This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62018CC0742
Opinion of Advocate General Kokott delivered on 12 March 2020.
Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott της 12ης Μαρτίου 2020.
Τσεχική Δημοκρατία κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Αίτηση αναιρέσεως – Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) – Δαπάνες αποκλειόμενες από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν από την Τσεχική Δημοκρατία – Κανονισμός (ΕΚ) 555/2008 – Άρθρα 19 και 77 – Αμπελοοινικές αγορές – Κανονισμός (ΕΚ) 1122/2009 – Άρθρο 33 – Στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης – Στρεμματικές ενισχύσεις – Αποσυνδεδεμένες άμεσες ενισχύσεις – Έλεγχοι στον τομέα της πολλαπλής συμμόρφωσης – Επιτόπιοι έλεγχοι που διεξάγονται με τα κλασικά μέσα και επιτόπιοι έλεγχοι με τηλεπισκόπηση – Βάρος αποδείξεως – Εφάπαξ και κατ’ αποκοπήν διορθώσεις – Αμφιβολίες ως προς την αποτελεσματικότητα των ελέγχων – Ανάλυση κινδύνων – Ανεπάρκειες.
Υπόθεση C-742/18 P.
Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott της 12ης Μαρτίου 2020.
Τσεχική Δημοκρατία κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Αίτηση αναιρέσεως – Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) – Δαπάνες αποκλειόμενες από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν από την Τσεχική Δημοκρατία – Κανονισμός (ΕΚ) 555/2008 – Άρθρα 19 και 77 – Αμπελοοινικές αγορές – Κανονισμός (ΕΚ) 1122/2009 – Άρθρο 33 – Στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης – Στρεμματικές ενισχύσεις – Αποσυνδεδεμένες άμεσες ενισχύσεις – Έλεγχοι στον τομέα της πολλαπλής συμμόρφωσης – Επιτόπιοι έλεγχοι που διεξάγονται με τα κλασικά μέσα και επιτόπιοι έλεγχοι με τηλεπισκόπηση – Βάρος αποδείξεως – Εφάπαξ και κατ’ αποκοπήν διορθώσεις – Αμφιβολίες ως προς την αποτελεσματικότητα των ελέγχων – Ανάλυση κινδύνων – Ανεπάρκειες.
Υπόθεση C-742/18 P.
Court reports – general
ECLI identifier: ECLI:EU:C:2020:200
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
JULIANE KOKOTT
της 12ης Μαρτίου 2020 ( 1 )
Υπόθεση C‑742/18 P
Τσεχική Δημοκρατία
κατά
Ευρωπαϊκής Επιτροπής
(Έλεγχοι με τηλεπισκόπηση στο πλαίσιο του ΕΓΤΕ και του ΕΓΤΑΑ)
«Αίτηση αναιρέσεως – ΕΓΤΕ και ΕΓΤΑΑ – Δαπάνες αποκλειόμενες από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν από την Τσεχική Δημοκρατία – Κανονισμός (ΕΚ) 1122/2009 – Στρεμματικές ενισχύσεις – Επιτόπιοι έλεγχοι – Επιτόπιοι έλεγχοι με τηλεπισκόπηση – Αμφισβήτηση της καταλληλότητας και αποτελεσματικότητας των πραγματοποιηθέντων ελέγχων – Κατανομή του βάρους αποδείξεως – Κανονισμός (ΕΚ) 555/2008 – Επενδύσεις στον αμπελοοινικό τομέα – Έλεγχος εκτελέσεως – Δειγματοληψία»
I. Εισαγωγή
1. |
Λόγω της μεγάλης εκτάσεως και του σύνθετου χαρακτήρα των διαφόρων μέτρων ενισχύσεων που λαμβάνονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση στον τομέα της γεωργίας, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να ελέγχουν επιμελώς κατά πόσον τα εν λόγω μέτρα πληρούν τους όρους για τη χορήγηση των ενισχύσεων και κατά πόσον εκτελούνται κατά τον προσήκοντα τρόπο. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή μπορεί να μειώνει ή να αποκλείει πλήρως από τη χρηματοδότηση της Ένωσης δαπάνες που πραγματοποιούνται από κράτος μέλος με σκοπό τη στήριξη του γεωργικού τομέα του όχι μόνον εφόσον διαπιστώνει ότι ορισμένο μέτρο ή ορισμένο αντικείμενο ενισχύσεως δεν είναι επιλέξιμο. Τουναντίον, προκειμένου να γίνουν διορθωτικές ενέργειες αρκεί η παράλειψη του κράτους μέλους να διενεργήσει κατάλληλο και αποτελεσματικό έλεγχο σχετικά με το κατά πόσον τα μέτρα που έχει θέσει σε εφαρμογή πληρούν τους όρους για τη χορήγηση των ενισχύσεων στο σύνολό τους ( 2 ). |
2. |
Με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, η Τσεχική Δημοκρατία στρέφεται κατά αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της 13ης Σεπτεμβρίου 2018 (στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση) ( 3 ), με την οποία επικυρώθηκε ο αποκλεισμός δαπανών ορισμένου ύψους από τη χρηματοδότηση του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (στο εξής: ΕΓΤΕ) και του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (στο εξής: ΕΓΤΑΑ). Συγκεκριμένα, η διαφωνία των διαδίκων αφορά ορισμένες στρεμματικές ενισχύσεις και επιδοτούμενες επενδύσεις στον αμπελοοινικό τομέα. Με την από 20 Ιουνίου 2016 εκτελεστική απόφασή της (στο εξής: επίδικη εκτελεστική απόφαση) ( 4 ), η μόνη αιτιολογία που προέβαλε η Επιτροπή για τον αποκλεισμό των πραγματοποιηθεισών δαπανών είναι ότι οι έλεγχοι που διενήργησε η Τσεχική Δημοκρατία υπήρξαν ανεπαρκείς. |
3. |
Κεντρικό ζήτημα της παρούσας αιτήσεως αναιρέσεως αποτελεί, αφενός, ο τρόπος αξιολογήσεως της αποτελεσματικότητας των ελέγχων επί επιλέξιμων εκτάσεων. Αφετέρου, αμφισβητείται ο τρόπος με τον οποίο τα κράτη μέλη οφείλουν να ελέγχουν την πραγματοποίηση επενδύσεων στον αμπελοοινικό τομέα. |
II. Το νομικό πλαίσιο
4. |
Το σχετικό νομικό πλαίσιο αποτελείται εν προκειμένω από τον κανονισμό (ΕΚ) 73/2009 ( 5 ) και τον δυνάμει αυτού εκδοθέντα εκτελεστικό κανονισμό (ΕΚ) 1122/2009 ( 6 ). Παράλληλα, ειδικά όσον αφορά τον αμπελοοινικό τομέα, ενδιαφέρον παρουσιάζει ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΚ) 555/2008 ( 7 ), ο οποίος παραπέμπει στον κρίσιμο για το ΕΓΤΑΑ γενικό εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 65/2001 ( 8 ). |
Α. Ο κανονισμός 73/2009
5. |
Ο κανονισμός 73/2009 ρύθμιζε τα καθεστώτα άμεσης στήριξης στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής κατά τον κρίσιμο για την παρούσα υπόθεση χρόνο. Οι άμεσες ενισχύσεις μπορεί να αφορούν ορισμένες αγροτικές εκτάσεις οι οποίες κρίνονται επιλέξιμες. |
6. |
Κατά το άρθρο 20 του κανονισμού 73/2009 ( 9 ), τα κράτη μέλη επαληθεύουν την επιλεξιμότητα των εκτάσεων ως εξής: «1. Τα κράτη μέλη πραγματοποιούν διοικητικούς ελέγχους επί των αιτήσεων ενίσχυσης για την επαλήθευση των όρων επιλεξιμότητας για την ενίσχυση. 2. Οι διοικητικοί έλεγχοι συμπληρώνονται από ένα σύστημα επιτόπιων ελέγχων προκειμένου να επαληθεύεται η επιλεξιμότητα για την ενίσχυση. Προς το σκοπό αυτόν, τα κράτη μέλη καταρτίζουν πρόγραμμα δειγματοληψίας των γεωργικών εκμεταλλεύσεων. Τα κράτη μέλη μπορούν να χρησιμοποιήσουν τεχνικές τηλεανίχνευσης […] ως μέσο για την πραγματοποίηση επιτόπιων ελέγχων στα αγροτεμάχια. 3. […]» |
Β. Ο κανονισμός 1122/2009
7. |
Ο κανονισμός 1122/2009 περιείχε λεπτομερείς διατάξεις εφαρμογής του κανονισμού 73/2009 όσον αφορά το ολοκληρωμένο σύστημα διαχειρίσεως και ελέγχου, στο πλαίσιο των καθεστώτων άμεσης στήριξης για τους γεωργούς. Το άρθρο 26, παράγραφος 1, του κανονισμού 1122/2009 ( 10 ) θέσπιζε γενικές αρχές όσον αφορά τους ελέγχους: «Οι διοικητικοί και οι επιτόπιοι έλεγχοι που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό διεξάγονται κατά τρόπον ώστε να εξασφαλίζεται η αποτελεσματική εξακρίβωση της τήρησης των όρων χορήγησης των ενισχύσεων, καθώς και των απαιτήσεων και προτύπων που σχετίζονται με την πολλαπλή συμμόρφωση.» |
8. |
