Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62017CC0305

    Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα E. Sharpston της 5ης Ιουλίου 2018.
    FENS spol. s r.o. κατά Slovenská republika – Úrad pre reguláciu sieťových odvetví.
    Αίτηση του Okresný súd Bratislava ΙΙ για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή – Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων – Δασμοί – Φορολογικές επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος – Τέλη επί της μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται στην εθνική επικράτεια και προορίζεται για εξαγωγή – Συμβατότητα αυτής της ρυθμίσεως με την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων.
    Υπόθεση C-305/17.

    Court reports – general

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2018:536

    ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ

    ELEANOR SHARPSTON

    της 5ης Ιουλίου 2018 ( 1 )

    Υπόθεση C-305/17

    FENS spol. s r.o.

    κατά

    Slovenská republika – Úrad pre reguláciu sieťových odvetví

    [αίτηση του Okresný súd Bratislava II
    (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου επαρχίας Μπρατισλάβα II, Σλοβακία)
    για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

    «Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων – Εξαγωγικοί δασμοί – Φορολογικές επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμούς – Εσωτερικός φόρος – Τέλη για την παροχή υπηρεσιών δικτύου σχετικών με τη μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας»

    1. 

    Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά έναν από τους πυλώνες της εσωτερικής αγοράς, την ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων. Τα προδικαστικά ερωτήματα αφορούν τον πυρήνα των εσωτερικών και εξωτερικών διαστάσεων της ελευθερίας αυτής: την τελωνειακή ένωση. Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της υπό κρίση υποθέσεως είναι ότι παρέχει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να επανεξετάσει δύο κλασικά στοιχεία της εσωτερικής αγοράς, ήτοι τις φορολογικές επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμούς και τους κανόνες περί εσωτερικών φόρων, εντός του ειδικού πλαισίου της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας.

    Το νομικό πλαίσιο

    Η Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    2.

    Το άρθρο 28, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ορίζει ότι «[η] Ένωση περιλαμβάνει τελωνειακή ένωση που εκτείνεται στο σύνολο των εμπορευματικών συναλλαγών και περιλαμβάνει την απαγόρευση των εισαγωγικών και εξαγωγικών δασμών και όλων των φορολογικών επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος μεταξύ των κρατών μελών, καθώς και την υιοθέτηση κοινού δασμολογίου στις σχέσεις τους με τις τρίτες χώρες».

    3.

    Ειδικότερα, το άρθρο 30 αναφέρει ότι «[ο]ι εισαγωγικοί και εξαγωγικοί δασμοί ή φορολογικές επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος απαγορεύονται μεταξύ των κρατών μελών. Η απαγόρευση αυτή ισχύει και για τους δασμούς ταμιευτικού χαρακτήρα».

    4.

    Κατά το άρθρο 110, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, «κανένα κράτος μέλος δεν επιβάλλει άμεσα ή έμμεσα στα προϊόντα άλλων κρατών μελών εσωτερικούς φόρους οποιασδήποτε φύσεως, ανώτερους από εκείνους που επιβαρύνουν άμεσα ή έμμεσα τα ομοειδή εθνικά προϊόντα».

    Η οδηγία 2003/54

    5.

    Η οδηγία 2003/54 θέσπιζε κοινούς κανόνες όσον αφορά την παραγωγή, τη μεταφορά, τη διανομή και την προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας ( 2 ).

    6.

    Κατά το άρθρο 2, σημείο 3, ως «μεταφορά» νοούνταν η «μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας μέσω διασυνδεδεμένου δικτύου υπερυψηλής και υψηλής τάσης με σκοπό την παροχή σε τελικούς πελάτες ή σε διανομείς, μη συμπεριλαμβανομένης όμως της προμήθειας».

    7.

    Το άρθρο 9, στοιχείο γʹ, προέβλεπε ότι ο διαχειριστής δικτύου μεταφοράς ήταν υπεύθυνος «για να εξασφαλίζει την ασφάλεια, αξιοπιστία και αποδοτικότητα του δικτύου». Στο πλαίσιο αυτό, «[ο]ι κανόνες που θεσπίζονται από τους διαχειριστές δικτύων μεταφοράς για την εξισορρόπηση του δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων για τη χρέωση των χρηστών του δικτύου τους λόγω έλλειψης ενεργειακής ισορροπίας, είναι αντικειμενικοί, διαφανείς και αμερόληπτοι» ( 3 ).

    Η οδηγία 2005/89

    8.

    Η οδηγία 2005/89 θεσπίζει μέτρα προς διασφάλιση του εφοδιασμού σε ηλεκτρισμό, ούτως ώστε να εξασφαλιστεί η εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρισμού καθώς και επαρκές επίπεδο παραγωγικής δυναμικότητας, επαρκές επίπεδο εξισορροπήσεως προσφοράς και ζητήσεως και επαρκές επίπεδο διασυνδέσεως μεταξύ των κρατών μελών για την ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς. Επίσης, θεσπίζει πλαίσιο εντός του οποίου τα κράτη μέλη καθορίζουν, σχετικά με την ασφάλεια του εφοδιασμού με ηλεκτρισμό, διαφανείς και σταθερές πολιτικές, οι οποίες δεν εισάγουν διακρίσεις και είναι συμβατές με τις απαιτήσεις για μιαν ανταγωνιστική εσωτερική αγορά ηλεκτρισμού ( 4 ).

    9.

    Σύμφωνα με το άρθρο 5 της εν λόγω οδηγίας, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να διατηρήσουν ισορροπία μεταξύ της ζητήσεως ηλεκτρισμού και της υπάρχουσας δυναμικότητας παραγωγής.

    Το εθνικό δίκαιο

    10.

    Το άρθρο 12, παράγραφος 9, της Nariadenie vlády Slovenskej republiky č. 317/2007 Z. z., ktorým sa ustanovujú pravidlá pre fungovanie trhu s elektrinou (κανονιστικής αποφάσεως 317/2007 της Κυβερνήσεως της Σλοβακικής Δημοκρατίας, περί κανόνων για τη λειτουργία της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, στο εξής: κανονιστική απόφαση περί ηλεκτρικής ενέργειας), ως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, προέβλεπε ότι σε περίπτωση εξαγωγής ηλεκτρικής ενέργειας ο εξαγωγέας όφειλε να καταβάλλει τέλη για τις υπηρεσίες δικτύου, εκτός εάν μπορούσε να αποδείξει ότι η εξαγόμενη ηλεκτρική ενέργεια είχε προηγουμένως εισαχθεί στην –κατά την ορολογία της νομοθετικής πράξεως– «οριζόμενη επικράτεια» ( 5 ).

    Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία και τα προδικαστικά ερωτήματα

    11.

    Η FENS spol. S.r.o., η νυν ενάγουσα της κύριας δίκης, διαδέχθηκε στην εν λόγω διαδικασία την αρχική ενάγουσα, την Korlea Invest a.s. (στο εξής: Korlea).

    12.

    Η Korlea είχε λάβει άδεια να δραστηριοποιείται στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας στη Σλοβακία ως πάροχος και οι δραστηριότητές της περιελάμβαναν την αγορά, την εμπορία και την εξαγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Στο πλαίσιο αυτό, συνήψε με την εταιρία Slovenské elektrárne a.s. (σλοβακική εταιρία που δραστηριοποιείται στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής) σύμβαση‑πλαίσιο για την πώληση και αγορά ηλεκτρικής ενέργειας με ισχύ από τη 15η Αυγούστου 2006, καθώς και μεμονωμένες συμβάσεις προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας. Στις 16 Ιανουαρίου 2008, η Korlea συνήψε σύμβαση μεταφοράς με την εταιρία Slovenská elektrizačná prenosová sústava a.s. (σλοβακική εταιρία που εκμεταλλεύεται το εθνικό δίκτυο μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας) για τη μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας μέσω των γραμμών διασυνδέσεως και τη διαχείριση και παροχή υπηρεσιών μεταφοράς. Βάσει της συμβάσεως μεταφοράς, η Korlea αναλάμβανε την υποχρέωση να καταβάλλει υπό μορφή τέλους ένα ποσό για την παροχή υπηρεσιών δικτύου σχετικών με την εξαγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, το οποίο υπολογιζόταν βάσει του άρθρου 12, παράγραφος 9, της κανονιστικής αποφάσεως περί ηλεκτρικής ενέργειας, παρεκτός αν αποδείκνυε ότι η εξαγόμενη ενέργεια ήταν προϊόν εισαγωγής στην οριζόμενη επικράτεια.

    13.

    Η Korlea κατέβαλε στην εταιρία μεταφοράς το ποσό των 6815853,415 ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε στην επιβάρυνση για τις υπηρεσίες δικτύου σχετικά με την εξαγωγή ηλεκτρικής ενέργειας για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2008 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2008. Το ποσό υπολογίστηκε με βάση την από 4 Δεκεμβρίου 2007 απόφαση της Úrad pre reguláciu sieťových odvetví (ρυθμιστική αρχή ενέργειας, στο εξής: ÚRSO), η οποία ήταν η εναγομένη της κύριας δίκης, από κοινού με τη Σλοβακική Δημοκρατία.

    14.

    Με έγγραφο της 13ης Οκτωβρίου 2008, η Korlea ζήτησε από την εταιρία μεταφοράς και από την αρμόδια αρχή να αναστείλουν την επιβολή της επιβαρύνσεως και να επιστρέψουν τα ήδη καταβληθέντα ποσά. Με έγγραφο της 30ής Οκτωβρίου 2008, η εταιρία μεταφοράς αρνήθηκε να ικανοποιήσει το αίτημα αυτό.

    15.

