Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62017CJ0375

    Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 19ης Δεκεμβρίου 2018.
    Stanley International Betting Ltd και Stanleybet Malta Ltd κατά Ministero dell'Economia e delle Finanze και Agenzia delle Dogane e dei Monopoli.
    Αίτηση του Consiglio di Stato για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή – Άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ – Ελευθερία εγκατάστασης και ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Τυχερά παιχνίδια – Παραχώρηση της διαχείρισης της υπηρεσίας του αυτοματοποιημένου παιχνιδιού λόττο και των λοιπών παιχνιδιών προκαθορισμένης απόδοσης, με βάση το μοντέλο του μοναδικού παραχωρησιούχου – Περιορισμός – Επιτακτικοί λόγοι γενικού συμφέροντος – Αναλογικότητα.
    Υπόθεση C-375/17.

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2018:1026

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (δεύτερο τμήμα)

    της 19ης Δεκεμβρίου 2018 ( *1 )

    «Προδικαστική παραπομπή – Άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ – Ελευθερία εγκατάστασης και ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Τυχερά παιχνίδια – Παραχώρηση της διαχείρισης της υπηρεσίας του αυτοματοποιημένου παιχνιδιού λόττο και των λοιπών παιχνιδιών προκαθορισμένης απόδοσης, με βάση το μοντέλο του μοναδικού παραχωρησιούχου – Περιορισμός – Επιτακτικοί λόγοι γενικού συμφέροντος – Αναλογικότητα»

    Στην υπόθεση C‑375/17,

    με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας, Ιταλία) με απόφαση της 11ης Μαΐου 2017, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 21 Ιουνίου 2017, στο πλαίσιο της δίκης

    Stanley International Betting Ltd,

    Stanleybet Malta ltd.

    κατά

    Ministero dell’Economia e delle Finanze,

    Agenzia delle Dogane e dei Monopoli,

    παρισταμένων των:

    Lottomatica SpA,

    Lottoitalia Srl,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

    συγκείμενο από τους A. Prechal, πρόεδρο του τρίτου τμήματος, προεδρεύουσα του δεύτερου τμήματος, C. Toader (εισηγήτρια) και A. Rosas, δικαστές,

    γενική εισαγγελέας: E. Sharpston

    γραμματέας: R. Schiano, διοικητικός υπάλληλος,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζήτησης της 6ης Ιουνίου 2018,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    η Stanley International Betting Ltd, εκπροσωπούμενη από τους R. Jacchia και F. Ferraro και τις A. Terranova και D. Agnello, avvocati,

    η Stanleybet Malta ltd, εκπροσωπούμενη από την D. Agnello και τον M. Mura, avvocati,

    η Lottoitalia Srl, εκπροσωπούμενη από τους F. Satta, R. Mastroianni, S. Fidanzia, A. Gigliola, R. Baratta και A. Romano, avvocati,

    η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τους S. Fiorentino και P. G. Marrone, avvocati dello Stato,

    η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. Jacobs και L. Van den Broeck, επικουρούμενες από τους P. Vlaemminck, R. Verbeke και J. Van den Bon, advocaten,

    η Πορτογαλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους L. Inez Fernandes και M. Figueiredo καθώς και τις A. Silva Coelho και P. de Sousa Inês,

    η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την Ε. Τσερέπα-Lacombe καθώς και τους G. Gattinara και P. Ondrůšek,

    αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2018,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Η αίτηση προδικαστικής απόφασης αφορά την ερμηνεία των άρθρων 49 και 56 ΣΛΕΕ, των αρχών της απαγόρευσης των διακρίσεων, της διαφάνειας και της αναλογικότητας καθώς και της οδηγίας 2014/23/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με την ανάθεση συμβάσεων παραχώρησης (ΕΕ 2014, L 94, σ. 1).

    2

    Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Stanley International Betting Ltd, εταιρίας καταχωρισμένης στο Ηνωμένο Βασίλειο, και της Stanleybet Malta ltd., θυγατρικής της που εδρεύει στη Μάλτα (στο εξής, από κοινού: Stanley), και, αφετέρου, του Ministero dell’Economia e delle Finanze (Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, Ιταλία) και της Agenzia delle Dogane e dei Monopoli (Υπηρεσίας Τελωνείων και Μονοπωλίων, Ιταλία) (στο εξής: ADM), σχετικά με τη νομιμότητα της διαδικασίας ανάθεσης δημόσιας σύμβασης, στην Ιταλία, για την παραχώρηση της διαχείρισης της υπηρεσίας του αυτοματοποιημένου παιχνιδιού λόττο και των λοιπών παιχνιδιών προκαθορισμένης απόδοσης (στο εξής: λόττο).

    Το νομικό πλαίσιο

    Το δίκαιο της Ένωσης

    3

    Η αιτιολογική σκέψη 1 της οδηγίας 2014/23 ορίζει τα εξής:

    «Η απουσία σαφών κανόνων σε ενωσιακό επίπεδο που διέπουν την ανάθεση συμβάσεων παραχώρησης προκαλεί ανασφάλεια δικαίου, εμποδίζει την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και στρεβλώνει τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. […] Ένα κατάλληλο, ισορροπημένο και ευέλικτο νομικό πλαίσιο για την ανάθεση συμβάσεων παραχώρησης θα εξασφάλιζε πραγματική και άνευ διακρίσεων πρόσβαση στην αγορά για όλους τους οικονομικούς φορείς της Ένωσης, καθώς και ασφάλεια δικαίου, πράγμα που θα ευνοήσει τις δημόσιες επενδύσεις σε υποδομές και στρατηγικές υπηρεσίες προς τους πολίτες. Το εν λόγω νομικό πλαίσιο θα προσέφερε επίσης αυξημένη ασφάλεια δικαίου στους οικονομικούς φορείς και θα μπορούσε να αποτελέσει βάση και μέσον για περαιτέρω άνοιγμα των διεθνών αγορών δημόσιων προμηθειών και ενίσχυση των διεθνών εμπορικών συναλλαγών. […]»

    4

    Το άρθρο 51 της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Μεταφορά», προβλέπει στην παράγραφο 1, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίοδος, τα εξής:

    «Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία μέχρι τις 18 Απριλίου 2016.»

    5

    Κατά το άρθρο 54 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Έναρξη ισχύος»:

    «Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται σε συμβάσεις παραχώρησης που προκηρύχθηκαν ή ανατέθηκαν πριν από τις 17 Απριλίου 2014.»

    Το ιταλικό δίκαιο

    Ο νόμος 528, της 2ας Αυγούστου 1982, περί ρυθμίσεων σχετικών με τα παιχνίδια λόττο και το προσωπικό τους

    6

    Κατά το άρθρο 1 του legge n. 528 – Ordinamento del gioco del lotto e misure per il personale del lotto (νόμου 528 περί ρυθμίσεων σχετικών με τα παιχνίδια λόττο και το προσωπικό τους), της 2ας Αυγούστου 1982 (GURI αριθ. 222, της 13ης Αυγούστου 1982), η διεξαγωγή του λόττο είναι αποκλειστικό δικαίωμα του κράτους, η δε υπηρεσία του λόττο τελεί υπό τη διαχείριση της ADM.

    Ο νόμος 190/2014

    7

    Το άρθρο 1, παράγραφος 653, του legge n. 190 – Disposizioni per la formazione del bilancio annuale e pluriennale dello Stato (legge di stabilità 2015) [νόμου 190 περί διατάξεων για την κατάρτιση του ετήσιου και πολυετούς κρατικού προϋπολογισμού (νόμος σταθερότητας για το 2015)], της 23ης Δεκεμβρίου 2014 (τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 300, της 29ης Δεκεμβρίου 2014, στο εξής: νόμος 190/2014), προβλέπει τα εξής:

    «Ενόψει της λήξης της υφιστάμενης παραχώρησης, προκειμένου να εξασφαλιστεί η προστασία του δημοσίου συμφέροντος σε σχέση με τις δραστηριότητες συλλογής [των δελτίων] παιχνιδιού, η σύμβαση παραχώρησης για τη διαχείριση της υπηρεσίας του αυτοματοποιημένου παιχνιδιού “Lotto” και των λοιπών παιχνιδιών προκαθορισμένης απόδοσης, όσον αφορά τη συλλογή των δελτίων του είτε μέσω του δικτύου των παραχωρησιούχων […] είτε εξ αποστάσεως, ανατίθεται κατόπιν διαγωνισμού που διοργανώνει η [ADM], σύμφωνα με τις αρχές και τους κανόνες του εθνικού δικαίου και του δικαίου της Ένωσης, σε επιχείρηση με ειδίκευση και πείρα στη διαχείριση ή τη συλλογή [των δελτίων] παιχνιδιού, της οποίας η έδρα βρίσκεται σε ένα από τα κράτη του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου και η οποία πληροί τα απαιτούμενα κριτήρια αξιοπιστίας από ηθική, τεχνική και οικονομική άποψη, επιλέγεται δε μέσω διαδικασίας που είναι ανοικτή, ανταγωνιστική και δεν εισάγει διακρίσεις. Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, προβλέπονται οι ακόλουθοι βασικοί όροι:

    a)

