Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62016TJ0260

    Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 25ης Σεπτεμβρίου 2018.
    Βασίλειο της Σουηδίας κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
    ΕΓΤΕ και ΕΓΤΑΑ – Δαπάνες που αποκλείονται από τη χρηματοδότηση – Αποσυνδεδεμένες άμεσες ενισχύσεις – Επιτόπιοι έλεγχοι – Τηλεπισκόπηση – Εκτίμηση των παραγόντων κινδύνου – Διορθωτικά μέτρα τα οποία οφείλει να λάβει το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος – Εκτίμηση της οικονομικής ζημίας – Αναλογικότητα.
    Υπόθεση T-260/16.

    Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

    ECLI identifier: ECLI:EU:T:2018:597

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

    της 25ης Σεπτεμβρίου 2018 ( *1 )

    «ΕΓΤΕ και ΕΓΤΑΑ – Δαπάνες που αποκλείονται από τη χρηματοδότηση – Αποσυνδεδεμένες άμεσες ενισχύσεις – Επιτόπιοι έλεγχοι – Τηλεπισκόπηση – Εκτίμηση των παραγόντων κινδύνου – Διορθωτικά μέτρα τα οποία οφείλει να λάβει το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος – Εκτίμηση της οικονομικής ζημίας – Αναλογικότητα»

    Στην υπόθεση T‑260/16,

    Βασίλειο της Σουηδίας, εκπροσωπούμενο, αρχικώς, από τον L. Swedenborg, τις A. Falk, N. Otte Widgren, C. Meyer-Seitz και U. Persson, εν συνεχεία, από τον L. Swedenborg και τις A. Falk και C. Meyer-Seitz,

    προσφεύγον,

    υποστηριζόμενο από

    την Τσεχική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους M. Smolek και J. Vláčil,

    παρεμβαίνουσα,

    κατά

    Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους Δ. Τριανταφύλλου και K. Simonsson,

    καθής,

    με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση της εκτελεστικής αποφάσεως (ΕΕ) 2016/417 της Επιτροπής, της 17ης Μαρτίου 2016, για τον αποκλεισμό από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) (ΕΕ 2016, L 75, σ. 16), κατά το μέτρο που αφορά τις αποσυνδεδεμένες άμεσες ενισχύσεις που καταβλήθηκαν στο Βασίλειο της Σουηδίας για ποσό συνολικού ύψους 8811286,44 ευρώ για το έτος υποβολής αιτήσεων 2013 και, επικουρικώς, τη μείωση, σε ποσό ύψους 1022259,46 ευρώ, του ποσού των εν λόγω αποσυνδεδεμένων άμεσων ενισχύσεων που αποκλείστηκε από τη χρηματοδότηση

    ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

    συγκείμενο από τους M. Prek, πρόεδρο, F. Schalin (εισηγητή) και την M. J. Costeira, δικαστές,

    γραμματέας: P. Cullen, διοικητικός υπάλληλος,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 23ης Φεβρουαρίου 2018,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Ιστορικό της διαφοράς

    1

    Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κατόπιν επιθεωρήσεως που διενεργήθηκε από τις υπηρεσίες της από τις 19 έως τις 23 Αυγούστου 2013, όσον αφορά τις άμεσες στρεμματικές ενισχύσεις για τα έτη υποβολής αιτήσεων 2011 και 2012, έκρινε ότι είχαν σημειωθεί πλημμέλειες από το Βασίλειο της Σουηδίας κατά την εφαρμογή των υποχρεώσεών του σχετικά με την επιλογή των δειγμάτων ελέγχου, όπως οι υποχρεώσεις αυτές απέρρεαν από το άρθρο 31 του κανονισμού (ΕΚ) 1122/2009 της Επιτροπής, της 30ής Νοεμβρίου 2009, σχετικά με τη θέσπιση λεπτομερών διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 73/2009 του Συμβουλίου όσον αφορά την πολλαπλή συμμόρφωση, τη διαφοροποίηση και το ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης και ελέγχου, στο πλαίσιο των καθεστώτων άμεσης στήριξης για τους γεωργούς που προβλέπονται στον εν λόγω κανονισμό, καθώς και λεπτομερών διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου όσον αφορά την πολλαπλή συμμόρφωση στο πλαίσιο του καθεστώτος στήριξης που προβλέπεται για τον αμπελοοινικό τομέα (ΕΕ 2009, L 316, σ. 65).

    2

    Με τους ελέγχους που πρέπει να διενεργούν τα κράτη μέλη επιδιώκεται η επίτευξη του στόχου της επικαιροποιήσεως και επαληθεύσεως των στοιχείων που έχουν στη διάθεσή τους τα κράτη μέλη σχετικά με τις γεωργικές εκτάσεις για τις οποίες ζητείται ενίσχυση, προκειμένου να μειωθεί ο κίνδυνος σφάλματος σε σχέση με τη χορήγηση των ενισχύσεων αυτών.

    3

    Κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή, στην επιστολή της που συνοδευόταν από παράρτημα, την οποία απηύθυνε στις 6 Δεκεμβρίου 2013 στις σουηδικές αρχές δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΚ) 885/2006 της Επιτροπής, της 21ης Ιουνίου 2006, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1290/2005 του Συμβουλίου σχετικά με τη διαπίστευση των οργανισμών πληρωμών και άλλων οργανισμών και την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΕ και του ΕΓΤΑΑ (ΕΕ 2006, L 171, σ. 90) (στο εξής, από κοινού: ανακοίνωση της 6ης Δεκεμβρίου 2013), υποστήριξε ότι οι σουηδικές αρχές δεν είχαν τηρήσει πλήρως τις υποχρεώσεις τους όσον αφορά τον έλεγχο των άμεσων στρεμματικών ενισχύσεων για τα έτη υποβολής αιτήσεων 2011 και 2012, επισημαίνοντας ότι από τη σύγκριση των αποτελεσμάτων των ελέγχων με τηλεπισκόπηση, αφενός, και, των επιτόπιων ελέγχων, αφετέρου, διαπιστωνόταν ουσιωδώς διαφορετικός αριθμός σφαλμάτων, ενώ από τα δύο είδη ελέγχου θα έπρεπε να προκύπτουν τα ίδια αποτελέσματα. Ως εκ τούτου, υφίσταντο βάσιμες υποψίες ότι, κατά τη χρήση της τηλεπισκόπησης, είτε η επιλογή των δειγμάτων ελέγχου είτε η μέθοδος ελέγχου παρουσίαζε πλημμέλειες. Ειδικότερα, το ποσοστό σφάλματος ήταν χαμηλότερο όσον αφορά τους ελέγχους με τηλεπισκόπηση, πράγμα που υποδείκνυε ότι η ανάλυση κινδύνων που βασιζόταν σε επιλογή δειγμάτων ελέγχου δεν διεξήχθη ορθώς, διότι πραγματοποιήθηκε με περιορισμένο αριθμό παραγόντων κινδύνου, οι οποίοι μάλιστα ούτε είχαν αξιολογηθεί σε ετήσια βάση ούτε είχαν επικαιροποιηθεί αποτελεσματικά προκειμένου να επιτευχθεί καλύτερος προσδιορισμός των στόχων σε συνάρτηση με τον κίνδυνο για το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Εγγυήσεων [ΕΓΤΕ ή στο εξής: Ταμείο]. Τέλος, η Επιτροπή ζήτησε από τις σουηδικές αρχές να εκθέσουν, με τη σειρά τους, τα διορθωτικά μέτρα που είχαν ήδη λάβει ή σχεδίαζαν να λάβουν.

    4

    Στις 5 Φεβρουαρίου 2014 οι σουηδικές αρχές, εν προκειμένω η Jordbruksverket (σουηδική υπηρεσία γεωργίας, Σουηδία), απάντησαν στις αιτιάσεις της Επιτροπής.

    5

    Με επιστολή της 11ης Απριλίου 2014, η Επιτροπή κάλεσε τις σουηδικές αρχές σε διμερή συνάντηση, σύμφωνα με το άρθρο 11 του κανονισμού 885/2006. Κατόπιν της εν λόγω συναντήσεως, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 20 Μαΐου 2014, η Επιτροπή επέμεινε στα συμπεράσματά της σχετικά με τη διαπίστωση πλημμελειών κατά τα έτη υποβολής αιτήσεων 2011 και 2012.

    6

    Στις 25 Σεπτεμβρίου 2014 οι σουηδικές αρχές απηύθυναν στην Επιτροπή την απάντησή τους στα συμπεράσματα των πρακτικών της διμερούς συσκέψεως της 20ής Μαΐου 2014, υποβάλλοντας τη δική τους εκτίμηση όσον αφορά τη ζημία του Ταμείου για τα έτη υποβολής αιτήσεων 2011 έως 2013, η οποία ανερχόταν, κατά την κρίση τους, στο ποσό των 636865 ευρώ.

    7

    Στις 15 Ιανουαρίου 2015 η Επιτροπή απηύθυνε στις σουηδικές αρχές κοινοποίηση βάσει των διατάξεων του άρθρου 11, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, και του άρθρου 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 885/2006 (στο εξής: κοινοποίηση της 15ης Ιανουαρίου 2015). Στην εν λόγω κοινοποίηση απορρίπτει την εκτίμηση των σουηδικών αρχών για τη ζημία, επισημαίνοντας ότι, εν προκειμένω, δεν διενήργησαν ορθώς επικουρικό έλεγχο.

    8

    Στις 24 Φεβρουαρίου 2015 το Βασίλειο της Σουηδίας ζήτησε να παραπεμφθεί η υπόθεση στο όργανο συμβιβασμού που προβλέπεται στο άρθρο 16 του κανονισμού 885/2006. Στην έκθεσή του της 9ης Ιουλίου 2015, το όργανο συμβιβασμού εκτίμησε ότι οι θέσεις των μετεχόντων στη διαδικασία μερών δεν μπορούσαν να συμβιβαστούν. Εντούτοις, πρότεινε στην Επιτροπή να εξαιρέσει από τη διόρθωση τα αιτήματα που προέρχονταν από τα διαμερίσματα της Σουηδίας που δεν είχαν χρησιμοποιήσει τηλεπισκόπηση το 2013 και να λάβει υπόψη έναν χάρτη που επικαλέστηκαν οι σουηδικές αρχές, ο οποίος αποδείκνυε τροποποίηση της γεωγραφικής θέσεως των περιοχών ελέγχου, από το 2013 και εφεξής.

    9

    Στις 19 Οκτωβρίου 2015 η Επιτροπή κοινοποίησε στο Βασίλειο της Σουηδίας την τελική της θέση (στο εξής: τελική θέση της 19ης Οκτωβρίου 2015). Η Επιτροπή δέχθηκε την εφαρμογή κατ’ αποκοπήν διορθώσεως που αφορούσε αποκλειστικά το έτος υποβολής αιτήσεων 2013 και τα οκτώ διαμερίσματα της Σουηδίας στα οποία είχε πραγματοποιηθεί η τηλεπισκόπηση από το 2011 έως το 2013. Κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή εξηγεί ότι η συνεχιζόμενη παράλειψη επικαιροποιήσεως της αναλύσεως των κινδύνων κατά την επιλογή των δειγμάτων ελέγχου προκειμένου να διενεργηθεί έλεγχος με τηλεπισκόπηση, που αντιστοιχεί σε απουσία επικουρικού ελέγχου, λαμβανομένης υπόψη της διάρκειάς της, προκαλεί κίνδυνο ζημίας για το ΕΓΤΕ. Υπό τις συνθήκες αυτές, η κατ’ αποκοπήν διόρθωση σχετικά με όλες τις συνδεδεμένες στρεμματικές ενισχύσεις θα ήταν ο καλύτερος τρόπος ποσοτικού προσδιορισμού του εν λόγω κινδύνου και το ποσοστό διορθώσεως 2 %.φαίνεται δικαιολογημένο

    10

    Με την εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2016/417 της Επιτροπής, της 17ης Μαρτίου 2016, για τον αποκλεισμό από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) (ΕΕ 2016, L 75, σ. 16), επιβλήθηκε κατ’ αποκοπήν διόρθωση 2 % των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν στη Σουηδία βάσει αποσυνδεδεμένων άμεσων ενισχύσεων για το έτος υποβολής αιτήσεων 2013, το δε τελικό ποσό της διορθώσεως ανέρχεται σε 8811286,44 ευρώ (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

    Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

    11

    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 24 Μαΐου 2016, το Βασίλειο της Σουηδίας άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

    12

    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 7 Σεπτεμβρίου 2016, η Τσεχική Δημοκρατία ζήτησε να παρέμβει στην υπόθεση προς στήριξη των αιτημάτων του Βασιλείου της Σουηδίας, αίτημα που έγινε δεκτό με απόφαση του προέδρου του δευτέρου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Οκτωβρίου 2016.

    13

    Το υπόμνημα αντικρούσεως, το υπόμνημα απαντήσεως και το υπόμνημα ανταπαντήσεως κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου, αντιστοίχως, στις 5 Οκτωβρίου 2016, την 1η Δεκεμβρίου 2016 και στις 13 Ιανουαρίου 2017.

    14

    Κατόπιν της καταθέσεως του υπομνήματος παρεμβάσεως της Τσεχικής Δημοκρατίας την 1η Δεκεμβρίου 2016, το Βασίλειο της Σουηδίας και η Επιτροπή υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους, αντιστοίχως, στις 21 και 23 Φεβρουαρίου 2017.

    15

    Η περάτωση της έγγραφης διαδικασίας κοινοποιήθηκε στους διαδίκους στις 28 Φεβρουαρίου 2017.

    16

    Το Βασίλειο της Σουηδίας δήλωσε στις 20 Μαρτίου 2017 ότι επιθυμούσε τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

    17

    Το Βασίλειο της Σουηδίας ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

    να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

    επικουρικώς, να ακυρώσει και να τροποποιήσει την προσβαλλόμενη απόφαση, μειώνοντας το ποσό που αποκλείστηκε από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ποσό ύψους 1022259,46 ευρώ·

    να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

    18

    Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

    να απορρίψει την προσφυγή·

    να καταδικάσει το Βασίλειο της Σουηδίας στα δικαστικά έξοδα.

    19

    Η Τσεχική Δημοκρατία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να δεχθεί τα αιτήματα του Βασιλείου της Σουηδίας και να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που ζητείται.

