Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62016CJ0300

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 20ής Σεπτεμβρίου 2017.
    Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Frucona Košice a.s.
    Αίτηση αναιρέσεως – Κρατικές ενισχύσεις – Έννοια της “ενισχύσεως” – Έννοια του “οικονομικού πλεονεκτήματος” – Κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή – Προϋποθέσεις εφαρμογής – Εφαρμογή – Υποχρεώσεις σχετικές με τη διενέργεια έρευνας τις οποίες υπέχει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
    Υπόθεση C-300/16 P.

    Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2017:706

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

    της 20ής Σεπτεμβρίου 2017 ( *1 )

    «Αίτηση αναιρέσεως – Κρατικές ενισχύσεις – Έννοια της “ενισχύσεως” – Έννοια του “οικονομικού πλεονεκτήματος” – Κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή – Προϋποθέσεις εφαρμογής – Εφαρμογή – Υποχρεώσεις σχετικές με τη διενέργεια έρευνας τις οποίες υπέχει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή»

    Στην υπόθεση C‑300/16 P,

    με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 26 Μαΐου 2016,

    Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις K. Walkerová και L. Armati, καθώς και από τους T. Maxian Rusche και B. Stromsky, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

    αναιρεσείουσα,

    όπου ο έτερος διάδικος είναι η:

    Frucona Košice a.s., με έδρα το Košice (Σλοβακία), εκπροσωπούμενη από τους K. Lasok, QC, B. Hartnett, barrister, J. Holmes, QC, και O. Geiss, Rechtsanwalt,

    προσφεύγουσα πρωτοδίκως,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους R. Silva de Lapuerta, πρόεδρο τμήματος, E. Regan, A. Arabadjiev (εισηγητή), C. G. Fernlund και S. Rodin, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: N. Wahl

    γραμματέας: C. Strömholm, διοικητική υπάλληλος,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 15ης Φεβρουαρίου 2017,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 3ης Μαΐου 2017,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με την αίτησή της αναιρέσεως, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 16ης Μαρτίου 2016, Frucona Košice κατά Επιτροπής (T‑103/14, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2016:152), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση 2014/342/ΕΕ της Επιτροπής, της 16ης Οκτωβρίου 2013, σχετικά με την κρατική ενίσχυση αριθ. SA.18211 (C 25/05) (πρώην NN 21/05) που χορήγησε η Σλοβακική Δημοκρατία στη Frucona Košice a.s. (ΕΕ 2014, L 176, σ. 38, στο εξής: επίμαχη απόφαση).

    Ιστορικό της διαφοράς

    2

    Το ιστορικό της διαφοράς εκτίθεται συνοπτικώς στις σκέψεις 1 έως 34 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ως εξής:

    «Η εξέλιξη της καταστάσεως της [Frucona Košice] και η διαδικασία του πτωχευτικού συμβιβασμού

    1

    Η […] Frucona Košice a.s. […] είναι εταιρία [σλοβακικού δικαίου], η οποία δραστηριοποιούνταν μεταξύ άλλων στον τομέα της παραγωγής οινοπνεύματος και οινοπνευματωδών ποτών.

    2

    Από τον Νοέμβριο του 2002 έως τον Νοέμβριο του 2003, δόθηκαν στη [Frucona Košice] επανειλημμένες αναβολές για την εξόφληση φορολογικών υποχρεώσεών της, οι οποίες συνίσταντο σε οφειλόμενους ειδικούς φόρους καταναλώσεως. Οι αναβολές αυτές χορηγήθηκαν κατόπιν συστάσεως χρηματοοικονομικών εγγυήσεων υπέρ της τοπικής φορολογικής αρχής στην οποία υπαγόταν, ήτοι της υπηρεσίας Košice IV (στο εξής: τοπική φορολογική αρχή).

    3

    Στις 25 Φεβρουαρίου 2004 η [Frucona Košice] δεν ήταν σε θέση, λόγω των οικονομικών δυσχερειών τις οποίες αντιμετώπιζε, να εξοφλήσει τους ειδικούς φόρους καταναλώσεως που όφειλε για τον Ιανουάριο του 2004. Μετά από τροποποίηση της νομοθεσίας, η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2004, δεν ήταν πλέον δυνατόν να δοθεί στη [Frucona Košice] αναβολή για την εξόφληση των εν λόγω ειδικών φόρων καταναλώσεως.

    4

    Κατά συνέπεια, αφαιρέθηκε από τη [Frucona Košice] η άδεια παραγωγής οινοπνεύματος και οινοπνευματωδών. Έκτοτε, περιόρισε τη δραστηριότητά της στη διανομή οινοπνευματωδών, με την επωνυμία Frucona, τα οποία αγόραζε από την εταιρία O.H., η οποία τα παρήγαγε, βάσει συμφωνίας με τη [Frucona Košice], στις εγκαταστάσεις της [Frucona Košice], με την άδειά της.

    5

    Η [Frucona Košice] περιήλθε, επίσης, σε κατάσταση υπερχρεωμένης εταιρίας, κατά την έννοια του zákon č. 328/1991 Zb. o konkurze a vyrovnaní (νόμου 328/1991 περί δικαστικής εκκαθαρίσεως και πτωχευτικού συμβιβασμού).

    6

    Στις 8 Μαρτίου 2004 η Frucona Košice υπέβαλε ενώπιον του Krajský súd v Košiciach [(περιφερειακού δικαστηρίου του Košice (Σλοβακία)] αίτηση περί κινήσεως της διαδικασίας του πτωχευτικού συμβιβασμού, προτείνοντας στον κάθε πιστωτή της την εξόφληση του 35 % του οφειλόμενου αντιστοίχως ποσού (στο εξής: προταθείς πτωχευτικός συμβιβασμός). Οι συνολικές οφειλές της [Frucona Košice] ανέρχονταν περίπου σε 644,6 εκατομμύρια σλοβακικές κορώνες (SKK) [(περίπου 21,4 εκατομμύρια ευρώ)], εκ των οποίων τα 640,8 εκατομμύρια SKK [(περίπου 21,3 εκατομμύρια ευρώ)] αντιστοιχούσαν σε φορολογικές οφειλές.

    7

    Με απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, το Krajský súd v Košiciach [(περιφερειακό δικαστήριο του Košice)] επέτρεψε την έναρξη της διαδικασίας πτωχευτικού συμβιβασμού.

    8

    Στις 9 Ιουλίου 2004 οι δανειστές της [Frucona Košice], περιλαμβανομένης της σλοβακικής φορολογικής αρχής, αποδέχθηκαν την πρόταση πτωχευτικού συμβιβασμού κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση επί του πτωχευτικού συμβιβασμού. Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, η τοπική φορολογική αρχή ενεργούσε ως προνομιούχος πιστωτής, λόγω των εγγυήσεων που είχαν συσταθεί υπέρ της κατά τη χορήγηση των αναβολών εξοφλήσεως των οφειλόμενων από τη [Frucona Košice] ειδικών φόρων καταναλώσεως (βλ. σκέψη 2 ανωτέρω).

