This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62019CJ0152
Judgment of the Court (Third Chamber) of 25 March 2021.#Deutsche Telekom AG v European Commission.#Appeal – Competition – Article 102 TFEU – Abuse of dominant position – Slovak market for broadband internet access services – Regulatory obligation on the part of operators with significant market power to grant access to the local loop – Conditions laid down by the incumbent operator for unbundled access by other operators to the local loop – Indispensability of the access – Imputability of a subsidiary’s conduct to the parent company – Rights of the defence.#Case C-152/19 P.
Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 25ης Μαρτίου 2021.
Deutsche Telekom AG κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Αίτηση αναιρέσεως – Ανταγωνισμός – Άρθρο 102 ΣΛΕΕ – Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης – Σλοβακική αγορά υπηρεσιών ευρυζωνικής πρόσβασης στο διαδίκτυο – Κανονιστική υποχρέωση παροχής πρόσβασης στον τοπικό βρόχο η οποία έχει επιβληθεί στους φορείς εκμετάλλευσης που διαθέτουν σημαντική ισχύ – Όροι τους οποίους θέτει ο κατεστημένος φορέας για την αδεσμοποίητη πρόσβαση άλλων φορέων εκμετάλλευσης στον τοπικό βρόχο – Αναγκαίος χαρακτήρας της πρόσβασης – Καταλογισμός συμπεριφοράς μιας θυγατρικής στη μητρική εταιρία – Δικαιώματα άμυνας.
Υπόθεση C-152/19 P.
Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 25ης Μαρτίου 2021.
Deutsche Telekom AG κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Αίτηση αναιρέσεως – Ανταγωνισμός – Άρθρο 102 ΣΛΕΕ – Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης – Σλοβακική αγορά υπηρεσιών ευρυζωνικής πρόσβασης στο διαδίκτυο – Κανονιστική υποχρέωση παροχής πρόσβασης στον τοπικό βρόχο η οποία έχει επιβληθεί στους φορείς εκμετάλλευσης που διαθέτουν σημαντική ισχύ – Όροι τους οποίους θέτει ο κατεστημένος φορέας για την αδεσμοποίητη πρόσβαση άλλων φορέων εκμετάλλευσης στον τοπικό βρόχο – Αναγκαίος χαρακτήρας της πρόσβασης – Καταλογισμός συμπεριφοράς μιας θυγατρικής στη μητρική εταιρία – Δικαιώματα άμυνας.
Υπόθεση C-152/19 P.
Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section
ECLI identifier: ECLI:EU:C:2021:238
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)
της 25ης Μαρτίου 2021 ( *1 )
«Αίτηση αναιρέσεως – Ανταγωνισμός – Άρθρο 102 ΣΛΕΕ – Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης – Σλοβακική αγορά υπηρεσιών ευρυζωνικής πρόσβασης στο διαδίκτυο – Κανονιστική υποχρέωση παροχής πρόσβασης στον τοπικό βρόχο η οποία έχει επιβληθεί στους φορείς εκμετάλλευσης που διαθέτουν σημαντική ισχύ – Όροι τους οποίους θέτει ο κατεστημένος φορέας για την αδεσμοποίητη πρόσβαση άλλων φορέων εκμετάλλευσης στον τοπικό βρόχο – Αναγκαίος χαρακτήρας της πρόσβασης – Καταλογισμός συμπεριφοράς μιας θυγατρικής στη μητρική εταιρία – Δικαιώματα άμυνας»
Στην υπόθεση C‑152/19 P,
με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου 2019,
Deutsche Telekom AG, με έδρα τη Βόννη (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους D. Schroeder και K. Apel, Rechtsanwälte,
αναιρεσείουσα,
όπου οι λοιποί διάδικοι είναι οι:
Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους M. Kellerbauer, M. Farley, L. Malferrari και C. Vollrath καθώς και από την L. Wildpanner,
καθής πρωτοδίκως,
Slovanet a.s., με έδρα την Μπρατισλάβα (Σλοβακία), εκπροσωπούμενη από τον P. Tisaj, advokát,
παρεμβαίνουσα πρωτοδίκως,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),
συγκείμενο από τους A. Prechal (εισηγήτρια), πρόεδρο τμήματος, K. Lenaerts, Πρόεδρο του Δικαστηρίου, ασκούντα καθήκοντα δικαστή του τρίτου τμήματος, N. Wahl, F. Biltgen και L. S. Rossi, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: H. Saugmandsgaard Øe
γραμματέας: D. Dittert, προϊστάμενος μονάδας,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 17ης Ιουνίου 2020,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2020,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 |
Με την αίτηση αναιρέσεώς της, η Deutsche Telekom AG ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής (T‑827/14, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2018:930), με την οποία απορρίφθηκε εν μέρει η προσφυγή της η οποία είχε ως κύριο αίτημα την εν όλω ή εν μέρει –κατά το μέρος που την αφορά– ακύρωση της αποφάσεως C(2014) 7465 τελικό της Επιτροπής, της 15ης Οκτωβρίου 2014, περί διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου 102 ΣΛΕΕ και του άρθρου 54 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση AT.39523 – Slovak Telekom), όπως διορθώθηκε με την απόφαση C(2014) 10119 τελικό της Επιτροπής, της 16ης Δεκεμβρίου 2014, καθώς και με την απόφαση C(2015) 2484 τελικό της Επιτροπής, της 17ης Απριλίου 2015 (στο εξής: επίδικη απόφαση), και ως επικουρικό την ακύρωση ή τη μείωση του ποσού των προστίμων που επιβλήθηκαν στην αναιρεσείουσα με την εν λόγω απόφαση. |
Το νομικό πλαίσιο
Ο κανονισμός (ΕΚ) 2887/2000
2 |
Οι αιτιολογικές σκέψεις 3, 6 και 7 του κανονισμού (ΕΚ) 2887/2000 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την αδεσμοποίητη πρόσβαση στον τοπικό βρόχο (ΕΕ 2000, L 336, σ. 4), είχαν ως εξής:
[…]
|
3 |
Το άρθρο 1 του κανονισμού αυτού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Σκοπός και πεδίο εφαρμογής», όριζε τα ακόλουθα: «1. Ο παρών κανονισμός σκοπό έχει να εντείνει τον ανταγωνισμό και να τονώσει την τεχνολογική καινοτομία στην αγορά της τοπικής πρόσβασης, μέσω της θέσπισης εναρμονισμένων όρων για την αδεσμοποίητη πρόσβαση στον τοπικό βρόχο, ώστε να ενισχυθεί η ανταγωνιστική παροχή ευρέος φάσματος υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών. 2. Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στην αδεσμοποίητη πρόσβαση στους τοπικούς βρόχους και στις συναφείς εγκαταστάσεις των κοινοποιημένων φορέων εκμετάλλευσης όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο α). […]» |
4 |
Το άρθρο 2 του εν λόγω κανονισμού περιλάμβανε τους εξής ορισμούς: «[…]
[…]
[…]». |
5 |
Το άρθρο 3 του ίδιου κανονισμού είχε ως εξής: «1. Οι κοινοποιημένοι φορείς εκμετάλλευσης δημοσιεύουν από τις 31 Δεκεμβρίου 2000 και τηρούν ενήμερη προσφορά αναφοράς για αδεσμοποίητη πρόσβαση στους τοπικούς τους βρόχους και στις συναφείς εγκαταστάσεις, στην οποία περιλαμβάνονται τουλάχιστον τα στοιχεία του παραρτήματος. Η προσφορά είναι επαρκώς αδεσμοποίητη, ώστε ο δικαιούχος να μην πρέπει να πληρώνει για στοιχεία ή εγκαταστάσεις του δικτύου που δεν χρειάζονται για την παροχή των υπηρεσιών του, και περιέχει περιγραφή των στοιχείων της προσφοράς, των σχετικών όρων και προϋποθέσεων και των επιβαρύνσεων. 2. Από τις 31 Δεκεμβρίου 2000, οι κοινοποιημένοι φορείς εκμετάλλευσης ικανοποιούν, υπό διαφανείς, δίκαιους και ισότιμους όρους, τις εύλογες αιτήσεις των δικαιούχων για αδεσμοποίητη πρόσβαση στους τοπικούς τους βρόχους και στις συναφείς εγκαταστάσεις. Οι αιτήσεις απορρίπτονται μόνον βάσει αντικειμενικών κριτηρίων σχετικών με το τεχνικώς εφικτό ή την ανάγκη διατήρησης της ακεραιότητας του δικτύου. […] Οι κοινοποιημένοι φορείς εκμετάλλευσης θέτουν στη διάθεση των δικαιούχων εγκαταστάσεις ισοδύναμες με εκείνες που παρέχουν για τις δικές τους υπηρεσίες ή τις συνδεδεμένες με αυτούς εταιρίες, με τους ίδιους όρους και τα ίδια χρονικά πλαίσια. […]» |
6 |
Δυνάμει των άρθρων 4 και 6 της οδηγίας 2009/140/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, για την τροποποίηση των οδηγιών 2002/21/ΕΚ σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, 2002/19/ΕΚ σχετικά με την πρόσβαση σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών και συναφείς ευκολίες καθώς και με τη διασύνδεσή τους, και 2002/20/ΕΚ για την αδειοδότηση δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (ΕΕ 2009, L 337, σ. 37), ο κανονισμός 2887/2000 καταργήθηκε με ισχύ από τις 19 Δεκεμβρίου 2009. |
Η οδηγία 2002/21/ΕΚ
7 |
Το άρθρο 8 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία πλαίσιο) (ΕΕ 2002, L 108, σ. 33), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/140, προβλέπει τα ακόλουθα: «[…] 2. Οι εθνικές κανονιστικές αρχές προάγουν τον ανταγωνισμό στην παροχή δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών, υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και συναφών ευκολιών και υπηρεσιών, μεταξύ άλλων: […]
[…] 5. Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές εφαρμόζουν, προς επίτευξη των στόχων πολιτικής που αναφέρονται στις παραγράφους 2, 3 και 4, αντικειμενικές, διαφανείς, αμερόληπτες και αναλογικές ρυθμιστικές αρχές, ιδίως μέσω: […]
|
Ιστορικό της διαφοράς
8 |
Το ιστορικό της διαφοράς εκτίθεται στις σκέψεις 1 έως 53 της αναιρεσιβαλλoμένης αποφάσεως και μπορεί να συνοψιστεί ως εξής. |
9 |
Η αναιρεσείουσα είναι ο κατεστημένος τηλεπικοινωνιακός φορέας στη Γερμανία και η επικεφαλής εταιρία του ομίλου Deutsche Telekom. Κατά το διάστημα από τις 12 Αυγούστου 2005 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2010, η αναιρεσείουσα κατείχε ποσοστό 51 % στο κεφάλαιο του κατεστημένου τηλεπικοινωνιακού φορέα στη Σλοβακία, της Slovak Telekom a.s. (στο εξής: ST). |
10 |
Η ST, η οποία έως το 2000 διατηρούσε εκ του νόμου μονοπώλιο στη σλοβακική αγορά τηλεπικοινωνιών, είναι ο μεγαλύτερος τηλεπικοινωνιακός φορέας και πάροχος ευρυζωνικής πρόσβασης στη Σλοβακία. Τα χάλκινα δίκτυα και το κινητό δίκτυο της ST καλύπτουν το σύνολο σχεδόν της επικράτειας της Σλοβακίας. |
11 |
Κατόπιν αναλύσεως της αγοράς, η σλοβακική ρυθμιστική αρχή του τομέα των τηλεπικοινωνιών (στο εξής: TUSR) όρισε, το 2005, την ST ως φορέα κατέχοντα σημαντική ισχύ στην αγορά χονδρικής για την αδεσμοποίητη πρόσβαση στον τοπικό βρόχο, κατά την έννοια του κανονισμού 2887/2000. |
12 |
Κατά συνέπεια, η TUSR επέβαλε στην ST να κάνει δεκτές όλες τις αιτήσεις αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο της οι οποίες κρίνονταν εύλογες και δικαιολογημένες, ώστε να καταστεί δυνατό για τους εναλλακτικούς φορείς εκμετάλλευσης να κάνουν χρήση του βρόχου αυτού προκειμένου να παράσχουν τις υπηρεσίες τους στη μαζική λιανική αγορά σταθερών υπηρεσιών ευρυζωνικής πρόσβασης στο διαδίκτυο στη Σλοβακία. Προκειμένου να συμμορφωθεί προς την υποχρέωση αυτή, η ST δημοσίευσε προσφορά αναφοράς σε σχέση με την αδεσμοποίητη πρόσβαση, η οποία καθόριζε τους συμβατικούς και τεχνικούς όρους πρόσβασης στον τοπικό βρόχο της. |
13 |
Κατόπιν αυτεπάγγελτης έρευνας με αντικείμενο, μεταξύ άλλων, τους όρους αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο της ST, κατόπιν ανακοινώσεως αιτιάσεων η οποία απεστάλη στην ST και στην αναιρεσείουσα στις 7 και 8 Μαΐου 2012 αντιστοίχως, κατόπιν προτάσεως αναλήψεως δεσμεύσεων και κατόπιν πλειόνων επιστολών και συσκέψεων, η Επιτροπή εξέδωσε την επίδικη απόφαση στις 15 Οκτωβρίου 2014. |
14 |
Με την απόφαση αυτή, η Επιτροπή έκρινε ότι η επιχείρηση την οποία συγκροτούσαν η ST και η αναιρεσείουσα είχε διαπράξει ενιαία και διαρκή παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ και του άρθρου 54 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, της 2ας Μαΐου 1992 (ΕΕ 1994, L 1, σ. 3), σε σχέση με τις υπηρεσίες ευρυζωνικής πρόσβασης στο διαδίκτυο στη Σλοβακία κατά το διάστημα μεταξύ της 12ης Αυγούστου 2005 και της 31ης Δεκεμβρίου 2010. |
15 |