    Λόγοι ακυρώσεως και επιχειρήματα των διαδίκων

    20

    Το Βασίλειο της Σουηδίας προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως στο πλαίσιο της προσφυγής.

    21

    Πρώτον, υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε νομική πλάνη, εφαρμόζοντας εσφαλμένως τις διατάξεις του άρθρου 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 885/2006 καθώς και τις διατάξεις του άρθρου 52 του κανονισμού (ΕΕ) 1306/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, σχετικά με τη χρηματοδότηση, τη διαχείριση και την παρακολούθηση της κοινής γεωργικής πολιτικής και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 352/78, (ΕΚ) αριθ. 165/94, (ΕΚ) αριθ. 2799/98, (ΕΚ) αριθ. 814/2000, (ΕΚ) αριθ. 1290/2005 και (ΕΚ) αριθ. 485/2008 του Συμβουλίου (ΕΕ 2013, L 347, σ. 549), καθόσον, στην κοινοποίηση της 6ης Δεκεμβρίου 2013, που απηύθυνε στο Βασίλειο της Σουηδίας κατόπιν της έρευνάς της, ούτε διευκρίνισε την προβαλλόμενη εν προκειμένω πλημμέλεια ούτε παρέθεσε τα διορθωτικά μέτρα που έπρεπε να ληφθούν προκειμένου να διασφαλιστεί η μελλοντική τήρηση του κανονιστικού πλαισίου της Ένωσης. Δεν δύναται συνεπώς να γίνει επίκληση της εν λόγω κοινοποιήσεως προκειμένου να δικαιολογηθεί η επίδικη δημοσιονομική διόρθωση.

    22

    Δεύτερον, το Βασίλειο της Σουηδίας ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή στήριξε την προσβαλλόμενη απόφαση σε εσφαλμένα συμπεράσματα όσον αφορά τις διαφορές που προέκυψαν από τη σύγκριση του αριθμού των σφαλμάτων που εντοπίστηκαν κατόπιν της εφαρμογής των δύο τρόπων ελέγχου. Κατά συνέπεια, πρέπει να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε τις προβαλλόμενες πλημμέλειες ούτε τον τρόπο με τον οποίο αυτές, ακόμη και αν αποδεικνυόταν ότι όντως υφίσταντο, θα μπορούσαν να προκαλέσουν κίνδυνο ζημίας για το ΕΓΤΕ.

    23

    Τρίτον, το Βασίλειο της Σουηδίας υποστηρίζει επίσης ότι, κατά τον υπολογισμό του ποσού της κατ’ αποκοπήν διορθώσεως, η Επιτροπή παρέβη τόσο το άρθρο 52 του κανονισμού 1306/2013 όσο και τις κατευθυντήριες γραμμές της που ορίζονται στο έγγραφο VI/5330/97 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 1997, με τίτλο «Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τον υπολογισμό των δημοσιονομικών συνεπειών κατά την προετοιμασία της αποφάσεως εκκαθαρίσεως των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ-Τμήμα Εγγυήσεων» (στο εξής: έγγραφο VI/5330/97), όσο και την αρχή της αναλογικότητας.

    24

    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα που ανέπτυξε το Βασίλειο της Σουηδίας στο πλαίσιο των τριών προβαλλομένων λόγων ακυρώσεως.

    25

    Η Τσεχική Δημοκρατία, η οποία δηλώνει ότι συντάσσεται πλήρως με τα επιχειρήματα του Βασιλείου της Σουηδίας, υπέβαλε παρατηρήσεις μόνο σχετικά με τον δεύτερο και τον τρίτο λόγο ακυρώσεως.

    Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 52 του κανονισμού 1306/2013 και του άρθρου 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 885/2006

    26

    Το Βασίλειο της Σουηδίας σημειώνει ότι το άρθρο 52 του κανονισμού 1306/2013 και το άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 885/2006 ρυθμίζουν τα διάφορα στάδια που πρέπει να ακολουθούνται κατά τη διαδικασία εκκαθαρίσεως των λογαριασμών όσον αφορά το ΕΓΤΕ. Ειδικότερα, δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 885/2006, το οικείο κράτος μέλος, προκειμένου να μπορεί να διορθώσει τις διαπιστωθείσες πλημμέλειες το ταχύτερο δυνατόν, οφείλει να λάβει εκ των προτέρων τα αποτελέσματα των ερευνών της Επιτροπής και να ενημερωθεί σχετικά με τα διορθωτικά μέτρα που πρέπει να ληφθούν ώστε να διασφαλιστεί η μελλοντική τήρηση των επίμαχων κανόνων της Ένωσης. Μόνο μια τέτοια έγγραφη ανακοίνωση μπορεί να αποτελέσει το σημείο αναφοράς για τον υπολογισμό της προθεσμίας των 24 μηνών που προβλέπεται στο άρθρο 52, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1306/2013, το οποίο επιτρέπει τον προσδιορισμό των δαπανών που μπορούν να αποκλειστούν από τη χρηματοδότηση της Ένωσης.

    27

    Πλην όμως, ούτε η κοινοποίηση της 6ης Δεκεμβρίου 2013 ούτε και τα έγγραφα ή οι μεταγενέστερες ανακοινώσεις της Επιτροπής πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 885/2006, καθόσον η Επιτροπή δεν αναφέρει σαφώς σε τι συνίσταται η προσαπτόμενη στο Βασίλειο της Σουηδίας πλημμέλεια, ούτε τα διορθωτικά μέτρα που το Βασίλειο της Σουηδίας υποχρεούνταν να λάβει προς επίλυση του προβλήματος. Τέτοιες διευκρινίσεις παρασχέθηκαν από την Επιτροπή μόνο με την τελική θέση της 19ης Οκτωβρίου 2015, όπου ανέφερε επιπλέον ότι οι συνεχιζόμενες προβαλλόμενες πλημμέλειες έπρεπε να εξομοιωθούν με απουσία επικουρικού ελέγχου. Ειδικότερα, από τους όρους της κοινοποιήσεως της 6ης Δεκεμβρίου 2013 μπορεί να διαπιστωθεί ότι η Επιτροπή ανέφερε μόνον ότι υφίσταντο υπόνοιες είτε για υφιστάμενες πλημμέλειες στον επικουρικό έλεγχο, εν προκειμένω στην ανάλυση των κινδύνων κατά την επιλογή των δειγμάτων ελέγχου μέσω τηλεπισκόπησης, είτε για κάποια μορφή πλημμέλειας σε βασικό έλεγχο, ήτοι στο πλαίσιο φυσικής επιθεωρήσεως μέσω τηλεπισκόπησης. Κατά τη νομολογία, η έγγραφη κοινοποίηση που προβλέπεται στο άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 885/2006 πρέπει εντούτοις να παρέχει στο οικείο κράτος μέλος πλήρη εικόνα των επιφυλάξεων της Επιτροπής, προκειμένου να επιτελεί την προειδοποιητική λειτουργία της.

    28

    Επιπλέον, παρά το γεγονός ότι οι υπηρεσίες της Επιτροπής πραγματοποίησαν έρευνα μόνο για τα έτη υποβολής αιτήσεων 2011 έως 2012, οι υπόνοιες περί πλημμελειών που διατύπωσε η Επιτροπή εξομοιώθηκαν εκ των υστέρων με απουσία αναλύσεως κινδύνων, χωρίς να προκύπτει το έρεισμα μιας τέτοιας μεταβολής της θέσεως της Επιτροπής από τη δικογραφία, από τη νομοθεσία της Ένωσης ή από τη νομολογία ή ακόμη και από τις ίδιες τις κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής, κατά τις οποίες η δυνατότητα βελτιώσεως μιας διαδικασίας ελέγχου δεν αρκεί για να δικαιολογήσει δημοσιονομικές διορθώσεις.

    29

    Η Επιτροπή αντιτάσσει ότι, με την κοινοποίηση της 6ης Δεκεμβρίου 2013, ειδικότερα στο σημείο 1.2.1 του παραρτήματος που περιλαμβάνει, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αποτελεσματικότητα της αναλύσεως των κινδύνων», παρέσχε στις σουηδικές αρχές λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τις προσαπτόμενες πλημμέλειες και ζήτησε από αυτές νέες διευκρινίσεις σχετικά με την εκτίμηση κινδύνων για τη διενέργεια ελέγχων με τηλεπισκόπηση, καθώς και επεξηγήσεις σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο μπορούσε να διασφαλιστεί ορθή συνεκτίμηση των κινδύνων για το Ταμείο. Το αίτημα αυτό πρέπει να θεωρηθεί, τουλάχιστον εμμέσως, ως ένδειξη, υπό γενικούς όρους, των διορθωτικών μέτρων που έπρεπε να ληφθούν. Η Επιτροπή ανέφερε, όσον αφορά τις διαφορές που διαπιστώθηκαν μεταξύ των δύο τρόπων ελέγχου, ότι υπήρχαν υπόνοιες ότι είτε η επιλογή των δειγμάτων ελέγχου είτε η μέθοδος ελέγχου παρουσίαζε διαφορές.

    30

    Η Επιτροπή επισημαίνει ειδικότερα, ότι, στο σημείο 1.3.2 του παραρτήματος της ανακοινώσεως της 6ης Δεκεμβρίου 2013, αναφέρθηκε στις αδυναμίες που διαπιστώθηκαν κατά τη διενέργεια ταχέων επιτόπιων ελέγχων που πραγματοποιήθηκαν από τις σουηδικές αρχές, κατόπιν των ελέγχων με τηλεπισκόπηση.

    31

    Η Επιτροπή ισχυρίζεται επιπλέον ότι, μολονότι είναι ακριβές ότι η κοινοποίηση της 6ης Δεκεμβρίου 2013 σχετίζεται με τα έτη υποβολής αιτήσεων 2011 και 2012, τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι, στο μέτρο που η εν λόγω κοινοποίηση αφορούσε έλεγχο που διενεργήθηκε τον Αύγουστο του 2013, δεν υπήρχε στο στάδιο εκείνο κανένα αποτέλεσμα για το έτος 2013. Εντούτοις, εφόσον εξακολουθούσαν να υφίστανται παρατυπίες, έπρεπε να τις λάβει υπόψη για τον προσδιορισμό της περιόδου της δημοσιονομικής διορθώσεως. Το γεγονός ότι υφίσταντο πλημμέλειες κατά τη διάρκεια των ετών 2011 έως 2013 συνεπαγόταν ότι καμία ανάλυση κινδύνου δεν πραγματοποιήθηκε κατά τα έτη αυτά και ως εκ τούτου δεν διενεργήθηκε κανένας επικουρικός έλεγχος.

    32

    Από το περιεχόμενο της επιστολής που εστάλη στις 5 Φεβρουαρίου 2014 από τη σουηδική υπηρεσία γεωργίας στην Επιτροπή μπορεί επίσης να διαπιστωθεί ότι οι σουηδικές αρχές είχαν κατανοήσει ποιες πλημμέλειες υφίσταντο κατά την Επιτροπή.

    33

    Εν συνεχεία, στην πρόσκληση της 11ης Απριλίου 2014 για τη διμερή συνάντηση της 20ής Μαΐου 2014 καθώς και στα συμπεράσματα της συναντήσεως αυτής, η Επιτροπή παρέσχε περαιτέρω λεπτομερή στοιχεία σχετικά με τα διορθωτικά μέτρα που έπρεπε να ληφθούν. Τούτο συνδέεται με το γεγονός ότι η διαδικασία ελέγχου είναι μια δυναμική διαδικασία και ότι τα ζητήματα που προκύπτουν αντιμετωπίζονται καθόσον εκτυλίσσεται η διαδικασία αυτή, με βάση τις διευκρινίσεις που παρέχονται από το οικείο κράτος μέλος. Εν πάση περιπτώσει, τα διορθωτικά μέτρα μπορούσαν να ισχύουν μόνο για το μέλλον και όχι για τα έτη υποβολής αιτήσεων 2011 έως 2013.

    34

    Η Επιτροπή αμφισβητεί επίσης το επιχείρημα ότι μόλις κατά το στάδιο της τελικής θέσεως της 19ης Οκτωβρίου 2015 διευκρίνισε σε τι συνίστατο η προβαλλόμενη πλημμέλεια η οποία, σε συνδυασμό με την αμετάβλητη κατάσταση κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, είχε ως αποτέλεσμα να γίνει δεκτή η απουσία επικουρικού ελέγχου. Κατά την Επιτροπή, τα στοιχεία αυτά προέκυπταν ήδη από την κοινοποίησή της της 15ης Ιανουαρίου 2015, που εξεδόθη βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 885/2006.

    35

    Εν προκειμένω, το άρθρο 11, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 885/2006, το οποίο επικαλέστηκε το Βασίλειο της Σουηδίας, τέθηκε σε εφαρμογή στις 16 Οκτωβρίου 2006 και έχει ως εξής:

    «Εκκαθάριση ως προς τη συμμόρφωση

    1.   Εάν, ως αποτέλεσμα έρευνας, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι δαπάνες δεν πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες, κοινοποιεί τα πορίσματά της στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος και υποδεικνύει τα απαραίτητα διορθωτικά μέτρα προκειμένου να διασφαλιστεί η μελλοντική συμμόρφωση με τους εν λόγω κανόνες.

    Η κοινοποίηση περιέχει παραπομπή στο παρόν άρθρο. Το κράτος μέλος απαντά εντός δύο μηνών από την παραλαβή της κοινοποίησης και η Επιτροπή δύναται να τροποποιήσει τη θέση της αναλόγως. Σε αιτιολογημένες περιπτώσεις, η Επιτροπή είναι δυνατόν να χορηγήσει παράταση της προθεσμίας απάντησης.

    Μετά την εκπνοή του χρονικού διαστήματος εντός του οποίου πρέπει να δοθεί απάντηση, η Επιτροπή συγκαλεί διμερή συνάντηση και αμφότερα τα μέρη καταβάλλουν προσπάθειες προκειμένου να καταλήξουν σε συμφωνία σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν, καθώς και σχετικά με την εκτίμηση της σοβαρότητας της παράβασης και της οικονομικής ζημίας που προκλήθηκε [στην Ένωση].

    2.   Εντός δύο μηνών από την ημερομηνία παραλαβής των πρακτικών της διμερούς συνάντησης που προβλέπεται στην παράγραφο 1 τρίτο εδάφιο, το κράτος μέλος κοινοποιεί τις πληροφορίες που ζητήθηκαν κατά τη συνάντηση ή όσες άλλες πληροφορίες θεωρεί χρήσιμες για την εν εξελίξει εξέταση.

