EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62019CC0665

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα G. Pitruzzella της 29ης Απριλίου 2021.
NeXovation, Inc. κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Αίτηση αναιρέσεως – Κρατικές ενισχύσεις – Ενισχύσεις υπέρ του συγκροτήματος Nürburgring (Γερμανία) – Απόφαση που κηρύσσει τις ενισχύσεις εν μέρει ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά – Πώληση των περιουσιακών στοιχείων των δικαιούχων της κρατικής ενίσχυσης η οποία κρίθηκε ασυμβίβαστη – Ανοιχτή, διαφανής, αμερόληπτη και άνευ όρων διαδικασία διαγωνισμού – Απόφαση που κρίνει ότι η επιστροφή των ενισχύσεων αυτών δεν αφορά τον νέο ιδιοκτήτη του συγκροτήματος Nürburgring και ότι αυτός δεν έλαβε νέα ενίσχυση για την εξαγορά του συγκροτήματος αυτού – Παραδεκτό – Ενδιαφερόμενο μέρος – Πρόσωπο το οποίο η πράξη αφορά ατομικά – Προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων των ενδιαφερόμενων μερών – Δυσχέρειες που απαιτούν την κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας – Αιτιολόγηση.
Υπόθεση C-665/19 P.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2021:348

 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

GIOVANNI PITRUZZELLA

της 29ης Απριλίου 2021 ( 1 )

Υπόθεση C‑665/19 P

NeXovation, Inc.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως – Κρατικές ενισχύσεις – Ενισχύσεις προς όφελος του συγκροτήματος Nürburgring – Πώληση των περιουσιακών στοιχείων των δικαιούχων της κρατικής ενίσχυσης που κρίθηκε ασυμβίβαστη – Ανοικτή, διαφανής, αμερόληπτη και άνευ όρων διαδικασία υποβολής προσφορών – Απουσία δυσχερειών που θα επέβαλλαν να κινηθεί επίσημη διαδικασία έρευνας – Υποχρέωση αιτιολόγησης του Γενικού Δικαστηρίου – Άρθρο 20, παράγραφος 2, του κανονισμού 659/1999 – Προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων των ενδιαφερόμενων μερών»

1.

Με την αίτηση αναιρέσεως που αποτελεί αντικείμενο των παρουσών προτάσεων, η εταιρία NeXovation Inc. (στο εξής: αναιρεσείουσα) ζητεί την αναίρεση της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 19ης Ιουνίου 2019, NeXovation κατά Επιτροπής (T‑353/15, EU:T:2019:434· στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της με αίτημα την ακύρωση της απόφασης (ΕΕ) 2016/151 της Επιτροπής, της 1ης Οκτωβρίου 2014, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.31550 (2012/C) (πρώην 2012/NN) που χορηγήθηκε από τη Γερμανία προς όφελος της πίστας αγώνων Nürburgring (στο εξής: τελική απόφαση) ( 2 ).

2.

Στην υπό κρίση υπόθεση αναφύονται ζητήματα όσον αφορά την έκταση της υποχρέωσης αιτιολόγησης των αποφάσεών του που υπέχει το Γενικό Δικαστήριο καθώς και την εμβέλεια των διαδικαστικών δικαιωμάτων των ενδιαφερόμενων μερών που υποβάλλουν στην Επιτροπή καταγγελία στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων.

I. Ιστορικό της διαφοράς

3.

Το ιστορικό της διαφοράς εκτίθεται στις σκέψεις 1 έως 15 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και, για τους σκοπούς της παρούσας δίκης, μπορεί να συνοψιστεί ως ακολούθως.

4.

Το συγκρότημα του Nürburgring (στο εξής: Nürburgring), το οποίο βρίσκεται στο γερμανικό ομόσπονδο κράτος της Ρηνανίας-Παλατινάτου, περιλαμβάνει πίστα αγώνων αυτοκινήτων, πάρκο ψυχαγωγίας, ξενοδοχεία και εστιατόρια.

5.

Μεταξύ 2002 και 2012 οι ιδιοκτήτες του Nürburgring (στο εξής: πωλητές) ωφελήθηκαν από μέτρα στήριξης, ιδίως εκ μέρους του ομόσπονδου κράτους της Ρηνανίας-Παλατινάτου, για την κατασκευή πάρκου ψυχαγωγίας, ξενοδοχείων και εστιατορίων, καθώς και για την οργάνωση αγώνων της Formula 1.

6.

Κατόπιν καταγγελίας, διεξήχθη επίσημη διαδικασία έρευνας σχετικά με αυτά τα μέτρα στήριξης, δυνάμει του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, η οποία κινήθηκε από την Επιτροπή το 2012.

7.

Το ίδιο έτος το Amtsgericht Bad Neuenahr-Ahrweiler (πρωτοδικείο Bad Neuenahr-Ahrweiler, Γερμανία) κήρυξε τους πωλητές σε πτώχευση και αποφάσισε την πώληση των περιουσιακών στοιχείων τους (στο εξής: περιουσιακά στοιχεία του Nürburgring). Διενεργήθηκε διαδικασία υποβολής προσφορών (στο εξής: διαδικασία υποβολής προσφορών), η οποία κατέληξε στην πώληση των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων στην Capricorn Nürburgring Besitzgesellschaft GmbH (στο εξής: Capricorn).

8.

Στις 10 Απριλίου 2014 η αναιρεσείουσα υπέβαλε καταγγελία στην Επιτροπή, υποστηρίζοντας ότι η διαδικασία υποβολής προσφορών δεν υπήρξε ανοικτή, διαφανής, αμερόληπτη και άνευ όρων και δεν είχε οδηγήσει στην πώληση των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring στην τιμή της αγοράς, στο μέτρο που τα στοιχεία αυτά μεταβιβάστηκαν σε προσφέροντα –την Capricorn–, του οποίου η προσφορά ήταν χαμηλότερη από τη δική της και ο οποίος είχε τύχει ευνοϊκής μεταχείρισης στο πλαίσιο της διαδικασίας υποβολής προσφορών. Επομένως, κατά την καταγγελία αυτή, η Capricorn είχε λάβει ενίσχυση η οποία αντιστοιχούσε στη διαφορά μεταξύ της τιμής της αγοράς των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring και του τιμήματος που αυτή κατέβαλε για την αγορά των ίδιων αυτών περιουσιακών στοιχείων, και είχε διασφαλίσει τη συνέχιση των οικονομικών δραστηριοτήτων των πωλητών. Επομένως, η διαταγή ανάκτησης των ενισχύσεων που έλαβαν οι πωλητές θα έπρεπε να είχε επεκταθεί στην εταιρία αυτή.

9.

Την 1η Οκτωβρίου 2014 η Επιτροπή εξέδωσε την τελική απόφαση. Στην απόφαση αυτή, πρώτον, η Επιτροπή, αφενός, διαπίστωσε τον παράνομο χαρακτήρα ορισμένων μέτρων που έλαβε η Γερμανία υπέρ των πωλητών και τον ασυμβίβαστο χαρακτήρα αυτών με την εσωτερική αγορά και, αφετέρου, αποφάνθηκε ότι η Capricorn, καθώς και οι θυγατρικές της, δεν θα επηρεάζονταν από την ανάκτηση των ενισχύσεων αυτών ( 3 ) (στο εξής: πρώτη επίμαχη απόφαση).

10.

Δεύτερον, στην τελική απόφαση, η Επιτροπή απεφάνθη ότι η πώληση των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring στην Capricorn δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση ( 4 ). Η Επιτροπή θεώρησε ότι η πώληση αυτή είχε διενεργηθεί μέσω ανοικτής, διαφανούς και αμερόληπτης διαδικασίας υποβολής προσφορών και ότι η διαδικασία αυτή είχε καταλήξει σε πώληση των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων στην τιμή της αγοράς (στο εξής: δεύτερη επίμαχη απόφαση).

II. Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

11.

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 26 Ιουνίου 2015, η νυν αναιρεσείουσα άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση τόσο της πρώτης όσο και της δεύτερης επίμαχης απόφασης.

12.

Στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, καταρχάς, απαράδεκτη την προσφυγή, καθόσον αφορούσε την ακύρωση της πρώτης επίμαχης απόφασης. Το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η νυν αναιρεσείουσα δεν είχε αποδείξει ότι η απόφαση αυτή την αφορούσε ατομικά, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ ( 5 ).

13.

Όσον αφορά το αίτημα ακυρώσεως της δεύτερης επίμαχης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, καταρχάς, ότι η νυν αναιρεσείουσα είχε, ως ενδιαφερόμενο μέρος, ενεργητική νομιμοποίηση για την προστασία των διαδικαστικών δικαιωμάτων που διαθέτει βάσει του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ ( 6 ), καθώς και έννομο συμφέρον. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε επί της ουσίας τους λόγους που προέβαλε η νυν αναιρεσείουσα προς στήριξη του αιτήματος ακυρώσεως, πλην όμως τους απέρριψε όλους και, ως εκ τούτου, απέρριψε την προσφυγή στο σύνολό της ( 7 ).

III. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

14.

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει τα σημεία 3 και 4 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και να ακυρώσει την πρώτη και τη δεύτερη επίμαχη απόφαση ή, επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο, και να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

15.

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.

IV. Ανάλυση της αιτήσεως αναιρέσεως

16.

Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει έξι λόγους.

17.

Ο πρώτος λόγος αφορά το μέρος της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως που σχετίζεται με την πρώτη επίμαχη απόφαση. Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο πεπλανημένα έκρινε ότι η απόφαση αυτή δεν την αφορά ατομικά.

18.

Αντιθέτως, οι άλλοι πέντε λόγοι αναιρέσεως αφορούν το μέρος της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως που σχετίζεται με τη δεύτερη επίμαχη απόφαση. Ειδικότερα, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως αφορά εσφαλμένη εφαρμογή της έννοιας της κρατικής ενίσχυσης· ο τρίτος λόγος αναιρέσεως αφορά εσφαλμένη εφαρμογή της έννοιας των «σοβαρών δυσχερειών»· ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως αφορά εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 20, παράγραφος 2, του κανονισμού 659/1999 ( 8 )· ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως αφορά πλάνη κατά την εκτίμηση του αμερόληπτου χαρακτήρα της εξέτασης της καταγγελίας που υπέβαλε η νυν αναιρεσείουσα· και, τέλος, με τον έκτο λόγο αναιρέσεως η αναιρεσείουσα προβάλλει περιπτώσεις πλάνης περί το δίκαιο κατά την εκτίμηση της επάρκειας της αιτιολογίας της δεύτερης επίμαχης απόφασης.

19.

Σύμφωνα με το αίτημα του Δικαστηρίου, η ανάλυσή μου θα επικεντρωθεί στον δεύτερο έως και τον έκτο λόγο αναιρέσεως, οι οποίοι σχετίζονται με το αίτημα ακύρωσης της δεύτερης επίμαχης απόφασης.

20.

Συναφώς, επισημαίνεται, προκαταρκτικώς, ότι δεν αμφισβητείται ότι η δεύτερη επίμαχη απόφαση είναι απόφαση εκδοθείσα μετά το στάδιο προκαταρκτικής εξέτασης ( 9 ) με την οποία η Επιτροπή διαπίστωσε ότι τα επίμαχα μέτρα δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και, ως εκ τούτου, αποφάσισε να μην κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας που προβλέπεται στο άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ ( 10 ).

21.

Συναφώς, υπενθυμίζεται επίσης ότι, όπως επισημαίνεται στις σκέψεις 77 έως 82 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, από τη νομολογία προκύπτει ότι, όταν ο προσφεύγων ζητεί την ακύρωση απόφασης εκδοθείσας στο πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης, με την οποία κρίνεται ότι το επίμαχο μέτρο δεν συνιστά κρατική ενίσχυση, ή απόφασης περί μη διατύπωσης αντιρρήσεων, ο προσφεύγων παραπονείται κατ’ ουσίαν για το ότι η Επιτροπή δεν κίνησε την επίσημη διαδικασία έρευνας, προσβάλλοντας με τον τρόπο αυτό τα διαδικαστικά δικαιώματα του προσφεύγοντος στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής. Προκειμένου να γίνει δεκτό το αίτημα ακυρώσεως, ο προσφεύγων μπορεί να προβάλει κάθε λόγο ικανό να αποδείξει ότι η εκτίμηση των πληροφοριών και των στοιχείων που διέθετε ή μπορούσε να διαθέτει η Επιτροπή θα έπρεπε να δημιουργήσει αμφιβολίες όσον αφορά τον χαρακτηρισμό του μέτρου ως κρατικής ενίσχυσης ή τη συμβατότητά του με την εσωτερική αγορά ( 11 ).

Α. Επί του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, που αφορά προβαλλόμενη εσφαλμένη εφαρμογή της έννοιας της κρατικής ενίσχυσης

1.   Επιχειρήματα των διαδίκων

22.

Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως υποδιαιρείται σε τέσσερα σκέλη.

23.

Με το πρώτο σκέλος, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο πεπλανημένα έκρινε, στις σκέψεις 122 έως 128 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή δεν θα έπρεπε να διατηρεί αμφιβολίες ως προς τον δεσμευτικό χαρακτήρα της από 10 Μαρτίου 2014 επιστολής της Deutsche Bank, την οποία προσκόμισε η Capricorn ως εγγύηση χρηματοδότησης προς στήριξη της προσφοράς της. Κατά την αναιρεσείουσα, από διάφορα στοιχεία, και ειδικότερα από τη ρητή μνεία στον μη δεσμευτικό χαρακτήρα της επιστολής, η οποία περιέχεται στο παράρτημα αυτής, προκύπτει ότι η εν λόγω επιστολή ήταν απλώς επιστολή έκφρασης προθέσεων. Στο υπόμνημα απαντήσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το ζήτημα του καθορισμού του δεσμευτικού ή μη χαρακτήρα της επιστολής αυτής είναι νομικό ζήτημα το οποίο το Δικαστήριο μπορεί να εξετάσει στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως και, επικουρικώς, ότι, εν πάση περιπτώσει, το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής.

