Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62018CJ0578

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 23ης Ιανουαρίου 2020.
    Energiavirasto κατά A και Caruna Oy.
    Αίτηση του Korkein hallinto-oikeus για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή – Εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας – Οδηγία 2009/72/ΕΚ – Άρθρο 3 – Προστασία των καταναλωτών – Άρθρο 37 – Καθήκοντα και αρμοδιότητες της ρυθμιστικής αρχής – Εξωδικαστική επίλυση διαφορών – Έννοια του όρου “μέρος” – Δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής κατά της αποφάσεως της ρυθμιστικής αρχής – Καταγγελία υποβληθείσα από οικιακό πελάτη κατά επιχειρήσεως διαχειρίσεως δικτύου διανομής ηλεκτρικής ενέργειας.
    Υπόθεση C-578/18.

    Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2020:35

     ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

    της 23ης Ιανουαρίου 2020 ( *1 )

    «Προδικαστική παραπομπή – Εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας – Οδηγία 2009/72/ΕΚ – Άρθρο 3 – Προστασία των καταναλωτών – Άρθρο 37 – Καθήκοντα και αρμοδιότητες της ρυθμιστικής αρχής – Εξωδικαστική επίλυση διαφορών – Έννοια του όρου “μέρος” – Δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής κατά της αποφάσεως της ρυθμιστικής αρχής – Καταγγελία υποβληθείσα από οικιακό πελάτη κατά επιχειρήσεως διαχειρίσεως δικτύου διανομής ηλεκτρικής ενέργειας»

    Στην υπόθεση C‑578/18,

    με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Korkein hallinto-oikeus (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Φινλανδία) με απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 14 Σεπτεμβρίου 2018, στο πλαίσιο της δίκης που κίνησε η

    Energiavirasto

    παρισταμένων των:

    A,

    Caruna Oy,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους E. Regan, πρόεδρο τμήματος, I. Jarukaitis (εισηγητή), E. Juhász, M. Ilešič και Κ. Λυκούργο, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: E. Tanchev

    γραμματέας: C. Strömholm, διοικητική υπάλληλος,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 19ης Ιουνίου 2019,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    η Energiavirasto, εκπροσωπούμενη από τη N. Kankaanrinta,

    ο A, παριστάμενος αυτοπροσώπως,

    η Φινλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την H. Leppo και τον J. Heliskoski,

    η Ουγγρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Z. Fehér και τη Z. Wagner,

    η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. Bulterman και M. de Ree,

    η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον M. Huttunen και την O. Beynet,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 24ης Οκτωβρίου 2019,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 37 της οδηγίας 2009/72/ЕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενεργείας και για την κατάργηση της οδηγίας 2003/54/ΕΚ (ΕΕ 2009, L 211, σ. 55).

    2

    Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας την οποία κίνησε η Energiavirasto (Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας, Φινλανδία), σχετικά με την άρνηση της αρχής αυτής να δεχθεί ότι ο A έχει την ιδιότητα του μέρους στη διαδικασία κατά της Caruna Oy, επιχειρήσεως διαχειρίσεως δικτύου διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, κατόπιν καταγγελίας την οποία υπέβαλε ο A.

    Το νομικό πλαίσιο

    Το δίκαιο της Ένωσης

    3

    Οι αιτιολογικές σκέψεις 37, 42, 51 και 54 της οδηγίας 2009/72 έχουν ως εξής:

    «(37)

    […] Οι ρυθμιστικοί φορείς ενεργείας θα πρέπει επίσης να διαθέτουν την εξουσία να […] [διασφαλίζουν] την πλήρη αποτελεσματικότητα των μέτρων προστασίας των καταναλωτών. […]

    (42)

    Όλοι οι […] τομείς της βιομηχανίας και του εμπορίου [της Ευρωπαϊκής Ένωσης], συμπεριλαμβανομένων των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, καθώς και όλοι οι πολίτες της Ένωσης που επωφελούνται από τα οικονομικά πλεονεκτήματα της εσωτερικής αγοράς, θα πρέπει να μπορούν να απολαύουν επίσης υψηλού επιπέδου προστασίας του καταναλωτή. Ειδικότερα, οι οικιακοί πελάτες […]. Οι εν λόγω πελάτες θα πρέπει επίσης να έχουν πρόσβαση σε επιλογή, δίκαιη μεταχείριση, αντιπροσώπευση και μηχανισμούς διακανονισμού διαφορών.

    […]

    (51)

    Τα συμφέροντα των καταναλωτών θα πρέπει να βρίσκονται στην καρδιά της παρούσας οδηγίας και η ποιότητα εξυπηρέτησης θα πρέπει να αποτελεί κεντρική ευθύνη των επιχειρήσεων ηλεκτρικής ενεργείας. Τα υφιστάμενα δικαιώματα των καταναλωτών θα πρέπει να ενισχυθούν και να διασφαλισθούν, και να περιλαμβάνουν μεγαλύτερη διαφάνεια και εκπροσώπηση. Η προστασία των καταναλωτών θα πρέπει να διασφαλίζει ότι όλοι οι καταναλωτές στο ευρύτερο […] πλαίσιο [της Ένωσης] απολαμβάνουν τα οφέλη μιας ανταγωνιστικής αγοράς. Τα δικαιώματα των καταναλωτών θα πρέπει να επιβάλλονται από τα κράτη μέλη ή, όταν το κράτος μέλος έχει προβλέψει σχετικά, από τις ρυθμιστικές αρχές.

    […]

    (54)

    Εγγύηση για μεγαλύτερη προστασία των καταναλωτών αποτελεί η διαθεσιμότητα αποτελεσματικών μέσων διακανονισμού διενέξεων για όλους τους καταναλωτές. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν διαδικασίες για τον ταχύ και αποτελεσματικό διακανονισμό των παραπόνων.»

    4

    Το άρθρο 1 της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

    «Η παρούσα οδηγία θεσπίζει κοινούς κανόνες που αφορούν την παραγωγή, τη μεταφορά, τη διανομή και την προμήθεια ηλεκτρικής ενεργείας, καθώς και την προστασία των καταναλωτών, με στόχο τη βελτίωση και την ολοκλήρωση ανταγωνιστικών αγορών ηλεκτρικής ενεργείας στην [Ένωση]. […] Θεσπίζει επίσης υποχρεώσεις καθολικής υπηρεσίας και δικαιώματα των καταναλωτών ηλεκτρικής ενεργείας και αποσαφηνίζει τις υποχρεώσεις του ανταγωνισμού.»

