EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62017CJ0695

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 14ης Μαρτίου 2019.
Metirato Oy κατά Suomen valtio/Verohallinto και Eesti Vabariik/Maksu- ja Tolliamet.
Αίτηση του Helsingin käräjäoikeus για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 2010/24/ΕΕ – Αμοιβαία συνδρομή για την είσπραξη απαιτήσεων σχετικών με φόρους, δασμούς και άλλα μέτρα – Άρθρο 13, παράγραφος 1 – Άρθρο 14, παράγραφος 2 – Αναγκαστική είσπραξη, από τις αρχές του κράτους μέλους που έλαβε την αίτηση, των απαιτήσεων του αιτούντος κράτους μέλους – Διαδικασία σχετικά με αίτημα να περιληφθούν εκ νέου οι απαιτήσεις αυτές στην πτωχευτική περιουσία εταιρίας εγκατεστημένης στο κράτος μέλος που έλαβε την αίτηση – Εναγόμενος στη διαδικασία – Καθορισμός.
Υπόθεση C-695/17.

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2019:209

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 14ης Μαρτίου 2019 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 2010/24/ΕΕ – Αμοιβαία συνδρομή για την είσπραξη απαιτήσεων σχετικών με φόρους, δασμούς και άλλα μέτρα – Άρθρο 13, παράγραφος 1 – Άρθρο 14, παράγραφος 2 – Αναγκαστική είσπραξη, από τις αρχές του κράτους μέλους που έλαβε την αίτηση, των απαιτήσεων του αιτούντος κράτους μέλους – Διαδικασία σχετικά με αίτημα να περιληφθούν εκ νέου οι απαιτήσεις αυτές στην πτωχευτική περιουσία εταιρίας εγκατεστημένης στο κράτος μέλος που έλαβε την αίτηση – Εναγόμενος στη διαδικασία – Καθορισμός»

Στην υπόθεση C‑695/17,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Helsingin käräjäoikeus (πρωτοβάθμιο δικαστήριο Ελσίνκι, Φινλανδία) με απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2017, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 12 Δεκεμβρίου 2017, στο πλαίσιο της δίκης

Metirato Oy, υπό εκκαθάριση,

κατά

Suomen valtio/Verohallinto,

Eesti Vabariik/Maksu- ja Tolliamet,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J.-C. Bonichot, πρόεδρο τμήματος, R. Silva de Lapuerta (εισηγήτρια), Αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, C. Toader, A. Rosas και L. Bay Larsen, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Bobek

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Φινλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την H. Leppo,

η Εσθονική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την N. Grünberg,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους W. Roels και I. Koskinen,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 22ας Νοεμβρίου 2018,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 13, παράγραφος 1, και του άρθρου 14, παράγραφος 2, της οδηγίας 2010/24/ΕΕ του Συμβουλίου, της 16ης Μαρτίου 2010, περί αμοιβαίας συνδρομής για την είσπραξη απαιτήσεων σχετικών με φόρους, δασμούς και άλλα μέτρα (ΕΕ 2010, L 84, σ. 1).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Metirato Oy, αφενός, και του Suomen valtio/Verohallinto (Φινλανδικού Δημοσίου – φορολογικής αρχής) και του Eesti Vabariik/Maksu- ja Tolliamet (Εσθονικού Δημοσίου – φορολογικής αρχής), αφετέρου, σχετικά με αίτημα του συνδίκου της πτωχεύσεως της ως άνω εταιρίας να περιληφθούν εκ νέου στην πτωχευτική περιουσία οι απαιτήσεις τις οποίες εισέπραξαν οι φινλανδικές αρχές κατόπιν αιτήσεως των εσθονικών αρχών.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Κατά τις αιτιολογικές σκέψεις 1 έως 4 της οδηγίας 2010/24:

«(1)

Η αμοιβαία συνδρομή μεταξύ των κρατών μελών για την είσπραξη των αμοιβαίων απαιτήσεών τους και των απαιτήσεων της Ένωσης όσον αφορά ορισμένους φόρους και άλλα μέτρα συμβάλλει στην ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Εξασφαλίζει τη φορολογική ουδετερότητα και επέτρεψε στα κράτη μέλη να άρουν προστατευτικά μέτρα στις διασυνοριακές συναλλαγές που δημιουργούσαν διακρίσεις και είχαν σκοπό την πρόληψη απάτης και δημοσιονομικών απωλειών.

(2)

Οι ρυθμίσεις για την αμοιβαία συνδρομή στον τομέα της είσπραξης θεσπίσθηκαν αρχικά με την οδηγία 76/308/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 1976, περί της αμοιβαίας συνδρομής για την είσπραξη απαιτήσεων που προκύπτουν από ενέργειες οι οποίες αποτελούν μέρος του συστήματος χρηματοδοτήσεως του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων καθώς και από γεωργικές εισφορές και δασμούς [(ΕΕ ειδ. έκδ. 02/002, σ. 126)]. Η εν λόγω οδηγία και οι πράξεις που την τροποποιούν είχαν κωδικοποιηθεί με την οδηγία 2008/55/ΕΚ του Συμβουλίου, της 26ης Μαΐου 2008, για την αμοιβαία συνδρομή για την είσπραξη απαιτήσεων σχετικών με ορισμένες εισφορές, δασμούς, φόρους και άλλα μέτρα [(ΕΕ 2008, L 150, σ. 28)].

