EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62016CJ0423

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 9ης Νοεμβρίου 2017.
HX κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αίτηση αναιρέσεως – Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας – Περιοριστικά μέτρα κατά της Αραβικής Δημοκρατίας της Συρίας – Περιοριστικά μέτρα κατά προσώπου του οποίου το όνομα περιλαμβάνεται σε παράρτημα αποφάσεως – Παράταση της ισχύος της αποφάσεως αυτής κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Υποβολή αιτήματος προσαρμογής της προσφυγής κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και όχι με χωριστό δικόγραφο – Άρθρο 86 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου – Κείμενο στη βουλγαρική γλώσσα – Ακύρωση από το Γενικό Δικαστήριο της αρχικής αποφάσεως με την οποία ο ενδιαφερόμενος περιλήφθηκε στον κατάλογο των προσώπων επί των οποίων επιβάλλονται περιοριστικά μέτρα – Λήξη ισχύος της αποφάσεως παρατάσεως της ισχύος – Διατήρηση του αντικειμένου του αιτήματος προσαρμογής της προσφυγής.
Υπόθεση C-423/16 P.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2017:848

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 9ης Νοεμβρίου 2017 ( *1 )

«Αίτηση αναιρέσεως – Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας – Περιοριστικά μέτρα κατά της Αραβικής Δημοκρατίας της Συρίας – Περιοριστικά μέτρα κατά προσώπου του οποίου το όνομα περιλαμβάνεται σε παράρτημα αποφάσεως – Παράταση της ισχύος της αποφάσεως αυτής κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Υποβολή αιτήματος προσαρμογής της προσφυγής κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και όχι με χωριστό δικόγραφο – Άρθρο 86 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου – Κείμενο στη βουλγαρική γλώσσα – Ακύρωση από το Γενικό Δικαστήριο της αρχικής αποφάσεως με την οποία ο ενδιαφερόμενος περιλήφθηκε στον κατάλογο των προσώπων επί των οποίων επιβάλλονται περιοριστικά μέτρα – Λήξη ισχύος της αποφάσεως παρατάσεως της ισχύος – Διατήρηση του αντικειμένου του αιτήματος προσαρμογής της προσφυγής»

Στην υπόθεση C-423/16 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε την 1η Αυγούστου 2016,

HX, κάτοικος Δαμασκού (Συρία), εκπροσωπούμενος από τον S. Koev, advokat,

αναιρεσείων,

όπου ο έτερος διάδικος στην αναιρετική διαδικασία είναι:

το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τον I. Gurov και τη Σ. Κυριακοπούλου,

καθού πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. Silva de Lapuerta, πρόεδρο τμήματος, J.‑C. Bonichot (εισηγητή), A. Arabadjiev, S. Rodin και E. Regan, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 22ας Ιουνίου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την αίτηση αναιρέσεως, ο HX ζητεί τη μερική αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 2ας Ιουνίου 2016, HX κατά Συμβουλίου (T-723/14, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2016:332), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο, αφενός, ακύρωσε την εκτελεστική απόφαση 2014/488/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2014, για την εφαρμογή της απόφασης 2013/255/ΚΕΠΠΑ σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά της Συρίας (ΕΕ 2014, L 217, σ. 49), και τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 793/2014 του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2014, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) 36/2012 σχετικά με περιοριστικά μέτρα λόγω της κατάστασης στη Συρία (ΕΕ 2014, L 217, σ. 10), καθόσον αυτή η εκτελεστική απόφαση και αυτός ο εκτελεστικός κανονισμός αφορούν τον HX, και, αφετέρου, απέρριψε τα αιτήματά του περί ακυρώσεως της αποφάσεως (ΚΕΠΠΑ) 2015/837 του Συμβουλίου, της 28ης Μαΐου 2015, για την τροποποίηση της απόφασης 2013/255/ΚΕΠΠΑ (ΕΕ 2015, L 132, σ. 82).

