EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62019CC0398

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα G. Hogan της 24ης Σεπτεμβρίου 2020.
BY κατά Generalstaatsanwaltschaft Berlin.
Αίτηση του Kammergericht Berlin για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Ιθαγένεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρα 18 και 21 ΣΛΕΕ – Έκδοση πολίτη της Ένωσης σε τρίτη χώρα – Πρόσωπο που απέκτησε την ιθαγένεια της Ένωσης αφότου μετέφερε το κέντρο των συμφερόντων του στο κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση εκδόσεως – Πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης – Απαγόρευση εκδόσεως ισχύουσα μόνο για τους ημεδαπούς – Περιορισμός στην ελεύθερη κυκλοφορία – Δικαιολόγηση στηριζόμενη στην αποτροπή της ατιμωρησίας – Αναλογικότητα – Ενημέρωση του κράτους μέλους του οποίου την ιθαγένεια έχει ο εκζητούμενος – Υποχρέωση του κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση εκδόσεως και του κράτους μέλους καταγωγής να ζητήσουν από το τρίτο κράτος που αιτείται την έκδοση να τους διαβιβάσει τον φάκελο της υποθέσεως – Δεν υφίσταται.
Υπόθεση C-398/19.

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2020:748

 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

GERARD HOGAN

της 24ης Σεπτεμβρίου 2020 ( 1 )

Υπόθεση C‑398/19

BY

παρισταμένης της:

Generalstaatsanwaltschaft Berlin

[αίτηση του Kammergericht Berlin (εφετείου Βερολίνου, Γερμανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Ιθαγένεια της Ένωσης – Έκδοση σε τρίτη χώρα υπηκόου κράτους μέλους – Εκζητούμενος που απέκτησε την ιθαγένεια της Ένωσης αφότου μετέφερε το κέντρο των συμφερόντων του στο κράτος μέλος από το οποίο ζητείται η έκδοση – Προστασία των ημεδαπών έναντι της εκδόσεως – Υποχρεώσεις του κράτους μέλους από το οποίο ζητείται η έκδοση και του κράτους μέλους καταγωγής του πολίτη της Ένωσης – Σκοπός αποτροπής του κινδύνου ατιμωρησίας στις ποινικές διαδικασίες»

I. Εισαγωγή

1.

Η απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών ( 2 ), απλοποίησε σε σημαντικό βαθμό το καθεστώς παραδόσεως των ύποπτων προσώπων μεταξύ των κρατών μελών. Εντούτοις, όπως δείχνει σαφώς η υπό κρίση υπόθεση, ανακύπτουν δυσκολίες όσον αφορά τις αιτήσεις εκδόσεως που προέρχονται από τρίτες χώρες.

2.

Μολονότι θα υπέθετε κανείς ότι οι εν λόγω αιτήσεις τρίτων χωρών πρέπει κατ’ αρχήν να μην εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, εντούτοις το ειδικό ζήτημα που ανακύπτει στο πλαίσιο της υπό εξέταση αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως απορρέει από το γεγονός ότι τα περισσότερα κράτη μέλη ( 3 ) απαγορεύουν την έκδοση των υπηκόων τους σε τρίτες χώρες ( 4 ), προτιμώντας αντ’ αυτού να εφαρμόζουν στις περιπτώσεις αυτές το σκέλος «aut judicare» της αρχής aut dedere, aut judicare (να εκδώσουν ή να δικάσουν) ( 5 ). Δεδομένου ότι αυτά τα κράτη μέλη που αρνούνται την έκδοση των δικών τους υπηκόων σε τρίτες χώρες προβλέπουν σταθερά στην εσωτερική τους νομοθεσία επίσης ότι η τέλεση τέτοιων αδικημάτων από δικούς τους πολίτες, οπουδήποτε στον κόσμο, μπορεί να οδηγήσει σε δίκη στο κράτος τους δυνάμει μιας αρχής εξωεδαφικής δικαιοδοσίας σε ποινικές υποθέσεις η οποία είναι ευρέως αποδεκτή στο διεθνές δίκαιο (ήτοι της αποκαλούμενης «αρχής της ενεργητικής προσωπικότητας» ( 6 )), ο ως άνω περιορισμός της εκδόσεως δεν είναι στην πράξη τόσο προβληματικός όσο θα μπορούσε να είναι σε διαφορετική περίπτωση.

3.

Σε αυτό ακριβώς το σημείο ανακύπτουν οι δυσχέρειες που παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά με τα πραγματικά περιστατικά που οδήγησαν στην απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Σεπτεμβρίου 2016 στην υπόθεση Petruhhin ( 7 ). Τι συμβαίνει όταν πολίτης κράτους μέλους ασκεί το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας για να μεταβεί σε άλλο κράτος μέλος όταν αυτό το άλλο κράτος αρνείται την έκδοση των δικών του υπηκόων προς τρίτες χώρες και εφαρμόζει την αρχή aut dedere, aut judicare; Έχουν η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας (άρθρο 18 ΣΛΕΕ) και το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας (άρθρο 21 ΣΛΕΕ) την έννοια ότι το κράτος μέλος υποδοχής υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να επεκτείνει κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο τον κανόνα περί απαγορεύσεως της εκδόσεως των δικών του υπηκόων επίσης σε πολίτες άλλων κρατών μελών οι οποίοι άσκησαν το δικαίωμά τους ελεύθερης κυκλοφορίας;

4.

Στην απόφαση Petruhhin, το Δικαστήριο έδωσε –θέτοντας όμως αυστηρές προϋποθέσεις– καταφατική απάντηση στα ερωτήματα αυτά. Ωστόσο, κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Δικαστήριο αναγνώρισε επίσης ότι η κατάσταση του, όπως θα τον αποκαλέσω, ασκούντος το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας στο παρόν παράδειγμα δεν μπορεί να εξομοιωθεί πλήρως με εκείνη του πολίτη του κράτους μέλους υποδοχής, ακριβώς διότι οι εσωτερικές νομοθεσίες των κρατών μελών δεν προβλέπουν, γενικώς, την άσκηση δικαιοδοσίας όσον αφορά τις εξωεδαφικές αξιόποινες πράξεις που τελέσθηκαν από αλλοδαπούς στην αλλοδαπή, τουλάχιστον χωρίς να συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις. Κατά τη διατύπωση του Δικαστηρίου:

«[…] μολονότι […] η μη έκδοση των ημεδαπών αντισταθμίζεται εν γένει από τη δυνατότητα του κράτους μέλους από το οποίο ζητείται η έκδοση να ασκήσει ποινική δίωξη κατά των υπηκόων του για αξιόποινες πράξεις που τέλεσαν εκτός της επικράτειάς του, αυτό το κράτος μέλος δεν διαθέτει, κατά κανόνα, δικαιοδοσία για την εκδίκαση τέτοιων περιστατικών οσάκις ούτε ο αυτουργός ούτε το θύμα της προβαλλομένης αξιόποινης πράξεως έχει την ιθαγένεια του εν λόγω κράτους μέλους.» ( 8 )

Το εν λόγω δίλημμα βρίσκεται στο επίκεντρο της νομολογίας Petruhhin.

5.

Τα ανωτέρω με οδηγούν αμέσως στην υπό εξέταση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως. Με την αίτησή του, το Kammergericht Berlin (εφετείο Βερολίνου, Γερμανία) ζητεί διευκρινίσεις σχετικά με τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει της ΣΛΕΕ κράτος μέλος το δίκαιο του οποίου απαγορεύει την έκδοση των δικών του υπηκόων σε τρίτη χώρα στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών σχετικών με αιτήσεις εκδόσεως οι οποίες αφορούν πολίτες άλλων κρατών μελών οι οποίοι ήδη διαμένουν ή κατοικούν εντός των συνόρων του.

6.

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο καλείται, για μία ακόμη φορά, να διευκρινίσει τις υποχρεώσεις των κρατών μελών οι οποίες απορρέουν από τις αρχές που διατυπώθηκαν στην απόφαση Petruhhin ( 9 ). Λόγω του καινοφανούς χαρακτήρα της λύσεως που προτάθηκε με την απόφαση Petruhhin προκύπτει ότι η εν λόγω απόφαση ίσως δεν χαίρει καθολικής αποδοχής εκ μέρους των κρατών μελών. Κάποια εξ αυτών έχουν επισημάνει τις νομικές και πρακτικές δυσχέρειες που αντιμετωπίζουν τα κράτη μέλη όσον αφορά την εφαρμογή της. Πάντως, πριν από την εξέταση οποιουδήποτε από τα ανωτέρω ζητήματα, πρέπει, κατ’ αρχάς, να υπομνησθούν οι σχετικές νομοθετικές διατάξεις που είναι επίμαχες και, εν συνεχεία, να εκτεθούν συνοπτικά τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως.

II. Το νομικό πλαίσιο

Α.   Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδόσεως του 1957 ( 10 )

7.

Το άρθρο 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως του 1957 έχει ως εξής:

«Τα Συμβαλλόμενα Μέρη αναλαμβάνουσι την υποχρέωσιν αμοιβαίας αποδόσεως, συμφώνως προς τους κανόνας και υπό τους όρους τους καθοριζομένους εν τοις επομένοις άρθροις ατόμων καταδιωκομένων δι’ εγκλήματα ή καταζητουμένων επί τω σκοπώ εκτίσεως ποινής ή εφαρμογής μέτρου ασφαλείας, υπό των δικαστικών Αρχών του αιτούντος Μέρους.»

8.

Το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως του 1957 προβλέπει τα εξής:

1.

(α)

Έκαστον των Συμβαλλομένων Μερών θα έχη την ευχέρειαν αρνήσεως εκδόσεως υπηκόων αυτού.

(β)

Έκαστον των Συμβαλλομένων Μερών, διά δηλώσεώς του κατά την υπογραφήν ή την κατάθεσιν του κυρωτικού εγγράφου ή της προσχωρήσεως, θα δύναται να καθορίση ως προς εαυτό, τον όρον “υπήκοος” υπό την έννοιαν του παρόντος Συμφώνου.

(γ)

Η ιδιότης του υπηκόου θέλει εκτιμηθή κατά την λήψιν της περί εκδόσεως αποφάσεως. Ουχ ήττον, εάν η ιδιότης αύτη δεν ανεγνωρίσθη ειμή κατά την μεταξύ αποφάσεως και ημερομηνίας εκδόσεως χρονικήν περίοδον, το υποκείμενον εις έκδοσιν Μέρος θα δύναται ωσαύτως να επωφεληθή της διατάξεως του εδαφίου (α) της παρούσης παραγράφου.

2.

Εάν το Μέρος παρ’ ου ζητείται η έκδοσις, δεν εκδίδη υπήκοον τούτου, οφείλει, τη αιτήσει του αιτούντος Μέρους, να υποβάλη την υπόθεσιν εις τας αρμοδίας Αρχάς, επί τω σκοπώ ενασκήσεως δικαστικής διώξεως, εφ’ όσον χωρεί τοιαύτη. Επί τω σκοπώ τούτω, θέλουσι διαβιβασθή δωρεάν, διά των εν παραγράφω 1 του άρθρου 12 διαλαμβανομένων μέσων, οι φάκελλοι, πληροφορίαι και αντικείμενα σχετικά προς την παράβασιν. Το αιτούν Μέρος θέλει ειδοποιηθή περί της εκβάσεως της αιτήσεώς του.»

9.

Το άρθρο 12 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως του 1957 (όπως έχει υπό το Δεύτερο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως του 1957 ( 11 )) προβλέπει τα εξής:

«1.   Η αίτηση θα διατυπώνεται, γραπτώς και θα απευθύνεται από το Υπουργείο Δικαιοσύνης του αιτούντος Μέρους προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης του Μέρους από το οποίο ζητείται η έκδοση· παρά ταύτα, η χρησιμοποίηση της διπλωματικής οδού δεν αποκλείεται. Άλλα μέσα επικοινωνίας μπορούν να συμφωνηθούν απ’ ευθείας μεταξύ δύο ή περισσοτέρων Μερών [ ( 12 )].

2.   Προς υποστήριξιν της αιτήσεως θέλουσι προσαχθή:

(α)

το πρωτόκολλον ή επίσημον αντίγραφον, είτε εκτελεστής καταδικαστικής αποφάσεως, είτε εντάλματος συλλήψεως ή ετέρας τινός πράξεως, εχούσης την αυτήν ισχύν, και εκδιδομένης κατά τους τύπους τους καθοριζομένους υπό της Νομοθεσίας του αιτούντος Μέρους·

(β)

έκθεσις των πράξεων δι’ ας ζητείται η έκδοσις, ο τόπος και χρόνος πράξεως, ο κατά Νόμον χαρακτηρισμός και αι παραπομπαί εις τας νομοθετικάς διατάξεις αίτινες έχουσιν εφαρμογήν και αίτινες δέον να εμφαίνωνται κατά το δυνατόν ακριβέστερον·

(γ)

αντίγραφον των κατ’ εφαρμογήν διατάξεων ή, εφ’ όσον τούτο δεν καθίσταται εφικτόν, δήλωσις περί του εν εφαρμογή δικαίου, ως και ο κατά το δυνατόν ακριβέστερος χαρακτηρισμός του καταζητουμένου ατόμου και πάσα ετέρα πληροφορία δυναμένη να καθορίση την ταυτότητα και την εθνικότητα τούτου.»

10.

Το άρθρο 17 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως του 1957 επιγράφεται «Συρροή Αιτήσεων» και προβλέπει τα εξής:

«Εάν η έκδοσις ζητήται σωρευτικώς υπό πλειόνων Κρατών, είτε διά την αυτήν πράξιν, είτε διά διαφόρους τοιαύτας, η Χώρα προς ην υπεβλήθησαν αι αιτήσεις θέλει αποφασίσει σχετικώς, λαμβανομένων υπ’ όψιν των περιστάσεων και της σχετικής σοβαρότητος, του τόπου διαπράξεως, των αντιστοίχων ημερομηνιών των αιτήσεων, της εθνικότητος του καταζητουμένου, ως και της δυνατότητος μεταγενεστέρας εκδόσεως εις έτερον Κράτος.»

11.

Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προέβη στην ακόλουθη δήλωση κατά τον χρόνο καταθέσεως της κυρωτικής πράξεως, στις 2 Οκτωβρίου 1976, σε σχέση με το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως του 1957:

«Η έκδοση Γερμανών υπηκόων από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας σε χώρα της αλλοδαπής απαγορεύεται από το άρθρο 16, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του Θεμελιώδους Νόμου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και, ως εκ τούτου, δεν επιτρέπεται σε όλες τις περιπτώσεις. Ο όρος “υπήκοοι” κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως του 1957 καλύπτει όλους τους Γερμανούς κατά την έννοια του άρθρου 116, παράγραφος 1, του Θεμελιώδους Νόμου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.»

Μετά την έναρξη ισχύος του εθνικού της νόμου για την εφαρμογή της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, και μετά από σχετική απόφαση του Bundesverfassungsgericht (Συνταγματικού Δικαστηρίου, Γερμανία), η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας συμπλήρωσε την ανωτέρω δήλωση προκειμένου να δώσει προτεραιότητα στην απόφαση-πλαίσιο 2002/584 στις αμοιβαίες σχέσεις μεταξύ της Γερμανίας και των άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ( 13 ).

Β.   Το δίκαιο της Ένωσης

12.

Το άρθρο 8 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, το οποίο καθορίζει το περιεχόμενο και τον τύπο του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, ορίζει τα εξής:

«1.   Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης περιέχει τα ακόλουθα στοιχεία, τα οποία υποβάλλονται σύμφωνα με το έντυπο που περιλαμβάνεται στο παράρτημα:

α)

ταυτότητα και ιθαγένεια του καταζητούμενου·

β)

όνομα, διεύθυνση, αριθμός τηλεφώνου και φαξ και ηλεκτρονική διεύθυνση της δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος·

γ)

ένδειξη ότι υπάρχει εκτελεστή απόφαση, ένταλμα σύλληψης ή οιαδήποτε άλλη εκτελεστή δικαστική απόφαση της αυτής ισχύος που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 1 και 2·

δ)

φύση και νομικός χαρακτηρισμός του αδικήματος, ιδίως όσον αφορά το άρθρο 2·

ε)

περιγραφή των περιστάσεων υπό τις οποίες τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη, συμπεριλαμβανομένου του χρόνου, του τόπου της τέλεσης και του βαθμού συμμετοχής του καταζητουμένου στην αξιόποινη πράξη·

στ)

την επιβληθείσα ποινή, εάν πρόκειται για τελεσίδικη απόφαση, ή την κλίμακα ποινών που προβλέπεται για την αξιόποινη πράξη από τη νομοθεσία του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος·

ζ)

στο μέτρο του δυνατού, τις λοιπές συνέπειες της αξιόποινης πράξης.

[…]»

13.

Οι παράγραφοι 1 και 3 του άρθρου 16 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, το οποίο επιγράφεται «Απόφαση σε περίπτωση συρροής αιτήσεων», έχουν ως εξής:

«1.   Εάν πλείονα κράτη μέλη έχουν εκδώσει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης για το ίδιο πρόσωπο, η επιλογή του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που θα εκτελεσθεί γίνεται από τη δικαστική αρχή εκτέλεσης με δέουσα συνεκτίμηση όλων των περιστάσεων και, ιδίως, της σχετικής βαρύτητας και του τόπου τέλεσης των αξιόποινων πράξεων, των αντίστοιχων ημερομηνιών των ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης καθώς και του κατά πόσον το ένταλμα εκδόθηκε προς το σκοπό της δίωξης ή προς το σκοπό της εκτέλεσης ποινής ή μέτρου ασφαλείας στερητικών της ελευθερίας.