(3)

Ωστόσο, οι εν λόγω ρυθμίσεις, μολονότι αποτελούσαν ένα πρώτο βήμα προόδου για την καθιέρωση βελτιωμένων διαδικασιών είσπραξης εντός της Κοινότητας με τη σύγκλιση των ισχυόντων εθνικών κανόνων, έχουν αποδειχθεί ανεπαρκείς για την κάλυψη των απαιτήσεων της εσωτερικής αγοράς, όπως έχει εξελιχθεί τα τελευταία 30 χρόνια.

(4)

Για την καλύτερη διασφάλιση των οικονομικών συμφερόντων των κρατών μελών και της ουδετερότητας της εσωτερικής αγοράς, είναι ανάγκη να διευρυνθεί το πεδίο εφαρμογής της αμοιβαίας συνδρομής για την είσπραξη απαιτήσεων σχετικών με φόρους και δασμούς, οι οποίες δεν καλύπτονται ακόμη από αμοιβαία συνδρομή για την είσπραξη, ενώ, προκειμένου να αντιμετωπισθεί η αύξηση των αιτήσεων συνδρομής και να εξασφαλισθούν καλύτερα αποτελέσματα, η συνδρομή αυτή θα πρέπει να καταστεί αποδοτικότερη και ουσιαστικότερη και να διευκολυνθεί στην πράξη. Για την εκπλήρωση των στόχων αυτών, απαιτούνται σημαντικές προσαρμογές και δεν επαρκεί απλώς η τροποποίηση της ισχύουσας οδηγίας 2008/55/ΕΚ. Η οδηγία αυτή θα πρέπει, επομένως, να καταργηθεί και να αντικατασταθεί από νέα νομική πράξη, η οποία θα αξιοποιεί τα επιτεύγματα της οδηγίας 2008/55/ΕΚ και θα προβλέπει σαφέστερους και ακριβέστερους κανόνες, όπου απαιτείται.»

4

Το άρθρο 1 της οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία καθορίζει τους κανόνες βάσει των οποίων τα κράτη μέλη πρέπει να παρέχουν συνδρομή για την είσπραξη σε κάθε κράτος μέλος οποιωνδήποτε απαιτήσεων αναφέρονται στο άρθρο 2, οι οποίες γεννώνται σε ένα άλλο κράτος μέλος.»

5

Το άρθρο 10 της ίδιας οδηγίας έχει ως εξής:

«1.   Κατόπιν αιτήσεως της αιτούσας αρχής, η αποδέκτρια αρχή υποχρεούται να εισπράττει απαιτήσεις, οι οποίες αποτελούν το αντικείμενο τίτλου που επιτρέπει την εκτέλεση της είσπραξης στο αιτούν κράτος μέλος.

2.   Η αιτούσα αρχή, μόλις λάβει γνώση, απευθύνει στην αποδέκτρια αρχή όλες τις χρήσιμες πληροφορίες που αναφέρονται στην υπόθεση, η οποία αποτελούσε την αιτία της αίτησης είσπραξης.»

6

Το άρθρο 13 της οδηγίας 2010/24 ορίζει τα εξής:

«1.   Για τον σκοπό της είσπραξης στο κράτος μέλος που λαμβάνει την αίτηση, κάθε απαίτηση που αποτελεί αντικείμενο αίτησης είσπραξης εξετάζεται ως απαίτηση του κράτους μέλους που λαμβάνει την αίτηση, εκτός εάν η παρούσα οδηγία ορίζει άλλως. Η αποδέκτρια αρχή ασκεί τις προβλεπόμενες από τις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις εξουσίες και διαδικασίες που ισχύουν στο κράτος μέλος στο οποίο υπάγεται για απαιτήσεις σχετικά με τον ίδιο ή, απουσία ιδίου, παρόμοιο φόρο ή δασμό, πλην των περιπτώσεων για τις οποίες προβλέπεται άλλως στην παρούσα οδηγία.

[…]

Το κράτος μέλος που λαμβάνει την αίτηση δεν υποχρεούται να χορηγεί σε απαιτήσεις άλλων κρατών μελών τις προτιμήσεις που χορηγεί σε παρόμοιες απαιτήσεις στο έδαφός του, εκτός εάν έχει συμφωνηθεί διαφορετική ρύθμιση μεταξύ των οικείων κρατών μελών ή προβλέπεται στο δίκαιο του κράτους μέλους που λαμβάνει την αίτηση. Εάν ένα κράτος μέλος χορηγήσει προτιμήσεις σε απαιτήσεις άλλου κράτους μέλους δεν μπορεί να αρνηθεί τη χορήγηση των ίδιων προτιμήσεων στις αυτές ή σε παρόμοιες απαιτήσεις άλλων κρατών μελών υπό τις αυτές προϋποθέσεις.

[…]

5.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 20 παράγραφος 1, η αποδέκτρια αρχή διαβιβάζει στην αιτούσα αρχή τα ποσά που εισέπραξε σε σχέση με την απαίτηση και τους τόκους που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 4 του παρόντος άρθρου.»

