Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62018CC0262

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ρ. Pikamäe της 19ης Δεκεμβρίου 2019.
    Ευρωπαϊκή Επιτροπή και Δημοκρατία της Σλοβακίας κατά Dôvera zdravotná poistʼovňa, a.s.
    Αίτηση αναιρέσεως – Κρατικές ενισχύσεις – Άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ‐ Σύστημα κοινωνικής ασφάλισης – Φορείς ασφάλισης υγείας – Έννοιες της “επιχείρησης” και της “οικονομικής δραστηριότητας” – Κοινωνικός σκοπός – Αρχή της αλληλεγγύης – Κρατική εποπτεία – Συνολική εκτίμηση – Δυνατότητα επιδίωξης κέρδους – Εναπομένων ανταγωνισμός ως προς την ποιότητα και την προσφορά των παροχών ασφάλισης υγείας.
    Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-262/18 P και C-271/18 P.

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2019:1144

     ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    PRIIT PIKAMÄE

    της 19ης Δεκεμβρίου 2019 ( 1 )

    Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑262/18 P και C‑271/18 P

    Ευρωπαϊκή Επιτροπή

    κατά

    Dôvera zdravotná poist’ovňa a.s. (C‑262/18 P)

    και

    Σλοβακική Δημοκρατία

    κατά

    Dôvera zdravotná poist’ovňa a.s.

    (C‑271/18 P)

    «Αίτηση αναιρέσεως – Κρατικές ενισχύσεις – Οργανισμοί ασφάλισης υγείας – Έννοια της “επιχείρησης” – Πολύπλοκες οικονομικές εκτιμήσεις – Περιεχόμενο του δικαστικού ελέγχου εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου – Έννοια της “οικονομικής δραστηριότητας” – Κερδοσκοπικός σκοπός επιδιωκόμενος από άλλες οντότητες που δραστηριοποιούνται εντός του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης – Ανταγωνισμός ως προς την ποιότητα και την προσφορά των παροχών ασφάλισης ασθενείας»

    Περιεχόμενα

     

    I. Το ιστορικό της διαφοράς

     

    II. Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

     

    III. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

     

    IV. Οι κύριες αιτήσεις αναιρέσεως

     

    Α. Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως στην υπόθεση C‑271/18 P με τον οποίο η Σλοβακική Δημοκρατία προβάλλει υπέρβαση των ορίων της εξουσίας δικαστικού ελέγχου την οποία διαθέτει το Γενικό Δικαστήριο

     

    1. Επιχειρήματα των διαδίκων

     

    2. Εκτίμηση

     

    3. Συμπέρασμα όσον αφορά τον πρώτο λόγο αναιρέσεως που η Σλοβακική Δημοκρατία προβάλλει στην υπόθεση C‑271/18 P

     

    Β. Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως που η Επιτροπή διατυπώνει στην υπόθεση C‑262/18 P και του τετάρτου λόγου αναιρέσεως που η Σλοβακική Δημοκρατία διατυπώνει στην υπόθεση C‑271/18 P, με τους οποίους προβάλλεται παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης

     

    1. Επιχειρήματα των διαδίκων

     

    2. Εκτίμηση

     

    3. Συμπέρασμα όσον αφορά τον πρώτο λόγο αναιρέσεως στην υπόθεση C‑262/18 P και τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως στην υπόθεση C‑271/18 P

     

    Γ. Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως που η Επιτροπή διατυπώνει στην υπόθεση C‑262/18 P και του τρίτου λόγου αναιρέσεως που η Σλοβακική Δημοκρατία διατυπώνει στην υπόθεση C‑271/18 P, με τους οποίους προβάλλεται πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία της έννοιας της «επιχείρησης» κατά το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ

     

    1. Επιχειρήματα των διαδίκων

     

    2. Εκτίμηση

     

    α) Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

     

    β) Επί της επιρροής που η επιδίωξη κερδοσκοπικού σκοπού από τις άλλες οντότητες που δραστηριοποιούνται εντός του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης ασκεί για τον χαρακτηρισμό μιας δραστηριότητας ως οικονομικής

     

    γ) Επί της υπάρξεως επαρκούς βαθμού ανταγωνισμού ώστε να δικαιολογείται ο χαρακτηρισμός μιας δραστηριότητας ως οικονομικής

     

    3. Συμπέρασμα όσον αφορά τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως στην υπόθεση C‑262/18 P και τον τρίτο λόγο αναιρέσεως στην υπόθεση C‑271/18 P

     

    Δ. Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως που η Επιτροπή διατυπώνει στην υπόθεση C‑262/18 P και του δευτέρου λόγου αναιρέσεως που η Σλοβακική Δημοκρατία διατυπώνει στην υπόθεση C‑271/18 P, με τους οποίους προβάλλεται παραμόρφωση ορισμένων αποδεικτικών στοιχείων

     

    1. Επιχειρήματα των διαδίκων

     

    2. Εκτίμηση

     

    3. Συμπέρασμα όσον αφορά τον τρίτο λόγο αναιρέσεως στην υπόθεση C‑262/18 P και τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως στην υπόθεση C‑271/18 P

     

    V. Οι ανταναιρέσεις

     

    Α. Επιχειρήματα των διαδίκων

     

    Β. Εκτίμηση

     

    Γ. Συμπέρασμα όσον αφορά τις ανταναιρέσεις στις υποθέσεις C‑262/18 P και C‑271/18 P

     

    VI. Επί της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

     

    VII. Επί των δικαστικών εξόδων

     

    VIII. Πρόταση

    1. 

    Με τις υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Σλοβακική Δημοκρατία ζητούν να αναιρεθεί η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 5ης Φεβρουαρίου 2018, Dôvera zdravotná poist’ovňa κατά Επιτροπής (T‑216/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:64, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο έκανε δεκτή την προσφυγή της Dôvera zdravotná poist’ovňa a.s. (στο εξής: Dôvera) με αίτημα την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής C(2014) 7277 τελικό σχετικά με σειρά μέτρων χρηματοδοτικής στήριξης τα οποία αυτό το κράτος μέλος είχε θέσει σε εφαρμογή υπέρ της Spoločná zdravotná poist’ovňa a.s (στο εξής: SZP) και της Všeobecná zdravotná poist’ovňa a.s. (στο εξής: VšZP) (στο εξής: επίμαχη απόφαση) ( 2 ).

    2. 

    Μολονότι εντάσσεται στο πλαίσιο πλούσιας νομολογίας σχετικής με τον χαρακτηρισμό ως «επιχειρήσεων», για τον σκοπό εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού που περιέχονται στη Συνθήκη, οντοτήτων που δραστηριοποιούνται εντός συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, η υπό κρίση υπόθεση παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να προβεί σε ιδιαίτερα ευπρόσδεκτες διευκρινίσεις όσον αφορά ιδίως τις συνέπειες, για τον χαρακτηρισμό αυτόν, της παρουσίας άλλων φορέων εντός του συστήματος αυτού οι οποίοι επιδιώκουν κερδοσκοπικό σκοπό. Επιπλέον, το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί για πρώτη φορά σχετικά με το περιεχόμενο του δικαστικού ελέγχου των εκτιμήσεων στις οποίες προβαίνει η Επιτροπή όταν εξετάζει το ζήτημα αν μια οντότητα πρέπει να θεωρηθεί επιχείρηση.

    I. Το ιστορικό της διαφοράς

    3.

    Το 1994, το σλοβακικό σύστημα ασφάλισης υγείας μετατράπηκε από σύστημα ενιαίου δημόσιου ασφαλιστικού φορέα σε μικτό μοντέλο, όπου συνυπάρχουν δημόσιοι και ιδιωτικοί οργανισμοί. Το 2005, μεταρρύθμιση του συστήματος μετέβαλε, μεταξύ άλλων, τη νομική μορφή όλων των παρόχων ασφάλισης, οι οποίοι μετατράπηκαν από sui generis νομικές οντότητες σε εταιρίες περιορισμένης ευθύνης. Το 2007, νομοθετική ρύθμιση επέβαλε στις ασφαλιστικές εταιρίες, από την 1η Ιανουαρίου 2008, απόλυτη απαγόρευση διανομής των κερδών τους υπό μορφή μερισμάτων. Κατόπιν απόφασης του σλοβακικού Συνταγματικού Δικαστηρίου με την οποία η απαγόρευση αυτή κρίθηκε αντισυνταγματική, η νομοθεσία τροποποιήθηκε τον Ιούλιο του 2011 ώστε να επιτρέπεται στις εταιρίες αυτές να διανέμουν τα κέρδη τους, υπό ορισμένες προϋποθέσεις.

    4.

    Τώρα, οι κάτοικοι Σλοβακίας μπορούν να επιλέγουν μεταξύ τριών οργανισμών ασφάλισης υγείας:

    των δημόσιων ασφαλιστικών εταιριών SZP και VšZP, οι οποίες συγχωνεύθηκαν την 1η Ιανουαρίου 2010·

    της ιδιωτικής ασφαλιστικής εταιρίας Dôvera και

    της ιδιωτικής ασφαλιστικής εταιρίας Union zdravotná poist’ovňa a.s. (στο εξής: Union).

    5.

    Κατόπιν καταγγελίας της Dôvera σχετικής με φερόμενες κρατικές ενισχύσεις που χορηγήθηκαν από τη Σλοβακική Δημοκρατία στην SZP και στη VšZP, η Επιτροπή κίνησε, στις 2 Ιουλίου 2013, επίσημη διαδικασία έρευνας.

    6.

    Στις 15 Οκτωβρίου 2014, η Επιτροπή εξέδωσε την επίμαχη απόφαση, στην οποία διαπίστωσε ότι τα επίμαχα μέτρα δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση, επειδή η δραστηριότητα υποχρεωτικής ασφάλισης υγείας, με τον συγκεκριμένο τρόπο οργάνωσης και άσκησής της στη Σλοβακία, δεν μπορεί να θεωρηθεί οικονομική δραστηριότητα και, επομένως, η SZP και η VšZP, ως ωφελούμενες από τα μέτρα αυτά, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως «επιχειρήσεις» κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

    II. Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

    7.

    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 24 Απριλίου 2015, η Dôvera άσκησε προσφυγή ακυρώσεως της επίμαχης απόφασης, προβάλλοντας δύο λόγους ακυρώσεως. Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, η εταιρία αυτή υποστήριξε, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία της έννοιας της «επιχείρησης», κατά το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, από δύο απόψεις. Πρώτον, η Επιτροπή δεν εξέτασε αν μπορούσε να θεωρηθεί ότι η SZP και η VšZP ασκούν οποιαδήποτε οικονομική δραστηριότητα, είτε εντός είτε εκτός του σλοβακικού συστήματος υποχρεωτικής ασφάλισης υγείας, οπότε θα έπρεπε να χαρακτηριστούν ως επιχειρήσεις. Δεύτερον, η Επιτροπή θεώρησε ότι ο χαρακτηρισμός ως «οικονομικής» της δραστηριότητας που ασκούν οι εταιρίες που δραστηριοποιούνται στο σλοβακικό σύστημα ασφάλισης υγείας εξαρτάται από στάθμιση των οικονομικών και των μη οικονομικών στοιχείων, ενώ, κατά την Dôvera, η ύπαρξη οποιουδήποτε οικονομικού στοιχείου σε σύστημα ασφάλισης υγείας αρκεί για να χαρακτηριστεί η δραστηριότητα αυτή ως οικονομική. Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η Dôvera υποστήριξε, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και σε πλάνη περί την εκτίμηση κρίνοντας ότι, στο σλοβακικό σύστημα ασφάλισης υγείας, τα μη οικονομικά στοιχεία υπερτερούν των οικονομικών στοιχείων.

    8.

    Χωρίς να εξετάσει τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκανε δεκτό τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως και, πάνω σε αυτή τη βάση, ακύρωσε την επίμαχη απόφαση.

    9.

    Αφότου υπενθύμισε τη σχετική με την έννοια της «επιχείρησης» νομολογία ( 3 ), και ιδίως αυτήν που αφορά τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, το Γενικό Δικαστήριο ήλεγξε αν η Επιτροπή είχε υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο συνάγοντας ότι τα οικονομικά στοιχεία του σλοβακικού συστήματος υποχρεωτικής ασφάλισης υγείας δεν έθιγαν τα μη οικονομικά στοιχεία του συστήματος αυτού ( 4 ). Για τον σκοπό της εξέτασης αυτής, το Γενικό Δικαστήριο αναγνώρισε, κατ’ αρχάς, ότι το επίμαχο σύστημα είχε, κατ’ ουσίαν, τα ακόλουθα μη οικονομικά στοιχεία:

    οι οργανισμοί ασφάλισης υγείας υποχρεούνται εκ του νόμου να ασφαλίζουν κάθε κάτοικο Σλοβακίας ο οποίος υποβάλλει σχετική αίτηση και δεν μπορούν να αρνηθούν να ασφαλίσουν ένα πρόσωπο λόγω της ηλικίας του, της κατάστασης της υγείας του ή του κινδύνου να προσβληθεί από ασθένεια·

    πρόκειται για σύστημα υποχρεωτικών εισφορών, των οποίων τα ποσά καθορίζονται εκ του νόμου, σε αναλογία με τα εισοδήματα των ασφαλισμένων, αλλά ανεξαρτήτως των παροχών προς τους ασφαλισμένους ή του αστάθμητου παράγοντα που απορρέει, ιδίως, από την ηλικία ή την κατάσταση της υγείας του ασφαλισμένου·

    όλοι οι ασφαλισμένοι δικαιούνται το ίδιο κατώτατο επίπεδο παροχών·

    υπάρχει μηχανισμός αντιστάθμισης των ασφαλιστικών κινδύνων, με τον οποίο οι οργανισμοί που ασφαλίζουν πρόσωπα τα οποία εμφανίζουν υψηλότερο κίνδυνο λαμβάνουν χρηματοδοτικούς πόρους από οργανισμούς των οποίων το χαρτοφυλάκιο απαρτίζεται από πρόσωπα οποία εμφανίζουν χαμηλότερο κίνδυνο·

    οι οργανισμοί ασφάλισης υγείας υπόκεινται σε ειδική ρύθμιση· πέραν της ίδιας νομικής μορφής και των ίδιων δικαιωμάτων και ίδιων υποχρεώσεων, κάθε οργανισμός έχει συσταθεί με σκοπό να θέτει σε εφαρμογή τη δημόσια ασφάλιση υγείας και δεν μπορεί να ασκεί δραστηριότητες άλλες από εκείνες που νόμος προβλέπει·

    οι δραστηριότητες των οργανισμών ασφάλισης υγείας ελέγχονται από ρυθμιστική αρχή η οποία μεριμνά για την τήρηση, από τους οργανισμούς αυτούς, του προεκτεθέντος νομοθετικού πλαισίου και παρεμβαίνει σε περίπτωση παράβασης.

    10.

    Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 58 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι πρέπει «να γίνει δεκτό το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι, κατ’ ουσίαν, το σλοβακικό σύστημα υποχρεωτικής ασφάλισης υγείας είχε σημαντικές κοινωνικές και κανονιστικές πτυχές και πτυχές αλληλεγγύης».

    11.

    Ακολούθως, το Γενικό Δικαστήριο συνέχισε την ανάλυσή του λαμβάνοντας υπόψη τα οικονομικά στοιχεία του συστήματος αυτού ( 5 ). Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, πρώτον, ότι η δυνατότητα των εταιριών ασφάλισης υγείας να πραγματοποιούν, να χρησιμοποιούν και να διανέμουν μέρος των κερδών τους ήταν ικανή να θίξει τον μη οικονομικό χαρακτήρα της δραστηριότητάς τους. Στο πλαίσιο αυτό, η διαπίστωση ότι η δυνατότητα αυτή εξαρτάται από την τήρηση αυστηρών απαιτήσεων οι οποίες προορίζονται να διασφαλίσουν τη συνέχεια του συστήματος και την επίτευξη των κοινωνικών και των σχετικών με την αλληλεγγύη σκοπών του δεν ασκούσε επιρροή, δεδομένου ότι, εν πάση περιπτώσει, η δυνατότητα ελεύθερης επιδίωξης και πραγματοποίησης κερδών την οποία έχουν οι σλοβακικές εταιρίες ασφάλισης υγείας αποδεικνύει ότι επιδιώκουν κερδοσκοπικό σκοπό και, επομένως, ότι οι δραστηριότητες που ασκούν στην αγορά εμπίπτουν στην οικονομική σφαίρα.

    12.

    Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε την ύπαρξη «ορισμένου» ανταγωνισμού ως προς την ποιότητα και την έκταση της προσφοράς μεταξύ των διάφορων εταιριών ασφάλισης υγείας. Συναφώς, έκρινε ότι, ακόμη και αν ο ανταγωνισμός που υφίσταται εντός του σλοβακικού συστήματος υποχρεωτικής ασφάλισης υγείας δεν αφορά ούτε τις εκ του νόμου υποχρεωτικές παροχές ούτε το ποσό των εισφορών, παρά ταύτα ο ανταγωνισμός αυτός παραμένει «έντονος και πολύπλοκος», επειδή οι εν λόγω οργανισμοί έχουν το δικαίωμα να συμπληρώνουν τις εκ του νόμου υποχρεωτικές παροχές με δωρεάν συναφείς παροχές και οι ασφαλισμένοι μπορούν να επιλέγουν ελεύθερα πάροχο ασφάλισης υγείας και να τον αλλάζουν άπαξ ετησίως ( 6 ).

    13.

    Επομένως, λαμβανομένων υπόψη του κερδοσκοπικού σκοπού αυτών των οργανισμών ασφάλισης υγείας και της ύπαρξης «έντονου» ανταγωνισμού ως προς την ποιότητα και την προσφορά υπηρεσιών, το Γενικό Δικαστήριο χαρακτήρισε τη δραστηριότητα παροχής ασφάλισης υγείας στη Σλοβακία ως οικονομική δραστηριότητα ( 7 ).

    III. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

    14.

    Με την αίτησή της αναιρέσεως στην υπόθεση C‑262/18 P, η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τη Δημοκρατία της Φινλανδίας, ζητεί από το Δικαστήριο:

    να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση,

    να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο ή, επικουρικώς, να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς και

    να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα ή να καταδικάσει την Dôvera και την Union στα δικαστικά έξοδα.

    15.

    Η Σλοβακική Δημοκρατία ζητεί από το Δικαστήριο

    να κάνει δεκτή την αίτηση αναιρέσεως και

    να καταδικάσει την Dôvera και την Union στα δικαστικά έξοδα ή να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα.

    16.

    Η Dôvera ζητεί από το Δικαστήριο:

    να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

    να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

    17.

    Με την αίτησή της αναιρέσεως στην υπόθεση C‑271/18 P, η Σλοβακική Δημοκρατία, υποστηριζόμενη από τη Δημοκρατία της Φινλανδίας, ζητεί από το Δικαστήριο:

    να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση,

    να απορρίψει την προσφυγή ή, επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο και

    να καταδικάσει την Dôvera και την Union στα δικαστικά έξοδα ή να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα.

    18.

    Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

    να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση,·

    να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο ή, επικουρικώς, να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς και

    να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα ή να καταδικάσει την Dôvera και την Union στα δικαστικά έξοδα.

    19.

    Η Dôvera και η Union ζητούν από το Δικαστήριο:

    να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

    να καταδικάσει τη Σλοβακική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

    20.

    Με τις ανταναιρέσεις που άσκησε στις υποθέσεις C‑262/18 P και C‑271/18 P, η Dôvera ζητεί από το Δικαστήριο:

    να αναιρέσει τη σκέψη 58 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης κατά το μέρος που σε αυτήν εκτίθεται ότι η Dôvera δεν αμφισβήτησε τον ισχυρισμό ότι το σλοβακικό σύστημα ασφάλισης υγείας έχει «σημαντικές κοινωνικές και κανονιστικές πτυχές και πτυχές αλληλεγγύης».

    21.

    Η Union ζητεί από το Δικαστήριο:

    να αναιρέσει τη σκέψη 58 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης κατά το μέρος που σε αυτήν εκτίθεται ότι η Dôvera δεν αμφισβήτησε τον ισχυρισμό ότι το σλοβακικό σύστημα ασφάλισης υγείας έχει «σημαντικές κοινωνικές και κανονιστικές πτυχές και πτυχές αλληλεγγύης» και

    να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

    22.

    Η Σλοβακική Δημοκρατία ζητεί από το Δικαστήριο;

    να απορρίψει την ανταναίρεση ως απαράδεκτη και

    να καταδικάσει την Dôvera στα δικαστικά έξοδα.

    23.

    Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

    να απορρίψει την ανταναίρεση ως απαράδεκτη ή, επικουρικώς, να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση,

    να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο ή, επικουρικώς, να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς και

    να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα ή να καταδικάσει την Dôvera και την Union στα δικαστικά έξοδα.

    24.

    Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 19ης Νοεμβρίου 2018, αποφασίστηκε η συνένωση των υποθέσεων C‑262/18 P και C‑271/18 P προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

    25.

    Η Επιτροπή, η Σλοβακική Δημοκρατία, η Dôvera και η Union αγόρευσαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 1ης Οκτωβρίου 2019.

    IV. Οι κύριες αιτήσεις αναιρέσεως

    26.

    Προς στήριξη των αιτήσεών τους αναιρέσεως, η Επιτροπή και η Σλοβακική Δημοκρατία, υποστηριζόμενες από τη Δημοκρατία της Φινλανδίας, προβάλλουν, αντιστοίχως, τρεις και τέσσερις λόγους αναιρέσεως. Δεδομένου ότι οι τρεις λόγοι αναιρέσεως που προβάλλει η Επιτροπή αντιστοιχούν, κατ’ ουσίαν, στον δεύτερο, στον τρίτο και στον τέταρτο λόγο αναιρέσεως που προβάλλει η Σλοβακική Δημοκρατία, θα τους εξετάσω από κοινού στις παρούσες προτάσεις, μετά την εξέταση του πρώτου λόγου αναιρέσεως που προβάλλει η Σλοβακική Δημοκρατία.

    Α.   Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως στην υπόθεση C‑271/18 P με τον οποίο η Σλοβακική Δημοκρατία προβάλλει υπέρβαση των ορίων της εξουσίας δικαστικού ελέγχου την οποία διαθέτει το Γενικό Δικαστήριο

    1. Επιχειρήματα των διαδίκων

    27.

    Η Σλοβακική Δημοκρατία θεωρεί ότι, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο υπερέβη την εξουσία δικαστικού ελέγχου την οποία διαθέτει όσον αφορά τις αποφάσεις που εκδίδει η Επιτροπή στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, καθόσον άσκησε πλήρη έλεγχο επί του ζητήματος αν η επίμαχη δραστηριότητα υποχρεωτικής ασφάλισης υγείας συνιστά οικονομική δραστηριότητα. Συγκεκριμένα, κατά τη Σλοβακική Δημοκρατία, το ζήτημα αυτό συνεπάγεται αναμφίβολα πολύπλοκες οικονομικές εκτιμήσεις, ως προς τις οποίες πάγια νομολογία του Δικαστηρίου αναγνωρίζει ότι η Επιτροπή έχει ευρεία εξουσία εκτίμησης. Πάντως, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο δεν σεβάστηκε αυτή την εξουσία εκτίμησης, αλλά υποκατέστησε με τη δική του οικονομική εκτίμηση την οικονομική εκτίμηση της Επιτροπής.

    28.

    Η Dôvera και η Union υποστηρίζουν ότι ο συγκεκριμένος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος. Προς στήριξη των αιτημάτων τους, υποστηρίζουν ότι το ζήτημα αν η δραστηριότητα υποχρεωτικής ασφάλισης υγείας στη Σλοβακία συνιστά οικονομική δραστηριότητα δεν απαιτεί πολύπλοκες οικονομικές εκτιμήσεις, αλλά απλώς και μόνον εξέταση των πραγματικών περιστατικών. Συγκεκριμένα, τέτοιες εκτιμήσεις θα ήταν αναγκαίες μόνον αν έπρεπε να εκτιμηθεί η συμβατότητα μέτρου ενίσχυσης προς την εσωτερική αγορά κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Εν πάση περιπτώσει, η εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ισοδυναμεί με τη διαπίστωση πρόδηλου σφάλματος εκτίμησης, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη στην επίμαχη απόφαση δεν στηρίζουν τα συμπεράσματα που συνήχθηκαν στην απόφαση εκείνη.

    2. Εκτίμηση

    29.

    Προκαταρκτικώς, προκειμένου να καθοριστεί αν το Γενικό Δικαστήριο όντως υπερέβη την εξουσία δικαστικού ελέγχου την οποία διαθέτει, θεωρώ αναγκαίο να διατυπώσω μερικές παρατηρήσεις σχετικά με τις αρχές που διέπουν την ένταση του εν λόγω ελέγχου στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων.

    30.

    Στον τομέα αυτόν, ο δικαστής της Ένωσης ασκεί συνήθως δύο είδη ελέγχου της νομιμότητας των αποφάσεων της Επιτροπής: πλήρη έλεγχο, με τον οποίο υποκαθιστά την Επιτροπή στην εκτίμησή της, ή περιορισμένο έλεγχο, μικρότερης εμβέλειας ( 8 ). Στη δεύτερη περίπτωση, το Δικαστήριο περιορίζεται «στον έλεγχο περί του αν τηρήθηκαν οι κανόνες διαδικασίας και αιτιολογήσεως, αν τα πραγματικά περιστατικά που ελήφθησαν υπόψη για την αμφισβητουμένη επιλογή ήσαν ακριβή, περί του αν υφίσταται πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση των περιστατικών αυτών ή κατάχρηση εξουσίας» ( 9 ).

    31.

    Κατά πάγια νομολογία, ο παράγοντας του οποίου η ύπαρξη οδηγεί τον δικαστή της Ένωσης να ασκήσει απλώς και μόνο περιορισμένο έλεγχο, αντί πλήρους ελέγχου, είναι ο πολύπλοκος οικονομικός ή τεχνικός χαρακτήρας των εκτιμήσεων της Επιτροπής στη σχετική απόφαση ( 10 ). Ακριβώς η απαίτηση να αναγνωρίζεται στην Επιτροπή εξουσία εκτίμησης λόγω του χαρακτήρα αυτού είναι εκείνη που επιβάλλει να είναι πιο περιορισμένος ο δικαστικός έλεγχος.

    32.

    Κατά συνέπεια, στο πρώτο στάδιο της ανάλυσης για τον καθορισμό της εμβέλειας του ελέγχου που πρέπει να ασκεί ο δικαστής της Ένωσης εξακριβώνεται αν οι εκτιμήσεις που υποβάλλονται στην κρίση του πρέπει να χαρακτηριστούν ως πολύπλοκες οικονομικές εκτιμήσεις.

    33.

    Συναφώς, ελλείψει γενικού ορισμού της έννοιας της «πολύπλοκης οικονομικής εκτίμησης», η νομολογία επιβάλλει να απαντηθεί, κατ’ αρχάς, το ερώτημα αν οι υπό εξέταση εκτιμήσεις της Επιτροπής πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της έννοιας της κρατικής ενίσχυσης ή της συμβατότητας με την εσωτερική αγορά.

    34.

    Στη δεύτερη περίπτωση, δεν θα είναι αναγκαίο να συνεχιστεί η ανάλυση, δεδομένου ότι, όπως επανειλημμένως επιβεβαίωσε το Δικαστήριο, η εξέταση της συμβατότητας με γνώμονα το άρθρο 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ συνεπάγεται αναγκαστικά πολύπλοκες οικονομικές εκτιμήσεις ( 11 ).

    35.

    Αντιθέτως, η εξέταση που απαιτείται από το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ δεν αφήνει, κατ’ αρχήν, περιθώριο για τέτοιες εκτιμήσεις, δεδομένου ότι, κατά πάγια νομολογία, η έννοια της κρατικής ενίσχυσης έχει νομικό χαρακτήρα και πρέπει να ερμηνεύεται βάσει αντικειμενικών στοιχείων ( 12 ). Εντούτοις, το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, η έννοια αυτή μπορεί να επιβάλλει πολύπλοκες οικονομικές εκτιμήσεις.

    36.

    Προκειμένου να αποφανθεί επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως τον οποίο προβάλλει η Σλοβακική Δημοκρατία, το Δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει ακριβώς το ζήτημα αν οι εκτιμήσεις της Επιτροπής σχετικά με τον χαρακτηρισμό μιας οντότητας ως επιχείρησης, στο πλαίσιο της έννοιας της κρατικής ενίσχυσης, μπορούν να εμπίπτουν σε μία από τις περιπτώσεις αυτές.

    37.

    Στην αίτησή της αναιρέσεως, η Σλοβακική Δημοκρατία περιορίζεται να υποστηρίξει ότι, όταν η Επιτροπή ήλεγξε αν οι εταιρίες που δραστηριοποιούνται εντός του σλοβακικού συστήματος υποχρεωτικής ασφάλισης υγείας εμπίπτουν στην έννοια της «επιχείρησης», η Επιτροπή αναμφίβολα πραγματοποίησε πολύπλοκες οικονομικές εκτιμήσεις. Προς στήριξη του επιχειρήματός της, η Σλοβακική Δημοκρατία μνημονεύει διάφορες αποφάσεις στις οποίες το Δικαστήριο έκρινε ότι εκτιμήσεις που πραγματοποίησε η Επιτροπή έχουν όντως τέτοιο χαρακτήρα. Κατά τη Σλοβακική Δημοκρατία, εφόσον το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι οι εκτιμήσεις αυτές έχουν πολύπλοκο οικονομικό χαρακτήρα, δεν συντρέχει λόγος μη αναγνώρισης του ίδιου αυτού χαρακτήρα στις επίμαχες εκτιμήσεις στις υπό κρίση υποθέσεις.

    38.

    Για να μπορέσω να εκφέρω άποψη επί του βασίμου του επιχειρήματος αυτού, θεωρώ αναγκαίο να προσδιορίσω το αντικείμενο των επίμαχων εκτιμήσεων στις εν λόγω υποθέσεις ( 13 ):

    στην υπόθεση DSG κατά Επιτροπής ( 14 ), η επίμαχη εκτίμηση της Επιτροπής αφορούσε το ζήτημα αν ιδιώτης επενδυτής θα είχε αυξήσει ή παρατείνει τη χορηγηθέν σε ιδιωτική εταιρία πιστωτικό όριο υπό τις ίδιες συνθήκες όπως η Γερμανική Κυβέρνηση, λαμβανομένων υπόψη της οικονομικής κατάστασης και των προοπτικών αποδοτικότητας της εταιρίας αυτής·

    στην υπόθεση Ισπανία κατά Lenzing ( 15 ), η επίμαχη εκτίμηση αφορούσε το ζήτημα αν ιδιώτης πιστωτής θα είχε συμπεριφερθεί με τον ίδιο τρόπο όπως οι δύο σχετικοί ισπανικοί δημόσιοι οργανισμοί συνάπτοντας συμφωνία αναδιάρθρωσης οφειλών με ιδιωτική εταιρία και μη προχωρώντας σε αναγκαστική είσπραξη των οφειλών αυτών κατόπιν της παράβασης της συμφωνίας αυτής από την εν λόγω εταιρία, λαμβανομένων υπόψη διάφορων παραγόντων και περιστάσεων, και ιδίως των εγγυήσεων που εξασφάλιζαν τις απαιτήσεις του και των προοπτικών βιωσιμότητας και αποδοτικότητας της οφειλέτριας εταιρίας·

    στην υπόθεση Chronopost και La Poste κατά UFEX κ.λπ. ( 16 ), η επίμαχη εκτίμηση αφορούσε το ζήτημα αν η αμοιβή για την υλικοτεχνική και εμπορική υποστήριξη που ο γαλλικός δημόσιος φορέας στον τομέα των κοινών ταχυδρομικών υπηρεσιών παρείχε στην εταιρία διαχείρισης της επείγουσας αλληλογραφίας, την οποία ήλεγχε έμμεσα, κατά τη διάρκεια εξαετούς περιόδου, αντιστοιχούσε στη συμπεριφορά που θα είχε επιδείξει, υπό τις ίδιες συνθήκες, ιδιώτης επενδυτής·

    στην υπόθεση Επιτροπή κατά Scott ( 17 ), η επίμαχη εκτίμηση αφορούσε το ζήτημα αν το τίμημα που εταιρία κατέβαλε για οικόπεδο πωληθέν από τις γαλλικές δημόσιες αρχές αντιστοιχούσε στην τιμή πώλησης που θα είχε δεχθεί ιδιώτης πωλητής·

    στην υπόθεση Land Burgenland κ.λπ. κατά Επιτροπής ( 18 ), η επίμαχη εκτίμηση αφορούσε το ζήτημα αν οι αυστριακές δημόσιες αρχές ενήργησαν με τον ίδιο τρόπο όπως ιδιώτης πωλητής όταν πώλησαν περιφερειακή τράπεζα όχι στον πλειοδότη, αλλά σε άλλο πρόσωπο, με σαφώς χαμηλότερο τίμημα, λαμβανομένων υπόψη διάφορων περιστάσεων, και ιδίως του βαθμού βεβαιότητας της πράξης και των συναφών χρηματοδοτικών κινδύνων.

    39.

    Πάντως, κατ’ εμέ, δεν χωρεί αμφιβολία ως προς το ότι η απλώς και μόνον παραπομπή σε αυτή τη σειρά αποφάσεων του Δικαστηρίου δεν είναι αυτή καθ’ εαυτήν ικανή να δικαιολογήσει την αναγνώριση πολύπλοκου οικονομικού χαρακτήρα στις εκτιμήσεις που αφορούν τον χαρακτηρισμό της SZP και της VšZP ως επιχειρήσεων, δεδομένου ότι ουδεμία από τις εκτιμήσεις που στις αποφάσεις αυτές θεωρούνται πολύπλοκες οικονομικές εκτιμήσεις σκοπό έχει να καθοριστεί αν η οντότητα αποδέκτρια της δημόσιας στήριξης εμπίπτει στην έννοια της «επιχείρησης».

    40.

    Αντιθέτως, το αντικείμενο όλων των επίμαχων πολύπλοκων οικονομικών εκτιμήσεων στις αποφάσεις που μνημόνευσε η Σλοβακική Δημοκρατία είναι η εξακρίβωση της ύπαρξης πλεονεκτήματος μέσω της εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επιχειρηματία σε οικονομία της αγοράς στις διάφορες εκφάνσεις του, ήτοι των κριτηρίων του ιδιώτη επενδυτή, του ιδιώτη πιστωτή και του ιδιώτη πωλητή (στο εξής: κριτήριο του ιδιώτη επιχειρηματία) ( 19 ), πράγμα που δεν με εκπλήσσει δεδομένου ότι, στο πλαίσιο του ελέγχου που καλείται να ασκήσει προκειμένου να καθορίσει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις της ύπαρξης κρατικής ενίσχυσης, το Δικαστήριο, εξ όσων γνωρίζω, έχει αναγνωρίσει πολύπλοκο οικονομικό χαρακτήρα μόνο στις εκτιμήσεις που αφορούν την εφαρμογή του εν λόγω κριτηρίου ( 20 ), φθάνοντας μέχρι του σημείου να κρίνει ότι η εφαρμογή αυτή σημαίνει πάντοτε ότι υπάρχει τέτοιος χαρακτήρας ( 21 ).

    41.

    Για την περίπτωση που, στην αίτησή της αναιρέσεως, η Σλοβακική Δημοκρατία υποστηρίζει εμμέσως ότι το συμπέρασμα όσον αφορά το κριτήριο του ιδιώτη επιχειρηματία πρέπει να εφαρμοστεί κατ’ αναλογίαν εν προκειμένω, πρέπει να εξεταστεί αν οι σκέψεις που οδήγησαν το Δικαστήριο να αναγνωρίσει πολύπλοκο οικονομικό χαρακτήρα στην εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επιχειρηματία μπορούν να εφαρμοστούν στις εκτιμήσεις τις οποίες πραγματοποίησε η Επιτροπή προκειμένου να καθορίσει αν η SZP και η VšZP εμπίπτουν στην έννοια της «επιχείρησης», όπως θεωρεί η Σλοβακική Δημοκρατία.

    42.

    Πρέπει να προσδιοριστούν οι σκέψεις αυτές. Πρώτον, λαμβανομένου υπόψη του οικονομικού χαρακτήρα των σχετικών εκτιμήσεων, δεν χωρεί αμφιβολία ως προς το ότι, εφόσον ο ιδιώτης επενδυτής ενεργεί βάσει των πιθανοτήτων προβλέψιμης αποδοτικότητας, ανεξάρτητα από κάθε άλλη αξιολόγηση ( 22 ), η εφαρμογή κριτηρίου συμμόρφωσης προς τη συμπεριφορά του συνεπάγεται κατ’ ανάγκην ανάλυση αφορώσα οικονομικά δεδομένα. Δεύτερον, κατ’ εμέ, ο πολύπλοκος χαρακτήρας των εν λόγω εκτιμήσεων οφείλεται στο γεγονός ότι το κριτήριο του ιδιώτη επιχειρηματία δεν απαιτεί τη διαπίστωση εξακριβωμένων οικονομικών δεδομένων, αλλά αμιγώς υποθετικών οικονομικών δεδομένων, καθόσον πρόκειται για εκ των προτέρων ανάλυση των προοπτικών αποδοτικότητας μιας ενέργειας στην αγορά ( 23 ). Φρονώ ότι ακριβώς αυτό το στοιχείο προοπτικής, οικονομικής πρόβλεψης, είναι εκείνο που θεμελιώνει τον πολύπλοκο οικονομικό χαρακτήρα των εκτιμήσεων που συνεπάγεται η εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επιχειρηματία. Θεωρώ, εξάλλου, ότι η διαπίστωση αυτή επιρρωννύεται από ένα χωρίο της απόφασης Επιτροπή κατά Scott, στο οποίο το Δικαστήριο συνήγαγε ειδικά από το γεγονός ότι η πώληση του επίμαχου οικοπέδου στη σχετική ιδιωτική εταιρία δεν έγινε μέσω διαγωνισμού με ανοικτή διαδικασία και δεν υπήρξε εκτίμηση ανεξάρτητου πραγματογνώμονα ότι «το καθήκον της Επιτροπής ήταν, συνεπώς, σύνθετο και μπορούσε να καταλήξει μόνο σε κατά προσέγγιση εκτίμηση της αγοραίας αξίας του επίμαχου οικοπέδου» ( 24 ).

    43.

    Εν συνόψει, ο πολύπλοκος οικονομικός χαρακτήρας των εκτιμήσεων στις οποίες προβαίνει η Επιτροπή κατά την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επιχειρηματία οφείλεται στο γεγονός ότι ο εγγενής σε κάθε οικονομική πρόγνωση αστάθμητος παράγοντας καθιστά αναγκαία μια προσπάθεια ερμηνείας την οποία ο δικαστής της Ένωσης δεν είναι σε θέση να πραγματοποιήσει, πράγμα που δικαιολογεί να αναγνωρίζεται στην Επιτροπή εξουσία εκτίμησης ( 25 ).

    44.

    Είναι αυτονόητο ότι οι σκέψεις αυτές δεν μπορούν να εφαρμοστούν κατ’ αναλογίαν σε εκτιμήσεις της Επιτροπής, όπως αυτές που έχουν σκοπό να καθοριστεί αν οντότητα αποδέκτης της δημόσιας στήριξης πρέπει να θεωρηθεί επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, οι οποίες δεν έχουν κανένα στοιχείο οικονομικής πρόγνωσης.

    45.

    Τίθεται, επομένως, το ζήτημα αν, παρά ταύτα, οι εν λόγω εκτιμήσεις, και ειδικότερα αυτές που αφορούν τον χαρακτηρισμό ως επιχείρησης μιας οντότητας που δραστηριοποιείται εντός συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, μπορούν να θεωρηθούν ότι έχουν πολύπλοκο οικονομικό χαρακτήρα βάσει σκέψεων διαφορετικών από εκείνες στις οποίες στηρίχθηκε η αναγνώριση του χαρακτήρα αυτού στην περίπτωση εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επιχειρηματία.

    46.

    Κατά την άποψή μου, η απάντηση πρέπει να είναι αρνητική.

    47.

    Συγκεκριμένα, εκτιμώ ότι αυτές οι εκτιμήσεις της Επιτροπής δεν έχουν, εν πάση περιπτώσει, πολύπλοκο οικονομικό χαρακτήρα για τους λόγους που εκτίθενται κατωτέρω.

    48.

    Κατ’ αρχάς, παρατηρώ ότι, όπως θα προκύψει από την εξέταση των λόγων αναιρέσεως με τους οποίους προβάλλεται πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία της έννοιας της «επιχείρησης» ( 26 ), το ζήτημα αν η δραστηριότητα που ασκεί οντότητα η οποία δραστηριοποιείται εντός συστήματος κοινωνικής ασφάλισης έχει οικονομικό χαρακτήρα, με αποτέλεσμα να μπορεί να χαρακτηριστεί η οντότητα αυτή ως επιχείρηση, συνεπάγεται την εξακρίβωση της ύπαρξης ορισμένων στοιχείων, όπως ο υποχρεωτικός ή προαιρετικός χαρακτήρας της συμμετοχής στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, η ελευθερία ή μη ελευθερία καθορισμού του ποσού των εισφορών ή η σχέση εξάρτησης ή ανεξαρτησίας μεταξύ του ποσού αυτού και των χορηγούμενων παροχών, στο εθνικό νομικό καθεστώς που διέπει την άσκηση της δραστηριότητας παροχής της συγκεκριμένης υπηρεσίας κοινωνικής ασφάλισης.

