Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62017TJ0778

    Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (ένατο τμήμα) της 24ης Οκτωβρίου 2019 (Αποσπάσματα).
    Autostrada Wielkopolska S.A. κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
    Κρατικές ενισχύσεις – Παραχώρηση αυτοκινητοδρόμου με διόδια – Νόμος που προβλέπει απαλλαγή από την καταβολή διοδίων για ορισμένα οχήματα – Αντιστάθμιση χορηγούμενη από το κράτος μέλος στον παραχωρησιούχο για την απώλεια εσόδων – Σκιώδη διόδια – Απόφαση που κηρύσσει την ενίσχυση ασύμβατη με την εσωτερική αγορά και διατάσσει την ανάκτησή της – Διαδικαστικά δικαιώματα των ενδιαφερομένων – Υποχρέωση ιδιαίτερης επαγρύπνησης της Επιτροπής – Έννοια της κρατικής ενισχύσεως – Πλεονέκτημα – Βελτίωση της αναμενόμενης οικονομικής καταστάσεως του παραχωρησιούχου – Κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς – Άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ – Κρατική ενίσχυση περιφερειακού χαρακτήρα.
    Υπόθεση T-778/17.

    Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

    ECLI identifier: ECLI:EU:T:2019:756

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (ένατο τμήμα)

    της 24ης Οκτωβρίου 2019 ( *1 )

    «Κρατικές ενισχύσεις – Παραχώρηση αυτοκινητοδρόμου με διόδια – Νόμος που προβλέπει απαλλαγή από την καταβολή διοδίων για ορισμένα οχήματα – Αντιστάθμιση χορηγούμενη από το κράτος μέλος στον παραχωρησιούχο για την απώλεια εσόδων – Σκιώδη διόδια – Απόφαση που κηρύσσει την ενίσχυση ασύμβατη με την εσωτερική αγορά και διατάσσει την ανάκτησή της – Διαδικαστικά δικαιώματα των ενδιαφερομένων – Υποχρέωση ιδιαίτερης επαγρύπνησης της Επιτροπής – Έννοια της κρατικής ενισχύσεως – Πλεονέκτημα – Βελτίωση της αναμενόμενης οικονομικής καταστάσεως του παραχωρησιούχου – Κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς – Άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ – Κρατική ενίσχυση περιφερειακού χαρακτήρα»

    Στην υπόθεση T‑778/17,

    Autostrada Wielkopolska S.A., με έδρα το Πόζναν (Πολωνία), εκπροσωπούμενη από τους O. Geiss, D. Tayar και T. Siakka, δικηγόρους,

    προσφεύγουσα,

    κατά

    Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τις L. Armati, K. Herrmann και τον S. Noë,

    καθής,

    υποστηριζόμενης από τη

    Δημοκρατία της Πολωνίας, εκπροσωπούμενη από τους B. Majczyna και M. Rzotkiewicz,

    παρεμβαίνουσα,

    με αντικείμενο προσφυγή, δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως (ΕΕ) 2018/556 της Επιτροπής, της 25ης Αυγούστου 2017, σχετικά με την κρατική ενίσχυση αριθ. SA.35356 (2013/C) (πρώην 2013/NN, πρώην 2012/Ν) που χορήγησε η Πολωνία υπέρ της εταιρείας Autostrada Wielkopolska S.A. (ΕΕ 2018, L 92, σ. 19),

    ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

    συγκείμενο από τους S. Gervasoni (εισηγητή), πρόεδρο, L. Madise και R. da Silva Passos, δικαστές,

    γραμματέας: E. Αρτεμίου, διοικητική υπάλληλος,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 6ης Ιουνίου 2019,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση ( 1 )

    Ιστορικό της διαφοράς

    Γενικό πλαίσιο

    1

    Στις 10 Μαρτίου 1997, κατόπιν διαδικασίας υποβολής προσφορών, η Δημοκρατία της Πολωνίας συνήψε με την προσφεύγουσα, Autostrada Wielkopolska S.A., σύμβαση παραχωρήσεως με αντικείμενο την κατασκευή και εκμετάλλευση του τμήματος του αυτοκινητοδρόμου Α2 το οποίο βρίσκεται μεταξύ Nowy Tomyśl (Πολωνία) και Konin (Πολωνία) (στο εξής: επίμαχο τμήμα του αυτοκινητοδρόμου Α2) για χρονικό διάστημα σαράντα ετών.

