Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62018CJ0659

    Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 12ης Μαρτίου 2020.
    Ποινική δίκη κατά.
    Αίτηση του Juzgado de Instrucción de Badalona για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Οδηγία 2013/48/ΕΕ – Άρθρο 3, παράγραφος 2 – Δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο – Περιστάσεις υπό τις οποίες πρέπει να κατοχυρώνεται το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο – Μη εμφάνιση – Παρεκκλίσεις από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο – Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.
    Υπόθεση C-659/18.

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2020:201

     ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

    της 12ης Μαρτίου 2020 ( *1 )

    «Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Οδηγία 2013/48/ΕΕ – Άρθρο 3, παράγραφος 2 – Δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο – Περιστάσεις υπό τις οποίες πρέπει να κατοχυρώνεται το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο – Μη εμφάνιση – Παρεκκλίσεις από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο – Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας»

    Στην υπόθεση C-659/18,

    με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε ο Juzgado de Instrucción n. 4 de Badalona (4ος ανακριτής δικαστής της Μπανταλόνα, Ισπανία) με απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 22 Οκτωβρίου 2018, στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας κατά

    VW,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

    συγκείμενο από τους A. Arabadjiev, πρόεδρο τμήματος, P. G. Xuereb και T. von Danwitz (εισηγητή), δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: M. Bobek

    γραμματέας: A. Calot Escobar

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. J. Ruiz Sánchez και M. J. García-Valdecasas Dorrego,

    η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την S. Pardo Quintillán και τον R. Troosters,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 7ης Νοεμβρίου 2019,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/48/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013, σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας και διαδικασίας εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, καθώς και σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης τρίτου προσώπου σε περίπτωση στέρησης της [ελευθερίας] και με το δικαίωμα επικοινωνίας με τρίτα πρόσωπα και με προξενικές αρχές κατά τη διάρκεια της στέρησης της ελευθερίας (ΕΕ 2013, L 294, σ. 1), καθώς και του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

    2

    Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας κινηθείσας κατά του VW για τα αδικήματα της οδήγησης χωρίς άδεια και της πλαστογραφίας.

    Το νομικό πλαίσιο

    Το δίκαιο της Ένωσης

    3

    Οι αιτιολογικές σκέψεις 4, 6, 19 και 30 έως 32 της οδηγίας 2013/48 έχουν ως εξής:

    «(4)

    Η εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης αποφάσεων επί ποινικών υποθέσεων προϋποθέτει ότι τα κράτη μέλη έχουν αμοιβαία εμπιστοσύνη στα συστήματα απονομής ποινικής δικαιοσύνης καθενός από αυτά. Ο βαθμός της αμοιβαίας αναγνώρισης εξαρτάται κατά πολύ από μια σειρά παραγόντων που περιλαμβάνουν μηχανισμούς προστασίας των δικαιωμάτων των υπόπτων ή των κατηγορουμένων και τον καθορισμό κοινών ελάχιστων κανόνων, αναγκαίων για τη διευκόλυνση της εφαρμογής της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης.

    […]

    (6)

    Η αμοιβαία αναγνώριση αποφάσεων επί ποινικών θεμάτων μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά μόνο σε κλίμα εμπιστοσύνης, ώστε όχι μόνο οι δικαστικές αρχές αλλά και όλοι οι συντελεστές της ποινικής διαδικασίας να θεωρούν τις αποφάσεις των δικαστικών αρχών άλλων κρατών μελών ισοδύναμες με τις δικές τους, γεγονός που προϋποθέτει εμπιστοσύνη όχι μόνο στην επάρκεια των κανόνων άλλων κρατών μελών, αλλά και στην ορθή εφαρμογή τους. Η ενδυνάμωση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης προϋποθέτει την ύπαρξη λεπτομερών κανόνων για την προστασία των δικονομικών δικαιωμάτων και εγγυήσεων που απορρέουν από το Χάρτη, την [Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950] και το [Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που εγκρίθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στις 16 Δεκεμβρίου 1966 και τέθηκε σε ισχύ στις 23 Μαρτίου 1976]. Απαιτεί επίσης την περαιτέρω ανάπτυξη στο πλαίσιο της [Ευρωπαϊκής] Ένωσης, μέσω της παρούσας οδηγίας και άλλων μέτρων, των ελάχιστων προδιαγραφών που ορίζονται στον Χάρτη και στην [Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών].

    […]

    (19)

    Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μεριμνούν ώστε οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι να έχουν το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση σύμφωνα με την παρούσα οδηγία. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να χορηγείται στους υπόπτους ή κατηγορουμένους δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο κατά την ποινική διαδικασία ενώπιον δικαστηρίου, εφόσον δεν έχουν παραιτηθεί από το εν λόγω δικαίωμα.

    […]

    (30)

    Σε περιπτώσεις γεωγραφικής απομόνωσης του υπόπτου ή κατηγορουμένου, για παράδειγμα σε υπερπόντια εδάφη ή όταν το κράτος μέλος αναλαμβάνει ή συμμετέχει σε στρατιωτικές επιχειρήσεις εκτός του εδάφους του, τα κράτη μέλη επιτρέπεται να παρεκκλίνουν προσωρινά από το δικαίωμα του υπόπτου ή του κατηγορούμενου να έχει πρόσβαση σε δικηγόρο χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά τη στέρηση της ελευθερίας. […]

    (31)

    Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να παρεκκλίνουν προσωρινά από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο στάδιο της προδικαστικής διαδικασίας εφόσον είναι αναγκαίο, σε επείγουσες περιπτώσεις, να αποτραπούν σοβαρές δυσμενείς επιπτώσεις στη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα ενός προσώπου. […] Οποιαδήποτε κατάχρηση αυτής της παρέκκλισης θα έθιγε καταρχήν ανεπανόρθωτα τα δικαιώματα υπεράσπισης.

