Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62018CJ0546

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 9ης Σεπτεμβρίου 2021.
    FN κ.λπ. κατά Übernahmekommission.
    Αίτηση του Bundesverwaltungsgericht για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή – Εταιρικό δίκαιο – Δημόσιες προσφορές εξαγοράς – Οδηγία 2004/25/ΕΚ – Άρθρο 5 – Υποχρεωτική προσφορά – Άρθρο 4 – Εποπτική αρχή – Απρόσβλητη απόφαση με την οποία διαπιστώθηκε παράβαση της υποχρέωσης υποβολής δημόσιας προσφοράς εξαγοράς – Δεσμευτική ισχύς της αποφάσεως αυτής στο πλαίσιο μεταγενέστερης διαδικασίας την οποία κινεί η ίδια αρχή για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων – Αρχή της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης – Γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης – Δικαιώματα άμυνας – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρα 47 και 48 – Δικαίωμα σιωπής – Τεκμήριο αθωότητας – Πρόσβαση σε ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο.
    Υπόθεση C-546/18.

    Court reports – general

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2021:711

     ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

    της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 ( *1 )

    «Προδικαστική παραπομπή – Εταιρικό δίκαιο – Δημόσιες προσφορές εξαγοράς – Οδηγία 2004/25/ΕΚ – Άρθρο 5 – Υποχρεωτική προσφορά – Άρθρο 4 – Εποπτική αρχή – Απρόσβλητη απόφαση με την οποία διαπιστώθηκε παράβαση της υποχρέωσης υποβολής δημόσιας προσφοράς εξαγοράς – Δεσμευτική ισχύς της αποφάσεως αυτής στο πλαίσιο μεταγενέστερης διαδικασίας την οποία κινεί η ίδια αρχή για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων – Αρχή της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης – Γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης – Δικαιώματα άμυνας – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρα 47 και 48 – Δικαίωμα σιωπής – Τεκμήριο αθωότητας – Πρόσβαση σε ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο»

    Στην υπόθεση C‑546/18,

    με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Bundesverwaltungsgericht (ομοσπονδιακό διοικητικό δικαστήριο, Αυστρία) με απόφαση της 16ης Αυγούστου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 23 Αυγούστου 2018, στο πλαίσιο της δίκης

    FN,

    GM,

    Adler Real Estate AG,

    HL,

    Petrus Advisers LLP

    κατά

    Übernahmekommission,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους Μ. Βηλαρά, πρόεδρο τμήματος, N. Piçarra (εισηγητή), D. Šváby, S. Rodin και K. Jürimäe, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: M. Bobek

    γραμματέας: M. Krausenböck, διοικητική υπάλληλος,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    ο GM, εκπροσωπούμενος από τους M. Gall και W. Eigner, Rechtsanwälte,

    η Adler Real Estate AG, εκπροσωπούμενη από τον S. Hödl, Rechtsanwalt,

    ο HL, εκπροσωπούμενος από τον C. Diregger, Rechtsanwalt,

    η Übernahmekommission, εκπροσωπούμενη από τον M. Winner,

    η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους G. Braun, H. Støvlbæk και H. Krämer,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 18ης Μαρτίου 2021,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 4 και 17 της οδηγίας 2004/25 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με τις δημόσιες προσφορές εξαγοράς (ΕΕ 2004, L 142, σ. 12), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014 (ΕΕ 2014, L 173, σ. 190), σε συνδυασμό με την αρχή της αποτελεσματικότητας, καθώς και την ερμηνεία του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

    2

    Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, των FN, GM, Adler Real Estate AG (στο εξής: Adler), HL και Petrus Advisers LLP (στο εξής: Petrus) και, αφετέρου, της Übernahmekommission (Επιτροπής Εξαγορών, Αυστρία) (στο εξής: Επιτροπή Εξαγορών), με αντικείμενο τη νομιμότητα των διοικητικών κυρώσεων που επιβλήθηκαν στους FN, GM και HL για παράβαση της υποχρέωσης υποβολής δημόσιας προσφοράς εξαγοράς.

    Το νομικό πλαίσιο

    Το δίκαιο της Ένωσης

    3

    Οι αιτιολογικές σκέψεις 5, 7 και 8 της οδηγίας 2004/25 έχουν ως εξής:

    «(5)

    Κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να ορίσει μία ή περισσότερες αρχές που θα εποπτεύουν τις διεπόμενες από την παρούσα οδηγία πτυχές των προσφορών και θα εξασφαλίζουν ότι οι συμμετέχοντες σε δημόσιες προσφορές εξαγοράς συμμορφώνονται με τους κανόνες που θεσπίζονται βάσει της παρούσας οδηγίας. Όλες αυτές οι αρχές θα πρέπει να συνεργάζονται μεταξύ τους.

    […]

    (7)

    Αυτόνομα όργανα θα πρέπει να είναι σε θέση να ασκούν εποπτεία.

    (8)

    Σύμφωνα με τις γενικές αρχές του [δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης], και ιδίως το δικαίωμα για δίκαιη δίκη, οι αποφάσεις εποπτεύουσας αρχής θα πρέπει να μπορούν να ελέγχονται από ανεξάρτητο δικαστήριο, όταν συντρέχουν οι κατάλληλες περιστάσεις. Εντούτοις, θα πρέπει να επαφίεται στα κράτη μέλη να προσδιορίζουν κατά πόσον θα πρέπει να χορηγούνται δικαιώματα των οποίων θα είναι δυνατή η επίκληση στο πλαίσιο διοικητικών ή δικαστικών διαδικασιών, είτε πρόκειται για διαδικασίες κατά της εποπτεύουσας αρχής είτε για διαδικασίες μεταξύ μετεχόντων σε προσφορά.»

    4

    Το άρθρο 4 της οδηγίας αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Εποπτική αρχή και εφαρμοστέο δίκαιο», προβλέπει στις παραγράφους 1, 5 και 6 τα εξής:

    «1.   Τα κράτη μέλη ορίζουν την αρχή ή τις αρχές που είναι αρμόδιες για την εποπτεία της προσφοράς, για τους σκοπούς των κανόνων που θεσπίζουν ή εισάγουν δυνάμει της παρούσας οδηγίας. Οι αρχές που ορίζονται κατ’ αυτόν τον τρόπο είναι είτε δημόσιες αρχές είτε ενώσεις είτε ιδιωτικοί οργανισμοί που αναγνωρίζονται από το εθνικό δίκαιο ή από τις δημόσιες αρχές που έχουν ρητά εξουσιοδοτηθεί, για τον σκοπό αυτό, από το εθνικό δίκαιο. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την [Ευρωπαϊκή] Επιτροπή σχετικά με τον ορισμό της αρχής ή των αρχών και διευκρινίζουν κάθε ενδεχόμενη κατανομή αρμοδιοτήτων. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι αυτές οι αρχές ασκούν τα καθήκοντά τους αμερόληπτα και ανεξάρτητα από όλους τους μετέχοντες στην προσφορά.

    […]

    5.   Οι εποπτικές αρχές διαθέτουν όλες τις απαιτούμενες εξουσίες για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται το καθήκον να εξασφαλίζουν την τήρηση των θεσπισθέντων ή εισαχθέντων κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας κανόνων από τους μετέχοντες στην προσφορά.

    […]

    6.   Η παρούσα οδηγία δεν θίγει την εξουσία των κρατών μελών να ορίζουν τις, δικαστικές ή άλλες αρχές, που είναι υπεύθυνες να επιλύουν τις διαφορές και να αποφαίνονται για παρατυπίες οι οποίες τυχόν διεπράχθησαν στη διαδικασία προσφοράς, ούτε την εξουσία των κρατών μελών να ρυθμίζουν εάν και υπό ποίες προϋποθέσεις οι μετέχοντες στην προσφορά έχουν δικαίωμα να προσφεύγουν σε διοικητική ή δικαστική διαδικασία. Ειδικότερα, η παρούσα οδηγία δεν θίγει την εξουσία που μπορεί να έχουν δικαστήρια κράτους μέλους να αρνούνται την εκδίκαση υποθέσεως και να αποφασίζουν εάν η συγκεκριμένη δίκη επηρεάζει ή όχι την έκβαση της προσφοράς. Η παρούσα οδηγία δεν θίγει την εξουσία των κρατών μελών να ορίζουν τη νομική κατάσταση όσον αφορά την ευθύνη των εποπτικών αρχών, ή τις διαφορές μεταξύ των μετεχόντων στην προσφορά.»