    Η Korlea άσκησε αγωγή αποζημιώσεως κατά της ÚRSO. Ισχυρίστηκε ότι η επιβάρυνση για την παροχή υπηρεσιών δικτύου συνιστούσε επιβάρυνση αποτελέσματος ισοδυνάμου με δασμό. Επιβαλλόταν αποκλειστικώς στην ηλεκτρική ενέργεια που παραγόταν στη Σλοβακία και εξαγόταν και όχι στην ηλεκτρική ενέργεια που είχε προηγουμένως εισαχθεί στη Σλοβακία και στη συνέχεια εξαγόταν εκ νέου. Η ÚRSO υποστήριξε ότι η επίμαχη επιβάρυνση ήταν προσωρινή και ότι σκοπούσε στη διασφάλιση της λειτουργικότητας, της αξιοπιστίας και της σταθερότητας του δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας της Σλοβακίας.

    16.

    Η αγωγή απορρίφθηκε με απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 2011. Η Korlea άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Krajský súd (περιφερειακού δικαστηρίου, Σλοβακία) το οποίο εξαφάνισε την απόφαση αυτή και παρέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του Okresný súd Bratislava II (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου επαρχίας Μπρατισλάβα II, Σλοβακία, στο εξής: αιτούν δικαστήριο).

    17.

    Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν το άρθρο 12, παράγραφος 9, της κανονιστικής αποφάσεως περί ηλεκτρικής ενέργειας συνάδει με τα άρθρα 28 και 30 ΣΛΕΕ. Ως εκ τούτου, ζητεί την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί των εξής ερωτημάτων:

    «1)

    Προσκρούει στο άρθρο 30 ΣΛΕΕ εθνική κανονιστική ρύθμιση όπως το άρθρο 12, παράγραφος 9, της [κανονιστικής αποφάσεως περί ηλεκτρικής ενέργειας], με το οποίο καθιερώνεται ειδική χρηματική επιβάρυνση για την εξαγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από την επικράτεια της Σλοβακικής Δημοκρατίας, χωρίς να γίνεται διάκριση μεταξύ, αφενός, της εξαγωγής της ηλεκτρικής ενέργειας από τη σλοβακική επικράτεια προς τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, αφετέρου, της εξαγωγής της από τη σλοβακική επικράτεια προς τρίτες χώρες, για την περίπτωση κατά την οποία ο εξαγωγέας της ηλεκτρικής ενέργειας δεν αποδεικνύει ότι η εξαγόμενη ηλεκτρική ενέργεια έχει εισαχθεί στην επικράτεια της Σλοβακικής Δημοκρατίας, ήτοι χρηματική επιβάρυνση που επιβάλλεται αποκλειστικώς για την ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται εντός της επικράτειας της Σλοβακικής Δημοκρατίας και εξάγεται από αυτήν;

    2)

    Συνιστά φορολογική επιβάρυνση αποτελέσματος ισοδύναμου με δασμό, κατά την έννοια του άρθρου 28, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, μια χρηματική επιβάρυνση όπως η καθιερούμενη με τη διάταξη του άρθρου 12, παράγραφος 9, της [κανονιστικής αποφάσεως περί ηλεκτρικής ενέργειας], ήτοι επιβάρυνση που επιβάλλεται αποκλειστικώς για την ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται εντός της Σλοβακικής Δημοκρατίας και συγχρόνως εξάγεται από την επικράτεια αυτής, χωρίς να γίνεται διάκριση μεταξύ της εξαγωγής προς τρίτες χώρες και της εξαγωγής προς τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης;

    3)

    Συνάδει εθνική διάταξη όπως αυτή του άρθρου 12, παράγραφος 9, της [κανονιστικής αποφάσεως περί ηλεκτρικής ενέργειας] με την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων η οποία κατοχυρώνεται από το άρθρο 28 ΣΛΕΕ;»

    18.

    Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η FENS, η Ολλανδική και η Σλοβακική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η FENS και η Επιτροπή ανέπτυξαν τις προφορικές παρατηρήσεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 19ης Απριλίου 2018.

    Εκτίμηση

    Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

    Η ηλεκτρική ενέργεια ως «εμπόρευμα»

    19.

    Προκειμένου να διέπεται από τις διατάξεις της ΣΛΕΕ για την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, το επίμαχο προϊόν πρέπει να εμπίπτει στην κατηγορία του «εμπορεύματος». Το Δικαστήριο έχει ορίσει τα «εμπορεύματα» ως «τα αποτιμητά σε χρήμα προϊόντα που μπορούν να αποτελέσουν, ως τέτοια, αντικείμενο εμπορικών συναλλαγών» ( 6 ).

    20.

    Το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ότι η ηλεκτρική ενέργεια, παρά τον άυλο χαρακτήρα της, συνιστά «εμπόρευμα» κατά την έννοια της ΣΛΕΕ ( 7 ). Επομένως, η ηλεκτρική ενέργεια υπόκειται στις διατάξεις της Συνθήκης περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και τελωνειακής ενώσεως.

    21.

    Το Δικαστήριο έχει επίσης αποφανθεί ότι φορολογική επιβάρυνση που δεν επιβάλλεται σε προϊόν καθεαυτό αλλά σε δραστηριότητα που είναι αναγκαία σε σχέση με το προϊόν αυτό (όπως εν προκειμένω οι υπηρεσίες δικτύου) μπορεί να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων. Όταν δε η επιβάρυνση υπολογίζεται επί του αριθμού των μεταφερομένων kWh και όχι επί της αποστάσεως της μεταφοράς ή βάσει οποιουδήποτε άλλου κριτηρίου άμεσα συνδεδεμένου με τη μεταφορά, πρέπει να θεωρείται ότι πλήττει το προϊόν καθ’ εαυτό ( 8 ).

    Το εφαρμοστέο δίκαιο

    22.

    Το γεγονός ότι, από τυπικής απόψεως, εθνικό δικαστήριο διατύπωσε προδικαστικό ερώτημα παραπέμποντας σε ορισμένες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να του παράσχει όλα τα ερμηνευτικά στοιχεία που μπορούν να είναι χρήσιμα για την έκδοση αποφάσεως στην υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί, ανεξαρτήτως του αν το εθνικό δικαστήριο αναφέρθηκε σε αυτά κατά τη διατύπωση των ερωτημάτων του. Στο Δικαστήριο απόκειται να συναγάγει, από το σύνολο των στοιχείων που του παρέχει το εθνικό δικαστήριο και ιδίως από το σκεπτικό της διατάξεως περί παραπομπής, εκείνα τα στοιχεία του δικαίου της Ένωσης που χρειάζονται ερμηνεία, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της διαφοράς ( 9 ).

    23.

    Εν προκειμένω, από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι, με την αγωγή της κύριας δίκης, η FENS επιδιώκει, κατ’ ουσίαν, να επιτύχει την αποκατάσταση της ζημίας που η Korlea ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω της καταβολής τέλους για την παροχή υπηρεσιών δικτύου για την εξαγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Το αιτούν δικαστήριο επικεντρώνεται στη συμβατότητα των διατάξεων της κανονιστικής αποφάσεως περί ηλεκτρικής ενέργειας με τις οποίες θεσπίστηκε το εν λόγω τέλος με τα άρθρα 28 και 30 ΣΛΕΕ ( 10 ).

    24.

    Εντούτοις, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της διαφοράς της κύριας δίκης, πρέπει να εξεταστεί αν τυχόν και άλλες διατάξεις πρωτογενούς ή παράγωγου δικαίου, ήτοι το άρθρο 110 ΣΛΕΕ και οι οδηγίες 2003/54 και 2005/89, θα μπορούσαν να είναι κρίσιμες.

    25.

    Συναφώς, η Ολλανδική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το επίδικο τέλος εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 11, παράγραφος 7, της οδηγίας 2003/54, το οποίο επιτρέπει την επιβολή χρεώσεων για την εξισορρόπηση του συστήματος μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Συνεπώς, κατά την εν λόγω Κυβέρνηση, η συμβατότητά του επίμαχου τέλους με το δίκαιο της Ένωσης πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα της εν λόγω οδηγίας και όχι του πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης.

    26.

    Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι κάθε εθνικό μέτρο σε τομέα που έχει αποτελέσει αντικείμενο πλήρους εναρμονίσεως σε επίπεδο Ένωσης πρέπει να εκτιμάται υπό το πρίσμα των διατάξεων του μέτρου αυτού εναρμονίσεως και όχι των διατάξεων του πρωτογενούς δικαίου ( 11 ). Όσον αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, στη νομολογία η εν λόγω αρχή έχει αναγνωριστεί στο πλαίσιο των άρθρων 34 έως 36 ΣΛΕΕ, με τα οποία ρυθμίζονται οι ποσοτικοί περιορισμοί σε εισαγωγές και εξαγωγές μεταξύ κρατών μελών ( 12 ). Από τη νομολογία του Δικαστηρίου συνάγεται ότι, αν ο ισχυρισμός της Ολλανδικής Κυβερνήσεως είναι ορθός, η ανάλυση θα πρέπει να επικεντρωθεί στις διατάξεις της οδηγίας 2003/54 και όχι στις διατάξεις περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων.

    27.

    Ωστόσο, η άμεση δυσκολία έγκειται στο ότι το αιτούν δικαστήριο δεν παρέσχε στο Δικαστήριο τα αναγκαία στοιχεία προκειμένου να εκτιμήσει το κατά πόσον τα μέτρα επιβολής του επίμαχου τέλους αφορούν συγκεκριμένη διάταξη της οδηγίας 2003/54. Σε αυτή την περίπτωση, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ερμηνεύσει την οδηγία 2003/54 προκειμένου να εξακριβώσει αν η εναρμόνιση στην οποία αυτή προβαίνει είναι πλήρης και αποκλείει την εξέταση της συμβατότητας της επίμαχης εθνικής ρυθμίσεως με τα άρθρα 28 και 30 ΣΛΕΕ.