    (32)

    Τα κράτη μέλη θα πρέπει να επιτρέπεται επίσης να παρεκκλίνουν προσωρινά από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο προδικαστικό στάδιο, σε περίπτωση επιτακτικής ανάγκης να αναληφθεί άμεση δράση από τις αρχές που διενεργούν την έρευνα προς αποτροπή σημαντικού κινδύνου για την ποινική διαδικασία, ιδίως προς αποτροπή καταστροφής ή αλλοίωσης σημαντικών αποδεικτικών στοιχείων, ή προς αποτροπή παρεμβάσεων στους μάρτυρες. […] Οποιαδήποτε κατάχρηση αυτής της παρέκκλισης θα έθιγε καταρχήν ανεπανόρθωτα τα δικαιώματα υπεράσπισης.»

    4

    Το άρθρο 1 της ως άνω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αντικείμενο», ορίζει τα εξής:

    «Η παρούσα οδηγία θεσπίζει ελάχιστους κανόνες σχετικά με τα δικαιώματα των υπόπτων και κατηγορουμένων στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας και των προσώπων που υπάγονται στη διαδικασία της απόφασης-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ [του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών – Δηλώσεις τις οποίες έκαναν ορισμένα κράτη μέλη με την ευκαιρία της έκδοσης της απόφασης-πλαισίου (ΕΕ 2002, L 190, σ. 1)] […], όσον αφορά στην πρόσβαση σε δικηγόρο, την ενημέρωση τρίτου σε περίπτωση στέρησης της ελευθερίας και την επικοινωνία με τρίτα πρόσωπα και με προξενικές αρχές κατά τη διάρκεια της στέρησης της ελευθερίας.»

    5

    Το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», προβλέπει, στην παράγραφο 1, τα εξής:

    «Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε υπόπτους ή σε κατηγορουμένους στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας από τη στιγμή που λαμβάνουν γνώση από τις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους, μέσω επίσημης ειδοποίησης ή με άλλο τρόπο, ότι θεωρούνται ύποπτοι ή κατηγορούνται για την τέλεση αξιόποινης πράξης, ασχέτως αν έχουν στερηθεί την ελευθερία τους. Εφαρμόζεται μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας, ήτοι μέχρις ότου κριθεί οριστικά αν ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος τέλεσε την αξιόποινη πράξη, συμπεριλαμβανομένης, κατά περίπτωση, της επιμέτρησης της ποινής και της εκδίκασης τυχόν προσφυγής.»

    6

    Το άρθρο 3 της οδηγίας αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας», έχει ως εξής:

    «1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν το δικαίωμα των υπόπτων και κατηγορουμένων να έχουν πρόσβαση σε δικηγόρο εντός προθεσμίας και κατά τρόπο που να επιτρέπει στους ενδιαφερομένους να ασκούν τα δικαιώματα υπεράσπισής τους πρακτικά και αποτελεσματικά.

    2.   Οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι έχουν πρόσβαση σε δικηγόρο χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Σε κάθε περίπτωση, οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι έχουν πρόσβαση σε δικηγόρο από οποιαδήποτε από τις ακόλουθες χρονικές στιγμές, ανάλογα με το ποια προκύπτει πρώτη:

    α)

    προτού εξεταστούν από την αστυνομία ή άλλη αρχή επιβολής του νόμου ή δικαστική αρχή·

    β)

    κατά τη διενέργεια ερευνητικής πράξης ή άλλης πράξης συλλογής αποδεικτικών στοιχείων από ερευνητική ή άλλη αρμόδια αρχή σύμφωνα με την παράγραφο 3 στοιχείο γ·

    γ)

    χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά τη στέρηση της ελευθερίας·

    δ)

    όταν έχουν κλητευθεί ενώπιον δικαστηρίου με δικαιοδοσία σε ποινικές υποθέσεις, εγκαίρως πριν παραστούν ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου.

    3.   Το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο συνεπάγεται τα ακόλουθα:

    α)

    Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι έχουν το δικαίωμα κατ’ ιδίαν συνάντησης και επικοινωνίας με τον δικηγόρο που τους εκπροσωπεί, μεταξύ άλλων πριν από την εξέτασή τους από την αστυνομία ή άλλη αρχή επιβολής του νόμου ή δικαστική αρχή.

    β)

    Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν την παρουσία και τη συμμετοχή του δικηγόρου τους κατά την εξέτασή τους. Η συμμετοχή αυτή συνάδει με διαδικασίες του εθνικού δικαίου, υπό τον όρο ότι οι εν λόγω διαδικασίες δεν θίγουν την αποτελεσματική άσκηση και την ουσία του συγκεκριμένου δικαιώματος. Όταν συμμετέχει δικηγόρος κατά την εξέταση, το γεγονός ότι έλαβε χώρα αυτή η συμμετοχή σημειώνεται μέσω της διαδικασίας καταγραφής σύμφωνα με το δίκαιο του σχετικού κράτους μέλους.

