EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62018CC0244

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Η. Saugmandsgaard Øe της 24ης Οκτωβρίου 2019.
Λάρκο Γενική Μεταλλευτική και Μεταλλουργική ΑΕ κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Αίτηση αναιρέσεως – Κρατικές ενισχύσεις – Εισφορά κεφαλαίου και κρατικές εγγυήσεις – Έννοια της κρατικής ενισχύσεως – Έννοια του όρου “πλεονέκτημα” – Αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία – Κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή – Υποχρέωση επιμελούς και αμερόληπτης εξετάσεως την οποία υπέχει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή – Δικαστικός έλεγχος – Βάρος αποδείξεως – Έννοια της “προβληματικής επιχειρήσεως” – Κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση – Ανακοίνωση περί εγγυήσεων – Προσωρινό πλαίσιο του 2011 – Ύψος των προς ανάκτηση ενισχύσεων – Υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχουν η Επιτροπή και το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Υπόθεση C-244/18 P.

Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2019:896

 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

HENRIK SAUGMANDSGAARD ØE

της 24ης Οκτωβρίου 2019 ( 1 )

Υπόθεση C‑244/18 P

Λάρκο Γενική Μεταλλευτική και Μεταλλουργική ΑΕ

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως – Μέτρα στηρίξεως που έλαβαν οι ελληνικές αρχές υπέρ της αναιρεσείουσας στο πλαίσιο προγράμματος ιδιωτικοποιήσεως της επιχειρήσεως – Κρατικές εγγυήσεις – Απόφαση της Επιτροπής κρίνουσα ότι τα μέτρα αυτά συνιστούν κρατικές ενισχύσεις ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά – Έννοια του “οικονομικού πλεονεκτήματος” κατά το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ – Προβληματική επιχείρηση – Κατευθυντήριες γραμμές για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση – Ανάκτηση των κρατικών ενισχύσεων – Καθορισμός του ποσού των προς ανάκτηση ενισχύσεων – Εξαιρετικές περιπτώσεις»

I. Εισαγωγή

1.

Με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, η Λάρκο Γενική Μεταλλευτική και Μεταλλουργική ΑΕ (στο εξής: Λάρκο ή αναιρεσείουσα) ζητεί να αναιρεθεί η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 1ης Φεβρουαρίου 2018, Λάρκο κατά Επιτροπής ( 2 ) (στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της με αίτημα την ακύρωση της απόφασης 2014/539/ΕΕ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 27ης Μαρτίου 2014, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.34572 (13/C) (ex 13/NN) που χορήγησε η Ελλάδα προς τη Λάρκο Γενική Μεταλλευτική & Μεταλλουργική Εταιρεία ΑΕ ( 3 ) (στο εξής: επίδικη απόφαση).

2.

Σύμφωνα με το αίτημα του Δικαστηρίου, οι παρούσες προτάσεις θα περιοριστούν στην ανάλυση του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως το οποίο αφορά, κυρίως, εσφαλμένη ερμηνεία της έννοιας του «οικονομικού πλεονεκτήματος», κατά το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, και του τέταρτου λόγου αναιρέσεως ο οποίος αφορά, κυρίως, παράβαση του άρθρου 14, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου [108 ΣΛΕΕ] ( 4 ), ως προς την ανάκτηση της ενίσχυσης.

3.

Με βάση την ανάλυση που ακολουθεί, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως και τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως ως αβάσιμα.

II. Το νομικό πλαίσιο

Α.   Ο κανονισμός 659/1999

4.

Το άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999, που φέρει τον τίτλο «Ανάκτηση της ενίσχυσης», ορίζει τα εξής:

«Σε περίπτωση αρνητικής απόφασης για υπόθεση παράνομων ενισχύσεων, η Επιτροπή αποφασίζει την εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για την ανάκτηση της ενίσχυσης από τον δικαιούχο […]».

Β.   Οι κατευθυντήριες γραμμές για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων·

5.

Το τμήμα 2.1 των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση) ( 5 ), το οποίο φέρει τίτλο «Έννοια της προβληματικής επιχείρησης», προβλέπει στα σημεία 9 έως 11 τα εξής:

«9.

Δεν υπάρχει κοινοτικός ορισμός της προβληματικής επιχείρησης. Ωστόσο, η Επιτροπή θεωρεί ότι μία επιχείρηση είναι προβληματική κατά την έννοια των παρουσών κατευθυντηρίων γραμμών, εφόσον δεν είναι ικανή, με δικούς της οικονομικούς πόρους ή με τους πόρους που είναι ικανή να εξασφαλίσει από τους ιδιοκτήτες/μέτοχους της και τους πιστωτές της, να ανακόψει τη ζημιογόνο πορεία της, η οποία, χωρίς εξωτερική παρέμβαση από το κράτος, θα την οδηγήσει προς μία σχεδόν βέβαιη οικονομική εξαφάνιση βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα.

10.

Συγκεκριμένα, μια επιχείρηση θεωρείται καταρχήν και ανεξαρτήτως μεγέθους προβληματική, κατά την έννοια των παρουσών κατευθυντήριων γραμμών στις ακόλουθες περιπτώσεις:

[…]

11.

Ακόμα και στην περίπτωση που δεν συντρέχει καμία από τις περιστάσεις που αναφέρονται στο σημείο 10, μια εταιρεία μπορεί να συνεχίσει να θεωρείται προβληματική, ιδιαίτερα όταν υπάρχουν οι συνήθεις ενδείξεις μιας προβληματικής επιχείρησης όπως αύξηση των ζημιών, μείωση του κύκλου εργασιών, διόγκωση των αποθεμάτων, πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα, φθίνουσα ταμειακή ροή, αυξανόμενη δανειοληψία, αύξηση των οικονομικών επιβαρύνσεων καθώς και εξασθένιση ή εξαφάνιση της αξίας του καθαρού ενεργητικού […].»

Γ.   Η ανακοίνωση περί εγγυήσεων

6.

Η ανακοίνωση της Επιτροπής της 20ής Ιουνίου 2008, για την εφαρμογή των άρθρων [107] και [108 ΣΛΕΕ] στις κρατικές ενισχύσεις με τη μορφή εγγυήσεων (στο εξής: ανακοίνωση περί εγγυήσεων) ( 6 ), προβλέπει στο σημείο 2.1, το οποίο αφορά το άρθρο 107 ΣΛΕΕ και επιγράφεται «Γενικές παρατηρήσεις», συγκεκριμένα δε στο τρίτο του εδάφιο, τα εξής:

«Για να αποφευχθούν τυχόν αμφιβολίες, θα πρέπει να διευκρινιστεί η έννοια των κρατικών πόρων όσον αφορά τις κρατικές εγγυήσεις. Το πλεονέκτημα μιας κρατικής εγγύησης είναι ότι ο κίνδυνος που συνδέεται με την εγγύηση αναλαμβάνεται από το δημόσιο. Κανονικά, για την ανάληψη αυτού του κινδύνου από το κράτος θα έπρεπε να προβλέπεται η καταβολή μιας ενδεδειγμένης προμήθειας εγγύησης. Όταν το κράτος δεν απαιτεί την καταβολή αυτής της προμήθειας, τότε όχι μόνο χορηγείται ένα πλεονέκτημα στην επιχείρηση, αλλά δαπανώνται και κρατικοί πόροι. Έτσι, ακόμη και σε περίπτωση που το κράτος δεν χρειαστεί ποτέ να καταβάλει πληρωμές στο πλαίσιο της εγγύησης, μπορεί εντούτοις να υπάρχει κρατική ενίσχυση βάσει του άρθρου 87 παράγραφος 1 της Συνθήκης. Η ενίσχυση χορηγείται όταν παρέχεται η εγγύηση, και όχι όταν η εγγύηση καταπίπτει ή όταν πραγματοποιούνται οι πληρωμές σύμφωνα με τους όρους της εγγύησης. Η εκτίμηση του κατά πόσο μία εγγύηση συνιστά κρατική ενίσχυση, και, αν ναι, ο προσδιορισμός του ποσού της κρατικής ενίσχυσης, πρέπει να πραγματοποιείται κατά τη στιγμή που παρέχεται η εγγύηση.»

7.

Στο σημείο 3.2 της ανακοίνωσης αυτής, με τίτλο «Μεμονωμένες εγγυήσεις», προβλέπονται τα εξής:

«Όσον αφορά μια μεμονωμένη κρατική εγγύηση, η Επιτροπή θεωρεί ότι αρκεί να πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις προκειμένου να διασφαλίζεται η απουσία κρατικής ενίσχυσης:

α)

ο δανειολήπτης δεν αντιμετωπίζει οικονομικές δυσχέρειες.

Για να διαπιστωθεί κατά πόσον ο δανειολήπτης αντιμετωπίζει οικονομικές δυσχέρειες, λαμβάνεται υπόψη ο ορισμός που περιλαμβάνεται στις κατευθυντήριες γραμμές για τις ενισχύσεις διάσωσης και αναδιάρθρωσης […].

[…]

δ)

καταβάλλεται για την εγγύηση τιμή που καθορίζεται βάσει κριτηρίων αγοράς.

Όπως αναφέρεται στο σημείο 2.1, η ανάληψη του κινδύνου θα πρέπει κανονικά να ανταμείβεται με μια κατάλληλη προμήθεια εγγύησης επί του ποσού για το οποίο παρέχεται εγγύηση ή αντεγγύηση. Σε περίπτωση που η τιμή που καταβλήθηκε για την εγγύηση είναι τουλάχιστον ίση με την αντίστοιχη προμήθεια αναφοράς που εφαρμόζεται στις χρηματοπιστωτικές αγορές, η εγγύηση δεν περιλαμβάνει στοιχεία ενίσχυσης.

Εάν στις χρηματοπιστωτικές αγορές δεν εφαρμόζονται αντίστοιχες προμήθειες αναφοράς, το συνολικό χρηματοοικονομικό κόστος του δανείου που καλύπτεται από την εγγύηση, συμπεριλαμβανομένου του επιτοκίου του δανείου και της προμήθειας εγγύησης, θα πρέπει να συγκριθεί με την αγοραία τιμή παρόμοιου μη εγγυημένου δανείου.