Όσον αφορά τους επιτόπιους ελέγχους, το άρθρο 30 του ιδίου κανονισμού ( 11 ) προέβλεπε τα ακόλουθα ποσοστά ελέγχων: «1. Ο συνολικός αριθμός των επιτόπιων ελέγχων που διενεργούνται ετησίως καλύπτει τουλάχιστον το 5 % του συνόλου των γεωργών που υποβάλλουν αίτηση στο πλαίσιο του καθεστώτος ενιαίας ενίσχυσης, του καθεστώτος ενιαίας στρεμματικής ενίσχυσης ή των στρεμματικών ενισχύσεων βάσει της ειδικής στήριξης. Τα κράτη μέλη φροντίζουν ώστε να υποβάλλεται σε επιτόπιους ελέγχους το 3 % τουλάχιστον των γεωργών που υποβάλλουν αίτηση ενίσχυσης στο πλαίσιο καθενός από τα άλλα καθεστώτα στρεμματικών ενισχύσεων που προβλέπονται στους τίτλους III, IV και V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 73/2009. […] 3. Εάν οι επιτόπιοι έλεγχοι αποκαλύψουν σημαντικές παρατυπίες στο πλαίσιο συγκεκριμένου καθεστώτος ενίσχυσης ή σε μια περιφέρεια ή τμήμα περιφέρειας, η αρμόδια αρχή αυξάνει καταλλήλως τον αριθμό των επιτόπιων ελέγχων κατά τη διάρκεια του έτους αυτού και αυξάνει καταλλήλως το ποσοστό των γεωργών που θα υποβληθούν σε επιτόπιο έλεγχο το επόμενο έτος. 4. Στις περιπτώσεις που προβλέπεται ότι ορισμένα στοιχεία ενός επιτόπιου ελέγχου μπορούν να διεξαχθούν σε δείγμα, το δείγμα αυτό πρέπει να εξασφαλίζει αξιόπιστο και αντιπροσωπευτικό επίπεδο ελέγχου. Τα κράτη μέλη καθορίζουν τα κριτήρια επιλογής του δείγματος. Εάν οι έλεγχοι στο εν λόγω δείγμα αποκαλύψουν παρατυπίες, το μέγεθος και το εύρος του δείγματος επεκτείνονται κατάλληλα.» |
9. |
Το άρθρο 31, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1122/2009 ( 12 ) όριζε τα κριτήρια επιλογής του δείγματος ελέγχου: «1. Τα δείγματα ελέγχου για τη διεξαγωγή των επιτόπιων ελέγχων δυνάμει του παρόντος κανονισμού επιλέγονται από την αρμόδια αρχή βάσει ανάλυσης κινδύνων και βάσει της αντιπροσωπευτικότητας των αιτήσεων ενίσχυσης που υποβλήθηκαν. Για την εξασφάλιση της αντιπροσωπευτικότητας, τα κράτη μέλη επιλέγουν τυχαία ποσοστό μεταξύ 20 % και 25 % του ελάχιστου αριθμού των γεωργών που πρέπει να υποβάλλονται σε επιτόπιους ελέγχους, όπως προβλέπεται στο άρθρο 30 παράγραφοι 1 και 2. […] 2. Η αποτελεσματικότητα της ανάλυσης κινδύνων αξιολογείται και αναθεωρείται σε ετήσια βάση:
|
10. |
Το άρθρο 33 του κανονισμού 1122/2009 ( 13 ) προέβλεπε τα στοιχεία των επιτόπιων ελέγχων: «Οι επιτόπιοι έλεγχοι καλύπτουν όλα τα αγροτεμάχια για τα οποία ζητείται ενίσχυση στο πλαίσιο των καθεστώτων ενισχύσεων που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 73/2009, εκτός από εκείνα που καλύπτονται από αιτήσεις ενίσχυσης για σπόρους προς σπορά σύμφωνα με το άρθρο 87 του ίδιου κανονισμού. Ωστόσο, ο πραγματικός προσδιορισμός των εκτάσεων στο πλαίσιο επιτόπιου ελέγχου μπορεί να περιορίζεται σε δείγμα που αντιστοιχεί στο 50 % τουλάχιστον των αγροτεμαχίων για τα οποία έχει υποβληθεί αίτηση στο πλαίσιο των καθεστώτων ενίσχυσης που προβλέπονται στους τίτλους ΙΙΙ, IV και V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 73/2009, υπό τον όρο ότι το δείγμα εγγυάται αξιόπιστο και αντιπροσωπευτικό επίπεδο ελέγχου, όσον αφορά τόσο την ελεγχόμενη έκταση όσο και τη ζητούμενη ενίσχυση. Εάν κατά τον έλεγχο αυτού του δείγματος διαπιστωθούν ανωμαλίες, αυξάνεται το δείγμα αγροτεμαχίων που υποβάλλονται όντως σε έλεγχο. Τα κράτη μέλη μπορούν να χρησιμοποιούν τις τεχνικές της τηλεπισκόπησης σύμφωνα με το άρθρο 35 […], όταν αυτό είναι δυνατό.» |
11. |
Το άρθρο 35 του ιδίου κανονισμού ( 14 ) περιέγραφε αναλυτικότερα τη διενέργεια επιτόπιων ελέγχων με τηλεπισκόπηση: «1. Όταν ένα κράτος μέλος χρησιμοποιεί τη δυνατότητα διεξαγωγής των επιτόπιων ελέγχων με τηλεπισκόπηση, όπως προβλέπεται στο άρθρο 33 δεύτερο εδάφιο, προβαίνει σε:
2. Οι συμπληρωματικοί έλεγχοι που αναφέρονται στο άρθρο 30 παράγραφος 3 διεξάγονται με τα κλασικά μέσα επιτόπιου ελέγχου, εάν δεν είναι πλέον δυνατόν να διενεργηθούν με τηλεπισκόπηση κατά τη διάρκεια του συγκεκριμένου έτους.» |
Γ. Ο κανονισμός 555/2008
12. |
Ο κανονισμός 555/2008 περιλαμβάνει λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 479/2008 του Συμβουλίου, για την κοινή οργάνωση της αμπελοοινικής αγοράς ( 15 ) και ιδίως όσον αφορά τους ελέγχους στον αμπελοοινικό τομέα Το άρθρο 19, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 555/2008, ρυθμίζει την οικονομική διαχείριση των μέτρων στήριξης: «Η στήριξη καταβάλλεται μόλις εξακριβωθεί ότι μια μεμονωμένη εργασία ή το σύνολο των εργασιών που καλύπτονται από την αίτηση στήριξης, σύμφωνα με την επιλογή του κράτους μέλους όσον αφορά τη διαχείριση του μέτρου, υλοποιήθηκε και ελέγχθηκε επιτόπου.» |
13. |
Το άρθρο 76 του κανονισμού 555/2008 θεσπίζει τις γενικές αρχές που διέπουν τους ελέγχους στον αμπελοοινικό τομέα: «Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων του παρόντος κανονισμού ή άλλης κοινοτικής νομοθεσίας, τα κράτη μέλη θεσπίζουν ελέγχους και μέτρα στο βαθμό που είναι αναγκαία για τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 479/2008 και του παρόντος κανονισμού, τα οποία είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά, ώστε να εξασφαλίζουν κατάλληλη προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων. Ειδικότερα, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι: […]
[…]». |
14. |
Το άρθρο 77, παράγραφοι 3 και 5, του εν λόγω κανονισμού, περιέχει πρόσθετες γενικές αρχές που διέπουν τους ελέγχους: «3. Με εξαίρεση τις περιπτώσεις στις οποίες προβλέπονται συστηματικοί επιτόπιοι έλεγχοι από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 479/2008 ή από τον παρόντα κανονισμό, οι αρμόδιες αρχές διενεργούν επιτόπιους ελέγχους μέσω δείγματος κατάλληλου ποσοστού δικαιούχων/παραγωγών βάσει ανάλυσης κινδύνου, σύμφωνα με το άρθρο 79 του παρόντος κανονισμού. […] 5. Όσον αφορά τα μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 479/2008, εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, τα άρθρα 26, 27 και 28 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1975/2006.» |
15. |
Στο άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 479/2008 ( 16 ) ορίζονται τα μέτρα που αφορούν τη «στήριξη για υλικές ή άυλες επενδύσεις σε εγκαταστάσεις επεξεργασίας, υποδομές οινοποιίας και εμπορίας οίνων». |
Δ. Ο κανονισμός 65/2011
16. |
Όσον αφορά τους ελέγχους των μέτρων που προβλέπονται στο άρθρο 15 του κανονισμού 479/2008, το άρθρο 77, παράγραφος 5, του κανονισμού 555/2008 ( 17 ) παραπέμπει στα άρθρα 26 έως 28 του κανονισμού (ΕΚ) 1975/2006 ( 18 ). |
17. |
Ο κανονισμός 1975/2006 καταργήθηκε από την 1η Ιανουαρίου 2011 με τον κανονισμό 65/2011 ( 19 ). Κατά το άρθρο 34, παράγραφος 2, του κανονισμού 65/2011, οι παραπομπές στον κανονισμό 1975/2006 νοούνται ως παραπομπές στον κανονισμό 65/2011 και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας του παραρτήματος ΙΙ του εν λόγω κανονισμού. Στα άρθρα 26 έως 28 του κανονισμού 1975/2006 αντιστοιχούν το άρθρο 4, παράγραφος 5, και τα άρθρα 24 έως 26 του κανονισμού 65/2011. |
18. |
Ρύθμιση που αφορά τους επιτόπιους ελέγχους περιέχεται και στο άρθρο 25, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 65/2011 ( 20 ): «Τα κράτη μέλη οργανώνουν επιτόπιους ελέγχους των εγκεκριμένων ενεργειών με βάση κατάλληλο δείγμα.» |
III. Το ιστορικό της διαφοράς και η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου
19. |