    5

    Το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι, «[γ]ια τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, [νοείται ως] […] “οικιακός πελάτης”, ο πελάτης που αγοράζει ηλεκτρική ενέργεια για δική του οικιακή κατανάλωση, αποκλειομένων των εμπορικών ή επαγγελματικών δραστηριοτήτων».

    6

    Το άρθρο 3 της ιδίας οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Υποχρεώσεις παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας και προστασία του πελάτη», προβλέπει τα ακόλουθα:

    «[…]

    7.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για την προστασία των τελικών πελατών και, ειδικότερα, μεριμνούν ώστε να υπάρχουν επαρκείς διασφαλίσεις για την προστασία των ευάλωτων καταναλωτών. […] Διασφαλίζουν υψηλά επίπεδα προστασίας των καταναλωτών, ιδίως όσον αφορά τη διαφάνεια σχετικά με τους συμβατικούς όρους και προϋποθέσεις, τη γενική πληροφόρηση και τους μηχανισμούς επίλυσης διαφορών. […] Όσον αφορά τουλάχιστον τους οικιακούς πελάτες, τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν τα μέτρα που αναφέρονται στο παράρτημα I.

    […]

    13.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι υπάρχει ανεξάρτητος μηχανισμός, όπως διαμεσολαβητής ενεργείας ή φορέας των καταναλωτών, για την αποτελεσματική αντιμετώπιση παραπόνων και τον εξωδικαστικό διακανονισμό διαφορών.»

    7

    Το άρθρο 36 της οδηγίας 2009/72, το οποίο φέρει τον τίτλο «Γενικοί στόχοι των ρυθμιστικών αρχών», ορίζει τα εξής:

    «Κατά την εκτέλεση των ρυθμιστικών καθηκόντων που προσδιορίζονται στην παρούσα οδηγία, οι ρυθμιστικές αρχές λαμβάνουν όλα τα εύλογα μέτρα προς επίτευξη των κατωτέρω στόχων εντός του πλαισίου των καθηκόντων και εξουσιών τους που καθορίζονται στο άρθρο 37, διαβουλευόμενες στενά με άλλες ενδιαφερόμενες εθνικές αρχές, συμπεριλαμβανομένων των αρχών ανταγωνισμού, κατά περίπτωση, και με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων τους:

    […]

    ζ)

    […] βοήθεια στην εξασφάλιση της προστασίας των καταναλωτών·

    […]»

    8

    Το άρθρο 37 της οδηγίας αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Καθήκοντα και αρμοδιότητες της ρυθμιστικής αρχής», προβλέπει τα ακόλουθα:

    «1.   Στη ρυθμιστική αρχή ανατίθενται τα εξής καθήκοντα:

    […]

    β)

    να εξασφαλίζει τη συμμόρφωση των διαχειριστών συστημάτων μεταφοράς και διανομής και, όπου συντρέχει περίπτωση, των ιδιοκτήτων των συστημάτων, καθώς και όλων των επιχειρήσεων ηλεκτρικής ενεργείας προς τις υποχρεώσεις που υπέχουν από την παρούσα οδηγία και από κάθε άλλη συναφή […] νομοθεσία [της Ένωσης], μεταξύ άλλων όσον αφορά διασυνοριακά θέματα·

    […]

    ι)

    να παρακολουθεί […] τα παράπονα των οικιακών πελατών […]·

    […]

    ιδ)

    να βοηθά ώστε να εξασφαλίζεται, σε συνεργασία με άλλες εμπλεκόμενες αρχές, ότι τα μέτρα προστασίας των καταναλωτών, συμπεριλαμβανομένων όσων εκτίθενται στο παράρτημα Ι, είναι αποτελεσματικά και εφαρμόζονται·

    […]

    2.   Όταν προβλέπεται σε κάποιο κράτος μέλος, τα καθήκοντα παρακολούθησης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 μπορούν να εκτελούνται από αρχές άλλες από τη ρυθμιστική. Στην περίπτωση αυτή, οι πληροφορίες που προκύπτουν από την παρακολούθηση αυτή τίθενται στη διάθεση της ρυθμιστικής αρχής το συντομότερο δυνατόν.

    […]

    3.   Εάν έχει διοριστεί ανεξάρτητος διαχειριστής συστήματος με βάση το άρθρο 13, πέραν των καθηκόντων που της ανατίθενται με βάση την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, η ρυθμιστική αρχή οφείλει:

    […]

    β)

    […] να ενεργεί ως αρχή επίλυσης διαφορών μεταξύ του ανεξάρτητου διαχειριστή συστήματος και του ιδιοκτήτη του συστήματος μεταφοράς, σε περίπτωση καταγγελίας εκ μέρους οιουδήποτε εξ αυτών σύμφωνα με την παράγραφο 11·

    […]

    4.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι ανατίθενται στις ρυθμιστικές αρχές οι αρμοδιότητες που τους παρέχουν τη δυνατότητα να εκτελούν ταχέως και αποτελεσματικά τα καθήκοντα που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 3 και 6. Για τον σκοπό αυτό, οι ρυθμιστικές αρχές διαθέτουν τουλάχιστον τις ακόλουθες αρμοδιότητες:

    […]

    ε)

    να διενεργούν έρευνες και να εντέλλονται τη διευθέτηση διαφορών δυνάμει των παραγράφων 11 και 12.

    5.   Εκτός από τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες που ανατίθενται στις ρυθμιστικές αρχές στο πλαίσιο των παραγράφων 1 και 4 του παρόντος άρθρου, όταν ορισθεί διαχειριστής συστήματος μεταφοράς σύμφωνα με το κεφάλαιο V, τους ανατίθενται τουλάχιστον τα ακόλουθα καθήκοντα και αρμοδιότητες:

    […]

    γ)

    να ενεργούν ως αρχή επίλυσης διαφορών μεταξύ της κάθετα ολοκληρωμένης επιχείρησης και του διαχειριστή συστήματος μεταφοράς σε περίπτωση οποιασδήποτε καταγγελίας που υποβάλλεται σύμφωνα με την παράγραφο 11·

    […]

    11.   Οποιοδήποτε μέρος έχει να υποβάλει καταγγελία κατά διαχειριστών δικτύου μεταφοράς ή διανομής που αφορά υποχρεώσεις του διαχειριστή που απορρέουν από την παρούσα οδηγία, μπορεί να υποβάλει την καταγγελία στη ρυθμιστική αρχή, η οποία, ενεργώντας ως αρχή επίλυσης των διαφορών, εκδίδει απόφαση εντός δύο μηνών από τη λήψη της καταγγελίας. Η περίοδος αυτή είναι δυνατό να παραταθεί κατά δύο μήνες όταν οι ρυθμιστικές αρχές ζητούν πρόσθετες πληροφορίες. Η παραταθείσα περίοδος μπορεί να παραταθεί περαιτέρω με τη σύμφωνη γνώμη του καταγγέλλοντος. Η απόφαση της ρυθμιστικής αρχής έχει δεσμευτική ισχύ, εκτός εάν και έως ότου ακυρωθεί κατόπιν προσφυγής.