Το νομικό πλαίσιο

2

Το άρθρο 44 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ως είχε κατά τον χρόνο της διαδικασίας που οδήγησε στην έκδοση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως (στο εξής: Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου), παραθέτει τον κατάλογο των γλωσσών διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται η βουλγαρική γλώσσα.

3

Το άρθρο 45 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το οποίο επιγράφεται «Καθορισμός της γλώσσας διαδικασίας», και το οποίο περιλαμβάνεται στον τίτλο 2, ο οποίος επιγράφεται «Γλωσσικό καθεστώς», ορίζει, στην παράγραφο 1, τα εξής:

«Επί ευθείας προσφυγής κατά την έννοια του άρθρου 1, η γλώσσα διαδικασίας επιλέγεται από τον προσφεύγοντα […]».

4

Το άρθρο 78 του ως άνω κανονισμού ορίζει τα εξής:

«1.   Το δικόγραφο της προσφυγής συνοδεύεται, όπου απαιτείται, από τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 21, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού [του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης].

2.   Το δικόγραφο της αγωγής που ασκείται δυνάμει ρήτρας διαιτησίας περιεχόμενης σε σύμβαση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, η οποία έχει συναφθεί από την Ένωση ή για λογαριασμό της σύμφωνα με το άρθρο 272 ΣΛΕΕ, πρέπει να συνοδεύεται από αντίγραφο της περιέχουσας την εν λόγω ρήτρα συμβάσεως.

3.   Αν ο προσφεύγων είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, επισυνάπτει στο δικόγραφο της προσφυγής του πρόσφατη απόδειξη περί της νομικής υποστάσεώς του (απόσπασμα του βιβλίου των εμπορικών εταιριών, απόσπασμα του βιβλίου των σωματείων ή κάθε άλλο επίσημο έγγραφο).

4.   Το δικόγραφο της προσφυγής συνοδεύεται από τα έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 51, παράγραφοι 2 και 3.

5.   Αν το δικόγραφο της προσφυγής δεν πληροί τις προϋποθέσεις που απαριθμούνται στις παραγράφους 1 έως 4, ο γραμματέας τάσσει στον προσφεύγοντα εύλογη προθεσμία για την προσκόμιση των στοιχείων που αναφέρονται ανωτέρω. Αν, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, δεν γίνει η τακτοποίηση αυτή, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει κατά πόσον η μη τήρηση αυτών των προϋποθέσεων συνεπάγεται το απαράδεκτο της προσφυγής.»

5

Το άρθρο 86 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Προσαρμογή της προσφυγής», έχει ως εξής:

«1.   Οσάκις μια πράξη της οποίας ζητείται η ακύρωση αντικαθίσταται ή τροποποιείται από άλλη πράξη έχουσα το ίδιο αντικείμενο, ο προσφεύγων μπορεί, πριν από την περάτωση της προφορικής διαδικασίας ή πριν από την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου να αποφανθεί επί της διαφοράς χωρίς διεξαγωγή προφορικής διαδικασίας, να προσαρμόσει την προσφυγή του προκειμένου να ληφθεί υπόψη το νέο αυτό στοιχείο.

2.   Η προσαρμογή της προσφυγής γίνεται με χωριστό δικόγραφο εντός της προβλεπομένης στο άρθρο 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ προθεσμίας εντός της οποίας μπορεί να ζητηθεί η ακύρωση της πράξεως που δικαιολογεί την προσαρμογή της προσφυγής.

3.   Το υπόμνημα προσαρμογής περιέχει:

α)

τα κατόπιν προσαρμογής αιτήματα·

β)

εφόσον παρίσταται ανάγκη, τους κατόπιν προσαρμογής ισχυρισμούς και επιχειρήματα·

γ)

εφόσον παρίσταται ανάγκη, τα αποδεικτικά στοιχεία και τις προτάσεις αποδεικτικών μέσων που συνδέονται με την προσαρμογή των αιτημάτων.