    γ)

    Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι έχουν τουλάχιστον το δικαίωμα να ζητούν την παράσταση του δικηγόρου τους στις ακόλουθες ερευνητικές πράξεις ή άλλες πράξεις συλλογής αποδεικτικών στοιχείων, εφόσον οι εν λόγω πράξεις προβλέπονται στο εθνικό δίκαιο και εφόσον ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος υποχρεούται να παραστεί στη συγκεκριμένη πράξη:

    i)

    διέλευση προσώπων για αναγνώριση·

    ii)

    κατ’ αντιπαράσταση εξετάσεις·

    iii)

    αναπαραστάσεις του εγκλήματος.

    4.   Τα κράτη μέλη επιδιώκουν να διαθέτουν γενική ενημέρωση ώστε να διευκολύνουν τους υπόπτους και τους κατηγορούμενους να προσφεύγουν σε δικηγόρο.

    Παρά τις διατάξεις εθνικού δικαίου που αφορούν την υποχρεωτική παράσταση δικηγόρου, τα κράτη μέλη καθορίζουν τις αναγκαίες ρυθμίσεις ώστε να διασφαλίζουν ότι ύποπτοι και κατηγορούμενοι που στερούνται της ελευθερίας τους είναι σε θέση να ασκούν αποτελεσματικά το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο, εκτός εάν έχουν παραιτηθεί από το δικαίωμα αυτό σύμφωνα με το άρθρο 9.

    5.   Σε εξαιρετικές περιστάσεις και μόνο κατά το στάδιο της προδικασίας, επιτρέπεται τα κράτη μέλη να παρεκκλίνουν προσωρινά από την εφαρμογή της παραγράφου 2 στοιχείο γ), όταν, για λόγους γεωγραφικής απομόνωσης του υπόπτου ή κατηγορουμένου, είναι αδύνατη η διασφάλιση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά τη στέρηση της ελευθερίας.

    6.   Σε εξαιρετικές περιστάσεις και μόνο κατά το στάδιο της προδικασίας, τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν προσωρινά από την εφαρμογή των προβλεπόμενων στην παράγραφο 3 δικαιωμάτων, στον βαθμό που ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης το δικαιολογούν, για έναν από τους ακόλουθους επιτακτικούς λόγους:

    α)

    όταν υπάρχει επείγουσα ανάγκη να αποτραπούν σοβαρές συνέπειες για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα προσώπου·

    β)

    όταν είναι επιτακτική η ανάληψη άμεσης δράσης από τις αρχές έρευνας προς αποτροπή σημαντικού κινδύνου για την ποινική διαδικασία.»

    7

    Το άρθρο 8 της οδηγίας 2013/48 προβλέπει τα εξής:

    «1.   Οποιαδήποτε προσωρινή παρέκκλιση δυνάμει του άρθρου 3 παράγραφος 5 ή 6 ή δυνάμει του άρθρου 5 παράγραφος 3:

    α)

    είναι αναλογική και δεν υπερβαίνει τα όρια του αναγκαίου·

    β)

    είναι αυστηρά χρονικά καθορισμένη·

    γ)

    δεν βασίζεται αποκλειστικά στον τύπο ή τη σοβαρότητα του καταγγελλόμενου αδικήματος· και

    δ)

    δεν προσβάλλει τον συνολικότερο δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας.

    2.   Οι προσωρινές παρεκκλίσεις δυνάμει του άρθρου 3 παράγραφος 5 ή 6 δύνανται να εγκρίνονται μόνο με προσηκόντως αιτιολογημένη κατά περίπτωση απόφαση, είτε δικαστικής αρχής είτε άλλης αρμόδιας αρχής, υπό τον όρο ότι η απόφαση μπορεί να υπαχθεί σε δικαστικό έλεγχο. Η προσηκόντως αιτιολογημένη απόφαση καταγράφεται μέσω της διαδικασίας καταγραφής σύμφωνα με το δίκαιο του σχετικού κράτους μέλους.

    3.   Οι προσωρινές παρεκκλίσεις δυνάμει του άρθρου 5 παράγραφος 3 δύνανται να εγκρίνονται μόνο με προσηκόντως αιτιολογημένη κατά περίπτωση απόφαση, είτε δικαστικής αρχής, είτε άλλης αρμόδιας αρχής υπό τον όρο ότι η απόφαση μπορεί να υπαχθεί σε δικαστικό έλεγχο.»

    Το ισπανικό δίκαιο

    8

    Το άρθρο 24 του Constituciόn (Συντάγματος) ορίζει τα εξής:

    «1.   Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα αποτελεσματικής προστασίας από μέρους των δικαστών και των δικαστηρίων κατά την άσκηση των δικαιωμάτων και των εννόμων συμφερόντων του και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να στερείται της δυνατότητας υπεράσπισης των εν λόγω δικαιωμάτων και εννόμων συμφερόντων ενώπιον των δικαστηρίων.