Η Επιτροπή επισήμανε ιδίως ότι το δίκτυο του τοπικού βρόχου της ST, το οποίο μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την παροχή υπηρεσιών ευρυζωνικής πρόσβασης στο διαδίκτυο αφότου κατέστη δυνατή η αδεσμοποίητη πρόσβαση στις οικείες γραμμές του φορέα αυτού, κάλυπτε το 75,7 % του συνόλου των σλοβακικών νοικοκυριών κατά το διάστημα μεταξύ των ετών 2005 και 2010. Εντούτοις, κατά το ίδιο αυτό διάστημα, παρασχέθηκε αδεσμοποίητη πρόσβαση, από τις 18 Δεκεμβρίου 2009, μόνο σε λιγοστούς τοπικούς βρόχους της ST, οι οποίοι χρησιμοποιήθηκαν από έναν μόνο εναλλακτικό φορέα εκμετάλλευσης για την παροχή ευρυζωνικών υπηρεσιών λιανικής σε επιχειρήσεις. |
16 |
Κατά την Επιτροπή, η παράβαση την οποία διέπραξε η επιχείρηση την οποία συγκροτούσαν η αναιρεσείουσα και η ST συνίστατο, πρώτον, στην απόκρυψη από τους εναλλακτικούς φορείς εκμετάλλευσης των πληροφοριών σχετικά με το δίκτυο οι οποίες ήταν αναγκαίες για την αδεσμοποίητη πρόσβαση στους τοπικούς βρόχους, δεύτερον, στη συρρίκνωση του πεδίου εφαρμογής των υποχρεώσεων που υπείχε η ST ως προς την αδεσμοποίητη πρόσβαση στους τοπικούς βρόχους, τρίτον, στον καθορισμό αθέμιτων όρων και προϋποθέσεων στην προσφορά αναφοράς της ST σχετικά με τη συνεγκατάσταση, την προεπιλογή, τις προβλέψεις, τις επισκευές καθώς και τις τραπεζικές εγγυήσεις και, τέταρτον, στην εφαρμογή άδικων τελών τα οποία δεν παρείχαν σε έναν εξίσου αποτελεσματικό με την ST ανταγωνιστή στηριζόμενο στην πρόσβαση χονδρικής στους αδεσμοποίητους τοπικούς βρόχους του φορέα αυτού τη δυνατότητα να παρέχει τις ίδιες υπηρεσίες λιανικής με εκείνες τις οποίες προσέφερε ο εν λόγω φορέας χωρίς να υποστεί ζημία. |
17 |
Με την επίδικη απόφαση, η Επιτροπή επέβαλε, λόγω της παραβάσεως αυτής, αφενός, πρόστιμο ύψους 38838000 ευρώ στην αναιρεσείουσα και στην ST, για την καταβολή του οποίου ευθύνονται αμφότερες αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, και, αφετέρου, πρόστιμο ύψους 31070000 ευρώ στην αναιρεσείουσα. |
Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση
18 |
Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 24 Δεκεμβρίου 2014, η αναιρεσείουσα άσκησε προσφυγή με κύριο αίτημα την εν όλω ή εν μέρει ακύρωση της επίδικης αποφάσεως και με επικουρικό τη διαγραφή ή τη μείωση του ποσού των προστίμων που της επιβλήθηκαν. |
19 |
Προς στήριξη της προσφυγής της, η αναιρεσείουσα προέβαλε πέντε λόγους ακυρώσεως οι οποίοι αφορούσαν, πρώτον, νομικά και πραγματικά σφάλματα κατά την εφαρμογή του άρθρου 102 ΣΛΕΕ σχετικά με την καταχρηστική συμπεριφορά της ST, καθώς και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, δεύτερον, νομικά και πραγματικά σφάλματα σε σχέση με τη διάρκεια της καταχρηστικής συμπεριφοράς της ST, τρίτον, νομικά και πραγματικά σφάλματα κατά τον καταλογισμό στην αναιρεσείουσα της καταχρηστικής συμπεριφοράς της ST, στο μέτρο που η Επιτροπή δεν απέδειξε πραγματική άσκηση καθοριστικής επιρροής από την αναιρεσείουσα επί της ST, τέταρτον, εσφαλμένη ερμηνεία της έννοιας της «επιχείρησης», κατά το δίκαιο της Ένωσης, παραβίαση της αρχής της εξατομικεύσεως των ποινών και έλλειψη αιτιολογήσεως και, πέμπτον, εσφαλμένο υπολογισμό του ποσού του προστίμου για την καταβολή του οποίου ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, όπως κρίθηκε, η ST και η αναιρεσείουσα. |
20 |
Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το σύνολο των λόγων ακυρώσεως που προέβαλε η αναιρεσείουσα εκτός, αφενός, του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, τον οποίο έκανε εν μέρει δεκτό με την αιτιολογία ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η πρακτική της ST που οδήγησε σε συμπίεση των περιθωρίων κέρδους λάμβανε χώρα μεταξύ της 12ης Αυγούστου και της 31ης Δεκεμβρίου 2005, και, αφετέρου, του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, τον οποίο έκανε δεκτό στο μέτρο που η Επιτροπή ερμήνευσε εσφαλμένως, στην επίδικη απόφαση, την έννοια της «επιχείρησης», κατά το δίκαιο της Ένωσης, επιβάλλοντας στην αναιρεσείουσα πρόστιμο του οποίου το ύψος υπολογίστηκε βάσει συντελεστή προσαύξησης 1,2, ο οποίος εφαρμόζεται προς διασφάλιση αποτρεπτικού αποτελέσματος. Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε εν μέρει την επίδικη απόφαση και όρισε σε 38061963 ευρώ το ποσό του προστίμου για την καταβολή του οποίου κρίθηκαν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπόχρεες η ST και η αναιρεσείουσα και σε 19030981 ευρώ το ποσό του προστίμου για την καταβολή του οποίου κρίθηκε υπόχρεη μόνον η αναιρεσείουσα. Απέρριψε δε την προσφυγή κατά τα λοιπά. |
21 |
Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η αναιρεσείουσα προσήψε ιδίως στην Επιτροπή ότι εσφαλμένως παρέλειψε να εξετάσει, προκειμένου να αποδείξει κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης της ST λόγω των όρων πρόσβασης στο δίκτυό της που προσέφερε στους εναλλακτικούς φορείς εκμετάλλευσης, την προϋπόθεση περί του αναγκαίου χαρακτήρα μιας τέτοιας πρόσβασης για την άσκηση της δραστηριότητας των εν λόγω φορέων, όπως αυτή διατυπώνεται στη σκέψη 41 της αποφάσεως της 26ης Νοεμβρίου 1998, Bronner (C‑7/97, στο εξής: απόφαση Bronner, EU:C:1998:569). Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το σκέλος αυτό του πρώτου λόγου ακυρώσεως στις σκέψεις 92 έως 116 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως κρίνοντας, κατ’ ουσίαν, ότι η εφαρμοστέα στην προκειμένη περίπτωση δέσμη ρυθμίσεων του τομέα των τηλεπικοινωνιών αποτελούσε στοιχείο το οποίο ασκούσε επιρροή ως προς την εφαρμογή του άρθρου 102 ΣΛΕΕ και ότι η εν λόγω δέσμη ρυθμίσεων αναγνώριζε την αναγκαιότητα πρόσβασης στον τοπικό βρόχο της ST προκειμένου να καταστεί δυνατή η εμφάνιση και η ανάπτυξη αποτελεσματικού ανταγωνισμού στη σλοβακική αγορά των υπηρεσιών ευρυζωνικής πρόσβασης στο διαδίκτυο, με αποτέλεσμα να μην απαιτείται πλέον να αποδείξει η Επιτροπή τον αναγκαίο χαρακτήρα της πρόσβασης. |
22 |
Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η αναιρεσείουσα προέβαλε προσβολή του δικαιώματος ακροάσεώς της, για τον λόγο, αφενός, ότι έλαβε γνώση ορισμένων πληροφοριών που είχαν ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό της συμπίεσης των περιθωρίων κέρδους μόλις κατά τη σύσκεψη της 29ης Σεπτεμβρίου 2014 και, αφετέρου, ότι της χορηγήθηκε πολύ σύντομη προθεσμία για τη γνωστοποίηση της άποψής της επί των πληροφοριών αυτών. Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το δεύτερο αυτό σκέλος στις σκέψεις 123 έως 145 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως κρίνοντας, κατ’ ουσίαν, ότι οι επίμαχες πληροφορίες δεν είχαν μεταβάλει τη φύση των αιτιάσεων που διατυπώθηκαν κατά της ST και της αναιρεσείουσας με την επίδικη απόφαση και δεν αφορούσαν πραγματικά περιστατικά τα οποία αυτές δεν είχαν έως τότε την ευκαιρία να αμφισβητήσουν. |
23 |
Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, η αναιρεσείουσα προέβαλε, μεταξύ άλλων, ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε νομικά και πραγματικά σφάλματα ως προς τον καταλογισμό σε αυτήν της συμπεριφοράς της ST, καθόσον στηρίχθηκε στη δυνατότητα της αναιρεσείουσας να ασκεί καθοριστική επιρροή επί της εταιρίας αυτής, καθόσον θεώρησε ότι είχε πράγματι ασκήσει τέτοια επιρροή επί της εν λόγω εταιρίας και καθόσον δεν απέδειξε ότι είχε ασκήσει καθοριστική επιρροή επί της ίδιας εταιρίας. Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τις αιτιάσεις αυτές στις σκέψεις 227 έως 473 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως με την αιτιολογία, μεταξύ άλλων, ότι η πραγματική άσκηση καθοριστικής επιρροής από τη μητρική εταιρία επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής μπορεί να συναχθεί από δέσμη συγκλινόντων στοιχείων και ότι τούτο συνέβαινε στην επίδικη απόφαση, δεδομένου ότι η Επιτροπή τόνισε, μεταξύ άλλων, την παρουσία, στο διοικητικό συμβούλιο της ST, ανωτέρων στελεχών της αναιρεσείουσας, τη διάθεση συνεργατών της αναιρεσείουσας στην ST και την τακτική διαβίβαση εκθέσεων από την ST προς την αναιρεσείουσα σε σχέση με την εμπορική πολιτική της θυγατρικής εταιρίας. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι από την εξέταση των οικονομικών, οργανωτικών και νομικών δεσμών μεταξύ της αναιρεσείουσας και της ST αποδεικνυόταν ότι η γενική στρατηγική της ST στη σλοβακική αγορά υπηρεσιών ευρυζωνικής πρόσβασης στο διαδίκτυο καθοριζόταν από την αναιρεσείουσα. |
Αιτήματα των διαδίκων
24 |
Με την ασκηθείσα αίτηση αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
|
25 |
Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:
|
Επί της αιτήσεως αναιρέσεως
26 |
Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει τέσσερις λόγους. Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της αρχής κατά την οποία, για να είναι η άρνηση παροχής πρόσβασης καταχρηστική, κατά την έννοια του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, πρέπει η πρόσβαση να είναι «αναγκαία» για εκείνον που τη ζητεί. Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της αρχής κατά την οποία, για να καταλογιστεί στη μητρική εταιρία παράβαση θυγατρικής, η μητρική εταιρία πρέπει να ασκεί πράγματι καθοριστική επιρροή επί της θυγατρικής της. Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται εσφαλμένη εφαρμογή της αρχής κατά την οποία, για να καταλογιστεί στη μητρική εταιρία παράβαση θυγατρικής, η θυγατρική πρέπει να έχει εφαρμόσει, κατά βάση, τις οδηγίες που της δόθηκαν από τη μητρική εταιρία. Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως της αναιρεσείουσας. |
27 |
Επιπλέον, η αναιρεσείουσα ζητεί να εφαρμοστεί και επ’ αυτής τυχόν ευνοϊκή απόφαση την οποία θα εκδώσει το Δικαστήριο στη συναφή υπόθεση C‑165/19 P, σχετικά με την αίτηση αναιρέσεως που άσκησε η ST κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Slovak Telekom κατά Επιτροπής (T‑851/14, EU:T:2018:929). |
Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως
Επιχειρήματα των διαδίκων
28 |
Η αναιρεσείουσα εκτιμά ότι, στις σκέψεις 86 έως 115 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα κρίνοντας ότι η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να αποδείξει τον αναγκαίο χαρακτήρα, για τους εναλλακτικούς φορείς εκμετάλλευσης, της πρόσβασης στον τοπικό βρόχο της ST, προκειμένου να χαρακτηρίσει τους περιορισμούς που τέθηκαν ως προς την εν λόγω πρόσβαση από την εταιρία αυτή ως «καταχρηστικούς», κατά την έννοια του άρθρου 102 ΣΛΕΕ. |
29 |
Κατά την αναιρεσείουσα, στις σκέψεις 97, 98, 101 και 103 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε ότι τα κριτήρια που διατυπώθηκαν στην απόφαση Bronner δεν είχαν εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση για τον λόγο ότι η ST υπείχε κανονιστική υποχρέωση να παράσχει πρόσβαση στον τοπικό βρόχο της. Η εν λόγω υποχρέωση δεν είναι δυνατόν να αντικαταστήσει τον αναγκαίο χαρακτήρα της πρόσβασης για τον οποίο γίνεται λόγος στην απόφαση Bronner για τους ακόλουθους λόγους. |
30 |
Πρώτον, η ύπαρξη κανονιστικής υποχρέωσης παροχής πρόσβασης και ο αναγκαίος χαρακτήρας της πρόσβασης αυτής αποτελούν ξεχωριστά ζητήματα. Για να επιβάλει στην ST υποχρέωση παροχής πρόσβασης στον τοπικό βρόχο της, η TUSR έλαβε υπόψη μόνο τη θέση της ST ως κατεστημένου φορέα στην αγορά χονδρικής για την αδεσμοποίητη πρόσβαση στον τοπικό βρόχο. Δεν εξέτασε τον αναγκαίο χαρακτήρα της πρόσβασης αυτής για τη δραστηριότητα που ασκείται στην αγορά επόμενης οικονομικής βαθμίδας ούτε προσδιόρισε επομένως σε ποιο βαθμό η αδεσμοποίητη πρόσβαση στον τοπικό βρόχο θα μπορούσε να αντικατασταθεί από τη διάθεση κατάλληλης εναλλακτικής υποδομής. Αντιθέτως, όταν εξετάζεται ο «αναγκαίος» χαρακτήρας της πρόσβασης, κατά την έννοια της αποφάσεως Bronner, πρέπει ακριβώς να ερευνάται αν υπάρχει πραγματικό ή δυνητικό υποκατάστατο της εν λόγω πρόσβασης. Η αναιρεσείουσα απέδειξε όμως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ότι περί αυτού επρόκειτο στην προκειμένη περίπτωση. |
31 |
