Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62018CC0105

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα G. Hogan της 8ης Μαΐου 2019.
    Asociación Española de la Industria Eléctrica (UNESA) κ.λπ. κατά Administración General del Estado.
    Αιτήσεις του Tribunal Supremo για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή – Αρχή “ο ρυπαίνων πληρώνει” – Οδηγία 2000/60/ΕΚ – Άρθρο 9, παράγραφος 1 – Ανάκτηση κόστους για υπηρεσίες ύδατος – Κοινοί κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας – Οδηγία 2009/72/ΕΚ – Άρθρο 3, παράγραφος 1 – Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων – Άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ – Κρατική ενίσχυση – Τέλος χρήσεως εσωτερικών υδάτων για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας – Τέλος επιβαλλόμενο μόνο σε παραγωγούς υδροηλεκτρικής ενέργειας που δρουν εντός διακοινοτικών υδρογραφικών ορίων.
    Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-105/18 έως C-113/18.

    Court reports – general

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2019:395

    ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    GERARD HOGAN

    της 8ης Μαΐου 2019 ( 1 )

    Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑105/18 έως C‑113/18

    Asociación Española de la Industria Eléctrica (UNESA) (C‑105/18)

    Energía de Galicia (Engasa) SA (C‑106/18)

    Duerocanto SL (C‑107/18)

    Corporación Acciona Hidráulica (Acciona) SLU (C‑108/18)

    Associació de Productors i Usuaris d’Energia Elèctrica (C‑109/18)

    José Manuel Burgos Pérez

    María del Amor Guinea Bueno (C‑110/18)

    Endesa Generación SA (C‑111/18)

    Asociación de Empresas de Energías Renovables (APPA) (C‑112/18)

    Parc del Segre, S.A.

    Electra Irache, S.L.

    Genhidro Generación Hidroeléctrica, S.L.

    Hicenor, S.L.

    Hidroeléctrica Carrascosa, S.L.

    Hidroeléctrica del Carrión, S.L.

    Hidroeléctrica del Pisuerga, S.L.

    Hidroeléctrica Santa Marta, S.L.

    Hyanor, S.L.

    Promotora del Rec dels Quatre Pobles, S.A. (C‑113/18)

    κατά

    Administración General del Estado,

    παρισταμένων των:

    Iberdrola Generación SAU,

    Hidroeléctrica del Cantábrico, SA

    [αιτήσεις του Tribunal Supremo
    (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Ισπανία)
    για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

    «Προδικαστική παραπομπή – Αρχή “ο ρυπαίνων πληρώνει” – Ανάκτηση του κόστους για τις υπηρεσίες υδάτων – Κοινοί κανόνες για την εσωτερική αγορά στην ηλεκτρική ενέργεια – Τέλος χρήσεως εσωτερικών υδάτων για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας – Τέλος επιβαλλόμενο μόνο σε παραγωγούς υδροηλεκτρικής ενέργειας που δρουν εντός διακοινοτικών υδρογραφικών ορίων – Απαγορευμένη κρατική ενίσχυση»

    I. Εισαγωγή

    1.

    Οι παρούσες αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία των άρθρων 107 και 191, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2000, για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων ( 2 ), και του άρθρου 3, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2009/72/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενεργείας και για την κατάργηση της οδηγίας 2003/54/ΕΚ ( 3 ).

    2.

    Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο ένδικων διαφορών μεταξύ, αφενός, διαφόρων εταιριών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που έχουν παραχωρήσεις για την υδρολογική εκμετάλλευση διακοινοτικών λεκανών, δηλαδή λεκανών που βρίσκονται σε πάνω από μία Comunidad autónoma (αυτόνομη κοινότητα) της Ισπανίας, και, αφετέρου, της Administración General del Estado (Γενικής Κρατικής Κυβερνήσεως, Ισπανία), υπέρ της οποίας παρενέβησαν οι Iberdrola Generación SAU και Hidroeléctrica del Cantábrico SA, με αντικείμενο το κύρος ενός τέλους χρήσεως εσωτερικών υδάτων για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας σε διακοινοτικές λεκάνες απορροής ποταμών.

    3.

    Οι εν λόγω αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως παρέχουν στο Δικαστήριο την ευκαιρία να αποσαφηνίσει τις συνέπειες της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει», το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2009/72 και την εφαρμογή της απαγορεύσεως των κρατικών ενισχύσεων όσον αφορά ένα τέλος που οφείλεται για τη χρήση ή εκμετάλλευση εσωτερικών υδάτων με σκοπό την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Επιπλέον, ένα από τα βασικά ζητήματα που εγείρονται με τις παρούσες αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορά το αν δύναται να λεχθεί ότι οι κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/72 διατάξεις περί απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων έχουν εφαρμογή σε ένα τέτοιο φορολογικό μέτρο που θεσπίστηκε από το Βασίλειο της Ισπανίας το 2012. Πάντως, πριν από την εξέταση οποιουδήποτε εξ αυτών των ζητημάτων, επιβάλλεται πρώτα να παρατεθούν οι σχετικές διατάξεις του δικαίου της Ένωσης και της εθνικής νομοθεσίας.

    Α.   Το δίκαιο της Ένωσης

    1. Η οδηγία 2000/60

    4.

    Το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/60, το οποίο επιγράφεται «Ανάκτηση κόστους για υπηρεσίες ύδατος», ορίζει τα εξής:

    «Τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη την αρχή της ανάκτησης του κόστους των υπηρεσιών ύδατος, συμπεριλαμβανομένου του κόστους για το περιβάλλον και τους φυσικούς πόρους, λαμβάνοντας υπόψη την οικονομική ανάλυση που διεξάγεται σύμφωνα με το παράρτημα III, και ειδικότερα σύμφωνα με την αρχή “ο ρυπαίνων πληρώνει”.

    Μέχρι το 2010, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν:

    ότι οι πολιτικές τιμολόγησης του ύδατος παρέχουν κατάλληλα κίνητρα στους χρήστες για να χρησιμοποιούν αποτελεσματικά τους υδάτινους πόρους και, κατά συνέπεια, συμβάλλουν στην επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων της παρούσας οδηγίας,

    κατάλληλη συμβολή των διαφόρων χρήσεων ύδατος, διακρινόμενων, τουλάχιστον, σε βιομηχανία, νοικοκυριά και γεωργία, στην ανάκτηση του κόστους των υπηρεσιών ύδατος, βάσει της οικονομικής ανάλυσης που διενεργείται σύμφωνα με το παράρτημα III και λαμβάνοντας υπόψη την αρχή “ο ρυπαίνων πληρώνει”.

    Τα κράτη μέλη μπορούν εν προκειμένω να συνεκτιμούν τα κοινωνικά, τα περιβαλλοντικά και τα οικονομικά αποτελέσματα της ανάκτησης, καθώς και τις γεωγραφικές και κλιματολογικές συνθήκες της οικείας περιοχής ή περιοχών.»

    2. Η οδηγία 2009/72

    5.

    Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/72 ορίζει τα εξής:

    «Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν, βάσει της θεσμικής τους οργάνωσης και τηρώντας δεόντως την αρχή της επικουρικότητας, ότι, με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, οι επιχειρήσεις ηλεκτρικής ενέργειας λειτουργούν σύμφωνα με τις αρχές της παρούσας οδηγίας, με σκοπό την επίτευξη ανταγωνιστικής, ασφαλούς και περιβαλλοντικώς βιώσιμης αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, και δεν κάνουν διακρίσεις μεταξύ των εν λόγω επιχειρήσεων όσον αφορά τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις τους.»

    Β.   Το εθνικό δίκαιο

    1. Το ισπανικό Σύνταγμα

    6.

    Το άρθρο 149 του ισπανικού Συντάγματος, το οποίο αφορά τα ζητήματα αποκλειστικής αρμοδιότητας του κράτους, ορίζει τα εξής:

    «1.   Το κράτος έχει αποκλειστική αρμοδιότητα σχετικά με τα ακόλουθα ζητήματα:

    […]

    14. Τις γενικές οικονομικές υποθέσεις και το δημόσιο χρέος·

    […]

    22. Τη νομοθέτηση, ρύθμιση και τις παραχωρήσεις για τη χρήση υδάτινων πόρων και των σχετικών εγκαταστάσεων, στην περίπτωση που τα τρεχούμενα ύδατα διασχίζουν περισσότερες από μία αυτόνομες κοινότητες, καθώς επίσης τη χορήγηση αδειών κατασκευής υδροηλεκτρικών εγκαταστάσεων όταν η λειτουργία τους επηρεάζει άλλες αυτόνομες κοινότητες ή οι γραμμές του δικτύου μεταφοράς ενέργειας διέρχονται από άλλες κοινότητες·

    […]».

    2. Το βασιλικό διάταγμα 125/2007

    7.

    Το Real Decreto 125/2007, de 2 de febrero, por el que se fija el ámbito territorial de las demarcaciones hidrográficas ( 4 ) (βασιλικό διάταγμα 125/2007, της 2ας Φεβρουαρίου 2007, σχετικά με τον καθορισμό του εδαφικού πεδίου των περιφερειακών λεκανών απορροής ποταμού), ορίζει ως λεκάνη απορροής ποταμού την περιοχή που αποτελείται από μία ή περισσότερες γειτνιάζουσες λεκάνες απορροής ποταμού καθώς και τα συνεχόμενα με αυτή ή αυτές μεταβατικά, υπόγεια και παράκτια ύδατα. Στην Ισπανία, απαντούν δύο είδη λεκανών απορροής ποταμού, ανάλογα με την τοποθεσία στην οποία βρίσκονται οι εν λόγω λεκάνες: οι διακοινοτικές λεκάνες απορροής ποταμού οι οποίες εκτείνονται σε περισσότερες από μία αυτόνομες κοινότητες και οι ενδοκοινοτικές λεκάνες των οποίων η έκταση περιορίζεται εντός των γεωγραφικών ορίων μιας μόνον αυτόνομης κοινότητας.

    3. Ο νόμος 15/2012

    8.

    Το προοίμιο του Ley 15/2012, de 27 de diciembre, de medidas fiscales para la sostenibilidad energética ( 5 ) (νόμου 15/2012, της 27ης Δεκεμβρίου 2012, περί δημοσιονομικών μέτρων για την ενεργειακή βιωσιμότητα, στο εξής: νόμος περί φορολογήσεως της ενέργειας) αναφέρει τα εξής:

    «I.

    Σκοπός του παρόντος νόμου είναι η προσαρμογή του φορολογικού συστήματος σε χρήσεις πιο αποδοτικές και φιλικές προς το περιβάλλον και προς τη βιώσιμη ανάπτυξη, αξίες οι οποίες ενέπνευσαν την παρούσα φορολογική μεταρρύθμιση και, ως τέτοιες, ευθυγραμμίζονται με τις βασικές αρχές που διέπουν τη δημοσιονομική, ενεργειακή και, ασφαλώς, περιβαλλοντική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    Στις μέρες μας, οι αυξανόμενες συνέπειες που η παραγωγή και κατανάλωση ενέργειας έχει για τη βιωσιμότητα του περιβάλλοντος καθιστούν επιβεβλημένη τη θέσπιση ενός κανονιστικού και ρυθμιστικού πλαισίου το οποίο θα εγγυάται, έναντι όλων των εμπλεκομένων φορέων, την ορθή λειτουργία του ενεργειακού μοντέλου και θα συμβάλει επίσης στη διατήρηση της πλούσιας περιβαλλοντικής μας κληρονομιάς.

    Θεμέλιος λίθος του παρόντος νόμου είναι το άρθρο 45 του Συντάγματος, κατά το οποίο η προστασία του περιβάλλοντος ανάγεται σε μία εκ των κατευθυντηρίων γραμμών της κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής. Επομένως, ένας από τους άξονες αυτής της φορολογικής μεταρρυθμίσεως είναι η εσωτερίκευση του περιβαλλοντικού κόστους που συνεπάγεται η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας […]. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο [παρών] νόμος πρέπει να λειτουργεί ως έρεισμα για τη βελτίωση του επιπέδου ενεργειακής αποτελεσματικότητας, διασφαλίζοντας παράλληλα την καλύτερη διαχείριση των φυσικών πόρων και συνεχίζοντας την ενίσχυση του νέου προτύπου βιώσιμης ανάπτυξης, τόσο υπό οικονομικούς και κοινωνικούς όσο και υπό περιβαλλοντικούς όρους.

    […]

    Προς τούτο, ο παρών νόμος θεσπίζει τρεις νέους φόρους: τον φόρο επί της αξίας της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, τον φόρο παραγωγής αναλωθέντων πυρηνικών καυσίμων και ραδιενεργών αποβλήτων που οφείλονται στην παραγωγή ηλεκτρισμού με χρήση πυρηνικής ενέργειας και τον φόρο αποθηκεύσεως αναλωθέντων πυρηνικών καυσίμων και ραδιενεργών αποβλήτων σε κεντρικές εγκαταστάσεις· θεσπίζεται επίσης τέλος χρήσεως εσωτερικών υδάτων για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας· τροποποιούνται οι ισχύοντες για το φυσικό αέριο και τους λιθάνθρακες φορολογικοί συντελεστές και καταργούνται οι φοροαπαλλαγές για ενεργειακές πρώτες ύλες που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και την ταυτόχρονη παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και χρήσιμης θερμότητας.

    […]

    V.

    Τέλος, ο τίτλος IV του παρόντος νόμου τροποποιεί το κωδικοποιημένο κείμενο του νόμου περί των υδάτων που εγκρίθηκε με το βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 1/2001, της 20ής Ιουλίου.

    Ειδικότερα, ο τίτλος αυτός ρυθμίζει το οικονομικό-φορολογικό καθεστώς για τη χρήση των κοινόχρηστων υδάτινων πόρων. Προβλέπει ότι οι αρμόδιες δημόσιες αρχές, δυνάμει της αρχής της ανακτήσεως του κόστους και λαμβανομένων υπόψη των μακροπρόθεσμων οικονομικών προβλέψεων, θεσπίζουν τους κατάλληλους μηχανισμούς για τη μετακύλιση του κόστους των σχετικών με τη διαχείριση των υδάτων υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων του περιβαλλοντικού κόστους και του κόστους των πόρων, στους διάφορους τελικούς χρήστες.

    […]

    Συγκεκριμένα, το άρθρο 112 του κωδικοποιημένου κειμένου του νόμου περί των υδάτων ορίζει ότι τέλος χρήσεως οφείλεται μόνο για την κατοχή, τη χρήση και την εκμετάλλευση των κοινόχρηστων υδάτινων πόρων που ορίζονται στο άρθρο 2, στοιχεία b και c, του ίδιου νόμου, δηλαδή για τη χρήση φυσικών, συνεχών ή διακεκομμένων, υδάτινων ρευμάτων και των πυθμένων λιμνών και λιμνοθαλασσών και των τεχνητών φραγμάτων σε κοινόχρηστα υδάτινα ρεύματα. Συνεπώς, η χρήση των εσωτερικών υδάτων που αναφέρονται στο άρθρο 2, στοιχείο a, του κωδικοποιημένου κειμένου του νόμου περί των υδάτων δεν εμπίπτει στον ορισμό του εν λόγω τέλους.

    To πραγματικό αυτό γεγονός, το οποίο συνιστά ανωμαλία όσον αφορά τους γενικούς κανόνες περί των κοινόχρηστων αγαθών, ανάγεται σε ιστορικούς λόγους μολονότι, σήμερα πλέον, στερείται οικονομικής λογικής, τουλάχιστον όσον αφορά την αμιγώς βιομηχανική χρήση των εν λόγω αγαθών και στο πλαίσιο ενός καθεστώτος αγοράς, όπως αυτό της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.

    Σήμερα πλέον, η εν γένει ποιότητα των ισπανικών εσωτερικών υδάτων καθιστά αναγκαία την προστασία τους προκειμένου να διασφαλιστεί ένας αναγκαίος για την κοινωνία φυσικός πόρος. Συναφώς, η πολιτική για την προστασία των δημόσιων υδάτων χρήζει ενισχύσεως. Προς τούτο, είναι αναγκαία η εξασφάλιση πόρων, οι οποίοι πρέπει να προέρχονται από τα πρόσωπα που ωφελούνται από την ιδιωτική χρήση των εν λόγω υδάτων ή από τη συγκεκριμένη χρήση τους για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.