    εννεαετής διάρκεια της παραχώρησης, χωρίς δυνατότητα ανανέωσης·

    b)

    επιλογή βάσει του κριτηρίου της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς και, όσον αφορά τη συνιστώσα “τιμή”, η τιμή βάσης του διαγωνισμού, για τις προσφορές ανώτερων ποσών, είναι τα 700 εκατομμύρια ευρώ·

    c)

    καταβολή της τιμής που αναγράφεται στην προσφορά του καταταχθέντος στην πρώτη θέση διαγωνιζομένου ως εξής: 350 εκατομμύρια ευρώ κατά το χρονικό σημείο της ανάθεσης, το 2015, ακολούθως 250 εκατομμύρια ευρώ το 2016, κατά το χρονικό σημείο της πραγματικής ανάληψης της υπηρεσίας του παιχνιδιού από τον ανάδοχο, και το εναπομένον ποσό το 2017, πριν από τις 30 Απριλίου του έτους αυτού·

    d)

    δυνατότητα του αναδόχου να χρησιμοποιεί το δίκτυο τηλεπικοινωνιών για την άμεση ή έμμεση παροχή άλλων υπηρεσιών πλην της συλλογής [των δελτίων] του παιχνιδιού “Lotto” και των λοιπών παιχνιδιών προκαθορισμένης απόδοσης, υπό την προϋπόθεση ότι η [ADM] τις κρίνει συμβατές με τη συλλογή δελτίων αυτή καθεαυτήν·

    e)

    καταβολή αμοιβής, για την υπηρεσία, στον παραχωρησιούχο ίσης με το 6 τοις εκατό του εισπραχθέντος ποσού·

    f)

    υποχρέωση τεχνολογικής ενημέρωσης του συστήματος του δικτύου και των τερματικών παιχνιδιού βάσει προτύπων ποιότητας τα οποία εξασφαλίζουν τη μέγιστη ασφάλεια και αξιοπιστία σύμφωνα με το επενδυτικό σχέδιο που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της τεχνικής προσφοράς·

    g)

    υποχρέωση του παραχωρησιούχου να καταβάλλει στο κράτος σε ετήσια βάση τα ποσά τα οποία ενδεχομένως δεν επενδύθηκαν βάσει του σχεδίου που μνημονεύεται στο στοιχείο f·

    h)

    υποχρέωση κάθε ανταγωνιστή να πραγματοποιήσει, κατά τη συμμετοχή του στη διαδικασία επιλογής, καταβολή υπέρ της [ADM] ποσού ίσου με τις αμοιβές που μνημονεύονται στην παράγραφο 654, με δικαίωμα επιστροφής του το οποίο έχουν αποκλειστικά οι διαγωνιζόμενοι πλην του αναδόχου.»

    Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

    8

    Από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι, στην Ιταλία, το λόττο διοργανώνεται από το κράτος βάσει δύο καθεστώτων παραχωρήσεων, εκ των οποίων το πρώτο αφορά τη συλλογή των δελτίων παιχνιδιού, που ανατίθεται σε διάφορα σημεία συλλογής βάσει του μοντέλου των περισσότερων του ενός παραχωρησιούχων, το δε δεύτερο αφορά τις υπηρεσίες κλήρωσης και την αυτοματοποιημένη διαχείριση του δικτύου συλλογής, η οποία κατά το παρελθόν είχε ανατεθεί απευθείας στη Lottomatica SpA.

    9

    Προς τη λήξη της περιόδου της τελευταίας αυτής ανάθεσης, συγκεκριμένα δε στις 8 Ιουνίου 2016, ανατέθηκε στην ADM η αποστολή της διοργάνωσης του διαγωνισμού για την ανάθεση νέας σύμβασης παραχώρησης, του οποίου οι γενικοί όροι προβλέπονταν στο άρθρο 1, παράγραφος 653, του νόμου 190/2014.

    10

    Η σχετική προκήρυξη διαγωνισμού δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 17 Δεκεμβρίου 2015 και στην Gazzetta ufficiale della Repubblica italiana στις 21 Δεκεμβρίου 2015. Στην προκήρυξη οριζόταν προθεσμία υποβολής των προσφορών η 16η Μαρτίου 2016 και αναγραφόταν, ως αξία της σύμβασης παραχώρησης, ποσό που αντιστοιχούσε στις καταγραφείσες το 2014 εισπράξεις, δηλαδή 6600000000 ευρώ.

    11

    Εκτός από τους βασικούς όρους του οποίους έθετε η προκήρυξη του διαγωνισμού, η συγγραφή υποχρεώσεων προέβλεπε στο σημείο 5.3, ως όρο οικονομικής και χρηματοοικονομικής επάρκειας που έπρεπε να πληρούν οι διαγωνιζόμενοι, την πραγματοποίηση, κατά την περίοδο από το 2012 έως το 2014 ή από το 2013 έως το 2015, συνολικού κύκλου εργασιών τουλάχιστον 100 εκατομμυρίων ευρώ για τις δραστηριότητες διαχείρισης ή συλλογής των δελτίων παιχνιδιού.

    12

    Όσον αφορά τις προϋποθέσεις τεχνικής επάρκειας, το σημείο 5.4, στοιχείο a, της συγγραφής υποχρεώσεων απαιτούσε «τη συνολική πραγματοποίηση, σε κάθε μία από τις τρεις τελευταίες χρήσεις της τριετίας 2012 [έως] 2014 ή της τριετίας 2013 [έως] 2015, εισπράξεων από τη συλλογή [δελτίων] αξίας τουλάχιστον με [350 εκατομμύρια ευρώ] για είδη παιχνιδιών που παίζονται μέσω τερματικών», διευκρίνιζε δε ότι, «[σ]ε περίπτωση που ο υποψήφιος δραστηριοποιείται στον τομέα αυτόν λιγότερο από τρία έτη αλλά τουλάχιστον 18 μήνες, η αξία των εισπράξεων από τη συλλογή αναπροσαρμόζεται αναλόγως της διάρκειας του χρονικού διαστήματος κατά το οποίο ασκήθηκαν στην πράξη οι δραστηριότητες συλλογής».

    13

    Κατά το σημείο 11 της εν λόγω συγγραφής υποχρεώσεων, ο υποψήφιος ανάδοχος όφειλε να υποβάλει επενδυτικό σχέδιο, οργανωτικό σχέδιο καθώς και σχέδιο ανάπτυξης.

    14

    Η οικονομική προσφορά συνίστατο, κατά το σημείο 12.4 της συγγραφής υποχρεώσεων, «στην προσφορά ποσού ανώτερου από το ελάχιστο που είναι η προβλεπόμενη τιμή βάσης του διαγωνισμού, ανερχόμενη σε 700 εκατομμύρια ευρώ», διευκρινιζομένου ότι οι προσφορές έπρεπε να υπερβαίνουν το ελάχιστο ποσό τουλάχιστον κατά 3 εκατομμύρια ευρώ. Το σημείο 15.3 της συγγραφής υποχρεώσεων προέβλεπε την ανάθεση της σύμβασης βάσει του κριτηρίου της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς.

    15

    Το υπόδειγμα σύμβασης παραχώρησης της διαχείρισης της υπηρεσίας του λόττο (στο εξής: υπόδειγμα σύμβασης) ανέφερε, στο άρθρο 22, παράγραφος 1, ότι, «στο τέλος της περιόδου παραχώρησης, ο παραχωρησιούχος μεταβιβάζει στην [ADM], χωρίς καμία επιβάρυνσή της και κατόπιν αίτησής της, όλα τα υλικά και άυλα περιουσιακά στοιχεία που απαρτίζουν το δίκτυο των σημείων συλλογής των δελτίων, καθώς και την κυριότητα ολόκληρου του αυτοματοποιημένου συστήματος, συμπεριλαμβανομένων των διαθέσιμων καταστημάτων, του εξοπλισμού, στον οποίο συγκαταλέγονται τα τερματικά σε όλα τα σημεία συλλογής, των εγκαταστάσεων, των δομών, των προγραμμάτων, των αρχείων και κάθε άλλου στοιχείου που είναι αναγκαίο για την πλήρη λειτουργία, διαχείριση και λειτουργικότητα του συστήματος αυτού καθεαυτό όπως προκύπτει από την τελευταία απογραφή που ενέκρινε η ADM».