[…]

3.   Σε περίπτωση σύγκρουσης μεταξύ ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και αίτησης έκδοσης που υποβάλλεται από τρίτη χώρα, η απόφαση για το κατά πόσον πρέπει να δοθεί η προτεραιότητα στο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης ή στην αίτηση έκδοσης λαμβάνεται από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης με δέουσα συνεκτίμηση όλων των περιστάσεων, ιδίως όσων αναφέρονται στην παράγραφο 1, καθώς και εκείνων που μνημονεύονται στην εφαρμοστέα σύμβαση.

[…]»

Γ.   Το γερμανικό δίκαιο

14.

Το άρθρο 16, παράγραφος 2, του Grundgesetz für die Bundesrepublik Deutschland της 23ης Μαΐου 1949 (Θεμελιώδους Νόμου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας) ( 14 ) ορίζει τα εξής:

«Ουδείς Γερμανός δύναται να εκδοθεί στην αλλοδαπή. Κατ’ εξαίρεση, νόμος δύναται να προβλέπει την έκδοση σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε διεθνές δικαστήριο, υπό την προϋπόθεση ότι διασφαλίζονται οι αρχές του κράτους δικαίου.»

15.

Το άρθρο 7 του Strafgesetzbuch (γερμανικού Ποινικού Κώδικα) ( 15 ) ορίζει τα εξής:

«(1) Οι γερμανικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται στις πράξεις που τελούνται στην αλλοδαπή κατά Γερμανού πολίτη […].

(2) Για τις άλλες πράξεις που τελούνται στην αλλοδαπή εφαρμόζονται οι γερμανικοί ποινικοί νόμοι όταν η πράξη είναι αξιόποινη στο κράτος στο οποίο τελέστηκε ή όταν ο τόπος τελέσεως της πράξεως δεν εμπίπτει σε καμία ποινική δικαιοδοσία και όταν ο δράστης

1.

ήταν Γερμανός […] ή

2.

κατά τον χρόνο τελέσεως της πράξεως ήταν αλλοδαπός, βρίσκεται στην ημεδαπή και, μολονότι ο νόμος περί εκδόσεως επιτρέπει την έκδοσή του βάσει του είδους της πράξεως, εντούτοις ο δράστης δεν εκδόθηκε λόγω μη υποβολής αιτήσεως εκδόσεως εντός εύλογης προθεσμίας ή λόγω απορρίψεως της αιτήσεως αυτής, ή όταν η έκδοση δεν δύναται να πραγματοποιηθεί.»

III. Τα πραγματικά περιστατικά στην υπόθεση της κύριας δίκης και η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως

16.

Ο εκζητούμενος στην παρούσα διαδικασία, ο BY, είναι Ουκρανός υπήκοος. Το 2012 μετέβη από την Ουκρανία στη Γερμανία (την οποία, χάριν ευκολίας θα αποκαλώ κράτος μέλος υποδοχής ή το κράτος από το οποίο ζητείται η έκδοση). Το 2014 το εν λόγω πρόσωπο απέκτησε επίσης τη ρουμανική ιθαγένεια λόγω του γεγονότος ότι ήταν κατιών πρώην Ρουμάνων υπηκόων οι οποίοι ζούσαν στην πρώην ρουμανική Μπουκοβίνα. Εντούτοις, ουδέποτε είχε το κέντρο των συμφερόντων του στη Ρουμανία (εν προκειμένω, το κράτος μέλος καταγωγής).

17.

Κατά του BY έχει εκδοθεί ένταλμα συλλήψεως από το περιφερειακό δικαστήριο της Zastavna (Ουκρανία) στις 26 Φεβρουαρίου 2016. Φέρεται να έχει υπεξαιρέσει χρηματικά ποσά ουκρανικής κρατικής επιχειρήσεως κατά τα έτη 2010 και 2011. Στις 15 Μαρτίου 2016 η γενική εισαγγελία της Ουκρανίας (την οποία θα αποκαλώ τρίτη χώρα ή το κράτος το οποίο ζητεί την έκδοση) διατύπωσε επίσημη αίτηση εκδόσεως η οποία διαβιβάσθηκε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας μέσω των αντίστοιχων υπουργείων δικαιοσύνης σύμφωνα με το άρθρο 5 του Δεύτερου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως του 1957. Είναι σκόπιμο να υπομνησθεί ότι, φυσικά, ισχύει υπέρ του BY τεκμήριο αθωότητας. Κατά συνέπεια, οι παρούσες προτάσεις αναπτύσσονται πάνω σε αυτή τη βάση.

18.

Κατόπιν της εν λόγω αιτήσεως εκδόσεως, ο BY τέθηκε υπό προσωρινή κράτηση στις 26 Ιουλίου 2016 δυνάμει του άρθρου 19 του Gesetz über die internationale Rechtshilfe in Strafsachen ( 16 ). Στις 28 Νοεμβρίου 2016 το Kammergericht Berlin (εφετείο Βερολίνου) διέταξε την άρση της κρατήσεως του ΒΥ έναντι εγγυήσεως και υπό ορισμένους όρους. Μετά την κατάθεση της εγγυήσεως, η κράτηση του ΒΥ ήρθη στις 2 Δεκεμβρίου 2016.

19.

Όσον αφορά τη ρουμανική ιθαγένεια του ΒΥ και παραπέμποντας στην απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Petruhhin, η Generalstaatsanwaltschaf Berlin (γενική εισαγγελία του Βερολίνου) ενημέρωσε το Υπουργείο Δικαιοσύνης της Ρουμανίας σχετικά με την αίτηση εκδόσεως με έγγραφο της 9ης Νοεμβρίου 2016, επισυνάπτοντας αντίγραφο της διατάξεως του αιτούντος δικαστηρίου της 1ης Αυγούστου 2016 με την οποία είχε διαταχθεί η κράτηση εν αναμονή της εκδόσεως. Ρώτησε αν οι ρουμανικές αρχές σκόπευαν να αναλάβουν την ποινική δίωξη του ΒΥ.

20.

Αρχικά δόθηκε αρνητική απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα, το δε Υπουργείο Δικαιοσύνης της Ρουμανίας απάντησε ότι απαιτούνταν η υποβολή αιτήσεως από τις ουκρανικές αρχές επιβολής του νόμου. Εν συνεχεία, η γενική εισαγγελία Βερολίνου ρώτησε αν το ρουμανικό ποινικό δίκαιο επέτρεπε τη δίωξη για τις προσαπτόμενες στον ΒΥ αξιόποινες πράξεις, ανεξαρτήτως της υποβολής αιτήσεως από τις αρμόδιες για την επιβολή του νόμου ουκρανικές αρχές για την ανάληψη της διώξεως (κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 2, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως του 1957). Με την απάντησή του, το Υπουργείο Δικαιοσύνης της Ρουμανίας ενημέρωσε τη γενική εισαγγελία ότι, ως προϋπόθεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, η έκδοση εθνικού εντάλματος συλλήψεως απαιτεί την ύπαρξη επαρκών αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με την τέλεση των επίμαχων αξιόποινων πράξεων από τον εκζητούμενο. Ζήτησε από τη γενική εισαγγελία Βερολίνου να παράσχει έγγραφα και αντίγραφα του αποδεικτικού υλικού από την Ουκρανία.

21.

Από την ανωτέρω αλληλογραφία το αιτούν δικαστήριο συνάγει ότι το ρουμανικό δίκαιο, κατ’ αρχήν, επιτρέπει τη δίωξη Ρουμάνου πολίτη για αξιόποινες πράξεις που τελέσθηκαν σε τρίτη χώρα.

22.

Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η έκδοση του BY στην Ουκρανία, η οποία είχε ζητηθεί από τη Γενική Εισαγγελία Βερολίνου είναι κατ’ αρχήν επιτρεπτή κατά το γερμανικό δίκαιο. Εντούτοις, εκτιμά ότι περιορίζεται από την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Petruhhin, διότι μέχρι στιγμής οι ρουμανικές δικαστικές αρχές δεν έχουν αποφασίσει ούτε υπέρ ούτε κατά της διώξεως του ΒΥ για τα εγκλήματα που φέρεται ότι διέπραξε, τα οποία βρίσκονται στο επίκεντρο της αιτήσεως εκδόσεως. Ωστόσο, υπογραμμίζει, πρώτον, τις διαφορές που έχουν τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως, κατά το ότι ο BY δεν είχε τη ρουμανική ιθαγένεια κατά τον χρόνο κατά τον οποίο μετέφερε το κέντρο των συμφερόντων του από την Ουκρανία στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Προβάλλεται, εντούτοις, ότι ο εκζητούμενος δεν εγκαταστάθηκε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ασκώντας το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας το οποίο απορρέει από το άρθρο 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

23.

Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται σε πρακτικές δυσχέρειες κατά την εφαρμογή των αρχών που εκτίθενται στην απόφαση Petruhhin. Οι ρουμανικές διωκτικές αρχές ζήτησαν από τη Γερμανία να παράσχει αποδείξεις κατά του BY προκειμένου να εξετάσουν τις αξιόποινες πράξεις που φέρεται ότι έχει τελέσει. Οι εν λόγω αποδείξεις θα τους έδιναν τη δυνατότητα να αποφασίσουν επί της εκδόσεως εθνικού εντάλματος συλλήψεως βάσει του οποίου θα μπορούσε εν συνεχεία να εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως. Ωστόσο, οι γερμανικές αρχές δεν διαθέτουν τέτοια στοιχεία. Τούτο δεν προκαλεί έκπληξη δεδομένου ότι η Ουκρανία βάσισε την αίτησή της στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδόσεως του 1957. Το άρθρο 12, παράγραφος 2, της εν λόγω Συμβάσεως δεν επιβάλλει στο κράτος το οποίο ζητεί την έκδοση να παράσχει τέτοια έγγραφα και, ως εκ τούτου, η Ουκρανία δεν τα παρέσχε.

24.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν το κράτος μέλος καταγωγής υποχρεούται να ζητήσει το ίδιο από το κράτος που ζητεί την έκδοση τον φάκελο της υποθέσεως, προκειμένου να είναι σε θέση να αποφασίσει αν θα αναλάβει τη δίωξη. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει περαιτέρω ότι, ακόμη και αν οι γερμανικές αρχές διέθεταν τα έγγραφα που παρέχονται από το κράτος που ζητεί την έκδοση, δεν είναι σαφές αν επιτρέπεται να αποσταλούν αυτομάτως από το κράτος από το οποίο ζητείται η έκδοση στο κράτος μέλος καταγωγής του εκζητούμενου πολίτη της Ένωσης ή αν απαιτείται προς τούτο η συγκατάθεση του κράτους το οποίο ζητεί την έκδοση.

25.

Αν, ωστόσο, τα βασικά στοιχεία σχετικά με την αίτηση εκδόσεως δεν επαρκούν ώστε το κράτος μέλος καταγωγής να εξετάσει αν θα αναλάβει τη δίωξη και το εν λόγω κράτος μέλος πρέπει να ζητήσει τον φάκελο της υποθέσεως από το κράτος το οποίο ζητεί την έκδοση, τούτο θα προκαλέσει σημαντική καθυστέρηση στη διαδικασία. Η καθυστέρηση αυτή θα οφείλεται στην επικοινωνία μέσω της διπλωματικής οδού, καθώς και στην ανάγκη μεταφράσεως. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι τούτο δημιουργεί ιδιαίτερα προβλήματα αν ο εκζητούμενος τελεί υπό κράτηση.

26.

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει περαιτέρω ότι η αίτηση του κράτους από το οποίο ζητείται η έκδοση για τη διαβίβαση του φακέλου της υποθέσεως θα είναι επίσης αδύνατη στην πράξη, καθόσον το κράτος αυτό δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει αν η δίωξη από το κράτος μέλος καταγωγής είναι δυνατή βάσει του εθνικού δικαίου του τελευταίου αυτού κράτους. Τα ίδια προβλήματα υπάρχουν όσον αφορά την έλλειψη εξοικειώσεως του κράτους μέλους υποδοχής με το δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής καθώς και όσον αφορά τις αναπόφευκτες καθυστερήσεις που προκαλούνται συναφώς αν το κράτος μέλος από το οποίο ζητείται η έκδοση πρέπει να ζητήσει από το κράτος που ζητεί την έκδοση να απευθύνει στο κράτος μέλος καταγωγής αίτηση να αναλάβει αυτό τη δίωξη.

27.

Τρίτον, δεδομένου ότι ο γερμανικός Ποινικός Κώδικας προβλέπει στο άρθρο του 7, παράγραφος 2, επικουρική αρμοδιότητα για ποινικά αδικήματα που τελέσθηκαν στην αλλοδαπή, περιλαμβανομένων εκείνων που τελέσθηκαν από αλλοδαπούς, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν είναι υποχρεωμένο, προκειμένου να τηρηθεί η αρχή της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων που κατοχυρώνεται στο άρθρο 18 ΣΛΕΕ, να κηρύξει την έκδοση παράνομη. Στην περίπτωση αυτή, την ποινική δίωξη θα πρέπει να αναλάβουν οι γερμανικές εισαγγελικές αρχές.

28.

Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι με την εν λόγω προσέγγιση θα διακυβευόταν η αποτελεσματική ποινική δίωξη τέτοιων ποινικών αδικημάτων. Τούτο σημαίνει ότι η έκδοση υπηκόου κράτους μέλους καθίσταται prima facie παράνομη λόγω της δυνατότητας των γερμανικών αρχών να αναλάβουν τη δίωξη. Τούτο με τη σειρά του καθιστά κατ’ ουσίαν αδύνατον κατά το γερμανικό δίκαιο να εκδοθεί ένταλμα συλλήψεως είτε με σκοπό την έκδοση ( 17 ) είτε με σκοπό τη δίωξη στη Γερμανία ( 18 ). Η εντεύθεν καθυστέρηση μπορεί να δώσει στον κατηγορούμενο τη δυνατότητα (άλλη μία φορά) να διαφύγει τη δίωξη.

29.

Υπό αυτές τις συνθήκες, το αιτούν δικαστήριο αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία στις 23 Μαΐου 2019 και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Ισχύουν οι αρχές που απορρέουν από την απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 6ης Σεπτεμβρίου 2016, Petruhhin (C‑182/15, EU:C:2016:630), για την εφαρμογή των άρθρων 18 και 21 ΣΛΕΕ στην περίπτωση αιτήσεως τρίτου κράτους για την έκδοση πολίτη της Ένωσης ακόμη και όταν ο εκζητούμενος έχει μεταφέρει το κέντρο των βιοτικών του συμφερόντων στο κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση εκδόσεως σε χρονικό σημείο κατά το οποίο δεν ήταν ακόμη πολίτης της Ένωσης;

2)

Υποχρεούται με βάση την απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 6ης Σεπτεμβρίου 2016, Petruhhin (C‑182/15, EU:C:2016:630), το ενημερωθέν για αίτηση εκδόσεως κράτος μέλος καταγωγής να ζητήσει από το τρίτο κράτος που αιτείται την έκδοση να διαβιβάσει στο ίδιο τον φάκελο της υποθέσεως, προκειμένου να εξετάσει εάν θα αναλάβει τη δίωξη;

3)

Υποχρεούται με βάση την απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 6ης Σεπτεμβρίου 2016, Petruhhin (C‑182/15, EU:C:2016:630), το κράτος μέλος, από το οποίο ζητήθηκε από τρίτο κράτος η έκδοση πολίτη της Ένωσης, να αρνηθεί την έκδοση και να αναλάβει το ίδιο την ποινική δίωξη, όταν το εθνικό του δίκαιο του παρέχει τη δυνατότητα αυτή;»

30.

Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν ο BY, η Γερμανική Κυβέρνηση, η Ιρλανδία, η Ελληνική, η Λεττονική, η Ουγγρική, η Αυστριακή, η Πολωνική και η Ρουμανική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η επ’ ακροατηρίου συζήτηση διεξήχθη κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID‑19 και οι αντιπρόσωποι του ΒΥ, της Γερμανικής Κυβερνήσεως και της Επιτροπής ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 16ης Ιουνίου 2020. Με την άδεια του Δικαστηρίου, επετράπη στην Ιρλανδία να παραστεί εξ αποστάσεως, οι δε γραπτές παρατηρήσεις της Λεττονικής και της Πολωνικής Κυβερνήσεως αναγνώσθηκαν μεγαλοφώνως παρουσία των μελών του Δικαστηρίου και των αντιπροσώπων όσων ήταν παρόντες από τους μετέχοντες στην προδικαστική διαδικασία.

IV. Ανάλυση

Α.   Η συλλογιστική του Δικαστηρίου στην απόφαση Petruhhin

31.

Δεδομένου ότι η εφαρμογή των κρίσεων του Δικαστηρίου στην απόφαση Petruhhin –όπως επιβεβαιώθηκαν από το Δικαστήριο σε μεταγενέστερες αποφάσεις όπως οι αποφάσεις Pisciotti ( 19 ) και Raugevicius ( 20 )– στα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως βρίσκεται στο επίκεντρο των προδικαστικών ερωτημάτων του αιτούντος δικαστηρίου, πρέπει να εξετασθούν τόσο τα πραγματικά περιστατικά όσο και η συλλογιστική που ακολούθησε το Δικαστήριο στην εν λόγω υπόθεση.

32.