Στις 20 Ιουνίου 2016 η Επιτροπή εξέδωσε την επίδικη εκτελεστική απόφαση. Με την εν λόγω απόφαση το θεσμικό αυτό όργανο απέκλεισε από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης δαπάνες ορισμένου ύψους που δηλώθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του ΕΓΤΕ και του ΕΓΤΑΑ. Η απόφαση αυτή απευθύνεται, μεταξύ άλλων, στην Τσεχική Δημοκρατία. Ειδικότερα, όσον αφορά τις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν από το εν λόγω κράτος μέλος, η Επιτροπή απέκλεισε δαπάνες ύψους:
|
20. |
Με προσφυγή ασκηθείσα στις 31 Αυγούστου 2016 η Τσεχική Δημοκρατία ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο την ακύρωση της επίδικης εκτελεστικής αποφάσεως κατά το μέρος που με αυτήν αποκλείστηκαν από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης δαπάνες ύψους 30206401,58 ευρώ πραγματοποιηθείσες από την Τσεχική Δημοκρατία ( 22 ). |
21. |
Το Γενικό Δικαστήριο δέχτηκε εν μέρει την προσφυγή και ακύρωσε την επίδικη εκτελεστική απόφαση κατά το μέρος που με αυτήν αποκλείστηκαν δαπάνες συνολικού ύψους 6356909,30 ευρώ, πραγματοποιηθείσες από την Τσεχική Δημοκρατία στο πλαίσιο του ΕΓΤΕ σε σχέση με ελέγχους πολλαπλής συμμορφώσεως για το οικονομικό έτος 2011. |
22. |
Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή κατά τα λοιπά. |
IV. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου
23. |
Με δικόγραφο της 27ης Νοεμβρίου 2018 η Τσεχική Δημοκρατία άσκησε την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
|
24. |
Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο
|
25. |
Οι διάδικοι κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις και τις ανέπτυξαν προφορικώς κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 29ης Ιανουαρίου 2020. |
V. Εκτίμηση
26. |
Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως η Τσεχική Δημοκρατία προβάλλει τέσσερις λόγους. Οι δύο πρώτοι λόγοι αφορούν τον αποκλεισμό των άμεσων στρεμματικών ενισχύσεων από τη χρηματοδότηση της Ένωσης, ενώ ο τρίτος και ο τέταρτος λόγου έχουν ως αντικείμενο τον αποκλεισμό των δαπανών σχετικά με επενδύσεις στον αμπελοοινικό τομέα. |
Α. Επί του αποκλεισμού των ενιαίων στρεμματικών ενισχύσεων (πρώτος και δεύτερος λόγος αναιρέσεως)
27. |
Για την καλύτερη κατανόηση των δύο πρώτων λόγων αναιρέσεως είναι αναγκαίο να υπομνησθεί εν συντομία το ιστορικό του αποκλεισμού των συνδεόμενων με τις εκτάσεις δαπανών. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή στήριξε τον αποκλεισμό αυτό στο γεγονός ότι η Τσεχική Δημοκρατία δεν έλεγξε επαρκώς κατά πόσον οι γεωργικές εκτάσεις για οποίες ζητήθηκε ενίσχυση πληρούσαν τους όρους επιλεξιμότητας. |
28. |
Σκοπός των στρεμματικών ενισχύσεων είναι η προώθηση συγκεκριμένης γεωργικής χρήσεως της γης, το δε ύψος της ενισχύσεως εξαρτάται από το μέγεθος του αγροτεμαχίου. Ως εκ τούτου, αντικείμενο των ελέγχων που διενεργούν τα κράτη μέλη αποτελεί, αφενός, το κατά πόσον η χρήση των αγροτεμαχίων γίνεται σύμφωνα με τη δήλωση που έχει υποβληθεί από τον δικαιούχο της ενισχύσεως και, αφετέρου, η πραγματική έκταση των εν λόγω αγροτεμαχίων. Στο πλαίσιο αυτό, τυχόν αποκλίσεις από το περιεχόμενο των αιτήσεων ενισχύσεως θεωρούνται παρατυπίες. |
29. |
Συναφώς, ο κανονισμός 1122/2009 προβλέπει, πλην των διοικητικών ελέγχων, και δύο είδη επιτόπιων ελέγχων: τους επιτόπιους ελέγχους που «διεξάγονται με τα κλασικά μέσα» ( 23 ), ήτοι με φυσική επιθεώρηση του αγρού, ή τους επιτόπιους ελέγχους που διεξάγονται με τηλεπισκόπηση ( 24 ). Κατά το άρθρο 26, παράγραφος 1, του κανονισμού 1122/2009, οι εν λόγω έλεγχοι πρέπει να είναι αποτελεσματικοί, ήτοι να διεξάγονται κατά τρόπον ώστε να ελέγχεται αξιόπιστα κατά πόσον τηρούνται οι όροι χορηγήσεως των ενισχύσεων. |
30. |
Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, αν η Επιτροπή θεωρεί ότι ένα κράτος μέλος δεν διενεργεί κατάλληλους και αποτελεσματικούς ελέγχους όσον αφορά ορισμένα μέτρα στήριξης, δεν υποχρεούται να αποδείξει με εξαντλητικό τρόπο ότι οι διενεργηθέντες από το κράτος μέλος έλεγχοι είναι ανεπαρκείς ή ότι τα διαβιβασθέντα από αυτό αριθμητικά στοιχεία είναι ανακριβή. Αρκεί να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία που να θεμελιώνουν τη σοβαρή και εύλογη αμφιβολία της έναντι των συγκεκριμένων ελέγχων ή αριθμητικών στοιχείων ( 25 ). Η Επιτροπή πρέπει να τεκμηριώσει τις εύλογες αμφιβολίες της, επικαλούμενη συγκεκριμένες διαπιστώσεις. Τέτοια διαπίστωση θα μπορούσε να αποτελέσει ο ισχυρισμός ότι το κράτος μέλος προσκόμισε αντιφατικά αριθμητικά στοιχεία ( 26 ). |
31. |
Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος μπορεί εντούτοις να κλονίσει τις διαπιστώσεις της Επιτροπής αποδεικνύοντας ότι οι διαπιστώσεις αυτές είναι ανακριβείς και ότι το σύστημα ελέγχου που εφαρμόζει είναι καθ’ όλα αξιόπιστο και λειτουργικό ( 27 ). Άλλως, θεωρείται αποδεδειγμένο ότι υφίστανται σοβαρές αμφιβολίες ως προς την καταλληλότητα και την αποτελεσματικότητα του συστήματος ελέγχου και εποπτείας του κράτους μέλους ( 28 ). |
1. Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως
32. |
Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η Τσεχική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο αποφαινόμενο ότι η Επιτροπή ήγειρε εύλογες αμφιβολίες ως προς την αποτελεσματικότητα των ελέγχων των στρεμματικών ενισχύσεων. Δεύτερον, προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο επίσης όσον αφορά το ζήτημα κατά πόσον η Τσεχική Δημοκρατία μπόρεσε να άρει τις εν λόγω αμφιβολίες, κρίνοντας εν τέλει εσφαλμένως ότι οι αμφιβολίες αυτές δεν είχαν αρθεί. |
α) Επί του βασίμου του πρώτου λόγου αναιρέσεως
33. |
Το μείζον ζήτημα που τίθεται με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως αφορά το είδος των διαπιστώσεων που δύνανται να δικαιολογήσουν εύλογη αμφιβολία ως προς την αποτελεσματικότητα των ελέγχων κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται ανωτέρω ( 29 ). |
34. |
Ειδικότερα, πρέπει να εκτιμηθεί κατά πόσον το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο αποφαινόμενο, στη σκέψη 22 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητα της τηλεπισκοπήσεως γεννώνται από το γεγονός και μόνον ότι με την εν λόγω μέθοδο ελέγχου διαπιστώνεται μικρότερο ποσοστό παρατυπιών σε σχέση με το ποσοστό που διαπιστώνεται κατά τους επιτόπιους ελέγχους με τα κλασικά μέσα ( 30 ). Το ποσοστό παρατυπιών περιγράφει την αναλογία του αριθμού των παρατυπιών που διαπιστώθηκαν προς τον συνολικό αριθμό των αγροτεμαχίων που έχουν ελεγχθεί. |
35. |
Κατά την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου, αμφότερες οι μέθοδοι επιτόπιων ελέγχων που διενεργούνται βάσει δειγμάτων αντιπροσωπευτικών για την επικράτεια του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους οδηγούν σε «κατ’ αρχήν παρόμοια» αποτελέσματα ( 31 ). |
36. |
Με άλλα λόγια επομένως, το Γενικό Δικαστήριο φρονεί ότι το γεγονός και μόνον ότι η Τσεχική Δημοκρατία εξετάζει μεμονωμένα αγροτεμάχια (ήτοι δείγματα) τόσο στο πλαίσιο του κλασικού επιτόπιου ελέγχου γεωργικών εκτάσεων όσο και στο πλαίσιο ελέγχου με τηλεπισκόπηση συνεπάγεται ότι αμφότερες οι μέθοδοι ελέγχου θα έπρεπε να αποκαλύπτουν ίδιο ποσοστό παρατυπιών. |
37. |