7

Κατά το άρθρο 14 της οδηγίας:

«1.   Οι διαφορές σχετικά με την απαίτηση, τον αρχικό τίτλο, ο οποίος επιτρέπει την εκτέλεση στο αιτούν κράτος μέλος, ή τον ομοιόμορφο τίτλο, ο οποίος επιτρέπει την εκτέλεση στο κράτος μέλος που λαμβάνει την αίτηση και διαφορές σχετικά με το κύρος της κοινοποίησης από την αρμόδια αρχή του αιτούντος κράτους μέλους, εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των αρμόδιων οργάνων του αιτούντος κράτους μέλους. Εάν ένα ενδιαφερόμενο μέρος αμφισβητήσει στην πορεία της διαδικασίας είσπραξης την απαίτηση, τον αρχικό τίτλο που επιτρέπει την εκτέλεση στο αιτούν κράτος μέλος ή τον ομοιόμορφο τίτλο, ο οποίος επιτρέπει την εκτέλεση στο κράτος μέλος που λαμβάνει την αίτηση, η αποδέκτρια αρχή πληροφορεί το μέρος αυτό ότι πρέπει να φέρει την εν λόγω αγωγή ενώπιον του αρμόδιου οργάνου του αιτούντος κράτους μέλους, σύμφωνα με το δίκαιο που ισχύει σε αυτό.

2.   Διαφορές σχετικά με τα μέτρα εκτέλεσης τα οποία ελήφθησαν στο κράτος μέλος που λαμβάνει την αίτηση ή σχετικά με την εγκυρότητα της κοινοποίησης της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους που λαμβάνει την αίτηση φέρονται ενώπιον του αρμόδιου οργάνου του εν λόγω κράτους μέλους σύμφωνα με τις δικές του νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις.

3.   Όταν ασκηθεί αγωγή όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 ενώπιον του αρμόδιου οργάνου του αιτούντος κράτους μέλους, η αιτούσα αρχή πληροφορεί την αποδέκτρια αρχή σχετικά και αναφέρει τον βαθμό στον οποίο δεν αμφισβητείται η απαίτηση.

4.   Μόλις η αποδέκτρια αρχή λάβει τις πληροφορίες, οι οποίες αναφέρονται στην παράγραφο 3, είτε από την αιτούσα αρχή είτε από το ενδιαφερόμενο μέρος, αναστέλλει τη διαδικασία της εκτέλεσης όσον αφορά το αμφισβητούμενο μέρος της απαίτησης, ενώ εκκρεμεί η απόφαση του αρμόδιου στο θέμα αυτό οργάνου, εκτός εάν η αιτούσα αρχή υποβάλει διαφορετικό αίτημα σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.

Κατόπιν αιτήσεως της αιτούσας αρχής, ή αν άλλως κριθεί αναγκαίο και με την επιφύλαξη του άρθρου 16, η αποδέκτρια αρχή δύναται να λαμβάνει ασφαλιστικά μέτρα προκειμένου να εγγυηθεί την είσπραξη, εφόσον οι νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις που ισχύουν στο κράτος μέλος στο οποίο έχει την έδρα της επιτρέπουν την ενέργεια αυτή.

Η αιτούσα αρχή δύναται, σύμφωνα με τις νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις και τις διοικητικές πρακτικές που ισχύουν στο κράτος μέλος όπου έχει την έδρα της, να ζητεί από την αποδέκτρια αρχή να εισπράξει αμφισβητούμενη απαίτηση ή το αμφισβητούμενο μέρος της απαίτησης, εφόσον οι συναφείς νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις και οι διοικητικές πρακτικές που ισχύουν στο κράτος μέλος που λαμβάνει την αίτηση το επιτρέπουν. […]

[…]»

8

Το άρθρο 16, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«Κατόπιν αιτήσεως της αιτούσας αρχής, η αποδέκτρια αρχή λαμβάνει ασφαλιστικά μέτρα, εφόσον αυτό προβλέπεται από το εθνικό της δίκαιο και σύμφωνα με τις διοικητικές της πρακτικές, για να εγγυηθεί την είσπραξη όταν μια απαίτηση ή ο τίτλος που επιτρέπει την εκτέλεση στο αιτούν κράτος μέλος αμφισβητείται κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης, ή εάν η απαίτηση δεν αποτελεί ακόμη αντικείμενο τίτλου που επιτρέπει την εκτέλεση στο αιτούν κράτος μέλος, εφόσον τα ασφαλιστικά μέτρα είναι επίσης δυνατά, σε παρεμφερείς καταστάσεις, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και τις διοικητικές πρακτικές του αιτούντος κράτους μέλους.»

Το φινλανδικό δίκαιο

9

Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, του laki takaisinsaannista konkurssipesään (νόμου για την πτωχευτική ανάκληση), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, μια πράξη ανακαλείται, μεταξύ άλλων όταν, αφ’ εαυτής ή σε συνδυασμό με άλλα μέτρα, ευνόησε αδικαιολόγητα πιστωτή εις βάρος των λοιπών πιστωτών. Προϋπόθεση για την ανάκληση αυτή είναι ότι, κατά τον χρόνο διενέργειας της πράξεως, ο οφειλέτης ήταν αφερέγγυος ή η εν λόγω πράξη προκάλεσε εν μέρει την αφερεγγυότητα του οφειλέτη.

