Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62018CC0606

    Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott της 12ης Μαρτίου 2020.
    Nexans France SAS και Nexans SA κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
    Αίτηση αναιρέσεως – Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Ευρωπαϊκή αγορά υπόγειων και υποβρύχιων ηλεκτρικών καλωδίων – Κατανομή της αγοράς στο πλαίσιο έργων – Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 – Άρθρο 20 – Ελεγκτικές εξουσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στον τομέα των συμπράξεων – Εξουσία αντιγραφής των δεδομένων, χωρίς προηγούμενη εξέτασή τους, και εν συνεχεία εξετάσεώς τους στα γραφεία της Επιτροπής – Πρόστιμα – Πλήρης δικαιοδοσία.
    Υπόθεση C-606/18 P.

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2020:207

     ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    JULIANE KOKOTT

    της 12ης Μαρτίου 2020 ( 1 )

    Υπόθεση C‑606/18 P

    Nexans France και

    Nexans

    κατά

    Ευρωπαϊκής Επιτροπής

    «Αίτηση αναιρέσεως – Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Αγορά ηλεκτρικών καλωδίων – Κατανομή, σε σχεδόν παγκόσμιο επίπεδο, των αγορών και των πελατών υπόγειων και υποβρύχιων ηλεκτρικών καλωδίων υψηλής και υπερυψηλής τάσης – Ελεγκτικές εξουσίες της Επιτροπής σε διαδικασία που αφορά σύμπραξη – Εξουσία αντιγραφής δεδομένων, χωρίς προηγούμενη εξέτασή τους, και εν συνεχεία εξέτασής τους στα γραφεία της Επιτροπής – Καθορισμός του προστίμου – Άσκηση από το Γενικό Δικαστήριο της πλήρους δικαιοδοσίας ελέγχου του προστίμου»

    Περιεχόμενα

     

    I. Εισαγωγή

     

    II. Το νομικό πλαίσιο

     

    III. Το ιστορικό της διαφοράς

     

    Α. Τα πραγματικά περιστατικά και η διοικητική διαδικασία

     

    Β. Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

     

    IV. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

     

    V. Εκτίμηση

     

    Α. Επί των αιτιάσεων σχετικά με τις ελεγκτικές εξουσίες που διαθέτει η Επιτροπή στο πλαίσιο των διαδικασιών ελέγχου συμπράξεων (πρώτος, δεύτερος και τρίτος λόγος αναιρέσεως)

     

    1. Επί του τρόπου διενέργειας του ελέγχου στην υπό κρίση υπόθεση

     

    2. Επί της πραγματοποίησης αντιγράφων χωρίς προηγούμενη εξέταση στο πλαίσιο των ελεγκτικών εξουσιών της Επιτροπής (πρώτος λόγος αναιρέσεως)

     

    α) Επί του παραδεκτού και της λυσιτέλειας του πρώτου λόγου αναιρέσεως

     

    β) Επί του βασίμου του πρώτου λόγου αναιρέσεως

     

    3. Επί του εδαφικού περιορισμού των ελεγκτικών εξουσιών της Επιτροπής (δεύτερος και τρίτος λόγος αναιρέσεως)

     

    α) Επί της ερμηνείας του άρθρου 20, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1/2003 (δεύτερος λόγος αναιρέσεως)

     

    β) Επί του προβαλλόμενου χωρικού περιορισμού του ελέγχου από την ίδια την απόφαση περί διενέργειας ελέγχου (τρίτος λόγος αναιρέσεως)

     

    Β. Επί των αιτιάσεων σε σχέση με το πρόστιμο (τέταρτος και πέμπτος λόγος αναιρέσεως)

     

    1. Επί της άσκησης της πλήρους δικαιοδοσίας ελέγχου του προστίμου από το Γενικό Δικαστήριο (τέταρτος λόγος αναιρέσεως)

     

    2. Επί της εκτίμησης του ευρωπαϊκού μηχανισμού σύμπραξης σε σχέση με το πρόστιμο (πέμπτος λόγος αναιρέσεως)

     

    Γ. Σύνοψη

     

    VI. Επί των δικαστικών εξόδων

     

    VII. Πρόταση

    I. Εισαγωγή

    1.

    Δύναται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στο πλαίσιο ελέγχου παράβασης της νομοθεσίας για τις συμπράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 20 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 ( 2 ), να πραγματοποιήσει αντίγραφα δεδομένων, στα γραφεία επιχείρησης, χωρίς προηγουμένως να έχει εξετάσει κατά πόσον τα δεδομένα αυτά είναι σχετικά με το αντικείμενο και τον σκοπό του οικείου ελέγχου, και δύναται, εν συνεχεία, να πάρει τα εν λόγω αντίγραφα με σκοπό να εξετάσει αργότερα, στα γραφεία της στις Βρυξέλλες (Βέλγιο), κατά πόσον αυτά περιλαμβάνουν στοιχεία που είναι σχετικά με το αντικείμενο και τον σκοπό του εν λόγω ελέγχου; Τούτο αποτελεί κατά βάση το νομικό ζήτημα το οποίο καλείται να εξετάσει το Δικαστήριο στην υπό κρίση αναιρετική διαδικασία ( 3 ).

    2.

    Το ζήτημα αυτό τίθεται σε συνάρτηση με διαδικασία ελέγχου σύμπραξης στον τομέα των καλωδίων ρεύματος, στο πλαίσιο της οποίας η Επιτροπή, με απόφαση της 2ας Απριλίου 2014, επέβαλε κυρώσεις στους κορυφαίους Ευρωπαίους, Ιάπωνες και Νοτιοκορεάτες κατασκευαστές υπόγειων και υποβρύχιων ηλεκτρικών καλωδίων υψηλής και υπερυψηλής τάσης, συμπεριλαμβανομένης της Nexans France SAS και της Nexans SA, οι οποίες είναι οι αναιρεσείουσες της παρούσας δίκης (στο εξής από κοινού: Nexans ή αναιρεσείουσες), για τη συμμετοχή τους σε μια σχεδόν παγκόσμιας εμβέλειας σύμπραξη (στο εξής: επίδικη απόφαση) ( 4 ).

    3.

    Πρωτοδίκως, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της Nexans κατά της επίδικης απόφασης, με απόφαση της 12ης Ιουλίου 2018 (στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση) ( 5 ). Η Nexans προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι, εν προκειμένω, όχι μόνο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία των εξουσιών που διαθέτει η Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου, αλλά και άσκησε εσφαλμένως και ανεπαρκώς τη δική του πλήρη δικαιοδοσία ελέγχου του καθορισθέντος από την Επιτροπή προστίμου.

    4.

    Η απόφαση που θα εκδώσει το Δικαστήριο, στην παρούσα αναιρετική διαδικασία, θα έχει ιδιαίτερη σημασία για τη μελλοντική διοικητική πρακτική της Επιτροπής σε συνάρτηση με τους ελέγχους των παραβάσεων της νομοθεσίας για τις συμπράξεις.

    II. Το νομικό πλαίσιο

    5.

    Το νομικό πλαίσιο της υπό κρίση υπόθεσης καθορίζεται από το άρθρο 101 ΣΛΕΕ και τον κανονισμό 1/2003.

    6.

    Το άρθρο 20 του κανονισμού 1/2003 επιγράφεται «Εξουσίες ελέγχου της Επιτροπής» και οι παράγραφοί του 1, 2 και 4 προβλέπουν τα εξής:

    «1.   Προς εκπλήρωση των καθηκόντων που της ανατίθενται βάσει του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή δύναται να διενεργεί κάθε αναγκαίο έλεγχο σε επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων.

    2.   Οι υπάλληλοι και τα λοιπά συνοδεύοντα άτομα που έχουν εξουσιοδοτηθεί από την Επιτροπή για τη διενέργεια ελέγχου έχουν την εξουσία:

    α)

    να εισέρχονται σε κάθε χώρο, γήπεδο και μεταφορικό μέσο των επιχειρήσεων και ενώσεων επιχειρήσεων·

    β)

    να ελέγχουν τα βιβλία καθώς και κάθε άλλο έγγραφο επαγγελματικής δραστηριότητας, ανεξαρτήτως της μορφής αποθήκευσής του·

    γ)

    να λαμβάνουν ή να αποκτούν υπό οποιαδήποτε μορφή αντίγραφο ή απόσπασμα των εν λόγω βιβλίων και εγγράφων·

    δ)

    να σφραγίζουν οποιονδήποτε επαγγελματικό χώρο και βιβλία ή έγγραφα κατά την περίοδο και στο βαθμό που απαιτούνται για τον έλεγχο·

    ε)

    να ζητούν από κάθε αντιπρόσωπο ή μέλος του προσωπικού της επιχείρησης ή ένωσης επιχειρήσεων επεξηγήσεις περί των γεγονότων ή εγγράφων που σχετίζονται με το αντικείμενο και το σκοπό του ελέγχου και να καταγράφουν τις απαντήσεις.

    4.   Οι επιχειρήσεις και οι ενώσεις επιχειρήσεων οφείλουν να υποβάλλονται στους ελέγχους που η Επιτροπή έχει διατάξει με απόφασή της. Στην απόφαση προσδιορίζονται το αντικείμενο και ο σκοπός του ελέγχου, καθορίζεται η ημερομηνία έναρξής του και μνημονεύονται οι κυρώσεις που προβλέπονται από τα άρθρα 23 και 24, καθώς και το δικαίωμα να ζητηθεί η εξέταση της απόφασης από το Δικαστήριο. Η Επιτροπή εκδίδει τις σχετικές αποφάσεις κατόπιν διαβούλευσης με την αρχή ανταγωνισμού του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου πρόκειται να διενεργηθεί ο έλεγχος.»

    7.

    Το άρθρο 21 του κανονισμού 1/2003 επιγράφεται «Έλεγχος άλλων χώρων» και οι παράγραφοί του 1 και 4 ορίζουν τα εξής:

    «1.   Η Επιτροπή μπορεί με απόφασή της να διατάξει τη διενέργεια ελέγχου σε οποιοδήποτε άλλο χώρο, γήπεδο και μεταφορικό μέσο, εφόσον υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι φυλάσσονται εκεί βιβλία ή άλλα έγγραφα που συνδέονται με την επιχείρηση και το αντικείμενο του ελέγχου, τα οποία ενδέχεται να είναι σχετικά για την απόδειξη σοβαρής παράβασης του άρθρου 81 ή 82 της συνθήκης, συμπεριλαμβανομένων των κατοικιών των επιχειρηματιών, διευθυνόντων συμβούλων και λοιπών μελών του προσωπικού των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων και ενώσεων επιχειρήσεων.

    4.   Οι υπάλληλοι και τα λοιπά συνοδεύοντα άτομα που έχουν εξουσιοδοτηθεί από την Επιτροπή για τη διενέργεια ελέγχου που διατάσσεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου διαθέτουν τις εξουσίες που προβλέπονται στο άρθρο 20 παράγραφος 2 στοιχεία α), β) και γ). […]»

    III. Το ιστορικό της διαφοράς

    Α.   Τα πραγματικά περιστατικά και η διοικητική διαδικασία

    8.

    Τον Οκτώβριο του 2008 η επιχείρηση ABB κατήγγειλε στην Επιτροπή αντίθετες προς τον ανταγωνισμό πρακτικές στην αγορά των υπόγειων και υποβρύχιων ηλεκτρικών καλωδίων ( 6 ).

    9.

    Εν συνεχεία, η Επιτροπή, με την απόφαση K(2009) 92/1 της 9ης Ιανουαρίου 2009, διέταξε την υποβολή της Nexans και όλων των ελεγχόμενων από αυτήν επιχειρήσεων σε έλεγχο σύμφωνα με το άρθρο 20, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003 (στο εξής: απόφαση περί διενέργειας ελέγχου) ( 7 ). Κατόπιν τούτου, η Επιτροπή, από τις 28 Ιανουαρίου έως τις 30 Ιανουαρίου 2009, καθώς και στις 3 Φεβρουαρίου 2009, διενήργησε τον έλεγχο στα γραφεία της Nexans France ( 8 ) και, στο πλαίσιο αυτό, αντέγραψε ορισμένα δεδομένα, τα οποία δεν αξιολόγησε παρά αργότερα στις Βρυξέλλες ( 9 ).

    10.

    Με την απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2012, Nexans France και Nexans κατά Επιτροπής ( 10 ), το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε εν μέρει την απόφαση περί διενέργειας ελέγχου η οποία είχε ως αποδέκτη τη Nexans, κατά το μέρος που αφορούσε άλλα ηλεκτρικά καλώδια εκτός των υποβρύχιων και υπόγειων ηλεκτρικών καλωδίων υψηλής τάσης και των συναφών με αυτά υλικών· κατά τα λοιπά, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή. Η αίτηση αναιρέσεως την οποία άσκησε η Nexans κατά της εν λόγω απόφασης δεν ευδοκίμησε ( 11 ). Στις ανωτέρω αποφάσεις δεν εξετάστηκαν τα τιθέμενα στην παρούσα διαδικασία ζητήματα σχετικά με τη νομιμότητα των χειρισμών της Επιτροπής κατά τη διενέργεια του ελέγχου ( 12 ).

    11.

    Στις 2 Απριλίου 2014, η Επιτροπή εξέδωσε την επίδικη απόφαση. Κατά την απόφαση αυτή, οι κορυφαίοι Ευρωπαίοι, Ιάπωνες και Νοτιοκορεάτες κατασκευαστές υποβρύχιων και υπόγειων ηλεκτρικών καλωδίων συμμετείχαν, σε διαφορετικές για τον καθένα περιόδους, από τον Φεβρουάριο του 1999 έως τα τέλη Ιανουαρίου 2009, σε σύμπραξη, η οποία αφορούσε υπόγεια και/ή υποβρύχια καλώδια υψηλής και υπερυψηλής τάσης και περιλάμβανε δύο μηχανισμούς: αφενός, τον «μηχανισμό σύμπραξης A/R», στον οποίο ανήκαν οι ευρωπαϊκές, οι ιαπωνικές και οι νοτιοκορεάτικες επιχειρήσεις και ο οποίος αποσκοπούσε στην κατανομή των περιοχών και των πελατών μεταξύ των κατασκευαστών αυτών, και, αφετέρου, τον «ευρωπαϊκό μηχανισμό σύμπραξης», που προέβλεπε την κατανομή των περιοχών και των πελατών μεταξύ των Ευρωπαίων παραγωγών στην «έδρα» τους ( 13 ).

    12.

    Για τον υπολογισμό του βασικού ποσού των προστίμων, η Επιτροπή, με γνώμονα τη σοβαρότητα της παράβασης, η οποία συνίστατο στην κατανομή των αγορών, καθόρισε συντελεστή ύψους 15 % του σχετικού κύκλου εργασιών. Ομοίως, προσαύξησε κατά 2 % τον συντελεστή σοβαρότητας της παράβασης για όλους τους συμμετέχοντες, λόγω του συνολικού μεριδίου αγοράς που κατείχαν, καθώς και λόγω της παγκόσμιας σχεδόν έκτασης της σύμπραξης, η οποία κάλυπτε, μεταξύ άλλων, το σύνολο του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ). Τέλος, εκτίμησε ότι η συμπεριφορά των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων ήταν ακόμη περισσότερο επιβλαβής απ’ ό,τι η συμπεριφορά των λοιπών επιχειρήσεων, καθότι, πέραν της συμμετοχής τους στον «μηχανισμό σύμπραξης A/R», οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις προέβαιναν σε μεταξύ τους κατανομή έργων και στο πλαίσιο του «ευρωπαϊκού μηχανισμού σύμπραξης». Ως εκ τούτου αύξησε, για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, το λαμβανόμενο υπόψη λόγω της σοβαρότητας της παράβασης ποσοστό του κύκλου εργασιών κατά επιπλέον 2 % ( 14 ).

    Β.   Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

    13.