Στην υπόθεση Petruhhin, ο προσφεύγων ήταν Εσθονός υπήκοος ο οποίος είχε μεταβεί στη Λεττονία. Στη συνέχεια, απευθύνθηκε στις λεττονικές αρχές αίτηση εκδόσεως από τον γενικό εισαγγελέα της Ρωσικής Ομοσπονδίας, στην οποία αναφερόταν ότι ο Α. Petruhhin εκζητείται για εμπορία μεγάλης ποσότητας ναρκωτικών, συνδεόμενη με τις δραστηριότητες εγκληματικής οργανώσεως. Πάντως, το λεττονικό δίκαιο απαγόρευε την έκδοση Λεττονών υπηκόων, το δε βασικό επιχείρημα του Α. Petruhhin ήταν ότι η μη επέκταση του εν λόγω δικαιώματος σε αυτόν ως άλλον πολίτη της Ένωσης ο οποίος είχε ασκήσει το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας θα συνιστούσε μη δικαιολογημένη διάκριση σύμφωνα με το άρθρο 18 ΣΛΕΕ.

33.

Στις προτάσεις του της 10ης Μαΐου 2016, ο γενικός εισαγγελέας Υ. Bot συμφώνησε ότι όντως οι Λεττονοί υπήκοοι έχαιραν βάσει της νομοθεσίας προστασίας η οποία δεν αναγνωριζόταν στους αλλοδαπούς ( 21 ). Επομένως, επιφυλασσόταν στους πολίτες των άλλων κρατών μελών διαφορετική μεταχείριση ως προς το σημείο αυτό. Εντούτοις, ο γενικός εισαγγελέας Υ. Bot εκτίμησε ότι η εν λόγω διαφορετική μεταχείριση δικαιολογούνταν αντικειμενικά από το γεγονός ότι, ενώ η Λεττονία διέθετε εξωεδαφική δικαιοδοσία όσον αφορά αξιόποινες πράξεις τελεσθείσες από υπηκόους της στην αλλοδαπή, το λεττονικό δίκαιο γενικώς δεν προέβλεπε τέτοιο δικαίωμα όσον αφορά αλλοδαπούς όπως ο Α. Petruhhin (ο οποίος δεν διέθετε μόνιμο δικαίωμα διαμονής στη Λεττονία ( 22 )) ( 23 ). Έχοντας καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο Α. Petruhhin «δεν [μπορούσε] να διωχθεί ποινικώς στη Λεττονία για αδίκημα το οποίο φέρεται να διέπραξε στη Ρωσία», ο γενικός εισαγγελέας Υ. Bot εκτίμησε ότι:

«[…] υπό το πρίσμα του σκοπού της αποτροπής της ατιμωρησίας προσώπων που είναι ύποπτα για τη διάπραξη αδικήματος σε τρίτο κράτος, ο εν λόγω υπήκοος δεν βρίσκεται σε παρεμφερή κατάσταση με εκείνη των Λεττονών υπηκόων.

Ως εκ τούτου, η διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των πολιτών της Ένωσης που δεν είναι Λεττονοί υπήκοοι και διαμένουν στη Λεττονία και των Λεττονών υπηκόων δεν συνιστά διάκριση απαγορευόμενη από το άρθρο 18, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, στο μέτρο που δικαιολογείται από τον σκοπό της καταπολεμήσεως της ατιμωρησίας των προσώπων που είναι ύποπτα για τη διάπραξη αδικήματος σε τρίτο κράτος.» ( 24 )

34.

Ωστόσο, όπως προκύπτει, το Δικαστήριο δεν υιοθέτησε αυτή την πτυχή των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα Υ. Bot, ζήτημα στο οποίο θα επανέλθω σε επόμενο σημείο των παρουσών προτάσεων. Αντιθέτως, το Δικαστήριο έκρινε ότι, αν το εθνικό δίκαιο κράτους μέλους απαγορεύει την έκδοση των υπηκόων του, τότε η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως η οποία διαλαμβάνεται στο άρθρο 18 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι ο εν λόγω κανόνας περί απαγορεύσεως της εκδόσεως πρέπει να εκτείνεται επίσης στους υπηκόους των άλλων κρατών μελών. Η σχετική παράλειψη συνιστά, επιπλέον, περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας κατά το άρθρο 21 ΣΛΕΕ ( 25 ).

35.

Το Δικαστήριο έκρινε περαιτέρω ότι, για να είναι δικαιολογημένος, ο εν λόγω περιορισμός πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικούς λόγους και να είναι αναλογικός με τον θεμιτό σκοπό που επιδιώκεται. Επισήμανε ότι, ενώ τα κράτη τα οποία δεν εκδίδουν τους υπηκόους τους είναι συνήθως σε θέση να αναλαμβάνουν την άσκηση ποινικής διώξεως των εν λόγω υπηκόων, τούτο εν γένει δεν ισχύει ως προς τους υπηκόους τρίτων χωρών. Επομένως, υπήρχε ανησυχία ως προς τον κίνδυνο να μείνει ατιμώρητο το φερόμενο αδίκημα. Η διασφάλιση της αποτροπής του κινδύνου αυτού αποτελούσε θεμιτό σκοπό του δικαίου της Ένωσης ( 26 ).

36.

Λαμβανομένων υπόψη των εν λόγω δυσχερειών, το Δικαστήριο πρότεινε στη συνέχεια ένα μέτρο το οποίο, κατά την κρίση του, θα πληρούσε το απαιτούμενο κριτήριο αναλογικότητας. Το μέτρο αυτό στηριζόταν στην αρχή της καλόπιστης συνεργασίας η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, ΣΕΕ. Το Δικαστήριο έκρινε ότι, ελλείψει κανόνων του δικαίου της Ένωσης που διέπουν την έκδοση, η εν λόγω αρχή επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να θέτουν σε εφαρμογή όλους τους μηχανισμούς συνεργασίας και αμοιβαίας συνδρομής που στον τομέα των ποινικών υποθέσεων προβλέπονται βάσει του δικαίου της Ένωσης ( 27 ). Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έκρινε ότι:

«[…] τα άρθρα 18 ΣΛΕΕ και 21 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι, οσάκις σε κράτος μέλος, στο οποίο μετέβη πολίτης της Ένωσης που είναι υπήκοος άλλου κράτους μέλους, απευθύνεται αίτηση εκδόσεως από τρίτο κράτος, με το οποίο το πρώτο κράτος μέλος έχει συνάψει συμφωνία περί εκδόσεως, το κράτος μέλος αυτό υποχρεούται να ενημερώσει το κράτος μέλος του οποίου την ιθαγένεια έχει ο εν λόγω πολίτης και, ενδεχομένως, κατόπιν αιτήματος του δευτέρου αυτού κράτους μέλους, να του παραδώσει τον πολίτη αυτόν, σύμφωνα με τις διατάξεις της [αποφάσεως-πλαισίου 2002/584], υπό την προϋπόθεση ότι αυτό το κράτος μέλος έχει δικαιοδοσία, βάσει του εθνικού δικαίου του, να ασκήσει δίωξη κατά του προσώπου αυτού για πράξεις τελεσθείσες στην αλλοδαπή.» ( 28 )

Β.   Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδόσεως του 1957

37.

Θα επανέλθω σε λίγο στην απόφαση Petruhhin και στον αντίκτυπο που έχει επί της υπό κρίση υποθέσεως. Ωστόσο, πρέπει στο σημείο αυτό να λεχθεί κάτι παραπάνω σχετικά με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδόσεως του 1957. Όπως επισημαίνει η Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις της, δεν υφίσταται ισχύουσα διεθνής σύμβαση μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ουκρανίας όσον αφορά την έκδοση. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι κανόνες περί εκδόσεως υπάγονται στην αρμοδιότητα των κρατών μελών. Εν προκειμένω, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι η διεθνής σύμβαση βάσει της οποίας η Ουκρανία ζητεί την έκδοση είναι η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδόσεως του 1957. Η Σύμβαση αυτή αποτελεί σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης στην οποία η Γερμανία και η Ουκρανία καθώς και η Ρουμανία είναι συμβαλλόμενα μέρη. Πριν προχωρήσω περαιτέρω στην ανάλυση, θα εξετάσω τον αντίκτυπο που οι αρχές που εκτίθενται στην απόφαση Petruhhin ( 29 ) έχουν για την εφαρμογή της εν λόγω Συμβάσεως.

38.

Το άρθρο 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως του 1957 προβλέπει υποχρέωση εκδόσεως όταν ο εκζητούμενος διώκεται για αδίκημα για το οποίο χωρεί έκδοση. Φαίνεται ότι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το αδίκημα για το οποίο διώκεται ο ΒΥ πληροί τα κατά το άρθρο 2 της Συμβάσεως κριτήρια του αδικήματος για το οποίο «χωρεί έκδοση». Η Σύμβαση προβλέπει διάφορες εξαιρέσεις στις οποίες η αρμόδια αρχή δύναται ή υποχρεούται να αρνηθεί την έκδοση (επί παραδείγματι, αδικήματα πολιτικού χαρακτήρα, σύμφωνα με το άρθρο της 3, ή αν το αδίκημα διαπράχθηκε εντός του εδάφους του κράτους από το οποίο ζητείται η έκδοση, σύμφωνα με το άρθρο της 7) οι οποίες προφανώς δεν αφορούν την υπό κρίση υπόθεση. Το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως του 1957 αναγνωρίζει επίσης στα συμβαλλόμενα μέρη το δικαίωμα να αρνηθούν την έκδοση των δικών τους υπηκόων. Προφανώς εν προκειμένω δεν πρόκειται περί αυτού, διότι ο ΒΥ, ενώ έχει τόσο τη ρουμανική όσο και την ουκρανική ιθαγένεια, δεν είναι Γερμανός υπήκοος.

39.

Ανακύπτει, επομένως, το ερώτημα αν και με ποιον τρόπο το κράτος μέλος από το οποίο ζητείται η έκδοση μπορεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει των άρθρων 18 και 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (στις οποίες συγκαταλέγεται η υποχρέωση παραδόσεως του εκζητούμενου στο κράτος μέλος καταγωγής σύμφωνα με τις διατάξεις της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584) ( 30 ), αν το κράτος μέλος καταγωγής εκδώσει ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως ταυτόχρονα με την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που υπέχει βάσει της Συμβάσεως.

40.

Ακριβώς για αυτόν τον λόγο η Γερμανία αναφέρθηκε στο άρθρο 17 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως του 1957, το οποίο αφορά συγκρούσεις αιτήσεων, καθώς και στο άρθρο 16, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, το οποίο αφορά τις συγκρούσεις μεταξύ ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως και αιτήσεως εκδόσεως απευθυνθείσας από τρίτη χώρα. Μολονότι αμφότερες οι διατάξεις αφορούν συγκρούσεις αιτήσεων, ουδόλως δίνουν σαφή προτεραιότητα στην αίτηση που απευθύνεται από το κράτος μέλος καταγωγής. Εντούτοις, δεδομένου ότι η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδόσεως του 1957 είναι διεθνής σύμβαση στην οποία η Ένωση δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος, σε αντίθεση με την απόφαση-πλαίσιο 2002/584, η εν λόγω Σύμβαση δεν υπάγεται στην ερμηνευτική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου. Ωστόσο, είναι χρήσιμο να γίνει αναφορά στις διατάξεις της Συμβάσεως καθόσον αποτελούν το υπόβαθρο της ουκρανικής αιτήσεως εκδόσεως.

41.

Δεδομένου ότι η δήλωση που περιέχεται σε ρηματική διακοίνωση της Μόνιμης Αντιπροσωπείας της Γερμανίας, της 8ης Νοεμβρίου 2010, η οποία πρωτοκολλήθηκε στη Γενική Γραμματεία της υπηρεσίας του Συμβουλίου της Ευρώπης που παρακολουθεί τις Συνθήκες στις 9 Νοεμβρίου 2010 όσον αφορά την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδόσεως του 1957, καλύπτει μόνο τις σχέσεις με τα άλλα κράτη μέλη, το άρθρο 17 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως του 1957 εξακολουθεί να ισχύει για τη Γερμανία όσον αφορά τις σχέσεις της με την Ουκρανία. Επομένως, τυχόν ερμηνεία του άρθρου 16, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 από το Δικαστήριο δεν θα επέλυε το ζήτημα όσον αφορά το άρθρο 17 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως του 1957. Στο ζήτημα αυτό θα επανέλθω σε επόμενο σημείο των παρουσών προτάσεων.

Γ.   Ορισμένες προκαταρκτικές παρατηρήσεις: ήταν ορθή η απόφαση Petruhhin;

42.

Μολονότι θα προχωρήσω στην ανάλυση των τριών ερωτημάτων που υποβλήθηκαν, θεωρώ ότι είναι αναγκαίο να εξετάσω το ζήτημα αν η απόφαση Petruhhin ήταν ορθή, μολονότι, όπως επιβεβαιώθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, μόνον η Ιρλανδία καλεί τώρα το Δικαστήριο να αποστεί από την απόφαση αυτή. Από την πλευρά μου, ωστόσο, φρονώ ότι η πραγματοποιηθείσα από τον γενικό εισαγγελέα Υ. Bot ανάλυση του ζητήματος που αφορά το άρθρο 18 ΣΛΕΕ ήταν απολύτως ορθή. Όπως επισήμανε, κανόνας ο οποίος απαγορεύει την έκδοση των υπηκόων ενός κράτους συνδέεται στενά με την έννοια της κυριαρχίας του κράτους επί των υπηκόων του και της συνακόλουθης υποχρεώσεως του κράτους να προστατεύει τους υπηκόους του «από την εφαρμογή αλλοδαπών ποινικών συστημάτων, των οποίων δεν γνωρίζουν τη διαδικασία και τη γλώσσα και στο πλαίσιο των οποίων η υπεράσπισή τους καθίσταται δυσχερής» ( 31 ).

43.

Μολονότι ενδεχομένως ο κανόνας σχετικά με τη μη έκδοση από κράτος των δικών του υπηκόων απηχεί μια παραδοσιακή έννοια ελλείψεως εμπιστοσύνης στα αλλοδαπά νομικά συστήματα και έχει τις ρίζες του σε έναν κόσμο λιγότερο παγκοσμιοποιημένο, το ζήτημα δεν βρίσκεται εκεί. Το πραγματικό νόημα της πρακτικής των κρατών σχετικά με την αρχή aut dedere, aut judicare ήταν ότι το κράτος της ιθαγένειας του εκζητούμενου είχε την επιλογή να ασκήσει ποινική δίωξη κατά του εν λόγω προσώπου βάσει των δικών του νόμων όσον αφορά αξιόποινες πράξεις που τελέσθηκαν στην αλλοδαπή. Είχε την εν λόγω εξωεδαφική δικαιοδοσία δυνάμει της ασκήσεως της κυριαρχίας του όσον αφορά τους υπηκόους του. Ασφαλώς –όπως δείχνει η ίδια η κλασική απόφαση του Διαρκούς Διεθνούς Δικαστηρίου στην υπόθεση Lotus ( 32 )– υπάρχουν ορισμένες περιστάσεις υπό τις οποίες ένα κράτος μπορεί επίσης να έχει δικαιοδοσία όσον αφορά αδικήματα που έχουν τελεσθεί στην αλλοδαπή από πρόσωπα τα οποία δεν είναι δικοί του υπήκοοι. Εντούτοις, ισχύει ότι, ελλείψει ειδικών διεθνών συμφωνιών με τις οποίες παρέχεται οικουμενική δικαιοδοσία όσον αφορά συγκεκριμένα εγκλήματα, η δικαιοδοσία αυτή περιορίζεται εν γένει σε συγκεκριμένες περιστάσεις, όπου τα γεγονότα, οι πράξεις και τα πρόσωπα επί των οποίων ισχύει ο νόμος που έχει εξωεδαφικό αποτέλεσμα αφορούν την ειρήνη, την τάξη και την καλή διακυβέρνηση του συγκεκριμένου κράτους ή τουλάχιστον τα συμφέροντα υπηκόου του εν λόγω κράτους, κατά τρόπον ώστε να υφίσταται πραγματικός σύνδεσμος μεταξύ της ασκήσεως της εξωεδαφικής δικαιοδοσίας όσον αφορά αλλοδαπούς και του κράτους που την ασκεί ( 33 ).

44.

Μολονότι η συλλογιστική και το σκεπτικό της αποφάσεως του Διαρκούς Διεθνούς Δικαστηρίου στην υπόθεση Lotus ( 34 ) δεν έχουν παύσει να αποτελούν αντικείμενο εκτενών αναλύσεων κατά τα τελευταία 90 περίπου χρόνια, καθόσον η απόφαση αυτή ήταν η πρώτη στον τομέα αυτόν, οι δε περιορισμοί και, πράγματι, η σημασία της εν λόγω αποφάσεως όσον αφορά τις σύγχρονες συνθήκες αποτελούν το αντικείμενο συζητήσεων ( 35 ), δεν θα είχα κάτι να βελτιώσω στην ακόλουθη δήλωση σχετικά με το σύγχρονο διεθνές δίκαιο και πρακτική η οποία περιλαμβάνεται στη χωριστή γνώμη του προέδρου Guillaume στην απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου στην υπόθεση Arrest Warrant:

«Τα κράτη πρωτίστως ασκούν την ποινική τους δικαιοδοσία στο έδαφός τους. Στο παραδοσιακό διεθνές δίκαιο, συνήθως έχουν δικαιοδοσία όσον αφορά αξιόποινη πράξη τελεσθείσα στην αλλοδαπή αν ο δράστης ή, τουλάχιστον, το θύμα είναι υπήκοοί τους, ή αν το έγκλημα αποτελεί απειλή για την εσωτερική ή την εξωτερική ασφάλειά τους. Επιπλέον, δύνανται να ασκούν τη δικαιοδοσία τους σε περιπτώσεις πειρατείας και επικουρικής οικουμενικής δικαιοδοσίας προβλεπομένης από διάφορες συμβάσεις αν ο δράστης ευρίσκεται στο έδαφός τους. Ωστόσο πέραν των περιπτώσεων αυτών, το διεθνές δίκαιο δεν δέχεται την οικουμενική δικαιοδοσία […].» ( 36 )

45.