    12.   Κάθε θιγόμενος [που] έχει δικαίωμα προσφυγής σχετικά με απόφαση για μεθόδους που ελήφθη σύμφωνα με το παρόν άρθρο [,ή] όταν η ρυθμιστική αρχή έχει υποχρέωση διαβούλευσης σχετικά με τα προτεινόμενα τιμολόγια ή μεθόδους, δύναται, το αργότερο εντός δύο μηνών από τη δημοσίευση της απόφασης ή της πρότασης απόφασης, ή και εντός μικρότερου διαστήματος εφόσον αυτό προβλέπεται από τα κράτη μέλη, να υποβάλει προσφυγή για επανεξέταση. Η εν λόγω προσφυγή δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα.

    […]

    15.   Οι προσφυγές που αναφέρονται στις παραγράφους 11 και 12 δεν θίγουν τα δικαιώματα άσκησης προσφυγής δυνάμει του [δικαίου της Ένωσης] ή/και του εθνικού δικαίου.

    16.   Οι αποφάσεις των ρυθμιστικών αρχών είναι πλήρως αιτιολογημένες προκειμένου να υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο και διατίθενται στο κοινό υπό την επιφύλαξη της προστασίας της εμπιστευτικότητας εμπορικά ευαίσθητων πληροφοριών.

    17.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι υπάρχουν κατάλληλοι μηχανισμοί σε εθνικό επίπεδο δυνάμει των οποίων μέρος θιγόμενο από την απόφαση ρυθμιστικής αρχής έχει δικαίωμα προσφυγής σε φορέα ανεξάρτητο από τα εμπλεκόμενα μέρη και από οποιαδήποτε κυβέρνηση.»

    9

    Το παράρτημα I της οδηγίας 2009/72 αφορά τα μέτρα για την προστασία των καταναλωτών. Μεταξύ άλλων, από το σημείο 1, στοιχείο δʹ, του παραρτήματος αυτού προκύπτει ότι τα μέτρα που διαλαμβάνονται στο άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας έχουν ως σκοπό να παράσχουν στους πελάτες τη δυνατότητα επιλογής μεταξύ διαφόρων τρόπων πληρωμής που δεν ενέχουν αδικαιολόγητες διακρίσεις μεταξύ των πελατών. Εξάλλου, με το σημείο 1, στοιχείο στʹ, του εν λόγω παραρτήματος διευκρινίζεται ότι τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 3 της οδηγίας μέτρα έχουν ως σκοπό να παράσχουν στους πελάτες τη δυνατότητα να «έχουν στη διάθεσή τους διαφανείς, απλές και ανέξοδες διαδικασίες εξέτασης των αντίστοιχων καταγγελιών τους. Ειδικότερα, όλοι οι πελάτες έχουν δικαίωμα σε καλό επίπεδο υπηρεσιών και χειρισμό παραπόνων εκ μέρους του παρόχου υπηρεσιών ηλεκτρικής ενεργείας. Αυτές οι εξωδικαστικές διαδικασίες επίλυσης διαφορών παρέχουν τη δυνατότητα δίκαιης και ταχείας επίλυσης των διαφορών εντός τριών μηνών κατά προτίμηση, προβλέποντας, όπου αυτό επιβάλλεται, σύστημα επιστροφής ή/και αποζημίωσης. Όταν αυτό είναι δυνατόν, οι διαδικασίες αυτές πρέπει να τηρούν τις αρχές που καθορίζονται στη σύσταση 98/257/ΕΚ της Επιτροπής, της 30ής Μαρτίου 1998, σχετικά με τις αρχές που διέπουν τα αρμόδια όργανα για την εξώδικη επίλυση των διαφορών κατανάλωσης [(ΕΕ 1998, L 115, σ. 31)].»

    Το φινλανδικό δίκαιο

    10

    Βάσει του άρθρου 5 του laki sähkö- ja maakaasumarkkinoiden valvonnasta annetu (590/2013) [νόμου περί εποπτείας των αγορών ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου (590/2013), στο εξής: νόμος περί εποπτείας], η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας είναι επιφορτισμένη με τον έλεγχο της εφαρμογής των νομοθετικών και διοικητικών διατάξεων του εθνικού δικαίου και του δικαίου της Ένωσης, οι οποίες διαλαμβάνονται στο άρθρο 2 του εν λόγω νόμου, και οφείλει να επιτελεί τα λοιπά καθήκοντα που της έχουν ανατεθεί δυνάμει της διαλαμβανομένης στο ως άνω άρθρο 2 νομοθεσίας.

    11

    Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, σημείο 13, του νόμου περί εποπτείας, η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας οφείλει, στο πλαίσιο της δραστηριότητάς της ως εθνικής ρυθμιστικής αρχής, κατά την έννοια της νομοθεσίας της Ένωσης που διέπει τους τομείς της ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού αερίου, να διασφαλίζει την αποτελεσματικότητα και την εφαρμογή των μέτρων προστασίας των καταναλωτών όσον αφορά τις αγορές φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας.

    12

    Το άρθρο 57, παράγραφος 2, του sähkömarkkinalaki (588/2013) [νόμου περί της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας (588/2013), στο εξής: νόμος περί της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας] ορίζει ότι οι διαχειριστές δικτύων διανομής ηλεκτρικής ενέργειας πρέπει να προσφέρουν στους καταναλωτές διάφορους τρόπους πληρωμής για την εξόφληση των τιμολογίων παροχής ηλεκτρικής ενέργειας. Στις προτεινόμενες εναλλακτικές δυνατότητες δεν πρέπει να περιλαμβάνονται καταχρηστικές ρήτρες ή όροι ενέχοντες δυσμενείς διακρίσεις μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών πελατών.