Η πιθανότητα παρατυπιών υπολογίζεται μέσω αναλύσεως κινδύνων πριν από την επιλογή των δειγμάτων που προορίζονται για έλεγχο. Η εν λόγω ανάλυση κινδύνων υπολογίζει, βάσει διαφόρων παραγόντων κινδύνου, την πιθανότητα αποκλίσεως της πραγματικής χρήσεως ή εκτάσεως του αγροτεμαχίου από εκείνη που δηλώνεται στην αίτηση για τη χορήγηση της ενισχύσεως. Κατά την προφορική διαδικασία, ως παράγοντας κινδύνου αναφέρθηκε ιδίως η μορφολογία της περιοχής. |
38. |
Στο πλαίσιο αυτό, το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το Γενικό Δικαστήριο φαίνεται ελάχιστα πειστικό. Συγκεκριμένα, το εν λόγω συμπέρασμα θα ήταν ορθό μόνον αν τα δείγματα που λαμβάνονται υπόψη κατά τους ελέγχους με τηλεπισκόπηση και εκείνα που ελέγχονται με επιτόπια επιθεώρηση παρουσίαζαν κατά μέσο όρο την ίδια πιθανότητα παρατυπιών. |
39. |
Ωστόσο, όπως προκύπτει από τους ισχυρισμούς που προβάλλει η Τσεχική Δημοκρατία τόσο πρωτοδίκως όσο και στην υπό κρίση διαδικασία αναιρέσεως, τούτο δεν ισχύει εν προκειμένω. Σύμφωνα με τα στοιχεία που προσκόμισε το συγκεκριμένο κράτος μέλος, η πιθανότητα παρατυπιών στα δείγματα που μπορούν ευλόγως να ελεγχθούν με τηλεπισκόπηση είναι συστηματικά χαμηλότερη σε σχέση με εκείνη που παρατηρείται σε δείγματα τα οποία αναλύονται μέσω επιτόπιων ελέγχων με κλασικά μέσα. |
40. |
Ειδικότερα, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει, πρώτον, ότι όφειλε να επιλέξει τα δείγματα, ήτοι τα αγροτεμάχια που θα υποβάλλονταν σε ελέγχους με τηλεπισκόπηση, ήδη πριν από την υποβολή των αιτήσεων για το επίμαχο έτος. Κατά συνέπεια, η ανάλυση κινδύνων έπρεπε να γίνει με βάση τα δεδομένα του προηγούμενου έτους. Αντιθέτως, για τη διενέργεια επιτόπιων ελέγχων επιλέχθηκαν αιτούντες οι οποίοι υπολογίστηκε ότι συγκεντρώνουν τη μέγιστη πιθανότητα παρατυπιών, με βάση τα δεδομένα των τρεχουσών αιτήσεων. |
41. |
Δεύτερον, οι έλεγχοι με τηλεπισκόπηση συμπεριλαμβάνουν εκ φύσεως ευρύτατες περιοχές και κατά συνέπεια περισσότερα αγροτεμάχια ταυτόχρονα. Κατά την Τσεχική Δημοκρατία, εξ αυτού συνάγεται ότι οι έλεγχοι με τηλεπισκόπηση δεν μπορούν εκ φύσεως να αφορούν ορισμένα μόνον αγροτεμάχια «υψηλού κινδύνου», καθόσον καλύπτουν πάντοτε αυτομάτως και γειτονικά αγροτεμάχια τα οποία, κατά περίπτωση, παρουσιάζουν σαφώς χαμηλότερη πιθανότητα παρατυπιών. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ένα αυτομάτως χαμηλότερο ποσοστό παρατυπιών. |
42. |
Τρίτον, οι έλεγχοι με τηλεπισκόπηση χρησιμοποιούνται μόνο για τον έλεγχο περιοχών η γεωργική εκμετάλλευση των οποίων καλύπτει τουλάχιστον το 25 % της επιφάνειάς τους. Αντιθέτως, ιδίως σε περιοχές με σποραδική παρουσία εκτάσεων που χρησιμοποιούνται για γεωργική εκμετάλλευση και οι οποίες έχουν ελεγχθεί με επιτόπιες επιθεωρήσεις, η πιθανότητα παρατυπιών είναι συχνά ιδιαιτέρως υψηλή. |
43. |
Έτσι, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει εν τέλει, αφενός, ότι οι πληθυσμοί των γεωργικών εκτάσεων, ήτοι ο όγκος των αγροτεμαχίων από τα οποία μπορούν να επιλεγούν δείγματα με σκοπό να υποβληθούν στην αντίστοιχη μέθοδο ελέγχου, ενδέχεται να διαφέρουν λόγω των εγγενών διαφορών των δύο μεθόδων. Αφετέρου, υποστηρίζει ότι οι εν λόγω πληθυσμοί δεν παρουσιάζουν κατά μέσο όρο την ίδια πιθανότητα παρατυπιών. Ως εκ τούτου, η διαπίστωση διαφορετικών ποσοστών παρατυπιών δεν αρκεί από μόνη της για να δικαιολογήσει αμφιβολίες αναφορικά με την αποτελεσματικότητα των ελέγχων με τηλεπισκόπηση. |
44. |
Ωστόσο, η Επιτροπή θεωρεί ότι από το άρθρο 31, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1122/2009 προκύπτει ότι τα αποτελέσματα ελέγχων που αφορούν διαφορετικά δείγματα είναι απολύτως συγκρίσιμα. |
45. |
Κατά την εν λόγω διάταξη, η αποτελεσματικότητα της αναλύσεως κινδύνων, η οποία προηγείται της επιλογής των δειγμάτων για τη διενέργεια ελέγχου, πρέπει να εκτιμάται με σύγκριση των αποτελεσμάτων του δείγματος που επιλέγεται βάσει αναλύσεως κινδύνων και ενός περαιτέρω δείγματος, τυχαία επιλεγόμενου. Η Επιτροπή παραβλέπει εντούτοις ότι ο πληθυσμός από τον οποίο γίνεται εν προκειμένω η επιλογή, τόσο η τυχαία όσο και η βασιζόμενη στην ανάλυση κινδύνων, είναι ο ίδιος. Αυτό ακριβώς είναι όμως το ζήτημα που αμφισβητείται από την Τσεχική Δημοκρατία σε σχέση, αφενός, με τους επιτόπιους ελέγχους και, αφετέρου, με τους ελέγχους με τηλεπισκόπηση. |
46. |
Το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε τα σχετικά επιχειρήματα. Ειδικότερα, παρέλειψε να διαπιστώσει ότι ο ισχυρισμός της Τσεχικής Δημοκρατίας είναι εσφαλμένος και ότι τόσο για τους ελέγχους με τηλεπισκόπηση όσο και για τους επιτόπιους ελέγχους λαμβάνονται υπόψη τα ίδια δείγματα ή ότι τουλάχιστον ο μέσος όρος των πιθανών παρατυπιών είναι εξίσου υψηλός και στις δύο περιπτώσεις. |
47. |
Σε κάθε περίπτωση, από το γεγονός και μόνον ότι τόσο οι επιτόπιοι έλεγχοι όσο και οι έλεγχοι με τηλεπισκόπηση διεξάγονται με βάση αντιπροσωπευτικά για την έκταση του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους δείγματα το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορούσε να συναγάγει ότι οι εν λόγω έλεγχοι πρέπει να καταλήξουν σε «κατ’ αρχήν παρόμοια ποσοστά παρατυπιών». |
48. |
Κατά τα λοιπά, η τηλεπισκόπηση δεν δύναται να θεωρηθεί λιγότερο αποτελεσματική και για τον επιπλέον λόγο ότι τα δείγματα που λαμβάνονται υπόψη κατά την εν λόγω μέθοδο ελέγχου ενέχουν μικρότερη πιθανότητα παρατυπιών. |
49. |
Συγκεκριμένα, πρώτον, η αποτελεσματικότητα οποιουδήποτε συστήματος ελέγχου πρέπει να αξιολογείται συνολικά. Αγροτεμάχια τα οποία δεν μπορούν να ελεγχθούν κατά τον ενδεδειγμένο τρόπο μέσω τηλεπισκοπήσεως, λόγω για παράδειγμα της γεωγραφικής τους θέσεως, σε καμία περίπτωση δεν εκφεύγουν του ελέγχου. Αντιθέτως, για τον έλεγχό τους διενεργείται επιτόπια επιθεώρηση. Δεύτερον, από την υποχρέωση που προβλέπεται στο άρθρο 26, παράγραφος 1, του κανονισμού 1122/2009, η οποία αφορά την αποτελεσματική εξακρίβωση της τηρήσεως των όρων χορηγήσεως των ενισχύσεων, δεν προκύπτει ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να εφαρμόζουν ορισμένη μέθοδο σε ορισμένο αγροτεμάχιο, όταν κάποια άλλη μέθοδος ενδέχεται να είναι καταλληλότερη για ορισμένα αγροτεμάχια. Κατά την αξιολόγηση της καταλληλότητας, διαδραματίζουν ασφαλώς ρόλο διάφορες πρακτικές και οικονομικές πτυχές ( 32 ). |
50. |
Εν ολίγοις, από τις ανωτέρω εκτιμήσεις συνάγεται ότι, με τη σκέψη 22 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε εσφαλμένα στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή έθεσε εν αμφιβόλω την αποτελεσματικότητα των ελέγχων με τηλεπισκόπηση διαπιστώνοντας διαφορετικά ποσοστά παρατυπιών σε ελέγχους που διενεργήθηκαν με τηλεπισκόπηση και σε επιτόπιους ελέγχους που διεξήχθησαν με τα κλασικά μέσα. Συγκεκριμένα, η εν λόγω διαπίστωση δεν είναι ικανή να θέσει εν αμφιβόλω την αποτελεσματικότητα της κρίσιμης μεθόδου ελέγχου. |
51. |
Ως εκ τούτου, παρέλκει η λεπτομερέστερη εξέταση του ζητήματος κατά πόσον η Τσεχική Δημοκρατία ήρε τις αμφιβολίες αυτές. |
52. |
Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμος. |
β) Επί των συνεπειών του βασίμου του πρώτου λόγου αναιρέσεως
53. |