    Σε αιτιολογημένες περιπτώσεις η Επιτροπή δύναται, κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος κράτους μέλους, να επιτρέψει παράταση του χρονικού διαστήματος που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο. Το αίτημα απευθύνεται στην Επιτροπή πριν από την εκπνοή του εν λόγω διαστήματος.

    Μετά από την εκπνοή του διαστήματος που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, η Επιτροπή κοινοποιεί επισήμως τα συμπεράσματά της στο κράτος μέλος, βάσει των πληροφοριών που έλαβε στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθάρισης ως προς τη συμμόρφωση. Στην κοινοποίηση αξιολογούνται οι δαπάνες τις οποίες η Επιτροπή προβλέπει να αποκλείσει από την κοινοτική χρηματοδότηση βάσει του άρθρου 31 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1290/2005 και γίνεται παραπομπή στο άρθρο 16 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού.»

    36

    Ο κανονισμός 1306/2013, που κατάργησε τον κανονισμό (ΕΕ) 1290/2005, της 21ης Ιουνίου 2005, για τη χρηματοδότηση της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ 2005, L 209, σ. 1), περιλαμβάνει το άρθρο 52 το οποίο φέρει τον τίτλο «Εκκαθάριση ως προς τη συμμόρφωση», το οποίο ισχύει από 1ης Ιανουαρίου 2015.

    37

    Δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 52, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1306/2013, απόρριψη χρηματοδότησης δεν μπορεί να αφορά «δαπάνες [του ΕΓΤΕ που] πραγματοποιήθηκαν νωρίτερα από 24 μήνες πριν από την έγγραφη ανακοίνωση των πορισμάτων των επιθεωρήσεων στο κράτος μέλος από την Επιτροπή».

    38

    Προκύπτει εξ αυτού ότι το άρθρο 11 του κανονισμού 885/2006 καθορίζει τα διάφορα στάδια που πρέπει να ακολουθούνται κατά τη διαδικασία εκκαθαρίσεως των λογαριασμών του ΕΓΤΕ. Ειδικότερα, το άρθρο 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού διευκρινίζει το περιεχόμενο της πρώτης έγγραφης κοινοποιήσεως με την οποία η Επιτροπή γνωστοποιεί το αποτέλεσμα των ελέγχων της στα κράτη μέλη πριν από τη σύγκληση της διμερούς συναντήσεως. Κατά τη διάταξη αυτή, η πρώτη κοινοποίηση πρέπει να διευκρινίζει στο οικείο κράτος μέλος το αποτέλεσμα των ελέγχων της Επιτροπής και να εκθέτει τα διορθωτικά μέτρα που πρέπει να ληφθούν για τη μελλοντική συμμόρφωση με τους σχετικούς κανόνες της Ένωσης (απόφαση της 7ης Ιουνίου 2013, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, T‑2/11, EU:T:2013:307, σκέψη 57).

    39

    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι ο δικαστής της Ένωσης έχει ήδη κρίνει ότι, στο πλαίσιο της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 1663/95 της Επιτροπής, της 7ης Ιουλίου 1995, για τη θέσπιση λεπτομερειών εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 729/70 του Συμβουλίου όσον αφορά τη διαδικασία για την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ, τμήμα Εγγυήσεων (ΕΕ 1995, L 158, σ. 6), η γραπτή ανακοίνωση που αναφέρεται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, η οποία είναι κατ’ ουσίαν ταυτόσημη με την κοινοποίηση του άρθρου 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 885/2006, πρέπει να γνωστοποιεί πλήρως στο κράτος μέλος τις επιφυλάξεις της Επιτροπής, ώστε να μπορεί να επιτελέσει την προειδοποιητική λειτουργία που της αναγνωρίζει το άρθρο 8, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού (βλ., συναφώς, απόφαση της 7ης Ιουνίου 2013, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, T‑2/11, EU:T:2013:307, σκέψη 58).

    40

    Επομένως, στην πρώτη κοινοποίηση που αναφέρεται στο άρθρο 11 του κανονισμού 885/2006, η Επιτροπή πρέπει να εκθέτει, με επαρκή σαφήνεια, το αντικείμενο της έρευνας που διενήργησαν οι υπηρεσίες της και τις διαπιστωθείσες κατά την έρευνα αυτή ελλείψεις, καθότι είναι δυνατή η επίκληση των ελλείψεων αυτών αργότερα ως αποδεικτικό στοιχείο περί της σοβαρής και εύλογης αμφιβολίας της Επιτροπής έναντι των ελέγχων των εθνικών αρχών ή έναντι αριθμητικών στοιχείων που αυτές διαβίβασαν, προς δικαιολόγηση με τον τρόπο αυτόν των δημοσιονομικών διορθώσεων που αποφασίζει η Επιτροπή με την τελική της απόφαση περί αποκλεισμού από την κοινοτική χρηματοδότηση ορισμένων δαπανών στις οποίες προέβη το οικείο κράτος μέλος στο πλαίσιο του ΕΓΤΕ (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 7ης Ιουνίου 2013, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, T‑2/11, EU:T:2013:307, σκέψη 59 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    41

    Εντούτοις, όταν οι παρατυπίες που δικαιολογούν την επιβολή δημοσιονομικής διορθώσεως εξακολουθούν να υφίστανται και μετά την ημερομηνία της έγγραφης κοινοποιήσεως των αποτελεσμάτων των ελέγχων, η Επιτροπή δικαιούται και μάλιστα υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη την κατάσταση αυτή οσάκις καθορίζει το διάστημα το οποίο πρέπει να αφορά η επίμαχη δημοσιονομική διόρθωση (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 7ης Ιουνίου 2013, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, T‑2/11, EU:T:2013:307, σκέψη 63 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    42

    Κατά συνέπεια, πρέπει να εξεταστεί εάν η κοινοποίηση της 6ης Δεκεμβρίου 2013, αποτελούμενη από την επιστολή της 6ης Δεκεμβρίου 2013 και από το παράρτημα που είχε επισυναφθεί σε αυτήν, μπορεί να θεωρηθεί ότι συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις του άρθρου 11 του κανονισμού 885/2006. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να διαπιστωθεί κατά πόσον η εν λόγω κοινοποίηση, αφενός, προσδιορίζει επαρκώς το αντικείμενο και τα αποτελέσματα της έρευνας, στο μέτρο που αποτέλεσαν τη βάση στην οποία στηρίχθηκε η αμφισβητούμενη δημοσιονομική διόρθωση και, αφετέρου, περιλαμβάνει τα διορθωτικά μέτρα που πρέπει να ληφθούν στο μέλλον.

    43

    Η επιστολή που περιέχεται στην κοινοποίηση της 6ης Δεκεμβρίου 2013 παραπέμπει κατ’ αρχάς στις έρευνες που διεξήχθησαν στη Σουηδία από τις 19 έως τις 23 Αυγούστου 2013, αναφέροντας, υπό πολύ γενικούς όρους, όσον αφορά τις παρατηρήσεις που προέκυψαν από τις εν λόγω έρευνες σχετικά με τις άμεσες στρεμματικές ενισχύσεις για τα έτη υποβολής αιτήσεων 2011 και 2012, ότι οι υπηρεσίες της Γενικής Διεύθυνσης Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής εκτίμησαν ότι οι σουηδικές αρχές δεν τήρησαν πλήρως τις απαιτήσεις που απορρέουν από τον κανονισμό (ΕΚ) 73/2009 του Συμβουλίου, της 19ης Ιανουαρίου 2009, σχετικά με τη θέσπιση κοινών κανόνων για τα καθεστώτα άμεσης στήριξης για τους γεωργούς στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής και τη θέσπιση ορισμένων καθεστώτων στήριξης για τους γεωργούς, για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1290/2005, (ΕΚ) αριθ. 247/2006, (ΕΚ) αριθ. 378/2007 και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 (ΕΕ 2009, L 30, σ. 16), από τον κανονισμό 1122/2009 καθώς και από τον κανονισμό (ΕΚ) 1120/2009 της Επιτροπής, της 29ης Οκτωβρίου 2009, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του καθεστώτος ενιαίας ενίσχυσης που προβλέπεται στον τίτλο ΙΙΙ του κανονισμού (ΕΚ) 73/2009 (ΕΕ 2009, L 316, σ. 1).

    44

    Η εν λόγω επιστολή διευκρινίζει επιπλέον ότι, δυνάμει του άρθρου 31 του κανονισμού 1290/2005, οι διαπιστωθείσες πλημμέλειες ενδέχεται να έχουν ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό από τη χρηματοδότηση της Ένωσης ενός μέρους των δαπανών που χρηματοδοτήθηκαν από το ΕΓΤΕ και ότι θα αποτελέσουν τη βάση των εν λόγω διορθώσεων μέχρις ότου ληφθούν κατάλληλα διορθωτικά μέτρα.

    45

    Ως προς το παράρτημα που περιλαμβάνει η κοινοποίηση της 6ης Δεκεμβρίου 2013, στο σημείο 1.2.1, υπό τον τίτλο «Η αποτελεσματικότητα της ανάλυσης των κινδύνων», υπενθυμίζονται κατ’ αρχάς οι διατάξεις των άρθρων 26 και 31 του κανονισμού 1122/2009 και, εν συνεχεία, διατυπώνεται η αρχή ότι «[ο]ι έλεγχοι με τηλεπισκόπηση και οι συνήθεις επιτόπιοι έλεγχοι […] τεκμαίρονται γενικώς ότι παρέχουν τα ίδια αποτελέσματα [και εάν] δεν συμβαίνει αυτό, υπάρχει υπόνοια ότι [είτε] η επιλογή των δειγμάτων ελέγχου είτε η μέθοδος ελέγχου παρουσιάζει αδυναμίες».

    46

    Το παράρτημα που περιλαμβάνεται στην κοινοποίηση της 6ης Δεκεμβρίου 2013 προβαίνει στη συνέχεια σε μια σύγκριση του ποσοστού σφάλματος που διαπιστώθηκε κατά τη διάρκεια των ελέγχων στις επιφάνειες των εκμεταλλεύσεων που λαμβάνουν κρατικές ενισχύσεις, ανάλογα με το εάν έγινε επιτόπιος έλεγχος ή χρησιμοποιήθηκε τηλεπισκόπηση και ανάλογα με το εάν τα δείγματα επιλέχθηκαν τυχαία ή βάσει εκτιμήσεως των παραγόντων κινδύνου.

    47

    Ο ανακεφαλαιωτικός πίνακας καθιστά ιδίως δυνατό να διαπιστωθεί ότι το ποσοστό σφάλματος των ελέγχων με τηλεπισκόπηση που αφορά δείγματα που επιλέχθηκαν βάσει εκτιμήσεως των παραγόντων κινδύνου είναι συστηματικά χαμηλότερο από το ποσοστό σφάλματος των επιτόπιων ελέγχων, καθότι το πρώτο από τα εν λόγω ποσοστά ανερχόταν σε 0,96 και 0,31 % όσον αφορά, αντιστοίχως, το έτος 2011 και το έτος 2012, το δε δεύτερο σε 1,34 και 1,41 % όσον αφορά, αντιστοίχως, τα ίδια αυτά έτη.

    48

    Η Επιτροπή, αφού παρέθεσε τις εξηγήσεις που παρασχέθηκαν από τις σουηδικές αρχές, οι οποίες αφορούν, αφενός, τη μέθοδο επιλογής των εκμεταλλεύσεων που ελέγχθηκαν και, αφετέρου, τον εξορθολογισμό των ελέγχων με τηλεπισκόπηση, προκειμένου να εστιαστούν οι έλεγχοι αυτοί στις περιοχές της Σουηδίας που περιέχουν συγκεκριμένη πυκνότητα εκμεταλλεύσεων, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «υφίστατ[ο], επομένως, κίνδυνος να μην έχουν προσδιορίσει σε ικανοποιητικό βαθμό οι σουηδικές αρχές τους κινδύνους όσον αφορ[ούσε] τους ελέγχους με τηλεπισκόπηση».

    49

    Το συμπέρασμα αυτό όσον αφορά την ανάγκη καλύτερης εκτιμήσεως των παραγόντων κινδύνου προκύπτει σαφώς και απερίφραστα και δεν μπορεί, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει το Βασίλειο της Σουηδίας, να εξομοιωθεί με απλή υπόνοια που δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει δημοσιονομική διόρθωση. Πρέπει, επομένως, να θεωρηθεί ότι προσδιορίζει επαρκώς το αντικείμενο και τα αποτελέσματα της έρευνας.

    50

    Όσον αφορά τα διορθωτικά μέτρα που πρέπει να εφαρμοστούν, μολονότι η επιστολή που περιέχεται στην κοινοποίηση της 6ης Δεκεμβρίου 2013 παραπέμπει απλώς στο παράρτημα που περιλαμβάνει η ίδια αυτή κοινοποίηση, ζητώντας παράλληλα από τις σουηδικές αρχές να ενημερώσουν την Επιτροπή για τα διορθωτικά μέτρα που έχουν ήδη ληφθεί ή πρόκειται να ληφθούν καθώς και για το χρονοδιάγραμμα εφαρμογής τους, το εν λόγω παράρτημα περιέχει μια πρόσκληση προς τις σουηδικές αρχές προκειμένου αυτές να «διασαφηνίσουν περαιτέρω την εκτίμηση των κινδύνων όσον αφορά τους ελέγχους με τηλεπισκόπηση και να εξηγήσουν με ποιον τρόπο διασφαλίζουν ότι οι κίνδυνοι λαμβάνονται προσηκόντως υπόψη».

    51

    Υπό το πρίσμα της διαπιστώσεως των ελλείψεων που εντοπίστηκαν, το συμπέρασμα αυτό όσον αφορά τα διορθωτικά μέτρα που έπρεπε να ληφθούν προκύπτει με σαφήνεια και, κατά μείζονα λόγο, χωρίς αμφισημία, δεδομένου ότι οι σουηδικές αρχές παρέσχαν ορισμένες διευκρινίσεις σχετικά με τις ελλείψεις που διαπιστώθηκαν από τις υπηρεσίες της Επιτροπής, όπερ αποδεικνύει ότι το περιεχόμενο του συμπεράσματος αυτού ήταν προδήλως σαφές όσον αφορά τις ελλείψεις αυτές.