    28.

    Προκειμένου να προβεί σε μια τέτοια εκτίμηση, το Δικαστήριο εξετάζει το πλαίσιο εντός του οποίου εκδόθηκε η πράξη εναρμονίσεως, τη φύση της, τους σκοπούς που επιδιώκει και το περιεχόμενό της ( 13 ).

    29.

    Η δημιουργία εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας είναι μια διαρκής διαδικασία. Η οδηγία 2003/54, εφαρμοστέα κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, αποτελούσε το δεύτερο βήμα προς την κατεύθυνση αυτή, καθόσον κατήργησε την πρώτη νομοθετική πράξη που είχε εκδοθεί στον εν λόγω τομέα, ήτοι την οδηγία 96/92 ( 14 ). Η έκδοση της οδηγίας 2003/54 σκοπούσε στη διασφάλιση ισότιμων όρων ανταγωνισμού για όλους τους φορείς της αγοράς ( 15 ). Εντούτοις, η οδηγία 2003/54 δεν ολοκλήρωσε τη διαδικασία δημιουργίας της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και καταργήθηκε με την οδηγία 2009/72 ( 16 ). Η τελευταία αυτή οδηγία αντικαταστάθηκε επίσης, προκειμένου, όπως επισήμανε η Επιτροπή, «να προσαρμοστούν οι ισχύοντες κανόνες της αγοράς στις νέες πραγματικότητες της αγοράς, επιτρέποντας στην ηλεκτρική ενέργεια να μετακινείται ελεύθερα όπου είναι περισσότερο αναγκαία όταν είναι περισσότερο αναγκαία μέσω της διαδόσεως μη στρεβλών μηνυμάτων όσον αφορά τις τιμές» ( 17 ).

    30.

    Ως εκ τούτου, το πλαίσιο εντός του οποίου εκδόθηκε η οδηγία 2003/54 υποδηλώνει μάλλον μια διαρκή διαδικασία εναρμονίσεως η οποία δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί, παρά μια πλήρη εναρμόνιση.

    31.

    Επιπλέον, φρονώ ότι η νομική φύση των οδηγιών (ως μέσου εναρμονίσεως που, σύμφωνα με το άρθρο 288 ΣΛΕΕ, αφήνει στα κράτη μέλη την επιλογή του τύπου και των μέσων για την επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος) δεν συνηγορεί υπέρ του συμπεράσματος ότι οι εν λόγω οδηγίες σκοπούν να εναρμονίσουν πλήρως την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας ( 18 ). Όσον αφορά την οδηγία 2003/54, η προσέγγιση αυτή ενισχύεται από τη νομική της βάση, ήτοι από τις διατάξεις της Συνθήκης σχετικά με την ελευθερία εγκαταστάσεως και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, σε συνδυασμό με το νυν άρθρο 114 ΣΛΕΕ για την προσέγγιση των νομοθεσιών. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή εξέφρασε ομοίως την άποψη ότι η εναρμόνιση που επιφέρει η οδηγία αυτή είναι μερική.

    32.

    Όσον αφορά τους σκοπούς και το περιεχόμενο της οδηγίας 2003/54, η εν λόγω πράξη θεσπίζει κοινούς κανόνες που αφορούν την παραγωγή, τη μεταφορά και την προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας ( 19 ).

    33.

    Στο πλαίσιο αυτό, η οδηγία 2003/54 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη διορίζουν διαχειριστές δικτύων μεταφοράς οι οποίοι θεσπίζουν αντικειμενικούς, διαφανείς και αμερόληπτους κανόνες για την εξισορρόπηση του δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας και για τη χρέωση των χρηστών του δικτύου λόγω ελλείψεως ενεργειακής ισορροπίας. Οι κανόνες και τα τιμολόγια για την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών πρέπει να καταρτίζονται με τρόπο αμερόληπτο, ο οποίος αντικατοπτρίζει το κόστος, και πρέπει να δημοσιεύονται ( 20 ). Οι ρυθμιστικές αρχές που ορίζονται από τα κράτη μέλη είναι υπεύθυνες για τον καθορισμό ή την έγκριση, πριν από την έναρξη ισχύος τους, τουλάχιστον των μεθοδολογιών οι οποίες χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό ή τον καθορισμό των τιμολογίων μεταφοράς ( 21 ).

    34.

    Όσον αφορά τον σκοπό της οδηγίας και το περιεχόμενό της, κατά την άποψή μου, προσεγγίζουν πολύ αυτό που θα μπορούσε να θεωρηθεί πλήρης εναρμόνιση. Ωστόσο, όσον αφορά τα τιμολόγια μεταφοράς, οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν περιθώριο εκτιμήσεως. Ως εκ τούτου, φρονώ ότι η εναρμόνιση που επιδιώκεται με τις διατάξεις αυτές δεν είναι αρκούντως πλήρης, ώστε να αποκλείεται η εξέταση της συμβατότητας ρυθμίσεως όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη με τα άρθρα 28 και 30 ΣΛΕΕ.

    35.

    Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η νομολογία. Το Δικαστήριο έχει ερμηνεύσει τις διατάξεις της οδηγίας 2003/54 από κοινού με τις διατάξεις περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, προκειμένου να εκτιμήσει τη συμβατότητα εθνικών ρυθμίσεων περί δωρεάν διανομής πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας ( 22 ). Συνακόλουθα, στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η εναρμόνιση που επιφέρει η οδηγία 2003/54 δεν είναι πλήρης ( 23 ).

    36.

    Ως εκ τούτου, φρονώ ότι η εναρμόνιση που επιβάλλεται με την οδηγία 2003/54 δεν είναι τέτοιας φύσεως ώστε να αποκλείει την εξέταση του κατά πόσον ρύθμιση όπως η επίμαχη εν προκειμένω είναι συμβατή με τις διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου και, ειδικότερα, με τα άρθρα 28 και 30 ΣΛΕΕ. Η σημασία των διατάξεων αυτών είναι τόσο θεμελιώδης, ώστε η Συνθήκη επιδίωξε να αποτρέψει οποιαδήποτε τυχόν μη εφαρμογή τους, εμποδίζοντας την καταστρατήγησή τους μέσω τελωνειακών και φορολογικών μέτρων ( 24 ).

    37.

    Η ίδια συλλογιστική ισχύει, κατά την άποψή μου, και για την οδηγία 2005/89 την οποία επικαλέστηκε η Σλοβακική Κυβέρνηση προκειμένου να δικαιολογήσει το επίδικο τέλος ως μέτρο που θεσπίστηκε για τη διασφάλιση της ασφάλειας του εφοδιασμού και των επενδύσεων σε υποδομές.

    38.

    Η οδηγία 2005/89 εκδόθηκε στο ίδιο πλαίσιο με την οδηγία 2003/54 και έχει την ίδια νομική φύση (βλ. σημεία 29 έως 31 των παρουσών προτάσεων και αιτιολογικές σκέψεις 1 και 3 της οδηγίας 2005/89).

    39.

    Η οδηγία 2005/89 επιδιώκει να διασφαλίσει ένα σταθερό πλαίσιο για μια ενοποιημένη αγορά ηλεκτρικής ενέργειας που λειτουργεί στην πράξη και διαθέτει τα σωστά κίνητρα για τους φορείς της αγοράς, προκειμένου να διασφαλίζεται ο εφοδιασμός και οι επενδύσεις ( 25 ). Ως εκ τούτου, θεσπίζει πλαίσιο εντός του οποίου τα κράτη μέλη καθορίζουν, σχετικά με την ασφάλεια του εφοδιασμού με ηλεκτρισμό, διαφανείς και σταθερές πολιτικές, οι οποίες δεν εισάγουν διακρίσεις και είναι συμβατές με τις απαιτήσεις για μιαν ανταγωνιστική εσωτερική αγορά ηλεκτρισμού ( 26 ). Το άρθρο 5, το οποίο επικαλείται η Σλοβακική Κυβέρνηση, κάνει λόγο για «μέριμνα» των κρατών μελών. Φαίνεται ότι στο πλαίσιο αυτό τα κράτη μέλη διατηρούν ένα περιθώριο εκτιμήσεως και, κατά συνέπεια, η εναρμόνιση δεν είναι πλήρης.

    40.

    Επομένως, και υπό το πρίσμα της προπαρατεθείσας στα σημεία 35 και 36 των παρουσών προτάσεων νομολογίας του Δικαστηρίου, φρονώ ότι η εναρμόνιση που επιβάλλεται με την οδηγία 2005/89 δεν είναι τέτοιας φύσεως ώστε να αποκλείει την εξέταση του κατά πόσον ρύθμιση όπως η επίμαχη εν προκειμένω είναι συμβατή με τις διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου και, ειδικότερα, με τα άρθρα 28 και 30 ΣΛΕΕ.

    Τα προδικαστικά ερωτήματα

    41.

    Με τα τρία ερωτήματά του, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί κατά πόσον τέλος όπως το επιβαλλόμενο επί της παροχής υπηρεσιών δικτύου για την εξαγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, που θεσπίστηκε με το άρθρο 12, παράγραφος 9, της κανονιστικής αποφάσεως περί ηλεκτρικής ενέργειας, συνιστά επιβάρυνση αποτελέσματος ισοδυνάμου με δασμό και άρα απαγορεύεται από τις διατάξεις περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και, ειδικότερα, από τα άρθρα 28 και 30 ΣΛΕΕ.

    42.

    Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι το επίμαχο στην κύρια δίκη τέλος επιβάλλεται ανεξαρτήτως του αν η ηλεκτρική ενέργεια εξάγεται προς άλλα κράτη μέλη ή προς τρίτες χώρες.

    Εφαρμογή των άρθρων 28 και 30 ΣΛΕΕ επί των επιβαρύνσεων κατά την εξαγωγή προς τρίτες χώρες

    43.