Κατά το άρθρο 61, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, το Δικαστήριο αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου εφόσον η αίτηση αναιρέσεως είναι βάσιμη. Εν προκειμένω, το βάσιμο του πρώτου λόγου αναιρέσεως δικαιολογεί αφ’ εαυτού την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στον βαθμό που το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή κατά το μέρος που αφορά τον αποκλεισμό ενιαίων στρεμματικών ενισχύσεων ύψους 69054,23 ευρώ. Συγκεκριμένα, πρόκειται για το ποσό κατά το οποίο μειώθηκαν οι δαπάνες λόγω των φερόμενων παρατυπιών των ελέγχων με τηλεπισκόπηση ( 33 ). |
54. |
Είναι γεγονός ότι, σε πρώτο βαθμό, η Επιτροπή προέβαλε και μία περαιτέρω ένσταση κατά της αποτελεσματικότητας των τσεχικών ελέγχων με τηλεπισκόπηση. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, ανακύπτουν αμφιβολίες ως προς την αποτελεσματικότητα και από το γεγονός ότι, κατά το έτος 2012, το ποσοστό παρατυπιών το οποίο διαπιστώθηκε μέσω ελέγχων με τηλεπισκόπηση που διενεργήθηκαν βάσει αναλύσεως κινδύνων ήταν χαμηλότερο από το ποσοστό που διαπιστώθηκε κατόπιν αντίστοιχων τυχαίων ελέγχων ( 34 ). |
55. |
Από το άρθρο 31, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1122/2009 προκύπτει ότι ένα τέτοιο αποτέλεσμα σύγκρισης απαιτεί βελτίωση της αναλύσεως κινδύνων. Εξ αυτού συνάγεται περαιτέρω ότι ένα τέτοιο αποτέλεσμα θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελεί διαπίστωση δυνάμενη να θέσει εν αμφιβόλω την αποτελεσματικότητα της αναλύσεως κινδύνων και, κατά συνέπεια, την αποτελεσματικότητα αυτών καθεαυτούς των τσεχικών ελέγχων με τηλεπισκόπηση ( 35 ). Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε εν προκειμένω τη διαπίστωσή του ότι η Επιτροπή έθεσε εν αμφιβόλω την αποτελεσματικότητα των ελέγχων με τηλεπισκόπηση. |
56. |
Είναι σαφές ότι, κατά κανόνα, το Δικαστήριο μπορεί να αντικαθιστά το σκεπτικό μιας αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, εφόσον το διατακτικό της είναι βάσιμο για άλλους νομικούς λόγους ( 36 ). Ωστόσο, στην υπό κρίση υπόθεση το Δικαστήριο παρέλειψε να αποφανθεί επί των αναγκαίων πραγματικών διαπιστώσεων όσον αφορά την εν λόγω δεύτερη ένσταση της Επιτροπής. Ειδικότερα, δεν διαπίστωσε ότι κατά το έτος 2012 υπήρξε απόκλιση και ότι η απόκλιση αυτή οφειλόταν σε αιτίες διαφορετικές από εκείνες που εξέθεσε η Επιτροπή. Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει δυνατότητα αντικατάστασης του σκεπτικού. |
2. Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως
57. |
Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως η Τσεχική Δημοκρατία προβάλλει παράβαση των άρθρων 33, 57 και 58 του κανονισμού 1122/2009. Κατά την αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο δεχόμενο ότι το δείγμα των ελεγχόμενων αγροτεμαχίων πρέπει να αυξάνεται αυτομάτως εφόσον διαπιστωθεί ότι κάποια έκταση κυμαίνεται από 0,1 έως 2 εκτάρια ή είναι κατά 3 % μικρότερη από εκείνη που δηλώνεται στην αίτηση ενισχύσεως. Περαιτέρω, η Τσεχική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο δεχόμενο ότι το κράτος μέλος δεν μπορούσε να λάβει υπόψη με την απόφασή του τις περιστάσεις κάθε μεμονωμένης περιπτώσεως. Αντιθέτως, όταν πρόκειται για αποκλίσεις που κυμαίνονται έως 2 εκτάρια ή έως 3 %, η Τσεχική Δημοκρατία αποφασίζει στην πράξη σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση αν πρέπει να διευρυνθεί το δείγμα ( 37 ). |
58. |
Συναφώς, διαπιστώνεται καταρχάς ότι κατά το άρθρο 33, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 1122/2009, στο πλαίσιο επιθεωρήσεως που διεξάγεται για τον πραγματικό προσδιορισμό των εκτάσεων πρέπει να ελεγχθεί τουλάχιστον το 50 % των δηλούμενων αγροτεμαχίων που ανήκουν στην ελεγχόμενη εκμετάλλευση. Η τρίτη περίοδος του ιδίου άρθρου προβλέπει ότι «το δείγμα αγροτεμαχίων που υποβάλλονται όντως σε έλεγχο» αυξάνεται εάν κατά τον έλεγχο αυτού του δείγματος διαπιστωθούν «ανωμαλίες». Ωστόσο, η εν λόγω διάταξη δεν προσδιορίζει κατά πόσον αρκεί μια και μόνο διαπιστωθείσα «ανωμαλία», ήτοι κάθε δήλωση εκτάσεως μεγαλύτερης από την πραγματική, για να υποχρεωθεί το κράτος μέλος να αυξήσει το δείγμα. |
59. |
Εντούτοις, σε αντίθεση προς τον ισχυρισμό της Τσεχικής Δημοκρατίας, σε καμία περίπτωση δεν δύναται να συναχθεί από τη χρήση στο άρθρο 33 του κανονισμού 1122/2009 του όρου «ανωμαλίες» στον πληθυντικό αριθμό ότι το κράτος μέλους υποχρεούται να αυξάνει το δείγμα ελέγχου μόνον σε περίπτωση σοβαρών παρατυπιών. Εν προκειμένω, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι ο όρος «ανωμαλία» θα είχε χρησιμοποιηθεί στον ενικό αριθμό αν πρόθεση του νομοθέτη ήταν να συμπεριληφθούν στον όρο αυτόν διαπιστώσεις μεμονωμένες και, εν τέλει, αμελητέας σημασίας. |
60. |
Ενδεχομένως να συντρέχουν πολλοί λόγοι που να δικαιολογούν την ύπαρξη ελάχιστου ορίου, το οποίο το Γενικό Δικαστήριο προσδιόρισε στα 0,1 εκτάρια ( 38 ). Όμως τυχόν δήλωση εκτάσεως κατά 2 εκτάρια ή κατά 3 %μεγαλύτερης από την πραγματική δεν δύναται να θεωρηθεί αμελητέα. |
61. |
Επιπλέον, το γράμμα του άρθρου 33 του κανονισμού 1122/2009 δεν αφήνει περιθώριο για ερμηνεία σύμφωνα με την οποία τα κράτη μέλη, αφού εκτιμήσουν συνολικά τις περιστάσεις κάθε μεμονωμένης περίπτωσης, είναι σε θέση να κρίνουν κατά πόσον θα αυξήσουν το δείγμα ελέγχου. Συγκεκριμένα, η αύξηση του δείγματος ελέγχου συνιστά απόφαση που εμπίπτει στη σφαίρα της ασκήσεως δέσμιας αρμοδιότητας («αυξάνεται» ( 39 )) και όχι απόφαση που λαμβάνεται κατά διακριτική ευχέρεια. |
62. |
Η νομολογία την οποία επικαλείται συναφώς η Τσεχική Δημοκρατία, και σύμφωνα με την οποία κατά τη λήψη αποφάσεως λαμβάνεται πάντοτε υπόψη το σύνολο των κρίσιμων σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση πτυχών, αφορά αποκλειστικά αποφάσεις που εκδίδονται κατόπιν εκτιμήσεως στο πλαίσιο ασκήσεως διακριτικής ευχέρειας ( 40 ). |
63. |
Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί. |
Β. Επί του αποκλεισμού των επενδύσεων στον αμπελοοινικό τομέα (τρίτος και τέταρτος λόγος αναιρέσεως)
64. |
Υπόβαθρο του τρίτου και του τέταρτου λόγου αναιρέσεως αποτελεί ένα εθνικό πρόγραμμα στήριξης που αφορά ορισμένες επενδύσεις στον αμπελοοινικό τομέα. Με την επίδικη εκτελεστική απόφαση η Επιτροπή υποστηρίζει, αφενός, ότι η Τσεχική Δημοκρατία εκταμίευσε χρήματα προτού ακόμη τεθεί σε ισχύ το πρόγραμμα στήριξης. Αφετέρου, κατά την Επιτροπή, η Τσεχική Δημοκρατία δεν έλεγξε ορθώς ούτε σε αυτό το πλαίσιο τη θέση σε εφαρμογή των επίμαχων επενδύσεων. |
1. Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως
65. |
Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά, καθόσον έκρινε ότι η επίμαχη διόρθωση σχετιζόταν αποκλειστικώς με τη χρηματοδότηση επενδύσεων που είχαν πραγματοποιηθεί πριν από την εφαρμογή του εθνικού προγράμματος στήριξης ( 41 ). Εν προκειμένω, η Τσεχική Δημοκρατία είχε προβάλει ήδη σε πρώτο βαθμό ότι η Επιτροπή απέκλεισε από τη χρηματοδότηση ακόμη και επενδύσεις για τις οποίες είχαν χορηγηθεί ενισχύσεις μετά από την εισαγωγή του εθνικού προγράμματος στήριξης, προτού όμως διενεργηθεί ο έλεγχος των επιμέρους αιτήσεων στήριξης. |
66. |
Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την εν λόγω αιτίαση με τη σκέψη 49 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως για τον λόγο ότι προβάλλεται αλυσιτελώς. Η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η διαπίστωση αυτή ενέχει πλάνη περί το δίκαιο. |
67. |