4.   Το υπόμνημα προσαρμογής συνοδεύεται από την πράξη που δικαιολογεί την προσαρμογή της προσφυγής. Σε περίπτωση μη προσκομίσεως αυτής της πράξεως, ο γραμματέας τάσσει στον προσφεύγοντα εύλογη προθεσμία για την προσκόμισή της. Αν, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, δεν γίνει η τακτοποίηση αυτή, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει κατά πόσον η μη συμμόρφωση προς αυτή την επιταγή συνεπάγεται το απαράδεκτο του υπομνήματος προσαρμογής της προσφυγής.

5.   Χωρίς να προδικάζει την απόφαση που θα λάβει το Γενικό Δικαστήριο επί του παραδεκτού του υπομνήματος προσαρμογής της προσφυγής, ο πρόεδρος τάσσει στον καθού προθεσμία για να απαντήσει στο υπόμνημα προσαρμογής.

[…]»

6

Το άρθρο 102, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου ορίζει τα εξής:

«Ο γραμματέας τηρεί τα πρακτικά κάθε συνεδριάσεως διεξαγωγής αποδείξεων. Τα πρακτικά αυτά υπογράφονται από τον πρόεδρο και τον γραμματέα. Τα πρακτικά αποτελούν δημόσιο έγγραφο.»

7

Το άρθρο 227 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου προβλέπει ότι το κείμενο του Κανονισμού αυτού είναι αυθεντικό στις γλώσσες που μνημονεύονται στο άρθρο 44.

Το ιστορικό της διαφοράς, η προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

8

Ο αναιρεσείων είναι επιχειρηματίας συριακής ιθαγένειας στον οποίον επιβλήθηκαν περιοριστικά μέτρα στο πλαίσιο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ). Το όνομά του προστέθηκε στον κατάλογο του παραρτήματος I της αποφάσεως 2013/255/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 31ης Μαΐου 2013, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά της Συρίας (ΕΕ 2013, L 147, σ. 14), με την εκτελεστική απόφαση 2014/488, καθώς και σε εκείνον του παραρτήματος II του κανονισμού (ΕΕ) 36/2012 του Συμβουλίου, της 18ης Ιανουαρίου 2012, σχετικά με περιοριστικά μέτρα λόγω της κατάστασης στη Συρία και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) 442/2011 (ΕΕ 2012, L 16, σ. 1), με τον εκτελεστικό κανονισμό 793/2014. Με το εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ο νυν αναιρεσείων ζήτησε την ακύρωση της ως άνω εκτελεστικής αποφάσεως και του ως άνω εκτελεστικού κανονισμού καθόσον οι πράξεις αυτές τον αφορούν.

9

Δεδομένου ότι εν τω μεταξύ η ισχύς της αποφάσεως 2013/255 παρατάθηκε με την απόφαση 2015/837, ο νυν αναιρεσείων ζήτησε την ακύρωση και της τελευταίας αυτής αποφάσεως μέσω της προσαρμογής του εισαγωγικού δικογράφου της δίκης, που προβλέπεται από το άρθρο 86 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

10

Ο νυν αναιρεσείων ζήτησε την ως άνω προσαρμογή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 8ης Δεκεμβρίου 2015, κατά τη διάρκεια της οποίας, όπως υποστηρίζει, έλαβε γνώση της αποφάσεως περί παρατάσεως της ισχύος, με την ευκαιρία της αγορεύσεως του εκπροσώπου του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

11

Το Γενικό Δικαστήριο, το οποίο έκανε δεκτά τα αιτήματα ακυρώσεως που υποβλήθηκαν με το εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης, εντούτοις δεν έκρινε παραδεκτό το αίτημα προσαρμογής του. Το απαράδεκτο του εν λόγω αιτήματος συνίστατο, κατά το Γενικό Δικαστήριο, στο ότι το εν λόγω αίτημα δεν υποβλήθηκε με «χωριστό δικόγραφο», κατά την έννοια του άρθρου 86 του Κανονισμού Διαδικασίας του.