24.

Με το δεύτερο σκέλος του λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα αμφισβητεί το συμπέρασμα του Γενικού Δικαστηρίου ότι αυτή δεν απέδειξε ότι η Επιτροπή έπρεπε να διατηρεί αμφιβολίες σχετικά με τον διαφανή χαρακτήρα της διαδικασίας υποβολής προσφορών σε σχέση με τις προθεσμίες υποβολής των προσφορών.

25.

Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει, πρώτον, ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβλεψε το γεγονός ότι αυτή είχε παραπλανηθεί όσον αφορά τις ως άνω προθεσμίες από τους πωλητές οι οποίοι της είχαν ανακοινώσει παράταση των εν λόγω προθεσμιών έως την 31η Μαρτίου 2014. Το Γενικό Δικαστήριο αγνόησε επίσης το γεγονός ότι τέτοιου είδους τροποποίηση των όρων της διαδικασίας έπρεπε να είχε εφαρμοστεί σε όλους τους προσφέροντες.

26.

Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο αγνόησε επίσης το γεγονός ότι, όπως υποστήριξε η αναιρεσείουσα, τέτοιου είδους διαδικασία υποβολής προσφορών απέστη από την προσέγγιση που θα είχε εφαρμόσει συνήθης ιδιώτης επενδυτής. Κατά την αναιρεσείουσα, αυτό επιβεβαιώνεται από το σημείο 93 της ανακοίνωσης της Επιτροπής σχετικά με την έννοια της κρατικής ενίσχυσης ( 12 ), από το οποίο προκύπτει ότι η μη τήρηση των κανόνων της Ένωσης περί δημοσίων συμβάσεων έπρεπε να δημιουργήσει αμφιβολίες όσον αφορά τη συμβατότητα με τις διατάξεις περί κρατικών ενισχύσεων. Στην υπό κρίση υπόθεση, οι διατάξεις αυτές δεν τηρήθηκαν, καθότι το δίκαιο της Ένωσης δεν επιτρέπει ελεύθερες διαπραγματεύσεις μετά την παρέλευση της προθεσμίας. Το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε τα ζητήματα αυτά.

27.

Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο αγνόησε το γεγονός ότι, όπως υποστήριξε η αναιρεσείουσα, η τελική απόφαση περιείχε αντιφατικές διαπιστώσεις, στις αιτιολογικές σκέψεις 272 και 275, στοιχείο γʹ, αντιστοίχως, όσον αφορά το ζήτημα του αν οι πωλητές παρέτειναν την προθεσμία υποβολής των προσφορών.

28.

Με το τρίτο σκέλος του λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο αγνόησε τρία επιχειρήματα που αυτή προέβαλε σχετικά με ισάριθμες τροποποιήσεις οι οποίες πραγματοποιήθηκαν κατά τη διαδικασία υποβολής προσφορών, για τις οποίες, εντούτοις, δεν ενημερώθηκαν όλοι οι δυνητικοί προσφέροντες.

29.

Πρώτον, ενώ αρχικά προτάθηκε στην αναιρεσείουσα να αγοράσει τα περιουσιακά στοιχεία του Nürburgring στη βάση «καθαρού ισολογισμού» (clean balance sheet), ήτοι χωρίς να υποχρεωθεί να αναλάβει τις οφειλές και τα βάρη, παρόντα και παρελθόντα, επί των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων, έγινε εν συνεχεία γνωστό ότι οι πωλητές είχαν συνάψει όλες τις βασικές συμφωνίες που σχετίζονταν με τη διαχείριση του Nürburgring με τρίτο βάσει σύμβασης μίσθωσης επιχειρηματικής δραστηριότητας (business lease) και ότι, σε περίπτωση αγοράς του Nürburgring, η αναιρεσείουσα θα υποχρεούνταν να αναλάβει τις συμφωνίες αυτές ως είχαν. Στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο ουδόλως έλαβε υπόψη το σχετικό επιχείρημα.

30.

Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη το επιχείρημα της νυν αναιρεσείουσας σχετικά με τη σύμβαση μίσθωσης επιχειρηματικής δραστηριότητας (business lease) που παραχωρήθηκε στην Capricorn, η οποία προβλέφθηκε αρχικά ως «εφεδρική επιλογή» για την περίπτωση μη ολοκλήρωσης της διαδικασίας υποβολής προσφορών ή προσβολής της σχετικής με τη διαδικασία αυτή απόφασης της Επιτροπής. Παρότι αυτή η εφεδρική επιλογή είχε αναμφίβολα σημασία για τον καθορισμό του τελικού τιμήματος, δεν ανακοινώθηκε σε άλλους προσφέροντες. Ως εκ τούτου, οι πληροφορίες που παρασχέθηκαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας υποβολής προσφορών δεν ήταν πλήρεις και, επομένως, η εν λόγω διαδικασία δεν πληρούσε την απαίτηση της διαφάνειας κατά την έννοια της σχετικής με τις κρατικές ενισχύσεις νομοθεσίας.

31.

Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε το επιχείρημα με το οποίο η νυν αναιρεσείουσα είχε υποστηρίξει ότι οι πωλητές είχαν θεσπίσει ένα κριτήριο επιλογής περιβαλλοντικού χαρακτήρα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας υποβολής προσφορών, το οποίο δεν ανακοινώθηκε σε όλους τους προσφέροντες.

32.

Με το τέταρτο σκέλος του λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο αγνόησε πλείονα επιχειρήματα που αυτή προέβαλε σχετικά, αφενός, με τη διαφάνεια της διαδικασίας υποβολής προσφορών και, αφετέρου, με τον αμερόληπτο χαρακτήρα της.

33.

Η Επιτροπή εκτιμά ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του. Το πρώτο σκέλος και τα επιχειρήματα που περιλαμβάνονται στο δεύτερο σκέλος είναι, κατ’ αυτήν, απαράδεκτα καθόσον, εν μέρει, βάλλουν κατά πραγματικών διαπιστώσεων του Γενικού Δικαστηρίου και, εν μέρει, δεν προσδιορίζουν τα αμφισβητούμενα μέρη της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Όσον αφορά το τρίτο σκέλος, η Επιτροπή θεωρεί ότι τα δύο πρώτα επιχειρήματα βασίζονται σε πεπλανημένη ερμηνεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Το Γενικό Δικαστήριο δεν υποχρεούνταν να απαντήσει στο τρίτο επιχείρημα, καθόσον είχε βασίσει σε άλλα στοιχεία τη διαπίστωση σχετικά με τον μη αξιόπιστο και μη δεσμευτικό χαρακτήρα της προσφοράς της αναιρεσείουσας. Κατά την Επιτροπή, τα επιχειρήματα που προέβαλε η αναιρεσείουσα με το τέταρτο σκέλος του λόγου αναιρέσεως είναι απαράδεκτα ή αλυσιτελή.

2.   Εκτίμηση

α)   Επί του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, που αφορά τον δεσμευτικό χαρακτήρα της από 10 Μαρτίου 2014 επιστολής της Deutsche Bank

34.

Το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως βάλλει κατά της ανάλυσης του Γενικού Δικαστηρίου, στις σκέψεις 124 έως 127 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η οποία οδήγησε το Γενικό Δικαστήριο στο συμπέρασμα, στη σκέψη 128 αυτής, ότι η Επιτροπή δεν θα έπρεπε να διατηρεί αμφιβολίες όσον αφορά τον δεσμευτικό χαρακτήρα της από 10 Μαρτίου 2014 επιστολής της Deutsche Bank σχετικά με τη χρηματοδότηση της προσφοράς της Capricorn.

35.

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, το Γενικό Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να διαπιστώνει και να εκτιμά τα πραγματικά περιστατικά και, κατ’ αρχήν, να εξετάζει τα συναφή αποδεικτικά στοιχεία που υποβάλλονται στην κρίση του. Συγκεκριμένα, εφόσον η προσκόμιση των αποδεικτικών αυτών στοιχείων ήταν νομότυπη και τηρήθηκαν οι γενικές αρχές του δικαίου και οι δικονομικοί κανόνες που διέπουν το βάρος αποδείξεως και τη διεξαγωγή των αποδείξεων, το Γενικό Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να εκτιμά την αξία που πρέπει να προσδοθεί στα στοιχεία τα οποία του έχουν υποβληθεί. Επομένως, η εκτίμηση αυτή δεν αποτελεί νομικό ζήτημα υποκείμενο, ως τέτοιο, στον έλεγχο του Δικαστηρίου στην κατ’ αναίρεση δίκη, υπό την επιφύλαξη της περίπτωσης παραμόρφωσης του περιεχομένου των στοιχείων αυτών ( 13 ).

36.

Εν προκειμένω, τα επιχειρήματα της αναιρεσείουσας στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως βάλλουν κατά της εκτίμησης, εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, της από 10 Μαρτίου 2014 επιστολής της Deutsche Bank όσον αφορά τον δεσμευτικό χαρακτήρα της. Επομένως, η αναιρεσείουσα ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να προβεί, στην κατ’ αναίρεση δίκη, σε νέα εκτίμηση αποδεικτικού στοιχείου που προσκομίστηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, αίτημα το οποίο, βάσει της μνημονευθείσας στο προηγούμενο σημείο νομολογίας, δεν είναι παραδεκτό.

37.

Επισημαίνεται επίσης ότι, με την αίτηση αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα ουδόλως προέβαλε την παραμόρφωση του περιεχομένου του εν λόγω αποδεικτικού στοιχείου εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου. Η αναιρεσείουσα προέβαλε την παραμόρφωση του περιεχομένου της εν λόγω επιστολής εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου μόνον στο υπόμνημα απαντήσεως και, επιπλέον, επικουρικώς. Συναφώς, υπενθυμίζεται, όμως, ότι από το άρθρο 127 του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο έχει εφαρμογή στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 190, παράγραφος 1, του Κανονισμού αυτού, προκύπτει ότι κατά τη διάρκεια της δίκης απαγορεύεται η προβολή νέων λόγων και ισχυρισμών, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία ( 14 ), κάτι το οποίο δεν συντρέχει εν προκειμένω.

38.

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει, κατά τη γνώμη μου, ότι το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως πρέπει να κριθεί απαράδεκτο.

β)   Επί του δεύτερου, του τρίτου και του τέταρτου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως και επί της έκτασης της υποχρέωσης αιτιολόγησης που υπέχει το Γενικό Δικαστήριο

39.

Στο πλαίσιο του δεύτερου, του τρίτου και του τέταρτου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει, με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, ότι το Γενικό Δικαστήριο αγνόησε και δεν έλαβε υπόψη πλείονα επιχειρήματα που αυτή προέβαλε πρωτοδίκως. Προτού αναλύσω τα σκέλη αυτά, εκτιμώ ότι είναι σκόπιμο να υπενθυμίσω τις νομολογιακές αρχές που έχει διατυπώσει το Δικαστήριο όσον αφορά την έκταση της υποχρέωσης αιτιολόγησης των αποφάσεών του την οποία υπέχει το Γενικό Δικαστήριο.

1) Επί της έκτασης της υποχρέωσης του Γενικού Δικαστηρίου να αιτιολογεί τις αποφάσεις του

40.

Κατά πάγια νομολογία, η υποχρέωση αιτιολόγησης που υπέχει το Γενικό Δικαστήριο βάσει του άρθρου 36 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο έχει εφαρμογή στο Γενικό Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του ίδιου Οργανισμού και του άρθρου 117 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, επιβάλλει να προκύπτει η συλλογιστική της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο από την αιτιολογία του Γενικού Δικαστηρίου, έτσι ώστε οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η απόφαση αυτή και το Δικαστήριο να μπορεί να ασκήσει τον δικαιοδοτικό του έλεγχο ( 15 ).

41.

Από τη νομολογία προκύπτει επίσης ότι ο λόγος που αντλείται από παράλειψη του Γενικού Δικαστηρίου να απαντήσει σε πρωτοδίκως προβληθέντα επιχειρήματα ισοδυναμεί, κατ’ ουσίαν, με επίκληση παράβασης της υποχρέωσης αιτιολόγησης ( 16 ) και ότι το ζήτημα του αν η αιτιολογία απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου είναι αντιφατική ή ανεπαρκής αποτελεί νομικό ζήτημα, το οποίο μπορεί, ως τέτοιο, να προβληθεί κατ’ αναίρεση ( 17 ).

42.

Στο πλαίσιο αυτό, ο κατ’ αναίρεση έλεγχος του Δικαστηρίου έχει ως αντικείμενο, μεταξύ άλλων, να εξακριβωθεί αν το Γενικό Δικαστήριο απάντησε επαρκώς κατά νόμον στο σύνολο των επιχειρημάτων που προέβαλε η προσφεύγουσα ( 18 ).

43.