Εντούτοις, στην πραγματικότητα δεν προκύπτει παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή είχε ισχυριστεί πρωτοδίκως ότι στήριξε τη σχετική διόρθωση μόνον σε ενισχύσεις χορηγηθείσες πριν από την εισαγωγή του εθνικού προγράμματος στήριξης. |
68. |
Προς στήριξη της θέσης της ότι στην πραγματικότητα η διόρθωση αφορά και δαπάνες πραγματοποιηθείσες μετά από την εισαγωγή του προγράμματος στήριξης, προτού όμως ελεγχθούν οι επιμέρους αιτήσεις, η Τσεχική Δημοκρατία προέβαλε μόνον το γεγονός ότι είχε θέσει στη διάθεση της Επιτροπής τα αντίστοιχα έγγραφα και σε σχέση με αυτές τις δαπάνες. |
69. |
Από τα ανωτέρω δεν δύναται όμως να συναχθεί ότι η Επιτροπή προέβη σε διόρθωση και ως προς αυτές τις δαπάνες. Η Τσεχική Δημοκρατία δεν επικαλέστηκε κανένα χωρίο της επίδικης εκτελεστικής αποφάσεως που να αναφέρεται στις δαπάνες αυτές. |
70. |
Είναι όντως αληθές ότι το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει συναφώς, με τη σκέψη 43 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η διόρθωση στηρίζεται ιδίως στο ότι πρόκειται περί ενισχύσεων που χορηγήθηκαν πριν από τον έλεγχο των επιμέρους αιτήσεων στήριξης. Ωστόσο, πρόκειται συναφώς περί ενισχύσεων που σε κάθε περίπτωση καταβλήθηκαν επίσης πριν από την εισαγωγή του εθνικού προγράμματος στήριξης ( 42 ). |
71. |
Επομένως, απορρίπτοντας τη σχετική αιτίαση της Τσεχικής Δημοκρατίας, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο ούτε παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά. |
72. |
Συνεπώς, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως είναι επίσης αβάσιμος. |
2. Επί του τέταρτου λόγου αναιρέσεως
73. |
Τέλος, με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, η Τσεχική Δημοκρατία προβάλλει παράβαση του άρθρου 77, παράγραφος 5, του κανονισμού 555/2008. Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η εν λόγω διάταξη επιτρέπει στα κράτη μέλη να διενεργούν επιτόπιους ελέγχους για εγκεκριμένες επενδύσεις βάσει δειγμάτων. Παρά ταύτα, κατά την αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε εσφαλμένως ότι η Τσεχική Δημοκρατία, βάσει του άρθρου 19, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 555/2008, ήταν υποχρεωμένη να διενεργεί συστηματικούς επιτόπιους ελέγχους των επενδύσεων που πραγματοποιούνταν στον αμπελοοινικό τομέα. |
74. |
Ο παρών λόγος αναιρέσεως αφορά κατ’ ουσίαν ο ερώτημα ποια από τις δύο προαναφερόμενες διατάξεις εφαρμόζεται εν προκειμένω όσον αφορά τους ελέγχους των επενδύσεων και ποιας εκτάσεως ελέγχους –συστηματικούς ή με δειγματοληψία– επιβάλλει η επίμαχη διάταξη στα κράτη μέλη. |
75. |
Κατά το άρθρο 77, παράγραφος 3, του κανονισμού 555/2008, τα κράτη μέλη διενεργούν επιτόπιους ελέγχους στους δικαιούχους των ενισχύσεων μέσω δείγματος, «[μ]ε εξαίρεση τις περιπτώσεις στις οποίες προβλέπονται συστηματικοί επιτόπιοι έλεγχοι από […] τον παρόντα κανονισμό». Υπό αυτό το πρίσμα, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 19 του κανονισμού 555/2008 αποτελεί lex specialis σε σχέση με το άρθρο 77, συνήγαγε δε εξ αυτού την υποχρέωση διενέργειας συστηματικών επιτόπιων ελέγχων ( 43 ). |
76. |
Σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 555/2008, η στήριξη για συγκεκριμένο μέτρο αναδιάρθρωσης καταβάλλεται «μόλις εξακριβωθεί ότι μια μεμονωμένη εργασία ή το σύνολο των εργασιών που καλύπτονται από την αίτηση στήριξης, σύμφωνα με την επιλογή του κράτους μέλους όσον αφορά τη διαχείριση του μέτρου, υλοποιήθηκε και ελέγχθηκε επιτόπου». |
77. |
Συναφώς διαπιστώνεται, πρώτον, ότι το γράμμα του άρθρου 19, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 555/2008, δεν προβλέπει αναγκαστικούς συστηματικούς ελέγχους, παρά την περί του αντιθέτου εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου ( 44 ). Το άρθρο 19, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, ορίζει απλώς ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να ελέγχουν επιτόπου την υλοποίηση των μέτρων. Τούτο δεν αποκλείει τη διενέργεια επιτόπιου ελέγχου βάσει δειγμάτων. |
78. |
Δεύτερον, από τη γενική οικονομία του κανονισμού 555/2008 προκύπτει ότι οι συστηματικοί έλεγχοι επιβάλλονται ρητώς όταν τα κράτη μέλη υπέχουν σχετική υποχρέωση: έτσι, για παράδειγμα, το άρθρο 76, παράγραφος 2, του κανονισμού 555/2008, το οποίο θέτει τις γενικές αρχές που διέπουν τους ελέγχους στον αμπελοοινικό τομέα, αφήνει στα κράτη μέλη την επιλογή να διενεργούν τους ελέγχους είτε συστηματικά είτε με δειγματοληψία. Το άρθρο 77, παράγραφος 3, του κανονισμού 555/2008, προβλέπει την κατ’ εξαίρεση διενέργεια συστηματικών ελέγχων, ενώ η παράγραφος 2 του ιδίου άρθρου επιβάλλει τη συστηματική διενέργεια διοικητικών ελέγχων. Το ότι ο κανονισμός 555/2008 επιβάλλει ρητώς τη διενέργεια συστηματικών ελέγχων καταδεικνύεται επίσης από το άρθρο 78, παράγραφος 1, τρίτη περίοδος, αυτού, κατά το οποίο η περίπτωση για την οποία «προβλέπονται συστηματικοί επιτόπιοι έλεγχοι» συνιστά παρέκκλιση υπό συγκεκριμένες συνθήκες. Η ειδική διάταξη του άρθρου 12 του κανονισμού 555/2008, η οποία αφορά τον αποκαλούμενο «πρώιμο τρύγο», επίσης αποτελεί παράδειγμα ρητώς επιβαλλόμενου συστηματικού επιτόπιου ελέγχου ( 45 ). |
79. |
Τρίτον, για όλες τις άμεσες ενισχύσεις που υπάγονται στο σύστημα ελέγχου της κοινής γεωργικής πολιτικής ισχύει κατ’ αρχήν ότι τα κράτη μέλη διενεργούν τους επιτόπιους ελέγχους βάσει δειγματοληψίας ( 46 ). Διαφορετική ρύθμιση θα προκαλούσε στην πράξη δυσκολίες κατά τη διαχείριση λόγω του ύψους των ενισχύσεων και της κατανομής τους κατά μικρά τμήματα. Και από την άποψη αυτή, οι συστηματικοί επιτόπιοι έλεγχοι αποτελούν εξαίρεση. |
80. |
Ακόμη και αν από το άρθρο 19, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 555/2008, μπορούσε να συναχθεί υποχρέωση των κρατών μελών για διενέργεια συστηματικών ελέγχων των επενδύσεων, η συστηματική θέση των άρθρων 19 και 77 συνηγορούν υπέρ της άποψης που θεωρεί την τελευταία αυτή διάταξη ως lex specialis και όχι το αντίστροφο. |
81. |
Συγκεκριμένα, αφενός, η γενική διάταξη υπερισχύει κατά κανόνα της ειδικής. Αφετέρου, το άρθρο 19 περιέχεται στο Τμήμα 6 (Επενδύσεις) του Κεφαλαίου ΙΙ (Επιλέξιμα μέτρα) του Τίτλου ΙΙ (Προγράμματα στήριξης). Αντιθέτως, το άρθρο 77 βρίσκεται στον Τίτλο V, που αφορά τους ελέγχους στον αμπελοοινικό τομέα, και ειδικότερα στο Κεφάλαιο Ι (Αρχές του ελέγχου) αυτού. Τούτο συνηγορεί υπέρ της άποψης ότι το άρθρο 19 αποτελεί γενική διάταξη περί επενδύσεων, ενώ τα περί ελέγχου των επενδύσεων αυτών (και των λοιπών ενισχύσεων) διευκρινίζονται αναλυτικότερα στον Τίτλο V που αφορά τους ελέγχους στον αμπελοοινικό τομέα. Το γεγονός ότι ο Τίτλος που αφορά τους ελέγχους στον αμπελοοινικό τομέα περιλαμβάνει σε κάθε περίπτωση και τους ελέγχους των επενδύσεων προκύπτει από το άρθρο 77, παράγραφος 5, του κανονισμού. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και όσον αφορά τα μέτρα που λαμβάνονται στο πλαίσιο του άρθρου 15 του κανονισμού 479/2008. Όλα όμως αυτά τα μέτρα αποτελούν επενδύσεις ( 47 ). |
82. |