    16

    Το άρθρο 30 του εν λόγω υποδείγματος σύμβασης, το οποίο καθόριζε τους λόγους ανάκλησης της παραχώρησης και έκπτωσης του παραχωρησιούχου, όριζε, στην παράγραφο 2, τα εξής:

    «Η ADM, για τον σκοπό της προστασίας των συμφερόντων του δημόσιου ταμείου και των καταναλωτών, κηρύσσει επίσης έκπτωτο τον παραχωρησιούχο […] στις περιπτώσεις κατά τις οποίες:

    […]

    h)

    […] σε κάθε περίπτωση παράβασης για την οποία η υπόθεση έχει παραπεμφθεί σε δικαστήριο και η οποία, λόγω της φύσης, της σοβαρότητας, του τρόπου διάπραξής της και της σχέσης της με το αντικείμενο της δραστηριότητας που έχει παραχωρηθεί, αποκλείει κατά την κρίση της [ADM] την αξιοπιστία, τον επαγγελματισμό και την ηθική καταλληλότητα του παραχωρησιούχου […]

    […]

    k)

    ο παραχωρησιούχος παραβιάζει τη νομοθεσία περί καταστολής των παράνομων, αθέμιτων και λαθραίων παιχνιδιών και, ειδικότερα, όταν ο παραχωρησιούχος, ο ίδιος ή μέσω εταιριών δικών του ή συνδεόμενων με αυτόν, ανεξαρτήτως του τόπου εγκατάστασής τους, εκμεταλλεύεται εμπορικά στην ιταλική επικράτεια άλλα παιχνίδια δυνάμενα να εξομοιωθούν με το αυτοματοποιημένο παιχνίδι λόττο και με άλλα παιχνίδια προκαθορισμένης απόδοσης χωρίς να έχει λάβει την απαιτούμενη προς τούτο άδεια, ή δυνάμενα να εξομοιωθούν με άλλα παιχνίδια που απαγορεύονται κατά το ιταλικό δίκαιο·

    […]».

    17

    Με απόφαση της 16ης Μαΐου 2016, η σύμβαση παραχώρησης ανατέθηκε στη Lottoitalia Srl, η οποία συμμετείχε στη διαδικασία επιλογής στο πλαίσιο προσωρινής κοινοπραξίας επιχειρήσεων αποτελούμενης από τη Lottomatica και τρεις άλλες εταιρίες.

    18

    Η Stanley δραστηριοποιείται στην Ιταλία στον τομέα των στοιχημάτων προκαθορισμένης απόδοσης, μέσω επιχειρήσεων αποκαλούμενων «κέντρα διαβίβασης δεδομένων» (στο εξής: ΚΔΔ), οι οποίες παρέχουν υπηρεσίες αθλητικών στοιχημάτων.

    19

    Θεωρώντας ότι εμποδίστηκε να συμμετάσχει στον διαγωνισμό για την παραχώρηση της διαχείρισης της υπηρεσίας του λόττο, η Stanley άσκησε ενώπιον του Tribunale amministrativo regionale per il Lazio (περιφερειακού διοικητικού δικαστηρίου Λατίου, Ιταλία) προσφυγή για την ακύρωση των πράξεων της διαδικασίας επιλογής, αμφισβητώντας τη συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης του άρθρου 1, παράγραφος 653, του νόμου 190/2014, καθώς και ορισμένων προϋποθέσεων συμμετοχής στον διαγωνισμό οι οποίες προβλέπονταν στη συγγραφή υποχρεώσεων και στο υπόδειγμα σύμβασης.

    20

    Με απόφαση της 21ης Απριλίου 2016, το Tribunale amministrativo regionale per il Lazio (περιφερειακό διοικητικό δικαστήριο Λατίου) απέρριψε την προσφυγή της Stanley.

    21

    Κατά το δικαστήριο αυτό, το λόττο διαφέρει αισθητά από τα λοιπά παιχνίδια διότι είναι το μόνο παιχνίδι για το οποίο το κράτος φέρει τον οικονομικό κίνδυνο και το οποίο χαρακτηρίζεται από τη διάκριση μεταξύ του σταδίου της συλλογής των δελτίων παιχνιδιού και του σταδίου της διαχείρισης του παιχνιδιού. Οι διαφορές αυτές δικαιολογούν την επιλογή του μοντέλου του μοναδικού παραχωρησιούχου για τη διαχείριση της υπηρεσίας του λόττο, μοντέλου το οποίο εξασφαλίζει την ελάττωση των δαπανών που αφορούν τον συντονισμό των δραστηριοτήτων των περισσότερων του ενός παραχωρησιούχων και συμβάλλει στη μείωση του ανταγωνισμού εντός της αγοράς και, ως εκ τούτου, την υπεύθυνη διαχείριση του παιχνιδιού.

    22

    Το εν λόγω δικαστήριο έκρινε ότι τα κριτήρια συμμετοχής στον διαγωνισμό ήταν προσαρμοσμένα στο αντικείμενο της σύμβασης και τελούσαν σε αναλογία με αυτό, στο μέτρο κατά το οποίο οι στατιστικές καθιστούσαν σαφές ότι οι εισπράξεις από τα δελτία των παιχνιδιών προκαθορισμένης απόδοσης κατά τη διάρκεια των πέντε τελευταίων χρήσεων υπερέβαιναν τα 6 δισεκατομμύρια ευρώ ανά έτος, με αποτέλεσμα ο πραγματοποιηθείς κύκλος εργασιών του παραχωρησιούχου να είναι περίπου 400 εκατομμύρια ευρώ. Επιπλέον, το δικαστήριο αυτό διευκρίνισε ότι τουλάχιστον δεκαπέντε επιχειρήσεις του τομέα πληρούσαν τα ως άνω κριτήρια.

    23

    Η Stanley προσέβαλε την πρωτόδικη απόφαση ενώπιον του Consiglio di Stato (Συμβουλίου της Επικρατείας, Ιταλία).

    24

    Στο πλαίσιο αυτό, η Stanley αμφισβητεί τη συμβατότητα, με το δίκαιο της Ένωσης, της εφαρμογής του μοντέλου του μοναδικού παραχωρησιούχου στο λόττο, σε αντίθεση με τα λοιπά παιχνίδια, προγνωστικά και στοιχήματα. Υποστηρίζει ότι οι προϋποθέσεις συμμετοχής στον διαγωνισμό, ιδίως η τιμή βάσης του διαγωνισμού, και οι περιπτώσεις που μπορούσαν να οδηγήσουν στην έκπτωση του παραχωρησιούχου ήταν υπερβολικές και συνιστούσαν μέσο αποτροπής της από τη συμμετοχή στον διαγωνισμό. Προβάλλει ότι η δωρεάν επιστροφή του δικτύου, κατά τη λήξη της παραχώρησης, στην ADM προσκρούει στη νομολογία που απορρέει από την απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 2016, Laezza (C‑375/14, EU:C:2016:60).

    25

    Εκτιμώντας ότι η διαφορά της κύριας δίκης εγείρει ζήτημα ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης στο οποίο η νομολογία δεν μπορεί, ως έχει, να δώσει απάντηση, το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι είναι αναγκαίο να ερωτηθεί συναφώς το Δικαστήριο.

    26

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)

    Πρέπει το δίκαιο της Ένωσης –και ειδικότερα το δικαίωμα εγκαταστάσεως και η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, καθώς και οι αρχές της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων, της διαφάνειας, της ελευθερίας του ανταγωνισμού, της αναλογικότητας και της συνοχής– να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε ρύθμιση όπως αυτή που περιέχεται στο άρθρο 1, παράγραφος 653, του νόμου [190/2014] και στις εκτελεστικές του πράξεις, η οποία προβλέπει το αποκλειστικό μοντέλο “monoproviding” μόνο για την υπηρεσία του παιγνίου του Lotto, άλλα όχι για τα άλλα παίγνια, προγνωστικά και στοιχήματα;

    2)

    Πρέπει το δίκαιο της Ένωσης –και ειδικότερα το δικαίωμα εγκαταστάσεως και η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, η οδηγία [2014/23] καθώς και οι αρχές της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων, της διαφάνειας, της ελευθερίας του ανταγωνισμού, της αναλογικότητας και της συνοχής– να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε προκήρυξη διαγωνισμού η οποία προβλέπει τιμή βάσεως του διαγωνισμού πολύ υψηλή και αδικαιολόγητη με γνώμονα τις απαιτήσεις οικονομικής και χρηματοοικονομικής καθώς και τεχνικοοργανωτικής επάρκειας όπως αυτές που προβλέπονται στα σημεία 5.3, 5.4, 11, 12.4 και 15.3 της συγγραφής υποχρεώσεων του διαγωνισμού για την ανάθεση της παραχωρήσεως του τυχηρού παιγνίου του Lotto;

    3)

    Πρέπει το δίκαιο της Ένωσης –και ειδικότερα το δικαίωμα εγκαταστάσεως και η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, η οδηγία [2014/23] καθώς και οι αρχές της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων, της διαφάνειας, της ελευθερίας του ανταγωνισμού, της αναλογικότητας και της συνοχής– να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε ρύθμιση η οποία επιβάλλει εκ των πραγμάτων την επιλογή μεταξύ, αφενός, της αποκτήσεως της ιδιότητας του παραχωρησιούχου κατόπιν αναθέσεως από τη διοίκηση μιας νέας συμβάσεως παραχωρήσεως και, αφετέρου, της συνεχίσεως της ασκήσεως της ελευθερίας παροχής διαφόρων υπηρεσιών στοιχημάτων σε διασυνοριακή βάση, επιλογή η οποία απορρέει από το άρθρο 30 του υποδείγματος συμβάσεως, με αποτέλεσμα η απόφαση συμμετοχής στον διαγωνισμό για την ανάθεση της νέας συμβάσεως παραχωρήσεως να συνεπάγεται την παραίτηση από τη διασυνοριακή δραστηριότητα, μολονότι η νομιμότητα της τελευταίας έχει κατ’ επανάληψιν αναγνωριστεί από το [Δικαστήριο];»

    Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

    Επί του παραδεκτού

    27

    Η Lottoitalia καθώς και η Ιταλική Κυβέρνηση εκτιμούν ότι η αίτηση προδικαστικής απόφασης πρέπει να κριθεί απαράδεκτη στο μέτρο κατά το οποίο η απόφαση περί παραπομπής απλώς επαναλαμβάνει τα προταθέντα από τη Stanley ερωτήματα, χωρίς να τεκμηριώνει τους λόγους που οδήγησαν το εθνικό δικαστήριο να υποβάλει προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο και χωρίς να καταδεικνύει την αναγκαιότητά τους.