    49.

    Πάντως, εκτιμώ ότι, κατ’ αρχάς, δεν χωρεί αμφιβολία ως προς το ότι οι εκτιμήσεις που αφορούν την ύπαρξη των στοιχείων αυτών, τα οποία ανάγονται στο περιεχόμενο της εθνικής νομοθεσίας, έχουν προεχόντως νομικό, και όχι οικονομικό, χαρακτήρα.

    50.

    Όσον αφορά την πολυπλοκότητα, ακόμη και αν, στα «μικτά» συστήματα, οι εκτιμήσεις αυτές συνεπάγονται στάθμιση οικονομικών και μη οικονομικών στοιχείων, δεν θεωρώ ότι η στάθμιση αυτή είναι τόσο πολύπλοκη ώστε να δικαιολογεί να παρέχεται εξουσία εκτίμησης στην Επιτροπή, όπως μαρτυρεί το γεγονός ότι το Δικαστήριο προέβη το ίδιο στις εκτιμήσεις αυτές στις προδικαστικές υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις που μνημονεύονται στα σημεία 115 και 120 των παρουσών προτάσεων.

    51.

    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, παρέλκει, κατά την άποψή μου, η εξέταση της ανάπτυξης του συγκεκριμένου λόγου αναιρέσεως, με τον οποίο η Σλοβακική Δημοκρατία προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν στοιχειοθέτησε την ύπαρξη πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως εκ μέρους της Επιτροπής. Συγκεκριμένα, η ανάπτυξη αυτή εξαρτάται από τη διαπίστωση ότι η έννοια της «επιχείρησης» σημαίνει ότι η Επιτροπή προβαίνει σε πολύπλοκες οικονομικές εκτιμήσεις, πράγμα το οποίο προτείνω να μην γίνει δεκτό να προκειμένω.

    52.

    Ως εκ τούτου, εκτιμώ ότι, υποκαθιστώντας, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, με τη δική του εκτίμηση την εκτίμηση της Επιτροπής σχετικά με τον χαρακτηρισμό της SZP και της VšZP ως επιχειρήσεων, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπερέβη τα όρια του εκ μέρους του δικαστικού ελέγχου, όπως αυτά καθορίζονται από τη σχετική νομολογία.

    3. Συμπέρασμα όσον αφορά τον πρώτο λόγο αναιρέσεως που η Σλοβακική Δημοκρατία προβάλλει στην υπόθεση C‑271/18 P

    53.

    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει τον πρώτο λόγο αναιρέσεως στην υπόθεση C‑271/18 P ως αβάσιμο.

    Β.   Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως που η Επιτροπή διατυπώνει στην υπόθεση C‑262/18 P και του τετάρτου λόγου αναιρέσεως που η Σλοβακική Δημοκρατία διατυπώνει στην υπόθεση C‑271/18 P, με τους οποίους προβάλλεται παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης

    1. Επιχειρήματα των διαδίκων

    54.

    Η Επιτροπή και η Σλοβακική Δημοκρατία, υποστηριζόμενες από τη Δημοκρατία της Φινλανδίας, διατείνονται ότι η αιτιολογία της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης είναι ταυτοχρόνως αντιφατική και ανεπαρκής. Ειδικότερα, η αιτιολογία αυτή δεν καθιστά σαφές το νομικό κριτήριο το οποίο εφαρμόστηκε στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Συγκεκριμένα, ενώ το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την επίμαχη απόφαση δεχόμενο τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, σχετικά με τη στάθμιση των οικονομικών και των μη οικονομικών στοιχείων, από τις σκέψεις 58 και 63 έως 69 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε, στην πραγματικότητα, το νομικό κριτήριο που είχε προταθεί στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, κατά το οποίο η ύπαρξη οποιουδήποτε οικονομικού στοιχείου σε σύστημα ασφάλισης υγείας αρκεί για να χαρακτηριστεί ως οικονομική η δραστηριότητα την οποία ασκούν οι οργανισμοί που δραστηριοποιούνται στο σύστημα αυτό.

    55.

    Η Σλοβακική Δημοκρατία προσθέτει ότι η αιτιολογία της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης δεν καθιστά σαφείς τους λόγους για τους οποίους το Γενικό Δικαστήριο απέστη από τη νομολογία του Δικαστηρίου ούτε τη σημασία που το Γενικό Δικαστήριο απέδωσε στη δυνατότητα των οργανισμών ασφάλισης υγείας να χρησιμοποιούν και να διανέμουν μέρος των κερδών τους καθώς και στον περιορισμένο βαθμό του υφιστάμενου ανταγωνισμού. Όσον αφορά τα κέρδη, το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ειδικά το γεγονός ότι ένα από τα μέτρα που αποτελούν αντικείμενο της επίμαχης απόφασης είχε εφαρμογή σε περίοδο κατά την οποία απαγορευόταν στους οργανισμούς ασφάλισης να διανέμουν κέρδη. Όσον αφορά τον βαθμό του υφιστάμενου ανταγωνισμού, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι αντιφατική, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, αφενός, ότι οι εταιρίες αυτές ασκούσαν μόνον «ορισμένο ανταγωνισμό» και, αφετέρου, ότι ο ανταγωνισμός αυτός ήταν «έντονος και πολύπλοκος».

    56.

    Η Dôvera και η Union αντιτείνουν ότι η αιτιολογία της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης είναι αρκούντως σαφής και ακριβής. Ειδικότερα, από τη σκέψη 54 της απόφασης αυτής προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν εφάρμοσε το νομικό κριτήριο που η Dôvera είχε προτείνει στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, αλλά στάθμισε τα διάφορα στοιχεία που είναι ενσωματωμένα στο σλοβακικό σύστημα υποχρεωτικής ασφάλισης υγείας. Στο πλαίσιο αυτό, η σκέψη 69 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης συνιστά απλώς obiter dictum, και από τις σκέψεις 63 έως 68 της απόφασης αυτής προκύπτει σαφώς ότι ο χαρακτηρισμός ως οικονομικής της δραστηριότητας που ασκούν οι εταιρίες που δραστηριοποιούνται στο σύστημα υποχρεωτικής ασφάλισης υγείας βασίστηκε στην ύπαρξη δύο σωρευτικών στοιχείων, ήτοι στην ύπαρξη ανταγωνισμού μεταξύ τους και στην επιδίωξη κερδοσκοπικού σκοπού από οργανισμούς άλλους από την SZP και τη VšZP. Όσον αφορά τη χρήση και τη διανομή των κερδών που πραγματοποιούν αυτές οι εταιρίες ασφάλισης υγείας, οι υφιστάμενοι νομικοί περιορισμοί είναι συνήθεις για ασφαλιστικές δραστηριότητες και δεν σημαίνουν ότι οι επίμαχες δραστηριότητες στερούνται οικονομικού χαρακτήρα. Επιπλέον, οι διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με τον βαθμό του υφιστάμενου ανταγωνισμού είναι πλήρως συνεκτικές μεταξύ τους.

    2. Εκτίμηση

    57.

    Οι αιτιάσεις που συνθέτουν τον υπό κρίση λόγο αναιρέσεως αφορούν τον προβαλλόμενο ως ανεπαρκή και ως αντιφατικό χαρακτήρα της αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Οι αιτιάσεις αυτές πρέπει να εξεταστούν μία προς μία.

    58.

    Πρώτον, όσον αφορά την αιτίαση ότι η συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση καθώς και το συμπέρασμα στο οποίο αυτό κατέληξε αποδεικνύουν ότι, ακόμη και αν ακύρωσε την επίμαχη απόφαση δεχόμενο τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, εφάρμοσε, στην πραγματικότητα, το νομικό κριτήριο που η προσφεύγουσα είχε προτείνει στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, παρατηρώ ότι η αιτίαση αυτή στηρίζεται στην ερμηνεία των σκέψεων 58 και 63 έως 69 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης η οποία υπενθυμίζεται κατωτέρω.

    59.

    Εξετάζοντας τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε, στη σκέψη 58 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι το σλοβακικό σύστημα στηρίζεται κατ’ ουσίαν στην αλληλεγγύη και έκανε δεκτή, στη σκέψη 64 της απόφασης αυτής, την περαιτέρω εξήγηση της Επιτροπής ότι τα οικονομικά χαρακτηριστικά του σλοβακικού συστήματος υποχρεωτικής ασφάλισης εισήχθησαν προκειμένου να διασφαλιστεί η επίτευξη των κοινωνικών σκοπών του και των σκοπών του αλληλεγγύης. Αυτό θα έπρεπε να οδηγήσει το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει τον συγκεκριμένο λόγο ακυρώσεως, δεδομένου ότι το νομικό κριτήριο που εφάρμοσε η Επιτροπή στην απόφασή της και αποδέχθηκε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου ακυρώσεως συνίσταται στο αν το επίμαχο σύστημα στηρίζεται κατ’ ουσίαν στην αλληλεγγύη ή έχει κατ’ ουσίαν οικονομικό χαρακτήρα, και οι κρίσεις του Γενικού Δικαστηρίου στις προμνησθείσες σκέψεις δείχνουν σαφώς ότι η ορθή επιλογή είναι η πρώτη. Αντιθέτως, στη σκέψη 68 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο έκανε δεκτό τον συγκεκριμένο λόγο ακυρώσεως, και ακύρωσε την επίμαχη απόφαση βάσει της διαπίστωσης ότι η παρουσία άλλων φορέων που επιδιώκουν κερδοσκοπικό σκοπό και η ύπαρξη κατάστασης ανταγωνισμού στο σλοβακικό σύστημα υποχρεωτικής ασφάλισης υγείας αποδεικνύουν τον οικονομικό χαρακτήρα της δραστηριότητας που ασκείται εντός του συστήματος αυτού. Επομένως, τα δύο αυτά οικονομικά στοιχεία είναι, αφ’ εαυτών, ικανά να μετατρέψουν την παροχή υποχρεωτικής ασφάλισης υγείας στη Σλοβακία σε οικονομική δραστηριότητα, παρά τις κυρίαρχες κοινωνικές και κανονιστικές πτυχές και πτυχές αλληλεγγύης.

    60.

    Θεωρώ ότι η αιτίαση αυτή στηρίζεται στην προκείμενη ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 58 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι το σλοβακικό σύστημα υποχρεωτικής ασφάλισης υγείας έχει «κυρίαρχες» κοινωνικές και κανονιστικές πτυχές και πτυχές αλληλεγγύης.

    61.

    Συναφώς, επισημαίνω ότι στο κείμενο της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης στη γλώσσα διαδικασίας, ήτοι στην αγγλική γλώσσα, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε κατ’ αρχάς, στη σκέψη 54, ότι η Επιτροπή είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα κοινωνικά και κανονιστικά χαρακτηριστικά και τα χαρακτηριστικά αλληλεγγύης του εν λόγω συστήματος είναι κυρίαρχα (predominant). Εν συνεχεία, στη σκέψη 55 της απόφασης αυτής, το Γενικό Δικαστήριο παρατήρησε ότι εκείνο που στην πραγματικότητα προκύπτει από την έκθεση των χαρακτηριστικών αυτών στην επίμαχη απόφαση είναι ότι αυτά είναι «σημαντικά» (significant). Τέλος, στις σκέψεις 56 και 57 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο εξακρίβωσε, διά του προσδιορισμού των εν λόγω χαρακτηρισμών, την ορθότητα της τελευταίας αυτής διαπίστωσης και, επομένως, κατέληξε σε θετική απάντηση στη σκέψη 58 της απόφασης αυτής.

    62.

    Πάντως, μολονότι στη σκέψη 58 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης οι κοινωνικές και κανονιστικές πτυχές και οι πτυχές αλληλεγγύης χαρακτηρίζονται ως «κυρίαρχες» (predominant), κατ’ εμέ δεν χωρεί αμφιβολία ως προς το ότι, εφόσον σκοπός της είναι να στηριχθεί η διαπίστωση στη σκέψη 55 της εν λόγω απόφασης, πρέπει να νοηθεί υπό την έννοια ότι οι πτυχές αυτές χαρακτηρίζονται ως «σημαντικές» (significant), πράγμα που άλλωστε επιρρωννύεται από το γαλλικό κείμενο της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Συγκεκριμένα, στη σκέψη 58 του γαλλικού κειμένου εμφανίζεται ο όρος «importants» (σημαντικές), ο οποίος μεταφράστηκε ατυχώς με τον όρο «predominant» (κυρίαρχες) στο αγγλικό κείμενο της απόφασης.

    63.

    Επιπλέον και προ πάντων, ο χαρακτηρισμός των στοιχείων αυτών ως «κυρίαρχων» ουδόλως θα ήταν συμβατός με την τελευταία περίοδο της ίδιας της σκέψης 58 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης («that finding is not challenged by the applicant»), καθόσον δεν αμφισβητείται ότι η Dôvera είχε ρητώς και επανειλημμένως αμφισβητήσει πρωτοδίκως αυτόν τον χαρακτηρισμό του σλοβακικού συστήματος υποχρεωτικής ασφάλισης υγείας.

    64.

    Ασφαλώς, η σκέψη 58 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης εμφανίζεται ως επιβεβαίωση των συμπερασμάτων της επίμαχης απόφασης («In the light of those various factors, it is necessary to uphold the Commission’s conclusion that, in essence, the Slovak compulsory health insurance scheme had predominant social, solidarity and regulatory features» ( 27 )), απόφασης στην οποία η Επιτροπή συνήγαγε επανειλημμένως ότι τα επίμαχα μη οικονομικά στοιχεία έχουν κυρίαρχο χαρακτήρα. Εντούτοις, η προσθήκη στο κείμενο της σκέψης αυτής, της φράσης «in essence» (κατ’ ουσίαν) δείχνει, κατ’ εμέ, ότι το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε το συμπέρασμα αυτό στο μέτρο που αφορά την ύπαρξη των στοιχείων αυτών, και όχι τις συνέπειες που η ύπαρξη αυτή έχει όσον αφορά τον βαθμό αλληλεγγύης του σλοβακικού συστήματος υποχρεωτικής ασφάλισης υγείας, για τον σκοπό του χαρακτηρισμού ως οικονομικής της δραστηριότητας που ασκείται εντός του συστήματος αυτού.

    65.

    Επομένως, αν γίνει δεκτό ότι, στη σκέψη 58 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο περιορίστηκε να επισημάνει ότι τα μη οικονομικά στοιχεία του συστήματος αυτού είναι «σημαντικά», δεν αντιλαμβάνομαι κατά ποιον τρόπο η παρατεθείσα αιτιολογία θα μπορούσε να θεωρηθεί αντιφατική.

    66.

    Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν επιβεβαίωσε το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι το σλοβακικό σύστημα υποχρεωτικής ασφάλισης υγείας στηρίζεται κατ’ ουσίαν στην αλληλεγγύη, αλλά απλώς αναγνώρισε, στο πλαίσιο της εφαρμογής του νομικού κριτηρίου της στάθμισης των οικονομικών και των μη οικονομικών στοιχείων του συστήματος, ότι αυτό είχε «σημαντικά» μη οικονομικά στοιχεία, το συμπέρασμά του ότι, λαμβανομένων υπόψη των οικονομικών στοιχείων που εξετάστηκαν στις σκέψεις 63 έως 67 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, η δραστηριότητα παροχής υποχρεωτικής ασφάλισης υγείας στη Σλοβακία είναι οικονομική δραστηριότητα, είναι, κατ’ εμέ, πλήρως συνεκτικό με την προκείμενή του.

    67.

    Υπό τις συνθήκες αυτές, εκτιμώ ότι η υπό κρίση αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

    68.

    Δεύτερον, δεν με πείθει η αιτίαση, την οποία θεωρώ χωριστή από την προηγούμενη, ότι η σκέψη 69 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, στο μέτρο που σε αυτήν κρίθηκε ότι η παρουσία οργανισμών ασφάλισης υγείας με κερδοσκοπικό σκοπό μετατρέπει, «λόγω μεταδοτικού αποτελέσματος», την SZP και τη VšZP σε επιχειρήσεις, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το στοιχείο αυτό επαρκεί, αφ’ εαυτού, για να διαπιστωθεί ο οικονομικός χαρακτήρας της δραστηριότητας παροχής υποχρεωτικής ασφάλισης υγείας στη Σλοβακία.

    69.

    Πριν ξεκινήσω την ανάλυση, πρέπει να παραθέσω ολόκληρη την εν λόγω σκέψη. Σε αυτήν, το Γενικό Δικαστήριο εξέθεσε ότι «το συμπέρασμα αυτό [ότι η επίμαχη δραστηριότητα έχει οικονομικό χαρακτήρα] δεν μπορεί να κλονισθεί ακόμη και αν υποστηριχθεί ότι η SZP και η VšZP δεν έχουν κερδοσκοπικό χαρακτήρα. Ασφαλώς, όταν οι φορείς των οποίων η δραστηριότητα εξετάζεται δεν έχουν κερδοσκοπικό χαρακτήρα, αλλά διαθέτουν κάποια ελευθερία ώστε να ανταγωνίζονται, σε ορισμένο βαθμό, μεταξύ τους για την προσέλκυση ασφαλισμένων, ο ανταγωνισμός αυτός δεν είναι αυτομάτως ικανός να θίξει τον μη οικονομικό χαρακτήρα της δραστηριότητάς τους, ιδίως όταν αυτό το στοιχείο ανταγωνισμού εισήχθη προκειμένου να παρακινήσει τα ταμεία υγείας να ασκούν τη δραστηριότητά τους σύμφωνα με τις αρχές της ορθής διαχείρισης (απόφαση της 16ης Μαρτίου 2004, AOK Bundesverband κ.λπ., C‑264/01, C‑306/01, C‑354/01 και C‑355/01, EU:C:2004:150, σκέψη 56). Εντούτοις, από τη νομολογία που μνημονεύθηκε στη σκέψη 48 ανωτέρω προκύπτει ότι το γεγονός ότι η προσφορά αγαθών και υπηρεσιών δεν έχει ως σκοπό το κέρδος δεν σημαίνει ότι η οντότητα που πραγματοποιεί τις πράξεις αυτές στην αγορά δεν πρέπει να θεωρείται επιχείρηση, όταν με την προσφορά αυτήν ανταγωνίζεται άλλους επιχειρηματίες που επιδιώκουν την πραγματοποίηση κέρδους. Κατά συνέπεια, ο οικονομικός χαρακτήρας της δραστηριότητας δεν καθορίζεται από το γεγονός και μόνον ότι αυτή ασκείται υπό συνθήκες ανταγωνισμού σε μια δεδομένη αγορά, αλλά μάλλον από την παρουσία, στην εν λόγω αγορά, επιχειρηματιών που επιδιώκουν την πραγματοποίηση κέρδους. Τούτο συμβαίνει εν προκειμένω, στο μέτρο που οι διάδικοι δεν αμφισβητούν ότι οι λοιποί επιχειρηματίες της σχετικής αγοράς επιδιώκουν όντως την πραγματοποίηση κέρδους, οπότε η SZP και η VšZP θα πρέπει, λόγω μεταδοτικού αποτελέσματος, να θεωρηθούν επιχειρήσεις.»

    70.