Τα αιτήματα των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου

12

Ο αναιρεσείων ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, καθόσον, με το σημείο 2 του διατακτικού της αποφάσεως αυτής, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τα αιτήματά του περί ακυρώσεως της αποφάσεως 2015/837·

αφού εκδικάσει την υπόθεση επί της ουσίας, να ακυρώσει την απόφαση 2015/837 καθόσον τον αφορά·

επικουρικώς, να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση καθόσον, με το σημείο 2 του διατακτικού της αποφάσεως αυτής, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τα αιτήματά του περί ακυρώσεως της αποφάσεως 2015/837 και να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο, και

να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

13

Το Συμβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της, και

να καταδικάσει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα.

Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

14

Ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως δεν έλαβε υπόψη το αίτημά του περί προσαρμογής της προσφυγής, ενώ το αίτημα αυτό, καίτοι διατυπώθηκε προφορικώς κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, προσέλαβε γραπτή μορφή πριν από την περάτωση της προφορικής διαδικασίας, εφόσον καταγράφηκε στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως. Ο αναιρεσείων προβάλλει ότι, κατ’ αυτόν τον τρόπο, και παρά την έλλειψη καταθέσεως ενός κατά κυριολεξία χωριστού εγγράφου, το αίτημά του περί προσαρμογής της προσφυγής έπρεπε να θεωρηθεί ότι πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 86 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου. Κατά τα λοιπά, ο αναιρεσείων διατείνεται ότι η έλλειψη πραγματικού γραπτού αιτήματος δεν έθιξε τα δικαιώματα του αντιδίκου και δεν παρεμπόδισε το έργο του Γενικού Δικαστηρίου.

15

Επιπλέον, ο αναιρεσείων φρονεί ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πάσχει πλάνη περί το δίκαιο καθότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τις ιδιαιτερότητες της γλώσσας διαδικασίας την οποία αυτός είχε επιλέξει, ήτοι της βουλγαρικής γλώσσας. Κατά τον αναιρεσείοντα, το κείμενο του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου στη γλώσσα αυτή χρησιμοποιεί έναν διφορούμενο όρο που δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην απαίτηση χωριστού εγγράφου για την υποβολή αιτήματος προσαρμογής της προσφυγής.

16

Περαιτέρω, ο αναιρεσείων προβάλλει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του την αρχή της κατ’ αντιμωλίαν διαδικασίας, καθότι δεν έταξε σ’ αυτόν συμπληρωματική προθεσμία για την υποβολή αιτήματος περί ακυρώσεως της αποφάσεως 2015/837, ενώ ο ίδιος έλαβε γνώση της εν λόγω αποφάσεως μόλις κατά τη διάρκεια της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

17

Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι το άρθρο 86, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου συνεπάγεται, χωρίς καμία αμφισημία, την υποβολή γραπτού αιτήματος. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι το κείμενο της εν λόγω διατάξεως στη βουλγαρική γλώσσα διαφοροποιείται ως προς αυτό το σημείο από τα κείμενα στις άλλες γλώσσες, το εν λόγω θεσμικό όργανο φρονεί ότι το ως άνω κείμενο δεν μπορεί να υπερισχύσει. Συγκεκριμένα, όλα τα κείμενα στις άλλες γλώσσες χρησιμοποιούν, κατά το Συμβούλιο, όρους που εκφράζουν, αναμφισβήτητα, την ανάγκη υπάρξεως χωριστού εγγράφου. Εν πάση περιπτώσει, μια συστηματική ανάλυση του συνόλου του άρθρου 86 του εν λόγω κανονισμού αρκεί, κατά την άποψη του Συμβουλίου, για να αποδειχθεί ότι μπορεί να πρόκειται μόνο για έγγραφο, ιδίως καθόσον γίνεται λόγος για στοιχεία που «επισυνάπτονται» στο έγγραφο.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

18

Προκαταρκτικώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, ισχύει κατ’ αρχήν το αμετάβλητο των αιτημάτων των διαδίκων (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2010, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, C-543/08, EU:C:2010:669, σκέψη 20 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Το άρθρο 86 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου συνιστά κωδικοποίηση προϋπάρχουσας νομολογίας σχετικά με τις πιθανές εξαιρέσεις από την εν λόγω αρχή του αμετάβλητου. Επομένως, οι παρατηρήσεις του Δικαστηρίου, στην παρούσα αναιρετική διαδικασία, ισχύουν μόνον στο πλαίσιο αυτής της κατ’ εξαίρεση υφιστάμενης καταστάσεως.