Το χωρίο αυτό είναι αντίστοιχο με όσα αναγνώρισε το Δικαστήριο στην απόφαση Petruhhin, ήτοι ότι το κράτος μέλος «δεν διαθέτει, κατά κανόνα, δικαιοδοσία για την εκδίκαση» πράξεων που συνιστούν σοβαρές αξιόποινες πράξεις «που τελέστηκαν εκτός της επικράτειάς του» όταν «ούτε ο αυτουργός ούτε το θύμα της προβαλλομένης αξιόποινης πράξεως έχει την ιθαγένεια του εν λόγω κράτους μέλους» ( 37 ).

46.

Όλα τα ανωτέρω αρκούν για να αποδειχθεί ότι πράγματι υφίσταται ουσιώδης διαφορά μεταξύ της θέσεως, αφενός, του πολίτη κράτους το οποίο δεν εκδίδει τους δικούς του υπηκόους και, αφετέρου, των αλλοδαπών όσον αφορά την εξωεδαφική εφαρμογή του ποινικού δικαίου του κράτους αυτού. Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας Υ. Bot με τις προτάσεις του στην υπόθεση Petruhhin ( 38 ), στις περιπτώσεις αυτές υφίσταται κίνδυνος ατιμωρησίας όσον αφορά τους δεύτερους ο οποίος δεν υφίσταται όσον αφορά τον πρώτο.

47.

Μολονότι το συγκεκριμένο κράτος μπορεί να επιλέξει να ασκήσει ποινική δίωξη κατά των υπηκόων του για αξιόποινες πράξεις που φέρεται ότι τελέσθηκαν στην αλλοδαπή, η κατάσταση είναι συνήθως διαφορετική στην περίπτωση των αξιόποινων πράξεων που φέρεται ότι τελέσθηκαν στην αλλοδαπή από αλλοδαπούς. Μολονότι στις τελευταίες αυτές περιπτώσεις η εμβέλεια της εξωεδαφικής δικαιοδοσίας του κράτους είναι συζητήσιμη, εντούτοις δεν αμφισβητείται ότι το διεθνές δίκαιο και η διεθνής πρακτική θέτουν ορισμένους περιορισμούς στην ικανότητα του κράτους να νομοθετεί με εξωεδαφικό αποτέλεσμα, όσον αφορά αδικήματα που διαπράττονται από αλλοδαπούς εκτός του εδάφους του, οι οποίοι περιορισμοί είναι διαφορετικοί από εκείνους που ισχύουν στην περίπτωση των δικών του υπηκόων. Τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως Petruhhin επιβεβαιώνουν με τον τρόπο τους την ανωτέρω κρίση διότι βάσει του λεττονικού δικαίου Εσθονός υπήκοος ο οποίος δεν ήταν κάτοχος άδειας μόνιμης διαμονής στη Λεττονία δεν μπορούσε να διωχθεί ποινικώς στη Λεττονία για τη φερόμενη εμπλοκή που σε δραστηριότητες εμπορίας ναρκωτικών εντός της Ρωσικής Ομοσπονδίας ( 39 ).

48.

Όλα αυτά αποδεικνύουν ότι, αφενός, οι υπήκοοι του κράτους μέλους και, αφετέρου, οι άλλοι πολίτες της Ένωσης δεν τελούν σε συγκρίσιμες καταστάσεις όσον αφορά κανόνα κατά τον οποίο το κράτος μέλος υποδοχής αρνείται την έκδοση των δικών του υπηκόων. Υπό το πρίσμα αυτής της θεμελιώδους διαφοράς, φρονώ ότι δεν υπήρξε –ούτε υπάρχει– δυσμενής διάκριση όσον αφορά το άρθρο 18 ΣΛΕΕ σχετικά με την εφαρμογή της εξαιρέσεως της ιθαγένειας, λόγω των διαφορετικών κανόνων που ισχύουν για την άσκηση της εξωεδαφικής δικαιοδοσίας όσον αφορά αδικήματα τελεσθέντα στην αλλοδαπή αναλόγως του αν το σχετικό πρόσωπο είναι πολίτης του κράτους μέλους καταγωγής. Ως εκ τούτου, επαναλαμβάνω ότι υπό αυτές τις συνθήκες υφίσταται κίνδυνος ατιμωρησίας στη δεύτερη περίπτωση, ο οποίος δεν υφίσταται στην πρώτη. Αυτή είναι η ουσιώδης διαφορά μεταξύ των δύο κατηγοριών περιστάσεων, η οποία σημαίνει ότι οι εν λόγω διαφορετικοί κανόνες όσον αφορά την έκδοση αναλόγως της ιθαγένειας του εκζητούμενου, κατά τη γνώμη μου, δεν καταλήγουν σε δυσμενή διάκριση όσον αφορά το άρθρο 18 ΣΛΕΕ.

49.

Βεβαίως, η απόφαση Petruhhin είναι σχετικά πρόσφατη απόφαση του τμήματος μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου. Εντούτοις, ακόμη και στο σχετικά μικρό χρονικό διάστημα που έχει διαρρεύσει από την έκδοσή της, η εν λόγω απόφαση έχει οδηγήσει στην έκδοση σειράς ολοένα και πιο σύνθετων αποφάσεων, οι οποίες όλες, η καθεμία με τον τρόπο της, δείχνουν πόσο δύσκολη είναι στην πράξη η εφαρμογή των αρχών της αποφάσεως Petruhhin ( 40 ).

50.

Παράδειγμα αυτού είναι η απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Raugevicius ( 41 ), η οποία ήταν υπόθεση όπου η Ρωσική Ομοσπονδία είχε ζητήσει από τη Φινλανδία την έκδοση Λιθουανού υπηκόου, ο οποίος είχε επίσης τη ρωσική ιθαγένεια, για την εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής που είχε επιβληθεί από ρωσικό δικαστήριο. Μολονότι το φινλανδικό δίκαιο απαγόρευε την έκδοση υπηκόων του σε τρίτες χώρες, εντούτοις προέβλεπε μηχανισμό με τον οποίο οι ποινές που σε τρίτες χώρες επιβάλλονταν σε Φινλανδούς υπηκόους «ή [αλλοδαπό] που διαμένει μόνιμα στη Φινλανδία» μπορούσαν να εκτιθούν στο έδαφος του εν λόγω κράτους. Κατά συνέπεια, είχε ανακύψει το ζήτημα αν υπό αυτές τις περιστάσεις μπορούσαν να εφαρμοστούν οι αρχές της αποφάσεως Petruhhin.

51.

Στις προτάσεις του ( 42 ) ο γενικός εισαγγελέας Υ. Bot επισήμανε τις ενδεχόμενες δυσκολίες. Δεν ήταν δυνατόν να ζητηθεί από τις λιθουανικές δικαστικές αρχές να έχουν τη δυνατότητα εκδόσεως ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως στο πλαίσιο νέας ποινικής διώξεως, καθόσον αυτό θα αντέβαινε προς την αρχή ne bis in idem ( 43 ). Εν συνεχεία, ο γενικός εισαγγελέας Υ. Bot επισήμανε τα εξής:

«Επίσης, θεωρώ ότι δεν είναι δυνατόν να επινοηθεί μηχανισμός μέσω του οποίου οι λιθουανικές δικαστικές αρχές θα έχουν τη δυνατότητα εκδόσεως ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως με σκοπό την εκτέλεση της ποινής επί του λιθουανικού εδάφους. Πέραν του νομικού κωλύματος που συνίσταται στο γεγονός ότι η προς εκτέλεση ποινή επιβλήθηκε από δικαστήριο τρίτου κράτους, επισημαίνω ότι σε μια τέτοια περίπτωση οι φινλανδικές αρχές βασίμως θα μπορούν να επικαλεστούν τον λόγο προαιρετικής μη εκτελέσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως ο οποίος προβλέπεται στο άρθρο 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, βάσει του οποίου η δικαστική αρχή εκτελέσεως δύναται να αρνηθεί την εκτέλεση ενός τέτοιου εντάλματος που έχει εκδοθεί με σκοπό την εκτέλεση ποινής στερητικής της ελευθερίας, όταν ο εκζητούμενος “διαμένει στο κράτος μέλος εκτέλεσης, είναι υπήκοος ή κάτοικός του” και το εν λόγω κράτος δεσμεύεται να εκτελέσει την ποινή αυτή σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο.» ( 44 )

52.

Εντούτοις, το Δικαστήριο υιοθέτησε διαφορετική άποψη. Επισήμανε ότι η φινλανδική εξαίρεση ιθαγένειας εισήγε εκ πρώτης όψεως δυσμενή διάκριση όσον αφορά το άρθρο 18 ΣΛΕΕ, έκρινε δε περαιτέρω ότι, κατ’ εφαρμογήν των αρχών της αποφάσεως Petruhhin ( 45 ), ένας τέτοιος κανόνας μπορεί να δικαιολογηθεί μόνον «εφόσον στηρίζεται σε αντικειμενικούς λόγους και τελεί σε σχέση αναλογικότητας προς τον θεμιτώς επιδιωκόμενο από το εθνικό δίκαιο σκοπό» ( 46 ).

53.

Εν συνεχεία, το Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα αν οι αρχές της αποφάσεως Petruhhin είχαν εφαρμογή στο πλαίσιο αιτήσεως εκδόσεως απευθυνθείσας από τρίτη χώρα σχετικά με την εκτέλεση ποινής. Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η κίνηση νέας ποινικής διώξεως κατά προσώπου που έχει ήδη δικασθεί και καταδικασθεί στο κράτος το οποίο ζητεί την έκδοση ενδέχεται να αντιβαίνει προς την αρχή ne bis in idem. Εν συνεχεία, το Δικαστήριο επισήμανε ότι:

«[…] μολονότι η αρχή ne bis in idem, όπως αυτή κατοχυρώνεται από το εθνικό δίκαιο, μπορεί να κωλύει την άσκηση ποινικής διώξεως, από ένα κράτος μέλος, κατά των προσώπων τα οποία αφορά αίτηση εκδόσεως υποβληθείσα με σκοπό την εκτέλεση ποινής, εντούτοις, για να αποφευχθεί ο κίνδυνος ατιμωρησίας των προσώπων αυτών, υπάρχουν μηχανισμοί στο εθνικό δίκαιο και/ή στο διεθνές δίκαιο μέσω των οποίων τα πρόσωπα αυτά μπορούν να εκτίσουν τις ποινές τους, μεταξύ άλλων, στο κράτος του οποίου είναι υπήκοοι και, ως εκ τούτου, να έχουν αυξημένες πιθανότητες κοινωνικής επανεντάξεως μετά την έκτιση των ποινών τους.» ( 47 )

54.

Ακολούθως, το Δικαστήριο έκανε μνεία της Συμβάσεως για τη μεταγωγή καταδίκων της 21ης Μαρτίου 1983 ( 48 ), στην οποία όλα τα κράτη μέλη καθώς και η Ρωσική Ομοσπονδία είναι συμβαλλόμενα μέρη. Η Σύμβαση για τη μεταγωγή καταδίκων προβλέπει υπό ορισμένες συνθήκες τη μεταγωγή προσώπων, τα οποία εκτίουν ποινές σε φυλακές της αλλοδαπής, στο κράτος μέλος καταγωγής τους προκειμένου να εκτίσουν εκεί την ποινή τους.

55.

Στη συνέχεια, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η Φινλανδία προέβλεπε ότι από την εν λόγω Σύμβαση μπορούν να ωφεληθούν τόσο οι δικοί της υπήκοοι όσο και οι αλλοδαποί που ήταν μόνιμοι κάτοικοι Φινλανδίας. Κατά συνέπεια, ήταν δυνατόν ο D. Raugevicius να θεωρηθεί μόνιμος κάτοικος Φινλανδίας και, ως εκ τούτου, να εκτίσει το υπόλοιπο της ποινής του στη Φινλανδία, αν υπήρχε συγκατάθεση τόσο του ιδίου όσο και της Ρωσικής Ομοσπονδίας.

56.

Ακολούθως, το Δικαστήριο κατέληξε στο ακόλουθο συμπέρασμα:

«[…] τα άρθρα 18 και 21 ΣΛΕΕ επιβάλλουν οι υπήκοοι άλλων κρατών μελών οι οποίοι είναι μόνιμοι κάτοικοι Φινλανδίας και για τους οποίους έχει υποβληθεί αίτηση εκδόσεως εκ μέρους τρίτης χώρας, με σκοπό την έκτιση στερητικής της ελευθερίας ποινής, να καλύπτονται από τον κανόνα που απαγορεύει την έκδοση ο οποίος ισχύει για τους Φινλανδούς υπηκόους και να μπορούν, υπό τις ίδιες με αυτούς τους τελευταίους προϋποθέσεις, να εκτίουν την ποινή τους στη φινλανδική επικράτεια. Αντιθέτως, αν ένας πολίτης όπως ο D. Raugevicius δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μόνιμος κάτοικος του κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση εκδόσεως, το ζήτημα της εκδόσεως ρυθμίζεται βάσει του εθνικού δικαίου ή του διεθνούς δικαίου που τυγχάνει εφαρμογής.» ( 49 )

57.

Μολονότι είναι αληθές ότι η απόφαση Raugevicius ( 50 ) αφορούσε την ελαφρώς διαφορετική περίπτωση αιτήσεως εκδόσεως για την εκτέλεση ποινής, εντούτοις με τον τρόπο της υπογραμμίζει τα όρια της αποφάσεως Petruhhin, ακριβώς διότι εν γένει υπάρχουν διαφορές όσον αφορά την έκδοση μεταξύ της καταστάσεως, αφενός, των υπηκόων του κράτους μέλους καταγωγής και, αφετέρου, των υπηκόων των άλλων κρατών μελών.

58.

Από την απόφαση Raugevicius ( 51 ) προκύπτει σαφώς ότι το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι, αν το φινλανδικό δίκαιο δεν εξομοίωνε την κατάσταση του εκζητούμενου με εκείνη των υπηκόων του ( 52 ), οπότε η Σύμβαση του 1983 για τη μεταγωγή των καταδίκων θα μπορούσε να έχει εφαρμογή επί του εκζητούμενου, δεν θα ήταν δυνατή η εφαρμογή της αποφάσεως Petruhhin στα πραγματικά περιστατικά της εν λόγω υποθέσεως.

59.

Επιπλέον, φοβούμαι ότι η απόφαση Petruhhin ενδέχεται να δημιουργήσει πρακτικές δυσκολίες, κυρίως διότι η νομοθεσία αλλά και η πρακτική που αφορούν την παράδοση και την έκδοση –όπως αποτυπώνονται είτε στην απόφαση-πλαίσιο 2002/584 είτε στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδόσεως του 1957– δεν είναι κατ’ ανάγκη προσαρμοσμένες ακριβώς στις αιτήσεις που το κράτος μέλος υποδοχής απευθύνει στις διωκτικές αρχές του κράτους μέλους καταγωγής σχετικά με την ποινική δίωξη υπηκόου του κράτους μέλους καταγωγής για αδικήματα τελεσθέντα σε τρίτη χώρα, ή ακόμη και στις αιτήσεις είτε του κράτους μέλους καταγωγής είτε του κράτους μέλους υποδοχής που απευθύνονται προς την τρίτη χώρα στην οποία τελέσθηκε το εν λόγω αδίκημα.

60.

Ορισμένα από τα εν λόγω πρακτικά ζητήματα που τίθενται από την απόφαση Petruhhin εξετάσθηκαν από το αιτούν δικαστήριο και επίσης προβλήθηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση από τους εκπροσώπους διαφόρων κρατών μελών. Όλα αυτά τα πρακτικά προβλήματα εγείρουν ζητήματα σχετικά με την ενδεχόμενη ποινική ατιμωρησία. Επί παραδείγματι, πόσο πρέπει να αναμένει το κράτος μέλος υποδοχής για τη λήψη αποφάσεως από το κράτος μέλος καταγωγής; Θα μπορούσε να επισημανθεί παρεμπιπτόντως ότι τέτοιες καθυστερήσεις θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ιδιαιτέρως προβληματικές καταστάσεις αν ο εκζητούμενος παρέμεινε σε κράτηση στο κράτος μέλος υποδοχής. Ενώ το εν λόγω κράτος μπορεί να μην είναι διατεθειμένο να θέσει τον εκζητούμενο υπό κράτηση για μεγάλο χρονικό διάστημα εν αναμονή της εκβάσεως της αιτήσεως που έχει απευθύνει στο κράτος μέλος καταγωγής, τυχόν απόφαση προσωρινής απολύσεως του εν λόγω προσώπου θα μπορούσε επίσης να αποβεί προβληματική, ιδίως αν θεωρούνταν ότι ως προς το εν λόγω πρόσωπο συνέτρεχε κίνδυνος διαφυγής.

61.

Στο πλαίσιο αυτό, όλα τα κράτη μέλη που έλαβαν μέρος στην προδικαστική διαδικασία συμφωνούν κατ’ ουσίαν ότι το κράτος μέλος καταγωγής δεν διαθέτει επαρκείς πληροφορίες ώστε να προχωρήσει στην έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως όταν απευθύνεται σε αυτό κράτος μέλος υποδοχής με την πληροφορία ότι τρίτη χώρα ζητεί την έκδοση ενός από τους υπηκόους του που βρίσκεται στο κράτος μέλος υποδοχής, καθώς και να αποφασίσει επί του ζητήματος αν επιθυμεί να ζητήσει την παράδοση του υπηκόου του, προκειμένου να αναλάβει αυτό την ποινική δίωξη.

62.