    2.   Ομοίως, κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στον νόμιμο τακτικό δικαστή, στην υπεράσπιση και αρωγή από δικηγόρο, στην ενημέρωση σχετικά με τις κατηγορίες που του αποδίδονται, σε δημόσια δίκη χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και με όλες τις εγγυήσεις, στη χρήση αποδεικτικών στοιχείων κατάλληλων για την υπεράσπισή του, στη μη αυτοενοχοποίηση, στη μη ομολογία της ενοχής του και στο τεκμήριο αθωότητας. […]»

    9

    Το άρθρο 118 του Ley de Enjuiciamiento Criminal (κώδικα ποινικής δικονομίας), όπως τροποποιήθηκε με τον Ley Orgánica 13/2015 de modificación του Ley de Enjuiciamiento Criminal para el fortalecimiento de las garantías procesales y la regulación de las medidas de investigación tecnológica (οργανικό νόμο 13/2015, περί τροποποιήσεως του κώδικα ποινικής δικονομίας για την ενίσχυση των δικονομικών εγγυήσεων και τη ρύθμιση των μέτρων τεχνολογικής έρευνας), της 5ης Οκτωβρίου 2015 (BOE αριθ. 239, της 6ης Οκτωβρίου 2015, σ. 90192) (στο εξής: κώδικας ποινικής δικονομίας), προβλέπει τα εξής:

    «1.   Κάθε πρόσωπο στο οποίο αποδίδεται αξιόποινη πράξη δύναται να ασκεί το δικαίωμα υπεράσπισης συμμετέχοντας στη διαδικασία αφ’ ης στιγμής ενημερωθεί για την ύπαρξή της ή τεθεί υπό κράτηση ή του επιβληθεί οποιοδήποτε προληπτικό μέτρο ή απαγγελθούν εις βάρος του κατηγορίες, προς τούτο δε ενημερώνεται, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, για τα ακόλουθα δικαιώματα:

    […]

    b)

    το δικαίωμα έγκαιρης εξετάσεως της δικογραφίας ώστε να εξασφαλίζεται το δικαίωμα υπεράσπισης και, σε κάθε περίπτωση, εξετάσεως της δικογραφίας πριν δώσει κατάθεση·

    […]

    d)

    το δικαίωμα να διορίζει ελεύθερα δικηγόρο, με την επιφύλαξη του άρθρου 527, παράγραφος 1, στοιχείο a·

    […]

    2.   Το δικαίωμα υπεράσπισης ασκείται χωρίς άλλους περιορισμούς πλην αυτών που ρητώς προβλέπονται στον νόμο από την απόδοση της ερευνώμενης αξιόποινης πράξεως μέχρι το τέλος της ποινής […]».

    10

    Το άρθρο 527 του κώδικα ποινικής δικονομίας έχει ως εξής:

    «1.   Στις περιπτώσεις του άρθρου 509, ο συλληφθείς ή κρατούμενος που έχει τεθεί σε απομόνωση μπορεί, εφόσον τούτο δικαιολογείται από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, να στερηθεί των ακόλουθων δικαιωμάτων:

    a)

    του δικαιώματος διορισμού δικηγόρου της εμπιστοσύνης του·

    […]

    d)

    του δικαιώματος να έχει ο ίδιος ή ο δικηγόρος του πρόσβαση στη δικογραφία, εξαιρουμένων των στοιχείων που είναι ουσιώδη για να μπορέσει να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της κράτησής του.»

    Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

    11

    Στις 20 Απριλίου 2018, η αστυνομία της Μπανταλόνα (Ισπανία) συνέταξε εις βάρος του VW έκθεση για τα φερόμενα αδικήματα της οδήγησης χωρίς άδεια και της πλαστογραφίας, κατόπιν οδικού ελέγχου κατά τον οποίο ο ενδιαφερόμενος επέδειξε αλβανική άδεια οδήγησης.

    12

    Στις 19 Μαΐου 2018, η διεξαχθείσα πραγματογνωμοσύνη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το έγγραφο αυτό ήταν πλαστό.

    13

    Με διάταξη της 11ης Ιουνίου 2018, ο αρμόδιος στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας κατά του VW Juzgado de Instrucción n. 4 de Badalona (4ος ανακριτής δικαστής της Μπανταλόνα, Ισπανία) αποφάσισε να εξετάσει τον VW. Ενόψει της εν λόγω εξετάσεως, διορίστηκε αυτεπαγγέλτως δικηγόρος υπερασπίσεως. Κατόπιν διαφόρων κλητεύσεων του ενδιαφερομένου που απέβησαν άκαρπες, καθόσον αυτός ήταν αγνώστου διαμονής, στις 27 Σεπτεμβρίου 2018 εκδόθηκε εις βάρος του ένταλμα σύλληψης και βίαιης προσαγωγής.

    14

    Στις 16 Οκτωβρίου 2018, μια δικηγόρος απέστειλε, μέσω τηλεομοιοτυπίας, επιστολή με την οποία δήλωνε ότι παρενέβαινε στη διαδικασία για λογαριασμό του VW, τη δε επιστολή συνόδευαν ενυπόγραφο έγγραφο δικαστικής πληρεξουσιότητας και η συναίνεση του αυτεπαγγέλτως διορισθέντος δικηγόρου του ενδιαφερομένου για ανάληψη της υπόθεσης. Η εν λόγω δικηγόρος ζητούσε να της αποστέλλονται τα μελλοντικά διαδικαστικά έγγραφα και να ανακληθεί το ένταλμα σύλληψης που είχε εκδοθεί κατά του πελάτη της, αναφέροντας ότι αυτός επιθυμούσε εν πάση περιπτώσει να προσέλθει ενώπιον του ανακριτή δικαστή.

    15

    Στο μέτρο που ο VW δεν εμφανίστηκε κατόπιν της πρώτης κλητεύσεως και εκκρεμεί εις βάρος του ένταλμα σύλληψης, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η ισχύς του δικαιώματός του για πρόσβαση σε δικηγόρο μπορεί να ανασταλεί μέχρι της εκτελέσεως του εντάλματος αυτού, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία περί των δικαιωμάτων υπεράσπισης.

