Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62016CJ0481

Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 9ης Νοεμβρίου 2017.
Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας.
Παράβαση κράτους μέλους – Κρατικές ενισχύσεις – Ενίσχυση η οποία κρίθηκε παράνομη και μη συμβατή με τη εσωτερική αγορά – Υποχρέωση ανακτήσεως – Υποχρέωση ενημερώσεως – Μη εκπλήρωση – Μέσα άμυνας – Απόλυτη αδυναμία εκτελέσεως.
Υπόθεση C-481/16.

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2017:845

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 9ης Νοεμβρίου 2017 (*)

«Παράβαση κράτους μέλους – Κρατικές ενισχύσεις – Ενίσχυση η οποία κρίθηκε παράνομη και μη συμβατή με τη εσωτερική αγορά – Υποχρέωση ανακτήσεως – Υποχρέωση ενημερώσεως – Μη εκπλήρωση – Μέσα άμυνας – Απόλυτη αδυναμία εκτελέσεως»

Στην υπόθεση C-481/16,

με αντικείμενο προσφυγή λόγω παραβάσεως δυνάμει του άρθρου 108, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, η οποία ασκήθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 2016,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους Α. Μπουχάγιαρ και B. Stromsky, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσα,

κατά

Ελληνικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενης από τον Κ. Μπόσκοβιτς και τη Β. Καρρά, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους C. G. Fernlund, πρόεδρο τμήματος, A. Arabadjiev (εισηγητή) και E. Regan, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι η Ελληνική Δημοκρατία, μη έχοντας λάβει, εντός των ταχθεισών προθεσμιών, όλα τα απαραίτητα μέτρα για την εκτέλεση της αποφάσεως 2014/539/ΕΕ της Επιτροπής, της 27ης Μαρτίου 2014, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.34572 (13/C) (πρώην 13/NN) που χορήγησε η Ελλάδα στη Λάρκο Γενική Μεταλλευτική και Μεταλλουργική ΑΕ (ΕΕ 2014, L 254, σ. 24), ή, εν πάση περιπτώσει, μη έχοντας ενημερώσει επαρκώς την Επιτροπή για τα μέτρα που ελήφθησαν, σύμφωνα με τα όσα προβλέπει το άρθρο 5 της αποφάσεως αυτής, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 3 έως 5 της εν λόγω αποφάσεως και από τη Συνθήκη ΛΕΕ.

 Το νομικό πλαίσιο

2        Το άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [108 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 1999, L 83, σ. 1), ορίζει τα εξής:

«Με την επιφύλαξη απόφασης του Δικαστηρίου [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] κατ’ εφαρμογή του άρθρου [278 ΣΛΕΕ], η ανάκτηση πραγματοποιείται αμελλητί και σύμφωνα με τις διαδικασίες της εθνικής νομοθεσίας του οικείου κράτους μέλους, εφόσον αυτές επιτρέπουν την άμεση και πραγματική εκτέλεση της απόφασης της Επιτροπής. Για τον σκοπό αυτό και σε περίπτωση κινήσεως διαδικασίας ενώπιον εθνικών δικαστηρίων, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα που διαθέτουν στα αντίστοιχα νομικά τους συστήματα, συμπεριλαμβανομένων των προσωρινών μέτρων, υπό την επιφύλαξη του δικαίου [της Ένωσης].»

 Το ιστορικό της διαφοράς και η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

3        Στις 27 Μαρτίου 2014, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2014/539 η οποία κοινοποιήθηκε στην Ελληνική Δημοκρατία στις 28 Μαρτίου 2014 και της οποίας τα άρθρα 2 έως 5 του διατακτικού έχουν ως εξής:

«Άρθρο 2

Η κρατική ενίσχυση που ανέρχεται σε 135 820 824,35 ευρώ, με τη μορφή κρατικών εγγυήσεων προς τη ΛΑΡΚΟ Γενική Μεταλλευτική & Μεταλλουργική ΑΕ [στο εξής: Λάρκο] το 2008, το 2010 και το 2011 και συμμετοχής του Δημοσίου στην αύξηση το κεφαλαίου της εταιρίας το 2009, και που χορηγήθηκε παρανόμως από την Ελλάδα κατά παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 3, της Συνθήκης, είναι [μη συμβατή] με την εσωτερική αγορά.

Άρθρο 3

1.      Η Ελλάδα ανακτά τη μη συμβ[ατή] ενίσχυση που ορίζεται στο άρθρο 2 από τον δικαιούχο.

[...]

Άρθρο 4

1.      Η ανάκτηση της ενίσχυσης που ορίζεται στο άρθρο 2 είναι άμεση και αποτελεσματική.