Επίσης, όλα τα κράτη μέλη συμφωνούν κατ’ ουσίαν ότι δεν υφίσταται συγκεκριμένη προθεσμία που να μπορεί να εφαρμοστεί σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες το κράτος μέλος υποδοχής μπορεί να αναμένει απάντηση από το κράτος μέλος καταγωγής σχετικά με το αν σκοπεύει να εκδώσει ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως ή, πράγματι, μέχρι πότε πρέπει να εκδώσει το εν λόγω ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως αν προτίθεται να το εκδώσει. Μολονότι δεν αποτελεί προδικαστικό ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου, το ζήτημα των εν λόγω προθεσμιών τέθηκε με τις ερωτήσεις που απευθύνθηκαν προς τους μετέχοντες στην προδικαστική διαδικασία προς απάντηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και επίσης αποτέλεσε το αντικείμενο γραπτής απαντήσεως της Επιτροπής σε ερώτηση του Δικαστηρίου, η οποία τέθηκε με σκοπό την ενημέρωσή του σχετικά με την εφαρμογή των αρχών της αποφάσεως Petruhhin ( 53 ) στις πρακτικές των κρατών μελών. Επομένως, φαίνεται να υφίσταται γενική συμφωνία των κρατών μελών (συμπεριλαμβανομένων αυτών που παρέστησαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, αλλά και προκύπτει από τα έγγραφα που προσκόμισε η Επιτροπή με τα οποία επιδιωκόταν η εξέταση της εφαρμογής στην πράξη της αποφάσεως Petruhhin) ως προς το ότι το κράτος μέλος καταγωγής θα πρέπει να αποφασίσει αν θα εκδώσει ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως το συντομότερο δυνατό, αλλά και ως προς το ότι η προθεσμία θα εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της επίμαχης υποθέσεως. Ένας κρίσιμος παράγοντας είναι αν ο εκζητούμενος τελεί υπό κράτηση με σκοπό την έκδοση.

63.

Πάντως, από τις απαντήσεις που η Επιτροπή ζήτησε να της παράσχουν τα κράτη μέλη ( 54 ) προκύπτει ότι οι προθεσμίες που τίθενται κυμαίνονται μεταξύ 10 και 45 ημερών με χορήγηση μεγαλύτερων προθεσμιών μόνον από ορισμένα κράτη ή σε εξαιρετικές περιπτώσεις ( 55 ). Μόνον λίγα κράτη μέλη δεν θέτουν καθόλου προθεσμίες. Αυτό, ωστόσο, δημιουργεί σημαντική αβεβαιότητα.

64.

Είναι δύσκολο να αποφευχθεί η εντύπωση ότι οι όποιες προθεσμίες που έχουν τεθεί είναι εν γένει υπερβολικά σύντομες για να έχει είτε το κράτος μέλος καταγωγής είτε το κράτος μέλος υποδοχής τη δυνατότητα να επικοινωνήσει με το κράτος που ζητεί την έκδοση μέσω αιτήσεως αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής, να λάβει απάντηση, να την μεταφράσει και να αξιολογήσει έναν φάκελο ο οποίος μπορεί να περιλαμβάνει εκατοντάδες σελίδες. Το χρονικό πλαίσιο είναι ιδιαιτέρως πιεστικό και οπωσδήποτε πολύ συχνά υπερβολικά σύντομο, ακόμη και αν ισχύουν συνθήκες αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής. Σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες δεν συμβαίνει αυτό και πρέπει να χρησιμοποιηθεί η διπλωματική οδός, μπορεί να είναι εντελώς αδύνατον για το κράτος μέλος καταγωγής να εκδώσει ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως εντός μιας τέτοιας προθεσμίας. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο εκπρόσωπος της Επιτροπής επισήμανε ότι αυτό θα μπορούσε να μην ισχύει μόνο στην εξαιρετική περίπτωση που το κράτος μέλος καταγωγής έχει ήδη κινήσει, εκ παραλλήλου, έρευνα σχετικά με το εν λόγω πρόσωπο.

65.

Επίσης ανακύπτουν άλλα, πρόσθετα προβλήματα. Είναι το κράτος μέλος υποδοχής ελεύθερο να διαβιβάσει τα έγγραφα που η τρίτη χώρα διαβίβασε στο κράτος μέλος καταγωγής, ή απαιτείται προς τούτο η συγκατάθεση της τρίτης χώρας; Επιπλέον, αν, εν προκειμένω, η Ρουμανία δεχόταν να αναλάβει την ποινική δίωξη και εκδιδόταν προς τούτο ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως, αν μη τι άλλο θα ανέκυπτε ζήτημα –με την επιφύλαξη του άρθρου 17 της Συμβάσεως– όσον αφορά το αν η Γερμανία είχε στην περίπτωση αυτή συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 1 της Συμβάσεως, διότι τούτο θα σήμαινε κατ’ ανάγκη την άρνηση εκδόσεως του υπόπτου στην Ουκρανία, για λόγους μη περιληφθέντες προηγουμένως στις διάφορες δηλώσεις που κατέθεσε η Γερμανία σύμφωνα με το άρθρο 6 της Συμβάσεως ( 56 ). Ανακύπτει επίσης το ερώτημα τι πρόκειται να συμβεί αν ο εκζητούμενος δεν επιθυμεί να αναλάβει τη δίωξή του το κράτος μέλος καταγωγής του.

66.

Κατά συνέπεια, η πράξη και η πείρα δείχνουν ότι οι καταστάσεις των ημεδαπών και των αλλοδαπών δεν είναι στην πραγματικότητα συγκρίσιμες για τους σκοπούς της εφαρμογής των αρχών της ισότητας κατά το άρθρο 18 ΣΛΕΕ. Τα εν λόγω πρακτικά προβλήματα που αφορούν την ενδεχόμενη ποινική ατιμωρησία επιδεινώνονται από την έλλειψη κατάλληλου νομοθετικού πλαισίου από την πλευρά της Ένωσης. Επομένως, για όλους τους λόγους που μόλις εξέθεσα, προτείνω στο Δικαστήριο να αποστεί από την απόφαση Petruhhin.

67.

Εντούτοις, για την περίπτωση που το Δικαστήριο δεν δεχθεί την ανωτέρω ανάλυση, θα απαντήσω στα τρία ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο. Στις απαντήσεις που ακολουθούν, θα υποθέσω (σε αντίθεση με την άποψή μου) ότι η απόφαση Petruhhin ήταν ορθή.

Δ.   Επί του πρώτου ερωτήματος

68.

Με το πρώτο του ερώτημα το αιτούν δικαστήριο επιθυμεί να διευκρινισθεί αν οι ως άνω αρχές σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 18 και 21 ΣΛΕΕ ισχύουν επίσης στην περίπτωση που το ενδιαφερόμενο πρόσωπο απέκτησε την ιθαγένεια της Ένωσης σε χρονικό σημείο μεταγενέστερο της εγκαταστάσεώς του σε κράτος μέλος άλλο από το κράτος μέλος καταγωγής του. Δεδομένου ότι η συλλογιστική του Δικαστηρίου στην απόφαση Petruhhin στηρίζεται σαφώς στο γεγονός ότι τίθεται ζήτημα περιορισμού της ελεύθερης κυκλοφορίας πολίτη της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 21 ΣΛΕΕ, ανακύπτει το ζήτημα αν εν προκειμένω υφίσταται παράβαση του άρθρου 21 ΣΛΕΕ.

69.

Η Ιρλανδία προβάλλει ότι, για την ενεργοποίηση άλλων ενωσιακών δικαιωμάτων συμφυών με την άσκηση της ελεύθερης κυκλοφορίας, το πρόσωπο που διεκδικεί τέτοια δικαιώματα πρέπει, πρώτον, να ασκεί το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και, δεύτερον, να ασκεί το εν λόγω δικαίωμα κατά τον χρόνο που έχει την ιθαγένεια. Το γεγονός ότι ο BY δεν ήταν πολίτης της Ένωσης κατά τον χρόνο εγκαταστάσεώς του στη Γερμανία δεν αμφισβητείται. Κατά συνέπεια, η Ιρλανδία υποστηρίζει ότι, για αυτόν ακριβώς τον λόγο, το εν λόγω πρόσωπο δεν είχε ασκήσει κανένα ενωσιακό δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας απλώς και μόνο με την εγκατάστασή του στη Γερμανία.

70.

Όπως επισημαίνει η Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις της, δεν υφίσταται διεθνής συμφωνία μεταξύ της Ένωσης και της Ουκρανίας σχετικά με την έκδοση. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι κανόνες περί εκδόσεως εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των κρατών μελών. Εν προκειμένω, από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι η διεθνής συμφωνία βάσει της οποίας η Ουκρανία ζητεί την έκδοση είναι η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδόσεως του 1957, στην οποία η Γερμανία, η Ουκρανία και η Ρουμανία είναι συμβαλλόμενα μέρη. Οι υποχρεώσεις που απορρέουν από την εν λόγω Σύμβαση έχουν επικυρωθεί και ενσωματωθεί στο εθνικό δίκαιο. Βεβαίως, σε καταστάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, οι σχετικοί εθνικοί κανόνες πρέπει να τηρούν το δίκαιο αυτό ( 57 ). Πράγματι, μολονότι κατ’ αρχήν η ποινική νομοθεσία και οι κανόνες της ποινικής δικονομίας αποτελούν, σε μεγάλη έκταση, ζητήματα για τα οποία αρμόδια είναι τα κράτη μέλη, το Δικαστήριο δέχεται κατά πάγια νομολογία ότι το δίκαιο της Ένωσης θέτει ορισμένα όρια στην εν λόγω εξουσία τους. Πράγματι, αυτή η εξουσία των κρατών μελών πρέπει να ασκείται τηρουμένων όχι μόνον των θεμελιωδών ελευθεριών που διασφαλίζει το δίκαιο της Ένωσης, αλλά και του δικαίου της Ένωσης στο σύνολό του, ιδίως δε του πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης ( 58 ). Ως εκ τούτου, οι εν λόγω νομοθετικές διατάξεις δεν πρέπει να εισάγουν διακρίσεις κατά προσώπων στα οποία η Ένωση παρέχει το δικαίωμα ίσης μεταχειρίσεως ούτε να περιορίζουν τις θεμελιώδεις ελευθερίες που εγγυάται το δίκαιο της Ένωσης ( 59 ).

71.

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου ( 60 ), η ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης προορίζεται να αποτελέσει τη θεμελιώδη ιδιότητα των υπηκόων των κρατών μελών, η οποία καθιστά δυνατό στους πολίτες που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση να τυγχάνουν, εντός του καθ’ ύλην πεδίου εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, της ίδιας νομικής μεταχειρίσεως, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους και υπό την επιφύλαξη των ρητώς προβλεπόμενων σχετικών εξαιρέσεων. Στις καταστάσεις που εμπίπτουν στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης συγκαταλέγονται εκείνες που αφορούν την άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών τις οποίες εγγυάται η Συνθήκη, ιδίως δε εκείνες που άπτονται του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και εγκαταστάσεως στο έδαφος των κρατών μελών, το οποίο αναγνωρίζεται στο άρθρο 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

72.

Αντιθέτως, η ιθαγένεια της Ένωσης, η οποία θεσπίζεται από το άρθρο 20 ΣΛΕΕ, δεν αποσκοπεί στην επέκταση του καθ’ ύλην πεδίου εφαρμογής της Συνθήκης σε καταστάσεις που δεν έχουν κανένα συνδετικό στοιχείο με οποιαδήποτε από τις καταστάσεις που ρυθμίζει το δίκαιο της Ένωσης και των οποίων όλα τα κρίσιμα στοιχεία περιορίζονται στο εσωτερικό ενός και μόνον κράτους μέλους ( 61 ).

73.

Το γράμμα του άρθρου 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ορίζει ότι «[κ]άθε πολίτης της Ένωσης έχει το δικαίωμα να κυκλοφορεί και να διαμένει ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών […]». Όπως δέχεται παγίως το Δικαστήριο στο πλαίσιο αυτό, οι διατάξεις που θεσπίζουν μια θεμελιώδη αρχή όπως αυτή της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων πρέπει να τυγχάνουν ευρείας ερμηνείας, ενώ οι παρεκκλίσεις από την αρχή αυτή πρέπει να ερμηνεύονται στενά ( 62 ).

74.

Δεν θεωρώ ότι η ανωτέρω ανάλυση επηρεάζεται από την απόφαση McCarthy ( 63 ). Η εν λόγω απόφαση αφορούσε την υπόθεση της S. McCarthy η οποία είχε διπλή ιθαγένεια, συμπεριλαμβανομένης της ιθαγένειας της χώρας στην οποία ήταν εγκατεστημένη. Το Δικαστήριο συνήγαγε ότι από κανένα στοιχείο της καταστάσεώς της δεν προέκυπτε ότι το επίμαχο στην εν λόγω απόφαση εθνικό μέτρο είχε ως αποτέλεσμα να στερήσει από αυτήν την πραγματική δυνατότητα να ασκεί, κατά το ουσιώδες μέρος τους, τα δικαιώματα που συνδέονται με την ιδιότητά της ως πολίτη της Ένωσης ( 64 ). Πάντως, το Δικαστήριο έκρινε ότι το γεγονός ότι πολίτης της Ένωσης δεν έχει κάνει χρήση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας δεν μπορεί, απλώς και μόνο για τον λόγο αυτόν, να εξομοιωθεί με αμιγώς εσωτερική κατάσταση ( 65 ).

75.

Ομοίως, στην απόφαση Schempp, κρίθηκε ότι, εξαιτίας του γεγονότος ότι το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας δεν είχε ασκηθεί από τον ίδιο τον Ε. Schempp αλλά από την πρώην σύζυγό του, τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως εκείνης δεν μπορούσαν να θεωρηθούν αμιγώς εσωτερική κατάσταση ( 66 ). Το Δικαστήριο δεν δέχθηκε ούτε στην απόφαση Zhu και Chen ότι η κατάσταση υπηκόου κράτους μέλους, ο οποίος γεννήθηκε στο κράτος μέλος υποδοχής και ο οποίος δεν είχε κάνει χρήση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας, μπορούσε, απλώς και μόνο για τον λόγο αυτόν, να εξομοιωθεί με αμιγώς εσωτερική κατάσταση, στερούσα τον εν λόγω υπήκοο από τη δυνατότητα να ωφεληθεί, εντός του κράτους μέλους υποδοχής, των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης περί ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής ( 67 ). Εξάλλου, στην απόφαση Garcia Avello το Δικαστήριο επισήμανε συγκεκριμένα ότι υφίσταται σύνδεσμος με το δίκαιο της Ένωσης προκειμένου περί προσώπων τα οποία είναι υπήκοοι ενός κράτους μέλους και διαμένουν νομίμως στο έδαφος άλλου κράτους μέλους ( 68 ).

76.

Η συλλογιστική αυτή μπορεί να εφαρμοστεί στην περίπτωση του BY. Το εν λόγω πρόσωπο κατοικούσε στη Γερμανία κατά τον χρόνο κατά τον οποίο απέκτησε τη ρουμανική ιθαγένεια και, κατ’ επέκταση, την ιθαγένεια της Ένωσης. Υπό τις συνθήκες αυτές, ελάχιστη σημασία έχει πότε ένας πολίτης της Ένωσης απέκτησε την εν λόγω ιθαγένεια. Ούτε είναι αναγκαίο ένας πολίτης της Ένωσης να διασχίσει πράγματι τα σύνορα για να έχει εφαρμογή το άρθρο 21 ΣΛΕΕ.

77.

Χάριν πληρότητας, προσθέτω ότι το γεγονός ότι ο BY έχει διπλή ιθαγένεια, εκ των οποίων η μία δεν είναι ιθαγένεια κράτους μέλους της Ένωσης, ουδόλως στερεί από το εν λόγω πρόσωπο τις ελευθερίες που έχει ως πολίτης κράτους μέλους και οι οποίες απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης ( 69 ). Συναφώς, η υπό κρίση υπόθεση διαφέρει από εκείνη επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση McCarthy ( 70 ) διότι, αντιθέτως προς την υπόθεση αυτή, από κανένα στοιχείο της υπό κρίση υποθέσεως δεν προκύπτει ότι το υφιστάμενο δικαίωμα διαμονής του BY στη Γερμανία δεν απορρέει από το δίκαιο της Ένωσης: ο BY έχει το εν λόγω δικαίωμα λόγω του ότι ως Ρουμάνος πολίτης έχει δικαίωμα διαμονής και εγκαταστάσεως στο εν λόγω κράτος μέλος, ακόμη και αν αυτό δεν συνέβαινε κατά τον χρόνο της πρώτης μεταβάσεώς του στη Γερμανία το 2012.

78.

Όσον αφορά την επίκληση, από την Ιρλανδία, της αποφάσεως του Δικαστηρίου στην υπόθεση Lounes ( 71 ) και ειδικότερα της σκέψεως 55 της αποφάσεως αυτής, στην οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι «ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να περιορίζει τα αποτελέσματα που συνεπάγεται η κατοχή της ιθαγένειας άλλου κράτους μέλους, όπως μεταξύ άλλων τα δικαιώματα που συνδέονται με αυτήν δυνάμει του δικαίου της Ένωσης και απορρέουν από την εκ μέρους του πολίτη άσκηση του δικαιώματός του ελεύθερης κυκλοφορίας», φαίνεται ότι αυτή βασίζεται στη λογική ότι η άσκηση των δικαιωμάτων που απορρέουν από το άρθρο 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ περιλαμβάνει πάντοτε τη διέλευση συνόρων. Ωστόσο, όπως προαναφέρθηκε τούτο δεν ισχύει κατ’ ανάγκη.