[…]»

8.

Το σημείο 4.1 της εν λόγω ανακοίνωσης, το οποίο αφορά τις γενικές παρατηρήσεις επί των εγγυήσεων με στοιχείο ενίσχυσης, ορίζει τα εξής:

«Όταν μια μεμονωμένη εγγύηση ή καθεστώς εγγυήσεων δεν πληροί την αρχή του ιδιώτη επενδυτή στην οικονομία της αγοράς, θεωρείται ότι περιλαμβάνει στοιχείο κρατικής ενίσχυσης. Το στοιχείο κρατικής ενίσχυσης πρέπει, συνεπώς, να εκφραστεί σε ποσοτικούς όρους προκειμένου να εξεταστεί κατά πόσο η ενίσχυση θα μπορούσε να είναι συμβιβάσιμη δυνάμει κάποιας συγκεκριμένης εξαίρεσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις. Κατ’ αρχήν, το στοιχείο κρατικής ενίσχυσης θεωρείται ότι είναι η διαφορά μεταξύ της ενδεδειγμένης αγοραίας τιμής για την εγγύηση που χορηγείται μεμονωμένα ή μέσω καθεστώτος εγγυήσεων και της πραγματικής τιμής που καταβάλλεται για το μέτρο αυτό.

Τα ετήσια ισοδύναμα επιχορήγησης που προκύπτουν θα πρέπει να αναχθούν στην παρούσα αξία τους με τη χρησιμοποίηση του επιτοκίου αναφοράς, και να προστεθούν για να υπολογιστεί το συνολικό ισοδύναμο επιχορήγησης.

Κατά τον υπολογισμό του στοιχείου ενίσχυσης μιας εγγύησης, η Επιτροπή θα αποδίδει ιδιαίτερη προσοχή στα ακόλουθα στοιχεία:

α)

κατά πόσο σε περίπτωση μεμονωμένων εγγυήσεων αντιμετωπίζει ο δανειολήπτης οικονομικές δυσχέρειες. Κατά πόσο σε περίπτωση καθεστώτων εγγυήσεων, προβλέπεται στα κριτήρια επιλεξιμότητας του καθεστώτος η δυνατότητα αποκλεισμού τέτοιων επιχειρήσεων. [βλέπε λεπτομέρειες στο σημείο 3.2 στοιχείο α)].

Η Επιτροπή σημειώνει ότι για επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσχέρειες, ένας εγγυητής της αγοράς, εφόσον υπήρχε, θα χρέωνε κατά το χρόνο χορήγησης της εγγύησης υψηλή προμήθεια λαμβάνοντας υπόψη το αναμενόμενο ποσοστό αθέτησης των υποχρεώσεων της επιχείρησης. Στην περίπτωση που η πιθανότητα ο δανειολήπτης να μην είναι σε θέση να εξοφλήσει το δάνειο καθίσταται ιδιαίτερα υψηλή, ενδέχεται να μην υφίσταται τέτοια προμήθεια στην αγορά και μάλιστα σε εξαιρετικές περιπτώσεις το στοιχείο ενίσχυσης της εγγύησης μπορεί να αποδειχθεί ότι είναι ίσο με το ποσό που καλύπτεται πραγματικά από την εν λόγω εγγύηση·

[…]».

III. Το ιστορικό της διαφοράς, η προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

Α.   Το ιστορικό της διαφοράς

9.

Τo ιστορικό της διαφοράς εξετέθη λεπτομερώς στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, στην οποία και παραπέμπω ( 7 ). Τα ουσιώδη και απαραίτητα για την κατανόηση των παρουσών προτάσεων στοιχεία μπορούν να συνοψισθούν ως ακολούθως.

10.

H ΛΑΡΚΟ ειδικεύεται στην εξόρυξη και επεξεργασία μεταλλεύματος λατερίτη, την εξόρυξη λιγνίτη και την παραγωγή σιδηρονικελίου και υποπροϊόντων του.

11.

Η εταιρία αυτή ιδρύθηκε το 1989, ως νέα επιχειρηματική οντότητα, κατόπιν της εκκαθαρίσεως της Ελληνικής Μεταλλευτικής και Μεταλλουργικής ΑΕ. Κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς, ανήκε σε τρεις μετόχους: στο Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο κατείχε το 55,2 % των μετοχών της μέσω του Ταμείου Αξιοποιήσεως της Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου, σε ένα ιδιωτικό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, συγκεκριμένα την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ (στο εξής: ΕΤΕ), που κατείχε το 33,4 % των μετοχών, και στη Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού (η οποία αποτελεί τον κύριο παραγωγό ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα και της οποίας πλειοψηφικός μέτοχος είναι το Δημόσιο), που κατείχε το 11,4 % των μετοχών.

12.

Τον Μάρτιο του 2012, το Ταμείο Αξιοποίησης της Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου γνωστοποίησε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή την ύπαρξη σχεδίου ιδιωτικοποιήσεως της Λάρκο.

13.

Τον Απρίλιο του 2012, η Επιτροπή κίνησε αυτεπαγγέλτως προκαταρκτικό έλεγχο της εν λόγω πρότασης ιδιωτικοποίησης, σύμφωνα με τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων.

14.

Ο έλεγχος αφορούσε έξι μέτρα, εκ των οποίων μόνο το δεύτερο, το τέταρτο και το έκτο μέτρο, τα οποία παρατίθενται κατωτέρω, έχουν σημασία στο πλαίσιο των παρουσών προτάσεων, δεδομένου ότι μόνο τα τρία αυτά μέτρα αποτελούν αντικείμενο του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως και του τέταρτου λόγου αναιρέσεως:

το δεύτερο μέτρο αφορούσε εγγύηση εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου, το 2008, για δάνειο ύψους 30 εκατομμυρίων ευρώ, το οποίο χορήγησε η Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ (στο εξής: ΑΤΕ) στη Λάρκο (στο εξής: μέτρο 2 ή εγγύηση του 2008). Η εγγύηση αυτή κάλυπτε το σύνολο του δανείου για μέγιστη χρονική διάρκεια τριών ετών και προέβλεπε προμήθεια εγγύησης ύψους 1 % σε ετήσια βάση·

το τέταρτο μέτρο αφορούσε εγγύηση αορίστου διαρκείας την οποία χορήγησε το Δημόσιο το 2010, προκειμένου να καλύψει πλήρως εγγυητική επιστολή που θα χορηγούσε η ΕΤΕ στη Λάρκο για ποσό ύψους περίπου 10,8 εκατομμυρίων ευρώ, και η οποία προέβλεπε προμήθεια εγγύησης ποσοστού 2 % σε ετήσια βάση (στο εξής: μέτρο 4).

το έκτο μέτρο αφορούσε δύο εγγυήσεις που χορήγησε το Δημόσιο το 2011 για δύο δάνεια, ύψους 30 εκατομμυρίων ευρώ και 20 εκατομμυρίων ευρώ αντιστοίχως, τα οποία χορήγησε η ΑΤΕ· οι εγγυήσεις αυτές παρείχαν κάλυψη για το συνολικό ποσό των επίμαχων δανείων, η δε προμήθεια για αυτές ανερχόταν σε ποσοστό 1 % σε ετήσια βάση (στο εξής: μέτρο 6).

15.

Κατά τον έλεγχο αυτό, η Επιτροπή ζήτησε από τις ελληνικές αρχές συμπληρωματικά στοιχεία, τα οποία προσκομίσθηκαν από τις εν λόγω αρχές το 2012 και το 2013. Πραγματοποιήθηκαν επίσης συσκέψεις μεταξύ των υπηρεσιών της Επιτροπής και των εκπροσώπων των ελληνικών αρχών.

16.

Με απόφαση της 6ης Μαρτίου 2013 ( 8 ) (στο εξής: απόφαση περί κινήσεως διαδικασίας ελέγχου), η Επιτροπή κίνησε την επίσημη διαδικασία ελέγχου, κατά το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

17.

Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, η Επιτροπή κάλεσε τις ελληνικές αρχές και τους ενδιαφερόμενους τρίτους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί των μέτρων που παρατίθενται στο σημείο 14 των παρουσών προτάσεων. Η Επιτροπή παρέλαβε τις παρατηρήσεις των ελληνικών αρχών στις 30 Απριλίου 2013, ενώ δεν υποβλήθηκαν παρατηρήσεις από τη Λάρκο.

18.

Στις 27 Μαρτίου 2014, η Επιτροπή εξέδωσε την επίδικη απόφαση. Με την απόφαση αυτή και όσον αφορά το δεύτερο, το τέταρτο και το έκτο μέτρο, των οποίων η ανάλυση είναι η μόνη που έχει σημασία στο πλαίσιο των παρουσών προτάσεων, η Επιτροπή εκτίμησε ότι, κατά τον χρόνο λήψης των τριών αυτών μέτρων, η Λάρκο ήταν προβληματική επιχείρηση κατά την έννοια των κατευθυντήριων γραμμών για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση ( 9 ).

19.

Επιπλέον, η Επιτροπή έκρινε ότι τα μέτρα αυτά αποτελούσαν κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ότι τα εν λόγω μέτρα ελήφθησαν κατά παράβαση των υποχρεώσεων κοινοποιήσεως και απαγορεύσεως εφαρμογής του μέτρου, οι οποίες επιβάλλονται βάσει του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, και ότι τα εν λόγω μέτρα αποτελούσαν ενισχύσεις ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά που πρέπει να ανακτηθούν, κατά το άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999. Τέλος, η Επιτροπή καθόρισε τα προς ανάκτηση ποσά των ενισχύσεων αυτών στο ύψος του συνολικού καλυπτόμενου από τις εγγυήσεις ποσού ( 10 ).

Β.   Η προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

20.

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 6 Ιουνίου 2014, η Λάρκο άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της επίδικης απόφασης καθώς και την επιστροφή, εντόκως, οποιουδήποτε χρηματικού ποσού έχει τυχόν ανακτηθεί, αμέσως ή εμμέσως, επιστραφέντος από τη Λάρκο κατ’ εκτέλεση της απόφασης αυτής.