    5

    Το άρθρο 5 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο τιτλοφορείται «Προστασία των μειοψηφούντων μετόχων, υποχρεωτική προσφορά, δίκαιη τιμή» ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

    «Εάν ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο, λόγω της απόκτησης από το ίδιο ή από πρόσωπα που ενεργούν σε συνεννόηση μαζί του, έχει στην κατοχή του τίτλους εταιρείας κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 1 παράγραφος 1, οι οποίοι, προστιθέμενοι στις τυχόν ήδη υπάρχουσες συμμετοχές του και στις συμμετοχές προσώπων που ενεργούν σε συνεννόηση με αυτό, του παρέχουν, άμεσα ή έμμεσα, δεδομένο ποσοστό δικαιωμάτων ψήφου στην εν λόγω εταιρεία, με το οποίο αποκτά τον έλεγχό της, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι το πρόσωπο αυτό είναι υποχρεωμένο να υποβάλει προσφορά ως μέσο προστασίας των μειοψηφούντων μετόχων της εταιρείας αυτής. […]»

    6

    Κατά το άρθρο 17 της ίδιας οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Κυρώσεις»:

    «Τα κράτη μέλη καθορίζουν τις κυρώσεις που επιβάλλονται για την παράβαση των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και λαμβάνουν κάθε απαραίτητο μέτρο για να εξασφαλισθεί η εφαρμογή τους. Οι ούτως προβλεπόμενες κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές. […]»

    Το αυστριακό δίκαιο

    O ÜbG

    7

    Η οδηγία 2004/25 μεταφέρθηκε στην αυστριακή έννομη τάξη με τον Bundesgesetz betreffend Übernahmeangebote (ομοσπονδιακό νόμο περί δημοσίων προσφορών εξαγοράς) (BGBl. I, 127/1998, στο εξής: ÜbG).

    8

    Στο άρθρο 1, παράγραφος 6, του νόμου αυτού ορίζεται ότι ως «φορείς που ενεργούν σε συνεννόηση» νοούνται «τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα τα οποία συνεργάζονται με τον προσφέροντα βάσει συμφωνίας, η οποία έχει ως σκοπό την απόκτηση ή την άσκηση του ελέγχου της υπό εξαγορά εταιρίας, ιδίως μέσω του συντονισμού των δικαιωμάτων ψήφου, ή τα οποία συνεργάζονται βάσει συμφωνίας με την υπό εξαγορά εταιρία με σκοπό να εμποδίσουν την επιτυχή έκβαση της προσφοράς. Εάν φορέας κατέχει άμεση ή έμμεση ελέγχουσα συμμετοχή (άρθρο 22, παράγραφοι 2 και 3) σε έναν ή περισσότερους άλλους φορείς, τεκμαίρεται ότι όλοι αυτοί οι φορείς ενεργούν σε συνεννόηση […]».

    9

    Το άρθρο 22, παράγραφος 1, του εν λόγω νόμου ορίζει τα εξής:

    «Όποιος αποκτά άμεση ή έμμεση ελέγχουσα συμμετοχή σε υπό εξαγορά εταιρία οφείλει να ενημερώσει σχετικά την Übernahmekommission [(Επιτροπή Εξαγορών, Αυστρία, στο εξής: Επιτροπή Εξαγορών)] και να υποβάλει προσφορά για το σύνολο των τίτλων της υπό εξαγορά εταιρίας σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου εντός 20 χρηματιστηριακών ημερών από την απόκτηση της ελέγχουσας συμμετοχής.»

    10

    Κατά το άρθρο 22a, παράγραφος 1, του ίδιου νόμου, «υποχρέωση υποβολής δημόσιας προσφοράς σύμφωνα με το άρθρο 22, παράγραφος 1, υφίσταται επίσης […] σε περίπτωση σχηματισμού ομάδας φορέων ενεργούντων σε συνεννόηση, οι οποίοι αποκτούν από κοινού ελέγχουσα συμμετοχή.»

    11

    Το άρθρο 23 του ÜbG, το οποίο επιγράφεται «Συνυπολογισμός ποσοστών συμμετοχής και επέκταση των υποχρεώσεων του προσφέροντος», προβλέπει στην παράγραφο 1 ότι, στην περίπτωση «προσώπων που ενεργούν σε συνεννόηση» κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 6, του ÜbG, τα δικαιώματα ψήφου του ενός συνυπολογίζονται με του άλλου κατά την εφαρμογή των άρθρων 22 έως 22b.

    12

    Κατά το άρθρο 28, παράγραφοι 3 και 4, του ίδιου νόμου, η Επιτροπή Εξαγορών είναι οργανωμένη ως συλλογική αρχή, της οποίας τα μέλη διορίζονται για ανανεώσιμη πενταετή θητεία χωρίς δυνατότητα ανάκλησης και δεν υπόκεινται σε εντολές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Οι παράγραφοι 5 και 6 του άρθρου αυτού ρυθμίζουν τις περιπτώσεις ασυμβίβαστου για τον διορισμό των μελών και την πρόωρη παύση τους αντίστοιχα.

    13

    Το άρθρο 30, παράγραφος 2, του εν λόγω νόμου ορίζει ότι ο Allgemeines Verwaltungsverfahrengesetz (γενικός νόμος περί διοικητικών διαδικασιών, στο εξής: AVG) εφαρμόζεται στις διαδικασίες που διεξάγονται ενώπιον της Επιτροπής Εξαγορών.

    14

    Το άρθρο 33 του ίδιου νόμου, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ειδικές διατάξεις όσον αφορά την υποχρεωτική προσφορά, τη διαμόρφωση των τιμών και τις αστικές κυρώσεις», προβλέπει στις παραγράφους 1 και 2 ότι η Επιτροπή Εξαγορών «μπορεί, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήσεως, να διαπιστώσει σε σχέση με τον προσφέροντα, τους φορείς που ενεργούν σε συνεννόηση μαζί του (άρθρο 1, παράγραφος 6), την υπό εξαγορά εταιρία και τους κατόχους τίτλων συμμετοχής στην υπό εξαγορά εταιρία, αν […] κακώς δεν υποβλήθηκε ή δεν διατάχθηκε ή δεν κοινοποιήθηκε δεόντως υποχρεωτική προσφορά (άρθρο 22 έως 25)».

    15

    Βάσει του άρθρου 30a και του άρθρου 35, παράγραφος 3, του ÜbG, οι αποφάσεις τις οποίες εκδίδει η Επιτροπή Εξαγορών κατά το πέρας διαδικασίας για τη διαπίστωση παράβασης υπόκεινται σε προσφυγή ενώπιον του Oberster Gerichtshof (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Αυστρία), ενώ οι αποφάσεις που εκδίδονται από την επιτροπή αυτή κατά το πέρας διαδικασίας για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων υπόκεινται σε προσφυγή ενώπιον του (ομοσπονδιακού διοικητικού δικαστηρίου, Αυστρία).

    Ο AVG

    16

    Το άρθρο 38 του Allgemeine Verwaltungsverfahrensgesetz (Γενικού Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας) του 1991 (στο εξής: AVG) ορίζει τα εξής:

    «Εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, η Διοίκηση δύναται, βάσει της κρίσης την οποία σχημάτισε η ίδια από την εξέταση των κρίσιμων περιστάσεων, να αποφανθεί επί προκαταρκτικών ζητημάτων που ανακύπτουν κατά την έρευνα και που θα έπρεπε να κριθούν ως κύρια ζητήματα από άλλες διοικητικές αρχές ή από τα δικαστήρια· μπορεί δε να θεμελιώσει την απόφασή της σε αυτή την κρίση. Σε περίπτωση όμως που το προκαταρκτικό ζήτημα αποτελεί ήδη αντικείμενο εκκρεμούς διαδικασίας ενώπιον της αρμόδιας διοικητικής αρχής ή του αρμόδιου δικαστηρίου, ή σε περίπτωση που μια τέτοια διαδικασία κινείται ταυτοχρόνως, δύναται επίσης να αναστείλει τη διαδικασία μέχρις ότου το ζήτημα επιλυθεί οριστικά με απόφαση η οποία έχει καταστεί απρόσβλητη.»

    Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

    17

    Με απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2016, η Επιτροπή Εξαγορών, η οποία έχει οριστεί δυνάμει του άρθρου 4 της οδηγίας 2004/25 ως αρχή αρμόδια για την εποπτεία της προσφοράς, έκρινε ότι το φθινόπωρο του 2015 οι Adler, Petrus και GM, καθώς και δύο ακόμη εταιρίες (η Mountain Peak Trading Limited LLP και η Westgrund AG), είχαν «ενεργήσει σε συνεννόηση» κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 6, του ÜbG για να παρακινήσουν την Conwert Immobilien SE (στο εξής: Conwert) να προβεί σε μια συγκεκριμένη συναλλαγή. Η συναλλαγή αυτή θα επέφερε σημαντική τροποποίηση της διάρθρωσης της επιχείρησης, με συνέπεια την αισθητή ενίσχυση του ποσοστού συμμετοχής του βασικού της μετόχου. Κατά την Επιτροπή Εξαγορών, τα δικαιώματα ψήφου που συνδέονταν με τα ποσοστά συμμετοχής των Adler, Petrus και GM στην Conwert έπρεπε, βάσει του άρθρου 23 του ÜbG, να συνυπολογιστούν αμοιβαία για πρώτη φορά στις 29 Σεπτεμβρίου 2015, ημερομηνία κατά την οποία τέθηκε εν μέρει σε εφαρμογή η συμφωνία με σκοπό την πραγματοποίηση της συναλλαγής. Κατά τον χρόνο εκείνο, τα προαναφερθέντα πρόσωπα κατείχαν το 31,36 % των δικαιωμάτων ψήφου της Conwert, ποσοστό το οποίο τους εξασφάλιζε ελέγχουσα συμμετοχή στην εταιρία αυτή, κατά την έννοια του άρθρου 22 του ÜbG. Η Επιτροπή Εξαγορών έκρινε ότι η απόκτηση τέτοιου μεριδίου συνεπαγόταν υποχρέωση των προαναφερθέντων προσώπων να υποβάλουν δημόσια προσφορά εξαγοράς εντός 20 χρηματιστηριακών ημερών από την ως άνω ημερομηνία.