Δεύτερον, η κανονιστική υποχρέωση παροχής πρόσβασης επιβάλλεται ex ante, σε αντίθεση με την επιβολή κύρωσης για παράβαση λόγω κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης κατά την έννοια του άρθρου 102 ΣΛΕΕ. Ως εκ τούτου, οι διαπιστώσεις περί των πραγματικών περιστατικών στις οποίες στηρίζεται η υποχρέωση αυτή μπορούν γρήγορα να αποδειχθούν ως μη ανταποκρινόμενες πλέον στην πραγματικότητα. Τούτο ισχύει ιδίως στο πλαίσιο των αγορών τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών οι οποίες αναπτύσσονται με πολύ μεγάλη ταχύτητα. |
32 |
Τρίτον, η κανονιστική υποχρέωση παροχής πρόσβασης στηρίζεται σε γενικευμένες παραδοχές, ενώ η κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης, κατά την έννοια του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, πρέπει να διαπιστώνεται κατόπιν συγκεκριμένης εξέτασης, μεταξύ άλλων, του αναγκαίου χαρακτήρα της πρόσβασης στον τοπικό βρόχο. |
33 |
Τέταρτον, η δέσμη ρυθμίσεων του τομέα των τηλεπικοινωνιών και τα κριτήρια της αποφάσεως Bronner επιδιώκουν διαφορετικούς σκοπούς. Οι αρμόδιες για τις τηλεπικοινωνίες εθνικές ρυθμιστικές αρχές έχουν ως αποστολή όχι μόνον την προώθηση του ανταγωνισμού, αλλά και τη συμβολή στην ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς και την προαγωγή των συμφερόντων των πολιτών. Η προσέγγιση αυτή βρίσκει έρεισμα στην απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2010, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής (C‑280/08 P, EU:C:2010:603), την οποία μνημονεύει το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 97 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. |
34 |
Επιπλέον, η αναιρεσείουσα εκτιμά ότι δεν είναι δυνατόν να παραλειφθεί η συγκεκριμένη εξέταση του αναγκαίου χαρακτήρα της πρόσβασης στον τοπικό βρόχο στην περίπτωση που υφίσταται κανονιστική υποχρέωση παροχής πρόσβασης, αφού η παράλειψη αυτή θα διευκόλυνε τη διαπίστωση της ύπαρξης κατάχρησης και θα καθιστούσε κενή περιεχομένου τη νομολογία του Δικαστηρίου. |
35 |
Επιπλέον, αντιθέτως προς ό,τι έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 106 έως 112 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η σιωπηρή άρνηση παροχής πρόσβασης στον τοπικό βρόχο, όπως αυτή που προσάπτεται στην ST, δεν διαφέρει από εκείνη την οποία αφορούσε η απόφαση Bronner, δεδομένου ότι, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, ο ιδιοκτήτης της υποδομής έχει έννομο συμφέρον να προστατεύσει την επένδυσή του, είναι δυσχερής η διάκριση μεταξύ των δύο αυτών μορφών άρνησης παροχής πρόσβασης και η λιγότερο σοβαρή παράβαση, ήτοι η σιωπηρή άρνηση παροχής πρόσβασης, αποδεικνύεται ευχερέστερα από την περισσότερο σοβαρή παράβαση, ήτοι τη ρητή άρνηση παροχής πρόσβασης. |
36 |
Τέλος, από τη διατύπωση που χρησιμοποίησε το Δικαστήριο στη σκέψη 55 της αποφάσεως της 17ης Φεβρουαρίου 2011, TeliaSonera Sverige (C‑52/09, στο εξής: απόφαση TeliaSonera, EU:C:2011:83), δεν μπορεί να συναχθεί ότι τα κριτήρια της αποφάσεως Bronner δεν έχουν εφαρμογή σε σιωπηρή άρνηση παροχής πρόσβασης. |
37 |
Η Επιτροπή φρονεί, κατ’ ουσίαν, ότι η κατάχρηση που διαπιστώθηκε με την επίδικη απόφαση διαφέρει θεμελιωδώς από την επίμαχη στην απόφαση Bronner κατάχρηση, με αποτέλεσμα να μην έχουν εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση τα κριτήρια που διατυπώθηκαν στην εν λόγω απόφαση. |
Εκτίμηση του Δικαστηρίου
38 |
Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα, μητρική εταιρία της ST στην οποία καταλογίστηκε η συμπεριφορά της ST, επικρίνει, μεταξύ άλλων, τις σκέψεις 86 έως 115 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε το βάσιμο της επίδικης αποφάσεως, κρίνοντας ότι δεν εναπέκειτο στην Επιτροπή να αποδείξει τον αναγκαίο χαρακτήρα της πρόσβασης των εναλλακτικών φορέων εκμετάλλευσης στο δίκτυο τοπικού βρόχου της ST προκειμένου να χαρακτηρίσει ως «καταχρηστικές» τις πρακτικές της οι οποίες συνιστούσαν, όπως έκρινε το εν λόγω θεσμικό όργανο στο σημείο 365 της επίδικης αποφάσεως, σιωπηρή άρνηση παροχής και συνίσταντο πρώτον, σε απόκρυψη από τους εναλλακτικούς φορείς εκμετάλλευσης πληροφοριών σχετικά με το δίκτυό της οι οποίες ήταν αναγκαίες για την αποδεσμοποίηση του τοπικού βρόχου της, δεύτερον, σε περιορισμό των υποχρεώσεων που υπείχε βάσει του εφαρμοστέου κανονιστικού πλαισίου ως προς την αδεσμοποίητη πρόσβαση και, τρίτον, στον καθορισμό από την ST πλειόνων αθέμιτων ρητρών και όρων στην προσφορά αναφοράς της σχετικά με την αδεσμοποίητη πρόσβαση (στο εξής: επίδικες πρακτικές). |
39 |
Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ιδίως, στη σκέψη 101 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, δεδομένου ότι το εφαρμοστέο κανονιστικό πλαίσιο στον τομέα των τηλεπικοινωνιών αναγνώριζε σαφώς την αναγκαιότητα πρόσβασης στον τοπικό βρόχο της ST προκειμένου να καταστεί εφικτή η εμφάνιση και η ανάπτυξη αποτελεσματικού ανταγωνισμού στη σλοβακική αγορά των ευρυζωνικών υπηρεσιών διαδικτύου, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να αποδείξει ότι μια τέτοια πρόσβαση ήταν όντως αναγκαία κατά την έννοια της τελευταίας προϋπόθεσης που διατυπώνεται στη σκέψη 41 της αποφάσεως Bronner. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, κατ’ ουσίαν, στις σκέψεις 106 έως 114 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι προϋποθέσεις που προκύπτουν από την απόφαση Bronner, ιδίως δε εκείνη που αφορά τον αναγκαίο χαρακτήρα μιας υπηρεσίας ή μιας υποδομής που διαθέτει η κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση, δεν είχαν εφαρμογή επί συμπεριφορών οι οποίες δεν συνιστούσαν άρνηση παροχής πρόσβασης, όπως οι επίδικες. |
40 |
Προκειμένου να κριθεί αν οι εν λόγω εκτιμήσεις ενέχουν νομικό σφάλμα, όπως υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 102 ΣΛΕΕ απαγορεύει, στο μέτρο που μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, την καταχρηστική εκμετάλλευση από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις της δεσπόζουσας θέσης τους εντός της εσωτερικής αγοράς ή σημαντικού τμήματός της. Επομένως, η κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση υπέχει ειδική υποχρέωση να μη θίγει με τη συμπεριφορά της τον αποτελεσματικό και ανόθευτο ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά [απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψη 153 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία]. |
41 |
Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η έννοια της «καταχρηστικής εκμετάλλευσης δεσπόζουσας θέσης» του άρθρου 102 ΣΛΕΕ είναι αντικειμενική έννοια που αφορά τη συμπεριφορά κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχείρησης η οποία, σε μια αγορά όπου, ακριβώς λόγω της παρουσίας της επιχείρησης αυτής, ο ανταγωνισμός είναι ήδη εξασθενημένος, έχει ως αποτέλεσμα να κωλύει τη διατήρηση του υφισταμένου στην αγορά ανταγωνισμού ή την ανάπτυξή του, λόγω της χρησιμοποίησης διαφορετικών μέσων από εκείνα που διέπουν τον κανονικό ανταγωνισμό μεταξύ των προσφερόμενων από τους επιχειρηματίες προϊόντων ή υπηρεσιών [απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Generics (UK) κ.λπ., C‑307/18, EU:C:2020:52, σκέψη 148 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία]. |
42 |
Η εξέταση περί του αν είναι καταχρηστική μια πρακτική επιχείρησης η οποία κατέχει δεσπόζουσα θέση κατά το άρθρο 102 ΣΛΕΕ πρέπει να γίνεται λαμβανομένων υπόψη όλων των ειδικών περιστάσεων της υπόθεσης (πρβλ. αποφάσεις TeliaSonera, σκέψη 68· της 6ης Οκτωβρίου 2015, Post Danmark, C‑23/14, EU:C:2015:651, σκέψη 68, καθώς και της 19ης Απριλίου 2018, MEO – Serviços de Comunicações e Multimédia, C‑525/16, EU:C:2018:270, σκέψεις 27 και 28). |
43 |
Όπως προκύπτει από τη σκέψη 37 της αποφάσεως Bronner, η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή αφορούσε το ζήτημα αν το γεγονός ότι ο ιδιοκτήτης του μοναδικού συστήματος κατ’ οίκον διανομής που υφίσταται σε εθνικό επίπεδο στο έδαφος κράτους μέλους, ο οποίος χρησιμοποιεί το σύστημα αυτό για τη διανομή των δικών του ημερησίων εφημερίδων, αρνείται σε ανταγωνιστή εκδότη την πρόσβαση στο σύστημα αυτό συνιστά κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης, κατά την έννοια του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, για τον λόγο ότι η άρνηση αυτή στερεί από τον εν λόγω ανταγωνιστή έναν τρόπο διανομής που κρίνεται απαραίτητος για την πώληση των προϊόντων του. |
44 |
Ως προς το ζήτημα αυτό, το Δικαστήριο έκρινε, με τη σκέψη 41 της εν λόγω αποφάσεως, ότι, για να συνιστά η εν λόγω άρνηση κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης, δεν αρκούσε η άρνηση παροχής πρόσβασης στην υπηρεσία της διανομής κατ’ οίκον να ήταν φύσεως τέτοιας ώστε να αποκλείει κάθε ανταγωνισμό στην αγορά των ημερήσιων εφημερίδων από τον αιτούντα πρόσβαση στην υπηρεσία και να μη δικαιολογείται αντικειμενικώς, αλλά απαιτούνται επιπλέον να είναι αυτή καθαυτήν η πρόσβαση στην υπηρεσία αναγκαία για την άσκηση της δραστηριότητας του αιτούντος πρόσβαση, υπό την έννοια ότι δεν υφίστατο κανένα πραγματικό ή δυνητικό υποκατάστατο του εν λόγω συστήματος της κατ’ οίκον διανομής. |
45 |
Η επιβολή των προϋποθέσεων αυτών δικαιολογούνταν από τις περιστάσεις της υπόθεσης εκείνης, ήτοι την άρνηση μιας κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχείρησης να παράσχει σε ανταγωνιστή της πρόσβαση σε υποδομή την οποία είχε αναπτύξει για τις ανάγκες της δικής της δραστηριότητας, αποκλειομένης οποιασδήποτε άλλης συμπεριφοράς. |
46 |
Συναφώς, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, και ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 68, 73 και 74 των προτάσεών του, η διαπίστωση ότι μια κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση καταχράστηκε τη θέση της επειδή αρνήθηκε να συνάψει σύμβαση με ανταγωνιστή της συνεπάγεται ότι η επιχείρηση αυτή είναι αναγκασμένη να συμβληθεί με τον ανταγωνιστή αυτόν. Μια τέτοια υποχρέωση, όμως, θίγει ιδιαιτέρως την ελευθερία σύναψης συμβάσεων και το δικαίωμα ιδιοκτησίας της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχείρησης, δεδομένου ότι μια επιχείρηση, έστω και αν κατέχει δεσπόζουσα θέση, εξακολουθεί κατ’ αρχήν να είναι ελεύθερη να αρνηθεί να συνάψει σύμβαση και να προβεί σε εκμετάλλευση της υποδομής που έχει αναπτύξει για τις δικές της ανάγκες (πρβλ. απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1988, Volvo, 238/87, EU:C:1988:477, σκέψη 8). |
47 |
Επιπλέον, μολονότι, βραχυπρόθεσμα, η επιβολή σε μια επιχείρηση κύρωσης για κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης λόγω άρνησής της να συνάψει σύμβαση με ανταγωνιστή της έχει ως συνέπεια να ευνοεί τον ανταγωνισμό, αντιθέτως, μακροπρόθεσμα, το να επιτρέπεται σε μια εταιρία να διατηρεί για δική της χρήση τις εγκαταστάσεις που έχει αναπτύξει για τις ανάγκες της δραστηριότητάς της ευνοεί γενικώς την ανάπτυξη του ανταγωνισμού και εξυπηρετεί το συμφέρον των καταναλωτών. Ειδικότερα, αν παρεχόταν πολύ εύκολα πρόσβαση σε μια διευκόλυνση παραγωγής, αγοράς ή διανομής, οι ανταγωνιστές δεν θα ωθούνταν να δημιουργήσουν ανταγωνιστικές διευκολύνσεις. Επιπλέον, μια κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση δεν θα ήταν το ίδιο πρόθυμη να επενδύσει σε αποτελεσματικές διευκολύνσεις αν ενδέχετο να εξαναγκαστεί, κατόπιν απλής αιτήσεως των ανταγωνιστών της, να μοιραστεί με αυτούς τα οφέλη που αποκομίζει από τις δικές της επενδύσεις. |
48 |