19

Πρέπει να υπομνησθεί ότι, επί ευθείας προσφυγής, το άρθρο 45 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου παρέχει στον προσφεύγοντα τη δυνατότητα να επιλέξει τη γλώσσα διαδικασίας. Εν προκειμένω, η επιλογή του HX στην ένδικη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου που οδήγησε στην έκδοση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως συνίστατο στην επιλογή της βουλγαρικής γλώσσας, την οποία κατέχει ο δικηγόρος του.

20

Ο αναιρεσείων υποστηρίζει ενώπιον του Δικαστηρίου, χωρίς να αντικρουσθεί από το Συμβούλιο, ότι το κείμενο του άρθρου 86, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου στη γλώσσα αυτή είναι διφορούμενο, υπό την έννοια ότι, σε αντίθεση προς το κείμενο στην αγγλική γλώσσα («separate document») και προς το κείμενο στη γαλλική γλώσσα («acte séparé») της διατάξεως αυτής, στο κείμενο στη βουλγαρική γλώσσα της διατάξεως αυτής δεν χρησιμοποιείται ο όρος «έγγραφο», αλλά ο όρος «molba» («αίτημα»). Κατά τον αναιρεσείοντα, ο όρος αυτός δεν εμπεριέχει κατ’ ανάγκην την απαίτηση τηρήσεως του έγγραφου τύπου, καθότι σημαίνει γενικότερα τη δήλωση βουλήσεως, η οποία μπορεί να είναι τόσο γραπτή όσο και προφορική.

21

Επομένως, δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι η εν λόγω διφορούμενη διατύπωση παρέσυρε τον εκπρόσωπο του αναιρεσείοντος στην εκτίμηση ότι θα ήταν παραδεκτό ένα αίτημα προσαρμογής της προσφυγής υποβαλλόμενο προφορικώς κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση κατά τη διάρκεια της οποίας αυτός πληροφορήθηκε, όπως υποστηρίζει, την ύπαρξη της αποφάσεως που αποτελεί αντικείμενο του αιτήματος προσαρμογής. Περαιτέρω, είναι δυνατόν να ενισχύθηκε η δημιουργία της εντυπώσεως αυτής στον αναιρεσείοντα λόγω του ότι το εν λόγω αίτημα καταγράφηκε, εν συνεχεία, στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, που αποτελούν δημόσιο έγγραφο δυνάμει του άρθρου 102, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

22

Αν το Γενικό Δικαστήριο εκτιμούσε ότι το κατ’ αυτόν τον τρόπο υποβληθέν αίτημα προσαρμογής της προσφυγής δεν τηρούσε τον τύπο που προβλέπεται από τον Κανονισμό Διαδικασίας του, τότε όφειλε, τουλάχιστον, να επισημάνει στον νυν αναιρεσείοντα το σφάλμα του και να του δώσει τη δυνατότητα να το διορθώσει.

23

Πράγματι, όπως τόνισε η γενική εισαγγελέας στα σημεία 33 και 34 των προτάσεών της, μολονότι είναι απολύτως δικαιολογημένο να εξαρτάται η προσαρμογή της προσφυγής από την πλήρωση ορισμένων τυπικών απαιτήσεων, ωστόσο τέτοιες απαιτήσεις δεν αποτελούν αυτοσκοπό, αλλά αντιθέτως αποσκοπούν στη διασφάλιση του κατ’ αντιμωλίαν χαρακτήρα της διαδικασίας καθώς και στη διασφάλιση της ορθής απονομής της δικαιοσύνης.