    18

    Με διάταξη της 1ης Μαρτίου 2017, το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο) απέρριψε την προσφυγή που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως της 22ας Νοεμβρίου 2016, η οποία κατέστη, κατόπιν τούτου, απρόσβλητη.

    19

    Εν συνεχεία, η Επιτροπή Εξαγορών κίνησε διαδικασία με αντικείμενο την επιβολή διοικητικών κυρώσεων εις βάρος των GM, HL και FN, στην περίπτωση των δύο τελευταίων λόγω της ιδιότητάς τους, αντίστοιχα, ως μέλους του διοικητικού συμβουλίου της Adler και ως διευθυντή της Petrus κατά τον χρόνο της διαπιστωθείσας παράβασης.

    20

    Με αποφάσεις της 29ης Ιανουαρίου 2018, η Επιτροπή Εξαγορών επέβαλε στους GM, HL και FN διοικητικά πρόστιμα και αναγνώρισε παρεπόμενη ευθύνη των Adler και Petrus για την καταβολή των προστίμων που επιβλήθηκαν στους HL και FN. Οι αποφάσεις αυτές στηρίζονται στις πραγματικές διαπιστώσεις τις οποίες περιέχει η απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2016 και, ειδικότερα, στη διαπίστωση ότι τα προαναφερθέντα πρόσωπα είχαν, βάσει συμφωνίας που είχε συναφθεί στις 29 Σεπτεμβρίου 2015, «ενεργήσει σε συνεννόηση» κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 6, του ÜbG. Δεδομένου ότι δεν υπέβαλαν στην Επιτροπή Εξαγορών την υποχρεωτική δημόσια προσφορά εξαγοράς εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, οι GM, HL και FN παρέβησαν τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 22α, παράγραφος 1, και του άρθρου 22, παράγραφος 1, του ÜbG.

    21

    Το Bundesverwaltungsgericht (ομοσπονδιακό διοικητικό δικαστήριο), ενώπιον του οποίου ασκήθηκαν προσφυγές κατά των αποφάσεων που εξέδωσε η Επιτροπή Εξαγορών στις 29 Ιανουαρίου 2018, εκτιμά ότι, για να αποφανθεί επί των προσφυγών αυτών, είναι απαραίτητο να αρθούν οι αμφιβολίες του ως προς το αν συμβιβάζεται με το δίκαιο της Ένωσης η εθνική διοικητική πρακτική στην οποία η Επιτροπή Εξαγορών στήριξε τις αποφάσεις της για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων.

    22

    Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, κατά το αυστριακό δίκαιο, και πιο συγκεκριμένα κατά το άρθρο 38 του AVG, άπαξ και καταστεί απρόσβλητη μια απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση, όπως η απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2016, τότε δεσμεύει όχι μόνον την αρχή που την εξέδωσε, αλλά και τις άλλες διοικητικές και δικαιοδοτικές αρχές που καλούνται να αποφανθούν, στο πλαίσιο άλλων διαδικασιών, επί της ίδιας πραγματικής και νομικής κατάστασης, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει ταυτότητα υποκειμένων.

    23

    Στην περίπτωση του GM, το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι υπάρχει τέτοια ταυτότητα ανάμεσα, αφενός, στη διαδικασία για τη διαπίστωση παράβασης κατά το πέρας της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2016 και, αφετέρου, στη διαδικασία για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων.

    24

    Αντιθέτως, στις περιπτώσεις των HL και FN, το αιτούν δικαστήριο αμφιβάλλει κατά πόσον υπάρχει ταυτότητα των υποκειμένων στις δύο αυτές διαδικασίες. Παρατηρεί ότι οι HL και FN δεν παρίσταντο στη διαδικασία για τη διαπίστωση της παράβασης ως «υποκείμενα» της διαδικασίας, αλλά ενεργούσαν αποκλειστικώς ως εκπρόσωποι της Adler και της Petrus αντίστοιχα. Οι HL και FN (ως φυσικά πρόσωπα) είχαν την ιδιότητα του «υποκειμένου» μόνον κατά τη διαδικασία για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων. Παρά ταύτα, στη διάρκεια της τελευταίας αυτής διαδικασίας, η Επιτροπή Εξαγορών αναγνώρισε «διευρυμένη δεσμευτική ισχύ» (erweiterte Bindungswirkung) στην απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2016, υπό την έννοια ότι καταλάμβανε και τους HL και FN.

    25

    Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι θα μπορούσε, ως εκ τούτου, να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2016, εφόσον κατέστη απρόσβλητη, έχει δεσμευτική ισχύ στο πλαίσιο της μεταγενέστερης διαδικασίας για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων, τόσο σε περίπτωση που υπάρχει ταυτότητα υποκειμένων στις δύο διαδικασίες όσο και σε περίπτωση που το φυσικό πρόσωπο εις βάρος του οποίου κινήθηκε η μεταγενέστερη διαδικασία για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων δεν είχε την ιδιότητα του «υποκειμένου» της διαδικασίας για τη διαπίστωση παράβασης και, συνεπώς, δεν έτυχε όλων των διαδικαστικών δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται σε «υποκείμενο» της διαδικασίας, περιλαμβανομένου του δικαιώματος σιωπής, ανεξαρτήτως της δυνατότητας άσκησης προσφυγής ενώπιον του Oberster Gerichtshof (Ανωτάτου Δικαστηρίου), στο πλαίσιο της οποίας αμφότερες αυτές οι κατηγορίες προσώπων μπορούν να επικαλεστούν προσβολή των διαδικαστικών τους δικαιωμάτων κατά τη διαδικασία για τη διαπίστωση παράβασης.

    26

    Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει επ’ αυτού ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του εθνικού συνταγματικού δικαστηρίου, η πρόσβαση σε ανεξάρτητο δικαστήριο με πλήρη δικαιοδοσία επί πραγματικών και νομικών ζητημάτων διασφαλίζεται στην περίπτωση της διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής Εξαγορών, στον βαθμό που πρόκειται για ανεξάρτητη αρχή η οποία μπορεί να χαρακτηριστεί ως δικαστήριο κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950. Συνεπώς, κατά το αιτούν δικαστήριο, είναι σύμφωνος με τις απαιτήσεις του άρθρου 2 του πρωτοκόλλου αριθ. 7 Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών ο περιορισμός της αρμοδιότητας του Oberster Gerichtshof (Ανωτάτου Δικαστηρίου) μόνο σε νομικά ζητήματα, όσον αφορά τον έλεγχο αποφάσεως της Επιτροπής Εξαγορών με την οποία διαπιστώνεται παράβαση.

    27

    Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά πάντως ότι, εφόσον η Επιτροπή Εξαγορών ενήργησε κατ’ εφαρμογήν του δικαίου της Ένωσης στο πλαίσιο τόσο της διαδικασίας για τη διαπίστωση παράβασης όσο και της διαδικασίας για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων, το δίκαιο αυτό, περιλαμβανομένων των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στον Χάρτη και, πιο συγκεκριμένα, στο άρθρο 47, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά την επίλυση των σχετικών διαφορών.

    28

    Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, επομένως, αν συνάδει με τα δικαιώματα άμυνας που κατοχυρώνονται στο δίκαιο της Ένωσης μια εθνική πρακτική βάσει της οποίας απρόσβλητη απόφαση εκδοθείσα κατά το πέρας διαδικασίας για τη διαπίστωση παράβασης έχει δεσμευτική ισχύ στο πλαίσιο μεταγενέστερης διαδικασίας. Οι αμφιβολίες του αιτούντος δικαστηρίου απορρέουν από το γεγονός ότι η διαδικασία την οποία κίνησε η Επιτροπή Εξαγορών για τη διαπίστωση παράβασης δεν είναι ποινική και, κατά συνέπεια, τα υποκείμενα της διαδικασίας, ακόμη και στην περίπτωση του GM, δεν έτυχαν όλων των εγγυήσεων που προσιδιάζουν σε ποινική διαδικασία, όπως είναι, μεταξύ άλλων, το τεκμήριο αθωότητας. Κατά το αιτούν δικαστήριο, τέτοιες αμφιβολίες είναι a fortiori δικαιολογημένες στις περιπτώσεις των HL και FN, που δεν μετείχαν, ως υποκείμενα, στη διαδικασία για την διαπίστωση παράβασης, η οποία προηγήθηκε της διαδικασίας για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων.