    9

    Η [Frucona Košice] προβάλλει ότι, έως τις 9 Ιουλίου 2004, είχε υποβάλει στην τοπική φορολογική αρχή έκθεση ελέγχου καταρτισθείσα από ανεξάρτητη ελεγκτική εταιρία (στο εξής: έκθεση Ε), προκειμένου η εν λόγω αρχή να αξιολογήσει τα πλεονεκτήματα του πτωχευτικού συμβιβασμού και της δικαστικής εκκαθαρίσεως, αντιστοίχως.

    10

    Στις 21 Ιουνίου 2004 η σλοβακική φορολογική αρχή διενήργησε επιτόπιο έλεγχο στις εγκαταστάσεις της [Frucona Košice]. Κατά τον έλεγχο αυτόν, προσδιορίστηκε η οικονομική κατάστασή της ως είχε στις 17 Ιουνίου 2004.

    11

    Με απόφαση της 14ης Ιουλίου 2004, το Krajský súd v Košiciach [(περιφερειακό δικαστήριο του Košice)] επικύρωσε τον πτωχευτικό συμβιβασμό. Σύμφωνα με αυτόν, η απαίτηση της σλοβακικής φορολογικής αρχής έπρεπε να εξοφληθεί σε ποσοστό 35 %, το οποίο αντιστοιχούσε σε 224,3 εκατομμύρια SKK [(περίπου 7,45 εκατομμύρια ευρώ)].

    12

    Με έγγραφο της 20ής Οκτωβρίου 2004, η τοπική φορολογική αρχή γνωστοποίησε, μεταξύ άλλων, στη [Frucona Košice] ότι οι όροι του πτωχευτικού συμβιβασμού, σύμφωνα με τους οποίους δεν απαιτούνταν η καταβολή μέρους της φορολογικής οφειλής, συνιστούν κρατική ενίσχυση υποκείμενη σε έγκριση της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

    13

    Στις 17 Δεκεμβρίου 2004 η [Frucona Košice] κατέβαλε μεταξύ άλλων στην τοπική φορολογική αρχή ποσό ύψους 224,3 εκατομμυρίων SKK [(περίπου 7,45 εκατομμύρια ευρώ)], το οποίο αντιστοιχούσε στο 35 % της συνολικής φορολογικής οφειλής της. Με απόφαση της 30ής Δεκεμβρίου 2004, το Krajský súd v Košiciach [(περιφερειακό δικαστήριο του Košice)] περάτωσε τη διαδικασία του πτωχευτικού συμβιβασμού. Στις 18 Αυγούστου 2006 το Krajský súd v Košiciach [(περιφερειακό δικαστήριο του Košice)] μείωσε το καταβλητέο στην τοπική φορολογική αρχή ποσό σε 224,1 εκατομμύρια SKK [(περίπου 7,44 εκατομμύρια ευρώ)].

    Διοικητική διαδικασία

    14

    Με έγγραφο της 15ης Οκτωβρίου 2004, υποβλήθηκε στην Επιτροπή καταγγελία για παράνομη κρατική ενίσχυση υπέρ της [Frucona Košice].

    15

    Με έγγραφο της 4ης Ιανουαρίου 2005, η Σλοβακική Δημοκρατία γνωστοποίησε στην Επιτροπή, κατόπιν αιτήματος της τελευταίας περί παροχής πληροφοριακών στοιχείων, το ενδεχόμενο να έχει λάβει η Frucona Košice παράνομη κρατική ενίσχυση και της ζήτησε να την εγκρίνει ως ενίσχυση [από]σκοπούσα στη διάσωση προβληματικής εταιρίας.

    16

    Η Επιτροπή, αφού συγκέντρωσε συμπληρωματικά πληροφοριακά στοιχεία, κοινοποίησε στη Σλοβακική Δημοκρατία, με έγγραφο της 5ης Ιουλίου 2005, την απόφασή της να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξετάσεως του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ σχετικά με το επίμαχο μέτρο. Η απόφαση αυτή δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2005, C 233, σ. 47).

    17

    Με έγγραφο της 10ης Οκτωβρίου 2005, η Σλοβακική Δημοκρατία υπέβαλε στην Επιτροπή παρατηρήσεις επί του επίμαχου μέτρου. Ομοίως, με έγγραφο της 24ης Οκτωβρίου 2005, η [Frucona Košice] υπέβαλε στην Επιτροπή τις παρατηρήσεις της επί του επίμαχου μέτρου. Οι παρατηρήσεις της [Frucona Košice] κοινοποιήθηκαν στη Σλοβακική Δημοκρατία, η οποία απάντησε με έγγραφο της 16ης Δεκεμβρίου 2005.

    Αρχική απόφαση

    18

    Στις 7 Ιουνίου 2006 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2007/254/ΕΚ, περί της κρατικής ενίσχυσης C 25/2005 (πρώην NN 21/2005), που χορήγησε η Σλοβακική Δημοκρατία υπέρ της Frucona Košice a.s. (ΕΕ 2007, L 112, σ. 14, στο εξής: αρχική απόφαση). Με το άρθρο 1 του διατακτικού της αποφάσεως αυτής, η κρατική ενίσχυση ύψους 416515990 SKK [(περίπου 13900000 ευρώ)] την οποία είχε χορηγήσει η Σλοβακική Δημοκρατία στη [Frucona Košice] χαρακτηρίστηκε μη συμβατή με την κοινή αγορά, με το δε άρθρο 2 της αποφάσεως αυτής διατασσόταν η ανάκτησή της.

    Διαδικασίες ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου

    19

    Στις 12 Ιανουαρίου 2007, η [Frucona Košice] άσκησε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της αρχικής αποφάσεως.

    20

    Με απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2010, Frucona Košice κατά Επιτροπής [(T‑11/07, EU:T:2010:498)], το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή αυτή ως αβάσιμη.

    21

    Κατόπιν αιτήσεως αναιρέσεως την οποία άσκησε η [Frucona Košice] δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Δικαστήριο, με απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2013, Frucona Košice κατά Επιτροπής [(C‑73/11 P, EU:C:2013:32)], αναίρεσε την απόφαση [της 7ης Δεκεμβρίου 2010, Frucona Košice κατά Επιτροπής, (T‑11/07, EU:T:2010:498)]. Εξετάζοντας τη διαφορά επί της ουσίας, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η Επιτροπή, παραλείποντας να λάβει υπόψη της, στο πλαίσιο της εκ μέρους της εκτιμήσεως του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή, τη διάρκεια της διαδικασίας της δικαστικής εκκαθαρίσεως, υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ή ότι, εφόσον έλαβε υπόψη της το στοιχείο αυτό, δεν αιτιολόγησε επαρκώς κατά νόμον την απόφασή της. Εν τέλει, το Δικαστήριο ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί των προβληθέντων ενώπιόν του λόγων ακυρώσεως τους οποίους δεν είχε εξετάσει.

    22

    Μετά την έκδοση της αποφάσεως [της 24ης Ιανουαρίου 2013, Frucona Košice κατά Επιτροπής (C‑73/11 P, EU:C:2013:32)], και προκειμένου να θεραπεύσει τις επισημανθείσες από το Δικαστήριο πλημμέλειες, η Επιτροπή εξέδωσε, στις 16 Οκτωβρίου 2013, την [επίμαχη απόφαση], στο άρθρο 1 της οποίας αναφέρεται ότι η αρχική απόφαση “καταργείται”.