    2

    Δυνάμει της συμβάσεως παραχωρήσεως η οποία υπογράφηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 1997, η προσφεύγουσα δεσμεύθηκε να εξασφαλίσει, επωμιζόμενη το κόστος και τους κινδύνους, εξωτερική χρηματοδότηση για την κατασκευή και την εκμετάλλευση του επίμαχου τμήματος του αυτοκινητοδρόμου Α2, με αντάλλαγμα το δικαίωμα να εισπράττει τα καταβαλλόμενα από τους χρήστες του αυτοκινητοδρόμου διόδια. Η σύμβαση αυτή της επέτρεπε επίσης να αυξήσει τα τέλη διοδίων ώστε να μεγιστοποιήσει τα έσοδά της, εντός των ορίων των καθοριζομένων κατά κατηγορία οχημάτων μέγιστων τιμών.

    3

    Μετά την προσχώρησή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2004, η Δημοκρατία της Πολωνίας όφειλε να μεταφέρει την οδηγία 1999/62/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 1999, περί επιβολής τελών στα βαρέα φορτηγά οχήματα που χρησιμοποιούν ορισμένα έργα υποδομής (ΕΕ 1999, L 187, σ. 42), στο πολωνικό δίκαιο. Το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής ορίζει ότι δεν είναι δυνατόν να επιβάλλονται ταυτόχρονα διόδια και τέλη χρήσεως για τη χρήση του ίδιου τμήματος οδού.

    4

    Κατά συνέπεια, το πολωνικό κοινοβούλιο ψήφισε τον ustawa o zmianie ustawy o autostradach płatnych oraz o Krajowym Funduszu Drogowym oraz ustawy o transporcie drogowym (νόμο για την τροποποίηση του νόμου για τους αυτοκινητοδρόμους με διόδια και το Ταμείο Εθνικής Οδοποιίας και του νόμου για την οδική κυκλοφορία), της 28ης Ιουλίου 2005 (Dz. U. αριθ. 155, θέση 1297) (στο εξής: νόμος της 28ης Ιουλίου 2005). Ο νόμος αυτός κατάργησε τη διπλή επιβάρυνση των βαρέων φορτηγών οχημάτων για τη χρήση του ίδιου τμήματος οδού. Ως εκ τούτου, από την 1η Σεπτεμβρίου 2005, τα βαρέα φορτηγά οχήματα που διέθεταν βινιέτα (ειδικό αυτοκόλλητο σήμα καταβολής τέλους για τη χρήση οδών) για χρήση των εθνικών οδών στην Πολωνία απαλλάχθηκαν από την καταβολή διοδίων στους αυτοκινητοδρόμους που αποτελούσαν το αντικείμενο συμβάσεων παραχωρήσεως.

    5

    Σύμφωνα με τον νόμο της 28ης Ιουλίου 2005, οι παραχωρησιούχοι έπρεπε να λάβουν αποζημίωση από το Ταμείο Εθνικής Οδοποιίας για την απώλεια των εσόδων που προκάλεσε η απαλλαγή από την καταβολή διοδίων. Ο νόμος αυτός προέβλεπε ότι οι παραχωρησιούχοι δικαιούνταν επιστροφή η οποία αντιστοιχούσε στο 70 % του ποσού που προέκυπτε από τον πολλαπλασιασμό του πραγματικού αριθμού των διελεύσεων των βαρέων φορτηγών οχημάτων που έφεραν βινιέτα επί την τιμή των σκιωδών διοδίων που είχε συμφωνηθεί με τους παραχωρησιούχους για κάθε κατηγορία βαρέων φορτηγών οχημάτων. Η μείωση στο ποσοστό 70 % που καθορίσθηκε από τον εν λόγω νόμο προοριζόταν να αντισταθμίσει την προβλεπόμενη, μετά την απαλλαγή από την καταβολή διοδίων, αύξηση κυκλοφορίας των βαρέων φορτηγών οχημάτων στους αυτοκινητοδρόμους που αποτελούσαν αντικείμενο παραχώρησης. Ο επίμαχος νόμος προέβλεπε επίσης ότι οι τιμές των σκιωδών διοδίων δεν μπορούσαν να υπερβαίνουν τις πραγματικές τιμές που εφαρμόζονταν στην αντίστοιχη κατηγορία οχημάτων. Διευκρίνιζε, τέλος, ότι η μέθοδος αντισταθμίσεως έπρεπε να καθορισθεί σε κάθε μία από τις συμβάσεις παραχωρήσεως.