    Ως εκ τούτου, ο σκοπός αυτής της τροποποιήσεως συνίσταται στη θέσπιση ενός νέου τέλους επί των κοινοχρήστων αγαθών που περιγράφονται στο άρθρο 2, στοιχείο a, του ίδιου νόμου, δηλαδή για τη χρήση εσωτερικών υδάτων προς υδροηλεκτρική εκμετάλλευση.»

    9.

    Πιο συγκεκριμένα, με το άρθρο 29 του νόμου 15/2012 προστέθηκε ένα νέο άρθρο 112bis στο Real Decreto Legislativo 1/2001, de 20 de julio, por el que se aprueba el texto refundido de la Ley de Aguas ( 6 ) (βασιλικό διάταγμα 1/2001, της 20ής Ιουλίου 2001, περί εγκρίσεως του κωδικοποιημένου κειμένου του νόμου περί των υδάτων).

    10.

    Ο νόμος 15/2012 περιέχει επίσης διάφορες διατάξεις οι οποίες επιγράφονται «συμπληρωματικές διατάξεις» και ορίζουν τα εξής:

    «Πρώτη συμπληρωματική διάταξη. Οι δραστηριότητες από τις οποίες γεννάται φορολογική ευθύνη ρυθμιζόμενη με τον παρόντα νόμο φορολογούνται από τις αυτόνομες κοινότητες.

    1. Στον βαθμό που οι προβλεπόμενες από τον παρόντα νόμο φορολογικές επιβαρύνσεις επιβάλλονται σε δραστηριότητες οι οποίες υπόκεινται σε φορολόγηση εκ μέρους των αυτονόμων κοινοτήτων και τούτο έχει ως συνέπεια τη μείωση των εσόδων τους, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 6.2 του οργανικού νόμου 8/1980, της 22ας Σεπτεμβρίου, περί χρηματοδοτήσεως των αυτόνομων κοινοτήτων.

    2. Οι διατάξεις του προηγούμενου τμήματος εφαρμόζονται αποκλειστικά στους ειδικούς φόρους των αυτόνομων κοινοτήτων που έχουν θεσπιστεί με νόμο εγκριθέντα πριν από τις 28 Σεπτεμβρίου 2012.

    Δεύτερη συμπληρωματική διάταξη. Κόστος του συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας.

    Με τους νόμους περί του ετήσιου γενικού προϋπολογισμού του κράτους, προορίζεται για τη χρηματοδότηση του κόστους του ηλεκτρικού συστήματος που προβλέπεται από το άρθρο 16 του Ley 54/1997, de 27 de noviembre, del Sector Eléctrico [νόμου 54/1997, της 27ης Νοεμβρίου 1997, σχετικά με τον ηλεκτρικό τομέα] ποσό ίσο με το άθροισμα των εξής:

    a) των εκτιμώμενων ετήσιων κρατικών εσόδων που προέρχονται από φόρους και τέλη οι οποίοι προβλέπονται από τον παρόντα νόμο·

    b) των εκτιμώμενων εσόδων από την εκποίηση των δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου, με ανώτατο όριο το ποσό των 500 εκατομμυρίων ευρώ.»

    4. Το βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 1/2001

    11.

    Το άρθρο 2 του Real Decreto Legislativo 1/2001, de 20 de julio, por el que se aprueba el texto refundido de la Ley de Aguas (βασιλικού νομοθετικού διατάγματος 1/2001, της 20ής Ιουλίου 2001, περί εγκρίσεως του κωδικοποιημένου κειμένου του νόμου περί των υδάτων), το οποίο επιγράφεται «Ορισμός των κοινόχρηστων υδάτινων πόρων», ορίζει τα εξής:

    «Οι κοινόχρηστοι υδάτινοι πόροι, εξαιρουμένων αυτών που ορίζονται ρητώς στον παρόντα νόμο, αποτελούνται από τα εξής:

    a)

    Τα εσωτερικά ύδατα, τα οποία αποτελούνται τόσο από τα ανανεώσιμα επιφανειακά όσο και από τα υπόγεια ύδατα, ανεξαρτήτως του χρόνου ανανεώσεώς τους.

    b)

    Τα φυσικά, συνεχή ή διακεκομμένα, υδάτινα ρεύματα.

    c)

    Τους πυθμένες των λιμνών, λιμνοθαλασσών και τεχνητών φραγμάτων των κοινόχρηστων υδάτινων ρευμάτων.

    […]»

    12.

    Το άρθρο 112 του βασιλικού νομοθετικού διατάγματος 1/2001, όπως αυτό τροποποιήθηκε με τον νόμο περί φορολογήσεως της ενέργειας, επιγράφεται «Τέλος χρήσεως των αγαθών που αποτελούν κοινόχρηστους υδάτινους πόρους» και ορίζει τα ακόλουθα:

    «1.   Επί της κατοχής, της χρήσεως και της εκμεταλλεύσεως των αγαθών που αποτελούν κοινόχρηστους υδάτινους πόρους και μνημονεύονται στις παραγράφους b και c, του άρθρου 2, του παρόντος νόμου, επιβάλλεται φορολογική επιβάρυνση υπέρ της αρμόδιας αρχής της λεκάνης απορροής, η οποία επιβάρυνση αποκαλείται τέλος χρήσεως κοινόχρηστων υδάτινων πόρων και προορίζεται για την προστασία και βελτίωση των προαναφερθέντων πόρων. Οι κάτοχοι παραχωρήσεως για τη χρήση υδάτων απαλλάσσονται από την καταβολή τέλους κατοχής ή χρήσεως της εκτάσεως που απαιτείται για τη λειτουργία των εγκαταστάσεών τους.

    […]

    4.   Η βάση επιβολής καθορίζεται από την αρχή της λεκάνης απορροής σύμφωνα με τις κάτωθι παραδοχές:

    a)

    Στην περίπτωση κατοχής εκτάσεως η οποία αποτελεί τμήμα των κοινόχρηστων υδάτινων πόρων, από την αξία της κατεχόμενης εκτάσεως, με γνώμονα την αξία των παρακείμενων εκτάσεων.

    b)

    Στην περίπτωση χρήσεως κοινόχρηστων υδάτινων πόρων, από την αξία αυτής της χρήσεως ή από το όφελος που αντλείται από αυτή τη χρήση.

    c)

    Στην περίπτωση χρήσεως αγαθών που αποτελούν κοινόχρηστους υδάτινους πόρους, από την αξία των αναλωθεισών πρώτων υλών ή το όφελος που προέκυψε από αυτή τη χρήση.

    […]»

    13.

    Το άρθρο 112bis του βασιλικού νομοθετικού διατάγματος 1/2001, το οποίο επιγράφεται «Τέλος χρήσεως εσωτερικών υδάτων για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας» και προστέθηκε με τον νόμο 15/2012, ορίζει: Σύμφωνα με το άρθρο 112 του βασιλικού νομοθετικού διατάγματος 1/2001, το οποίο επιγράφεται «Τέλος χρήσεως των αγαθών που αποτελούν κοινόχρηστους υδάτινους πόρους»:

    «1.   Η χρήση και η εκμετάλλευση των κοινόχρηστων πραγμάτων που μνημονεύονται στο άρθρο 2, παράγραφος a, του παρόντος νόμου για την καθαρή παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας υπόκεινται σε τέλος το οποίο αποκαλείται τέλος χρήσεως εσωτερικών υδάτων για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και προορίζεται για την προστασία και βελτίωση των κοινόχρηστων υδάτινων πόρων.

    2.   Το τέλος καθίσταται απαιτητό κατά την αρχική χορήγηση της άδειας λειτουργίας του υδροηλεκτρικού σταθμού και κατά την ετήσια ανανέωσή της, για το ποσό και με βάση τις προθεσμίες που καθορίζονται στους όρους της εν λόγω άδειας ή παραχωρήσεως.

    3.   Υπόχρεοι για την καταβολή του τέλους είναι οι παραχωρησιούχοι ή, κατά περίπτωση, όσοι υποκαθίστανται στα δικαιώματά τους.

    4.   Η βάση υπολογισμού του τέλους καθορίζεται από τον Οργανισμό Λεκάνης Απορροής Ποταμού (Organismo de Cuenca) και ισούται με την οικονομική αξία της παραχθείσας υδροηλεκτρικής ενέργειας υπολογιζόμενη με βάση την καθαρή εξερχόμενη ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από τον παραχωρησιούχο κατά το οικείο φορολογικό έτος διά της χρήσεως και εκμεταλλεύσεως των δημοσίων υδάτινων πόρων.

    5.   Ο ετήσιος συντελεστής του τέλους είναι 22 % της αξίας της βάσεως υπολογισμού, ενώ το συνολικό ποσό υπολογίζεται με εφαρμογή του συντελεστή επί της βάσεως υπολογισμού.

    […]

    8.   Αρμόδιο όργανο για τη διαχείριση και την είσπραξη του τέλους είναι ο αντίστοιχος Οργανισμός Λεκάνης Απορροής Ποταμού ή η φορολογική αρχή σε περίπτωση σχετικής συμφωνίας με τον εκάστοτε Οργανισμό.

    […]»

    5. Το βασιλικό διάταγμα 198/2015

    14.

    Το προοίμιο του Real Decreto 198/2015, de 23 de marzo, por el que se desarrolla el artículo 112 bis del texto refundido de la Ley de Aguas y se regula el canon por utilización de las aguas continentales para la producción de energía eléctrica en las demarcaciones intercomunitarias ( 7 ) (βασιλικού διατάγματος 198/2015, της 23ης Μαρτίου 2015, για την εφαρμογή του άρθρου 112bis του κωδικοποιημένου κειμένου του νόμου περί των υδάτων και τη ρύθμιση του τέλους χρήσεως εσωτερικών υδάτων για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας σε περιοχές διακοινοτικών λεκανών) ορίζει τα εξής:

    «[…] Το παρόν διάταγμα εκδίδεται δυνάμει της δεύτερης και της τρίτης ακροτελεύτιας διατάξεως του νόμου 15/2012 της 27ης Δεκεμβρίου. Αφενός, η δεύτερη ακροτελεύτια διάταξη ορίζει ότι η νομική βάση των ασκούμενων αρμοδιοτήτων είναι το άρθρο 149.1.22.a, του ισπανικού Συντάγματος, με το οποίο απονέμονται στο κράτος οι σχετικές με τη νομοθέτηση, ρύθμιση και χορήγηση αδειών χρήσεως αρμοδιότητες για τους υδάτινους πόρους και τις χρήσεις τους όταν αυτοί διασχίζουν περισσότερες από μία αυτόνομες κοινότητες. Αφετέρου, η τρίτη ακροτελεύτια διάταξη παρέχει στην Κυβέρνηση τη δυνατότητα, εντός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων της, να θεσπίζει τις αναγκαίες κανονιστικές διατάξεις για την υλοποίηση και την εφαρμογή του παρόντος νόμου. […]»

    15.

    Το άρθρο 1 του βασιλικού διατάγματος 198/2015, το οποίο επιγράφεται «Τέλος χρήσεως εσωτερικών υδάτων για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και πεδίο εφαρμογής», ορίζει τα εξής:

    «Η χρήση και εκμετάλλευση των αγαθών που αποτελούν κοινόχρηστους υδάτινους πόρους και μνημονεύονται στο άρθρο 2, παράγραφος a, του αναθεωρημένου κειμένου του νόμου περί των υδάτων, για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, μετρούμενης σύμφωνα με την ικανότητα διανομής ενέργειας της εγκαταστάσεως, υπόκεινται σε φορολογική επιβάρυνση η οποία αποκαλείται τέλος χρήσεως εσωτερικών υδάτων για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και προορίζεται για την προστασία και βελτίωση των κοινόχρηστων υδάτινων πόρων.

    Το τέλος αυτό αφορά μόνον τις διακοινοτικές λεκάνες.»

    16.

    Το άρθρο 12 του βασιλικού διατάγματος 198/2015, το οποίο επιγράφεται «Έσοδα από τα εισπραττόμενα τέλη», ορίζει τα εξής:

    «1.   Το ποσό των εισπραττόμενων εσόδων καταβάλλεται στον οργανισμό λεκάνης απορροής ποταμού δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 112bis του κωδικοποιημένου κειμένου του νόμου περί των υδάτων, όπως αυτό εγκρίθηκε με το βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 1/2001, της 20ής Ιουλίου. Για τον σκοπό αυτόν, λαμβάνονται υπόψη οι διατάξεις των άρθρων 59, στοιχείο d, 63, σημείο 3, και 67 του βασιλικού διατάγματος 927/1988, της 29ης Ιουλίου, με το οποίο εγκρίθηκε το καταστατικό λειτουργίας της Αρχής Δημοσίων Υδάτων.

    […]

    3.   Ποσοστό 2 % των καθαρών εισπραττομένων εσόδων θεωρείται ότι αποτελεί έσοδο του οργανισμού της λεκάνης απορροής.

    4.   Ποσοστό 98 % του ποσού των καθαρών εισπραττομένων εσόδων αποδίδεται στο Δημόσιο Ταμείο. Ο γενικός κρατικός προϋπολογισμός κατανέμει ποσό τουλάχιστον ίσο προς το ανωτέρω ποσό σε δράσεις για την προστασία και βελτίωση των κοινόχρηστων υδάτινων πόρων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 14. Προς τούτο, τα επενδυτικά έργα που εγγυώνται την προστασία και βελτίωση των κοινόχρηστων υδάτινων πόρων καθορίζονται ετησίως στους νόμους περί του γενικού κρατικού προϋπολογισμού.

    […]»

    17.

    Το άρθρο 13, του εν λόγω βασιλικού διατάγματος, το οποίο επιγράφεται «Εγγύηση της προστασίας των δημόσιων πόρων», ορίζει τα εξής:

    «Προκειμένου να διασφαλιστεί η συμμόρφωση προς τους περιβαλλοντικούς στόχους που θέτει η οδηγία-πλαίσιο για τα ύδατα και προβλέπονται από τα άρθρα 98 επ. του κωδικοποιημένου κειμένου του νόμου περί των υδάτων και σύμφωνα με την αρχή της ανακτήσεως του κόστους που διατυπώνεται στο άρθρο 111bis του κωδικοποιημένου κειμένου του νόμου περί των υδάτων, ο γενικός κρατικός προϋπολογισμός κατανέμει ποσό τουλάχιστον ίσο με αυτό που προβλέπεται από το τμήμα 4 του άρθρου 12, παράγραφος 4, ανωτέρω, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 14, σε δράσεις σχετικές με την προστασία και βελτίωση των κοινόχρηστων υδάτινων πόρων και των υδάτινων όγκων που επηρεάζονται από τις υδροηλεκτρικές εγκαταστάσεις.»

    II. Τα πραγματικά περιστατικά

    18.

    Οι προσφεύγουσες των κύριων δικών άσκησαν προσφυγές ενώπιον του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Ισπανία) ζητώντας την ακύρωση του βασιλικού διατάγματος 198/2015, το οποίο εφαρμόζει το άρθρο 112bis του αναδιατυπωμένου κειμένου του νόμου περί των υδάτων. Με τις προσφυγές τους, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν το κύρος του άρθρου 29 του νόμου 15/2012, με το οποίο προστέθηκε το άρθρο 112bis στο βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 1/2001.

    III. Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως και η διαδικασία ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου

    19.

    Το αιτούν δικαστήριο έχει αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα αυτών των νομοθετικών μέτρων, πρώτον, με την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» που διατυπώνεται στο άρθρο 191, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, όπως αυτή εκφράζεται στην οδηγία 2000/60, δεύτερον, με την αρχή της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων που διατυπώνεται στο άρθρο 3 της οδηγίας 2009/72 και, τρίτον, με την απαγόρευση των κρατικών ενισχύσεων που προβλέπεται στο άρθρο 107 ΣΛΕΕ ( 8 ).

    20.