2.      Η Ελλάδα εξασφαλίζει την εκτέλεση της παρούσας απόφασης εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 5

1.      Εντός δύο μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης, η Ελλάδα διαβιβάζει στην Επιτροπή τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)      το συνολικό ποσό (αρχικό κεφάλαιο και τόκους ανάκτησης) που θα πρέπει να ανακτηθεί από τον δικαιούχο·

β)      λεπτομερή περιγραφή των μέτρων που έχουν ήδη ληφθεί ή πρόκειται να ληφθούν για τη συμμόρφωση με την παρούσα απόφαση·

γ)      έγγραφα τα οποία να αποδεικνύουν ότι ζητήθηκε από τον δικαιούχο η επιστροφή της ενίσχυσης.

2.      Η Ελλάδα τηρεί την Επιτροπή ενήμερη σχετικά με την πρόοδο των εθνικών μέτρων που λαμβάνονται για την εκτέλεση της παρούσας απόφασης έως ότου ολοκληρωθεί η ανάκτηση της ενίσχυσης που αναφέρεται στο άρθρο 2. Μετά από απλό αίτημα της Επιτροπής, διαβιβάζει αμέσως πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που έχει ήδη λάβει ή σχεδιάζει να λάβει προκειμένου να συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση. Διαβιβάζει επίσης λεπτομερείς πληροφορίες για τα ποσά της ενίσχυσης και των τόκων ανάκτησης που έχουν ήδη ανακτηθεί από τον δικαιούχο.»

4        Επιπλέον, δεδομένου ότι η Ελληνική Δημοκρατία είχε γνωστοποιήσει στην Επιτροπή την πρόθεσή της να προβεί στην πώληση ορισμένων στοιχείων του ενεργητικού της Λάρκο μέσω δύο αυτοτελών διαγωνισμών, η Επιτροπή εξέδωσε, την ίδια ημέρα που εξέδωσε την απόφαση 2014/539, και την απόφαση σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.37954 (2013/N), περί της ως άνω πωλήσεως (στο εξής: απόφαση περί της πωλήσεως ορισμένων στοιχείων του ενεργητικού της Λάρκο). Με τη δεύτερη αυτή απόφαση, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέσχε η Ελληνική Δημοκρατία, οι δύο διαγωνισμοί θα διενεργούνταν, αντιστοίχως, από το Ελληνικό Δημόσιο και από τη Λάρκο, υπό την ιδιότητα των κυρίων των στοιχείων ενεργητικού τα οποία αφορούσε καθένας από τους διαγωνισμούς αυτούς. Ειδικότερα, ο πρώτος διαγωνισμός αφορούσε το μεταλλουργικό εργοστάσιο της Λάρυμνας (νομός Φθιώτιδος, Ελλάδα) και ποσοστό 40 % των δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως του μεταλλεύματος λατερίτη των ορυχείων του Αγίου Ιωάννου (Ελλάδα), ενώ ο δεύτερος είχε ως αντικείμενο την πώληση ποσοστού 73 % των δικαιωμάτων εξορύξεως λατερίτη στην Εύβοια (Ελλάδα) και του συνόλου των δικαιωμάτων εξορύξεως λατερίτη στην Καστοριά (Ελλάδα). Κατόπιν της ολοκληρώσεως των δύο διαγωνισμών και ανεξαρτήτως των αποτελεσμάτων τους, η Λάρκο θα κηρυσσόταν σε πτώχευση σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία και τα στοιχεία του ενεργητικού της θα μεταβιβάζονταν στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθαρίσεως.

5        Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, η Επιτροπή έκρινε, με την απόφαση περί της πωλήσεως ορισμένων στοιχείων του ενεργητικού της Λάρκο, ότι, εφόσον τηρούνταν ορισμένες διατάξεις και προϋποθέσεις, η εν λόγω μεταβίβαση, πρώτον, δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση και, δεύτερον, δεν συνεπαγόταν οικονομική συνέχεια μεταξύ της Λάρκο και του κυρίου ή των κυρίων των στοιχείων του ενεργητικού που θα μεταβιβασθούν. Η Επιτροπή έκρινε ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, το ζήτημα της ανακτήσεως των παράνομων ενισχύσεων που είχαν χορηγηθεί στη Λάρκο δεν θα αφορά τους αγοραστές των προς πώληση στοιχείων του ενεργητικού.

6        Η δίμηνη προθεσμία που είχε ταχθεί με το άρθρο 5 της αποφάσεως 2014/539 εξέπνευσε στις 28 Μαΐου 2014. Εντός της προθεσμίας αυτής, η Επιτροπή δεν έλαβε καμία πληροφόρηση εκ μέρους της Ελληνικής Δημοκρατίας όσον αφορά τα μέτρα που θα λαμβάνονταν για την ανάκτηση των επίμαχων ενισχύσεων.