10

Το άρθρο 10 του ίδιου νόμου προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι η καταβολή χρέους που πραγματοποιείται σε χρόνο μικρότερο των τριών μηνών πριν από την ημερομηνία αναφοράς ανακαλείται, αν το ποσό της καταβολής είναι σημαντικό σε σχέση με το ύψος της πτωχευτικής περιουσίας. Ωστόσο, η καταβολή αυτή δεν ανακαλείται αν, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων, μπορεί να θεωρηθεί συνήθης συναλλαγή.

11

Δυνάμει του άρθρου 23 του εν λόγω νόμου, ο σύνδικος της πτωχεύσεως ή πιστωτής ο οποίος έχει αναγγείλει την απαίτησή του ή του οποίου η απαίτηση λαμβάνεται υπόψη με οποιονδήποτε άλλο τρόπο στον πίνακα πιστωτών μπορούν να ζητήσουν την ανάκληση είτε με την άσκηση αγωγής είτε με την άσκηση ανακοπής κατά της αναγγελίας απαιτήσεως. Η εν λόγω αγωγή μπορεί να ασκηθεί ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου το οποίο κήρυξε την πτώχευση.

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

12

Στις 18 Απριλίου 2012 η φορολογική και τελωνειακή αρχή της Δημοκρατίας της Εσθονίας απηύθυνε, δυνάμει του άρθρου 10 της οδηγίας 2010/24, αίτηση είσπραξης στη φινλανδική φορολογική αρχή σχετικά με φόρους καθώς και τους οφειλόμενους επ’ αυτών τόκους, ήτοι για συνολικό ποσό 28754,50 ευρώ, που έπρεπε να καταβάλει η Metirato.

13

Κατόπιν της αιτήσεως αυτής, η φινλανδική φορολογική αρχή κοινοποίησε στην επιφορτισμένη με την αναγκαστική είσπραξη απαιτήσεων φινλανδική αρχή τις απαιτήσεις της και τις απαιτήσεις του Εσθονικού Δημοσίου, με σκοπό την είσπραξή τους.

14

Στις 12 Φεβρουαρίου 2013 η Metirato κατέβαλε οικειοθελώς στην αρχή αυτή το ποσό των 17500 ευρώ, εκ των οποίων 15837,67 ευρώ διαβιβάστηκαν στη φινλανδική φορολογική αρχή, η οποία απέδωσε 15541,67 ευρώ στο Εσθονικό Δημόσιο, βάσει της ως άνω αίτησης είσπραξης.

15

Στις 23 Απριλίου 2013 η Metirato κατέβαλε οικειοθελώς 17803 ευρώ επιπλέον στη φινλανδική φορολογική αρχή.

16

Στις 8 Μαΐου 2013 το Helsingin käräjäoikeus (πρωτοβάθμιο δικαστήριο Ελσίνκι, Φινλανδία) κήρυξε τη Metirato σε πτώχευση, κατόπιν αιτήσεώς της.

17

Στις 10 Σεπτεμβρίου 2013 η εσθονική φορολογική αρχή απηύθυνε στη φινλανδική φορολογική αρχή δεύτερη αίτηση είσπραξης, περιλαμβάνουσα, μεταξύ άλλων, το οφειλόμενο υπόλοιπο της απαίτησης που αφορούσε η πρώτη αίτηση είσπραξης, ήτοι ποσό 8840,17 ευρώ. Η φινλανδική φορολογική αρχή βασίστηκε στη δεύτερη αυτή αίτηση για να αναγγείλει, στις 17 Σεπτεμβρίου 2013, πέραν των δικών της απαιτήσεων, τις απαιτήσεις του Εσθονικού Δημοσίου έναντι της Metirato.

18

Στις 8 Μαΐου 2014 ο σύνδικος της πτωχεύσεως της Metirato άσκησε ανακλητική αγωγή κατά του Φινλανδικού Δημοσίου και της φινλανδικής φορολογικής αρχής ενώπιον του Helsingin käräjäoikeus (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου Ελσίνκι), ζητώντας, σύμφωνα με τα άρθρα 5 και 10 του νόμου για την πτωχευτική ανάκληση, να περιληφθεί εκ νέου στην πτωχευτική περιουσία της Metirato το σύνολο των καταβληθέντων ποσών.

19

Η ανακλητική αγωγή στηρίζεται στα επιχειρήματα ότι, αφενός, η φινλανδική φορολογική αρχή ευνοήθηκε αδικαιολογήτως εις βάρος των λοιπών πιστωτών λόγω της καταβολής οφειλόμενων από μακρού χρόνου φόρων, ενώ η Metirato ήταν ήδη αφερέγγυα και η φορολογική αρχή όφειλε να το γνωρίζει, και, αφετέρου, η Metirato, κατά τη διάρκεια της κρίσιμης περιόδου, ήτοι μεταξύ της 25ης Ιανουαρίου και της 8ης Μαΐου 2013, κατέβαλε για τη φορολογική οφειλή της σημαντικό ποσό σε σχέση με το ύψος της πτωχευτικής περιουσίας.