    23

    Εν συνεχεία, με [τη] διάταξη της 21ης Μαρτίου 2014, Frucona Košice κατά Επιτροπής (T‑11/07 RENV, [μη δημοσιευθείσα,] EU:T:2014:173), το Γενικό Δικαστήριο […] διαπίστωσε ότι παρέλκει η έκδοση αποφάσεως επί της προσφυγής με αίτημα την ακύρωση της αρχικής αποφάσεως.

    Η [επίμαχη] απόφαση

    […]

    25

    Με την [επίμαχη] απόφαση, η Επιτροπή εκτίμησε, μεταξύ άλλων, ότι πρέπει να εξεταστεί, κατ’ ουσίαν, εάν η τοπική φορολογική αρχή, αποδεχόμενη την πρόταση πτωχευτικού συμβιβασμού και, συνεπώς, τη διαγραφή κατά 65 % της απαιτήσεώς της, ενήργησε έναντι της [Frucona Košice] ως ιδιώτης πιστωτής υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς. Διευκρίνισε, συναφώς, ότι η θέση της εν λόγω αρχής ως πιστωτή της [Frucona Košice] ήταν ασυνήθιστα ισχυρή, διότι βρισκόταν σε νομική και οικονομική κατάσταση ευνοϊκότερη από εκείνη των ιδιωτών πιστωτών της [Frucona Košice]. Συγκεκριμένα, οι απαιτήσεις της φορολογικής αρχής αντιστοιχούσαν σε ποσοστό μεγαλύτερο του 99 % του συνόλου των αναγγελθεισών απαιτήσεων, οπότε η εν λόγω αρχή, ως προνομιούχος πιστωτής, μπορούσε να απαιτήσει την ικανοποίηση των απαιτήσεών της οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της δικαστικής εκκαθαρίσεως, διά της εκποιήσεως στοιχείων του ενεργητικού διά των οποίων είχαν εξασφαλιστεί οι επίμαχες απαιτήσεις (αιτιολογική σκέψη 80 της [επίμαχης] αποφάσεως).

    26

    Πρώτον, όσον αφορά το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή, η Επιτροπή επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι η δυνατότητα εφαρμογής του κριτήριου αυτού εξαρτάται από το εάν το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος έχει χορηγήσει υπό άλλη ιδιότητα, πέραν της ιδιότητάς του ως δημόσιας αρχής, οικονομικό πλεονέκτημα σε μια επιχείρηση και ότι, εφόσον το κράτος μέλος επικαλεστεί το κριτήριο αυτό κατά τη διοικητική διαδικασία, οφείλει, σε περίπτωση αμφιβολίας, να αποδείξει αδιαμφισβήτητα και βάσει αντικειμενικών και επαληθεύσιμων στοιχείων ότι εφάρμοσε το συγκεκριμένο μέτρο ενεργώντας ως ιδιώτης επιχειρηματίας. Η Επιτροπή παρέθεσε, συναφώς, την απόφαση της 5ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά EDF [(C‑124/10 P, EU:C:2012:318], σκέψεις 81 έως 85) (αιτιολογική σκέψη 82 της [επίμαχης] αποφάσεως).

    27

    Στην αιτιολογική σκέψη 83 της [επίμαχης] αποφάσεως, η Επιτροπή ανέφερε τα εξής:

    “Εν ολίγοις, η Σλοβακική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, κατά τη γνώμη της, το εν λόγω μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση. Αναγνώρισε ότι, κατά τον χρόνο του πτωχευτικού συμβιβασμού, το θέμα της κρατικής ενίσχυσης απλώς δεν ελήφθη υπόψη και ζητεί να αντιμετωπιστεί το επίμαχο μέτρο ως ενίσχυση διάσωσης. Συνάγεται, συνεπώς, ότι οι προαναφερθείσες απαιτήσεις της νομολογίας δεν πληρούνται στην παρούσα υπόθεση και το επίμαχο μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, […] ΣΛΕΕ.”

    28

    Εν συνεχεία, η Επιτροπή, αφού επισήμανε, με την αιτιολογική σκέψη 84 της [επίμαχης] αποφάσεως, ότι, “[εν προκειμένω, η Frucona Košice] ισχυρίσθηκε ότι το μέτρο δεν ενέχει στοιχείο ενίσχυσης και υπέβαλε τα έγγραφα που περιγράφονται ανωτέρω, συγκεκριμένα τις εκθέσεις των δύο οικονομικών ελεγκτών”, εξέτασε εάν η Σλοβακική Δημοκρατία ενήργησε, έναντι της [Frucona Košice], όπως θα ενεργούσε ένας ιδιώτης πιστωτής.

    29

    Προς τούτο, η Επιτροπή, πρώτον, συνέκρινε, βάσει των προσκομισθέντων από τη [Frucona Košice] αποδεικτικών στοιχείων, τις διαδικασίες του πτωχευτικού συμβιβασμού και της δικαστικής εκκαθαρίσεως (αιτιολογικές σκέψεις 88 έως 119 της [επίμαχης] αποφάσεως), δεύτερον, συνέκρινε τις διαδικασίες του πτωχευτικού συμβιβασμού και της αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικών οφειλών (αιτιολογικές σκέψεις 120 έως 127 της [επίμαχης] αποφάσεως) και, τρίτον, εξέτασε τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία τα οποία είχαν προσκομίσει οι σλοβακικές αρχές και η [Frucona Košice] (αιτιολογικές σκέψεις 128 έως 138 της [επίμαχης] αποφάσεως). Κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή εκτίμησε ότι τόσο η διαδικασία της δικαστικής εκκαθαρίσεως όσο και αυτή της αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικών οφειλών αποτελούσαν πολύ επωφελέστερες για την τοπική φορολογική αρχή εναλλακτικές επιλογές σε σχέση με την πρόταση πτωχευτικού συμβιβασμού (αιτιολογικές σκέψεις 119, 124 και 127 της [επίμαχης] αποφάσεως).

    30

    Η Επιτροπή συμπέρανε, με την αιτιολογική σκέψη 139 της [επίμαχης] αποφάσεως, ότι δεν πληρούται το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή και ότι η Σλοβακική Δημοκρατία παρέσχε στη [Frucona Košice] πλεονέκτημα το οποίο η δεύτερη δεν θα μπορούσε να αποκομίσει υπό τις συνθήκες της αγοράς. Με την αιτιολογική σκέψη 140 της εν λόγω αποφάσεως, η Επιτροπή συμπέρανε ότι η διαγραφή χρέους που αποδέχθηκε η τοπική φορολογική αρχή στο πλαίσιο του πτωχευτικού συμβιβασμού συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Τέλος, με την αιτιολογική σκέψη 182 της ίδιας αποφάσεως, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η επίμαχη κρατική ενίσχυση δεν είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά.

    31

    Το διατακτικό της [επίμαχης] αποφάσεως περιλαμβάνει πέντε άρθρα.