    Στις 17 Ιουνίου 2014, η Nexans άσκησε πρωτοδίκως προσφυγή ακυρώσεως κατά της επίδικης απόφασης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Στις 12 Ιουλίου 2018, το Γενικό Δικαστήριο, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, απέρριψε την προσφυγή, καταδικάζοντας τη Nexans στα δικαστικά έξοδα.

    IV. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

    14.

    Με δικόγραφο της 24ης Σεπτεμβρίου 2018, η Nexans άσκησε αίτηση αναιρέσεως κατά της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

    15.

    Η Nexans ζητεί από το Δικαστήριο:

    να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

    να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, προκειμένου αυτό να κρίνει επί της προσφυγής ακυρώσεως της επίδικης απόφασης, στο μέτρο που αφορά τη Nexans·

    να μειώσει τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν στη Nexans κατά ποσό τέτοιο που να αντιστοιχεί σε μειωμένο συντελεστή σοβαρότητας· και

    να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα της αναιρετικής διαδικασίας και της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

    16.

    Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

    να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της ως εν μέρει απαράδεκτη και, εν πάση περιπτώσει, ως αλυσιτελή («inopérant») και/ή αβάσιμη· και

    να καταδικάσει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της πρωτοβάθμιας δίκης.

    17.

    Επί της αίτησης αναιρέσεως διεξήχθησαν ενώπιον του Δικαστηρίου έγγραφη διαδικασία καθώς και η επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 16ης Οκτωβρίου 2019.

    V. Εκτίμηση

    18.

    Η Nexans προβάλλει συνολικά πέντε λόγους αναιρέσεως, εκ των οποίων οι τρεις πρώτοι αφορούν τις ελεγκτικές εξουσίες που διαθέτει η Επιτροπή στο πλαίσιο των διαδικασιών ελέγχου συμπράξεων (σχετικώς, ευθύς αμέσως, υπό Α). Οι δύο τελευταίοι λόγοι αναιρέσεως αφορούν τον καθορισμό του προστίμου (σχετικώς, εν συνεχεία, υπό Β).

    Α.   Επί των αιτιάσεων σχετικά με τις ελεγκτικές εξουσίες που διαθέτει η Επιτροπή στο πλαίσιο των διαδικασιών ελέγχου συμπράξεων (πρώτος, δεύτερος και τρίτος λόγος αναιρέσεως)

    19.

    Εξ όσων γνωρίζω, η υπό εξέταση αίτηση αναιρέσεως εγείρει για πρώτη φορά το ζήτημα αν ο κανονισμός 1/2003 παρέχει στην Επιτροπή την εξουσία, στο πλαίσιο της διενέργειας ελέγχων για παραβάσεις της νομοθεσίας για τις συμπράξεις, όχι μόνον να εξετάζει και να αποτιμά δεδομένα στο πρωτότυπο επιτόπου, στα γραφεία της εμπλεκόμενης επιχείρησης, αλλά επίσης να τα αντιγράφει και εν συνεχεία να τα εξετάζει στα γραφεία της στις Βρυξέλλες, προκειμένου να εντοπίσει έγγραφα τα οποία είναι σχετικά με το αντικείμενο και τον σκοπό του οικείου ελέγχου και τα οποία, εν συνεχεία, θα συμπεριληφθούν στον φάκελο της υπόθεσης.

    20.

    Αυτή τη μορφή είχε ο χειρισμός της Επιτροπής στην υπό κρίση υπόθεση, ο οποίος κρίθηκε νόμιμος από το Γενικό Δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Με τον πρώτο, τον δεύτερο και τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η Nexans προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε, στο πλαίσιο αυτό, σε διάφορες πλάνες περί το δίκαιο.

    21.

    Αφενός, η Nexans προβάλλει την αιτίαση ότι η Επιτροπή αντέγραψε δεδομένα χωρίς να έχει προηγουμένως εξετάσει τη σημασία τους για το αντικείμενο και τον σκοπό του ελέγχου (πρώτος λόγος αναιρέσεως). Αφετέρου, η Nexans είναι της άποψης ότι, ελλείψει ερείσματος στον νόμο, η Επιτροπή δεν είχε την εξουσία να συνεχίσει τον έλεγχο στις Βρυξέλλες, εκτός των γραφείων της επιχείρησης (δεύτερος λόγος αναιρέσεως). Επιπλέον, κατά τη Nexans, ο εν λόγω χειρισμός δεν καλυπτόταν καν από την απόφαση περί διενέργειας ελέγχου (τρίτος λόγος αναιρέσεως).

    22.

    Πριν από τη διερεύνηση των ανωτέρω λόγων αναιρέσεως, είναι σκόπιμο να περιγράψω, κατ’ αρχάς, εν συντομία, με ποιον ακριβώς τρόπο εκτυλίχθηκαν, στην υπό κρίση υπόθεση, ο έλεγχος της Επιτροπής και η εν συνεχεία εξέταση των αντιγραφέντων στο πλαίσιο του ελέγχου αυτού δεδομένων.

    1. Επί του τρόπου διενέργειας του ελέγχου στην υπό κρίση υπόθεση

    23.

    Με βάση τα εκτιθέμενα στις σκέψεις 42 έως 47 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης συμπεράσματα του Γενικού Δικαστηρίου επί των πραγματικών περιστατικών ( 15 ), τα οποία δεν αμφισβητεί η Nexans στην παρούσα αναιρετική διαδικασία, ο έλεγχος τον οποίο διενήργησε η Επιτροπή από Τετάρτη, 28 Ιανουαρίου, μέχρι Παρασκευή, 30 Ιανουαρίου, καθώς και την Τρίτη, 3 Φεβρουαρίου 2009, στα γραφεία της Nexans France, καθώς και η εν συνεχεία εξέταση των αντιγραφέντων στο πλαίσιο του εν λόγω ελέγχου δεδομένων στα γραφεία της Επιτροπής στις Βρυξέλλες, εκτυλίχθηκαν ως εξής:

    24.

    Όταν οι ελεγκτές αφίχθησαν στα γραφεία της Nexans, ζήτησαν να τους επιτραπεί να εξετάσουν τα έγγραφα και τους υπολογιστές ορισμένων εργαζομένων, ήτοι του R., του B. και J. Ο J. απουσίαζε όμως με άδεια. Με τη χρήση τεχνικών ψηφιακής εγκληματολογίας, η Επιτροπή έλαβε ακριβή αντίγραφα των σκληρών δίσκων των υπολογιστών των R., B. και D., στην αίθουσα συσκέψεων που της είχε διατεθεί, προκειμένου να καταστεί δυνατή η αναζήτηση λέξεων-κλειδιών κατόπιν ευρετηρίασης. Η ευρετηρίαση ολοκληρώθηκε τη δεύτερη μέρα. Στο τέλος της πρώτης ημέρας του ελέγχου, η Επιτροπή σφράγισε το γραφείο του J. και την αίθουσα συσκέψεων. Κατά τη δεύτερη ημέρα του ελέγχου, η Επιτροπή εξακολούθησε την αναζήτηση πληροφοριών στα εν λόγω αντίγραφα. Στο τέλος της ημέρας, η αίθουσα συσκέψεων που είχε διατεθεί στην Επιτροπή σφραγίστηκε εκ νέου.

    25.

    Η πρόσβαση στον υπολογιστή του J. κατέστη δυνατή μόλις κατά την τρίτη ημέρα του ελέγχου, την Παρασκευή, 30 Ιανουαρίου 2009, μετά την επιστροφή του από την άδειά του. Αρχικώς δεν δημιουργήθηκε ακριβές αντίγραφο του περιεχομένου του εν λόγω υπολογιστή. Πλην όμως, με τη χρήση τεχνικών ψηφιακής εγκληματολογίας, κατέστη δυνατόν να εξεταστούν αρχεία, έγγραφα και ηλεκτρονικές επιστολές που είχαν διαγραφεί από τον σκληρό δίσκο του υπολογιστή και να διαπιστωθεί ότι τα στοιχεία αυτά ήταν κρίσιμα για την έρευνα. Οι ελεγκτές αποφάσισαν να λάβουν ακριβές αντίγραφο και αυτού του σκληρού δίσκου, αλλά, κατά το εν λόγω χρονικό στάδιο της έρευνας, δεν είχαν πλέον στη διάθεσή τους επαρκή χρόνο για να δημιουργήσουν το αντίγραφο. Ως εκ τούτου, αντέγραψαν επιλεγμένα δεδομένα σε ψηφιακά μέσα καταχώρισης δεδομένων, τα οποία εν συνεχεία τοποθετήθηκαν σε φακέλους, σφραγίστηκαν και μεταφέρθηκαν στις Βρυξέλλες. Ο υπολογιστής του J., καθώς και ένα ψηφιακό μέσο καταχώρισης δεδομένων που βρέθηκε στο γραφείο του, τοποθετήθηκαν σε ερμάριο, στα γραφεία της Nexans France, το οποίο σφραγίστηκε. Εν συνεχεία, το περιεχόμενο των σκληρών δίσκων των χρησιμοποιηθέντων για τις έρευνες υπολογιστών της Επιτροπής διεγράφη, με αποτέλεσμα οι εν λόγω σκληροί δίσκοι να μην περιέχουν πλέον κανένα από τα αρχεία που χρησιμοποιήθηκαν κατά τον έλεγχο.

    26.

    Την Τρίτη, 3 Φεβρουαρίου 2009, οι εκπρόσωποι της Επιτροπής επανήλθαν στα γραφεία της Nexans France άνοιξαν το σφραγισμένο ερμάριο και έλαβαν ακριβή αντίγραφα του σκληρού δίσκου του υπολογιστή του J., τα οποία εν συνεχεία μετέφεραν, μέσα σε σφραγισμένους φακέλους, στις Βρυξέλλες.

    27.

    Κατόπιν τούτου, στις 2 Μαρτίου 2009, η Επιτροπή άνοιξε τους σφραγισμένους φακέλους στα γραφεία της στις Βρυξέλλες, παρουσία των δικηγόρων της Nexans. Η Επιτροπή εξέτασε τα ψηφιακά μέσα καταχώρισης δεδομένων που περιέχονταν στους φακέλους επί οκτώ εργάσιμες ημέρες, μέχρι και τις 11 Μαρτίου 2009. Ο χώρος διεξαγωγής της εξέτασης αποσφραγιζόταν καθημερινά πριν από την έναρξη της εξέτασης και σφραγιζόταν εκ νέου μετά τη λήξη της. Παραλλήλως, οι δικηγόροι της Nexans ήταν μονίμως παρόντες. Τα έγγραφα που περιέχονταν στα ψηφιακά μέσα καταχώρισης δεδομένων εξετάστηκαν και οι ελεγκτές εκτύπωσαν τα έγγραφα εκείνα τα οποία έκριναν ως σημαντικά για την έρευνα. Στους δικηγόρους της Nexans παραδόθηκε δεύτερο εκτυπωμένο αντίγραφο των εγγράφων αυτών, καθώς και κατάλογός τους. Μετά το πέρας των εν λόγω εργασιών, το περιεχόμενο των σκληρών δίσκων των υπολογιστών στους οποίους είχαν εργαστεί οι ελεγκτές της Επιτροπής διεγράφη.

    28.

    Στο πλαίσιο της παρούσας αναιρετικής διαδικασίας, οι αναιρεσείουσες αναγνωρίζουν ότι η Επιτροπή δεν περιέλαβε στον φάκελο της υπόθεσης δεδομένα ή έγγραφα χωρίς προηγούμενη εξέταση. Επίσης, οι αναιρεσείουσες δεν προβάλλουν αιτίαση περί προσβολής των δικαιωμάτων τους άμυνας ούτε αμφισβητούν το γεγονός ότι, κατά την εξέταση, στα γραφεία της Επιτροπής στις Βρυξέλλες, των αντιγραφέντων στα γραφεία της Nexans δεδομένων, τηρήθηκαν οι ίδιες διαδικαστικές εγγυήσεις (επί παραδείγματι, όσον αφορά τη σφράγιση όλων των εξετασθέντων αντικειμένων και την παρουσία δικηγόρων), όπως σε περίπτωση που η εξέταση είχε διεξαχθεί στα δικά της γραφεία. Ωστόσο, οι αναιρεσείουσες θεωρούν ότι οι ενέργειες της Επιτροπής δεν εμπίπτουν στις εξουσίες που απονέμει στο όργανο αυτό ο κανονισμός 1/2003. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή ενήργησε καθ’ υπέρβασιν εξουσίας, χωρίς να ασκεί επιρροή το γεγονός ότι δεν υπήρξε συγκεκριμένη προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας.

    2. Επί της πραγματοποίησης αντιγράφων χωρίς προηγούμενη εξέταση στο πλαίσιο των ελεγκτικών εξουσιών της Επιτροπής (πρώτος λόγος αναιρέσεως)

    29.

    Κατ’ ουσίαν, οι τρεις πρώτοι λόγοι αναιρέσεως της Nexans αφορούν άπαντες το ζήτημα αν η Επιτροπή δύναται, στο πλαίσιο του ελέγχου, να δημιουργεί αντίγραφα σκληρών δίσκων χωρίς να τους έχει προηγουμένως εξετάσει και χωρίς να έχει επιλέξει μόνο τα κρίσιμα για την έρευνα δεδομένα, και αν δύναται, εν συνεχεία, να μεταφέρει τα αντίγραφα αυτά στα δικά της γραφεία στις Βρυξέλλες και να τα εξετάζει εκεί. Με τον πρώτο της λόγο αναιρέσεως, η Nexans αμφισβητεί κατ’ αρχάς ειδικότερα την εξουσία της Επιτροπής να δημιουργεί αντίγραφα δεδομένων χωρίς να έχει εξετάσει προηγουμένως τη σημασία τους για την οικεία έρευνα.

    30.

    Στο πλαίσιο αυτό, προβάλλει απολύτως εύλογο να εξεταστούν χωριστά οι διαδικασίες, αφενός, της αντιγραφής δεδομένων χωρίς προηγούμενη εξέταση και, αφετέρου, της εν συνεχεία εξέτασης των αντιγράφων αυτών στα γραφεία της Επιτροπής, μολονότι δεν χωρεί αμφιβολία ότι οι εν λόγω διαδικασίες συνδέονται στενά μεταξύ τους. Τούτο διότι ουδόλως αποκλείεται η Επιτροπή να αντιγράψει δεδομένα, χωρίς προηγουμένως να τα έχει εξετάσει, προκειμένου εν συνεχεία να τα εξετάσει επί τόπου. Εξάλλου, αυτός ήταν εν μέρει ο χειρισμός της Επιτροπής και στην υπό κρίση υπόθεση ( 16 ). Η εν λόγω πρακτική παρέχει, ειδικότερα, τη δυνατότητα αποδέσμευσης θέσεων και εξοπλισμού εργασίας κατά τη διάρκεια ενός υπό εξέλιξη ελέγχου.

    31.

    Ωστόσο, πριν εξεταστεί το βάσιμο του πρώτου λόγου αναιρέσεως, πρέπει να εξεταστούν, κατ’ αρχάς, τρεις ενστάσεις της Επιτροπής όσον αφορά το παραδεκτό και τη λυσιτέλεια του λόγου αυτού.

    α) Επί του παραδεκτού και της λυσιτέλειας του πρώτου λόγου αναιρέσεως

    32.

    Κατ’ αρχάς, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι, κατά την Επιτροπή, απαράδεκτος, δεδομένου ότι αποβλέπει απλώς στην επανεξέταση της ασκηθείσας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγής.

    33.

    Ωστόσο, η ένσταση αυτή δεν είναι πειστική, καθότι, αν ο αναιρεσείων αμφισβητεί την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου ερμηνεία ή εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, τα νομικά ζητήματα που εξετάστηκαν πρωτοδίκως μπορούν να αποτελέσουν εκ νέου αντικείμενο συζήτησης κατά την αναιρετική διαδικασία ( 17 ).