    6

    Όσον αφορά την προσφεύγουσα, η μέθοδος αντισταθμίσεως και οι τιμές των σκιωδών διοδίων ορίστηκαν, κατόπιν διαπραγματεύσεως με τις πολωνικές αρχές, στο παράρτημα 6 της συμβάσεως παραχωρήσεως (στο εξής: παράρτημα 6), το οποίο συνομολογήθηκε στις 14 Οκτωβρίου 2005.

    [παραλειπόμενα]

    14

    Με επιστολή της 28ης Νοεμβρίου 2007, η Generalna Dyrekcja dróg krajowych i autostrad (Γενική Διεύθυνση Εθνικών Οδών και Αυτοκινητοδρόμων, Πολωνία) ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι, λόγω αμφιβολιών ως προς την ορθότητα των γενομένων για τις ανάγκες του παραρτήματος 6 παραδοχών, δεν αποδεχόταν την πρόταση για την αναθεώρηση των τιμών των σκιωδών διοδίων. Παρά την επιστολή αυτή, η προσφεύγουσα συνέχισε να λαμβάνει μηνιαίες καταβολές ως σκιώδη διόδια, σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω παραρτήματος. Εν συνεχεία, στις 13 Νοεμβρίου 2008, ο Πολωνός Υπουργός Υποδομών δήλωσε ότι δεν δεσμεύεται από το παράρτημα αυτό, υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι τούτο συνήφθη εκ πλάνης.

    15

    Κατά τη Δημοκρατία της Πολωνίας, η προσφεύγουσα υπερτίμησε τον εσωτερικό βαθμό αποδόσεως του μοντέλου πραγματικής εισπράξεως διοδίων (στο εξής: μοντέλο των πραγματικών διοδίων) χρησιμοποιώντας παρωχημένες προβλέψεις για την κυκλοφορία και τα έσοδα. Κατά την άποψή της, η προσφεύγουσα χρησιμοποίησε μελέτη κυκλοφορίας και εσόδων που είχε εκπονήσει η εταιρία συμβούλων Wilbur Smith Associates (WSA) το 1999 (στο εξής: μελέτη WSA του 1999) ενώ υπήρχε διαθέσιμη πιο πρόσφατη μελέτη του Ιουνίου 2004 (στο εξής: μελέτη WSA του 2004). Κατά την έκθεση της 24ης Σεπτεμβρίου 2010, την οποία παρήγγειλε το πολωνικό Υπουργείο Υποδομών και εκπόνησε η PricewaterhouseCoopers (στο εξής: έκθεση PwC), η χρησιμοποίηση των σχετικών με την κυκλοφορία και τα έσοδα προβλέψεων που διαλαμβάνονται στην έκθεση WSA του 2004 αντί αυτών που διαλαμβάνονται στην έκθεση WSA του 1999 είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του εσωτερικού βαθμού αποδόσεως του μοντέλου των πραγματικών διοδίων από 10,77 % σε 7,42 %.

    16

    Ως εκ τούτου, κατά την άποψη του Πολωνού Υπουργού Υποδομών, η προσφεύγουσα εισέπραξε υπερβολικό ποσό αντισταθμίσεως δυνάμει των σκιωδών διοδίων. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα αρνήθηκε να επιστρέψει το εισπραχθέν υπερβάλλον ποσό που αξίωσε η Δημοκρατία της Πολωνίας, ο εν λόγω Υπουργός ζήτησε να κινηθεί δικαστική διαδικασία για την ανάκτηση του ως άνω υπερβάλλοντος ποσού που είχε εισπραχθεί.

    17

    Ταυτόχρονα, η προσφεύγουσα προσέφυγε ενώπιον διαιτητικού δικαστηρίου κατά της αρνήσεως εκτελέσεως του παραρτήματος 6. Με απόφαση της 20ής Μαρτίου 2013, το διαιτητικό δικαστήριο δικαίωσε την προσφεύγουσα διαπιστώνοντας ότι το εν λόγω παράρτημα ήταν έγκυρο και ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας όφειλε να τηρήσει τις διατάξεις του. Με απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2018, το Sąd Okręgowy w Warszawie, I Wydział Cywilny (περιφερειακό δικαστήριο Βαρσοβίας, πρώτο πολιτικό τμήμα, Πολωνία) απέρριψε την αγωγή ακυρώσεως που άσκησε ο Πολωνός Υπουργός Υποδομών κατά της αποφάσεως του διαιτητικού δικαστηρίου της 20ής Μαρτίου 2013. Κατά της αποφάσεως της 26ης Ιανουαρίου 2018 ασκήθηκε έφεση, η δε σχετική διαδικασία εκκρεμεί ενώπιον του Sąd Apelacyjny w Warszawie (εφετείου Βαρσοβίας, Πολωνία).