    29

    Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν, παρά ταύτα, η αρχή της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης –καθώς εμπεριέχει, κατά την εκτίμησή του, τις αρχές της σταθερότητας των διοικητικών αποφάσεων που έχουν καταστεί απρόσβλητες και της ισχύος δεδικασμένου των δικαστικών αποφάσεων, οι οποίες συμβάλλουν στην ασφάλεια δικαίου– του επιβάλλουν να εφαρμόσει τους επίμαχους κανόνες σε πρόσωπα που βρίσκονται σε κατάσταση όπως εκείνη του GM και των HL και FN.

    30

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Bundesverwaltungsgericht (ομοσπονδιακό διοικητικό δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)

    Αποκλείουν τα άρθρα 4 και 17 της οδηγίας [2004/25], ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης, ερμηνεία σύμφωνα με την οποία δεν αναγνωρίζεται σε απόφαση της εποπτικής αρχής του άρθρου 4 της οδηγίας [2004/25] που κατέστη απρόσβλητη και με την οποία διαπιστώθηκε παράβαση από κάποιο πρόσωπο διατάξεων εσωτερικού δικαίου που θεσπίστηκαν προς μεταφορά της οδηγίας [αυτής] στην εσωτερική έννομη τάξη, δεσμευτική ισχύς στο πλαίσιο διαδικασίας διώξεως διοικητικών παραβάσεων ποινικού χαρακτήρα που κινήθηκε μεταγενέστερα από αυτήν την εποπτική αρχή κατά του ίδιου προσώπου, με αποτέλεσμα το πρόσωπο αυτό να έχει στη διάθεσή του εκ νέου όλες τις ουσιαστικές και νομικές ενστάσεις και τα αποδεικτικά μέσα για να αμφισβητήσει την παράβαση κανόνα δικαίου που έχει διαπιστωθεί με την ήδη καταστάσα απρόσβλητη απόφαση;

    2)

    Αποκλείουν τα άρθρα 4 και 17 της οδηγίας [2004/25], ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης, ερμηνεία σύμφωνα με την οποία δεν αναγνωρίζεται σε απόφαση της εποπτικής αρχής του άρθρου 4 της οδηγίας [2004/25] που κατέστη απρόσβλητη και με την οποία διαπιστώθηκε παράβαση από κάποιο νομικό πρόσωπο διατάξεων εσωτερικού δικαίου που θεσπίστηκαν προς μεταφορά της οδηγίας [2004/25] στην εσωτερική έννομη τάξη, δεσμευτική ισχύς στο πλαίσιο διαδικασίας διώξεως διοικητικών παραβάσεων ποινικού χαρακτήρα που κινήθηκε μεταγενέστερα από αυτήν την εποπτική αρχή κατά του οργάνου που εκπροσωπεί αυτό το νομικό πρόσωπο, με αποτέλεσμα το πρόσωπο αυτό (το όργανο) να έχει εκ νέου στη διάθεσή του όλες τις ουσιαστικές και νομικές ενστάσεις και τα αποδεικτικά μέσα για να αμφισβητήσει την παράβαση κανόνα δικαίου που έχει διαπιστωθεί με την ήδη καταστάσα απρόσβλητη απόφαση;

    3)

    Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, αποκλείει το άρθρο 47 του [Χάρτη] εσωτερική πρακτική κράτους μέλους σύμφωνα με την οποία αναγνωρίζεται σε απόφαση της εποπτικής αρχής του άρθρου 4 της οδηγίας [2004/25] που κατέστη απρόσβλητη και με την οποία διαπιστώθηκε παράβαση από κάποιο πρόσωπο διατάξεων εσωτερικού δικαίου που θεσπίστηκαν προς μεταφορά της οδηγίας [2004/25] στην εσωτερική έννομη τάξη, δεσμευτική ισχύς στο πλαίσιο διαδικασίας διώξεως διοικητικών παραβάσεων ποινικού χαρακτήρα που κινήθηκε μεταγενέστερα από αυτήν την εποπτική αρχή κατά του ίδιου προσώπου, με αποτέλεσμα το πρόσωπο αυτό να εμποδίζεται να αμφισβητήσει από ουσιαστική και νομική άποψη την ήδη κατά τρόπο απρόσβλητο διαπιστωθείσα παράβαση κανόνα δικαίου;

    4)

    Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα, αποκλείει το άρθρο 47 του [Χάρτη] εσωτερική πρακτική κράτους μέλους σύμφωνα με την οποία αναγνωρίζεται σε απόφαση της εποπτικής αρχής του άρθρου 4 της οδηγίας [2004/25] που κατέστη απρόσβλητη και με την οποία διαπιστώθηκε παράβαση από κάποιο νομικό πρόσωπο διατάξεων εσωτερικού δικαίου που θεσπίστηκαν προς μεταφορά της οδηγίας [2004/25] στην εσωτερική έννομη τάξη, δεσμευτική ισχύς στο πλαίσιο διαδικασίας διώξεως διοικητικών παραβάσεων ποινικού χαρακτήρα που κινήθηκε μεταγενέστερα από αυτήν την εποπτική αρχή κατά του οργάνου που εκπροσωπεί αυτό το νομικό πρόσωπο, με αποτέλεσμα το πρόσωπο αυτό (το όργανο) να εμποδίζεται να αμφισβητήσει από ουσιαστική και νομική άποψη την ήδη κατά τρόπο απρόσβλητο διαπιστωθείσα παράβαση κανόνα δικαίου;»

    Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

    31

    Με τα τέσσερα προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν τα άρθρα 4 και 17 της οδηγίας 2004/25, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα των δικαιωμάτων άμυνας που κατοχυρώνονται στο δίκαιο της Ένωσης, καθώς και των άρθρων 47 και 48 του Χάρτη, έχουν την έννοια ότι αποκλείουν πρακτική κράτους μέλους βάσει της οποίας μια απρόσβλητη πλέον απόφαση με την οποία είχε διαπιστωθεί παράβαση των διατάξεων της οδηγίας αυτής έχει δεσμευτική ισχύ στο πλαίσιο μεταγενέστερης διαδικασίας για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων λόγω παράβασης των ως άνω διατάξεων, όχι μόνον έναντι φυσικού προσώπου που είχε την ιδιότητα του υποκειμένου αμφότερων των διαδικασιών, αλλά και έναντι φυσικού προσώπου που δεν είχε την ιδιότητα του υποκειμένου της διαδικασίας για τη διαπίστωση της παράβασης, αλλά ενεργούσε αποκλειστικώς ως μέλος οργάνου εκπροσώπησης νομικού προσώπου το οποίο ήταν υποκείμενο της συγκεκριμένης διαδικασίας.

    32

    Υπενθυμίζεται επ’ αυτού ότι η παράγραφος 1 του άρθρου 4 της οδηγίας 2004/25, ερμηνευόμενη από την αιτιολογική σκέψη 5 της ίδιας οδηγίας, επιβάλλει στα κράτη μέλη να ορίζουν μία ή περισσότερες αρχές οι οποίες θα είναι, αφενός, αρμόδιες για την εποπτεία της προσφοράς από πλευράς των κανόνων που θεσπίζονται ή εισάγονται κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας, και, αφετέρου, σε θέση να ασκούν τα καθήκοντά τους με τρόπο αμερόληπτο και ανεξάρτητο σε σχέση με όλους τους μετέχοντες στην προσφορά. Από την αιτιολογική σκέψη 7 της εν λόγω οδηγίας προκύπτει ότι τέτοια εποπτεία πρέπει να μπορεί να ασκείται από αυτορρυθμιζόμενους οργανισμούς. Επιπλέον, το άρθρο 4, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, ορίζει ότι απονέμονται στις εποπτικές αρχές όλες οι εξουσίες οι οποίες είναι αναγκαίες για την άσκηση των καθηκόντων τους.

    33

    Το άρθρο 4, παράγραφος 6, της οδηγίας 2004/25 αναγνωρίζει στα κράτη μέλη την εξουσία, μεταξύ άλλων να ορίζουν ποιες αρχές, δικαστικές ή άλλες, είναι αρμόδιες να επιλαμβάνονται των διαφορών και να αποφαίνονται επί των παρατυπιών που διαπράττονται στο πλαίσιο της προσφοράς, καθώς και να θεσπίζουν τις διατάξεις που προβλέπουν αν και υπό ποιες περιστάσεις οι μετέχοντες στην προσφορά έχουν δικαίωμα να κινήσουν διοικητική ή ένδικη διαδικασία. Η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 8 της οδηγίας 2004/25, όπου επισημαίνεται ότι, για να τηρείται, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, θα πρέπει οι αποφάσεις των εποπτικών αρχών να μπορούν, υπό τις κατάλληλες συνθήκες, να ελέγχονται από ανεξάρτητο δικαστήριο.