21.

Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή στο σύνολό της και καταδίκασε τη Λάρκο στα δικαστικά έξοδα.

Γ.   Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

22.

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 4 Απριλίου 2018, η Λάρκο ζήτησε από το Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο και να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα.

23.

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και να καταδικάσει τη Λάρκο στα δικαστικά έξοδα.

IV. Ανάλυση

Α.   Επί του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, το οποίο αφορά το μέτρο 2

24.

Με το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως τίθεται το ζήτημα του χαρακτηρισμού του μέτρου 2 ως κρατικής ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, και ειδικότερα της εκτίμησης του μέτρου αυτού ως παρέχοντος «οικονομικό πλεονέκτημα» στη Λάρκο.

25.

Για να χαρακτηρίσει το εν λόγω μέτρο ως κρατική ενίσχυση στην επίδικη απόφαση, η Επιτροπή στηρίχθηκε στο σημείο 3.2, στοιχεία αʹ και δʹ, της ανακοίνωσης περί εγγυήσεων. Δεδομένου ότι η Λάρκο υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο εφαρμόζοντας το σημείο αυτό στη χορηγηθείσα ενίσχυση, εκτιμώ ότι είναι σκόπιμο να διατυπώσω, καταρχάς, μερικές προκαταρκτικές παρατηρήσεις σχετικά με την ανακοίνωση αυτή (ενότητα 1) και να αναλύσω, εν συνεχεία, το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως (ενότητα 2).

1. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις επί της ανακοίνωσης περί εγγυήσεων

26.

Στην ανακοίνωση περί εγγυήσεων εκτίθενται η προσέγγιση της Επιτροπής όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις που χορηγούνται υπό μορφή εγγυήσεων και οι αρχές τις οποίες προτίθεται να χρησιμοποιεί η Επιτροπή ως βάση για την ερμηνεία των άρθρων 107 και 108 ΣΛΕΕ καθώς και για την εφαρμογή των άρθρων αυτών στις κρατικές εγγυήσεις.

27.

Προκειμένου να καθοριστεί αν, διά της χορήγησης εγγύησης, παρέχεται πλεονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, η Επιτροπή θα πρέπει, κατά το σημείο 3.1 της ανακοίνωσης αυτής, να στηρίζει την αξιολόγησή της στην αρχή του επενδυτή που ενεργεί σε οικονομία της αγοράς. Θα πρέπει συνεπώς να λαμβάνονται υπόψη οι πραγματικές δυνατότητες της δικαιούχου επιχείρησης να αποκτήσει ισοδύναμους χρηματοπιστωτικούς πόρους προσφεύγοντας στην κεφαλαιαγορά ( 11 ).

28.

Προκειμένου να διευκολυνθεί η αξιολόγηση του κατά πόσον ένα δεδομένο μέτρο εγγύησης συνάδει προς την εν λόγω αρχή, η Επιτροπή απαιτεί, στο σημείο 3.2 της εν λόγω ανακοίνωσης, να πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις ώστε να αποκλείεται η ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης, στις οποίες καταλέγονται, όσον αφορά τις μεμονωμένες εγγυήσεις, αφενός, η προϋπόθεση να μην αντιμετωπίζει ο δανειολήπτης οικονομικές δυσχέρειες (σημείο 3.2, στοιχείο αʹ) και, αφετέρου, η προϋπόθεση να καταβάλλεται για την εγγύηση τιμή που καθορίζεται βάσει κριτηρίων αγοράς (σημείο 3.2, στοιχείο δʹ) ( 12 ).

29.

Βάσει της νομολογίας του Δικαστηρίου, για την εφαρμογή των δύο αυτών προϋποθέσεων, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το χρονικό πλαίσιο εντός του οποίου ελήφθησαν τα μέτρα χρηματοδοτικής στήριξης, τούτο δε σημαίνει ότι πρέπει να αποφεύγεται οποιαδήποτε εκτίμηση με βάση μεταγενέστερες καταστάσεις (στο εξής: χρονικό κριτήριο) ( 13 ).

30.

Προκειμένου να εξακριβωθεί ότι η εγγύηση δεν περιλαμβάνει ενίσχυση, το σημείο 3.2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο δʹ, της ανακοίνωσης περί εγγυήσεων προβλέπει το κριτήριο κατά το οποίο η ανάληψη του κινδύνου θα πρέπει να ανταμείβεται με κατάλληλη προμήθεια εγγύησης επί του ποσού για το οποίο παρέχεται εγγύηση ή αντεγγύηση (στο εξής: κριτήριο της αμοιβής). Συγκεκριμένα, σε περίπτωση που η τιμή που καταβλήθηκε για την εγγύηση είναι τουλάχιστον ίση με την αντίστοιχη προμήθεια αναφοράς που εφαρμόζεται στις χρηματοπιστωτικές αγορές, η εγγύηση δεν περιλαμβάνει στοιχεία ενίσχυσης. Εξάλλου, στο σημείο 3.2 καθορίζονται δύο μέθοδοι προκειμένου να καθοριστεί αν συγκεκριμένη εγγύηση πληροί το κριτήριο αυτό: πρέπει είτε να συγκρίνεται η τιμή που καταβλήθηκε για την εγγύηση με την προμήθεια αναφοράς που εφαρμόζεται στις χρηματοπιστωτικές αγορές είτε να συγκρίνεται το συνολικό χρηματοοικονομικό κόστος του δανείου που καλύπτεται από την εγγύηση, περιλαμβανομένων του επιτοκίου του δανείου και της προμήθειας εγγύησης, με την αγοραία τιμή παρόμοιου μη εγγυημένου δανείου.

2. Ανάλυση

31.

Η Λάρκο υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι το μέτρο 2 της παρείχε πλεονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Κατά την αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένως, αφενός, το χρονικό κριτήριο, χαρακτηρίζοντας τη Λάρκο ως «προβληματική επιχείρηση» κατά τον χρόνο λήψης του μέτρου 2 (ενότητα αʹ), και, αφετέρου, το κριτήριο της αμοιβής κρίνοντας ότι η ύψους 1 % προμήθεια εγγύησης δεν αντικατόπτριζε τον κίνδυνο αθέτησης της υποχρέωσης αποπληρωμής των δανείων για τα οποία είχε χορηγηθεί εγγύηση, όπως προβλέπεται στο σημείο 3.2, στοιχείο δʹ, της ανακοίνωση περί εγγυήσεων (ενότητα βʹ).

α) Επί του χρονικού κριτηρίου

32.

Η αιτίαση που αφορά το χρονικό κριτήριο βάλλει κατά των σκέψεων 77 έως 80 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και αντλείται από παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

33.

Κατ’ αρχάς, παρατηρώ ότι το Γενικό Δικαστήριο, προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα, στη σκέψη 90 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο όταν χαρακτήρισε τη Λάρκο ως «προβληματική επιχείρηση» κατά τον χρόνο λήψης του μέτρου 2, πραγματοποίησε ανάλυση σε δύο στάδια. Αρχικώς, στις σκέψεις 75 έως 82 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η Επιτροπή, βάσει των στοιχείων που είχε στη διάθεσή της, ορθώς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Λάρκο ήταν προβληματική επιχείρηση. Εν συνεχεία, στις σκέψεις 83 έως 89 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο εκτιμώντας ότι, κατά τον χρόνο χορήγησης της εγγύησης του 2008, το Ελληνικό Δημόσιο, ως μέτοχος της Λάρκο, έπρεπε να γνωρίζει την προβληματική οικονομική κατάσταση της επιχείρησης αυτής.

34.

Η Λάρκο υποστηρίζει ότι η εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου στις σκέψεις 77 έως 80 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης είναι εσφαλμένη δεδομένου ότι τα πραγματικά στοιχεία στα οποία στηρίζεται η εκτίμηση αυτή είναι μεταγενέστερα της χορήγησης της εγγύησης στις 22 Δεκεμβρίου 2008, εν αντιθέσει προς τις απαιτήσεις της νομολογίας του Δικαστηρίου ( 14 ). Συναφώς, η Λάρκο προβάλλει τα τρία ακόλουθα επιχειρήματα.

35.

Πρώτον, τα οικονομικά αποτελέσματα που μνημονεύονται στις εν λόγω σκέψεις εκτείνονται έως το έτος 2012 και, εν πάση περιπτώσει, έως τα αρνητικά αποτελέσματα του έτους 2009. Δεύτερον, τα οικονομικά αποτελέσματα του έτους 2008 ήταν επίσης μεταγενέστερα της χορήγησης της εγγύησης του 2008, δεδομένου ότι το λογιστικό έτος δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί, οι οικονομικές καταστάσεις δεν είχαν καν συνταχθεί ακόμη και, επομένως, δεν ήταν γνωστές στο Ελληνικό Δημόσιο κατά τον χρόνο χορήγησης της εγγύησης αυτής. Ως εκ τούτου, κατά την αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο δεν έκρινε βάσει του χρονικού πλαισίου εντός του οποίου λήφθηκαν τα μέτρα, όπως επιτάσσει η νομολογία του Δικαστηρίου. Τρίτον, εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν υποτεθεί ότι τα δεδομένα του 2008 δεν ήταν μεταγενέστερα της χορήγησης της εγγύησης του 2008, συνιστούσαν στο στάδιο εκείνο βραχυπρόθεσμα δεδομένα. Συναφώς, η Λάρκο προβάλλει ότι, από τα σημεία 9 έως 11 των κατευθυντήριων γραμμών για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση, προκύπτει ότι η ανάλυση της περιουσιακής κατάστασης της επιχείρησης πρέπει να βασίζεται σε στοιχεία με ικανή χρονική διάρκεια, και όχι στην αποτύπωση μιας χρονικής στιγμής.

36.

Η Επιτροπή φρονεί ότι η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί.

37.