Κατά συνέπεια, όταν μια κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση αρνείται να παράσχει πρόσβαση σε μια υποδομή την οποία έχει αναπτύξει για τις ανάγκες της δικής της δραστηριότητας, η απόφαση με την οποία επιβάλλεται στην επιχείρηση αυτή η υποχρέωση να παράσχει τέτοια πρόσβαση μπορεί να δικαιολογηθεί, από απόψεως πολιτικής του ανταγωνισμού, μόνον στην περίπτωση που η κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση ασκεί πράγματι ασφυκτικό έλεγχο στην οικεία αγορά. |
49 |
Η εφαρμογή, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, των προϋποθέσεων που έθεσε το Δικαστήριο με την απόφαση Bronner και υπομνήσθηκαν στη σκέψη 44 της παρούσας αποφάσεως, ιδίως δε εκείνη που αφορά τον αναγκαίο χαρακτήρα της πρόσβασης στην υποδομή της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχείρησης, παρέχει τη δυνατότητα στην αρμόδια αρχή ή στο αρμόδιο εθνικό δικαστήριο να κρίνουν αν η συγκεκριμένη επιχείρηση ασκεί πράγματι ασφυκτικό έλεγχο στην οικεία αγορά χάρη στην εν λόγω υποδομή. Κατά συνέπεια, μια τέτοια επιχείρηση μπορεί να εξαναγκαστεί να παράσχει σε ανταγωνιστή της πρόσβαση σε μια υποδομή την οποία έχει αναπτύξει για τις ανάγκες της δικής της δραστηριότητας μόνον όταν η πρόσβαση αυτή είναι αναγκαία για τη δραστηριότητα ενός τέτοιου ανταγωνιστή, ήτοι εφόσον δεν υφίσταται πραγματικό ή δυνητικό υποκατάστατο της συγκεκριμένης υποδομής. |
50 |
Αντιθέτως, όταν μια κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση παρέχει πρόσβαση στην υποδομή της, αλλά εξαρτά την πρόσβαση αυτή, την παροχή υπηρεσιών ή την πώληση προϊόντων από αθέμιτους όρους, δεν έχουν εφαρμογή οι προϋποθέσεις που διατύπωσε το Δικαστήριο στη σκέψη 41 της αποφάσεως Bronner. Όταν, βέβαια, η πρόσβαση σε μια τέτοια υποδομή ή, ακόμη, σε μια υπηρεσία ή σε έναν συντελεστή παραγωγής είναι αναγκαία προκειμένου οι ανταγωνιστές της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχείρησης να δύνανται να λειτουργήσουν κατά τρόπο αποδοτικό σε αγορά επόμενης οικονομικής βαθμίδας, είναι ακόμη πιο πιθανό οι αθέμιτες πρακτικές στην αγορά να επιφέρουν, δυνητικά έστω, αντίθετα προς τον ανταγωνισμό αποτελέσματα και να συνιστούν κατάχρηση, κατά την έννοια του άρθρου 102 ΣΛΕΕ (πρβλ. αποφάσεις της 14ης Οκτωβρίου 2010, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής, C‑280/08 P, EU:C:2010:603, σκέψη 234, καθώς και TeliaSonera, σκέψεις 70 και 71). Ωστόσο, όσον αφορά πρακτικές οι οποίες δεν συνιστούν άρνηση παροχής πρόσβασης, το να μην έχει η προαναφερθείσα πρόσβαση αναγκαίο χαρακτήρα δεν είναι καθαυτό καθοριστικό ως προς την εξέταση δυνητικώς καταχρηστικών συμπεριφορών εκ μέρους κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχείρησης (πρβλ. απόφαση TeliaSonera, σκέψη 72). |
51 |
Ειδικότερα, μολονότι τέτοιες συμπεριφορές ενδέχεται να συνιστούν μορφή κατάχρησης όταν μπορούν να προκαλέσουν, δυνητικώς έστω, αντίθετα προς τον ανταγωνισμό αποτελέσματα ή ακόμη και αποτελέσματα εκτοπισμού των ανταγωνιστών στις οικείες αγορές, δεν μπορούν εντούτοις να εξομοιωθούν με απλή άρνηση παροχής σε ανταγωνιστή δυνατότητας πρόσβασης σε υποδομή, δεδομένου ότι η αρχή ανταγωνισμού ή το αρμόδιο εθνικό δικαστήριο δεν θα μπορούν να υποχρεώσουν την κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση να παράσχει πρόσβαση στην υποδομή της, αφού η πρόσβαση αυτή έχει ήδη χορηγηθεί. Τα μέτρα που θα ληφθούν σε ένα τέτοιο πλαίσιο θα θίξουν, ως εκ τούτου, την ελευθερία σύναψης συμβάσεων της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχείρησης και το δικαίωμα ιδιοκτησίας της σε μικρότερο βαθμό απ’ ό,τι εάν η επιχείρηση αυτή εξαναγκαζόταν να παράσχει πρόσβαση στην υποδομή της όταν η υποδομή αυτή χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά για τις ανάγκες της δικής της δραστηριότητας. |
52 |
Σε αυτό το πνεύμα, το Δικαστήριο έχει κρίνει, στις σκέψεις 75 και 96 της αποφάσεως της 10ης Ιουλίου 2014, Telefónica και Telefónica de España κατά Επιτροπής (C‑295/12 P, EU:C:2014:2062), ότι οι προϋποθέσεις που διατύπωσε το Δικαστήριο στη σκέψη 41 της αποφάσεως Bronner, ιδίως δε εκείνη που αφορά τον αναγκαίο χαρακτήρα της πρόσβασης, δεν είχαν εφαρμογή επί περιπτώσεως κατάχρησης η οποία συνίστατο στη συμπίεση των περιθωρίων κέρδους ανταγωνιστών σε αγορά επόμενης οικονομικής βαθμίδας. |
53 |
Στο ίδιο αυτό πνεύμα, το Δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν, στη σκέψη 58 της αποφάσεως TeliaSonera, ότι δεν μπορεί, επί τη βάσει των προϋποθέσεων που έθεσε το Δικαστήριο με την απόφαση Bronner, η οποία αφορούσε άρνηση παροχής υπηρεσίας, να απαιτείται να γίνεται συστηματικά εξέταση του καταχρηστικού χαρακτήρα κάθε είδους συμπεριφοράς την οποία υιοθετεί η κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση έναντι των ανταγωνιστών της. Επομένως, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 108 έως 110 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, στις σκέψεις 55 έως 58 της αποφάσεως TeliaSonera, το Δικαστήριο, κατά την εκτίμηση των πρακτικών επί των οποίων δεν είχαν εφαρμογή οι προϋποθέσεις της αποφάσεως Bronner, δεν αναφέρθηκε μόνο στην ιδιαίτερη μορφή κατάχρησης την οποία συνιστά η συμπίεση των περιθωρίων κέρδους των ανταγωνιστών φορέων εκμετάλλευσης σε αγορά επόμενης οικονομικής βαθμίδας. |
54 |
Στην υπό κρίση υπόθεση, η κατάσταση της ST χαρακτηριζόταν, μεταξύ άλλων, από το γεγονός ότι, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 99 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η ST υπείχε, στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, κανονιστική υποχρέωση να παράσχει πρόσβαση στο δίκτυο τοπικού βρόχου της. Ειδικότερα, κατόπιν της αποφάσεως της TUSR της 8ης Μαρτίου 2005, η οποία επικυρώθηκε από τον διευθυντή της ίδιας αρχής στις 14 Ιουνίου 2005, η ST ήταν υποχρεωμένη, ως φορέας εκμετάλλευσης με σημαντική ισχύ, να κάνει δεκτές όλες τις αιτήσεις αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο της οι οποίες προέρχονταν από εναλλακτικούς φορείς εκμετάλλευσης και κρίνονταν εύλογες και δικαιολογημένες, προκειμένου να τους παράσχει, επί της βάσεως αυτής, τη δυνατότητα να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στη μαζική λιανική αγορά σταθερών ευρυζωνικών υπηρεσιών στη Σλοβακία. |
55 |
Μια τέτοια υποχρέωση ανταποκρίνεται στους σκοπούς ανάπτυξης αποτελεσματικού ανταγωνισμού στις αγορές τηλεπικοινωνιών τους οποίους έχει θέσει ο νομοθέτης της Ένωσης. Όπως διευκρινίζεται στις αιτιολογικές σκέψεις 3, 6 και 7 του κανονισμού 2887/2000, η επιβολή μιας τέτοιας υποχρέωσης παροχής πρόσβασης δικαιολογείται από το γεγονός ότι, αφενός, δεδομένου ότι οι φορείς εκμετάλλευσης που έχουν σημαντική ισχύ ήταν σε θέση, επί σχετικά μακρά χρονικά διαστήματα, να αναπτύξουν δικά τους δίκτυα τοπικής πρόσβασης επωφελούμενοι από την προστασία αποκλειστικών δικαιωμάτων και να χρηματοδοτήσουν τις επενδυτικές δαπάνες τους χάρη σε μονοπωλιακές προσόδους, δεν θα ήταν οικονομικά βιώσιμο για τους νεοεισερχόμενους στην αγορά να δημιουργήσουν εκ νέου την υποδομή τοπικής πρόσβασης των κατεστημένων φορέων εκμετάλλευσης και, αφετέρου, οι άλλες υποδομές δεν αποτελούν ισοδύναμο υποκατάστατο των εν λόγω δικτύων τοπικής πρόσβασης. Επομένως, η αδεσμοποίητη πρόσβαση στον τοπικό βρόχο μπορεί, ως εκ της φύσεώς της, να παράσχει στους νεοεισερχομένους στην αγορά τη δυνατότητα να ανταγωνιστούν τους φορείς εκμετάλλευσης που έχουν σημαντική ισχύ. Ως εκ τούτου, όπως υπενθύμισε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 99 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με την επιβληθείσα στην προκειμένη περίπτωση από την TUSR υποχρέωση παροχής πρόσβασης, η εν λόγω αρχή θέλησε να παροτρύνει την ST καθώς και τους ανταγωνιστές της ώστε να επενδύσουν και να καινοτομήσουν, μεριμνώντας συγχρόνως για τη διατήρηση του ανταγωνισμού στην αγορά. |
56 |
Η κανονιστική αυτή υποχρέωση ίσχυε για την ST καθ’ όλο το διάστημα της παραβάσεως που ελήφθη υπόψη από την Επιτροπή στην επίδικη απόφαση, ήτοι από τις 12 Αυγούστου 2005 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2010. Ειδικότερα, πέραν του γεγονότος ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 8, παράγραφος 5, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2002/21, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/140, οι ρυθμιστικές αρχές του τομέα των τηλεπικοινωνιών μπορούν να επιβάλλουν μια τέτοια υποχρέωση παροχής πρόσβασης μόνον όταν δεν υφίσταται αποτελεσματικός και βιώσιμος ανταγωνισμός και υποχρεούνται να την άρουν αφ’ ης στιγμής πληρούται η προϋπόθεση αυτή, η αναιρεσείουσα ούτε ισχυρίστηκε ούτε απέδειξε ότι η ST υπείχε τέτοια υποχρέωση κατά το διάστημα της παραβάσεως. Επιπλέον, η Επιτροπή αιτιολόγησε τη θεμελίωση της ύπαρξης τέτοιας υποχρέωσης παροχής πρόσβασης στο τμήμα 5.1 της επίδικης αποφάσεως και επισήμανε, στο σημείο 377 της ίδιας αποφάσεως, ότι είχε προβεί σε δική της ex post ανάλυση των επίμαχων αγορών, προτού καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η κατάσταση στις αγορές αυτές δεν είχε μεταβληθεί συναφώς σημαντικά κατά το διάστημα της παραβάσεως. |
57 |
Κατά τρόπο ανάλογο προς εκείνον τον οποίο εξέθεσε το Δικαστήριο στη σκέψη 224 της αποφάσεως της 14ης Οκτωβρίου 2010, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής (C‑280/08 P, EU:C:2010:603), η οποία μνημονεύεται στη σκέψη 97 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, γίνεται δεκτό ότι μια κανονιστική υποχρέωση είναι δυνατόν να ασκεί επιρροή ως προς την εκτίμηση καταχρηστικής συμπεριφοράς, κατά την έννοια του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, επιχείρησης η οποία κατέχει δεσπόζουσα θέση και υπόκειται σε τομεακή ρύθμιση. Στο πλαίσιο της υπό κρίση υπόθεσης, μολονότι η υποχρέωση παροχής πρόσβασης στον τοπικό βρόχο η οποία βαρύνει την ST δεν απαλλάσσει την Επιτροπή από την απαίτηση απόδειξης της ύπαρξης κατάχρησης κατά την έννοια του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, λαμβανομένης υπόψη ιδίως της σχετικής νομολογίας, η επιβολή της υποχρέωσης αυτής συνεπάγεται εντούτοις ότι, καθ’ όλη τη διάρκεια του διαστήματος της παραβάσεως που ελήφθη υπόψη στην προκειμένη περίπτωση, η ST δεν μπορούσε να αρνηθεί και πράγματι δεν αρνήθηκε να παράσχει πρόσβαση στο δίκτυο τοπικού βρόχου της. |
58 |
Εντούτοις, κατά το εν λόγω διάστημα, η ST διατήρησε αυτονομία λήψεως αποφάσεων ως προς τους όρους μιας τέτοιας πρόσβασης, παρά την προαναφερθείσα κανονιστική υποχρέωση. Ειδικότερα, εκτός από ορισμένες κατευθυντήριες αρχές, το υποχρεωτικό περιεχόμενο της προσφοράς αναφοράς σχετικά με την κατά το άρθρο 3 του κανονισμού 2887/2000 παροχή αδεσμοποίητης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο δεν καθοριζόταν από το κανονιστικό πλαίσιο ή από τις αποφάσεις της TUSR. Κατ’ εφαρμογήν αυτής ακριβώς της αυτονομίας λήψεως αποφάσεων, η ST υιοθέτησε τις επίδικες πρακτικές. |
59 |
Δεδομένου, όμως, ότι οι επίδικες πρακτικές δεν συνιστούσαν άρνηση παροχής πρόσβασης στον τοπικό βρόχο της ST, αλλά αφορούσαν τους όρους μιας τέτοιας πρόσβασης, οι προϋποθέσεις τις οποίες έθεσε το Δικαστήριο στη σκέψη 41 της αποφάσεως Bronner και οι οποίες υπομνήσθηκαν στη σκέψη 44 της παρούσας αποφάσεως δεν είχαν εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση για τους λόγους που μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 45 έως 51 της παρούσας αποφάσεως. |
60 |
Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε νομικό σφάλμα κρίνοντας, στη σκέψη 101 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να αποδείξει τον «αναγκαίο» χαρακτήρα, κατά την έννοια της τελευταίας προϋπόθεσης που διατυπώθηκε στη σκέψη 41 της αποφάσεως Bronner, προκειμένου να διαπιστώσει ότι οι επίδικες πρακτικές συνιστούν κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης εκ μέρους της ST. |
61 |