    16

    Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι η νομοθεσία αυτή στηρίζεται στο άρθρο 24 του Συντάγματος και ότι, στις ποινικές υποθέσεις, τα δικαιώματα υπεράσπισης του υπόπτου διέπονται από το άρθρο 118 του κώδικα ποινικής δικονομίας. Το εν λόγω δικαστήριο προσθέτει ότι οι διατάξεις αυτές ερμηνεύονται από το Tribunal Constitucional (Συνταγματικό Δικαστήριο, Ισπανία) και από το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο, Ισπανία) υπό την έννοια ότι το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο μπορεί να εξαρτηθεί από υποχρέωση αυτοπρόσωπης εμφάνισης του υπόπτου ενώπιον του δικαστή. Ειδικότερα, κατά πάγια νομολογία του Tribunal Constitucional (Συνταγματικού Δικαστηρίου), το δικαίωμα αυτό μπορεί να μην αναγνωρίζεται όταν ο ύποπτος απουσιάζει ή είναι αγνώστου διαμονής. Κατά τη νομολογία αυτή, η αυτοπρόσωπη εμφάνιση του ενδιαφερομένου θεωρείται εύλογη απαίτηση η οποία δεν θίγει σε σημαντικό βαθμό τα δικαιώματα υπεράσπισης. Κατ’ ουσίαν, η παρουσία του υπόπτου αποτελεί υποχρέωση. Αυτή μπορεί να αποδειχθεί αναγκαία για τη διαλεύκανση των πραγματικών περιστατικών. Επιπλέον, σε περίπτωση απουσίας του εν λόγω προσώπου που συνεχίζεται μέχρι την ολοκλήρωση της ανάκρισης, δεν είναι δυνατή η διεξαγωγή διαδικασίας στο ακροατήριο και η έκδοση αποφάσεως, με αποτέλεσμα να παραλύει η ποινική διαδικασία, γεγονός που βλάπτει τόσο τους ενδιαφερόμενους ιδιώτες όσο και τα εμπλεκόμενα δημόσια συμφέροντα.

    17

    Εξάλλου, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η εν λόγω νομολογία παρέμεινε σταθερή παρά τη μεταρρύθμιση που πραγματοποιήθηκε το 2015 και που είχε κυρίως ως σκοπό τη μεταφορά στο ισπανικό δίκαιο της οδηγίας 2013/48. Το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί επίσης ότι, βάσει του άρθρου 118 του κώδικα ποινικής δικονομίας, το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο υποβάλλεται σε περιορισμό μόνο στις περιπτώσεις του άρθρου 527 του κώδικα αυτού, το οποίο ρητώς παρατίθεται στην ως άνω διάταξη.

    18

    Συνεπώς, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται σχετικά με την έκταση του προβλεπόμενου στην οδηγία αυτή δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο. Ειδικότερα, διατηρεί αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα της επίμαχης νομολογίας με το άρθρο 3, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας και το άρθρο 47 του Χάρτη.

    19

    Υπό τις συνθήκες αυτές, ο Juzgado de Instrucción n. 4 de Badalona (4ος ανακριτής δικαστής της Μπανταλόνα) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

    «Πρέπει το άρθρο 47 του Χάρτη και, ειδικότερα, το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/48 να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι το δικαίωμα προσβάσεως σε δικηγόρο μπορεί δικαιολογημένα να ανασταλεί αν ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος δεν εμφανίζεται κατόπιν της πρώτης κλητεύσεώς του από το δικαστήριο και εκδίδεται εθνικό, ευρωπαϊκό ή διεθνές ένταλμα συλλήψεως, οπότε η πρόσβασή του σε δικηγόρο και η συμμετοχή του στη διαδικασία αναστέλλονται μέχρι το ένταλμα αυτό να εκτελεστεί και ο ύποπτος να οδηγηθεί ενώπιον του δικαστηρίου με παρέμβαση των αστυνομικών δυνάμεων;»

    Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

    20

    Με την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο ζήτησε να εκδικασθεί η υπόθεση κατά την ταχεία διαδικασία του άρθρου 105, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε με τη διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 18ης Ιανουαρίου 2019, VW (Δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο σε περίπτωση μη εμφάνισης) (C-659/18, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:45).

    Επί του προδικαστικού ερωτήματος

    21

    Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η οδηγία 2013/48, και ιδίως το άρθρο 3, παράγραφος 2, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως αυτή ερμηνεύεται από την εθνική νομολογία, κατά την οποία η ισχύς του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο μπορεί να ανασταλεί, κατά το στάδιο της προδικασίας, λόγω μη εμφάνισης του υπόπτου ή του κατηγορούμενου κατόπιν κλητεύσεώς του προς εμφάνιση ενώπιον ανακριτή δικαστή, μέχρι να εκτελεστεί το εθνικό ένταλμα σύλληψης που έχει εκδοθεί εις βάρος του ενδιαφερομένου.

    Επί της δυνατότητας εφαρμογής της οδηγίας 2013/48

    22

    Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει να εξεταστεί ευθύς εξαρχής αν η οδηγία 2013/48 έχει εφαρμογή στην περίπτωση προσώπου όπως ο VW, το οποίο κλήθηκε επανειλημμένως να εμφανιστεί ενώπιον ανακριτή δικαστή προκειμένου να εξεταστεί για πρώτη φορά σχετικά με ποινικά αδικήματα για τα οποία θεωρείται ύποπτο και εις βάρος του οποίου έχει εκδοθεί, προς τον σκοπό αυτό, εθνικό ένταλμα σύλληψης.