Επισημαίνεται, εξαρχής, ότι, δεδομένου ότι η επίμαχη εγγύηση χορηγήθηκε στις 22 Δεκεμβρίου 2008, πρέπει, βάσει της νομολογίας του Δικαστηρίου, να ληφθούν υπόψη τα στοιχεία που προέκυψαν μέχρι την ημερομηνία αυτή, προκειμένου να εκτιμηθεί αν η Λάρκο ήταν προβληματική επιχείρηση κατά τη χορήγηση της εγγύησης.

38.

Συναφώς, όσον αφορά το πρώτο επιχείρημα που προέβαλε η Λάρκο, επισημαίνεται ότι το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο μνημονεύει, στη σκέψη 77 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, τα οικονομικά αποτελέσματα που εκτείνονται έως το έτος 2012 δεν σημαίνει, αυτό καθεαυτό, ότι το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε σε αυτά τα μεταγενέστερα αποτελέσματα για να εκτιμήσει την οικονομική κατάσταση της Λάρκο κατά τον χρόνο χορήγησης της εγγύησης του 2008.

39.

Συγκεκριμένα, η μνεία των εν λόγω οικονομικών αποτελεσμάτων από το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να ερμηνευθεί λαμβανομένου υπόψη του ότι, στην επίδικη απόφαση, η Επιτροπή εκτίμησε την οικονομική κατάσταση της Λάρκο για το διάστημα κατά το οποίο λήφθηκαν όλα τα επίμαχα μέτρα, ήτοι την οικονομική κατάστασή της κατά τα έτη 2007 έως 2012. Συγκεκριμένα, προτού υπενθυμίσει αυτά τα οικονομικά αποτελέσματα στη σκέψη 77 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο παραπέμπει στην απόφαση της Επιτροπής κατά την οποία «[ε]ν προκειμένω, στις αιτιολογικές σκέψεις 56 έως 66 της [επίδικης] αποφάσεως, η Επιτροπή χαρακτήρισε τη Λάρκο ως “προβληματική επιχείρηση” κατά τον χρόνο λήψεως των […] μέτρων [2, 4 και 6], περιλαμβανομένης της εγγυήσεως του 2008» ( 15 ).

40.

Τούτου λεχθέντος, διαπιστώνω ότι, για την εκτίμηση της οικονομικής κατάστασης της Λάρκο στις σκέψεις 78 έως 80 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο στηρίζεται σε πραγματικά περιστατικά του 2008, ήτοι στα αρνητικά ίδια κεφάλαια της Λάρκο, στη σημαντική μείωση του κύκλου εργασιών και στις σημαντικές ζημίες που συσσώρευσε η Λάρκο κατά το έτος 2008 ( 16 ).

41.

Ως εκ τούτου, το πρώτο επιχείρημα της Λάρκο είναι απορριπτέο.

42.

Όσον αφορά το δεύτερο επιχείρημα που προέβαλε η Λάρκο, κατά την άποψή μου αυτό περιλαμβάνει δύο στοιχεία: αφενός, το ότι, κατ’ αυτήν, τα οικονομικά αποτελέσματα του έτους 2008 ήταν μεταγενέστερα της χορήγησης της εγγύησης του 2008, δεδομένου ότι το λογιστικό έτος δεν είχε ολοκληρωθεί ακόμη, και, αφετέρου, το ότι το Ελληνικό Δημόσιο δεν γνώριζε τις πληροφορίες που περιέχονταν στα οικονομικά αποτελέσματα του έτους 2008.

43.

Όσον αφορά το πρώτο στοιχείο, διαπιστώνεται ότι, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, οι οικονομικές καταστάσεις του 2008 παραθέτουν τα οικονομικά δεδομένα της Λάρκο για το διάστημα από την 1η Ιανουαρίου 2008 έως την 31η Δεκεμβρίου 2008, τα οποία είναι στην πλειονότητά τους προγενέστερα της εγγύησης που χορηγήθηκε στις 22 Δεκεμβρίου 2008. Συναφώς, υπογραμμίζεται ότι τα πραγματικά περιστατικά που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια δεδομένης περιόδου μπορούν, κατά κανόνα, να αποδειχθούν και από μεταγενέστερα έγγραφα βασισμένα στα προγενέστερα αυτά περιστατικά ( 17 ). Για τον λόγο αυτό, οι πληροφορίες που περιέχονται στα οικονομικά αποτελέσματα του έτους 2008 δεν μπορούν να θεωρηθούν μεταγενέστερες της χορήγησης της εγγύησης του 2008.

44.

Όσον αφορά το δεύτερο στοιχείο, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει, στη σκέψη 85 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι «[α]πό κανένα εκ των περιλαμβανομένων στη δικογραφία στοιχείων δεν αποδεικνύεται με βεβαιότητα ότι το κράτος μέλος γνώριζε την προβληματική οικονομική κατάσταση της Λάρκο κατά τον χρόνο χορηγήσεως της εγγυήσεως του 2008» και ότι «[ε]γείρεται, επομένως, το ζήτημα αν η Επιτροπή προέβη στην απόδειξη της οποίας έφερε το βάρος στηριζόμενη, κατ’ ουσίαν, στο τεκμήριο περί του ότι το Ελληνικό Δημόσιο όφειλε να γνωρίζει την προβληματική κατάσταση της Λάρκο στα τέλη του 2008, όταν χορήγησε την εγγύηση».

45.

Καίτοι η διατύπωση που χρησιμοποιείται στη σκέψη αυτή θα μπορούσε να δώσει την εντύπωση ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε, κυρίως, στην παράλειψη των ελληνικών αρχών να ενημερωθούν σχετικά με την οικονομική κατάσταση της Λάρκο, είναι, κατά την άποψή μου, σαφές ότι το Γενικό Δικαστήριο θέλησε να επισημάνει ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε στο τεκμήριο κατά το οποίο το Ελληνικό Δημόσιο όφειλε, τουλάχιστον, να γνωρίζει τη δυσχερή κατάσταση της Λάρκο κατά τη χορήγηση της εγγύησης.

46.

Πράγματι, η ερμηνεία αυτή είναι επιβεβλημένη λαμβανομένης υπόψη της σκέψης 89 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης στην οποία το Γενικό Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ήταν εύλογο να κρίνει η Επιτροπή ότι ένας συνετός μέτοχος τουλάχιστον θα ενημερωνόταν για την τρέχουσα οικονομική κατάσταση της επιχείρησης πριν της χορηγήσει εγγύηση όπως εκείνη του 2008 ( 18 ).

47.

Τούτου λεχθέντος, υπενθυμίζω ότι, καθόσον η Λάρκο, με το δεύτερο στοιχείο του δεύτερου επιχειρήματός της, αμφισβητεί ότι οι ελληνικές αρχές γνώριζαν την οικονομική κατάσταση της Λάρκο το 2008, στοιχείο το οποίο εμπίπτει στα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς ( 19 ), το Γενικό Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να εξακριβώσει και να εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά.

48.

Το Δικαστήριο είναι εντούτοις αρμόδιο να εκτιμήσει αν το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο επίδικης απόφασης. Υπενθυμίζεται ότι μια τέτοια παραμόρφωση θα πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο πρόδηλο από τα στοιχεία της δικογραφίας, χωρίς να χρειάζεται νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδείξεων ( 20 ).

49.

Εν προκειμένω, καίτοι το ζήτημα της γνώσης (ή μη) από τις ελληνικές αρχές της οικονομικής κατάστασης της Λάρκο το 2008 αφορά την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών που εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου, το Δικαστήριο μπορεί εντούτοις να ελέγξει αν το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο της επίδικης απόφασης επ’ αυτού.

50.

Καίτοι το ζήτημα αυτό μπορεί να τεθεί δεδομένου ότι, εκ πρώτης όψεως, κανένα στοιχείο στην επίδικη απόφαση δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι και η Επιτροπή υιοθέτησε την ίδια συλλογιστική με εκείνη που ανέπτυξε το Γενικό Δικαστήριο επ’ αυτού ( 21 ), διαπιστώνω εντούτοις ότι η Λάρκο δεν προβάλλει τέτοια παραμόρφωση και ότι, εν πάση περιπτώσει, κατ’ εμέ, το Γενικό Δικαστήριο δεν παραμόρφωσε το περιεχόμενο της επίδικης απόφασης με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

51.

Συγκεκριμένα, δεν αμφισβητείται ότι το ίδιο το Ελληνικό Δημόσιο δεν αμφισβήτησε, κατά τη διοικητική διαδικασία, ότι οι ελληνικές αρχές γνώριζαν την οικονομική κατάσταση της Λάρκο το 2008 ( 22 ), όπως επισημαίνει και το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 88 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ( 23 ), τούτο δε εξηγεί, πιθανότατα, τον λόγο για τον οποίο η Επιτροπή δεν εξέφερε κρίση επί του ζητήματος αυτού στην επίδικη απόφαση ( 24 ).

52.

Ως εκ τούτου, υπό το πρίσμα αυτών των εκτιμήσεων, το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε, κατ’ ουσίαν, ότι, υπό τις περιστάσεις της προκειμένης περίπτωσης, προκειμένου να κρίνει αν η Λάρκο αντιμετώπιζε οικονομικές δυσχέρειες, κατά την έννοια του σημείου 3.2, στοιχείο αʹ, της ανακοίνωσης περί εγγυήσεων, η Επιτροπή ορθώς στηρίχθηκε στην παραδοχή ότι το Ελληνικό Δημόσιο, ως πλειοψηφών μέτοχος της Λάρκο, γνώριζε την οικονομική κατάσταση αυτής ή τουλάχιστον όφειλε να τη γνωρίζει κατά τη χορήγηση της εγγύησης του 2008.

53.

Εξάλλου, θεωρώ απολύτως λογική την εκτίμηση αυτή του Γενικού Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, όπως εξέθεσε κατ’ ουσίαν το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 86 έως 89 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ο συνετός ιδιώτης επενδυτής ( 25 ) ο οποίος θα είχε χορηγήσει εγγύηση όπως η επίμαχη θα είχε προφανώς ενημερωθεί σχετικά με την οικονομική κατάσταση της Λάρκο κατά τον χρόνο χορήγησης της εγγύησης αυτής. Επομένως, προκειμένου να ενεργήσουν ως συνετός ιδιώτης επενδυτής, οι ελληνικές αρχές όφειλαν, εν πάση περιπτώσει, να έχουν λάβει γνώση της οικονομικής κατάστασης της επιχείρησης. Επ’ αυτού, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, απόκειται στο ίδιο το κράτος μέλος να αποδείξει ότι ενήργησε ως συνετός ιδιώτης επενδυτής ( 26 ).