    Όσον αφορά το συμβατό της επιβαρύνσεως αυτής με την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει», το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι, παρά το γεγονός ότι το προοίμιο του νόμου περί φορολογήσεως της ενέργειας δικαιολογεί την επιβολή της επιβαρύνσεως αυτής για περιβαλλοντικούς λόγους, ήτοι για την προστασία και βελτίωση των κοινόχρηστων υδάτινων πόρων, η ίδια η δομή της επιβαρύνσεως αυτής φαίνεται να δείχνει ότι, στην πραγματικότητα, επιδιώκεται ένας αμιγώς οικονομικός σκοπός, ο οποίος συνίσταται στην κάλυψη του χρηματοοικονομικού ελλείμματος του ηλεκτρικού δικτύου. Επιπλέον, κατά το αιτούν δικαστήριο, ο σκοπός αυτός φαίνεται να επιδιώκεται κατά μη συνεκτικό και μη συνεπή τρόπο. Πρώτον, η επιβάρυνση αυτή συνδέεται με την αξία της παραχθείσας ενέργειας, η οποία υπολογίζεται βάσει των εσόδων από τη διοχέτευση ενέργειας στο ηλεκτρικό δίκτυο και όχι βάσει της ποσότητας των χρησιμοποιηθέντων υδάτων. Δεύτερον, ο συντελεστής της επιβαρύνσεως αυτής είναι 22 %, ενώ ο συντελεστής για την κατοχή, τη χρήση και την εκμετάλλευση άλλων φυσικών υδάτινων ρευμάτων είναι μόνον 5 %. Τρίτον, το 98 % των εισπραττόμενων εσόδων καταβάλλεται στο ισπανικό δημόσιο ταμείο και, ως εκ τούτου, αποτελεί πρόσθετο έσοδο για το σύστημα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Μολονότι το βασιλικό διάταγμα ορίζει ότι ποσό ίσο με το 98 % των εσόδων που εισπράττονται μέσω του εν λόγω τέλους κατευθύνεται από τον κρατικό προϋπολογισμό σε δράσεις σχετικές με την προστασία και βελτίωση των κοινόχρηστων υδάτινων πόρων, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η δέσμευση αυτή δεν τηρήθηκε στον κρατικό προϋπολογισμό του 2016, όπου το σύνολο των εσόδων από τη συγκεκριμένη επιβάρυνση κατευθύνθηκε στη χρηματοδότηση του ελλείμματος του συστήματος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Επομένως, αντιθέτως προς τις απαιτήσεις του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/60, στο πλαίσιο της συγκεκριμένης επιβαρύνσεως ουδόλως ελήφθη υπόψη η αρχή της ανακτήσεως του κόστους των υπηρεσιών ύδατος.

    21.

    Όσον αφορά τη συμβατότητα της επιβαρύνσεως με την αρχή της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων που διατυπώνεται στο άρθρο 3 της οδηγίας 2009/72, το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι το τέλος χρήσεως εσωτερικών υδάτων έχει εφαρμογή μόνο στους παραγωγούς υδροηλεκτρικής ενέργειας, ενώ απαλλάσσονται από την καταβολή του οι παραγωγοί ενέργειας που χρησιμοποιούν διαφορετικές τεχνολογικές μεθόδους. Εξάλλου, βαρύνει αποκλειστικά τους παραγωγούς που έχουν παραχωρήσεις για τη χρήση διακοινοτικών και όχι ενδοκοινοτικών λεκανών απορροής ποταμού.

    22.

    Όσον αφορά την κρατική ενίσχυση, το αιτούν δικαστήριο τονίζει ότι, λόγω του μη συμμετρικού χαρακτήρα της εν λόγω επιβαρύνσεως, η επιβαλλόμενη από αυτήν διαφορετική μεταχείριση θα μπορούσε να συνιστά κρατική ενίσχυση υπέρ των προσώπων που δεν υπόκεινται στη συγκεκριμένη επιβάρυνση.

    23.

    Σε αυτό το πλαίσιο, το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε στις υποθέσεις C‑105/18 έως C‑108/18 και C‑110/18 έως C‑113/18 να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να θέσει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)

    Έχουν η περιβαλλοντική αρχή “ο ρυπαίνων πληρώνει”, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 191, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/60, με τo οποίo θεσπίζεται η αρχή της ανακτήσεως του κόστους για τις υπηρεσίες ύδατος, καθώς και η ορθή οικονομική στάθμιση των χρήσεων ύδατος, την έννοια ότι αντίκειται σε αυτά η θέσπιση τέλους χρήσεως εσωτερικών υδάτων για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, όπως το επίμαχο στις κύριες δίκες, το οποίο δεν προάγει την αποτελεσματική χρήση των υδάτων ούτε θεσπίζει μηχανισμούς για τη διατήρηση και προστασία των κοινόχρηστων υδάτινων πόρων, ο δε καθορισμός του ουδόλως εξαρτάται από την ικανότητα προκλήσεως βλάβης στους κοινόχρηστους υδάτινους πόρους, ενώ αντιθέτως εστιάζει αποκλειστικώς στην ικανότητα παραγωγής εσόδων των παραγωγών;

    2)

    Συνάδει με την αρχή της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων μεταξύ των επιχειρηματικών φορέων, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/72, η επιβολή τέλους όπως το τέλος υδάτων που αποτελεί αντικείμενο της κύριας δίκης, το οποίο βαρύνει αποκλειστικώς τους παραγωγούς υδροηλεκτρικής ενέργειας που δραστηριοποιούνται σε διακοινοτικές λεκάνες απορροής ποταμού και όχι εκείνους που έχουν παραχωρήσεις για την εκμετάλλευση ενδοκοινοτικών λεκανών απορροής ποταμού, καθώς και τους παραγωγούς υδροηλεκτρικής ενέργειας και όχι τους παραγωγούς ενέργειας με χρήση άλλων τεχνολογιών;

    3)

    Έχει το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ την έννοια ότι συνιστά απαγορευμένη κρατική ενίσχυση η επιβολή τέλους υδάτων όπως το επίμαχο εις βάρος των παραγωγών υδροηλεκτρικής ενέργειας που δραστηριοποιούνται σε διακοινοτικές λεκάνες απορροής ποταμού, κατά το μέτρο που εισάγει καθεστώς ασύμμετρης επιβαρύνσεως στο πλαίσιο χρήσεως της ίδιας τεχνολογίας, ανάλογα με τον τόπο στον οποίο ευρίσκεται ο σταθμός ηλεκτροπαραγωγής, καθώς και κατά το μέτρο που δεν επιβάλλεται στους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας προερχόμενης από άλλες πηγές;»

    24.

    Στην υπόθεση C‑109/18, τα δύο πρώτα προδικαστικά ερωτήματα είναι, στην ουσία, πανομοιότυπα με τα δύο πρώτα προδικαστικά ερωτήματα στις υποθέσεις που μνημονεύονται στο προηγούμενο σημείο των παρουσών προτάσεων. Πάντως, το τρίτο προδικαστικό ερώτημα έχει ως εξής:

    «3)

    Έχει το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, την έννοια ότι συνιστά απαγορευμένη κρατική ενίσχυση το γεγονός ότι δεν υπόκεινται στο τέλος υδάτων οι εγκαταστάσεις παραγωγής υδροηλεκτρικής ενέργειας που λειτουργούν σε ενδοκοινοτικές λεκάνες απορροής ποταμού, ούτε εξάλλου οι λοιπές [συνεπαγόμενες ανάλωση] χρήσεις των υδάτων, καθόσον το τέλος βαρύνει αποκλειστικώς τη χρήση για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας;»

    25.

    Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν η Asociación Española de la Industria Eléctrica (UNESA), η Corporación Acciona Hidráulica (Acciona) SLU, η Associació de Productors i Usuaris d’Energia Elèctrica, η Endesa Generación SA, η Asociación de Empresas de Energías Renovables (APPA), η Iberdrola Generación SAU, η Ισπανική και η Γερμανική Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Εξαιρουμένης της Γερμανικής Κυβερνήσεως, όλοι οι ως άνω μετέχοντες στην προδικαστική διαδικασία ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 28ης Φεβρουαρίου 2018.

    IV. Ανάλυση

    Α.   Επί του πρώτου ερωτήματος: η αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει»

    26.

    Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν, αφενός, η περιβαλλοντική αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει», η οποία διατυπώνεται στο άρθρο 191, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, και, αφετέρου, το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/60, το οποίο διατυπώνει την αρχή της ανακτήσεως του κόστους για τις υπηρεσίες ύδατος και για την κατάλληλη οικονομική στάθμιση των χρήσεων των υδάτων, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι απαγορεύουν την επιβολή τέλους χρήσεως εσωτερικών υδάτων για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, όπως το επίμαχο στις κύριες δίκες.

    27.

    Πριν εξεταστεί το αν κάποια από τις δύο αυτές διατάξεις απαγορεύει την επιβολή αυτής της επιβαρύνσεως, επιβάλλεται να εξακριβωθεί αν μπορεί να γίνει επίκληση οποιασδήποτε από τις διατάξεις αυτές ενώπιον εθνικού δικαστηρίου.

    28.

    Όσον αφορά το άρθρο 191, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, εφόσον η διάταξη αυτή, η οποία διατυπώνει την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει», αφορά δράσεις σε επίπεδο Ένωσης, οι ιδιώτες δεν μπορούν να την επικαλεστούν προκειμένου να αποκλείσουν την εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας ( 9 ).

    29.

    Είναι αληθές ότι οι ιδιώτες αυτοί μπορούν να επικαλεστούν διάταξη που εφαρμόζει την εν λόγω αρχή σε συγκεκριμένο τομέα, υπό την προϋπόθεση ότι, με τη σειρά της, η διάταξη αυτή μπορεί όντως να θεωρηθεί διάταξη έχουσα άμεσο αποτέλεσμα ( 10 ). Ωστόσο, μολονότι το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/60 υλοποιεί την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» στον τομέα της διαχειρίσεως των υδάτων, η απευθείας επίκληση του εν λόγω άρθρου ενώπιον εθνικού δικαστηρίου δεν είναι δυνατή, καθόσον, για λόγους που θα εξηγήσω διά βραχέων, θεωρώ ότι η συγκεκριμένη διάταξη δεν έχει άμεσο αποτέλεσμα. Πράγματι, μολονότι το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/60 όντως απαιτεί, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, από τα κράτη μέλη να λαμβάνουν υπόψη την αρχή της ανακτήσεως του κόστους για τις υπηρεσίες ύδατος, συμπεριλαμβανομένων του περιβαλλοντικού κόστους και του κόστους σε επίπεδο πόρων, σύμφωνα, ιδίως, με την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» ( 11 ), η υποχρέωση αυτή δεν συνεπάγεται την παροχή σε αυτούς συγκεκριμένης προστασίας ή συγκεκριμένου δικαιώματος.

    30.

    Τούτο προκύπτει από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 9, παράγραφος 1, από το οποίο λείπουν η σαφήνεια, η ακρίβεια και ο ανεπιφύλακτος χαρακτήρας που απαιτούνται προκειμένου να θεωρηθεί ότι μια διάταξη έχει άμεσο αποτέλεσμα. Έτσι, το πρώτο εδάφιο του άρθρου 9, παράγραφος 1, προβλέπει απλώς ότι τα κράτη μέλη «λαμβάνουν υπόψη» την αρχή της ανακτήσεως του κόστους για τις υπηρεσίες ύδατος, χωρίς να διευκρινίζει με ποιον ακριβώς τρόπο πρέπει να συμβαίνει αυτό.

    31.

    Είναι αληθές ότι με το δεύτερο εδάφιο επιβάλλονται συγκεκριμένες υποχρεώσεις στα κράτη μέλη για την επίτευξη ορισμένων στόχων μέχρι το 2010. Πάλι, ωστόσο, η διατύπωση που χρησιμοποιείται ακόμη και στο πλαίσιο αυτό («[μ]έχρι το 2010, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι πολιτικές τιμολόγησης του ύδατος παρέχουν κατάλληλα κίνητρα στους χρήστες για να χρησιμοποιούν αποτελεσματικά τους υδάτινους πόρους, […]») δεν χαρακτηρίζεται από την απαιτούμενη ακρίβεια προκειμένου μια διάταξη να έχει άμεσο αποτέλεσμα ( 12 ). Δημιουργείται το εύλογο ερώτημα πώς θα μπορούσε να κρίνει ο εθνικός δικαστής με βάση τις συμβατικές νομικές αρχές, στο πλαίσιο υποθέσεως την οποία ήγειρε μεμονωμένος ιδιώτης με αντικείμενο ένα συγκεκριμένη φορολογική επιβάρυνση, αν το κράτος μέλος παρέσχε τα «κατάλληλα» κίνητρα στους χρήστες για την «αποτελεσματική» χρήση των υδάτινων πόρων;

    32.

    Η συμμόρφωση προς την προβλεπόμενη από το άρθρο 9, παράγραφος 1, υποχρέωση μπορεί να εξακριβωθεί μόνον αν ληφθούν υπόψη όλοι οι κανόνες που διέπουν τη διαμόρφωση των τιμών σχετικά με τα ύδατα. Πράγματι, το άρθρο 9, παράγραφος 1, ουδόλως ορίζει ότι κάθε φόρος ή τέλος υδάτων πρέπει να είναι ανάλογος με τη χρήση των υδάτων, αλλά, αντιθέτως, προβλέπει ότι τα κράτη μέλη οφείλουν γενικώς να εξασφαλίζουν την παροχή κατάλληλων κινήτρων μέσω της τιμολογιακής πολιτικής τους σχετικά με τα ύδατα. Προκειμένου να διαπιστωθεί αν ένα κράτος μέλος συμμορφώθηκε με το συγκεκριμένο άρθρο θα πρέπει να ληφθούν υπόψη όλοι οι φόροι και τα τέλη που βαρύνουν τους χρήστες ύδατος και όχι μόνον η επίμαχη επιβάρυνση σε μια συγκεκριμένη περίπτωση.

    33.

    Συνεπώς, η απάντηση που προτείνω να δοθεί στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα είναι ότι ούτε το άρθρο 191, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ ούτε το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/60 έχουν άμεσο αποτέλεσμα και, ως εκ τούτου, οι ιδιώτες δεν δύνανται να επικαλεστούν απευθείας καμία από αυτές τις διατάξεις ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων προκειμένου να αμφισβητήσουν το συγκεκριμένο τέλος χρήσεως εσωτερικών υδάτων για την παραγωγή ενέργειας.

    Β.   Επί του δευτέρου ερωτήματος: το ζήτημα της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων

    34.

    Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν τέλος, όπως το επίμαχο στις κύριες δίκες, το οποίο επιβάλλεται σε επιχειρήσεις που έχουν παραχωρήσεις για τη χρήση διακοινοτικών λεκανών για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά όχι σε οικονομικούς φορείς που έχουν παραχωρήσεις για τη χρήση ενδοκοινοτικών λεκανών ούτε σε παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας που χρησιμοποιούν άλλες τεχνολογικές μεθόδους, είναι συμβατό με την αρχή της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων που διατυπώνεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/72/ΕΚ.

    35.

    Όπως εξήγησα με τις προτάσεις μου στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑80/18 έως C‑83/18, UNESA κ.λπ. κατά Administración General del Estado, οι οποίες επίσης αναπτύχθηκαν σήμερα, είμαι της γνώμης ότι, παρά το γενικόλογο του γράμματος της προαναφερθείσας διατάξεως, το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2009/72 περιορίζεται στην παραγωγή, μεταφορά, διανομή και προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας. Τούτο διότι, πρώτον, ο όρος «παραγωγή» πρέπει να νοηθεί, όπως συνάγεται από τα άρθρα 7 και 8 της οδηγίας 2009/72, υπό την έννοια ότι παραπέμπει μόνο στην κατασκευή νέων εγκαταστάσεων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και, δεύτερον, η εν λόγω οδηγία εκδόθηκε με βάση μόνο το άρθρο 95 ΕΚ (νυν άρθρο 114 ΣΛΕΕ), η παράγραφος 2 του οποίου ορίζει ότι το άρθρο αυτό δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη θέσπιση φορολογικών μέτρων της Ένωσης.

    36.

    Επιπλέον, το ζήτημα της φορολογικής εναρμονίσεως έχει ορισμένη σημασία. Πράγματι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η γενική αρχή της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων (υπό την ειδική έννοια του όρου αυτού στο δίκαιο της Ένωσης) εφαρμόζεται μόνο στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης ( 13 ). Κατά συνέπεια, αν η οδηγία πρέπει να νοηθεί υπό την έννοια ότι καθιστά τη συγκεκριμένη αρχή εφαρμοστέα στους φόρους που επιβάλλονται στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, τότε θα πρέπει να θωρηθεί ότι συνιστά μέτρο εναρμονίσεως.