    34

    Το δε άρθρο 17 της οδηγίας 2004/25 αναθέτει στα κράτη μέλη τη μέριμνα για τον καθορισμό των κυρώσεων που επιβάλλονται σε περίπτωση παράβασης των θεσπιζόμενων κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας εθνικών διατάξεων, καθώς και για τη λήψη κάθε αναγκαίου μέτρου προς διασφάλιση της εφαρμογής τους, διευκρινίζοντας παράλληλα ότι οι κυρώσεις οι οποίες προβλέπονται προς τον σκοπό αυτό πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

    35

    Η οδηγία 2004/25 δεν περιέχει πάντως ούτε κανόνες που να ρυθμίζουν τη δομή ή τη διεξαγωγή των διαδικασιών τις οποίες διεξάγουν οι αρμόδιες αρχές σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων περί των υποχρεωτικών δημοσίων προσφορών εξαγοράς, ούτε διαδικαστικούς κανόνες που να ρυθμίζουν τα αποτελέσματα τα οποία οι εκδοθείσες κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας διοικητικές αποφάσεις παράγουν επί μεταγενέστερων διαδικασιών, άπαξ και καταστούν απρόσβλητες.

    36

    Ως προς το ζήτημα αυτό, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, όταν δεν υπάρχουν κανόνες της Ένωσης που να διέπουν ορισμένο ζήτημα, απόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους να θεσπίσει τους δικονομικούς κανόνες των ενδίκων βοηθημάτων που αποσκοπούν στη διασφάλιση των δικαιωμάτων των υποκειμένων δικαίου, δυνάμει της αρχής της δικονομικής αυτονομίας, υπό τον όρο, ωστόσο, ότι οι κανόνες αυτοί, αφενός, δεν είναι λιγότερο ευνοϊκοί από εκείνους που ρυθμίζουν παρόμοιες καταστάσεις διεπόμενες από το εσωτερικό δίκαιο (αρχή της ισοδυναμίας) και, αφετέρου, δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει το δίκαιο της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) (απόφαση της 10ης Μαρτίου 2021, Konsul Rzeczypospolitej Polskiej w N., C‑949/19, EU:C:2021:186, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    37

    Υπό την επιφύλαξη της τήρησης των ως άνω δύο αρχών, η οδηγία 2004/25 δεν απαγορεύει, αυτή καθεαυτήν, την καθιέρωση από κράτος μέλος, προς διασφάλιση της ορθής εφαρμογής των ουσιαστικών κανόνων που περιέχει η οδηγία όσον αφορά τις δημόσιες προσφορές εξαγοράς, μιας διοικητικής διαδικασίας η οποία χωρίζεται σε δύο διακριτά στάδια που καταλήγουν, το μεν πρώτο, στην έκδοση διοικητικής αποφάσεως με αντικείμενο την αντικειμενική διαπίστωση παράβασης της υποχρέωσης υποβολής δημόσιας προσφοράς εξαγοράς, το δε δεύτερο, στη στοιχειοθέτηση υποκειμενικής ευθύνης και στην επιβολή διοικητικών κυρώσεων για την τελεσθείσα παράβαση.

    38

    Εξάλλου, η εν λόγω οδηγία δεν απαγορεύει, κατ’ αρχήν, πρακτική των αρμοδίων αρχών κράτους μέλους βάσει της οποίας αναγνωρίζεται στις διοικητικές αποφάσεις που έχουν καταστεί απρόσβλητες δεσμευτική ισχύς στο πλαίσιο μεταγενέστερων διαδικασιών. Το Δικαστήριο έχει κρίνει επ’ αυτού ότι η αναγνώριση απρόσβλητου χαρακτήρα σε διοικητική απόφαση, κατόπιν είτε της παρέλευσης των εύλογων προθεσμιών προσφυγής είτε της εξάντλησης των μέσων έννομης προστασίας, συμβάλλει στην ασφάλεια δικαίου, η οποία αποτελεί θεμελιώδη αρχή του δικαίου της Ένωσης (πρβλ. αποφάσεις της 13ης Ιανουαρίου 2004, Kühne & Heitz, C‑453/00, EU:C:2004:17, σκέψη 24, και της 16ης Οκτωβρίου 2019, Glencore Agriculture Hungary, C‑189/18, EU:C:2019:861, σκέψη 45)

    39

    Επιπλέον, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 83 των προτάσεών του, αν σε διοικητική απόφαση που έχει καταστεί απρόσβλητη αναγνωρίζεται δεσμευτική ισχύς στο πλαίσιο μεταγενέστερων συναφών διαδικασιών, η αναγνώριση αυτή μπορεί να συμβάλλει στη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας των διοικητικών διαδικασιών τις οποίες διεξάγουν οι αρμόδιες αρχές για να διαπιστώσουν και να τιμωρήσουν τη μη τήρηση των κανόνων του δικαίου της Ένωσης περί υποχρεωτικών δημοσίων προσφορών, καθώς και, κατ’ επέκταση, στη διαφύλαξη της πρακτικής αποτελεσματικότητας της οδηγίας 2004/25.

    40

    Είναι όμως σημαντικό να διασφαλίζεται ότι τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται υπέρ των υποκειμένων τέτοιων διαδικασιών στο δίκαιο της Ένωσης και, πιο συγκεκριμένα, στον Χάρτη, γίνονται σεβαστά στα δύο διαδικαστικά στάδια για τα οποία έγινε λόγος στη σκέψη 37 της παρούσας αποφάσεως. Πράγματι, οποιαδήποτε εθνική διαδικασία διεξάγεται στο πλαίσιο της εφαρμογής της οδηγίας 2004/25 πρέπει να συνάδει με τα δικαιώματα αυτά (βλ. κατ’ αναλογίαν αποφάσεις της 17ης Δεκεμβρίου 2015, WebMindLicenses, C‑419/14, EU:C:2015:832, σκέψη 66, και της 5ης Δεκεμβρίου 2017, M.A.S. και M.B., C‑42/17, EU:C:2017:936, σκέψη 47).

    41

    Το δε πεδίο εφαρμογής του Χάρτη, όσον αφορά τη δράση των κρατών μελών, ορίζεται στο άρθρο του 51, παράγραφος 1, το οποίο προβλέπει ότι οι διατάξεις του Χάρτη απευθύνονται στα κράτη μέλη όταν αυτά εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης, διάταξη που επιβεβαιώνει την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στην έννομη τάξη της Ένωσης έχουν εφαρμογή σε όλες τις καταστάσεις που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης, όχι όμως πέραν αυτών [αποφάσεις της 26ης Φεβρουαρίου 2013, Åkerberg Fransson, C‑617/10, EU:C:2013:105, σκέψεις 17 και 19, και της 19ης Νοεμβρίου 2019, A. K. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου), C‑585/18, C‑624/18 και C‑625/18, EU:C:2019:982, σκέψη 78].

    42

    Εν προκειμένω, τούτο ισχύει στην περίπτωση μιας διαδικασίας που, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, κινείται κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του εθνικού δικαίου με τις οποίες η οδηγία 2004/25 μεταφέρεται στην εσωτερική έννομη τάξη.

    43

    Μεταξύ των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στο δίκαιο της Ένωσης περιλαμβάνεται, πρώτον, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας, ο οποίος, κατά πάγια νομολογία, συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, συνδέεται άρρηκτα με το δικαίωμα ακροάσεως και έχει εφαρμογή σε περίπτωση που η Διοίκηση προτίθεται να εκδώσει βλαπτική πράξη εις βάρος ενός προσώπου. Βάσει της ως άνω αρχής, οι αποδέκτες αποφάσεων που θίγουν αισθητά τα συμφέροντά τους πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να γνωστοποιήσουν λυσιτελώς την άποψή τους αναφορικά με τα στοιχεία στα οποία η Διοίκηση σκοπεύει να στηρίξει την απόφασή της. Η υποχρέωση αυτή βαρύνει τις διοικητικές αρχές των κρατών μελών όταν λαμβάνουν αποφάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, ακόμη και αν η εφαρμοστέα νομοθεσία της Ένωσης δεν προβλέπει ρητώς τέτοιες διατυπώσεις (πρβλ. απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2019, Glencore Agriculture Hungary, C‑189/18, EU:C:2019:861, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    44

    Δεύτερον, μεταξύ των εγγυήσεων που απορρέουν από το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, και από το άρθρο 48 του Χάρτη, καταλέγεται το δικαίωμα σιωπής κάθε φυσικού προσώπου το οποίο είναι «κατηγορούμενος» κατά την έννοια του δευτέρου εκ των ανωτέρω άρθρων. Οι διατάξεις αυτές έχουν εφαρμογή σε διαδικασίες που μπορούν να καταλήξουν στην επιβολή διοικητικών κυρώσεων ποινικού χαρακτήρα. Τρία κριτήρια ασκούν επιρροή για την εκτίμηση του εν λόγω χαρακτήρα. Το πρώτο κριτήριο είναι ο νομικός χαρακτηρισμός της παράβασης κατά το εθνικό δίκαιο, το δεύτερο αφορά την ίδια τη φύση της παράβασης και το τρίτο σχετίζεται με τον βαθμό αυστηρότητας της κύρωσης που ενδέχεται να επιβληθεί στον ενδιαφερόμενο (πρβλ. απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2021, Consob, C‑481/19, EU:C:2021:84, σκέψη 42)).