    32

    Κατά το άρθρο 1 της [επίμαχης] αποφάσεως, “[η αρχική] απόφαση καταργείται” (βλ. σκέψη 22 ανωτέρω).

    33

    Κατά το άρθρο 2 της [επίμαχης] αποφάσεως, η κρατική ενίσχυση την οποία χορήγησε η Σλοβακική Δημοκρατία στη [Frucona Košice], ύψους 416515990 SKK [(περίπου 13900000 ευρώ)], δεν είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά.

    34

    Με το άρθρο 3 της [επίμαχης] αποφάσεως, η Επιτροπή υποχρεώνει τη Σλοβακική Δημοκρατία να ανακτήσει την επίμαχη ενίσχυση, η οποία είχε χορηγηθεί παρανόμως στη [Frucona Košice], περιλαμβανομένων των τόκων υπερημερίας.»

    Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

    3

    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 17 Φεβρουαρίου 2014, η Frucona Košice άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της επίμαχης αποφάσεως.

    4

    Προς στήριξη της προσφυγής της, η νυν αναιρεσείουσα προέβαλε τέσσερις λόγους ακυρώσεως, εκ των οποίων ο πρώτος αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, ο δεύτερος από πλάνη περί το δίκαιο η οποία αφορά την αιτιολογική σκέψη 83 της επίμαχης αποφάσεως, ο τρίτος από πλάνη περί τα πραγματικά περιστατικά και πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την κρίση ότι η διαδικασία δικαστικής εκκαθαρίσεως ήταν επωφελέστερη από ό,τι η πρόταση πτωχευτικού συμβιβασμού και ο τέταρτος από πλάνη περί τα πραγματικά περιστατικά και πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά τη κρίση ότι η διαδικασία της αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικών οφειλών ήταν επωφελέστερη από ό,τι η πρόταση πτωχευτικού συμβιβασμού.

    5

    Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τον πρώτο και τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως που προβλήθηκε με την προσφυγή και δέχθηκε τον τρίτο και τον τέταρτο. Κατά συνέπεια, ακύρωσε την επίμαχη απόφαση και καταδίκασε την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

    Αιτήματα των διαδίκων

    6

    Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

    να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση,

    πρωτίστως, να απορρίψει την πρωτοδίκως ασκηθείσα προσφυγή και να καταδικάσει τη Frucona Košice στα δικαστικά έξοδα, και

    επικουρικώς, να αναπέμψει την απόφαση στο Γενικό Δικαστήριο και να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα.

    7

    Η Frucona Košice ζητεί από το Δικαστήριο:

    να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

    να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

    Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

    8

    Προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως, η Επιτροπή προβάλλει έξι λόγους, εκ των οποίων ο πρώτος αντλείται από πεπλανημένη ερμηνεία της επίμαχης αποφάσεως, ο δεύτερος και ο τέταρτος από το ότι δεν ελήφθησαν υπόψη οι προϋποθέσεις εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή, ο τρίτος από πεπλανημένη ερμηνεία και εφαρμογή της αρχής του δεδικασμένου και της αρχής ne ultra petita, ο πέμπτος από πεπλανημένη εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή και ο έκτος από παρερμηνεία των ορίων της υποχρεώσεως της Επιτροπής να διενεργήσει επιμελή και αμερόληπτη έρευνα.

    9

    Καταρχάς, πρέπει να εξετασθούν ο δεύτερος και ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως, εν συνεχεία ο πρώτος, ακολούθως ο τρίτος και, τέλος, ο πέμπτος και ο έκτος λόγος αναιρέσεως.

    Επί του δευτέρου και του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, περί της δυνατότητας εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    10

    Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στις σκέψεις 109 έως 118 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η δικαιούχος της ενισχύσεως μπορούσε να επικαλεσθεί λυσιτελώς το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή.

    11

    Κατά την Επιτροπή, το κριτήριο αυτό παραπέμπει στην υποκειμενική άποψη του δημοσίου οργανισμού κατά την έκδοση της αποφάσεως περί λήψεως του επίμαχου μέτρου. Ως εκ τούτου, αφενός, η διακρίβωση ή όχι των προθέσεών του κατά τον χρόνο αυτόν απόκειται σε επιλογή η οποία αποτελεί υποκειμενικό δικαίωμα του οικείου κράτους μέλους, οπότε δεν χωρεί επίκληση του δικαιώματος αυτού εκ μέρους τρίτων. Αφετέρου, κατά την αναιρεσείουσα, μόνον το κράτος μέλος αυτό είχε στη διάθεσή του το σύνολο των κρίσιμων στοιχείων βάσει των οποίων διαμόρφωσε την άποψή του κατά τον χρόνο λήψεως της αποφάσεως περί του επίμαχου μέτρου. Απόκειται, επομένως, στο εν λόγω κράτος μέλος να επικαλεσθεί το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή και να προσκομίζει τα απαιτούμενα στοιχεία.

    12

    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι εν προκειμένω, όμως, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 128 έως 132 της επίμαχης αποφάσεως, είχε στη διάθεσή της στοιχεία καταδεικνύοντα ότι η θέση της Σλοβακικής Δημοκρατίας ήταν σαφής και συνεπής, τόσο σε αντίκρουση της καταγγελίας όσο κατά τον ίδιο τον χρόνο της εγκρίσεως του πτωχευτικού συμβιβασμού, δεδομένου ότι το κράτος μέλος αυτό θεωρούσε ανέκαθεν ότι, κατά την άποψή του, επρόκειτο περί κρατικής ενισχύσεως.

    13

    Η Επιτροπή προσθέτει ότι, αν έπρεπε να γίνει δεκτό ότι ο δικαιούχος της ενισχύσεως δύναται να επικαλεσθεί το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή, τότε το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, παραλείποντας να επιβάλει στη Frucona Košice την υποχρέωση να αποδείξει, όπως και το κράτος μέλος, αδιαμφισβήτητα και βάσει αντικειμενικών και επαληθεύσιμων στοιχείων, ότι το μέτρο που τέθηκε σε εφαρμογή άπτεται της ιδιότητας του εν λόγω κράτους μέλους ως ιδιώτη πιστωτή.

    14

    Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στη σκέψη 247 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να προβεί σε διάκριση, όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή, αναλόγως των διαφόρων εναλλακτικών λύσεων που θα μπορούσαν να εφαρμοσθούν αντί του επίμαχου μέτρου.

    15

    Κατά την αναιρεσείουσα, δεδομένου ότι η εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή στηρίζεται στα στοιχεία που προσκομίζονται προκειμένου να αποδειχθεί ότι το κριτήριο αυτό πρέπει να εφαρμοσθεί, η πλάνη του Γενικού Δικαστηρίου έγκειται στο ότι αποφάνθηκε ότι η εφαρμογή του εν λόγω κριτηρίου συνιστά αφηρημένη λογική υπόθεση η οποία αποσκοπεί στον προσδιορισμό της συμπεριφοράς του υποθετικού ιδανικού ιδιώτη πιστωτή, ορθολογικού και πλήρως ενημερωμένου.