    Αν ο έλεγχος ήταν αμιγώς τυπικός, η ερμηνεία της Επιτροπής και της Σλοβακικής Δημοκρατίας θα μπορούσε να γίνει δεκτή. Συγκεκριμένα, παρατηρώ ότι το Γενικό Δικαστήριο, αφενός, προέβη στις διαπιστώσεις στη σκέψη 69 της προσβαλλόμενης απόφασης αφότου έκρινε, στη σκέψη 68 της απόφασης αυτής, ότι ο οικονομικός χαρακτήρας της επίμαχης δραστηριότητας οφείλεται στην ύπαρξη ανταγωνισμού ως προς την ποιότητα και την προσφορά υπηρεσιών και στην παρουσία άλλων φορέων που επιδιώκουν κερδοσκοπικό σκοπό, πράγμα που θα μπορούσε να θεωρηθεί επιβεβαίωση της πρόθεσής του να διευκρινίσει ένα τέτοιο συμπέρασμα υπό την έννοια ότι, για να διαπιστωθεί ο οικονομικός χαρακτήρας της δραστηριότητας, είναι αναγκαία απλώς και μόνον η επιδίωξη κερδοσκοπικού σκοπού από άλλους φορείς, και όχι η συνδρομή και των δύο στοιχείων. Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο επανειλημμένως χρησιμοποίησε διατύπωση η οποία προϋποθέτει ιεράρχηση των δύο επίμαχων στοιχείων («[…] αλλά μάλλον από την παρουσία, στην εν λόγω αγορά, επιχειρηματιών που επιδιώκουν την πραγματοποίηση κέρδους» ( 28 )) ή τον επάλληλο χαρακτήρα της ύπαρξης ανταγωνισμού ως προς την ποιότητα και την προσφορά των υπηρεσιών («στο μέτρο που οι διάδικοι δεν αμφισβητούν ότι οι λοιποί επιχειρηματίες της σχετικής αγοράς επιδιώκουν όντως την πραγματοποίηση κέρδους, […] η SZP και η VšZP θα πρέπει, λόγω μεταδοτικού αποτελέσματος, να θεωρηθούν επιχειρήσεις» ( 29 )).

    71.

    Εντούτοις, αν εξεταστεί το ουσιαστικό περιεχόμενο της σκέψης 69 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, θα είναι προφανές ότι αυτή δεν σκοπεί να μεταβάλει το συμπέρασμα, που περιέχεται στη σκέψη 68 της απόφασης αυτής, ότι ο οικονομικός χαρακτήρας της δραστηριότητας παροχής υποχρεωτικής ασφάλισης υγείας στη Σλοβακία στηρίζεται στη συνακόλουθη ύπαρξη, εντός αυτού του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, κατάστασης ανταγωνισμού και άλλων φορέων που επιδιώκουν κερδοσκοπικό σκοπό. Συγκεκριμένα, εν αντιθέσει προς όσα υποστήριξαν η Επιτροπή και η Σλοβακική Δημοκρατία, φρονώ ότι η συμπερίληψη της σκέψης αυτής οφείλεται στο γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο θέλησε απλώς να διευκρινίσει τη νομική βάση του συνυπολογισμού της παρουσίας άλλων φορέων που επιδιώκουν κερδοσκοπικό σκοπό στο πλαίσιο της εκτίμησης του ζητήματος αν δραστηριότητα όπως η επίμαχη πρέπει να θεωρηθεί οικονομική για τους σκοπούς του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

    72.

    Εκτιμώ ότι αυτό απορρέει από παράφραση της εν λόγω σκέψης.

    73.

    Συγκεκριμένα, η συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου ξεκινά από την υπόθεση –πράγμα που μπορεί να δώσει την εσφαλμένη εντύπωση ότι πρόκειται για obiter dictum ( 30 )– ότι η SZP και η VšZP δεν επιδιώκουν κερδοσκοπικό σκοπό. Αν συνέβαινε αυτό, συνεχίζει το Γενικό Δικαστήριο, το γεγονός ότι οι εταιρίες που δραστηριοποιούνται εντός του σχετικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης έχουν ορισμένη ελευθερία να ανταγωνίζονται μεταξύ τους δεν θα μπορούσε, αφ’ εαυτού, να θίξει τον μη οικονομικό χαρακτήρα της δραστηριότητάς τους. Αντιθέτως, η δραστηριότητα αυτή θα είχε κατ’ ανάγκην οικονομικό χαρακτήρα, εξηγεί το Γενικό Δικαστήριο παραπέμποντας σε νομολογία του Δικαστηρίου, στην περίπτωση που οι φορείς των οποίων η προσφορά ανταγωνίζεται αυτήν της SZP και της VšZP επιδίωκαν κερδοσκοπικό σκοπό. Κατά συνέπεια –και στο σημείο αυτό το Γενικό Δικαστήριο μεταβαίνει, χωρίς να το λέγει ρητώς, από την εκτίμηση της υπό κρίση περίπτωσης στη διατύπωση μιας γενικότερης αρχής–, η παρουσία φορέων που επιδιώκουν κερδοσκοπικό σκοπό συνιστά, από κοινού με την ύπαρξη κατάστασης ανταγωνισμού, ένα από τα στοιχεία που καθορίζουν τον οικονομικό χαρακτήρα μιας δραστηριότητας. Επομένως, κατά το Γενικό Δικαστήριο, δεδομένου ότι δεν αμφισβητείται ότι οι άλλες εταιρίες που δραστηριοποιούνται εντός του σλοβακικού συστήματος υποχρεωτικής ασφάλισης υγείας επιδιώκουν κερδοσκοπικό σκοπό, η δραστηριότητα της SZP και της VšZP πρέπει να θεωρηθεί οικονομική για τον σκοπό του χαρακτηρισμού τους ως επιχειρήσεων.

    74.

    Συνεπώς, κατ’ εμέ, επίσης η δεύτερη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

    75.

    Τρίτον, όσον αφορά την αιτίαση ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους απέστη από τη νομολογία του Δικαστηρίου, η οποία πάντοτε χαρακτήριζε ένα συγκεκριμένο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης με γνώμονα τις κυρίαρχες πτυχές του, επισημαίνω ότι η αιτίαση αυτή στηρίζεται στην προβαλλόμενη αντίφαση μεταξύ της διαπίστωσης ότι το σλοβακικό σύστημα υποχρεωτικής ασφάλισης υγείας έχει «κυρίαρχες» κοινωνικές και κανονιστικές πτυχές και πτυχές αλληλεγγύης (σκέψη 58 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης) και του συμπεράσματος ότι η δραστηριότητα που ασκείται εντός του συστήματος αυτού είναι οικονομική (σκέψη 68 της απόφασης αυτής).

    76.

    Δεδομένου ότι, όπως προεκτέθηκε στα σημεία 61 έως 64 των παρουσών προτάσεων, στη σκέψη 58 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης οι πτυχές αυτές δεν χαρακτηρίζονται ως «κυρίαρχες», αλλά απλώς ως «σημαντικές», η αιτίαση αυτή πρέπει, κατά την άποψή μου, να απορριφθεί.

    77.

    Τέταρτον, όσον αφορά την αιτίαση ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τους περιορισμούς σχετικά με τη χρήση και τη διανομή των κερδών τους οποίους προβλέπει η σλοβακική νομοθεσία, θεωρώ, αντιθέτως, ότι, στη σκέψη 64 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο αιτιολόγησε δεόντως τη θέση του καθόσον εξέθεσε ότι, για τον χαρακτηρισμό της δραστηριότητάς τους ως οικονομικής, δεν έχει σημασία το γεγονός ότι οι εταιρίες ασφάλισης υγείας έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν και να διανέμουν κέρδη, αλλά ότι έχουν τη δυνατότητα να επιδιώκουν ελεύθερα κέρδος, δεδομένου ότι η τελευταία δυνατότητα μαρτυρεί το γεγονός ότι μια οντότητα επιδιώκει κερδοσκοπικό σκοπό και, επομένως, η δραστηριότητά της έχει οικονομικό χαρακτήρα.

    78.

    Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι σε αυτό το χωρίο της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης δεν υπάρχουν κενά όσον αφορά τις κρίσεις του Γενικού Δικαστηρίου, θεωρώ ότι η αιτίαση αυτή είναι απορριπτέα.

    79.

    Πέμπτον, όσον αφορά την αιτίαση με την οποία προσάπτεται στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι ένα από τα μέτρα που αποτελούν αντικείμενο της επίμαχης απόφασης είχε εφαρμογή σε περίοδο κατά την οποία απαγορευόταν η διανομή κερδών από τους οργανισμούς ασφάλισης υγείας, φρονώ ότι, εν αντιθέσει προς όσα υποστήριξε η Dôvera με το υπόμνημά της επί της αιτήσεως αναιρέσεως στην υπόθεση C‑271/18 P, η αιτίαση αυτή δεν προβάλλεται το πρώτον στην αναιρετική διαδικασία και, επομένως, είναι παραδεκτή ( 31 ). Εντούτοις, όσον αφορά την ουσία, είμαι πεπεισμένος ότι η υπό κρίση αιτίαση δεν μπορεί να ευδοκιμήσει, δεδομένου ότι, όπως επισήμανε η Union με το υπόμνημά της επί της αιτήσεως αναιρέσεως, αποτελεί πάγια νομολογία ότι το ζήτημα αν μέτρο κρατικής στήριξης συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ πρέπει να κρίνεται βάσει αντικειμενικών στοιχείων που αξιολογούνται με γνώμονα την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης της Επιτροπής ( 32 ). Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε, εν προκειμένω, να εξετάσει αν η SZP και η VšZP ήταν επιχειρήσεις με γνώμονα την επικρατούσα κατάσταση κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης της Επιτροπής. Πάντως, την εποχή εκείνη, ήτοι τον Οκτώβριο του 2014, η απαγόρευση διανομής των κερδών είχε ακυρωθεί από το σλοβακικό Συνταγματικό Δικαστήριο περίπου τριάμισι χρόνια νωρίτερα και, επομένως, δεν ίσχυε πλέον. Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι δεν μπορεί να προσαφθεί βασίμως στο Γενικό Δικαστήριο ότι στο σημείο αυτό δεν αιτιολόγησε επαρκώς την απόφασή του, θεωρώ ότι η υπό κρίση αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

    80.

    Τέλος, όσον αφορά την αιτίαση σχετικά με τον αντιφατικό χαρακτήρα της αιτιολογίας ο οποίος απορρέει από το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 65 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι οι οργανισμοί που δραστηριοποιούνται εντός του σλοβακικού συστήματος υποχρεωτικής ασφάλισης υγείας ανταγωνίζονται μεταξύ του μόνο «σε ορισμένο βαθμό» και, στη σκέψη 67 της απόφασης αυτής, ότι ο ανταγωνισμός αυτός είναι «έντονος και πολύπλοκος», συμφωνώ με το επιχείρημα της Dôvera και της Union ότι η εν λόγω απόκλιση στηρίζεται στην προκείμενη ότι η ορολογία που χρησιμοποιήθηκε στη σκέψη 65 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ισοδυναμεί με «περιορισμένο βαθμό» ανταγωνισμού ή με ανταγωνισμό ο οποίος ασκείται «σε περιορισμένο μέτρο», ενώ, στην πραγματικότητα, η ορολογία αυτή είναι ουδέτερη και δύναται να ερμηνευθεί μόνον υπό την έννοια ότι ο βαθμός ανταγωνισμού δεν είναι απεριόριστος. Συγκεκριμένα, αυτή η διαφορά στον χαρακτηρισμό του βαθμού ανταγωνισμού οφείλεται στο γεγονός ότι, ενώ το Γενικό Δικαστήριο χρησιμοποιεί τη μετοχή «ορισμένος» για να ορίσει in abstracto ένα από τα στοιχεία που είναι ικανά να επηρεάσουν τον οικονομικό χαρακτήρα της δραστηριότητας, τα επίθετα «έντονος και πολύπλοκος» χρησιμοποιούνται, μετά την εκτίμηση αυτή, για να οριστεί ο βαθμός ανταγωνισμού που πραγματικά υφίσταται μεταξύ των εταιριών που δραστηριοποιούνται εντός του σλοβακικού συστήματος ασφάλισης υγείας.

    81.

    Υπό τις συνθήκες αυτές, εκτιμώ ότι επίσης η αιτίαση αυτή είναι απορριπτέα.

    3. Συμπέρασμα όσον αφορά τον πρώτο λόγο αναιρέσεως στην υπόθεση C‑262/18 P και τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως στην υπόθεση C‑271/18 P

    82.

    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει στο σύνολό τους ως αβάσιμους τον πρώτο λόγο αναιρέσεως στην υπόθεση C‑262/18 P και τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως στην υπόθεση C‑271/18 P.

    Γ.   Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως που η Επιτροπή διατυπώνει στην υπόθεση C‑262/18 P και του τρίτου λόγου αναιρέσεως που η Σλοβακική Δημοκρατία διατυπώνει στην υπόθεση C‑271/18 P, με τους οποίους προβάλλεται πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία της έννοιας της «επιχείρησης» κατά το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ

    1. Επιχειρήματα των διαδίκων

    83.

    Η Επιτροπή και η Σλοβακική Δημοκρατία, υποστηριζόμενες από τη Δημοκρατία της Φινλανδίας, διατείνονται ότι το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένως την έννοια της «επιχείρησης», κατά το άρθρο 107 ΣΛΕΕ, και δεν έλαβε υπόψη τη νομολογία του Δικαστηρίου, και ιδίως τις αποφάσεις AOK Bundesverband κ.λπ. ( 33 ), Poucet και Pistre ( 34 ), Cisal ( 35 ), Kattner Stahlbau ( 36 ) και AG2R Prévoyance ( 37 ), κρίνοντας, στις σκέψεις 63 έως 69 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η επιδίωξη κερδοσκοπικού σκοπού από τους οργανισμούς που δραστηριοποιούνται στο σλοβακικό σύστημα ασφάλισης υγείας καθώς και η ύπαρξη ορισμένου ανταγωνισμού μεταξύ των οργανισμών αυτών επαρκούν για να χαρακτηριστούν οι δραστηριότητες που αυτοί ασκούν ως «οικονομική δραστηριότητα», παρά την ύπαρξη κυρίαρχων μη οικονομικών στοιχείων. Η Σλοβακική Δημοκρατία προσθέτει ότι η προσέγγιση του Γενικού Δικαστηρίου αντιβαίνει επίσης στις αποφάσεις Fédération française des sociétés d’assurance κ.λπ. ( 38 ), Albany ( 39 ), Brentjens’ ( 40 ), Drijvende Bokken ( 41 ) και Pavlov κ.λπ. ( 42 ).

    84.

    Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τη νομολογία του Δικαστηρίου κρίνοντας, στη σκέψη 69 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η απλώς και μόνον παρουσία φορέων που επιδιώκουν κερδοσκοπικό σκοπό και ασκούν την ίδια δραστηριότητα με μη κερδοσκοπικούς φορείς μετατρέπει τους δεύτερους, «λόγω μεταδοτικού αποτελέσματος», σε επιχειρήσεις κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Συγκεκριμένα, από την απόφαση AOK Bundesverband κ.λπ. ( 43 ) προκύπτει ότι, πέραν του γεγονότος ότι το σλοβακικό σύστημα ασφάλισης υγείας έχει «[κυρίαρχες] κοινωνικές και κανονιστικές πτυχές και πτυχές αλληλεγγύης» ( 44 ), η περίσταση ότι τα οικονομικά χαρακτηριστικά του σκοπούν να «διασφαλίσουν τη συνέχεια του συστήματος και την επίτευξη των κοινωνικών σκοπών και των σκοπών αλληλεγγύης στους οποίους αυτό στηρίζεται» ( 45 ) έπρεπε να οδηγήσει το Γενικό Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι το εν λόγω σύστημα έχει μη οικονομικό χαρακτήρα. Όσον αφορά τα κέρδη, η σκέψη 64 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης στηρίζεται σε τεχνητή διάκριση μεταξύ, αφενός, της δυνατότητας ελεύθερης επιδίωξης και πραγματοποίησης κερδών και, αφετέρου, της αυστηρώς οριοθετημένης δυνατότητας χρήσης και διανομής τους.

    85.

    Η Dôvera και η Union αντιτείνουν ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση συνάδει προς τη νομολογία του Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, στην απόφαση αυτή το Γενικό Δικαστήριο προέβη στην απαιτούμενη ανάλυση των διάφορων επίμαχων στοιχείων, της σημασίας τους και του αντικειμένου τους αντιστοίχως. Όσον αφορά την απόφαση AOK Bundesverband κ.λπ. ( 46 ), υπάρχουν, κατ’ αυτές, πολύ σημαντικές πραγματικές διαφορές μεταξύ του συστήματος που εξετάστηκε στην απόφαση εκείνη και του σλοβακικού συστήματος ασφάλισης υγείας.

    86.

    Η Dôvera και η Union θεωρούν επίσης ότι η αιτίαση ότι η προσέγγιση την οποία ακολούθησε το Γενικό Δικαστήριο διαφέρει θεμελιωδώς από τη νομολογία του Δικαστηρίου στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της σκέψης 58 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, λαμβανομένου υπόψη ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έκρινε σε αυτήν ότι, στο σλοβακικό σύστημα υποχρεωτικής ασφάλισης υγείας, τα οικονομικά στοιχεία είναι «κυρίαρχα», αλλά μόνον ότι τα στοιχεία αυτά είναι «σημαντικά».

    87.

    Εξάλλου, η Dôvera και η Union θεωρούν ότι, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο δεν αναγνώρισε, στη σκέψη 64 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι τα οικονομικά χαρακτηριστικά του συστήματος αυτού εισήχθησαν για τη διασφάλιση κοινωνικών σκοπών και σκοπών αλληλεγγύης. Κατ’ αυτές, οι περιορισμοί που αφορούν τη χρήση και τη διανομή των κερδών είναι συνήθεις και δεν συνεπάγονται περιορισμό του ανταγωνισμού. Επιπλέον, «η δυνατότητα χρήσης και διανομής των κερδών» δεν συνδέεται άρρηκτα με τη «δυνατότητα ελεύθερης επιδίωξης και πραγματοποίησης κερδών».

    88.

    Τέλος, η Dôvera και η Union υποστηρίζουν ότι η κριτική που στρέφεται κατά της σκέψης 69 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης είναι αλυσιτελής, καθόσον στη σκέψη αυτή περιέχεται ένα obiter dictum.

    2. Εκτίμηση

    α) Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

    89.

    Προκειμένου να καθοριστεί αν, όπως υποστηρίζουν η Επιτροπή και η Σλοβακική Δημοκρατία, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την ερμηνεία της έννοιας της «επιχείρησης», όπως περιέχεται στο άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, πρέπει ευθύς εξαρχής να υπομνησθεί εκ νέου ότι τα στοιχεία που οδήγησαν το Γενικό Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι, παρά την ύπαρξη σημαντικών κοινωνικών και κανονιστικών πτυχών και πτυχών αλληλεγγύης, η δραστηριότητα που ασκείται εντός του σλοβακικού συστήματος υποχρεωτικής ασφάλισης υγείας πρέπει να χαρακτηριστεί ως οικονομική είναι, πρώτον, η ύπαρξη ανταγωνισμού μεταξύ των φορέων που δραστηριοποιούνται στο σύστημα αυτό και, δεύτερον, η παρουσία φορέων που επιδιώκουν κερδοσκοπικό σκοπό άλλων από την υπό εξέταση οντότητα.

    90.

    Κατά συνέπεια, εκτιμώ ότι είναι αναγκαίο να εξετάσω πρώτα το ζήτημα που εκ των προτέρων θεωρώ ως το πιο αμφιλεγόμενο, ήτοι το ζήτημα αν το γεγονός ότι οι φορείς αυτοί επιδιώκουν κερδοσκοπικό σκοπό ασκεί επιρροή για τον καθορισμό του οικονομικού ή μη οικονομικού χαρακτήρα συγκεκριμένης δραστηριότητας για τον σκοπό του χαρακτηρισμού της οντότητας που την ασκεί ως επιχείρησης κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (υπό β).

    91.

    Εν συνεχεία, μόλις εκθέσω ότι το στοιχείο αυτό δεν ασκεί επιρροή, θα εξετάσω, υπό το πρίσμα της νομολογίας του Δικαστηρίου σχετικά με τον χαρακτηρισμό ως επιχείρησης του φορέα που ασκεί δραστηριότητες εντός συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, αν ο ανταγωνισμός τον οποίο επιτρέπει το σλοβακικό σύστημα υποχρεωτικής ασφάλισης υγείας μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι, παρά τις κοινωνικές και κανονιστικές πτυχές και τις πτυχές αλληλεγγύης του συστήματος αυτού, η δραστηριότητα παροχής υποχρεωτικής ασφάλισης υγείας πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει οικονομικό χαρακτήρα, όπως το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Συναφώς, θα καταλήξω σε αρνητική απάντηση (υπό γ).

    β) Επί της επιρροής που η επιδίωξη κερδοσκοπικού σκοπού από τις άλλες οντότητες που δραστηριοποιούνται εντός του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης ασκεί για τον χαρακτηρισμό μιας δραστηριότητας ως οικονομικής

    92.

    Όπως προεκτέθηκε, από τη σκέψη 68 καθώς και από τη σκέψη 69 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι η επιδίωξη κερδοσκοπικού σκοπού από τους άλλους φορείς που παρέχουν υποχρεωτική ασφάλιση υγείας στη Σλοβακία συνιστά, κατά το Γενικό Δικαστήριο, στοιχείο ενδεικτικό του οικονομικού χαρακτήρα της υπό εξέταση δραστηριότητας.