    45

    Από την προαναφερθείσα νομολογία προκύπτει ότι το δικαίωμα σιωπής, το οποίο αποτελεί γενικώς αναγνωρισμένο κανόνα του διεθνούς δικαίου, βρίσκεται στο επίκεντρο της έννοιας της δίκαιης δίκης. Το δικαίωμα σιωπής δεν μπορεί να περιορίζεται στις ομολογίες παρανομιών ή σε δηλώσεις που στρέφονται άμεσα κατά του ερωτώμενου, αλλά καλύπτει επίσης πληροφορίες επί πραγματικών ζητημάτων οι οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν μεταγενέστερα προς στήριξη της κατηγορίας και, ως εκ τούτου, να επηρεάσουν την καταδίκη ή την ποινή που του επιβάλλεται (πρβλ. απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2021, Consob, C‑481/19, EU:C:2021:84, σκέψεις 38 έως 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    46

    Τρίτον, πρέπει να αναφερθεί η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας, η οποία διακηρύσσεται στο άρθρο 48 του Χάρτη. Η αρχή αυτή τυγχάνει εφαρμογής όταν το ζητούμενο είναι να κριθεί αν συντρέχουν τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης μιας παράβασης που τυποποιείται στο δίκαιο της Ένωσης και μπορεί να επισύρει την επιβολή διοικητικών κυρώσεων ποινικού χαρακτήρα (πρβλ. απόφαση της 23ης Δεκεμβρίου 2009, Spector Photo Group και Van Raemdonck, C‑45/08, EU:C:2009:806, σκέψεις 42 και 44)

    47

    Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, μολονότι πραγματικά ή νομικά τεκμήρια υπάρχουν σε όλα τα νομικά συστήματα, το άρθρο 48 του Χάρτη υποχρεώνει τα κράτη μέλη να μην υπερβαίνουν, σε ποινικά ζητήματα, ορισμένα όρια. Πιο συγκεκριμένα, η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας, όπως κατοχυρώνεται στη διάταξη αυτή, απαιτεί από τα κράτη μέλη να περιορίζουν εντός λογικών ορίων τα πραγματικά ή νομικά τεκμήρια που προβλέπονται σε νόμους με τους οποίους επιβάλλονται κυρώσεις, λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρότητα του διακυβεύματος και διαφυλάσσοντας τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας (απόφαση της 23ης Δεκεμβρίου 2009, Spector Photo Group και Van Raemdonck, C‑45/08, EU:C:2009:806, σκέψη 43).

    48

    Τέταρτον, το άρθρο 47, παράγραφος 1, του Χάρτη, στο οποίο κατοχυρώνεται το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής, ορίζει ότι, σε περιπτώσεις προσβολής των δικαιωμάτων και των ελευθεριών που προστατεύονται από το δίκαιο της Ένωσης, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να έχει, στην πράξη, τη δυνατότητα να προσφύγει στη δικαιοσύνη σύμφωνα με τους όρους του άρθρου αυτού. Το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη εγγυάται το δικαίωμα κάθε προσώπου να δικαστεί η υπόθεσή του από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο.

    49

    Κατά πάγια νομολογία, οι ως άνω εγγυήσεις ανεξαρτησίας και αμεροληψίας προϋποθέτουν την ύπαρξη κανόνων, ιδίως όσον αφορά τη σύνθεση του οικείου οργάνου, τον διορισμό των μελών του, τη διάρκεια της θητείας τους και τους λόγους εξαίρεσης ή παύσης τους, ώστε οι πολίτες να μην έχουν καμία εύλογη αμφιβολία ως προς τη θωράκιση του οργάνου έναντι εξωτερικών στοιχείων και ως προς την ουδετερότητά του έναντι των αντιμαχόμενων συμφερόντων (απόφαση της 20ής Απριλίου 2021, Repubblika, C‑896/19, EU:C:2021:311, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    50

    H απαίτηση ανεξαρτησίας, η οποία είναι συμφυής προς το δικαιοδοτικό έργο, σημαίνει πρωτίστως ότι το οικείο όργανο πρέπει να έχει την ιδιότητα τρίτου σε σχέση με την αρχή που εξέδωσε την προσβαλλόμενη με την προσφυγή απόφαση (αποφάσεις της 19ης Σεπτεμβρίου 2006, Wilson, C‑506/04, EU:C:2006:587, σκέψη 49, και της 21ης Ιανουαρίου 2020, Banco de Santander, C‑274/14, EU:C:2020:17, σκέψη 62) και περιλαμβάνει δύο πτυχές.

    51

    Η πρώτη πτυχή προϋποθέτει ότι το όργανο προστατεύεται από εξωτερικές παρεμβάσεις ή πιέσεις που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την ανεξάρτητη κρίση των μελών του ως προς τις διαφορές οι οποίες υποβάλλονται στην κρίση του [αποφάσεις της 19ης Σεπτεμβρίου 2006, Wilson, C‑506/04, EU:C:2006:587, σκέψη 51, και της 19ης Νοεμβρίου 2019, A. K. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου), C‑585/18, C‑624/18 και C‑625/18, EU:C:2019:982, σκέψη 125].

    52

    Η δεύτερη πτυχή είναι παρεμφερής με την έννοια της αμεροληψίας και συνίσταται στην τήρηση ίσων αποστάσεων από τους διαδίκους και από τα αντιμαχόμενα συμφέροντά τους σε σχέση με το αντικείμενο της διαφοράς. Η πτυχή αυτή επιβάλλει την τήρηση της αντικειμενικότητας και την απουσία κάθε συμφέροντος στην επίλυση της διαφοράς, πέραν της αυστηρής εφαρμογής του κανόνα δικαίου (απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2020, Banco de Santander, C‑274/14, EU:C:2020:17, σκέψη 61).

    53

    Αν μια απόφαση η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης έχει εκδοθεί από αρχή που δεν πληροί η ίδια τις προϋποθέσεις ανεξαρτησίας και αμεροληψίας και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως δικαστήριο, κατά την έννοια του άρθρου 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, η διάταξη αυτή απαιτεί να υπόκειται η επίμαχη απόφαση σε μεταγενέστερο έλεγχο από δικαιοδοτικό όργανο, το οποίο πρέπει να είναι αρμόδιο να εξετάσει όλα τα πραγματικά και νομικά ζητήματα που ασκούν επιρροή για την επίλυση της ενώπιόν του διαφοράς (πρβλ. αποφάσεις της 6ης Νοεμβρίου 2012, Otis κ.λπ., C‑199/11, EU:C:2012:684, σκέψεις 46, 47 και 49, και της 16ης Μαΐου 2017, Berlioz Investment Fund, C‑682/15, EU:C:2017:373, σκέψη 55).

    54

    Υπό το πρίσμα των όσων υπενθυμίστηκαν ανωτέρω, θα πρέπει να κριθεί αν αντιβαίνει στα δικαιώματα αυτά, τα οποία κατοχυρώνονται στο δίκαιο της Ένωσης, η αναγνώριση, στο πλαίσιο διαδικασίας για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων λόγω παράβασης των διατάξεων της οδηγίας 2004/25, δεσμευτικής ισχύος σε διαπιστωτική της παράβασης διοικητική απόφαση που είχε εκδοθεί κατά το πέρας προγενέστερης διαδικασίας και κατέστη εν τω μεταξύ απρόσβλητη. Προκειμένου να κριθεί το ως άνω ζήτημα, θα πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των δύο περιπτώσεων που περιγράφηκαν στη σκέψη 31 της παρούσας αποφάσεως, ήτοι εκείνης όπου η διαδικασία για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων αφορά πρόσωπα που ήταν ήδη υποκείμενα της διαδικασίας για τη διαπίστωση παράβασης, κατά το πέρας της οποίας εκδόθηκε η σχετική διοικητική απόφαση, και εκείνης όπου η διαδικασία για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων αφορά πρόσωπα τα οποία, χωρίς να είναι υποκείμενα της διαδικασίας για τη διαπίστωση, μετείχαν απλώς σε αυτήν ως μέλη οργάνου εκπροσώπησης νομικού προσώπου που ήταν υποκείμενο της εν λόγω διαδικασίας.