Παρά την περί του αντιθέτου διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου ( 48 ), η άποψη αυτή δεν αναιρείται ούτε από το γεγονός ότι το άρθρο 77 επιγράφεται «Γενικές αρχές». Συγκεκριμένα, η εν λόγω διάταξη όντως περιέχει γενικές αρχές που αφορούν τους ελέγχους στον αμπελοοινικό τομέα. Παράλληλα όμως, ο ίδιος Τίτλος περιλαμβάνει πλήθος άλλων διατάξεων που προσδιορίζουν τον τρόπο διενέργειας των ελέγχων ( 49 ). Ως εκ τούτου, το άρθρο 77 του κανονισμού 555/2008 νοείται ως γενικός κανόνας στο πλαίσιο των ειδικών κανόνων ελέγχου που αφορούν τον αμπελοοινικό τομέα. |
83. |
Εξάλλου, αν το άρθρο 19 του κανονισμού 555/2008 αποτελούσε lex specialis για τους ελέγχους των επενδύσεων και, ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη ήταν υποχρεωμένα να διεξάγουν συστηματικούς επιτόπιους ελέγχους των επενδύσεων, το άρθρο 77, παράγραφος 5, του κανονισμού θα αποστερούνταν του πεδίου εφαρμογής του. Συγκεκριμένα, κατά την εν λόγω διάταξη, ορισμένες ρυθμίσεις του κανονισμού 65/2011 ( 50 ) και ιδίως το άρθρο 25 αυτού εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, στις επενδύσεις. Όμως η παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω άρθρου, προβλέπει επιτόπιους ελέγχους με βάση κατάλληλο δείγμα. Η παραπομπή αυτή δεν συμβιβάζεται με την υποχρέωση διενέργειας συστηματικών ελέγχων την οποία θεσπίζει το άρθρο 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 555/2008. |
84. |
Αντιθέτως προς την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου ( 51 ), το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται ούτε για τον λόγο ότι το άρθρο 25 του κανονισμού 65/2011 διατηρεί πεδίο εφαρμογής ανεξαρτήτως της παραπομπής που περιέχει ο κανονισμός 555/2008. Όπως ορθώς επισημαίνει η Τσεχική Δημοκρατία, τούτο δεν μεταβάλλει διόλου το γεγονός ότι αν λαμβανόταν ως βάση η ερμηνεία του Γενικού Δικαστηρίου, το άρθρο 77, παράγραφος 5, του κανονισμού 555/2008, θα αποστερούνταν του πεδίου εφαρμογής της. |
85. |
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το άρθρο 19 δεν αποτελεί lex specialis σε σχέση με το άρθρο 77, παράγραφος 5, του κανονισμού 555/2008. |
86. |
Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο αποφαινόμενο ότι το άρθρο 19 του κανονισμού 555/2008 αποτελεί lex specialis σε σχέση με το άρθρο 77 και συνάγοντας εξ αυτού ότι η Τσεχική Δημοκρατία ήταν υποχρεωμένη να διεξαγάγει συστηματικούς επιτόπιους ελέγχους για τις πραγματοποιηθείσες επενδύσεις. |
87. |
Συνεπώς, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμος. |
88. |
Το βάσιμο του τέταρτου λόγου αναιρέσεως επιφέρει την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στο μέτρο που το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή κατά το μέρος που αφορά τον αποκλεισμό επενδύσεων ύψους 636516,20 ευρώ. Συγκεκριμένα, εξαιτίας της εν λόγω πλάνης περί το δίκαιο το Γενικό Δικαστήριο δεν ακύρωσε την επίδικη εκτελεστική απόφαση, στο μέτρο που με αυτήν η Επιτροπή θεώρησε ανεπαρκείς τους δειγματοληπτικούς επιτόπιους ελέγχους των επενδύσεων που πραγματοποίησε η Τσεχική Δημοκρατία στον αμπελοοινικό τομέα. |
VI. Επί της αναπομπής της υποθέσεως στο Γενικό Δικαστήριο
89. |
Κατά το άρθρο 61, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εάν αναιρεθεί η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, το Δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί οριστικώς επί της διαφοράς, εφόσον αυτή είναι ώριμη προς εκδίκαση, ή να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο για να αποφανθεί επ’ αυτής. |
90. |
Η παρούσα διαφορά δεν είναι ώριμη προς εκδίκαση. |
91. |
Όσον αφορά την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως λόγω βασίμου του πρώτου λόγου αναιρέσεως ( 52 ), τούτο προκύπτει από το γεγονός ότι για την έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της υποθέσεως απαιτούνται περαιτέρω διαπιστώσεις περί τα πραγματικά περιστατικά ( 53 ). |
92. |
Όσον αφορά την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως λόγω βασίμου του τέταρτου λόγου αναιρέσεως ( 54 ), διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή δεν στήριξε τον αποκλεισμό δαπανών ύψους 636516,20 ευρώ που αφορούσαν επενδύσεις στον αμπελοοινικό τομέα μόνο στην ανεπάρκεια των επιτόπιων ελέγχων αλλά και στο γεγονός ότι έγινε καταβολή κεφαλαίων προτού τεθεί σε ισχύ το εθνικό πρόγραμμα στήριξης ( 55 ). Στο Γενικό Δικαστήριο απόκειται να κρίνει επίσης κατά πόσον ο αποκλεισμός δαπανών ύψους 636516,20 ευρώ δικαιολογείται μόνον υπό το πρίσμα της δεύτερης από τις προαναφερθείσες πτυχές. |
93. |
Κατά συνέπεια, η διαφορά πρέπει να αναπεμφθεί στο Γενικό Δικαστήριο προκειμένου να αποφανθεί επ’ αυτής. |
VII. Επί των δικαστικών εξόδων
94. |
Καθόσον η διαφορά αναπέμπεται στο Γενικό Δικαστήριο προκειμένου αυτό να αποφανθεί επ’ αυτής, το Δικαστήριο επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα. |
VIII. Πρόταση
95. |
Κατόπιν όλων των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ως εξής:
|
( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.
( 2 ) Τούτο διότι η ανεπάρκεια αυτή συνιστά παραβίαση του ενωσιακού δικαίου δυνάμενη να δικαιολογήσει διόρθωση της χρηματοδοτήσεως, βλ. απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 2005, Ελλάδα κατά Επιτροπής (C-300/02, EU:C:2005:103, σκέψεις 32 και 33).
( 3 ) Τσεχική Δημοκρατία κατά Επιτροπής (T-627/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:538).
( 4 ) Εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2016/1059 της Επιτροπής, της 20ής Ιουνίου 2016, για τον αποκλεισμό από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) (ΕΕ 2016, L 173, σ. 59).
( 5 ) Κανονισμός του Συμβουλίου, της 19ης Ιανουαρίου 2009, σχετικά με τη θέσπιση κοινών κανόνων για τα καθεστώτα άμεσης στήριξης για τους γεωργούς στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής και τη θέσπιση ορισμένων καθεστώτων στήριξης για τους γεωργούς, για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) 1290/2005, (ΕΚ) 247/2006, (ΕΚ) 378/2007 και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 1782/2003 (ΕΕ 2009, L 30, σ. 16, στο εξής: κανονισμός 73/2009). Οι μεταγενέστερες τροποποιήσεις δεν αφορούν το άρθρο 20 που ενδιαφέρει εν προκειμένω. Ο κανονισμός 73/2009 τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 1307/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013 (ΕΕ 2013, L 347, σ. 608).
( 6 ) Κανονισμός της Επιτροπής, της 30ής Νοεμβρίου 2009, σχετικά με τη θέσπιση λεπτομερών διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 73/2009 του Συμβουλίου όσον αφορά την πολλαπλή συμμόρφωση, τη διαφοροποίηση και το ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης και ελέγχου, στο πλαίσιο των καθεστώτων άμεσης στήριξης για τους γεωργούς που προβλέπονται στον εν λόγω κανονισμό, καθώς και λεπτομερών διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 1234/2007 του Συμβουλίου όσον αφορά την πολλαπλή συμμόρφωση στο πλαίσιο του καθεστώτος στήριξης που προβλέπεται για τον αμπελοοινικό τομέα (ΕΕ 2009, L 316, σ. 65, στο εξής: κανονισμός 1122/2009). Οι μεταγενέστερες τροποποιήσεις του κανονισμού 1122/2009 δεν αφορούν τις κρίσιμες εν προκειμένω διατάξεις. Ο κανονισμός 1122/2009 καταργήθηκε με τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 640/2014 της Επιτροπής, της 11ης Μαρτίου 2014 (ΕΕ 2014, L 181, σ. 48, στο εξής: κανονισμός 640/2014).