Υπό τις συνθήκες αυτές, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως στηρίζεται σε νομικώς εσφαλμένη παραδοχή και πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθεί στο σύνολό του. |
Επί του δεύτερου λόγου αναιρέσεως
Επιχειρήματα των διαδίκων
62 |
Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος περιλαμβάνει δύο σκέλη, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικά σφάλματα καταλογίζοντας σε αυτήν την κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης στην οποία προέβη η ST. |
63 |
Με το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι, για να της καταλογίσει την καταχρηστική συμπεριφορά της ST, το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε ότι μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως ενδείξεις πραγματικής άσκησης καθοριστικής επιρροής τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων μπορεί αποκλειστικώς να αποδειχθεί η ικανότητα της αναιρεσείουσας να ασκήσει τέτοια επιρροή επί της ST. Κατά την αναιρεσείουσα, το να γίνει δεκτό ότι πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων προκύπτει μόνον η ικανότητα της μητρικής εταιρίας να ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της θυγατρικής της αρκούν για να αποδειχθεί η πραγματική άσκηση της εν λόγω επιρροής συνεπάγεται την κατάργηση κάθε είδους διάκρισης μεταξύ δυνητικής και πραγματικής άσκησης τέτοιας επιρροής και συνιστά παράνομη επέκταση του τεκμηρίου που ισχύει για τις θυγατρικές που ανήκουν κατά ποσοστό 100 % σε μητρική εταιρία. |
64 |
Η αναιρεσείουσα φρονεί επομένως ότι τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται, πρώτον, στις σκέψεις 233 και 249 επ. της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ήτοι το γεγονός ότι διευθυντικά στελέχη της ST ασκούν επίσης διευθυντικά καθήκοντα στην αναιρεσείουσα ή ότι ανώτερα στελέχη της αναιρεσείουσας είναι μέλη του διοικητικού συμβουλίου της ST, δεύτερον, στις σκέψεις 280 έως 285 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ήτοι το γεγονός ότι η αναιρεσείουσα διέθεσε συνεργάτες της στην ST και, τρίτον, στη σκέψη 294 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ήτοι το γεγονός ότι η ST υπέβαλε στην αναιρεσείουσα εκθέσεις σχετικά με την εμπορική πολιτική της, συνιστούν απλώς πραγματικές περιστάσεις βάσει των οποίων μπορεί να αποδειχθεί ενδεχόμενη ικανότητα της αναιρεσείουσας να ασκεί καθοριστική επιρροή επί της ST, και όχι πραγματική άσκηση μιας τέτοιας επιρροής. |
65 |
Επιπλέον, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η διάκριση περί της οποίας γίνεται λόγος στη σκέψη 63 της παρούσας αποφάσεως δεν εμποδίζει την Επιτροπή να λάβει υπόψη το σύνολο των περιστάσεων που ασκούν επιρροή συναφώς και που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη διαπίστωση της πραγματικής άσκησης καθοριστικής επιρροής. Επιπλέον, αμφισβητεί το κατά πόσον ασκεί επιρροή η αναφορά στην οποία προβαίνει το Γενικό Δικαστήριο, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, και η Επιτροπή, στο υπόμνημα αντικρούσεώς της, στην απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2017, Toshiba κατά Επιτροπής (C‑623/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:21), δεδομένου ότι η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή αφορούσε την τήρηση των κανόνων περί λήψεως αποφάσεων στο πλαίσιο κοινής επιχείρησης και όχι τη δυνατότητα άσκησης καθοριστικής επιρροής. Η αναιρεσείουσα φρονεί επίσης ότι, αντιθέτως προς όσα προβάλλει η Επιτροπή με το υπόμνημα αντικρούσεώς της, στη σκέψη 93 της αποφάσεως της 24ης Ιουνίου 2015, Fresh Del Monte Produce κατά Επιτροπής και Επιτροπή κατά Fresh Del Monte Produce (C‑293/13 P και C‑294/13 P, EU:C:2015:416), το Δικαστήριο δεν δέχθηκε ότι η ανταλλαγή πληροφοριών αποτελεί ένδειξη πραγματικής άσκησης καθοριστικής επιρροής. |
66 |
Με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι, στο πλαίσιο του νομικού χαρακτηρισμού των πραγματικών περιστατικών επί των οποίων στηρίχθηκε η Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένως την αρχή κατά την οποία απαιτείται να έχει ασκηθεί πραγματικά καθοριστική επιρροή, καθόσον διαπίστωσε την άσκηση καθοριστικής επιρροής με βάση απλώς και μόνον την πιθανότητα άσκησης τέτοιας επιρροής. Συνεπώς, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι, εκτός των επικρινόμενων στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του συγκεκριμένου λόγου αναιρέσεως σκέψεων της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, νομικό σφάλμα ενέχουν επίσης, πρώτον, η σκέψη 262 της αποφάσεως αυτής, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο έλαβε υπόψη το γεγονός ότι το εκτελεστικό συμβούλιο διοίκησης της ST υπέβαλλε εκθέσεις στο διοικητικό συμβούλιο της αναιρεσείουσας καθώς και την εκ μέρους του διοικητικού συμβουλίου έγκριση του επιχειρηματικού σχεδίου τού ως άνω εκτελεστικού συμβουλίου διοίκησης, δεύτερον, οι σκέψεις 273 και 274 της εν λόγω αποφάσεως, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το καθήκον πίστεως των μελών του διοικητικού συμβουλίου έναντι των μετόχων ή ο μη δεσμευτικός χαρακτήρας των παρεχόμενων στην ST συμβουλευτικών υπηρεσιών δεν απέκλειαν την άσκηση καθοριστικής επιρροής από την αναιρεσείουσα επί της ST, και, τρίτον, η σκέψη 278 της ίδιας αποφάσεως, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η συμφωνία μετόχων παρείχε στους εκπροσώπους της αναιρεσείουσας εντός του διοικητικού συμβουλίου της ST τη δυνατότητα να ασκούν καθοριστική επιρροή επί όλων των εμπορικών αποφάσεών της. Επιπλέον, η αναιρεσείουσα αντικρούει την ένσταση απαραδέκτου που προβάλλει η Επιτροπή κατά του δευτέρου σκέλους του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, ισχυριζόμενη ότι, με το σκέλος αυτό, δεν αμφισβητεί τις σχετικές με τα πραγματικά περιστατικά διαπιστώσεις στις οποίες προέβη το Γενικό Δικαστήριο, αλλά προβάλλει απλώς νομικό σφάλμα λόγω εσφαλμένης εφαρμογής της αρχής της πραγματικής άσκησης καθοριστικής επιρροής. |
67 |
Η Επιτροπή εκτιμά ότι το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως είναι απαράδεκτο καθόσον βάλλει κατά των σχετικών με τα πραγματικά περιστατικά διαπιστώσεων στις οποίες προέβη το Γενικό Δικαστήριο και συνεπάγεται εκ νέου εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων από το Δικαστήριο. Εν πάση περιπτώσει, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος, διότι η διαπίστωση της πραγματικής άσκησης καθοριστικής επιρροής μπορεί να συναχθεί, όπως εν προκειμένω, από δέσμη συγκλινόντων στοιχείων λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων που ασκούν επιρροή συναφώς. |
Εκτίμηση του Δικαστηρίου
68 |
Όσον αφορά το παραδεκτό του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, εφόσον το Γενικό Δικαστήριο έχει διαπιστώσει ή εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο μόνο να ασκήσει, δυνάμει του άρθρου 256 ΣΛΕΕ, έλεγχο επί του νομικού χαρακτηρισμού των περιστατικών αυτών και επί των εννόμων συνεπειών τις οποίες συνήγαγε εντεύθεν το Γενικό Δικαστήριο. Συνεπώς, η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών δεν συνιστά, υπό την επιφύλαξη της περίπτωσης παραμόρφωσης των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, νομικό ζήτημα υποκείμενο, καθαυτό, στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2019, Alcogroup και Alcodis κατά Επιτροπής, C‑403/18 P, EU:C:2019:870, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
69 |
Η αναιρεσείουσα δεν προέβαλε, με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, παραμόρφωση των εξετασθέντων από το Γενικό Δικαστήριο αποδεικτικών στοιχείων τα οποία αποδεικνύουν ότι μπορούσε να της καταλογιστεί ευθύνη για τη συμπεριφορά της ST, το δε Δικαστήριο δεν επανεξετάζει την αποδεικτική αξία των στοιχείων αυτών. |
70 |
Με το δεύτερο σκέλος του συγκεκριμένου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει, ωστόσο, ότι το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε ότι η Επιτροπή μπορούσε νομίμως να στηριχθεί σε ορισμένα πραγματικά περιστατικά για να καταλήξει ότι υφίστατο πραγματική άσκηση καθοριστικής επιρροής από την αναιρεσείουσα επί της ST, όταν, βάσει των πραγματικών αυτών περιστατικών, μπορούσε να αποδειχθεί αποκλειστικώς η δυνατότητα άσκησης τέτοιας επιρροής. Κατά την αναιρεσείουσα, εξ αυτού προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως χαρακτήρισε τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά ως πραγματική άσκηση καθοριστικής επιρροής από την αναιρεσείουσα επί της ST. Ως εκ τούτου, με το σκέλος αυτό του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα δεν ζητεί από το Δικαστήριο να προβεί σε εκ νέου εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, αλλά να ελέγξει τον νομικό χαρακτηρισμό τους από το Γενικό Δικαστήριο. |
71 |
Επομένως, το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως είναι παραδεκτό. |
72 |
Επί της ουσίας, υπενθυμίζεται ότι οι συντάκτες των Συνθηκών επέλεξαν να χρησιμοποιήσουν την έννοια της «επιχείρησης» προκειμένου να προσδιορίσουν τον αυτουργό παράβασης του δικαίου του ανταγωνισμού ως προς την οποία μπορεί να επιβληθούν κυρώσεις κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ. Η αυτοτελής αυτή έννοια του δικαίου της Ένωσης περιλαμβάνει κάθε οντότητα αποτελούμενη από προσωπικά, υλικά και άυλα στοιχεία και ασκούσα οικονομική δραστηριότητα, ανεξαρτήτως του νομικού καθεστώτος της οντότητας αυτής και του τρόπου χρηματοδοτήσεώς της (πρβλ. απόφαση της 14ης Μαρτίου 2019, Skanska Industrial Solutions κ.λπ., C‑724/17, EU:C:2019:204, σκέψεις 29, 36 και 47). Επομένως, η έννοια της «επιχείρησης» των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ πρέπει να νοηθεί ως περιλαμβάνουσα οικονομική ενότητα από την άποψη του αντικειμένου της επίμαχης αντίθετης προς τον ανταγωνισμό πρακτικής ακόμη και αν, από νομικής απόψεως, η οικονομική αυτή ενότητα αποτελείται από περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα (πρβλ. αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 1984, Hydrotherm Gerätebau, 170/83, EU:C:1984:271, σκέψη 11, και της 29ης Σεπτεμβρίου 2011, Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, C‑521/09 P, EU:C:2011:620, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
73 |
Εκ της επιλογής αυτής προκύπτει, αφενός, ότι, όταν μια τέτοια οικονομική οντότητα παραβαίνει τους κανόνες του ανταγωνισμού, η εν λόγω παράβαση της καταλογίζεται σύμφωνα με την αρχή της προσωπικής ευθύνης (πρβλ. απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2011, Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, C‑521/09 P, EU:C:2011:620, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία) και, αφετέρου, ότι ένα νομικό πρόσωπο μπορεί, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να θεωρηθεί προσωπικώς και αλληλεγγύως υπεύθυνο για την αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά άλλου νομικού προσώπου που ανήκει στην ίδια οικονομική οντότητα (πρβλ. απόφαση της 27ης Απριλίου 2017, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑516/15 P, EU:C:2017:314, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
74 |