    [παραλειπόμενα]

    Η διοικητική διαδικασία και η προσβαλλόμενη απόφαση

    19

    Στις 31 Αυγούστου 2012, η Δημοκρατία της Πολωνίας κοινοποίησε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή μέτρο συνιστάμενο στη χορήγηση στην προσφεύγουσα χρηματικής αντισταθμίσεως, υπό τη μορφή σκιωδών διοδίων, λόγω της απώλειας εσόδων που προκλήθηκε από τον νόμο της 28ης Ιουλίου 2005.

    [παραλειπόμενα]

    21

    Στις 25 Αυγούστου 2017, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση (ΕΕ) 2018/556 της Επιτροπής, της 25ης Αυγούστου 2017, σχετικά με την κρατική ενίσχυση αριθ. SA.35356 (2013/C) (πρώην 2013/NN, πρώην 2012/Ν) που χορήγησε η Πολωνία υπέρ της εταιρείας Autostrada Wielkopolska S.A. (ΕΕ 2018, L 92, σ. 19, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

    [παραλειπόμενα]

    38

    Το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως έχει ως εξής:

    «Άρθρο 1

    Η υπεραντιστάθμιση για την περίοδο από 1ης Σεπτεμβρίου 2005 έως 30 Ιουνίου 2011 ύψους [223,74 εκατομμυρίων ευρώ], η οποία χορηγήθηκε από τη [Δημοκρατία της] Πολωνίας στην [προσφεύγουσα] βάσει τ[ου νόμου της 28ης Ιουλίου 2005], συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης.

    Άρθρο 2

    Η κρατική ενίσχυση που αναφέρεται στο άρθρο 1 είναι παράνομη και χορηγήθηκε κατά παράβαση των υποχρεώσεων κοινοποίησης και αναστολής που απορρέουν από το άρθρο 108 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ.

    Άρθρο 3

    Η κρατική ενίσχυση που αναφέρεται στο άρθρο 1 είναι ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά.

    Άρθρο 4

    1.   Η [Δημοκρατία της] Πολωνίας ανακτά από τον δικαιούχο την ενίσχυση που αναφέρεται στο άρθρο 1 […]».

    [παραλειπόμενα]

    Σκεπτικό

    [παραλειπόμενα]

    Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται προσβολή του δικαιώματος συμμετοχής στη διοικητική διαδικασία

    46

    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή προσέβαλε το δικαίωμά της σε δίκαιη διαδικασία και παραβίασε τις αρχές της χρηστής διοικήσεως και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Ειδικότερα, φρονεί ότι στερήθηκε της δυνατότητας να συμμετάσχει προσηκόντως, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, στην επίσημη διαδικασία έρευνας.

    [παραλειπόμενα]

    51

    Κατά πάγια νομολογία, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας σε κάθε διαδικασία που ενδέχεται να καταλήξει στην έκδοση πράξεως βλαπτικής για το πρόσωπο κατά του οποίου αυτή κινήθηκε αποτελεί θεμελιώδη αρχή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πρέπει να εξασφαλίζεται ακόμη και όταν δεν υφίσταται ειδική ρύθμιση (βλ. απόφαση της 16ης Μαρτίου 2016, Frucona Košice κατά Επιτροπής, T‑103/14, EU:T:2016:152, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    52

    Πάντως, η διοικητική διαδικασία στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων κινείται μόνον κατά του οικείου κράτους μέλους. Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, οι επιχειρήσεις που έχουν λάβει τις ενισχύσεις θεωρούνται απλώς «ενδιαφερόμενοι» και δεν μπορούν οι ίδιες να απαιτήσουν τη διεξαγωγή κατ’ αντιπαράθεση συζητήσεως με την Επιτροπή, όπως αυτή που διενεργείται με το εν λόγω κράτος μέλος (βλ. απόφαση της 16ης Μαρτίου 2016, Frucona Košice κατά Επιτροπής, T‑103/14, EU:T:2016:152, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Τούτο ισχύει ακόμη και στην περίπτωση που το επίμαχο κράτος μέλος και οι επιχειρήσεις που έχουν λάβει τις ενισχύσεις έχουν ενδεχομένως αποκλίνοντα συμφέροντα στο πλαίσιο μιας τέτοιας διαδικασίας (πρβλ. απόφαση της 16ης Μαρτίου 2016, Frucona Košice κατά Επιτροπής, T‑103/14, EU:T:2016:152, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    53