7        Με επιστολή της 23ης Ιουνίου 2014, η Επιτροπή υπενθύμισε στις ελληνικές αρχές τις υποχρεώσεις τους εκ της αποφάσεως 2014/539 και ζήτησε από αυτές να ενημερωθεί, εντός προθεσμίας 20 εργάσιμων ημερών, σχετικά με τους όρους εφαρμογής της αποφάσεως αυτής. Οι εν λόγω αρχές απάντησαν, με ηλεκτρονική επιστολή της 18ης Ιουλίου 2014, ότι δεν ήταν σε θέση να παράσχουν εγκαίρως στοιχεία στην Επιτροπή.

8        Επιπλέον, με την ως άνω επιστολή της 23ης Ιουνίου 2014, η Επιτροπή υπενθύμισε στην Ελληνική Δημοκρατία ότι ήταν υποχρεωμένη να τηρήσει την τετράμηνη προθεσμία που προέβλεπε το άρθρο 4, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2014/539. Η προθεσμία αυτή, όμως, εξέπνευσε στις 28 Ιουλίου 2014, χωρίς η Επιτροπή να λάβει στοιχεία περί της εφαρμογής της αποφάσεως αυτής.

9        Με επιστολές της 6ης Οκτωβρίου 2014 και της 18ης Δεκεμβρίου 2015, η Επιτροπή κάλεσε το κράτος μέλος αυτό να της παράσχει τα εν λόγω στοιχεία και να μεριμνήσει για τη δημιουργία διαύλου επικοινωνίας σχετικά με την ανάκτηση της ενισχύσεως. Ωστόσο, το εν λόγω κράτος μέλος δεν απάντησε στις επιστολές αυτές. Συνάντηση μεταξύ της Επιτροπής και των ελληνικών αρχών έλαβε χώρα στην Αθήνα (Ελλάδα). Οι αρχές αυτές δεν προέβαλαν, εντούτοις, κανένα επιχείρημα δυνάμενο να δικαιολογήσει τη μη λήψη μέτρων εκτελέσεως της αποφάσεως 2014/539.

10      Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή αποφάσισε να ασκήσει την υπό κρίση προσφυγή.

 Επί της προσφυγής

11      Προς στήριξη της προσφυγής της, η Επιτροπή προβάλλει δύο αιτιάσεις, οι οποίες αντλούνται, αντιστοίχως, από παράβαση των άρθρων 3 και 4 της αποφάσεως 2014/539 και από παράβαση του άρθρου 5 της αποφάσεως αυτής.

12      Η Επιτροπή υποστηρίζει, πρώτον, ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν έλαβε τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να ανακτήσει εμπροθέσμως τις μη συμβατές ενισχύσεις και, δεύτερον, ότι δεν ενημέρωσε επαρκώς την Επιτροπή σχετικά με τα μέτρα που ελήφθησαν κατ’ εφαρμογήν της εν λόγω αποφάσεως.

 Επί της πρώτης αιτιάσεως, με την οποία προβάλλεται παράλειψη ανακτήσεως των μη συμβατών ενισχύσεων

 Επιχειρήματα των διαδίκων

13      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, κατά την ημερομηνία εκπνοής της προθεσμίας την οποία προέβλεπε το άρθρο 4, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2014/539, δηλαδή στις 28 Ιουλίου 2014, η Ελληνική Δημοκρατία δεν είχε προβεί στην εκτέλεση της αποφάσεως αυτής.

14      Επομένως, κατά την προσφεύγουσα, η Ελληνική Δημοκρατία δεν προέβη σε άμεση και ουσιαστική ανάκτηση της μη συμβατής με την εσωτερική αγορά ενισχύσεως, αντιθέτως προς ό,τι όριζε το άρθρο αυτό.

15      Η Επιτροπή φρονεί ότι, για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του ανακτήσεως ενισχύσεως μη συμβατής με την εσωτερική αγορά, ένα κράτος μέλος δύναται είτε να την ανακτήσει εισπράττοντας από τη δικαιούχο επιχείρηση το συνολικό ποσό της ενισχύσεως αυτής, προσαυξημένο με τόκους, είτε, εφόσον τούτο δεν είναι δυνατό, να κινήσει διαδικασία πτωχεύσεως της δικαιούχου επιχειρήσεως, συνεπαγόμενη την οριστική παύση των δραστηριοτήτων της, και να εγγράψει τη σχετική απαίτησή του στον πίνακα κατατάξεως των απαιτήσεων των δανειστών.

16      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, κατά πάγια νομολογία, ο μοναδικός αμυντικός ισχυρισμός τον οποίο δύναται να επικαλεσθεί κράτος μέλος κατά προσφυγής λόγω παραβάσεως ασκηθείσας βάσει του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ είναι η απόλυτη αδυναμία προσήκουσας εκτελέσεως της διατάσσουσας την ανάκτηση αποφάσεως.