    34.

    Εν προκειμένω, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, καθόσον εγείρει το ζήτημα κατά πόσον η Επιτροπή δύναται να δημιουργεί αντίγραφα σκληρών δίσκων τους οποίους δεν έχει προηγουμένως εξετάσει, αφορά την έκταση των εξουσιών του εν λόγω θεσμικού οργάνου βάσει του άρθρου 20, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, ήτοι αφορά ένα νομικό ζήτημα. Κατά συνέπεια, οι αναιρεσείουσες είναι υποχρεωμένες να επαναλάβουν τους σχετικούς πρωτοδίκως προβληθέντες ισχυρισμούς τους και να στηριχθούν στα επιχειρήματα που έχουν ήδη προβάλει με τους ισχυρισμούς αυτούς, προκειμένου να εξασφαλίσουν απάντηση του Δικαστηρίου στο εν λόγω ερμηνευτικό ζήτημα.

    35.

    Εν συνεχεία, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, με την υπό εξέταση αίτηση αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν για πρώτη φορά την αιτίαση περί παραβίασης του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρου και εντολέα.

    36.

    Ούτε η ένσταση αυτή μπορεί να γίνει δεκτή.

    37.

    Ασφαλώς, βάσει του άρθρου 127, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 190 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών στην αναιρετική διαδικασία. Οι διατάξεις όμως αυτές απλώς εμποδίζουν να διευρυνθεί το αντικείμενο της διαφοράς καθ’ υπέρβασιν των ισχυρισμών που προβλήθηκαν και εξετάστηκαν πρωτοδίκως ( 18 ). Κατά συνέπεια, ένας ισχυρισμός είναι παραδεκτός εφόσον αποτελεί απλώς περαιτέρω ανάπτυξη επιχειρήματος που έχει ήδη προβληθεί στο εισαγωγικό δικόγραφο που κατατέθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ( 19 ).

    38.

    Στην υπό κρίση υπόθεση, το επιχείρημα ότι η αντιγραφή εγγράφων χωρίς προηγούμενη εξέταση μπορεί να συνιστά παραβίαση του δικηγορικού απορρήτου, διότι στο πλαίσιο αυτό είναι δυνατόν να αντιγραφούν επίσης έγγραφα τα οποία προστατεύονται από το εν λόγω απόρρητο, συναρτάται τόσο στενά με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως ώστε να μη συνιστά νέο ισχυρισμό. Αντιθέτως, η επιχειρηματολογία αυτή συμπληρώνει τις αντιρρήσεις κατά της πρακτικής της αντιγραφής δεδομένων χωρίς προηγούμενη εξέταση, προσθέτοντας τις συνέπειες που μπορεί να έχει η εν λόγω πρακτική.

    39.

    Τέλος, η Επιτροπή έχει την άποψη ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι αλυσιτελής («inopérant»), καθότι οι αναιρεσείουσες δεν αμφισβητούν τις διαπιστώσεις στις οποίες προέβη το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 52 έως 59 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Συγκεκριμένα, κατά τις διαπιστώσεις αυτές, η αντιγραφή δεδομένων αποτελεί απλώς ένα τεχνικώς αναγκαίο ενδιάμεσο στάδιο για την ευρετηρίαση των δεδομένων αυτών και, εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή ούτως ή άλλως δεν συμπεριέλαβε στον φάκελο της έρευνας κανένα έγγραφο χωρίς προηγούμενη εξέταση της σημασίας του για το αντικείμενο του ελέγχου. Συνεπώς, κατά την άποψη της Επιτροπής, ακόμη και αν κριθεί ότι η προηγηθείσα αντιγραφή ήταν παράνομη, τούτο δεν θα έχει ως συνέπεια την απαγόρευση αξιοποίησης των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων.

    40.

    Η ανωτέρω αιτίαση πρέπει επίσης να απορριφθεί.

    41.

    Πράγματι, αφενός, το ζήτημα αν η αίτηση αναιρέσεως είναι, στο σύνολό της ή εν μέρει, αλυσιτελής (ήτοι «inopérant») αφορά το βάσιμο του εν λόγω ενδίκου μέσου και δεν μπορεί, επομένως, να εξεταστεί ανεξάρτητα από το ζήτημα της βασιμότητας των επιμέρους αιτιάσεων που προβάλλονται με την αίτηση αναιρέσεως ( 20 ).

    42.

    Αφετέρου, η κρίση ότι η Επιτροπή δεν είχε την εξουσία να αντιγράψει δεδομένα χωρίς προηγούμενη εξέταση μπορεί σαφώς να επηρεάσει το κύρος τόσο της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης όσο και της επίδικης απόφασης. Τούτο διότι, ακόμη και αν, κατά το πέρας της διαδικασίας, η Επιτροπή περιέλαβε στον φάκελο της έρευνας μόνο εξετασθέντα έγγραφα, τούτο δεν αναιρεί το γεγονός ότι μόνο μέσω της πλήρους αντιγραφής των σκληρών δίσκων κατέστη δυνατόν να μεταφερθούν τα αντίγραφα στις Βρυξέλλες και να εντοπιστούν εκεί τα κρίσιμα αποδεικτικά στοιχεία. Σε περίπτωση που θεωρηθεί ότι η αρχική αντιγραφή δεν ενέπιπτε στις εξουσίες της Επιτροπής, τούτο θα έχει ως αναπόφευκτη συνέπεια να τεθεί ζήτημα περί δυνατότητας αξιοποίησης του αποδεικτικού υλικού στο οποίο στηρίζεται η επίδικη απόφαση.

    43.

    Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι παραδεκτός και μπορεί σαφώς, εφόσον αποδειχθεί βάσιμος, να έχει ως πιθανό αποτέλεσμα την αναίρεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, καθώς και την ακύρωση της επίδικης απόφασης.

    β) Επί του βασίμου του πρώτου λόγου αναιρέσεως

    44.

    Η κύρια αιτίαση της Nexans στο πλαίσιο του πρώτου λόγου αναιρέσεως στηρίζεται στο ότι τόσο από το γράμμα όσο και από την οικονομία του άρθρου 20, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 συνάγεται μια υποχρεωτική αλληλουχία των ενεργειών που πρέπει να πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια των ελέγχων. Στο πλαίσιο της αλληλουχίας αυτής, πρέπει, σε πρώτη φάση, όλα τα υποβαλλόμενα σε έλεγχο, στα γραφεία επιχείρησης, δεδομένα και έγγραφα να εξετάζονται κατ’ αρχάς προκειμένου να εξακριβωθεί η σπουδαιότητά τους για την οικεία έρευνα και μόνον εν συνεχεία, σε δεύτερη φάση, μπορούν να λαμβάνονται αντίγραφα αποκλειστικά από τα δεδομένα και τα έγγραφα που κρίθηκαν ως σημαντικά και που πρέπει, ως εκ τούτου, να συμπεριληφθούν στον φάκελο της υπόθεσης.

    45.

    Στις σκέψεις 52 έως 59 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το ανωτέρω επιχείρημα κατ’ ουσίαν με το σκεπτικό ότι από το άρθρο 20, παράγραφος 2, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού 1/2003 δεν συνάγεται ότι η εξουσία της Επιτροπής να δημιουργεί αντίγραφα των βιβλίων και των επαγγελματικών εγγράφων εξεταζόμενης επιχείρησης περιορίζεται στα ήδη ελεγχθέντα από την Επιτροπή βιβλία και επαγγελματικά έγγραφα. Αντιθέτως, η δημιουργία αντιγράφων χωρίς προηγούμενη εξέταση εμπίπτει στις εξουσίες που απονέμονται με το άρθρο 20, παράγραφος 2, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού 1/2003, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω αντίγραφα δημιουργούνται για τους σκοπούς της διεξαγωγής της έρευνας, ιδίως για τον σκοπό της ευρετηρίασης δεδομένων με τη χρήση τεχνολογίας πληροφοριών, και ότι τελικά δεν συμπεριλαμβάνονται στον φάκελο της έρευνας έγγραφα τα οποία δεν έχουν προηγουμένως εξεταστεί όσον αφορά τη σημασία τους για το αντικείμενο του οικείου ελέγχου.

    46.

    Δεν προκύπτει ότι οι ανωτέρω εκτιμήσεις πάσχουν πλάνη περί το δίκαιο.

    47.

    Κατ’ αρχάς, διαπιστώνεται ότι το επιχείρημα της Nexans όσον αφορά το γράμμα του άρθρου 20, παράγραφος 2, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού 1/2003 μπορεί μεν να προβάλλει πειστικό όσον αφορά την απόδοση του εν λόγω κανονισμού στη γλώσσα διαδικασίας της υπό εξέταση αίτησης αναιρέσεως, ήτοι στην αγγλική, καθώς και όσον αφορά ορισμένες άλλες γλωσσικές αποδόσεις, ωστόσο, εν τέλει, κατόπιν συνολικής εξέτασης όλων των γλωσσικών αποδόσεων του κανονισμού 1/2003, δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

    48.

    Συγκεκριμένα, η Nexans υποστηρίζει ότι από τη χρήση των όρων «εν λόγω βιβλί[α] και [έγγραφα]» στις οικείες γλωσσικές αποδόσεις του άρθρου 20, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1/2003 συνάγεται ότι η εκεί ρυθμιζόμενη εξουσία δημιουργίας αντιγράφων αφορά μόνο τα μνημονευόμενα στο στοιχείο βʹ της ίδιας παραγράφου και ήδη ελεγχθέντα βάσει του εν λόγω στοιχείου βʹ βιβλία και επιχειρηματικά έγγραφα.

    49.

    Η Επιτροπή αντιτείνει ότι η χρήση των όρων «εν λόγω βιβλί[α] και [έγγραφα]» στις οικείες γλωσσικές αποδόσεις του άρθρου 20, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1/2003 εξηγείται, αντιθέτως, από το γεγονός ότι οι όροι αυτοί παραπέμπουν στα μνημονευόμενα στο στοιχείο βʹ της ίδιας παραγράφου «βιβλία καθώς και κάθε άλλο έγγραφο επαγγελματικής δραστηριότητας».

    50.

    Ωστόσο, από μια προσεκτικότερη εξέταση προκύπτει ότι τόσο η πρώτη όσο και η δεύτερη επιχειρηματολογία βρίσκουν αντιστοίχως έρεισμα μόνο σε ορισμένες αλλά όχι σε όλες τις γλωσσικές αποδόσεις του άρθρου 20, παράγραφος 2, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού 1/2003 και ότι από τη συνολική εξέταση όλων των ως άνω γλωσσικών αποδόσεων προκύπτει μια μάλλον ασαφής εικόνα όσον αφορά το σε τι αναφέρεται η διάταξη αυτή. Τούτο διότι, αφενός, οι περισσότερες ( 21 ) αλλά όχι όλες ( 22 ) οι γλωσσικές αποδόσεις του άρθρου 20, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, παραπέμπουν, με τη χρήση του όρου «εν λόγω» ή παρόμοιων όρων, στο προηγούμενο στοιχείο βʹ της ίδιας παραγράφου και, αφετέρου, σε ορισμένες γλωσσικές αποδόσεις του στοιχείου γʹ απλώς επαναλαμβάνεται ο χρησιμοποιηθείς στο προηγούμενο στοιχείο βʹ όρος «έγγραφα επαγγελματικής δραστηριότητας» ( 23 ).

    51.

    Η ερμηνεία κατά την οποία, βάσει του άρθρου 20, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1/2003, επιτρέπεται η αντιγραφή μόνο εγγράφων που έχουν προηγουμένως εξεταστεί σύμφωνα με το στοιχείο βʹ της ίδιας παραγράφου ερείδεται ρητώς, εξ όσων γνωρίζω, μόνο στο γράμμα της απόδοσης του άρθρου 20, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, στην πορτογαλική γλώσσα, καθότι εκεί γίνεται λόγος περί «ελεγχθέντων εγγράφων» ( 24 ). Ωστόσο, λαμβανομένου υπόψη ότι όλες οι άλλες γλωσσικές αποδόσεις είναι ασαφείς ως προς το σημείο αυτό, η βούληση του νομοθέτη που θέσπισε την εν λόγω διάταξη δεν είναι δυνατόν να συναχθεί από τη διατύπωση της πορτογαλικής απόδοσης και μόνο ( 25 ).

    52.

    Αντιθέτως, υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, συμπεραίνεται ότι απλώς και μόνον από αυτό καθεαυτό το γράμμα του άρθρου 20, παράγραφος 2, στοιχεία βʹ και γʹ, δεν προκύπτει αν η ρυθμιζόμενη στο στοιχείο γʹ εξουσία δημιουργίας αντιγράφων αφορά μόνο τα ήδη εξετασθέντα σύμφωνα με το στοιχείο βʹ έγγραφα. Κατά συνέπεια, για την εύρεση της σχετικής βούλησης του νομοθέτη που θέσπισε την εν λόγω διάταξη πρέπει να ληφθούν υπόψη η γενική οικονομία και το πλαίσιο της ρύθμισης στην οποία εντάσσεται η εν λόγω διάταξη, καθώς και οι επιδιωκόμενοι από τη ρύθμιση αυτή σκοποί ( 26 ).

    53.

    Συναφώς, επισημαίνεται, αφενός, κατ’ αρχάς, ότι η Επιτροπή διαθέτει τις προβλεπόμενες στον κανονισμό 1/2003 ελεγκτικές εξουσίες προς διευκόλυνση της εκ μέρους της εκπλήρωσης της αποστολής της, η οποία συνίσταται στην προστασία της κοινής αγοράς από νοθεύσεις του ανταγωνισμού και στην επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση παραβάσεων των υφιστάμενων εντός της εν λόγω αγοράς κανόνων ανταγωνισμού ( 27 ).

    54.

    Αφετέρου όμως πρέπει να υπομνησθεί ότι, μολονότι, στο πεδίο της νομοθεσίας για τις συμπράξεις, η αντιδικία αρχίζει μόνο μετά την ανακοίνωση των αιτιάσεων, ωστόσο το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ρητώς ότι τα δικαιώματα άμυνας των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων πρέπει να προστατεύονται ήδη κατά το στάδιο της διαδικασίας προκαταρκτικής έρευνας. Όπως ορθώς επισήμανε και το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 80 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, πρέπει να αποφεύγεται η ανεπανόρθωτη προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας κατά το στάδιο της διαδικασίας προκαταρκτικής έρευνας. Τούτο ισχύει ιδίως για τους ελέγχους που μπορούν να έχουν καθοριστική σημασία για την εξακρίβωση στοιχείων σχετικά με παράνομες συμπεριφορές επιχειρήσεων ( 28 ). Ως εκ τούτου, οι εξουσίες που διαθέτει η Επιτροπή στο πλαίσιο των ελέγχων είναι σαφώς καθορισμένες ( 29 ).

    55.

    Αντίστοιχα, οι αποφάσεις της Επιτροπής για τη διενέργεια ελέγχου υπόκεινται σε αυστηρές απαιτήσεις αιτιολόγησης. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή, στη στάδιο αυτό, δεν οφείλει μεν ακόμη να αποδείξει ότι προέβη σε πλήρη και τελική νομική εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών τα οποία προσάπτονται στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ( 30 ) και έχει επίσης την ευχέρεια αναζήτησης στοιχείων που δεν είναι ακόμη γνωστά ή πλήρως εξακριβωμένα ( 31 ). Ωστόσο, στις αποφάσεις της για τη διενέργεια ελέγχου, οφείλει να προσδιορίζει το αντικείμενο και τον σκοπό του εκάστοτε ελέγχου, προκειμένου να παρέχεται στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις η δυνατότητα να αντιληφθούν την έκταση της υποχρέωσής τους προς συνεργασία και να προασπίσουν παράλληλα τα δικαιώματά τους άμυνας ( 32 ). Επομένως, η Επιτροπή οφείλει να επισημαίνει πάντα, με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια, το αντικείμενο της έρευνας και τα στοιχεία που πρέπει να αφορά ο έλεγχος και ουδόλως δύναται να διενεργεί ελέγχους στην τύχη, χωρίς συγκεκριμένες υπόνοιες, ήτοι τις καλούμενες «fishing expeditions» ( 33 ).