    16

    Ως εκ τούτου, καθόσον είναι σαφές, κατά την αναιρεσείουσα, ότι δεν υποβλήθηκε στον ανήκοντα στον δημόσιο τομέα πιστωτή κανένα στοιχείο περί ειδικής συμπεριφοράς, οποιαδήποτε σύγκριση της συμπεριφοράς του φορέα αυτού με ευρισκόμενο σε παρεμφερή κατάσταση ιδιώτη πιστωτή στερείται λογικής. Επομένως, το κριτήριο αυτό δεν έχει εν προκειμένω εφαρμογή.

    17

    Η Επιτροπή επισημαίνει ότι δεν αμφισβητείται εν προκειμένω ότι, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υποθέσεως, δεν υπήρξε καμία σύγκριση, βασιζόμενη στο κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή, μεταξύ της προτάσεως πτωχευτικού συμβιβασμού και της διαδικασίας αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικών οφειλών. Ως εκ τούτου, κατά την αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο έπρεπε να αποφανθεί επί του ζητήματος αν η αιτιολογική σκέψη 120 της επίμαχης αποφάσεως περιείχε στην πράξη την έμμεση κρίση ότι το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή δεν ετύγχανε εφαρμογής.

    18

    Η Frucona Košice αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων της Επιτροπής.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    19

    Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ο χαρακτηρισμός μέτρου ως «κρατικής ενισχύσεως», κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, επιτάσσει να πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις τις οποίες προβλέπει η διάταξη αυτή. Επομένως, πρώτον, πρέπει να πρόκειται για κρατική παρέμβαση ή για παρέμβαση μέσω κρατικών πόρων. Δεύτερον, η παρέμβαση αυτή πρέπει να δύναται να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών. Τρίτον, πρέπει να παρέχει επιλεκτικό πλεονέκτημα στον δικαιούχο της. Τέταρτον, πρέπει να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά Hansestadt Lübeck, C‑524/14 P, EU:C:2016:971, σκέψη 40, και της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά World Duty Free Group SA κ.λπ., C‑20/15 P και C‑21/15 P, EU:C:2016:981, σκέψη 53).

    20

    Η έννοια της «ενισχύσεως» δεν περιλαμβάνει μόνον τις θετικές παροχές όπως είναι οι ίδιες οι επιδοτήσεις, αλλά και παρεμβάσεις οι οποίες, ανεξαρτήτως μορφής, απαλλάσσουν από ή περιορίζουν τις συνήθεις επιβαρύνσεις του προϋπολογισμού μιας επιχειρήσεως και οι οποίες, ως εκ τούτου, χωρίς να αποτελούν επιδοτήσεις εν στενή εννοία, έχουν ίδια φύση και όμοια αποτελέσματα με αυτές (απόφαση της 21ης Μαρτίου 2013, Επιτροπή κατά Buczek Automotive, C‑405/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:186, σκέψη 30).

    21

    Εντούτοις, οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για τον χαρακτηρισμό μέτρου ως «ενισχύσεως», κατά την έννοια του άρθρου 107 ΣΛΕΕ, δεν πληρούνται οσάκις η δικαιούχος επιχείρηση μπορούσε, υπό περιστάσεις που αντιστοιχούν στις κανονικές συνθήκες της αγοράς, να τύχει του ιδίου πλεονεκτήματος με εκείνο το οποίο της παρασχέθηκε μέσω κρατικών πόρων (απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2013, Frucona Košice κατά Επιτροπής, C‑73/11 P, EU:C:2013:32, σκέψη 70 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    22

    Το ζήτημα αυτό εκτιμάται, οσάκις πιστωτής ανήκων στον δημόσιο τομέα παρέχει διευκολύνσεις πληρωμής χρέους το οποίο του οφείλει επιχείρηση, εφαρμόζοντας, καταρχήν, το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή (απόφαση της 21ης Μαρτίου 2013, Επιτροπή κατά Buczek Automotive, C‑405/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:186, σκέψη 32).

    23

    Ως εκ τούτου, το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή δεν συνιστά εξαίρεση η οποία τυγχάνει εφαρμογής μόνον κατόπιν αιτήματος του κράτους μέλους, εφόσον συντρέχουν όλα τα συστατικά στοιχεία της έννοιας της μη συμβατής με την κοινή αγορά κρατικής ενισχύσεως, κατά το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Πράγματι, το κριτήριο αυτό, οσάκις δύναται να τύχει εφαρμογής, καταλέγεται μεταξύ των στοιχείων τα οποία οφείλει να λάβει υπόψη η Επιτροπή για να αποδείξει την ύπαρξη τέτοιας ενισχύσεως (βλ., σχετικώς, αποφάσεις της 5ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά EDF, C‑124/10 P, EU:C:2012:318, σκέψη 103, και της 21ης Μαρτίου 2013, Επιτροπή κατά Buczek Automotive, C‑405/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:186, σκέψη 32).

    24

    Κατά συνέπεια, οσάκις συνάγεται ότι το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή δύναται να τύχει εφαρμογής, απόκειται στην Επιτροπή να ζητήσει από το οικείο κράτος μέλος την παροχή όλων των κρίσιμων στοιχείων τα οποία της καθιστούν δυνατό να διακριβώσει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του κριτηρίου αυτού (απόφαση της 21ης Μαρτίου 2013, Επιτροπή κατά Buczek Automotive, C‑405/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:186, σκέψη 33).

    25

    Πρώτον, από τη νομολογία αυτή του Δικαστηρίου προκύπτει ότι απόκειται στην Επιτροπή, σε περίπτωση κατά την οποία συνάγεται ότι το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή θα μπορούσε να τύχει εφαρμογής, να εξετάζει το ενδεχόμενο αυτό ανεξαρτήτως αν έχει υποβληθεί οποιοδήποτε σχετικό αίτημα.

    26

    Ως εκ τούτου, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 72 και 76 των προτάσεών του, αφενός, ουδόλως αποκλείεται το ενδεχόμενο ο δικαιούχος της ενισχύσεως να επικαλεσθεί τη δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου αυτού και, αφετέρου, εφόσον επικαλείται το εν λόγω κριτήριο, στην Επιτροπή απόκειται να εξετάσει τη δυνατότητα εφαρμογής και, ενδεχομένως, την εφαρμογή του.

    27

    Δεύτερον, όσον αφορά το ζήτημα αν ασκεί επιρροή η υποκειμενική άποψη του κράτους μέλους, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 74 των προτάσεών του, για να καθορισθεί αν τυγχάνει εφαρμογής το κριτήριο του ιδιώτη επιχειρηματία, ως αφετηρία πρέπει να εκληφθεί ο οικονομικός χαρακτήρας της ενέργειας του κράτους μέλους και όχι ο τρόπος με τον οποίο, υποκειμενικώς, το κράτος μέλος αυτό θεωρεί ότι ενεργεί ή οι εναλλακτικές λύσεις τις οποίες αυτό εξέτασε πριν λάβει το επίμαχο μέτρο.