79.

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω εκτιμήσεων, θεωρώ ότι τα άρθρα 18 και 21 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται στην επίκληση από πολίτη της Ένωσης των δικαιωμάτων που απορρέουν από τις εν λόγω διατάξεις, απλώς και μόνο για τον λόγο ότι απέκτησε την ιθαγένεια της Ένωσης μόνο μετά την εγκατάστασή του σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο του οποίου την ιθαγένεια απέκτησε αργότερα και, επομένως, δεν άσκησε τα δικαιώματά του ελεύθερης κυκλοφορίας αφότου κατέστη πολίτης της Ένωσης. Όταν (όπως εν προκειμένω) το δικαίωμα διαμονής του πολίτη της Ένωσης σε κράτος μέλος απορρέει από το δίκαιο της Ένωσης, τότε αυτός δικαιούται να επικαλεστεί τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 18 και 21 ΣΛΕΕ.

Ε.   Επί του δευτέρου ερωτήματος

80.

Με το δεύτερο ερώτημά του το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί η έκταση των υποχρεώσεων του κράτους μέλους καταγωγής όταν το κράτος αυτό έχει ενημερωθεί σχετικά με αίτηση εκδόσεως απευθυνθείσα από τρίτη χώρα προς άλλο κράτος μέλος και αφορώσα υπήκοο του εν λόγω κράτους μέλους καταγωγής. Συγκεκριμένα, τίθεται το ζήτημα αν το κράτος μέλος καταγωγής υποχρεούται τότε να ζητήσει από την τρίτη χώρα που ζητεί την έκδοση να του διαβιβάσει τον σχετικό φάκελο.

81.

Με εξαίρεση την Ελληνική Κυβέρνηση, όλα τα κράτη μέλη που υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους στην υπό κρίση υπόθεση συμφωνούν ότι το κράτος μέλος καταγωγής δεν υποχρεούται να αναλάβει οποιαδήποτε δράση δυνάμει του δικαίου της Ένωσης. Την ίδια θέση υποστηρίζει επίσης η Επιτροπή. Τα κράτη μέλη συμφωνούν επίσης ότι το κράτος μέλος καταγωγής δεν διαθέτει επαρκή στοιχεία για να αποφασίσει σχετικά με το αν θα εκδώσει ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως όταν έχουν τεθεί υπόψη του μόνον οι πληροφορίες τις οποίες πρέπει να περιέχει η αίτηση εκδόσεως δυνάμει του άρθρου 12 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως του 1957. Τούτο συνεπάγεται –κατά τα κράτη μέλη– ότι είναι σχεδόν αδύνατον για το κράτος μέλος καταγωγής να αποφασίσει ως προς το αν θα εκδώσει ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως.

1. Η απόφαση Petruhhin και το κράτος μέλος καταγωγής

82.

Πέραν των εισαγωγικών σκέψεων στις οποίες εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά, προκαλεί ίσως εντύπωση το γεγονός ότι, με την εξαίρεση ενδεχομένως των σκέψεων 48 και 49 της εν λόγω αποφάσεως, η ίδια η απόφαση Petruhhin ελάχιστα λέγει όσον αφορά τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα του κράτους μέλους καταγωγής. Μολονότι, στις σκέψεις αυτές, αναλύεται η υποχρέωση του κράτους μέλους υποδοχής να ανταλλάσσει πληροφορίες με το κράτος μέλος καταγωγής, εντούτοις τίποτα δεν λέγεται για τις ενδεχόμενες υποχρεώσεις του κράτους μέλους καταγωγής.

83.

Επομένως, φαίνεται ότι η απόφαση Petruhhin δεν ασχολείται με τις τυχόν υποχρεώσεις του κράτους μέλους καταγωγής ρητώς, αλλά ούτε και σιωπηρώς. Ως εκ τούτου, το παρόν ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο μας υποχρεώνει να εξετάσουμε αν η αρχή στην οποία στηρίζεται η εν λόγω υπόθεση θα μπορούσε να επιβάλει στο κράτος μέλος καταγωγής τέτοιου είδους υποχρεώσεις.

84.

Όπως προεκτέθηκε, στην απόφαση Petruhhin ( 72 ) το Δικαστήριο έκρινε ότι το κράτος μέλος υποδοχής του οποίου η εξαίρεση ιθαγένειας αντιβαίνει στα άρθρα 18 και 21 ΣΛΕΕ υποχρεούται, δυνάμει του κανόνα καλόπιστης συνεργασίας που διατυπώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, να συνεργάζεται με το κράτος μέλος καταγωγής.

85.

Ωστόσο, η κατάσταση του κράτους μέλους καταγωγής είναι εντελώς διαφορετική. Το εν λόγω κράτος μέλος πρέπει να αποφασίσει αν θα αναλάβει την ποινική δίωξη του εκζητούμενου, ο οποίος είναι πολίτης του. Αυτό είναι αναγκαίο προκειμένου να πληρούνται οι απαιτήσεις σχετικά με το περιεχόμενο ενός ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχεία γʹ έως στʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584. Η μόνη απαίτηση που υπερβαίνει τον αμιγώς τυπικό χαρακτήρα είναι αυτή του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, η οποία επιβάλλει στο εν λόγω κράτος μέλος να εκδώσει εθνικό ένταλμα συλλήψεως, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του εθνικού του δικαίου.

86.

Βεβαίως, το ζήτημα της κινήσεως ποινικής διαδικασίας εμπίπτει αποκλειστικά στο εθνικό δίκαιο κάθε κράτους μέλους, όπως επίσης τα διοικητικά και άλλα μέτρα που το κράτος μέλος λαμβάνει προκειμένου να διαπιστώσει τα πραγματικά περιστατικά που θα του παράσχουν τη δυνατότητα να λάβει την εν λόγω απόφαση. Δεδομένου ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, σε καταστάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης οι επίμαχοι εθνικοί κανόνες πρέπει να σέβονται το δίκαιο αυτό, ο BY, ο οποίος έκανε χρήση του δικαιώματός του ελεύθερης κυκλοφορίας, δεν πρέπει να υφίσταται δυσμενή διάκριση για τον λόγο αυτόν. Πάντως, ουδείς από τους μετέχοντες στην προδικαστική διαδικασία υποστήριξε ότι η Ρουμανία επιφυλάσσει διαφορετική μεταχείριση στον BY, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως αυτής, σε σχέση με τους (άλλους) πολίτες της οι οποίοι δεν έκαναν χρήση του δικαιώματός τους ελεύθερης κυκλοφορίας, ούτε προκύπτει από κάποιο στοιχείο ότι μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο ( 73 ).

87.

Επομένως, σε αντίθεση με την περίπτωση του κράτους μέλους υποδοχής, η Ρουμανία δεν βρίσκεται σε κατάσταση όπου η δική της εφαρμογή των εθνικών της ρυθμίσεων συνιστά παράβαση των άρθρων 18 και 21 ΣΛΕΕ η οποία χρήζει δικαιολογήσεως. Μια τέτοια υποχρέωση του κράτους μέλους καταγωγής θα προέκυπτε, συνεπώς, στο πλαίσιο ρυθμίσεων άλλου κράτους μέλους οι οποίες εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις και οδηγούν σε παραβίαση της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της Ένωσης.

2. Υποχρεώσεις του κράτους μέλους υποδοχής;

88.

Διάφορα κράτη μέλη διατύπωσαν επίσης τις απόψεις τους επί του ζητήματος αν το κράτος μέλος από το οποίο ζητείται η έκδοση είναι εκείνο που πρέπει το ίδιο να παράσχει στο κράτος μέλος καταγωγής συμπληρωματικές πληροφορίες και αν, προς τούτο, το κράτος μέλος από το οποίο ζητείται η έκδοση μπορεί να υποχρεωθεί να ζητήσει από την τρίτη χώρα τις πληροφορίες που το κράτος μέλος καταγωγής απαιτεί από το κράτος που ζητεί την έκδοση, προκειμένου να αποφασίσει αν θα αναλάβει τη δίωξη. Για τον σκοπό αυτόν, άπαξ οι εν λόγω πληροφορίες ληφθούν, πρέπει προφανώς να διαβιβαστούν στο κράτος μέλος καταγωγής.

89.

Συγκεκριμένα, η Λεττονία μετέβαλε το εσωτερικό της δίκαιο κατόπιν της αποφάσεως του Δικαστηρίου στην υπόθεση Petruhhin, προκειμένου να εφαρμόσει την απόφαση του Δικαστηρίου. Προσέθεσε μια δεύτερη παράγραφο στο άρθρο 704 του Kriminālprocesa likums (Κώδικα Ποινικής Δικονομίας) ( 74 ) η οποία ρυθμίζει την περίπτωση κατά την οποία ζητείται η έκδοση πολίτη της Ένωσης. Στην περίπτωση αυτή, η εισαγγελική αρχή οφείλει να ενημερώσει τη χώρα της ιθαγένειας του εκζητούμενου σχετικά με τη δυνατότητα υποβολής ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως και να θέσει προθεσμία για την υποβολή του εν λόγω εντάλματος.

90.

Πολλοί από τους μετέχοντες στην προδικαστική διαδικασία υποστήριξαν ότι με την απόφαση Pisciotti το Δικαστήριο έχει ήδη επιλύσει κατ’ ουσίαν το ανωτέρω ζήτημα. Στην εν λόγω υπόθεση, το Δικαστήριο έκρινε ότι, όσον αφορά αίτηση τρίτης χώρας για την έκδοση πολίτη άλλου κράτους μέλους, οι απαιτήσεις των άρθρων 18 και 21 ΣΛΕΕ πληρούνται όταν το κράτος μέλος από το οποίο ζητείται η έκδοση, το οποίο δεν εκδίδει δικούς του πολίτες, «έχει παράσχει […] στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους του οποίου την ιθαγένεια έχει αυτός ο πολίτης τη δυνατότητα να ζητήσουν την έκδοσή του στο πλαίσιο ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως και το τελευταίο αυτό κράτος μέλος δεν έχει λάβει κανένα σχετικό μέτρο» πριν από την έκδοση του εν λόγω προσώπου ( 75 ).

91.

Στην υπόθεση Pisciotti, Ιταλός υπήκοος συνελήφθη διερχόμενος από το αεροδρόμιο της Φρανκφούρτης κατόπιν αιτήσεως εκδόσεως που οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής είχαν απευθύνει στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Στην υπόθεση αυτή, ωστόσο, οι ιταλικές προξενικές αρχές είχαν ενημερωθεί για την κατάσταση του R. Pisciotti πριν από την έκδοση της σχετικής διατάξεως περί εκδόσεως από τα γερμανικά δικαστήρια και δεν είχε εκδοθεί από τις ιταλικές αρχές ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως. Επομένως, κατ’ ουσίαν, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι υποχρεώσεις που απέρρεαν από την απόφαση Petruhhin ( 76 ) είχαν εκπληρωθεί στην εν λόγω υπόθεση, επειδή το κράτος μέλος καταγωγής –ήτοι, στο εν λόγω παράδειγμα, η Ιταλία– ήταν πλήρως ενημερωμένο περί της υποθέσεως και του είχε δοθεί από το κράτος μέλος υποδοχής –ήτοι, στο εν λόγω παράδειγμα, από τη Γερμανία– η δυνατότητα «να ζητήσ[ει] την [έκδοση του εν λόγω πολίτη] στο πλαίσιο ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως και το τελευταίο αυτό κράτος μέλος δεν [είχε] λάβει κανένα σχετικό μέτρο» ( 77 ). Τούτο φαίνεται να συνάδει με την ερμηνεία της αποφάσεως από τον Λεττονό νομοθέτη.

92.

Κατά την άποψή μου, η απόφαση Pisciotti ( 78 ) κατά το μάλλον ή ήττον επιλύει το εν λόγω ζήτημα. Όπως προκύπτει με σαφήνεια από την εν λόγω απόφαση, η έκταση της υποχρεώσεως που απορρέει από την απόφαση Petruhhin ( 79 ) για το κράτος μέλος υποδοχής είναι απλώς να παράσχει στο κράτος μέλος καταγωγής τη δυνατότητα να αποφασίσει με τη σειρά του να ζητήσει την παράδοση του δικού του πολίτη και να τον δικάσει στο πλαίσιο της εν λόγω δικαιοδοσίας για τις αξιόποινες πράξεις που προσδιορίζονται στην αίτηση εκδόσεως που απηύθυνε η τρίτη χώρα. Επομένως, στην υπό κρίση υπόθεση, θα αρκούσε η Γερμανία να διαβιβάσει την ουκρανική αίτηση στη Ρουμανία προκειμένου οι αρμόδιες διωκτικές αρχές του εν λόγω κράτους να μπορέσουν να αποφασίσουν αν θα εκδώσουν ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως για την παράδοση του BY από τη Γερμανία με σκοπό την άσκηση ποινικής διώξεως. Η απόφαση Pisciotti ( 80 ) καθιστά σαφές ότι η Γερμανία δεν έχει περαιτέρω υποχρεώσεις συναφώς.

93.

Επομένως, απαντώντας στο δεύτερο ερώτημα, εκτιμώ ότι ούτε το κράτος μέλος καταγωγής ούτε το κράτος μέλος υποδοχής υποχρεούνται, βάσει της αποφάσεως Petruhhin, να ζητήσουν από το κράτος που ζητεί την έκδοση να διαβιβάσει τον φάκελο της υποθέσεως προκειμένου να εξετάσει αν θα αναλάβει την ποινική δίωξη.

ΣΤ.   Επί του τρίτου ερωτήματος

94.

Με το τρίτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν το κράτος μέλος από το οποίο τρίτη χώρα ζήτησε την έκδοση πολίτη της Ένωσης υποχρεούται, βάσει της αποφάσεως Petruhhin, να αρνηθεί να εκδώσει διάταξη για την έκδοση του προσώπου αυτού, αλλά, αντιθέτως, να αναλάβει το ίδιο την ποινική δίωξη αν το εθνικό του δίκαιο τού παρέχει τη δυνατότητα αυτή.

95.

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, μόνο στο εθνικό δικαστήριο, το οποίο έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της δικαστικής αποφάσεως η οποία πρόκειται να εκδοθεί, εναπόκειται να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Συνεπώς, όταν τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται καταρχήν να αποφανθεί ( 81 ). Ωστόσο, το Δικαστήριο, όταν παρίσταται ανάγκη, θα εξετάσει τις συνθήκες υπό τις οποίες του υποβλήθηκαν τα ερωτήματα από το εθνικό δικαστήριο, προκειμένου να εξακριβώσει τη δική του αρμοδιότητα, και, ειδικότερα, θα προσδιορίσει αν η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης έχει σχέση με το υποστατό και το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, ώστε το Δικαστήριο να μην οδηγείται στη διατύπωση συμβουλευτικών γνωμών επί γενικών και υποθετικών ερωτημάτων ( 82 ).

96.

Το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει στο άρθρο 7, παράγραφος 2, σημείο 2, του γερμανικού Ποινικού Κώδικα, υποστηρίζοντας ότι η κατά το άρθρο 18 ΣΛΕΕ απαγόρευση των δυσμενών διακρίσεων θα μπορούσε να τηρηθεί με το να κριθεί παράνομη η έκδοση πολίτη της Ένωσης προς τρίτη χώρα και με την ανάληψη της ποινικής διώξεως από τις αρμόδιες για την ποινική δίωξη γερμανικές αρχές. Εντούτοις, κατά τη Γερμανική Κυβέρνηση, η οποία παραπέμπει σε πρόσφατη νομολογία του Bundesgerichtshof (Ανώτατου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου, Γερμανία) ( 83 ), η δικαιοδοσία των γερμανικών δικαστηρίων βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2, σημείο 2, του γερμανικού Ποινικού Κώδικα έχει απλώς επικουρικό χαρακτήρα. Αυτό σημαίνει ότι τα γερμανικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία βάσει της εν λόγω διατάξεως μόνο σε περίπτωση που κανένα αλλοδαπό κράτος δεν μπορεί ή δεν επιθυμεί να αναλάβει την ποινική δίωξη. Τούτο όμως δεν συμβαίνει εν προκειμένω, δεδομένου ότι η Ουκρανία σαφώς έχει δικαιοδοσία να δικάσει τον BY και επιθυμεί να ασκήσει την εν λόγω δικαιοδοσία ( 84 ). Πάνω σε αυτή τη βάση, το τρίτο ερώτημα, όπως υποβλήθηκε από το αιτούν δικαστήριο, φαίνεται να είναι αλυσιτελές και, κατά συνέπεια, απαράδεκτο.

97.

Πρέπει, βεβαίως, να υπομνησθεί ότι δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να αποφαίνεται επί της ερμηνείας και της εφαρμογής διατάξεων του εθνικού δικαίου. Αντιθέτως, το Δικαστήριο οφείλει, στο πλαίσιο της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ των ενωσιακών και των εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων, να λαμβάνει υπόψη το πραγματικό και νομοθετικό πλαίσιο, όπως το περιγράφει η διάταξη περί παραπομπής, στο οποίο εντάσσεται το προδικαστικό ερώτημα ( 85 ).

98.

Δεδομένου ότι το ερώτημα αυτό φαίνεται να αποτελεί ζήτημα μεταξύ των μετεχόντων στην προδικαστική διαδικασία ( 86 ) και η προκείμενη του τρίτου ερωτήματος αποδεικνύει ότι το αιτούν δικαστήριο δεν έχει καταλήξει, τουλάχιστον όχι ακόμη, σε διαφορετική εκτίμηση, το ερώτημα δεν μπορεί να θεωρηθεί προδήλως αλυσιτελές. Ως εκ τούτου, το τρίτο ερώτημα πρέπει να εξετασθεί εντός του νομοθετικού πλαισίου που περιγράφθηκε, ή μάλλον στηρίζει τη διάταξη περί παραπομπής του αιτούντος δικαστηρίου.