    Το άρθρο 28, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ορίζει τις θεμελιώδεις αρχές που διέπουν την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων και την τελωνειακή ένωση, τόσο στην εσωτερική όσο και στην εξωτερική της διάσταση. Το άρθρο 30 ΣΛΕΕ αφορά τις εσωτερικές πτυχές της τελωνειακής ενώσεως: την απαγόρευση, μεταξύ των κρατών μελών, των εισαγωγικών και εξαγωγικών δασμών και των επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμούς ( 27 ).

    44.

    Ανακύπτει το ερώτημα αν τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης εμπίπτουν πλήρως στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 28, παράγραφος 1, και του άρθρου 30 ΣΛΕΕ. Το υπό εξέταση τέλος ενδέχεται να καλύπτεται από το άρθρο 30, στο μέτρο που αφορά ηλεκτρική ενέργεια που προορίζεται για εξαγωγή σε άλλα κράτη μέλη. Όσον αφορά τις συναλλαγές με τρίτες χώρες, η ΣΛΕΕ δεν περιέχει ειδικές διατάξεις παρόμοιες με εκείνες που απαγορεύουν τις επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμούς στις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών. Επομένως, τίθεται το ζήτημα αν οι επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμούς απαγορεύονται και στις συναλλαγές με τις χώρες αυτές.

    45.

    Το Δικαστήριο έχει κρίνει, όσον αφορά το άρθρο 9 της Συνθήκης ΕΟΚ (νυν άρθρο 28 ΣΛΕΕ) και την κοινή εμπορική πολιτική, ότι θα επέρχετο σοβαρή προσβολή τόσο στην ενιαία φύση του τελωνειακού εδάφους της Ένωσης όσο και στον ομοιόμορφο χαρακτήρα της κοινής εμπορικής πολιτικής αν επιτρεπόταν στα κράτη μέλη να επιβάλλουν μονομερώς επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμούς στις εισαγωγές από τρίτες χώρες ( 28 ).

    46.

    Το συμπέρασμα αυτό, κατά την άποψή μου, λογικά ισχύει και για τις επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμούς που επιβάλλονται στις εξαγωγές προς τρίτες χώρες.

    47.

    Σύμφωνα με το άρθρο 207 ΣΛΕΕ, η κοινή εμπορική πολιτική πρέπει να διαμορφώνεται βάσει ενιαίων αρχών, ιδίως όσον αφορά, μεταξύ άλλων, την πολιτική των εξαγωγών. Ο κοινοτικός τελωνειακός κώδικας ορίζει τους εισαγωγικούς και τους εξαγωγικούς δασμούς, κατά τρόπο αντίστοιχο και πανομοιότυπο, ως τους δασμούς και τις φορολογικές επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος που καταβάλλονται κατά την εισαγωγή και την εξαγωγή των εμπορευμάτων ( 29 ). Το άρθρο 161, παράγραφοι 1 και 2, του κώδικα ορίζει ότι το καθεστώς εξαγωγής επιτρέπει την έξοδο ενωσιακού εμπορεύματος από το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης και ότι η εξαγωγή συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, την επιβολή εξαγωγικών δασμών (κατά περίπτωση).

    48.

    Εξάλλου, με την πρώτη γνωμοδότηση που διατύπωσε ποτέ δυνάμει του (νυν) άρθρου 218, παράγραφος 11, ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο έκρινε ότι η πολιτική εξαγωγών υπαγόταν στις αρμοδιότητες της (τότε) Κοινότητας ( 30 ). Το σκεπτικό αυτό συνάδει με την πραγμάτωση της τελωνειακής ενώσεως που προβλέφθηκε από τη Συνθήκη της Ρώμης. Οι Συνθήκες αναθέτουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα θεσμικά όργανά της το καθήκον της προασπίσεως των εμπορικών συμφερόντων της Ένωσης σε εξωτερικό επίπεδο. Η παροχή στα κράτη μέλη της δυνατότητας να εφαρμόζουν τις δικές τους εμπορικές πολιτικές στον υπόλοιπο κόσμο (και, επομένως, να επιδιώκουν τα δικά τους συμφέροντα στο πλαίσιο αυτό) παράλληλα με τις δράσεις της Ένωσης θα έθετε σαφώς σε κίνδυνο το εν λόγω θεμελιώδες καθήκον ( 31 ). Πλέον, το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και εʹ, ΣΛΕΕ επιβεβαιώνει ρητά ότι η Ένωση έχει αποκλειστική αρμοδιότητα όσον αφορά την τελωνειακή ένωση και την κοινή εμπορική πολιτική.

    49.

    Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να θεσπίζουν μονομερώς επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμούς που επιβάλλονται στις εξαγωγές προς τρίτες χώρες. Επομένως, εφόσον κριθεί ότι το επίμαχο στην κύρια δίκη τέλος συνιστά τέτοιου είδους επιβάρυνση, αυτό θα απαγορεύεται, ανεξαρτήτως αν αφορά εξαγωγές προς κράτη μέλη ή προς τρίτες χώρες ( 32 ).

    Χαρακτηρισμός του τέλους ως επιβαρύνσεως ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμούς

    50.

    Η Συνθήκη επιδίωξε να δώσει γενικό περιεχόμενο και ισχύ στον κανόνα περί καταργήσεως των τελωνειακών δασμών και επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος, προκειμένου όχι μόνο να εξαλείψει τον προστατευτικό τους χαρακτήρα αλλά και να διασφαλίσει την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων. Η επέκταση της απαγορεύσεως των τελωνειακών δασμών και στις επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος σκοπεί στη συμπλήρωση της απαγορεύσεως ώστε να καλύπτει και τα εμπόδια στο εμπόριο που δημιουργούνται από τέτοιου τύπου δασμούς, αυξάνοντας την αποτελεσματικότητά της. Η έννοια των «επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμούς» δεν έχει οριστεί στο πρωτογενές δίκαιο αλλά έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία από τις αρχές της ευρωπαϊκής ολοκληρώσεως ως: i) κάθε χρηματική επιβάρυνση, έστω και ελάχιστη, ανεξαρτήτως της ονομασίας της και της τεχνικής της, ii) που επιβάλλεται μονομερώς επί ημεδαπών ή αλλοδαπών εμπορευμάτων, iii) λόγω της διελεύσεώς τους από τα σύνορα. Το κατά πόσον η εν λόγω επιβάρυνση εισπράττεται υπέρ του Δημοσίου, εισάγει δυσμενείς διακρίσεις ή επάγεται προστατευτικά αποτελέσματα, δεν ασκεί ουδεμία επιρροή ( 33 ).

    51.

    Στην προκειμένη περίπτωση, είναι το τρίτο στοιχείο του ορισμού των «επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμούς» που απαιτεί αποσαφήνιση, ήτοι η ύπαρξη επιβαρύνσεως που επιβάλλεται λόγω της διελεύσεως των εμπορευμάτων από τα σύνορα.

    52.

    Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι το επίμαχο τέλος πλήττει μόνον την ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται στη Σλοβακία και στη συνέχεια εξάγεται. Η ηλεκτρική ενέργεια που εξάγεται χωρίς να έχει παραχθεί στη Σλοβακία δεν βαρύνεται με το εν λόγω τέλος. Το αιτούν δικαστήριο δεν προσδιορίζει καμία ισοδύναμη επιβάρυνση η οποία να επιβάλλεται στην ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται και καταναλώνεται στη Σλοβακία. Ως εκ τούτου, η διαπίστωση ότι το τέλος επιβάλλεται μόνο στην ηλεκτρική ενέργεια που εξάγεται από τη Σλοβακία και όχι σε εκείνη που καταναλώνεται στη Σλοβακία αρκεί για να συναχθεί ότι γενεσιουργός αιτία είναι η διέλευση των συνόρων.

    53.

    Εντούτοις, η Σλοβακική Κυβέρνηση υποστήριξε, στις γραπτές παρατηρήσεις της ότι η κανονιστική απόφαση περί ηλεκτρικής ενέργειας προβλέπει την επιβολή του ίδιου τέλους για την ηλεκτρική ενέργεια που καταναλώνεται στη Σλοβακία από τον τελικό καταναλωτή ή τον πελάτη και για εκείνη που καταναλώνεται (σε ορισμένες μόνο περιπτώσεις) από τον παραγωγό ηλεκτρικής ενέργειας και τον διαχειριστή του δικτύου διανομής, ανεξάρτητα από την προέλευση της ηλεκτρικής ενέργειας (είτε πρόκειται για παραχθείσα στην εγχώρια αγορά είτε για εισαχθείσα) ( 34 ).

    54.

    Εάν αυτό ισχύει, είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι η γενεσιουργός αιτία του εν λόγω τέλους είναι η διέλευση των συνόρων;

    55.

    Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι εσωτερικός φόρος που πλήττει συστηματικά και βάσει των ιδίων κριτηρίων εξαγόμενα και μη εξαγόμενα εμπορεύματα δεν εμπίπτει στην απαγόρευση των φόρων ισοδυνάμου αποτελέσματος προς εξαγωγικούς δασμούς ( 35 ). Τα σχετικά κριτήρια είναι το κατά πόσον, με όρους οικονομικής πραγματικότητας, οι συναλλαγές που επιφέρουν την επιβολή του τέλους για αμφότερες τις κατηγορίες εμπορευμάτων είναι οι ίδιες υπό το πρίσμα του σταδίου εμπορίας, οι κατηγορίες των προσώπων που βαρύνονται με το τέλος, η μέθοδος υπολογισμού του και η τελική του χρήση ( 36 ).

    56.

    Το αιτούν δικαστήριο είναι αυτό που έχει στη διάθεσή του τα αναγκαία στοιχεία για την εφαρμογή των ως άνω κριτηρίων.