    28

    Εν πάση περιπτώσει, βάσει του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή εξετάζεται ιδίως αν η δικαιούχος επιχείρηση προδήλως δεν θα ετύγχανε διευκολύνσεων παρεμφερών με εκείνες ενός ιδιώτη πιστωτή ευρισκομένου στην πλησιέστερη κατά το δυνατόν κατάσταση εκείνης του ανήκοντος στον δημόσιο τομέα πιστωτή που επιδιώκει την είσπραξη των ποσών τα οποία του οφείλει δανειστής που αντιμετωπίζει οικονομικές δυσχέρειες (απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2013, Frucona Košice κατά Επιτροπής, C‑73/11 P, EU:C:2013:32, σκέψη 72) και, ως εκ τούτου, αν η επιχείρηση αυτή θα μπορούσε, υπό περιστάσεις που αντιστοιχούν στις κανονικές συνθήκες της αγοράς, να τύχει του ιδίου πλεονεκτήματος με εκείνο το οποίο της παρασχέθηκε μέσω κρατικών πόρων (απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2013, Frucona Košice κατά Επιτροπής, C‑73/11 P, EU:C:2013:32, σκέψη 70).

    29

    Εκ των προεκτεθέντων, όμως, συνάγεται ότι ο έλεγχος στον οποίο πρέπει, ενδεχομένως, να προβεί η Επιτροπή δεν περιορίζεται μόνον στις εναλλακτικές λύσεις τις οποίες έλαβε πράγματι υπόψη η αρμόδια δημόσια αρχή, αλλά πρέπει κατ’ ανάγκη να αφορά το σύνολο των εναλλακτικών λύσεων τις οποίες ευλόγως θα εξέταζε ένας ιδιώτης πιστωτής σε τέτοια περίπτωση.

    30

    Όσον αφορά τα επιχειρήματα που προέβαλε η Επιτροπή στο πλαίσιο του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, αρκεί η διαπίστωση ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο αποφαινόμενο, στη σκέψη 247 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι καθόσον το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή μπορούσε να τύχει αυτό καθαυτό εφαρμογής, η Επιτροπή δεν μπορούσε να προβεί σε διάκριση, όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου αυτού, αναλόγως των διαφόρων εναλλακτικών λύσεων που θα μπορούσαν να προτιμηθούν αντί του επίμαχου μέτρου.

    31

    Ως εκ τούτου, ο δεύτερος και ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

    Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται πεπλανημένη ερμηνεία της επίμαχης αποφάσεως

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    32

    Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε πεπλανημένα την επίμαχη απόφαση κρίνοντας, στις σκέψεις 101 έως 104 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το θεσμικό όργανο αυτό εκτίμησε, στην επίμαχη απόφαση, ότι το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή μπορούσε να τύχει εφαρμογής στα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως.

    33

    Επομένως, κατά την αναιρεσείουσα, κακώς έκρινε το Γενικό Δικαστήριο ότι από την τελευταία περίοδο της αιτιολογικής σκέψεως 80 της επίμαχης αποφάσεως έπρεπε να συναχθεί ότι το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή μπορούσε να τύχει εν προκειμένω εφαρμογής. Η πλάνη αυτή κατά την ερμηνεία καθίσταται σαφής από τις επόμενες αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεως εκείνης. Συγκεκριμένα, κατά την Επιτροπή, η αιτιολογική σκέψη 81 δεν αφορά ειδικώς τις προϋποθέσεις εφαρμογής του κριτηρίου αυτού, με την αιτιολογική σκέψη 82 διευκρινίζεται ειδικώς η κατάσταση όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής του εν λόγω κριτηρίου, ενώ η αιτιολογική σκέψη 83, όπως και οι αιτιολογικές σκέψεις 128 έως 132, αφορά το ζήτημα αν το ίδιο κριτήριο μπορούσε να εφαρμοσθεί.

    34

    Η Frucona Košice αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων της Επιτροπής.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    35

    Καταρχάς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι στην επίμαχη απόφαση δεν διευκρινίζεται ρητώς ότι το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή δεν θα μπορούσε να τύχει εν προκειμένω εφαρμογής. Αντιθέτως, στην απόφαση αυτή διαπιστώνεται η ύπαρξη εφαρμογής του κριτηρίου αυτού, στην οποία στηρίζεται η εκτιθέμενη στις αιτιολογικές σκέψεις 139 και 140 κρίση περί του ότι το επίμαχο μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση.

    36

    Εν συνεχεία, σε περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή διατηρούσε αμφιβολίες ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής του εν λόγω κριτηρίου, υπενθυμίζεται ότι θα έπρεπε, όπως προκύπτει από τη σκέψη 24 της παρούσας αποφάσεως, να ζητήσει από το Σλοβακικό Δημόσιο την παροχή των κρίσιμων για το ζήτημα αυτό στοιχείων και να προβεί σε συνολική εκτίμηση των στοιχείων αυτών (βλ., σχετικώς, απόφαση της 5ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά EDF, C‑124/10 P, EU:C:2012:318, σκέψη 86). Στην επίμαχη απόφαση, όμως, δεν υφίσταται ούτε ίχνος τέτοιου αιτήματος ή τέτοιας εξετάσεως.

    37

    Τέλος, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή εφάρμοσε το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή αφού διευκρίνισε, στις σκέψεις 84 και 86 της επίμαχης αποφάσεως, ότι η δικαιούχος υποστήριξε ότι η αποδοχή της προτάσεως πτωχευτικού συμβιβασμού δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση, διότι η διαδικασία δικαστικής εκκαθαρίσεως θα ήταν λιγότερο επωφελής για το Σλοβακικό Δημόσιο.

    38

    Υπό τις συνθήκες αυτές, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

    Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως, περί της αρχής του δεδικασμένου και της αρχής ne ultra petita

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    39

    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη την αρχή του δεδικασμένου και την αρχή ne eat iudex ultra petita partium αποφαινόμενο, στις σκέψεις 123 έως 126 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το Δικαστήριο είχε κρίνει, εμμέσως, πλην όμως κατά λογική αναγκαιότητα, στην απόφασή του της 24ης Ιανουαρίου 2013, Frucona Košice κατά Επιτροπής (C‑73/11 P, EU:C:2013:32), ότι το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή ήταν εφαρμοστέο στα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως και ότι, ως εκ τούτου, εάν γινόταν δεκτή η προταθείσα από την Επιτροπή ερμηνεία της επίμαχης αποφάσεως τούτο θα συνεπαγόταν παραβίαση της αρχής του δεδικασμένου.