    37.

    Στο σημείο αυτό, πρέπει να σημειωθεί ότι, εφόσον η Ένωση δεν διαθέτει κατά το άρθρο 114 ΣΛΕΕ την αρμοδιότητα για τη λήψη τέτοιου είδους μέτρων, αν το άρθρο 3, παράγραφος 1, είχε εφαρμογή σε εθνικό φορολογικό μέτρο, τότε το άρθρο αυτό, εξ ορισμού, θα στερούνταν νομιμότητας. Συνεπώς, η διάταξη αυτή θα πρέπει να ερμηνευθεί κατά τρόπο πιο συσταλτικό από αυτόν που το γενικόλογο του γράμματός της ίσως υποδεικνύει. Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η συγκεκριμένη οδηγία δεν επιβάλλει την εφαρμογή της ευρωπαϊκής αρχής της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων σε εθνικά φορολογικά μέτρα. Οποιοδήποτε άλλο συμπέρασμα θα απαιτούσε, κατά την άποψή μου, ότι η οδηγία έπρεπε να είχε ως νομική βάση το άρθρο 115 ΣΛΕΕ και, επομένως, θα έπρεπε να έχει εκδοθεί από το Συμβούλιο με ομοφωνία.

    38.

    Υπ’ αυτές τις περιστάσεις, οφείλω να συναγάγω ότι το εθνικό φορολογικό μέτρο δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2009/72.

    1. Επικουρικώς, το ζήτημα της δυσμενούς διακρίσεως

    39.

    Στην περίπτωση όμως που το Δικαστήριο δεν συμφωνήσει με την ερμηνεία αυτή και συναγάγει ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, έχει όντως εφαρμογή σε φορολογικά μέτρα, θα προτείνω στη συνέχεια να εξεταστεί επικουρικώς το ζήτημα αν η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται στην επιβολή επιβαρύνσεως όπως η επίμαχη στις κύριες δίκες. Κατά συνέπεια, στο υπόλοιπο των παρουσών προτάσεων λαμβάνεται ως σημείο αφετηρίας η παραδοχή –αντιθέτως προς την προσωπική μου άποψη– ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/72 όντως έχει εφαρμογή σε τέτοιου είδους φορολογικά μέτρα.

    40.

    Συναφώς, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι στο πλαίσιο των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως το Δικαστήριο δεν έχει την αρμοδιότητα ούτε να εφαρμόσει τις Συνθήκες ή πράξεις της Ένωσης σε συγκεκριμένη υπόθεση ούτε να αποφανθεί επί του κύρους ή της ερμηνείας διατάξεως της εθνικής νομοθεσίας, όπως θα μπορούσε να πράξει δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ. Τελικά, στο εθνικό δικαστήριο, το οποίο είναι το μόνο αρμόδιο να καθορίσει τα επίμαχα στην υπόθεση της κύριας δίκης πραγματικά περιστατικά και να ερμηνεύσει την εθνική νομοθεσία, εναπόκειται να αποφανθεί επί του κύρους του επίμαχου εθνικού μέτρου. Ωστόσο, στην προδικαστική διαδικασία, το Δικαστήριο, το οποίο καλείται να δώσει στον εθνικό δικαστή χρήσιμες απαντήσεις, είναι αρμόδιο να παράσχει, με βάση τη δικογραφία της κύριας δίκης και τις γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις που του υποβλήθηκαν, στοιχεία που θα δώσουν στον εθνικό δικαστή τη δυνατότητα να αποφανθεί ( 14 ).

    41.

    Όπως το Δικαστήριο έχει κρίνει όσον αφορά προγενέστερη οδηγία σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας ( 15 ), οι διατάξεις της οδηγίας εκείνης που αφορούν την αρχή της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων «αποτελούν ειδικότερη έκφραση της γενικής αρχής της ισότητας» ( 16 ). Συνεπώς, η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τη γενική αρχή της ίσης μεταχειρίσεως πρέπει, κατ’ αρχήν, να θεωρείται ότι ασκεί επιρροή για την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 1.

    42.

    Κατά την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, παρόμοιες καταστάσεις δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται με διαφορετικό τρόπο και διαφορετικές καταστάσεις δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο εκτός αν η μεταχείριση αυτή δικαιολογείται αντικειμενικά ( 17 ).

    α) Οι καταστάσεις που πρέπει να θεωρούνται συγκρίσιμες

    43.

    Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τα στοιχεία που διακρίνουν τις διαφορετικές μεταξύ τους καταστάσεις και το ζήτημα της συγκρισιμότητας μεταξύ των καταστάσεων αυτών πρέπει να εκτιμώνται και να αξιολογούνται υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης, ιδίως δε υπό το πρίσμα του αντικειμένου της νομοθετικής ρυθμίσεως που εισάγει την επίμαχη διάκριση και του επιδιωκόμενου σκοπού ( 18 ).

    44.

    Στην περίπτωση όμως κατά την οποία επίμαχη δεν είναι η γενική αρχή της ίσης μεταχειρίσεως αλλά διάταξη με την οποία συγκεκριμενοποιείται η εν λόγω αρχή, το ζήτημα της συγκρισιμότητας μεταξύ των δύο καταστάσεων δεν πρέπει να εξετάζεται υπό το πρίσμα του επιδιωκόμενου από την οικεία διάταξη σκοπού, αλλά, αντιθέτως, με γνώμονα το ουσιαστικό αντικείμενο και τα αποτελέσματα της επίμαχης εθνικής νομοθεσίας.

    45.

    Κατά την άποψή μου, η απάντηση στο ερώτημα αυτό εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο παραπέμπει στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως η διάταξη με την οποία συγκεκριμενοποιείται η εν λόγω αρχή. Αν η διάταξη αυτή ορίζει ρητώς ότι δύο συγκεκριμένες κατηγορίες προσώπων πρέπει να αντιμετωπίζονται με πανομοιότυπο τρόπο, τα εθνικά δικαστήρια θα πρέπει να θεωρούν τις καταστάσεις αυτές συγκρίσιμες ( 19 ). Αν, όμως, το δίκαιο της Ένωσης ορίζει απλώς ότι τα κράτη μέλη δεν πρέπει να διακρίνουν μεταξύ των προσώπων που ανήκουν σε συγκεκριμένη ομάδα, αυτά τα κράτη μέλη δεν είναι υποχρεωμένα να αντιμετωπίζουν όλα αυτά τα πρόσωπα ως ευρισκόμενα στην ίδια κατάσταση αλλά, αντιθέτως, πρέπει να διασφαλίζουν ότι, κατά την άσκηση της νομοθετικής τους εξουσίας, δεν θα δημιουργήσουν αυθαίρετες διακρίσεις και, επιπλέον, ότι θα διαφυλαχθεί η ουσία της αρχής της ισότητας ( 20 ).

    46.

    Εν προκειμένω, εφόσον το άρθρο 3, παράγραφος 1, δεν ορίζει ότι όλοι οι παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας πρέπει να τυγχάνουν της ίδιας μεταχειρίσεως, αλλά αντιθέτως ότι «[τ]α κράτη μέλη […] δεν κάνουν διακρίσεις μεταξύ των […] επιχειρήσεων [ηλεκτρικής ενέργειας] όσον αφορά τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις τους», η συγκρισιμότητα των καταστάσεων θα πρέπει πράγματι να εξακριβωθεί με γνώμονα το αντικείμενο της εθνικής νομοθεσίας και τον επιδιωκόμενο σκοπό.

    47.

    Το προοίμιο του νόμου 15/2012 αναφέρει ότι το τέλος χρήσεως εσωτερικών υδάτων αποβλέπει στην επίτευξη δύο σκοπών, δηλαδή:

    στη διεύρυνση του πεδίου ενός ήδη υφιστάμενου τέλους που προβλέπεται από το άρθρο 112 του νόμου περί των υδάτων, το οποίο καταβάλλεται για τη χρήση και εκμετάλλευση ορισμένων τμημάτων των κοινόχρηστων υδάτινων πόρων, δεδομένου ότι η χρήση εσωτερικών υδάτων δεν υπέκειτο προηγουμένως σε αυτό το τέλος·

    στην ενίσχυση της προστασίας των κοινόχρηστων υδάτων διά της εισπράξεως οικονομικών πόρων από τα πρόσωπα που αποκτούν όφελος από την ιδιωτική ή ειδική τους χρήση και στη μετακύλιση «του κόστους των σχετικών με τη διαχείριση των υδάτων υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων του περιβαλλοντικού κόστους και του κόστους των πόρων, στους διάφορους τελικούς χρήστες».

    48.

    Όσον αφορά τον πρώτο σκοπό, δεδομένου ότι τόσο η βάση επιβολής όσο και ο συντελεστής της επιβαρύνσεως που προβλέπεται από το άρθρο 112 του νόμου περί των υδάτων διαφέρουν από αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 112bis του εν λόγω νόμου, είναι προφανές ότι ο πρώτος σκοπός που μνημονεύεται στο προοίμιο του εν λόγω νόμου δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ένας από αυτούς που πραγματικά επιδιώκει το συγκεκριμένο άρθρο. Κατά συνέπεια, ο σκοπός αυτός δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη για την εκτίμηση της συγκρισιμότητας των επίμαχων καταστάσεων.

    49.

    Όσον αφορά τον δεύτερο σκοπό, υπό το πρίσμα του σκοπού αυτού, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι όλοι οι χρήστες κοινόχρηστων υδάτων βρίσκονται στην ίδια κατάσταση. Πράγματι, μολονότι το προοίμιο του νόμου 15/2012 αναφέρει ότι το πεδίο της επιβαρύνσεως περιορίζεται στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, ο ειδικός σκοπός που επιδιώκεται με την εν λόγω επιβάρυνση, δηλαδή η ενίσχυση της προστασίας των κοινόχρηστων υδάτων διά της μετακυλίσεως, στον τελικό καταναλωτή, του κόστους των υπηρεσιών που σχετίζονται με τη διαχείριση των υδάτων, αφορά, στην πραγματικότητα, όλους τους χρήστες εσωτερικών υδάτων.

    50.

    Το αιτούν δικαστήριο εκφράζει σοβαρές αμφιβολίες ως προς το αν αυτός ο νομοθετικά δεδηλωμένος σκοπός είναι, όντως, γνήσιος. Εκθέτει ότι ο σκοπός του τέλους χρήσεως εσωτερικών υδάτων για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας θα μπορούσε να συνίσταται αποκλειστικά στην αύξηση των εσόδων στο οικονομικό σύστημα του τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας προκειμένου να αντισταθμιστεί το έλλειμμα λόγω των ισχυόντων τιμολογίων που απορρέει από τη διαφορά μεταξύ των εσόδων που οι ισπανικές εταιρίες ηλεκτρισμού λαμβάνουν από τους καταναλωτές και του κόστους της παροχής ηλεκτρικής ενέργειας το οποίο αναγνωρίζεται από εθνικές ρυθμίσεις, την απόδοση της οποίας διαφοράς εγγυάται το Ισπανικό Δημόσιο. Το αιτούν δικαστήριο έχει την άποψη αυτή για τους εξής λόγους:

    ο συντελεστής της επιβαρύνσεως είναι 22 % επί της αξίας της παραχθείσας ενέργειας, ενώ ο συντελεστής για την κατοχή, χρήση και εκμετάλλευση άλλων υδάτινων ρευμάτων είναι μόνον 5 %·

    η επίμαχη επιβάρυνση υπολογίζεται με βάση την αξία της παραχθείσας ηλεκτρικής ενέργειας και όχι την ποσότητα των χρησιμοποιηθέντων υδάτων·

    μολονότι το βασιλικό διάταγμα διευκρινίζει ότι ο κρατικός προϋπολογισμός προορίζει ποσό, το οποίο ισούται τουλάχιστον με το 98 % των εσόδων από την οικεία επιβάρυνση, για μέτρα προστασίας και βελτιώσεως των κοινόχρηστων υδάτινων πόρων, η συγκεκριμένη δέσμευση δεν τηρήθηκε στον κρατικό προϋπολογισμό του 2016, όπου το σύνολο των εσόδων από τη συγκεκριμένη φορολογική επιβάρυνση κατευθύνθηκε στην αντιστάθμιση του ελλείμματος στο σύστημα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.

    51.

    Οι προσφεύγουσες εξέφρασαν επίσης ανησυχίες όσον αφορά την πραγματική φύση του συγκεκριμένου σκοπού, καθόσον η εφαρμογή της εν λόγω επιβαρύνσεως έχει ως αποτέλεσμα τον διπλασιασμό της φορολογήσεως της υδροηλεκτρικής ενέργειας σε σχέση με άλλες πηγές ηλεκτρισμού, συμπεριλαμβανομένων αυτών που θεωρούνται περισσότερο ρυπογόνες.

    52.

    Είναι σχεδόν βέβαιο ότι πρωταρχικός σκοπός της συγκεκριμένης επιβαρύνσεως είναι η αύξηση των δημοσίων εσόδων που προέρχονται από τον τομέα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Θα μπορούσε, ωστόσο, να υποστηριχθεί ότι η παραγωγή υδροηλεκτρικής ενέργειας θέτει ορισμένα ειδικά ζητήματα όσον αφορά τη χρήση φυσικών πόρων, τα οποία μπορεί να δικαιολογούν μια κάποια διαφορετική μεταχείριση του συγκεκριμένου τομέα για φορολογικούς λόγους.

    53.

    Σε τελική ανάλυση, ο ειδικότερος σκοπός του τέλους εσωτερικών υδάτων δεν είναι εν γένει η προστασία του περιβάλλοντος, αλλά η ενίσχυση της προστασίας των κοινόχρηστων υδάτων και η μετακύλιση, σε διάφορους τελικούς καταναλωτές, του κόστους των υπηρεσιών σχετικά με τη διαχείριση των υδάτων ( 21 ). Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι ο συντελεστής του τέλους αυτού είναι υψηλότερος από εκείνον που έχει εφαρμογή όταν χρησιμοποιούνται άλλα φυσικά υδάτινα ρεύματα δεν αντίκειται, κατ’ ανάγκην, στον επιδιωκόμενο από την εθνική νομοθεσία σκοπό, δηλαδή στη μετακύλιση στους καταναλωτές του κόστους των υπηρεσιών ύδατος, καθόσον οι τελευταίες δεν επηρεάζονται κατά τον ίδιο τρόπο από όλους τους χρήστες ύδατος ( 22 ).

    54.

    Όσον δε αφορά τη δεύτερη περίσταση την οποία αναφέρει το αιτούν δικαστήριο, μολονότι η επιλογή αυτής της συγκεκριμένης φορολογητέας βάσεως μπορεί να φαίνεται ασυνήθιστη, πρέπει να υπομνησθεί ότι η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με χρήση υδροηλεκτρικής τεχνολογίας προϋποθέτει ορισμένη σχέση μεταξύ των χρησιμοποιούμενων υδάτων και της ποσότητας του παραγόμενου ηλεκτρισμού. Πράγματι, η ποσότητα αυτή καθορίζεται από τον όγκο ροής υδάτων και από την υψομετρική διαφορά μεταξύ των υδροστροβίλων του σταθμού παραγωγής ενέργειας και της επιφάνειας των υδάτων που συγκρατούνται από το φράγμα ( 23 ). Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι ως βάση υπολογισμού του τέλους λαμβάνεται η παραχθείσα ηλεκτρική ενέργεια –και όχι η ποσότητα των καταναλωθέντων υδάτων– δεν φαίνεται να αντίκειται, αυτό καθ’ εαυτό, στον σκοπό μετακυλίσεως, στους τελικούς καταναλωτές, του κόστους των υπηρεσιών διαχειρίσεως υδάτων.

    55.

    Όσον αφορά την τρίτη περίσταση που μνημονεύει το αιτούν δικαστήριο, δηλαδή την αιτίαση ότι ποσοστό 98 % των εσόδων από τη φορολόγηση των εσωτερικών υδάτων δεν κατευθύνθηκε σε μέτρα προστασίας και βελτιώσεως των κοινόχρηστων υδάτινων πόρων μέσω του προϋπολογισμού του 2016 ( 24 ), είναι αληθές ότι οι επιδιωκόμενοι από το τέλος σκοποί προστασίας των κοινόχρηστων υδάτων και μετακυλίσεως, σε διάφορους τελικούς καταναλωτές, του κόστους των υπηρεσιών σχετικά με τη διαχείριση των υδάτων δείχνουν ότι ένα, τουλάχιστον, τμήμα των εισπραχθέντων εσόδων, το οποίο αντιστοιχεί στο κόστος χρήσεως των υδάτων, διατέθηκε για τη συντήρηση και τη βελτίωση των σχετικών εγκαταστάσεων ( 25 ).