    52

    Υπό τις συνθήκες αυτές, τα διορθωτικά μέτρα που έπρεπε να ληφθούν στο μέλλον από τις σουηδικές αρχές περιγράφονταν αρκούντως λεπτομερώς στην κοινοποίηση της 6ης Δεκεμβρίου 2013 υπό το πρίσμα των απαιτήσεων που απορρέουν από το άρθρο 11 του κανονισμού 885/2006.

    53

    Εξάλλου, μολονότι η κοινοποίηση της 6ης Δεκεμβρίου 2013 αφορά μόνον τα έτη υποβολής αιτήσεων 2011 και 2012, ενώ η δημοσιονομική διόρθωση το έτος αιτήσεων 2013, πρέπει να υπομνησθεί ότι, αφενός, το έτος υποβολής αιτήσεων 2013 δεν είχε ήδη παρέλθει κατά τον χρόνο της επιθεωρήσεως από τις υπηρεσίες της Επιτροπής τον Αύγουστο του 2013 και ότι, αφετέρου, όταν οι παρατυπίες που δικαιολογούν την επιβολή δημοσιονομικής διορθώσεως εξακολουθούν να υφίστανται και μετά την ημερομηνία της έγγραφης κοινοποιήσεως των αποτελεσμάτων των ελέγχων, η Επιτροπή πρέπει να λαμβάνει υπόψη της την κατάσταση αυτή κατά τον προσδιορισμό της περιόδου την οποία αφορά η εν λόγω δημοσιονομική διόρθωση.

    54

    Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 11 του κανονισμού 885/2006, όταν το οικείο κράτος μέλος δεν εφαρμόζει τα διορθωτικά μέτρα προς διόρθωση των διαπιστωθεισών από την Επιτροπή παρατυπιών, η Επιτροπή μπορεί, μέχρι την ημερομηνία ουσιαστικής εφαρμογής των επιβαλλόμενων από αυτήν διορθωτικών μέτρων, να αποκλείει την κάλυψη των δαπανών για τις οποίες δεν τηρούνται οι κανόνες της Ένωσης (απόφαση της 7ης Ιουνίου 2013, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, T‑2/11, EU:T:2013:307, σκέψη 80).

    55

    Εντούτοις, στην κοινοποίηση που απηύθυνε στις 15 Ιανουαρίου 2015 στις σουηδικές αρχές, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι εξακολουθούσε να υφίσταται σημαντική απόκλιση των ποσοστών σφάλματος μεταξύ των ελέγχων με τηλεπισκόπηση και των επιτόπιων ελέγχων, τα δε ποσοστά αυτά ανέρχονταν σε 0,39 % και 0,74 % αντιστοίχως.

    56

    Ήδη από το στάδιο αυτό, και όχι μόνον από την τελική θέση της 19ης Οκτωβρίου 2015 όπως εσφαλμένα υποστηρίζει το Βασίλειο της Σουηδίας, πληροφορήθηκε το Βασίλειο της Σουηδίας ότι εξακολουθούσαν να υφίστανται οι ελλείψεις που διαπιστώθηκαν από τις υπηρεσίες της Επιτροπής, τα δε διορθωτικά μέτρα που έπρεπε να ληφθούν ήταν κατ’ ανάγκην της ίδιας φύσεως με τα προγενέστερα μέτρα.

    57

    Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, προκύπτει ότι οι απαιτήσεις που απορρέουν από το άρθρο 11 του κανονισμού 885/2006 τηρήθηκαν από την Επιτροπή και ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που προέβαλε το Βασίλειο της Σουηδίας πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

    Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που αφορά τη μη απόδειξη από την Επιτροπή των προβαλλόμενων πλημμελειών και του δημοσιονομικού κινδύνου για το ΕΓΤΕ

    58

    Κατ’ αρχάς, το Βασίλειο της Σουηδίας υποστηρίζει ότι οι ισχυρισμοί της Επιτροπής σχετικά με τη φερόμενη παράβαση των διατάξεων του άρθρου 31, παράγραφος 2, του κανονισμού 1122/2009 στηρίζονται στην εσφαλμένη παραδοχή ότι τα αποτελέσματα των κλασικών επιτόπιων ελέγχων και των ελέγχων με τηλεπισκόπηση καταλήγουν στο ίδιο αποτέλεσμα. Πλην όμως, πρόκειται για δύο συμπληρωματικές μεθόδους, καθόσον ο επιτόπιος έλεγχος είναι εκ φύσεως πιο ακριβής και καθιστά δυνατό τον εντοπισμό περισσότερων σφαλμάτων, ενώ με την τηλεπισκόπηση παρέχεται συνολική εικόνα και έλεγχος μεγαλύτερων περιοχών. Εξάλλου, τούτο επιβεβαιώνεται από το γράμμα του άρθρου 35, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1122/2009, που προέβλεπε ότι τα κράτη μέλη που κάνουν χρήση της τηλεπισκόπησης, στην περίπτωση που η μέθοδος αυτή δεν παρέχει στην αρμόδια αρχή ικανοποιητικά αποτελέσματα από άποψη ακρίβειας, προβαίνουν σε επιτόπιο φυσικό έλεγχο. Εξάλλου, η Επιτροπή δεν εξήγησε για ποιον λόγο έπρεπε να εξαχθούν παρόμοια αποτελέσματα από αμφότερες τις μεθόδους ελέγχου.

    59

    Εν συνεχεία, το Βασίλειο της Σουηδίας υποστηρίζει ότι οι διαφορές μεταξύ των ποσοστών σφάλματος που διαπιστώθηκαν κατά τη χρήση των δύο μεθόδων ελέγχου, πέραν του ότι παρουσίαζαν διακυμάνσεις στο πλαίσιο των εκτιμήσεων που παρασχέθηκαν από την Επιτροπή κατά τον χειρισμό της υποθέσεως, ήταν πολύ περιορισμένες, αν όχι ασήμαντες, διότι κυμαίνονταν σε απόλυτες τιμές μεταξύ 0,27 και 0,56 %, γεγονός που τις τοποθετεί κάτω από το όριο του 2 %, που είναι το σύνηθες ποσοστό σε τέτοιες υποθέσεις σύμφωνα με το Ελεγκτικό Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Βασίλειο της Σουηδίας επανέλαβε το επιχείρημα αυτό, παραπέμποντας στη νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου, όπως απορρέει, σύμφωνα με το βασίλειο αυτό, από την απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2017, Ρουμανία κατά Επιτροπής (T‑145/15, EU:T:2017:86). Η διαπιστωθείσα διαφορά είναι, εν πάση περιπτώσει, πολύ μικρή για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε δευτερεύων έλεγχος, και επομένως η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς την ύπαρξη αμφιβολιών σχετικά με την αποτελεσματικότητα των εν λόγω ελέγχων, όπως απαιτείται βάσει των αρχών που απορρέουν από τη νομολογία.

    60

    Τέλος, το Βασίλειο της Σουηδίας υποστηρίζει ότι, μολονότι δεν υπάρχουν κοινοί κανόνες που να προβλέπουν λεπτομερώς την αξιολόγηση και την αναθεώρηση της αποτελεσματικότητας της αναλύσεως των κινδύνων, που πρέπει να διενεργούνται δυνάμει του άρθρου 31, παράγραφος 2, του κανονισμού 1122/2009 και, ως εκ τούτου, εναπόκειται στα κράτη μέλη να καθορίζουν τα ίδια τους παράγοντες κινδύνου, εντούτοις, ακολούθησε τις κατευθυντήριες γραμμές που περιλαμβάνονται στη βάση δεδομένων της Επιτροπής γνωστή ως «WikiCap». Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η Επιτροπή επέτρεπε την πρόσβαση σε δορυφορικές εικόνες μόνον υπό την προϋπόθεση ότι το 25 % της φωτογραφημένης εκτάσεως θα χρησιμοποιούνταν για τη διεξαγωγή ελέγχων, πράγμα που έθετε περιορισμούς στη Σουηδία, λαμβανομένης υπόψη της μεγάλης αναλογίας των δασικών εκτάσεων στο έδαφος, και απαιτούσε την επικέντρωση των ελέγχων στα διαμερίσματα που καλύπτονταν από μεγάλες αγροτικές εκτάσεις. Οι σουηδικές αρχές δηλώνουν εξάλλου ότι είχαν πραγματοποιήσει επιμέρους επιτόπιες επιθεωρήσεις στο 85 έως 90 % των εκμεταλλεύσεων που υπόκεινται σε έλεγχο με τηλεπισκόπηση, με αποτέλεσμα η αποκλειστική χρήση της τηλεπισκόπησης να αφορά ένα πολύ μικρό μέρος των εκμεταλλεύσεων που ελέγχθηκαν.

    61

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Βασίλειο της Σουηδίας κρίνει ότι ακολούθησε τις κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής κατά την επιλογή των περιοχών ελέγχου με τηλεπισκόπηση και υποστηρίζει ότι επικέντρωσε τους ελέγχους στις περιοχές όπου τα δικαιώματα ενισχύσεως είχαν τις υψηλότερες τιμές, γεγονός που συνάδει πλήρως προς τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές. Εξάλλου, οι έλεγχοι είχαν ως στόχο τους κατόχους γεωργικών εκμεταλλεύσεων των οποίων το είδος και το μέγεθος της καλλιεργούμενης εκτάσεως παρουσίαζαν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον από πλευράς ελέγχων. Επιπλέον, οι σουηδικές αρχές μετέβαλαν τις ελεγχόμενες ζώνες με τη βοήθεια δορυφορικών εικόνων που παραγγέλθηκαν ειδικά για τα έτη υποβολής αιτήσεων 2011 έως 2013, όσον αφορά δε το έτος υποβολής αιτήσεων 2013, οι παράγοντες κινδύνου τροποποιήθηκαν επίσης, ώστε να ταυτίζονται με εκείνους που προβλέπονται στο πλαίσιο των επιτόπιων ελέγχων. Τούτο αντικρούει τους ισχυρισμούς της Επιτροπής ότι δεν υπήρξε ούτε αναθεώρηση ούτε αξιολόγηση των παραγόντων κινδύνου για τρία συνεχόμενα έτη.

    62

    Με το υπόμνημα απαντήσεως, το Βασίλειο της Σουηδίας εκτιμά ότι η Επιτροπή προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία των συμπερασμάτων της διμερούς συναντήσεως της 20ής Μαΐου 2014 και ότι, σε αντίθεση προς όσα η Επιτροπή υποστηρίζει, το ίδιο δεν ανέφερε ότι δεν πραγματοποίησε καμία αξιολόγηση των παραγόντων κινδύνου ως προς τους ελέγχους με τηλεπισκόπηση.

    63

    Η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι τα δείγματα για τους επιτόπιους ελέγχους και για τους ελέγχους με τηλεπισκόπηση επιλέγονται βάσει διαφορετικών μεθόδων, με αποτέλεσμα να μην είναι λυσιτελής η σύγκριση των σφαλμάτων που διαπιστώνονται κατά τη χρήση της μίας ή της άλλης μεθόδου. Επιπλέον, καθόσον η επιλογή των περιοχών ελέγχου με τηλεπισκόπηση πρέπει να διενεργείται στο τέλος του έτους που προηγείται του έτους της υποβολής αιτήσεως ενισχύσεως και καθόσον η Επιτροπή παρέχει πρόσβαση μόνο σε περιορισμένο αριθμό δορυφορικών εικόνων, η επιλογή των περιοχών ελέγχου στηρίζεται σε γεωγραφικά κριτήρια και όχι σε ανάλυση των κινδύνων στηριζόμενη στη γνώση όλων των δεδομένων για τους γεωργούς και τις αιτήσεις τους για τη χορήγηση ενισχύσεων. Οι γεωργοί που ελέγχονται με τηλεπισκόπηση παρουσιάζουν χαμηλότερο συνολικό κίνδυνο και τα ποσοστά διαπιστωθέντων σφαλμάτων είναι επίσης χαμηλότερα, με αποτέλεσμα να είναι μεγαλύτερο το περιθώριο σφάλματος που συνδέεται με αυτό το είδος ελέγχων.

    64

    Η Τσεχική Δημοκρατία προσθέτει ότι από καμία διάταξη του κανονισμού 1122/2009 δεν προκύπτει ότι τα δύο είδη ελέγχου πρέπει να καταλήγουν στο ίδιο ποσοστό σφάλματος, ούτε ότι διαφορετικά ποσοστά σφάλματος θέτουν εν αμφιβόλω την αποτελεσματικότητα των ελέγχων.

    65

    Η Επιτροπή, αντιθέτως, ισχυρίζεται ότι η διαφορά μεταξύ των αποτελεσμάτων των επιτόπιων ελέγχων και των ελέγχων με τηλεπισκόπηση αποτελεί αφ’ εαυτής πρόβλημα. Μολονότι οι δύο τρόποι ελέγχου θεωρούνται εξίσου έγκυροι, η ποιότητα των ελέγχων ή η επιλογή της μεθόδου ελέγχου δύναται να τεθεί υπό αμφισβήτηση, όταν δεν προκύπτουν παρόμοια αποτελέσματα.

    66

    Όσον αφορά τη διακύμανση των αριθμητικών δεδομένων που επικαλέστηκε, η Επιτροπή εξηγεί ότι προσκόμισε δεδομένα που βασίζονται τόσο σε τυχαία δείγματα όσο και σε δείγματα που βασίζονται σε ανάλυση κινδύνων. Η Επιτροπή παραδέχεται, εντούτοις, ότι το ετήσιο ποσοστό λάθους 0,99 % σχετικά με τους κλασικούς επιτόπιους ελέγχους για το έτος 2012 είναι εσφαλμένο και ότι το ορθό ποσοστό είναι 0,87 %, χωρίς όμως τούτο να ασκεί επιρροή εν προκειμένω.