    40

    Η Frucona Košice αμφισβητεί τα επιχειρήματα της Επιτροπής.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    41

    Δεδομένου ότι ο τρίτος λόγος αναιρέσεως αφορά μέρος του σκεπτικού το οποίο εκτίθεται επαλλήλως προς στήριξη της κρίσεως του Γενικού Δικαστηρίου περί του ότι το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή ήταν εφαρμοστέο στα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση περιπτώσεως και δεδομένου ότι ο πρώτος, ο δεύτερος και ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως, οι οποίοι βάλλουν κατά της ιδίας κρίσεως του Γενικού Δικαστηρίου, απορρίφθηκαν ως αβάσιμοι, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

    Επί του πέμπτου και του έκτου λόγου αναιρέσεως, περί της εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή και της υποχρεώσεως της Επιτροπής να διενεργήσει επιμελή και αμερόληπτη έρευνα

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    42

    Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει, πρώτον, ότι το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή προϋποθέτει τον προσδιορισμό της υποκειμενικής απόψεως της δημόσιας αρχής και τη σύγκρισή της με εκείνη την οποία θα διαμόρφωνε ιδιώτης πιστωτής υπό τις ίδιες περιστάσεις. Συναφώς, κατά την αναιρεσείουσα, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι κρίσιμα είναι μόνον τα διαθέσιμα στοιχεία, καθώς και οι εξελίξεις που μπορούν να προβλεφθούν κατά τον χρόνο λήψεως της αποφάσεως από τη δημόσια αυτή αρχή.

    43

    Η Επιτροπή συνάγει εξ αυτού ότι απόκειται στο οικείο κράτος μέλος να αποδείξει ότι, ενόψει της λήψεως της αποφάσεώς του, έλαβε πράγματι υπόψη τα ως άνω στοιχεία και εξελίξεις, τα οποία πρέπει να είναι παρεμφερή εκείνων των οποίων θα ζητούσε να λάβει γνώση ιδιώτης πιστωτής πριν λάβει την ίδια απόφαση.

    44

    Συγκεκριμένα, κατά την αναιρεσείουσα, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή αποκλείει το ενδεχόμενο αυτός να ενήργησε κατά τυχαίο τρόπο, επιτάσσει δε σαφώς ο ιδιώτης να ενήργησε με πλήρη γνώση των στοιχείων της καταστάσεως, δεδομένου ότι, κατά τη νομολογία αυτή, δεν αρκούν οικονομικού χαρακτήρα εκτιμήσεις μεταγενέστερες της παροχής του επίμαχου πλεονεκτήματος, αναδρομική διαπίστωση της πραγματικής αποδοτικότητας της επενδύσεως του οικείου κράτους μέλους ή δικαιολογίες μεταγενέστερες της επιλογής της εφαρμοσθείσας στην πράξη διαδικασίας.

    45

    Τούτο, όμως, δεν συνεπάγεται, κατά την Επιτροπή, ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν μπορούν να υποβάλουν πληροφοριακά ή άλλα χρήσιμα στοιχεία προκειμένου η Επιτροπή να σχηματίσει σαφέστερη άποψη όσον αφορά, επί παραδείγματι, το είδος και το αντικείμενο του επίμαχου μέτρου, το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται ή τον σκοπό που επιδιώκεται με το μέτρο αυτό. Ωστόσο, δεν απόκειται στα μέρη αυτά να αντικαθιστούν με την εκτίμησή τους εκείνη στην οποία είχε πράγματι προβεί το οικείο κράτος μέλος κατά τον χρόνο λήψεως της αποφάσεώς του, όπως δεν απόκειται στην Επιτροπή να προσδιορίζει αυτεπαγγέλτως τη συμπεριφορά ενός υποθετικού ιδανικού ιδιώτη πιστωτή, ορθολογικού και πλήρως ενημερωμένου.

    46

    Τα στοιχεία που παρασχέθηκαν στην Επιτροπή πέραν εκείνων τα οποία προσκόμισε το οικείο κράτος μέλος μπορούν, κατ’ αυτήν, να σκοπούν να καταδείξουν ότι, βάσει των στοιχείων τα οποία έλαβε πράγματι υπόψη το κράτος μέλος αυτό, ένας ιδιώτης πιστωτής θα ενεργούσε ή όχι με τον ίδιο τρόπο. Τα στοιχεία αυτά, ωστόσο, δεν δύνανται να αποσκοπούν στη δικαιολόγηση της ληφθείσας αποφάσεως παραπέμποντας σε πληροφορίες ή στοιχεία τα οποία δεν έλαβε πράγματι υπόψη το οικείο κράτος μέλος.

    47

    Δεύτερον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι το Γενικό Δικαστήριο, διατυπώνοντας, στη σκέψη 137 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το κριτήριο του εκ μέρους του ελέγχου, παρέλειψε να οριοθετήσει την υποχρέωση ελέγχου που υπέχει το θεσμικό όργανο αυτό περιορίζοντάς την στα κρίσιμα στοιχεία τα οποία διέθετε. Η παράλειψη αυτή είχε ως αποτέλεσμα να κρίνει το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 201 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή όφειλε να επιδιώξει την παροχή πρόσθετων στοιχείων προκειμένου να ελέγξει και να τεκμηριώσει τις κρίσεις που συνήγαγε από τον φάκελο της διοικητικής διαδικασίας.

    48

    Κατά την αναιρεσείουσα, στην εν λόγω σκέψη 201, το Γενικό Δικαστήριο έθεσε, επομένως, νέα απαίτηση, κατά την οποία η Επιτροπή πρέπει να προσδιορίσει τη συμπεριφορά του υποθετικού ιδανικού ιδιώτη πιστωτή, ορθολογικού και πλήρως ενημερωμένου, αναζητώντας όλα τα «πιθανά» στοιχεία και πληροφορίες, απαίτηση που αντιβαίνει στην ίδια τη φιλοσοφία επί της οποίας στηρίζεται το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή, συγκεκριμένα δε την εκτίμηση περί της υποκειμενικής απόψεως της δημόσιας αρχής κατά τον χρόνο λήψεως της αποφάσεώς της.

    49

    Κατά την Επιτροπή, οι σκέψεις 137 και 180 έως 213 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως στηρίζονται, επομένως, αφενός, στην πεπλανημένη κρίση ότι η νομολογία του Δικαστηρίου επέβαλλε στην Επιτροπή να προβεί σε αντικειμενική και πλήρη ανάλυση των πλεονεκτημάτων και των μειονεκτημάτων της διαδικασίας δικαστικής εκκαθαρίσεως και όχι σε ανάλυση βάσει της υποκειμενικής καταστάσεως της δημόσιας αρχής και, αφετέρου, σε πεπλανημένη ερμηνεία της επίμαχης αποφάσεως, καθόσον προκύπτει από αυτήν ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο προέβη σε τέτοια ανάλυση.

    50

    Τρίτον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η επίμαχη απόφαση στηρίζεται στην κατάσταση των στοιχείων του ενεργητικού της Frucona Košice τη 17η Ιουνίου 2004 και ότι, κατά το Γενικό Δικαστήριο, ορθώς δεν δέχθηκε τη μεθοδολογία της εκθέσεως Ε όσον αφορά τον καθορισμό των συντελεστών ρευστοποιήσεως των εν λόγω στοιχείων ενεργητικού. Ωστόσο, δεδομένου ότι αυτά τα οικονομικού χαρακτήρα στοιχεία ήταν τα μόνα που διέθετε η τοπική φορολογική αρχή όταν αποφάσισε να δεχθεί την πρόταση πτωχευτικού συμβιβασμού, λογική συνέπεια των διαπιστώσεων αυτών περί των πραγματικών περιστατικών είναι ότι ιδιώτης πιστωτής που θα είχε στη διάθεσή του μόνον αυτά τα στοιχεία δεν θα δεχόταν την πρόταση πτωχευτικού συμβιβασμού. Συγκεκριμένα, κατά την αναιρεσείουσα, αν είχε ζητήσει πρόσθετα στοιχεία, ένας τέτοιος πιστωτής δεν θα δεχόταν την πρόταση πτωχευτικού συμβιβασμού.