    56.

    Επομένως, στο πλαίσιο ενός ελέγχου, η Επιτροπή μπορεί να αναζητεί μόνο έγγραφα τα οποία είναι σημαντικά σε σχέση με το αντικείμενο και τον σκοπό που μνημονεύονται στην απόφαση περί διενέργειας ελέγχου, μόνο δε τέτοια έγγραφα μπορεί να συμπεριλαμβάνει στον φάκελο και να χρησιμοποιεί αργότερα ως αποδεικτικά στοιχεία. Μόνο κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορεί να διασφαλιστεί ότι στη διαδικασία ελέγχου σύμπραξης η οποία έπεται δεν θα χρησιμοποιηθεί κανένα αποδεικτικό στοιχείο το οποίο έχει αποκτηθεί κατά τρόπο συνιστώντα προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων ( 34 ). Κατά συνέπεια, ακόμη και τα τυχαία ευρήματα τα οποία εντοπίζει η Επιτροπή στο πλαίσιο ελέγχου και τα οποία αφορούν αντικείμενο διαφορετικό από εκείνο του ελέγχου μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο για τη στοιχειοθέτηση αρχικής υπόνοιας και για την κίνηση νέας έρευνας με διαφορετικό αντικείμενο ( 35 ).

    57.

    Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, δεν χωρεί μεν αμφιβολία ότι η Επιτροπή ουδόλως δύναται να συμπεριλαμβάνει στον φάκελο –και, επομένως, εν συνεχεία να χρησιμοποιεί ως αποδεικτικά στοιχεία– έγγραφα τα οποία δεν έχει εξετάσει προηγουμένως ως προς τη σημασία τους για το αντικείμενο του οικείου ελέγχου. Διαφορετικά, θα θιγόταν το βασικό περιεχόμενο όλων των διαδικαστικών εγγυήσεων των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων και θα εξαλείφονταν όλοι οι φραγμοί για τη χρησιμοποίηση παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών στοιχείων.

    58.

    Συναφώς, από την οικονομία του άρθρου 20, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 προκύπτει σαφώς μια λογική ακολουθία διαδικαστικών ενεργειών που πρέπει να πραγματοποιούνται στο πλαίσιο των ελέγχων, υπό την έννοια ότι τα δεδομένα και τα έγγραφα πρέπει, σε κάθε περίπτωση, προτού συμπεριληφθούν στον φάκελο της υπόθεσης που τηρείται από την Επιτροπή, να εξετάζονται πρώτα ως προς τη σημασία τους για το αντικείμενο της οικείας έρευνας. Εντούτοις, σε αντίθεση με την επιχειρηματολογία της Nexans, από το άρθρο 20, παράγραφος 2, δεν προκύπτει ορισμένη υποχρεωτική χρονολογική σειρά, βάσει της οποίας τα δεδομένα πρέπει πάντοτε πρώτα να εξετάζονται προτού αντιγραφούν. Τούτο ισχύει ιδίως στις περιπτώσεις που τα αντίγραφα αρχικώς δημιουργούνται απλώς και μόνο για τους σκοπούς της εξέτασής τους.

    59.

    Στις περιπτώσεις αυτές, φαίνεται να συνιστά δυσανάλογο περιορισμό των εξουσιών της Επιτροπής το να στερείται τη δυνατότητα αντιγραφής δεδομένων χωρίς προηγούμενη εξέταση, υπό την προϋπόθεση ότι διασφαλίζεται ότι πρόκειται απλώς για ένα τεχνικό ενδιάμεσο στάδιο στο πλαίσιο της εξέτασης των δεδομένων αυτών και ότι τελικώς δεν θα συμπεριληφθούν στον φάκελο έγγραφα χωρίς προηγούμενη εξέταση. Οι αναιρεσείουσες δεν αμφισβητούν ότι τέτοια περίπτωση συνέτρεχε εν προκειμένω ( 36 ).

    60.

    Βεβαίως, κάθε έλεγχος συνιστά επέμβαση στην ιδιωτική σφαίρα της επιχείρησης και η ανάγκη προστασίας έναντι παρεμβάσεων της δημόσιας αρχής στη σφαίρα της ιδιωτικής δραστηριότητας ενός προσώπου, είτε φυσικού είτε νομικού, που είναι αυθαίρετες ή δυσανάλογα επαχθείς συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης ( 37 ), η οποία έχει, εν τω μεταξύ, κωδικοποιηθεί στο άρθρο 7 του Χάρτη του Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    61.

    Τούτο δεν σημαίνει όμως ότι οι εξουσίες της Επιτροπής στο πλαίσιο του άρθρου 20 του κανονισμού 1/2003 πρέπει, όπως υποστηρίζει η Nexans, να ερμηνεύονται, αφ’ εαυτών, συσταλτικά. Οι εξουσίες αυτές πρέπει μάλλον να ερμηνεύονται και να αντιμετωπίζονται κατά τρόπο που να διασφαλίζει αυστηρά την προστασία των δικαιωμάτων των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων. Συγκεκριμένα, οι περιορισμοί στους οποίους υπόκειται η άσκηση των εξουσιών της Επιτροπής στο πλαίσιο αυτό δεν αποτελούν αυτοσκοπό, αλλά εξυπηρετούν τη διασφάλιση της προστασίας των δικαιωμάτων αυτών ( 38 ).

    62.

    Ωστόσο, τα δικαιώματα άμυνας και η προστασία δικαιωμάτων όπως του δικηγορικού απορρήτου, το οποίο επικαλείται η Nexans, ή του δικαιώματος προστασίας της ιδιωτικής σφαίρας, το οποίο προβλήθηκε στη συναφή υπόθεση Prysmian και Prysmian Cavi e Sistemi κατά Επιτροπής ( 39 ), διασφαλίζονται στις περιπτώσεις που η Επιτροπή, μολονότι αντιγράφει δεδομένα χωρίς προηγούμενη εξέταση, όπως στην υπό κρίση υπόθεση, ωστόσο, εν συνεχεία, εξετάζει τα δεδομένα αυτά τηρουμένων αυστηρά των αντίστοιχων εγγυήσεων για τη δυνατότητα άμυνας των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων, ήτοι, ιδίως, αποκλειστικά παρουσία των δικηγόρων τους, προκειμένου να εξακριβωθεί η σημασία τους για το αντικείμενο του ελέγχου, προτού αυτά συμπεριληφθούν στον φάκελο της υπόθεσης ως έγγραφα κριθέντα σημαντικά για την υπόθεση και διαγραφούν τα λοιπά αντιγραφέντα δεδομένα.

    63.

    Τούτο διότι, στο πλαίσιο της πρακτικής αυτής, ακόμη και αν οι σκληροί δίσκοι της επιχείρησης περιέχουν επίσης ιδιωτικά δεδομένα ή δεδομένα που προστατεύονται από το δικηγορικό απόρρητο, τα οποία επίσης αντιγράφονται σε πρώτο στάδιο, τα έγγραφα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά στοιχεία διαχωρίζονται από τα λοιπά δεδομένα, στο πλαίσιο της εξέτασης που έπεται της πραγματοποίησης των αντιγράφων, και τα ως άνω λοιπά δεδομένα διαγράφονται, όπως συνέβη πράγματι και στην προκειμένη περίπτωση ( 40 ). Ως εκ τούτου, η εν λόγω δημιουργία αντιγράφων με σκοπό την εξέταση δεν συνιστά μεγαλύτερη επέμβαση από την ίδια την εξέταση.

    64.

    Περαιτέρω, σε αντίθεση με τις υπόρρητες αιτιάσεις των αναιρεσειουσών, η Επιτροπή, όπως υποστήριξε στην παρούσα αναιρετική διαδικασία χωρίς να αντικρουστεί από τις αναιρεσείουσες, ουδόλως «αναρρόφησε» αυθαίρετα, αδιακρίτως και στην τύχη, κατά κυριολεξία όπως με μια τεράστια ηλεκτρική σκούπα δεδομένων, όλα τα δεδομένα που περιέχονταν σε όλα τα μέσα και τις μονάδες αποθήκευσης δεδομένων της Nexans. Αντιθέτως, η Επιτροπή αντέγραψε αποκλειστικά και μόνο δεδομένα τα οποία προηγουμένως κρίθηκαν ως δυνητικώς σημαντικά για το αντικείμενο της έρευνας, διότι περιέχονταν σε υπολογιστές ή μέσα αποθήκευσης δεδομένων που ανήκαν σε πρόσωπα τα οποία είχαν διαδραματίσει ηγετικό ρόλο στο πλαίσιο της αποτελούσας αντικείμενο του ελέγχου εικαζόμενης παράβασης ( 41 ).

    65.

    Όπως ορθώς υποστηρίζει περαιτέρω η Επιτροπή, η ευρετηρίαση δεδομένων με τη χρήση της τεχνολογίας των πληροφοριών και η εν συνεχεία εξέταση των κατ’ αυτόν τον τρόπο ευρετηριασθέντων δεδομένων μπορεί, εξάλλου, να διαρκέσει μεγάλο χρονικό διάστημα. Τούτο συμβαίνει κατά μείζονα λόγο τη σημερινή εποχή που οι επιχειρήσεις αποθηκεύουν με ηλεκτρονικό τρόπο μεγάλες ποσότητες δεδομένων. Συνεπώς, η αντιγραφή δεδομένων προβάλλει απολύτως εύλογη προκειμένου οι συσκευές ή τα μέσα αποθήκευσης δεδομένων στα οποία ήταν αρχικώς αποθηκευμένα τα δεδομένα αυτά να μπορούν να επιστρέφονται αμέσως και να μη δεσμεύονται καθ’ όλη τη διάρκεια του ελέγχου.

    66.

    Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, προκύπτει ότι η γενική απαγόρευση της αντιγραφής δεδομένων χωρίς προηγούμενη εξέταση συνιστά αλυσιτελή και, ως εκ τούτου, αδικαιολόγητη παρεμπόδιση της άσκησης των ελεγκτικών εξουσιών της Επιτροπής, η οποία υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο για την προστασία των δικαιωμάτων των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων. Συγκεκριμένα, η απαγόρευση αυτή θα περιόριζε υπέρμετρα την πρακτική αποτελεσματικότητα των ελέγχων ως αναγκαίου μέσου για να μπορεί η Επιτροπή να ασκεί τα καθήκοντα του θεματοφύλακα της Συνθήκης στον τομέα του ανταγωνισμού ( 42 ).

    67.

    Τέλος, πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτό ότι, βάσει του άρθρου 20, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1/2003, η Επιτροπή δύναται να δημιουργεί αντίγραφα δεδομένων ως ενδιάμεσο στάδιο για την αποτίμηση των οικείων δεδομένων, υπό την προϋπόθεση ότι τούτο κρίνεται λυσιτελές για τις ανάγκες της διενέργειας του αντίστοιχου ελέγχου, ότι τελικώς δεν συμπεριλαμβάνονται στον φάκελο δεδομένα που δεν έχουν εξεταστεί για να εξακριβωθεί η σημασία τους για το αντικείμενο του εν λόγω ελέγχου και ότι όλα τα λοιπά δεδομένα διαγράφονται μετά την εξέταση. Εφόσον διασφαλίζονται τα ανωτέρω, δεν κρίνεται αναγκαίο το να οφείλει η Επιτροπή να αποδείξει ότι η αντιγραφή των δεδομένων ήταν όχι μόνο λυσιτελής αλλά και επιτακτικώς αναγκαία, καθότι θα ήταν αδύνατον να διενεργηθεί ο έλεγχος χωρίς προηγουμένως να αντιγραφούν τα δεδομένα.

    68.

    Με βάση τις ανωτέρω επισημάνσεις, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

    3. Επί του εδαφικού περιορισμού των ελεγκτικών εξουσιών της Επιτροπής (δεύτερος και τρίτος λόγος αναιρέσεως)

    69.

    Ωστόσο, οι προεκτεθείσες εκτιμήσεις δεν αρκούν για να επιλυθεί το ζήτημα αν η Επιτροπή οφείλει, εν συνεχεία, να εξετάσει τα αντιγραφέντα δεδομένα στα γραφεία της επιχείρησης ή αν δύναται, αντιθέτως, να εξετάσει τα δεδομένα αυτά στα δικά της γραφεία στις Βρυξέλλες.

    70.

    Με τον δεύτερο και τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες αμφισβητούν τη δυνατότητα διενέργειας της εξέτασης στα γραφεία της Επιτροπής, επικαλούμενες, ιδίως, τη γραμματική διατύπωση του άρθρου 20, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1/2003, την αντίθεση της διασταλτικής ερμηνείας στην οικονομία των διατάξεων αυτών, καθώς και τη γραμματική διατύπωση της απόφασης περί διενέργειας ελέγχου.

    α) Επί της ερμηνείας του άρθρου 20, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1/2003 (δεύτερος λόγος αναιρέσεως)

    71.

    Στις σκέψεις 60 έως 64 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την επιχειρηματολογία της Nexans κατά την οποία η Επιτροπή δεν έχει την εξουσία να εξετάζει στα γραφεία της στις Βρυξέλλες τα δεδομένα που προηγουμένως αντέγραψε στο πλαίσιο ελέγχου στα γραφεία επιχείρησης, κατ’ ουσίαν με το σκεπτικό ότι από το άρθρο 20, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1/2003 δεν συνάγεται ότι η εξέταση των βιβλίων και των λοιπών επαγγελματικών εγγράφων της επιχείρησης πρέπει να διενεργείται αποκλειστικά στα γραφεία της. Αντιθέτως, βάσει της διάταξης αυτής, η Επιτροπή απλώς οφείλει, κατά την εξέταση των εγγράφων στα γραφεία της, να διασφαλίζει υπέρ των ελεγχόμενων επιχειρήσεων τις ίδιες εγγυήσεις με εκείνες που ισχύουν και κατά τον επιτόπιο έλεγχο, όπως και συνέβη στην προκειμένη περίπτωση.

    72.

    Ούτε η συλλογιστική αυτή ενέχει πλάνη περί το δίκαιο.

    73.

    Συγκεκριμένα, κατ’ αρχάς, σε αντίθεση με την άποψη της Nexans, από τη γραμματική διατύπωση του άρθρου 20, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, κατά την οποία η Επιτροπή δύναται «να διενεργεί κάθε αναγκαίο έλεγχο σε επιχειρήσεις», δεν συνάγεται ότι το σύνολο του ελέγχου πρέπει να διεξάγεται κατ’ ανάγκη στα γραφεία της επιχείρησης.

    74.

    Βεβαίως, η γραμματική διατύπωση του άρθρου 20, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, με τη χρήση του όρου «σε επιχειρήσεις», παραπέμπει συνειρμικά στα γραφεία των ελεγχόμενων επιχειρήσεων. Ωστόσο, τούτο είναι εύλογο μόνον διότι ο έλεγχος αρχίζει αναπόφευκτα στα γραφεία μιας επιχείρησης. Εντούτοις, η εν λόγω διατύπωση δεν αποκλείει τη δυνατότητα τα δεδομένα που αντιγράφηκαν στα γραφεία μιας επιχείρησης να εξεταστούν, εν συνεχεία, στα γραφεία της Επιτροπής, προκειμένου να εξακριβωθεί κατά πόσον σχετίζονται με το αντικείμενο του οικείου ελέγχου.

    75.