    67

    Όσον αφορά την απουσία ετήσιας αξιολογήσεως και κατάλληλης αναθεωρήσεως σχετικά με την ανάλυση κινδύνων, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η μεταβολή της επιλογής της θέσεως των περιοχών ελέγχου για το έτος υποβολής αιτήσεων 2013 δεν αποδεικνύει την ύπαρξη αξιολογήσεως των παραγόντων κινδύνου. Κατά τα λοιπά, η Επιτροπή υποστηρίζει την άποψη ότι οι σουηδικές αρχές δέχθηκαν κατά τη διμερή συνάντηση της 20ής Μαΐου 2014 ότι δεν είχαν προβεί σε εκτίμηση των παραγόντων κινδύνου όσον αφορά τους ελέγχους με τηλεπισκόπηση. Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της συναντήσεως αυτής, η ανάλυση κινδύνων σχετικά με τους ελέγχους με τηλεπισκόπηση τροποποιήθηκε μόνον από το έτος υποβολής αιτήσεων 2014 και εφεξής και όχι από το έτος υποβολής αιτήσεων 2013. Επιπλέον, τα δεδομένα που προσκόμισε το Βασίλειο της Σουηδίας στο δικόγραφο της προσφυγής παρέχουν τη δυνατότητα να διαπιστωθεί ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι επήλθε τροποποίηση της αναλύσεως κινδύνων από το έτος 2013, η τροποποίηση αυτή δεν επέφερε καμία βελτίωση, με αποτέλεσμα να είναι βάσιμη η αιτίαση της Επιτροπής.

    68

    Η Επιτροπή αμφισβητεί τον ισχυρισμό των σουηδικών αρχών ότι οι διαφορές που εντοπίστηκαν μεταξύ των ποσοστών σφάλματος είναι ασήμαντες, υποστηρίζοντας, αντιθέτως, ότι οι διαφορές αυτές ήταν αξιοσημείωτες, καθότι από τους επιτόπιους ελέγχους κατέστη δυνατό να διαπιστωθούν, σε σχέση με τους ελέγχους με τηλεπισκόπηση, μιάμιση φορά περισσότερα σφάλματα το 2011, πάνω από δυόμισι φορές περισσότερα σφάλματα το 2012 και σχεδόν δύο φορές περισσότερα σφάλματα το 2013. Επιπλέον, το κατώτατο όριο του 2 % που επικαλούνται οι σουηδικές αρχές δεν εφαρμόζεται στο πλαίσιο των διαδικασιών εκκαθαρίσεως ως προς τη συμμόρφωση, βάσει του άρθρου 52 του κανονισμού 1306/2013.

    69

    Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, το ΕΓΤΕ χρηματοδοτεί μόνον τις παρεμβάσεις που πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις διατάξεις της Ένωσης στο πλαίσιο της κοινής οργανώσεως των γεωργικών αγορών. Συναφώς, στην Επιτροπή απόκειται να αποδείξει την ύπαρξη παραβάσεως των διατάξεων αυτών. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή υποχρεούται να δικαιολογεί την απόφασή της με την οποία διαπιστώνονται η απουσία ή οι ανεπάρκειες των ελέγχων που διενεργεί το οικείο κράτος μέλος (βλ. απόφαση της 9ης Ιανουαρίου 2003, Ελλάδα κατά Επιτροπής, C‑157/00, EU:C:2003:5, σκέψη 15 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    70

    Εντούτοις, η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να αποδείξει κατά τρόπο εξαντλητικό την ανεπάρκεια των ελέγχων που διενήργησαν οι εθνικές διοικήσεις ή τον αντικανονικό χαρακτήρα των αριθμητικών στοιχείων που αυτές διαβίβασαν, αλλά να προσκομίσει στοιχείο αποδεικτικό της σοβαρής και εύλογης αμφιβολίας την οποία έχει έναντι αυτών των ελέγχων ή αυτών των αριθμητικών στοιχείων (βλ. απόφαση της 9ης Ιανουαρίου 2003, Ελλάδα κατά Επιτροπής, C‑157/00, EU:C:2003:5, σκέψη 16 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    71

    Αυτός ο μετριασμός της απαιτήσεως για την εκ μέρους της Επιτροπής απόδειξη εξηγείται από το γεγονός ότι το κράτος μέλος είναι αυτό που μπορεί καλύτερα να συλλέξει και να επαληθεύσει τα αναγκαία στοιχεία για την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΕ και στο οποίο εναπόκειται, συνεπώς, να προσκομίσει την πλέον λεπτομερή και πλήρη απόδειξη του αληθούς χαρακτήρα των ελέγχων τους οποίους διενήργησε ή των αριθμητικών στοιχείων τα οποία προσκόμισε και, ενδεχομένως, της ανακρίβειας των ισχυρισμών της Επιτροπής (βλ. απόφαση της 9ης Ιανουαρίου 2003, Ελλάδα κατά Επιτροπής, C‑157/00, EU:C:2003:5, σκέψη 17 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    72

    Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος δεν μπορεί να αποδυναμώσει τις διαπιστώσεις της Επιτροπής με απλούς ισχυρισμούς που δεν ενισχύονται με στοιχεία ικανά να αποδείξουν την ύπαρξη ενός αξιόπιστου και ευρύθμως λειτουργούντος συστήματος ελέγχου. Εάν το κράτος μέλος δεν κατορθώσει να αποδείξει ότι οι διαπιστώσεις της Επιτροπής δεν ευσταθούν, οι διαπιστώσεις αυτές αποτελούν στοιχεία ικανά να γεννήσουν σοβαρές αμφιβολίες όσον αφορά τη θέσπιση ενός κατάλληλου και αποτελεσματικού συνόλου μέτρων εποπτείας και ελέγχου (βλ. απόφαση της 9ης Ιανουαρίου 2003, Ελλάδα κατά Επιτροπής, C‑157/00, EU:C:2003:5, σκέψη 18 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    73

    Υπό τον τίτλο ΙΙΙ, που φέρει τον τίτλο «Έλεγχοι», του κανονισμού 1122/2009, το άρθρο 26, το οποίο επιγράφεται «Γενικές αρχές», ορίζει στην παράγραφο 1 ότι «[ο]ι διοικητικοί και οι επιτόπιοι έλεγχοι που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό διεξάγονται κατά τρόπον ώστε να εξασφαλίζεται η αποτελεσματική εξακρίβωση της τήρησης των όρων χορήγησης των ενισχύσεων, καθώς και των απαιτήσεων και προτύπων που σχετίζονται με την πολλαπλή συμμόρφωση». Ο εν λόγω τίτλος ΙΙΙ περιλαμβάνει το κεφάλαιο ΙΙ, που αφορά τους ελέγχους σχετικά με τα κριτήρια επιλεξιμότητας των αιτήσεων ενισχύσεως, του οποίου το τμήμα II είναι αφιερωμένο στους επιτόπιους ελέγχους.

    74

    Το άρθρο 30 του κανονισμού 1122/2009, το οποίο αφορά ειδικότερα τους επιτόπιους ελέγχους σε σχέση με τα κριτήρια επιλεξιμότητας, προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι «[ο] συνολικός αριθμός των επιτόπιων ελέγχων που διεξάγονται ετησίως καλύπτει τουλάχιστον το 5 % του συνόλου των γεωργών που υποβάλλουν αίτηση στο πλαίσιο του καθεστώτος ενιαίας ενίσχυσης, του καθεστώτος ενιαίας στρεμματικής ενίσχυσης ή των στρεμματικών ενισχύσεων βάσει της ειδικής στήριξης».

    75

    Το άρθρο 31 του κανονισμού 1122/2009, το οποίο αφορά το ζήτημα της επιλογής των δειγμάτων ελέγχου καθώς και την αξιολόγηση και την αναθεώρηση των παραγόντων κινδύνου, έχει ως εξής:

    «Επιλογή του δείγματος ελέγχου

    1.   Τα δείγματα ελέγχου για τη διεξαγωγή των επιτόπιων ελέγχων δυνάμει του παρόντος κανονισμού επιλέγονται από την αρμόδια αρχή βάσει ανάλυσης κινδύνων και βάσει της αντιπροσωπευτικότητας των αιτήσεων ενίσχυσης που υποβλήθηκαν.

    Για την εξασφάλιση της αντιπροσωπευτικότητας, τα κράτη μέλη επιλέγουν τυχαία ποσοστό μεταξύ 20 % και 25 % του ελάχιστου αριθμού των γεωργών που πρέπει να υποβάλλονται σε επιτόπιους ελέγχους, όπως προβλέπεται στο άρθρο 30 παράγραφοι 1 και 2.

    Ωστόσο, εάν ο αριθμός των γεωργών που πρόκειται να υποβληθούν σε επιτόπιους ελέγχους υπερβαίνει τον ελάχιστο αριθμό των γεωργών που πρέπει να υποβάλλονται σε επιτόπιους ελέγχους, όπως προβλέπεται στο άρθρο 30 παράγραφοι 1 και 2, το ποσοστό των τυχαία επιλεγέντων γεωργών στο επιπρόσθετο δείγμα δεν πρέπει να υπερβαίνει το 25 %.

    2.   Η αποτελεσματικότητα της ανάλυσης κινδύνων αξιολογείται και αναθεωρείται σε ετήσια βάση:

    α)

    με προσδιορισμό της καταλληλότητας κάθε παράγοντα κινδύνου·

    β)

    με σύγκριση των αποτελεσμάτων του δείγματος που επιλέγεται βάσει ανάλυσης κινδύνων και εκείνου που επιλέγεται τυχαία, όπως προβλέπεται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1·

    γ)

    λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαίτερη κατάσταση στο κράτος μέλος.

    3.   Η αρμόδια αρχή τηρεί αρχείο με τους λόγους επιλογής κάθε γεωργού για επιτόπιο έλεγχο. Ο επιθεωρητής που διενεργεί τον επιτόπιο έλεγχο ενημερώνεται σχετικά πριν από την έναρξη του επιτόπιου ελέγχου.

    4.   Κατά περίπτωση, επιτρέπεται η μερική επιλογή του δείγματος ελέγχου πριν από τη λήξη της εκάστοτε περιόδου υποβολής αιτήσεων με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες. Το προσωρινό δείγμα συμπληρώνεται όταν είναι διαθέσιμες όλες οι σχετικές αιτήσεις.»

    76

    Το άρθρο 35 του κανονισμού 1122/2009, το οποίο αφορά την τηλεπισκόπηση και τη σχέση της με τους επιτόπιους ελέγχους, ορίζει τα εξής:

    «Τηλεπισκόπηση

    1.   Όταν ένα κράτος μέλος χρησιμοποιεί τη δυνατότητα διεξαγωγής των επιτόπιων ελέγχων με τηλεπισκόπηση, όπως προβλέπεται στο άρθρο 33 δεύτερο εδάφιο, προβαίνει σε:

    α)

    φωτοερμηνεία δορυφορικών εικόνων ή αεροφωτογραφιών όλων των αγροτεμαχίων που πρόκειται να ελεγχθούν ανά αίτηση, με σκοπό την αναγνώριση της φυτικής κάλυψης και τη μέτρηση της έκτασής τους·

    β)

    επιτόπιο φυσικό έλεγχο όλων των αγροτεμαχίων, για τα οποία η φωτοερμηνεία δεν επιτρέπει να επαληθευθεί η ακρίβεια της δήλωσης κατά τρόπο που κρίνεται ικανοποιητικός από την αρμόδια αρχή.

    2.   Οι συμπληρωματικοί έλεγχοι που αναφέρονται στο άρθρο 30 παράγραφος 3 διεξάγονται με τα κλασικά μέσα επιτόπιου ελέγχου, εάν δεν είναι πλέον δυνατόν να διενεργηθούν με τηλεπισκόπηση κατά τη διάρκεια του συγκεκριμένου έτους.»

    77

    Πρώτον, όσον αφορά την αιτίαση του Βασιλείου της Σουηδίας ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε την παραβίαση των διατάξεων του άρθρου 31 του κανονισμού 1122/2009 και ότι στηρίχθηκε στην εσφαλμένη παραδοχή ότι οι μέθοδοι ελέγχου με τηλεπισκόπηση και οι επιτόπιοι έλεγχοι έπρεπε να καταλήξουν στα ίδια αποτελέσματα, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι έλεγχοι τους οποίους υποχρεούνται να διενεργούν τα κράτη μέλη, σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεως των γεωργών στο πλαίσιο του ΕΓΤΕ, πρέπει να πραγματοποιούνται τηρουμένων των γενικών αρχών που διατυπώνονται στο άρθρο 26, παράγραφος 1, του κανονισμού 1122/2009, ειδικότερα υπό το πρίσμα του κριτηρίου αποτελεσματικότητας κατά την επαλήθευση της τηρήσεως των όρων χορηγήσεως των ενισχύσεων, καθώς και υπό το πρίσμα των απαιτήσεων και προτύπων που σχετίζονται με την πολλαπλή συμμόρφωση.

    78

    Μολονότι, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή και όπως προκύπτει από τα άρθρα 33 και 35 του κανονισμού 1122/2009, αμφότεροι οι τρόποι ελέγχου μπορούν να χρησιμοποιηθούν εγκύρως από τα κράτη μέλη, η διενέργεια επιτόπιων ελέγχων είναι εντούτοις υποχρεωτική για όλα τα αγροτεμάχια για τα οποία δεν μπορεί να συναχθεί η ακρίβεια της δηλώσεως από την τηλεπισκόπηση.

    79

    Πάντως, μολονότι ο κανονισμός 1122/2009 δεν προβλέπει ρητώς ότι και οι δύο τρόποι ελέγχου πρέπει να καταλήγουν σε παρόμοια αποτελέσματα, όπως τα αποτελέσματα στα οποία αναφέρθηκε η Επιτροπή στο σημείο 12.4.1.2 της συνοπτικής εκθέσεως, γεγονός παραμένει ότι είναι σκόπιμο να αντιμετωπιστούν οι αδυναμίες των ελέγχων με τηλεπισκόπηση μέσω της διενέργειας επιτόπιων ελέγχων, ώστε να εξασφαλίζεται η αποτελεσματική εξακρίβωση της τηρήσεως των όρων χορηγήσεως των ενισχύσεων. Ως εκ τούτου, εάν από τη χρήση της μίας ή της άλλης μορφής ελέγχου προκύπτουν σημαντικές διαφορές ως προς τον εντοπισμό των σφαλμάτων, δεν μπορεί παρά να πρόκειται για μια προσωρινή κατάσταση η οποία πρέπει να διορθωθεί με τροποποίηση της συνεκτιμήσεως των παραγόντων κινδύνου, προκειμένου να υπάρξει, εν τέλει, ταύτιση ή τουλάχιστον προσέγγιση των ποσοστών σφάλματος. Το επιχείρημα του Βασιλείου της Σουηδίας ότι είχε πραγματοποιήσει επιμέρους επιτόπιες επιθεωρήσεις στο 85 έως 90 % των εκμεταλλεύσεων που υπόκεινται σε έλεγχο με τηλεπισκόπηση είναι, συναφώς, αλυσιτελές, στο μέτρο που δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά τις διαπιστωθείσες διαφορές μεταξύ των ποσοστών σφάλματος. Η απαίτηση αξιολογήσεως και αναθεωρήσεως, σε ετήσια βάση, των παραγόντων κινδύνων μνημονεύεται εξάλλου ρητώς στο άρθρο 31, παράγραφος 2, του κανονισμού 1122/2009.