99.

Η παραδοχή που αποτελεί το υπόβαθρο της αποφάσεως Petruhhin είναι, όπως είδαμε, ότι τα κράτη μέλη, κατά κανόνα, δεν έχουν δικαιοδοσία αν η αξιόποινη πράξη δεν τελέσθηκε στο έδαφός τους από υπηκόους τους ή αν το θύμα της φερόμενης αξιόποινης πράξεως δεν είναι υπήκοος του εν λόγω κράτους μέλους ( 87 ). Εκκινώντας από την προκείμενη αυτή, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η όποια ατιμωρησία θα μπορούσε να αποφευχθεί χωρίς την έκδοση, εφόσον το κράτος μέλος καταγωγής είχε δικαιοδοσία, δυνάμει του εθνικού του δικαίου, να ασκήσει δίωξη κατά του εκζητούμενου για αξιόποινες πράξεις που τελέσθηκαν εκτός της εθνικής του επικράτειας. Η κατάσταση που είχε υπόψη ήταν αυτή που επικρατεί σε πολλά κράτη μέλη όπου το εθνικό δίκαιο δεν επιτρέπει την έκδοση των δικών τους υπηκόων.

100.

Σε αντίθεση με την υπό κρίση υπόθεση, αν γίνει δεκτή η ερμηνεία που το αιτούν δικαστήριο φαίνεται να δίνει στο άρθρο 7, παράγραφος 2, σημείο 2, του γερμανικού Ποινικού Κώδικα, στην απόφαση Petruhhin το λεττονικό δίκαιο δεν προέβλεπε εξωεδαφική δικαιοδοσία στις περιπτώσεις στις οποίες ούτε ο δράστης ούτε το θύμα ήταν Λεττονοί υπήκοοι ή, στην πρώτη περίπτωση, ήταν κάτοχοι άδειας μόνιμης διαμονής στη Λεττονία. Εντούτοις, στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο προσπάθησε να διασφαλίσει την ίση μεταχείριση μεταξύ των ασκούντων το ενωσιακό δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας όταν στο κράτος μέλος υποδοχής ισχύει κανόνας που απαγορεύει την έκδοση των δικών του υπηκόων σε τρίτα κράτη. Όπως είδαμε, η λύση του προβλήματος αυτού ήταν η ενημέρωση των αρχών του κράτους μέλους καταγωγής για την αίτηση και η διευκόλυνση, ενδεχομένως, της εκδόσεως ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως για την παράδοση του εκζητούμενου ώστε να δικασθεί στο κράτος μέλος καταγωγής του. Ωστόσο, αυτή είναι η έκταση της υποχρεώσεως και, προβαίνοντας σε τέτοιες ενέργειες, το κράτος μέλος υποδοχής διασφαλίζει την ισότητα όπως νοείται στην απόφαση Petruhhin.

101.

Συναφώς, συμφωνώ με την επιχειρηματολογία που ανέπτυξε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, κατά την οποία, στην απόφαση Petruhhin, το Δικαστήριο βρήκε μια καινοφανή λύση στο ζήτημα της ίσης μεταχειρίσεως στο πλαίσιο αυτό και προσδιόρισε μια περιορισμένη δέσμη υποχρεώσεων των κρατών μελών υποδοχής τα οποία δεν εκδίδουν τους δικούς τους υπηκόους. Τούτο υπηρετεί το συμφέρον της ασφάλειας δικαίου, η οποία έχει πρωταρχική σημασία για όσους είναι διάδικοι στον τομέα του ποινικού δικαίου. Κατά τη γνώμη μου, το κράτος μέλος υποδοχής δεν έχει καμία περαιτέρω υποχρέωση βάσει του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συγκεκριμένα, το να θεωρείται ότι το κράτος μέλος υποδοχής θα πρέπει να αρνείται άνευ ετέρου την έκδοση ενωσιακού πολίτη άλλου κράτους μέλους και να αναλαμβάνει το ίδιο την ποινική δίωξη φαίνεται, και πάλι, ότι αποτελεί λύση ιδιαιτέρως δεσμευτική η οποία έρχεται σε αντίθετη με τη γενική ανεξαρτησία και αυτονομία των διωκτικών αρχών του κράτους μέλους υποδοχής.

102.

Στην απόφαση Petruhhin, το Δικαστήριο δεν εξέτασε άλλα μέτρα λιγότερο περιοριστικά απ’ ό,τι η έκδοση, τα οποία θα μπορούσε να λάβει το κράτος μέλος υποδοχής προκειμένου να συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 18 και 21 ΣΛΕΕ.

103.

Δεν είναι η πρώτη φορά που το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει την επίμαχη εν προκειμένω γερμανική διάταξη και τη συλλογιστική κατά την οποία ένα κράτος μέλος θα έπρεπε, αν είχε δικαιοδοσία, να αναλάβει τη δίωξη του υπηκόου άλλου κράτους μέλους, ως μέτρο λιγότερο περιοριστικό από την έκδοση σε τρίτη χώρα. Αυτό, προφανώς, προϋποθέτει ότι το εν λόγω κράτος μέλος δεν εκδίδει τους δικούς του υπηκόους, δεδομένου ότι τυχόν περιορισμός στην έκδοση βάσει του δικαίου της Ένωσης απορρέει από τον εν λόγω κανόνα, και όχι από δικαίωμα συμφυές με την ιθαγένεια της Ένωσης.

104.

Σημειώνεται ότι, στην απόφαση Pisciotti ( 88 ), ο προσφεύγων είχε επίσης προβάλει το ως άνω επιχείρημα. Συναφώς, ο γενικός εισαγγελέας Y. Bot αναφέρθηκε στις διευκρινίσεις που παρέσχε η Γερμανική Κυβέρνηση ότι το άρθρο 7, παράγραφος 2, του γερμανικού Ποινικού Κώδικα δεν τύγχανε εφαρμογής εφόσον δεν πληρούνταν μία εκ των προϋποθέσεων της διατάξεως αυτής, ήτοι η αδυναμία πραγματοποιήσεως της ζητούμενης εκδόσεως ( 89 ). Αντιθέτως, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι «[ετίθετο] μόνον το ζήτημα εάν η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας μπορούσε να ενεργήσει έναντι του R. Pisciotti κατά τρόπο που να θίγει λιγότερο την εκ μέρους του άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας, εξετάζοντας το ενδεχόμενο να τον παραδώσει στην Ιταλική Δημοκρατία αντί να τον εκδώσει στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής» ( 90 ).

105.

Πέραν αυτού, το να υποχρεώνεται κράτος μέλος να αναλαμβάνει το ίδιο τη δίωξη αλλοδαπού αντί να τον εκδίδει θα ερχόταν, σε πολλές περιπτώσεις, σε αντίθεση με τις υποχρεώσεις που υπέχει το εν λόγω κράτος μέλος βάσει διεθνών συμβάσεων για την έκδοση. Το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως του 1957 επιτρέπει στα συμβαλλόμενα μέρη να αρνούνται την έκδοση υπηκόων τους, υπό την προϋπόθεση ότι, κατόπιν αιτήσεως του κράτους που ζητεί την έκδοση, υποβάλλουν την υπόθεση στις αρμόδιες αρχές τους προκειμένου να μπορεί να κινηθεί ποινική δίωξη εφόσον κριθεί σκόπιμη. Δεν υφίσταται αντίστοιχη διάταξη για την περίπτωση που συμβαλλόμενο μέρος αναλαμβάνει τη δίωξη αλλοδαπού. Όπως επισήμαναν διάφοροι από τους μετέχοντες στην προδικαστική διαδικασία, η διεθνής δικαστική συνδρομή σε ποινικές υποθέσεις, και ειδικότερα στον τομέα της εκδόσεως, εξαρτάται από την αμοιβαία εμπιστοσύνη που υφίσταται μεταξύ των διαφόρων συμβαλλομένων μερών. Η επιβολή πρόσθετου περιορισμού στην έκδοση προσώπων που φέρονται ως δράστες θα μπορούσε να προκαλέσει επιφυλακτικότητα εκ μέρους των άλλων συμβαλλομένων μερών όσον αφορά τη σύναψη συμφωνιών με τα κράτη μέλη της Ένωσης. Τούτο, όμως, δεν προάγει το συμφέρον της Ένωσης, το οποίο προκύπτει από την απερίφραστη διατύπωση στο προοίμιο της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση «[αποφασισμένοι] να διευκολύνουν την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, διαφυλάσσοντας ταυτόχρονα την ασφάλεια και την προστασία των λαών τους, με την εγκαθίδρυση ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης […]».

106.

Εν πάση περιπτώσει, μετά τη μακρά αυτή ανάλυση, αρκεί να δοθεί στο τρίτο ερώτημα η απάντηση ότι πράγματι δεν υφίσταται η επιβληθείσα με την απόφαση Petruhhin υποχρέωση στο κράτος από το οποίο ζητείται η έκδοση να αναλάβει το ίδιο την ποινική δίωξη αλλοδαπού ο οποίος αποτέλεσε το αντικείμενο αιτήσεως εκδόσεως απευθυνθείσας από τρίτη χώρα.

V. Πρόταση

107.

Κατά συνέπεια, συνοψίζοντας, καταλήγω στα ακόλουθα συμπεράσματα:

Η απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Σεπτεμβρίου 2016 στην υπόθεση Petruhhin (C‑182/15, EU:C:2016:630) είναι, με κάθε σεβασμό, εσφαλμένη και τώρα δεν πρέπει να ακολουθηθεί από το Δικαστήριο. Η πρακτική και η πείρα έχουν δείξει ότι η κατάσταση του πολίτη κράτους μέλους το οποίο δεν εκδίδει τους δικούς του υπηκόους και η κατάσταση των πολιτών των άλλων κρατών μελών δεν είναι στην πραγματικότητα συγκρίσιμες για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 18 ΣΛΕΕ. Τα εν λόγω πρακτικά προβλήματα που συνδέονται με ενδεχόμενη ποινική ατιμωρησία επιδεινώνονται από την έλλειψη κατάλληλου νομοθετικού πλαισίου της Ένωσης. Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να αποστεί από την απόφαση Petruhhin για όλους τους προεκτεθέντες λόγους.

108.

Ανεξαρτήτως του ζητήματος αν το Δικαστήριο συμμεριστεί την ανάλυση αυτή, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το Δικαστήριο πρέπει να απαντήσει στα ερωτήματα του Kammergericht Berlin (εφετείου Βερολίνου, Γερμανία) ως εξής:

1)

Τα άρθρα 18 και 21 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται στην επίκληση από πολίτη της Ένωσης των δικαιωμάτων που απορρέουν από τις εν λόγω διατάξεις για τον λόγο και μόνον ότι απέκτησε την ιθαγένεια της Ένωσης μετά την εγκατάστασή του σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο του οποίου την ιθαγένεια απέκτησε αργότερα και, επομένως, δεν άσκησε τα δικαιώματά του ελεύθερης κυκλοφορίας αφότου κατέστη πολίτης της Ένωσης. Όταν (όπως εν προκειμένω) το δικαίωμα διαμονής του πολίτη της Ένωσης σε κράτος μέλος απορρέει από το δίκαιο της Ένωσης, ο πολίτης αυτός δικαιούται να επικαλεστεί τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 18 και 21 ΣΛΕΕ.

2)

Το κράτος μέλος καταγωγής δεν υποχρεούται βάσει του δικαίου της Ένωσης να ζητήσει από την τρίτη χώρα η οποία ζητεί την έκδοση να διαβιβάσει τον φάκελο της υποθέσεως προκειμένου να εξετάσει αν θα αναλάβει την ποινική δίωξη.

3)

Το δίκαιο της Ένωσης δεν επιβάλλει στο κράτος από το οποίο ζητείται η έκδοση να αναλάβει το ίδιο την ποινική δίωξη αλλοδαπού ο οποίος αποτέλεσε το αντικείμενο αιτήσεως εκδόσεως απευθυνθείσας από τρίτη χώρα.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.

( 2 ) ΕΕ 2002, L 190, σ. 1, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009 (ΕΕ 2009, L 81, σ. 24) (στο εξής: απόφαση-πλαίσιο 2002/584).

( 3 ) 21 κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν προσαρτήσει δήλωση στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδόσεως του Συμβουλίου της Ευρώπης της 13ης Δεκεμβρίου 1957 (European Treaty Series – αριθ. 24) με την οποία δηλώνουν ότι δεν θα εκδίδουν υπηκόους τους και/ή ορίζουν την έννοια του όρου «υπήκοοι» για τον σκοπό αυτόν κατά την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδόσεως, ενίοτε με περιορισμούς ή επεκτάσεις. Συναφώς, επί παραδείγματι, η Δανία, η Φινλανδία και η Σουηδία έχουν επεκτείνει την εξαίρεση σε υπηκόους των εν λόγω χωρών καθώς και σε αυτούς της Νορβηγίας και της Ισλανδίας και στα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους σε μία από τις εν λόγω χώρες. Αντιθέτως, η Πολωνία και η Ρουμανία έχουν επεκτείνει την εξαίρεση στα πρόσωπα στα οποία έχει χορηγηθεί άσυλο στις χώρες τους. Οι δηλώσεις και οι επιφυλάξεις είναι διαθέσιμες διαδικτυακά στον ιστότοπο του Συμβουλίου της Ευρώπης, https://www.coe.int/en/web/conventions/search-on-treaties/-/conventions/treaty/024/declarations?p_auth=nQgwv713 (τελευταία πρόσβαση στις 11 Σεπτεμβρίου 2020). Αυτό είναι ενδεικτικό της υπεροχής της εξαιρέσεως της ιθαγένειας. Για πληροφορίες σχετικά με τη γερμανική δήλωση, βλ. σημείο 11 των παρουσών προτάσεων.

( 4 ) Η «εξαίρεση ιθαγένειας». Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθούν τα σχόλια που περιλαμβάνονται στο άρθρο του Deen-Ryacsmány, Z. και του δικαστή Blekxtoon, R., «The Decline of the Nationality Exception in European Extradition», European Journal of Crime, Criminal Law and Criminal Justice, τόμος 13(3), Brill Nijhof, σ. 317 έως 364, όπου οι συγγραφείς, στη σ. 322, επισημαίνουν ότι «Το ιστορικό της μη εκδόσεως υπηκόων στην Ευρώπη χρονολογείται τουλάχιστον από τον 18ο-19ο αιώνα. Η κυριαρχία των συστημάτων του ηπειρωτικού δικαίου οδήγησε στο να καταστεί η εξαίρεση ιθαγένειας αναγνωρισμένος κανόνας ο οποίος κατοχυρώθηκε με συνταγματικές διατάξεις, εθνικούς νόμους και συμφωνίες εκδόσεως. Ακόμη και οι συνθήκες που συνήφθησαν με κράτη του common law –τα οποία δεν αντιτίθενται στην έκδοση των υπηκόων τους– συνήθως αφήνουν άθικτη την ελευθερία των συμβαλλομένων να μην εκδίδουν πολίτες τους».

( 5 ) Όπως ήδη επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας Υ. Bot με τις προτάσεις του στην υπόθεση Petruhhin (C‑182/15, EU:C:2016:330, υποσημείωση 25), η «υποχρέωση διώξεως» αποτελεί την έκφραση που χρησιμοποιείται συχνότερα στο εν λόγω πλαίσιο. Κατ’ ουσίαν, όμως, η εν λόγω υποχρέωση περιορίζεται στην παραπομπή της υποθέσεως στις διωκτικές αρχές. Δεν περιλαμβάνει πραγματική υποχρέωση ασκήσεως ποινικής διώξεως. Το αν θα ασκηθεί ποινική δίωξη εξαρτάται αντιθέτως από τα αποδεικτικά στοιχεία: βλ. γενικώς «The obligation to extradite or prosecute (aut dedere aut judicare)», Τελική Έκθεση της επιτροπής διεθνούς δικαίου 2014, παράγραφος 21.

( 6 ) Βλ., επί παραδείγματι, απόφαση του Διαρκούς Διεθνούς Δικαστηρίου της 7ης Σεπτεμβρίου 1927, Υπόθεση του SS Lotus, Γαλλία κατά Τουρκίας, σειρά Α, αριθ. 10.

( 7 ) Απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2016 (C‑182/15, EU:C:2016:630) (στο εξής: απόφαση Petruhhin).

( 8 ) Σκέψη 39 της αποφάσεως Petruhhin.

( 9 ) Σκέψη 50 της αποφάσεως Petruhhin.

( 10 ) Τέθηκε σε εφαρμογή στη Γερμανία την 1η Ιανουαρίου 1977 και στην Ουκρανία στις 9 Ιουνίου 1998. Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδόσεως του 1957 ισχύει επίσης στη Ρουμανία από τις 9 Δεκεμβρίου 1997.

( 11 ) European Treaty Series αριθ. 98, σε ισχύ για την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας από τις 6 Ιουνίου 1991, για τη Ρουμανία από τις 9 Δεκεμβρίου 1997 και για την Ουκρανία από τις 9 Ιουνίου 1998. Το Τέταρτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως, Council of Europe Treaty Series αριθ. 212, το οποίο περιέχει περαιτέρω αλλαγές στο άρθρο 12 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως του 1957, δεν τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω καθόσον δεν έχει ακόμη κυρωθεί από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και ως εκ τούτου δεν έχει εφαρμογή μεταξύ της Γερμανίας και της Ουκρανίας.