    93.

    Με την κρίση αυτή, το Γενικό Δικαστήριο δεν ακολούθησε την προσέγγιση της Επιτροπής, η οποία, θεωρώντας ότι δεν συντρέχει λόγος διάκρισης μεταξύ πραγματοποίησης και χρήσης ή διανομής των κερδών, είχε εκτιμήσει τη δυνατότητα που παρέχεται στους παρόντες στη σχετική αγορά φορείς να χρησιμοποιούν και να διανέμουν κέρδη στο πλαίσιο της εξέτασης της ύπαρξης ανταγωνισμού μεταξύ των φορέων αυτών. Ειδικότερα, στην απόφασή της, η Επιτροπή είχε εκτιμήσει, όπως υπενθύμισε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 64 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η δυνατότητα χρήσης και διανομής των επιτευχθέντων κερδών δεν ήταν ικανή να θίξει τον μη οικονομικό χαρακτήρα της δραστηριότητας που ασκούν η SZP και η VšZP, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η δυνατότητα αυτή οριοθετείται με τρόπο πιο αυστηρό από ό,τι στους συνήθεις εμπορικούς τομείς, και εξαρτάται από την τήρηση απαιτήσεων οι οποίες προορίζονται να διασφαλίσουν τη συνέχεια του συστήματος και την επίτευξη των κοινωνικών και των σχετικών με την αλληλεγγύη σκοπών του επίμαχου συστήματος. Συναφώς, μολονότι αναγνώρισε την ορθότητα της διαπίστωσης αυτής, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι δεν ασκούσε επιρροή για τον αποκλεισμό του οικονομικού χαρακτήρα της επίμαχης δραστηριότητας «αφής στιγμής οι επιχειρηματίες της σχετικής αγοράς υπακούουν σε λογική επιδίωξης κέρδους» ( 47 ).

    94.

    Δεν μπορώ να συμφωνήσω με την ερμηνεία του Γενικού Δικαστηρίου.

    95.

    Συναφώς, παρατηρώ ότι, στη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, το στοιχείο αυτό ουδέποτε ελήφθη υπόψη κατά την εκτίμηση του χαρακτήρα της δραστηριότητας που ασκούσαν οι σχετικές οντότητες.

    96.

    Επομένως, θα αναμενόταν ότι το Γενικό Δικαστήριο θα ανέφερε άλλη νομολογία ικανή να αποτελέσει το νομικό έρεισμα για τον συνυπολογισμό του επίμαχου στοιχείου. Πράγματι, στη σκέψη 69 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο παρέπεμψε στη «νομολογία που μνημονεύθηκε στη σκέψη 48 ανωτέρω», ήτοι τις αποφάσεις που εξέδωσε το Δικαστήριο στις υποθέσεις Cassa di Risparmio di Firenze κ.λπ. ( 48 ) και MOTOE ( 49 ).

    97.

    Κατ’ εμέ, η διττή αυτή παραπομπή χρήζει προσεκτικής εξέτασης.

    98.

    Όσον αφορά την απόφαση Cassa di Risparmio di Firenze κ.λπ. ( 50 ), το Γενικό Δικαστήριο παραπέμπει στην απάντηση που έδωσε το Δικαστήριο σχετικά με τον οικονομικό ή μη οικονομικό χαρακτήρα της δραστηριότητας που ασκούσαν ιταλικά τραπεζικά ιδρύματα, όταν αυτά τελούσαν εμπορικές και σχετικές με ακίνητα και κινητά πράξεις απαραίτητες ή κατάλληλες για την επίτευξη των σκοπών που τους είχαν ανατεθεί σε τομείς δημόσιου συμφέροντος ή κοινωνικής ωφέλειας. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο μνημονεύει τις σκέψεις 122 και 123 της απόφασης εκείνης, στις οποίες το Δικαστήριο έκρινε ότι η δραστηριότητα των εν λόγω ιδρυμάτων πρέπει να θεωρηθεί οικονομικού χαρακτήρα, παρά την περίσταση ότι η εκ μέρους τους προσφορά αγαθών ή παροχή υπηρεσιών δεν έχει ως σκοπό το κέρδος, «εφόσον με την άσκηση των δραστηριοτήτων αυτών ανταγωνίζ[ον]ται άλλους επιχειρηματίες που επιδιώκουν τέτοιους σκοπούς».

    99.

    Όσο για την απόφαση ΜΟΤΟΕ ( 51 ), το Γενικό Δικαστήριο παραπέμπει στη σκέψη 27, στην οποία, ως προς το ζήτημα σχετικά με τις συνέπειες που η μη επιδίωξη κερδοσκοπικού σκοπού από τη σχετική οντότητα πρέπει να έχει όσον αφορά τον οικονομικό χαρακτήρα δραστηριότητας οργάνωσης αγώνων μοτοσικλέτας και σύναψης, στο πλαίσιο αυτό, συμβάσεων χορηγίας, διαφήμισης και ασφάλισης, το τμήμα μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου υπενθύμισε το ως άνω χωρίο της απόφασης Cassa di Risparmio di Firenze κ.λπ. ( 52 ).

    100.

    Επομένως, το νομικό έρεισμα βάσει του οποίου το Γενικό Δικαστήριο ανήγαγε την παρουσία άλλων φορέων, που επιδιώκουν κερδοσκοπικό σκοπό εντός του συστήματος στο οποίο δραστηριοποιείται συγκεκριμένη οντότητα, σε καθοριστικό στοιχείο, από κοινού με την ύπαρξη κατάστασης ανταγωνισμού, του οικονομικού χαρακτήρα της δραστηριότητας που ασκεί η οντότητα αυτή, βρίσκεται στη σκέψη 123 της απόφασης Cassa di Risparmio di Firenze κ.λπ. ( 53 ), όπως επιβεβαίωσε το τμήμα μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου στην απόφαση ΜΟΤΟΕ ( 54 ).

    101.

    Πάντως, όπως η Σλοβακική Δημοκρατία στην αίτησή της αναιρέσεως, εκτιμώ ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν κατανόησε ορθώς τη σύνδεση μεταξύ των δύο αυτών αποφάσεων, δεδομένου ότι, στην απόφαση ΜΟΤΟΕ ( 55 ), το Δικαστήριο δεν είχε την πρόθεση να αναγνωρίσει γενική αξία στη διατύπωση που χρησιμοποιήθηκε στη σκέψη 123 της απόφασης Cassa di Risparmio di Firenze κ.λπ. ( 56 ), αλλά αντιθέτως να διευκρινίσει το περιεχόμενό της.

    102.

    Συγκεκριμένα, μολονότι αληθεύει ότι το Δικαστήριο παρέπεμψε στην τελευταία απόφαση με τη σκέψη 27 της απόφασης ΜΟΤΟΕ ( 57 ), όταν αποφάνθηκε σχετικά με τις συνέπειες της έλλειψης κερδοσκοπικού σκοπού της Ελληνικής Λέσχης Αυτοκινήτου και Περιηγήσεων (στο εξής: ΕΛΠΑ) για να χαρακτηρίσει ως οικονομικές ορισμένες από τις δραστηριότητές της, αληθεύει επίσης ότι, στην επόμενη σκέψη της απόφασης ΜΟΤΟΕ ( 58 ), το Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι το γεγονός ότι ούτε η Μοτοσικλετιστική Ομοσπονδία Ελλάδος ΝΠΙΔ (ΜΟΤΟΕ), η οποία δραστηριοποιούνταν στον ίδιο τομέα με την ΕΛΠΑ, επιδίωκε κερδοσκοπικό σκοπό, δεν είχε καμία σημασία για τον χαρακτηρισμό της φύσης της δραστηριότητας της ΕΛΠΑ, για τους λόγους που εξέθεσε ως εξής: «Αφενός, δεν αποκλείεται να υφίστανται στην Ελλάδα, εκτός από τα σωματεία η δραστηριότητα των οποίων συνίσταται στη διοργάνωση και εμπορική εκμετάλλευση αγώνων μοτοσικλέτας χωρίς επιδίωξη κερδοσκοπικού σκοπού, σωματεία τα οποία ασκούν τη δραστηριότητα αυτή επιδιώκοντας τέτοιο σκοπό και τα οποία βρίσκονται συνεπώς σε ανταγωνισμό με την ΕΛΠΑ. Αφετέρου, μη κερδοσκοπικά σωματεία τα οποία προσφέρουν αγαθά ή υπηρεσίες σε δεδομένη αγορά μπορούν να βρεθούν να ανταγωνίζονται το ένα το άλλο. Ειδικότερα, η επιτυχία ή οικονομική επιβίωση τέτοιων σωματείων εξαρτάται μακροπρόθεσμα από την ικανότητά τους να επιβάλουν στην οικεία αγορά τις παροχές που προσφέρουν, εις βάρος των παροχών που προσφέρονται από τους άλλους επιχειρηματίες.»

    103.

    Επομένως, κατά την άποψή μου, το Δικαστήριο έκρινε ότι μια δραστηριότητα μπορεί να χαρακτηριστεί ως οικονομική ακόμη και αν η παρουσία ανταγωνιστών που επιδιώκουν κερδοσκοπικό σκοπό είναι αμιγώς υποθετική («δεν αποκλείεται να υφίστανται») ή αν οι ανταγωνιστές ουδόλως επιδιώκουν κερδοσκοπικό σκοπό («μη κερδοσκοπικά σωματεία […] μπορούν να βρεθούν να ανταγωνίζονται το ένα το άλλο») ( 59 ).

    104.

    Κατ’ αυτόν τον τρόπο, χωρίς καθόλου να σκοπεύει να εφαρμόσει τη χρησιμοποιηθείσα στην απόφαση Cassa di Risparmio di Firenze κ.λπ. ( 60 ) διατύπωση πέραν του πραγματικού πλαισίου εντός του οποίου εκδόθηκε η απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο, κατά την άποψή μου, αποσαφήνισε τη νομολογία του επισημαίνοντας ότι ο κερδοσκοπικός σκοπός που επιδιώκουν οι ανταγωνιστές της οντότητας της οποίας η δραστηριότητα αποτελεί αντικείμενο εξέτασης ουδόλως συνιστά κρίσιμο στοιχείο στο πλαίσιο της εκτίμησης του χαρακτήρα μιας δραστηριότητας. Αντιθέτως, κρίσιμο είναι μόνον το γεγονός ότι οι σχετικές οντότητες βρίσκονται σε κατάσταση ανταγωνισμού.

    105.

    Άλλωστε, παρατηρείται ότι, σε διαφορετικό τομέα, το Δικαστήριο έχει ήδη δεχθεί ότι ορισμένες δραστηριότητες μπορούν να έχουν μη οικονομικό χαρακτήρα, παρά το γεγονός ότι τις ασκούν φορείς που επιδιώκουν κερδοσκοπικό σκοπό ( 61 ). Συγκεκριμένα, στην απόφαση Congregación de Escuelas Pías Provincia Betania, το Δικαστήριο έκρινε ότι ιδρύματα που εντάσσονταν σε δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα και χρηματοδοτούνταν με δημόσιους πόρους δεν ασκούσαν οικονομική δραστηριότητα όταν παρείχαν εκπαιδευτικές υπηρεσίες, χωρίς να λάβει υπόψη το γεγονός ότι ιδρύματα χρηματοδοτούμενα με ιδιωτικούς πόρους παρείχαν τις ίδιες υπηρεσίες έναντι αμοιβής ( 62 ).

    106.

    Φρονώ ότι η ερμηνεία αυτή ενισχύεται από την κλασική νομολογία σχετικά με την έννοια της «επιχείρησης». Συγκεκριμένα, η επιδίωξη κερδοσκοπικού σκοπού από συγκεκριμένη οντότητα εξαρτάται, κατά κανόνα, από το νομικό καθεστώς της, και, κατά τη νομολογία αυτή, το καθεστώς αυτό δεν ασκεί επιρροή για τον χαρακτηρισμό μιας οντότητας ως επιχείρησης ( 63 ).

    107.

    Επομένως, εκτιμώ ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη κατά την ερμηνεία της έννοιας της «επιχείρησης», κατά το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθόσον έκρινε, στη σκέψη 68 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η επιδίωξη κερδοσκοπικού σκοπού από τις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρίες είναι στοιχείο ενδεικτικό του οικονομικού χαρακτήρα της δραστηριότητας παροχής υποχρεωτικής ασφάλισης υγείας που ασκούν η SZP και η VšZP.

    γ) Επί της υπάρξεως επαρκούς βαθμού ανταγωνισμού ώστε να δικαιολογείται ο χαρακτηρισμός μιας δραστηριότητας ως οικονομικής

    108.

    Εξαρχής, πρέπει να υπομνησθούν εν συντομία οι αρχές βάσει των οποίων το Δικαστήριο έχει οριοθετήσει την έννοια της «επιχείρησης» στον τομέα του ενωσιακού δικαίου του ανταγωνισμού.

    109.

    Κατά πάγια νομολογία, η έννοια αυτή είναι λειτουργική και καλύπτει κάθε φορέα ο οποίος ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξαρτήτως του νομικού καθεστώτος που τον διέπει και του τρόπου χρηματοδότησής του ( 64 ). Συναφώς, το Δικαστήριο ορίζει ως οικονομική δραστηριότητα κάθε δραστηριότητα που συνίσταται στην προσφορά αγαθών ή υπηρεσιών σε δεδομένη αγορά ( 65 ).

    110.

    Με άλλα λόγια, ο χαρακτηρισμός μιας δραστηριότητας ως οικονομικής ή μη οικονομικής έχει σημαντική συνέπεια, δεδομένου ότι το ζήτημα αν οι περιεχόμενοι στη Συνθήκη κανόνες ανταγωνισμού έχουν εφαρμογή στην υπό εξέταση πραγματική κατάσταση εξαρτάται ακριβώς από το αποτέλεσμα της εκτίμησης αυτής. Ως εκ τούτου, όταν καλείται να προβεί σε τέτοια εκτίμηση, το Δικαστήριο εισέρχεται κατ’ ανάγκην, όπως ωραία έδειξε ο γενικός εισαγγελέας M. Poiares Maduro με τις προτάσεις του στην υπόθεση FENIN κατά Επιτροπής ( 66 ), σε «επικίνδυνο έδαφος» επειδή του ζητείται να εξισορροπήσει την ανάγκη προστασίας του ανόθευτου ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά με τον σεβασμό των αρμοδιοτήτων των κρατών μελών.

    111.

    Ακριβώς αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η εκτίμηση αυτή καθίσταται ιδιαίτερα λεπτή όταν πρέπει να αξιολογηθεί ο οικονομικός ή μη οικονομικός χαρακτήρας δραστηριοτήτων που ασκούνται σε τομείς που εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών, όπως, εν προκειμένω, η οργάνωση των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης.

    112.

    Στον τομέα αυτόν, η ως άνω εξισορρόπηση επιτεύχθηκε ως ακολούθως. Αφενός, η νομολογία συνεχώς επαναβεβαίωνε ότι τα κράτη μέλη είναι, κατ’ αρχήν, ελεύθερα να οργανώνουν τα συστήματά τους κοινωνικής ασφάλισης όπως το επιθυμούν ( 67 ) και, αφετέρου, εξέθετε ότι τα κράτη μέλη πρέπει, παρά ταύτα, να τηρούν επίσης μια απαίτηση συνεκτικότητας, υπό την έννοια ότι δικαιούνται να εξαιρούν ορισμένες δραστηριότητες από την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού μόνον υπό την προϋπόθεση ότι όντως εφαρμόζουν την αρχή της αλληλεγγύης ( 68 ).

    113.

    Πράγματι, το αντικείμενο της εξέτασης από το Δικαστήριο είναι το αποτέλεσμα των εθνικών κανόνων που διέπουν τη συγκεκριμένη λειτουργία κάθε συστήματος εθνικής ασφάλισης. Με άλλα λόγια, το Δικαστήριο θέτει το ακόλουθο ερώτημα: σχεδιάστηκε το εθνικό νομικό πλαίσιο κατά τέτοιον τρόπο ώστε να πρέπει να θεωρηθεί ότι οι οντότητες που δραστηριοποιούνται εντός του σχετικού συστήματος προσφέρουν αγαθά ή υπηρεσίες σε μια αγορά ή, ακριβέστερα, εντός μιας καταστάσεως ανταγωνισμού; Μόνο στην περίπτωση που η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι αρνητική, η επίμαχη δραστηριότητα θα χαρακτηρίζεται ως μη οικονομική, με αποτέλεσμα να αποκλείεται η εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού.

    114.

    Όταν τα εξεταζόμενα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης είναι μικτά, επειδή συνδυάζουν μη οικονομικά στοιχεία και στοιχεία ενδεικτικά της ύπαρξης αγοράς, ο χαρακτηρισμός της δραστηριότητας που ασκείται εντός των συστημάτων αυτών εξαρτάται από την ανάλυση των διάφορων επίμαχων στοιχείων, της σημασίας τους και του αντικειμένου τους αντιστοίχως. Με άλλα λόγια, ο χαρακτηρισμός τους είναι «ζήτημα βαθμού διαφοροποίησης» ( 69 ).

    115.

    Παρά την περιπτωσιολογική προσέγγιση την οποία προέκρινε το Δικαστήριο στον τομέα αυτόν, από την εξέταση της πρώτης ομάδας των αποφάσεων που μνημονεύθηκαν στα δικόγραφα των διαδίκων, ήτοι των αποφάσεων Poucet και Pistre ( 70 ), Cisal ( 71 ), AOK Bundesverband κ.λπ. ( 72 ), Kattner Stahlbau ( 73 ) και AG2R Prévoyance ( 74 ), προκύπτει σειρά χαρακτηριστικών από τα οποία μπορεί να συναχθεί ότι μια δραστηριότητα δεν έχει οικονομικό χαρακτήρα, ήτοι, πρώτον, ο κοινωνικός σκοπός του συστήματος, δεύτερον, η εφαρμογή της αρχής της αλληλεγγύης και, τρίτον, ο κρατικός έλεγχος.

    116.

    Δεν χωρεί αμφιβολία ως προς το ότι το σύστημα υποχρεωτικής ασφάλισης υγείας στη Σλοβακία έχει όλα αυτά τα χαρακτηριστικά, όπως το Γενικό Δικαστήριο αναγνώρισε στις σκέψεις 55 έως 57 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Πρώτον, επιδιώκει κοινωνικό σκοπό, στο μέτρο που αποβλέπει στη διασφάλιση για όλους τους Σλοβάκους υπηκόους κάλυψης των κινδύνων ασθένειας, ανεξαρτήτως της περιουσιακής τους κατάστασης και της κατάστασης της υγείας τους. Δεύτερον, ενσωματώνει μεγάλο μέρος των στοιχείων που, κατά τη νομολογία, μαρτυρούν την εφαρμογή της αρχής της αλληλεγγύης, καθόσον προβλέπει υποχρεωτική συμμετοχή, υποχρεωτικές εισφορές των οποίων το ποσό καθορίζεται αναλόγως των εισοδημάτων των ασφαλισμένων και ανεξαρτήτως του αστάθμητου παράγοντα που προκύπτει, ιδίως, από την ηλικία ή την κατάσταση της υγείας των ασφαλισμένων, το ίδιο εύρος νόμιμων υποχρεωτικών παροχών για όλους τους ασφαλισμένους, έλλειψη άμεσου συνδέσμου μεταξύ των χορηγούμενων παροχών και του ποσού των καταβαλλόμενων εισφορών, καθώς και μηχανισμό αντιστάθμισης των ασφαλιστικών κινδύνων ( 75 ). Τρίτον, το σύστημα αυτό περιλαμβάνει τα στοιχεία τα οποία η νομολογία θεωρεί ενδεικτικά της υπάρξεως κρατικού ελέγχου, ήτοι το γεγονός ότι κάθε οργανισμός ασφάλισης υγείας έχει συσταθεί με σκοπό την εφαρμογή της ασφάλισης αυτής και δεν μπορεί να ασκεί δραστηριότητες άλλες από τις προβλεπόμενες από τον νόμο, την αδυναμία των εν λόγω οργανισμών να επηρεάζουν το ποσό των εισφορών και το εύρος των υποχρεωτικών παροχών που καθορίζονται από τον νόμο, καθώς και έλεγχο της τήρησης του νομοθετικού πλαισίου πραγματοποιούμενο από ρυθμιστική αρχή (τη σλοβακική αρχή εποπτείας της υγείας ή HSA), η οποία παρεμβαίνει σε περίπτωση παράβασης ( 76 ).

    117.