54.

Κατόπιν των προεκτεθέντων, το δεύτερο επιχείρημα της Λάρκο πρέπει να απορριφθεί.

55.

Ομοίως, πρέπει να απορριφθεί το τρίτο επιχείρημα που προέβαλε η αναιρεσείουσα, κατά το οποίο τα δεδομένα του 2008 είχαν βραχυπρόθεσμο χαρακτήρα. Συγκεκριμένα, δεν αμφισβητείται ότι η επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης της Λάρκο άρχισε να εκδηλώνεται περί τα μέσα του 2008 ( 27 ) και ότι από κανένα στοιχείο δεν μπορεί να συναχθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο στήριξε την εκτίμησή του στην αποτύπωση μιας χρονικής στιγμής, όπως υποστηρίζει η Λάρκο.

56.

Συνεπώς, η αιτίαση που αφορά το χρονικό κριτήριο στο πλαίσιο της έννοιας της «προβληματικής επιχείρησης» είναι απορριπτέα.

β) Επί του κριτηρίου της αμοιβής

57.

Η αιτίαση που αφορά το κριτήριο της αμοιβής βάλλει κατά των σκέψεων 94 έως 98 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και αφορά παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και του άρθρου 296, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

58.

Στις ως άνω σκέψεις, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή συνήγαγε ορθώς ότι η ύψους 1 % ετήσια προμήθεια εγγύησης δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι αντικατόπτριζε τον κίνδυνο αθέτησης της υποχρέωσης αποπληρωμής των δανείων για τα οποία είχε χορηγηθεί εγγύηση και ότι, επομένως, δεν πληρούνταν η προϋπόθεση του σημείου 3.2, στοιχείο δʹ, της ανακοίνωσης περί εγγυήσεων.

59.

Η Λάρκο διατείνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο έσφαλε εφαρμόζοντας την προϋπόθεση αυτή, στο μέτρο που το ίδιο το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στη σκέψη 95 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η Επιτροπή δεν είχε χρησιμοποιήσει καμία από τις δύο μεθόδους τις οποίες προβλέπει η εν λόγω προϋπόθεση, ήτοι τη σύγκριση με την προμήθεια αναφοράς που εφαρμόζεται στις χρηματοπιστωτικές αγορές ή τη σύγκριση του συνολικού χρηματοοικονομικού κόστους του δανείου που καλύπτεται από την εγγύηση με την αγοραία τιμή παρόμοιου μη εγγυημένου δανείου.

60.

Ως εκ τούτου, κατά την αναιρεσείουσα, όταν το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, παρά ταύτα, ότι η επίδικη απόφαση δεν ενείχε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης, λόγω των οικονομικών δυσχερειών που αντιμετώπιζε η Λάρκο και της μη προσκόμισης αποδείξεων κατά τη διοικητική διαδικασία, παρέλειψε να εφαρμόσει το σημείο 3.2, στοιχείο δʹ, της ανακοίνωσης περί εγγυήσεων και επέρριψε, ταυτόχρονα, στη Λάρκο και στο Ελληνικό Δημόσιο το βάρος αποδείξεως του προσήκοντος ύψους της προμήθειας αυτής, απαλλάσσοντας τοιουτοτρόπως την Επιτροπή από την υποχρέωσή της να εξετάσει η ίδια το προσήκον ύψος της προμήθειας. Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο παρέβη επίσης το άρθρο 296, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, καθόσον δεν ακύρωσε την επίδικη απόφαση, καίτοι αυτή ήταν αναιτιολόγητη.

61.

Η Επιτροπή φρονεί ότι η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί. Συμμερίζομαι τη συγκεκριμένη άποψη για τους ακόλουθους λόγους.

62.

Πρώτον, όπως ορθώς εκτιμά η Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο δεν απέκλινε από το σημείο 3.2, στοιχείο δʹ, της ανακοίνωσης περί εγγυήσεων και δεν επέρριψε συναφώς στη Λάρκο το βάρος αποδείξεως. Συγκεκριμένα, το ως άνω σημείο επιβάλλει, ως μοναδικό κριτήριο, να καταβάλλεται για την εγγύηση τιμή που καθορίζεται βάσει κριτηρίων αγοράς. Όπως εκτίθεται στις σκέψεις 96 έως 98 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, λαμβανομένων υπόψη των οικονομικών δυσχερειών που αντιμετώπιζε η Λάρκο και του γεγονότος ότι ούτε η αναιρεσείουσα ούτε οι ελληνικές αρχές προσκόμισαν, στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας ελέγχου, στοιχεία ικανά να αποδείξουν ότι η επίμαχη προμήθεια αντιστοιχούσε σε προμήθεια ισχύουσα στις χρηματοπιστωτικές αγορές ή στην αγοραία τιμή παρόμοιου μη εγγυημένου δανείου, η Επιτροπή δεν υποχρεούνταν να εφαρμόσει μια από τις δύο μεθόδους για τον καθορισμό του ακριβούς ύψους τέτοιας προμήθειας προκειμένου να διαπιστωθεί αν η εγγύηση πληρούσε το κριτήριο αυτό.

63.

Δεύτερον, όσον αφορά το άρθρο 296, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, υπενθυμίζεται ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως βλαπτικής πράξεως έχει ως σκοπό, αφενός, να παράσχει στον θιγόμενο ικανές ενδείξεις ως προς το αν η πράξη είναι όντως βάσιμη ή αν ενδεχομένως βαρύνεται με πλημμέλεια δυνάμενη να αποτελέσει λόγο αμφισβητήσεως του κύρους της ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης και, αφετέρου, να παράσχει στα εν λόγω όργανα τη δυνατότητα ελέγχου της νομιμότητας της πράξεως αυτής ( 28 ). Συναφώς, η υποχρέωση αιτιολόγησης πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας ( 29 ).

64.

Εν προκειμένω, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, διαπιστώνεται ότι η επίδικη απόφαση ήταν πλήρως αιτιολογημένη. Εξάλλου, διαπιστώνω ότι, όταν ζήτησε την ακύρωση της απόφασης αυτής, η Λάρκο ήταν απολύτως σε θέση να αμφισβητήσει το βάσιμο της αιτιολογίας στην οποία η Επιτροπή στήριξε την επίδικη απόφαση. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη του την υποχρέωση που υπέχει η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 296, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

65.

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η αιτίαση που αφορά το κριτήριο της αμοιβής και, ως εκ τούτου, το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, το οποίο αφορά το μέτρο 2, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.

Β.   Επί του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αφορά τα μέτρα 2, 4 και 6

66.

Ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως βάλλει κατά τον σκέψεων 180 έως 195 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και αφορά την ποσοτικοποίηση των κρατικών ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο των μέτρων 2, 4 και 6· ο λόγος αυτός αφορά ειδικότερα την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου κατά την οποία η Επιτροπή μπορούσε, ορθώς, να καταλήξει στο συμπέρασμα, δυνάμει του σημείου 4.1 της ανακοίνωσης περί εγγυήσεων, ότι το ποσό των εν λόγω κρατικών ενισχύσεων ήταν ίσο με το συνολικό ποσό των δανείων για τα οποία χορηγήθηκε η εγγύηση.

67.

Κατ’ αρχάς, παρατηρώ ότι, όσον αφορά την ποσοτικοποίηση των ενισχύσεων, στο σημείο 4.1, πρώτο εδάφιο, της ανακοίνωσης περί εγγυήσεων προβλέπεται ότι, «[κ]ατ’ αρχήν, το στοιχείο κρατικής ενίσχυσης θεωρείται ότι είναι η διαφορά μεταξύ της ενδεδειγμένης αγοραίας τιμής για την εγγύηση που χορηγείται μεμονωμένα ή μέσω καθεστώτος εγγυήσεων και της πραγματικής τιμής που καταβάλλεται για το μέτρο αυτό».

68.

Από το τρίτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του εν λόγω σημείου 4.1 προκύπτει ότι, για τον υπολογισμό του στοιχείου ενίσχυσης μιας εγγύησης, η Επιτροπή θα αποδίδει ιδιαίτερη προσοχή στο αν ο δανειολήπτης αντιμετωπίζει οικονομικές δυσχέρειες. Συναφώς, στις επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσχέρειες, ένας εγγυητής της αγοράς, εφόσον υπήρχε, θα χρέωνε κατά τον χρόνο χορήγησης της εγγύησης υψηλή προμήθεια λαμβάνοντας υπόψη το αναμενόμενο ποσοστό αθέτησης των υποχρεώσεων της επιχείρησης. Στην περίπτωση που η πιθανότητα ο δανειολήπτης να μην είναι σε θέση να εξοφλήσει το δάνειο καθίσταται ιδιαίτερα υψηλή, ενδέχεται να μην υφίσταται τέτοια προμήθεια στην αγορά και μάλιστα, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, το στοιχείο ενίσχυσης της εγγύησης μπορεί να αποδειχθεί εξίσου υψηλό με το ποσό που καλύπτεται πραγματικά από την εν λόγω εγγύηση ( 30 ).

69.

Κατ’ ουσίαν, η Λάρκο υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας ότι η ποσοτικοποίηση, στην επίδικη απόφαση, των προς ανάκτηση ενισχύσεων ήταν σύμφωνη προς το άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999 και το σημείο 4.1, τρίτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, της ανακοίνωσης περί εγγυήσεων, παρέβη το εν λόγω άρθρο 14, παράγραφος 1, καθώς και το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και το άρθρο 296, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

70.