    57.

    Ωστόσο, από τα υποβληθέντα στο Δικαστήριο στοιχεία φαίνεται ότι το τέλος δεν επιβάλλεται σε χρονικά σημεία που αντιστοιχούν στο ίδιο στάδιο εμπορίας τόσο για την ηλεκτρική ενέργεια που καταναλώνεται στη Σλοβακία όσο και για την ηλεκτρική ενέργεια που εξάγεται, ούτε βαρύνει την ίδια κατηγορία προσώπων. Από το άρθρο 12 της κανονιστικής αποφάσεως περί ηλεκτρικής ενέργειας, όπως αυτό παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο από τη Σλοβακική Κυβέρνηση, προκύπτει ότι, ενώ για την ηλεκτρική ενέργεια που καταναλώνεται στη Σλοβακία το τέλος καταβάλλεται από τον τελικό καταναλωτή ή τον πελάτη ( 37 ), για την εξαγόμενη ηλεκτρική ενέργεια το τέλος καταβάλλεται από τον εξαγωγέα. Ως εκ τούτου, στην πρώτη περίπτωση, το τέλος καταβάλλεται για την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας, τούτο δε, κατ’ αρχήν, αφού η ενέργεια διέλθει από τα διάφορα στάδια, από τη μεταφορά έως την προμήθεια και την κατανάλωση. Αντιστρόφως, στην περίπτωση της εξαγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας, το τέλος βαρύνει τον εξαγωγέα, χωρίς η ηλεκτρική ενέργεια να έχει ούτε καταναλωθεί, ούτε ακόμη εξέλθει του δικτύου μεταφοράς.

    58.

    Από την άποψη αυτή, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της υπό κρίση υποθέσεως και της υποθέσεως Nygård, στην οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι η γενεσιουργός αιτία της επιβαρύνσεως που έπληττε τους προοριζόμενους προς σφαγή χοίρους που εκτρέφονται στη Δανία και πωλούνται προς σφαγή στην εγχώρια αγορά, η οποία καταβάλλεται από τον παραγωγό κατά την παράδοση των χοίρων στα σφαγεία, ήταν η ίδια με τη γενεσιουργό αιτία της επιβαρύνσεως που έπληττε τους χοίρους που εξάγονται ζώντες από τον εξαγωγέα, ανεξαρτήτως αν ο τελευταίος είναι επί πλέον και ο παραγωγός,, ήτοι το γεγονός ότι τα ζώα παύουν να ανήκουν σε αυτό που το Δικαστήριο ονόμασε «εγχώρια πρωτογενή παραγωγή» ( 38 ). Στην υπό κρίση περίπτωση, το τέλος πλήττει την ηλεκτρική ενέργεια που καταναλώνεται στη Σλοβακία όταν φθάνει στον τελικό καταναλωτή ή πελάτη και την εξαγόμενη ηλεκτρική ενέργεια, πριν από τη διανομή της και προτού διατεθεί προς τελική κατανάλωση ( 39 ). Εξάλλου, η ηλεκτρική ενέργεια είναι αναλώσιμο προϊόν ( 40 ). Όταν επιβάλλεται τέλος στην ηλεκτρική ενέργεια κατά το χρονικό σημείο της καταναλώσεως, τούτο σημαίνει ότι το προϊόν δεν βρίσκεται πλέον στην αγορά. Αντιθέτως, η ηλεκτρική ενέργεια που εξάγεται εξακολουθεί να κυκλοφορεί στην αγορά και μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο περαιτέρω συναλλαγών (και κατά κανόνα πράγματι αποτελεί).

    59.

    Όσον αφορά τη μέθοδο υπολογισμού του τέλους, αποτελεί ασφαλώς ζήτημα του εθνικού δικαίου. Από τη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο προκύπτει ότι το τέλος υπολογίζεται βάσει των μεταφερόμενων MWh. Στις γραπτές παρατηρήσεις της η FENS υποστηρίζει ότι το ποσό του τέλους ήταν υψηλότερο για την εξαγόμενη ηλεκτρική ενέργεια, πράγμα το οποίο η Σλοβακική Κυβέρνηση αρνείται. Απόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξετάσει το ζήτημα αυτό και να εξακριβώσει αν υφίστατο αντικειμενικός λόγος για οποιαδήποτε διαφοροποίηση.

    60.

    Εξάλλου, από τη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο προκύπτει ότι η καθ’ ύλην και κατά χρόνον εφαρμογή του τέλους είναι διαφορετική για την ηλεκτρική ενέργεια που καταναλώνεται στη Σλοβακία σε σχέση με την ηλεκτρική ενέργεια που εξάγεται. Έτσι, το τέλος πλήττει το σύνολο της ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώνεται στη Σλοβακία, είτε παράγεται στην εγχώρια αγορά είτε εισάγεται αλλά, όσον αφορά την εξαγόμενη ηλεκτρική ενέργεια, πλήττει μόνον εκείνη που παράγεται στην εγχώρια αγορά. Επίσης, ενώ το τέλος που επιβάλλεται στην ηλεκτρική ενέργεια που καταναλώνεται στη Σλοβακία φαίνεται να είναι μόνιμο, το τέλος για την εξαγόμενη ηλεκτρική ενέργεια ήταν προσωρινό, καθόσον επιβλήθηκε μόνο μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 2008 και 31ης Μαρτίου 2009.

    61.

    Όσον αφορά την τελική χρήση του τέλους, η Σλοβακική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι συνιστά το έσοδο του διαχειριστή του δικτύου μεταφοράς και εγγυάται την αξιοπιστία του δικτύου μεταφοράς. Η Σλοβακική Κυβέρνηση θεωρεί ότι οι εν λόγω υπηρεσίες αφορούν κατά τον ίδιο τρόπο την ηλεκτρική ενέργεια που καταναλώνεται στην εγχώρια αγορά και την ηλεκτρική ενέργεια που εξάγεται. Εντούτοις, αυτό το είδος υπηρεσίας φαίνεται να έχει μόνιμο χαρακτήρα, γεγονός το οποίο δεν δικαιολογεί την επιβολή προσωρινού τέλους. Εξάλλου, μολονότι η τελική χρήση του τέλους συνιστά στοιχείο που πρέπει να εξεταστεί προκειμένου να προσδιοριστεί η γενεσιουργός αιτία της επιβολής του, κατά πάγια νομολογία οι επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμό απαγορεύονται ανεξαρτήτως του σκοπού για τον οποίο θεσπίστηκαν ή του προορισμού των εξ αυτών προερχομένων εσόδων ( 41 ).

    62.

    Ως εκ τούτου, φρονώ ότι γενεσιουργός αιτία στην προκειμένη περίπτωση είναι το γεγονός της διελεύσεως της ηλεκτρικής ενέργειας από τα σλοβακικά σύνορα. Το επίδικο στην προκειμένη περίπτωση τέλος –το οποίο πλήττει το σύνολο της ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώνεται στη Σλοβακία, είτε παράγεται στην εγχώρια αγορά είτε εισάγεται, αλλά το οποίο, όσον αφορά την εξαγόμενη ηλεκτρική ενέργεια, πλήττει μόνο την ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται στην εθνική επικράτεια και επιβάλλεται μόνο για σύντομο χρονικό διάστημα– συνιστά επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμό.

    63.

    Όσον αφορά τους λόγους που ενδεχομένως δικαιολογούν το εν λόγω τέλος επί των εξαγωγών, κατά πάγια νομολογία, η απαγόρευση που περιέχεται στο άρθρο 30 ΣΛΕΕ είναι γενικού και απόλυτου χαρακτήρα ( 42 ). Η ΣΛΕΕ δεν προβλέπει παρεκκλίσεις και το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι από τη σαφήνεια, την αυστηρή διατύπωση και την ανεπιφύλακτη έκταση εφαρμογής των (νυν) άρθρων 28 και 30 ΣΛΕΕ προκύπτει ότι η απαγόρευση των εισαγωγικών δασμών συνιστά ουσιώδη κανόνα και, κατά συνέπεια, κάθε ενδεχόμενη εξαίρεση πρέπει να προβλέπεται σαφώς ( 43 ). Το Δικαστήριο αρνήθηκε να επεκτείνει κατ’ αναλογίαν τις παρεκκλίσεις από τα άρθρα 34 και 35 ΣΛΕΕ που προβλέπονται στο άρθρο 36 ΣΛΕΕ στους δασμούς και τις επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμούς, επισημαίνοντας ότι οι εξαιρέσεις από έναν τέτοιο θεμελιώδη κανόνα πρέπει να ερμηνεύονται στενά ( 44 ).

    64.

    Συνεπώς, πρέπει να απορριφθούν η συλλογιστική της Σλοβακικής Κυβερνήσεως οσάκις υποστηρίζει ότι το τέλος επί των εξαγωγών δικαιολογείται, δεδομένου ότι αυτό επιβλήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 5 της οδηγίας 2005/89 και μόνον μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 2008 και 31ης Μαρτίου 2009, προκειμένου να διασφαλιστεί η λειτουργικότητα, η σταθερότητα και η αξιοπιστία του δικτύου, ενόψει της αναμενόμενης μειώσεως της παραγωγής ( 45 ). Εξάλλου, τα επίδικα μέτρα είχαν ως αποτέλεσμα να καταστεί η εξαγωγή ηλεκτρικής ενέργειας ακριβότερη, χωρίς να εξασφαλίζουν κατ’ ανάγκη την επίτευξη του σκοπού που επικαλείται η Σλοβακική Κυβέρνηση ( 46 ).

    65.

    Η Ολλανδική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το επίμαχο τέλος συνιστά αμοιβή έναντι της υπηρεσίας που συνίσταται στη διασφάλιση της σταθερότητας και της αξιοπιστίας του δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας της Σλοβακίας και επομένως δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 30 ΣΛΕΕ.