Εντούτοις, κατά πάγια νομολογία, η υποχρέωση αιτιολόγησης δεν επιβάλλει στο Γενικό Δικαστήριο να παρέχει αιτιολογία που να καλύπτει αναλυτικώς και έναν προς έναν όλους τους λόγους που προβάλλουν οι διάδικοι, η δε αιτιολογία του Γενικού Δικαστηρίου μπορεί, ως εκ τούτου, να συνάγεται εμμέσως, υπό την προϋπόθεση ότι αυτή παρέχει στους μεν ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους το Γενικό Δικαστήριο δεν έκανε δεκτά τα επιχειρήματά τους, στο δε Δικαστήριο τη δυνατότητα να έχει στη διάθεσή του στοιχεία επαρκή ώστε να ασκήσει τον έλεγχό του ( 19 ). Το Γενικό Δικαστήριο δεν υποχρεούται, ωστόσο, να λαμβάνει θέση επί προδήλως άσχετων στοιχείων ή να απαντά εκ των προτέρων σε δυνητικές αντιρρήσεις ( 20 ).

44.

Από τις προεκτεθείσες αρχές προκύπτει ότι, καίτοι, κατά τη νομολογία, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί υπό τις ως άνω προϋποθέσεις να εκπληρώσει την υποχρέωση αιτιολόγησης των αποφάσεών του με έμμεση αιτιολογία, δεν μπορεί εντούτοις να μην απαντήσει «καθόλου», ούτε ρητώς ούτε εμμέσως, στα προδήλως σχετικά επιχειρήματα που προβλήθηκαν ενώπιόν του ούτε να παραμορφώσει το περιεχόμενό τους. Η παράλειψη αυτή συνιστά στην πραγματικότητα έλλειψη αιτιολογίας η οποία αντιβαίνει στην υποχρέωση αιτιολόγησης που υπέχει το Γενικό Δικαστήριο, καθώς και προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικής ένδικης προστασίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ( 21 ).

45.

Επομένως, τα επιχειρήματα που προέβαλε η αναιρεσείουσα στο πλαίσιο του δεύτερου, του τρίτου και του τέταρτου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως πρέπει να αναλυθούν υπό το πρίσμα των ως άνω αρχών.

2) Επί του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, που αφορά τα επιχειρήματα σχετικά με τις προθεσμίες υποβολής των προσφορών

46.

Στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβλεψε ή αγνόησε πλείονα επιχειρήματα που αυτή προέβαλε σχετικά με τον καθορισμό της προθεσμίας υποβολής των προσφορών κατά τη διαδικασία υποβολής προσφορών, με τα οποία επιδίωκε να αποδείξει την έλλειψη διαφάνειας της διαδικασίας αυτής.

47.

Συναφώς, επισημαίνεται καταρχάς ότι το Γενικό Δικαστήριο ανέλυσε την αιτίαση που αφορά την έλλειψη διαφάνειας της διαδικασίας υποβολής προσφορών στις σκέψεις 119 έως 121 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Ειδικότερα, στη σκέψη 119 της απόφασης αυτής, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, μεταξύ άλλων, ότι από την από 17 Δεκεμβρίου 2013 επιστολή της KPMG προκύπτει ότι η τελική προθεσμία για την υποβολή επιβεβαιωτικών προσφορών είχε οριστεί για τις 17 Φεβρουαρίου 2014. Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε επίσης ότι στην επιστολή αυτή διευκρινιζόταν ότι θα λαμβάνονταν υπόψη και οι προσφορές που θα υποβάλλονταν μετά την παρέλευση της προθεσμίας, αλλά οι πωλητές θα λάμβαναν πιθανώς την απόφαση επιλογής σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά την προθεσμία υποβολής των προσφορών. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ως πραγματικό περιστατικό, στη σκέψη 120 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι όλοι οι προσφέροντες γνώριζαν ότι υπήρχε η δυνατότητα υποβολής προσφοράς και μετά τις 17 Φεβρουαρίου 2014.

48.

Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει, πρώτον, ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβλεψε ότι αυτή είχε παραπλανηθεί όσον αφορά τις προθεσμίες αυτές από τους πωλητές οι οποίοι της είχαν ανακοινώσει παράταση των εν λόγω προθεσμιών έως την 31η Μαρτίου 2014 και ότι το Γενικό Δικαστήριο αγνόησε επίσης ότι τέτοιου είδους τροποποίηση των όρων της διαδικασίας έπρεπε να είχε εφαρμοστεί σε όλους τους προσφέροντες.

49.

Κατά τη γνώμη μου, τα δύο αυτά επιχειρήματα είναι απαράδεκτα καθόσον βάλλουν, κατ’ ουσίαν, κατά των πραγματικών διαπιστώσεων του Γενικού Δικαστηρίου στις σκέψεις 119 και 120 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως οι οποίες μνημονεύθηκαν στο σημείο 47 ανωτέρω, όσον αφορά την ημερομηνία καθορισμού της τελικής προθεσμίας υποβολής προσφορών και τη γνώση της εν λόγω προθεσμίας από όλους τους προσφέροντες. Συναφώς, επισημαίνεται ότι η αναιρεσείουσα δεν προέβαλε παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών με την αίτηση αναιρέσεως, αλλά προέβαλε τον λόγο αυτό μόνο με το υπόμνημα απαντήσεως, ήτοι, όπως προκύπτει από το σημείο 37 ανωτέρω, εκπρόθεσμα.

50.

Δεύτερον, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο αγνόησε τα επιχειρήματα με τα οποία αυτή εξέθεσε ότι, από νομικής απόψεως, η προσέγγιση που εφαρμόστηκε στη διαδικασία υποβολής προσφορών, όπως εκτίθεται στην τελική απόφαση ( 22 ), δεν πληρούσε, όσον αφορά τις προθεσμίες, τις απαιτήσεις της διαφάνειας και ότι κανένας ιδιώτης επενδυτής δεν θα είχε εφαρμόσει τέτοια προσέγγιση.

51.

Συγκεκριμένα, από τη δικογραφία της πρωτοβάθμιας δίκης προκύπτει ότι, στην προσφυγή της, η νυν αναιρεσείουσα είχε αμφισβητήσει τη συμβατότητα με τις απαιτήσεις διαφανούς διαδικασίας μιας διαδικασίας υποβολής προσφορών στην οποία δεν είχε καθοριστεί πραγματική προθεσμία, ήτοι πραγματικό καταληκτικό σημείο της διαδικασίας, αλλά στην οποία οι πωλητές μπορούσαν να επιλέξουν τους προκριθέντες προσφέροντες σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά την παρέλευση της ημερομηνίας που ορίστηκε ως προθεσμία για την υποβολή προσφορών και στην οποία επιτρεπόταν στους προκριθέντες προσφέροντες να τροποποιήσουν τις προσφορές τους ή να παράσχουν τις αποδείξεις για τη χρηματοδότηση ακόμη και μετά την παρέλευση της ημερομηνίας αυτής.

52.

Συναφώς, επισημαίνεται ότι, από την ερμηνεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και ειδικότερα των σκέψεων 119 έως 121, στις οποίες το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε επί της αιτίασης που αφορά την έλλειψη διαφάνειας της διαδικασίας υποβολής προσφορών, δεν προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο απάντησε σε αυτό το νομικό επιχείρημα με το οποίο η αναιρεσείουσα αμφισβήτησε, επί της ουσίας, τη συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης της εφαρμοσθείσας διαδικασίας υποβολής προσφορών όσον αφορά τον καθορισμό της τελικής προθεσμίας υποβολής των προσφορών. Απάντηση στο επιχείρημα αυτό δεν συνάγεται ούτε εμμέσως από τη συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου που εκτίθεται στις σκέψεις 119 έως 121 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, προκειμένου να δοθεί απάντηση σε νομικό επιχείρημα με το οποίο προβάλλεται ότι η μη πρόβλεψη πραγματικής προθεσμίας στο πλαίσιο της διαδικασίας υποβολής προσφορών δεν συνάδει με την αρχή της διαφάνειας, δεν αρκεί, κατ’ εμέ, να διαπιστωθεί ως πραγματικό περιστατικό ότι όλοι οι προσφέροντες γνώριζαν τη δυνατότητα υποβολής προσφορών και μετά την παρέλευση της προθεσμίας όπως παρατάθηκε.

53.

Ως εκ τούτου, εκτιμώ ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πάσχει συναφώς έλλειψη αιτιολογίας.

54.

Τρίτον, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο αγνόησε το επιχείρημα με το οποίο αυτή είχε υποστηρίξει ότι η τελική απόφαση περιείχε αντιφατικές διαπιστώσεις, στις αιτιολογικές σκέψεις 272 και 275, στοιχείο γʹ, αντιστοίχως, όσον αφορά το ζήτημα της παράτασης εκ μέρους των πωλητών της προθεσμίας υποβολής των προσφορών.

55.

Συναφώς, επισημαίνεται ότι, καίτοι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν παρέχει όντως ρητή απάντηση στο επιχείρημα αυτό, από τη σκέψη 119 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως μπορεί να συναχθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ως πραγματικό περιστατικό ότι η προθεσμία αυτή είχε όντως παραταθεί με τον τρόπο και υπό τις προϋποθέσεις που επισημαίνονται στη σκέψη αυτή, και τούτο αρκεί, κατά τη γνώμη μου, για να δοθεί απάντηση στην αιτίαση περί ελλείψεως αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά την παράταση της επίμαχης προθεσμίας. Αντιθέτως, στο μέτρο που με το επιχείρημα αυτό η αναιρεσείουσα επιδιώκει να υποστηρίξει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον δεν επισήμανε αντίφαση στην αιτιολογία της δεύτερης επίμαχης απόφασης, το επιχείρημα αυτό εμπίπτει στο πλαίσιο του έκτου λόγου αναιρέσεως που εξετάζεται στα σημεία 118 επ. των παρουσών προτάσεων.

3) Επί του τρίτου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, που αφορά τρία επιχειρήματα σχετικά με την έλλειψη διαφάνειας της διαδικασίας υποβολής προσφορών

56.

Με το τρίτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο αγνόησε τρία επιχειρήματα τα οποία αυτή προέβαλε στο πλαίσιο της αιτίασης που αφορά την έλλειψη διαφάνειας της διαδικασίας υποβολής προσφορών. Τα τρία αυτά επιχειρήματα αφορούσαν ισάριθμες τροποποιήσεις οι οποίες πραγματοποιήθηκαν κατά την εν λόγω διαδικασία, για τις οποίες, κατά την αναιρεσείουσα, δεν είχαν ενημερωθεί όλοι οι δυνητικοί προσφέροντες κατά παράβαση της απαίτησης περί διαφάνειας.

57.

Όσον αφορά το πρώτο από τα επιχειρήματα αυτά, από τη δικογραφία της πρωτοβάθμιας δίκης προκύπτει ότι η νυν αναιρεσείουσα είχε υποστηρίξει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ότι η Επιτροπή είχε υποπέσει σε πλάνη εκτιμώντας, στην αιτιολογική σκέψη 275, στοιχείο αʹ, της τελικής απόφασης, ότι η μέθοδος εκποίησης δεν είχε τροποποιηθεί κατά τη διάρκεια της διαδικασίας υποβολής προσφορών. Συγκεκριμένα, κατά την αναιρεσείουσα, ενώ αρχικά η πράξη της πώλησης είχε διαρθρωθεί ως πώληση βάσει «καθαρού ισολογισμού» (clean balance sheet), εν συνεχεία η διάρθρωση της πράξης αυτής είχε τροποποιηθεί χωρίς ενημέρωση των προσφερόντων, κατά παράβαση των απαιτήσεων περί διαφάνειας.

58.

Όσον αφορά το δεύτερο επιχείρημα, από τη δικογραφία της πρωτοβάθμιας δίκης προκύπτει ότι η νυν αναιρεσείουσα είχε υποστηρίξει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ότι οι πληροφορίες που παρασχέθηκαν κατά τη διαδικασία υποβολής προσφορών δεν ήταν πλήρεις και ότι, ως εκ τούτου, η εν λόγω διαδικασία δεν πληρούσε τις απαιτήσεις διαφάνειας κατά την έννοια της νομοθεσίας περί κρατικών ενισχύσεων. Η αναιρεσείουσα είχε υποστηρίξει ότι δεν είχαν παρασχεθεί σε όλους τους προσφέροντες οι πληροφορίες σχετικά με τη σύμβαση μίσθωσης επιχειρηματικής δραστηριότητας (business lease) που συνήφθη με την Capricorn, η οποία προβλέφθηκε αρχικά ως «εφεδρική επιλογή» για την περίπτωση μη ολοκλήρωσης της διαδικασίας υποβολής προσφορών ή προσβολής της σχετικής με τη διαδικασία αυτή απόφασης της Επιτροπής. Η αναιρεσείουσα είχε υποστηρίξει ότι πεπλανημένα, κατά την άποψή της, η Επιτροπή δεν είχε λάβει υπόψη τη μη παροχή των πληροφοριών αυτών στους λοιπούς προσφέροντες κατά τη διαδικασία υποβολής προσφορών, παρότι οι πληροφορίες αυτές είχαν σημασία για τον καθορισμό της τιμής της προσφοράς.

59.

Όσον αφορά το τρίτο επιχείρημα, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η νυν αναιρεσείουσα είχε υποστηρίξει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ότι η εκτίμηση της Επιτροπής όσον αφορά τις περιβαλλοντικές πτυχές, στην αιτιολογική σκέψη 275, στοιχείο θʹ, της τελικής απόφασης, ήταν πεπλανημένη καθόσον, κατά την άποψή της, οι πωλητές είχαν εισαγάγει ένα κριτήριο επιλογής περιβαλλοντικού χαρακτήρα κατά τη διαδικασία υποβολής προσφορών, το οποίο δεν είχε ανακοινωθεί σε όλους τους προσφέροντες, πράγμα το οποίο συνιστούσε παράβαση των απαιτήσεων περί διαφάνειας.

60.

