δεν λαμβάνονται υπόψη εφόσον τηρείται ο προγραμματισμένος χρόνος αφίξεως».

29

Όσον αφορά, ειδικότερα, το δικαίωμα αποζημιώσεως σε περίπτωση πτήσης με ανταπόκριση, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το άρθρο 7 του κανονισμού 261/2004 έχει την έννοια ότι οφείλεται αποζημίωση στον επιβάτη που αφίχθη στον τελικό προορισμό του με καθυστέρηση ίση ή μεγαλύτερη των τριών ωρών σε σχέση με την προγραμματισμένη ώρα άφιξης (πρβλ. απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2013, Folkerts, C-11/11, EU:C:2013:106, σκέψη 47).

30

Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η εκκαλούσα της κύριας δίκης αφίχθη, κατά το πέρας της αεροπορικής μεταφοράς της, στον τελικό προορισμό της χωρίς καθυστέρηση σε σχέση με την προγραμματισμένη ώρα άφιξης.

31

Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να έχει δικαίωμα αποζημιώσεως βάσει του άρθρου 7 του κανονισμού 261/2004.

32

Βεβαίως, αφενός, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές του σκέψεις 1 και 2, ο κανονισμός 261/2004 αποσκοπεί στην αντιμετώπιση της σοβαρής αναστάτωσης και ταλαιπωρίας που υφίστανται οι επιβάτες σε μια αεροπορική μεταφορά και, αφετέρου, η τροποποίηση της κράτησης μιας πτήσης που συνθέτει τη μεταφορά προκαλεί ταλαιπωρία στον ενδιαφερόμενο επιβάτη. Πλην όμως μια τέτοια ταλαιπωρία δεν μπορεί να θεωρηθεί «σοβαρή», κατά την έννοια του κανονισμού αυτού, όταν ο εν λόγω επιβάτης φθάνει στον τελικό προορισμό του κατά την προγραμματισμένη ώρα άφιξης.

33

Υπό τις συνθήκες αυτές, θα ήταν αντίθετο προς τον σκοπό του κανονισμού 261/2004 να αποζημιωθεί επιβάτης όπως η εκκαλούσα της κύριας δίκης βάσει του άρθρου 7 του εν λόγω κανονισμού.

34

Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι ο κανονισμός 261/2004, και ιδίως το άρθρο 7, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν οφείλεται αποζημίωση σε επιβάτη ο οποίος έχει ενιαία κράτηση για πτήση με ανταπόκριση σε περίπτωση που η κράτησή του τροποποιήθηκε παρά τη θέλησή του, με συνέπεια, αφενός, να μην επιβιβαστεί αυτός στην πρώτη πτήση που συνέθετε τη μεταφορά του για την οποία είχε κάνει κράτηση ενώ η πτήση αυτή πραγματοποιήθηκε και, αφετέρου, να του παραχωρηθεί θέση σε επόμενη πτήση η οποία τού παρέσχε τη δυνατότητα να επιβιβαστεί στη δεύτερη πτήση που συνέθετε τη μεταφορά του για την οποία είχε κάνει κράτηση και κατ’ αυτόν τον τρόπο να αφιχθεί στον τελικό προορισμό του κατά την προγραμματισμένη ώρα άφιξης.

Επί του δευτέρου ερωτήματος

35

Δεδομένης της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα.

Επί των δικαστικών εξόδων

36

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Ο κανονισμός (ΕΚ) 261/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Φεβρουαρίου 2004, για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 295/91, και ιδίως το άρθρο 7, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν οφείλεται αποζημίωση σε επιβάτη ο οποίος έχει ενιαία κράτηση για πτήση με ανταπόκριση σε περίπτωση που η κράτησή του τροποποιήθηκε παρά τη θέλησή του, με συνέπεια, αφενός, να μην επιβιβαστεί αυτός στην πρώτη πτήση που συνέθετε τη μεταφορά του για την οποία είχε κάνει κράτηση ενώ η πτήση αυτή πραγματοποιήθηκε και, αφετέρου, να του παραχωρηθεί θέση σε επόμενη πτήση η οποία τού παρέσχε τη δυνατότητα να επιβιβαστεί στη δεύτερη πτήση που συνέθετε τη μεταφορά του για την οποία είχε κάνει κράτηση και κατ’ αυτόν τον τρόπο να αφιχθεί στον τελικό προορισμό του κατά την προγραμματισμένη ώρα άφιξης.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

Top