    66.

    Τέλος, το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι μια επιβάρυνση που συνιστά αμοιβή υπηρεσίας που παρέχεται πραγματικά στον επιχειρηματία ο οποίος οφείλει να καταβάλει την επιβάρυνση αυτή, εφόσον το ποσό της αμοιβής είναι ανάλογο προς την υπηρεσία αυτή, δεν συνιστά φορολογική επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμό ( 47 ). Εντούτοις, προκειμένου το τέλος να μην εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 30 ΣΛΕΕ, ο οικείος εξαγωγέας πρέπει να αντλεί ειδική ωφέλεια από την παρεχόμενη υπηρεσία ( 48 ). Μια ωφέλεια για το δημόσιο συμφέρον είναι πολύ γενικής φύσεως και η εκτίμησή της είναι υπερβολικά δυσχερής για να θεωρηθεί ως αντιπαροχή για ειδική ωφέλεια πράγματι παρασχεθείσα ( 49 ).

    67.

    Η Σλοβακική Κυβέρνηση αναφέρθηκε με συντομία σε αυτή την πτυχή με τις γραπτές παρατηρήσεις της, υποστηρίζοντας ότι το τέλος διασφαλίζει την αξιοπιστία και τη λειτουργικότητα του δικτύου μεταφοράς και την παροχή υπηρεσιών που εγγυώνται τη λειτουργία των εγκαταστάσεων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Η Σλοβακική Κυβέρνηση δεν παρέστη στην απ’ ακροατηρίου συζήτηση ώστε να παράσχει περαιτέρω πληροφορίες.

    68.

    Τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο δεν αρκούν για να εκτιμηθεί αν το επίδικο τέλος συνιστά αμοιβή για υπηρεσίες από τις οποίες ο οικείος εξαγωγέας αντλεί ειδική ωφέλεια. Επιπλέον, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η FENS ισχυρίστηκε ότι το γεγονός ότι η επιβάρυνση υπέκειτο σε ΦΠΑ, στοιχείο το οποίο θα μπορούσε κατά κανόνα να υποδηλώνει ότι το τέλος αντιστοιχεί σε αμοιβή για υπηρεσία, δεν αρκεί για να συναχθεί ότι αυτή πληροί τα κριτήρια που θέτει η νομολογία του Δικαστηρίου προκειμένου ένα τέλος να συνιστά αμοιβή για υπηρεσία πράγματι παρασχεθείσα σε επιχειρηματία, η οποία ως εκ τούτου δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 30 ΣΛΕΕ.

    69.

    Υπό την επιφύλαξη του ελέγχου των κρίσιμων πραγματικών στοιχείων από το αιτούν δικαστήριο, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι επιβάρυνση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη η οποία επιβάλλεται επί της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται στην εθνική επικράτεια, οσάκις αυτή διέρχεται τα εθνικά σύνορα, συνιστά επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος προς εξαγωγικούς δασμούς η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 30 ΣΛΕΕ. Ομοίως, η εν λόγω επιβάρυνση απαγορεύεται και ως προς τις εξαγωγές προς τρίτες χώρες, δεδομένου ότι τέτοιες επιβαρύνσεις εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και εʹ, το άρθρο 28, παράγραφος 1, καθώς και τα άρθρα 206 και 207 ΣΛΕΕ.

    Χαρακτηρισμός του τέλους ως εσωτερικού φόρου εισάγοντος διακρίσεις

    70.

    Στις γραπτές παρατηρήσεις τους, τόσο η Ολλανδική όσο και η Σλοβακική Κυβέρνηση εξέτασαν το ενδεχόμενο το εν λόγω τέλος να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 110 ΣΛΕΕ. Η Επιτροπή προέβαλε παρόμοια επιχειρήματα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Καταλήγω, εντούτοις, στο συμπέρασμα ότι η επίμαχη επιβάρυνση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 30 ΣΛΕΕ και αποτελεί πάγια νομολογία ότι οι δύο αυτές διατάξεις, οι οποίες επιδιώκουν, συμπληρωματικά, τον σκοπό της απαγορεύσεως κάθε εθνικού φορολογικού μηχανισμού που μπορεί να εισαγάγει διάκριση εις βάρος των προϊόντων που προέρχονται από ή προορίζονται για άλλα κράτη μέλη παρεμποδίζοντας την ελεύθερη κυκλοφορία στο εσωτερικό της Κοινότητας υπό κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού, δεν μπορούν να εφαρμοστούν σωρευτικά ( 50 ). Βάσει της οικονομίας της Συνθήκης, το ίδιο μέτρο δεν μπορεί να ανήκει ταυτοχρόνως και στις δύο κατηγορίες ( 51 ).

    71.

    Στην περίπτωση που το Δικαστήριο έχει αντίθετη άποψη και κρίνει ότι το επίδικο στην υπόθεση της κύριας δίκης τέλος δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 30 ΣΛΕΕ, θα πρέπει να εξεταστεί το άρθρο 110 ΣΛΕΕ. Αυτό θα πράξω στη συνέχεια, εν συντομία.

    72.

    Μια επιβάρυνση δεν συνιστά φορολογική επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμό, αλλά εσωτερικό φόρο κατά την έννοια του άρθρου 110 ΣΛΕΕ, αν εμπίπτει σε γενικό σύστημα εσωτερικών τελών που επιβάλλονται συστηματικά σε κατηγορίες προϊόντων σύμφωνα με αντικειμενικά κριτήρια τα οποία εφαρμόζονται ανεξαρτήτως καταγωγής ή προορισμού των προϊόντων ( 52 ). Μολονότι το άρθρο 110 ΣΛΕΕ αναφέρεται ρητώς μόνο στα εισαγόμενα εμπορεύματα, κατά πάγια νομολογία, τα εξαγόμενα εμπορεύματα καλύπτονται επίσης από τη διάταξη αυτή ( 53 ).

    73.

    Για να εμπίπτουν στην απαγόρευση του άρθρου 110 ΣΛΕΕ, οι φορολογικοί κανόνες που εφαρμόζονται εσωτερικά σε κράτος μέλος πρέπει να επάγονται δυσμενείς διακρίσεις ή προστατευτικά αποτελέσματα ( 54 ). Η ως άνω διάταξη έχει ερμηνευθεί διασταλτικώς ώστε να περιλάβει όλες τις φορολογικές μεθόδους που θα μπορούσαν να θίξουν την ίση μεταχείριση εγχωρίων και εισαγομένων προϊόντων. Συνεπώς, η απαγόρευση που προβλέπει το άρθρο αυτό έχει εφαρμογή επί όλων των περιπτώσεων που επιβάρυνση μπορεί να αποθαρρύνει την εισαγωγή προϊόντων προερχόμενων από άλλα κράτη μέλη προς όφελος της εθνικής παραγωγής ( 55 ). Φρονώ ότι οι αρχές αυτές ισχύουν κατ’ αναλογίαν και για τις επιβαρύνσεις που ενδέχεται να αποθαρρύνουν τις εξαγωγές εγχώριων εμπορευμάτων προς άλλα κράτη μέλη προς όφελος της εγχώριας καταναλώσεως.

    74.

    Το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι εσωτερική φορολογική επιβάρυνση που εφαρμόζεται αδιακρίτως«πρέπει, παρ’ όλ’ αυτά, να θεωρηθεί ως συνιστώσα παράβαση της απαγορεύσεως των διακρίσεων που έχει θεσπιστεί με το [άρθρο 110 ΣΛΕΕ], σε περίπτωση που τα πλεονεκτήματα που συνεπάγεται ο προορισμός των εσόδων της φορολογίας είναι επωφελή, ειδικώς, για όσα από τα πληττόμενα με τον φόρο προϊόντα μεταποιούνται ή διατίθενται στην εγχώρια αγορά, αντισταθμίζοντας μερικώς το επιβαλλόμενο σ’ αυτά βάρος και υποβάλλοντας, έτσι, σε δυσμενή μεταχείριση τα εξαγόμενα εγχώρια προϊόντα […]. Σε μια τέτοια περίπτωση, η φορολογική επιβάρυνση που εισπράττεται επί του εξαγομένου προϊόντος, νόμιμη κατ’ αρχήν, θα πρέπει να απαγορευθεί στο μέτρο που αντισταθμίζει μερικώς το βάρος που φέρει το μεταποιούμενο ή διατιθέμενο στην εγχώρια αγορά προϊόν και να μειωθεί αναλογικώς […]. Επομένως, κατά πάγια νομολογία, στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να διαπιστώσει την έκταση της τυχόν διακρίσεως σε βάρος των εξαγομένων προϊόντων […]. Για τον σκοπό αυτό, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να ελέγξει, στο πλαίσιο μιας περιόδου αναφοράς, τη χρηματική αντιστοιχία μεταξύ των ποσών της εν λόγω φορολογικής επιβαρύνσεως που εισπράττονται συνολικώς επί των εγχωρίων προϊόντων που μεταποιούνται ή διατίθενται στην εγχώρια αγορά και των πλεονεκτημάτων των οποίων αποκλειστικώς απολαύουν τα προϊόντα αυτά» ( 56 ).

    75.

    Η Σλοβακική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το τέλος που καταβάλλεται για τις υπηρεσίες δικτύου πρέπει μεν να θεωρηθεί εσωτερικός φόρος πλην όμως σε καμία περίπτωση δεν εισάγει διακρίσεις, δεδομένου ότι εφαρμόζεται εξίσου επί της εξαγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας και επί της ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώνεται στη Σλοβακία, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, ανεξαρτήτως του αν το εμπόρευμα διέρχεται από τα σύνορα.

    76.