    28

    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, τα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ερωτήματα είναι κατά τεκμήριο λυσιτελή. Το Δικαστήριο μπορεί να μην αποφανθεί επί αίτησης εθνικού δικαστηρίου μόνον όταν είναι πρόδηλο ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσης ή ακόμη όταν δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία τα οποία είναι απαραίτητα προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του υποβάλλονται (απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, Politanò, C‑225/15, EU:C:2016:645, σκέψη 22 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    29

    Από πάγια νομολογία προκύπτει επίσης ότι η ανάγκη να δοθεί ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης που να είναι χρήσιμη για τον εθνικό δικαστή απαιτεί να ορίσει αυτός το πραγματικό και κανονιστικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται τα ερωτήματα που υποβάλλει ή, τουλάχιστον, να εξηγήσει τις πραγματικές περιστάσεις στις οποίες στηρίζονται τα ερωτήματα αυτά. Η απόφαση περί παραπομπής πρέπει επιπλέον να αναφέρει τους συγκεκριμένους λόγους που οδήγησαν τον εθνικό δικαστή να διερωτηθεί ως προς την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης και να θεωρήσει αναγκαία την υποβολή προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο (απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2015, Stanley International Betting και Stanleybet Malta, C‑463/13, EU:C:2015:25, σκέψη 27 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    30

    Εν προκειμένω, η αίτηση προδικαστικής απόφασης ορίζει επαρκώς το νομικό και πραγματικό πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης. Επιπροσθέτως, τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο σχετικά με τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων τα οποία υπέβαλε προκειμένου να αποφανθεί επί της εν λόγω διαφοράς παρέχουν τη δυνατότητα να εκτιμηθεί το περιεχόμενο των ερωτημάτων και να δοθεί χρήσιμη απάντηση σε αυτά, όπως επιβεβαιώνεται επίσης από τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν η Βελγική και η Πορτογαλική Κυβέρνηση.

    31

    Εξάλλου, όπως υπενθυμίζεται με το σημείο 3 των συστάσεων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τα εθνικά δικαστήρια, σχετικών με την υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων (ΕΕ 2018, C 257, σ. 1), η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να αποφαίνεται προδικαστικώς επί της ερμηνείας ή του κύρους του δικαίου της Ένωσης ασκείται με αποκλειστική πρωτοβουλία του εθνικού δικαστηρίου, ανεξάρτητα από το αν οι διάδικοι της κύριας δίκης έχουν εκφράσει ή όχι την επιθυμία για υποβολή προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο. Στο εθνικό δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η διαφορά και το οποίο φέρει την ευθύνη της απόφασης που θα εκδοθεί εναπόκειται αποκλειστικά να εκτιμά, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες κάθε υπόθεσης, τόσο την αναγκαιότητα της προδικαστικής απόφασης προκειμένου να εκδώσει τη δική του απόφαση όσο και τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο.

    32

    Υπό τις συνθήκες αυτές, η αίτηση προδικαστικής απόφασης είναι παραδεκτή.

    Επί της ουσίας

    33

    Με τα τρία προδικαστικά ερωτήματα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, κατ’ ουσίαν, αν η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική ρύθμιση και ορισμένες διατάξεις των πράξεων που εκδόθηκαν για την εφαρμογή της είναι σύμφωνες με τα άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ και τις αρχές της απαγόρευσης των διακρίσεων, της διαφάνειας και της αναλογικότητας, καθώς και με τις διατάξεις της οδηγίας 2014/23.

    Επί της εφαρμογής ratione temporis της οδηγίας 2014/23

    34

    Καταρχάς, παρατηρείται ότι, σύμφωνα με πάγια νομολογία, διαμορφωθείσα στον τομέα των δημόσιων συμβάσεων και εφαρμοζόμενη κατ’ αναλογίαν στον τομέα της παραχώρησης υπηρεσιών, εφαρμοστέα είναι καταρχήν η οδηγία που ισχύει κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο η αναθέτουσα αρχή επιλέγει το είδος της διαδικασίας που θα εφαρμόσει και δίνει οριστική απάντηση στο ζήτημα αν υπάρχει υποχρέωση διεξαγωγής διαγωνισμού για τη σύναψη δημοσίας σύμβασης. Αντιθέτως, δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις οδηγίας της οποίας η προθεσμία για τη μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη έληξε μετά το χρονικό αυτό σημείο (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 7ης Απριλίου 2016, Partner Apelski Dariusz, C‑324/14, EU:C:2016:214, σκέψη 83 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    35

    Εν προκειμένω, η προκήρυξη του επίμαχου στην υπόθεση της κύριας δίκης διαγωνισμού δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 17 Δεκεμβρίου 2015, δηλαδή πριν από τη λήξη, στις 18 Απριλίου 2016, της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας 2014/23 στην εσωτερική έννομη τάξη, χωρίς να προκύπτει εξάλλου, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας με το σημείο 30 των προτάσεών της, ότι η μεταφορά αυτή είχε ήδη πραγματοποιηθεί κατά τον χρόνο της εν λόγω δημοσίευσης.

    36

    Υπό τις συνθήκες αυτές, η εν λόγω οδηγία δεν εφαρμόζεται ratione temporis στην υπόθεση της κύριας δίκης.

    Επί του πρώτου ερωτήματος

    37

    Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν τα άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι αποκλείουν εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία προβλέπει, για την παραχώρηση της διαχείρισης της υπηρεσίας του λόττο, το μοντέλο του μοναδικού παραχωρησιούχου, σε αντίθεση με τα λοιπά παιχνίδια, προγνωστικά και στοιχήματα, στα οποία εφαρμόζεται το μοντέλο των περισσότερων του ενός παραχωρησιούχων.

    38

    Όπως έχει επισημάνει επανειλημμένως το Δικαστήριο, ρύθμιση κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία εξαρτά την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας από τη σύναψη σύμβασης παραχώρησης και προβλέπει διάφορες περιπτώσεις έκπτωσης του παραχωρησιούχου παρακωλύει την άσκηση των ελευθεριών τις οποίες κατοχυρώνουν τα άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ (αποφάσεις της 16ης Φεβρουαρίου 2012, Costa και Cifone, C‑72/10 και C‑77/10, EU:C:2012:80, σκέψη 70, καθώς και της 22ας Ιανουαρίου 2015, Stanley International Betting και Stanleybet Malta, C‑463/13, EU:C:2015:25, σκέψη 46).

    39

    Τούτο συμβαίνει ανεξαρτήτως του αν χρησιμοποιείται το μοντέλο του μοναδικού παραχωρησιούχου ή το μοντέλο των περισσότερων του ενός παραχωρησιούχων. Συνεπώς, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας με το σημείο 43 των προτάσεών της, οι αποφάσεις περί υπαγωγής της επίμαχης δραστηριότητας στη σύναψη σύμβασης παραχώρησης και περί διεξαγωγής διαδικασίας ανάθεσης δημόσιας σύμβασης σύμφωνα με το μοντέλο του μοναδικού παραχωρησιούχου πρέπει να εξεταστούν υπό το πρίσμα των εν λόγω άρθρων.

    40

    Για τους σκοπούς της εξέτασης αυτής, υπενθυμίζεται ότι, μολονότι, ελλείψει εναρμόνισης του τομέα των τυχερών παιχνιδιών σε επίπεδο Ένωσης, τα κράτη μέλη παραμένουν ελεύθερα να καθορίζουν τους σκοπούς της πολιτικής τους στον τομέα αυτόν και απολαύουν ευρείας διακριτικής ευχέρειας όσον αφορά την επιλογή του ενδεδειγμένου, κατά την εκτίμησή τους, βαθμού προστασίας των καταναλωτών και της δημόσιας τάξης, οι περιορισμοί τους οποίους επιβάλλουν πρέπει να πληρούν τις προϋποθέσεις που απορρέουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου, ιδίως ως προς τη δικαιολόγησή τους από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος και ως προς τη συμμόρφωσή τους με την αρχή της αναλογικότητας (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, Politanò, C‑225/15, EU:C:2016:645, σκέψεις 39 και 40 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    41

    Συνεπώς, πρέπει να εκτιμηθεί αν ένας τέτοιος περιορισμός μπορεί να γίνει δεκτός ως μέτρο παρέκκλισης, για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας και δημόσιας υγείας, οι οποίοι προβλέπονται ρητώς στα άρθρα 51 και 52 ΣΛΕΕ, εφαρμοζόμενα επίσης στον τομέα της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών δυνάμει του άρθρου 62 ΣΛΕΕ, ή δικαιολογείται, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος (απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2015, Stanley International Betting και Stanleybet Malta, C‑463/13, EU:C:2015:25, σκέψη 47 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    42

    Εν προκειμένω, όσον αφορά τους σκοπούς της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης ρύθμισης, η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η επιλογή του μοντέλου του μοναδικού παραχωρησιούχου ανταποκρινόταν ιδίως, αφενός, στην ανάγκη διοχέτευσης του παιχνιδιού σε ελεγχόμενο κύκλωμα και, αφετέρου, σε μια λογική υπεύθυνης διαχείρισης, μειώνοντας τον ανταγωνισμό εντός της συγκεκριμένης αυτής αγοράς. Προσθέτει ότι λόγοι τεχνικής φύσης καθιστούσαν επίσης αναγκαία την επιλογή αυτή, δεδομένου ότι το εναλλακτικό μοντέλο, δηλαδή το μοντέλο των περισσότερων του ενός παραχωρησιούχων, θα προϋπέθετε διπλό επίπεδο ελέγχου μέσω οντότητας που θα έπρεπε να συντονίζει και να ενοποιεί τις δραστηριότητες διάφορων παραχωρησιούχων, δομή η οποία θα οδηγούσε σε αύξηση του κόστους.