    Το ίδιο ισχύει όσον αφορά τη γενικότερη οικονομία του άρθρου 20, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003. Συγκεκριμένα, από την οικονομία αυτή προκύπτει μεν ότι η βούληση του νομοθέτη ήταν να προβλέψει, στη διάταξη αυτή, τις εξουσίες (είσοδος στα γραφεία, έλεγχος εγγράφων, δημιουργία αντιγράφων, σφράγιση χώρων και εγγράφων, καθώς και εξέταση εκπροσώπων της επιχείρησης) που είναι αναγκαίες για τη διενέργεια ελέγχων από την Επιτροπή στα γραφεία των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων. Ωστόσο, ούτε τούτο αποκλείει τη δυνατότητα ο έλεγχος που ξεκίνησε στα γραφεία της επιχείρησης να συνεχιστεί στα γραφεία της Επιτροπής.

    76.

    Συγκεκριμένα, δεν προκύπτει ότι η εν λόγω συνέχιση του ελέγχου στα γραφεία της Επιτροπής, σε σύγκριση με τη διενέργεια του ελέγχου στα γραφεία της ίδιας της επιχείρησης, συνιστά τόσο σοβαρή πρόσθετη επέμβαση στα δικαιώματα των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων ώστε να έπρεπε η σχετική εξουσία να προβλέπεται ρητώς και όχι να συνάγεται εμμέσως από τις εξουσίες που προβλέπονται στο άρθρο 20, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1/2003, εφόσον αυτές ερμηνεύονται υπό το πρίσμα της ανάγκης προστασίας των δικαιωμάτων των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων.

    77.

    Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο δεδομένου ότι ο σκοπός των προβλεπόμενων στον κανονισμό 1/2003 εξουσιών συνίσταται, όπως προεκτέθηκε, στην παροχή της δυνατότητας στην Επιτροπή να αντιμετωπίζει αποτελεσματικά τις πρακτικές που είναι αντίθετες προς τον ανταγωνισμό ( 43 ). Λαμβανομένης ακριβώς υπόψη της περαιτέρω σημαντικής αύξησης, μετά την έναρξη ισχύος του κανονισμού 1/2003, του όγκου των ηλεκτρονικών δεδομένων που παράγονται και αποθηκεύονται από τις επιχειρήσεις, φαίνεται, συνεπώς, απολύτως δικαιολογημένο το να παρέχεται στην Επιτροπή η δυνατότητα να διενεργεί τη χρονοβόρα εξέταση των δεδομένων αυτών στα δικά της γραφεία, προκειμένου να μη δεσμεύεται αδικαιολόγητα το προσωπικό της Επιτροπής στα γραφεία των ελεγχόμενων επιχειρήσεων, πράγμα που, συν τοις άλλοις, μπορεί να συνεπάγεται και υψηλό κόστος.

    78.

    Στο πλαίσιο αυτό, δεν κρίνεται μεν αναγκαίο η εξουσία της Επιτροπής να ελέγχει δεδομένα στα δικά της γραφεία να περιοριστεί μόνο στις περιπτώσεις που, επί παραδείγματι, η επιτόπια εξέταση των οικείων δεδομένων είναι για τεχνικούς λόγους αδύνατη. Ωστόσο, η πρακτική της Επιτροπής να εξετάζει δεδομένα στα δικά της γραφεία και όχι στα γραφεία της οικείας επιχείρησης πρέπει να κρίνεται λυσιτελής και δικαιολογημένη υπό το πρίσμα των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης, επί παραδείγματι διότι, ακόμη και μετά την επιτόπια διενέργεια της εξέτασης από την Επιτροπή για αρκετό χρονικό διάστημα, απομένουν ακόμα πάρα πολλά δεδομένα που πρέπει να ελεγχθούν.

    79.

    Στην υπό εξέταση υπόθεση, η δικαιολόγηση απορρέει επίσης από το γεγονός ότι τα επίμαχα δεδομένα κατέστησαν διαθέσιμα μόλις προς το τέλος της εξέτασης στα γραφεία της επιχείρησης ( 44 ). Επιπλέον, η διεξαγωγή εξέτασης στα γραφεία της Επιτροπής φαίνεται μάλλον δικαιολογημένη, στην περίπτωση που η επιχείρηση –όπως εν προκειμένω– εκπροσωπείται ήδη από δικηγόρους με έδρα τις Βρυξέλλες, οι οποίοι μπορούν, με σχετική ευχέρεια, να είναι παρόντες κατά την εξέταση των δεδομένων.

    80.

    Αντιθέτως, οι αναιρεσείουσες δεν επικαλούνται στοιχεία με τα οποία θα μπορούσε να αποδειχθεί προσηκόντως ότι, εν προκειμένω, δεν θα ήταν λυσιτελές να συνεχιστεί ο έλεγχος στα γραφεία της Επιτροπής και ότι τούτο οφείλεται αποκλειστικά σε λόγους «άνεσης» της Επιτροπής.

    81.

    Εντούτοις, όπως και σε σχέση με την ανωτέρω αναλυθείσα αντιγραφή δεδομένων ( 45 ), καθοριστική σημασία και όσον αφορά την εξέταση των δεδομένων αυτών στα γραφεία της Επιτροπής έχει το γεγονός ότι η εν λόγω πρακτική δεν συνεπάγεται προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων.

    82.

    Συναφώς, πρέπει, όπως ορθώς απεφάνθη το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 60 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, κατά την εξέταση των δεδομένων στα γραφεία της Επιτροπής, να τηρούνται οι ίδιες διαδικαστικές εγγυήσεις υπέρ των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων, όπως και κατά τη διενέργεια εξέτασης στα δικά τους γραφεία. Όπως προεκτέθηκε, καθοριστική σημασία, στο πλαίσιο του ελέγχου, έχει το να συμπεριλαμβάνονται στον φάκελο μόνον έγγραφα τα οποία, αποδεδειγμένα, είναι κρίσιμα για το αντικείμενο και τον σκοπό που μνημονεύονται στην απόφαση περί διενέργειας ελέγχου, καθότι αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να διασφαλιστεί ότι, στη συνέχεια της διαδικασίας, δεν θα χρησιμοποιηθούν αποδείξεις οι οποίες αποκτήθηκαν κατά τρόπο που συνιστούσε προσβολή των δικαιωμάτων των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων ( 46 ). Για τον σκοπό αυτόν, είναι απαραίτητο, κατά την εξέταση όλων των δεδομένων και εγγράφων από την Επιτροπή, να είναι ανά πάσα στιγμή παρόντες οι δικηγόροι των εν λόγω επιχειρήσεων και να μπορούν να ελέγχουν ποια έγγραφα θεωρούνται κρίσιμα από την Επιτροπή.

    83.

    Επομένως, το γεγονός ότι η Επιτροπή μεταφέρει τα αντιγραφέντα στα γραφεία επιχείρησης δεδομένα στα γραφεία της στις Βρυξέλλες και τα εξετάζει εκεί δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να έχει ως αποτέλεσμα να εκφεύγουν τα εν λόγω δεδομένα του ελέγχου της εμπλεκόμενης επιχείρησης και η Επιτροπή να τα εξετάζει κατά το δοκούν. Αντιθέτως, πρέπει να διασφαλίζεται ότι η Επιτροπή μεταφέρει τα δεδομένα σφραγισμένα και ότι, εν συνεχεία, τα εξετάζει μόνο παρουσία των δικηγόρων της επιχείρησης, πράγμα που συνέβη εν προκειμένω ( 47 ). Εξάλλου, η εν λόγω υπό σφράγιση μεταφορά των δεδομένων διασφαλίζει, όπως ορθώς υποστήριξε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, τη συνέχεια μεταξύ του ελέγχου που άρχισε στα γραφεία της επιχείρησης και εκείνου που εξακολούθησε στα γραφεία της Επιτροπής.

    84.

    Περαιτέρω, αν η διενέργεια του ελέγχου στα γραφεία της Επιτροπής στις Βρυξέλλες συνεπαγόταν δυσανάλογες επιβαρύνσεις ή δαπάνες για τις εξεταζόμενες επιχειρήσεις, τούτο θα αντέβαινε και στην απαίτηση προάσπισης των δικαιωμάτων άμυνας των επιχειρήσεων αυτών. Οι επιχειρήσεις υπέχουν μεν, πράγματι, υποχρέωση συνεργασίας στο πλαίσιο των ελέγχων από την Επιτροπή. Ωστόσο, η υποχρέωση αυτή πρέπει να περιορίζεται σε εύλογες αιτήσεις της Επιτροπής για συνεργασία και δεν μπορεί να συνεπάγεται αδικαιολόγητη επιβάρυνση των επιχειρήσεων ( 48 ).

    85.

    Στο πλαίσιο αυτό, η Nexans υποστηρίζει ότι, αν η Επιτροπή μπορούσε, δυνάμει του άρθρου 20, παράγραφος 2, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού 1/2003, να εξετάζει στα γραφεία της στις Βρυξέλλες δεδομένα που αντιγράφηκαν στα γραφεία επιχείρησης, θα έπρεπε να έχει επίσης ισχύ στα γραφεία της Επιτροπής και το δικαίωμα της Επιτροπής, δυνάμει του στοιχείου εʹ της ίδιας παραγράφου, να εξετάζει τους εργαζομένους της ελεγχόμενης επιχείρησης. Ωστόσο, τούτο δεν φαίνεται να συνάδει με την εξαντλητική ρύθμιση των εξουσιών έρευνας της Επιτροπής.

    86.

    Λαμβανομένης υπόψη της προϊσχύσασας διάταξης που περιλαμβανόταν στο άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 17 ( 49 ), διαπιστώνεται ότι η εκεί περιλαμβανόμενη διατύπωση, κατά την οποία μπορούν να ζητούνται προφορικές διευκρινίσεις «επί τόπου», έχει απαλειφθεί στο άρθρο 20, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 1/2003. Υπό το πρίσμα αυτό, δεν μπορεί να αποκλειστεί δυνάμει της εν λόγω διάταξης αυτή καθεαυτήν η δυνατότητα εξέτασης εργαζομένων της επιχείρησης στις Βρυξέλλες. Ωστόσο, τούτο ισχύει μόνο εφόσον ο σχετικός φόρτος για την επιχείρηση δεν είναι δυσανάλογος.

    87.

    Ομοίως, η ανάγκη παρουσίας των δικηγόρων των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων στις Βρυξέλλες κατά τη διάρκεια της διενέργειας του ελέγχου στα γραφεία της Επιτροπής και ιδίως οι προκύπτουσες στο πλαίσιο αυτό δαπάνες δεν πρέπει να συνεπάγονται δυσανάλογη επιβάρυνση των επιχειρήσεων αυτών σε σύγκριση με την εξέταση που διενεργείται στα δικά τους γραφεία.

    88.

    Εν προκειμένω όμως, η Nexans δεν επικαλείται στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι η διενέργεια του ελέγχου στα γραφεία της Επιτροπής επιβάρυνε δυσανάλογα την εν λόγω επιχείρηση ούτε προκύπτει, εξάλλου, με άλλον τρόπο η ύπαρξη τέτοιων στοιχείων.

    89.

    Τέλος, αντιθέτως προς την επιχειρηματολογία της Nexans, η ερμηνεία του άρθρου 20, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1/2003 υπό την έννοια ότι η Επιτροπή μπορεί να συνεχίζει τον έλεγχο στα δικά της γραφεία δεν αντιβαίνει ούτε σε άλλες διατάξεις του ίδιου κανονισμού.

    90.

    Κατά τη Nexans, το άρθρο 21, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003, το οποίο, όσον αφορά τον «[έ]λεγχο άλλων χώρων», παραπέμπει στις εξουσίες που απονέμονται με το άρθρο 20, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ έως γʹ, του κανονισμού 1/2003, θα στερείτο νοήματος αν γινόταν δεκτό ότι από το ίδιο το άρθρο 20 συνάγεται ότι η Επιτροπή έχει την εξουσία να εξετάζει έγγραφα εκτός των γραφείων της επιχείρησης.

    91.

    Ωστόσο, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, το άρθρο 21 του κανονισμού 1/2003 αφορά περίπτωση εντελώς διαφορετική από την περίπτωση των ελέγχων που διενεργούνται δυνάμει του άρθρου 20 του εν λόγω κανονισμού. Συγκεκριμένα, το άρθρο 21 απονέμει στην Επιτροπή την εξουσία να διενεργεί ελέγχους και να συλλέγει αποδεικτικά στοιχεία σε χώρους εκτός των επαγγελματικών εγκαταστάσεων της επιχείρησης, όπως, επί παραδείγματι, στις κατοικίες ή τα μεταφορικά μέσα των εργαζομένων της επιχείρησης, και παραπέμπει, για τον σκοπό αυτόν, στις εξουσίες που απονέμονται με το άρθρο 20, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ έως γʹ. Επομένως, η ερμηνεία του άρθρου 20, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, υπό την έννοια ότι επιτρέπει το να συνεχίζεται εκτός των γραφείων της επιχείρησης η εξέταση δεδομένων που αντιγράφηκαν εκεί σύμφωνα με το στοιχείο γʹ της ίδιας παραγράφου, ουδεμία επιρροή ασκεί όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 21 του κανονισμού 1/2003.

    92.

    Εν κατακλείδι, συνάγεται το συμπέρασμα ότι, βάσει του άρθρου 20, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1/2003, η Επιτροπή έχει την εξουσία να εξετάζει στα δικά της γραφεία δεδομένα που αντιγράφηκαν προηγουμένως στο πλαίσιο ελέγχου στα γραφεία μιας επιχείρησης, εφόσον τούτο κρίνεται λυσιτελές για τον σκοπό της διενέργειας του εκάστοτε ελέγχου και εφόσον παρέχονται στις ελεγχόμενες επιχειρήσεις οι ίδιες εγγυήσεις σεβασμού των δικαιωμάτων τους άμυνας όπως στο πλαίσιο εξέτασης που θα διενεργείτο στα δικά τους γραφεία. Εφόσον διασφαλίζονται τα ανωτέρω, δεν κρίνεται αναγκαίο το να οφείλει η Επιτροπή περαιτέρω να αποδείξει ότι θα ήταν εντελώς αδύνατον να διενεργηθεί ο έλεγχος στα γραφεία της επιχείρησης.

    93.

    Με βάση τα ανωτέρω, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει επίσης να απορριφθεί ως αβάσιμος.

    β) Επί του προβαλλόμενου χωρικού περιορισμού του ελέγχου από την ίδια την απόφαση περί διενέργειας ελέγχου (τρίτος λόγος αναιρέσεως)

    94.

    Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον απέρριψε το επιχείρημά τους ότι ο περιορισμός της ελεγκτικής εξουσίας της Επιτροπής στα γραφεία της Nexans απορρέει επίσης από τη γραμματική διατύπωση της ίδιας της απόφασης περί διενέργειας ελέγχου. Συγκεκριμένα, η απόφαση αυτή ορίζει ότι «[ο] έλεγχος δύναται να διενεργηθεί σε όλους τους χώρους που ελέγχονται από την επιχείρηση, και ιδίως στα γραφεία που βρίσκονται στην ακόλουθη διεύθυνση: […]» ( 50 ).

    95.

    Το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 67 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, απέρριψε το ανωτέρω επιχείρημα με το σκεπτικό ότι από την απόφαση περί διενέργειας ελέγχου προκύπτει μεν ότι ο έλεγχος μπορεί να διενεργηθεί στους μνημονευόμενους χώρους, αλλά όχι ότι πρέπει να διενεργηθεί αποκλειστικά εκεί. Επομένως, η απόφαση περί διενέργειας ελέγχου δεν απέκλεισε τη δυνατότητα συνέχισης του ελέγχου από την Επιτροπή στις Βρυξέλλες.

    96.

    Αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Nexans, δεν προκύπτει ότι η κρίση αυτή ενέχει πλάνη περί το δίκαιο.

    97.

    Όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, παραπέμποντας στην απόφαση Minoan Lines κατά Επιτροπής, την οποία επικαλείται η ίδια η Nexans, η ανωτέρω διατύπωση έχει σκοπό απλώς να παράσχει στην Επιτροπή την εξουσία να εισέλθει στα γραφεία του εν λόγω νομικού προσώπου και μόνο στα γραφεία αυτά. Τούτο σημαίνει ότι η Επιτροπή δεν αποκτά, βάσει της εν λόγω απόφασης, δικαίωμα πρόσβασης και διενέργειας ελέγχων στους χώρους ενός τρίτου νομικού προσώπου ( 51 ).

    98.

    Επομένως, η απόφαση περί διενέργειας ελέγχου δεν αποκλείει τη δυνατότητα τα δεδομένα που αντιγράφηκαν στην οριζόμενη στην εν λόγω απόφαση επιχείρηση να εξεταστούν, εν συνεχεία, από την Επιτροπή στα δικά της γραφεία, υπό την προϋπόθεση ότι και στην περίπτωση αυτή θα διασφαλίζεται ότι τα εν λόγω δεδομένα ουδέποτε θα εκφύγουν του ελέγχου της επιχείρησης αυτής, όπως πράγματι διασφαλίστηκε στην προκειμένη περίπτωση ( 52 ).

    99.

    Επιπλέον, δεν ευσταθεί ούτε το επιχείρημα των αναιρεσειουσών ότι η απόφαση περί διενέργειας ελέγχου έπρεπε να έχει εκδοθεί δυνάμει του άρθρου 21 και όχι δυνάμει του άρθρου 20 του κανονισμού 1/2003, προκειμένου να παράσχει έρεισμα για τη διενέργεια εξέτασης στα γραφεία της Επιτροπής. Όπως προεκτέθηκε ( 53 ), το άρθρο 21 έχει ως αντικείμενο τη διενέργεια ελέγχων σε χώρους εκτός των επαγγελματικών εγκαταστάσεων της επιχείρησης, όπως, επί παραδείγματι, στις κατοικίες ή στα μεταφορικά μέσα εργαζομένων της επιχείρησης και, επομένως, αφορά περιπτώσεις εντελώς διαφορετικές από την περίπτωση κατά την οποία ένας έλεγχος που ξεκίνησε, δυνάμει του άρθρου 20, στις επαγγελματικές εγκαταστάσεις μιας επιχείρησης συνεχίζεται στα γραφεία της Επιτροπής.

    100.

    Επομένως, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει επίσης να απορριφθεί ως αβάσιμος.

    Β.   Επί των αιτιάσεων σε σχέση με το πρόστιμο (τέταρτος και πέμπτος λόγος αναιρέσεως)

    101.

    Με τον τέταρτο και τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες βάλλουν κατά των κρίσεων που διατύπωσε το Γενικό Δικαστήριο σε σχέση με τον υπολογισμό του προστίμου. Ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως αφορά την πλήρη δικαιοδοσία του Γενικού Δικαστηρίου να ελέγξει το επιβληθέν από την Επιτροπή πρόστιμο ενώ ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως έχει ως αντικείμενο προβαλλόμενη πλάνη εκτιμήσεως του Γενικού Δικαστηρίου.

    1. Επί της άσκησης της πλήρους δικαιοδοσίας ελέγχου του προστίμου από το Γενικό Δικαστήριο (τέταρτος λόγος αναιρέσεως)

    102.

    Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε παράβαση ως προς την έκταση της απορρέουσας από το άρθρο 261 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003, πλήρους δικαιοδοσίας του να ελέγξει τον καθορισμό του προστίμου από την Επιτροπή.

    103.

    Συναφώς, επισημαίνω εκ προοιμίου ότι το Γενικό Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να ελέγχει τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή εκτίμησε σε συγκεκριμένη περίπτωση τη σοβαρότητα των παράνομων συμπεριφορών. Στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας, ο έλεγχος του Δικαστηρίου έχει ως σκοπό, αφενός, να εξετάζει σε ποιον βαθμό το Γενικό Δικαστήριο έλαβε υπόψη, κατά τρόπον νομικώς ορθό, όλους τους ουσιώδεις παράγοντες για να εκτιμήσει τη σοβαρότητα συγκεκριμένης συμπεριφοράς υπό το πρίσμα του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 23 του κανονισμού 1/2003 και, αφετέρου, να εξακριβώνει αν το Γενικό Δικαστήριο απάντησε επαρκώς κατά νόμο στο σύνολο των επιχειρημάτων που προέβαλε ο προσφεύγων διάδικος προς στήριξη του αιτήματος ακύρωσης ή μείωσης του προστίμου ( 54 ).

    104.

    Εν προκειμένω, κατά την άποψη των αναιρεσειουσών, το βασικό ποσό του προστίμου, το οποίο καθορίστηκε σε ποσοστό 15 % του σχετικού κύκλου εργασιών, έπρεπε να μειωθεί, καθότι η παράβαση, όπως υποστηρίζουν, δεν είχε κανέναν αντίκτυπο ή είχε μόνο περιορισμένο αντίκτυπο στη σχετική αγορά. Το Γενικό Δικαστήριο όμως, στη σκέψη 156 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, παρέπεμψε μόνο στο σημείο 22 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23 παράγραφος 2 σημείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 (στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 2006) ( 55 ), στο οποίο ο αντίκτυπος της παράβασης στην αγορά δεν μνημονεύεται ως καθοριστικός παράγοντας για το ύψος του προστίμου. Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, παραλείποντας να εξετάσει το επιχείρημα των αναιρεσειουσών και να ασκήσει την πλήρη δικαιοδοσία του για τον έλεγχο της απόφασης της Επιτροπής.

    105.

    Οι προοπτικές ευδοκίμησης του επιχειρήματος αυτού εξαρτώνται από το αν θα ληφθεί ως βάση η απόδοση της σκέψης 156 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης στη γλώσσα διαδικασίας, ήτοι στην αγγλική γλώσσα, ή, αντιθέτως, η απόδοση της σκέψης αυτής στη γλώσσα εργασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ήτοι στη γαλλική γλώσσα, καθώς και σε όλες τις λοιπές γλωσσικές αποδόσεις της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

    106.

    Κατ’ αρχάς, επισημαίνεται ότι η πλήρης δικαιοδοσία που αναγνωρίζεται στον δικαστή της Ένωσης με το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003, σύμφωνα με το άρθρο 261 ΣΛΕΕ, παρέχει στον δικαστή την εξουσία, πέραν του απλού ελέγχου νομιμότητας της κύρωσης, να υποκαθιστά την Επιτροπή, προβαίνοντας στη δική του εκτίμηση, και, κατά συνέπεια, να εξαλείφει, να μειώνει ή να αυξάνει το πρόστιμο ή τη χρηματική ποινή που επιβλήθηκε ( 56 ).

    107.

    Μολονότι η άσκηση της εν λόγω πλήρους δικαιοδοσίας δεν ισοδυναμεί με αυτεπάγγελτο έλεγχο ( 57 ), ο δικαστής της Ένωσης υποχρεούται, προς εκπλήρωση των επιταγών ενός ελέγχου πλήρους δικαιοδοσίας, κατά την έννοια του άρθρου 47 του Χάρτη, όσον αφορά το πρόστιμο, να εξετάζει κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τις οποίες προβλέπουν τα άρθρα 261 ΣΛΕΕ και 263 ΣΛΕΕ, κάθε νομική ή πραγματική αιτίαση με την οποία προβάλλεται ότι το ύψος του προστίμου δεν είναι ανάλογο προς τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παράβασης ( 58 ).

    108.

    Αν ληφθούν ως βάση η απόδοση στη γαλλική γλώσσα καθώς και όλες οι λοιπές γλωσσικές αποδόσεις της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης πλην της αγγλικής, οι επισημάνσεις του Γενικού Δικαστηρίου στη σκέψη 156 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, σε αντίθεση με ό,τι υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες, θα συνάδουν με τις απαιτήσεις της ανωτέρω νομολογίας.

    109.

    Συγκεκριμένα, ευσταθεί μεν ότι το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 156 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, απέρριψε, παραπέμποντας στο σημείο 22 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, το επιχείρημα ότι η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη την προβληθείσα έλλειψη αντίκτυπου της παράβασης στην αγορά και έκρινε, συναφώς, ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται, βάσει του εν λόγω σημείου των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, να λαμβάνει υπόψη τον συγκεκριμένο αντίκτυπο στην αγορά ή την έλλειψη τέτοιου αντίκτυπου ως επιβαρυντική ή ελαφρυντική περίσταση.

    110.

    Ωστόσο, εν συνεχεία, το Γενικό Δικαστήριο, στην απόδοση στη γαλλική γλώσσα καθώς και σε όλες τις λοιπές γλωσσικές αποδόσεις της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης πλην της αγγλικής, επισήμανε επιπλέον ότι αρκεί, αντιθέτως, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, το καθορισθέν από την Επιτροπή ποσοστό του κύκλου εργασιών που λαμβάνεται υπόψη να δικαιολογείται από άλλα στοιχεία ικανά να επηρεάσουν την αξιολόγηση της σοβαρότητας της παράβασης σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, όπως είναι παραδείγματος χάριν η φύση της παράβασης, το συνολικό μερίδιο αγοράς όλων των εμπλεκομένων επιχειρήσεων και η γεωγραφική έκταση της αγοράς.

    111.

    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα περί έλλειψης αντίκτυπου στην αγορά όχι μόνον, όπως υποστηρίζει η Nexans, παραπέμποντας γενικώς στις κατευθυντήριες γραμμές του 2006. Αντιθέτως, η προσθήκη της φράσης «όπως συμβαίνει εν προκειμένω» καταδεικνύει ότι, κατά την άποψη και την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου, στη συγκεκριμένη περίπτωση, το ποσοστό κύκλου εργασιών που έλαβε υπόψη η Επιτροπή για το βασικό ποσό του προστίμου εδικαιολογείτο, ανεξάρτητα από ενδεχόμενη έλλειψη αντίκτυπου στην αγορά, από άλλα στοιχεία που μνημονεύονται στις κατευθυντήριες γραμμές του 2006, όπως, επί παραδείγματι, από τη φύση της παράβασης. Καθότι η γαλλική γλώσσα είναι η γλώσσα εργασίας του Γενικού Δικαστηρίου, πρέπει να θεωρηθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο συνειδητά πρόσθεσε την περιλαμβανόμενη στην απόδοση στη γαλλική γλώσσα φράση «όπως συμβαίνει εν προκειμένω» («comme en l’occurrence») και ότι η φράση αυτή, επομένως, εκφράζει την εκτίμηση της υπό κρίση υπόθεσης από το Γενικό Δικαστήριο.

    112.

    Επομένως, δεν μπορεί να προσαφθεί στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν εξέτασε επαρκώς την πρωτόδικη επιχειρηματολογία της Nexans και ότι δεν άσκησε επαρκώς την πλήρη δικαιοδοσία του να ελέγξει την απόφαση της Επιτροπής για την επιβολή προστίμου. Ωστόσο, λόγω της απουσίας της φράσης «όπως συμβαίνει εν προκειμένω» στην απόδοση της σκέψης 156 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης στην αγγλική γλώσσα, η απόφαση αυτή πάσχει, στη γλώσσα διαδικασίας, πλάνη περί το δίκαιο, η οποία θα έπρεπε κατ’ αρχήν να έχει ως αποτέλεσμα την αναίρεσή της. Τούτο διότι, χωρίς την εν λόγω φράση, δεν προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο άσκησε επαρκώς την πλήρη δικαιοδοσία του για έλεγχο του προστίμου. Κατά συνέπεια, η υπόθεση θα έπρεπε να αναπεμφθεί στο Γενικό Δικαστήριο για επανεξέταση. Δεδομένου όμως ότι η απουσία της εν λόγω φράσης αποκλειστικά και μόνο στην απόδοση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης στην αγγλική γλώσσα οφείλεται προδήλως σε μεταφραστικό σφάλμα, το Γενικό Δικαστήριο θα μπορούσε να θεραπεύσει την εν λόγω πλάνη περί το δίκαιο πριν ακόμα εκδώσει απόφαση το Δικαστήριο, προβαίνοντας σε διόρθωση σύμφωνα με το άρθρο 164 του Κανονισμού Διαδικασίας του. Τούτο θα ήταν, σε κάθε περίπτωση, προτιμότερο από το να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να αναπεμφθεί η υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο, καθότι η λύση αυτή απλώς και μόνο θα παρέτεινε άσκοπα τη διαδικασία και θα συνεπαγόταν πρόσθετα έξοδα, χωρίς όμως να οδηγήσει εν τέλει σε διαφορετικό αποτέλεσμα, στο μέτρο που το Γενικό Δικαστήριο, μετά την αναπομπή της υπόθεσης, θα απέρριπτε εν τέλει εκ νέου την προσφυγή με το ίδιο σκεπτικό, σωστά μεταφρασμένο όμως αυτή τη φορά. Προκειμένου όμως να μην θιγεί η δικαστική προστασία της Nexans, θα πρέπει με τη διόρθωση της απόδοσης της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης στην αγγλική γλώσσα να αρχίσει νέα προθεσμία για την άσκηση αίτησης αναιρέσεως κατά του διορθωμένου τμήματος της εν λόγω απόφασης. Εναλλακτικά, το Δικαστήριο μπορεί να τάξει στους μετέχοντες στην παρούσα διαδικασία προθεσμία τροποποίησης των ισχυρισμών τους ( 59 ).

    113.

    Εξάλλου, σε περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο διορθώσει εγκαίρως την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στη γλώσσα διαδικασίας και το Δικαστήριο μπορέσει, κατά συνέπεια, να στηρίξει την απόφασή του στο γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο άσκησε την ελεγκτική εξουσία του, η επί της ουσίας εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά τη σοβαρότητα της παράβασης θα μπορούσε να θεωρηθεί κατά μείζονα λόγο δικαιολογημένη καθότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, ο συντελεστής του 15 % σε περίπτωση συμφωνίας κατανομής αγορών μπορεί να δικαιολογηθεί από τη σοβαρότητα και μόνον της επίμαχης παράβασης, δεδομένου ότι πρόκειται για έναν από τους πλέον σοβαρούς περιορισμούς του ανταγωνισμού κατά την έννοια του σημείου 23 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 και δεδομένου ότι ο συντελεστής αυτός είναι ο χαμηλότερος συντελεστής της κλίμακας των κυρώσεων που προβλέπουν οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές για τέτοιες παραβάσεις ( 60 ). Αντίστοιχα, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει, μετά όμως από την έκδοση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, με την απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2018 στην υπόθεση Philips και Philips France κατά Επιτροπής, ότι η αιτίαση περί παράλειψης του Γενικού Δικαστηρίου να εξετάσει το επιχείρημα που αφορά τη σοβαρότητα της παράβασης δεν μπορεί να γίνει δεκτή, εφόσον ο επιλεγείς από την Επιτροπή συντελεστής σοβαρότητας δικαιολογείται από το ίδιο το είδος της παράβασης ( 61 ).

    114.

    Τέλος, τα προεκτεθέντα συμπεράσματα δεν κλονίζονται ούτε από την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Infineon Technologies κατά Επιτροπής ( 62 ), την οποία επικαλέστηκαν μετ’ επιτάσεως οι αναιρεσείουσες.

    115.

    Το Δικαστήριο απεφάνθη μεν, στην απόφαση αυτή, ότι το Γενικό Δικαστήριο θα έπρεπε, προκειμένου να μην υποπέσει σε παράβαση ως προς την έκταση της πλήρους δικαιοδοσίας του για τη διενέργεια ελέγχου, να απαντήσει στο επιχείρημα της Infineon κατά το οποίο η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας καθορίζοντας το ύψος του επιβληθέντος προστίμου χωρίς να λάβει υπόψη τον περιορισμένο αριθμό αντίθετων προς τον ανταγωνισμό επαφών στις οποίες είχε μετάσχει η Infineon ( 63 ).