    Συνακόλουθα, η νομολογία αναγνωρίζει στους ενδιαφερομένους κατ’ ουσίαν τον ρόλο πηγών ενημερώσεως της Επιτροπής στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας η οποία κινείται δυνάμει του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Συνεπώς, οι ενδιαφερόμενοι σαφώς δεν μπορούν να επικαλεστούν τα δικαιώματα άμυνας που αναγνωρίζονται στα πρόσωπα κατά των οποίων έχει κινηθεί η διαδικασία, αλλά έχουν απλώς και μόνον το δικαίωμα να συμμετάσχουν στη διοικητική διαδικασία, στον προσήκοντα, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, βαθμό (βλ. απόφαση της 16ης Μαρτίου 2016, Frucona Košice κατά Επιτροπής, T‑103/14, EU:T:2016:152, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    54

    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, καθώς και το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [108 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 1999, L 83, σ. 1), όταν η Επιτροπή αποφασίσει να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας για ένα σχέδιο ενισχύσεως, οφείλει να δώσει στους ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους. Ο κανόνας αυτός έχει τον χαρακτήρα ουσιώδους τύπου κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ (απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2008, Επιτροπή κατά Freistaat Sachsen, C‑334/07, EU:C:2008:709, σκέψη 55). Σχετικά με την υποχρέωση αυτή, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η δημοσίευση ανακοινώσεως στην Επίσημη Εφημερίδα συνιστά πρόσφορο μέσο γνωστοποιήσεως της ενάρξεως μιας διαδικασίας προς όλους τους ενδιαφερομένους, διευκρινίζοντας ότι αποκλειστικός σκοπός της ανακοινώσεως αυτής είναι να συλλέξει η Επιτροπή από τους ενδιαφερομένους όλες τις πληροφορίες που μπορούν να τη διαφωτίσουν ως προς τις μελλοντικές της ενέργειες (βλ. απόφαση της 16ης Μαρτίου 2016, Frucona Košice κατά Επιτροπής, T‑103/14, EU:T:2016:152, σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    55

    Περαιτέρω, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999, η απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας ανακεφαλαιώνει τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία, περιλαμβάνει προκαταρκτική εκτίμηση της Επιτροπής και εκθέτει τους λόγους που δημιουργούν αμφιβολίες σχετικά με τη συμβατότητα του μέτρου με την εσωτερική αγορά. Καθόσον η επίσημη διαδικασία έρευνας έχει ως σκοπό να παράσχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να εμβαθύνει και να αποσαφηνίσει τα ζητήματα που τέθηκαν με την απόφαση περί κινήσεως της εν λόγω διαδικασίας, ιδίως συλλέγοντας τις παρατηρήσεις του οικείου κράτους μέλους και των λοιπών ενδιαφερόμενων μερών, ενδέχεται, κατά την εν λόγω διαδικασία, η Επιτροπή να αποκτήσει νέα στοιχεία ή η ανάλυσή της να σημειώσει πρόοδο. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η τελική απόφαση της Επιτροπής μπορεί να εμφανίζει ορισμένες αποκλίσεις έναντι της αποφάσεώς της περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας, χωρίς, ωστόσο, οι αποκλίσεις αυτές να καθιστούν πλημμελή την τελική απόφαση (απόφαση της 2ας Ιουλίου 2015, Γαλλία και Orange κατά Επιτροπής, T‑425/04 RENV και T‑444/04 RENV, EU:T:2015:450, σκέψη 134).