17      Η προϋπόθεση περί απόλυτης αδυναμίας εκτελέσεως δεν πληρούται, κατά την προσφεύγουσα, οσάκις το κράτος μέλος απλώς γνωστοποιεί στην Επιτροπή την ύπαρξη δυσχερειών νομικής, πολιτικής και πρακτικής φύσεως ως προς την εφαρμογή της αποφάσεως περί ανακτήσεως, χωρίς να προβαίνει σε καμία ουσιαστική ενέργεια προς τις οικείες επιχειρήσεις προκειμένου να ανακτήσει την ενίσχυση και χωρίς να προτείνει στην Επιτροπή εναλλακτικούς τρόπους εφαρμογής της αποφάσεως οι οποίοι θα καθιστούσαν δυνατή την υπέρβαση των δυσχερειών αυτών.

18      Εν προκειμένω, κατά την Επιτροπή, οι ελληνικές αρχές ούτε ανέκτησαν το συνολικό ποσό της επίμαχης ενισχύσεως από τη Λάρκο ούτε έθεσαν την επιχείρηση αυτή σε καθεστώς εκκαθαρίσεως διασφαλίζοντας την παύση των δραστηριοτήτων της και εγγράφοντας, στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας, το προς ανάκτηση ποσό στον πίνακα των απαιτήσεων των δανειστών.

19      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι νομικές και πρακτικές δυσχέρειες τις οποίες επικαλούνται οι ελληνικές αρχές για να απεκδυθούν της υποχρεώσεώς τους εκτελέσεως, ιδίως δε η διχογνωμία ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς του μεταλλουργικού εργοστασίου της Λάρυμνας, δεν αφορούν την απόφαση 2014/539, αλλά την απόφαση περί της πωλήσεως ορισμένων στοιχείων του ενεργητικού της Λάρκο. Κατά την Επιτροπή, η δεύτερη αυτή απόφαση, η οποία αφορά αποκλειστικώς το ζήτημα της ευθύνης των μελλοντικών αγοραστών των στοιχείων του ενεργητικού της Λάρκο ως προς την υποχρέωση επιστροφής των επίμαχων ενισχύσεων, καθώς και το ζήτημα αν η πώληση των στοιχείων του ενεργητικού συνιστά κρατική ενίσχυση, εκδόθηκε κατόπιν αιτήματος των ελληνικών αρχών προκειμένου να καταστεί ευχερέστερη η εφαρμογή του σχεδίου μεταβιβάσεως της Λάρκο και, εν πάση περιπτώσει, χάριν ασφάλειας δικαίου. Ουδόλως επηρεάζει την ευθύνη που υπέχει η Λάρκο για να επιστρέψει το σύνολο των ενισχύσεων που κρίθηκαν μη συμβατές βάσει της αποφάσεως 2014/539.

20      Επιπλέον, η Επιτροπή φρονεί ότι η υποχρέωση ανακτήσεως των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στη Λάρκο δεν επηρεάζεται από την πορεία υλοποιήσεως του σχεδίου μεταβιβάσεως που εκπόνησαν οι ελληνικές αρχές. Κατά την Επιτροπή, εάν υφίστανται πράγματι κωλύματα για την υλοποίηση του σχεδίου αυτού, απόκειται στις ελληνικές αρχές να κρίνουν κατά πόσο επιθυμούν να το υλοποιήσουν ή να παραιτηθούν από αυτό. Εν πάση περιπτώσει, ενδεχόμενα κωλύματα για την υλοποίηση του εν λόγω σχεδίου δεν επηρεάζουν, κατά την προσφεύγουσα, την υποχρέωση της Λάρκο να επιστρέψει τις μη συμβατές ενισχύσεις, σύμφωνα με την απόφαση 2014/539.

21      Η Ελληνική Δημοκρατία αντιτείνει ότι η απόφαση 2014/539 συνδέεται άμεσα με την απόφαση περί της πωλήσεως ορισμένων στοιχείων του ενεργητικού της Λάρκο. Υποστηρίζει ότι η Επιτροπή ενέκρινε, με τη δεύτερη αυτή απόφαση, συγκεκριμένη διαδικασία πωλήσεως την οποία θα έθεταν σε εφαρμογή οι ελληνικές αρχές και η οποία σαφώς θα επηρέαζε την εκτέλεση της αποφάσεως 2014/539. Κατά τη διαδικασία αυτή, η Λάρκο θα κηρυχθεί σε πτώχευση και τα έσοδα από την εκποίηση της πτωχευτικής περιουσίας θα χρησιμοποιηθούν για την ανάκτηση των ενισχύσεων μετά την ολοκλήρωση των διαγωνισμών και ανεξαρτήτως της εκβάσεώς τους. Ως εκ τούτου, κατά την καθής, οι νομικές και πολιτικές δυσχέρειες που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές αρχές ως προς την πώληση των στοιχείων του ενεργητικού της Λάρκο επηρεάζουν την άμεση εκπλήρωση της υποχρεώσεως ανακτήσεως.