    Λαμβανομένου υπόψη αυτού του βαθμού αλληλεγγύης, το Δικαστήριο καλείται, στο πλαίσιο της εξέτασης των υπό κρίση λόγων αναιρέσεως, να κρίνει αν, όπως το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε κατά το πέρας της ανάλυσης που πραγματοποίησε στις σκέψεις 65 έως 68 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το περιθώριο που ο Σλοβάκος νομοθέτης άφησε στις ασφαλιστικές εταιρίες να ανταγωνίζονται μεταξύ τους αρκεί, παρά ταύτα, ώστε η δραστηριότητα παροχής ασφάλισης υγείας στη Σλοβακία να συνιστά οικονομική δραστηριότητα. Συναφώς, υπενθυμίζω ότι το Γενικό Δικαστήριο μνημόνευσε τα ακόλουθα στοιχεία: πρώτον, τον ανταγωνισμό ως προς την ποιότητα και την αποδοτικότητα της διαδικασίας αγοράς, δεύτερον, τον ανταγωνισμό ως προς την ποιότητα και την έκταση της προσφοράς, στο μέτρο που οι οργανισμοί ασφάλισης υγείας μπορούν να συμπληρώνουν ελεύθερα τις υποχρεωτικές παροχές με δωρεάν συναφείς παροχές, και, τρίτον, την περίσταση ότι οι ασφαλισμένοι δικαιούνται να επιλέγουν οργανισμό ασφάλισης υγείας και να τον αλλάζουν άπαξ ετησίως.

    118.

    Πάντως, όσον αφορά τον ανταγωνισμό ως προς την ποιότητα και την αποδοτικότητα των διαδικασιών αγοράς, ο οποίος είναι αποτέλεσμα της ελευθερίας διαπραγμάτευσης και σύναψης συμβάσεων με τους παρόχους υγειονομικής περίθαλψης, θεωρώ αναγκαίο να επισημανθεί εξαρχής ότι αυτός δεν είναι δυνατόν να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της εκτίμησης του χαρακτήρα της δραστηριότητας παροχής της υποχρεωτικής ασφάλισης υγείας στη Σλοβακία.

    119.

    Συγκεκριμένα, στην απόφαση FENIN κατά Επιτροπής ( 77 ), το Δικαστήριο έκρινε ότι, δεδομένου ότι η δραστηριότητα που συνίσταται στην προσφορά αγαθών ή υπηρεσιών σε συγκεκριμένη αγορά είναι εκείνη που χαρακτηρίζει την έννοια της «οικονομικής δραστηριότητας», και όχι η δραστηριότητα αγοράς αυτή καθ’ εαυτήν, η δραστηριότητα αγοράς ενός προϊόντος δεν πρέπει να διαχωριστεί από τη χρήση του για τον σκοπό της εκτίμησης του χαρακτήρα της, πράγμα που σημαίνει ότι ο οικονομικός ή μη οικονομικός χαρακτήρας της μεταγενέστερης χρήσης του αγορασθέντος προϊόντος καθορίζει κατ’ ανάγκην τον χαρακτήρα της δραστηριότητας αγοράς. Επομένως, εν προκειμένω, η ύπαρξη ανταγωνισμού για την απόκτηση των παροχών υγειονομικής περίθαλψης δεν μπορεί να θεωρηθεί ενδεικτική του οικονομικού χαρακτήρα της δραστηριότητας παροχής υποχρεωτικής ασφάλισης υγείας, δεδομένου ότι ο χαρακτήρας αυτής της δραστηριότητας αγοράς εξαρτάται από τον χαρακτήρα της δραστηριότητας παροχής υποχρεωτικής ασφάλισης υγείας ( 78 ).

    120.

    Όσον αφορά τον ανταγωνισμό ως προς την ποιότητα και την έκταση της προσφοράς και την ελευθερία των ασφαλισμένων να επιλέγουν πάροχο ασφάλισης υγείας, παρατηρώ ευθύς εξαρχής ότι, εν αντιθέσει προς όσα η Σλοβακική Δημοκρατία υποστηρίζει με την αίτησή της αναιρέσεως, το γεγονός ότι τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης τα οποία το Δικαστήριο έκρινε, έως τώρα, ότι αποδείκνυαν την ύπαρξη οικονομικού περιβάλλοντος, όπως τα επίμαχα στις αποφάσεις Fédération française des sociétés d’assurance κ.λπ. ( 79 ), Albany ( 80 ), Brentjens’ ( 81 ), Drijvende Bokken ( 82 ), Pavlov κ.λπ. ( 83 ), είχαν οικονομικά στοιχεία πολύ πιο σημαντικά από ό,τι εν προκειμένω (προαιρετική ή υποχρεωτική συμμετοχή με δυνατότητα απαλλαγής, συστήματα βασισμένα στην αρχή της κεφαλαιοποίησης, καθορισμός του ποσού των εισφορών και του εύρους των παροχών από τις σχετικές οντότητες) δεν είναι αυτό καθ’ εαυτό ικανό να αποδείξει ότι τα επίμαχα στοιχεία δεν επαρκούν για να συναχθεί ο οικονομικός χαρακτήρας της επίμαχης εν προκειμένω δραστηριότητας.

    121.

    Αντιθέτως, φρονώ ότι στο συμπέρασμα αυτό μπορούν να οδηγήσουν τα διδάγματα που αντλούνται από την απόφαση AOK Bundesverband κ.λπ. ( 84 ), στην οποία το Δικαστήριο κλήθηκε να αποφανθεί σχετικά με τον χαρακτήρα της δραστηριότητας που ασκούν τα γερμανικά ταμεία ασφάλισης υγείας.

    122.

    Δύο χαρακτηριστικά του επίμαχου στην υπόθεση εκείνη συστήματος το καθιστούν, κατ’ εμέ, συγκρίσιμο με το σλοβακικό σύστημα υποχρεωτικής ασφάλισης υγείας. Πρώτον, προέβλεπε βαθμό αλληλεγγύης αντίστοιχο προς αυτόν του σλοβακικού συστήματος καθόσον χαρακτηριζόταν από συμμετοχή, κατ’ αρχήν, υποχρεωτική για όλους τους μισθωτούς, ποσό εισφορών το οποίο εξηρτάτο κυρίως από τα εισοδήματα των ασφαλισμένων ( 85 ), παροχές οι οποίες προσδιορίζονταν από τον νόμο και ήταν ίδιες για όλους τους ασφαλισμένους όσον αφορά τις κατηγορίες υποχρεωτικής περίθαλψης, έλλειψη άμεσου συνδέσμου μεταξύ των καταβαλλόμενων εισφορών και των λαμβανόμενων παροχών καθώς και τον σχηματισμό ενός είδους «κοινότητας» μέσω μηχανισμού εξίσωσης του κόστους και των κινδύνων μεταξύ των διαφόρων σχετικών ταμείων υγείας ( 86 ). Δεύτερον, το γερμανικό σύστημα ενσωμάτωνε τα ίδια στοιχεία ανταγωνισμού με το σλοβακικό σύστημα, δεδομένου ότι τα ταμεία υγείας μπορούσαν να συμπληρώνουν τις προβλεπόμενες από τον νόμο υποχρεωτικές παροχές με προαιρετικές συμπληρωματικές παροχές και ότι οι ασφαλισμένοι δικαιούνταν να επιλέγουν ελεύθερα ταμείο υγείας ( 87 ).

    123.

    Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι, λαμβανομένων υπόψη των πτυχών αλληλεγγύης του συστήματος, τα στοιχεία ανταγωνισμού δεν μπορούσαν να οδηγήσουν σε χαρακτηρισμό ως οικονομικής της δραστηριότητας παροχής ασφάλισης υγείας. Ενώ το δικαίωμα των ασφαλισμένων δεν ελήφθη καν υπόψη για τον σκοπό της εκτίμησης αυτής, η περίσταση ότι τα ταμεία υγείας μπορούσαν να χορηγούν προαιρετικές συμπληρωματικές παροχές δεν οδηγούσε, κατά το Δικαστήριο, σε έναν τέτοιο χαρακτηρισμό, στο μέτρο που οι υποχρεωτικές παροχές ήταν «ως επί το πλείστον όμοιες» ( 88 ). Πάντως, λαμβανομένων υπόψη των κοινών χαρακτηριστικών που εκτέθηκαν στο προηγούμενο σημείο των παρουσών προτάσεων, είμαι πεπεισμένος ότι το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το Δικαστήριο στην απόφαση εκείνη θα μπορούσε να εφαρμοστεί στις υπό κρίση υποθέσεις ( 89 ), πολλώ δε μάλλον καθόσον το εύρος των υποχρεωτικών και πανομοιότυπων παροχών για όλους τους ασφαλισμένους που παρέχουν οι εταιρίες ασφάλισης υγείας στη Σλοβακία είναι εξαιρετικά ευρύ ( 90 ), οι δε δωρεάν συναφείς παροχές περιορίζονται στην απόδοση των δαπανών των μη υποχρεωτικών εμβολιασμών και στα διαφορετικά ωράρια λειτουργίας των τηλεφωνικών κέντρων εξυπηρέτησης της πελατείας.

    124.

    Κατά την άποψή μου, ο μη οικονομικός χαρακτήρας της επίμαχης δραστηριότητας δεν θίγεται ούτε από το γεγονός ότι η σλοβακική νομοθεσία επιτρέπει στις εταιρίες ασφάλισης υγείας να χρησιμοποιούν και να διανέμουν τα κέρδη που απορρέουν από την άσκηση της δραστηριότητάς τους.

    125.

    Το νομικό έρεισμα της εκτίμησής μου βρίσκεται εκ νέου στην απόφαση AOK Bundesverband κ.λπ. ( 91 ).

    126.

    Συγκεκριμένα, υπενθυμίζω ότι, πέραν των κοινών στοιχείων με το επίμαχο στην υπό κρίση υπόθεση σύστημα, το γερμανικό σύστημα είχε ένα επιπλέον στοιχείο ανταγωνισμού το οποίο θεωρήθηκε ότι έχει ιδιαίτερη βαρύτητα για την ανάλυση του χαρακτήρα της δραστηριότητας που ασκείται στο πλαίσιο μικτού συστήματος, όπως το επίμαχο στην υπό κρίση υπόθεση, ήτοι ότι το σύστημα αυτό παρείχε στα ταμεία υγείας τη δυνατότητα να ανταγωνίζονται μεταξύ τους ως προς το ποσό των εισφορών καθορίζοντας αυτοτελώς τον συντελεστή τους ( 92 ).

    127.

    Πάντως, ακόμη και η ύπαρξη περιθωρίου ανταγωνισμού ως προς τις εισφορές δεν ήταν ικανή, κατά τη σκέψη 56 της απόφασης εκείνης, να αναιρέσει τον μη οικονομικό χαρακτήρα της δραστηριότητας, για τον λόγο ότι το στοιχείο αυτό είχε εισαχθεί «προκειμένου να παρακινήσει τα ταμεία υγείας να ασκούν τη δραστηριότητά τους σύμφωνα με τις αρχές της ορθής διαχειρίσεως, ήτοι με όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερο και οικονομικότερο τρόπο, προς το συμφέρον της ορθής λειτουργίας του γερμανικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως». Με άλλα λόγια, ακόμη και σε περίπτωση υπάρξεως αναμφίβολα υψηλότερου ανταγωνισμού από τον υπάρχοντα στην υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο έκρινε ότι η δραστηριότητα παροχής ασφάλισης υγείας στη Γερμανία δεν είχε οικονομικό χαρακτήρα, επειδή, παρακινώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τους οργανισμούς ασφάλισης να λειτουργούν πιο αποτελεσματικά, ο εθνικός νομοθέτης ήθελε να διασφαλίσει την επίτευξη του κοινωνικού σκοπού του συστήματος.

    128.

    Φρονώ ότι η ίδια διαπίστωση επιβάλλεται στις υπό κρίση υποθέσεις. Συγκεκριμένα, όπως αναγνωρίζει το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 64 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, η δυνατότητα χρήσης και διανομής των κερδών «οριοθετείται με τρόπο πιο αυστηρό από ό,τι στους συνήθεις εμπορικούς τομείς» για τον λόγο ότι «εξαρτάται από την τήρηση απαιτήσεων οι οποίες προορίζονται να διασφαλίσουν τη συνέχεια του συστήματος και την επίτευξη των κοινωνικών σκοπών και των σκοπών αλληλεγγύης στους οποίους αυτό στηρίζεται». Οι απαιτήσεις αυτές συνίστανται στην υποχρέωση σύστασης αποθεματικού μέχρι το 20 % του καταβεβλημένου εταιρικού κεφαλαίου, αντί του 10 % που απαιτείται για άλλες εταιρίες, καθώς και τεχνικού αποθέματος προοριζόμενου για την πληρωμή της προγραμματισμένης περίθαλψης για τους ασφαλισμένους που περιλαμβάνονται σε καταλόγους αναμονής ( 93 ). Πάντως, κατά την άποψή μου, η ύπαρξη των απαιτήσεων αυτών δείχνει σαφώς ότι η δυνατότητα χρήσης και διανομής των κερδών υπηρετεί τον σκοπό διασφάλισης της βιωσιμότητας και της συνέχειας του σλοβακικού συστήματος υποχρεωτικής ασφάλισης υγείας, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτόν στην επίτευξη του κοινωνικού σκοπού του ( 94 ).

    129.

    Γενικότερα, εκτιμώ ότι το Δικαστήριο έχει την ευκαιρία να διευκρινίσει, με την απόφασή του που πρόκειται να εκδοθεί, την αρχή η οποία θεωρώ ότι απορρέει από την απόφαση AOK Bundesverband κ.λπ. ( 95 ), κατά την οποία μια δραστηριότητα θεωρείται μη οικονομική, και επομένως εξαιρείται από την εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, όταν από το υπό εξέταση εθνικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης προκύπτει ότι ο εθνικός νομοθέτης επιδιώκει τον κοινωνικό σκοπό του συστήματος κατά τρόπο συνεκτικό ( 96 ).

    130.

    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των εκτιμήσεων αυτών, φρονώ ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο υπερτιμώντας τον αντίκτυπο του βαθμού ανταγωνισμού τον οποίο επιτρέπει το σλοβακικό σύστημα υποχρεωτικής ασφάλισης υγείας και, επομένως, εσφαλμένως συνήγαγε, στη σκέψη 70 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι, ασκώντας δραστηριότητα οικονομικού χαρακτήρα, η SZP και η VšZP εμπίπτουν στην έννοια της «επιχείρησης», όπως περιέχεται στο άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

    3. Συμπέρασμα όσον αφορά τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως στην υπόθεση C‑262/18 P και τον τρίτο λόγο αναιρέσεως στην υπόθεση C‑271/18 P

    131.

    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να κάνει δεκτούς τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως στην υπόθεση C‑262/18 P και τον τρίτο λόγο αναιρέσεως στην υπόθεση C‑271/18 P.

    Δ.   Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως που η Επιτροπή διατυπώνει στην υπόθεση C‑262/18 P και του δευτέρου λόγου αναιρέσεως που η Σλοβακική Δημοκρατία διατυπώνει στην υπόθεση C‑271/18 P, με τους οποίους προβάλλεται παραμόρφωση ορισμένων αποδεικτικών στοιχείων

    1. Επιχειρήματα των διαδίκων

    132.

    Η Επιτροπή και η Σλοβακική Δημοκρατία, υποστηριζόμενες από τη Δημοκρατία της Φινλανδίας, διατείνονται ότι, σε διάφορες περιπτώσεις, το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε στοιχεία της δικογραφίας. Ειδικότερα, η διαπίστωση, στη σκέψη 67 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι υφίσταται «έντονος και πολύπλοκος» ανταγωνισμός ο οποίος απορρέει από τη δυνατότητα προσέλκυσης των ασφαλισμένων και αφορά την ποιότητα των υπηρεσιών, στηρίζεται σε μια τέτοια παραμόρφωση. Συγκεκριμένα, τα στοιχεία ανταγωνισμού που προσδιόρισε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 65 και 66 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης δείχνουν την ύπαρξη μόνον περιορισμένου ανταγωνισμού ως προς την ποιότητα ορισμένων περιθωριακών πτυχών των παροχών ασφάλισης υγείας.

    133.

    Η Σλοβακική Δημοκρατία προσθέτει ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε αποδεικτικά στοιχεία μην λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι ένα από τα μέτρα που αποτελούσαν αντικείμενο της επίμαχης απόφασης είχε εφαρμογή σε περίοδο κατά την οποία απαγορευόταν στους οργανισμούς ασφάλισης να διανέμουν κέρδη. Επίσης η διαπίστωση, στη σκέψη 64 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι οι οργανισμοί ασφάλισης στη Σλοβακία έχουν τη δυνατότητα «ελεύθερης» επιδίωξης και πραγματοποίησης κερδών συνιστά παραμόρφωση.

    134.

    Η Dôvera και η Union θεωρούν ότι αυτοί οι λόγοι αναιρέσεως είναι απαράδεκτοι, δεδομένου ότι η Επιτροπή και η Σλοβακική Δημοκρατία δεν αναφέρουν τα αποδεικτικά στοιχεία που κατ’ αυτές παραμορφώθηκαν, αλλά περιορίζονται να ζητήσουν από το Δικαστήριο να εκτιμήσει εκ νέου τα πραγματικά περιστατικά. Εν πάση περιπτώσει, τα αποδεικτικά στοιχεία που υποβλήθηκαν στο Γενικό Δικαστήριο επιρρωννύουν το συμπέρασμά του όσον αφορά την ύπαρξη έντονου και πολύπλοκου ανταγωνισμού.

    135.

    Επιπλέον, το επιχείρημα ότι το Γενικό Δικαστήριο έπρεπε να λάβει υπόψη το γεγονός ότι ένα εκ των μέτρων που αποτελεί αντικείμενο της επίμαχης απόφασης είχε εφαρμογή σε περίοδο κατά την οποία απαγορευόταν στους οργανισμούς ασφάλισης να διανέμουν κέρδη είναι, κατά την Dôvera και την Union, απαράδεκτο, καθόσον προβλήθηκε το πρώτον κατά την αναιρετική δίκη, και, εν πάση περιπτώσει, είναι αλυσιτελές και αβάσιμο. Η διαπίστωση σχετικά με τη δυνατότητα «ελεύθερης» επιδίωξης και πραγματοποίησης κερδών δεν αντιφάσκει προς την ύπαρξη νομοθεσίας σχετικής με την πραγματοποίηση κερδών.

    2. Εκτίμηση

    136.

    Προκαταρκτικώς, θεωρώ χρήσιμο να παραθέσω ορισμένες θεμελιώδεις αρχές που απορρέουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων.

    137.

    Ευθύς εξαρχής, υπενθυμίζω ότι, κατά πάγια νομολογία, ο αποδεικτικός ή μη αποδεικτικός χαρακτήρας των εγγράφων της δικογραφίας εμπίπτει στη κυριαρχική εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών από το Γενικό Δικαστήριο, η οποία δεν υπάγεται στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου, εκτός αν πρόκειται για περίπτωση παραμόρφωσης ( 97 ).

    138.

    Μια τέτοια παραμόρφωση πρέπει να προκύπτει προδήλως από τα έγγραφα της δικογραφίας και να μην χρειάζεται να πραγματοποιηθεί νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδείξεων ( 98 ). Προκειμένου να αποδειχτεί παραμόρφωση, δεν αρκεί να προταθεί ερμηνεία των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων διαφορετική σε σχέση με εκείνη την οποία προέκρινε το Γενικό Δικαστήριο ( 99 ). Για τον σκοπό αυτόν, ο αναιρεσείων πρέπει να αναφέρει επακριβώς τα στοιχεία τα οποία διατείνεται ότι παραμόρφωσε το Γενικό Δικαστήριο και να αποδείξει τα σφάλματα ανάλυσης τα οποία, κατ’ αυτόν, οδήγησαν το Γενικό Δικαστήριο στην παραμόρφωση αυτή ( 100 ).

    139.