    56

    Ωστόσο, η Επιτροπή απαιτείται, χωρίς να είναι υποχρεωμένη να παρουσιάζει ολοκληρωμένη ανάλυση σχετικά με την επίμαχη ενίσχυση, να προσδιορίζει επαρκώς, με την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας, το πλαίσιο της έρευνάς της, ώστε να μην καθίσταται γράμμα κενό περιεχομένου το δικαίωμα των ενδιαφερομένων να υποβάλλουν τις παρατηρήσεις τους [απόφαση της 31ης Μαΐου 2006, Kuwait Petroleum (Nederland) κατά Επιτροπής, T‑354/99, EU:T:2006:137, σκέψη 85]. Το Δικαστήριο έχει κρίνει, μεταξύ άλλων, ότι, όταν το νομικό καθεστώς υπό το οποίο ένα κράτος μέλος κοινοποίησε μια σχεδιαζόμενη ενίσχυση αλλάξει προτού η Επιτροπή λάβει την απόφασή της, η τελευταία οφείλει, προτού αποφανθεί, ως υποχρεούται, βάσει των νέων κανόνων, να ζητήσει από τους ενδιαφερομένους να λάβουν θέση επί της συμβατότητας της εν λόγω ενισχύσεως με τους νέους αυτούς κανόνες (βλ. απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2008, Επιτροπή κατά Freistaat Sachsen, C‑334/07 P, EU:C:2008:709, σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Έχει επίσης κριθεί ότι μόνο στην περίπτωση που η Επιτροπή αντιληφθεί, μετά την έκδοση αποφάσεως περί κινήσεως επίσημης διαδικασίας έρευνας, ότι η απόφαση αυτή στηρίζεται είτε σε ελλιπή πραγματικά περιστατικά είτε σε εσφαλμένο νομικό χαρακτηρισμό των εν λόγω πραγματικών περιστατικών, πρέπει να έχει τη δυνατότητα, ή ακόμη και την υποχρέωση, να προσαρμόζει τη θέση της, εκδίδοντας απόφαση περί διορθώσεως ή νέα απόφαση περί κινήσεως διαδικασίας, προκειμένου να δοθεί στα ενδιαφερόμενα μέρη η δυνατότητα να υποβάλουν λυσιτελώς τις παρατηρήσεις τους (πρβλ. απόφαση της 30ής Απριλίου 2019, UPF κατά Επιτροπής, T‑747/17, EU:T:2019:271, σκέψη 76 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Συγκεκριμένα, μόνον σε περίπτωση που η Επιτροπή, μετά την έκδοση αποφάσεως περί κινήσεως διαδικασίας έρευνας, τροποποιήσει τη συλλογιστική της ως προς πραγματικά περιστατικά ή νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών αυτών που αποδεικνύονται καθοριστικά για την εκτίμησή της όσον αφορά την ύπαρξη ενισχύσεως ή τη συμβατότητα της ενισχύσεως αυτής με την εσωτερική αγορά, οφείλει να διορθώσει την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας ή να την επεκτείνει, προκειμένου να παράσχει τη δυνατότητα στα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν λυσιτελώς τις παρατηρήσεις τους (πρβλ. απόφαση της 30ής Απριλίου 2019, UPF κατά Επιτροπής, T‑747/17, EU:T:2019:271, σκέψη 77).

    57

    Υπό το πρίσμα των αρχών αυτών πρέπει να εξετασθεί ο πρώτος λόγος ακυρώσεως.

    58

    Εκ προοιμίου, πρέπει να τονισθεί ότι, όπως ορθώς υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η υπό κρίση υπόθεση διαφέρει από την πλειοψηφία των υποθέσεων σχετικά με ενισχύσεις που χορηγούνται από τα κράτη, στο μέτρο που η Δημοκρατία της Πολωνίας, η οποία είχε συμφέροντα όχι απλώς αποκλίνοντα, αλλά και αντίθετα προς αυτά της προσφεύγουσας, υποστήριξε κατά τη διοικητική διαδικασία ότι το κοινοποιηθέν μέτρο, καθόσον παρείχε στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να λάβει υπερβολική αντιστάθμιση, συνιστά κρατική ενίσχυση ασύμβατη με την εσωτερική αγορά. Στο πλαίσιο αυτό, ήταν ιδιαιτέρως σημαντικό η Επιτροπή να παράσχει στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να υποβάλει λυσιτελώς παρατηρήσεις προκειμένου να διασφαλισθεί ότι οι πληροφορίες βάσει των οποίων μπορεί να αποδειχθεί ότι το κοινοποιηθέν μέτρο δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση ή δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση ασύμβατη με την εσωτερική αγορά μπορούν να περιέλθουν σε γνώση της Επιτροπής. Η διαδικαστική αυτή υποχρέωση ήταν κατά μείζονα λόγο επιβεβλημένη καθόσον η προσφεύγουσα είχε δικαίωμα να αποζημιωθεί λόγω της απαλλαγής από την καταβολή διοδίων στο συγκεκριμένο τμήμα του αυτοκινητοδρόμου Α2 και εκκρεμούσε ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων διαφορά μεταξύ της προσφεύγουσας και της Δημοκρατίας της Πολωνίας ως προς την έκταση της αποζημιώσεως αυτής. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή υπείχε υποχρέωση ιδιαίτερης επαγρυπνήσεως όσον αφορά τον σεβασμό του δικαιώματος συμμετοχής της προσφεύγουσας στη διοικητική διαδικασία.