    23

    Συναφώς, η Ισπανική Κυβέρνηση εκφράζει αμφιβολίες ως προς το αν μια τέτοια περίπτωση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της ως άνω οδηγίας. Η κυβέρνηση αυτή υποστηρίζει ότι, στο μέτρο που οι κλητεύσεις του ενδιαφερομένου απέβησαν άκαρπες, αυτός δεν ενημερώθηκε ότι θεωρούνταν ύποπτος για την τέλεση αξιόποινης πράξης, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας.

    24

    Πρέπει να υπομνησθεί ότι η οδηγία 2013/48 έχει ως αντικείμενο, κατά το άρθρο της 1, να θεσπίσει ελάχιστους κανόνες σχετικά με τα δικαιώματα των υπόπτων και κατηγορουμένων στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, ιδίως όσον αφορά την πρόσβαση σε δικηγόρο. Το πεδίο εφαρμογής της ως άνω οδηγίας οριοθετείται στο άρθρο της 2, το οποίο ορίζει, στην παράγραφο 1, ότι η εν λόγω οδηγία εφαρμόζεται σε υπόπτους ή σε κατηγορουμένους στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας από τη στιγμή που λαμβάνουν γνώση από τις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους, μέσω επίσημης ειδοποίησης ή με άλλο τρόπο, ότι θεωρούνται ύποπτοι ή κατηγορούνται για την τέλεση αξιόποινης πράξης.

    25

    Αφενός, ένα πρόσωπο που έχει κλητευθεί να εμφανιστεί ενώπιον ανακριτή δικαστή, επιληφθέντος στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας κινηθείσας για ποινικά αδικήματα τα οποία το πρόσωπο αυτό φέρεται ότι διέπραξε, εμπίπτει στην κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/48 έννοια του «υπόπτου». Αφετέρου, το γράμμα της διατάξεως αυτής, ιδίως η φράση «λαμβάνουν γνώση από τις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους, μέσω επίσημης ειδοποίησης ή με άλλο τρόπο», καταδεικνύει ότι, για τη δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας 2013/48, αρκεί η ενημέρωση του ενδιαφερομένου από τις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους, ανεξαρτήτως της μορφής που λαμβάνει η ενημέρωση αυτή.

    26

    Κατά συνέπεια, πρέπει να θεωρηθεί επαρκής, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 31 των προτάσεών του, η έκδοση από τις αρχές αυτές επίσημης αποφάσεως ή η λήψη άλλου διαδικαστικού μέτρου με σκοπό να ενημερωθεί ο ενδιαφερόμενος ότι είναι ύποπτος ή κατηγορούμενος, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Αντιθέτως, ο τρόπος με τον οποίο η ενημέρωση αυτή περιέρχεται στον ενδιαφερόμενο δεν ασκεί επιρροή.

    27

    Εν προκειμένω, από την ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία προκύπτει σαφώς όχι μόνον ότι μια τέτοια απόφαση εκδόθηκε σε σχέση με τον VW, αλλά και ότι η απόφαση αυτή περιήλθε στον VW, δεδομένου ότι αυτός ανέθεσε σε δικηγόρο να τον εκπροσωπήσει στο πλαίσιο της εις βάρος του ποινικής διαδικασίας.

    28

    Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν φαίνονται βάσιμες οι αμφιβολίες που εξέφρασε η Ισπανική Κυβέρνηση ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας 2013/48 στην υπόθεση της κύριας δίκης, πράγμα το οποίο εναπόκειται πάντως στο αιτούν δικαστήριο να επαληθεύσει.

    Επί του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο δυνάμει της οδηγίας 2013/48

    29

    Όσον αφορά το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο που προβλέπεται από την οδηγία 2013/48, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη, διευκρινίζεται καταρχάς ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί εάν η ισχύς του δικαιώματος αυτού μπορεί να ανασταλεί λόγω μη εμφάνισης του υπόπτου ή του κατηγορούμενου. Αντιθέτως, το ερώτημα δεν αφορά το περιεχόμενο του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο δυνάμει της οδηγίας, που περιλαμβάνει τα παρατιθέμενα στο άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής στοιχεία.

    30

    Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να διασφαλίζουν στους υπόπτους ή κατηγορουμένους την απόλαυση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο εντός προθεσμίας και κατά τρόπο που να τους επιτρέπει να ασκήσουν τα δικαιώματα υπεράσπισής τους πρακτικά και αποτελεσματικά (απόφαση της 5ης Ιουνίου 2018, Kolev κ.λπ., C‑612/15, EU:C:2018:392, σκέψη 103).

    31

    Το άρθρο 3, παράγραφος 1, θέτει τη θεμελιώδη αρχή κατά την οποία οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι έχουν δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο εντός προθεσμίας και κατά τρόπο που να τους επιτρέπει να ασκούν τα δικαιώματα υπεράσπισής τους πρακτικά και αποτελεσματικά, ενώ η αρχή αυτή εξειδικεύεται στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 40 των προτάσεών του, όσον αφορά το χρονικό σημείο από το οποίο πρέπει να παρέχεται το δικαίωμα αυτό.