Επομένως, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η ευθύνη για συμπεριφορά θυγατρικής εταιρίας μπορεί να καταλογιστεί στη μητρική εταιρία, μεταξύ άλλων σε περίπτωση που η θυγατρική, μολονότι έχει χωριστή νομική προσωπικότητα, δεν καθορίζει αυτοτελώς τον τρόπο κατά τον οποίο ενεργεί στην αγορά, αλλά εφαρμόζει κατά βάση τις οδηγίες της μητρικής εταιρίας, λόγω, πιο συγκεκριμένα, των οικονομικών, οργανωτικών και νομικών σχέσεων που συνδέουν τις δύο αυτές νομικές οντότητες (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑97/08 P, EU:C:2009:536, σκέψη 58· της 10ης Απριλίου 2014, Areva κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑247/11 P και C‑253/11 P, EU:C:2014:257, σκέψη 30, καθώς και της 18ης Ιανουαρίου 2017, Toshiba κατά Επιτροπής, C‑623/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:21, σκέψη 45). Σε μια τέτοια περίπτωση, οι οδηγίες που δίνονται από τη μητρική εταιρία είναι δυνατό να συνιστούν μορφή καθοριστικής επιρροής που ασκεί η μητρική εταιρία επί της θυγατρικής της. |
75 |
Για την εξέταση του ζητήματος αν η μητρική εταιρία μπορεί να ασκεί καθοριστική επιρροή στη συμπεριφορά της θυγατρικής της στην αγορά, πρέπει να συνεκτιμηθούν όλα τα κρίσιμα στοιχεία σχετικά με τις οργανωτικές, οικονομικές και νομικές σχέσεις μεταξύ της θυγατρικής και της μητρικής εταιρίας και, ως εκ τούτου, να ληφθεί υπόψη η οικονομική πραγματικότητα (αποφάσεις της 24ης Ιουνίου 2015, Fresh Del Monte Produce κατά Επιτροπής και Επιτροπή κατά Fresh Del Monte Produce, C‑293/13 P και C‑294/13 P, EU:C:2015:416, σκέψη 76, καθώς και της 18ης Ιανουαρίου 2017, Toshiba κατά Επιτροπής, C‑623/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:21, σκέψη 46). |
76 |
Κατά συνέπεια, μολονότι οι οδηγίες που δίνονται από τη μητρική εταιρία στη θυγατρική της και επηρεάζουν τη συμπεριφορά της στην αγορά είναι δυνατόν να αποτελέσουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία της ύπαρξης μιας τέτοιας καθοριστικής επιρροής, δεν συνιστούν εντούτοις τα μόνα παραδεκτά αποδεικτικά στοιχεία. Η πραγματική άσκηση καθοριστικής επιρροής είναι δυνατό να συναχθεί από δέσμη συγκλινόντων στοιχείων, ακόμη και αν κανένα από τα στοιχεία αυτά, αυτοτελώς εξεταζόμενο, δεν αρκεί για να αποδειχθεί η ύπαρξη τέτοιας επιρροής (αποφάσεις της 24ης Ιουνίου 2015, Fresh Del Monte Produce κατά Επιτροπής και Επιτροπή κατά Fresh Del Monte Produce, C‑293/13 P και C‑294/13 P, EU:C:2015:416, σκέψη 77, και της 18ης Ιανουαρίου 2017, Toshiba κατά Επιτροπής, C‑623/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:21, σκέψη 47). |
77 |
Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 75 και 76 της παρούσας αποφάσεως, για να καταλογιστεί στη μητρική εταιρία η ευθύνη για τη συμπεριφορά μιας θυγατρικής, είναι δυνατό να αρκεί να εξεταστεί αν η μητρική εταιρία έχει τη δυνατότητα να ασκεί καθοριστική επιρροή επί της θυγατρικής της. Ως εκ τούτου, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, γεγονός που συμβάλλει στο να αποδειχθεί ότι η μητρική εταιρία έχει την ικανότητα να ασκεί καθοριστική επιρροή επί της θυγατρικής της μπορεί επίσης να ληφθεί υπόψη από την Επιτροπή, στο πλαίσιο σφαιρικής εκτίμησης της επίμαχης κατάστασης, όταν ένα τέτοιο γεγονός, εξεταζόμενο υπό το πρίσμα άλλων συνδεόμενων με την κατάσταση πραγματικών περιστατικών ή σε συνδυασμό με τα περιστατικά αυτά, εμπίπτει σε δέσμη συγκλινουσών ενδείξεων περί πραγματικής και καθοριστικής επιρροής της μητρικής εταιρίας επί της θυγατρικής της. |
78 |
Επομένως, η αναιρεσείουσα κακώς ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα κρίνοντας ότι τα πραγματικά περιστατικά που αποδεικνύουν ότι ήταν σε θέση να ασκεί καθοριστική επιρροή επί της ST δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη ως ενδείξεις που συμβάλλουν στο να αποδειχθεί ότι ασκούνταν πράγματι τέτοια επιρροή. |
79 |
Όσον αφορά το ζήτημα αν το Γενικό Δικαστήριο κακώς χαρακτήρισε τα ειδικά στοιχεία που εκτέθηκαν στις σκέψεις 233, 249 έως 262, 273, 274, 278, 280 έως 285 και 294 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ως ενδείξεις της πραγματικής άσκησης καθοριστικής επιρροής από την αναιρεσείουσα επί της ST, η οποία ανήκει κατά 51 % στην αναιρεσείουσα, επισημαίνονται τα ακόλουθα. |
80 |
Πρώτον, όσον αφορά το ότι ελήφθη υπόψη η παρουσία ανωτέρων στελεχών της αναιρεσείουσας στο διοικητικό συμβούλιο της ST, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε σφάλμα κρίνοντας, στη σκέψη 233 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, για την εκτίμηση της πραγματικής άσκησης καθοριστικής επιρροής από τη μητρική εταιρία επί της θυγατρικής της, ευλόγως λαμβάνεται υπόψη η παρουσία στη διοίκηση της θυγατρικής προσώπων που ασκούν διευθυντικά καθήκοντα εντός της μητρικής εταιρίας. Ειδικότερα, μια τέτοια παρουσία στη διοίκηση της θυγατρικής συνιστά ένδειξη η οποία, όταν επιρρωννύεται από άλλες, είναι ικανή να αποδείξει την πραγματική άσκηση καθοριστικής επιρροής από τη μητρική εταιρία επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής της στη σχετική αγορά. |
81 |
Στην προκειμένη περίπτωση, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, μεταξύ άλλων, στις σκέψεις 250 έως 256 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, κατά το διάστημα της παραβάσεως, ο R. R., αφενός, ήταν ταυτοχρόνως μέλος του διοικητικού συμβουλίου της ST και κατείχε διευθυντικές θέσεις στην αναιρεσείουσα και, αφετέρου, έλεγχε τους λογαριασμούς της ST για την ενοποίησή τους στο επίπεδο του ομίλου Deutsche Telekom. Από τις σκέψεις αυτές της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει επίσης ότι ο R. R. ενεπλάκη στην εκπόνηση του χρηματοοικονομικού σχεδιασμού και της επενδυτικής πολιτικής της ST, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι δεν υπήρχε παρέκκλιση από τους σκοπούς του ομίλου αυτού, και ότι έλεγχε αν η θυγατρική αυτή επιτύγχανε τους οικονομικούς στόχους της κατά τη διάρκεια κάθε περιόδου αναφοράς. Το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε ακόμη ότι, κατ’ ανάγκην, μια τέτοια εμπλοκή του R. R. στην ST συνδεόταν στενά με την εμπορική πολιτική της εταιρίας αυτής. |
82 |
Το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε νομικό σφάλμα χαρακτηρίζοντας τα πραγματικά αυτά στοιχεία ως ενδείξεις της πραγματικής άσκησης καθοριστικής επιρροής από την αναιρεσείουσα επί της ST. Ειδικότερα, η συγκέντρωση στο πρόσωπο του R. R. των ρόλων του διευθυντή της αναιρεσείουσας και του μέλους του διοικητικού συμβουλίου της ST καθώς και τα διάφορα καθήκοντά του στο πλαίσιο της ST συνιστούν ενδείξεις της εμπλοκής της αναιρεσείουσας στον καθορισμό και στον έλεγχο της εμπορικής πολιτικής της ST. |
83 |
Όσον αφορά την εκτίμηση της αναιρεσείουσας ότι, στη σκέψη 262 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως χαρακτήρισε ορισμένα πραγματικά περιστατικά ως ενδείξεις πραγματικής άσκησης καθοριστικής επιρροής επί της ST, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το τμήμα της εν λόγω σκέψης κατά του οποίου βάλλει η αναιρεσείουσα αφορά ειδικώς, κατά το συγκεκριμένο στάδιο του συλλογισμού, τον έλεγχο που ασκούσε το διοικητικό συμβούλιο της ST επί του εκτελεστικού της συμβουλίου, και όχι τον έλεγχο που ασκούσε η αναιρεσείουσα επί της ST μέσω του διοικητικού της συμβουλίου. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε νομικό σφάλμα κρίνοντας ότι η υποχρέωση του εκτελεστικού συμβουλίου διοίκησης της ST να υποβάλλει τακτικά εκθέσεις στο διοικητικό συμβούλιο σχετικά με τις δραστηριότητές του, καθώς και με την κατάσταση της εταιρίας αυτής και των θυγατρικών της, όπως και η αρμοδιότητα του διοικητικού συμβουλίου σε σχέση με την έγκριση του επιχειρηματικού σχεδίου που καταρτιζόταν από το εκτελεστικό συμβούλιο διοίκησης, αποτελούσαν ενδείξεις του ελέγχου του εκτελεστικού συμβουλίου διοίκησης της ST από το διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας αυτής. Ως εκ τούτου, η εν λόγω σκέψη της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν ενέχει σφάλμα ως προς τον χαρακτηρισμό, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα. |
84 |
Ομοίως, όσον αφορά την επίκριση που διατυπώνει η αναιρεσείουσα, πρώτον, ως προς τη σκέψη 273 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία το καθήκον πίστεως των μελών του διοικητικού συμβουλίου έναντι των μετόχων βάσει του ισχύοντος σλοβακικού δικαίου δεν εμπόδιζε, από νομική άποψη, τη μητρική εταιρία που κατείχε το μεγαλύτερο μέρος του εταιρικού κεφαλαίου της θυγατρικής αυτής να ασκεί καθοριστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της στην αγορά, δεύτερον, ως προς τη σκέψη 274 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία η εκ μέρους της αναιρεσείουσας άσκηση καθοριστικής επιρροής επί της εμπορικής πολιτικής της ST δεν αποκλειόταν λόγω του ότι δεν ήταν δεσμευτικές οι συμβουλευτικές υπηρεσίες που παρείχε η αναιρεσείουσα στην ST δυνάμει της συμφωνίας-πλαισίου περί της στρατηγικής συνεργασίας που είχε συναφθεί μεταξύ τους, και, τρίτον, ως προς τη σκέψη 278 της αποφάσεως αυτής, στο πλαίσιο της οποίας γίνεται παραπομπή στους διατυπωθέντες από την Επιτροπή στην επίδικη απόφαση λόγους για τους οποίους η συμφωνία μετόχων παρείχε στους εκπροσώπους της αναιρεσείουσας εντός του διοικητικού συμβουλίου της ST τη δυνατότητα να ασκούν καθοριστική επιρροή επί όλων των εμπορικών αποφάσεων της τελευταίας αυτής εταιρίας, περιλαμβανομένης της έγκρισης του προϋπολογισμού, διαπιστώνεται ότι, δεδομένου ότι η αναιρεσείουσα δεν προέβαλε κανενός είδους παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών που εξέτασε το Γενικό Δικαστήριο στις εν λόγω σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο μπορούσε, χωρίς να υποπέσει σε νομικό σφάλμα, να χαρακτηρίσει μια τέτοια παρουσία ανωτέρων στελεχών της αναιρεσείουσας στο διοικητικό συμβούλιο της ST ως ένδειξη της άσκησης καθοριστικής επιρροής της αναιρεσείουσας επί της ST, όπως διαπιστώθηκε αυτή από το Γενικό Δικαστήριο μεταξύ άλλων στις σκέψεις 250 έως 256 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. |
85 |
Δεύτερον, όσον αφορά τον χαρακτηρισμό της διάθεσης συνεργατών της αναιρεσείουσας στην ST ως ένδειξης της πραγματικής άσκησης καθοριστικής επιρροής από την αναιρεσείουσα επί της ST, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 285 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι μπορούσε ευλόγως να θεωρηθεί ότι οι συνεργάτες αυτοί, καίτοι δεν τελούσαν υπό την άμεση εξουσία της αναιρεσείουσας κατά τη διάρκεια της απόσπασής τους στην ST, είχαν εντούτοις βαθιά γνώση της εμπορικής πολιτικής και των εμπορικών στόχων της αναιρεσείουσας και είχαν, ως εκ τούτου, ιδιαίτερη ευχέρεια να φροντίζουν να λειτουργεί η ST κατά τρόπο σύμφωνο με τα συμφέροντά της. Τέτοιες διαπιστώσεις ασκούν επιρροή ως προς τον χαρακτηρισμό της εν λόγω διάθεσης ως ένδειξης της πραγματικής άσκησης καθοριστικής επιρροής από την αναιρεσείουσα επί της ST, δεδομένου ότι οι διαπιστώσεις αυτές πρέπει να ερμηνευθούν σε συνδυασμό, μεταξύ άλλων, με τις εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, οι οποίες δεν αμφισβητήθηκαν από την αναιρεσείουσα και περιλαμβάνονται στις σκέψεις 281 και 287 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά τις οποίες τα ανώτερα στελέχη που τέθηκαν στη διάθεση της ST κατείχαν θέσεις που συνεπάγονταν υψηλό βαθμό ευθύνης στο πλαίσιο της ST και τους επέτρεπαν να επηρεάσουν την εμπορική πολιτική και τους εμπορικούς στόχους της εταιρίας αυτής και εξακολούθησαν να απασχολούνται από την αναιρεσείουσα κατά τη διάρκεια της απόσπασής τους και εξαρτώνταν, ως εκ τούτου, από την εν λόγω εταιρία για τη συνέχιση της σταδιοδρομίας τους εντός του ομίλου Deutsche Telekom. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 374 και 417 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, παρέθεσε πραγματικά περιστατικά τα οποία καταδείκνυαν ότι, μέσω των προσώπων που είχε θέσει στη διάθεση της ST, η αναιρεσείουσα είχε τη δυνατότητα να ενημερώνεται σχετικά με εμπορικές επιλογές της ST και να εμπλέκεται σε αυτές. |
86 |