    80

    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, ο λόγος της δημοσιονομικής διορθώσεως που έγινε δεκτός εν προκειμένω από την Επιτροπή έγκειται στο γεγονός ότι η ανάλυση κινδύνου πραγματοποιήθηκε με περιορισμένο αριθμό παραγόντων κινδύνου, οι οποίοι ούτε είχαν αξιολογηθεί ούτε είχαν αναθεωρηθεί καταλλήλως, σε ετήσια βάση, προς τον σκοπό του ακριβέστερου προσδιορισμού των κινδύνων για το Ταμείο.

    81

    Υπό τις συνθήκες αυτές, η συνεχιζόμενη σημαντική διαφορά μεταξύ των ποσοστών σφάλματος αναλόγως της χρησιμοποιούμενης μεθόδου ελέγχου φαίνεται ότι αποτελεί αποδεικτικό στοιχείο των σοβαρών και ευλόγων αμφιβολιών της Επιτροπής σε σχέση με τη μέθοδο που επέλεξαν οι σουηδικές αρχές προκειμένου να επιτευχθεί καλύτερος προσδιορισμός των στόχων σε συνάρτηση με τον κίνδυνο για το Ταμείο, λαμβανομένου υπόψη του αριθμού των παραγόντων κινδύνων που έγιναν δεκτοί και της ανάγκης αξιολογήσεως και αναθεωρήσεώς τους σε ετήσια βάση.

    82

    Επιπλέον, οι αμφιβολίες της Επιτροπής ενισχύθηκαν βασίμως από τη θέση των σουηδικών αρχών στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθαρίσεως ως προς τη συμμόρφωση. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της διμερούς συναντήσεως που πραγματοποιήθηκε στις 20 Μαΐου 2014, φαίνεται ότι, όσον αφορά τους κλασικούς επιτόπιους ελέγχους, οι εν λόγω αρχές δήλωσαν ότι πραγματοποιούσαν ετήσια αξιολόγηση των παραγόντων κινδύνου που αποτελούσαν τη βάση για δηλώσεις γεωργικών εκτάσεων καθ’ υπέρβαση των πραγματικών και ότι στη συνέχεια προέβαιναν σε προσαρμογή της αναλύσεως των κινδύνων, αλλά ότι, όσον αφορά τους ελέγχους με τηλεπισκόπηση, δεν πραγματοποιούνταν τέτοια ανάλυση. Ο μόνος παράγοντας κινδύνου που ελήφθη υπόψη είναι η αναλογία της «εκτάσεως που δηλώθηκε στην αίτηση ως προς την καταβληθείσα ενίσχυση».

    83

    Μολονότι το Βασίλειο της Σουηδίας αμφισβητεί τη δοθείσα από την Επιτροπή ερμηνεία για τα πρακτικά της διμερούς συναντήσεως της 20ής Μαΐου 2014, εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, με την επιστολή της 25ης Σεπτεμβρίου 2014 που απέστειλε ως απάντηση σε αυτά τα πρακτικά, η σουηδική υπηρεσία γεωργίας δεν αμφισβήτησε ρητώς την απουσία ανάλυσης κινδύνων όσον αφορά τους ελέγχους με τηλεπισκόπηση. Αντιθέτως, εξήγησε τον τρόπο με τον οποίο προέβη σε εκτίμηση της ζημίας που υπέστη από το Ταμείο, ιδίως όσον αφορά το έτος υποβολής αιτήσεων 2014, χρησιμοποιώντας τα προκαταρκτικά αριθμητικά στοιχεία των αναντιστοιχιών που εντοπίστηκαν το 2013.

    84

    Δεύτερον, όσον αφορά τη δήλωση του Βασιλείου της Σουηδίας ότι οι διαπιστωθείσες διαφορές μεταξύ των ποσοστών σφάλματος σε συνάρτηση με την εφαρμοσθείσα μέθοδο ελέγχου ήταν πολύ μικρές για να θεμελιώσουν παράβαση του άρθρου 31 του κανονισμού 1122/2009 και, εν πάση περιπτώσει, ήταν κατώτερες από το όριο του 2 %, το οποίο προσδιορίστηκε από το Ελεγκτικό Συνέδριο ως αποδεκτή αναλογία εντοπισθέντων σφαλμάτων, πρέπει να σημειωθεί ότι τα διαπιστωθέντα ποσοστά σφάλματος που οδήγησαν στην τελική θέση της 19ης Οκτωβρίου 2015, τα οποία απορρέουν από την επαλήθευση των επιλεγέντων δειγμάτων βάσει αξιολογήσεως των παραγόντων κινδύνου και τα οποία αναφέρονται στην κοινοποίηση της 15ης Ιανουαρίου 2015, ανέρχονταν, αντιστοίχως για τους επιτόπιους ελέγχους και τους ελέγχους με τηλεπισκόπηση, το 2011 σε 0,84 % και 0,57 %, το 2012 σε 0,99 % και 0,31 % και το 2013 σε 0,74 % και 0,39 %. Κατά τη διάρκεια των τριών επίμαχων ετών, οι επιτόπιοι έλεγχοι κατέστησαν, ως εκ τούτου, δυνατό να εντοπιστεί πολύ υψηλότερη αναλογία σφαλμάτων σε σχέση με τους ελέγχους με τηλεπισκόπηση, ήτοι, αντιστοίχως, μιάμιση, τρεις και δύο φορές περισσότερα σφάλματα.

    85

    Σε αντίθεση προς όσα ισχυρίζεται το Βασίλειο της Σουηδίας, η διαφορά αυτή ως προς τα αποτελέσματα ανάλογα με τη μέθοδο που χρησιμοποιήθηκε είναι ουσιώδης και δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι δύο μέθοδοι ελέγχου καταλήγουν σε ισοδύναμα αποτελέσματα. Επιπλέον, δεν είναι κρίσιμο εν προκειμένω το ποσοστό του 2 %, καλούμενο επίσης «όριο σημαντικότητας», το οποίο έπρεπε να γίνει δεκτό σύμφωνα με τα πρότυπα του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Πράγματι, η έννοια του «ορίου σημαντικότητας», που εισήγαγε το Ελεγκτικό Συνέδριο στη γνωμοδότησή του 2/2004, της 18ης Μαρτίου 2004, σχετικά με το πρότυπο του «ενιαίου ελέγχου» (single audit) (και με πρόταση για πλαίσιο εσωτερικού κοινοτικού ελέγχου) (ΕΕ 2004, C 107, σ. 1), καθώς και το όριο σημαντικότητας 2 %, που αναφέρεται ιδίως στο σημείο 17 του παραρτήματος 1.1, με τίτλο «Μεθοδολογία και τρόπος προσέγγισης του ελέγχου», της ετήσιας έκθεσης του Ελεγκτικού Συνεδρίου σχετικά με την εκτέλεση του προϋπολογισμού για το οικονομικό έτος 2014, που συνοδεύεται από τις απαντήσεις των οργάνων (ΕΕ 2015, C 373, σ. 1), αφορούν όριο πέραν του οποίου σχεδιάζονται οι εργασίες του Ελεγκτικού Συνεδρίου σε θέματα λογιστικού ελέγχου, αλλά δεν αποδείχθηκε ότι είναι κρίσιμο εν προκειμένω, όπως ορθώς υπογραμμίζει η Επιτροπή, καθόσον πρόκειται για διαδικασία εκκαθαρίσεως των λογαριασμών ως προς τη συμμόρφωση, βάσει του άρθρου 52 του κανονισμού 1306/2013.

    86

    Τέλος, μολονότι είναι αληθές ότι τα ποσοστά σφάλματος που προέβαλε η Επιτροπή μεταβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκκαθαρίσεως, ιδίως, όσον αφορά τους ελέγχους με τηλεπισκόπηση των δειγμάτων βάσει της αξιολογήσεως των κινδύνων όσον αφορά το έτος υποβολής αιτήσεων 2011, από 0,96 % στην κοινοποίηση της 6ης Δεκεμβρίου 2013 σε 0,84 % στην κοινοποίηση της 15ης Ιανουαρίου 2015, εντούτοις τούτο δεν ασκεί επιρροή ως προς τη διαπίστωση περί σημαντικής αποκλίσεως μεταξύ των ποσοστών ανάλογα με την εφαρμοσθείσα μέθοδο, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 84 ανωτέρω.

    87

    Τρίτον, όσον αφορά το επιχείρημα του Βασιλείου της Σουηδίας ότι, από το έτος υποβολής αιτήσεων 2013, προσαρμόστηκαν οι παράγοντες κινδύνου για τους ελέγχους με τηλεπισκόπηση, προκύπτει, στην καλύτερη περίπτωση, από τον χάρτη που προσκομίστηκε ως παράρτημα του δικογράφου της προσφυγής σχετικά με τις ζώνες ελέγχου με τηλεπισκόπηση το 2013, ότι όντως τροποποιήθηκαν οι ζώνες ελέγχου με τηλεπισκόπηση. Η συνεχιζόμενη απόκλιση μεταξύ των ποσοστών σφάλματος το 2013 επιτρέπει, εξάλλου, τη διαπίστωση ότι η τροποποίηση αυτή είχε μόνο πολύ περιορισμένο αντίκτυπο. Αντιθέτως, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 83 και 84 ανωτέρω, από κανένα στοιχείο δεν συνάγεται η διαπίστωση ότι η προσαρμογή των παραγόντων κινδύνου είχε πραγματοποιηθεί νομοτύπως.

    88

    Συνεπώς, προκύπτει ότι τα στοιχεία που καταδεικνύουν ανεπάρκεια των ελέγχων που διεξήγαγαν οι σουηδικές αρχές, τα οποία προκάλεσαν σοβαρές αμφιβολίες στην Επιτροπή όσον αφορά τη θέσπιση ενός επαρκούς και αποτελεσματικού συστήματος εποπτείας και ελέγχου, δεν ανατράπηκαν από τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι εν λόγω αρχές, χωρίς να απαιτείται να εξεταστούν περαιτέρω τα εν λόγω επιχειρήματα (βλ., συναφώς, απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2014, Δανία κατά Επιτροπής, C‑417/12 P, EU:C:2014:2288, σκέψη 73). Ειδικότερα, όσον αφορά το σημαντικό εύρος της γεωγραφικής ζώνης που επηρεάζεται αφότου η Επιτροπή δέχτηκε να περιορίσει τη δημοσιονομική διόρθωση σε οκτώ διαμερίσματα (βλ. σκέψη 9 ανωτέρω), προκύπτει ότι βασίμως διατηρούσε αμφιβολίες η Επιτροπή για τον συστημικό χαρακτήρα της διαπιστωθείσας πλημμέλειας, ενώ το Βασίλειο της Σουηδίας δεν προέβαλε συγκεκριμένα στοιχεία ικανά να καταδείξουν ότι οι παρατηρηθείσες αποκλίσεις μεταξύ των ποσοστών σφάλματος ανάλογα με τις μεθόδους ελέγχου αποδίδονταν σε άλλους παράγοντες και όχι σε πλημμέλειες που οφείλονταν στις επιλογές των σουηδικών αρχών σχετικά με τον σχεδιασμό των ελέγχων με τηλεπισκόπηση. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή ορθώς έκρινε ότι το Βασίλειο της Σουηδίας είχε παραβεί τις διατάξεις του άρθρου 31, παράγραφος 2, του κανονισμού 1122/2009 και, ως εκ τούτου, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

    Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά παράβαση του άρθρου 52 του κανονισμού 1306/2013, των κατευθυντήριων οδηγιών που ορίζονται στο έγγραφο VI/5330/97 και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

    89

    Πρώτον, το Βασίλειο της Σουηδίας υποστηρίζει ότι η κατ’ αποκοπήν διόρθωση 2 % δεν δικαιολογείται από τη φύση και την έκταση της επίμαχης μη συμμορφώσεως και της πραγματικής ζημίας που ενδέχεται να προκλήθηκε για το Ταμείο. Το γεγονός ότι μια διαδικασία ελέγχου επιδέχεται βελτιώσεις δεν συνιστά ουσιώδη παράβαση κανόνα δικαίου της Ένωσης και δεν αρκεί καθαυτό για την εφαρμογή δημοσιονομικών διορθώσεων βάσει φερόμενης αποτυχίας επικουρικού ελέγχου. Εν πάση περιπτώσει, το ποσό που εξαιρέθηκε από χρηματοδότηση της Ένωσης πρέπει να μειωθεί.

    90

    Δεύτερον, το Βασίλειο της Σουηδίας σημειώνει ότι η κατ’ αποκοπήν διόρθωση δεν είναι δικαιολογημένη, δεδομένου ότι ήταν δυνατό να εκτιμηθεί η οικονομική ζημία που υπέστη η Ένωση, χωρίς δυσανάλογη προσπάθεια. Χωρίς να παράσχει σχετική αιτιολογία, η Επιτροπή αποφάσισε να προβεί σε κατ’ αποκοπήν διόρθωση και απέρριψε επίσης την εκτίμηση των σουηδικών αρχών, ενώ, βάσει των αποκλίσεων μεταξύ των δύο τρόπων ελέγχου, ήταν δυνατό να καθοριστεί το ποσό που έπρεπε να αποκλειστεί από τη χρηματοδότηση της Ένωσης, εν προκειμένω 1022259,46 ευρώ. Το ποσό αυτό υπολογίστηκε προσαυξάνοντας το ποσό των διορθώσεων που προέκυψε από τους ελέγχους με τηλεπισκόπηση –οι διορθώσεις με τη μέθοδο αυτή είναι περίπου δύο φορές χαμηλότερες σε σχέση με τη μέθοδο του επιτόπιου ελέγχου– και προσθέτοντας τα ποσά που πρέπει να ανακτηθούν αναδρομικά. Επιπλέον, μόλις με την τελική θέση της 19ης Οκτωβρίου 2015 ενημέρωσε η Επιτροπή τις σουηδικές αρχές για το ότι, κατά την κρίση της, δεν είχε διενεργηθεί επικουρικός έλεγχος, πράγμα που καθιστούσε αδύνατη τη διόρθωση για τα έτη υποβολής αιτήσεων 2011 έως 2013, τα οποία είχαν ήδη παρέλθει.