22      Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει επίσης ότι, εάν οι ελληνικές αρχές λάβουν μέτρα που θα έχουν ως συνέπεια την άμεση κήρυξη σε πτώχευση της Λάρκο κατ’ εφαρμογήν της αποφάσεως 2014/539, θα καταστεί αδύνατη η επίτευξη του αποτελέσματος που επιδιώκεται με την απόφαση περί της πωλήσεως ορισμένων στοιχείων του ενεργητικού της Λάρκο. Ως εκ τούτου, οι εν λόγω αρχές έχουν ως σκοπό την επίλυση των νομικών προβλημάτων που ανέκυψαν στο πλαίσιο της εφαρμογής της αποφάσεως περί της πωλήσεως ορισμένων στοιχείων του ενεργητικού της Λάρκο και της διαφοράς ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς του μεταλλουργικού εργοστασίου της Λάρυμνας, έτσι ώστε να καταστεί δυνατή η νόμιμη διενέργεια των προβλεπόμενων διαγωνισμών και εν συνεχεία η κίνηση της πτωχευτικής διαδικασίας.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

23      Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, το κράτος μέλος το οποίο είναι αποδέκτης αποφάσεως με την οποία υποχρεούται να ανακτήσει παράνομες ενισχύσεις που κρίθηκαν μη συμβατές με την εσωτερική αγορά οφείλει, βάσει του άρθρου 288 ΣΛΕΕ, να λάβει όλα τα προσήκοντα μέτρα για να διασφαλίσει την εκτέλεση της αποφάσεως αυτής. Το κράτος μέλος πρέπει να ανακτήσει πράγματι τα οφειλόμενα ποσά προκειμένου να εξαλείψει τη στρέβλωση του ανταγωνισμού που προκλήθηκε από το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα το οποίο προέκυψε από τις ενισχύσεις αυτές (απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2013, Επιτροπή κατά Ισπανίας, C-529/09, EU:C:2013:31, σκέψη 91).

24      Από το άρθρο 14, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 659/1999 προκύπτει ότι ανάκτηση παράνομης ενισχύσεως η οποία κρίθηκε μη συμβατή με την εσωτερική αγορά πραγματοποιείται «αμελλητί και σύμφωνα με τις προβλεπόμενες από το εθνικό δίκαιο του οικείου κράτους μέλους διαδικασίες», εφόσον αυτές καθιστούν δυνατή την άμεση και ουσιαστική εκτέλεση της αποφάσεως της Επιτροπής. Προς τούτο, το οικείο κράτος μέλος υποχρεούται να λάβει όλα τα μέτρα που προβλέπει το αντίστοιχο νομικό σύστημά του, υπό την επιφύλαξη του δικαίου της Ένωσης (απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, Επιτροπή κατά Γερμανίας, C-527/12, EU:C:2014:2193, σκέψη 38).

25      Συναφώς, το γεγονός ότι οι δικαιούχοι της ενισχύσεως επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν δυσχέρειες δεν επηρεάζει την υποχρέωση ανακτήσεως της ενισχύσεως, το δε κράτος μέλος υποχρεούται, αναλόγως της περιπτώσεως, να κινήσει τη διαδικασία εκκαθαρίσεως της εταιρίας (απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2007, Επιτροπή κατά Ιταλίας, C-280/05, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2007:753, σκέψη 28).

26      Κατά πάγια, επίσης, νομολογία, η επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση και η εξάλειψη της οφειλομένης στις ενισχύσεις αυτές στρεβλώσεως του ανταγωνισμού δύνανται, καταρχήν, να επιτευχθούν με την εγγραφή στον πίνακα των απαιτήσεων της σχετικής με την επιστροφή των οικείων ενισχύσεων απαιτήσεως (απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2012, Επιτροπή κατά Ισπανίας, C‑610/10, EU:C:2012:781, σκέψη 72).

27      Ωστόσο, η εγγραφή της σχετικής με την επιστροφή των οικείων ενισχύσεων απαιτήσεως στον ως άνω πίνακα καθιστά δυνατή την εκπλήρωση της υποχρεώσεως ανακτήσεως, σε περίπτωση κατά την οποία οι κρατικές αρχές αδυνατούν να ανακτήσουν το συνολικό ποσό των ενισχύσεων, μόνον εφόσον η πτωχευτική διαδικασία έχει ως αποτέλεσμα την εκκαθάριση της δικαιούχου των παρανόμων ενισχύσεων επιχειρήσεως, δηλαδή την οριστική παύση της δραστηριότητάς της (απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2012, Επιτροπή κατά Ισπανίας, C-610/10, EU:C:2012:781, σκέψη 104).