    43

    Συναφώς, όπως έχει υπενθυμίσει το Δικαστήριο με τη νομολογία του περί τυχερών παιχνιδιών, η προστασία των καταναλωτών και η αποτροπή της απάτης και της παρότρυνσης των πολιτών σε υπερβολική δαπάνη συνδεόμενη με τα τυχερά παιχνίδια μπορούν να χαρακτηριστούν ως επιτακτικοί λόγοι γενικού συμφέροντος ικανοί να δικαιολογήσουν περιορισμούς των θεμελιωδών ελευθεριών που απορρέουν από τα άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2015, Stanley International Betting και Stanleybet Malta, C‑463/13, EU:C:2015:25, σκέψη 48 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    44

    Αντιθέτως, όπως προκύπτει επίσης από τη νομολογία του Δικαστηρίου, οι διοικητικές δυσχέρειες καθώς και οι οικονομικοί λόγοι δεν αποτελούν λόγο ικανό να δικαιολογήσει την παρακώλυση της άσκησης θεμελιώδους ελευθερίας που κατοχυρώνεται από το δίκαιο της Ένωσης (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 30ής Ιουνίου 2011, Zeturf, C‑212/08, EU:C:2011:437, σκέψεις 48 και 52 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    45

    Πάντως, ο προσδιορισμός των σκοπών τους οποίους επιδιώκει πράγματι η εθνική ρύθμιση εναπόκειται, στο πλαίσιο υπόθεσης της οποίας έχει επιληφθεί το Δικαστήριο βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, στο αιτούν δικαστήριο (απόφαση της 30ής Απριλίου 2014, Pfleger κ.λπ., C‑390/12, EU:C:2014:281, σκέψη 47 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    46

    Επιπλέον, εναπόκειται επίσης στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία που έχει παράσχει το Δικαστήριο, αν οι επιβαλλόμενοι από το εμπλεκόμενο κράτος μέλος περιορισμοί πληρούν τις προϋποθέσεις αναλογικότητας που απορρέουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου (απόφαση της 30ής Απριλίου 2014, Pfleger κ.λπ., C‑390/12, EU:C:2014:281, σκέψη 48 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    47

    Εν προκειμένω, εφόσον ένας από τους σκοπούς της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης ρύθμισης συνίσταται πράγματι, όπως δήλωσε η Ιταλική Κυβέρνηση, στη μείωση του ανταγωνισμού εντός της συγκεκριμένης αγοράς της διαχείρισης της υπηρεσίας του λόττο, το μοντέλο του μοναδικού παραχωρησιούχου φαίνεται επομένως πρόσφορο για την επίτευξη του σκοπού αυτού.

    48

    Ειδικότερα, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, αντιθέτως προς την καθιέρωση ελεύθερου και ανόθευτου ανταγωνισμού εντός μιας παραδοσιακής αγοράς, η δημιουργία ενός τέτοιου ανταγωνισμού στην εντελώς ιδιάζουσα αγορά των τυχερών παιχνιδιών, δηλαδή μεταξύ της πληθώρας των επιχειρηματιών που θα έχουν την άδεια να εκμεταλλεύονται τα ίδια τυχερά παιχνίδια, είναι δυνατό να έχει επιβλαβές αποτέλεσμα, οφειλόμενο στο ότι οι επιχειρηματίες αυτοί θα είχαν την τάση να ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλο σε εφευρετικότητα, προκειμένου να καθιστούν την προσφορά τους ελκυστικότερη από την προσφορά των ανταγωνιστών τους και να αυξάνουν έτσι τις δαπάνες των καταναλωτών για τα τυχερά παιχνίδια, καθώς και τους κινδύνους εξάρτησής τους από τα παιχνίδια αυτά (απόφαση της 30ής Απριλίου 2014, Pfleger κ.λπ., C‑390/12, EU:C:2014:281, σκέψη 46 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    49

    Εξάλλου, δεδομένου ότι η επιλογή του τρόπου οργάνωσης και ελέγχου των δραστηριοτήτων εκμετάλλευσης και διενέργειας των τυχερών παιχνιδιών εναπόκειται στις εθνικές αρχές στο πλαίσιο της εξουσίας εκτίμησης που διαθέτουν, το γεγονός και μόνον ότι ένα κράτος μέλος επέλεξε για την παραχώρηση της διαχείρισης της υπηρεσίας του λόττο το σύστημα του μοναδικού παραχωρησιούχου, αντιθέτως προς ό,τι ισχύει, στο ίδιο κράτος μέλος, όσον αφορά την οργάνωση της αγοράς των λοιπών τυχερών παιχνιδιών, δεν μπορεί να επηρεάσει την εκτίμηση της αναλογικότητας της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης ρύθμισης, καθώς αυτή πρέπει να εκτιμηθεί μόνον υπό το πρίσμα των σκοπών που επιδιώκει η εν λόγω ρύθμιση.

    50

    Συγκεκριμένα, μια τέτοια απόκλιση μεταξύ των νομικών συστημάτων δεν μπορεί, αυτή καθεαυτήν, να επηρεάσει την ικανότητα του συστήματος του μοναδικού παραχωρησιούχου να επιτύχει τον σκοπό της αποτροπής της παρότρυνσης των πολιτών σε υπερβολική δαπάνη συνδεόμενη με τα τυχερά παιχνίδια και της καταστολής της εξάρτησης από αυτά, σκοπό για τον οποίο το εν λόγω σύστημα δημιουργήθηκε (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2018, Sporting Odds, C‑3/17, EU:C:2018:130, σκέψη 23 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    51

    Ωστόσο, ένα διττό σύστημα οργάνωσης της αγοράς των τυχερών παιχνιδιών μπορεί ενδεχομένως να αποδειχθεί αντίθετο προς το άρθρο 56 ΣΛΕΕ εάν διαπιστωθεί ότι οι αρμόδιες αρχές ακολουθούν πολιτικές που αποβλέπουν στην παρότρυνση της συμμετοχής σε τυχερά παιχνίδια, πλην εκείνων τα οποία εμπίπτουν στο σύστημα του μοναδικού παραχωρησιούχου, αντί να μειώνουν τις ευκαιρίες συμμετοχής σε τυχερά παιχνίδια και να περιορίζουν τις δραστηριότητες στον τομέα αυτόν κατά τρόπο συνεπή και συστηματικό, με αποτέλεσμα ο σκοπός της αποτροπής της παρότρυνσης σε υπερβολική δαπάνη συνδεόμενη με τα τυχερά παιχνίδια και της καταστολής της εξάρτησης από αυτά, ο οποίος αποτελεί τη βάση της δημιουργίας του συστήματος του μοναδικού παραχωρησιούχου, να μην μπορεί πλέον να επιδιώκεται αποτελεσματικά μέσω του συστήματος αυτού (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2018, Sporting Odds, C‑3/17, EU:C:2018:130, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    52

    Ένα τέτοιο διττό σύστημα είναι, αντιθέτως, συμβατό με το άρθρο 56 ΣΛΕΕ, εφόσον το αιτούν δικαστήριο διαπιστώσει ότι η ρύθμιση που περιορίζει την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών επιδιώκει πράγματι, κατά τρόπο συνεπή και συστηματικό, τους σκοπούς τους οποίους επικαλείται το εμπλεκόμενο κράτος μέλος (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2018, Sporting Odds, C‑3/17, EU:C:2018:130, σκέψη 33).

    53

    Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι δεν αποκλείουν εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία προβλέπει, για την παραχώρηση της διαχείρισης της υπηρεσίας του λόττο, το μοντέλο του μοναδικού παραχωρησιούχου, σε αντίθεση με τα λοιπά παιχνίδια, προγνωστικά και στοιχήματα, στα οποία εφαρμόζεται το μοντέλο των περισσότερων του ενός παραχωρησιούχων, εφόσον το εθνικό δικαστήριο διαπιστώσει ότι η εθνική ρύθμιση επιδιώκει πράγματι κατά τρόπο συνεπή και συστηματικό τους θεμιτούς στόχους τους οποίους επικαλείται το εμπλεκόμενο κράτος μέλος.