( 7 ) Κανονισμός της Επιτροπής, της 27ης Ιουνίου 2008, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 479/2008 του Συμβουλίου, για την κοινή οργάνωση της αμπελοοινικής αγοράς όσον αφορά τα προγράμματα στήριξης, τις συναλλαγές με τρίτες χώρες, το δυναμικό παραγωγής και τους ελέγχους στον αμπελοοινικό τομέα (ΕΕ 2008, L 170, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 702/2009 της Επιτροπής, της 3ης Αυγούστου 2009 (ΕΕ 2009, L 202, σ. 5, στο εξής: κανονισμός 555/2008).
( 8 ) Κανονισμός της Επιτροπής, της 27ης Ιανουαρίου 2011, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 1698/2005 του Συμβουλίου, όσον αφορά την εφαρμογή διαδικασιών ελέγχου καθώς και την πολλαπλή συμμόρφωση σε σχέση με μέτρα στήριξης της αγροτικής ανάπτυξης (ΕΕ 2011, L 25, σ. 8, στο εξής: κανονισμός 65/2011). Οι μεταγενέστερες τροποποιήσεις δεν αφορούν τις κρίσιμες εν προκειμένω διατάξεις. Ο κανονισμός 65/2011 επίσης καταργήθηκε με τον κανονισμό 640/2014.
( 9 ) Στο εν λόγω άρθρο αντιστοιχεί πλέον το άρθρο 74 του κανονισμού (ΕΕ) 1306/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, σχετικά με τη χρηματοδότηση, τη διαχείριση και την παρακολούθηση της κοινής γεωργικής πολιτικής και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) 352/78, (ΕΚ) 165/94, (ΕΚ) 2799/98, (ΕΚ) 814/2000, (ΕΚ) 1290/2005 και (ΕΚ) 485/2008 του Συμβουλίου (ΕΕ 2013, L 347, σ. 549).
( 10 ) Βλ. νυν άρθρο 24, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 809/2014 της Επιτροπής, της 17ης Ιουλίου 2014, για τη θέσπιση κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) 1306/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όσον αφορά το ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης και ελέγχου, τα μέτρα αγροτικής ανάπτυξης και την πολλαπλή συμμόρφωση (ΕΕ 2014, L 227, σ. 69), όπως τροποποιήθηκε με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2019/1804 της Επιτροπής, της 28ης Οκτωβρίου 2019 (ΕΕ 2019, L 276, σ. 12, στο εξής: κανονισμός 809/2014).
( 11 ) Βλ. νυν άρθρο 50 του κανονισμού 809/2014.
( 12 ) Βλ. νυν άρθρο 69 του κανονισμού 809/2014.
( 13 ) Βλ. νυν άρθρο 70 του κανονισμού 809/2014.
( 14 ) Βλ. νυν άρθρο 40 του κανονισμού 809/2014.
( 15 ) Κανονισμός του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2008, για την κοινή οργάνωση της αμπελοοινικής αγοράς, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) 1493/1999, (ΕΚ) 1782/2003, (ΕΚ) 1290/2005, (ΕΚ) 3/2008 και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) 2392/86 και (ΕΚ) 1493/1999 (ΕΕ 2008, L 148, σ. 61, στο εξής: κανονισμός 479/2008). Ο κανονισμός 479/2008 τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 491/2009 του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 2009 (ΕΕ 2009, L 154, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 491/2009).
( 16 ) Στο άρθρο 15 του κανονισμού 479/2008 αντιστοιχεί πλέον το άρθρο 103κα του κανονισμού 491/2009.
( 17 ) Σημείο 14 των παρουσών προτάσεων.
( 18 ) Κανονισμός της Επιτροπής, της 7ης Δεκεμβρίου 2006, για τη θέσπιση λεπτομερών διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1698/2005 του Συμβουλίου όσον αφορά την εφαρμογή διαδικασιών ελέγχου καθώς και την πολλαπλή συμμόρφωση σε σχέση με μέτρα στήριξης της αγροτικής ανάπτυξης (ΕΕ 2006, L 368, σ. 74), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 484/2009 της Επιτροπής, της 9ης Ιουνίου 2009 (ΕΕ 2009, L 145, σ. 25, στο εξής: κανονισμός 1975/2006).
( 19 ) Άρθρο 34, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 65/2011.
( 20 ) Βλ. νυν άρθρο 50 του κανονισμού 809/2014.
( 21 ) Σκέψεις 2 και 3 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.
( 22 ) Σκέψεις 5 και 7 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.
( 23 ) Βλ. άρθρο 35, παράγραφος 2, και αιτιολογική σκέψη 48, του κανονισμού 1122/2009.
( 24 ) Άρθρο 33, παράγραφος 2, του κανονισμού 1122/2009.
( 25 ) Αποφάσεις της 24ης Φεβρουαρίου 2005, Ελλάδα κατά Επιτροπής (C-300/02, EU:C:2005:103, σκέψεις 33 και 34), και της 19ης Σεπτεμβρίου 2019, Πολωνία κατά Επιτροπής (C-358/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:763, σκέψη 42).
( 26 ) Βλ. απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 2005, Ελλάδα κατά Επιτροπής (C-300/02, EU:C:2005:103, σκέψη 39).
( 27 ) Αποφάσεις της 24ης Φεβρουαρίου 2005, Ελλάδα κατά Επιτροπής (C-300/02, EU:C:2005:103, σκέψη 35), και της 19ης Σεπτεμβρίου 2019, Πολωνία κατά Επιτροπής (C-358/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:763, σκέψη 42).
( 28 ) Απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2019, Πολωνία κατά Επιτροπής (C-358/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:763, σκέψη 42).
( 29 ) Βλ. σημείο 30 των παρουσών προτάσεων.
( 30 ) Πράγματι, όπως διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο με τη σκέψη 18 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το ποσοστό παρατυπιών που διαπιστώθηκαν στο πλαίσιο ελέγχων με τηλεπισκόπηση ανήλθε το 2012 σε 0,29 %, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό παρατυπιών που διαπιστώθηκαν μέσω κλασικών επιτόπιων ελέγχων σε 0,87 %. Το 2013 το ποσοστό παρατυπιών που διαπιστώθηκε στο πλαίσιο των ελέγχων με τηλεπισκόπηση ανήλθε σε 0,28 % έναντι ποσοστού 1,13 % των παρατυπιών που διαπιστώθηκαν στο πλαίσιο κλασικών επιτόπιων ελέγχων.
( 31 ) Σκέψη 22 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.
( 32 ) Πρβλ. απόφαση της 10ης Απριλίου 2014, Maatschap T. van Oosterom en A. van Oosterom-Boelhouwer (C-485/12, EU:C:2014:250, σκέψη 62).
( 33 ) Σκέψη 11 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.
( 34 ) Βλ. σκέψη 19 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.
( 35 ) Το Γενικό Δικαστήριο έχει εκφράσει την ίδια θέση και σε άλλες αποφάσεις του, βλ. αποφάσεις της 16ης Ιουνίου 2015, Πορτογαλία κατά Επιτροπής (T-3/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:388, σκέψη 75), και της 20ής Ιουλίου 2017, Ισπανία κατά Επιτροπής (T-143/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:534, σκέψη 38).
( 36 ) Απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2008, FIAMM κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑120/06 P και C-121/06 P, EU:C:2008:476, σκέψη 187).
( 37 ) Βλ., συναφώς, διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου στις σκέψεις 27, 29 και 39 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τις οποίες δεν αμφισβητεί η Τσεχική Δημοκρατία.
( 38 ) Βλ. σκέψεις 35, 36 και 38 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.
( 39 ) Στα γαλλικά: «est élargi», στα αγγλικά: «shall be increased», στα πολωνικά: «zwiększa się próbę», στα ισπανικά: «se aumentará la muestra», στα ολλανδικά: «wordt de steekproef […] uitgebreid».
( 40 ) Η Τσεχική Δημοκρατία επικαλείται ιδίως την απόφαση της 17ης Απριλίου 2018, B και Vomero (C-316/16 και C-424/16, EU:C:2018:256, σκέψη 70), η οποία αφορά απόφαση περί απελάσεως πολίτη της Ένωσης.
( 41 ) Σκέψη 50 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.
( 42 ) Σκέψη 48 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.
( 43 ) Σκέψη 56 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.
( 44 ) «Επιτόπιος έλεγχος πριν από κάθε καταβολή ενισχύσεως για ορισμένη επένδυση», σκέψη 56 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.
( 45 ) Βλ. σε σχέση με το άρθρο 12, την αιτιολογική σκέψη 19 του κανονισμού 555/2008.
( 46 ) Βλ. άρθρο 20, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 73/2009, ή νυν άρθρο 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 1306/2013.
( 47 ) Βλ. σημείο 15 των παρουσών προτάσεων.
( 48 ) Σκέψη 56 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.
( 49 ) Όσον αφορά, παραδείγματος χάριν, τη συνδρομή μεταξύ των αρχών ελέγχου (Κεφάλαιο II), την τράπεζα αναλυτικών δεδομένων (Κεφάλαιο III) και τη δειγματοληψία για σκοπούς ελέγχου (Κεφάλαιο IV).
( 50 ) Βλ. σημείο 14 των παρουσών προτάσεων.
( 51 ) Σκέψεις 60 και 61 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.
( 52 ) Βλ. σημείο 53 των παρουσών προτάσεων.
( 53 ) Επί του ζητήματος αυτού, βλ. σημεία 46 και 56 των παρουσών προτάσεων.
( 54 ) Βλ. σημείο 88 των παρουσών προτάσεων.
( 55 ) Βλ. σκέψεις 43 επ. της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και σημείο 64 των παρουσών προτάσεων.