Από την ερμηνεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο απάντησε ρητώς σε οποιοδήποτε από τα επιχειρήματα αυτά με τα οποία αμφισβητείται η συμβατότητα της διαδικασίας υποβολής προσφορών με την απαίτηση περί διαφάνειας. Επιπλέον, κατά τη γνώμη μου, η αιτιολογία της απόφασης αυτής δεν παρέχει ούτε εμμέσως τη δυνατότητα στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους το Γενικό Δικαστήριο δεν έκανε δεκτά τα επιχειρήματά τους. Συγκεκριμένα, έμμεση απάντηση στα επιχειρήματα αυτά, και ειδικότερα στο πρώτο και στο δεύτερο εξ αυτών, ουδόλως προκύπτει από τις σκέψεις 119 έως 121 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως στις οποίες το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε επί της αιτίασης που αφορούσε την έλλειψη διαφάνειας της διαδικασίας υποβολής προσφορών. Απάντηση δεν προκύπτει ούτε από τις σκέψεις 146 έως 150 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως στις οποίες το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε, στην πραγματικότητα ακροθιγώς, τα επιχειρήματα σχετικά με τη σύμβαση μίσθωσης επιχειρηματικής δραστηριότητας.

61.

Εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, απάντηση στο πρώτο από τα επιχειρήματα αυτά δεν προκύπτει, ούτε εμμέσως, από τη διευκρίνιση, στη σκέψη 9, τέταρτη περίπτωση, της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι προσφέροντες μπορούσαν να υποβάλουν προσφορά είτε για το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων είτε για καθορισμένες ομάδες περιουσιακών στοιχείων ή ακόμη για επιμέρους περιουσιακά στοιχεία. Η διευκρίνιση αυτή, η οποία περιέχεται στο περιγραφικό μέρος της διαδικασίας υποβολής προσφορών, ουδόλως απαντά, έστω εμμέσως, στην αιτίαση της αναιρεσείουσας όσον αφορά την έλλειψη διαφάνειας της διαδικασίας υποβολής προσφορών.

62.

Από τις προεκτεθείσες παρατηρήσεις προκύπτει, κατά τη γνώμη μου, ότι, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε ούτε ρητώς ούτε εμμέσως πλείονα επιχειρήματα τα οποία προέβαλε η νυν αναιρεσείουσα προς στήριξη της αιτίασης που αφορούσε την προβαλλόμενη έλλειψη διαφάνειας της διαδικασίας υποβολής προσφορών, η αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν παρέχει στους ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους το Γενικό Δικαστήριο δεν έκανε δεκτή την αιτίαση αυτή ούτε στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να έχει στη διάθεσή του στοιχεία επαρκή ώστε να ασκήσει τον έλεγχό του. Ως εκ τούτου, εκτιμώ ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πάσχει συναφώς έλλειψη αιτιολογίας.

4) Επί του τέταρτου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως που αφορά ορισμένα επιχειρήματα σχετικά με την έλλειψη διαφάνειας και τον μεροληπτικό χαρακτήρα της διαδικασίας υποβολής προσφορών

63.

Στο πλαίσιο του τέταρτου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη δύο σειρές επιχειρημάτων, εκ των οποίων η μία αφορά, όπως και τα επιχειρήματα που μνημονεύθηκαν στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους, την αιτίαση σχετικά με την προβαλλόμενη έλλειψη διαφάνειας της διαδικασίας υποβολής προσφορών και η άλλη την αιτίαση σχετικά με τον προβαλλόμενο μεροληπτικό χαρακτήρα της εν λόγω διαδικασίας.

64.

Όσον αφορά, πρώτον, τα επιχειρήματα σχετικά με την αιτίαση που αντλείται από την έλλειψη διαφάνειας της διαδικασίας υποβολής προσφορών, από τη δικογραφία της πρωτοβάθμιας δίκης προκύπτει ότι η νυν αναιρεσείουσα είχε υποστηρίξει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου: πρώτον, ότι η διαδικασία υποβολής προσφορών δεν είχε ανακοινωθεί εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης· δεύτερον, ότι πλείονα έγγραφα σημαντικά για την πώληση δεν είχαν κοινοποιηθεί ή είχαν κοινοποιηθεί καθυστερημένα ή με παραπλανητικό τρόπο· τρίτον, ότι η Επιτροπή είχε θεωρήσει πεπλανημένα ότι η προσκόμιση αναπροσαρμοσμένης έκδοσης της συμφωνίας αγοράς των περιουσιακών στοιχείων ενέπιπτε, υπό στενή έννοια, στο πεδίο των εμπορικών διαπραγματεύσεων και ήταν, επομένως, άνευ σημασίας όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις· τέταρτον, ότι η Επιτροπή πεπλανημένα είχε θεωρήσει ότι η καθυστερημένη ανακοίνωση πληροφοριών κατά τη διαδικασία υποβολής προσφορών δεν θα επηρέαζε την υποβολή της τελικής προσφοράς των προσφερόντων ή το αποτέλεσμα των αναγκαίων για τον σκοπό αυτό οικονομικών υπολογισμών· και, πέμπτον, ότι η Επιτροπή πεπλανημένα είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η KPMG είχε παράσχει σε όλους τους προσφέροντες όλες τις αναγκαίες πληροφορίες ώστε αυτοί να μπορούν να προβούν σε κατάλληλη εκτίμηση των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring.

65.

Ακριβώς όπως και στην περίπτωση των επιχειρημάτων που μνημονεύθηκαν στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους του υπό εξέταση λόγου αναιρέσεως, από την ερμηνεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο απάντησε ρητώς σε οποιοδήποτε από τα μνημονευόμενα στο προηγούμενο σημείο επιχειρήματα, ούτε η αιτιολογία της απόφασης αυτής παρέχει στους ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να γνωρίζουν, εμμέσως, τους λόγους για τους οποίους το Γενικό Δικαστήριο δεν τα έκανε δεκτά. Ειδικότερα, έμμεση απάντηση στα επιχειρήματα αυτά ουδόλως προκύπτει από τις σκέψεις 119 έως 121 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως στις οποίες το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε επί της αιτίασης που αφορά την έλλειψη διαφάνειας της διαδικασίας υποβολής προσφορών, καθόσον περιορίστηκε στην ανάλυση του ζητήματος της προθεσμίας που καθορίστηκε για την υποβολή των προσφορών.

66.

Όσον αφορά, δεύτερον, τα επιχειρήματα σχετικά με την αιτίαση περί του μεροληπτικού χαρακτήρα της διαδικασίας υποβολής προσφορών, από τη δικογραφία της πρωτοβάθμιας δίκης προκύπτει ότι η νυν αναιρεσείουσα είχε υποστηρίξει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ότι η Επιτροπή δεν διενήργησε έρευνα όσον αφορά: κατά πρώτον, το γεγονός ότι η αναιρεσείουσα υπέστη δυσμενή διάκριση καθόσον δεν της παρασχέθηκε αντίγραφο όλων των εγγράφων της διαδικασίας υποβολής προσφορών στην αγγλική γλώσσα· κατά δεύτερον, το γεγονός ότι παρασχέθηκε στην Capricorn προνομιακή πρόσβαση στις πληροφορίες που αφορούσαν άλλους προσφέροντες· κατά τρίτον, το γεγονός ότι ο ίδιος εταίρος μεγάλου αμερικανικού δικηγορικού γραφείου εκπροσώπησε πρώτα τους πωλητές και εν συνεχεία την Capricorn· κατά τέταρτον, το γεγονός ότι η Capricorn έτυχε προνομιακής στήριξης τόσο μετά τις 17 Φεβρουαρίου 2014 όσο και σε σχέση με την εξασφάλιση χρηματοδότησης από την Deutsche Bank.

67.

Επισημαίνεται, επίσης σε σχέση με τα επιχειρήματα αυτά, ότι από την ερμηνεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο έδωσε ρητώς απάντηση επί της ουσίας ούτε ότι η αιτιολογία της απόφασης αυτής παρέχει στους ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να γνωρίζουν, εμμέσως, τους λόγους για τους οποίους το Γενικό Δικαστήριο δεν τα έκανε δεκτά. Ειδικότερα, κατά τη γνώμη μου, δεν συνάγεται έμμεση απάντηση στα επιχειρήματα αυτά από το μέρος της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ήτοι τις σκέψεις 122 έως 134, στο οποίο το Γενικό Δικαστήριο ανέλυσε την αιτίαση περί του μεροληπτικού χαρακτήρα της διαδικασίας υποβολής προσφορών, καθόσον περιορίστηκε στην ανάλυση του ζητήματος της απαίτησης ύπαρξης δεσμευτικής υπόσχεσης χρηματοδότησης. Ως εκ τούτου, εκτιμώ ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πάσχει συναφώς έλλειψη αιτιολογίας.

68.

Από τις προεκτεθείσες παρατηρήσεις προκύπτει, κατά τη γνώμη μου, ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πάσχει έλλειψη αιτιολογίας ως προς διάφορα ζητήματα και ότι, ως εκ τούτου, το δεύτερο, το τρίτο και το τέταρτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως πρέπει να γίνουν δεκτά.

Β. Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως, που αφορά εσφαλμένη εφαρμογή της έννοιας των σοβαρών δυσχερειών

1.   Επιχειρήματα των διαδίκων

69.

Ο τρίτος λόγος αναιρέσεως υποδιαιρείται σε τρία σκέλη.

70.

Με το πρώτο σκέλος η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι, καίτοι διαπίστωσε, στη σκέψη 91 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το στάδιο προκαταρκτικής εξέτασης είχε διάρκεια μικρότερη των έξι μηνών (από την υποβολή της καταγγελίας τον Απρίλιο του 2014 έως την έκδοση της τελικής απόφασης τον Οκτώβριο του 2014) και ότι αυτό δεν αποδείκνυε την ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών που να δικαιολογούν την κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας, το Γενικό Δικαστήριο δεν απάντησε εντούτοις σε ορισμένα επιχειρήματα τα οποία προβλήθηκαν στην προσφυγή με σκοπό να αποδειχθεί η ύπαρξη των σοβαρών αυτών δυσχερειών. Συγκεκριμένα, η νυν αναιρεσείουσα είχε υποστηρίξει ότι οι σοβαρές δυσχέρειες συνάγονταν, επίσης, αφενός, από το γεγονός ότι η έκδοση της τελικής απόφασης είχε αναβληθεί επανειλημμένως και ότι, στις 13 Απριλίου 2015, η Επιτροπή είχε δημοσιεύσει διορθωτικό της απόφασης και, αφετέρου, από το γεγονός ότι η Επιτροπή είχε αρχίσει να εξετάζει τη διαδικασία πώλησης των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring ήδη από το φθινόπωρο του 2012 και είχε τακτική επικοινωνία με τους πωλητές από το 2013. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η νυν αναιρεσείουσα είχε υποστηρίξει ότι επιπρόσθετη καθυστέρηση έξι μηνών για τη λήψη απόφασης κίνησης της διαδικασίας υποβολής προσφορών ήταν υπερβολική, επιχείρημα το οποίο το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη.

71.

Με το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα αμφισβητεί τη συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου στη σκέψη 98 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά την από 10 Μαρτίου 2014 επιστολή της Deutsche Bank. Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι οι παρατηρήσεις στη συγκεκριμένη σκέψη της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως είναι πεπλανημένες από πολλές απόψεις. Η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη κατά την αξιολόγηση των προϋποθέσεων ύπαρξης ανοικτής, διαφανούς και άνευ όρων διαδικασίας υποβολής προσφορών και είχε αντιμετωπίσει, στην πραγματικότητα, σοβαρές δυσχέρειες. Ειδικότερα, η Επιτροπή είχε χρειαστεί τροποποιημένο κείμενο της επιστολής έκφρασης προθέσεων τον Ιούλιο του 2014· είχε αναγνωρίσει ότι δεν γνώριζε αν η εν λόγω επιστολή έκφρασης προθέσεων είχε υπογραφεί ή αποσυρθεί και είχε αναγνωρίσει ότι ανέλυσε μόνο τη διάρθρωση της διαδικασίας υποβολής προσφορών· επιπλέον, γερμανική εισαγγελική αρχή είχε αρνηθεί τον δεσμευτικό χαρακτήρα της επιστολής αυτής.

72.

Με το τρίτο σκέλος, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο αγνόησε το επιχείρημά της σχετικά με τη συνέχιση της διαδικασίας πώλησης των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring, η οποία είχε εντούτοις αναδείξει την ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης. Το Γενικό Δικαστήριο περιορίστηκε να διαπιστώσει, στις σκέψεις 102 έως 104 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η πώληση αυτή πραγματοποιήθηκε στις 28 Οκτωβρίου 2014 βάσει σύμβασης θεματοφυλακής που υπεγράφη στις 5 Οκτωβρίου 2014, ήτοι μετά την έκδοση της τελικής απόφασης. Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο αγνόησε, κατά την αναιρεσείουσα, ότι αυτή είχε παράσχει πληροφορίες επί του θέματος αυτού στην Επιτροπή ήδη από τις 22 Σεπτεμβρίου 2014 και ότι δημοσίευμα στον Τύπο, στις 30 Σεπτεμβρίου 2014, ήτοι πριν από την έκδοση της τελικής απόφασης, περιείχε τις πληροφορίες αυτές. Επιπλέον, η Επιτροπή υποσχέθηκε εν συνεχεία να λάβει υπόψη περαιτέρω εξελίξεις στην υπόθεση.

73.

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί εν μέρει ως απαράδεκτος και εν μέρει ως αβάσιμος.

2.   Εκτίμηση

74.