20

Η εν λόγω αγωγή στρέφεται κατά του Φινλανδικού Δημοσίου και της φινλανδικής φορολογικής αρχής και, στην περίπτωση που αυτοί δεν νομιμοποιούνται παθητικώς όσον αφορά το ποσό των 15541,67 ευρώ, κατά του Εσθονικού Δημοσίου.

21

Το Φινλανδικό Δημόσιο αντέκρουσε την αγωγή του συνδίκου της πτωχεύσεως της Metirato ισχυριζόμενο, μεταξύ άλλων, ότι, καθόσον επρόκειτο για ποσό εισπραχθέν από το Εσθονικό Δημόσιο, η αγωγή αυτή έπρεπε να στραφεί κατ’ αυτού. Το Φινλανδικό Δημόσιο φρονεί ότι, παρέχοντας, κατά το άρθρο 10 της οδηγίας 2010/24, διοικητική συνδρομή στις εσθονικές αρχές, ενήργησε απλώς ως αντιπρόσωπος των εσθονικών φορολογικών αρχών, ότι ουδέποτε περιήλθε σε αυτό το εν λόγω ποσό και ότι η αποστολή του περατώθηκε όταν πραγματοποιήθηκε η είσπραξη, με αποτέλεσμα το αίτημα του συνδίκου της πτωχεύσεως της Metirato για το εν λόγω ποσό να πρέπει να απευθυνθεί στην εσθονική φορολογική αρχή.

22

Το Εσθονικό Δημόσιο αντέκρουσε την εν λόγω αγωγή για τον λόγο ότι, κατά την άποψή του, από τις διατάξεις του άρθρου 13, παράγραφος 1, και του άρθρου 14, παράγραφος 2, της οδηγίας 2010/24 προκύπτει ότι, καθόσον το αίτημα του συνδίκου της πτωχεύσεως της Metirato αφορά ποσό εισπραχθέν από τη φινλανδική διοικητική αρχή, μόνον αυτή μπορεί να νομιμοποιείται παθητικώς στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας πτωχευτικής ανακλήσεως.

23

Υπό τις συνθήκες αυτές το Helsingin käräjäoikeus (πρωτοβάθμιο δικαστήριο Ελσίνκι) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Πρέπει το άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 2010/24, καθόσον προβλέπει ότι απαιτήσεις οι οποίες εισπράττονται βάσει αιτήσεως εισπράξεως πρέπει να εξετάζονται στο κράτος μέλος που λαμβάνει την αίτηση ως απαιτήσεις αυτού του κράτους μέλους, να ερμηνευθεί υπό την έννοια:

α)

ότι το κράτος μέλος που λαμβάνει την αίτηση είναι επίσης διάδικος στην ένδικη διαδικασία με αντικείμενο να περιληφθούν εκ νέου στην πτωχευτική περιουσία τα καταβληθέντα κατόπιν της εισπράξεως ποσά, ή

β)

ότι το κράτος μέλος που λαμβάνει την αίτηση μεριμνά μόνο για την είσπραξη της απαιτήσεως στο πλαίσιο της αναγκαστικής εκτελέσεως και για την αναγγελία της απαιτήσεως στην πτωχευτική διαδικασία, ενώ η ανακλητική αγωγή η οποία αφορά το ύψος της πτωχευτικής περιουσίας πρέπει να στρέφεται κατά του αιτούντος κράτους μέλους;

2)

Έχει η οδηγία [2010/24] την έννοια ότι απαιτήσεις άλλου κράτους μέλους εισπράττονται, βάσει αιτήσεως εισπράξεως, με τα ίδια μέσα, πλην όμως κατά τρόπο ώστε τα εισπραττόμενα ποσά να παραμένουν χωριστά και να μην ενσωματώνονται στην περιουσία του κράτους που λαμβάνει την αίτηση, ή μήπως έχει την έννοια ότι τα ποσά αυτά εισπράττονται από κοινού με τις δικές του απαιτήσεις, ώστε να ενσωματώνονται στην περιουσία του κράτους που λαμβάνει την αίτηση; Με άλλη διατύπωση: είναι σκοπός της οδηγίας [2010/24] μόνο να απαγορεύσει τη δυσμενέστερη μεταχείριση των απαιτήσεων άλλου κράτους;

3)

Μπορεί ένδικη διαφορά που αφορά πτωχευτική ανάκληση να εξομοιωθεί με διαφορά σχετικά με μέτρα εκτελέσεως κατά την έννοια του άρθρου 14, παράγραφος 2, [της οδηγίας 2010/24] και μπορεί να συναχθεί εξ αυτού ότι, σύμφωνα με την οδηγία, το κράτος μέλος που λαμβάνει την αίτηση νομιμοποιείται επίσης παθητικώς σε αυτήν την ένδικη διαφορά;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

24

Με τα ερωτήματά του, τα οποία πρέπει να συνεξεταστούν, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 13, παράγραφος 1, και το άρθρο 14, παράγραφος 2, της οδηγίας 2010/24 έχουν την έννοια ότι, αφενός, έχουν εφαρμογή σε διαδικασία με σκοπό να περιληφθούν εκ νέου στην πτωχευτική περιουσία εταιρίας εγκατεστημένης στο κράτος μέλος που έλαβε την αίτηση είσπραξης απαιτήσεις που εισπράχθηκαν κατόπιν αιτήσεως του αιτούντος κράτους μέλους, όταν η διαδικασία αυτή στηρίζεται σε προσβολή των μέτρων εκτέλεσης, κατά το άρθρο 14, παράγραφος 2, και ότι, αφετέρου, το κράτος μέλος που έλαβε την αίτηση, κατά τις ως άνω διατάξεις, νομιμοποιείται παθητικώς στην εν λόγω διαδικασία, και αν ασκεί συναφώς επιρροή η ενσωμάτωση ή μη ενσωμάτωση του ποσού των απαιτήσεων αυτών στην περιουσία του εν λόγω κράτους μέλους.