    32

    Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, της ως άνω οδηγίας, οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι πρέπει να έχουν πρόσβαση σε δικηγόρο χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και, εν πάση περιπτώσει, από οποιοδήποτε από τα τέσσερα συγκεκριμένα χρονικά σημεία που απαριθμούνται στη διάταξη αυτή υπό τα στοιχεία αʹ έως δʹ προκύψει πρώτο.

    33

    Το ως άνω άρθρο 3, παράγραφος 2, ορίζει ότι οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι έχουν πρόσβαση σε δικηγόρο μεταξύ άλλων «προτού εξεταστούν από την αστυνομία ή άλλη αρχή επιβολής του νόμου ή δικαστική αρχή», σύμφωνα με το στοιχείο αʹ της εν λόγω παραγράφου 2, και «όταν έχουν κλητευθεί ενώπιον δικαστηρίου με δικαιοδοσία σε ποινικές υποθέσεις, εγκαίρως πριν παραστούν ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου», σύμφωνα με το στοιχείο δʹ της ίδιας παραγράφου.

    34

    Εν προκειμένω, ο ενδιαφερόμενος κλητεύθηκε να εμφανιστεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, το οποίο έχει δικαιοδοσία σε ποινικές υποθέσεις, προκειμένου να εξεταστεί σχετικά με τα ποινικά αδικήματα για τα οποία θεωρείται ύποπτος. Σε μια τέτοια περίπτωση, το δικαίωμα του υπόπτου να έχει πρόσβαση σε δικηγόρο στο πλαίσιο της εις βάρος του ποινικής διαδικασίας πρέπει, καταρχήν, να διασφαλίζεται.

    35

    Η αιτιολογική σκέψη 19 της οδηγίας 2013/48 αναφέρει εξάλλου ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να μεριμνούν ώστε οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι να έχουν το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και, εν πάση περιπτώσει, θα πρέπει να χορηγείται στους υπόπτους ή κατηγορουμένους δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο κατά την ποινική διαδικασία ενώπιον δικαστηρίου, εφόσον δεν έχουν παραιτηθεί από το εν λόγω δικαίωμα.

    36

    Κατόπιν της διευκρινίσεως αυτής, πρέπει, εν συνεχεία, να κριθεί αν η οδηγία 2013/48, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη, επιτρέπει στα κράτη μέλη να παρεκκλίνουν από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο που πρέπει βάσει των ανωτέρω να διασφαλίζεται καταρχήν υπέρ του υπόπτου που έχει κλητευθεί να εμφανιστεί ενώπιον ανακριτή δικαστή, λόγω του ότι ο ύποπτος αυτός δεν εμφανίζεται.

    37

    Συναφώς, το άρθρο 3 της ως άνω οδηγίας προβλέπει ότι προσωρινή παρέκκλιση από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο που κατοχυρώνει η εν λόγω οδηγία χωρεί σε τρεις κατηγορίες περιπτώσεων, που προβλέπονται, αντιστοίχως, στο άρθρο 3, παράγραφος 5, και παράγραφος 6, στοιχεία αʹ και βʹ.

    38

    Το εν λόγω άρθρο 3 προβλέπει, στις παραγράφους 5 και 6, ότι, σε «εξαιρετικές περιστάσεις και μόνον κατά το στάδιο της προδικασίας, επιτρέπεται τα κράτη μέλη να παρεκκλίνουν προσωρινά από την εφαρμογή» ορισμένων διατάξεων του άρθρου αυτού.

    39

    Ειδικότερα, βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 5, της οδηγίας 2013/48, επιτρέπεται τα κράτη μέλη να παρεκκλίνουν προσωρινά από την εφαρμογή του άρθρου 3, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της ως άνω οδηγίας «όταν, για λόγους γεωγραφικής απομόνωσης του υπόπτου ή κατηγορουμένου, είναι αδύνατη η διασφάλιση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά τη στέρηση της ελευθερίας».

    40

    Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 6, της οδηγίας 2013/48, τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν προσωρινά από την εφαρμογή των προβλεπόμενων στην παράγραφο 3 του άρθρου αυτού δικαιωμάτων, στον βαθμό που ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης το δικαιολογούν, για δύο επιτακτικούς λόγους. Οι επιτακτικοί αυτοί λόγοι συντρέχουν, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 6, στοιχείο αʹ, της ως άνω οδηγίας, «όταν υπάρχει επείγουσα ανάγκη να αποτραπούν σοβαρές συνέπειες για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα προσώπου» ή, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 6, στοιχείο βʹ, της εν λόγω οδηγίας, «όταν είναι επιτακτική η ανάληψη άμεσης δράσης από τις αρχές έρευνας προς αποτροπή σημαντικού κινδύνου για την ποινική διαδικασία».

    41

    Εν προκειμένω, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν κάνει λόγο για καμία από τις περιστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 3, παράγραφοι 5 και 6, της οδηγίας 2013/48.

    42

    Από τη δε οικονομία και τους σκοπούς της οδηγίας 2013/48 προκύπτει ότι οι προσωρινές παρεκκλίσεις που τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο απαριθμούνται στο ως άνω άρθρο 3, παράγραφοι 5 και 6, κατά τρόπο εξαντλητικό.