    59

    Μολονότι, όμως, η Επιτροπή δημοσίευσε την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας έρευνας στην Επίσημη Εφημερίδα και κάλεσε την προσφεύγουσα να υποβάλει στο πλαίσιο αυτό παρατηρήσεις, δεν της παρέσχε εντούτοις, στη συνέχεια, τη δυνατότητα να υποβάλει παρατηρήσεις κατά τη διάρκεια των τριών περίπου ετών που προηγήθηκαν της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Αντιθέτως, από τις αιτιολογικές σκέψεις 8 έως 13 της εν λόγω αποφάσεως προκύπτει ότι, αφού έλαβε τις παρατηρήσεις της προσφεύγουσας στις 7 Οκτωβρίου 2014, η Επιτροπή είχε επανειλημμένως επικοινωνία με τη Δημοκρατία της Πολωνίας χωρίς συμμετοχή της προσφεύγουσας στη διαδικασία. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή διαβίβασε τις παρατηρήσεις της προσφεύγουσας στη Δημοκρατία της Πολωνίας στις 26 Νοεμβρίου 2014 και έλαβε τις παρατηρήσεις του εν λόγω κράτους στις 23 Φεβρουαρίου 2015. Στη συνέχεια ζήτησε συμπληρωματικές πληροφορίες από τη Δημοκρατία της Πολωνίας με επιστολές της 26ης Ιουνίου 2015 και της 20ής Απριλίου 2016, στις οποίες η Πολωνία απάντησε με επιστολές της 10ης και της 17ης Ιουλίου 2015 και της 18ης Μαΐου 2016. Τέλος, στις 7 Δεκεμβρίου 2016, οι υπηρεσίες της Επιτροπής και οι πολωνικές αρχές συμμετείχαν σε τηλεδιάσκεψη, κατόπιν της οποίας η Επιτροπή ζήτησε εκ νέου από τη Δημοκρατία της Πολωνίας συμπληρωματικές πληροφορίες, τις οποίες η Δημοκρατία της Πολωνίας διαβίβασε στις 23 Μαΐου 2017.

    60

    Υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 58 ανωτέρω, λαμβανομένης υπόψη της διάρκειας και της εντάσεως της επικοινωνίας που είχε με τη Δημοκρατία της Πολωνίας μετά την έκδοση της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας έρευνας, η Επιτροπή όφειλε να παράσχει εκ νέου στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να υποβάλει παρατηρήσεις. Η Επιτροπή, παραλείποντας να διασφαλίσει, αφού έλαβε τις παρατηρήσεις της προσφεύγουσας της 7ης Οκτωβρίου 2014, την κατά το προσήκον μέτρο συμμετοχή της προσφεύγουσας στη διοικητική διαδικασία, παρέβη την υποχρέωση ιδιαίτερης επαγρυπνήσεως την οποία υπείχε εν προκειμένω.

    61

    Ωστόσο, το γεγονός ότι η Επιτροπή παρέλειψε να διασφαλίσει τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στις επικοινωνίες που έλαβαν χώρα με τη Δημοκρατία της Πολωνίας μετά την έκδοση της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας, είναι μεν λυπηρό, δεν είναι ωστόσο ικανό να επιφέρει την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως στο μέτρο που, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, ακόμη και χωρίς την παράλειψη αυτή, η νομική ανάλυση που υιοθέτησε η Επιτροπή με την τελευταία αυτή απόφαση δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετική.

    62

    Ειδικότερα, πρέπει να επισημανθεί, πρώτον, ότι, στις 20 Σεπτεμβρίου 2014, η Επιτροπή δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας και κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί του κοινοποιηθέντος μέτρου, όπερ έπραξε η προσφεύγουσα στις 7 Οκτωβρίου 2014.