    56.

    Ωστόσο, η μη διάθεση κατ’ αυτόν τον τρόπο, το 2016, των εσόδων από το τέλος χρήσεως εσωτερικών υδάτων δεν αρκεί, αυτή καθ’ εαυτή, για να αποδείξει ότι το συγκεκριμένο τέλος δεν αποβλέπει στην επίτευξη του εν λόγω σκοπού. Πράγματι, ακόμη και αν αποδειχθούν οι περιστάσεις αυτές, όσο η τελευταία περίσταση περιορίζεται σε ένα μόνον έτος, είναι αδύνατον να εξακριβωθεί αν ο δεδηλωμένος σκοπός είναι πραγματικός ή αν το πρόβλημα περιορίζεται στον προϋπολογισμό του 2016.

    57.

    Όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η υδροηλεκτρική ενέργεια υπόκειται σε τελική φορολόγηση σημαντικά υψηλότερη από αυτή στην οποία υπόκειται η παραγόμενη από άλλες πηγές ηλεκτρική ενέργεια, συμπεριλαμβανομένων αυτών που θεωρούνται γενικώς ως πιο ρυπογόνες για το περιβάλλον, είναι αληθές ότι το γεγονός αυτό, αν είναι ακριβές, θέτει υπό αμφισβήτηση την ισπανική πολιτική προστασίας του περιβάλλοντος. Πάντως, θα πρέπει πάλι να υπενθυμιστεί ότι ο επιδιωκόμενος με το επίμαχο τέλος σκοπός δεν συνίσταται εν γένει στην προστασία του περιβάλλοντος, αλλά στην ενίσχυση της προστασίας των κοινόχρηστων υδάτων και στη μετακύλιση, σε διάφορους τελικούς καταναλωτές, του κόστους των υπηρεσιών σχετικά με τη διαχείριση των υδάτων. Το γεγονός ότι ο συντελεστής του τέλους είναι υψηλότερος για την υδροηλεκτρική ενέργεια από αυτόν που ισχύει για την παραγόμενη με άλλες μεθόδους ηλεκτρική ενέργεια, δεν αντίκειται στον προεκτεθέντα σκοπό.

    58.

    Επομένως, από τα επιχειρήματα που διατύπωσε το αιτούν δικαστήριο και προέβαλαν οι προσφεύγουσες δεν είναι προφανές ότι ο δεύτερος σκοπός που μνημονεύεται στο προοίμιο του νόμου δεν συνιστά γνήσιο νομοθετικό σκοπό. Πάντως, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να κρίνει αν ο σκοπός της επίμαχης στις κύριες δίκες νομοθεσίας συνδέεται πραγματικά με τον σκοπό ενισχύσεως της προστασίας των κοινόχρηστων υδάτων και μετακυλίσεως, σε διάφορους τελικούς καταναλωτές, του κόστους των υπηρεσιών σχετικά με τη διαχείριση των υδάτων.

    β) Ύπαρξη διαφορετικής μεταχειρίσεως

    59.

    Αν γίνει δεκτός ο εκτιθέμενος από την εθνική νομοθεσία σκοπός, θα πρέπει επίσης να γίνει δεκτό ότι όλοι οι χρήστες εσωτερικών υδάτων βρίσκονται στην ίδια κατάσταση, προκειμένου να διαπιστωθεί αν υπάρχει διαφορετική μεταχείριση. Επομένως, θεσπίζοντας ένα τέλος το οποίο καλύπτει μόνο τη χρήση εσωτερικών υδάτων για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, η νομοθεσία αυτή δημιουργεί διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των τελευταίων παραγωγών και των λοιπών χρηστών των εσωτερικών υδάτων.

    60.

    Αν επιβεβαιωθούν οι εκφρασθείσες από το αιτούν δικαστήριο αμφιβολίες σχετικά με τους επιδιωκόμενους από την εθνική νομοθεσία σκοπούς, η νομοθεσία αυτή θα εισάγει επίσης διαφορετική μεταχείριση, όχι όμως μεταξύ των προσώπων που χρησιμοποιούν ύδατα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και αυτών που τα χρησιμοποιούν για άλλους σκοπούς, αλλά μεταξύ των παραγωγών υδροηλεκτρικής ενέργειας και των λοιπών παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας. Πράγματι, αν ο σκοπός του τέλους χρήσεως εσωτερικών υδάτων συνίσταται στην αύξηση των εσόδων στο οικονομικό σύστημα στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, τότε θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι όλοι οι παραγωγοί ενέργειας βρίσκονται σε συγκρίσιμη κατάσταση, καθόσον το σχετικό έλλειμμα οφείλεται στη διαφορά μεταξύ των εσόδων που εισπράττουν από τους καταναλωτές οι ισπανικές εταιρίες ηλεκτρισμού και του κόστους παροχής ηλεκτρικής ενέργειας το οποίο αναγνωρίζουν οι εθνικές ρυθμίσεις.

    γ) Δικαιολόγηση

    61.

    Αν υπάρχει διαφορετική μεταχείριση μεταξύ δύο, κατά τα λοιπά, συγκρίσιμων καταστάσεων, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως δεν έχει παραβιασθεί στο μέτρο που η διαφορά αυτή είναι δεόντως δικαιολογημένη ( 26 ). Τούτο συμβαίνει, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, όταν η διαφορετική μεταχείριση δικαιολογείται από αντικειμενικό λόγο, είναι ανάλογη προς αυτόν τον λόγο και ο λόγος αυτός ελήφθη υπόψη από τον εθνικό νομοθέτη κατά τρόπο συνεπή ( 27 ).

    62.

    Εν προκειμένω, το εθνικό δικαστήριο και οι μετέχοντες στην προδικαστική διαδικασία αναφέρουν τρεις πιθανούς δικαιολογητικούς λόγους, ήτοι:

    την προστασία των φυσικών πόρων·

    την ανάγκη διασφαλίσεως ισοδύναμου επιπέδου φορολογήσεως μεταξύ των παραγωγών, όπου άλλες κατηγορίες παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας υπόκεινται σε άλλες φορολογικές επιβαρύνσεις· και

    στην κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ του Δημοσίου και των αυτόνομων κοινοτήτων στην Ισπανία.

    63.

    Όσον αφορά την προστασία των φυσικών πόρων, εφόσον οι συνέπειες που η παραγωγή υδροηλεκτρικής ενέργειας έχει στα εσωτερικά ύδατα αφορούν τη χρήση κοινόχρηστων περιβαλλοντικών πόρων, τη διαφύλαξη των οποίων επιθυμεί η Ισπανία, ο συγκεκριμένος σκοπός θα μπορούσε να δικαιολογήσει τη διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των παραγωγών υδροηλεκτρικής ενέργειας και των λοιπών χρηστών των κοινόχρηστων υδάτων ( 28 ), υπό την προϋπόθεση ότι η διαφορετική αυτή μεταχείριση συνδέεται κατά τρόπο ουσιαστικό και είναι ανάλογη με τις συγκεκριμένες συνέπειες που οι εν λόγω μέθοδοι έχουν στο περιβάλλον και ότι το κριτήριο αυτό ελήφθη υπόψη κατά συνεκτικό τρόπο. Μολονότι η εξακρίβωση και αξιολόγηση των ζητημάτων αυτών εναπόκειται, κατ’ ουσίαν, στο αιτούν δικαστήριο, αδυνατώ να διακρίνω με ποιον τρόπο ο σκοπός αυτός θα μπορούσε να δικαιολογήσει τη διαφορετική μεταχείριση των παραγωγών υδροηλεκτρικής ενέργειας ανάλογα με το αν η χορηγηθείσα σε αυτούς παραχώρηση αφορά ενδοκοινοτική ή διακοινοτική λεκάνη στις διάφορες αυτόνομες κοινότητες στην Ισπανία. Επομένως, η συγκεκριμένη διευκρίνιση δεν μπορεί να δικαιολογήσει την προαναφερθείσα διαφορετική μεταχείριση.

    64.

    Η ίδια συλλογιστική ισχύει για την ανάγκη διασφαλίσεως ενός, σε γενικές γραμμές, συγκρίσιμου επιπέδου φορολογήσεως μεταξύ των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας. Πράγματι, μολονότι ο σκοπός αυτός θα μπορούσε να θεωρηθεί θεμιτός, η επίτευξη του σκοπού αυτού θα μπορεί να θεωρηθεί συνεπής και αναλογική μόνον αν, προκειμένου να καθοριστεί το οφειλόμενο τέλος σύμφωνα με το άρθρο 112bis, λαμβάνεται υπόψη το ύψος των φορολογικών επιβαρύνσεων που πλήττουν, άμεσα ή έμμεσα, κάθε παραγωγό ηλεκτρικής ενέργειας, πράγμα το οποίο δεν φαίνεται να συμβαίνει. Πράγματι, δεν προκύπτει ότι ο υπολογισμός του βάσει του άρθρου 112bis οφειλόμενου τέλους συνδέεται κατά οποιονδήποτε τρόπο με τις φορολογικές επιβαρύνσεις που έχουν ήδη καταβάλει οι παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας, μολονότι, πάλι, η αξιολόγηση και εξακρίβωση του συγκεκριμένου ζητήματος εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο.

    65.

    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Ισπανική Κυβέρνηση υποστήριξε ότι η διαφορά αυτή μπορεί να εξηγηθεί από τη διαφορά ροής μεταξύ των υδάτινων ρευμάτων αναλόγως του αν αυτά διασχίζουν περισσότερες από μία αυτόνομες κοινότητες. Ωστόσο, δεν μπορώ παρά να σκεφτώ ότι η εξήγηση αυτή δεν είναι πολύ πειστική. Πέραν του γεγονότος ότι η ροή ενός υδάτινου ρεύματος εξαρτάται από παράγοντες άλλους από το μήκος του, ουδεμία διάταξη στο προοίμιο του βασιλικού διατάγματος 198/2015, με το οποίο εισήχθη η εν λόγω διάκριση, αναφέρει αυτόν τον δικαιολογητικό λόγο.

    66.

    Τέλος, όσον αφορά την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ του Δημοσίου και των αυτόνομων κοινοτήτων στην Ισπανία, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι ο σκοπός αυτός συνιστά αντικειμενικό δικαιολογητικό λόγο, οι διάδικοι των κύριων δικών διαφωνούν ως προς το αν το ισπανικό Σύνταγμα αναγνωρίζει την εξουσία θεσπίσεως ενός τέλους ή καθορισμού του ύψους του οφειλόμενου τέλους για τη χρήση ενδοκοινοτικών λεκανών σε κάθε αυτόνομη κοινότητα ( 29 ). Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, κατά το άρθρο 149, παράγραφος 2, σημείο 14, του Συντάγματος, το Δημόσιο έχει καθολική αρμοδιότητα επί των φορολογικών ζητημάτων, ενώ η Ισπανική Κυβέρνηση διατείνεται ότι από a contrario ερμηνεία του άρθρου 149, παράγραφος 1, σημείο 22, του Συντάγματος δύναται να συναχθεί ότι το Δημόσιο είναι αναρμόδιο να θεσπίζει φόρους ή τέλη ( 30 ) για την ιδιωτική χρήση εσωτερικών υδάτων που ρέουν στο έδαφος μόνον μιας αυτόνομης κοινότητας.

    67.

    Συναφώς, επισημαίνω ότι, πρώτον, από τον αποκλειστικό χαρακτήρα της αρμοδιότητας του κράτους να οργανώνει και να χορηγεί παραχωρήσεις που αφορούν μόνον διακοινοτικές λεκάνες δεν μπορεί να συναχθεί λογικά ότι το κράτος αυτό δεν έχει την αρμοδιότητα να φορολογεί την παραγόμενη από ενδοκοινοτικές λεκάνες ηλεκτρική ενέργεια, δεδομένου ότι η αρμοδιότητα αυτή μπορεί να ασκείται από κοινού. Δεύτερον, από την ανάγνωση της «πρώτης συμπληρωματικής διατάξεως» που περιλαμβάνεται στον νόμο 15/2012 φαίνεται ότι ο εθνικός νομοθέτης θεωρούσε αρχικά ότι είχε την εξουσία οικειοποιήσεως των φορολογικών αρμοδιοτήτων των αυτόνομων κοινοτήτων.

    68.

    Πρέπει, πάντως, να υπενθυμιστεί ότι, όταν το Δικαστήριο επιλαμβάνεται αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, το έργο του είναι να διαφωτίσει το εθνικό δικαστήριο σχετικά με την έκταση εφαρμογής των κανόνων του δικαίου της Ένωσης, προκειμένου να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο τη δυνατότητα να εφαρμόσει ορθώς τους εν λόγω κανόνες στα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως που εκκρεμεί ενώπιόν του, και όχι να εφαρμόσει το ίδιο τους κανόνες αυτούς, κατά μείζονα λόγο επειδή το Δικαστήριο δεν διαθέτει κατ’ ανάγκην όλα τα απαραίτητα προς τούτο στοιχεία ( 31 ). Συνεπώς, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει αν το ισπανικό Σύνταγμα πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το κράτος δεν είχε την εξουσία να επιβάλει το επίμαχο τέλος στις ενδοκοινοτικές λεκάνες.

    69.

    Αν επιβεβαιωθούν οι εκφρασθείσες από το αιτούν δικαστήριο αμφιβολίες σχετικά με την ειλικρίνεια του επιδιωκόμενου με την εθνική νομοθεσία σκοπού, τότε, ενώ γίνεται δεκτό το γεγονός ότι η παραγωγή υδροηλεκτρικής ενέργειας εγείρει διαφορετικά ζητήματα σε σχέση με τις λοιπές μορφές παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας λόγω της χρήσεως των εμπλεκόμενων σε αυτήν φυσικών πόρων, τούτο δεν αναιρεί το γεγονός ότι η προφανώς άνιση, από φορολογικής απόψεως, μεταχείριση των παραγωγών διαφόρων ειδών ηλεκτρικής ενέργειας είναι πιθανό να συνιστά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων. Ως εκ τούτου, ουδεμία αμφιβολία χωρεί ως προς το ότι η διαφορετική αυτή φορολογική μεταχείριση των παραγωγών διαφόρων ειδών ηλεκτρικής ενέργειας πρέπει να δικαιολογηθεί αντικειμενικά. Τούτο ακόμη περισσότερο, αν ληφθεί υπόψη η σημαντικά μεγάλη διαφοροποίηση της φορολογικής μεταχειρίσεως των παραγωγών υδροηλεκτρικής ενέργειας έναντι των λοιπών παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας ( 32 ).

    70.

    Επομένως, συνοψίζοντας το συγκεκριμένο ζήτημα, εφόσον φρονώ ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, δεν έχει εφαρμογή σε εθνικά φορολογικά μέτρα, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα την απάντηση ότι η αρχή της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων μεταξύ των οικονομικών φορέων που μνημονεύονται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/72 δεν έχει εφαρμογή σε επιβάρυνση όπως η επίμαχη στις κύριες δίκες, η οποία πλήττει επιχειρήσεις που έχουν παραχωρήσεις για τη χρήση διακοινοτικών λεκανών για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά όχι επιχειρήσεις που έχουν παραχωρήσεις για τη χρήση ενδοκοινοτικών λεκανών για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας ούτε παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας που χρησιμοποιούν άλλες τεχνολογικές μεθόδους.

    71.