25

Εν προκειμένω, υπενθυμίζεται ότι, με την αγωγή του, ο σύνδικος της πτωχεύσεως της Metirato αμφισβητεί το κύρος, κατά το φινλανδικό δίκαιο, της είσπραξης απαιτήσεων στην οποία προέβη η επιφορτισμένη με την είσπραξη απαιτήσεων του Δημοσίου φινλανδική αρχή προκειμένου να εισπραχθούν απαιτήσεις του Φινλανδικού Δημοσίου και του Εσθονικού Δημοσίου κατά της εν λόγω εταιρίας.

26

Στο μέτρο που η διαδικασία αναγκαστικής είσπραξης απαιτήσεων κινήθηκε για την εκτέλεση αίτησης είσπραξης την οποία απηύθυναν, βάσει της οδηγίας 2010/24, οι εσθονικές αρχές στις φινλανδικές αρχές, η διαδικασία αυτή συνιστά μέτρο εκτέλεσης ληφθέν από το κράτος μέλος που έλαβε την αίτηση, κατά την έννοια του άρθρου 14, παράγραφος 2, της οδηγίας.

27

Συνεπώς, κατά τη διάταξη αυτή, διαφορά αποσκοπούσα στην αμφισβήτηση της διεξαγωγής και της έκβασης της ως άνω διαδικασίας, όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, συνιστά διαφορά σχετικά με μέτρο εκτέλεσης ληφθέν στο κράτος μέλος που έλαβε την αίτηση και, επομένως, πρέπει να αχθεί ενώπιον του αρμόδιου οργάνου αυτού του κράτους μέλους, εν προκειμένω, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας, σύμφωνα με τις εφαρμοστέες στο κράτος αυτό νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις.

28

Ωστόσο, δεδομένου ότι το γράμμα της εν λόγω διάταξης δεν διευκρινίζει αν στο πλαίσιο τέτοιας διαφοράς νομιμοποιείται παθητικώς το αιτούν κράτος μέλος ή το κράτος που λαμβάνει την αίτηση, πρέπει να εξεταστεί αν ο εναγόμενος μπορεί να καθοριστεί με γνώμονα τη γενική οικονομία και τον σκοπό της οδηγίας 2010/24.

29

Όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 1 έως 4, η οδηγία αποσκοπεί στη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 76/308, η οποία κωδικοποιήθηκε με την οδηγία 2008/55, για να καλύψει την είσπραξη μη καλυπτόμενων από αυτήν απαιτήσεων προκειμένου να διασφαλιστούν καλύτερα τα οικονομικά συμφέροντα των κρατών μελών και η ουδετερότητα της εσωτερικής αγοράς καθώς και να καταστεί η αμοιβαία συνδρομή για την είσπραξη αποδοτικότερη και ουσιαστικότερη και να διευκολυνθεί στην πράξη, ώστε να μπορέσει να αντιμετωπισθεί η αύξηση των αιτήσεων συνδρομής.

30

Σύμφωνα με το άρθρο 1, η οδηγία 2010/24 καθορίζει τους κανόνες βάσει των οποίων τα κράτη μέλη πρέπει να παρέχουν συνδρομή για την είσπραξη σε κάθε κράτος μέλος απαιτήσεων οι οποίες γεννώνται σε ένα άλλο κράτος μέλος.

31

Όσον αφορά τα μέτρα που λαμβάνονται από το κράτος μέλος που λαμβάνει την αίτηση για είσπραξη, στο κράτος αυτό, απαίτησης που αποτελεί το αντικείμενο αίτησης είσπραξης, η αποδέκτρια αρχή πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 2010/24, να ασκεί τις προβλεπόμενες από τις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις που ισχύουν στο εν λόγω κράτος μέλος εξουσίες και να εφαρμόζει τις προβλεπόμενες από τις διατάξεις αυτές διαδικασίες, καθόσον κάθε απαίτηση αποτελούσα το αντικείμενο τέτοιας αίτησης εξετάζεται ως απαίτηση του κράτους μέλους που λαμβάνει την αίτηση, εκτός αν η εν λόγω οδηγία ορίζει άλλως.

32

Ομοίως, το άρθρο 14, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, καθώς και το άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2010/24 προβλέπουν τη δυνατότητα της αποδέκτριας αρχής να λαμβάνει, κατόπιν αιτήσεως της αιτούσας αρχής, ασφαλιστικά μέτρα προκειμένου να εγγυηθεί την είσπραξη αμφισβητούμενης απαίτησης, εφόσον το επιτρέπει η εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους που λαμβάνει την αίτηση είσπραξης.