Προς στήριξη αυτού του λόγου αναιρέσεως, η Λάρκο προβάλλει ορισμένα επιχειρήματα τα οποία, κατά την άποψή μου, στερούνται δομής και σαφήνειας. Όπως τα αντιλαμβάνομαι, τα επιχειρήματα αυτά αφορούν, κατ’ ουσίαν, δύο στοιχεία: αφενός, την εκτίμηση της ύπαρξης «εξαιρετικής περιπτώσεως» κατά την έννοια του σημείου 4.1 της ανακοίνωσης περί εγγυήσεων και, αφετέρου, την εκτίμηση κατά την οποία το στοιχείο ενίσχυσης των εγγυήσεων ήταν ίσο με το ποσό που κάλυπταν οι εγγυήσεις αυτές, παρά το γεγονός ότι το Ελληνικό Δημόσιο δεν πραγματοποίησε πληρωμές βάσει των εγγυήσεων αυτών.

71.

Όσον αφορά το πρώτο στοιχείο, η Λάρκο υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο εκτιμώντας, στη σκέψη 193 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η Επιτροπή αντιμετώπιζε «εξαιρετική περίπτωση» κατά την έννοια του σημείου 4.1 της ανακοίνωσης περί εγγυήσεων ( 31 ).

72.

Κατά τη Λάρκο, το Γενικό Δικαστήριο, αφενός, αντικατέστησε την αιτιολογία της επίδικης απόφασης, η οποία ήταν καθεαυτήν ανύπαρκτη ή τουλάχιστον ανεπαρκής, ελάττωμα το οποίο το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε τόσο στη σκέψη 189 όσο και στις σκέψεις 192 και 194 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Συναφώς, η αιτιολογία του Γενικού Δικαστηρίου είναι επίσης αντιφατική και ανεπαρκής και το Γενικό Δικαστήριο παρέβη, κατά τη Λάρκο, το άρθρο 296, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ καθόσον δεν ακύρωσε την επίδικη απόφαση παρά το γεγονός ότι αυτή βαρυνόταν με πλάνη περί το δίκαιο και στερούνταν αιτιολογίας ( 32 ).

73.

Αφετέρου, κατά τη Λάρκο, το Γενικό Δικαστήριο μετέθεσε σε αυτήν το βάρος αποδείξεως όσον αφορά την ύπαρξη «εξαιρετικής περιπτώσεως». Η εκτίμηση της ύπαρξης εξαιρετικής περιπτώσεως πρέπει να αιτιολογείται πλήρως και ειδικώς από την Επιτροπή, η οποία φέρει και το σχετικό βάρος αποδείξεως, και δεν μπορεί να στηρίζεται στην «αμφιβολία» της Επιτροπής ως προς το αν η δικαιούχος θα μπορούσε, χωρίς τις εγγυήσεις, να αντλήσει χρηματοδότηση από την αγορά. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο, το οποίο έκρινε, στις σκέψεις 186 έως 188 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, επαρκή την ως άνω αιτιολογία της Επιτροπής, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά τον απαιτούμενο βαθμό απόδειξης ( 33 ).

74.

Όσον αφορά το παραδεκτό των επιχειρημάτων αυτών, εν αντιθέσει προς τα όσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή, δεν εκτιμώ ότι είναι απορριπτέα ως απαράδεκτα. Συγκεκριμένα, κατά την άποψή μου, τα εν λόγω επιχειρήματα δεν αφορούν τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών ( 34 ), αλλά εγείρουν νομικά ζητήματα επί των οποίων το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφανθεί.

75.

Εντούτοις, κατ’ εμέ, τα εν λόγω επιχειρήματα θα έπρεπε να απορριφθούν ως αβάσιμα, όπως προτείνει και η Επιτροπή.

76.

Κατά την άποψή μου, στη σκέψη 193 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο ούτε προσέθεσε ούτε υποκατέστησε στοιχεία τα οποία δεν προκύπτουν από την ίδια την επίδικη απόφαση ( 35 ). Συγκεκριμένα, στην εν λόγω σκέψη, το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε, ορθώς, με σφαιρικό τρόπο την επίδικη απόφαση κρίνοντας, κατ’ ουσίαν, ότι, παρά το ότι ορισμένες αιτιολογικές σκέψεις της επίδικης απόφασης δεν είναι άψογα διατυπωμένες, από το σύνολο αυτής, και ιδίως από τις αιτιολογικές σκέψεις της 56 έως 66, προκύπτει ότι, κατά τον χρόνο λήψης των επίδικων μέτρων, η Λάρκο βρισκόταν σε εξαιρετικά επισφαλή θέση. Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι υπέπεσε σε πλάνη κρίνοντας ότι η συνδρομή «εξαιρετικής περιπτώσεως» συνεπαγόταν αδυναμία της Λάρκο να εξοφλήσει με ίδια μέσα το συνολικό ποσό που είχε δανεισθεί.

77.

Συναφώς και όπως εκτίθεται επίσης, κατ’ ουσίαν, στη σκέψη 191 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, υπενθυμίζεται ότι η ύπαρξη εξαιρετικής περιπτώσεως κατά την έννοια του σημείου 4.1 της ανακοίνωσης περί εγγυήσεων σημαίνει ότι ο δανειολήπτης αδυνατεί να εξοφλήσει με ίδια μέσα το δάνειο που καλύπτει η εγγύηση.

78.

Όσον αφορά τις προβαλλόμενες «αμφιβολίες» της Επιτροπής σχετικά με τη δυνατότητα της Λάρκο να αντλήσει χρηματοδότηση στην αγορά ελλείψει εγγυήσεων, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς απέρριψε το επιχείρημα αυτό της αναιρεσείουσας και έκρινε στις σκέψεις 187 και 188 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ότι, από τη σφαιρική ερμηνεία της επίδικης απόφασης, προκύπτει κατά τρόπο αρκούντως σαφή ότι η Επιτροπή θεωρούσε ότι ήταν τουλάχιστον ελάχιστα πιθανό το ενδεχόμενο να κατορθώσει η Λάρκο να λάβει δάνειο από την αγορά χωρίς την παρέμβαση του Ελληνικού Δημοσίου.

79.

Όπως επανέλαβε η Επιτροπή ενώπιον του Δικαστηρίου, η σφαιρική ερμηνεία της επίδικης απόφασης επιβεβαιώνει τη θέση αυτή της Επιτροπής. Όσον αφορά το μέτρο 2, στη φράση που έπεται αμέσως εκείνης που περιέχει τον όρο «αμφίβολο» («doubtful») διευκρινίζεται ότι, «με άλλα λόγια» («in other words»), η Επιτροπή εκτιμά ότι η Λάρκο έτυχε πλεονεκτήματος ίσου με το ποσό του εγγυημένου δανείου, διότι χωρίς την εγγύηση του Δημοσίου δεν θα ήταν σε θέση να λάβει οποιαδήποτε άλλη εγγύηση από την αγορά. Όσον αφορά το μέτρο 6, η φράση που περιέχει τον όρο «αμφίβολο» παραπέμπει στην ίδια συλλογιστική με εκείνη που εφαρμόστηκε ως προς το μέτρο 2.

80.

Εξάλλου, όπως επισημαίνει το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 193 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι ούτε οι ελληνικές αρχές ούτε η αναιρεσείουσα αντέκρουσαν, κατά τη διοικητική διαδικασία, την εκτίμηση της Επιτροπής σχετικά με την ύπαρξη εξαιρετικής περιπτώσεως.

81.

Για τους λόγους που εκτίθενται ανωτέρω, είναι, κατά την άποψή μου, σαφές ότι το Γενικό Δικαστήριο ούτε αντικατέστησε την αιτιολογία της Επιτροπής ούτε επέρριψε στην αναιρεσείουσα το βάρος αποδείξεως όσον αφορά την ύπαρξη «εξαιρετικής περιπτώσεως». Εξάλλου, η αιτιολογία του Γενικού Δικαστηρίου επί του ζητήματος αυτού δεν είναι αντιφατική. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο μνημονεύει ορισμένες περιπτώσεις κακής ή λακωνικής διατύπωσης στην αιτιολογία της Επιτροπής δεν αντιφάσκει προς το συμπέρασμα του Γενικού Δικαστηρίου ότι η αιτιολογία δεν βαρύνεται με πλάνη περί το δίκαιο, και τούτο ανεξαρτήτως αυτών των περιπτώσεων κακής ή λακωνικής διατύπωσης.

82.

Όσον αφορά το άρθρο 296, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η επίδικη απόφαση ήταν πλήρως αιτιολογημένη ( 36 ). Ομοίως, όσον αφορά την αιτιολογία του Γενικού Δικαστηρίου στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, διαπιστώνεται ότι η απόφαση αυτή ήταν πλήρως αιτιολογημένη, όπως άλλωστε προκύπτει σαφώς από το πλήθος των επιχειρημάτων που προέβαλε η Λάρκο όσο αφορά το βάσιμο του σκεπτικού του Γενικού Δικαστηρίου. Συναφώς, το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε, επί της ουσίας, σε διαφορετικό συμπέρασμα από την αναιρεσείουσα δεν καθιστά, αφεαυτού, αναιτιολόγητη την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ( 37 ).

83.

Όσον αφορά το δεύτερο στοιχείο, η Λάρκο προβάλλει, κατ’ ουσίαν, τρία επιχειρήματα τα οποία αφορούν την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ( 38 ).

84.

Πρώτον, καίτοι, κατά τη Λάρκο ήταν σαφές κατά τον χρόνο έκδοσης της επίδικης απόφασης ότι δεν είχε καταπέσει καμία από τις εγγυήσεις αυτές, το Γενικό Δικαστήριο επικύρωσε την προσέγγιση της Επιτροπής η οποία, χωρίς να απευθυνθεί στις ελληνικές αρχές, περιορίστηκε να διαπιστώσει ότι δεν διέθετε στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι οι εν λόγω εγγυήσεις είχαν καταπέσει ( 39 ). Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του ότι η Επιτροπή υπέχει υποχρέωση επιμελούς και αμερόληπτης εξέτασης μιας υπόθεσης στο πλαίσιο του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

85.