    Στην περίπτωση που το Δικαστήριο δεν συμφωνήσει με την άποψή μου όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/72, τότε θα προτείνω να δοθεί, επικουρικώς, στο εν λόγω προδικαστικό ερώτημα η απάντηση ότι η συγκεκριμένη διάταξη πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, κατ’ αρχήν, δεν αντιτίθεται σε εθνική νομοθετική ρύθμιση, όπως τα επίμαχα στις κύριες δίκες φορολογικά μέτρα, υπό την προϋπόθεση, ωστόσο, ότι αυτή η διαφορετική φορολογική μεταχείριση των παραγωγών διαφορετικών ειδών ηλεκτρικής ενέργειας δύναται να δικαιολογηθεί αντικειμενικά κατά τον τρόπο που περιέγραψα ανωτέρω. Πάντως, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εκτιμήσει αν ο τυχών επικλήσεως από την επίμαχη στις κύριες δίκες νομοθεσία σκοπός στηρίζεται πραγματικά σε βάσιμες ανησυχίες αναγόμενες στη χρήση των δημοσίων πόρων και, ιδίως, αν η σημαντικά διαφορετική φορολογική μεταχείριση των παραγωγών διαφορετικών ειδών ηλεκτρικής ενέργειας δύναται να δικαιολογηθεί αντικειμενικά.

    Γ.   Επί του τρίτου ερωτήματος: κρατικές ενισχύσεις

    72.

    Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, ουσιαστικά, αν το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η μη δυνατότητα επιβολής τέλους χρήσεως εσωτερικών υδάτων σε επιχειρήσεις που έχουν παραχωρήσεις για τη χρήση ενδοκοινοτικών λεκανών για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας συνιστά απαγορευμένη κρατική ενίσχυση.

    73.

    Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, για τον χαρακτηρισμό εθνικού μέτρου ως «κρατικής ενισχύσεως», κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, απαιτείται να πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    πρέπει να πρόκειται για παρέμβαση εκ μέρους του κράτους ή μέσω κρατικών πόρων·

    η παρέμβαση αυτή πρέπει να είναι ικανή να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών·

    η παρέμβαση πρέπει να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό·

    η παρέμβαση πρέπει να παρέχει επιλεκτικό πλεονέκτημα στον αποδέκτη της ( 33 ).

    1. Οι πρώτες τρεις προϋποθέσεις: παρέμβαση μέσω κρατικών πόρων, η οποία μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό

    74.

    Δεδομένου του χαρακτήρα των ισπανικών φορολογικών μέτρων, είναι σαφές ότι μπορεί να θεωρηθεί ότι οι προϋποθέσεις αυτές πληρούνται. Καταλήγω στο συμπέρασμα αυτό για τους ακόλουθους λόγους.

    75.

    Πρώτον, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι μέτρο με το οποίο δημόσια αρχή επιφύλαξε σε ορισμένες επιχειρήσεις ειδική φορολογική μεταχείριση, η οποία, μολονότι δεν συνίσταται στη μεταβίβαση κρατικών πόρων, τις θέτει σε ευνοϊκότερη οικονομική θέση έναντι άλλων φορολογουμένων, συνιστά παρέμβαση αυτού του κράτους μέλους ( 34 ).

    76.

    Δεύτερον, ένα μέτρο μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών όσο τέτοιο εμπόριο, έστω και υποθετικά, υφίσταται στο πλαίσιο της σχετικής οικονομικής δραστηριότητας. Ειδικότερα, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, όταν η ενίσχυση που χορηγήθηκε από το κράτος μέλος ενισχύει τη θέση μιας επιχειρήσεως έναντι άλλων επιχειρήσεων που ανταγωνίζονται στο εντός της Ένωσης εμπόριο, πρέπει να θεωρείται ότι οι τελευταίες επηρεάζονται από την ενίσχυση αυτή. Δεν απαιτείται πάντως οι επιχειρήσεις που ωφελήθηκαν να μετέχουν οι ίδιες στο εμπόριο εντός της Ένωσης. Οσάκις κράτος μέλος χορηγεί ενίσχυση σε επιχείρηση, η εσωτερική δραστηριότητα μπορεί να διατηρηθεί ή να αυξηθεί, με συνέπεια να μειώνονται οι δυνατότητες των εγκατεστημένων σε άλλα κράτη μέλη επιχειρήσεων να διεισδύσουν στην αγορά αυτού του κράτους μέλους ( 35 ). Στην πράξη, τούτο σημαίνει ότι, εκτός από την περίπτωση συνδρομής εξαιρετικών περιστάσεων, το μέτρο μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν επηρεάζει το εντός της Ένωσης εμπόριο μόνον αν οι εθνικές αγορές δεν είναι ανοικτές στον ανταγωνισμό και οι αποδέκτες της ενισχύσεως δραστηριοποιούνται μόνον εντός αυτού του πλαισίου ( 36 ).

    77.

    Τρίτον, από τη νομολογία του Δικαστηρίου απορρέει ότι, κατ’ αρχήν, νοθεύουν τις συνθήκες του ανταγωνισμού μέτρα τα οποία αποσκοπούν στην απαλλαγή επιχειρήσεως από έξοδα που αυτή κανονικά θα έπρεπε να επωμιστεί στο πλαίσιο της τρέχουσας διαχειρίσεώς της ή των συνήθων δραστηριοτήτων της ( 37 ). Η προϋπόθεση αυτή δεν απαιτεί να αποδεικνύεται ότι οι εν λόγω ενισχύσεις έχουν πραγματικά αποτελέσματα στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και ότι ο ανταγωνισμός έχει πράγματι νοθευθεί, αλλά επιτάσσει απλώς να εξετάζεται αν η ενίσχυση αυτή είναι ικανή να επηρεάσει το εμπόριο και να νοθεύσει τον ανταγωνισμό. Κατά συνέπεια, εθνικά μέτρα τα οποία σκοπούν να απαλλάξουν επιχείρηση από έξοδα που αυτή κανονικά θα έπρεπε να επωμιστεί στο πλαίσιο της τρέχουσας διαχειρίσεώς της ή των συνήθων δραστηριοτήτων της παρέχουν στην εν λόγω επιχείρηση τεχνητή οικονομική βοήθεια η οποία, κατ’ αρχήν, νοθεύει τον ανταγωνισμό στους τομείς για τους οποίους χορηγείται ( 38 ).

    78.

    Εν προκειμένω, το επίμαχο μέτρο, το οποίο συνίσταται στη μη φορολόγηση του ηλεκτρισμού που παράγεται με άλλους τρόπους και όχι με τη χρήση υδάτων από διακοινοτική λεκάνη, συνιστά ειδική φορολογική μεταχείριση η οποία θέτει σε ευνοϊκότερη οικονομική θέση τους παραγωγούς της ενέργειας που παράγεται με αυτόν τον τρόπο. Τούτο, με τη σειρά του, μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών καθόσον η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας είναι ανοικτή στον ανταγωνισμό και, επιπλέον, απαλλάσσει τους παραγωγούς αυτούς από ένα φορολογικό βάρος το οποίο, σε διαφορετική περίπτωση, θα έπρεπε να επωμιστούν. Συνεπώς, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι πρώτες τρεις προϋποθέσεις πληρούνται.

    2. Η τέταρτη προϋπόθεση: η ύπαρξη επιλεκτικού πλεονεκτήματος

    79.

    Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τα πλεονεκτήματα που απορρέουν από γενικό μέτρο το οποίο εφαρμόζεται αδιακρίτως σε όλους τους οικονομικούς φορείς δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 ΣΛΕΕ ( 39 ). Επομένως, προκειμένου μια φορολογική επιβάρυνση να χαρακτηρισθεί ως μέτρο που παρέχει επιλεκτικό πλεονέκτημα, πρέπει να εφαρμοσθεί ένα κριτήριο τριών σταδίων. Προσφάτως, το κριτήριο αυτό επικυρώθηκε εκ νέου από το Δικαστήριο στην απόφαση A-Brauerei, υπό τους ακόλουθους όρους ( 40 ):

    πρώτον, πρέπει να προσδιοριστεί το κοινό ή «κανονικό» φορολογικό καθεστώς που έχει εφαρμογή στο συγκεκριμένο κράτος μέλος·

    δεύτερον, πρέπει να αποδειχθεί ότι το επίμαχο φορολογικό μέτρο παρεκκλίνει ή αφίσταται από το εν λόγω κοινό καθεστώς, κατά το μέρος που εισάγει διαφορετική μεταχείριση μεταξύ επιχειρηματιών οι οποίοι, υπό το πρίσμα του σκοπού που επιδιώκεται με το εν λόγω κοινό καθεστώς, βρίσκονται σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση ( 41 ) ·

    τρίτον, πρέπει να εξεταστεί αν αυτή η διαφορετική μεταχείριση είναι δικαιολογημένη.

    α) Καθορισμός του πλαισίου αναφοράς

    80.

    Όσον αφορά την από ουσιαστικής απόψεως οριοθέτηση του πλαισίου αναφοράς, το Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 37 της αποφάσεως της 19ης Δεκεμβρίου 2018, A‑Brauerei (C‑374/17, EU:C:2018:1024), ότι η οριοθέτηση αυτή πρέπει να καθορίζεται όχι υπό το πρίσμα του σκοπού που επιδιώκεται με το επίμαχο μέτρο, αλλά με βάση το αντικείμενο που καλύπτει ο φόρος από τον οποίο συνιστά εξαίρεση το επίμαχο μέτρο ( 42 ). Επιπλέον, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλοι οι κανόνες που αφορούν το αντικείμενο αυτό, και όχι μόνον ο φόρος από τον οποίο παρεκκλίνει το επίμαχο μέτρο ( 43 ).

    81.

    Εν προκειμένω, μολονότι το τέλος χρήσεως εσωτερικών υδάτων σκοπεί στην ενίσχυση της προστασίας των κοινόχρηστων υδάτων και στη μετακύλιση του κόστους διαχειρίσεως των υδάτων στους τελικούς καταναλωτές, τούτο ουδόλως αναιρεί το γεγονός ότι το αντικείμενο της πιθανής κρατικής ενισχύσεως είναι οι φορολογικοί κανόνες για την ηλεκτρική ενέργεια ( 44 ). Πράγματι, η φορολογητέα βάση για την ηλεκτρική ενέργεια είναι η παραγόμενη ηλεκτρική ενέργεια, και η αγορά όπου θα γίνουν αισθητές οι επιπτώσεις στους όρους του ανταγωνισμού θα είναι η αγορά παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας ( 45 ). Συνεπώς, από ουσιαστικής απόψεως, το πλαίσιο αναφοράς αποτελείται από το σύνολο των εθνικών φορολογικών διατάξεων που αφορούν την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.

    82.

    Όσον αφορά την από εδαφικής απόψεως οριοθέτηση του πλαισίου αναφοράς, το Δικαστήριο έκρινε στην απόφαση A–Brauerei ότι «για την εκτίμηση της επιλεκτικότητας ενός μέτρου [το πλαίσιο αυτό] δεν πρέπει κατ’ ανάγκη να καθορίζεται εντός των ορίων του εδάφους του οικείου κράτους μέλους, αλλά μπορεί να είναι το νομικό πλαίσιο του εδάφους εντός του οποίου περιφερειακή ή τοπική αρχή ασκεί την αρμοδιότητα την οποία αρύεται από το Σύνταγμα ή τον νόμο. Τούτο συμβαίνει όταν η οντότητα αυτή τελεί υπό νομικό και πραγματικό καθεστώς που της παρέχει επαρκή αυτονομία έναντι της κεντρικής κυβερνήσεως κράτους μέλους, ώστε, με τα μέτρα που θεσπίζει, να είναι αυτή η οντότητα, και όχι η κεντρική κυβέρνηση, εκείνη που διαδραματίζει ουσιώδη ρόλο κατά τον καθορισμό του πολιτικού και οικονομικού περιβάλλοντος εντός του οποίου λειτουργούν οι επιχειρήσεις» ( 46 ).

    83.

    Όσο για μένα, πάντως, θεωρώ ότι η εθνική κατανομή αρμοδιοτήτων ασκεί επιρροή για τον καθορισμό του πλαισίου αναφοράς μόνο στην κατάσταση όπου το μέτρο το οποίο θα μπορούσε να συνιστά κρατική ενίσχυση ελήφθη από περιφερειακή ή τοπική αρχή και όχι, όπως εν προκειμένω, όταν το επίμαχο μέτρο όντως θεσπίστηκε από το κράτος, αλλά όταν το τελευταίο κατά κάποιον τρόπο «κρύβεται» πίσω από τους κανόνες του περί κατανομής των αρμοδιοτήτων προκειμένου να δικαιολογήσει τον περιορισμό του εδαφικού πεδίου εφαρμογής του μέτρου αυτού. Σε μια τέτοια κατάσταση, η κατανομή των αρμοδιοτήτων πρέπει μεν να εξετάζεται ως πιθανός δικαιολογητικός λόγος, αλλά όχι ως στοιχείο για την εδαφική οριοθέτηση του πλαισίου αναφοράς.

    84.

    Εν προκειμένω, εφόσον το μέτρο το οποίο, κατά το αιτούν δικαστήριο, ενδέχεται να συνιστά κρατική ενίσχυση είναι η εκ μέρους του ισπανικού κράτους μη δυνατότητα φορολογήσεως της υδροηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται με άλλους τρόπους και όχι με τη χρήση υδάτων από διακοινοτική λεκάνη, η εδαφική οριοθέτηση του πλαισίου αναφοράς καταλαμβάνει το σύνολο του εδάφους του Βασιλείου της Ισπανίας.

    85.

    Επομένως, το πλαίσιο αναφοράς αποτελείται, από ουσιαστικής απόψεως, από το σύνολο των κανόνων σχετικά με τη φορολόγηση της ηλεκτρικής ενέργειας και, από εδαφικής απόψεως, από ολόκληρη την ισπανική επικράτεια.

    β) Εξέταση της συνδρομής επιλεκτικής εξαιρέσεως υπό το πρίσμα του σκοπού του πλαισίου αναφοράς

    86.

    Το επόμενο στοιχείο του κριτηρίου είναι η εξέταση του αν ο φόρος είναι τέτοιος ώστε να ευνοεί «ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής» έναντι άλλων επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην ίδια αγορά, υπό το πρίσμα του επιδιωκόμενου από το καθεστώς αυτό σκοπού ( 47 ). Η εφαρμογή του κριτηρίου αυτού δεν είναι πάντοτε εύκολη, καθόσον η συντριπτική πλειονότητα των φόρων δεν έχει σκοπούς άλλους από την ενίσχυση του κρατικού προϋπολογισμού.

    87.

    Ωστόσο, από επισκόπηση της πρόσφατης νομολογίας είναι σαφές ότι μόνον όταν το πλαίσιο αναφοράς επιδιώκει συγκεκριμένο σκοπό το Δικαστήριο χρησιμοποιεί τον σκοπό αυτόν προκειμένου να διαπιστώσει την ύπαρξη επιλεκτικής εξαιρέσεως ή παρεμφερούς διαφορετικής φορολογικής μεταχειρίσεως ή παρεκκλίσεως από το γενικό φορολογικό καθεστώς ( 48 ). Όταν τα φορολογικά μέτρα δεν επιδιώκουν άλλον σκοπό παρά μόνο τη χρηματοδότηση του κρατικού προϋπολογισμού, το Δικαστήριο, μολονότι, ενίοτε, χρησιμοποιεί τον όρο «σκοπός», καθορίζει το πλαίσιο αυτό παραπέμποντας στο αντικείμενό του ( 49 ).

    88.

    Ως εκ τούτου, θεωρώ ότι το δεύτερο στάδιο του κριτηρίου συνίσταται απλώς στη συναγωγή της υπάρξεως επιλεκτικής εξαιρέσεως ή παρεκκλίσεως από το γεγονός ότι το επίμαχο φορολογικό μέτρο καλύπτει μέρος μόνον των αγαθών ή υπηρεσιών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του φορολογικού συστήματος αναφοράς.

    89.

    Στις υποθέσεις των κύριων δικών, είναι προφανές ότι, λαμβανομένων υπόψη των εφαρμοστέων στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας φόρων, η εθνική νομοθεσία εισάγει μια διάκριση μεταξύ του ηλεκτρισμού που παράγεται από υδροηλεκτρική ενέργεια με τη χρήση διακοινοτικής λεκάνης και του ηλεκτρισμού που παράγεται με άλλους τρόπους ή με τη χρήση ενδοκοινοτικής λεκάνης.

    90.