    55

    Υπενθυμίζεται εισαγωγικώς ότι, σύμφωνα με τις ενδείξεις που παρέχει η απόφαση περί παραπομπής και με τις απαντήσεις των διαδίκων της κύριας δίκης σε ερώτηση του Δικαστηρίου, τα προβλεπόμενα από το αυστριακό δίκαιο διοικητικά πρόστιμα εις βάρος των υπευθύνων παράβασης των διατάξεων του ÜbG περί των δημοσίων προσφορών εξαγοράς κυμαίνονται από 5000 έως 50000 ευρώ και μπορούν να μετατραπούν σε στερητική της ελευθερίας ποινής σε περίπτωση αδυναμίας καταβολής του επιβληθέντος προστίμου. Τέτοιες κυρώσεις είναι, εκ πρώτης όψεως, ποινικού χαρακτήρα, κατά τη νομολογίας που υπενθυμίστηκε στη σκέψη 44 της παρούσας αποφάσεως. Επομένως, υπό την επιφύλαξη της οριστικής επιβεβαίωσης του ποινικού αυτού χαρακτήρα από το αιτούν δικαστήριο, το δικαίωμα σιωπής και το τεκμήριο αθωότητας, τα οποία κατοχυρώνονται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, και στο άρθρο 48 του Χάρτη, τυγχάνουν εφαρμογής στην υπόθεση της κύριας δίκης.

    56

    Όσον αφορά την πρώτη περίπτωση για την οποία έγινε λόγος στη σκέψη 54 της παρούσας αποφάσεως, προς διασφάλιση της αποτελεσματικότητας των διοικητικών διαδικασιών που διεξάγουν οι αρμόδιες αρχές για να διαπιστώσουν καθώς και να τιμωρήσουν τη μη τήρηση των κανόνων του δικαίου της Ένωσης περί των υποχρεωτικών δημοσίων προσφορών εξαγοράς, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να αναγνωρίζουν σε απόφαση με την οποία διαπιστώνεται η τέλεση παράβασης δεσμευτική ισχύ που να καταλαμβάνει μεταγενέστερη διαδικασία με αντικείμενο την επιβολή, στα ίδια πρόσωπα, διοικητικών κυρώσεων λόγω της τέλεσης της προαναφερθείσας παράβασης. Οι ως άνω διαδικασίες πρέπει όμως να είναι οργανωμένες με τέτοιον τρόπο ώστε τα πρόσωπα αυτά να έχουν μπορέσει να προβάλουν τα θεμελιώδη δικαιώματά τους στο πλαίσιο της διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοση της διαπιστωτικής αποφάσεως.

    57

    Τούτο σημαίνει, ειδικότερα, ότι τα ίδια αυτά πρόσωπα πρέπει να είχαν, στη διάρκεια της διαδικασίας εκείνης, τη δυνατότητα να επικαλεστούν, αφενός, τα δικαιώματα άμυνας, περιλαμβανομένου του δικαιώματος ακροάσεως, και, αφετέρου, το δικαίωμα σιωπής και το τεκμήριο αθωότητας σε σχέση με πραγματικά στοιχεία τα οποία θα χρησιμοποιούνταν εν συνεχεία προς στήριξη της εις βάρος τους κατηγορίας και, συνεπώς, θα επηρέαζαν την καταδίκη ή την επιβλητέα κύρωση.

    58

    Δεν ισχύει όμως το ίδιο όσον αφορά τη δεύτερη περίπτωση για την οποία έγινε λόγος στη σκέψη 54 της παρούσας αποφάσεως, έστω και αν φυσικό πρόσωπο, όπως εν προκειμένω ο διάδικος της κύριας δίκης, δεν μετείχε μεν ως υποκείμενο της διαδικασίας στη διαδικασία που κατέληξε στην έκδοση της απρόσβλητης πλέον διαπιστωτικής αποφάσεως, πλην όμως ενήργησε ως μέλος οργάνου εκπροσώπησης νομικού προσώπου το οποίο ήταν υποκείμενο της εν λόγω διαδικασίας.

    59

    Πράγματι, όπως υπογράμμισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 58 των προτάσεών του, τα δικαιώματα άμυνας είναι ατομικά, όπερ σημαίνει ότι τα ίδια τα υποκείμενα της διαδικασίας πρέπει να είναι σε θέση να τα ασκήσουν στην πράξη, ανεξαρτήτως της φύσης της διαδικασίας που έχει κινηθεί εις βάρος τους. Αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο αν ληφθεί υπόψη ότι, στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας που μπορεί να καταλήξει στη στοιχειοθέτηση της προσωπικής ευθύνης των διευθυνόντων ή των μελών των οργάνων μιας εταιρίας για παράβαση των κανόνων περί των δημοσίων προσφορών εξαγοράς και στην επιβολή κυρώσεων ποινικού χαρακτήρα στα ως άνω πρόσωπα, δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο να υφίσταται απόκλιση ανάμεσα στα προσωπικά συμφέροντα των τελευταίων και στα συμφέροντα της εταιρίας τους.

    60

    Επομένως, η διοικητική αρχή δεν θα πρέπει, στο πλαίσιο διαδικασίας για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων εις βάρος φυσικού προσώπου, να αναγνωρίσει δεσμευτική ισχύ στις κρίσεις που διατυπώθηκαν σε απόφαση με την οποία διαπιστώθηκε η ύπαρξη της παράβασης που είχε προσαφθεί στο φυσικό αυτό πρόσωπο και η οποία κατέστη απρόσβλητη χωρίς να του έχει δοθεί η δυνατότητα να τις αμφισβητήσει ασκώντας τα ατομικά του δικαιώματα άμυνας.

    61

    Επίσης, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που προεκτέθηκε στη σκέψη 45 της παρούσας αποφάσεως, αντιβαίνει στο δικαίωμα σιωπής το να μην έχει δοθεί, σε φυσικό πρόσωπο του οποίου η προσωπική ευθύνη για παράβαση τιμωρητέα με διοικητικές κυρώσεις ποινικού χαρακτήρα μπορεί να στοιχειοθετηθεί στο πλαίσιο μεταγενέστερης σχετικής διαδικασίας, η δυνατότητα να επικαλεστεί το συγκεκριμένο δικαίωμα σε σχέση με πραγματικά στοιχεία που θα χρησιμοποιηθούν εν συνεχεία προς στήριξη της εις βάρος του κατηγορίας και θα επηρεάσουν, ως εκ τούτου, την καταδίκη ή την επιβλητέα κύρωση.

    62

    Επιπλέον, αντιβαίνει στο τεκμήριο αθωότητας το να καταλογίζεται, στο πλαίσιο διαδικασίας για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων, ευθύνη σε φυσικό πρόσωπο για την τέλεση παράβασης που διαπιστώθηκε με απόφαση εκδοθείσα κατά το πέρας διαδικασίας στην οποία το πρόσωπο αυτό δεν μετείχε ως υποκείμενο που απολαύει των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, και η οποία κατέστη απρόσβλητη χωρίς να του έχει δοθεί η δυνατότητα να την προσβάλει και χωρίς να είναι δυνατή η εκ μέρους του αμφισβήτησή της ενώπιον ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου.

    63

    Τέλος, όσον αφορά την πρόσβαση σε ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο κατά την έννοια του άρθρου 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, είναι αληθές ότι η απόφαση περί παραπομπής καθιστά σαφές ότι, στη νομολογία του εθνικού συνταγματικού δικαστηρίου, η Επιτροπή Εξαγορών χαρακτηρίζεται ως ανεξάρτητη, αμερόληπτη και συσταθείσα διά νόμου αρχή η οποία συγκεντρώνει όλα τα γνωρίσματα δικαστηρίου αρμόδιου να αποφαίνεται τόσο επί πραγματικών όσο και επί νομικών ζητημάτων, όπως απαιτεί η εν λόγω διάταξη.

    64

    Λαμβανομένων όμως υπόψη των στοιχείων της δικογραφίας που υποβλήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου και των απαντήσεων που δόθηκαν σε ερώτηση την οποία έθεσε το Δικαστήριο, και υπό την επιφύλαξη των εκτιμήσεων και των εξακριβώσεων στις οποίες οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, η Επιτροπή Εξαγορών δεν φαίνεται να περιβάλλεται από τις προαναφερθείσες στη σκέψη 52 της παρούσας αποφάσεως εγγυήσεις αμεροληψίας που προσιδιάζουν σε δικαστήριο.

    65

    Πράγματι, δυνάμει του άρθρου 33 του ÜbG, η Επιτροπή Εξαγορών είναι αρμόδια να διεξάγει έρευνες με αντικείμενο τυχόν παράλειψη της υποχρέωσης υποβολής δημόσιας προσφοράς εξαγοράς, να κινεί διαδικασίες για τη διαπίστωση παραβάσεων και την επιβολή διοικητικών κυρώσεων και, στο πλαίσιο αυτό, να αποφαίνεται ότι υφίσταται όντως παράβαση και να αποφασίζει ποια θα είναι η επιβλητέα κύρωση. Κατά την εφαρμογή του ÜbG, η Επιτροπή Εξαγορών διαθέτει εκτεταμένες αυτεπάγγελτες εξουσίες αναφορικά, μεταξύ άλλων, με τη στοιχειοθέτηση και τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών που ασκούν επιρροή για την απόφαση η οποία θα εκδοθεί, καθώς και με τη λήψη όλων των αναγκαίων προς τούτο μέτρων διεξαγωγής αποδείξεων.