Εν αντιθέσει προς την εκτίμηση της Επιτροπής, φρονώ ότι το επιχείρημα αυτό δεν είναι απαράδεκτο. Στηρίζεται, βεβαίως, στη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών, ως προς την οποία το Γενικό Δικαστήριο είναι μόνο αρμόδιο να αποφανθεί ( 40 ). Εντούτοις, το ζήτημα αν το Γενικό Δικαστήριο έπρεπε να είχε λάβει υπόψη τις πληροφορίες αυτές είναι νομικό ζήτημα.

86.

Τούτου λεχθέντος, εκτιμώ, όπως και η Επιτροπή, ότι το επιχείρημα είναι απορριπτέο ως αβάσιμο.

87.

Συγκεκριμένα, η κατάπτωση (ή μη) των εγγυήσεων και η εξόφληση (ή μη) των δανείων αφορούν γεγονότα μεταγενέστερα της λήψης των επίδικων μέτρων και, επομένως, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη ούτε για τον χαρακτηρισμό των μέτρων ως ενισχύσεων ούτε για την ποσοτικοποίηση του στοιχείου ενίσχυσης που ενέχουν. Ορθώς το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα αυτό υπενθυμίζοντας τη σχετική νομολογία στις σκέψεις 181 και 182 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

88.

Εξάλλου, διαπιστώνω ότι οι αποδείξεις που επικαλέσθηκε η αναιρεσείουσα όσον αφορά την εξόφληση των δανείων και τη μη κατάπτωση των εγγυήσεων δεν είχαν προσκομιστεί στην Επιτροπή κατά τη διοικητική διαδικασία. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η νομιμότητα μιας απόφασης της Επιτροπής πρέπει να εκτιμάται βάσει των πληροφοριακών στοιχείων που είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή όταν έλαβε την επίδικη απόφαση ( 41 ).

89.

Δεύτερον, κατά την αναιρεσείουσα, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πάσχει έλλειψη αιτιολογίας, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε τις παρατηρήσεις της σχετικά, αφενός, με τον απολύτως δεσμευτικό χαρακτήρα της επίδικης απόφασης όσον αφορά το ύψος του προς ανάκτηση ποσού βάσει της απόφασης Mediaset ( 42 ) και, αφετέρου, με το γεγονός ότι η ίδια η Επιτροπή αναγνώρισε την ύπαρξη σφαλμάτων συναφώς στην απόφασή της.

90.

Επ’ αυτού, επισημαίνεται ότι, καίτοι, στο πλαίσιο της αναίρεσης, ο έλεγχος του Δικαστηρίου έχει ως αντικείμενο, μεταξύ άλλων, να εξακριβώσει ότι το Γενικό Δικαστήριο απάντησε επαρκώς κατά νόμον στο σύνολο των επιχειρημάτων που προέβαλε ο προσφεύγων, η υποχρέωση του Γενικού Δικαστηρίου να αιτιολογεί τις αποφάσεις του δεν μπορεί να ερμηνεύεται ως συνεπαγόμενη την υποχρέωσή του να απαντά λεπτομερώς σε κάθε επιχείρημα που προβάλλει ένας διάδικος ( 43 ), όπως συμβαίνει, κατά την άποψή μου, εν προκειμένω.

91.

Τρίτον, κατά την αναιρεσείουσα, οι συνέπειες που απορρέουν από τον καθορισμό του ύψους των ενισχύσεων στο ποσό που αντιστοιχεί στη συνολική αξία του εγγυημένου δανείου, όταν οι εγγυήσεις δεν έχουν καταπέσει, προσκρούει στη νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία οι αποφάσεις της Επιτροπής με τις οποίες διατάσσεται η ανάκτηση των κρατικών ενισχύσεων σκοπούν στην επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση και δεν μπορούν να συνιστούν κύρωση η οποία βαίνει πέραν του πράγματι αποκομισθέντος πλεονεκτήματος ( 44 ).

92.

Επ’ αυτού, επισημαίνεται ως εκ περισσού ότι, πέραν των παρατηρήσεων που ήδη εκτέθηκαν στα σημεία 87 και 88 των παρουσών προτάσεων, οι οποίες αρκούν για να απορριφθεί το τρίτο επιχείρημα που προέβαλε η Λάρκο, εκτιμώ ότι είναι εσφαλμένο το επιχείρημα της Λάρκο ότι αυτή θα υποχρεωθεί δήθεν να πληρώσει δύο φορές την ενίσχυση. Συγκεκριμένα, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, η Λάρκο συγχέει δύο διαφορετικές υποχρεώσεις πληρωμής τις οποίες υπέχει επιχείρηση η οποία έλαβε ενίσχυση υπό μορφή εγγύησης του Δημοσίου. Αφενός, η δικαιούχος επιχείρηση υποχρεούται να επιστρέψει στο Δημόσιο το ποσό της ενίσχυσης που έλαβε. Αφετέρου, η επιχείρηση αυτή εξακολουθεί ασφαλώς να υποχρεούται να επιστρέψει στην τράπεζα το δάνειο το οποίο έλαβε χάρη σε αυτήν την εγγύηση του Δημοσίου.

93.

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

V. Προτάσεις

94.

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, και χωρίς να προδικάζεται το βάσιμο των λοιπών λόγων αναιρέσεως, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει ως αβάσιμο το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως καθώς και τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως. Προτείνω επίσης να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) T‑423/14, EU:T:2018:57.

( 3 ) ΕΕ 2014, L 254, σ. 24.

( 4 ) ΕΕ 1999, L 83, σ. 1.

( 5 ) ΕΕ 2004, C 244, σ. 2.

( 6 ) ΕΕ 2008, C 155, σ. 10.

( 7 ) Βλ. σκέψεις 1 έως 14 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

( 8 ) ΕΕ 2013, C 136, σ. 27, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.34572 (13/C) (ex 13/NN).

( 9 ) Όσον αφορά την έννοια της «προβληματικής επιχείρησης» για τον χαρακτηρισμό ενός μέτρου ως κρατικής ενίσχυσης, βλ. σημεία 26 έως 28 των παρουσών προτάσεων.

( 10 ) Το ποσό αυτό ανέρχεται σε 30 εκατομμύρια ευρώ για το μέτρο 2, σε περίπου 10,8 εκατομμύρια ευρώ για το μέτρο 4 και σε 30 και 20 εκατομμύρια ευρώ για το μέτρο 6. Βλ. σημείο 14 των παρουσών προτάσεων.

( 11 ) Βλ. σημείο 3.1, δεύτερο εδάφιο, της ανακοίνωσης περί εγγυήσεων.

( 12 ) Βλ. σημείο 3.1, τρίτο εδάφιο, της ανακοίνωσης περί εγγυήσεων.

( 13 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 16ης Μαΐου 2002, Γαλλία κατά Επιτροπής (C‑482/99, EU:C:2002:294, σκέψη 71), καθώς και της 1ης Οκτωβρίου 2015, Electrabel και Dunamenti Erőmű κατά Επιτροπής (C‑357/14 P, EU:C:2015:642, σκέψη 50).

( 14 ) Βλ., σχετικά με τη νομολογία αυτή, σημείο 29 και υποσημείωση 13 των παρουσών προτάσεων.

( 15 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 16 ) Από την αιτιολογική σκέψη 56 της επίδικης απόφασης και από τη σκέψη 77 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης μπορεί να συναχθεί ότι οι πληροφορίες αυτές αφορούν το έτος 2008.

( 17 ) Πρβλ., επίσης, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 28ης Ιανουαρίου 2016, Σλοβενία κατά Επιτροπής (T‑507/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:35, σκέψη 180).

( 18 ) Η ερμηνεία αυτή προκύπτει επίσης προδήλως λαμβανομένων υπόψη των παρατηρήσεων που ανέπτυξε η Επιτροπή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, από τις παρατηρήσεις αυτές προκύπτει ότι η Επιτροπή προέβαλε ως βασικό επιχείρημα ότι οι ελληνικές αρχές δεν ισχυρίστηκαν ποτέ ότι αγνοούσαν τις δυσχέρειες της Λάρκο τον Δεκέμβριο του 2008. Μόνον επικουρικώς θεωρεί η Επιτροπή ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το Ελληνικό Δημόσιο αγνοούσε τις τότε οικονομικές δυσχέρειες της Λάρκο (κάτι το οποίο δεν συνέβαινε, κατά την Επιτροπή), θα έπρεπε να βεβαιωθεί ότι η Λάρκο δεν ήταν προβληματική επιχείρηση.

( 19 ) Διευκρινίζεται ότι, στο μέτρο που βάλλει κατά των σκέψεων 77 έως 80 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το επιχείρημα της Λάρκο σχετικά με τη γνώση της κατάστασής της από τις ελληνικές αρχές δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως αιτίαση κατά της εκτίμησης του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με το βάρος αποδείξεως που φέρει η Επιτροπή, εκτίμηση η οποία αναπτύσσεται στις σκέψεις 83 έως 89 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

( 20 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Iride κατά Επιτροπής (C–329/09 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2011:859, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), καθώς και της 19ης Σεπτεμβρίου 2019, Πολωνία κατά Επιτροπής (C‑358/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:763, σκέψεις 44 και 45).

( 21 ) Βλ. σημείο 44 των παρουσών προτάσεων.

( 22 ) Ειδικότερα, κατά τη διοικητική διαδικασία, η Επιτροπή, εκτιμώντας ότι η Λάρκο ήταν προβληματική επιχείρηση στις 22 Δεκεμβρίου 2008 και ότι το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή θα μπορούσε να έχει εφαρμογή στο επίμαχο μέτρο, ζήτησε από τις ελληνικές αρχές να της παράσχουν όλες τις σχετικές πληροφορίες ώστε να είναι σε θέση να ελέγξει αν συνέβαινε όντως κάτι τέτοιο (βλ. ενότητες 5.1, 5.2.2 και 6 της απόφασης περί κινήσεως διαδικασίας ελέγχου). Εν συνεχεία, οι ελληνικές αρχές διαβίβασαν παρατηρήσεις, στις 30 Απριλίου 2013 (βλ. σημείο 17 των παρουσών προτάσεων και αιτιολογική σκέψη 6 της απόφασης περί κινήσεως διαδικασίας ελέγχου), από τις οποίες προκύπτει ότι οι εν λόγω αρχές αμφισβήτησαν ότι η Λάρκο ήταν προβληματική επιχείρηση κατά τα έτη 2008 και 2009, καθότι οι δυσχέρειες οφείλονταν σε απροσδόκητη πτώση της τιμής του σιδηρονικελίου (βλ. αιτιολογική σκέψη 24 της επίδικης απόφασης). Ως εκ τούτου, καίτοι οι εν λόγω αρχές αμφισβήτησαν τον χαρακτηρισμό της Λάρκο ως «προβληματικής επιχείρησης», δεν αμφισβήτησαν εντούτοις ούτε τη γνώση της οικονομικής κατάστασης της επιχείρησης καθεαυτήν ούτε τα οικονομικά αποτελέσματα της Λάρκο για το έτος 2008 τα οποία μνημονεύονται στην απόφαση περί κινήσεως διαδικασίας ελέγχου.