28      Ο μοναδικός αμυντικός ισχυρισμός τον οποίο δύναται να προβάλει κράτος μέλος στο πλαίσιο προσφυγής λόγω παραβάσεως που έχει ασκήσει η Επιτροπή βάσει του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ είναι αυτός με τον οποίο προβάλλεται απόλυτη αδυναμία προσήκουσας εκτελέσεως της εκδοθείσας από το θεσμικό όργανο αυτό αποφάσεως περί ανακτήσεως της επίμαχης ενισχύσεως (απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2013, Επιτροπή κατά Ισπανίας, C-529/09, EU:C:2013:31, σκέψη 99).

29      Πρέπει να υπομνησθεί, αφενός, ότι η προϋπόθεση περί υπάρξεως απόλυτης αδυναμίας εκτελέσεως δεν πληρούται οσάκις το καθού κράτος μέλος απλώς επικαλείται δυσχέρειες νομικής, πολιτικής ή πρακτικής φύσεως τις οποίες αντιμετώπισε κατά την εκτέλεση της σχετικής αποφάσεως, χωρίς να προβεί σε καμία ουσιαστική ενέργεια έναντι των οικείων επιχειρήσεων προς ανάκτηση της ενισχύσεως και χωρίς να προτείνει στην Επιτροπή εναλλακτικούς τρόπους εκτελέσεως της αποφάσεως αυτής, οι οποίοι θα καθιστούσαν δυνατή την υπέρβαση των δυσχερειών αυτών, και, αφετέρου, ότι προβαλλόμενα εσωτερικά προβλήματα που τυχόν ανέκυψαν κατά την εκτέλεση της αποφάσεως της Επιτροπής δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τη μη τήρηση από το εν λόγω κράτος μέλος των υποχρεώσεων τις οποίες υπέχει από το δίκαιο της Ένωσης (απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2013, Επιτροπή κατά Ισπανίας, C-529/09, EU:C:2013:31, σκέψη 101).

30      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η Ελληνική Δημοκρατία ούτε ανέκτησε τις επίμαχες ενισχύσεις εντός της ταχθείσας από την Επιτροπή προθεσμίας ούτε κίνησε τη διαδικασία εκκαθαρίσεως της Λάρκο.

31      Το κράτος μέλος αυτό υποστηρίζει συναφώς ότι η απόφαση 2014/539 συνδέεται άμεσα και άρρηκτα με την αυθημερόν εκδοθείσα απόφαση περί της πωλήσεως ορισμένων στοιχείων του ενεργητικού της Λάρκο και ότι, ως εκ τούτου, οι νομικές και πρακτικές δυσχέρειες που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές αρχές όσον αφορά το σχέδιο μεταβιβάσεως παρακωλύουν την άμεση εκτέλεση της αποφάσεως περί ανακτήσεως.

32      Διαπιστώνεται, όμως, ότι οι δύο επίμαχες αποφάσεις έχουν διαφορετικό αντικείμενο. Όπως προκύπτει από την απόφαση περί της πωλήσεως ορισμένων στοιχείων του ενεργητικού της Λάρκο και από την εκτίμηση στην οποία προέβη η Επιτροπή με την απόφαση αυτή, αντικείμενο της εν λόγω αποφάσεως είναι να εξετάσει προκαταρκτικώς, πρώτον, αν η δομή της προταθείσας από την Ελληνική Δημοκρατία μεταβιβάσεως, περιλαμβανομένων των όρων περί της κινήσεως της διαδικασίας κηρύξεως της Λάρκο σε πτώχευση, περιλαμβάνει ή όχι κρατική ενίσχυση και, δεύτερον, αν η δομή αυτή συνεπάγεται ή όχι οικονομική συνέχεια μεταξύ της Λάρκο και του μελλοντικού κυρίου ή των μελλοντικών κυρίων των προς πώληση στοιχείων του ενεργητικού.

33      Όσον αφορά την απόφαση 2014/539, αυτή έχει ως αντικείμενο τη διαπίστωση της υπάρξεως ενισχύσεως μη συμβατής με την εσωτερική αγορά και την κίνηση της διαδικασίας ανακτήσεως της ενισχύσεως αυτής.