    Εν προκειμένω, όσον αφορά, πρώτον, την αιτίαση περί παραμόρφωσης των αποδεικτικών στοιχείων που αφορούν την προσωρινή ύπαρξη απαγόρευσης διανομής των κερδών των οργανισμών ασφάλισης υγείας, παρατηρώ εξαρχής ότι, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει η Dôvera με το υπόμνημά της επί της αιτήσεως αναιρέσεως, η Σλοβακική Δημοκρατία έχει ήδη επιστήσει την προσοχή στην περίσταση αυτή στο σημείο 53 του υπομνήματος παρέμβασης που κατέθεσε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και, επομένως, δεν πρόκειται για επιχείρημα το οποίο προβάλλεται το πρώτον κατά την αναιρετική δίκη. Εντούτοις, επισημαίνεται επίσης ότι, στην αίτησή της αναιρέσεως, η Σλοβακική Δημοκρατία περιορίζεται να αναφέρει ότι η απαγόρευση διανομής των κερδών προκύπτει από πλείστα έγγραφα της δικογραφίας, αλλά δεν μνημονεύει κανένα στοιχείο το οποίο το Γενικό Δικαστήριο εξέθεσε με προδήλως εσφαλμένο τρόπο στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Κατ’ εμέ, σκοπός της αιτίασης αυτής είναι, στην πραγματικότητα, να επικρίνει το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη το στοιχείο αυτό εκτιμώντας ότι δεν ασκεί επιρροή για την αξιολόγησή του. Εντούτοις, αυτό συνιστά εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων η οποία, ως τέτοια, δεν υπάγεται στον έλεγχο του Δικαστηρίου κατά την αναιρετική δίκη. Κατά συνέπεια, εκτιμώ ότι η αιτίαση αυτή πρέπει να κριθεί απαράδεκτη.

    140.

    Δεύτερον, όσον αφορά το ζήτημα αν η διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου στη σκέψη 64 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, κατά την οποία οι οργανισμοί ασφάλισης στη Σλοβακία έχουν δυνατότητα «ελεύθερης» επιδίωξης και πραγματοποίησης κερδών, συνιστά παραμόρφωση, παρατηρώ ότι η Σλοβακική Δημοκρατία δεν αναφέρει κανένα συγκεκριμένο στοιχείο το οποίο παραμόρφωσε το Γενικό Δικαστήριο, περιοριζόμενη σε γενική παραπομπή στα «έγγραφα της δικογραφίας». Εκτιμώ ότι, κατ’ ουσίαν, υπό το πρόσχημα του ισχυρισμού περί παραμόρφωσης, αυτό που η Σλοβακική Δημοκρατία προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο είναι πλάνη περί την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών. Συγκεκριμένα, η Σλοβακική Δημοκρατία δεν αμφισβητεί ότι οι περιορισμοί που έθεσε η σλοβακική νομοθεσία ερμηνεύθηκαν ορθώς από το Γενικό Δικαστήριο, αλλά υποστηρίζει ότι, εν αντιθέσει προς την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου, οι εν λόγω περιορισμοί δεν θίγουν μόνο τη δυνατότητα χρησιμοποίησης και διανομής των κερδών από τους οργανισμούς ασφάλισης υγείας, αλλά και τη δυνατότητα πραγματοποίησης των κερδών αυτών. Επομένως, κατ’ εμέ, η υπό κρίση αιτίαση πρέπει να κριθεί απαράδεκτη.

    141.

    Τρίτον, η Επιτροπή και η Σλοβακική Δημοκρατία υποστηρίζουν ότι τα αποδεικτικά στοιχεία παραμορφώθηκαν καθόσον το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 67 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι, εντός του σλοβακικού συστήματος ασφάλισης υγείας, ο ανταγωνισμός είναι «έντονος και πολύπλοκος». Ως προς αυτό, εκτιμώ ότι η αιτίαση αυτή ισοδυναμεί, κατ’ ουσίαν, με επανάληψη των επιχειρημάτων τα οποία προβλήθηκαν στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου αναιρέσεως που διατύπωσε η Επιτροπή και του τρίτου λόγου αναιρέσεως που διατύπωσε η Σλοβακική Δημοκρατία, σχετικά με τον χαρακτηρισμό μιας πλάνης περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο, τα οποία πρότεινα να απορριφθούν για τους λόγους που εκτίθενται στα σημεία 89 έως 130 των παρουσών προτάσεων.

    142.

    Για την περίπτωση που το Δικαστήριο θεωρήσει ότι ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως τον οποίο προβάλλει η Επιτροπή και η τελευταία αυτή αιτίαση της Σλοβακικής Δημοκρατίας αφορούν πραγματικά παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων, αρκεί η διαπίστωση ότι ουδέποτε η Σλοβακική Δημοκρατία ανέφερε τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία, κατ’ αυτήν, παραμόρφωσε το Γενικό Δικαστήριο στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Όσον αφορά την Επιτροπή, μολονότι αληθεύει ότι μνημονεύει ένα από τα στοιχεία αυτά, ήτοι έναν πίνακα κάλυψης ο οποίος δείχνει τις διαφορές μεταξύ των καλύψεων των διάφορων οργανισμών ασφάλισης υγείας, αληθεύει επίσης ότι ουδόλως προσδιορίζει τα σφάλματα ανάλυσης τα οποία οδήγησαν το Γενικό Δικαστήριο στην παραμόρφωση αυτή. Επομένως, κατά την άποψή μου, ο λόγος αναιρέσεως τον οποίο προβάλλει η Επιτροπή και η αιτίαση της Σλοβακικής Δημοκρατίας πρέπει να κριθούν απαράδεκτοι.

    3. Συμπέρασμα όσον αφορά τον τρίτο λόγο αναιρέσεως στην υπόθεση C‑262/18 P και τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως στην υπόθεση C‑271/18 P

    143.

    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να κρίνει απαράδεκτους στο σύνολό τους τον τρίτο λόγο αναιρέσεως στην υπόθεση C‑262/18 P και τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως στην υπόθεση C‑271/18 P.

    V. Οι ανταναιρέσεις

    Α.   Επιχειρήματα των διαδίκων

    144.

    Με τις ανταναιρέσεις που άσκησε, η Dôvera προβάλλει έναν και μόνο λόγο αναιρέσεως, ήτοι ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε δικονομική πλάνη και παρέβη την υποχρέωσή του αιτιολόγησης εκθέτοντας, στη σκέψη 58 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η Dôvera δεν είχε αμφισβητήσει τη διαπίστωση ότι το σλοβακικό σύστημα ασφάλισης υγείας έχει «[κυρίαρχες] κοινωνικές και κανονιστικές πτυχές και πτυχές αλληλεγγύης» ( 101 ). Προς στήριξη αυτού του λόγου αναιρέσεως, εφιστά την προσοχή σε ορισμένα χωρία στα υπομνήματα που είχε καταθέσει πρωτοδίκως, στα οποία είχε ρητώς αναιρέσει τη διαπίστωση αυτή.

    145.

    Εντούτοις, κατά την Dôvera, αυτός ο λόγος αναιρέσεως προβάλλεται μόνο για την απίθανη περίπτωση που, προβαίνοντας σε αυστηρή ερμηνεία της διατύπωσης της εν λόγω σκέψης της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Δικαστήριο αγνοήσει το μεταφραστικό σφάλμα στο κείμενο στη γλώσσα διαδικασίας, ήτοι στην αγγλική γλώσσα, της απόφασης αυτής, το οποίο χαρακτηρίζει τις κοινωνικές και κανονιστικές πτυχές και τις πτυχές αλληλεγγύης του εν λόγω συστήματος ως «predominant» (κυρίαρχες), ενώ χαρακτηρίζονται ως «importants» (σημαντικές) στο κείμενο στη γαλλική γλώσσα.

    146.

    Η Union συντάσσεται με τα αιτήματα της Dôvera.

    147.

    Η Επιτροπή αντιτείνει ότι οι ανταναιρέσεις είναι απαράδεκτες, αλλά, αν υποτεθεί ότι το Δικαστήριο τις κρίνει παραδεκτές, το Δικαστήριο θα πρέπει να συναγάγει, βάσει του αγγλικού κειμένου της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι είναι βάσιμες. Η Σλοβακική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι στο αγγλικό κείμενο της απόφασης αυτής δεν έχει εμφιλοχωρήσει μεταφραστικό σφάλμα και ότι, εν πάση περιπτώσει, οι ανταναιρέσεις είναι απαράδεκτες.

    Β.   Εκτίμηση

    148.

    Λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων που εξέθεσα στα σημεία 61 έως 64 των παρουσών προτάσεων, θεωρώ ότι στη σκέψη 58 του αγγλικού κειμένου της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης έχει εμφιλοχωρήσει μεταφραστικό σφάλμα. Δεδομένου ότι φρονώ ότι το σφάλμα αυτό μπορεί να διορθωθεί με απλώς και μόνον ερμηνεία της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, εκτιμώ ότι το Δικαστήριο δεν θα πρέπει να εξετάσει τις ανταναιρέσεις.

    149.

    Εντούτοις, στην περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να προβεί στην εξέταση αυτή, θεωρώ ότι αναμφίβολα θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι είναι απαράδεκτες λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος της Dôvera.

    150.

    Συγκεκριμένα, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος προϋποθέτει ότι η ανταναίρεση μπορεί, με το αποτέλεσμά της, να προσπορίσει όφελος στον διάδικο που την άσκησε ( 102 ).

    151.

    Πάντως, στον πρώτο βαθμό, το Γενικό Δικαστήριο έκανε δεκτή την προσφυγή της Dôvera και ακύρωσε την επίμαχη απόφαση. Ως εκ τούτου, δεν αντιλαμβάνομαι το όφελος το οποίο η Dôvera θα μπορέσει να αποκομίσει αν το Δικαστήριο κάνει δεκτές τις ανταναιρέσεις που αυτή άσκησε και αναιρέσει τη σκέψη 58 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, κατά το μέρος που το Γενικό Δικαστήριο έκρινε σε αυτήν ότι η Dôvera δεν είχε αμφισβητήσει τον ισχυρισμό ότι το σλοβακικό σύστημα υποχρεωτικής ασφάλισης υγείας έχει κυρίαρχες κοινωνικές και κανονιστικές πτυχές και πτυχές αλληλεγγύης. Ακόμη και αν το Δικαστήριο κάνει δεκτές τις υπό κρίση ανταναιρέσεις, η τροποποίηση αυτή θα αφορά το σκεπτικό της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και δεν θα έχει καμία συνέπεια για το διατακτικό της και, εν πάση περιπτώσει, ουδεμία τροποποίηση του διατακτικού, στο οποίο το Γενικό Δικαστήριο έκανε δεκτή την προσφυγή της, θα μπορούσε να προσπορίσει οποιοδήποτε όφελος στην Dôvera.

    Γ.   Συμπέρασμα όσον αφορά τις ανταναιρέσεις στις υποθέσεις C‑262/18 P και C‑271/18 P

    152.

    Λαμβανομένων υπόψη των παρατηρήσεων αυτών, προτείνω στο Δικαστήριο να μην εξετάσει τις ανταναιρέσεις που άσκησε η Dôvera στις υποθέσεις C‑262/18 P και C‑271/18 P.

    VI. Επί της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

    153.

    Κατά το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αν η αίτηση αναιρέσεως κριθεί βάσιμη και το Δικαστήριο αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, δύναται να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση, είτε να την αναπέμψει στο Γενικό Δικαστήριο για να την κρίνει.

    154.

    Εν προκειμένω, εκτιμώ ότι το Δικαστήριο είναι σε θέση να αποφανθεί επί των λόγων ακυρώσεως που προέβαλε η Dôvera ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

    155.

    Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, προτείνω να απορριφθεί βάσει των σημείων 89 έως 130 των παρουσών προτάσεων.

    156.

    Όσον αφορά τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, όπως συνοψίστηκε στο σημείο 7 των παρουσών προτάσεων, προτείνω να απορριφθεί και αυτός στο σύνολό του. Συγκεκριμένα, όσον αφορά την πρώτη αιτίαση του λόγου αυτού, από τη λειτουργική προσέγγιση της έννοιας της «επιχείρησης», όπως εκτέθηκε στο σημείο 109 των παρουσών προτάσεων, προκύπτει ότι ο χαρακτηρισμός μιας οντότητας ως επιχείρησης συνδέεται πάντοτε με συγκεκριμένη δραστηριότητα. Με άλλα λόγια, οντότητα η οποία ασκεί τόσο οικονομικές όσο και μη οικονομικές δραστηριότητες πρέπει να θεωρείται επιχείρηση μόνον όσον αφορά τις πρώτες. Επομένως, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί. Όσον αφορά τη δεύτερη αιτίαση, όπως προκύπτει από την πάγια νομολογία που υπομνήσθηκε στα σημεία 114 και 115 των παρουσών προτάσεων, ο χαρακτηρισμός ως οικονομικής της δραστηριότητας που ασκείται εντός των μικτών συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης εξαρτάται από στάθμιση, η οποία συνίσταται στην ανάλυση των διάφορων οικονομικών και μη οικονομικών στοιχείων του εθνικού συστήματος, της σημασίας τους και του αντικειμένου τους αντιστοίχως. Κατά λογική ακολουθία, το επιχείρημα ότι κάθε οικονομικό στοιχείο είναι επαρκές για τον χαρακτηρισμό αυτόν είναι νομικώς εσφαλμένο. Κατά την άποψή μου, επίσης η δεύτερη αιτίαση είναι απορριπτέα.

    VII. Επί των δικαστικών εξόδων

    157.

    Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, σε περίπτωση κατά την οποία η αίτηση αναιρέσεως είναι βάσιμη και το Δικαστήριο κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων.

    158.

    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, που εφαρμόζεται στη διαδικασία αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του ίδιου Κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή και η Σλοβακική Δημοκρατία υπέβαλαν σχετικό αίτημα, η Dôvera πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα τόσο της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου όσο και της παρούσας αναιρετικής διαδικασίας.

    159.

    Κατά το άρθρο 140, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα που παρενέβησαν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Επομένως, η Φινλανδική Δημοκρατία, παρεμβαίνουσα στις ένδικες διαφορές, φέρει τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως.

    160.

    Κατά το άρθρο 140, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Δικαστήριο δύναται να αποφασίσει ότι ο παρεμβαίνων, ακόμη και όταν είναι άλλος από τους αναφερόμενους στις προηγούμενες παραγράφους, θα φέρει τα δικαστικά του έξοδα. Πρέπει να κριθεί ότι η Union φέρει τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως.

    VIII. Πρόταση

    161.

    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ως εξής:

    1)

    Αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 5ης Φεβρουαρίου 2018, Dôvera zdravotná poist’ovňa κατά Επιτροπής (T‑216/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:64).

    2)

    Απορρίπτει την προσφυγή που η Dôvera zdravotná poist’ovňa a.s. άσκησε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    3)

    Απορρίπτει τις ανταναιρέσεις.

    4)

    Η Dôvera zdravotná poist’ovňa φέρει τα δικαστικά της έξοδα και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και της παρούσας αιτήσεως αναιρέσεως. Επιπλέον, καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Σλοβακική Δημοκρατία στο πλαίσιο της παρούσας αιτήσεως αναιρέσεως.

    5)

    Η Union zdravotná poist’ovňa a.s. φέρει τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και της παρούσας αιτήσεως αναιρέσεως.

    6)

    Η Φινλανδική Δημοκρατία φέρει τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως.


    ( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

    ( 2 ) Απόφαση (ΕΕ) 2015/248 της Επιτροπής, της 15ης Οκτωβρίου 2014, σχετικά με τα μέτρα κρατικής ενίσχυσης SA.23008 (2013/C) (πρώην 2013/NN) που έθεσε σε εφαρμογή η Σλοβακική Δημοκρατία υπέρ της Spoločná zdravotná poisťovňa, a.s (SZP) και της Všeobecná zdravotná poisťovňa, a.s (VšZP) (ΕΕ 2015, L 41, σ. 25).

    ( 3 ) Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 45 έως 53).

    ( 4 ) Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 54).

    ( 5 ) Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 63 και 64).

    ( 6 ) Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 65 έως 67).

    ( 7 ) Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 68).

    ( 8 ) Πρβλ. αποφάσεις της 29ης Φεβρουαρίου 1996, Βέλγιο κατά Επιτροπής (C‑56/93, EU:C:1996:64, σκέψη 11), της 8ης Μαΐου 2003, Ιταλία και SIM 2 Multimedia κατά Επιτροπής (C‑328/99 και C‑399/00, EU:C:2003:252, σκέψη 39), της 1ης Ιουλίου 2008, Chronopost και La Poste κατά UFEX κ.λπ. (C‑341/06 P και C‑342/06 P, EU:C:2008:375, σκέψη 143), και της 22ας Δεκεμβρίου 2008, British Aggregates κατά Επιτροπής (C‑487/06 P, EU:C:2008:757, σκέψη 114).

    ( 9 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 29ης Φεβρουαρίου 1996, Βέλγιο κατά Επιτροπής (C‑56/93, EU:C:1996:64, σκέψη 11).

    ( 10 ) Βλ. απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2010, Επιτροπή κατά Deutsche Post (C‑399/08 P, EU:C:2010:481, σκέψη 97).

    ( 11 ) Απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 1980, Philip Morris Holland κατά Επιτροπής (730/79, EU:C:1980:209, σκέψη 24), στην οποία το Δικαστήριο διευκρίνισε, για πρώτη φορά, ότι, κατά την εκτίμηση της συμβατότητας, «η Επιτροπή έχει διακριτική εξουσία, της οποίας η άσκηση προϋποθέτει εκτιμήσεις οικονομικής και κοινωνικής φύσεως που πρέπει να γίνονται σε κοινοτικό πλαίσιο».

    ( 12 ) Πρόκειται για συνεχώς επαναλαμβανόμενη διατύπωση του Δικαστηρίου, η οποία εντοπίζεται, για πρώτη φορά, στην απόφαση της 16ης Μαΐου 2000, Γαλλία κατά Ladbroke Racing και Επιτροπής (C‑83/98 P, EU:C:2000:248, σκέψη 25).

    ( 13 ) Mία από τις αποφάσεις που μνημόνευσε η Σλοβακική Δημοκρατία, ήτοι η απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2005, Επιτροπή κατά Tetra Laval (C‑12/03 P, EU:C:2005:87), δεν θα αποτελέσει αντικείμενο της εξέτασής μου, επειδή εκδόθηκε στον τομέα της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας, και όχι στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων. Κατ’ εμέ, το στοιχείο αυτό συνεπάγεται κατ’ ανάγκην ότι η ως άνω απόφαση δεν ασκεί επιρροή προκειμένου να καθοριστεί αν οι εκτιμήσεις της Επιτροπής σχετικά με το ζήτημα αν η SZP και η VšZP εμπίπτουν στην έννοια της «επιχείρησης», κατά το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, συνιστούν πολύπλοκες οικονομικές εκτιμήσεις, δεδομένου ότι ο καθορισμός αυτός επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από τον αντικειμενικό χαρακτήρα της έννοιας της κρατικής ενίσχυσης.

    ( 14 ) Διάταξη της 25ης Απριλίου 2002 (C‑323/00 P, EU:C:2002:260).

    ( 15 ) Απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2007 (C‑525/04 P, EU:C:2007:698).

    ( 16 ) Απόφαση της 1ης Ιουλίου 2008 (C‑341/06 P και C‑342/06 P, EU:C:2008:375).

    ( 17 ) Απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2010 (C‑290/07 P, EU:C:2010:480).

    ( 18 ) Απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 2013 (C‑214/12 P, C‑215/12 P και C‑223/12 P, EU:C:2013:682).

    ( 19 ) Τα κριτήρια αυτά ορίζονται στην ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την έννοια της κρατικής ενίσχυσης όπως αναφέρεται στο άρθρο 107, παράγραφος 1, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2016, C 262, σ. 1), στο σημείο 74.

    ( 20 ) Εκτός από τις αποφάσεις που μνημόνευσε η Σλοβακική Δημοκρατία, βλ., επίσης, αποφάσεις της 29ης Φεβρουαρίου 1996, Βέλγιο κατά Επιτροπής (C‑56/93, EU:C:1996:64, σκέψεις 10 και 11), και της 8ης Μαΐου 2003, Ιταλία και SIM 2 Multimedia κατά Επιτροπής (C‑328/99 και C‑399/00, EU:C:2003:252, σκέψεις 38 και 39).

    ( 21 ) Βλ. αποφάσεις της 22ας Νοεμβρίου 2007, Ισπανία κατά Lenzing (C‑525/04 P, EU:C:2007:698, σκέψη 59), της 2ας Σεπτεμβρίου 2010, Επιτροπή κατά Scott (C‑290/07 P, EU:C:2010:480, σκέψη 68), της 24ης Ιανουαρίου 2013, Frucona Košice κατά Επιτροπής (C‑73/11 P, EU:C:2013:32, σκέψη 74), και της 30ής Νοεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά Γαλλίας και Orange (C‑486/15 P, EU:C:2016:912, σκέψη 90).

    ( 22 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 10ης Ιουλίου 1986, Βέλγιο κατά Επιτροπής (234/84, EU:C:1986:302, σκέψη 14).

    ( 23 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 5ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά EDF (C‑124/10 P, EU:C:2012:318, σκέψεις 82 έως 85, και 105).