    Όπως όμως συνήθως συμβαίνει, το αιτούν δικαστήριο ουδεμία πληροφορία παρέσχε σχετικά με τους φόρους που διέπουν την παραγωγή ηλεκτρισμού με αυτούς τους άλλους τρόπους ή με τη χρήση ενδοκοινοτικής λεκάνης, ιδίως δε αυτούς που εφαρμόζονται στην Ισπανία από τις αυτόνομες κοινότητες, ενώ, όπως εξήγησα ανωτέρω, για να εξακριβωθεί αν συγκεκριμένη φοροαπαλλαγή έχει επιλεκτικό χαρακτήρα, απαιτείται ολιστική εικόνα του συνόλου των εφαρμοστέων φορολογικών κανόνων. Όπως το Δικαστήριο έκρινε στην υπόθεση Πορτογαλία κατά Επιτροπής ( 50 ), «ο “κανονικός” φορολογικός συντελεστής είναι ο συντελεστής που ισχύει στη γεωγραφική ζώνη που αποτελεί το πλαίσιο αναφοράς». Ομοίως, στην απόφαση A–Brauerei, το Δικαστήριο έκρινε ότι «[…] ο χαρακτηρισμός ενός εθνικού φορολογικού μέτρου ως “επιλεκτικού” προϋποθέτει […] να αποδειχθεί ότι το επίμαχο φορολογικό μέτρο παρεκκλίνει από το εν λόγω κοινό καθεστώς […]» ( 51 ).

    91.

    Υπό αυτές τις συνθήκες και δεδομένου ότι λείπουν τα κρίσιμα πληροφοριακά στοιχεία που θα καθιστούσαν δυνατή μια ολιστική αξιολόγηση, το Δικαστήριο απλά δεν είναι σε θέση να κρίνει από μόνο του αν οι παραγωγοί που χρησιμοποιούν άλλες τεχνικές ή ύδατα από ενδοκοινοτική λεκάνη βρίσκονται σε πλεονεκτική θέση έναντι αυτών που χρησιμοποιούν ύδατα από διακοινοτική λεκάνη. Μολονότι από την απόφαση περί παραπομπής φαίνεται να συνάγεται εμμέσως ότι οι παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας από ενδοκοινοτική λεκάνη όντως απολαύουν ενός σημαντικού φορολογικού πλεονεκτήματος έναντι των παραγωγών που χρησιμοποιούν διακοινοτική λεκάνη, τούτο, εν τέλει, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να αξιολογήσει και εξακριβώσει.

    92.

    Εξάλλου, δεν έχω πεισθεί πλήρως ότι η έννοια της κρατικής ενισχύσεως μπορεί να έχει εφαρμογή σε κατάσταση όπως η επίμαχη στις κύριες δίκες. Πράγματι, στην κατάσταση αυτή, το φερόμενο πλεονέκτημα κατέχεται από όλους τους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας πλην αυτών που υπόκεινται σε επιβάρυση, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι συνίσταται από το ίδιο το πλαίσιο αναφοράς. Για να το θέσω με άλλον τρόπο, αυτό που είναι επιλεκτικό εν προκειμένω δεν είναι το πλεονέκτημα, αλλά αντιθέτως το μειονέκτημα ( 52 ).

    93.

    Αν, ωστόσο, το Δικαστήριο κρίνει ότι η έννοια της κρατικής ενισχύσεως μπορεί να έχει εφαρμογή σε μια τέτοια κατάσταση, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι από την πρώτη συμπληρωματική διάταξη του νόμου 15/2012 προκύπτει ότι το τέλος χρήσεως εσωτερικών υδάτων προοριζόταν, αρχικά, να εφαρμόζεται σε όλες τις λεκάνες, τόσο στις διακοινοτικές όσο και στις ενδοκοινοτικές. Φαίνεται ότι μόνο μετά τη θέσπιση του άρθρου 1 του διατάγματος 198/2015 η εφαρμογή του εν λόγω τέλους περιορίστηκε στις διακοινοτικές λεκάνες.

    94.

    Αν αληθεύει αυτό, το άρθρο 1 μπορεί να θεωρηθεί μέτρο που επιτρέπει παρέκκλιση από το πλαίσιο αναφοράς που συστάθηκε με τον νόμο 15/2012, εισάγοντας, με το άρθρο 112bis του βασιλικού νομοθετικού διατάγματος 1/2001, τέλος χρήσεως εσωτερικών υδάτων και ότι η παρέκκλιση αυτή πρέπει να θεωρηθεί επιλεκτική κατά την έννοια της αποφάσεως A–Brauerei, καθόσον η εφαρμογή της υπόκειται σε όρους. Συνεπώς, επιβάλλεται να εξεταστούν οι πιθανοί δικαιολογητικοί λόγοι που θα μπορούσαν να γίνουν δεκτοί όσον αφορά το συγκεκριμένο φορολογικό μέτρο.

    95.

    Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η έννοια της «κρατικής ενισχύσεως» δεν καταλαμβάνει τα μέτρα που εισάγουν διαφοροποίηση μεταξύ επιχειρήσεων ευρισκόμενων, υπό το πρίσμα του σκοπού που επιδιώκεται με το επίμαχο νομικό καθεστώς, σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση και, επομένως, είναι a priori επιλεκτικά, όταν το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος κατορθώνει να αποδείξει ότι η διαφοροποίηση αυτή δικαιολογείται από τη φύση ή την οικονομία του συστήματος στο οποίο εντάσσονται τα εν λόγω μέτρα ( 53 ).

    96.

    Συναφώς, πάλι κατά πάγια νομολογία, πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ, αφενός, των σκοπών τους οποίους έχει οριστεί να υπηρετεί ένα ειδικό φορολογικό καθεστώς και οι οποίοι είναι εξωγενείς σε σχέση με το καθεστώς αυτό και, αφετέρου, των μηχανισμών που είναι συμφυείς με το ίδιο το φορολογικό σύστημα και οι οποίοι είναι απαραίτητοι για την επίτευξη των σκοπών αυτών. Επομένως, ουσιαστικά, μόνον οι συμφυείς με το ίδιο το φορολογικό σύστημα σκοποί μπορούν να δικαιολογήσουν ένα επιλεκτικό φορολογικό μέτρο ( 54 ).

    97.

    Πάντως, εν προκειμένω, οι μετέχοντες στην προδικαστική διαδικασία δεν προσκόμισαν κανένα αποδεικτικό στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι, αυτή καθ’ εαυτή, η φύση ή η οικονομία των κανόνων φορολογήσεως της ηλεκτρικής ενέργειας επιτάσσει διαφορετική μεταχείριση των ενδοκοινοτικών και των διακοινοτικών λεκανών.

    3. Πιθανοί δικαιολογητικοί λόγοι για τη χορήγηση κρατικής ενισχύσεως

    98.

    Πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η προαναφερθείσα νομολογία αφορά τη δικαιολόγηση του επιλεκτικού χαρακτήρα ενός φορολογικού μέτρου. Επομένως, η συναφής έλλειψη δικαιολογητικού λόγου δεν θίγει τη δυνατότητα των κρατών μελών, άπαξ αποδειχθεί ότι πληρούνται οι τέσσερις προϋποθέσεις του άρθρου 107, παράγραφοι 2 και 3, για τον χαρακτηρισμό ενός μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως, να δικαιολογήσουν τη λήψη του. Πράγματι, από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 107, παράγραφοι 2 και 3, ΣΛΕΕ είναι σαφές ότι ορισμένες ενισχύσεις που χορηγούνται από τα κράτη μέλη μπορούν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να δικαιολογηθούν.

    99.

    Ένας από τους δικαιολογητικούς λόγους που έχει ήδη δεχθεί το Δικαστήριο είναι η προστασία του περιβάλλοντος ( 55 ). Είναι αληθές ότι ο σκοπός αυτός δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη διαφορετική μεταχείριση των παραγωγών υδροηλεκτρικής ενέργειας αναλόγως του αν έχουν παραχωρήσεις για τη χρήση ενδοκοινοτικής ή διακοινοτικής λεκάνης.

    100.

    Ωστόσο, η διαφορετική αυτή μεταχείριση θα μπορούσε να δικαιολογηθεί από την κρατούσα στην Ισπανία κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ του Δημοσίου και των αυτόνομων κοινοτήτων του εν λόγω κράτους μέλους ( 56 ). Πράγματι, αυτή η κατανομή αρμοδιοτήτων απολαύει της προστασίας που παρέχεται με το άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ, κατά το οποίο η Ένωση οφείλει να σέβεται την εθνική ταυτότητα των κρατών μελών που είναι συμφυής με τη θεμελιώδη πολιτική και συνταγματική τους δομή, στην οποία συμπεριλαμβάνεται η περιφερειακή και τοπική αυτοδιοίκηση ( 57 ).

    101.

    Είναι, ασφαλώς, αληθές ότι η εσωτερική συνταγματική δομή ενός κράτους μέλους δεν μπορεί, εν γένει, να τύχει επικλήσεως προκειμένου να δικαιολογήσει μια κατάσταση η οποία, σε διαφορετική περίπτωση, θα ισοδυναμούσε με παραβίαση του δικαίου της Ένωσης. Ωστόσο, όπως το Δικαστήριο παρατήρησε στην υπόθεση Πορτογαλία κατά Επιτροπής ( 58 ), από το γεγονός ότι ορισμένα φορολογικά πλεονεκτήματα περιορίζονται σε τμήμα του εδάφους ενός κράτους «δεν μπορεί να συναχθεί» ότι το μέτρο αυτό «είναι επιλεκτικό, κατά την έννοια του άρθρου [107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ], εκ μόνου του λόγου ότι εφαρμόζεται σε περιορισμένη γεωγραφική ζώνη ενός κράτους μέλους».

    102.

    Μολονότι θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η συλλογιστική αυτή υποδηλώνει ότι η περιφερειακή φορολόγηση και οι κρατικές ενισχύσεις αποτελούν ιδιαίτερες περιπτώσεις –σχεδόν sui generis σε ολόκληρο το σώμα του δικαίου της Ένωσης– πρέπει να επισημανθεί ότι, αν η νομοθεσία της Ένωσης ήταν διαφορετική, τούτο θα σήμαινε ότι τα κράτη μέλη δεν θα μπορούσαν πια να παρέχουν αποκλειστική φορολογική αρμοδιότητα στις περιφερειακές οντότητες και στις τοπικές κυβερνήσεις. Θα σήμαινε επίσης ότι τυχόν φορολογικά μέτρα τα οποία καλύπτουν μόνον μέρος της επικράτειας, δεδομένης της εσωτερικής δομής ενός κράτους μέλους, θα αποτελούσαν αυτοδικαίως μια μορφή κρατικής ενισχύσεως υπέρ προσώπων και οντοτήτων που κατοικούν ή εδρεύουν σε αυτή την περιοχή έναντι των προσώπων και οντοτήτων που κατοικούν ή εδρεύουν σε άλλη περιοχή του συγκεκριμένου κράτους μέλους.

    103.

    Κατά συνέπεια, αν το αιτούν δικαστήριο συναγάγει ότι το εθνικό Σύνταγμα δεν παρέχει στο Δημόσιο την εξουσία να θεσπίζει φορολογικά μέτρα ή να επιβάλλει τέλη ως αντάλλαγμα για την εκμετάλλευση ενδοκοινοτικής λεκάνης (ούτε ως αποκλειστική ούτε ως επικουρική ούτε ως συμπληρωματική αρμοδιότητα), η κατάσταση αυτή θα μπορούσε να δικαιολογήσει το γεγονός ότι οι παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας που έχουν παραχωρήσεις για τη χρήση ενδοκοινοτικής λεκάνης δεν υπόκεινται στο προαναφερθέν τέλος και, ως εκ τούτου, ότι το άρθρο 1 του βασιλικού διατάγματος 198/2005 δεν συνιστά κρατική ενίσχυση.

    104.

    Αντιθέτως, και εκτός αν αποδειχθεί η συνδρομή άλλου δικαιολογητικού λόγου που καλύπτεται από το άρθρο 107, παράγραφοι 2 και 3, ΣΛΕΕ, το άρθρο 1 του βασιλικού διατάγματος 198/2015 θα πρέπει να θεωρηθεί ότι συνιστά κρατική ενίσχυση, εφόσον απαλλάσσει από την καταβολή τελών για τη χρήση εσωτερικών υδάτων τους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας που έχουν παραχωρήσεις για τη χρήση ενδοκοινοτικής λεκάνης.

    105.

    Κατά συνέπεια, προτείνω να δοθεί στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα η απάντηση ότι το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η μη δυνατότητα επιβολής τέλους χρήσεως εσωτερικών υδάτων σε επιχειρήσεις που έχουν παραχωρήσεις για τη χρήση ενδοκοινοτικής λεκάνης για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας συνιστά απαγορευμένη κρατική ενίσχυση, εκτός αν προκύψει ότι το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος ούτε είναι αρμόδιο επί των ζητημάτων φορολογίας ούτε διαθέτει την εξουσία να αποφαίνεται επί του ύψους του αντιτίμου που πρέπει να καταβάλλεται για την παραχώρηση της χρήσεως αυτών των ενδοκοινοτικών λεκανών.

    Πρόταση

    106.

    Υπό το πρίσμα των ανωτέρω παρατηρήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Ισπανία) ως εξής:

    1)

    Ούτε το άρθρο 191, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ ούτε το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2000, για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων, έχουν άμεσο αποτέλεσμα και, συνεπώς, οι ιδιώτες δεν μπορούν να επικαλεστούν ευθέως καμία από αυτές τις διατάξεις ενώπιον εθνικού δικαστηρίου ώστε να προσβάλουν συγκεκριμένο τέλος χρήσεως εσωτερικών υδάτων για την παραγωγή ενέργειας.

    2)

    Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/72/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενεργείας και για την κατάργηση της οδηγίας 2003/54/ΕΚ, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν έχει εφαρμογή σε τέλος όπως το επίμαχο στις κύριες δίκες, το οποίο βαρύνει επιχειρήσεις που έχουν παραχωρήσεις για τη χρήση διακοινοτικών λεκανών για την παραγωγή ηλεκτρισμού, αλλά δεν επιβάλλεται ούτε σε οικονομικούς φορείς που έχουν παραχωρήσεις για τη χρήση ενδοκοινοτικών λεκανών για την παραγωγή ηλεκτρισμού ούτε σε παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας που χρησιμοποιούν άλλες τεχνολογικές μεθόδους.

    Επικουρικώς,

    το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/72 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, κατ’ αρχήν, δεν αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία όπως τα επίμαχα στις κύριες δίκες φορολογικά μέτρα, στον βαθμό που η νομοθεσία αυτή αφορά την ενίσχυση της προστασίας των κοινόχρηστων υδάτων μέσω της εισπράξεως εσόδων από τα πρόσωπα που ωφελούνται από την ιδιωτική ή ειδική τους χρήση και της μετακυλίσεως, σε διάφορους τελικούς χρήστες, του κόστους των σχετικών με τη διαχείριση των υδάτων υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων του περιβαλλοντικού κόστους και του κόστους των πόρων αν το εθνικό Σύνταγμα ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αυτό το κράτος μέλος δεν είχε την εξουσία να επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω μέτρου στις ενδοκοινοτικές λεκάνες. Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εκτιμήσει αν ο σκοπός της επίμαχης στις κύριες δίκες νομοθεσίας αφορά όντως τους σκοπούς αυτούς.

    3)

    Το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η μη δυνατότητα επιβολής τέλους χρήσεως εσωτερικών υδάτων σε επιχειρήσεις που έχουν παραχωρήσεις για τη χρήση ενδοκοινοτικής λεκάνης για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας συνιστά απαγορευμένη κρατική ενίσχυση, εκτός αν προκύψει ότι το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος ούτε είναι αρμόδιο επί των ζητημάτων φορολογίας ούτε διαθέτει την εξουσία να αποφαίνεται επί του ύψους του αντιτίμου που πρέπει να καταβάλλεται για την παραχώρηση της χρήσεως αυτών των ενδοκοινοτικών λεκανών.


    ( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.

    ( 2 ) ΕΕ 2000, L 327, σ. 1.

    ( 3 ) ΕΕ 2009, L 211, σ. 55.

    ( 4 ) BOE αριθ. 30, της 3ης Φεβρουαρίου 2007, σ. 5118.

    ( 5 ) BOE αριθ. 312, της 28ης Δεκεμβρίου 2012, σ. 88081.

    ( 6 ) BOE αριθ. 176, της 24ης Ιουλίου 2001, σ. 14276.