    Βάσει των στοιχείων που εξετάστηκαν στα σημεία 57 έως 61 των παρουσών προτάσεων, φρονώ ότι το επίμαχο τέλος ενδέχεται να αποθαρρύνει τις εξαγωγές εγχώριων εμπορευμάτων προς όφελος της εγχώριας καταναλώσεώς τους. Όσον αφορά τα πλεονεκτήματα που μπορεί να προκύψουν υπέρ της ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώνεται σε εθνικό επίπεδο ή υπέρ της εξαγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας, το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του παρά έναν γενικό ισχυρισμό ότι η ρύθμιση εγγυάται την αξιοπιστία και τη λειτουργικότητα του δικτύου μεταφοράς, την παροχή υπηρεσιών και τη λειτουργία των εγκαταστάσεων παραγωγής. Τούτο από μόνο του δεν αρκεί για να εκτιμηθεί αν τα εν λόγω πλεονεκτήματα αντισταθμίζουν την επιβάρυνση που πλήττει τη μία από τις δύο κατηγορίες ηλεκτρικής ενέργειας.

    77.

    Απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να προβεί στους αναγκαίους ελέγχους και να συναγάγει από αυτούς τις συνέπειες που επιβάλλονται και, κατά συνέπεια, ενώπιον του τελευταίου αυτού δικαστηρίου πρέπει να προσκομιστούν οι σχετικές αποδείξεις από τους διαδίκους και τον παρεμβαίνοντα της κύριας δίκης ( 57 ). Εάν, βάσει των αρχών που απορρέουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου, προκύψει ότι το επίμαχο τέλος επάγεται δυσμενείς διακρίσεις ή προστατευτικά αποτελέσματα καθ’ οιονδήποτε τρόπο, το εν λόγω τέλος θα πρέπει να θεωρηθεί ότι απαγορεύεται από το άρθρο 110 ΣΛΕΕ.

    78.

    Επομένως, αν το Δικαστήριο κρίνει ότι το επίμαχο στην κύρια δίκη τέλος δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 30 ΣΛΕΕ, το εν λόγω τέλος θα πρέπει να χαρακτηριστεί εσωτερικός φόρος απαγορευόμενος από το άρθρο 110 ΣΛΕΕ, εφόσον και στο μέτρο που θα διαπιστωθεί ότι εμπίπτει μεν σε γενικό σύστημα εσωτερικών τελών που επιβάλλονται συστηματικά στο σύνολο της ηλεκτρικής ενέργειας σύμφωνα με αντικειμενικά κριτήρια τα οποία εφαρμόζονται ανεξαρτήτως καταγωγής ή προορισμού της, πλην όμως επάγεται δυσμενείς διακρίσεις ή προστατευτικά αποτελέσματα. Απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να διαπιστώσει τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά και να συναγάγει τα αναγκαία συμπεράσματα.

    Πρόταση

    79.

    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Okresný súd Bratislava II (πρωτοβάθμιο δικαστήριο επαρχίας Μπρατισλάβα II, Σλοβακία) ως εξής:

    Υπό την επιφύλαξη του ελέγχου των κρίσιμων πραγματικών στοιχείων από το αιτούν δικαστήριο, επιβάρυνση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη η οποία πλήττει την ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται στην εγχώρια αγορά λόγω της διελεύσεώς της από τα εθνικά σύνορα συνιστά επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος προς εξαγωγικούς δασμούς που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 30 ΣΛΕΕ, όταν εφαρμόζεται στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Ομοίως, η εν λόγω επιβάρυνση απαγορεύεται και ως προς τις εξαγωγές προς τρίτες χώρες, δεδομένου ότι τέτοιες επιβαρύνσεις εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και εʹ, το άρθρο 28, παράγραφος 1, καθώς και τα άρθρα 206 και 207 ΣΛΕΕ.


    ( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.

    ( 2 ) Άρθρο 1 της οδηγίας 2003/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2003, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και την κατάργηση της οδηγίας 96/92/ΕΚ (ΕΕ 2003, L 176, σ. 37). Η οδηγία καταργήθηκε, με ισχύ από 3 Μαρτίου 2011, με την οδηγία 2009/72/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας (ΕΕ 2009, L 211, σ. 55).

    ( 3 ) Άρθρο 11, παράγραφος 7.

    ( 4 ) Άρθρο 1 της οδηγίας 2005/89/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιανουαρίου 2006, περί μέτρων διασφάλισης του εφοδιασμού με ηλεκτρισμό και περί επενδύσεων υποδομής (ΕΕ 2006, L 33, σ. 22).

    ( 5 ) Ήτοι, την επικράτεια της Σλοβακικής Δημοκρατίας εντός της οποίας ο διαχειριστής του συστήματος μεταφοράς ή του συστήματος διανομής ήταν υποχρεωμένος να εγγυάται τη μεταφορά ή τη διανομή ηλεκτρικής ενέργειας [άρθρο 2, στοιχείο αʹ, του Zákon č. 251/2012 Z. z. o energetike a o zmene a doplnení niektorých zákonov (νόμου 251/2012 για την ενέργεια και την τροποποίηση και συμπλήρωση ορισμένων νόμων).

    ( 6 ) Απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 1968, Επιτροπή κατά Ιταλίας (C‑7/68, EU:C:1968:51, σ. 807).

    ( 7 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 27ης Απριλίου 1994, Almelo (C‑393/92, EU:C:1994:171, σκέψη 28).

    ( 8 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 17ης Ιουλίου 2008, Essent Netwerk Noord κ.λπ. (C‑206/06, EU:C:2008:413, σκέψεις 43 και 44 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    ( 9 ) Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2016, Essent Belgium (C‑492/14, EU:C:2016:732, σκέψη 43).

    ( 10 ) Κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών η ΣΛΕΕ δεν είχε ακόμη τεθεί σε ισχύ. Εντούτοις, δεδομένου ότι το περιεχόμενο των συναφών διατάξεων δεν έχει αλλάξει, αλλά και για να είναι ευχερέστερες οι παραπομπές, θα παραπέμπω στις διατάξεις της ΣΛΕΕ και όχι σε εκείνες της Συνθήκης ΕΚ.

    ( 11 ) Απόφαση της 1ης Ιουλίου 2014, Ålands Vindkraft (C‑573/12, EU:C:2014:2037, σκέψη 57 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    ( 12 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 1ης Ιουλίου 2014, Ålands Vindkraft (C‑573/12, EU:C:2014:2037, σκέψεις 57 επ. και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), και της 11ης Δεκεμβρίου 2003, Deutscher Apothekerverband (C‑322/01, EU:C:2003:664, σκέψεις 64 και 65 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    ( 13 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2001, DaimlerChrysler (C‑324/99, EU:C:2001:682, σκέψη 42).

    ( 14 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας (ΕΕ 1997, L 27, σ. 20).

    ( 15 ) Γνωμοδότηση της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 251, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, στοιχείο γ) της συνθήκης ΕΚ, επί των τροπολογιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην κοινή θέση του Συμβουλίου σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και την κατάργηση της οδηγίας 96/92/ΕΚ περί τροποποιήσεως της πρότασης της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 250, παράγραφος 2 της Συνθήκης ΕΚ, 23 Ιουλίου 2003, COM(2003) 429 τελικό, σ. 3.

    ( 16 ) Αιτιολογικές σκέψεις 2 και 4 της οδηγίας 2009/72.

    ( 17 ) Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας (αναδιατύπωση), 30 Νοεμβρίου 2016, COM(2016) 864 τελικό, σ. 4.

    ( 18 ) Με τούτο δεν υπαινίσσομαι, ωστόσο, ότι η εναρμόνιση μέσω οδηγιών δεν μπορεί ποτέ να αποκλείει την εξέταση της συμβατότητας με το πρωτογενές δίκαιο εθνικής ρυθμίσεως που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οικείας οδηγίας. Τούτο θα ήταν αντίθετο με την προσέγγιση του Δικαστηρίου στην απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 1993, Vanacker και Lesage (C‑37/92, ΕΕ:C:1993:836).

    ( 19 ) Άρθρο 1.

    ( 20 ) Άρθρο 11, παράγραφος 7.

    ( 21 ) Άρθρο 23, παράγραφος 2.

    ( 22 ) Απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2016, Essent Belgium (C‑492/14, EU:C:2016:732, σκέψη 119).

    ( 23 ) Ομοίως, σε μια υπόθεση που αφορούσε την οδηγία 2009/28/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, σχετικά με την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και την τροποποίηση και τη συνακόλουθη κατάργηση των οδηγιών 2001/77/ΕΚ και 2003/30/ΕΚ (ΕΕ 2009, L 140, σ. 16), η οποία θεσπίζει κοινό πλαίσιο για την προώθηση της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, το Δικαστήριο έκρινε ότι η εν λόγω οδηγία δεν επέφερε εναρμόνιση τέτοιας φύσεως, ώστε να αποκλείει την εξέταση του κατά πόσον εθνική ρύθμιση ικανή να παρεμποδίσει τις εισαγωγές πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας από άλλα κράτη μέλη ήταν συμβατή με το άρθρο 34 ΣΛΕΕ. Βλ. απόφαση της 1ης Ιουλίου 2014, Ålands Vindkraft (C‑573/12, EU:C:2014:2037, σκέψεις 56 έως 64).

    ( 24 ) Όσον αφορά τον θεμελιώδη ρόλο αυτών των διατάξεων, βλ. απόφαση της 1ης Ιουλίου 1969, Επιτροπή κατά Ιταλίας (24/68, EU:C:1969:29, σκέψεις 4 και 5).

    ( 25 ) Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί μέτρων διασφάλισης του εφοδιασμού με ηλεκτρισμό και περί επενδύσεων υποδομής [SEC(2003) 1368], 10 Δεκεμβρίου 2003, COM(2003) 740 τελικό, σ. 2.