    91

    Τρίτον, το Βασίλειο της Σουηδίας εκτιμά ότι η κατ’ αποκοπήν διόρθωση δεν συμμορφώνεται ούτε προς τις κατευθυντήριες οδηγίες της Επιτροπής που περιέχονται στο έγγραφο VI/5330/97. Η Επιτροπή γνωστοποίησε στις σουηδικές αρχές μόλις τον Δεκέμβριο του 2013 τις παρατηρήσεις της σχετικά με την αποτελεσματικότητα της αναλύσεως των κινδύνων, χωρίς να αναφερθεί ειδικώς ούτε στις επίμαχες πλημμέλειες ούτε στα διορθωτικά μέτρα, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να προσαφθεί στις εν λόγω αρχές ότι δεν έλαβαν μέτρα για να βελτιώσουν την εφαρμογή των επικουρικών ελέγχων.

    92

    Τέταρτον, το Βασίλειο της Σουηδίας υποστηρίζει ότι η κατ’ αποκοπήν διόρθωση είναι αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας, στο μέτρο που το ποσό της διορθώσεως αυτής δεν ήταν προδήλως ανάλογο προς τη ζημία που υπέστη ενδεχομένως το Ταμείο.

    93

    Στο υπόμνημα απαντήσεως, το Βασίλειο της Σουηδίας υποστηρίζει, απαντώντας στην Επιτροπή, ότι το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ να αποφασίσει τη μερική ακύρωση μιας αποφάσεως της Επιτροπής, πράγμα το οποίο συνεπάγεται κατ’ ανάγκην την τροποποίηση μιας τέτοιας απόφασης. Τα σημεία της αποφάσεως των οποίων ζητείται η ακύρωση, εν προκειμένω η επιλογή μιας κατ’ αποκοπήν διορθώσεως, μπορούν επίσης να διαχωριστούν από την υπόλοιπη προσβαλλόμενη απόφαση, και επομένως, σε περίπτωση μερικής ακυρώσεως, η ουσία της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν μεταβάλλεται.

    94

    Η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, δυνάμει του άρθρου 52 του κανονισμού 1306/2013, η Επιτροπή έπρεπε να προβεί κατά προτίμηση σε ακριβή προσδιορισμό των ποσών που αποτελούν πράγματι οικονομική ζημία για την Ένωση, όπως τούτο προκύπτει επίσης από τις κατευθυντήριες οδηγίες που προβλέπονται στην ανακοίνωση C(2006) 2210 AGRI‑2005‑64043 της Επιτροπής, της9ης Ιουνίου 2006, για την αντιμετώπιση από την Επιτροπή, στο πλαίσιο της εκκαθάρισης των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ, τμήμα Εγγυήσεων, των ανεπαρκειών στα συστήματα ελέγχου της πολλαπλής συμμόρφωσης που εφαρμόζονται από τα κράτη μέλη (άρθρο 3 του κανονισμού αριθ. 1782/2003) (στο εξής: έγγραφο AGRI‑2005-64043). Εν προκειμένω, η οικονομική ζημία μπορούσε να προσδιοριστεί ποσοτικώς, στην Επιτροπή δε εναπέκειτο, σε περίπτωση διαφωνίας με τη μέθοδο που επέλεξε το Βασίλειο της Σουηδίας, να ζητήσει από αυτό να προβεί σε εκτίμηση διά της χρήσεως μεθόδου υπολογισμού που η ίδια έκρινε κατάλληλη. Η παρατυπία αυτή συνιστά αφ’ εαυτής λόγο ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως κατά το μέτρο που ζητήθηκε από το Βασίλειο της Σουηδίας.

    95

    Η Επιτροπή υποστηρίζει, από την πλευρά της, ότι, καθόσον η προσφυγή στηρίζεται στο άρθρο 263 ΣΛΕΕ και αφορά την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο δεν διαθέτει την εξουσία να τροποποιήσει την εν λόγω απόφαση. Σε περίπτωση που η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί, στην Επιτροπή εναπόκειται, σύμφωνα με το άρθρο 264 ΣΛΕΕ, να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου. Κατά συνέπεια, το επικουρικό αίτημα του Βασιλείου της Σουηδίας, όπως υποστηρίζεται από την επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως, δεν μπορεί να εξεταστεί επί της ουσίας από το Γενικό Δικαστήριο.

    96

    Στο υπόμνημα ανταπαντήσεως, η Επιτροπή αναφέρει επίσης ότι, στον βαθμό που με το υπόμνημά της απαντήσεως ζητήθηκε η μερική ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον η απόφαση αυτή προβλέπει κατ’ αποκοπήν διόρθωση, το Βασίλειο της Σουηδίας επιθυμεί να τροποποιήσει την προσφυγή του, πράγμα που δεν επιτρέπεται από την πάγια συναφή νομολογία. Επιπλέον, ο τρίτος λόγος, καθόσον αφορά το επικουρικό αίτημα, είναι ο ίδιος απαράδεκτος όσον αφορά την εκτίμηση του κύριου αιτήματος.

    97

    Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η εξακολούθηση των ελλείψεων που διαπιστώθηκαν κατά τη διάρκεια των ετών 2011 έως 2013 συνεπάγεται ότι δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι είχε όντως πραγματοποιηθεί ανάλυση των κινδύνων, με αποτέλεσμα να μην έχει διενεργηθεί κανένας επικουρικός έλεγχος και να υφίσταται, ως εκ τούτου, κίνδυνος για το Ταμείο. Οι κατευθυντήριες οδηγίες της Επιτροπής που περιέχονται στο έγγραφο VI/5330/97 επιτρέπουν την επιβολή κατ’ αποκοπήν διορθώσεων όταν ένα κράτος μέλος παρέβη την υποχρέωσή του να ελέγξει με τον κατάλληλο τρόπο την επιλεξιμότητα ορισμένων αιτημάτων που έγιναν δεκτά. Η ανάλυση κινδύνων αποτελεί επικουρικό έλεγχο, του οποίου η έλλειψη αποτελεσματικότητας δικαιολογεί κατ’ αποκοπήν διόρθωση 2 %.

    98

    Οι διαφορές μεταξύ των ποσοστών σφάλματος ανάλογα με το είδος ελέγχου δεν αποτελούν αυτές καθεαυτές την αιτία της κατ’ αποκοπήν διορθώσεως, αλλά αποδεικνύουν αντιθέτως ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι πραγματοποιήθηκε ανάλυση κινδύνων. Υπό τις συνθήκες αυτές, ο προταθείς από τις σουηδικές αρχές υπολογισμός του κινδύνου για το Ταμείο, που βασίζεται στη διαφορά αυτή, είναι ανεπαρκής. Είναι επίσης ανακριβής ο ισχυρισμός ότι θα μπορούσε να εγκριθεί από τις λογιστικές υπηρεσίες της Επιτροπής.

    99

    Όσον αφορά την αρχή της αναλογικότητας, η Επιτροπή θεωρεί ότι τηρήθηκε στο μέτρο που η διόρθωση περιορίστηκε στο έτος υποβολής αιτήσεων 2013 και στα οκτώ διαμερίσματα της Σουηδίας στα οποία διενεργήθηκαν έλεγχοι με τηλεπισκόπηση και όχι επιτόπιοι έλεγχοι από το 2011 έως το 2013.

    100

    Πρώτον, όσον αφορά το παραδεκτό του τρίτου λόγου ακυρώσεως, πρέπει να επισημανθεί, όπως προκύπτει από το ίδιο το δικόγραφο της προσφυγής, ότι αφορά, κατ’ ουσίαν, παράβαση του άρθρου 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 1306/2013. Όμως, ουδόλως μπορεί να θεωρηθεί ότι προβάλλεται από το Βασίλειο της Σουηδίας αποκλειστικά προς στήριξη του δευτέρου, επικουρικού αιτήματος, προς μείωση του ύψους της δημοσιονομικής διορθώσεως, και όχι επίσης προς στήριξη του πρώτου αιτήματος, καθόσον με αυτό ζητείται η ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, στο μέτρο που η Επιτροπή ενήργησε παρανόμως, αποφασίζοντας, μεταξύ άλλων, εσφαλμένως την επιβολή κατ’ αποκοπήν διορθώσεως.

    101

    Ειδικότερα, από την εξέταση του γράμματος του σημείου 11 του δικογράφου της προσφυγής προκύπτει ότι, μολονότι το Βασίλειο της Σουηδίας εκτιμά ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ακυρωτέα, στο μέτρο που η Επιτροπή, κατόπιν παράτυπης διαδικασίας εκκαθαρίσεως των λογαριασμών, έκρινε εσφαλμένως ότι η ανάλυση των κινδύνων από τις σουηδικές αρχές δεν είχε διενεργηθεί ορθώς, πράγμα που συνεπάγεται, ενδεχομένως, την ολική ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως και, ως εκ τούτου, τη μη εφαρμογή, σε επίπεδο αρχής, δημοσιονομικής διορθώσεως, εκτιμά επίσης ότι, σε περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι σουηδικές αρχές ευθύνονταν για ορισμένες ελλείψεις που δικαιολογούν, κατ’ αρχήν, την επιβολή δημοσιονομικής διορθώσεως, ο τρόπος αξιολογήσεως της διορθώσεως αυτής θα ήταν, εν πάση περιπτώσει, εσφαλμένος.

    102

    Υπό τις συνθήκες αυτές, χωρίς να απαιτείται να εξεταστεί το παραδεκτό του τρίτου λόγου ακυρώσεως, καθόσον αποσκοπεί στη στήριξη του δεύτερου αιτήματος με το οποίο ζητείται από το Γενικό Δικαστήριο να μεταρρυθμίσει το ποσό της δημοσιονομικής διόρθωσης, υπό την προϋπόθεση βεβαίως της προηγούμενης μερικής ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, διαπιστώνεται ότι κάλλιστα μπορεί να κριθεί παραδεκτός ο λόγος αυτός και να ληφθεί υπόψη κατά το μέτρο που προβάλλεται προς στήριξη του πρώτου αιτήματος, με το οποίο ζητείται η ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Επιπλέον, αντίθετα προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, όπως δε προκύπτει από την εξέταση του σημείου 11 του δικογράφου της προσφυγής που διενεργήθηκε στη σκέψη 101 ανωτέρω, δεν προκύπτει ότι, ως προς το σημείο αυτό, το Βασίλειο της Σουηδίας τροποποίησε τα αιτήματά του κατά το στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως.

    103

    Όπως υποστηρίζει το Βασίλειο της Σουηδίας, η νομολογία αποδέχεται την ακύρωση αποφάσεως της Επιτροπής εκδοθείσας σε υπόθεση εκκαθαρίσεως των λογαριασμών, στον βαθμό που μια τέτοια ακύρωση αφορά το σκεπτικό και το διατακτικό αποφάσεως με την οποία επιβάλλεται κατ’ αποκοπήν διόρθωση (βλ., συναφώς, απόφαση της 7ης Ιουλίου 2005, Ελλάδα κατά Επιτροπής, C‑5/03, EU:C:2005:426, σκέψεις 54 και 55). Μια τέτοια ακύρωση δεν ασκεί επιρροή επί της νομιμότητας της λοιπής αιτιολογίας της επίμαχης αποφάσεως, καθότι η εν λόγω αιτιολογία μπορεί να αφορά, μεταξύ άλλων, τη διαπίστωση ελλείψεων στους ελέγχους που οφείλει να διεξάγει το οικείο κράτος μέλος.

    104

    Όσον αφορά τις συνέπειες που πρέπει να συναχθούν από ενδεχόμενη ακύρωση, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, δεν εναπόκειται στον δικαστή της Ένωσης, στο πλαίσιο του ελέγχου της νομιμότητας τον οποίο ασκεί, να απευθύνει διαταγές στα θεσμικά όργανα ή να τα υποκαθιστά, αλλά εναπόκειται στο οικείο θεσμικό όργανο, δυνάμει του άρθρου 266 ΣΛΕΕ, να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση αποφάσεως εκδοθείσας στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως (βλ. απόφαση της 30ής Μαΐου 2013, Omnis Group κατά Επιτροπής, T‑74/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:283, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    105

    Επομένως, σε περίπτωση ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον η ακύρωση αυτή στηρίζεται στη διαπίστωση εσφαλμένης επιβολής κατ’ αποκοπήν διορθώσεως, εναπόκειται στην Επιτροπή να συναγάγει τις σχετικές συνέπειες.

    106

    Δεύτερον, όσον αφορά την επί της ουσίας εξέταση του τρίτου λόγου ακυρώσεως, σημειώνεται ότι, κατά πάγια νομολογία, μολονότι στην Επιτροπή εναπόκειται να αποδείξει την ύπαρξη παραβάσεως των κανόνων της Ένωσης, εντούτοις, εφόσον αποδειχθεί η εν λόγω παράβαση, εναπόκειται στο κράτος μέλος να αποδείξει, ενδεχομένως, ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη όσον αφορά τις οικονομικές συνέπειες που απορρέουν από την παράβαση αυτή (αποφάσεις της 7ης Οκτωβρίου 2004, Ισπανία κατά Επιτροπής, C‑153/01, EU:C:2004:589, σκέψη 67, και της 7ης Ιουλίου 2005, Ελλάδα κατά Επιτροπής, C‑5/03, EU:C:2005:426, σκέψη 38).

    107

    Το άρθρο 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 1306/2013, που αφορά την εκκαθάριση ως προς τη συμμόρφωση, έχει ως εξής:

    «Η Επιτροπή εκτιμά τα ποσά που πρέπει να αποκλειστούν με βάση τη σοβαρότητα της διαπιστούμενης μη συμμόρφωσης. Η Επιτροπή λαμβάνει δεόντως υπόψη το είδος της παράβασης και την οικονομική ζημία που υπέστη η Ένωση. Βασίζει τον αποκλεισμό στον προσδιορισμό των αχρεωστήτως δαπανηθέντων ποσών και, σε περίπτωση που ο υπολογισμός των εν λόγω ποσών απαιτεί δυσανάλογη προσπάθεια, δύναται να εφαρμόζει διορθώσεις κατά παρεκβολή ή κατ’ αποκοπήν. Οι κατ’ αποκοπήν διορθώσεις εφαρμόζονται μόνο όταν, λόγω της φύσης της περίπτωσης ή επειδή το κράτος μέλος δεν διαβίβασε στην Επιτροπή τις απαραίτητες πληροφορίες, δεν είναι εφικτό, με μια λογική προσπάθεια, να προσδιοριστεί ακριβέστερα η οικονομική ζημία που υπέστη η Ένωση.»