Τρίτον, όσον αφορά την υποβολή εκθέσεων από την ST στην αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε νομικό σφάλμα κρίνοντας, στη σκέψη 294 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η τακτική διαβίβαση από μια θυγατρική προς τη μητρική της λεπτομερών πληροφοριών σχετικά με την εμπορική πολιτική της είναι δυνατό να αποδείξει ότι η μητρική εταιρία είχε γνώση περί της συμπεριφοράς της θυγατρικής της στην αγορά και, κατά συνέπεια, να παράσχει στη μητρική εταιρία τη δυνατότητα να παρεμβαίνει με πιο ξεκάθαρο τρόπο, και επομένως αποτελεσματικότερα, στην εμπορική πολιτική της εν λόγω θυγατρικής. Επιπλέον, το γεγονός ότι μια θυγατρική υποχρεούται να κοινοποιεί εκθέσεις στη μητρική της εταιρία σχετικά με την εμπορική πολιτική και τα αποτελέσματά της, μολονότι δεν συνιστά καθαυτό ένδειξη της πραγματικής άσκησης καθοριστικής επιρροής από τη μητρική εταιρία επί της θυγατρικής της, μπορεί εντούτοις να συμβάλει στην τεκμηρίωση τέτοιων ενδείξεων. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε νομικό σφάλμα κρίνοντας, στη σκέψη 294 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η τακτική διαβίβαση πληροφοριών στην αναιρεσείουσα σχετικά με την εμπορική πολιτική της ST μπορούσε να συμβάλει, μαζί με άλλες ενδείξεις, στο να αποδειχθεί ότι οι εταιρίες αυτές αποτελούσαν ενιαία οικονομική οντότητα. |
87 |
Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιμος. |
Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως
Επιχειρήματα των διαδίκων
88 |
Προς στήριξη του τρίτου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τη δυνατότητα καταλογισμού παράβασης θυγατρικής εταιρίας στη μητρική της και σχετικά με το τεκμήριο που διατυπώθηκε στην απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2000, Stora Kopparbergs Bergslags κατά Επιτροπής (C‑286/98 P, EU:C:2000:630), προκύπτει ότι η δυνατότητα αυτή εξαρτάται από τέσσερις σωρευτικές προϋποθέσεις, ήτοι, πρώτον, η μητρική εταιρία πρέπει να είναι σε θέση να ασκεί καθοριστική επιρροή, δεύτερον, η μητρική εταιρία πρέπει να έχει ασκήσει πράγματι τέτοια καθοριστική επιρροή, τρίτον, η θυγατρική να μην έχει, για τον λόγο αυτό, καθορίσει αυτοτελώς τη συμπεριφορά της στην αγορά και, τέταρτον, η θυγατρική να έχει εφαρμόσει κατά βάση της οδηγίες της μητρικής εταιρίας. Η τελευταία αυτή προϋπόθεση χρησιμεύει για την εξακρίβωση του κατά πόσον είναι καίριας σημασίας η καθοριστική επιρροή που ασκεί η μητρική εταιρία και αποτελεί έκφραση της αρχής της αναλογικότητας. Κατά την αναιρεσείουσα, είναι αντίθετο προς την αρχή της αναλογικότητας να επιβληθεί σε μητρική εταιρία πρόστιμο για παράβαση που διαπράχθηκε από μία εκ των θυγατρικών της αν η εν λόγω μητρική εταιρία ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της θυγατρικής της μόνο ως προς μη ουσιώδη ζητήματα και η θυγατρική δεν ακολουθεί κατά βάση τις οδηγίες της μητρικής της εταιρίας. |
89 |
Στην προκειμένη περίπτωση, ωστόσο, το Γενικό Δικαστήριο δεν διαπίστωσε ότι η ST είχε λάβει και ακολουθήσει κατά βάση τις οδηγίες της αναιρεσείουσας. Κατά την αναιρεσείουσα, στη σκέψη 470 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε απλώς ότι η ύπαρξη κάποιου βαθμού αυτοτέλειας της θυγατρικής δεν ήταν ασύμβατη με το γεγονός ότι η θυγατρική αυτή ανήκε στην ίδια οικονομική οντότητα με τη μητρική της εταιρία, στη δε σκέψη 471 της αποφάσεως αυτής, ότι η γενική στρατηγική της ST στη σλοβακική αγορά τηλεπικοινωνιών καθοριζόταν από την αναιρεσείουσα. Όσον αφορά τη δεύτερη αυτή διαπίστωση, η αναιρεσείουσα διευκρινίζει ότι αυτή δεν τεκμηριώνεται από τις σκέψεις 237 έως 464 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στις οποίες παραπέμπει το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 471 της εν λόγω αποφάσεως. Κατά την αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο αρκέστηκε, στις εν λόγω σκέψεις, να διαπιστώσει ενδείξεις άσκησης από αυτήν καθοριστικής επιρροής επί της ST, χωρίς όμως να εντοπίσει την παραμικρή συγκεκριμένη οδηγία την οποία να έδωσε η εν λόγω επιχείρηση στην ST. |
90 |
Ως εκ τούτου, η αναιρεσείουσα φρονεί ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν διαπίστωσε ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις της αρχής περί της δυνατότητας καταλογισμού στην προκειμένη περίπτωση. |
91 |
Η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται επίσης ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως την οποία υπέχει, παραλείποντας να εκθέσει τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι η ST είχε, κατά βάση, ακολουθήσει τις οδηγίες της. |
92 |
Η Επιτροπή θεωρεί, κατ’ ουσίαν, ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως την οποία υπέχει και δεν υπέπεσε σε σφάλμα κατά τον καταλογισμό της παράβασης της ST στην αναιρεσείουσα, αφού η ST δεν καθόριζε αυτοτελώς τη συμπεριφορά της στην οικεία αγορά σε σχέση με την αναιρεσείουσα. |
Εκτίμηση του Δικαστηρίου
93 |
Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, το Δικαστήριο ουδέποτε έκρινε ότι η δυνατότητα καταλογισμού της συμπεριφοράς μιας θυγατρικής στη μητρική εταιρία εξαρτάται από τη συνδρομή των τεσσάρων προϋποθέσεων που εκτίθενται στη σκέψη 88 της παρούσας αποφάσεως. |
94 |
Όπως προκύπτει από τη σκέψη 72 της παρούσας αποφάσεως, η δυνατότητα καταλογισμού στη μητρική εταιρία της αντίθετης προς τον ανταγωνισμό συμπεριφοράς μιας θυγατρικής συνιστά μία από τις συνέπειες της επιλογής των συντακτών των Συνθηκών να χρησιμοποιήσουν την έννοια της επιχείρησης για τον προσδιορισμό του αυτουργού παράβασης του δικαίου του ανταγωνισμού για την οποία μπορεί να επιβληθούν κυρώσεις κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ. Ειδικότερα, τα νομικά αυτά πρόσωπα μπορούν να θεωρηθούν ότι αποτελούν οικονομική ενότητα από την άποψη του αντικειμένου των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό πρακτικών τις οποίες αφορούν οι εν λόγω διατάξεις, όταν η μητρική εταιρία ασκεί έλεγχο επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής της, η οποία έχει παραβεί τις εν λόγω διατάξεις, στην επίμαχη αγορά. Υπό τις συνθήκες αυτές, ο τυπικός διαχωρισμός μεταξύ της μητρικής εταιρίας και της θυγατρικής της, ο οποίος απορρέει από τη χωριστή νομική προσωπικότητά τους, δεν μπορεί να εμποδίσει την ενιαία συμπεριφορά τους στην αγορά για τους σκοπούς της εφαρμογής των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 14ης Ιουλίου 1972, Imperial Chemical Industries κατά Επιτροπής, 48/69, EU:C:1972:70, σκέψη 140). |
95 |
Τον εν λόγω έλεγχο μπορεί, όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 156 των προτάσεών του, να αποδείξει η Επιτροπή είτε αποδεικνύοντας ότι η μητρική εταιρία έχει τη δυνατότητα να ασκεί καθοριστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής και ότι, επιπλέον, πράγματι άσκησε την επιρροή αυτή (πρβλ. αποφάσεις της 26ης Σεπτεμβρίου 2013, The Dow Chemical Company κατά Επιτροπής, C‑179/12 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:605, σκέψη 55, και της 26ης Σεπτεμβρίου 2013, EI du Pont de Nemours κατά Επιτροπής, C‑172/12 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:601, σκέψη 44) είτε αποδεικνύοντας ότι η συγκεκριμένη θυγατρική δεν καθορίζει κατά τρόπο αυτοτελή τη συμπεριφορά της στην αγορά, αλλά εφαρμόζει κατά βάση τις οδηγίες της μητρικής εταιρίας, λαμβανομένων υπόψη ιδίως των οικονομικών, οργανωτικών και νομικών δεσμών μεταξύ των δύο αυτών νομικών οντοτήτων (απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2017, Global Steel Wire κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑457/16 P και C‑459/16 P έως C‑461/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:819, σκέψη 83 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
96 |
Οι δύο αυτοί τρόποι απόδειξης του εν λόγω ελέγχου πρέπει να θεωρηθούν όχι σωρευτικοί αλλά διαζευκτικοί και, ως εκ τούτου, ισοδύναμοι. Είναι, ακόμη, δυνατό να θεωρηθεί ότι η εφαρμογή από θυγατρική των οδηγιών της μητρικής εταιρίας στην αγορά την οποία αφορούν οι επίμαχες αντίθετες προς τον ανταγωνισμό πρακτικές συνιστά δυνητικώς μια μορφή καθοριστικής επιρροής που ασκεί η μητρική εταιρία επί της θυγατρικής της και όχι, όπως υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, πρόσθετη προϋπόθεση, τη συνδρομή της οποίας πρέπει να αποδείξει η Επιτροπή προκειμένου να μπορεί να καταλογίσει τη συμπεριφορά της θυγατρικής αυτής στη μητρική εταιρία. |
97 |
Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε νομικό σφάλμα κρίνοντας, κατ’ ουσίαν, στις σκέψεις 470 και 471 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η αναιρεσείουσα και η ST αποτελούσαν οικονομική ενότητα κατά το διάστημα της παραβάσεως για τον λόγο ότι, βάσει των στοιχείων που περιλαμβάνονται στις σκέψεις 237 έως 464 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η αναιρεσείουσα είχε ασκήσει καθοριστική επιρροή επί της ST καθορίζοντας τη γενική στρατηγική της εν λόγω εταιρίας στην οικεία αγορά. Δεν απαιτούνταν να αποδείξει η Επιτροπή ότι η ST είχε επιπλέον ακολουθήσει κατά βάση τις οδηγίες της αναιρεσείουσας για να καταλογίσει στη μητρική εταιρία την παράβαση που διέπραξε η ST. |
98 |
Τέλος, όσον αφορά τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας περί παραβάσεως εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου της υποχρέωσης αιτιολογήσεως την οποία υπέχει, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, από την αιτιολογία μιας αποφάσεως πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου, κατά τρόπον ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους ενδιαφερομένους να γνωρίσουν τις αιτιολογίες της εκδιδόμενης αποφάσεως και στο Δικαστήριο να ασκήσει τον δικαιοδοτικό του έλεγχο (απόφαση της 11ης Ιουλίου 2013, Gosselin Group κατά Επιτροπής, C‑429/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:463, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
99 |
Στην προκειμένη περίπτωση, οι λόγοι για τους οποίους το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η καταχρηστική συμπεριφορά της ST μπορούσε να καταλογιστεί στην αναιρεσείουσα προκύπτουν κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο από τις σκέψεις 227 έως 473 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Οι λόγοι αυτοί επέτρεψαν στην αναιρεσείουσα να τους αμφισβητήσει ενώπιον του Δικαστηρίου και στο Δικαστήριο να ασκήσει τον δικαστικό του έλεγχο. Κατά συνέπεια, η αιτίαση περί ελλείψεως αιτιολογίας είναι αβάσιμη. |
100 |
Για τους προεκτεθέντες λόγους, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. |
Επί του τέταρτου λόγου αναιρέσεως
Επιχειρήματα των διαδίκων
101 |
Η αναιρεσείουσα φρονεί ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα κρίνοντας, στη σκέψη 144 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν είχε προσβληθεί το δικαίωμα ακροάσεώς της όσον αφορά τον υπολογισμό της συμπίεσης των περιθωρίων κέρδους. |
102 |
Η αναιρεσείουσα θεωρεί ότι, κατά τη σύσκεψη της 29ης Σεπτεμβρίου 2014, η Επιτροπή της γνωστοποίησε τρία νέα στοιχεία, ήτοι, πρώτον, νέα αριθμητικά στοιχεία σχετικά με τους υπολογισμούς της συμπίεσης των περιθωρίων κέρδους της ST, δεύτερον, το γεγονός ότι το περιθώριο κέρδους για το έτος 2005 ήταν θετικό βάσει υπολογισμού των περιθωρίων κέρδους έτος προς έτος και, τρίτον, την πρόθεσή της να εφαρμόσει επιπλέον πολυετή μέθοδο υπολογισμού των περιθωρίων κέρδους η οποία της παρέσχε τη δυνατότητα να διαπιστώσει την ύπαρξη αρνητικού περιθωρίου κέρδους και για το 2005. Κατά την αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο αναγνώρισε ότι ασκούν συναφώς επιρροή τα δύο τελευταία νέα στοιχεία στο πλαίσιο της επίδικης αποφάσεως, στο μέτρο που, στις σκέψεις 198 έως 221 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έκανε εν μέρει δεκτό, βάσει των στοιχείων αυτών, τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως που προέβαλε πρωτοδίκως η αναιρεσείουσα. |