33

Εξάλλου, το άρθρο 14 της οδηγίας 2010/24 προβλέπει κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ των αρχών του αιτούντος κράτους μέλους και των αρχών του κράτους μέλους που λαμβάνει την αίτηση για την επίλυση των διαφορών που αφορούν, αφενός, την απαίτηση, τον αρχικό τίτλο ο οποίος επιτρέπει την εκτέλεση στο αιτούν κράτος μέλος, τον ομοιόμορφο τίτλο ο οποίος επιτρέπει την εκτέλεση στο κράτος μέλος που λαμβάνει την αίτηση ή το κύρος της κοινοποίησης από την αρμόδια αρχή του αιτούντος κράτους μέλους, καθώς και, αφετέρου, τα μέτρα εκτέλεσης τα οποία ελήφθησαν στο κράτος μέλος που λαμβάνει την αίτηση ή την εγκυρότητα της κοινοποίησης στην οποία προέβη η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους που λαμβάνει την αίτηση.

34

Αυτή η κατανομή αρμοδιοτήτων είναι η φυσική συνέπεια του γεγονότος ότι η απαίτηση και οι εκτελεστοί τίτλοι για την είσπραξή της θεμελιώνονται στους κανόνες δικαίου που ισχύουν στο αιτούν κράτος μέλος, ενώ τα μέτρα εκτέλεσης λαμβάνονται στο κράτος μέλος που λαμβάνει την αίτηση, σύμφωνα με τις εφαρμοστέες στο κράτος αυτό διατάξεις (βλ., όσον αφορά την οδηγία 76/308, απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2010, Kyrian, C‑233/08, EU:C:2010:11, σκέψη 40).

35

Επομένως, δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2010/24, κάθε αμφισβήτηση της απαίτησης, του αρχικού τίτλου ο οποίος επιτρέπει την εκτέλεση στο αιτούν κράτος μέλος, του ομοιόμορφου τίτλου ο οποίος επιτρέπει την εκτέλεση στο κράτος μέλος που λαμβάνει την αίτηση ή της κοινοποίησης από την αρμόδια αρχή του αιτούντος κράτους μέλους πρέπει να φέρεται ενώπιον των αρμόδιων οργάνων του εν λόγω κράτους μέλους και όχι ενώπιον εκείνων του κράτους μέλους που λαμβάνει την αίτηση, των οποίων η εξουσία ελέγχου περιορίζεται ρητώς, κατά το άρθρο 14, παράγραφος 2, στις πράξεις του τελευταίου κράτους μέλους (απόφαση της 26ης Απριλίου 2018, Donnellan, C‑34/17, EU:C:2018:282, σκέψεις 43 και 44).

36

Αντιθέτως, οι διαφορές που αφορούν τα μέτρα εκτέλεσης που ελήφθησαν στο κράτος μέλος που έλαβε την αίτηση ή το κύρος κοινοποίησης της αποδέκτριας αρχής φέρονται ενώπιον του αρμόδιου οργάνου αυτού του κράτους μέλους, σύμφωνα με τις νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις του, δεδομένου ότι το όργανο αυτό είναι σε θέση να ερμηνεύσει καλύτερα το εθνικό του δίκαιο και να εκτιμήσει τη νομιμότητα μιας πράξεως βάσει του δικαίου αυτού (βλ., όσον αφορά την οδηγία 76/308, απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2010, Kyrian, C‑233/08, EU:C:2010:11, σκέψεις 39, 40 και 49).

37

Συνεπώς, από τις διατάξεις της οδηγίας 2010/24 προκύπτει ότι, αφενός, τα μέτρα εκτέλεσης που λαμβάνονται από το κράτος μέλος που λαμβάνει την αίτηση διέπονται από την εφαρμοστέα στο εν λόγω κράτος μέλος νομοθεσία, και, αφετέρου, οι διαφορές σχετικά με τα ως άνω μέτρα πρέπει να φέρονται ενώπιον του αρμόδιου οργάνου του κράτους μέλους που λαμβάνει την αίτηση, το οποίο πρέπει να τις εξετάσει υπό το πρίσμα των διατάξεων του εθνικού του δικαίου.

38

Το γεγονός ότι η διαφορά αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο διαδικασίας με σκοπό να περιληφθούν εκ νέου περιουσιακά στοιχεία στην πτωχευτική περιουσία εταιρίας εγκατεστημένης στο κράτος μέλος που έλαβε την αίτηση δεν μπορεί να αναιρέσει τους προβλεπόμενους από τον νομοθέτη της Ένωσης κανόνες σχετικά με την επίλυση της διαφοράς, δεδομένου ότι, για την εφαρμογή των ως άνω κανόνων, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν έκανε διάκριση αναλόγως της φύσης της διαδικασίας στο πλαίσιο της οποίας ανακύπτει η εν λόγω διαφορά.