    ( 24 ) Απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2010 (C‑290/07 P, EU:C:2010:480, σκέψη 70). Η υπογράμμιση δική μου.

    ( 25 ) Βλ. Ritleng, D., «Le juge communautaire de la légalité et le pouvoir discrétionnaire des institutions communautaires», AJDA, 1999, αριθ. 9, σ. 645.

    ( 26 ) Βλ. τμήμα Γ των παρουσών προτάσεων.

    ( 27 ) Η υπογράμμιση δική μου.

    ( 28 ) Η υπογράμμιση δική μου.

    ( 29 ) Η υπογράμμιση δική μου.

    ( 30 ) Συγκεκριμένα στα υπομνήματα επί της αιτήσεως αναιρέσεως που κατέθεσαν στις παρούσες συνεκδικαζόμενες υποθέσεις, η Dôvera και η Union υποστήριξαν ότι, δεδομένου ότι η αιτίαση αυτή βάλλει κατά ενός obiter dictum, πρέπει να θεωρηθεί αλυσιτελής. Η ερμηνεία που εκθέτω στο σημείο 71 των παρουσών προτάσεων δείχνει ότι δεν συμμερίζομαι την άποψή τους.

    ( 31 ) Υπενθυμίζω ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, αν επιτρεπόταν σε διάδικο να προβάλει για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου επιχείρημα που δεν είχε προβάλει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, τούτο θα σήμαινε ότι ο διάδικος αυτός θα είχε τη δυνατότητα να υποβάλει στην κρίση του Δικαστηρίου, του οποίου η αρμοδιότητα είναι περιορισμένη όταν πρόκειται για αναιρετική διαδικασία, διαφορά με ευρύτερο περιεχόμενο από τη διαφορά την οποία εκδίκασε το Γενικό Δικαστήριο. Πρβλ. απόφαση της 29ης Ιουλίου 2019, Bayerische Motoren Werke και Freistaat Sachsen κατά Επιτροπής (C‑654/17 P, EU:C:2019:634).

    ( 32 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2008, Επιτροπή κατά Freistaat Sachsen (C‑334/07 P, EU:C:2008:709, σκέψη 50).

    ( 33 ) Απόφαση της 16ης Μαρτίου 2004 (C‑264/01, C‑306/01, C‑354/01 και C‑355/01, EU:C:2004:150).

    ( 34 ) Απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 1993 (C‑159/91 και C‑160/91, EU:C:1993:63).

    ( 35 ) Απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2002 (C‑218/00, EU:C:2002:36).

    ( 36 ) Απόφαση της 5ης Μαρτίου 2009 (C‑350/07, EU:C:2009:127).

    ( 37 ) Απόφαση της 3ης Μαρτίου 2011 (C‑437/09, EU:C:2011:112).

    ( 38 ) Απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 1995 (C‑244/94, EU:C:1995:392).

    ( 39 ) Απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1999 (C‑67/96, EU:C:1999:430).

    ( 40 ) Απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1999 (C‑115/97 έως C‑117/97, EU:C:1999:434).

    ( 41 ) Απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1999 (C‑219/97, EU:C:1999:437).

    ( 42 ) Απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2000 (C‑180/98 έως C‑184/98, EU:C:2000:428).

    ( 43 ) Απόφαση της 16ης Μαρτίου 2004 (C‑264/01, C‑306/01, C‑354/01 και C‑355/01, EU:C:2004:150).

    ( 44 ) Σκέψη 58 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

    ( 45 ) Σκέψη 64 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

    ( 46 ) Απόφαση της 16ης Μαρτίου 2004 (C‑264/01, C‑306/01, C‑354/01 και C‑355/01, EU:C:2004:150).

    ( 47 ) Η υπογράμμιση δική μου.

    ( 48 ) Απόφαση της 10ης Ιανουαρίου 2006 (C‑222/04, EU:C:2006:8).

    ( 49 ) Απόφαση της 1ης Ιουλίου 2008 (C‑49/07, EU:C:2008:376).

    ( 50 ) Απόφαση της 10ης Ιανουαρίου 2006 (C‑222/04, EU:C:2006:8).

    ( 51 ) Απόφαση της 1ης Ιουλίου 2008 (C‑49/07, EU:C:2008:376).

    ( 52 ) Απόφαση της 10ης Ιανουαρίου 2006 (C‑222/04, EU:C:2006:8).

    ( 53 ) Απόφαση της 10ης Ιανουαρίου 2006 (C‑222/04, EU:C:2006:8).

    ( 54 ) Απόφαση της 1ης Ιουλίου 2008 (C‑49/07, EU:C:2008:376).

    ( 55 ) Απόφαση της 1ης Ιουλίου 2008 (C‑49/07, EU:C:2008:376).

    ( 56 ) Απόφαση της 10ης Ιανουαρίου 2006 (C‑222/04, EU:C:2006:8).

    ( 57 ) Απόφαση της 1ης Ιουλίου 2008 (C‑49/07, EU:C:2008:376).

    ( 58 ) Απόφαση της 1ης Ιουλίου 2008 (C‑49/07, EU:C:2008:376).

    ( 59 ) Θεωρώ ότι το Δικαστήριο εμπνεύστηκε σε μεγάλο βαθμό από το σχετικό χωρίο των προτάσεων, στην υπόθεση εκείνη, της γενικής εισαγγελέα J. Kokott (C‑49/07, EU:C:2008:142, σημεία 41 και 42), κατά την οποία «[π]εραιτέρω, δεν αποτελεί επιχείρημα κατά της αποδοχής μιας οικονομικής δραστηριότητας και της συνδεόμενης προς αυτήν ιδιότητας της επιχειρήσεως το ότι ένας οργανισμός όπως η ΕΛΠΑ έχει το καθεστώς σωματείου μη κερδοσκοπικού σκοπού, ήτοι δραστηριοποιείται χωρίς να επιδιώκει την επίτευξη κέρδους. Τέτοιοι οργανισμοί μπορούν και αυτοί να ανταγωνίζονται με τις παροχές τους άλλους οικονομικούς φορείς σε μια αγορά, ανεξαρτήτως του αν οι άλλοι οικονομικοί φορείς ασκούν μη κερδοσκοπική ή εμπορική δραστηριότητα. Τούτο φαίνεται πολύ καθαρά στην υπό κρίση περίπτωση, δεδομένου μάλιστα ότι εν προκειμένω δύο ελληνικές ενώσεις μη κερδοσκοπικού σκοπού –η ΕΛΠΑ και η ΜΟΤΟΕ– έχουν θέσει ως σκοπό τους να διοργανώνουν και να εκμεταλλεύονται εμπορικά στην Ελλάδα αγώνες μοτοσικλέτας. Η επιτυχία τέτοιων οργανισμών εξαρτάται μακροπρόθεσμα από το αν θα επικρατήσουν αντιστοίχως με τις παροχές τους έναντι άλλων φορέων παροχής υπηρεσιών και το αν μπορούν να διασφαλίσουν χρηματοδότηση για τη δραστηριότητά τους» (η υπογράμμιση δική μου). Η μόνη διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι, εν αντιθέσει προς τη γενική εισαγγελέα, το Δικαστήριο επιχειρεί να παρουσιάσει το συμπέρασμα αυτό ως διευκρίνιση του περιεχομένου της σκέψης 123 της απόφασης της 10ης Ιανουαρίου 2006, Cassa di Risparmio di Firenze κ.λπ. (C‑222/04, EU:C:2006:8), πράγμα που, κατ’ εμέ, προκάλεσε την πλάνη περί την ερμηνεία στην οποία πλάνη υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο στην υπό κρίση υπόθεση.

    ( 60 ) Απόφαση της 10ης Ιανουαρίου 2006 (C‑222/04, EU:C:2006:8).

    ( 61 ) Όπως επισήμανε η Επιτροπή με την αίτησή της αναιρέσεως, επίσης το Γενικό Δικαστήριο έχει δεχθεί την αρχή αυτή. Συγκεκριμένα, στην απόφαση της 28ης Σεπτεμβρίου 2017, Aanbestedingskalender κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑138/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:675), επικύρωσε απόφαση με την οποία είχε διαπιστωθεί ότι η εκμετάλλευση πλατφόρμας ηλεκτρονικών συμβάσεων, συσταθείσας προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι αναθέτουσες αρχές τηρούν τις νόμιμες υποχρεώσεις τις οποίες υπέχουν δυνάμει ορισμένων οδηγιών της Ένωσης στον τομέα των δημόσιων συμβάσεων, δεν συνιστούσε οικονομική δραστηριότητα, παρά το γεγονός ότι επίσης φορείς που είχαν σκοπό το κέρδος εκμεταλλεύονταν ανάλογες πλατφόρμες. Αίτηση αναιρέσεως που κατατέθηκε κατά της απόφασης αυτής απορρίφθηκε πρόσφατα από το Δικαστήριο (απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2019, Aanbestedingskalender κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑687/17 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:932).

    ( 62 ) Απόφαση της 27ης Ιουνίου 2017 (C‑74/16, EU:C:2017:496, σκέψη 50). Θεωρώ σκόπιμο να επισημάνω ότι, στη σκέψη 46 της απόφασης αυτής, το Δικαστήριο είχε υπενθυμίσει τη διατύπωση της σκέψης 123 της απόφασης της 10ης Ιανουαρίου 2006, Cassa di Risparmio di Firenze κ.λπ. (C‑222/04, EU:C:2006:8). Εντούτοις, το συμπέρασμα που συνήγαγε όσον αφορά τον χαρακτήρα της υπό εξέταση δραστηριότητας μαρτυρεί, κατά την άποψή μου, ότι η φράση «εφόσον με την προσφορά αυτή ανταγωνίζεται άλλους επιχειρηματίες που επιδιώκουν κερδοσκοπικό σκοπό» δεν έχει την έννοια ότι απαιτεί τη συνακόλουθη ύπαρξη των δύο αυτών στοιχείων.

    ( 63 ) Η πάγια αυτή νομολογία ανατρέχει στην απόφαση της 23ης Απριλίου 1991, Höfner και Elser (C‑41/90, EU:C:1991:161, σκέψη 21).

    ( 64 ) Πρόκειται για νομολογία η οποία ανατρέχει στην απόφαση της 23ης Απριλίου 1991, Höfner και Elser (C‑41/90, EU:C:1991:161, σκέψη 21). Βλ., πιο πρόσφατα, απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2018, Scuola Elementare Maria Montessori κατά Επιτροπής, Επιτροπή κατά Scuola Elementare Maria Montessori και Επιτροπή κατά Ferracci (C‑622/16 P έως C‑624/16 P, EU:C:2018:873, σκέψη 103).

    ( 65 ) Βλ. απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Επιτροπή κατά Ισπανίας κ.λπ. (C‑128/16 P, EU:C:2018:591, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    ( 66 ) Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Poiares Maduro στην υπόθεση FENIN κατά Επιτροπής (C‑205/03 P, EU:C:2005:666, σημείο 26).

    ( 67 ) Απόφαση της 17ης Ιουνίου 1999, Βέλγιο κατά Επιτροπής (C‑75/97, EU:C:1999:311, σκέψη 37).

    ( 68 ) Πρβλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Poiares Maduro στην υπόθεση FENIN κατά Επιτροπής (C‑205/03 P, EU:C:2005:666, σημείο 27). Βλ., επίσης, τις εκτιμήσεις που διατύπωσα σχετικά με την απόφαση της 16ης Μαρτίου 2004, AOK Bundesverband κ.λπ. (C‑264/01, C‑306/01, C‑354/01 και C‑355/01, EU:C:2004:150), στα σημεία 125 έως 127, και 129 των παρουσών προτάσεων.

    ( 69 ) Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα F. G. Jacobs στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις AOK Bundesverband κ.λπ. (C‑264/01, C‑306/01, C‑354/01 και C‑355/01, EU:C:2003:304, σημείο 35).

    ( 70 ) Απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 1993 (C‑159/91 και C‑160/91, EU:C:1993:63).

    ( 71 ) Απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2002 (C‑218/00, EU:C:2002:36).

    ( 72 ) Απόφαση της 16ης Μαρτίου 2004 (C‑264/01, C‑306/01, C‑354/01 και C‑355/01, EU:C:2004:150).

    ( 73 ) Απόφαση της 5ης Μαρτίου 2009 (C‑350/07, EU:C:2009:127).

    ( 74 ) Απόφαση της 3ης Μαρτίου 2011 (C‑437/09, EU:C:2011:112).

    ( 75 ) Όσον αφορά τα στοιχεία που απαριθμήθηκαν μέχρι εδώ, βλ. αποφάσεις της 17ης Φεβρουαρίου 1993, Poucet και Pistre (C‑159/91 και C‑160/91, EU:C:1993:63, σκέψεις 10, 12, 13 και 18), της 22ας Ιανουαρίου 2002, Cisal (C‑218/00, EU:C:2002:36, σκέψεις 39 έως 44), της 16ης Μαρτίου 2004, AOK Bundesverband κ.λπ. (C‑264/01, C‑306/01, C‑354/01 και C‑355/01, EU:C:2004:150, σκέψεις 47 έως 52), της 5ης Μαρτίου 2009, Kattner Stahlbau (C‑350/07, EU:C:2009:127, σκέψεις 44 έως 59), και της 3ης Μαρτίου 2011, AG2R Prévoyance (C‑437/09, EU:C:2011:112, σκέψεις 47 έως 52).

    ( 76 ) Αποφάσεις της 17ης Φεβρουαρίου 1993, Poucet και Pistre (C‑159/91 και C‑160/91, EU:C:1993:63, σκέψεις 14 και 18), της 22ας Ιανουαρίου 2002, Cisal (C‑218/00, EU:C:2002:36, σκέψεις 43 και 44), της 16ης Μαρτίου 2004, AOK Bundesverband κ.λπ. (C‑264/01, C‑306/01, C‑354/01 και C‑355/01, EU:C:2004:150, σκέψεις 48 έως 52), της 5ης Μαρτίου 2009, Kattner Stahlbau (C‑350/07, EU:C:2009:127, σκέψεις 60 έως 65), και της 3ης Μαρτίου 2011, AG2R Prévoyance (C‑437/09, EU:C:2011:112, σκέψεις 53 έως 65).

    ( 77 ) Απόφαση της 11ης Ιουλίου 2006 (C‑205/03 P, EU:C:2006:453, σκέψη 26).

    ( 78 ) Βλ., επίσης, αιτιολογική σκέψη 93 της επίμαχης απόφασης.

    ( 79 ) Απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 1995 (C‑244/94, EU:C:1995:392).

    ( 80 ) Απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1999 (C‑67/96, EU:C:1999:430).

    ( 81 ) Απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1999 (C‑115/97 έως C‑117/97, EU:C:1999:434).

    ( 82 ) Απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1999 (C‑219/97, EU:C:1999:437).

    ( 83 ) Απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2000 (C‑180/98 έως C‑184/98, EU:C:2000:428).

    ( 84 ) Απόφαση της 16ης Μαρτίου 2004 (C‑264/01, C‑306/01, C‑354/01 και C‑355/01, EU:C:2004:150).

    ( 85 ) Απόφαση της 16ης Μαρτίου 2004, AOK Bundesverband κ.λπ. (C‑264/01, C‑306/01, C‑354/01 και C‑355/01, EU:C:2004:150, σκέψεις 6 και 7).

    ( 86 ) Απόφαση της 16ης Μαρτίου 2004, AOK Bundesverband κ.λπ. (C‑264/01, C‑306/01, C‑354/01 και C‑355/01, EU:C:2004:150, σκέψεις 52 και 53).

    ( 87 ) Απόφαση της 16ης Μαρτίου 2004, AOK Bundesverband κ.λπ. (C‑264/01, C‑306/01, C‑354/01 και C‑355/01, EU:C:2004:150, σκέψεις 8 και 9).

    ( 88 ) Απόφαση της 16ης Μαρτίου 2004, AOK Bundesverband κ.λπ. (C‑264/01, C‑306/01, C‑354/01 και C‑355/01, EU:C:2004:150, σημείο 52).

    ( 89 ) Επισημαίνεται ότι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Dôvera υποστήριξε ότι αυτό δεν είναι δυνατόν, επειδή οι δύο αυτές υποθέσεις διαφέρουν από τρεις απόψεις: πρώτον, οι οργανισμοί ασφάλισης υγείας που δραστηριοποιούνται στη σλοβακική αγορά δεν επιδιώκουν κερδοσκοπικό σκοπό· δεύτερον, έχουν συσταθεί υπό μορφή εμπορικών εταιριών· τρίτον, δικαιούνται να διαπραγματεύονται απευθείας και να συνάπτουν συμβάσεις με τους παρόχους υγειονομικής περίθαλψης. Όσον αφορά το τελευταίο αυτό στοιχείο, εξέθεσα τον λόγο για τον οποίο αυτό δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη, στα σημεία 118 και 119 των παρουσών προτάσεων. Όσον αφορά την επιδίωξη κερδοσκοπικού σκοπού από τους οργανισμούς ασφάλισης, η έλλειψη επιρροής του στοιχείου αυτού για τον χαρακτηρισμό μιας οντότητας ως επιχείρησης εξηγείται στα σημεία 92 έως 107 των παρουσών προτάσεων. Τέλος, όσον αφορά το γεγονός ότι οι οργανισμοί αυτοί έχουν συσταθεί υπό μορφή εμπορικών εταιριών, περιορίζομαι να υπενθυμίσω εκ νέου την κλασική νομολογία ότι το νομικό καθεστώς μιας οντότητας, στο οποίο προφανώς οφείλεται η επιδίωξη κερδοσκοπικού σκοπού, δεν ασκεί επιρροή για τον εν λόγω χαρακτηρισμό. Βλ., όσον αφορά το τελευταίο αυτό ζήτημα, απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2015, EasyPay και Finance Engineering (C‑185/14, EU:C:2015:716, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    ( 90 ) Στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο δεν έθεσε υπό αμφισβήτηση τη διαπίστωση στην αιτιολογική σκέψη 87 της επίμαχης απόφασης, κατά την οποία το εύρος των νόμιμων υποχρεωτικών παροχών είναι, όντως, ευρύτατο, δεδομένου ότι καλύπτει σχεδόν το σύνολο των ιατρικών πράξεων που τελούνται στη Σλοβακία. Συναφώς, επισημαίνω ότι, στην αίτησή της αναιρέσεως, η Σλοβακική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι το 98,9 % του συνόλου των δαπανών για τις παροχές υγειονομικής περίθαλψης αποδίδεται πλήρως από τις εταιρίες ασφάλισης υγείας στο πλαίσιο της υποχρεωτικής ασφάλισης υγείας, με αποτέλεσμα η δυνατότητα ανταγωνισμού να αφορά μόνον το 1,1 % των απομενουσών παροχών υγειονομικής περίθαλψης.

    ( 91 ) Απόφαση της 16ης Μαρτίου 2004 (C‑264/01, C‑306/01, C‑354/01 και C‑355/01, EU:C:2004:150).

    ( 92 ) Απόφαση της 16ης Μαρτίου 2004, AOK Bundesverband κ.λπ. (C‑264/01, C‑306/01, C‑354/01 και C‑355/01, EU:C:2004:150, σκέψη 7).

    ( 93 ) Βλ. υποσημείωση 7 στην αιτιολογική σκέψη 15 της επίμαχης απόφασης.

    ( 94 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 95 της επίμαχης απόφασης.

    ( 95 ) Απόφαση της 16ης Μαρτίου 2004 (C‑264/01, C‑306/01, C‑354/01 και C‑355/01, EU:C:2004:150).

    ( 96 ) Πρόκειται για την απαίτηση συνεκτικότητας, της οποίας έγινε μνεία στο σημείο 112 των παρουσών προτάσεων.

    ( 97 ) Απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2008, Γερμανία κ.λπ. κατά Kronofrance (C‑75/05 P και C‑80/05 P, EU:C:2008:482, σκέψη 78 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    ( 98 ) Βλ. απόφαση της 4ης Απριλίου 2017, Διαμεσολαβητής κατά Staelen (C‑337/15 P, EU:C:2017:256, σκέψη 83 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    ( 99 ) Βλ. απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, QuaMa Quality Management κατά EUIPO (C‑139/17 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:608, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    ( 100 ) Βλ. απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Ισπανία κατά Επιτροπής (C‑588/17 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:607, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    ( 101 ) Πρόκειται για κατά λέξη μετάφραση του όρου που χρησιμοποιείται στο αγγλικό κείμενο της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Στο γαλλικό κείμενο χρησιμοποιείται ο όρος «importants» (σημαντικές).

    ( 102 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Iride κατά Επιτροπής (C‑329/09 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2011:859, σκέψεις 48 έως 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    Top