24

Συναφώς, το άρθρο 86, παράγραφοι 3 και 4, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου προβλέπει ότι η μη πλήρωση ορισμένων διατυπώσεων ως προς την υποβολή των αιτημάτων προσαρμογής της προσφυγής δεν καθιστά τα τελευταία αυτά αιτήματα κατ’ ανάγκην απαράδεκτα. Εξάλλου, το ίδιο περιθώριο εκτιμήσεως του Γενικού Δικαστηρίου υφίσταται και όσον αφορά τα παραρτήματα του δικογράφου της προσφυγής, καθότι το άρθρο 78, παράγραφος 5, του εν λόγω Κανονισμού προβλέπει μια δυνατότητα τακτοποιήσεως μερίμνη του γραμματέα, στην περίπτωση δε που δεν γίνει η τακτοποίηση αυτή, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί ακόμη να αποφασίσει ότι η προσφυγή εξακολουθεί, μολαταύτα, να είναι παραδεκτή.

25

Το συμπέρασμα αυτό δεν μπορεί να κλονισθεί βασίμως από την επιχειρηματολογία που προέβαλε το Συμβούλιο, η οποία στηρίζεται, αφενός, στο γεγονός ότι το κείμενο στη βουλγαρική γλώσσα του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου είναι το μόνο που περιλαμβάνει τη διφορούμενη διατύπωση που επισήμανε ο αναιρεσείων και, αφετέρου, στη νομολογία του Δικαστηρίου ότι η ανάγκη να εφαρμόζεται και να ερμηνεύεται το δίκαιο της Ένωσης κατά τρόπο ομοιόμορφο αποκλείει τη μεμονωμένη εξέταση μιας διατάξεως σε μία από τις γλωσσικές αποδόσεις της, αλλά, αντιθέτως, επιτάσσει να ερμηνεύεται η διάταξη αυτή λαμβανομένων υπόψη όλων των άλλων γλωσσικών αποδόσεων με γνώμονα τη βούληση του συντάκτη της (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 12ης Νοεμβρίου 1969, Stauder, 29/69, EU:C:1969:57, σκέψη 3, της 17ης Ιουλίου 1997, Ferriere Nord κατά Επιτροπής, C-219/95 P, EU:C:1997:375, σκέψη 15, καθώς και της 15ης Οκτωβρίου 2015, Grupo Itevelesa κ.λπ., C-168/14, EU:C:2015:685, σκέψη 42).

26

Πράγματι, στην περίπτωση διατάξεως του Κανονισμού Διαδικασίας ενός δικαιοδοτικού οργάνου της Ένωσης, του οποίου το κείμενο θεσπίζεται εξάλλου και καθίσταται αυθεντικό σε όλες τις γλώσσες διαδικασίας από το ίδιο αυτό δικαιοδοτικό όργανο σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 44 και του άρθρου 227, παράγραφος 1, του Κανονισμού αυτού, το να αναμένεται από όσους αναζητούν ένδικη προστασία να ανατρέχουν στο σύνολο των γλωσσικών αποδόσεων του εν λόγω Κανονισμού, προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο απαραδέκτου λόγω απόκλισης του κειμένου του εν λόγω κανονισμού στη γλώσσα διαδικασίας, θα ήταν αντίθετο στο δικαίωμά τους να απευθύνονται στον δικαστή της Ένωσης σε εκείνη από τις επίσημες γλώσσες την οποία αυτοί επιλέγουν, δικαίωμα το οποίο απορρέει τόσο από το άρθρο 20, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, και το άρθρο 24, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ όσο και από το άρθρο 45 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

27

Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως απέρριψε ως απαράδεκτο το αίτημα προσαρμογής της προσφυγής του HX μόνο για τον λόγο ότι το αίτημα αυτό δεν είχε υποβληθεί με χωριστό δικόγραφο, χωρίς προηγουμένως να έχει καλέσει τον HX να προβεί σε τακτοποίηση ως προς την υποβολή του αιτήματος αυτού.

28

Επομένως, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξετασθεί ο έτερος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να αναιρεθεί το σημείο 2 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

Επί του προβληθέντος στην πρωτοβάθμια δίκη αιτήματος προσαρμογής της προσφυγής

29

Κατά το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε περίπτωση αναιρέσεως της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, το Δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον αυτή είναι ώριμη προς εκδίκαση. Η διάταξη αυτή πρέπει να εφαρμοστεί εν προκειμένω.