    ( 7 ) BOE αριθ. 72, της 25ης Μαρτίου 2015, σ. 25674.

    ( 8 ) Το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι, αν το άρθρο 29 του νόμου περί φορολογήσεως της ενέργειας κριθεί ασύμβατο με το δίκαιο της Ένωσης, τούτο θα επιφέρει την ακύρωση του βασιλικού διατάγματος 198/2015, με το οποίο επιβλήθηκε το προσβαλλόμενο τέλος.

    ( 9 ) Αποφάσεις της 9ης Μαρτίου 2010, ERG κ.λπ. (C‑379/08 και C‑380/08, EU:C:2010:127, σκέψεις 38 και 39), και της 4ης Μαρτίου 2015, Fipa Group κ.λπ. (C‑534/13, EU:C:2015:140, σκέψη 40).

    ( 10 ) Απόφαση της 4ης Μαρτίου 2015, Fipa Group κ.λπ. (C‑534/13, EU:C:2015:140, σκέψη 42).

    ( 11 ) Πρβλ. απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2016, Vodoopskrba i odvodnja (C‑686/15, EU:C:2016:927, σκέψεις 20 και 21).

    ( 12 ) Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2018, Klohn (C‑167/17, EU:C:2018:833, σκέψη 29).

    ( 13 ) Πρβλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 2006, Chacón Navas (C‑13/05, EU:C:2006:456, σκέψη 56).

    ( 14 ) Απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2018, Montag (C‑480/17, EU:C:2018:987, σκέψη 34).

    ( 15 ) Οδηγία 2003/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2003, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και την κατάργηση της οδηγίας 96/92/ΕΚ (ΕΕ 2003, L 176, σ. 37).

    ( 16 ) Βλ. απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2016, Essent Belgium (C‑492/14, EU:C:2016:732, σκέψη 79).

    ( 17 ) Απόφαση της 7ης Μαρτίου 2017, RPO (C‑390/15, EU:C:2017:174, σκέψη 41).

    ( 18 ) Απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2019, Cresco Investigation (C‑193/17, EU:C:2019:43, σκέψη 42). Βλ. επίσης, μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 1ης Οκτωβρίου 2015, O (C‑432/14, EU:C:2015:643, σκέψη 32), και της 26ης Ιουνίου 2018, MB (Αλλαγή φύλου και σύνταξη γήρατος) (C‑451/16, EU:C:2018:492, σκέψη 42).

    ( 19 ) Πρβλ. απόφαση της 5ης Ιουνίου 2018, Montero Mateos (C‑677/16, EU:C:2018:393, σκέψη 50).

    ( 20 ) Πρβλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, Finanzamt Linz (C‑66/14, EU:C:2015:661, σκέψεις 26 και 31).

    ( 21 ) Ως προς το γεγονός ότι η συγκεκριμένη φορολογική επιβάρυνση εφαρμόζεται μόνο στους παραγωγούς υδροηλεκτρικής ενέργειας, από το γράμμα του προοιμίου του νόμου 15/2012 είναι σαφές ότι σκοπός του τέλους δεν είναι να μετακυλιστεί, μόνο μέσω αυτού, σε διάφορους τελικούς καταναλωτές το κόστος των υπηρεσιών σχετικά με τη διαχείριση των υδάτων. Ως εκ τούτου, είναι αρκετό ότι το τέλος συμβάλλει στη μετακύλιση αυτή.

    ( 22 ) Συναφώς, θα ήθελα επίσης να υπογραμμίσω ότι, αντιθέτως προς τους λοιπούς παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας οι οποίοι αγοράζουν τις πρώτες ύλες τους (πετρέλαιο, λιθάνθρακα, φυσικό αέριο, ουράνιο) από τον ιδιωτικό τομέα, οι παραγωγοί υδροηλεκτρικής ενέργειας στηρίζονται, για την παραγωγή της ηλεκτρικής τους ενέργειας, σε κοινόχρηστο αγαθό. Κατά συνέπεια, το αντίτιμο που καταβάλλεται για τη χρήση αυτού του αγαθού πρέπει να θεωρείται ότι αποτελεί εν μέρει φόρο και εν μέρει αντάλλαγμα έναντι της παραχωρήσεως της χρήσεως αυτού του δημοσίου αγαθού, καθόσον, σύμφωνα με το άρθρο 107 ΣΛΕΕ, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να νοθεύουν τον ανταγωνισμό διαθέτοντας δωρεάν κρατικούς πόρους σε ορισμένους παραγωγούς.

    ( 23 ) Πηγή: http://www.waterencyclopedia.com/Ge-Hy/Hydroelectric-Power.html#ixzz5g4zOuRDg

    ( 24 ) Τούτο δεν αντίκειται στη δεύτερη συμπληρωματική διάταξη του νόμου 15/2012. Πράγματι, η τελευταία αυτή διάταξη δεν ορίζει ότι το εισπραττόμενο μέσω του τέλους ποσό πρέπει να χρησιμοποιείται προκειμένου να αντισταθμιστεί το έλλειμμα του δικτύου ηλεκτρισμού, αλλά ότι ποσό ίσο προς αυτό θα χρησιμοποιηθεί προς τούτο στον προϋπολογισμό,.

    ( 25 ) Πράγματι, μολονότι ορισμένα κόστη σχετικά με την εκμετάλλευση των υδάτων, ιδίως αυτά που συνδέονται με τη λεκάνη έχουν ήδη καταβληθεί από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, άλλα (όπως για παράδειγμα αυτά που αφορούν τη συντήρηση των εγκαταστάσεων ή την παρόχθια διάβρωση) ανακύπτουν στην πορεία της εκμεταλλεύσεως της λεκάνης.

    ( 26 ) Πρβλ. απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2008, Arcelor Atlantique et Lorraine κ.λπ. (C‑127/07, EU:C:2008:728, σκέψη 47).

    ( 27 ) Πρβλ., για παράδειγμα, απόφαση της 22ας Μαΐου 2014, Glatzel (C‑356/12, EU:C:2014:350, σκέψη 43).

    ( 28 ) Εξάλλου, ο συγκεκριμένος σκοπός θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι επιδιώκεται από τον εθνικό νομοθέτη κατά τρόπο συνεκτικό και συστηματικό μόνον αν κάθε κατηγορία χρηστών κοινόχρηστων υδάτων φορολογούνταν σύμφωνα με κανόνες οι οποίοι συνεκτιμούν την αντίστοιχη εκ μέρους των παραγωγών αυτών χρήση των υδάτων.

    ( 29 ) Πράγματι, η προβλεπόμενη από το άρθρο 1 του βασιλικού διατάγματος 198/2015 εξαίρεση έχει εφαρμογή σε όλες τις αυτόνομες κοινότητες, ανεξαρτήτως του καθεστώτος στο οποίο υπόκεινται.

    ( 30 ) Εφόσον η αρμοδιότητα θεσπίσεως ενός φόρου και η αρμοδιότητα επιβολής τέλους δεν ανήκουν, κατ’ ανάγκην, στην ίδια αρχή, αμφότερες χρήζουν εξετάσεως.

    ( 31 ) Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 21ης Ιουνίου 2007, Omni Metal Service (C‑259/05, EU:C:2007:363, σκέψη 15).

    ( 32 ) Το ζήτημα αν αυτή η διαφορετική φορολογική μεταχείριση μπορεί να δικαιολογηθεί αντικειμενικά, λαμβανομένων υπόψη της εξουσίας εκτιμήσεως που, κατ’ ανάγκην, αναγνωρίζεται στα κράτη μέλη σε αυτές τις περιπτώσεις και των ειδικών ανησυχιών σχετικά με την κατασπατάληση των φυσικών πόρων, εναπόκειται, τελικά, στην κρίση του εθνικού δικαστηρίου.

    ( 33 ) Πρβλ. αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά World Duty Free Group κ.λπ. (C‑20/15 P και C‑21/15 P, EU:C:2016:981, σκέψη 53), και της 19ης Δεκεμβρίου 2018, A‑Brauerei (C‑374/17, EU:C:2018:1024, σκέψη 19).

    ( 34 ) Πρβλ. απόφαση της 9ης Οκτωβρίου 2014, Ministerio de Defensa και Navantia (C‑522/13, EU:C:2014:2262, σκέψη 48). Για την ακρίβεια, στην κατάσταση εκείνη, αν αποφασίσει να εξαιρέσει ορισμένα πρόσωπα από το πεδίο εφαρμογής ενός φόρου τον οποίο τα εν λόγω πρόσωπα θα όφειλαν να καταβάλουν υπό το πρίσμα του επιδιωκόμενου σκοπού, ένα κράτος μπορεί να θεωρηθεί ότι παραιτήθηκε από φορολογικό πόρο.

    ( 35 ) Πρβλ. απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2015, Eventech (C‑518/13, EU:C:2015:9, σκέψεις 66 έως 68).

    ( 36 ) Πρβλ. απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2016, Orange κατά Επιτροπής (C‑211/15 P, EU:C:2016:798, σκέψεις 64 έως 66).

    ( 37 ) Πρβλ. απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Επιτροπή κατά Ισπανίας κ.λπ. (C‑128/16 P, EU:C:2018:5911, σκέψη 34).

    ( 38 ) Πρβλ., επίσης, αποφάσεις της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, Γερμανία κατά Επιτροπής (C‑156/98, EU:C:2000:467, σκέψη 30), και της 5ης Οκτωβρίου 2000, Γερμανία κατά Επιτροπής (C‑288/96, EU:C:2000:537, σκέψεις 77 και 78). Επομένως, το γεγονός ότι μόνον το 7,2 % των λεκανών που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας μπορεί να χαρακτηριστεί ως ενδοκοινοτική λεκάνη δεν αναιρεί το γεγονός ότι η μη δυνατότητα φορολογήσεως της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται χωρίς τη χρήση διακοινοτικής λεκάνης δεν είναι ικανή να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών ή να νοθεύσει τον ανταγωνισμό.

    ( 39 ) Απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2011, Επιτροπή κατά Ισπανίας και Επιτροπή κατά Government of Gibraltar και Ηνωμένου Βασιλείου (C‑106/09 P και C‑107/09 P, EU:C:2011:732, σκέψεις 73 και 74).

    ( 40 ) Πρβλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, A-Brauerei (C‑374/17, EU:C:2018:1024, σκέψεις 36 και 38).

    ( 41 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 26ης Απριλίου 2018, ANGED (C‑234/16 και C‑235/16, EU:C:2018:281, σκέψη 32).

    ( 42 ) Η διατήρηση, ως κριτηρίου, του σκοπού που επιδιώκεται με το επίμαχο μέτρο θα ερχόταν σε αντίθεση με πάγια νομολογία κατά την οποία τα αίτια και οι σκοποί της δημόσιας παρεμβάσεως δεν ασκούν, κατ’ αρχήν, επιρροή για τον καθορισμό του αν ένα μέτρο συνιστά ενίσχυση. Πρβλ. απόφαση της 2ας Ιουλίου 1974, Ιταλία κατά Επιτροπής (173/73, EU:C:1974:71, σκέψη 13). Επιπλέον, μια τέτοια προσέγγιση θα υποβίβαζε την απαγόρευση των κρατικών ενισχύσεων σε έλεγχο συμφωνίας των χορηγούμενων εξαιρέσεων, όπως συμβαίνει σχετικά με την αρχή της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων, ενώ, κατά το άρθρο 107 ΣΛΕΕ, ο σκοπός του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων έγκειται στην αποτροπή της νοθεύσεως του ανταγωνισμού από τις ενισχύσεις αυτές. Ωστόσο, άπαξ χαρακτηρισθεί ως κρατική ενίσχυση, οι σκοποί τους οποίους επιδιώκει ένα μέτρο μπορεί να έχουν σημασία για την αξιολόγηση του αν η κρατική αυτή ενίσχυση μπορεί να δικαιολογηθεί.

    ( 43 ) Απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2011, Επιτροπή κατά Ισπανίας και Επιτροπή κατά Government of Gibraltar και Ηνωμένου Βασιλείου (C‑106/09 P και C‑107/09 P, EU:C:2011:732, σκέψη 93).

    ( 44 ) Βλ. γνωμοδότηση 928/2014 του ισπανικού Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, η οποία εγκρίθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2014, σχετικά με το βασιλικό διάταγμα 198/2015, όπου υπογραμμίζεται ότι το διάταγμα αυτό «θα έχει συνέπειες στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας».

    ( 45 ) Το ζήτημα που ενδέχεται να ανακύψει ωστόσο είναι αν το πλαίσιο αναφοράς αποτελείται μόνον από τους φόρους που αφορούν την παραγωγή υδροηλεκτρικής ενέργειας ή από το σύνολο των φόρων που επιβάλλονται στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Πάντως, δεδομένου ότι η αγορά υδροηλεκτρικής ενέργειας δεν αποτελεί χωριστή αγορά, θεωρώ ότι το πλαίσιο αναφοράς συνίσταται, κατ’ ανάγκην, από όλους τους φόρους που σχετίζονται με την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.

    ( 46 ) Απόφαση της 26ης Απριλίου 2018, ANGED (C‑236/16, EU:C:2018:291, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    ( 47 ) Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά World Duty Free Group κ.λπ. (C‑20/15 P και C‑21/15 P, EU:C:2016:981, σκέψη 57).

    ( 48 ) Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 26ης Απριλίου 2018, ANGED (C‑236/16, EU:C:2018:291, σκέψη 40).

    ( 49 ) Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, A-Brauerei (C‑374/17, EU:C:2018:1024, σκέψη 39). Στην υπόθεση εκείνη, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο σκοπός του πλαισίου αναφοράς συνίστατο «στην επιβολή φόρου σε κάθε μεταβολή του δικαιούχου των δικαιωμάτων (Rechtsträgerwechsel) επί ακινήτου ή, με άλλα λόγια, στη φορολόγηση κάθε μεταβίβασης του δικαιώματος κυριότητας επί ακινήτου από ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο προς άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, υπό την έννοια του αστικού δικαίου» ενώ τούτο αποτελούσε το μέσο με το οποίο έπρεπε να επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος από τους εν λόγω κανόνες σκοπός, δηλαδή η αύξηση των πόρων του γερμανικού κράτους (σκέψη 39).

    ( 50 ) Απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2006 (C‑88/03, EU:C:2006:511, σκέψη 56).

    ( 51 ) Απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, A-Brauerei (C‑374/17, EU:C:2018:1024, σκέψη 36).

    ( 52 ) Πράγματι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η ύπαρξη επιλεκτικού πλεονεκτήματος πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με το σύνολο αναφοράς. Για παράδειγμα, το Δικαστήριο έκρινε στην απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, Πορτογαλία κατά Επιτροπής (C‑88/03, EU:C:2006:511, σκέψη 56), ότι «ο “κανονικός” φορολογικός συντελεστής είναι ο συντελεστής που ισχύει στη γεωγραφική ζώνη που αποτελεί το πλαίσιο αναφοράς». Στην απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, A-Brauerei (C‑374/17, EU:C:2018:1024, σκέψη 36), το Δικαστήριο έκρινε ότι «[…] ο χαρακτηρισμός ενός εθνικού φορολογικού μέτρου ως “επιλεκτικού” προϋποθέτει […] να αποδειχθεί ότι το επίμαχο φορολογικό μέτρο παρεκκλίνει από το εν λόγω κοινό καθεστώς […]».

    ( 53 ) Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, A-Brauerei (C‑374/17, EU:C:2018:1024, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    ( 54 ) Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 26ης Απριλίου 2018, ANGED (C‑236/16, EU:C:2018:291, σκέψη 31).

    ( 55 ) Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 26ης Απριλίου 2018, ANGED (C‑236/16, EU:C:2018:291, σκέψεις 49 και 50).

    ( 56 ) Πρβλ. αποφάσεις της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, Πορτογαλία κατά Επιτροπής (C‑88/03, EU:C:2006:511, σκέψη 60), και της 11ης Σεπτεμβρίου 2008, UGT-Rioja κ.λπ. (C‑428/06 έως C‑434/06, EU:C:2008:488, σκέψη 141).

    ( 57 ) Απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Remondis (C‑51/15, EU:C:2016:985, σκέψη 40).

    ( 58 ) Απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, Πορτογαλία κατά Επιτροπής (C‑88/03, EU:C:2006:511, σκέψη 60).

    Top