34      Από τις προεκτεθείσες διαπιστώσεις συνάγεται ότι οι αποφάσεις αυτές αφορούν διαφορετικά κρατικά μέτρα. Αφενός, η απόφαση 2014/539 αφορά κρατική ενίσχυση χορηγηθείσα υπό τη μορφή εγγυήσεων του Δημοσίου κατά τα έτη 2008, 2010 και 2011 και την αύξηση του κεφαλαίου της Λάρκο το 2009. Αφετέρου, η απόφαση περί της πωλήσεως ορισμένων στοιχείων του ενεργητικού της Λάρκο αφορά το προταθέν από την Ελληνική Δημοκρατία σχέδιο μεταβιβάσεως και τα όσα αυτό συνεπάγεται.

35      Επιπροσθέτως, από τη δεύτερη αυτή απόφαση προκύπτει ότι η Επιτροπή έκρινε ότι η εν λόγω απόφαση δεν θίγει την υποχρέωση ανακτήσεως των παράνομων ενισχύσεων που κρίθηκαν μη συμβατές με την εσωτερική αγορά βάσει της αποφάσεως 2014/539.

36      Υπό τις συνθήκες αυτές, μολονότι οι εν λόγω αποφάσεις εκδόθηκαν την ίδια ημερομηνία και αφορούν την ίδια επιχείρηση, δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως άμεσα και άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους.

37      Ως εκ τούτου, οι εκτιμήσεις της Επιτροπής που περιέχονται στην απόφαση περί της πωλήσεως ορισμένων στοιχείων του ενεργητικού της Λάρκο δεν έχουν ως αποτέλεσμα ούτε να αναιρέσουν την υποχρέωση εκτελέσεως της αποφάσεως 2014/539 ούτε να εξαρτήσουν την εκτέλεση της δεύτερης αυτής αποφάσεως από τις προϋποθέσεις που προβλέπει η απόφαση περί της πωλήσεως ορισμένων στοιχείων του ενεργητικού της Λάρκο.

38      Επομένως, μολονότι η διχογνωμία μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Λάρκο ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς του εργοστασίου της Λάρυμνας ενδέχεται να παρακωλύσει την υλοποίηση της πωλήσεως των στοιχείων του ενεργητικού της Λάρκο, δεν επηρεάζει, ωστόσο, την εκτέλεση της αποφάσεως 2014/539.

39      Εξάλλου, ουδόλως υποχρεούται η Ελληνική Δημοκρατία να υλοποιήσει την πώληση αυτή.

40      Ως εκ τούτου, καθόσον η Ελληνική Δημοκρατία, προκειμένου να δικαιολογήσει τη μη εκτέλεση της αποφάσεως 2014/539, απλώς επικαλείται, κατ’ ουσίαν, νομικές και πρακτικές δυσχέρειες τις οποίες αντιμετωπίζει κατά την υλοποίηση του σχεδίου μεταβιβάσεως που αποτέλεσε το αντικείμενο της αποφάσεως περί της πωλήσεως ορισμένων στοιχείων του ενεργητικού της Λάρκο, αρκεί να επισημανθεί ότι, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 28 και 29 της παρούσας αποφάσεως, δεν χωρεί επίκληση των δυσχερειών αυτών ως αμυντικού ισχυρισμού στο πλαίσιο προσφυγής λόγω παραβάσεως ασκηθείσας από την Επιτροπή βάσει του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

41      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτή η πρώτη αιτίαση της Επιτροπής, με την οποία προβάλλεται παράβαση των άρθρων 3 και 4 της αποφάσεως 2014/539, για τον λόγο ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν έλαβε όλα τα απαραίτητα μέτρα για να ανακτήσει την επίμαχη ενίσχυση από τη δικαιούχο της.

 Επί της δευτέρας αιτιάσεως, με την οποία προβάλλεται παράλειψη ενημερώσεως της Επιτροπής

 Επιχειρήματα των διαδίκων

42      Με τη δεύτερη αιτίασή της, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι ελληνικές αρχές δεν της κοινοποίησαν, εντός των προθεσμιών που είχαν ταχθεί, τα στοιχεία που ζητήθηκαν όσον αφορά την ανάκτηση της επίμαχης ενισχύσεως. Κατά την προσφεύγουσα, οι αρχές αυτές ούτε παρέσχον στοιχεία που θα καθιστούσαν δυνατό τον εκ μέρους της Επιτροπής έλεγχο της ορθότητας του υπολογισμού του προς ανάκτηση ποσού και των σχετικών τόκων ούτε προέβαλαν επιχειρήματα δυνάμενα να δικαιολογήσουν την πλήρη απουσία μέτρων για την κίνηση της διαδικασίας ανακτήσεως της ενισχύσεως. Επιπλέον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, εν πάση περιπτώσει, οι δυσχέρειες υλοποιήσεως του σχεδίου μεταβιβάσεως ουδόλως εξηγούν την πλήρη έλλειψη πληροφορήσεως.