    13

    Το άρθρο 106, παράγραφος 2, του νόμου περί της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας προβλέπει ότι η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας οφείλει να μεριμνά για την τήρηση του εν λόγω νόμου και των νομοθετικών και διοικητικών διατάξεων που θεσπίζονται ή εκδίδονται δυνάμει του νόμου αυτού, καθώς και για τη συμμόρφωση προς τους όρους των αδειών που χορηγούνται βάσει του εν λόγω νόμου. Κατά τη διάταξη αυτή, η εποπτεία διέπεται από χωριστή ρύθμιση, βάσει του νόμου περί εποπτείας. Βάσει της παραγράφου 4 του εν λόγω άρθρου 106, ο kuluttaja-asiamies (Συνήγορος του Καταναλωτή, Φινλανδία) μεριμνά για τον σύννομο χαρακτήρα των ρητρών των συμβάσεων (συμβάσεων παροχής ηλεκτρικής ενέργειας) που μνημονεύονται στο κεφάλαιο 13 του νόμου αυτού, όσον αφορά την προστασία των καταναλωτών.

    14

    Σύμφωνα με το άρθρο 114 του νόμου περί της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, απόφαση εκδοθείσα από τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας βάσει του νόμου περί της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας μπορεί να προσβληθεί με ένδικο βοήθημα ασκούμενο υπό τους όρους και προϋποθέσεις που προβλέπει ο hallintolainkäyttölaki (586/1996) [νόμος περί της προ της ασκήσεως προσφυγής διοικητικής διαδικασίας και περί διοικητικής δικονομίας (586/1996)]. Το άρθρο 5, παράγραφος 1, του νόμου αυτού ορίζει ότι ως «απόφαση δεκτική προσφυγής» νοείται «πράξη με την οποία υπόθεση κρίθηκε επί της ουσίας ή αίτηση απορρίφθηκε ως απαράδεκτη», ενώ το άρθρο του 6, παράγραφος 1, προβλέπει ότι προσφυγή κατά αποφάσεως δύναται να ασκήσει ο αποδέκτης της αποφάσεως ή πρόσωπο του οποίου τα δικαιώματα, οι υποχρεώσεις ή τα συμφέροντα θίγονται άμεσα από την απόφαση αυτή.

    Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

    15

    Ο A, ο οποίος έχει την ιδιότητα του οικιακού πελάτη, συνήψε σύμβαση παροχής ηλεκτρικής ενέργειας με επιχείρηση διαχειρίσεως δικτύου διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, τη νυν Caruna. Στις 5 Σεπτεμβρίου 2013 απέστειλε στη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας ηλεκτρονική επιστολή ζητώντας από αυτήν να διακριβώσει αν ο τρόπος χρεώσεως που εφήρμοζε η εν λόγω επιχείρηση ήταν σύμφωνος με τον νόμο περί της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, ειδικότερα δε με το άρθρο 57, παράγραφος 2, του νόμου αυτού, το οποίο προβλέπει ότι ο διαχειριστής δικτύου διανομής πρέπει να προσφέρει στους καταναλωτές διάφορους τρόπους πληρωμής για την εξόφληση των τιμολογίων τους παροχής ηλεκτρικής ενέργειας, σύμφωνα με το παράρτημα I, σημείο 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2009/72. Η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας, αφού εξέτασε το ζήτημα του σύννομου χαρακτήρα των χρεώσεων, έλαβε απόφαση, στις 31 Μαρτίου 2014, κατά την οποία η Caruna δεν είχε παραβεί το άρθρο 57, παράγραφος 2, του νόμου περί της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, οπότε δεν απαιτούνταν η λήψη μέτρων. Στην απόφαση αυτή ο A χαρακτηριζόταν ως «αιτών τη διενέργεια έρευνας».

    16

    Με απόφαση της 28ης Απριλίου 2014, η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας απέρριψε ως απαράδεκτη τη διοικητική ένσταση που είχε ασκήσει ο A κατά της ως άνω αποφάσεως της 31ης Μαρτίου 2014, καθώς και το αίτημα του A να αναγνωρισθεί ότι έχει την ιδιότητα του μέρους στη διαδικασία. Κατόπιν τούτου, ο A άσκησε ενώπιον του Helsingin hallinto-oikeus (διοικητικού πρωτοδικείου Ελσίνκι, Φινλανδία) προσφυγή με αίτημα να αναγνωρισθεί ότι έχει την ιδιότητα του μέρους στη διαδικασία όσον αφορά την υπόθεση που εξέτασε η αρχή αυτή, να ακυρωθούν οι αποφάσεις που εξέδωσε η αρχή στις 31 Μαρτίου και στις 28 Απριλίου 2014 και να αναπεμφθεί η υπόθεση ενώπιον της συγκεκριμένης αρχής προς επανεξέταση. Με απόφαση της 23ης Μαΐου 2016, τα ανωτέρω αιτήματα έγιναν δεκτά.

    17

    Η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας προσέβαλε τη δικαστική απόφαση αυτή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, δηλαδή του Korkein hallinto-oikeus (Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου, Φινλανδία), υποστηρίζοντας ότι η εκ μέρους του A υποβολή αιτήσεως για τη διενέργεια έρευνας δεν του προσδίδει την ιδιότητα του μέρους όσον αφορά τη διαδικασία που κατέληξε στην έκδοση αποφάσεως από την αρχή αυτή, ούτε του παρέχει το δικαίωμα να ασκήσει ένδικη προσφυγή κατά της συγκεκριμένης διοικητικής αποφάσεως.

    18

    Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι πρέπει να αποφανθεί επί του ζητήματος αν ο A είχε το δικαίωμα να ασκήσει ενώπιον εθνικού δικαστηρίου προσφυγή κατά της αποφάσεως της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας να μη λάβει μέτρα έναντι της επιχειρήσεως διαχειρίσεως δικτύου.

    19

    Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η νομολογία των εθνικών δικαστηρίων ενισχύει την άποψη της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας περί του ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, ο A έχει απλώς την ιδιότητα του προσώπου που κίνησε διαδικασία και δεν έχει τη δυνατότητα ασκήσεως ένδικης προσφυγής κατά της αποφάσεως της αρχής αυτής.

    20

    Ωστόσο, ελλείψει νομολογίας του Δικαστηρίου και ορισμού της έννοιας του «μέρους» στην οδηγία 2009/72, διερωτάται αν το άρθρο 37 της εν λόγω οδηγίας έχει την έννοια ότι οικιακός πελάτης επιχειρήσεως διαχειρίσεως δικτύου, ο οποίος φρονεί ότι εθίγησαν τα συμφέροντά του, ως καταναλωτή, λόγω του τρόπου χρεώσεων που εφαρμόζει η επιχείρηση αυτή και οποίος απευθύνεται στη ρυθμιστική αρχή, μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «μέρος» κατά την έννοια της διατάξεως αυτής και να ασκήσει ενώπιον δικαστηρίου προσφυγή κατά της αποφάσεως που εξέδωσε η συγκεκριμένη αρχή να μη ληφθούν μέτρα έναντι της οικείας επιχειρήσεως.