    Επί του δεύτερου ερωτήματος

    54

    Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, κατ’ ουσίαν, αν τα άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ καθώς και οι αρχές της απαγόρευσης των διακρίσεων, της διαφάνειας και της αναλογικότητας έχουν την έννοια ότι αποκλείουν εθνική ρύθμιση και τις εκδιδόμενες προς εφαρμογή της πράξεις, όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, οι οποίες προβλέπουν, για την παραχώρηση της διαχείρισης της υπηρεσίας του λόττο, υψηλή τιμή βάσης του διαγωνισμού σε σχέση με τις λοιπές απαιτήσεις οικονομικής και χρηματοοικονομικής καθώς και τεχνικοοργανωτικής επάρκειας.

    55

    Συναφώς, παρατηρείται ότι τόσο η απαίτηση σύναψης σύμβασης παραχώρησης όσο και οι προϋποθέσεις συμμετοχής που προβλέπονται στην προκήρυξη του σχετικού διαγωνισμού, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται η τιμή βάσης του διαγωνισμού, ενδέχεται να καταστήσουν λιγότερο ελκυστική την άσκηση των ελευθεριών που κατοχυρώνονται στα άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ και πρέπει, ως εκ τούτου, να δικαιολογούνται και να ανταποκρίνονται στις απορρέουσες από την αρχή της αναλογικότητας απαιτήσεις.

    56

    Από πάγια νομολογία προκύπτει επίσης ότι, κατά την ανάθεση σύμβασης παραχώρησης, όπως είναι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η αναθέτουσα αρχή υπέχει υποχρέωση διαφάνειας η οποία συνίσταται μεταξύ άλλων στην εξασφάλιση, υπέρ κάθε προσώπου που ενδέχεται να υποβάλει προσφορά, προσήκοντος βαθμού δημοσιότητας που να καθιστά δυνατό το άνοιγμα στον ανταγωνισμό του τομέα της παραχώρησης υπηρεσιών καθώς και τον έλεγχο της αδιάβλητης διεξαγωγής των διαδικασιών ανάθεσης (απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2012, Costa και Cifone, C‑72/10 και C‑77/10, EU:C:2012:80, σκέψη 72 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    57

    Στο πλαίσιο αυτό, η αρχή της διαφάνειας, η οποία αποτελεί συμπλήρωμα της αρχής της ίσης μεταχείρισης, έχει κατά βάση ως σκοπό να εξασφαλίζει ότι κάθε ενδιαφερόμενη επιχείρηση μπορεί να αποφασίσει αν θα συμμετάσχει σε διαγωνισμό στηριζόμενη στο σύνολο των σχετικών πληροφοριών και να αποκλείει τον κίνδυνο ευνοιοκρατίας και κατάχρησης εκ μέρους της αναθέτουσας αρχής. Συνεπάγεται ότι όλοι οι όροι και οι προϋποθέσεις της διεξαγωγής της διαδικασίας ανάθεσης πρέπει να διατυπώνονται με σαφήνεια, ακρίβεια και χωρίς αμφισημία, ώστε, αφενός, να παράσχουν σε όλους τους έχοντες εύλογη πληροφόρηση και επιδεικνύοντες τη συνήθη επιμέλεια διαγωνιζομένους τη δυνατότητα να κατανοήσουν το ακριβές περιεχόμενό τους και να τους ερμηνεύσουν κατά τον ίδιο τρόπο και, αφετέρου, να οριοθετήσουν τη διακριτική ευχέρεια της αναθέτουσας αρχής και να της παράσχουν τη δυνατότητα να ελέγξει αποτελεσματικά αν οι προσφορές των διαγωνιζομένων ανταποκρίνονται στα κριτήρια που διέπουν τον οικείο διαγωνισμό (απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2012, Costa και Cifone, C‑72/10 και C‑77/10, EU:C:2012:80, σκέψη 73 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    58

    Η τιμή βάσης του διαγωνισμού αποτελεί ουσιώδη πληροφορία η οποία ως εκ τούτου, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, πρέπει να περιλαμβάνεται, τουλάχιστον κατ’ εκτίμησιν, στην προκήρυξη του διαγωνισμού. Όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν η γενική εισαγγελέας με το σημείο 59 των προτάσεών της, η εκτιμώμενη τιμή του διαγωνισμού πρέπει εξάλλου να στηρίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια.

    59

    Εν προκειμένω, μολονότι αληθεύει, όπως επισημαίνει η Stanley, ότι η τιμή βάσης του επίμαχου στην υπόθεση της κύριας δίκης διαγωνισμού ανερχόταν, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 653, στοιχείο b, του νόμου 190/2014, σε 700 εκατομμύρια ευρώ, δηλαδή στο διπλάσιο περίπου της προϋπόθεσης οικονομικής και χρηματοοικονομικής επάρκειας που προβλεπόταν στο σημείο 5.3 της συγγραφής υποχρεώσεων, παρατηρείται ότι η τελευταία αυτή προϋπόθεση, η οποία αναφερόταν μόνο στις εισπράξεις που είχε πραγματοποιήσει η επιχείρηση στο παρελθόν, δεν δύναται να επηρεάσει τον αντικειμενικό χαρακτήρα της εκτιμώμενης τιμής του διαγωνισμού.

    60

    Όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας με τα σημεία 61 και 62 των προτάσεών της, η τιμή αυτή πρέπει επίσης να εκτιμηθεί σε σχέση με την πολύ μεγάλη αξία της σύμβασης παραχώρησης, συγκεκριμένα δε 6600 εκατομμύρια ευρώ ανά έτος, και με την ετήσια αμοιβή του παραχωρησιούχου για την υπηρεσία, ίση με το 6 % του εισπραχθέντος ποσού, δηλαδή περίπου 400 εκατομμύρια ευρώ, καθώς και σε σχέση με τη δυνατότητα των πιθανών υποψηφίων να συμμετάσχουν στη διαδικασία ως κοινοπραξία επιχειρήσεων. Επιπλέον, ως προς το τελευταίο αυτό σημείο, από την απόφαση της 21ης Απριλίου 2016 του Tribunale ammnistrativo regionale per il Lazio (περιφερειακού διοικητικού δικαστηρίου Λατίου) προκύπτει ότι τουλάχιστον δεκαπέντε επιχειρήσεις του τομέα πληρούσαν το κριτήριο αυτό ώστε να μπορούν να συμμετάσχουν στον διαγωνισμό.

    61

    Επιπροσθέτως, στο άρθρο 1, παράγραφος 653, στοιχείο c, του νόμου 190/2014 προβλεπόταν τμηματική καταβολή της τιμής που αναγραφόταν στην προσφορά του καταταχθέντος στην πρώτη θέση διαγωνιζομένου σε τρεις δόσεις κατά την περίοδο μεταξύ του 2015 και του 2017.

    62

    Επομένως, κατόπιν των ανωτέρω, προκύπτει ότι η τιμή βάσης του επίμαχου στην υπόθεση της κύριας δίκης διαγωνισμού διατυπώθηκε με σαφήνεια, ακρίβεια και χωρίς αμφισημία και φαίνεται να δικαιολογείται αντικειμενικά.

    63

    Πρέπει ωστόσο να προστεθεί ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 46 της παρούσας απόφασης, η τελική εξέταση της αναλογικότητας της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνικής ρύθμισης εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο. Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά τη συμβατότητα της ρύθμισης αυτής με την αρχή της διαφάνειας.

    64

    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ καθώς και οι αρχές της απαγόρευσης των διακρίσεων, της διαφάνειας και της αναλογικότητας έχουν την έννοια ότι δεν αποκλείουν εθνική ρύθμιση και τις εκδιδόμενες προς εφαρμογή της πράξεις, όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, οι οποίες προβλέπουν, για την παραχώρηση της διαχείρισης της υπηρεσίας του λόττο, υψηλή τιμή βάσης του διαγωνισμού, υπό την προϋπόθεση ότι η τιμή αυτή διατυπώνεται με σαφήνεια, ακρίβεια και χωρίς αμφισημία και δικαιολογείται αντικειμενικά, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει.

    Επί του τρίτου ερωτήματος

    65

    Το τρίτο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο φαίνεται να στηρίζεται στην παραδοχή ότι το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει με τη νομολογία του τη νομιμότητα της διαχείρισης των σχετικών με τυχερά παιχνίδια δραστηριοτήτων υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών μέσω των ΚΔΔ.

    66

    Συναφώς, παρατηρείται ότι το Δικαστήριο έχει επικυρώσει, στον τομέα των τυχερών παιχνιδιών, τη χρήση του συστήματος παραχώρησης αδειών, κρίνοντας ότι το σύστημα αυτό μπορεί να συνιστά αποτελεσματικό μηχανισμό ελέγχου των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον εν λόγω τομέα προς αποτροπή της εκμετάλλευσης των δραστηριοτήτων αυτών για εγκληματικούς σκοπούς ή για απάτες (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2013, Biasci κ.λπ., C‑660/11 και C‑8/12, EU:C:2013:550, σκέψη 24 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    67

    Μολονότι το Δικαστήριο διαπίστωσε την ασυμβατότητα, με το δίκαιο της Ένωσης, ορισμένων διατάξεων των προκηρύξεων διαγωνισμών για την ανάθεση συμβάσεων παραχώρησης υπηρεσιών σχετικών με τυχερά παιχνίδια, δεν αποφάνθηκε επί της νομιμότητας, αυτής καθεαυτήν, της διαχείρισης των σχετικών με τυχερά παιχνίδια δραστηριοτήτων υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών μέσω των ΚΔΔ.