( 12 ) Κατά το άρθρο 5 του Δεύτερου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως της 17ης Μαρτίου 1978, European Treaty Series αριθ. 98.

( 13 ) Η δήλωση περιλαμβανόταν σε ρηματική διακοίνωση της μόνιμης αντιπροσωπείας της Γερμανίας, της 8ης Νοεμβρίου 2010, η οποία πρωτοκολλήθηκε στις 9 Νοεμβρίου 2010 στη Γενική Γραμματεία της υπηρεσίας του Συμβουλίου της Ευρώπης που παρακολουθεί τις Συνθήκες.

( 14 ) BGBl. 1949, σ. 1, όπως τροποποιήθηκε με τον Gesetz zur Änderung des Grundgesetzes (Artikel 16) (νόμο περί τροποποιήσεως του Θεμελιώδους Νόμου) (άρθρο 16) της 29ης Νοεμβρίου 2000, BGBl. I 2000, σ. 1633.

( 15 ) Όπως δημοσιεύθηκε στις 13 Νοεμβρίου 1998 (BGBl. I, σ. 3322) και όπως ισχύει μετά την πιο πρόσφατη τροποποίησή του με το άρθρο 62 του νόμου της 20ής Νοεμβρίου 2019 (BGBl. I, σ. 1626).

( 16 ) Νόμος περί διεθνούς δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις, όπως δημοσιεύθηκε στις 27 Ιουνίου 1994, BGBl. I S. 1537, και όπως τροποποιήθηκε στη συνέχεια (στο εξής: IRG).

( 17 ) Το άρθρο 15 του IRG ορίζει στην παράγραφό του 2 ότι δεν δύναται να διαταχθεί κράτηση του εκζητούμενου όταν η έκδοση είναι εκ πρώτης όψεως παράνομη.

( 18 ) Το άρθρο 112, παράγραφος 1, του Strafprozeßordnung (Κώδικα Ποινικής Δικονομίας) ορίζει ότι η έκδοση εντάλματος συλλήψεως προϋποθέτει «σοβαρές υπόνοιες» που μπορούν να γίνουν δεκτές μόνο κατόπιν εξετάσεως του υπάρχοντος αποδεικτικού υλικού. Όπως είδαμε πιο πάνω, το κράτος από το οποίο ζητείται η έκδοση συνήθως δεν διαθέτει τον φάκελο της υποθέσεως ώστε να πραγματοποιήσει τον εν λόγω εξέταση.

( 19 ) Απόφαση της 10ης Απριλίου 2018 (C‑191/16, EU:C:2018:222).

( 20 ) Απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2018 (C‑247/17, EU:C:2018:898).

( 21 ) Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Υ. Bot στην υπόθεση Petruhhin (C‑182/15, EU:C:2016:330).

( 22 ) Η κατοχή άδειας μόνιμης διαμονής στη Λεττονία αποτελούσε κατά τον λεττονικό ποινικό κώδικα έναν ακόμη λόγο θεμελιώσεως εξωεδαφικής δικαιοδοσίας· βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Υ. Bot στην υπόθεση Petruhhin (C‑182/15, EU:C:2016:330, σημείο 65).

( 23 ) Βλ. σημεία 49 έως 70 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα Υ. Bot στην υπόθεση Petruhhin (C‑182/15, EU:C:2016:330).

( 24 ) Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Υ. Bot στην υπόθεση Petruhhin (C‑182/15, EU:C:2016:330, σημεία 68 και 69).

( 25 ) Σκέψη 33 της αποφάσεως Petruhhin.

( 26 ) Σκέψη 37 της αποφάσεως Petruhhin. Βλ., επίσης, απόφαση της 10ης Απριλίου 2018, Pisciotti (C‑191/16, EU:C:2018:222, σκέψεις 46 και 47 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 27 ) Σκέψεις 42 και 47 της αποφάσεως Petruhhin.

( 28 ) Σκέψη 50 της αποφάσεως Petruhhin.

( 29 ) Σκέψη 50 της αποφάσεως Petruhhin.

( 30 ) Τούτο σημαίνει ότι τα δικαστήρια του κράτους μέλους καταγωγής έχουν σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο δικαιοδοσία για τη δίωξη του προσώπου αυτού για αξιόποινες πράξεις που τελέσθηκαν εκτός του εδάφους του εν λόγω κράτους.

( 31 ) Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Υ. Bot στην υπόθεση Petruhhin (C‑182/15, EU:C:2016:330, σημείο 51).

( 32 ) Απόφαση του Διαρκούς Διεθνούς Δικαστηρίου της 7ης Σεπτεμβρίου 1927, Υπόθεση του SS Lotus, Γαλλία κατά Τουρκίας, σειρά Α, αριθ. 10.

( 33 ) Βλ. O’Connell, D., International Law, 2η έκδ., τόμος 2, Stevens, 1979, σ. 602· Crawford, J., Brownlie’s Principles of Public International Law, 8η έκδ, Oxford University Press, 2012, σ. 457· Ipsen, K., Völkerrecht, 6η έκδ., παράγραφοι 71 έως 74· βλ., επίσης, Combacau, J., και Sur, S., Droit international public, 13η έκδ., σ. 390, οι οποίοι επισημαίνουν ότι η άσκηση εξωεδαφικής κανονιστικής εξουσίας, αν λείπει εδαφικός σύνδεσμος ή σύνδεσμος που αφορά την ιθαγένεια, έχει άκρως επικουρικό χαρακτήρα και περιορίζεται σε πολύ λίγες περιπτώσεις. Η άσκηση της εν λόγω περιοριστικής αρχής σχετικά με τη δικαιοδοσία προκύπτει σαφώς από το άρθρο 4, παράγραφος 3, του λεττονικού ποινικού κώδικα το οποίο ήταν επίμαχο στην υπόθεση Petruhhin και προέβλεπε την άσκηση ποινικής διώξεως κατά αλλοδαπών για «σοβαρά ή σοβαρότατα αδικήματα» που διαπράχθηκαν εκτός Λεττονίας και στρέφονταν «κατά των συμφερόντων της Δημοκρατίας της Λεττονίας ή των κατοίκων της»: βλ. σημείο 67 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα Υ. Bot στην υπόθεση Petruhhin (C‑182/15, EU:C:2016:330).

( 34 ) Απόφαση του Διαρκούς Διεθνούς Δικαστηρίου της 7ης Σεπτεμβρίου 1927, Υπόθεση του SS Lotus, Γαλλία κατά Τουρκίας, σειρά Α, αριθ. 10.

( 35 ) Βλ. επί παραδείγματι, Ryngaert, C., Jurisdiction in International Law, 2η έκδ, Oxford University Press, 2015, σ. 30 έως 48· Beaulac, S., «The Lotus Case in Context» σε Allen, S., κ.λπ., Oxford Handbook of Jurisdiction in International Law, Oxford University Press, 2019, σ. 40 έως 58.

( 36 ) Απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της 14ης Φεβρουαρίου 2002, Arrest Warrant της 11ης Απριλίου 2000 (Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό κατά Βελγίου) [2002] ICJ Reports 2002, παράγραφος 16 της χωριστής γνώμης του προέδρου Guillaume.

( 37 ) Πρβλ. σκέψη 39 της αποφάσεως Petruhhin.

( 38 ) Σημεία 68 και 69 των προτάσεων (C‑182/15, EU:C:2016:330).

( 39 ) Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Υ. Bot στην υπόθεση Petruhhin (C‑182/15, EU:C:2016:330, σημείο 68).

( 40 ) Σκέψη 50 της αποφάσεως Petruhhin.

( 41 ) Απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2018 (C‑247/17, EU:C:2018:898).

( 42 ) Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Υ. Bot στην υπόθεση Raugevicius (C‑247/17, EU:C:2018:616).

( 43 ) Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Υ. Bot στην υπόθεση Raugevicius (C‑247/17, EU:C:2018:616, σημείο 55).

( 44 ) Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Υ. Bot στην υπόθεση Raugevicius (C‑247/17, EU:C:2018:616, σημείο 56).

( 45 ) Σκέψη 50 της αποφάσεως Petruhhin.

( 46 ) Απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2018, Raugevicius (C‑247/17, EU:C:2018:898, σκέψη 31).

( 47 ) Απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2018, Raugevicius (C‑247/17, EU:C:2018:898, σκέψη 36).

( 48 ) European Treaty Series αριθ. 112 (Σύμβαση για τη μεταγωγή καταδίκων).

( 49 ) Απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2018, Raugevicius (C‑247/17, EU:C:2018:898, σκέψεις 47 και 48).

( 50 ) Απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2018, Raugevicius (C‑247/17, EU:C:2018:898).

( 51 ) Απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2018 (C‑247/17, EU:C:2018:898).

( 52 ) Ήτοι κρίνοντας ότι (αν όντως ισχύει) ο D. Raugevicius ήταν επί μακρόν διαμένων στη Φινλανδία και ως εκ τούτου δικαιούνταν να αντιμετωπίζεται ως εάν ήταν Φινλανδός πολίτης.

( 53 ) Σκέψη 50 της αποφάσεως Petruhhin.

( 54 ) Η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι εν λόγω απαντήσεις ζητήθηκε να παρασχεθούν σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα και μόνο σε υπηρεσιακό επίπεδο, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι τα κράτη μέλη μπορούν ανά πάσα στιγμή να συμπληρώσουν την απάντηση που έδωσαν και/ή να παράσχουν περισσότερα στοιχεία όσον αφορά την απάντηση αυτή.

( 55 ) Μεγαλύτερες προθεσμίες θα είναι λιγότερο προβληματικές αν ο εκζητούμενος τελεί ήδη υπό κράτηση για αδίκημα άλλο από εκείνο για το οποίο εκζητείται.

( 56 ) Μολονότι τούτο δεν αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα λόγω της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης όσον αφορά τις διεθνείς συμβάσεις στις οποίες η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν αποτελεί μέλος. Βλ., επίσης, σημείο 107 των παρουσών προτάσεων.

( 57 ) Απόφαση της 20ής Μαρτίου 1997, Hayes (C‑323/95, EU:C:1997:169, σκέψη 13), καθώς και σκέψη 27 της αποφάσεως Petruhhin και εκεί μνημονευόμενη νομολογία.

( 58 ) Πρβλ. απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2019, Rimšēvičs και ΕΚΤ κατά Λεττονίας (C‑202/18 και C‑238/18, EU:C:2019:139, σκέψη 57).

( 59 ) Πρβλ. αποφάσεις της 2ας Φεβρουαρίου 1989, Cowan (186/87, EU:C:1989:47, σκέψη 19), της 24ης Νοεμβρίου 1998, Bickel και Franz (C‑274/96, EU:C:1998:563, σκέψη 17), και της 28ης Απριλίου 2011, El Dridi (C‑61/11 PPU, EU:C:2011:268, σκέψεις 53 και 54).

( 60 ) Αποφάσεις της 2ας Οκτωβρίου 2003, Garcia Avello (C‑148/02, EU:C:2003:539, σκέψεις 22 έως 24), και της 13ης Ιουνίου 2019, TopFit και Biffi (C‑22/18, EU:C:2019:497, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Πρβλ., επίσης, απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, I.N. (C‑897/19 PPU, EU:C:2020:262, σκέψη 40).

( 61 ) Απόφαση της 5ης Μαΐου 2011, McCarthy (C‑434/09, EU:C:2011:277, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 62 ) Απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2000, Yiadom (C‑357/98, EU:C:2000:604, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και, όσον αφορά το πρώτο σκέλος της εν λόγω διατάξεως, απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 2004, Zhu και Chen (C‑200/02, EU:C:2004:639, σκέψη 31).

( 63 ) Απόφαση της 5ης Μαΐου 2011 (C‑434/09, EU:C:2011:277).

( 64 ) Απόφαση της 5ης Μαΐου 2011, McCarthy (C‑434/09, EU:C:2011:277, σκέψη 49).

( 65 ) Απόφαση της 5ης Μαΐου 2011, McCarthy (C‑434/09, EU:C:2011:277, σκέψη 46).

( 66 ) Απόφαση της 12ης Ιουλίου 2005, Schempp (C‑403/03, EU:C:2005:446, σκέψη 25).

( 67 ) Αποφάσεις της 19ης Οκτωβρίου 2004, Zhu και Chen (C‑200/02, EU:C:2004:639, σκέψη 19).

( 68 ) Απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2003, Garcia Avello (C‑148/02, EU:C:2003:539, σκέψη 27).

( 69 ) Απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2018, Raugevicius (C‑247/17, EU:C:2018:898, σκέψη 29), βλ. επίσης απόφαση της 7ης Ιουλίου 1992, Micheletti κ.λπ. (C‑369/90, EU:C:1992:295, σκέψη 19).

( 70 ) Απόφαση της 5ης Μαΐου 2011, McCarthy (C‑434/09, EU:C:2011:277).

( 71 ) Απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2017 (C‑165/16, EU:C:2017:862).

( 72 ) Πρβλ. σκέψη 42 της αποφάσεως Petruhhin.

( 73 ) Δεδομένου ότι ο εκζητούμενος είναι υπήκοος του κράτους μέλους καταγωγής, μόνον αντίστροφη δυσμενής διάκριση θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα την υπαγωγή της υποθέσεώς του στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 18 και 21 ΣΛΕΕ. Στην απόφαση της 11ης Ιουλίου 2002, D’Hoop (C‑224/98, EU:C:2002:432, σκέψη 30), το Δικαστήριο έκρινε ότι «θα ήταν ασυμβίβαστο με το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας να είναι δυνατόν να υποστεί ο πολίτης αυτός εντός του κράτους μέλους του οποίου είναι υπήκοος λιγότερο ευμενή μεταχείριση από αυτή της οποίας θα ετύγχανε αν δεν είχε κάνει χρήση των διευκολύνσεων που παρέχει η Συνθήκη στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας». Οι εν λόγω υποθέσεις αφορούν ημεδαπούς που επιστρέφουν στη χώρα καταγωγής τους αφότου έκαναν χρήση του δικαιώματός τους ελεύθερης κυκλοφορίας και τυγχάνουν διαφορετικής μεταχειρίσεως από τους ημεδαπούς που έχουν παραμείνει στη χώρα καταγωγής τους. Η περίπτωση του ΒΥ είναι διαφορετική. Πρβλ., επίσης, απόφαση της 7ης Ιουλίου 1992, Singh (C‑370/90, EU:C:1992:296, σκέψη 23).

( 74 ) Latvijas Vēstnesis, 11.05.2005, αριθ. 74 (3232). Διαθέσιμο στη διαδικτυακή διεύθυνση: https://likumi.lv/ta/en/en/id/107820 (τελευταία πρόσβαση στις 11 Σεπτεμβρίου 2020). Κατά τη γραπτή απάντηση της Επιτροπής σε ερώτηση που έθεσε το Δικαστήριο, επίσης η Δημοκρατία της Αυστρίας τροποποίησε το δικό της δίκαιο με παρεμφερή τρόπο προσθέτοντας νέα παράγραφο (την 1a) στο άρθρο 31 του Bundesgesetz über die Auslieferung und die Rechtshilfe in Strafsachen (ομοσπονδιακού νόμου περί εκδόσεως και δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις), η οποία δημοσιεύθηκε στο BGBl. Ι. αριθ. 20/2020 και τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουνίου 2020.

( 75 ) Απόφαση της 10ης Απριλίου 2018, Pisciotti (C‑191/16, EU:C:2018:222, σκέψη 56).

( 76 ) Σκέψη 50 της αποφάσεως Petruhhin.

( 77 ) Απόφαση της 10ης Απριλίου 2018, Pisciotti (C‑191/16, EU:C:2018:222, σκέψη 56).

( 78 ) Απόφαση της 10ης Απριλίου 2018 (C‑191/16, EU:C:2018:222).

( 79 ) Σκέψη 50 της αποφάσεως Petruhhin.

( 80 ) Απόφαση της 10ης Απριλίου 2018 (C‑191/16, EU:C:2018:222).

( 81 ) Απόφαση της 28ης Ιουνίου 2018, Crespo Rey (C‑2/17, EU:C:2018:511, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 82 ) Απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 2013, Stoilov i Ko (C‑180/12, EU:C:2013:693, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 83 ) Bundesgerichtshof, διάταξη της 23ης Απριλίου 2019 (4StR 41/19), διαθέσιμη στον ιστότοπο του Ανώτατου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου: https://juris.bundesgerichtshof.de/cgi-bin/rechtsprechung/document.py?Gericht=bgh&Art=en&sid=09ff6a4c826bba36ff9531132f1210e7&nr=96151&pos=0&anz=1 (τελευταία πρόσβαση στις 11 Σεπτεμβρίου 2020).

( 84 ) Βλ., επίσης, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Y. Bot στην υπόθεση Pisciotti (C‑191/16, EU:C:2017:878, σημείο 48) καθώς και απόφαση της 10ης Απριλίου 2018, Pisciotti (C‑191/16, EU:C:2018:222, σκέψη 49), που αφορούν την ίδια ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως.

( 85 ) Απόφαση της 13ης Ιουνίου 2013, Kostov (C‑62/12, EU:C:2013:391, σκέψεις 24 και 25 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 86 ) Ο δικαστικός πληρεξούσιος του BY προέβαλε ότι η εν λόγω διάταξη έχει εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση.

( 87 ) Σκέψη 39 της αποφάσεως Petruhhin.

( 88 ) Απόφαση της 10ης Απριλίου 2018 (C‑191/16, EU:C:2018:222).

( 89 ) Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Υ. Bot στην υπόθεση Pisciotti (C‑191/16, EU:C:2017:878, σημείο 48).

( 90 ) Απόφαση της 10ης Απριλίου 2018, Pisciotti (C‑191/16, EU:C:2018:222, σκέψη 50).

Top