30

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τόσο το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος όσο και το αντικείμενο της προσφυγής πρέπει όχι μόνο να υφίστανται κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής, αλλά και να διατηρούνται μέχρι την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως, άλλως καταργείται η δίκη. Τούτο προϋποθέτει ότι η προσφυγή μπορεί εν τέλει να αποφέρει κάποιο όφελος στον διάδικο που την άσκησε (αποφάσεις της 19ης Οκτωβρίου 1995, Rendo κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑19/93 P, EU:C:1995:339, σκέψη 13, της 7ης Ιουνίου 2007, Wunenburger κατά Επιτροπής, C-362/05 P, EU:C:2007:322, σκέψη 42, καθώς και της 28ης Μαΐου 2013, Abdulrahim κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑239/12 P, EU:C:2013:331, σκέψη 61).

31

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι ο HX επιθυμεί, κατ’ ουσίαν, να προσαρμόσει την πρωτοδίκως ασκηθείσα αρχική προσφυγή του, η οποία αποσκοπούσε, μεταξύ άλλων, στην ακύρωση της εκτελεστικής αποφάσεως 2014/488 με την οποία το όνομά του ενεγράφη στον κατάλογο που περιέχεται στο παράρτημα I της αποφάσεως 2013/255, προκειμένου η ως άνω προσφυγή να αποσκοπεί, επιπλέον, στην ακύρωση της αποφάσεως με την οποία παρατάθηκε η ισχύς του εν λόγω καταλόγου για ένα ακόμη έτος.

32

Πλην όμως, με το αναδρομικό αποτέλεσμα της ακυρώσεως της εκτελεστικής αποφάσεως 2014/488 που αποφασίστηκε στο σημείο 1 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η οποία κατέστη αμετάκλητη ως προς το σημείο αυτό εφόσον η αίτηση αναιρέσεως στην υπό κρίση υπόθεση αφορούσε μόνον το σημείο 2 του διατακτικού της, ο κατάλογος που περιέχεται στο παράρτημα I της αποφάσεως 2013/255 πρέπει να θεωρείται ότι ουδέποτε συμπεριέλαβε το όνομα του αναιρεσείοντος.

33

Κατά συνέπεια, ο αναιρεσείων δεν δύναται να αντλήσει από την ακύρωση της αποφάσεως 2015/837, με την οποία παρατάθηκε η ισχύς του ως άνω καταλόγου, κάποιο όφελος το οποίο να βαίνει πέραν του οφέλους που μπορούσε να αντλήσει από την ακύρωση της εκτελεστικής αποφάσεως 2014/488 με την οποία το όνομά του ενεγράφη στον ως άνω κατάλογο.

34

Επομένως, καταργείται η δίκη επί του αιτήματος προσαρμογής της προσφυγής το οποίο είχε προβάλει πρωτοδίκως ο HX.

Επί των δικαστικών εξόδων

35

Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι βάσιμη και το Δικαστήριο κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αυτό αποφαίνεται επί των εξόδων.

36

Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, που εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του εν λόγω Κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

37

Δεδομένου ότι ο HX ζήτησε να καταδικαστεί το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα και ότι το τελευταίο ηττήθηκε, το Συμβούλιο πρέπει να φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων του, και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ο HX τόσο πρωτοδίκως όσο και στο πλαίσιο της παρούσας αναιρετικής διαδικασίας.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Αναιρεί το σημείο 2 του διατακτικού της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 2ας Ιουνίου 2016, HX κατά Συμβουλίου (T-723/14, EU:T:2016:332).

 

2)

Καταργείται η δίκη επί του αιτήματος προσαρμογής της προσφυγής το οποίο είχε προβάλει ο HX ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

3)

Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης φέρει τα δικαστικά έξοδά του καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ο HX τόσο πρωτοδίκως όσο και στο πλαίσιο της παρούσας αναιρετικής διαδικασίας.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η βουλγαρική.

Top