    68

    Κατόπιν της ανωτέρω διευκρίνισης, πρέπει να αναδιατυπωθεί το τρίτο προδικαστικό ερώτημα υπό την έννοια ότι, με το ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν τα άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ καθώς και οι αρχές της απαγόρευσης των διακρίσεων, της διαφάνειας και της αναλογικότητας έχουν την έννοια ότι αποκλείουν διάταξη, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, περιλαμβανόμενη σε υπόδειγμα σύμβασης παραχώρησης το οποίο συνοδεύει μια προκήρυξη διαγωνισμού και προβλέπουσα την έκπτωση του παραχωρησιούχου όσον αφορά τη διαχείριση της υπηρεσίας του λόττο:

    σε κάθε περίπτωση παράβασης για την οποία η υπόθεση έχει παραπεμφθεί σε δικαστήριο και η οποία, λόγω της φύσης, της σοβαρότητας, του τρόπου διάπραξής της και της σχέσης της με το αντικείμενο της δραστηριότητας που έχει παραχωρηθεί, αποκλείει κατά την κρίση της αναθέτουσας αρχής την αξιοπιστία, τον επαγγελματισμό και την ηθική καταλληλότητα του παραχωρησιούχου,

    ή εάν ο παραχωρησιούχος παραβιάζει τη νομοθεσία περί καταστολής των παράνομων, αθέμιτων και λαθραίων παιχνιδιών και, ειδικότερα, όταν ο παραχωρησιούχος, ο ίδιος ή μέσω εταιριών δικών του ή συνδεόμενων με αυτόν, ανεξαρτήτως του τόπου εγκατάστασής τους, εκμεταλλεύεται εμπορικά άλλα παιχνίδια δυνάμενα να εξομοιωθούν με το λόττο χωρίς να έχει λάβει την απαιτούμενη προς τούτο άδεια.

    69

    Όπως υπενθυμίζεται με τις σκέψεις 38 έως 40 της παρούσας απόφασης, εθνική ρύθμιση η οποία εξαρτά την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας από τη σύναψη σύμβασης παραχώρησης και προβλέπει διάφορες περιπτώσεις έκπτωσης του παραχωρησιούχου παρακωλύει την άσκηση των ελευθεριών τις οποίες κατοχυρώνουν τα άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ. Οι ρήτρες έκπτωσης πρέπει ως εκ τούτου, προκειμένου να κριθούν συμβατές με τα εν λόγω άρθρα, να δικαιολογούνται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος και να πληρούν το κριτήριο της αναλογικότητας. Οι ρήτρες αυτές πρέπει εξάλλου να συμμορφώνονται με την αρχή της διαφάνειας η οποία υπενθυμίζεται στις σκέψεις 56 και 57 της παρούσας απόφασης.

    70

    Υπό το πρίσμα αυτών ακριβώς των εκτιμήσεων πρέπει να δοθεί απάντηση στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα.

    71

    Όσον αφορά, κατά πρώτον, τη ρήτρα έκπτωσης του παραχωρησιούχου λόγω της παραπομπής ενώπιον δικαστηρίου, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 30, παράγραφος 2, στοιχείο h, του υποδείγματος σύμβασης, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, στον συγκεκριμένο τομέα των τυχερών παιχνιδιών, ο αποκλεισμός επιχείρησης λόγω διάπραξης παράβασης σχετικής με το αντικείμενο της δραστηριότητας που έχει παραχωρηθεί μπορεί, καταρχήν, να θεωρηθεί μέτρο δικαιολογημένο για την εκπλήρωση του σκοπού της καταπολέμησης της εγκληματικότητας (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2012, Costa και Cifone, C‑72/10 και C‑77/10, EU:C:2012:80, σκέψη 76 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    72

    Πάντως, δεδομένου ότι η έκπτωση συνιστά μέτρο ιδιαίτερα επαχθές για τον παραχωρησιούχο, ο τελευταίος πρέπει να είναι σε θέση να εκτιμήσει με ασφάλεια τον κίνδυνο να του επιβληθεί μια τέτοια κύρωση. Προς τούτο, είναι αναγκαίο να διατυπώνονται με σαφήνεια, ακρίβεια και χωρίς αμφισημία οι περιστάσεις υπό τις οποίες μπορεί να επιβληθεί η κύρωση αυτή (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2012, Costa και Cifone, C‑72/10 και C‑77/10, EU:C:2012:80, σκέψεις 77 και 78).

    73

    Εν προκειμένω, η ρήτρα του άρθρου 30, παράγραφος 2, στοιχείο h, του υποδείγματος σύμβασης φαίνεται, υπό την επιφύλαξη του ελέγχου στον οποίο οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, να ανταποκρίνεται στην απαίτηση αυτή.

    74

    Παρατηρείται συγκεκριμένα ότι, αφενός, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας με το σημείο 73 των προτάσεών της, η ρήτρα αυτή περιγράφει συνοπτικά αλλά με σαφήνεια τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται πριν η ADM αποφασίσει να κηρύξει έκπτωτο τον παραχωρησιούχο, επομένως δε ο ευλόγως ενημερωμένος και επιδεικνύων τη συνήθη επιμέλεια διαγωνιζόμενος δεν θα είχε δυσκολία να κατανοήσει το πεδίο εφαρμογής και το περιεχόμενό της.

    75

    Αφετέρου, δεδομένου ότι οι προϋποθέσεις παραπομπής ενώπιον δικαστηρίου διέπονται κατά το ιταλικό δίκαιο από τις διατάξεις του κώδικα ποινικής δικονομίας, το σύνολο των επιχειρήσεων μπορεί, ως εκ τούτου, να έχει πρόσβαση και να προβλέψει τις προϋποθέσεις αυτές.

    76

    Όσον αφορά το ζήτημα αν η ρήτρα αυτή ανταποκρίνεται επίσης στις απαιτήσεις που απορρέουν από την αρχή της αναλογικότητας, προκύπτει από πάγια νομολογία ότι οι περιορισμοί που προβλέπει η εθνική νομοθεσία δεν πρέπει να βαίνουν πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού μέτρου (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2003, Gambelli κ.λπ., C‑243/01, EU:C:2003:597, σκέψη 72). Συνεπώς, μολονότι οι αναθέτουσες αρχές πρέπει, καταρχήν, να είναι σε θέση να κηρύξουν έκπτωτο τον παραχωρησιούχο σε περίπτωση κατά την οποία η αξιοπιστία του τίθεται υπό αμφισβήτηση, μεταξύ άλλων, λόγω της διάπραξης παράβασης σχετικής με το αντικείμενο της δραστηριότητας που έχει παραχωρηθεί, η δυνατότητα αυτή πρέπει εντούτοις να οριοθετείται αυστηρά προκειμένου να είναι ανάλογη προς τον σκοπό της καταπολέμησης της εγκληματικότητας.

    77

    Εν προκειμένω, το περιθώριο εκτίμησης που διαθέτει η ADM για να κηρύξει έκπτωτο τον παραχωρησιούχο βάσει της ρήτρας του άρθρου 30, παράγραφος 2, στοιχείο h, του υποδείγματος σύμβασης παραχώρησης υπόκειται σε δύο προϋποθέσεις. Συγκεκριμένα, πρώτον, η έκπτωση του παραχωρησιούχου προϋποθέτει την προηγούμενη παρέμβαση δικαστικής αρχής, ανεξάρτητης από την αναθέτουσα αρχή, η οποία, κατόπιν αίτησης της εισαγγελίας, συντάσσει κατηγορητήριο στηριζόμενο σε σειρά αποδεικτικών στοιχείων που έχουν συλλεχθεί στο πλαίσιο ποινικής έρευνας. Δεύτερον, η έκπτωση του παραχωρησιούχου προϋποθέτει ότι η διαπραχθείσα παράβαση συνδέεται με το αντικείμενο της δραστηριότητας που έχει παραχωρηθεί.

    78

    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, ρήτρα όπως εκείνη του άρθρου 30, παράγραφος 2, στοιχείο h, του υποδείγματος σύμβασης δεν φαίνεται να βαίνει πέραν του μέτρου που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, δηλαδή την καταπολέμηση της εγκληματικότητας, πράγμα το οποίο εναπόκειται ωστόσο στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

    79

    Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τη σκέψη 81 της απόφασης της 16ης Φεβρουαρίου 2012, Costa και Cifone (C‑72/10 και C‑77/10, EU:C:2012:80), κατά την οποία ο αποκλεισμός από την αγορά μέσω της έκπτωσης του παραχωρησιούχου θα πρέπει, καταρχήν, να θεωρηθεί ανάλογος προς τον σκοπό της καταπολέμησης της εγκληματικότητας μόνον εάν στηρίζεται σε απόφαση η οποία έχει ισχύ δεδικασμένου και αφορά διάπραξη ιδιαίτερα σοβαρής παράβασης.