    21

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Korkein hallinto-oikeus (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)

    Έχει το άρθρο 37 της οδηγίας 2009/72[…] την έννοια ότι πελάτης επιχειρήσεως διαχειρίσεως δικτύου, ο οποίος έχει την ιδιότητα του καταναλωτή και ο οποίος έχει κινήσει ενώπιον της εθνικής ρυθμιστικής αρχής διαδικασία που αφορά την εν λόγω επιχείρηση, πρέπει να θεωρηθεί “θιγόμενο μέρος”, κατά την έννοια της παραγράφου 17 του εν λόγω άρθρου, το οποίο θίγεται από την απόφαση της ρυθμιστικής αρχής και το οποίο έχει, ως εκ τούτου, δικαίωμα να ασκήσει, ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, ένδικο βοήθημα κατά αποφάσεως της εθνικής ρυθμιστικής αρχής που αφορά την επιχείρηση διαχειρίσεως δικτύου;

    2)

    Δύναται, σε περίπτωση που θεωρηθεί ότι το περιγραφέν στο πρώτο ερώτημα άτομο δεν πρέπει να θεωρηθεί “θιγόμενο μέρος” κατά την έννοια του άρθρου 37 της οδηγίας 2009/72, πελάτης που έχει την ιδιότητα του καταναλωτή –και που έχει καθεστώς όπως αυτό του ασκήσαντος το ένδικο βοήθημα στην κύρια δίκη– να στηρίξει σε άλλη νομική βάση δικαίωμα απορρέον από το δίκαιο της Ένωσης να μετάσχει σε διαδικασία διεξαγόμενη ενώπιον της ρυθμιστικής αρχής με αντικείμενο την εξέταση αιτήσεώς του περί λήψεως ορισμένου μέτρου και/ή να ζητήσει την περαιτέρω εξέταση της υποθέσεως από εθνικό δικαστήριο, ή μήπως πρόκειται για ζήτημα που κρίνεται με βάση το εθνικό δίκαιο;»

    Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

    22

    Με τα δύο ερωτήματα, τα οποία πρέπει να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 37 της οδηγίας 2009/72 έχει την έννοια ότι επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να αναθέτουν στη ρυθμιστική αρχή την αρμοδιότητα επιλύσεως των διαφορών μεταξύ των οικιακών πελατών και των διαχειριστών δικτύου και να αναγνωρίζουν, κατά συνέπεια, στον οικιακό πελάτη που υπέβαλε στην αρχή αυτή καταγγελία κατά διαχειριστή δικτύου την ιδιότητα του «μέρους», κατά την εν λόγω διάταξη, και το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής κατά της αποφάσεως την οποία λαμβάνει η εν λόγω αρχή κατόπιν της συγκεκριμένης καταγγελίας.

    23

    Κατά το άρθρο 1, η οδηγία 2009/72 έχει ως σκοπό τη θέσπιση κοινών κανόνων όσον αφορά την παραγωγή, τη μεταφορά, τη διανομή και την προμήθεια ηλεκτρικής ενεργείας, καθώς και διατάξεων για την προστασία των καταναλωτών, με στόχο τη βελτίωση και την ολοκλήρωση ανταγωνιστικών αγορών ηλεκτρικής ενεργείας στην Ένωση. Στο πλαίσιο αυτό, με το άρθρο 3 της ιδίας οδηγίας καθορίζονται, μεταξύ άλλων, οι υποχρεώσεις των κρατών μελών όσον αφορά την προστασία των καταναλωτών, περιλαμβανομένων των σχετικών με την εξέταση καταγγελιών και τον εξωδικαστικό διακανονισμό διαφορών, ενώ με το άρθρο της 37 καθορίζονται τα καθήκοντα και οι αρμοδιότητες της ρυθμιστικής αρχής.

    24

    Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, προκειμένου να ερμηνευθεί διάταξη του δικαίου της Ένωσης, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται και ο σκοπός που επιδιώκεται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (απόφαση της 19ης Ιουλίου 2012, A, C‑33/11, EU:C:2012:482, σκέψη 27, και της 15ης Μαρτίου 2017, Al Chodor, C‑528/15, EU:C:2017:213, σκέψη 30).

    25

    Εν προκειμένω, όσον αφορά το γράμμα του άρθρου 37 της οδηγίας 2009/72, διαπιστώνεται ότι μεταξύ των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων που πρέπει, κατ’ ελάχιστον, να ανατίθενται στην εθνική ρυθμιστική αρχή βάσει του άρθρου 37, παράγραφος 4, στοιχείο εʹ, και παράγραφος 5, στοιχείο γʹ, της οδηγίας αυτής καταλέγονται οι προσήκουσες αρμοδιότητες για τη διενέργεια ερευνών και οι απαραίτητες εξουσίες διερευνήσεως για την επίλυση των διαφορών, σύμφωνα με το άρθρο 37, παράγραφοι 11 και 12, της εν λόγω οδηγίας, καθώς και το καθήκον να ενεργεί ως αρχή επιλύσεως των διαφορών μεταξύ της κάθετα ολοκληρωμένης επιχειρήσεως και του διαχειριστή δικτύου μεταφοράς κατόπιν κάθε καταγγελίας που έχει υποβληθεί βάσει του άρθρου 37, παράγραφος 11, της ιδίας οδηγίας.

    26

    Η τελευταία διάταξη προβλέπει ότι κάθε μέρος το οποίο προτίθεται να υποβάλει καταγγελία κατά διαχειριστή δικτύου μεταφοράς ή διανομής όσον αφορά τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται στον διαχειριστή βάσει της οδηγίας αυτής δύναται να απευθυνθεί στη ρυθμιστική αρχή η οποία, ενεργώντας ως αρχή επιλύσεως της διαφοράς, εκδίδει απόφαση εντός προθεσμίας δύο μηνών, δυνάμενης να παρατεθεί σε ορισμένες περιπτώσεις, από τη λήψη της καταγγελίας. Η απόφαση της αρχής αυτής έχει δεσμευτική ισχύ εκτός και αν ακυρωθεί κατόπιν της ασκήσεως προσφυγής. Όσον αφορά το άρθρο 37, παράγραφος 12, της οδηγίας 2009/72, αυτό προβλέπει διαδικασία παρέχουσα σε κάθε θιγόμενο μέρος που έχει δικαίωμα υποβολής διοικητικής προσφυγής όσον αφορά απόφαση περί μεθόδων ληφθείσα βάσει του άρθρου 37 της οδηγίας αυτής ή, σε περίπτωση κατά την οποία η ρυθμιστική αρχή έχει υποχρέωση διαβουλεύσεως, σχετικά με την τιμολόγηση ή τις μεθόδους που προτείνονται, να υποβάλει διοικητική προσφυγή με αίτημα την επανεξέταση της υποθέσεως.