39

Κατά συνέπεια, όπως παρατήρησε εν ολίγοις ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 45 έως 47 των προτάσεών του, από τη γενική οικονομία και τον σκοπό της οδηγίας 2010/24 προκύπτει ότι αγωγή, όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, με την οποία αμφισβητείται, ενώπιον του αρμόδιου οργάνου του κράτους μέλους που έλαβε την αίτηση, το κύρος, υπό το πρίσμα του δικαίου του εν λόγω κράτους μέλους, διαδικασίας αναγκαστικής είσπραξης η οποία κινήθηκε, σύμφωνα με το δίκαιο αυτό, από τις αρχές του εν λόγω κράτους μέλους για την είσπραξη, βάσει της ως άνω οδηγίας, απαιτήσεων του αιτούντος κράτους μέλους, πρέπει να στραφεί κατά του κράτους μέλους που έλαβε την αίτηση, ακόμη και αν η αμφισβήτηση αυτή εμπίπτει στο πλαίσιο διαδικασίας με σκοπό να περιληφθούν εκ νέου περιουσιακά στοιχεία στην πτωχευτική περιουσία εταιρίας εγκατεστημένης στο εν λόγω κράτος μέλος.

40

Εξάλλου, ελλείψει καθορισμού, στην οδηγία 2010/24, του τρόπου με τον οποίο το κράτος μέλος που λαμβάνει την αίτηση διατηρεί τα ποσά που εισέπραξε πριν από τη μεταφορά τους στο αιτούν κράτος μέλος, το ζήτημα αυτό εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, αρκεί να τηρείται η υποχρέωση μεταφοράς των εισπραχθέντων ποσών και των επιβαλλόμενων επί αυτών τόκων.

41

Επομένως, το κατά πόσον το ποσό των απαιτήσεων τις οποίες εισέπραξε το κράτος μέλος που έλαβε την αίτηση, βάσει αίτησης είσπραξης σύμφωνα με την οδηγία, ενσωματώνεται ή δεν ενσωματώνεται στην περιουσία του εν λόγω κράτους μέλους δεν ασκεί επιρροή στην κατά τη σκέψη 38 της παρούσας αποφάσεως ερμηνεία.

42

Περαιτέρω, υπενθυμίζεται ότι η οδηγία 2010/24 στηρίζεται στην αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης (απόφαση της 26ης Απριλίου 2018, Donnellan, C‑34/17, EU:C:2018:282, σκέψη 41).

43

Συνεπώς, όπως παρατήρησε, εν ολίγοις, ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 54 επ. των προτάσεών του, όταν μέτρο εκτέλεσης, όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης μέτρο, ληφθέν στο κράτος μέλος που έλαβε την αίτηση για την είσπραξη απαίτησης του αιτούντος κράτους μέλους, προσβάλλεται επιτυχώς ενώπιον του αρμόδιου οργάνου του κράτους μέλους που έλαβε την αίτηση, το αιτούν κράτος μέλος οφείλει, κατ’ αρχήν, να επιστρέψει κάθε εισπραχθέν βάσει του μέτρου αυτού ποσό, το οποίο του διαβιβάστηκε από το κράτος μέλος που έλαβε την αίτηση.

44

Υπό τις συνθήκες αυτές, στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 13, παράγραφος 1, και το άρθρο 14, παράγραφος 2, της οδηγίας 2010/24 έχουν την έννοια ότι, αφενός, έχουν εφαρμογή σε διαδικασία με σκοπό να περιληφθούν εκ νέου στην πτωχευτική περιουσία εταιρίας εγκατεστημένης στο κράτος μέλος που λαμβάνει αίτηση είσπραξης απαιτήσεις οι οποίες εισπράχθηκαν κατόπιν αιτήσεως του αιτούντος κράτους μέλους, όταν η διαδικασία αυτή βασίζεται σε προσβολή των μέτρων εκτέλεσης κατά το άρθρο 14, παράγραφος 2, και, αφετέρου, το κράτος μέλος που λαμβάνει την αίτηση, κατά τις διατάξεις αυτές, νομιμοποιείται παθητικώς στην εν λόγω διαδικασία, χωρίς να ασκεί συναφώς επιρροή κατά πόσον το ποσό των ως άνω απαιτήσεων ενσωματώνεται ή δεν ενσωματώνεται στην περιουσία του τελευταίου κράτους μέλους.

Επί των δικαστικών εξόδων

45

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 13, παράγραφος 1, και το άρθρο 14, παράγραφος 2, της οδηγίας 2010/24/ΕΕ του Συμβουλίου, της 16ης Μαρτίου 2010, περί αμοιβαίας συνδρομής για την είσπραξη απαιτήσεων σχετικών με φόρους, δασμούς και άλλα μέτρα, έχουν την έννοια ότι, αφενός, έχουν εφαρμογή σε διαδικασία με σκοπό να περιληφθούν εκ νέου στην πτωχευτική περιουσία εταιρίας εγκατεστημένης στο κράτος μέλος που λαμβάνει αίτηση είσπραξης απαιτήσεις οι οποίες εισπράχθηκαν κατόπιν αιτήσεως του αιτούντος κράτους μέλους, όταν η διαδικασία αυτή βασίζεται σε προσβολή των μέτρων εκτέλεσης κατά το άρθρο 14, παράγραφος 2, και, αφετέρου, το κράτος μέλος που λαμβάνει την αίτηση, κατά τις διατάξεις αυτές, νομιμοποιείται παθητικώς στην εν λόγω διαδικασία, χωρίς να ασκεί συναφώς επιρροή κατά πόσον το ποσό των ως άνω απαιτήσεων ενσωματώνεται ή δεν ενσωματώνεται στην περιουσία του τελευταίου κράτους μέλους.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η φινλανδική.

Top