    116.

    Ωστόσο, η υπόθεση Infineon έχει την ιδιαιτερότητα ότι, σε αντίθεση με την υπόθεση Philips ( 64 ), που μνημονεύεται στο σημείο 113 των παρουσών προτάσεων, και σε αντίθεση με την υπό κρίση υπόθεση, είχε ως αντικείμενο την εκτίμηση του βαθμού ατομικής συμμετοχής της Infineon στην επίμαχη παράβαση, ιδίως όσον αφορά τη συνεκτίμηση της συνδρομής ελαφρυντικών περιστάσεων που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν τη μείωση του προστίμου ( 65 ). Συνεπώς, όπως διευκρίνισε ρητώς το Δικαστήριο, τα παρατιθέμενα στο σημείο 113 των παρουσών προτάσεων συμπεράσματα της αποφάσεως Philips και Philips France κατά Επιτροπής δεν κλονίζονται από την απόφαση Infineon Technologies κατά Επιτροπής ( 66 ).

    117.

    Επομένως, από τις προεκτεθείσες εκτιμήσεις συνάγεται ότι –με την επιφύλαξη της έγκαιρης διόρθωσης από το Γενικό Δικαστήριο της απόδοσης της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης στην αγγλική γλώσσα–πρέπει να απορριφθεί και ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως.

    2. Επί της εκτίμησης του ευρωπαϊκού μηχανισμού σύμπραξης σε σχέση με το πρόστιμο (πέμπτος λόγος αναιρέσεως)

    118.

    Τέλος, ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως της Nexans αφορά την εκτίμηση του «ευρωπαϊκού μηχανισμού σύμπραξης» σε σχέση με τον καθορισμό του προστίμου. Όπως προεκτέθηκε, η Επιτροπή καθόρισε σε βάρος των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων αυξημένο κατά 2 % βασικό ποσό προστίμου, καθόσον, πέραν της κατανομής των αγορών μεταξύ των ευρωπαϊκών, των ιαπωνικών και των νοτιοκορεατικών επιχειρήσεων («μηχανισμός σύμπραξης A/R»), διαπίστωσε την ύπαρξη πρόσθετης κατανομής μεταξύ των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων ( 67 ).

    119.

    Στη δίκη ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η Nexans αμφισβήτησε ότι ο ευρωπαϊκός μηχανισμός σύμπραξης προξένησε πρόσθετη ζημία η οποία θα μπορούσε να δικαιολογήσει την εν λόγω αύξηση. Το επιχείρημα αυτό απερρίφθη από το Γενικό Δικαστήριο.

    120.

    Στην παρούσα αναιρετική διαδικασία, η Nexans βάλλει πλέον κατά της κρίσης που διατύπωσε συναφώς το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 182 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Συγκεκριμένα, κατά το Γενικό Δικαστήριο, αντιθέτως προς ό,τι υποστήριζε η Nexans, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κατανομή των έργων με αντικείμενο υπόγεια και υποβρύχια ηλεκτρικά καλώδια υψηλής τάσης εντός του «ευρωπαϊκού μηχανισμού σύμπραξης» ενίσχυσε το πλήγμα που ο «μηχανισμός σύμπραξης A/R» προκάλεσε στον ανταγωνισμό εντός του ΕΟΧ.

    121.

    Κατά τη Nexans, η ανωτέρω κρίση ενέχει προφανή πλάνη εκτιμήσεως και επίσης πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας. Συγκεκριμένα, τόσο η Επιτροπή όσο και το Γενικό Δικαστήριο αναγνώρισαν ότι η Nexans προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι η παράβαση δεν επηρέασε όλες τις ευρωπαϊκές πωλήσεις. Τούτου δεδομένου, η παρατήρηση ότι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο ευρωπαϊκός μηχανισμός σύμπραξης ενίσχυσε το πλήγμα στον ανταγωνισμό δεν συνιστά επαρκή αιτιολογία για την αύξηση του προστίμου. Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο, επικυρώνοντας τη νομιμότητα της αύξησης αυτής, υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως.

    122.

    Το επιχείρημα αυτό δεν είναι πειστικό. Επιπλέον, στηρίζεται εν μέρει σε προδήλως εσφαλμένη ερμηνεία της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

    123.

    Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο, κατ’ αρχάς, ουδόλως δέχτηκε ότι οι αναιρεσείουσες απέδειξαν ότι η παράβαση δεν είχε αντίκτυπο επί όλων των ευρωπαϊκών πωλήσεων. Αντιθέτως, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στη σκέψη 181 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι ο «ευρωπαϊκός μηχανισμός σύμπραξης» προέβλεπε μία επιπλέον δέσμευση κατανομής έργων, πέραν των κανόνων κατανομής που ήδη υφίσταντο στο πλαίσιο του «μηχανισμού σύμπραξης A/R».

    124.

    Για τον λόγο αυτόν, όπως προεκτέθηκε, το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε το συμπέρασμα, στη σκέψη 182 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο εν λόγω «ευρωπαϊκός μηχανισμός σύμπραξης» ενίσχυσε το πλήγμα που προκάλεσε ο «μηχανισμός σύμπραξης A/R» στον ανταγωνισμό. Η Nexans δεν αμφισβητεί τις εν λόγω κρίσεις του Γενικού Δικαστηρίου στην αναιρετική διαδικασία ούτε υπάρχουν στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι οι κρίσεις αυτές στηρίζονται σε παραμόρφωση αποδεικτικών στοιχείων που επικαλέστηκε η Nexans πρωτοδίκως.

    125.

    Δεδομένων των προεκτεθέντων, αφενός, δεν προκύπτει για ποιον λόγο η κρίση που διατύπωσε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 182 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης θα μπορούσε να είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη.

    126.

    Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς δέχτηκε και επί της ουσίας ότι η κατανομή των έργων μεταξύ των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων συνεπάγεται περαιτέρω πλήγμα, επιπλέον της κατανομής των αγορών μεταξύ των ευρωπαϊκών, των ιαπωνικών και των νοτιοκορεατικών επιχειρήσεων. Τούτο διότι η στενή σύνδεση μεταξύ των δύο μηχανισμών δεν αναιρεί το γεγονός ότι ο «ευρωπαϊκός μηχανισμός σύμπραξης» αποτελούσε συμφωνία μη εμπεριεχόμενη στον μηχανισμό σύμπραξης A/R και έχουσα αυτοτελή σημασία. Η ενδοευρωπαϊκή αυτή κατανομή θα έπρεπε να χαρακτηρισθεί ως περιορισμός του ανταγωνισμού ακόμη και ανεξάρτητα από την κατανομή των αγορών μεταξύ των ευρωπαϊκών, των ιαπωνικών και των νοτιοκορεατικών επιχειρήσεων. Συνεπώς, η κρίση του Γενικού Δικαστηρίου ότι η εν λόγω «επιπλέον» παράβαση νομίμως τιμωρήθηκε με αυξημένο πρόστιμο δεν ενέχει πλάνη εκτιμήσεως.

    127.

    Κατά συνέπεια, ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως πρέπει επίσης να απορριφθεί.

    Γ.   Σύνοψη

    128.

    Καθόσον κανείς από τους λόγους αναιρέσεως της Nexans δεν μπορεί να ευδοκιμήσει, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

    VI. Επί των δικαστικών εξόδων

    129.

    Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των εξόδων.

    130.

    Από το άρθρο 138, παράγραφοι 1 και 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας προκύπτει ότι ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου· οσάκις οι ηττηθέντες διάδικοι είναι περισσότεροι του ενός, το Δικαστήριο αποφασίζει για την κατανομή των εξόδων. Καθότι η Επιτροπή ζήτησε να καταδικαστούν οι αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα, οι δε τελευταίες ηττήθηκαν, οι αναιρεσείουσες πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα. Δεδομένου ότι άσκησαν από κοινού την αίτηση αναιρέσεως, ευθύνονται εις ολόκληρον για την καταβολή των εξόδων. Εντούτοις, δεν θα ήταν προσήκον να καταδικαστούν οι αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα που προέκυψαν σε σχέση με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, δεδομένου ότι ο συγκεκριμένος λόγος αναιρέσεως οφείλεται σε μεταφραστικό σφάλμα του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατά συνέπεια, σε σχέση με το λόγο αυτόν, θα πρέπει, κατ’ αρχάς, να φέρουν όλοι οι διάδικοι τα έξοδά τους. Εν συνεχεία, θα μπορούν να εξετάσουν αν θα εγείρουν, για τον λόγο αυτόν, αξιώσεις αποζημίωσης κατά του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    VII. Πρόταση

    131.

    Κατόπιν των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ως εξής:

    1)

    Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

    2)

    Καταδικάζει τη Nexans France SAS και τη Nexans SA στα δικαστικά έξοδα εις ολόκληρον, εξαιρουμένων των εξόδων που προέκυψαν σε σχέση με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως. Όσον αφορά τον ως άνω λόγο αναιρέσεως, όλοι οι διάδικοι φέρουν τα έξοδά τους.


    ( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.

    ( 2 ) Κανονισμός του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της συνθήκης (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1).

    ( 3 ) Το ίδιο ζήτημα τίθεται στην παράλληλη υπόθεση C-601/18 P, Prysmian και Prysmian Cavi e Sistemi κατά Επιτροπής.

    ( 4 ) Βλ. απόφαση της Επιτροπής, της 2ας Απριλίου 2014, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 101 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 53 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ (Υπόθεση AT.39610 – Ηλεκτρικά καλώδια), κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2014) 2139 final και δημοσιευθείσα περιληπτικώς σε ΕΕ 2014, C 319, σ. 10.

    ( 5 ) Απόφαση της 12ης Ιουλίου 2018, Nexans France και Nexans κατά Επιτροπής (T-449/14, EU:T:2018:456).

    ( 6 ) Βλ. σκέψη 3 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και αιτιολογική σκέψη 47 της επίδικης απόφασης.

    ( 7 ) Βλ. σκέψη 2 της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Νοεμβρίου 2012, Nexans France και Nexans κατά Επιτροπής (T-135/09, EU:T:2012:596).

    ( 8 ) Βλ. σκέψη 4 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και αιτιολογική σκέψη 48 της επίδικης απόφασης.

    ( 9 ) Βλ., αναλυτικότερα, σημεία 23 έως 27 των παρουσών προτάσεων.

    ( 10 ) T-135/09 (EU:T:2012:596).

    ( 11 ) Απόφαση της 25ης Ιουνίου 2014, Nexans και Nexans France κατά Επιτροπής (C-37/13 P, EU:C:2014:2030).

    ( 12 ) Βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Νοεμβρίου 2012, Nexans France και Nexans κατά Επιτροπής (T-135/09, EU:T:2012:596, σκέψεις 115 έως 134), με την οποία τα αιτήματα ακύρωσης των οικείων πράξεων της Επιτροπής κρίθηκαν απαράδεκτα· οι εν λόγω διαπιστώσεις δεν προσβλήθηκαν στην αναιρετική διαδικασία που ακολούθησε.

    ( 13 ) Βλ. σκέψεις 11 και 12 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και άρθρο 1 καθώς και αιτιολογικές σκέψεις 10 έως 13 και 66 έως 74 της επίδικης απόφασης.

    ( 14 ) Βλ. σκέψη 18 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και αιτιολογικές σκέψεις 997 έως 1010 της επίδικης απόφασης.

    ( 15 ) Βλ., επίσης, σκέψεις 6 έως 14 της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Νοεμβρίου 2012, Nexans France και Nexans κατά Επιτροπής (T-135/09, EU:T:2012:596).

    ( 16 ) Βλ. σημείο 24 των παρουσών προτάσεων.

    ( 17 ) Βλ., αντί πολλών, απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2017, Timab Industries και CFPR κατά Επιτροπής (C-411/15 P, EU:C:2017:11, σκέψεις 154 και 155 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    ( 18 ) Βλ. απόφαση της 20ής Μαΐου 2010, Γκόγκος κατά Επιτροπής (C-583/08 P, EU:C:2010:287, σκέψεις 23 και 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και προτάσεις μου στην ίδια υπόθεση (C-583/08 P, EU:C:2010:118, σημείο 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    ( 19 ) Βλ. απόφαση της 10ης Απριλίου 2014, Areva κ.λπ. κατά Επιτροπής (C-247/11 P και C‑253/11 P, EU:C:2014:257, σκέψεις 113 και 114 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    ( 20 ) Βλ. αποφάσεις της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, Eurocoton κ.λπ. κατά Συμβουλίου (C-76/01 P, EU:C:2003:511, σκέψη 52), και της 29ης Σεπτεμβρίου 2011, Arkema κατά Επιτροπής (C‑520/09 P, EU:C:2011:619, σκέψη 31)· υπό την ίδια έννοια, απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2014, Buono κ.λπ. κατά Επιτροπής (C-12/13 P και C-13/13 P, EU:C:2014:2284, σκέψη 64)· βλ., επίσης, προτάσεις μου στην υπόθεση Επιτροπή κατά United Parcel Service (C-265/17 P, EU:C:2018:628, σημείο 28).

    ( 21 ) Τούτο ισχύει για τις ακόλουθες γλωσσικές αποδόσεις: την αγγλική [«(c) to take or obtain in any form copies of or extracts from such books or records;»], τη γαλλική [«c) prendre ou obtenir sous quelque forme que ce soit copie ou extrait de ces livres ou documents;»], τη γερμανική [«c) Kopien oder Auszüge gleich welcher Art aus diesen Büchern και Unterlagen anzufertigen oder zu erlangen;»], την ιταλική [«c) fare o ottenere sotto qualsiasi forma copie o estratti dei suddetti libri o documenti;»], την ισπανική [«c) hacer u obtener copias o extractos en cualquier formato de dichos libros o de la documentación;»], τη ρουμανική [«să ia sau să obțină, sub orice formă, copii sau extrase din aceste registre și documente;»], τη βουλγαρική [«в) да вземат или получават под всякаква форма копия или извлечения от тези книги или документи;»], την τσεχική [«c) kopírovat nebo získávat v jakékoli formě kopie nebo výpisy z těchto knih nebo záznamů;»], τη δανική [«c) at tage eller få kopi eller udskrift under enhver form af sådanne bøger eller forretningspapirer»], την εσθονική [«c) teha või saada mis tahes kujul koopiaid või väljavõtteid sellistest raamatupidamis- ja muudest dokumentidest;»], την ελληνική [«γ) να λαμβάνουν ή να αποκτούν υπό οποιαδήποτε μορφή αντίγραφο ή απόσπασμα των εν λόγω βιβλίων και εγγράφων·»], την κροατική [«(c) uzeti ili zahtijevati u bilo kojem obliku primjerke ili izvatke iz navedenih poslovnih knjiga ili poslovne dokumentacije;»], τη λετονική [«c) jebkādā veidā ņemt vai iegūt šo grāmatvedības dokumentu vai citu dokumentu izvilkumu kopijas;»], τη λιθουανική [«c) paimti ar gauti tokių knygų ar dokumentų kopijas ar išrašus bet kokia forma;»], την ουγγρική [«c) bármilyen formában elkészítsék vagy megszerezzék az ilyen könyvek vagy feljegyzések másolatát vagy kivonatát;»], την ολλανδική [«c) het maken of verkrijgen van afschriften of uittreksels, in welke vorm ook, van die boeken en bescheiden;»], την πολωνική [«c) pobrania lub uzyskiwania w każdej formie kopii lub wyciągów z tych ksiąg lub rejestrów;»] και τη σουηδική [«c) göra eller erhålla alla former av kopior av eller utdrag ur sådana räkenskaper och affärshandlingar,»].