( 23 ) Από τη σκέψη αυτή προκύπτει, κατ’ ουσίαν, ότι, κατά τη διοικητική διαδικασία, οι ελληνικές αρχές δεν απέδειξαν ότι δεν μπορούσαν να γνωρίζουν τις οικονομικές δυσχέρειες που αντιμετώπιζε η αναιρεσείουσα.

( 24 ) Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η Λάρκο δεν κατέθεσε παρατηρήσεις κατά το διοικητικό στάδιο της διαδικασίας και ότι, επομένως, το ζήτημα της γνώσης από τις ελληνικές αρχές της οικονομικής κατάστασης της Λάρκο το 2008 φαίνεται να τέθηκε μόνο ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

( 25 ) Όπως προκύπτει από τη σκέψη 56 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, υπενθυμίζεται ότι η εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή στηρίζεται σε οικονομικές εκτιμήσεις παρεμφερείς με εκείνες στις οποίες θα προέβαινε, υπό τις περιστάσεις της προκειμένης περίπτωσης, λογικός και συνετός ιδιώτης επενδυτής ευρισκόμενος κατάσταση όσο το δυνατόν παραπλήσια με εκείνη του εν λόγω κράτους μέλους, προτού προβεί στη συγκεκριμένη επένδυση (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 16ης Μαΐου 2002, Γαλλία κατά Επιτροπής, C‑482/99, EU:C:2002:294, σκέψη 71, και της 5ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά EDF, C‑124/10 P, EU:C:2012:318, σκέψεις 82 έως 84).

( 26 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 5ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά EDF (C‑124/10 P, EU:C:2012:318, σκέψεις 82 έως 84).

( 27 ) Πρβλ. σκέψη 77 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

( 28 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 15ης Νοεμβρίου 2012, Συμβούλιο κατά Bamba (C‑417/11 P, EU:C:2012:718, σκέψη 49), και της 18ης Φεβρουαρίου 2016, Συμβούλιο κατά Bank Mellat (C‑176/13 P, EU:C:2016:96, σκέψη 74).

( 29 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 22ας Μαρτίου 2001, Γαλλία κατά Επιτροπής (C‑17/99, EU:C:2001:178, σκέψη 35), της 18ης Ιουνίου 2015, Ipatau κατά Συμβουλίου (C‑535/14 P, EU:C:2015:407, σκέψη 37), καθώς και της 30ής Απριλίου 2019, Ιταλία κατά Συμβουλίου (Αλιευτική ποσόστωση για τον ξιφία της Μεσογείου) (C‑611/17, EU:C:2019:332, σκέψη 48).

( 30 ) Ομοίως, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, οσάκις, –λαμβανομένης υπόψη της αβέβαιης χρηματοοικονομικής κατάστασης μιας επιχείρησης– κανένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα δεν θα δεχόταν να της δανείσει χρήματα χωρίς κρατική εγγύηση, ολόκληρο το ποσό του εγγυημένου δανείου που λαμβάνει η επιχείρηση πρέπει να θεωρηθεί ως ενίσχυση (βλ. απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2000, Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑288/96, EU:C:2000:537, σκέψη 31).

( 31 ) Επομένως, η Λάρκο δεν βάλλει κατά του σημείου 4.1 της εν λόγω ανακοίνωσης αυτού καθεαυτό, αλλά κατά της εφαρμογής του σημείου αυτού στα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υπόθεσης.

( 32 ) Όπως αντιλαμβάνομαι τα επιχειρήματα αυτά, η Λάρκο προβάλλει, συγκεκριμένα, τόσο παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης που υπέχουν η Επιτροπή και το Γενικό Δικαστήριο, η οποία συνιστά ουσιώδη τύπο, όσο και το αβάσιμο της αιτιολογίας του Γενικού Δικαστηρίου και της Επιτροπής (βλ., επί της διάκρισης αυτής, σημείο 63 των παρουσών προτάσεων). Διευκρινίζεται ότι, ενώ η υποχρέωση αιτιολόγησης πράξης προβλέπεται στο άρθρο 296, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, η υποχρέωση αιτιολόγησης των δικαστικών αποφάσεων προβλέπεται στο άρθρο 36 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο έχει εφαρμογή επί του Γενικού Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 53 του εν λόγω Οργανισμού.

( 33 ) Αντιλαμβάνομαι ότι το επιχείρημα αυτό σχετικά με τον βαθμό απόδειξης υπό την έννοια ότι αφορά, κατ’ ουσίαν, την αιτίαση ότι το Γενικό Δικαστήριο επέρριψε στη Λάρκο το βάρος αποδείξεως της ύπαρξης «εξαιρετικής περιπτώσεως».

( 34 ) Ειδικότερα, κατά την Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε στις σκέψεις 192 έως 194 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ότι η επίδικη απόφαση κατέδειξε ότι, κατά τη λήψη των επίδικων μέτρων, η Λάρκο βρισκόταν σε «εξαιρετικά επισφαλή θέση» λόγω της διαρκούς μείωσης του κύκλου εργασιών της και των αρνητικών ιδίων κεφαλαίων, στοιχείο που δηλώνει ότι είχε απολεσθεί το σύνολο του μετοχικού κεφαλαίου της επιχείρησης. Αυτή η εξαιρετικά επισφαλής θέση της επιχείρησης συνεπαγόταν «αδυναμία της Λάρκο να εξοφλήσει με ίδια μέσα το συνολικό ποσό που είχε δανεισθεί». Αμφισβητώντας την ορθότητα των παρατηρήσεων αυτών, η αναιρεσείουσα θέτει υπό αμφισβήτηση, κατά την Επιτροπή, τα πραγματικά περιστατικά που διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο.

( 35 ) Υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως, ασκηθείσας δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει να περιορίζεται σε έλεγχο της νομιμότητας της προσβαλλομένης πράξεως. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να θεραπεύσει την ενδεχόμενη έλλειψη αιτιολογίας ή να συμπληρώσει την εν λόγω αιτιολογία της Επιτροπής, προσθέτοντας ή υποκαθιστώντας σε αυτήν στοιχεία που δεν προκύπτουν από την προσβαλλόμενη απόφαση αυτή καθεαυτήν (βλ., επίσης, αποφάσεις της 7ης Ιουνίου 2006, UFEX κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑613/97, EU:T:2006:150, σκέψη 70, καθώς και της 22ας Οκτωβρίου 2008, TV2/Danmark κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑309/04, T‑317/04, T‑329/04 και T‑336/04, EU:T:2008:457, σκέψη 182).

( 36 ) Βλ., όσον αφορά το περιεχόμενο του άρθρου 296, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, σημείο 63 των παρουσών προτάσεων.

( 37 ) Βλ., ιδίως, απόφαση της 20ής Μαΐου 2010, Γκόγκος κατά Επιτροπής (C-583/08 P, EU:C:2010:287, σκέψεις 35 και 36).

( 38 ) Διευκρινίζεται ότι η Λάρκο προβάλλει επίσης διάφορα επιχειρήματα τα οποία βάλλουν κατά της επίδικης απόφασης, χωρίς εντούτοις να προσδιορίζει το μέτρο στο οποίο η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση βαρύνεται με πλάνη περί το δίκαιο, και, για τον λόγο αυτό, δεν παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να ασκήσει τον δικαστικό έλεγχό του.

( 39 ) Συγκεκριμένα, από τη σύμβαση δανείου του 2008 (μέτρο 2) που είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή προκύπτει ότι η εξόφληση του δανείου αυτού επρόκειτο να ολοκληρωθεί την 31η Μαρτίου 2012, ήτοι πολύ πριν από την έκδοση της επίδικης απόφασης στις 27 Μαρτίου 2014. Επομένως, η Επιτροπή είχε στη διάθεσή της όλα τα στοιχεία που καθιστούσαν δυνατό να διαπιστωθεί ότι το εν λόγω δάνειο είχε ήδη εξοφληθεί. Η δε εξόφληση του δανείου που χορηγήθηκε βάσει της σχετικής σύμβασης του 2010 (μέτρο 4) επρόκειτο να ολοκληρωθεί σαράντα πέντε ημέρες μετά την έκδοση της επίδικης απόφασης. Κατά την ημερομηνία αυτή, η Επιτροπή μπορούσε να είχε διαπιστώσει ότι τα δάνεια που χορηγήθηκαν βάσει της σχετικής σύμβασης του 2011 (μέτρο 6) είχαν ήδη εξοφληθεί εν μέρει.

( 40 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 1ης Ιουνίου 1994, Επιτροπή κατά Brazzelli Lualdi κ.λπ. (C‑136/92 P, EU:C:1994:211, σκέψη 49).

( 41 ) Πρβλ. απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2002, Falck και Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής (C‑74/00 P και C‑75/00 P, EU:C:2002:524, σκέψη 168).

( 42 ) Απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2014 (C‑69/13, EU:C:2014:71).

( 43 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2003, Βέλγιο κατά Επιτροπής (C-197/99 P, EU:C:2003:444, σκέψη 81).

( 44 ) Η Λάρκο παραπέμπει, μεταξύ άλλων, στην απόφαση της 17ης Ιουνίου 1999, Βέλγιο κατά Επιτροπής (C‑75/97, EU:C:1999:311, σκέψη 65).

Top