    63

    Διαπιστώνεται, συναφώς, ότι η απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας μνημονεύει, κατά τρόπο αρκούντως ακριβή, τα κρίσιμα εν προκειμένω πραγματικά και νομικά στοιχεία, περιλαμβάνει προκαταρκτική εκτίμηση και εκθέτει τους λόγους που δημιουργούν αμφιβολίες στην Επιτροπή σχετικά με τη μέθοδο υπολογισμού της αντισταθμίσεως που χορηγήθηκε στην προσφεύγουσα, το ύψος της αντισταθμίσεως αυτής και τη συμβατότητα του κοινοποιηθέντος μέτρου με την εσωτερική αγορά. Η απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας αναφέρει ειδικότερα, στις αιτιολογικές της σκέψεις 76 έως 78, πρώτον, ότι οι αμφιβολίες της Επιτροπής αφορούσαν, μεταξύ άλλων, τον εσωτερικό βαθμό αποδόσεως του μοντέλου των πραγματικών διοδίων, δεύτερον, ότι, κατά την Δημοκρατία της Πολωνίας, η προσφεύγουσα είχε χρησιμοποιήσει μελέτη του 1999 σχετικά με τις προβλέψεις για την κυκλοφορία και τα έσοδα αντί πιο πρόσφατης μελέτης του 2004 και, τρίτον, ότι, αν ο εσωτερικός βαθμός αποδόσεως του μοντέλου των πραγματικών διοδίων ήταν υψηλότερος από τον εσωτερικό βαθμό αποδόσεως του σχεδίου πριν από τη θέσπιση του συστήματος σκιωδών διοδίων, θα επρόκειτο για υπεραντιστάθμιση.

    64

    Δεύτερον, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν στηρίχθηκε, στην προσβαλλόμενη απόφαση, σε πραγματικά περιστατικά ή σε νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών αυτών περιστατικών, τα οποία να ήταν καθοριστικά για τη νομική της ανάλυση κατά την έννοια της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 56 της παρούσας αποφάσεως και να μην είχαν μνημονευθεί στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας ή να είχαν κοινοποιηθεί από τη Δημοκρατία της Πολωνίας μετά την έκδοση της αποφάσεως περί κινήσεως της εν λόγω διαδικασίας.

    65

    Τρίτον, το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίσθηκαν στο πλαίσιο της διαιτησίας έπρεπε να εξετασθούν από την Επιτροπή κατά το διοικητικό στάδιο της διαδικασίας πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν διευκρινίζει τη φύση των επίμαχων στοιχείων και ότι, επιπλέον, η Επιτροπή ήταν δεόντως ενημερωμένη σχετικά με την ύπαρξη και το περιεχόμενο της αποφάσεως του διαιτητικού δικαστηρίου, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 46 της προσβαλλομένης αποφάσεως και από τις παρατηρήσεις της προσφεύγουσας της 7ης Οκτωβρίου 2014.

    [παραλειπόμενα]

    69

    Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η Επιτροπή προσδιόρισε επαρκώς το πλαίσιο της έρευνάς της με την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας και παρέσχε, με τον τρόπο αυτό, στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να της διαβιβάσει όλες τις χρήσιμες πληροφορίες σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά και τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών αυτών περιστατικών που είναι καθοριστικά στο πλαίσιο της προσβαλλομένης αποφάσεως. Από τα ανωτέρω προκύπτει επίσης ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, δεν αποδεικνύεται ότι, αν η Επιτροπή της είχε δώσει τη δυνατότητα να υποβάλει εκ νέου παρατηρήσεις λόγω της επικοινωνίας με τη Δημοκρατία της Πολωνίας που έλαβε χώρα μετά την έκδοση της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας, τούτο θα μπορούσε να ασκήσει επιρροή στη νομική ανάλυση που υιοθετήθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, με αποτέλεσμα μια τέτοια παράλειψη να μην είναι ικανή να επιφέρει την ακύρωση της αποφάσεως αυτής.

    70

    Επομένως, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

    [παραλειπόμενα]

     

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα)

    αποφασίζει:

     

    1)

    Απορρίπτει την προσφυγή.

     

    2)

    Η Autostrada Wielkopolska S.A. φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

     

    3)

    Η Δημοκρατία της Πολωνίας φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

     

    Gervasoni

    Madise

    da Silva Passos

    Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 24 Οκτωβρίου 2019.

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

    ( 1 ) Παρατίθενται μόνον οι σκέψεις των οποίων η δημοσίευση κρίνεται σκόπιμη από το Γενικό Δικαστήριο.

    Top