Με το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, ακριβώς όπως και με το δεύτερο, το τρίτο και το τέταρτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ορισμένα επιχειρήματα που αυτή προέβαλε στην πρωτοβάθμια δίκη. Εν προκειμένω, πρόκειται για επιχειρήματα σχετικά με τη διάρκεια του σταδίου προκαταρκτικής εξέτασης τα οποία αποδεικνύουν, κατ’ αυτήν, την ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών.

75.

Συναφώς επισημαίνεται ότι, εν αντιθέσει προς ό,τι ισχύει για τα επιχειρήματα που προβάλλονται με τα προμνησθέντα σκέλη του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, τα οποία ουδόλως εξετάζονται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, στη σκέψη 88 της απόφασης αυτής, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε αντιθέτως ότι η νυν αναιρεσείουσα υποστήριξε ενώπιόν του, αφενός, ότι η έκδοση της απόφασης αναβλήθηκε επανειλημμένως και, αφετέρου, ότι το διορθωτικό της τελικής απόφασης είχε εκδοθεί ένα και πλέον έτος μετά την υποβολή της καταγγελίας στην Επιτροπή.

76.

Απαντώντας στην αιτίαση σχετικά με τη διάρκεια του προκαταρκτικού σταδίου που προβλήθηκε στο πλαίσιο του λόγου που αφορούσε την ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών εκτίμησης της πώλησης των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring, το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 91 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεν απάντησε εντούτοις ρητώς στα επιχειρήματα αυτά, αλλά περιορίστηκε να διαπιστώσει ότι, δεδομένου ότι η τελική απόφαση εκδόθηκε την 1η Οκτωβρίου 2014, ήτοι λιγότερο από έξι μήνες μετά την καταγγελία της αναιρεσείουσας, η συγκεκριμένη διάρκεια του σταδίου προκαταρκτικής εξέτασης δεν ήταν ικανή να αποδείξει την ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών εκτίμησης που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας.

77.

Στο πλαίσιο αυτό, εκτιμώ ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση μπορεί να νοηθεί υπό την έννοια ότι, καίτοι δεν απέρριψε ρητώς τα δύο επιχειρήματα που μνημονεύονται στο σημείο 75 ανωτέρω, λαμβανομένης υπόψη της βραχύτερης των έξι μηνών διάρκειας του σταδίου προκαταρκτικής εξέτασης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε αλυσιτελείς, για τον σκοπό του καθορισμού της ύπαρξης σοβαρών δυσχερειών εκτίμησης, τις δύο περιστάσεις που προέβαλε η νυν αναιρεσείουσα, ήτοι, αφενός, ότι, κατά το διάστημα αυτό, η έκδοση της τελικής απόφασης είχε αναβληθεί επανειλημμένως και, αφετέρου, ότι η απόφαση αυτή αποτέλεσε αντικείμενο διορθωτικού το οποίο εκδόθηκε ένα έτος αργότερα.

78.

Κατά τη γνώμη μου, η ανάλυση αυτή, η οποία συνάγεται εμμέσως από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, δεν ενέχει πλάνη. Συγκεκριμένα, αφενός, η αναβολή της έκδοσης απόφασης μπορεί να οφείλεται σε διάφορους λόγους και δεν συνιστά, αφ’ εαυτής, απόδειξη της ύπαρξης σοβαρών δυσχερειών εκτίμησης που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας. Αυτό είναι αληθές, λαμβανομένης ειδικότερα υπόψη της τόσο βραχείας διάρκειας του προκαταρκτικού σταδίου που κατέληξε στην έκδοση της τελικής απόφασης.

79.

Αφετέρου, το διορθωτικό απόφασης είναι πράξη η οποία έχει ως σκοπό να διορθώσει παραλείψεις ή τυπικά σφάλματα, όπως τυπογραφικά σφάλματα, και όχι να μεταβάλει το περιεχόμενο της απόφασης· ως εκ τούτου, το διορθωτικό ουδόλως συνεπάγεται παράταση της διάρκειας της διαδικασίας. Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνεται ότι η αναιρεσείουσα δεν προσκόμισε οποιοδήποτε στοιχείο προς στήριξη της άποψής της επί του ζητήματος αυτού.

80.

Τέλος, όσον αφορά το γεγονός που επισήμανε η αναιρεσείουσα, ότι η Επιτροπή είχε αρχίσει να εξετάζει τη διαδικασία πώλησης των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring ήδη από το 2012, αυτό δεν συνάδει με τη διαπίστωση εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου του πραγματικού περιστατικού ότι η διάρκεια του σταδίου προκαταρκτικής εξέτασης ήταν μικρότερη των έξι μηνών, διαπίστωση την οποία η αναιρεσείουσα δεν αμφισβητεί καθεαυτήν.

81.

Εκτιμώ ότι από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως είναι απορριπτέο.

82.

Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, επισημαίνεται ότι, στη σκέψη 98 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την οποία θέτει υπό αμφισβήτηση η αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή είχε αποδείξει ότι είχε στη διάθεσή της, από τον Απρίλιο του 2014, την από 10 Μαρτίου 2014 επιστολή της Deutsche Bank και ότι, επομένως, δεν συνέτρεχε λόγος αμφισβήτησης του ισχυρισμού της Επιτροπής ότι προέβη σε δική της ανάλυση της επιστολής αυτής και έκρινε ότι η επιστολή αποτελούσε εγγύηση χρηματοδότησης, της οποίας η δεσμευτικότητα είχε επιβεβαιωθεί από τις γερμανικές αρχές.

83.

Πρόκειται για πραγματικές διαπιστώσεις σχετικά με τον δεσμευτικό χαρακτήρα της εν λόγω επιστολής της Deutsche Bank οι οποίες, όπως επισημάνθηκε στα σημεία 34 έως 37 των παρουσών προτάσεων, δεν μπορούν να αμφισβητηθούν στην κατ’ αναίρεση δίκη χωρίς να προβληθεί παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών, ο δε λόγος αυτός προβλήθηκε καθυστερημένα από την αναιρεσείουσα μόλις με το υπόμνημα απαντήσεως και χωρίς καν, εξάλλου, να προσδιοριστούν τα στοιχεία στα οποία θα μπορούσε να θεμελιωθεί ενδεχόμενη παραμόρφωση. Επομένως, το σκέλος αυτό πρέπει, κατ’ εμέ, να κριθεί απαράδεκτο.

84.

Αντιθέτως, το τρίτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως βάλλει κατά του συμπεράσματος στο οποίο κατέληξε το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 104 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν μπορούσε να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι, στην τελική απόφαση, δεν αποφάνθηκε επί της συνέχισης της διαδικασίας της πώλησης με τη μεταβίβαση σε μεταγοραστή της συμμετοχής της Capricorn στο σχήμα εξαγοράς των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring, δεδομένου ότι η πώληση αυτή είχε πραγματοποιηθεί μόνο μετά την έκδοση της τελικής απόφασης.

85.

Συναφώς, επισημαίνεται, πρώτον, ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν αγνόησε το επιχείρημα της νυν αναιρεσείουσας σχετικά με τη συνέχιση της διαδικασίας πώλησης των περιουσιακών στοιχείων της Nürburgring, αλλά διαπίστωσε ως πραγματικό περιστατικό ότι η πώληση αυτή είχε πραγματοποιηθεί μετά την έκδοση της τελικής απόφασης και συνήγαγε εξ αυτού, σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 102 της ίδιας απόφασης, ότι δεν ήταν δυνατόν να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι δεν απεφάνθη επί του γεγονότος αυτού μετά την έκδοση της τελικής απόφασης.

86.

Δεύτερον, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο αγνόησε ότι αυτή είχε ενημερώσει την Επιτροπή για τη συνέχιση της διαδικασίας πώλησης των επίμαχων περιουσιακών στοιχείων σε μεταγοραστή μερικές ημέρες πριν από την έκδοση της τελικής απόφασης και ότι η πώληση αυτή προέκυπτε από άρθρο στον Τύπο, το οποίο είχε επίσης δημοσιευθεί μερικές ημέρες πριν από την έκδοση της εν λόγω απόφασης. Συναφώς, επισημαίνεται, εντούτοις, ότι στη σκέψη 165 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο απάντησε στο επιχείρημα αυτό και διαπίστωσε ότι η νυν αναιρεσείουσα δεν είχε αποδείξει ότι η Επιτροπή διέθετε ή μπορούσε να διαθέτει αυτές τις πληροφορίες όταν εξέδωσε την τελική απόφαση. Και στην περίπτωση αυτή πρόκειται για πραγματική εκτίμηση την οποία η αναιρεσείουσα δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση στην κατ’ αναίρεση δίκη, παρά μόνον εάν συντρέχει παραμόρφωση ( 23 ). Η αναιρεσείουσα προέβαλε παραμόρφωση μόνον στο υπόμνημα απαντήσεως και, επομένως, εκπρόθεσμα, χωρίς, εξάλλου, να επισημάνει επακριβώς τα στοιχεία που παραμορφώθηκαν και σε τι συνίστατο η παραμόρφωσή τους. Επομένως, κατά τη γνώμη μου, το τρίτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί, εν μέρει ως αβάσιμο και εν μέρει ως απαράδεκτο.

87.

Εκτιμώ ότι από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

Γ. Επί του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, που αφορά εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 20, παράγραφος 2, του κανονισμού 659/1999

1.   Επιχειρήματα των διαδίκων

88.

Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα αμφισβητεί το μέρος της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως στο οποίο το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τον λόγο με τον οποίο είχε προβάλει παράβαση του άρθρου 20, παράγραφος 2, του κανονισμού 659/1999 καθότι η Επιτροπή δεν την είχε ενημερώσει σχετικά με την πρόθεσή της να απορρίψει την καταγγελία της ούτε την κάλεσε να διατυπώσει παρατηρήσεις συναφώς ( 24 ).

89.

Κατά την αναιρεσείουσα, αφενός, το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένα το άρθρο 20, παράγραφος 2, του κανονισμού 659/1999, καθόσον από τη διάταξη αυτή προκύπτει σαφώς υποχρέωση της Επιτροπής να ενημερώσει τον ενδιαφερόμενο για την πρόθεσή της να απορρίψει την καταγγελία του και να τον καλέσει να διατυπώσει παρατηρήσεις συναφώς. Στην υπό κρίση υπόθεση, παραλείποντας να ενημερώσει την αναιρεσείουσα για την προκαταρκτική εκτίμησή της, η Επιτροπή της στέρησε τη δυνατότητα να επηρεάσει την έκδοση της απόφασης και να υποστηρίξει, ενδεχομένως, την έρευνα της Επιτροπής με άλλα πραγματικά περιστατικά. Κατά την αναιρεσείουσα, σκοπός του προβλεπόμενου στην επίμαχη διάταξη δικαιώματος διατύπωσης παρατηρήσεων είναι η προστασία των δικαιωμάτων των μερών το συντομότερο δυνατόν κατά τη διαδικασία, και η προσβολή του δικαιώματος αυτού συνιστά, επομένως, σοβαρή παράβαση εις βάρος της αναιρεσείουσας.

90.

Αφετέρου, η παραπομπή, στη σκέψη 188 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στην απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2010, NDSHT κατά Επιτροπής (C‑322/09 P, EU:C:2010:701), είναι εσφαλμένη και παραπλανητική. Συγκεκριμένα, κατά την αναιρεσείουσα, στην υπόθεση αυτή το Δικαστήριο δεν εξέτασε το ζήτημα της αναγκαιότητας να παρασχεθεί η δυνατότητα διατύπωσης συμπληρωματικών παρατηρήσεων πριν από την έκδοση απόφασης. Επίσης, από την απόφαση της 17ης Ιουλίου 2008, Αθηναϊκή Τεχνική κατά Επιτροπής (C‑521/06 P, EU:C:2008:422), προκύπτει ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη έχουν το δικαίωμα να μετέχουν με προσήκοντα τρόπο στη διαδικασία λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της συγκεκριμένης υπόθεσης.

91.

Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της αναιρεσείουσας και θεωρεί ότι ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

2.   Εκτίμηση

92.

Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή του άρθρου 20, παράγραφος 2, του κανονισμού 659/1999.

93.

Συναφώς, υπενθυμίζεται προκαταρκτικώς ότι, στο τροποποιημένο κείμενο κατόπιν του κανονισμού (ΕΕ) 734/2013 ( 25 ), το οποίο εφαρμόζεται εν προκειμένω, το άρθρο 20, παράγραφος 2, του κανονισμού 659/1999 ( 26 ) προέβλεπε, στο πρώτο εδάφιο, ότι «[κ]άθε ενδιαφερόμενο μέρος μπορεί να υποβάλει καταγγελία για να ενημερώσει την Επιτροπή για εικαζόμενη παράνομη ενίσχυση ή εικαζόμενη καταχρηστική εφαρμογή ενίσχυση. Για τον σκοπό αυτό, το ενδιαφερόμενο μέρος συμπληρώνει δεόντως ένα έντυπο που έχει οριστεί (…) και παρέχει τις υποχρεωτικές πληροφορίες που ζητούνται σε αυτό» και, στο δεύτερο εδάφιο, ότι «[ό]ταν η Επιτροπή θεωρεί ότι ο ενδιαφερόμενος δεν συμμορφώνεται με το υποχρεωτικό έντυπο καταγγελίας ή ότι τα πραγματικά περιστατικά και νομικά στοιχεία που προέβαλε ο ενδιαφερόμενος δεν παρέχουν επαρκείς λόγους που συνηγορούν, βάσει μιας πρώτης εξέτασης, για την ύπαρξη παράνομης ενίσχυσης ή κατάχρησης ενισχύσεων, ενημερώνει το ενδιαφερόμενο μέρος και του ζητά να διατυπώσει παρατηρήσεις εντός ορισμένης προθεσμίας που κανονικά δεν υπερβαίνει τον έναν μήνα. Αν ο ενδιαφερόμενος δεν γνωστοποιήσει τις απόψεις του εντός της ταχθείσας προθεσμίας, η καταγγελία θεωρείται ότι έχει αποσυρθεί. Η Επιτροπή ενημερώνει το οικείο κράτος μέλος όταν μια καταγγελία θεωρείται ότι έχει αποσυρθεί». Κατά το τρίτο εδάφιο της ίδιας αυτής διάταξης, «[η] Επιτροπή αποστέλλει στον καταγγέλλοντα αντίγραφο της απόφασης για υπόθεση που αφορά το αντικείμενο της καταγγελίας».