    108

    Συνεπώς, όσον αφορά τις διατάξεις του άρθρου 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 1306/2013, η Επιτροπή στηρίζει τον αποκλεισμό από τη χρηματοδότηση της Ένωσης στον προσδιορισμό των αδικαιολογήτως δαπανηθέντων ποσών και, σε περίπτωση που ο υπολογισμός των εν λόγω ποσών απαιτεί δυσανάλογη προσπάθεια, δύναται να εφαρμόζει διορθώσεις κατά προβολή ή κατ’ αποκοπήν. Εξ αυτού, συνάγεται ότι ο υπολογισμός της διορθώσεως ο οποίος στηρίζεται σε επιμέρους αξιολόγηση του δημοσιονομικού αντικτύπου των διαφόρων ελλείψεων, με βάση τις πληροφορίες που παρείχε το οικείο κράτος μέλος, είναι κατ’ αρχήν επιτρεπτός, όταν αυτή η επιμέρους αξιολόγηση δεν απαιτεί δυσανάλογη προσπάθεια (απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2017, Ρουμανία κατά Επιτροπής,T‑145/15, EU:T:2017:86, σκέψη 61).

    109

    Το παράρτημα 2 του εγγράφου VI/5330/97 περιέχει ορισμό των επικουρικών ελέγχων οι οποίοι «είναι οι διοικητικές πράξεις που απαιτούνται για την ορθή διεκπεραίωση των αιτήσεων, όπως η επαλήθευση της τήρησης των προθεσμιών για την υποβολή τους, ο εντοπισμός πολλαπλών αιτήσεων για το ίδιο υποκείμενο, η ανάλυση κινδύνου, η εφαρμογή των κυρώσεων και η κατάλληλη επίβλεψη των διαδικασιών».

    110

    Το έγγραφο αριθ. VI/5330/97 διευκρινίζει επίσης τις οικονομικές συνέπειες που επιφέρουν οι ελλείψεις των ελέγχων που διενεργούν τα κράτη μέλη. Όταν τα στοιχεία που προκύπτουν από την έρευνα δεν παρέχουν τη δυνατότητα αξιολογήσεως, με προβολή των προσδιορισθεισών απωλειών και με στατιστικά μέσα ή παραπέμποντας σε άλλα επαληθεύσιμα στοιχεία, των απωλειών που υπέστη η Ένωση λόγω της ελλείψεως ελέγχου, είναι δυνατή δημοσιονομική διόρθωση υπολογιζόμενη κατ’ αποκοπήν, αναλόγως του εύρους του κινδύνου απωλειών για το Ταμείο (απόφαση της 3ης Μαρτίου 2016, Ισπανία κατά Επιτροπής, T‑675/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:123, σκέψη 41).

    111

    Το έγγραφο AGRI‑2005-64043 προσαρμόζει τις κατευθυντήριες οδηγίες του εγγράφου VI/5330/97 στις απαιτήσεις της πολλαπλής συμμορφώσεως. Προβλέπει τρεις μεθόδους που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να καθοριστούν οι κατάλληλες δημοσιονομικές διορθώσεις: πρώτον, την απόρριψη των ατομικών αιτήσεων που δεν αποτέλεσαν αντικείμενο των απαιτούμενων ελέγχων, δεύτερον, την εκτίμηση του κινδύνου για το Ταμείο με προβολή των αποτελεσμάτων των ελέγχων που πραγματοποιήθηκαν σε αντιπροσωπευτικό δείγμα και, τρίτον, την επιβολή κατ’ αποκοπήν διορθώσεων (απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 2017, Ισπανία κατά Επιτροπής, T‑502/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:730, σκέψη 59). Από το περιεχόμενο του εγγράφου AGRI‑2005‑64043 μπορεί να διαπιστωθεί ότι υπάρχει σειρά προτεραιότητας μεταξύ αυτών των τριών επιλογών, η δε κατ’ αποκοπήν εκτίμηση του κινδύνου πρέπει να θεωρείται η έσχατη μέθοδος (βλ., συναφώς, απόφαση της 3ης Μαρτίου 2016, Ισπανία κατά Επιτροπής, T‑675/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:123, σκέψη 42). Αυτή η ιεράρχηση των μεθόδων για τον καθορισμό των ποσών που πρέπει να αποκλειστούν από τη χρηματοδότηση της Ένωσης αναφέρεται, άλλωστε, ρητώς στο άρθρο 12, παράγραφοι 2, 3 και 6 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 907/2014 της Επιτροπής, της 11ης Μαρτίου 2014, για τη συμπλήρωση του κανονισμού 1306/2013, όσον αφορά τους οργανισμούς πληρωμών και άλλους οργανισμούς, τη δημοσιονομική διαχείριση, την εκκαθάριση λογαριασμών, τις εγγυήσεις και τη χρήση του ευρώ (ΕΕ 2014, L 255, σ. 18), που τέθηκε σε ισχύ τον Σεπτέμβριο του 2014.

    112

    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες της, η Επιτροπή μπορούσε εν προκειμένω να χρησιμοποιήσει την κατ’ αποκοπήν μέθοδο μόνον αν έπρεπε να αποκλειστεί η χρήση των άλλων μεθόδων, ιδίως ο κατά προβολή υπολογισμός. Όπως ορθώς υποστηρίζει και το Βασίλειο της Σουηδίας, η κατ’ αποκοπήν μέθοδος υπολογισμού έχει συμπληρωματικό χαρακτήρα σε σχέση με τις διατάξεις του άρθρου 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 1306/2013, μολονότι στην πράξη η Επιτροπή τη χρησιμοποιεί συχνά.

    113

    Όπως προκύπτει από τις διαπιστώσεις που έγιναν κατά την εξέταση του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, οι ελλείψεις κατά την εφαρμογή από το Βασίλειο της Σουηδίας μέτρων αξιολογήσεως και αναθεωρήσεως των παραγόντων κινδύνου διήρκεσαν από το 2011 έως το 2013 και, βάσει των ενδείξεων που περιέχονται στο έγγραφο VI/5330/97, καθόσον πρόκειται για σφάλμα που σημειώνεται επανειλημμένα στις διοικητικές πράξεις που απαιτούνται για την ορθή διεκπεραίωση των αιτήσεων που αφορούν την ανάλυση των κινδύνων, η Επιτροπή, κατά την άσκηση της εξουσίας της εκτιμήσεως, βασίμως μπορούσε να χαρακτηρίσει τις εν λόγω ελλείψεις ως μη εφαρμογή επικουρικού ελέγχου. Πρόκειται, πράγματι, για την απουσία επικουρικού ελέγχου ο οποίος προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 31, παράγραφος 2, του κανονισμού 1122/2009, και όχι για μια απλή διαπίστωση, μη δυνάμενη να οδηγήσει στην επιβολή δημοσιονομικής διορθώσεως, ότι η διαδικασία ελέγχου επιδέχεται βελτιώσεις. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν είναι βάσιμη η αιτίαση του Βασιλείου της Σουηδίας ότι δεν υπάρχει, εν προκειμένω, σημαντική παράβαση κανόνα δικαίου της Ένωσης ικανή να οδηγήσει σε επιβολή δημοσιονομικών διορθώσεων.

    114

    Εντούτοις, η Επιτροπή εκτίμησε επίσης ότι η διαπίστωση της μη εφαρμογής επικουρικού ελέγχου, στο μέτρο που επρόκειτο για πλήρη απουσία ελέγχου, αρκούσε αφ’ εαυτής ώστε να αποκλειστεί κατ’ αρχήν η επιβολή διορθώσεως με βάση την κατά προβολή εκτίμηση της οικονομικής ζημίας που υπέστη η Ένωση και να μη ληφθούν υπόψη τα στοιχεία που προσκόμισε το Βασίλειο της Σουηδίας για τον ποσοτικό προσδιορισμό της εν λόγω ζημίας.

    115

    Μολονότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, κρίθηκε ότι οι μέθοδοι προβολής που βασίζονται στις παρατυπίες που διαπιστώθηκαν σε προγενέστερο έτος δεν μπορούν να αποτελέσουν στέρεη βάση υπολογισμού, ιδίως εάν οι παρατυπίες δεν επαναλαμβάνονται τα επόμενα έτη ή σε περίπτωση σημαντικών μεταβολών των αποτελεσμάτων ελέγχου από το ένα έτος στο άλλο (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 24ης Ιανουαρίου 2002, Γαλλία κατά Επιτροπής, C‑118/99, EU:C:2002:39, σκέψεις 44 και 45, και της 3ης Μαρτίου 2016, Ισπανία κατά Επιτροπής, T‑675/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:123, σκέψεις 46 έως 48), γεγονός παραμένει ότι, εν προκειμένω, η μη λήψη υπόψη των στοιχείων που υποβλήθηκαν κατά τη διαδικασία εκκαθαρίσεως από το Βασίλειο της Σουηδίας και αποσκοπούσαν στον κατά προβολή υπολογισμό των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών δεν βασιζόταν στην ενδεχόμενη έλλειψη αξιοπιστίας τους, αλλά στο γεγονός ότι θεωρούνταν ως μη λυσιτελή από την Επιτροπή στο πλαίσιο διαδικασίας εκκαθαρίσεως της οποίας αφετηρία ήταν η διαπίστωση πλήρους απουσίας επικουρικού ελέγχου.

    116

    Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι σουηδικές αρχές προσκόμισαν όντως στην Επιτροπή στοιχεία που επιτρέπουν τον κατά προβολή υπολογισμό των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών. Στην επιστολή που απηύθυνε στις 25 Σεπτεμβρίου 2014 η σουηδική υπηρεσία γεωργίας στην Επιτροπή, προς απάντηση στα συμπεράσματα των πρακτικών της διμερούς συναντήσεως της 20ής Μαΐου 2014, περιλαμβάνεται εκτίμηση της ζημίας που υπέστη το Ταμείο. Στο στάδιο αυτό, οι σουηδικές αρχές, παραβλέποντας ότι η διόρθωση αφορούσε μόνον το έτος υποβολής αιτήσεων 2013, παρείχαν εκτίμηση για τα έτη υποβολής αιτήσεων 2011 έως 2013, χρησιμοποιώντας τα προκαταρκτικά αριθμητικά στοιχεία για τα σφάλματα που εντοπίστηκαν το 2013.

    117

    Η μέθοδος κατά προβολή που επέλεξαν οι σουηδικές αρχές έγκειται, κατ’ ουσίαν, στην αύξηση του ποσοστού διορθώσεως που προκύπτει από τους ελέγχους με τηλεπισκόπηση προκειμένου να διορθωθεί το ποσό της ήδη εφαρμοσθείσας διορθώσεως για το εν λόγω έτος.

    118

    Πλην όμως, η Επιτροπή, αρνούμενη να λάβει υπόψη τα στοιχεία που προσκομίστηκαν από τις σουηδικές αρχές και αποσκοπούσαν στον κατά προβολή υπολογισμό των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών, χωρίς να αξιολογήσει ούτε τον βαθμό αξιοπιστίας τους ούτε το εάν θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν χωρίς να απαιτείται δυσανάλογη προσπάθεια, με την αιτιολογία ότι ήταν εν πάση περιπτώσει αλυσιτελή, παρέβλεψε τον επικουρικό χαρακτήρα της χρήσεως της μεθόδου κατ’ αποκοπήν, όπως προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 1306/2013.

    119

    Υπό τις συνθήκες αυτές, χωρίς να απαιτείται να εξεταστούν τα λοιπά επιχειρήματα του Βασιλείου της Σουηδίας, τα οποία αφορούν, μεταξύ άλλων, την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, πρέπει να κριθεί βάσιμος ο τρίτος λόγος ακυρώσεως και να γίνει δεκτό το πρώτο αίτημα. Ως εκ τούτου, πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσον η Επιτροπή εσφαλμένως εφάρμοσε την κατ’ αποκοπήν μέθοδο έναντι του Βασιλείου της Σουηδίας προκειμένου να αποκλειστεί από τη χρηματοδότηση της Ένωσης ποσό ύψους 8811286,44 ευρώ για το έτος υποβολής αιτήσεων 2013, ήτοι το 2 % του ποσού των αποσυνδεδεμένων άμεσων ενισχύσεων που καταβλήθηκαν στο Βασίλειο της Σουηδίας για το εν λόγω έτος υποβολής αιτήσεων.

    120

    Πρέπει να υπομνησθεί ότι στην Επιτροπή εναπόκειται να συναγάγει τις συνέπειες της παρούσας απόφασης κατά τον προσδιορισμό του ποσού της δημοσιονομικής διόρθωσης που θα πρέπει ενδεχομένως να προσδιοριστεί λόγω της διαπιστωθείσας μη συμμόρφωσης.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    121

    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα.

    122

    Εξάλλου, κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

    123

    Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε και το Βασίλειο της Σουηδίας έχει υποβάλει σχετικό αίτημα, η Επιτροπή πρέπει να καταδικαστεί να φέρει, πέραν των δικών της δικαστικών εξόδων, και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το Βασίλειο της Σουηδίας.

    124

    Η Τσεχική Δημοκρατία, κράτος μέλος που παρεμβαίνει στη διαφορά, φέρει τα δικά της δικαστικά έξοδα.

     

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)

    αποφασίζει:

     

    1)

    Ακυρώνει την εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2016/417 της Επιτροπής, της 17ης Μαρτίου 2016, για τον αποκλεισμό από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ), κατά το μέρος που αφορά τις αποσυνδεδεμένες άμεσες ενισχύσεις που καταβλήθηκαν στο Βασίλειο της Σουηδίας, συνολικού ύψους 8811286,44 ευρώ, για το έτος υποβολής αιτήσεων 2013.

     

    2)

    Καταδικάζει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα δικαστικά της έξοδα, καθώς και στα δικαστικά έξοδα του Βασιλείου της Σουηδίας.

     

    3)

    Η Τσεχική Δημοκρατία φέρει τα έξοδά της.

     

    Prek

    Schalin

    Costeira

    Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 25 Σεπτεμβρίου 2018.

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η σουηδική.

    Top