    ( 26 ) Άρθρο 1, παράγραφος 2.

    ( 27 ) Στη νομολογία έχει αναγνωριστεί ότι οι απαγορεύσεις που προβλέπονται από τις δύο αυτές διατάξεις έχουν άμεσο αποτέλεσμα. Βλ., συναφώς, απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1970, SACE (33/70, ΕU:C:1970:118, σκέψη 10), με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι από τη λήξη της μεταβατικής περιόδου (1η Ιουλίου 1968) η απαγόρευση των άρθρων 9 και 13 της Συνθήκης ΕΟΚ (νυν άρθρα 28 και 30 ΣΛΕΕ) είναι, από την ίδια της τη φύση, ικανή να παραγάγει άμεσα αποτελέσματα.

    ( 28 ) Απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1995, Aprile (C‑125/94, EU:C:1995:309, σκέψη 34).

    ( 29 ) Άρθρο 4, παράγραφοι 10 και 11, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ 1992, L 302, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) 1791/2006 του Συμβουλίου, της 20ής Νοεμβρίου 2006, για την προσαρμογή ορισμένων κανονισμών και αποφάσεων στους τομείς της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων, του εταιρικού δικαίου, της πολιτικής ανταγωνισμού, της γεωργίας (συμπεριλαμβανομένης της κτηνιατρικής και φυτοϋγειονομικής νομοθεσίας), της πολιτικής μεταφορών, της φορολογίας, των στατιστικών, της ενέργειας, του περιβάλλοντος, της συνεργασίας στους τομείς της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων, της τελωνειακής ένωσης, των εξωτερικών σχέσεων, της κοινής εξωτερικής πολιτικής, και πολιτικής ασφαλείας και των θεσμικών οργάνων, λόγω της προσχώρησης της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας (ΕΕ 2006, L 363, σ. 1). Ο κανονισμός αυτός καταργήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 450/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τη θέσπιση του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (εκσυγχρονισμένος τελωνειακός κώδικας) (ΕΕ 2008, L 145, σ. 1), ο οποίος τέθηκε μερικώς σε ισχύ από τις 24 Ιουνίου 2008. Το άρθρο 4, παράγραφοι 15 και 16, το οποίο ορίζει την έννοια των εισαγωγικών και εξαγωγικών δασμών, καθώς και οι περισσότερες διατάξεις σχετικά με τις εξαγωγές από το τελωνειακό έδαφος, δεν τέθηκαν σε ισχύ κατά το χρονικό αυτό σημείο (άρθρο 188, παράγραφοι 1 και 2, του εν λόγω κανονισμού). Αυτός ο κανονισμός καταργήθηκε εν συνεχεία με τον κανονισμό (ΕΕ) 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Οκτωβρίου 2013, για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ 2013, L 269, σ. 1).

    ( 30 ) Γνωμοδότηση 1/75 (Ρύθμιση ΟΟΣΑ – Κανόνας για τα τοπικά έξοδα), της 11ης Νοεμβρίου 1975 (EU:C:1975:145, σ. 419).

    ( 31 ) Βλ. προτάσεις μου στη γνωμοδότηση 2/15 (Συμφωνία ελευθέρων συναλλαγών με τη Σιγκαπούρη, EU:C:2016:992, σημείο 96).

    ( 32 ) Εν προκειμένω υπάρχει μια διαφορά μεταξύ των τελωνειακών δασμών και επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος που επιβάλλονται επί εμπορευμάτων που εξάγονται προς άλλα κράτη μέλη και εκείνων που αφορούν εμπορεύματα που εξάγονται προς τρίτες χώρες και, συνεπώς, εγκαταλείπουν το τελωνειακό έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης: οι πρώτοι υπόκεινται σε απόλυτη απαγόρευση που ισχύει τόσο για τα κράτη μέλη όσο και για τα θεσμικά όργανα της Ένωσης (άρθρο 30 ΣΛΕΕ), ενώ οι δεύτεροι απαγορεύονται μόνο για τα κράτη μέλη, δεδομένου ότι εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    ( 33 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 1ης Ιουλίου 1969, Brachfeld και Chougol Diamond (2/69 και 3/69, EU:C:1969:30, σκέψη 18). Ο ορισμός της επιβαρύνσεως ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμούς δεν έχει μεταβληθεί έκτοτε. Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 1ης Μαρτίου 2018, Petrotel-Lukoil και Georgescu (C‑76/17, EU:C:2018:139, σκέψη 21 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    ( 34 ) Η Σλοβακική Κυβέρνηση παραπέμπει, συναφώς, στο άρθρο 12, παράγραφοι 2 έως 8, της κανονιστικής αποφάσεως περί ηλεκτρικής ενέργειας. Η FENS δεν φαίνεται να αμφισβητεί αυτόν τον ισχυρισμό.

    ( 35 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 23ης Απριλίου 2002, Nygård (C‑234/99, EU:C:2002:244, σκέψη 28).

    ( 36 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 23ης Απριλίου 2002, Nygård (C‑234/99, EU:C:2002:244, σκέψεις 29 έως 39).

    ( 37 ) Σε ειδικές περιπτώσεις, είναι ο διαχειριστής του δικτύου διανομής ή ο παραγωγός της ηλεκτρικής ενέργειας που καταβάλλει το εν λόγω τέλος για την ηλεκτρική ενέργεια που καταναλώνει στις εγκαταστάσεις του για σκοπούς άλλους από την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.

    ( 38 ) Απόφαση της 23ης Απριλίου 2002, Nygård (C‑234/99, EU:C:2002:244, σκέψη 29).

    ( 39 ) Θα πρέπει να προσθέσω ότι ο ισχυρισμός της FENS ότι η εξαγόμενη ηλεκτρική ενέργεια μπορεί να υπόκειται σε διπλή καταβολή του τέλους για υπηρεσίες δικτύου μεταφοράς απορρίφθηκε από το Δικαστήριο όσον αφορά τις περιπτώσεις στις οποίες το δίκαιο της Ένωσης δεν περιέχει διατάξεις που να απαγορεύουν τη διπλή καταβολή τελών. Βλ., συναφώς, απόφαση της 23ης Απριλίου 2002, Nygård (C‑234/99, EU:C:2002:244, σκέψεις 37 και 38).

    ( 40 ) Μολονότι δυνάμει της αρχής της διατηρήσεως της ενέργειας η ενέργεια ούτε δημιουργείται ούτε καταστρέφεται αλλά απλώς μετατρέπεται από μία μορφή σε άλλη, η ηλεκτρική ενέργεια, άπαξ και καταναλωθεί, παύει να υπάρχει στην αγορά, τουλάχιστον από φορολογικής απόψεως.

    ( 41 ) Βλ., συναφώς, αποφάσεις της 21ης Ιουνίου 2007, Επιτροπή κατά Ιταλίας (C‑173/05, EU:C:2007:362, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), και της 9ης Σεπτεμβρίου 2004, Carbonati Apuani (C‑72/03, EU:C:2004:506, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    ( 42 ) Απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2000, Μιχαηλίδης (C‑441/98 και C‑442/98, EU:C:2000:479, σκέψη 14 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    ( 43 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 1962, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου και Βελγίου (2/62 και 3/62, EU:C:1962:45, σ. 806).

    ( 44 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 1968, Επιτροπή κατά Ιταλίας (7/68, EU:C:1968:51, σ. 812).

    ( 45 ) Η Σλοβακική Κυβέρνηση δεν εξηγεί με ποιον τρόπο ένα προσωρινό τέλος, όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη, μπορεί να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5 της ως άνω οδηγίας, το οποίο επιτρέπει στα κράτη μέλη τη θέσπιση κατάλληλων μέτρων για τη διατήρηση ισορροπίας μεταξύ προσφοράς και ζητήσεως της ηλεκτρικής ενέργειας. Στις παρατηρήσεις της απλώς επαναλαμβάνει ότι το τέλος σχετίζεται με τη σταθερότητα του συστήματος και την ασφάλεια και αξιοπιστία της προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας.

    ( 46 ) Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 1968, Επιτροπή κατά Ιταλίας (7/68, EU:C:1968:51, σ. 813).

    ( 47 ) Απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2004, Carbonati Apuani (C‑72/03, EU:C:2004:506, σκέψη 31).

    ( 48 ) Απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1988, Επιτροπή κατά Γερμανίας (18/87, EU:C:1988:453, σκέψη 7).

    ( 49 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 1ης Ιουλίου 1969, Επιτροπή κατά Ιταλίας (24/68, EU:C:1969:29, σκέψη 16).

    ( 50 ) Απόφαση της 17ης Ιουλίου 2008, Essent Netwerk Noord κ.λπ. (C‑206/06, EU:C:2008:413, σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    ( 51 ) Απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2014, Orgacom (C‑254/13, EU:C:2014:2251, σκέψη 20 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    ( 52 ) Απόφαση της 8ης Ιουνίου 2006, Koornstra (C‑517/04, EU:C:2006:375, σκέψη 16 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    ( 53 ) Απόφαση της 22ας Μαΐου 2003, ΦΡΕΣΚΟΤ (C‑355/00, EU:C:2003:298, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    ( 54 ) Απόφαση της 11ης Μαρτίου 1992, Compagnie commerciale de l’Ouest κ.λπ. (C‑78/90 έως C‑83/90, EU:C:1992:118, σκέψη 24).

    ( 55 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2007, Stadtgemeinde Frohnleiten και Gemeindebetriebe Frohnleiten (C‑221/06, EU:C:2007:657, σκέψη 40).

    ( 56 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 23ης Απριλίου 2002, Nygård (C‑234/99, EU:C:2002:244, σκέψεις 42 και 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    ( 57 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 23ης Απριλίου 2002, Nygård (C‑234/99, EU:C:2002:244, σκέψη 47).

    Top