94.

Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το άρθρο 20, παράγραφος 2, του κανονισμού 659/1999, και ειδικότερα το δεύτερο εδάφιό του, της παρέχει το διαδικαστικό δικαίωμα να ενημερώνεται από την Επιτροπή, πριν από την έκδοση της απόφασης, για την πρόθεση αυτής να απορρίψει την καταγγελία της, καλώντας τη να διατυπώσει παρατηρήσεις συναφώς. Δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν ενημέρωσε την αναιρεσείουσα και δεν της παρέσχε τη δυνατότητα να διατυπώσει παρατηρήσεις πριν από την έκδοση της απόφασης με την οποία απέρριψε την καταγγελία της, η Επιτροπή παρέβη την επίμαχη διάταξη και το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε, επομένως, σε πλάνη περί το δίκαιο παραλείποντας να διαπιστώσει την παράβαση αυτή.

95.

Δεν συμμερίζομαι την ερμηνεία του άρθρου 20, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 659/1999, την οποία προτείνει η αναιρεσείουσα.

96.

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, για την ερμηνεία διάταξης του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και οι στόχοι και ο σκοπός που επιδιώκει η πράξη της οποίας αποτελεί μέρος. Το ιστορικό της θέσπισης μιας διάταξης του δικαίου της Ένωσης μπορεί επίσης να προσφέρει στοιχεία χρήσιμα για την ερμηνεία της ( 27 ).

97.

Η γραμματική, συστηματική και τελολογική ερμηνεία της τροποποιημένης διάταξης του άρθρου 20, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 659/1999, σε συνδυασμό με το ιστορικό θέσπισής της, με οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτή δεν έχει ως σκοπό, όπως υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, να αναγνωρίσει γενικώς σε καταγγέλλοντα, πριν από την έκδοση απόφασης με την οποία απορρίπτεται η καταγγελία του, το διαδικαστικό δικαίωμα να ενημερωθεί για την πρόθεση της Επιτροπής να εκδώσει την απόφαση αυτή και να διατυπώσει παρατηρήσεις συναφώς. Αντιθέτως, κατ’ εμέ, η διάταξη αυτή εφαρμόζεται σε πολύ προκαταρκτικό στάδιο της διαδικασίας και σκοπός της είναι να παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να χειρίζεται ταχέως, για λόγους διοικητικής αποτελεσματικότητας, τις καταγγελίες οι οποίες προδήλως (εκ πρώτης όψεως) δεν πληρούν τις ελάχιστες τυπικές ή ουσιαστικές απαιτήσεις για την κίνηση διοικητικής διαδικασίας στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων και, επομένως, ακόμη και σε στάδιο προκαταρκτικής εξέτασης των μέτρων που ενδεχομένως καταγγέλλονται.

98.

Συγκεκριμένα, από το γράμμα του άρθρου 20, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 659/1999 προκύπτει ότι η διάταξη αυτή αφορά δύο περιπτώσεις: αφενός, την περίπτωση της μη πλήρωσης τυπικών απαιτήσεων για την υποβολή καταγγελίας, ήτοι τη χρήση«του υποχρεωτικού εντύπου καταγγελίας», και, αφετέρου, την περίπτωση στην οποία η καταγγελία πληροί μεν τις τυπικές απαιτήσεις, πλην όμως δεν πληροί τις ελάχιστες ουσιαστικές απαιτήσεις καθότι «τα πραγματικά περιστατικά και νομικά στοιχεία που προέβαλε ο ενδιαφερόμενος δεν παρέχουν επαρκείς λόγους που συνηγορούν, βάσει μιας πρώτης εξέτασης, για την ύπαρξη παράνομης ενίσχυσης ή κατάχρησης ενισχύσεων».

99.

Η επίμαχη διάταξη προβλέπει για αμφότερες τις περιπτώσεις (μη πλήρωση ελάχιστων τυπικών ή ουσιαστικών απαιτήσεων) την ίδια διαδικαστική μεταχείριση και τις ίδιες έννομες συνέπειες. Αφενός, οι δύο περιπτώσεις αντιμετωπίζονται διαδικαστικά με τον ίδιο τρόπο, ήτοι παρέχεται στον καταγγέλλοντα η δυνατότητα να διατυπώσει παρατηρήσεις και να θεραπεύει το τυπικό ή ουσιαστικό ελάττωμα, παρέχοντας σημαντικές πληροφορίες οι οποίες καθιστούν δυνατή την έναρξη ανάλυσης στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων. Αφετέρου, η αδράνεια του καταγγέλλοντος ή η συνεχιζόμενη μη πλήρωση των ελάχιστων τυπικών ή ουσιαστικών απαιτήσεων για την υποβολή καταγγελίας έχουν ως συνέπεια να μπορεί η Επιτροπή να θεωρήσει την καταγγελία ως αποσυρθείσα.

100.

Αυτή η ερμηνεία της επίμαχης διάταξης επιβεβαιώνεται επίσης από την τελολογική ανάλυσή της, υπό το πρίσμα του ιστορικού θέσπισης της τροποποίησης της επίμαχης διάταξης που εισήγαγε ο κανονισμός 734/2013. Συγκεκριμένα, από το σχέδιο κανονισμού του Συμβουλίου που υπέβαλε η Επιτροπή το οποίο κατέληξε στην έκδοση του εν λόγω κανονισμού ( 28 ) προκύπτει ότι σκοπός της τροποποίησης ήταν, αφενός, να θεσπιστούν τυπικές απαιτήσεις που πρέπει να πληρούνται προκειμένου να υποβάλλεται καταγγελία περί κρατικών ενισχύσεων στην Επιτροπή και, αφετέρου, να παρασχεθεί στην Επιτροπή η δυνατότητα να χειρίζεται με ταχύτητα και αποτελεσματικότητα «πολλές» από τις καταγγελίες που λαμβάνει στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, οι οποίες «είτε δεν υποκινούνται από πραγματικά προβλήματα ανταγωνισμού, είτε δεν είναι επαρκώς τεκμηριωμένες» ( 29 ). Στο πλαίσιο αυτό, η επίμαχη διάταξη παρέχει, επομένως, στην Επιτροπή τη δυνατότητα να μη θεωρεί ως πραγματική καταγγελία ανακοινώσεις οι οποίες δεν πληρούν τις ελάχιστες τυπικές και ουσιαστικές απαιτήσεις και τούτο αφού παράσχει στον ενδιαφερόμενο τη δυνατότητα να «θεραπεύσει» την έλλειψη ελάχιστων τυπικών ή ουσιαστικών απαιτήσεων στην ανακοίνωση που πραγματοποίησε. Επομένως, όσον αφορά τις ανακοινώσεις του είδους αυτού, η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να εκδίδει επίσημες αποφάσεις· οι ανακοινώσεις αυτές θεωρούνται καταγγελίες οι οποίες αποσύρθηκαν και καταχωρούνται, ενδεχομένως, ως πληροφορίες για την αγορά τις οποίες η Επιτροπή θα μπορεί να χρησιμοποιήσει σε μεταγενέστερο στάδιο για τη διεξαγωγή αυτεπάγγελτων ερευνών ( 30 ).

101.

Η ως άνω ερμηνεία της επίμαχης διάταξης επιβεβαιώνεται επίσης από την ερμηνεία του σημείου 48, στοιχείο βʹ, του κώδικα βέλτιστων πρακτικών για τη διεξαγωγή διαδικασιών που αφορούν τον έλεγχο των κρατικών ενισχύσεων του 2009 ( 31 ), στο οποίο ορθώς, κατά τη γνώμη μου, παραπέμπει το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 187 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, και το οποίο μνημονεύεται επίσης στο προμνησθέν στο προηγούμενο σημείο των παρουσών προτάσεων σχέδιο κανονισμού ( 32 ).

102.

Όσον αφορά τις αποφάσεις Αθηναϊκή Τεχνική κατά Επιτροπής και NDSHT κατά Επιτροπής τις οποίες επικαλείται η αναιρεσείουσα, αρκεί να επισημανθεί ότι αυτές αφορούν το κείμενο της επίμαχης διάταξης το οποίο ίσχυε πριν από την τροποποίηση που επέφερε ο κανονισμός 734/2013 και, επομένως, εκτιμώ ότι δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να θέσουν υπό αμφισβήτηση την ερμηνεία του τροποποιημένου κειμένου της διάταξης αυτής ούτε τα συμπεράσματα που εκτίθενται στο προηγούμενο σημείο των παρουσών προτάσεων.

103.

Επομένως, από τις προεκτεθείσες παρατηρήσεις προκύπτει ότι πρέπει να απορριφθεί η ερμηνεία κατά την οποία το άρθρο 20, παράγραφος 2, του κανονισμού 659/1999, και ειδικότερα το δεύτερο εδάφιό του, παρέχει στα ενδιαφερόμενα μέρη το διαδικαστικό δικαίωμα να ενημερώνονται από την Επιτροπή, πριν από την έκδοση της απόφασης, για την πρόθεση αυτής να απορρίψει την καταγγελία τους, καλώντας τους να διατυπώσουν παρατηρήσεις συναφώς.

104.

Επ’ αυτού, υπενθυμίζεται επίσης ότι, κατά πάγια νομολογία, στις σχετικές με κρατικές ενισχύσεις διαδικασίες τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν διαθέτουν πραγματικό δικαίωμα άμυνας ή δικαίωμα κατ’ αντιπαράθεση συζήτησης με την Επιτροπή, ο δε ρόλος τους είναι απλώς να παράσχουν όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για τη διαφώτιση της Επιτροπής ( 33 ).

105.

Κατά τη νομολογία, κατά τη διαδικασία ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, τα ενδιαφερόμενα μέρη, εξαιρέσει του οικείου κράτους μέλους, έχουν περιορισμένα διαδικαστικά δικαιώματα, τα οποία δεν περιλαμβάνουν άμεση κατ’ αντιπαράθεση συζήτηση με την Επιτροπή όπως αυτή που γίνεται με το εν λόγω κράτος μέλος, αλλά μόνον το δικαίωμα να μετάσχουν στη διοικητική διαδικασία που διεξάγει η Επιτροπή στον προσήκοντα, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της συγκεκριμένης υπόθεσης, βαθμό ( 34 ).

106.

Στην υπό κρίση υπόθεση, όπως επισημάνθηκε στο σημείο 20 των παρουσών προτάσεων, δεν αμφισβητείται ότι η δεύτερη επίμαχη απόφαση είναι απόφαση εκδοθείσα μετά το στάδιο προκαταρκτικής εξέτασης ούτε ότι, όπως εξάλλου προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 13 της τελικής απόφασης, η αναιρεσείουσα μετέσχε ενεργά στη διαδικασία αυτή, η οποία περατώθηκε με απόφαση με την οποία, κατ’ ουσίαν, απορρίφθηκε η καταγγελία της, η οποία δεν θεωρήθηκε καθ’ οιονδήποτε τρόπο αποσυρθείσα. Κατά τη γνώμη μου, εξ αυτού συνάγεται ότι η διάταξη του άρθρου 20, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 659/1999 δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση της αναιρεσείουσας και ότι, επομένως, αυτή δεν μπορεί να προβάλει την παράβαση της διάταξης αυτής εκ μέρους της Επιτροπής ούτε, συνεπώς, πλάνη του Γενικού Δικαστηρίου συναφώς.

107.

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, κατ’ εμέ, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή του άρθρου 20, παράγραφος 2, του κανονισμού 659/1999 και ότι, επομένως, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος.

Δ. Επί του πέμπτου λόγου αναιρέσεως, που αφορά εσφαλμένη εφαρμογή της έννοιας της αμερόληπτης εξέτασης

1.   Επιχειρήματα των διαδίκων

108.

Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα αμφισβητεί την απόρριψη εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, στις σκέψεις 209 έως 212 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, του λόγου της προσφυγής της που αφορούσε την προβαλλόμενη μη αμερόληπτη εξέταση της καταγγελίας της. Κατά την αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο πεπλανημένα και αδικαιολόγητα έκρινε κατ’ αναλογίαν εφαρμοστέα, στις σχετικές με τις κρατικές ενισχύσεις διαδικασία, τη νομολογία στον τομέα του ανταγωνισμού.

109.

Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν η νομολογία αυτή ήταν εφαρμοστέα, η αναιρεσείουσα υπογραμμίζει ότι επικαλέστηκε ενδείξεις που αποδεικνύουν ότι η Επιτροπή δεν είχε την πρόθεση να συνεχίσει την εξέταση της υπόθεσης ούτε να εξασφαλίσει πιο συγκεκριμένες ή συμπληρωματικές πληροφορίες.

110.

Η Επιτροπή εκτιμά ότι ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

2.   Εκτίμηση

111.