    27

    Επιπλέον, το άρθρο 37 της οδηγίας 2009/72 προβλέπει μεταξύ άλλων, στις παραγράφους 15 έως 17, ότι οι διαλαμβανόμενες στις παραγράφους 11 και 12 του ιδίου άρθρου καταγγελίες και διοικητικές προσφυγές δεν θίγουν την άσκηση των ενδίκων βοηθημάτων και μέσων που προβλέπει το δίκαιο της Ένωσης ή το εθνικό δίκαιο, ότι οι ρυθμιστικές αρχές πρέπει να αιτιολογούν πλήρως τις αποφάσεις τους προκειμένου να καθιστούν δυνατή την άσκηση δικαστικού ελέγχου και ότι τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να υπάρχουν σε εθνικό επίπεδο κατάλληλοι μηχανισμοί παρέχοντες σε μέρος θιγόμενο από απόφαση ρυθμιστικής αρχής τη δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής ενώπιον φορέα ανεξάρτητου από τα εμπλεκόμενα μέρη ή από κυβέρνηση.

    28

    Από το σύνολο των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι η ρυθμιστική αρχή έχει την αρμοδιότητα οργάνου εξωδικαστικής επιλύσεως των διαφορών οσάκις εξετάζει καταγγελία υποβληθείσα βάσει του άρθρου 37, παράγραφοι 11 και 12, της οδηγίας 2009/72 και ότι τα μέρη που εμπλέκονται στις διαφορές αυτές έχουν το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής κατά αποφάσεως εκδοθείσας από την εν λόγω αρχή κατόπιν τέτοιας καταγγελίας, εφόσον η επίμαχη απόφαση είναι δυσμενής για τα συμφέροντά τους.

    29

    Επιβάλλεται, εντούτοις, η διαπίστωση ότι με τις διατάξεις αυτές δεν διευκρινίζεται αν η συγκεκριμένη αρμοδιότητα περιλαμβάνει και αρμοδιότητα της αρχής να επιλαμβάνεται διαφορών μεταξύ οικιακών πελατών και διαχειριστών δικτύου, καθώς και ότι η μνημονευόμενη στο άρθρο 37 της οδηγίας 2009/72 έννοια του «μέρους» ή του «θιγομένου [μέρους]» δεν ορίζεται από την οδηγία αυτή, οπότε το γράμμα του εν λόγω άρθρου 37 δεν καθιστά δυνατό να καθορισθεί αν η έννοια αυτή περιλαμβάνει και την περίπτωση του οικιακού πελάτη που έχει υποβάλει καταγγελία κατά διαχειριστή δικτύου λόγω παραβάσεως των διατάξεων της οδηγίας αυτής και, κατά συνέπεια, αν το είδος αυτό διαφοράς εμπίπτει οπωσδήποτε στην αρμοδιότητα εξωδικαστικής επιλύσεως των διαφορών, την οποία πρέπει να αναθέτουν τα κράτη μέλη στη ρυθμιστική αρχή.

    30

    Πρέπει να επισημανθεί συναφώς, πρώτον, ότι το άρθρο 37, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2009/72, βάσει του οποίου ανατίθεται στη ρυθμιστική αρχή το καθήκον να διασφαλίζει την, εκ μέρους των διαχειριστών δικτύου μεταφοράς και διανομής και, εφόσον παρίσταται ανάγκη, των ιδιοκτητών δικτύου, καθώς και εκ μέρους των επιχειρήσεων ηλεκτρικής ενέργειας, τήρηση των υποχρεώσεων που υπέχουν οι ως άνω από την οδηγία αυτή και από τις λοιπές εφαρμοστές νομοθετικές διατάξεις της Ένωσης, δεν μνημονεύει την αρμοδιότητα της ρυθμιστικής αρχής να επιλύει τις διαφορές.

    31

    Δεύτερον, καμία διάταξη του άρθρου 37 της οδηγίας 2009/72 σχετική με την αρμοδιότητα της ρυθμιστικής αρχής να επιλύει διαφορές δεν μνημονεύει τις διαφορές μεταξύ των οικιακών πελατών και των διαχειριστών δικτύου. Τούτο ισχύει, ειδικότερα, στην περίπτωση του άρθρου 37, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, το οποίο αφορά ρητώς τις διαφορές μεταξύ ανεξάρτητου διαχειριστή δικτύου και ιδιοκτήτη δικτύου μεταφοράς, του άρθρου 37, παράγραφος 4, στοιχείο εʹ, που προβλέπει την αρμοδιότητα διενέργειας ερευνών, και του άρθρου 37, παράγραφος 5, στοιχείο γʹ, που αφορά τις διαφορές μεταξύ κάθετα ολοκληρωμένης επιχειρήσεως και διαχειριστή δικτύου μεταφοράς.

    32

    Τρίτον, βάσει του άρθρου 37, παράγραφος 1, στοιχείο ιʹ, της οδηγίας 2009/72 ανατίθεται στη ρυθμιστική αρχή το καθήκον να παρακολουθεί τις καταγγελίες των οικιακών πελατών, ενώ βάσει της παραγράφου 1, στοιχείο ιδʹ, του ιδίου άρθρου ανατίθεται στη ρυθμιστική αρχή το καθήκον να συμβάλλει ώστε, σε συνεργασία με τις λοιπές αρμόδιες αρχές, να διασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα και η εφαρμογή των μέτρων προστασίας των καταναλωτών, περιλαμβανομένων εκείνων που διαλαμβάνονται στο παράρτημα I της οδηγίας αυτής. Το άρθρο 37, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας ορίζει ότι, οσάκις αυτό προβλέπεται σε κράτος μέλος, τα καθήκοντα εποπτείας και ελέγχου κατά την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού μπορούν να εκτελούνται από αρχές άλλες από τη ρυθμιστική.