    ( 22 ) Τούτο ισχύει για τις ακόλουθες γλωσσικές αποδόσεις: τη μαλτέζικη [«(ċ) li jieħu jew jikseb f’kwalunkwe forma: kopji ta’ jew estratti min dawn il-kotba jew rekords:»], τη σλοβακική [«c) vyhotoviť alebo získať akékoľvek kópie formulárov alebo výťahov z obchodných kníh a záznamov;»], τη σλοβενική [«(c) odvzamejo in pridobijo, ne glede na obliko, kopije ali izvlečke iz poslovnih knjig ali dokumentacije;»] και τη φινλανδική [«c) ottaa tai saada missä tahansa muodossa jäljennöksiä ja otteita kirjanpidosta tai asiakirjoista;»].

    ( 23 ) Τούτο ισχύει για τις ακόλουθες γλωσσικές αποδόσεις:: τη δανική [«c) at tage eller få kopi eller udskrift καιer enhver form af sådanne bøger eller forretningspapirer»], την κροατική [«(c) uzeti ili zahtijevati u bilo kojem obliku primjerke ili izvatke iz navedenih poslovnih knjiga ili poslovne dokumentacije;»], τη σουηδική [«c) göra eller erhålla alla former av kopior av eller utdrag ur sådana räkenskaper och affärshandlingar,»], τη σλοβακική [«c) vyhotoviť alebo získať akékoľvek kópie formulárov alebo výťahov z obchodných kníh a záznamov;»] και τη σλοβενική [«(c) odvzamejo in pridobijo, ne glede na obliko, kopije ali izvlečke iz poslovnih knjig ali dokumentacije;»].

    ( 24 ) «c) Tirar ou obter sob qualquer forma cópias ou extractos dos documentos controlados;».

    ( 25 ) Βλ. αποφάσεις της 12ης Νοεμβρίου 1969, Stauder (29/69, EU:C:1969:57, σκέψη 3), της 3ης Οκτωβρίου 2013, Confédération paysanne (C-298/12, EU:C:2013:630, σκέψη 22), και της 4ης Φεβρουαρίου 2016, C & J Clark International και Puma (C-659/13 και C-34/14, EU:C:2016:74, σκέψη 122).

    ( 26 ) Βλ. αποφάσεις της 14ης Ιουνίου 2012, Banco Español de Crédito (C-618/10, EU:C:2012:349, σκέψη 61), της 14ης Ιανουαρίου 2016, Vodafone (C-395/14, EU:C:2016:9, σκέψη 40), και της 25ης Ιανουαρίου 2018, Επιτροπή κατά Τσεχικής Δημοκρατίας (C-314/16, EU:C:2018:42, σκέψη 47).

    ( 27 ) Βλ. αποφάσεις της 21ης Σεπτεμβρίου 1989, Hoechst κατά Επιτροπής (46/87 και 227/88, EU:C:1989:337, σκέψη 25), της 22ας Οκτωβρίου 2002, Roquette Frères (C-94/00, EU:C:2002:603, σκέψη 42), και της 25ης Ιουνίου 2014, Nexans και Nexans France κατά Επιτροπής (C-37/13 P, EU:C:2014:2030, σκέψη 33).

    ( 28 ) Βλ. αποφάσεις της 21ης Σεπτεμβρίου 1989, Hoechst κατά Επιτροπής (46/87 και 227/88, EU:C:1989:337, σκέψη 15), και της 7ης Ιανουαρίου 2004, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής (C-204/00 P, C-205/00 P, C-211/00 P, C-213/00 P, C-217/00 P και C-219/00 P, EU:C:2004:6, σκέψη 63), και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Νοεμβρίου 2012, Nexans France και Nexans κατά Επιτροπής (T-135/09, EU:T:2012:596, σκέψη 41).

    ( 29 ) Βλ. αποφάσεις της 22ας Οκτωβρίου 2002, Roquette Frères (C-94/00, EU:C:2002:603, σκέψη 44), και της 18ης Ιουνίου 2015, Deutsche Bahn κ.λπ. κατά Επιτροπής (C-583/13 P, EU:C:2015:404, σκέψη 31).

    ( 30 ) Βλ. συναφώς, ενδελεχώς, απόφαση της 25ης Ιουνίου 2014, Nexans και Nexans France κατά Επιτροπής (C-37/13 P, EU:C:2014:2030, σκέψεις 35 έως 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και προτάσεις μου στην υπόθεση Nexans και Nexans France κατά Επιτροπής (C‑37/13 P, EU:C:2014:223, σημεία 48 και 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    ( 31 ) Βλ., συναφώς, αποφάσεις της 21ης Σεπτεμβρίου 1989, Hoechst κατά Επιτροπής (46/87 και 227/88, EU:C:1989:337, σκέψη 27), και της 17ης Οκτωβρίου 1989, Dow Benelux κατά Επιτροπής (85/87, EU:C:1989:379, σκέψη 38), και διάταξη της 17ης Νοεμβρίου 2005, Minoan Lines κατά Επιτροπής (C-121/04 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2005:695, σκέψη 36).

    ( 32 ) Βλ. αποφάσεις της 21ης Σεπτεμβρίου 1989, Hoechst κατά Επιτροπής (46/87 και 227/88, EU:C:1989:337, σκέψη 29), της 22ας Οκτωβρίου 2002, Roquette Frères (C-94/00, EU:C:2002:603, σκέψη 47), της 25ης Ιουνίου 2014, Nexans και Nexans France κατά Επιτροπής (C-37/13 P, EU:C:2014:2030, σκέψη 34), και της 30ής Ιανουαρίου 2020, České dráhy κατά Επιτροπής (C-538/18 P και C-539/18 P, EU:C:2020:53, σκέψεις 40 έως 43), καθώς και προτάσεις μου στην υπόθεση Nexans και Nexans France κατά Επιτροπής (C-37/13 P, EU:C:2014:223, σημεία 44 και 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    ( 33 ) Βλ., συναφώς, προτάσεις μου στην υπόθεση Nexans και Nexans France κατά Επιτροπής (C‑37/13 P, EU:C:2014:223, σημεία 43 και 52).

    ( 34 ) Πρβλ. αποφάσεις της 17ης Οκτωβρίου 1989, Dow Benelux κατά Επιτροπής (85/87, EU:C:1989:379, σκέψεις 17 και 18), της 15ης Οκτωβρίου 2002, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής (C-238/99 P, C-244/99 P, C-245/99 P, C-247/99 P, C-250/99 P έως C‑252/99 P και C-254/99 P, EU:C:2002:582, σκέψη 300), της 22ας Οκτωβρίου 2002, Roquette Frères (C-94/00, EU:C:2002:603, σκέψη 48), της 18ης Ιουνίου 2015, Deutsche Bahn κ.λπ. κατά Επιτροπής (C-583/13 P, EU:C:2015:404, σκέψεις 58 και 60), και της 30ής Ιανουαρίου 2020, České dráhy κατά Επιτροπής (C-538/18 P και C-539/18 P, EU:C:2020:53, σκέψη 99).

    ( 35 ) Πρβλ. αποφάσεις της 17ης Οκτωβρίου 1989, Dow Benelux κατά Επιτροπής (85/87, EU:C:1989:379, σκέψη 19), της 15ης Οκτωβρίου 2002, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής (C-238/99 P, C-244/99 P, C-245/99 P, C-247/99 P, C-250/99 P έως C-252/99 P και C-254/99 P, EU:C:2002:582, σκέψεις 301 έως 305), και της 18ης Ιουνίου 2015, Deutsche Bahn κ.λπ. κατά Επιτροπής (C-583/13 P, EU:C:2015:404, σκέψη 59).

    ( 36 ) Βλ. σημείο 28 των παρουσών προτάσεων.

    ( 37 ) Βλ. αποφάσεις της 21ης Σεπτεμβρίου 1989, Hoechst κατά Επιτροπής (46/87 και 227/88, EU:C:1989:337, σκέψη 19), και της 22ας Οκτωβρίου 2002, Roquette Frères (C-94/00, EU:C:2002:603, σκέψη 27), και διάταξη της 17ης Νοεμβρίου 2005, Minoan Lines κατά Επιτροπής (C-121/04 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2005:695, σκέψη 30).

    ( 38 ) Πρβλ. αποφάσεις της 21ης Σεπτεμβρίου 1989, Hoechst κατά Επιτροπής (46/87 και 227/88, EU:C:1989:337, σκέψη 28), της 17ης Οκτωβρίου 1989, Dow Benelux κατά Επιτροπής (85/87, EU:C:1989:379, σκέψη 19), και της 18ης Ιουνίου 2015, Deutsche Bahn κ.λπ. κατά Επιτροπής (C-583/13 P, EU:C:2015:404, σκέψεις 28 επ. και 59)· βλ., επίσης, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 6ης Σεπτεμβρίου 2013, Deutsche Bahn κ.λπ. κατά Επιτροπής (T-289/11, T‑290/11 και T-521/11, EU:T:2013:404, σκέψεις 79 έως 84).

    ( 39 ) Υπόθεση C-601/18 P, βλ. υποσημείωση 3 των παρουσών προτάσεων.

    ( 40 ) Βλ., όσον αφορά τον τρόπο που εκτυλίχθηκε ο έλεγχος στην υπό κρίση υπόθεση, σημεία 23 έως 28 των παρουσών προτάσεων.

    ( 41 ) Βλ. σημεία 24 έως 26 των παρουσών προτάσεων.

    ( 42 ) Πρβλ. αποφάσεις της 17ης Οκτωβρίου 1989, Dow Benelux κατά Επιτροπής (85/87, EU:C:1989:379, σκέψη 19), και της 18ης Ιουνίου 2015, Deutsche Bahn κ.λπ. κατά Επιτροπής (C-583/13 P, EU:C:2015:404, σκέψη 59), και διάταξη της 17ης Νοεμβρίου 2005, Minoan Lines κατά Επιτροπής (C-121/04 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2005:695, σκέψη 36).

    ( 43 ) Βλ., συναφώς, σημείο 53 των παρουσών προτάσεων και εκεί μνημονευόμενη νομολογία.

    ( 44 ) Βλ. σημεία 23 έως 26 των παρουσών προτάσεων.

    ( 45 ) Βλ., συναφώς, ιδίως σημεία 57 έως 63 των παρουσών προτάσεων.

    ( 46 ) Βλ. σημεία 54 έως 57 των παρουσών προτάσεων και εκεί μνημονευόμενη νομολογία.

    ( 47 ) Βλ. σημεία 23 έως 28 των παρουσών προτάσεων, καθώς και σκέψεις 63 και 81 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

    ( 48 ) Πρβλ. αποφάσεις της 21ης Σεπτεμβρίου 1989, Hoechst κατά Επιτροπής (46/87 και 227/88, EU:C:1989:337, σκέψη 19), και της 22ας Οκτωβρίου 2002, Roquette Frères (C-94/00, EU:C:2002:603, σκέψεις 27, 50, 52 και 76 έως 80)· βλ. επίσης, συναφώς, όσον αφορά τις αιτήσεις παροχής πληροφοριών που απευθύνονται σε επιχειρήσεις, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα N. Wahl στην υπόθεση Italmobiliare κατά Επιτροπής (C-268/14 P, EU:C:2015:697, σημεία 96 επ.).

    ( 49 ) Κανονισμός του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962: πρώτος κανονισμός εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25).

    ( 50 ) Βλ. σκέψη 66 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

    ( 51 ) Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 11ης Δεκεμβρίου 2003, Minoan Lines κατά Επιτροπής (T-66/99, EU:T:2003:337, σκέψη 83)· επικυρωθείσα με τη διάταξη της 17ης Νοεμβρίου 2005, Minoan Lines κατά Επιτροπής (C-121/04 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2005:695).

    ( 52 ) Βλ. σημεία 28, 59, 62, 82 και 83 των παρουσών προτάσεων.

    ( 53 ) Βλ. σημείο 91 των παρουσών προτάσεων.

    ( 54 ) Αποφάσεις της 17ης Δεκεμβρίου 1998, Baustahlgewebe κατά Επιτροπής (C-185/95 P, EU:C:1998:608, σκέψη 128), της 28ης Ιουνίου 2005, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής (C-189/02 P, C-202/02 P, C-205/02 P έως C-208/02 P και C-213/02 P, EU:C:2005:408, σκέψη 244), και της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, Infineon Technologies κατά Επιτροπής (C‑99/17 P, EU:C:2018:773, σκέψη 192).

    ( 55 ) ΕΕ 2006, C 210, σ. 2.

    ( 56 ) Αποφάσεις της 15ης Οκτωβρίου 2002, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής (C-238/99 P, C-244/99 P, C-245/99 P, C-247/99 P, C-250/99 P έως C-252/99 P και C-254/99 P, EU:C:2002:582, σκέψη 692), της 8ης Δεκεμβρίου 2011, Chalkor κατά Επιτροπής (C-386/10 P, EU:C:2011:815, σκέψη 63), και της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, Infineon Technologies κατά Επιτροπής (C-99/17 P, EU:C:2018:773, σκέψη 193).

    ( 57 ) Αποφάσεις της 8ης Δεκεμβρίου 2011, Chalkor κατά Επιτροπής (C-386/10 P, EU:C:2011:815, σκέψη 64), της 10ης Ιουλίου 2014, Telefónica και Telefónica de España κατά Επιτροπής (C-295/12 P, EU:C:2014:2062, σκέψη 213), και της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, Infineon Technologies κατά Επιτροπής (C-99/17 P, EU:C:2018:773, σκέψη 194).

    ( 58 ) Αποφάσεις της 10ης Ιουλίου 2014, Telefónica και Telefónica de España κατά Επιτροπής (C‑295/12 P, EU:C:2014:2062, σκέψη 200), της 26ης Ιανουαρίου 2017, Villeroy & Boch Austria κατά Επιτροπής (C-626/13 P, EU:C:2017:54, σκέψη 82), και της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, Infineon Technologies κατά Επιτροπής (C-99/17 P, EU:C:2018:773, σκέψη 195).

    ( 59 ) Για εκτενή ανάλυση μιας πολύ όμοιας περίπτωσης, βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση Foundation for the Protection of the Traditional Cheese of Cyprus named Halloumi κατά EUIPO (C-766/18 P, EU:C:2019:881, σημεία 22 επ., με περαιτέρω παραπομπές)· στην υπόθεση εκείνη, διορθώθηκε η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου ως προς την εσφαλμένη γλωσσική απόδοση, βλ. διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Σεπτεμβρίου 2019, Foundation for the Protection of the Traditional Cheese of Cyprus named Halloumi κατά EUIPO – M. J. Dairies (BBQLOUMI) (T‑328/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:662).

    ( 60 ) Πρβλ. αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 2013, Ziegler κατά Επιτροπής (C-439/11 P, EU:C:2013:513, σκέψη 124), και Team Relocations κ.λπ. κατά Επιτροπής (C-444/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:464, σκέψη 125), της 26ης Ιανουαρίου 2017, Dornbracht κατά Επιτροπής (C‑604/13 P, EU:C:2017:45, σκέψη 75), και της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, Philips και Philips France κατά Επιτροπής (C-98/17 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:774, σκέψη 103).

    ( 61 ) Απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, Philips και Philips France κατά Επιτροπής (C-98/17 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:774, σκέψη 105).

    ( 62 ) Απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2018 (C-99/17 P, EU:C:2018:773).

    ( 63 ) Απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, Infineon Technologies κατά Επιτροπής (C-99/17 P, EU:C:2018:773, σκέψεις 206 και 207).

    ( 64 ) Βλ., ρητώς, απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, Philips και Philips France κατά Επιτροπής (C-98/17 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:774, σκέψη 104).

    ( 65 ) Βλ. απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, Infineon Technologies κατά Επιτροπής (C-99/17 P, EU:C:2018:773, σκέψεις 201 και 203).

    ( 66 ) Βλ. απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, Infineon Technologies κατά Επιτροπής (C-99/17 P, EU:C:2018:773, σκέψεις 210 και 211).

    ( 67 ) Βλ. σημεία 11 και 12 των παρουσών προτάσεων.

    Top