    66

    Επιπλέον, από τη δικογραφία η οποία υποβλήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου δεν προκύπτει ότι υφίσταται, εντός της Επιτροπής Εξαγορών, λειτουργικός διαχωρισμός μεταξύ, αφενός, των υπηρεσιών που είναι επιφορτισμένες με την έρευνα και την απαγγελία κατηγορίας και, αφετέρου, των υπηρεσιών που είναι επιφορτισμένες με τη λήψη αποφάσεως για την ύπαρξη παράβασης και για την επιβολή κυρώσεων. Εξάλλου, φαίνεται ότι, σε περίπτωση άσκησης προσφυγής κατά των αποφάσεων με τις οποίες η Επιτροπή Εξαγορών έχει διαπιστώσει παράβαση ή έχει επιβάλει κύρωση, η τελευταία έχει την ιδιότητα της καθής ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου που έχει επιληφθεί της προσφυγής.

    67

    Όπως όμως επισήμανε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 68 και 69 των προτάσεών του, τέτοια στοιχεία, υπό την επιφύλαξη της οριστικής κρίσης για την οποία αρμόδια είναι το αιτούν δικαστήριο, δεν συνηγορούν υπέρ του συμπεράσματος ότι η Επιτροπή Εξαγορών παρεμβαίνει ως αμερόληπτος τρίτος ανάμεσα, αφενός, στον τεκμαιρόμενο αυτουργό της παράβασης και, αφετέρου, στη διοικητική αρχή που είναι επιφορτισμένη με την εποπτεία της τήρησης των κανόνων περί των δημοσίων προσφορών εξαγοράς και ότι, συνακόλουθα, η εν λόγω επιτροπή πληροί τα απαιτούμενα κριτήρια για να χαρακτηριστεί ως ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο κατά την έννοια του άρθρου 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη.

    68

    Επομένως, για να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της νομολογίας που προεκτέθηκε στη σκέψη 53 της παρούσας αποφάσεως, οι αποφάσεις της Επιτροπής Εξαγορών πρέπει να υπόκεινται σε έλεγχο εθνικού δικαστηρίου το οποίο να διαθέτει, προς τούτο, αρμοδιότητα να εξετάζει όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά ζητήματα.

    69

    Από τη δικογραφία που υποβλήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου προκύπτει συναφώς ότι απόφαση εκδοθείσα από την Επιτροπή Εξαγορών κατά το πέρας διαδικασίας για τη διαπίστωση παράβασης υπόκειται μεν σε προσφυγή ενώπιον του Oberster Gerichtshof (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Αυστρία), πλην όμως, στην περίπτωση αυτή, ο έλεγχος τον οποίο ασκεί το συγκεκριμένο δικαστήριο περιορίζεται αποκλειστικώς σε νομικά ζητήματα. Ως εκ τούτου, φαίνεται ότι μια τέτοια απόφαση, άπαξ και καταστεί απρόσβλητη, έχει δεσμευτική ισχύ στο πλαίσιο όλων των μεταγενέστερων διοικητικών και ένδικων διαδικασιών, εφόσον υφίσταται ταυτότητα υποκειμένων ή διαδίκων, αλλά και έναντι κάθε προσώπου που μετείχε στην προγενέστερη διοικητική διαδικασία ως εκπρόσωπος του υποκειμένου της διαδικασίας, υπό την προϋπόθεση ότι πρόκειται για τις ίδιες πραγματικές και νομικές καταστάσεις, χωρίς να υπήρχε προηγουμένως η δυνατότητα προσβολής της αποφάσεως αυτής ενώπιον δικαστηρίου αρμοδίου να αποφανθεί τόσο επί πραγματικών όσο και επί νομικών ζητημάτων.

    70

    Αν όμως η εξουσία του εθνικού δικαστηρίου που είναι αρμόδιο για τον έλεγχο της νομιμότητας των αποφάσεων διοικητικής αρχής επί υποθέσεων σχετικών με παραβάσεις των κανόνων περί υποχρεωτικών δημοσίων προσφορών εξαγοράς περιορίζεται μόνο στην εκτίμηση νομικών ζητημάτων, τότε δεν πληρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, οι οποίες υπενθυμίστηκαν στη σκέψη 53 της παρούσας αποφάσεως. Κατά συνέπεια, σε περίπτωση που απόφαση με την οποία διαπιστώθηκε παράβαση κατέστη απρόσβλητη χωρίς να έχει υπάρξει δυνατότητα μεταγενέστερου ελέγχου από δικαιοδοτικό όργανο αρμόδιο να αποφανθεί τόσο επί νομικών όσο και επί πραγματικών ζητημάτων, η διοικητική αρχή θα πρέπει, προκειμένου να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις που απορρέουν από την ως άνω διάταξη του Χάρτη, να μην αναγνωρίσει, στο πλαίσιο μεταγενέστερης διαδικασίας για την επιβολή κυρώσεων, δεσμευτική ισχύ στις κρίσεις οι οποίες διατυπώθηκαν με την απόφαση εκείνη.

    71

    Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 4 και 17 της οδηγίας 2004/25, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα των δικαιωμάτων άμυνας που κατοχυρώνονται στο δίκαιο της Ένωσης, ιδίως δε του δικαιώματος ακροάσεως, καθώς και των άρθρων 47 και 48 του Χάρτη, έχουν την έννοια ότι δεν επιτρέπουν πρακτική κράτους μέλους βάσει της οποίας απρόσβλητη πλέον διοικητική απόφαση με την οποία διαπιστώθηκε παράβαση της οδηγίας αυτής έχει δεσμευτική ισχύ στο πλαίσιο μεταγενέστερης διαδικασίας με αντικείμενο την επιβολή διοικητικών κυρώσεων ποινικού χαρακτήρα λόγω παράβασης των διατάξεων της οδηγίας, στον βαθμό που τα υποκείμενα της τελευταίας αυτής διαδικασίας δεν είχαν τη δυνατότητα, στη διάρκεια της προγενέστερης διαδικασίας για τη διαπίστωση της παράβασης, να ασκήσουν πλήρως τα δικαιώματα άμυνας, όπως το δικαίωμα ακροάσεως, ούτε να επικαλεστούν το δικαίωμα σιωπής ή το τεκμήριο αθωότητας σε σχέση με πραγματικά στοιχεία τα οποία θα χρησιμοποιούνταν εν συνεχεία προς στήριξη της εις βάρος τους κατηγορίας, ούτε να απολαύουν του δικαιώματος αποτελεσματικής προσφυγής κατά της ως άνω αποφάσεως ενώπιον δικαστηρίου αρμόδιου τόσο επί πραγματικών όσο και επί νομικών ζητημάτων.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    72

    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω μερών, δεν αποδίδονται.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:

     

    Τα άρθρα 4 και 17 της οδηγίας 2004/25 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με τις δημόσιες προσφορές εξαγοράς, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα των δικαιωμάτων άμυνας που κατοχυρώνονται στο δίκαιο της Ένωσης, ιδίως δε του δικαιώματος ακροάσεως, καθώς και των άρθρων 47 και 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχουν την έννοια ότι δεν επιτρέπουν πρακτική κράτους μέλους βάσει της οποίας απρόσβλητη πλέον διοικητική απόφαση με την οποία διαπιστώθηκε παράβαση της οδηγίας αυτής έχει δεσμευτική ισχύ στο πλαίσιο μεταγενέστερης διαδικασίας με αντικείμενο την επιβολή διοικητικών κυρώσεων ποινικού χαρακτήρα λόγω παράβασης των διατάξεων της οδηγίας, στον βαθμό που τα υποκείμενα της τελευταίας αυτής διαδικασίας δεν είχαν τη δυνατότητα, στη διάρκεια της προγενέστερης διαδικασίας για τη διαπίστωση της παράβασης, να ασκήσουν πλήρως τα δικαιώματα άμυνας, όπως το δικαίωμα ακροάσεως, ούτε να επικαλεστούν το δικαίωμα σιωπής ή το τεκμήριο αθωότητας σε σχέση με πραγματικά στοιχεία τα οποία θα χρησιμοποιούνταν εν συνεχεία προς στήριξη της εις βάρος τους κατηγορίας, ούτε να απολαύουν του δικαιώματος αποτελεσματικής προσφυγής κατά της ως άνω αποφάσεως ενώπιον δικαστηρίου αρμόδιου τόσο επί πραγματικών όσο και επί νομικών ζητημάτων.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

    Top