    33

    Όσον αφορά το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 37 της οδηγίας 2009/72 και τον σκοπό που επιδιώκεται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος, επισημαίνεται, πρώτον, ότι στις αιτιολογικές σκέψεις 42, 51 και 54 της οδηγίας αυτής μνημονεύεται ότι οι οικιακοί πελάτες πρέπει να έχουν στη διάθεσή τους μηχανισμούς διακανονισμού των διαφορών, ότι τα συμφέροντα των καταναλωτών βρίσκονται στο επίκεντρο των ρυθμίσεων της εν λόγω οδηγίας, ότι τα κράτη μέλη ή, εφόσον τούτο προβλέπεται από κράτος μέλος, οι ρυθμιστικές αρχές οφείλουν να μεριμνούν για τον σεβασμό των δικαιωμάτων των καταναλωτών, ότι τα αποτελεσματικά μέσα επιλύσεως των διαφορών στα οποία έχουν πρόσβαση όλοι οι καταναλωτές αποτελούν εγγύηση καλύτερης προστασίας των καταναλωτών και ότι τα κράτη μέλη πρέπει να θεσπίζουν ταχείες και αποτελεσματικές διαδικασίες για την εξέταση των καταγγελιών.

    34

    Δεύτερον, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 23 της παρούσας αποφάσεως, αντικείμενο της οδηγίας 2009/72 είναι, μεταξύ άλλων, κατά το άρθρο 1, η θέσπιση διατάξεων για την προστασία των καταναλωτών και τον καθορισμό των δικαιωμάτων των καταναλωτών ηλεκτρικής ενέργειας. Ως εκ τούτου, το άρθρο 3 της οδηγίας αυτής προβλέπει τις υποχρεώσεις που υπέχουν τα κράτη μέλη προκειμένου να διασφαλίζεται η προστασία των καταναλωτών. Με την παράγραφο 7 του συγκεκριμένου άρθρου επιβάλλεται στα κράτη μέλη η υποχρέωση να διασφαλίζουν υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών, μεταξύ άλλων και όσον αφορά τους μηχανισμούς επιλύσεως διαφορών. Τα μέτρα τα οποία οφείλουν να λάβουν προς τούτο τα κράτη μέλη, βάσει της διατάξεως αυτής και του παραρτήματος I της εν λόγω οδηγίας, στο οποίο παραπέμπει η διάταξη, σκοπούν, κατά το σημείο 1, στοιχείο στʹ, του εν λόγω παραρτήματος, να παράσχουν στους πελάτες τη δυνατότητα να έχουν στη διάθεσή τους διαφανείς, απλές και σχετικώς ανέξοδες διαδικασίες όσον αφορά την εξέταση των καταγγελιών τους, οι δε διαδικασίες αυτές εξωδικαστικής επιλύσεως διαφορών πρέπει να καθιστούν δυνατή τη δίκαιη και ταχεία επίλυση των διαφορών. Προς τούτο, το άρθρο 3, παράγραφος 13, της οδηγίας 2009/72 επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να μεριμνούν για την καθιέρωση ανεξάρτητου μηχανισμού, όπως είναι ο διαμεσολαβητής ενέργειας ή οργανισμός καταναλωτών, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματική εξέταση των διαφορών και ο εξωδικαστικός διακανονισμός των διαφορών.

    35

    Τρίτον, όσον αφορά τη ρυθμιστική αρχή, κατά την αιτιολογική σκέψη 37 της οδηγίας 2009/72, στους ρυθμιστικούς φορείς ενέργειας πρέπει να ανατίθεται η εξουσία να διασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των μέτρων προστασίας των καταναλωτών. Το άρθρο 36 της οδηγίας αυτής, με το οποίο ορίζονται οι γενικοί σκοποί της ως άνω αρχής, προβλέπει ότι η αρχή πρέπει να λαμβάνει όλα τα εύλογα μέτρα προς επίτευξη των σκοπών που θέτει το άρθρο αυτό, εντός του πλαισίου των καθηκόντων και των αρμοδιοτήτων που καθορίζονται με το άρθρο 37 της εν λόγω οδηγίας, σε στενή συνεργασία, εφόσον τούτο απαιτείται, με τις λοιπές οικείες εθνικές αρχές και με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων τους. Μεταξύ των σκοπών αυτών καταλέγεται, κατά το άρθρο 36, στοιχείο ζʹ, της ιδίας οδηγίας, η συμβολή στη διασφάλιση της προστασίας των καταναλωτών.

    36

    Ουδόλως προκύπτει από τις διατάξεις της οδηγίας 2009/72 που μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 34 και 35 της παρούσας αποφάσεως ή από κάποια άλλη διάταξή της ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να αναθέτουν στη ρυθμιστική αρχή, αποκλειομένης οποιασδήποτε άλλης, την αρμοδιότητα για την εξωδικαστική επίλυση των διαφορών μεταξύ των οικιακών πελατών και των επιχειρήσεων ηλεκτρικής ενέργειας, ειδικότερα δε των διαχειριστών δικτύου.

    37

    Αντιθέτως, αφενός, η αιτιολογική σκέψη 51 και το άρθρο 36, στοιχείο ζʹ, της οδηγίας 2009/72 επιβεβαιώνουν ότι ο σκοπός του οποίου η επίτευξη ανατίθεται βάσει της οδηγίας στη ρυθμιστική αρχή είναι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 42 των προτάσεών του, να συμβάλλει ώστε, σε συνεργασία με άλλες αρμόδιες αρχές, να διασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα και η εφαρμογή των μέτρων προστασίας των καταναλωτών, περιλαμβανομένης της εξετάσεως των καταγγελιών, και ότι τα κράτη μέλη έχουν δυνατότητα να αναθέτουν καθήκοντα σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών είτε στη ρυθμιστική αρχή είτε σε άλλες αρχές.

    38

    Αφετέρου, όσον αφορά ειδικότερα την υποχρέωση των κρατών μελών να καθιερώσουν ανεξάρτητο μηχανισμό για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής εξετάσεως των καταγγελιών και την εξωδικαστική επίλυση των διαφορών, το άρθρο 3, παράγραφος 13, της οδηγίας 2009/72, κάνοντας χρήση της φράσεως «όπως διαμεσολαβητής ενεργείας ή φορέας των καταναλωτών», ρητώς δηλώνει ότι η επιλογή της αρχής που θα είναι επιφορτισμένη με την επίλυση των διαφορών μεταξύ των καταναλωτών και των επιχειρήσεων ηλεκτρικής ενέργειας απόκειται στα κράτη μέλη.