    43

    Όσον αφορά την οικονομία της οδηγίας 2013/48, οι παράγραφοι 5 και 6 του άρθρου 3 της ως άνω οδηγίας, ως διατάξεις που προβλέπουν παρεκκλίσεις από τις αρχές που θεσπίζονται στο άρθρο 3, παράγραφοι 1 έως 3, της εν λόγω οδηγίας, πρέπει να ερμηνεύονται στενά. Εξάλλου, το άρθρο 8 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Γενικοί όροι για την εφαρμογή προσωρινών παρεκκλίσεων», αναφέρει, όσον αφορά το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο, μόνον τις παρεκκλίσεις του άρθρου 3, παράγραφοι 5 ή 6. Οι αιτιολογικές σκέψεις 30 έως 32 της οδηγίας 2013/48 παραπέμπουν επίσης μόνο στις παρεκκλίσεις αυτές.

    44

    Σχετικά με τους σκοπούς της οδηγίας 2013/48, από τις αιτιολογικές σκέψεις της 4 και 6 προκύπτει ότι αυτή αποσκοπεί, ιδίως, στο να θέσει σε εφαρμογή την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης αποφάσεων επί ποινικών υποθέσεων, που προϋποθέτει ότι τα κράτη μέλη έχουν αμοιβαία εμπιστοσύνη στα συστήματά τους απονομής ποινικής δικαιοσύνης. Η εν λόγω οδηγία προωθεί, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα κάθε προσώπου να συμβουλεύεται δικηγόρο και να του αναθέτει την εκπροσώπηση και την υπεράσπισή του, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, καθώς και τα δικαιώματα υπεράσπισης που κατοχυρώνονται στο άρθρο 48, παράγραφος 2, του Χάρτη (απόφαση της 5ης Ιουνίου 2018, Kolev κ.λπ., C-612/15, EU:C:2018:392, σκέψη 104).

    45

    Ερμηνεία όμως του άρθρου 3 της οδηγίας 2013/48 υπό την έννοια ότι επιτρέπει στα κράτη μέλη να προβλέψουν και άλλες παρεκκλίσεις από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο πέραν εκείνων που απαριθμούνται περιοριστικά στο άρθρο αυτό θα αντέβαινε στους ως άνω σκοπούς, καθώς και στην οικονομία της οδηγίας και σε αυτό καθεαυτό το γράμμα της εν λόγω διατάξεως, όπως δε επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 51 των προτάσεών του, θα στερούσε από το δικαίωμα αυτό την πρακτική του αποτελεσματικότητα.

    46

    Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται, αφενός, ότι το κατά την οδηγία 2013/48 δικαίωμα του υπόπτου ή του κατηγορουμένου να έχει πρόσβαση σε δικηγόρο, το οποίο γεννάται, εν πάση περιπτώσει, από οποιοδήποτε από τα τέσσερα χρονικά σημεία που προβλέπονται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ έως δʹ, της ως άνω οδηγίας προκύψει πρώτο, δεν εξαρτάται από το αν θα εμφανιστεί ο ενδιαφερόμενος. Αφετέρου, η μη εμφάνιση του υπόπτου ή του κατηγορούμενου δεν συγκαταλέγεται στους λόγους παρεκκλίσεως από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο που απαριθμούνται κατά τρόπο εξαντλητικό στην εν λόγω οδηγία, οπότε το γεγονός ότι ο ύποπτος δεν εμφανίστηκε, παρά τις κλητεύσεις με τις οποίες ο ανακριτής δικαστής διέτασσε την εμφάνισή του, δεν μπορεί να δικαιολογήσει την αποστέρησή του από το δικαίωμα αυτό.

    47

    Τέλος, πρέπει να προστεθεί ότι ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/48 υπό την έννοια ότι η ισχύς του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο δεν μπορεί να ανασταλεί λόγω μη εμφάνισης του υπόπτου ή του κατηγορουμένου κατόπιν κλητεύσεως τους προς εμφάνιση συνάδει προς τις απαιτήσεις που απορρέουν από το κατοχυρούμενο στο άρθρο 47 του Χάρτη θεμελιώδες δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

    48

    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 2013/48, και ιδίως το άρθρο 3, παράγραφος 2, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως αυτή ερμηνεύεται από την εθνική νομολογία, κατά την οποία η ισχύς του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο μπορεί να ανασταλεί, κατά το στάδιο της προδικασίας, λόγω μη εμφάνισης του υπόπτου ή του κατηγορούμενου κατόπιν κλητεύσεώς του προς εμφάνιση ενώπιον ανακριτή δικαστή, μέχρι να εκτελεστεί το εθνικό ένταλμα σύλληψης που έχει εκδοθεί εις βάρος του ενδιαφερομένου.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    49

    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

     

    Η οδηγία 2013/48/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013, σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας και διαδικασίας εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, καθώς και σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης τρίτου προσώπου σε περίπτωση στέρησης της [ελευθερίας] και με το δικαίωμα επικοινωνίας με τρίτα πρόσωπα και με προξενικές αρχές κατά τη διάρκεια της στέρησης της ελευθερίας, και ιδίως το άρθρο 3, παράγραφος 2, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως αυτή ερμηνεύεται από την εθνική νομολογία, κατά την οποία η ισχύς του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο μπορεί να ανασταλεί, κατά το στάδιο της προδικασίας, λόγω μη εμφάνισης του υπόπτου ή του κατηγορούμενου κατόπιν κλητεύσεώς του προς εμφάνιση ενώπιον ανακριτή δικαστή, μέχρι να εκτελεστεί το εθνικό ένταλμα σύλληψης που έχει εκδοθεί εις βάρος του ενδιαφερομένου.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.

    Top