Στις σκέψεις 207 έως 213 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα της νυν αναιρεσείουσας ότι η αμερόληπτη εξέταση της καταγγελίας της από την Επιτροπή κατέστη αδύνατη λόγω δήλωσης του εκπροσώπου Τύπου του αρμόδιου για θέματα ανταγωνισμού μέλους της Επιτροπής, κατά την οποία οι γερμανικές αρχές είχαν ακολουθήσει τις κατευθύνσεις που δόθηκαν από το εν λόγω μέλος της Επιτροπής για την πώληση των περιουσιακών στοιχείων του Nürburgring και ότι τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία πωλήθηκαν στον προσφέροντα με την υψηλότερη προσφορά κατόπιν νόμιμης διαδικασίας διαγωνισμού και στην τιμή της αγοράς.

112.

Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε, κατ’ ουσίαν, τον λόγο αυτό, εφαρμόζοντας κατ’ αναλογίαν τη νομολογία κατά την οποία, σε περίπτωση παράβασης των κανόνων του ανταγωνισμού, τέτοια πλημμέλεια μπορεί να επιφέρει την ακύρωση, από τον δικαστή της Ένωσης, της απόφασης που προσβάλλεται ενώπιόν του μόνον εάν αποδειχθεί ότι, ελλείψει της πλημμέλειας αυτής, η απόφαση αυτή θα είχε διαφορετικό περιεχόμενο. Το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η νυν αναιρεσείουσα δεν προσκόμισε καμία απόδειξη ή ένδειξη περί του ότι, αν δεν είχε μεσολαβήσει η επίμαχη δήλωση, η τελική απόφαση θα μπορούσε να έχει διαφορετικό περιεχόμενο.

113.

Η αναιρεσείουσα αμφισβητεί, πρώτον, τη δυνατότητα κατ’ αναλογίαν εφαρμογής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων της ως άνω νομολογίας, η οποία διαμορφώθηκε στον τομέα του ανταγωνισμού. Συναφώς επισημαίνεται, εντούτοις, ότι η νομολογία αυτή, η οποία αφορά τις έννομες συνέπειες που πρέπει να αντληθούν από την εσφαλμένη γνωστοποίηση στοιχείων, ακόμη και σημαντικών, αποφάσεων που θα εκδώσει η Επιτροπή, έχει γενική εμβέλεια και, επομένως, δεν συντρέχει λόγος περιορισμού της εφαρμογής της μόνον στον τομέα του ανταγωνισμού ( 35 ).

114.

Εξάλλου, η νομολογία αυτή συνιστά εφαρμογή σε συγκεκριμένη περίπτωση της γενικής νομολογίας κατά την οποία, κατ’ αρχήν, μια διαδικαστική πλημμέλεια συνεπάγεται την εν όλω ή εν μέρει ακύρωση απόφασης μόνον εφόσον αποδεικνύεται ότι, ελλείψει της πλημμέλειας αυτής, η επίμαχη απόφαση θα μπορούσε να έχει διαφορετικό περιεχόμενο· νομολογία η οποία εφαρμόζεται αναμφίβολα και στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων ( 36 ).

115.

Δεύτερον, όσον αφορά τα στοιχεία τα οποία η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι επικαλέστηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ως ενδείξεις ικανές να αποδείξουν ότι, ελλείψει της προβαλλόμενης πλημμέλειας, η δεύτερη επίμαχη απόφαση θα είχε διαφορετικό περιεχόμενο, αυτά ουδόλως μπορούν να αποδείξουν την προβαλλόμενη έλλειψη αμεροληψίας της Επιτροπής. Πρόκειται, συγκεκριμένα, για ανταλλαγή μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου μεταξύ των δικηγόρων της αναιρεσείουσας και των υπηρεσιών της Επιτροπής, για την προβαλλόμενη αδράνεια των εν λόγω υπηρεσιών όσον αφορά τις ανακοινώσεις που υπέβαλε η αναιρεσείουσα το 2014 και το 2015, ήτοι, μετά την έκδοση της τελικής απόφασης, και για την προβαλλόμενη αδυναμία διατύπωσης περαιτέρω παρατηρήσεων κατά την έννοια του άρθρου 20, παράγραφος 2, του κανονισμού 659/1999, των οποίων ο προβαλλόμενος παράνομος χαρακτήρας απορρίφθηκε ήδη στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου αναιρέσεως ( 37 ).

116.

Κατά τη γνώμη μου, ενδείξεις του είδους αυτού ουδόλως σχετίζονται με την προβαλλόμενη έλλειψη αμεροληψίας της Επιτροπής και δεν είναι ικανές να αποδείξουν ότι, ελλείψει της δήλωσης του εκπροσώπου Τύπου του αρμόδιου για θέματα ανταγωνισμού μέλους της Επιτροπής, που επικαλέστηκε η αναιρεσείουσα, το περιεχόμενο της δεύτερης επίμαχης απόφασης θα ήταν διαφορετικό. Όσον αφορά, ειδικότερα, την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με την προμνησθείσα ανταλλαγή μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, κατά τη νομολογία που μνημονεύθηκε στο σημείο 35 των παρουσών προτάσεων, αυτή δεν είναι δυνατόν να αμφισβητηθεί στην κατ’ αναίρεση δίκη χωρίς επίκληση παραμόρφωσης των αποδεικτικών μέσων.

117.

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει, κατά τη γνώμη μου, ότι ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

Ε. Επί του έκτου λόγου αναιρέσεως, που αφορά την ανεπάρκεια της αιτιολογίας της δεύτερης επίμαχης απόφασης

1.   Επιχειρήματα των διαδίκων

118.

Με τον έκτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα αμφισβητεί το μέρος της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ( 38 ) στο οποίο το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τον λόγο της προσφυγής της με τον οποίο αυτή υποστήριξε ότι η δεύτερη επίμαχη απόφαση έπασχε έλλειψη αιτιολογίας. Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή του άρθρου 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Η αναιρεσείουσα επισημαίνει ότι, στην πρωτοβάθμια δίκη, είχε εκθέσει παραδείγματα τα οποία αποδείκνυαν τέσσερα είδη παραλείψεων εκ μέρους της Επιτροπής: τη μη απάντηση σε ορισμένες σημαντικές αιτιάσεις που προέβαλε· τη μη παροχή σαφούς και μη διφορούμενης αιτιολογίας· τη μη παροχή λεπτομερέστερης συλλογιστικής όσον αφορά τις παρεκκλίσεις από την πρακτική έκδοσης αποφάσεων· και, τέλος, τη μη συνεκτίμηση του σχετικού πραγματικού και νομικού πλαισίου.

119.

Όσον αφορά την πρώτη από τις ως άνω προβληθείσες στην πρωτοβάθμια δίκη αιτιάσεις, η αναιρεσείουσα αμφισβητεί, ειδικότερα, τη συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου, στη σκέψη 179 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία η Επιτροπή είχε στη διάθεσή της περιορισμένο χρόνο λαμβανομένων υπόψη των βραχειών προθεσμιών του σταδίου προκαταρκτικής εξέτασης. Συγκεκριμένα, κατά την αναιρεσείουσα, η Επιτροπή είχε αρχίσει να αναλύει τη διαδικασία πώλησης ήδη το 2012, ήτοι πολύ πριν από την υποβολή των καταγγελιών. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο αγνόησε την κύρια αιτίαση που προέβαλε η αναιρεσείουσα, ήτοι ότι η Επιτροπή δεν συνήγαγε τα δικά της συμπεράσματα, αλλά παρέπεμψε αποκλειστικά και μόνο σε δηλώσεις άλλων.

120.

Όσον αφορά τις τρεις άλλες αιτιάσεις και τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν στο πλαίσιο αυτών, κατά την αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο τις αγνόησε παντελώς.

121.

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο έκτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

2.   Εκτίμηση

122.

Κατά πάγια νομολογία, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αιτιολογία των πράξεων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της επίμαχης πράξης και πρέπει να εκθέτει με σαφήνεια και χωρίς αμφισημία τη συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθη το μέτρο, στο δε αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκήσει τον έλεγχό του. Η απαίτηση αιτιολόγησης πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όλες τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, ιδίως δε το περιεχόμενο της πράξης, τη φύση των παρατιθέμενων στοιχείων της αιτιολογίας και το συμφέρον που έχουν ενδεχομένως για παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία αφορά η πράξη άμεσα και ατομικά. Δεν απαιτείται να παρατίθενται εξαντλητικά στην αιτιολογία όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξης ανταποκρίνεται στις επιταγές του άρθρου 296 ΣΛΕΕ πρέπει να εξετάζεται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν τον σχετικό τομέα ( 39 ).

123.

Προκειμένου ειδικότερα για απόφαση της Επιτροπής ότι δεν υφίσταται η κρατική ενίσχυση για την οποία υποβλήθηκε καταγγελία, από τη νομολογία προκύπτει ότι η Επιτροπή υποχρεούται, εν πάση περιπτώσει, να εκθέσει στον καταγγέλλοντα επαρκώς τους λόγους για τους οποίους τα προβληθέντα με την καταγγελία πραγματικά και νομικά στοιχεία δεν υπήρξαν επαρκή για να αποδείξουν την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης. Ωστόσο, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να λαμβάνει θέση επί των στοιχείων που είναι προδήλως αλυσιτελή, ασήμαντα ή σαφώς δευτερεύοντα ( 40 ).

124.

Ο αναγκαίος συσχετισμός μεταξύ των λόγων που προέβαλε ο καταγγέλλων και της αιτιολογίας της απόφασης της Επιτροπής δεν επιβάλλει στην Επιτροπή την υποχρέωση να αντικρούσει κάθε επιχείρημα που προβλήθηκε προς στήριξη των λόγων αυτών. Αρκεί να εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά και οι νομικές εκτιμήσεις που έχουν αποφασιστική σημασία για την οικονομία της απόφασης ( 41 ).

125.

Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι η υποχρέωση αιτιολόγησης των αποφάσεων συνιστά ουσιώδη τύπο που πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, το οποίο αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίμαχης πράξης. Πράγματι, η αιτιολογία μιας απόφασης συνίσταται στην επίσημη έκφραση των λόγων στους οποίους στηρίζεται η απόφαση αυτή. Αν η αιτιολογία πάσχει σφάλματα, αυτά πλήττουν την ουσιαστική νομιμότητα της απόφασης, αλλά όχι την αιτιολογία της, η οποία μπορεί να είναι επαρκής αν και προβάλλει εσφαλμένους λόγους, με αποτέλεσμα να μην είναι αδύνατον για το Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει τον δικαστικό του έλεγχο ( 42 ).

126.

Στο πλαίσιο του έκτου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα αμφισβητεί, πρώτον, τη μνεία του Γενικού Δικαστηρίου στο γεγονός ότι η Επιτροπή υπέκειτο σε «σύντομες προθεσμίες» για την έκδοση απόφασης στο πέρας του σταδίου προκαταρκτικής εξέτασης, καθότι, κατά την άποψή της, η Επιτροπή είχε ήδη αρχίσει να αναλύει την επίμαχη διαδικασία πώλησης πολύ πριν από την υποβολή των καταγγελιών ( 43 ). Εντούτοις, επ’ αυτού συντάσσομαι με την άποψη της Επιτροπής ότι το επιχείρημα αυτό είναι, εν πάση περιπτώσει, αλυσιτελές καθότι με αυτό αμφισβητείται μέρος του σκεπτικού της απόφασης το οποίο το Γενικό Δικαστήριο εξέθεσε επαλλήλως. Αντιθέτως, το επιχείρημα αυτό δεν είναι καθεαυτό ικανό να θέσει υπό αμφισβήτηση το συμπέρασμα του Γενικού Δικαστηρίου, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 176 και 178 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η παράθεση στις αιτιολογικές σκέψεις 266 έως 281 της τελικής απόφασης είναι επαρκής ώστε οι ενδιαφερόμενοι να είναι σε θέση να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν το μέτρο και ότι η Επιτροπή δεν παρέβη, επομένως, την υποχρέωση αιτιολόγησης που υπέχει παραλείποντας να απαντήσει στις αιτιάσεις αυτές, καθόσον θεώρησε ότι αυτές δεν είχαν αποφασιστική σημασία για την οικονομία της απόφασης.

127.

Δεύτερον, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο αγνόησε την κύρια αιτίαση που προέβαλε, ήτοι ότι η Επιτροπή δεν συνήγαγε τα δικά της συμπεράσματα, αλλά παρέπεμψε αποκλειστικά και μόνο σε δηλώσεις άλλων. Συναφώς, πέραν του ότι το επιχείρημα αυτό προβάλλεται ενώπιον του Δικαστηρίου κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να προσδιοριστεί επακριβώς η πλάνη που προσάπτεται στο Γενικό Δικαστήριο, παρατηρώ ότι, εν πάση περιπτώσει, γενικώς, η υιοθέτηση δηλώσεων άλλων για την αιτιολόγηση της βάσης μιας απόφασης δεν συνεπάγεται αφ’ εαυτής ότι η αιτιολογία είναι ανεπαρκής ή πλημμελής. Επομένως, το επιχείρημα αυτό, πέραν του ότι είναι πιθανότατα απαράδεκτο, είναι επίσης αλυσιτελές.

128.

Τρίτον, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν απάντησε σε ορισμένες αιτιάσεις τις οποίες αυτή προέβαλε κατά την πρωτοβάθμια δίκη.

129.