    39

    Από το σύνολο των ανωτέρω διαπιστώσεων συνάγεται ότι τα κράτη μέλη δύνανται να αναθέτουν την αρμοδιότητα εξωδικαστικής επιλύσεως των διαφορών μεταξύ οικιακών πελατών και επιχειρήσεων ηλεκτρικής ενέργειας σε αρχή διαφορετική από τη ρυθμιστική, εφόσον, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 54 και το άρθρο 3, παράγραφοι 7 και 13, καθώς και το παράρτημα I, σημείο 1, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2009/72, η οριζόμενη αρχή είναι ανεξάρτητη και ασκεί την αρμοδιότητα αυτή θέτοντας σε εφαρμογή ταχείες, αποτελεσματικές, διαφανείς, απλές και σχετικώς ανέξοδες διαδικασίες εξετάσεως των καταγγελιών, οι οποίες καθιστούν δυνατή τη δίκαιη και ταχεία επίλυση των διαφορών.

    40

    Τα κράτη μέλη έχουν επίσης τη δυνατότητα να αναθέτουν την αρμοδιότητα αυτή στη ρυθμιστική αρχή, δεδομένου ότι με τη φράση «οι ρυθμιστικές αρχές διαθέτουν τουλάχιστον τις ακόλουθες αρμοδιότητες», κατά το άρθρο 37, παράγραφος 4, της οδηγίας 2009/72, δηλώνεται ότι μπορούν να της ανατεθούν αρμοδιότητες άλλες από τις ρητώς μνημονευόμενες στο άρθρο 37 της οδηγίας αυτής. Σε περίπτωση κατά την οποία το κράτος μέλος επιλέγει να αναθέσει την αρμοδιότητα αυτή στη ρυθμιστική αρχή, από το άρθρο 37, παράγραφοι 11, 16 και 17, της εν λόγω οδηγίας προκύπτει σαφώς ότι πρέπει να γίνει δεκτό ότι ένας οικιακός πελάτης έχει την ιδιότητα του μέρους [στη διαδικασία] και το δικαίωμα ασκήσεως ένδικης προσφυγής κατά της αποφάσεως της ρυθμιστικής αρχής.

    41

    Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο, η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας και η Φινλανδική Κυβέρνηση επισήμαναν ότι αρμόδιο εθνικό όργανο για την εξέταση καταγγελίας καταναλωτή κατά επιχειρήσεως ηλεκτρικής ενέργειας είναι η kuluttajariitalautakunta (Επιτροπή Επιλύσεως Καταναλωτικών Διαφορών, Φινλανδία), ενώπιον της οποίας ο καταγγέλλων έχει την ιδιότητα του μετέχοντος στη διαδικασία μέρους. Επιπλέον, ο καταναλωτής δύναται να υποβάλει καταγγελία στον Συνήγορο του Καταναλωτή, ενώπιον του οποίου, όμως, ο καταναλωτής δεν έχει την ιδιότητα του μέρους που μετέχει στη διαδικασία. Όπως προκύπτει από τη σκέψη 39 της παρούσας αποφάσεως, το καθεστώς που θεσπίζεται με τις διατάξεις αυτές δεν αντιβαίνει στην οδηγία 2009/72, υπό την προϋπόθεση ότι η οριζόμενη εξωδικαστική αρχή είναι ανεξάρτητη και ασκεί την αρμοδιότητα αυτή θέτοντας σε εφαρμογή ταχείες, αποτελεσματικές, διαφανείς, απλές και σχετικώς ανέξοδες διαδικασίες εξετάσεως των καταγγελιών, οι οποίες καθιστούν δυνατή τη δίκαιη και ταχεία επίλυση των διαφορών.

    42

    Η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας και η Φινλανδική Κυβέρνηση επισήμαναν επίσης ότι η φινλανδική νομοθεσία επιβάλλει στην αρχή αυτή την υποχρέωση να εξετάζει τις αιτήσεις διενέργειας έρευνας που υποβάλλονται σε αυτήν και ότι η ιδιότητα του αιτούντος τη διενέργεια έρευνας δεν είναι αυτή του μέρους που μετέχει στη διαδικασία, αλλά εκείνη του πληροφοριοδότη, στοιχείο που καθιστά δυνατή την εκ μέρους της ρυθμιστικής αρχής εκπλήρωση των εποπτικών καθηκόντων της. Κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Φινλανδική Κυβέρνηση διευκρίνισε ότι η απόφαση την οποία θα λάβει ενδεχομένως η αρχή αυτή στο εν λόγω πλαίσιο δεν έχει δεσμευτική ισχύ έναντι των λοιπών δημοσίων αρχών. Η λύση αυτή δεν είναι αντίθετη προς τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται στα κράτη μέλη βάσει της οδηγίας 2009/72, δεδομένου ότι καθιστά δυνατή την εκπλήρωση των εποπτικών και ελεγκτικών καθηκόντων που ανατίθενται στη ρυθμιστική αρχή βάσει του άρθρου 37 της οδηγίας αυτής, χωρίς να θίγει τα προβλεπόμενα από την οδηγία δικαιώματα των καταναλωτών, ιδίως δε το δικαίωμά τους να έχουν στη διάθεσή τους εξωδικαστικές διαδικασίες επιλύσεως των διαφορών πληρούσες τις απαιτήσεις που υπομνήσθηκαν στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως.

    43

    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 37 της οδηγίας 2009/72 έχει την έννοια ότι δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να αναθέτουν στη ρυθμιστική αρχή την αρμοδιότητα επιλύσεως των διαφορών μεταξύ των οικιακών πελατών και των διαχειριστών δικτύου και να αναγνωρίζουν, κατά συνέπεια, στον οικιακό πελάτη που υπέβαλε στη ρυθμιστική αρχή καταγγελία κατά διαχειριστή δικτύου την ιδιότητα του «μέρους», κατά την εν λόγω διάταξη, και το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής κατά της αποφάσεως την οποία λαμβάνει η εν λόγω αρχή κατόπιν της συγκεκριμένης καταγγελίας.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    44

    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

     

    Το άρθρο 37 της οδηγίας 2009/72/ЕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενεργείας και για την κατάργηση της οδηγίας 2003/54/ΕΚ, έχει την έννοια ότι δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να αναθέτουν στη ρυθμιστική αρχή την αρμοδιότητα επιλύσεως των διαφορών μεταξύ των οικιακών πελατών και των διαχειριστών δικτύου και να αναγνωρίζουν, κατά συνέπεια, στον οικιακό πελάτη που υπέβαλε στη ρυθμιστική αρχή καταγγελία κατά διαχειριστή δικτύου την ιδιότητα του «μέρους», κατά την εν λόγω διάταξη, και το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής κατά της αποφάσεως την οποία λαμβάνει η εν λόγω αρχή κατόπιν της συγκεκριμένης καταγγελίας.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η φινλανδική.

    Top