103 |
Αντιθέτως, όμως, προς την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι, λόγω της προθεσμίας των 36 ωρών που της χορηγήθηκε συνολικά για να διατυπώσει την άποψή της επί των νέων αυτών στοιχείων τα οποία ελήφθησαν υπόψη στην επίδικη απόφαση, δεν μπόρεσε να προβάλει λυσιτελώς την άποψή της. Η αναιρεσείουσα αμφισβητεί επίσης ότι μπορεί να θεωρηθεί ότι έλαβε γνώση των στοιχείων αυτών πριν από τη σύσκεψη της 29ης Σεπτεμβρίου 2014 με την αιτιολογία ότι τα ίδια αυτά στοιχεία είχαν παρασχεθεί από την ST. |
104 |
Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος διότι η αναιρεσείουσα δεν προβάλλει ούτε αποδεικνύει ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων έκρινε ότι η αναιρεσείουσα γνώριζε ήδη τα νέα στοιχεία που συζητήθηκαν κατά τη σύσκεψη της 29ης Σεπτεμβρίου 2014. Το εν λόγω θεσμικό όργανο προβάλλει επίσης το απαράδεκτο του επιχειρήματος της αναιρεσείουσας, το οποίο προβλήθηκε για πρώτη φορά με το υπόμνημα απαντήσεώς της και σύμφωνα με το οποίο η εκ μέρους της ST γνώση των ως άνω στοιχείων δεν μπορεί να εξομοιωθεί με γνώση των στοιχείων αυτών εκ μέρους της αναιρεσείουσας. Τέλος, η Επιτροπή φρονεί ότι ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος, μεταξύ άλλων διότι παρέσχε στα μέρη τη δυνατότητα να εκφράσουν τις απόψεις τους κατά τη σύσκεψη της 29ης Σεπτεμβρίου 2014 και εντός σύντομης προθεσμίας μετά από αυτήν. |
Εκτίμηση του Δικαστηρίου
105 |
Τα δικαιώματα άμυνας αποτελούν θεμελιώδη δικαιώματα που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των γενικών αρχών του δικαίου, την τήρηση των οποίων διασφαλίζει το Δικαστήριο (απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2011, Solvay κατά Επιτροπής, C‑109/10 P, EU:C:2011:686, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Η γενική αυτή αρχή του δικαίου της Ένωσης κατοχυρώνεται στο άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ και βʹ, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έχει εφαρμογή όταν η Διοίκηση σχεδιάζει να εκδώσει βλαπτική πράξη σε βάρος ενός προσώπου (πρβλ. απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 2019, Επιτροπή κατά United Parcel Service,C‑265/17 P, EU:C:2019:23, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
106 |
Στο πλαίσιο του δικαίου του ανταγωνισμού, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας συνεπάγεται την παροχή στον λήπτη αποφάσεως, με την οποία βεβαιώνεται ότι αυτός παρέβη τους κανόνες του ανταγωνισμού της, δυνατότητας, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, να καταστήσει λυσιτελώς γνωστή την άποψή του σχετικά με το υποστατό και τον κρίσιμο χαρακτήρα των πραγματικών περιστατικών και περιστάσεων των οποίων γίνεται συναφώς επίκληση καθώς και σχετικά με τα έγγραφα που έλαβε υπόψη η Επιτροπή για να στηρίξει την εκτίμησή της ότι συντρέχει μια τέτοια παράβαση (πρβλ. αποφάσεις της 5ης Δεκεμβρίου 2013, SNIA κατά Επιτροπής, C‑448/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:801, σκέψη 41, καθώς και της 14ης Σεπτεμβρίου 2017, LG Electronics και Koninklijke Philips Electronics κατά Επιτροπής, C‑588/15 P και C‑622/15 P, EU:C:2017:679, σκέψη 43). |
107 |
Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 144 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή δεν προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας της αναιρεσείουσας παρέχοντάς της σύντομη προθεσμία προκειμένου να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της επί των νέων στοιχείων που περιήλθαν στη γνώση της κατά την ενημερωτική σύσκεψη της 29ης Σεπτεμβρίου 2014. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ειδικότερα ότι η σύντομη αυτή διάρκεια της προθεσμίας δεν στέρησε από την αναιρεσείουσα τη δυνατότητα λυσιτελούς ακροάσεώς της, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος, αφενός, ότι η σύσκεψη της 29ης Σεπτεμβρίου 2014 διεξήχθη σε πολύ προχωρημένο στάδιο της διοικητικής διαδικασίας και, αφετέρου, ότι ήταν εύλογο να θεωρηθεί ότι η αναιρεσείουσα διέθετε κατά το χρονικό εκείνο σημείο υψηλό βαθμό γνώσεως του φακέλου της υπόθεσης. |
108 |
Επιπλέον, όπως προκύπτει ρητώς από τη σκέψη αυτή της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι διαλαμβανόμενες στην εν λόγω σκέψη εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου παρατίθενται μόνο χάριν πληρότητας. Στις σκέψεις 123 έως 143 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν, κατά κύριο λόγο, ότι τα επίμαχα στοιχεία, τα οποία περιήλθαν στη γνώση της αναιρεσείουσας κατά την ενημερωτική σύσκεψη της 29ης Σεπτεμβρίου 2014, προέκυπταν από τη συνεκτίμηση, εκ μέρους της Επιτροπής, μεθοδολογικών δεδομένων, υπολογισμών και επικρίσεων που διατύπωσε η ίδια η ST πριν από τη σύσκεψη αυτή. |
109 |
Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου όμως, οι αιτιάσεις κατά αιτιολογίας η οποία παρατίθεται μόνο χάριν πληρότητας σε απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου δεν μπορούν να επιφέρουν την αναίρεσή της και είναι, ως εκ τούτου, αλυσιτελείς (πρβλ. αποφάσεις της 6ης Σεπτεμβρίου 2017, Intel κατά Επιτροπής, C‑413/14 P, EU:C:2017:632, σκέψη 105, καθώς και της 17ης Οκτωβρίου 2019, Alcogroup και Alcodis κατά Επιτροπής, C‑403/18 P, EU:C:2019:870, σκέψη 52). Συνεπώς, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να κριθεί αλυσιτελής. |
110 |
Η εκτίμηση αυτή δεν αναιρείται από τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας ότι τα νέα αυτά στοιχεία δεν περιήλθαν στη γνώση της ίδιας, αλλά σε γνώση της ST πριν από τη σύσκεψη της 29ης Σεπτεμβρίου 2014. Ειδικότερα, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, από το άρθρο 256, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και από το άρθρο 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως περιορίζεται σε νομικά ζητήματα. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να προβαίνει στη διαπίστωση και εκτίμηση των σχετικών πραγματικών περιστατικών, καθώς και των αποδεικτικών στοιχείων που του υποβάλλονται. Ως εκ τούτου, η εκτίμηση των εν λόγω πραγματικών περιστατικών και αποδεικτικών στοιχείων δεν αποτελεί, υπό την επιφύλαξη της περίπτωσης της παραμόρφωσης του περιεχομένου τους, νομικό ζήτημα υποκείμενο, ως εκ της φύσεώς του, στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου (απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2017, TV2/Danmark κατά Επιτροπής, C‑649/15 P, EU:C:2017:835, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Από πάγια επίσης νομολογία προκύπτει ότι η παραμόρφωση πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο πρόδηλο από τα στοιχεία της δικογραφίας, χωρίς να χρειάζεται νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων (απόφαση της 12ης Ιουλίου 2012, Cetarsa κατά Επιτροπής, C‑181/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2012:455, σκέψη 97 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
111 |
Η αναιρεσείουσα όμως ούτε ισχυρίστηκε ούτε απέδειξε ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά κρίνοντας, στις σκέψεις 18 και 21 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η ST και η αναιρεσείουσα είχαν αμφότερες απαντήσει στην ανακοίνωση των αιτιάσεων και στην έκθεση των πραγματικών περιστατικών. Επιπλέον, η αναιρεσείουσα δεν προέβαλε ούτε απέδειξε παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών στις σκέψεις 133, 138 και 139 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στις οποίες το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, αφενός, ότι, στην επίδικη απόφαση, η Επιτροπή δεν είχε μεταβάλει την εκτίμησή της σχετικά με τη συμπίεση των περιθωρίων κέρδους καταλογίζοντας στην ST και στην αναιρεσείουσα την ευθύνη για τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων δεν είχαν την ευκαιρία να εκφράσουν την άποψή τους και, αφετέρου, ότι η συνεκτίμηση της πολυετούς ανάλυσης για τον προσδιορισμό της συμπίεσης των περιθωρίων κέρδους στην επίδικη απόφαση ήταν συνέπεια της αντιρρήσεως που διατύπωσε η ST στην απάντησή της επί της γνωστοποιήσεως των αιτιάσεων, με την οποία συντάχθηκε και η ίδια η αναιρεσείουσα, με αποτέλεσμα να μη συνιστά συνέπεια της πολυετούς ανάλυσης ο καταλογισμός στην αναιρεσείουσα και στην ST πράξεων επί των οποίων δεν είχαν την ευκαιρία να παράσχουν εξηγήσεις. |
112 |
Επομένως, η εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου ότι η αναιρεσείουσα και η ST γνώριζαν τα νέα στοιχεία που έλαβε υπόψη η Επιτροπή πριν από τη σύσκεψη της 29ης Σεπτεμβρίου 2014 πρέπει να θεωρηθεί ως αποδεδειγμένο γεγονός. Το γεγονός αυτό συνιστά τεκμηρίωση της εκτιμήσεως που εκτίθεται στη σκέψη 109 της παρούσας αποφάσεως. |
113 |
Για όλους τους προεκτεθέντες λόγους, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής. |
Επί του αιτήματος να εφαρμοστεί ως προς την αναιρεσείουσα τυχόν ευνοϊκή απόφαση
114 |
Η αναιρεσείουσα ζητεί να ισχύσουν και ως προς αυτήν τα αποτελέσματα που θα παραχθούν σε περίπτωση που γίνει δεκτός ο λόγος αναιρέσεως που προέβαλε η ST προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεώς της στην υπόθεση C‑165/19 P κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Slovak Telekom κατά Επιτροπής (T‑851/14, EU:T:2018:929), ο οποίος αφορά σφάλματα κατά τον υπολογισμό του μακροπρόθεσμου μέσου αυξητικού κόστους προς απόδειξη καταχρηστικής συμπίεσης των περιθωρίων κέρδους εκ μέρους της. Προς στήριξη του αιτήματος αυτού, η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι προέβαλε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου λόγο ακυρώσεως με το ίδιο αντικείμενο και ότι πληρούνται εν προκειμένω οι προϋποθέσεις που το Δικαστήριο απαρίθμησε στην απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2013, Επιτροπή κατά Tomkins (C‑286/11 P, EU:C:2013:29). |
115 |
Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το αίτημα αυτό πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ότι δεν πρόκειται για λόγο αναιρέσεως, ότι δεν πληρούνται εν προκειμένω όλες οι προϋποθέσεις που θέτει η εν λόγω νομολογία του Δικαστηρίου και ότι, εν πάση περιπτώσει, ο λόγος αναιρέσεως τον οποίον προβάλλει η ST προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεώς της πρέπει να απορριφθεί. |
116 |
Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι, με τη σημερινή απόφασή του, Slovak Telekom κατά Επιτροπής (C‑165/19 P), το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως της ST στην υπόθεση αυτή, με αποτέλεσμα το αίτημα της αναιρεσείουσας να είναι αλυσιτελές, διότι κατέστη άνευ αντικειμένου. |
117 |
Επομένως, η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται στο σύνολό της. |
Επί των δικαστικών εξόδων
118 |
Δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων. |
119 |
Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του εν λόγω Κανονισμού, που έχει εφαρμογή στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου του 184, παράγραφος 1, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. |
120 |
Δεδομένου ότι η αναιρεσείουσα ηττήθηκε και η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη της στα δικαστικά έξοδα, θα φέρει, πέραν των δικών της δικαστικών εξόδων, και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή. |
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφασίζει: |
|
|
(υπογραφές) |
( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.