Συναφώς, στο μέτρο που με το επιχείρημα αυτό η αναιρεσείουσα επιδιώκει να συναγάγει πλημμελή αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αυτό πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να απορριφθεί. Συγκεκριμένα, από τις σκέψεις 175 έως 180 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει, κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο, η συλλογιστική που ακολούθησε το Γενικό Δικαστήριο για να απορρίψει τον λόγο που προέβαλε η αναιρεσείουσα, ήτοι ότι θεώρησε ότι η παράθεση στις αιτιολογικές σκέψεις 266 έως 281 της τελικής απόφασης ήταν επαρκής ώστε οι ενδιαφερόμενοι να είναι σε θέση να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν το μέτρο και ότι η Επιτροπή είχε εκθέσει τα πραγματικά περιστατικά και τις νομικές εκτιμήσεις που έχουν αποφασιστική σημασία για την οικονομία της δεύτερης επίμαχης απόφασης.

130.

Αντιθέτως, στο μέτρο που με το επιχείρημα αυτό η αναιρεσείουσα επιδιώκει να υποστηρίξει ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη το άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ καθότι δεν θεώρησε ότι η τελική απόφαση έπασχε πλημμελή αιτιολογία διότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τα στοιχεία που προσκομίστηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη στο πλαίσιο της δεύτερης, της τρίτης και της τέταρτης αιτίασης, το επιχείρημα αυτό θα μπορούσε να γίνει δεκτό μόνον στην περίπτωση που τα στοιχεία αυτά θα θεωρούνταν πραγματικά περιστατικά ή νομικές εκτιμήσεις που έχουν αποφασιστική σημασία για την οικονομία της απόφασης. Στην περίπτωση αυτή, κατά την προμνησθείσα στα σημεία 123 και 124 των παρουσών προτάσεων νομολογία, η Επιτροπή θα ήταν υποχρεωμένη να τα λάβει υπόψη.

131.

Εντούτοις, αφενός, η αναιρεσείουσα ουδόλως εξηγεί τους λόγους για τους οποίους τα στοιχεία που προσκόμισε στην πρωτοβάθμια δίκη στο πλαίσιο της δεύτερης, της τρίτης και της τέταρτης αιτίασης θα έπρεπε να θεωρηθούν πραγματικά περιστατικά ή νομικές εκτιμήσεις που έχουν αποφασιστική σημασία για την οικονομία της απόφασης τα οποία η Επιτροπή θα έπρεπε οπωσδήποτε να λάβει υπόψη. Αφετέρου, τα επιχειρήματα που εκτίθενται στις αιτιάσεις αυτές τείνουν κατ’ ουσίαν να θέσουν υπό αμφισβήτηση το βάσιμο της αιτιολογίας, το οποίο αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίμαχης απόφασης, και όχι την αιτιολογία αυτής. Εντούτοις, καίτοι το Γενικό Δικαστήριο μπορεί, υπό καθορισμένες προϋποθέσεις, να χαρακτηρίσει εκ νέου την επιχειρηματολογία διαδίκου ως προβληθείσα προς στήριξη άλλου λόγου της προσφυγής ( 44 ), δεν είμαι πεπεισμένος ότι, στην περίπτωση που ο προσφεύγων προβάλλει επιχειρήματα προς στήριξη λόγου που αφορά την παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης, μπορεί να προσάψει στο Γενικό Δικαστήριο πλάνη περί το δίκαιο διότι αυτό δεν χαρακτήρισε εκ νέου την επιχειρηματολογία αυτή ως αναγόμενη στο βάσιμο της αιτιολογίας, το οποίο, όπως προκύπτει από τη μνημονευόμενη στο σημείο 125 των παρουσών προτάσεων νομολογία, συνιστά διακριτό ζήτημα.

132.

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει, κατά τη γνώμη μου, ότι πρέπει να απορριφθεί επίσης το τρίτο επιχείρημα το οποίο προβλήθηκε στο πλαίσιο του έκτου λόγου αναιρέσεως και, επομένως, ο έκτος λόγος αναιρέσεως στο σύνολό του.

V. Πρόταση

133.

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο:

να κάνει δεκτά το δεύτερο, το τρίτο και το τέταρτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως της NeXovation, Inc.· και

να απορρίψει το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως καθώς και τον τρίτο, τον τέταρτο, τον πέμπτο και τον έκτο λόγο αναιρέσεως.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ιταλική.

( 2 ) ΕΕ 2016, L 34, σ. 1.

( 3 ) Βλ. άρθρο 2 και άρθρο 3, παράγραφος 2, αντιστοίχως, της τελικής απόφασης.

( 4 ) Βλ. άρθρο 1, τελευταία περίπτωση, της τελικής απόφασης.

( 5 ) Βλ. σκέψη 57 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 6 ) Βλ. σκέψη 75 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 7 ) Βλ. σκέψεις 214 και 216 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 8 ) Κανονισμός (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ (ΕΕ 1999, L 83, σ. 1). Ο κανονισμός αυτός έχει πλέον καταργηθεί και αντικατασταθεί με τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2015, L 248, σ. 9).

( 9 ) Βλ. σκέψη 67 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 10 ) Βλ. άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 659/1999.

( 11 ) Βλ., συναφώς, αποφάσεις της 24ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex (C‑83/09 P, EU:C:2011:341, σκέψη 59), και, προσφάτως, της 3ης Σεπτεμβρίου 2020, Vereniging tot Behoud van Natuurmonumenten in Nederland κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑817/18 P, EU:C:2020:637, σκέψη 81 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 12 ) Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την έννοια της κρατικής ενίσχυσης όπως αναφέρεται στο άρθρο 107 παράγραφος 1 [ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2016, C 262, σ. 1).

( 13 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2019, Ευρωπαϊκή Ένωση κατά Guardian Europe (C‑447/17 P και C‑479/17 P, EU:C:2019:672, σκέψη 137 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 14 ) Βλ., συναφώς, μεταξύ άλλων, απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2020, Vereniging tot Behoud van Natuurmonumenten in Nederland κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑817/18 P, EU:C:2020:637, σκέψη 116).

( 15 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 11ης Ιουνίου 2015, EMA κατά Επιτροπής (C‑100/14 P, EU:C:2015:382, μη δημοσιευθείσα, σκέψη 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και της 26ης Μαΐου 2016, Rose Vision κατά Επιτροπής (C‑224/15 P, EU:C:2016:358, σκέψη 24).

( 16 ) Βλ. αποφάσεις της 11ης Μαΐου 2017, Dyson κατά Επιτροπής (C‑44/16 P, EU:C:2017:357, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και της 16ης Νοεμβρίου 2017, Ludwig-Bölkow-Systemtechnik κατά Επιτροπής (C‑250/16 P, EU:C:2017:871, σκέψη 55).

( 17 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 26ης Μαΐου 2016, Rose Vision κατά Επιτροπής (C‑224/15 P, EU:C:2016:358, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και, προσφάτως, της 11ης Ιουνίου 2020, China Construction Bank κατά EUIPO (C‑115/19 P, EU:C:2020:469, σκέψη 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 18 ) Βλ. απόφαση της 11ης Μαΐου 2017, Dyson κατά Επιτροπής (C‑44/16 P, EU:C:2017:357, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), καθώς και διάταξη της 13ης Δεκεμβρίου 2012, Alliance One International κατά Επιτροπής (C‑593/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2012:804, σκέψη 27).

( 19 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 26ης Μαΐου 2016, Rose Vision κατά Επιτροπής (C‑224/15 P, EU:C:2016:358, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και της 11ης Μαΐου 2017, Dyson κατά Επιτροπής (C‑44/16 P, EU:C:2017:357, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 20 ) Πρβλ. απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2012, Éditions Odile Jacob κατά Επιτροπής (C‑551/10 P, EU:C:2012:681, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 21 ) Πρβλ. επίσης προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Bayer CropScience και Bayer κατά Επιτροπής (C‑499/18 P, EU:C:2020:735, σημείο 89).

( 22 ) Βλ., συγκεκριμένα, αιτιολογική σκέψη 275, στοιχείο γʹ, της τελικής απόφασης.

( 23 ) Βλ. νομολογία μνημονευθείσα στα σημεία 35 έως 37 των παρουσών προτάσεων.

( 24 ) Βλ. σκέψεις 185 και 190 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 25 ) Κανονισμός (ΕΕ) 734/2013 του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2013, που να τροποποιεί τον κανονισμό 659/1999 (ΕΕ 2013, L 204, σ. 15).

( 26 ) Στον νέο κανονισμό 2015/1589 ο οποίος, όπως επισημάνθηκε στην υποσημείωση 8 ανωτέρω, αντικατέστησε τον κανονισμό 659/1999, η επίμαχη διάταξη παρέμεινε ουσιαστικά αμετάβλητη στο άρθρο 24, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο.

( 27 ) Βλ., μεταξύ άλλων, προσφάτως, απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2020, EUIPO κατά John Mills (C‑809/18 P, EU:C:2020:902, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 28 ) Βλ. πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ, της 5ης Δεκεμβρίου 2012, COM(2012) 725 final.

( 29 ) Βλ. ενότητα 2.1, σ. 4, της αιτιολογικής έκθεσης της μνημονευόμενης στην προηγούμενη υποσημείωση πρότασης κανονισμού.

( 30 ) Βλ. ενότητα 2.1, σ. 5, της αιτιολογικής έκθεσης της μνημονευόμενης στην υποσημείωση 28 πρότασης κανονισμού. Συναφώς βλ. επίσης σημεία 70 και 72 του κώδικα βέλτιστων πρακτικών για τη διεξαγωγή διαδικασιών που αφορούν τον έλεγχο των κρατικών ενισχύσεων του 2018 (ΕΕ 2018, C 253, σ. 14).

( 31 ) ΕΕ 2009, C 136, σ. 13. Ο κώδικας αυτός αντικαταστάθηκε με τη νέα έκδοση του κώδικα που μνημονεύεται στην προηγούμενη υποσημείωση. Βλ. σημεία 70 και 72 του κειμένου αυτού.

( 32 ) Βλ. ενότητα 2.1, σ. 4, της αιτιολογικής έκθεσης της μνημονευόμενης στην υποσημείωση 28 πρότασης κανονισμού.

( 33 ) Βλ. αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 1973, Επιτροπή κατά Γερμανίας, 70/72, EU:C:1973:87, σκέψη 19· της 2ας Απριλίου 1998, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, C‑367/95 P, EU:C:1998:154, σκέψη 59· και της 24ης Σεπτεμβρίου 2002, Falck και Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής, C‑74/00 P και C‑75/00 P, EU:C:2002:524, σκέψεις 80 έως 83. Βλ. επίσης, πιο πρόσφατα, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα E. Tanchev στην υπόθεση Επιτροπή κατά Gmina Miasto Gdynia και Port Lotniczy Gdynia Kosakowo (C‑56/18 P, EU:C:2019:569, σημείο 24) και τη σχετική απόφαση της 11ης Μαρτίου 2020, Επιτροπή κατά Gmina Miasto Gdynia και Port Lotniczy Gdynia Kosakowo (C‑56/18 P, EU:C:2020:192, σκέψεις 71 και 74).

( 34 ) Βλ. απόφαση της 11ης Μαρτίου 2020, Επιτροπή κατά Gmina Miasto Gdynia και Port Lotniczy Gdynia Kosakowo (C‑56/18 P, EU:C:2020:192, σκέψεις 71 και 74), και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα E. Tanchev στην υπόθεση Επιτροπή κατά Gmina Miasto Gdynia και Port Lotniczy Gdynia Kosakowo (C‑56/18 P, EU:C:2019:569, σημεία 26 και 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 35 ) Σχετικά με την αρχή αυτή, βλ. επίσης απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2003, Volkswagen κατά Επιτροπής (C‑338/00 P, EU:C:2003:473, σκέψεις 164 και 165).

( 36 ) Βλ., μεταξύ άλλων, προσφάτως, απόφαση της 11ης Μαρτίου 2020, Επιτροπή κατά Gmina Miasto Gdynia και Port Lotniczy Gdynia Kosakowo (C‑56/18 P, EU:C:2020:192, σκέψη 80).

( 37 ) Βλ. σημεία 92 έως 107 των παρουσών προτάσεων.

( 38 ) Σκέψεις 175 έως 180 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 39 ) Βλ., μεταξύ άλλων στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, αποφάσεις της 1ης Ιουλίου 2008, Chronopost κατά UFEX κ.λπ. (C‑341/06 P και C‑342/06 P, EU:C:2008:375, σκέψη 88 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και, προσφάτως, της 4ης Ιουνίου 2020, Ουγγαρία κατά Επιτροπής (C‑456/18 P, EU:C:2020:421, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 40 ) Βλ. μεταξύ άλλων στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, αποφάσεις της 1ης Ιουλίου 2008, Chronopost κατά UFEX κ.λπ. (C‑341/06 P και C‑342/06 P, EU:C:2008:375, σκέψη 89 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 41 ) Βλ., μεταξύ άλλων στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, αποφάσεις της 1ης Ιουλίου 2008, Chronopost κατά UFEX κ.λπ. (C‑341/06 P και C‑342/06 P, EU:C:2008:375, σκέψη 96 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 42 ) Βλ. απόφαση της 10ης Ιουλίου 2008, Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala (C‑413/06 P, EU:C:2008:392, σκέψη 181 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 43 ) Η αναιρεσείουσα παραπέμπει στη σκέψη 178 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, πλην όμως το επιχείρημα φαίνεται να αφορά μάλλον τη σκέψη 179 της ίδιας απόφασης.

( 44 ) Σχετικά με τη δυνατότητα του νέου αυτού χαρακτηρισμού, βλ. αποφάσεις της 19ης Νοεμβρίου 1998, Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά Gaspari (C‑316/97 P, EU:C:1998:558, σκέψη 21), και της 1ης Ιουλίου 2008, Chronopost κατά UFEX κ.λπ. (C‑341/06 P και C‑342/06 P, EU:C:2008:375, σκέψη 75).

Top