    80

    Συγκεκριμένα, μολονότι, καταρχήν, η έκπτωση επέρχεται αυτόματα όταν εκδίδεται απόφαση με ισχύ δεδικασμένου λόγω διάπραξης παράβασης σχετικής με το αντικείμενο της δραστηριότητας που έχει παραχωρηθεί, το γεγονός αυτό δεν αποκλείει τη δυνατότητα της αναθέτουσας αρχής να κηρύξει έκπτωτο τον παραχωρησιούχο χωρίς να υφίσταται τελεσίδικη απόφαση σε περιπτώσεις αυστηρά οριοθετημένες από τον νόμο.

    81

    Όσον αφορά, κατά δεύτερον, τη ρήτρα έκπτωσης του άρθρου 30, παράγραφος 2, στοιχείο k, του υποδείγματος σύμβασης, η εκεί προβλεπόμενη απαγόρευση της εμπορικής εκμετάλλευσης στην ιταλική επικράτεια άλλων παιχνιδιών δυνάμενων να εξομοιωθούν με το λόττο χωρίς να έχει ληφθεί η απαιτούμενη προς τούτο άδεια ή δυνάμενων να εξομοιωθούν με άλλα παιχνίδια απαγορευόμενα κατά το ιταλικό δίκαιο αποτελεί επίσης μέτρο που αποσκοπεί στην καταπολέμηση των παράνομων παιχνιδιών, πράγμα το οποίο συνιστά ασφαλώς θεμιτό στόχο.

    82

    Υπό την επιφύλαξη του ελέγχου στον οποίο οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, η ρήτρα αυτή φαίνεται να είναι διατυπωμένη με τρόπο επαρκώς σαφή. Ομοίως, προκύπτει ότι μια τέτοια ρήτρα είναι κατάλληλη για την εκπλήρωση του επιδιωκόμενου εν προκειμένω σκοπού χωρίς να γίνεται υπέρβαση του μέτρου που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού.

    83

    Πρέπει ωστόσο να προστεθεί ότι, κατά την εξέταση της αναλογικότητας των ρητρών αυτών, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει επίσης να λάβει υπόψη το γεγονός ότι η έκπτωση του παραχωρησιούχου δεν μπορεί να θεωρηθεί σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας σε περίπτωση κατά την οποία η εθνική νομοθεσία δεν προβλέπει ούτε αποτελεσματική δικαστική προσφυγή ούτε αποκατάσταση της προκληθείσας ζημίας εάν, στη συνέχεια, αποδειχθεί αδικαιολόγητη η έκπτωση αυτή (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2012, Costa και Cifone, C‑72/10 και C‑77/10, EU:C:2012:80, σκέψη 81).

    84

    Επομένως, εφόσον η επιχείρηση που πράγματι υπέβαλε προσφορά και αποκλείεται από την αγορά λόγω των επίμαχων ρητρών έκπτωσης ή ο διαγωνιζόμενος τον οποίο αφορά απόφαση έκπτωσης βάσει των ρητρών αυτών έχουν δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής βάλλουσας κατά του αποκλεισμού ή της έκπτωσής τους αντιστοίχως και εφόσον οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να λάβουν αποζημίωση για την προκληθείσα ζημία εάν, στη συνέχεια, αποδειχθεί αδικαιολόγητος ο αποκλεισμός ή η έκπτωση, μεταξύ άλλων λόγω παραβίασης του δικαίου της Ένωσης, οι ρήτρες αυτές πρέπει να θεωρηθούν σύμφωνες με τις απαιτήσεις που απορρέουν από την αρχή της αναλογικότητας.

    85

    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι δεν αποκλείουν διάταξη, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, περιλαμβανόμενη σε υπόδειγμα σύμβασης παραχώρησης το οποίο συνοδεύει μια προκήρυξη διαγωνισμού και προβλέπουσα την έκπτωση του παραχωρησιούχου όσον αφορά τη διαχείριση της υπηρεσίας του λόττο:

    σε κάθε περίπτωση παράβασης για την οποία η υπόθεση έχει παραπεμφθεί σε δικαστήριο και η οποία, λόγω της φύσης, της σοβαρότητας, του τρόπου διάπραξής της και της σχέσης της με το αντικείμενο της δραστηριότητας που έχει παραχωρηθεί, αποκλείει κατά την κρίση της αναθέτουσας αρχής την αξιοπιστία, τον επαγγελματισμό και την ηθική καταλληλότητα του παραχωρησιούχου,

    ή εάν ο παραχωρησιούχος παραβιάζει τη νομοθεσία περί καταστολής των παράνομων, αθέμιτων και λαθραίων παιχνιδιών και, ειδικότερα, όταν ο παραχωρησιούχος, ο ίδιος ή μέσω εταιριών δικών του ή συνδεόμενων με αυτόν, ανεξαρτήτως του τόπου εγκατάστασής τους, εκμεταλλεύεται εμπορικά άλλα παιχνίδια δυνάμενα να εξομοιωθούν με το λόττο χωρίς να έχει λάβει την απαιτούμενη προς τούτο άδεια,

    υπό την προϋπόθεση ότι οι ρήτρες αυτές είναι δικαιολογημένες, ανάλογες προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και σύμφωνες με την αρχή της διαφάνειας, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει υπό το πρίσμα των στοιχείων που περιέχει η παρούσα απόφαση.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    86

    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σε αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

     

    1)

    Τα άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι δεν αποκλείουν εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία προβλέπει, για την παραχώρηση της διαχείρισης της υπηρεσίας του αυτοματοποιημένου παιχνιδιού λόττο και των λοιπών παιχνιδιών προκαθορισμένης απόδοσης, το μοντέλο του μοναδικού παραχωρησιούχου, σε αντίθεση με τα λοιπά παιχνίδια, προγνωστικά και στοιχήματα, στα οποία εφαρμόζεται το μοντέλο των περισσότερων του ενός παραχωρησιούχων, εφόσον το εθνικό δικαστήριο διαπιστώσει ότι η εθνική ρύθμιση επιδιώκει πράγματι κατά τρόπο συνεπή και συστηματικό τους θεμιτούς σκοπούς τους οποίους επικαλείται το εμπλεκόμενο κράτος μέλος.

     

    2)

    Τα άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ καθώς και οι αρχές της απαγόρευσης των διακρίσεων, της διαφάνειας και της αναλογικότητας έχουν την έννοια ότι δεν αποκλείουν εθνική ρύθμιση και εκδιδόμενες προς εφαρμογή της πράξεις, όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, οι οποίες προβλέπουν, για την παραχώρηση της διαχείρισης της υπηρεσίας του αυτοματοποιημένου παιχνιδιού λόττο και των λοιπών παιχνιδιών προκαθορισμένης απόδοσης, υψηλή τιμή βάσης του διαγωνισμού, υπό την προϋπόθεση ότι η τιμή αυτή διατυπώνεται με σαφήνεια, ακρίβεια και χωρίς αμφισημία και δικαιολογείται αντικειμενικά, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει.

     

    3)

    Τα άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι δεν αποκλείουν διάταξη, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία περιλαμβάνεται σε συνοδευτικό της προκήρυξης διαγωνισμού υπόδειγμα σύμβασης παραχώρησης και προβλέπει την έκπτωση του παραχωρησιούχου από τη διαχείριση της υπηρεσίας του αυτοματοποιημένου παιχνιδιού λόττο και των λοιπών παιχνιδιών προκαθορισμένης απόδοσης:

    σε κάθε περίπτωση παράβασης για την οποία η υπόθεση έχει παραπεμφθεί σε δικαστήριο και η οποία, λόγω της φύσης, της σοβαρότητας, του τρόπου διάπραξής της και της σχέσης της με το αντικείμενο της δραστηριότητας που έχει παραχωρηθεί, αποκλείει κατά την κρίση της αναθέτουσας αρχής την αξιοπιστία, τον επαγγελματισμό και την ηθική καταλληλότητα του παραχωρησιούχου,

    ή εάν ο παραχωρησιούχος παραβιάζει τη νομοθεσία περί καταστολής των παράνομων, αθέμιτων και λαθραίων παιχνιδιών και, ειδικότερα, όταν ο παραχωρησιούχος, ο ίδιος ή μέσω εταιριών δικών του ή συνδεόμενων με αυτόν, ανεξαρτήτως του τόπου εγκατάστασής τους, εκμεταλλεύεται εμπορικά άλλα παιχνίδια δυνάμενα να εξομοιωθούν με το αυτοματοποιημένο παιχνίδι λόττο και με τα λοιπά παιχνίδια προκαθορισμένης απόδοσης χωρίς να έχει λάβει την απαιτούμενη προς τούτο άδεια,

    υπό την προϋπόθεση ότι οι ρήτρες αυτές είναι δικαιολογημένες, ανάλογες προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και σύμφωνες με την αρχή της διαφάνειας, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει υπό το πρίσμα των στοιχείων που περιέχει η παρούσα απόφαση.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.

    Top