43      Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι οι αρχές αυτές δεν διαβίβασαν στην Επιτροπή περαιτέρω στοιχεία όσον αφορά την πρόοδο της διαδικασίας ανακτήσεως λόγω των νομικών δυσχερειών σχετικά με τη διενέργεια των διαγωνισμών με αντικείμενο την πώληση ορισμένων εκ των στοιχείων του ενεργητικού της Λάρκο.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

44      Με το άρθρο 5, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2014/539 επιβάλλεται στην Ελληνική Δημοκρατία η υποχρέωση να διαβιβάσει στην Επιτροπή, εντός προθεσμίας δύο μηνών από της κοινοποιήσεως της αποφάσεως αυτής, ορισμένες πληροφορίες σχετικά με την ανάκτηση της ενισχύσεως. Το άρθρο 5, παράγραφος 2, της εν λόγω αποφάσεως προβλέπει την υποχρέωση του κράτους μέλους αυτού, αφενός, να ενημερώνει τακτικά την Επιτροπή σχετικά με την πρόοδο των μέτρων που λαμβάνονται για την ανάκτηση της ενισχύσεως έως ότου ολοκληρωθεί η επιστροφή της ενισχύσεως αυτής, αφετέρου, να διαβιβάζει λεπτομερείς πληροφορίες όσον αφορά τα ποσά της ενισχύσεως και των τόκων ανακτήσεως τα οποία η καθής έχει ήδη ανακτήσει από τη δικαιούχο.

45      Όσον αφορά την προβλεπόμενη στο εν λόγω άρθρο 5, παράγραφος 1, υποχρέωση, πρέπει να διαπιστωθεί ότι το κράτος μέλος αυτό δεν εκπλήρωσε τη συγκεκριμένη υποχρέωση, καθόσον από την από 18 Ιουλίου 2014 ηλεκτρονική επιστολή των ελληνικών αρχών, σχετικά με το αίτημα ενημερώσεως που διατύπωσε η Επιτροπή με την από 23 Ιουνίου 2014 επιστολή, προκύπτει ότι οι εν λόγω αρχές δεν ήταν σε θέση να ανταποκριθούν στο αίτημα εντός των ταχθεισών προθεσμιών.

46      Ως προς την υποχρέωση την οποία προβλέπει το άρθρο 5, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2014/539, διαπιστώνεται ότι η Ελληνική Δημοκρατία, μη έχοντας λάβει εμπροθέσμως τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να συμμορφωθεί προς την απόφαση αυτή, παρέβη, ως εκ τούτου, και την εν λόγω υποχρέωση (βλ., σχετικώς, απόφαση της 9ης Ιουλίου 2015, Επιτροπή κατά Γαλλίας, C-63/14, EU:C:2015:458, σκέψη 62).

47      Κατά συνέπεια, πρέπει να διαπιστωθεί ότι στοιχειοθετείται η εκ μέρους του κράτους μέλους αυτού παράβαση της υποχρεώσεώς του να ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά με τα μέτρα που λαμβάνονται κατ’ εφαρμογήν της αποφάσεως 2014/539.

48      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται ότι η Ελληνική Δημοκρατία, μη έχοντας λάβει, εντός των ταχθεισών προθεσμιών, όλα τα απαραίτητα μέτρα για την εκτέλεση της αποφάσεως 2014/539 και μη έχοντας ενημερώσει την Επιτροπή για τα μέτρα που ελήφθησαν κατ’ εφαρμογήν της αποφάσεως αυτής, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 3 έως 5 της εν λόγω αποφάσεως και από τη Συνθήκη ΛΕΕ.

 Επί των δικαστικών εξόδων

49      Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Ελληνική Δημοκρατία ηττήθηκε ως προς τα αιτήματά της, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Η Ελληνική Δημοκρατία, μη έχοντας λάβει, εντός των ταχθεισών προθεσμιών, όλα τα απαραίτητα μέτρα για την εκτέλεση της αποφάσεως 2014/539/ΕΕ της Επιτροπής, της 27ης Μαρτίου 2014, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.34572 (13/C) (πρώην 13/NN) που χορήγησε η Ελλάδα στη Λάρκο Γενική Μεταλλευτική και Μεταλλουργική ΑΕ, και μη έχοντας ενημερώσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τα μέτρα που ελήφθησαν κατ’ εφαρμογήν της αποφάσεως αυτής, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 3 έως 5 της εν λόγω αποφάσεως και από τη Συνθήκη ΛΕΕ.

2)      Καταδικάζει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Fernlund

Arabadjiev

Regan

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 9 Νοεμβρίου 2017.

Ο Γραμματέας

 

Ο Πρόεδρος του έκτου τμήματος

A. Calot Escobar

 

C. G. Fernlund


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.

Top