    51

    Η Επιτροπή φρονεί ότι, λαμβανομένης υπόψη της υποχρεώσεως που υπείχε να προβεί σε έλεγχο αποκλειστικώς βάσει των πληροφοριών και των στοιχείων που είχε πράγματι στη διάθεσή του ο ανήκων στο δημόσιο τομέα πιστωτής ή που ήταν παγκοίνως γνωστά, ο φάκελος της διοικητικής διαδικασίας τεκμηρίωνε, εν πάση περιπτώσει, βασίμως την κρίση της περί του ότι ένας ιδιώτης πιστωτής δεν θα συμφωνούσε με την πρόταση πτωχευτικού συμβιβασμού. Συγκεκριμένα, κατά την Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο δεν μνημόνευσε κανένα πρόσθετο στοιχείο το οποίο θα ασκούσε επιρροή κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών και το οποίο δεν έλαβε υπόψη η Επιτροπή.

    52

    Ως εκ τούτου, κατά την αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, κρίνοντας, στις σκέψεις 186 και 235 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι βάσει των στοιχείων του φακέλου δεν μπορούσαν να τεκμηριωθούν επαρκώς κατά νόμον και άνευ αμφισημίας οι κρίσεις της Επιτροπής όσον αφορά τον υπολογισμό, στα 435 εκατομμύρια SKK (περίπου 14,5 εκατομμύρια ευρώ), του προϊόντος της εκποιήσεως των στοιχείων του ενεργητικού στο πλαίσιο δικαστικής εκκαθαρίσεως. Η Επιτροπή επισημαίνει επίσης ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν διευκρινίζει το εύρος της αποδείξεως της οποίας το βάρος έφερε η Επιτροπή ούτε αν τούτο υποχρέωνε την Επιτροπή να αποδείξει, άνευ αμφισημίας, ποιο θα ήταν το προϊόν της εκποιήσεως.

    53

    Τέταρτον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι περιπτώσεις πλάνης περί το δίκαιο τις οποίες επισήμανε αφορούν και την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εκτίμηση περί της χρονικής διάρκειας της διαδικασίας δικαστικής εκκαθαρίσεως, καθώς και την εκτίμηση περί της διαδικασίας αναγκαστικής εισπράξεως της φορολογικής οφειλής. Συγκεκριμένα, οι εκτιμήσεις αυτές στηρίζονται, κατά την αναιρεσείουσα, στο ίδιο εσφαλμένο κριτήριο και στην απόρριψη της εκτιμήσεως της Επιτροπής σχετικά με το προϊόν της εκποιήσεως των στοιχείων ενεργητικού της Frucona Košice.

    54

    Με τον έκτο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή διατείνεται ότι οι σκέψεις 191 έως 195 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως μπορούν να ερμηνευθούν ως έχουσες την έννοια ότι προσάπτεται στην Επιτροπή παράβαση της υποχρεώσεώς της να διενεργεί επιμελή και αμερόληπτη έρευνα. Εφόσον η ερμηνεία αυτή είναι η προσήκουσα, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο προσέδωσε εσφαλμένο περιεχόμενο στην υποχρέωση αυτή και ότι της επέβαλε υπέρμετρο βάρος.

    55

    Η Επιτροπή επισημαίνει συναφώς ότι, στις σκέψεις 187 και 191 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ορθώς η Επιτροπή δεν δέχθηκε την αποδεικτική αξία της εκθέσεως Ε και, επομένως, συνήγαγε κρίσεις από στοιχεία που προέβαλε ή δεν αμφισβήτησε η Frucona Košice. Το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε εν συνεχεία να καταδικάσει την Επιτροπή επειδή δεν ζήτησε την παροχή πρόσθετων στοιχείων για τη διακρίβωση και την τεκμηρίωση των συμπερασμάτων που είχε συναγάγει από τα στοιχεία αυτά, χωρίς να εξηγήσει τι είδους πρόσθετα στοιχεία θα μπορούσε, ενδεχομένως, να ζητήσει το θεσμικό όργανο αυτό.

    56

    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι στήριξε την εκτίμησή της στα στοιχεία που πράγματι διέθετε κατά τον χρόνο εκείνο και έκρινε ότι μπορούσε να παραπέμψει στο ποσό το οποίο είχε καθορίσει η δικαιούχος, είχε δεχθεί η φορολογική αρχή και το οποίο βασιζόταν σε ανεξάρτητες εκθέσεις, χωρίς να απαιτήσει την προσκόμιση άλλων εκθέσεων. Εν πάση περιπτώσει, ένας πιστωτής ανήκων στο δημόσιο τομέα δεν θα δεχόταν από τον οφειλέτη του να μην τεκμηριώσει επαρκώς την εκτίμησή του περί της αξίας των στοιχείων του ενεργητικού που παρέχει ως εγγύηση προκειμένου να τύχει αναβολής για την καταβολή της φορολογικής οφειλής του. Εν προκειμένω, η τοπική φορολογική αρχή είχε συναγάγει τα δικά της συμπεράσματα όσον αφορά την αξία των στοιχείων αυτών ενεργητικού, όπως προκύπτει, κατά την αναιρεσείουσα, από την απόφαση περί αναβολής της πληρωμής του χρέους.

    57

    Η Frucona Košice αμφισβητεί τα επιχειρήματα της Επιτροπής.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    58

    Καταρχάς, επισημαίνεται ότι ο πέμπτος και ο έκτος λόγος αναιρέσεως αφορούν, κατ’ ουσίαν, το εύρος των υποχρεώσεων για τη διενέργεια έρευνας τις οποίες υπέχει η Επιτροπής οσάκις προβαίνει σε εκτιμήσεις σχετικές με το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή, όπως το εύρος αυτό καθορίσθηκε από το Γενικό Δικαστήριο κατά τον εκ μέρους του έλεγχο των μερών της επίμαχης αποφάσεως σχετικά με τις διαδικασίες τόσο της δικαστικής εκκαθαρίσεως όσο και της αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικής οφειλής.

    59

    Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, κατά την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή, απόκειται στην Επιτροπή να προβεί σε συνολική εκτίμηση, λαμβάνουσα υπόψη κάθε κρίσιμο εν προκειμένω στοιχείο, το οποίο της παρέχει τη δυνατότητα να κρίνει αν η δικαιούχος επιχείρηση προδήλως δεν θα ετύγχανε παρεμφερών διευκολύνσεων εκ μέρους ιδιώτη πιστωτή (βλ., σχετικώς, αποφάσεις της 24ης Ιανουαρίου 2013, Frucona Košice κατά Επιτροπής, C‑73/11 P, EU:C:2013:32, σκέψη 73, και της 21ης Μαρτίου 2013, Επιτροπή κατά Buczek Automotive, C‑405/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:186, σκέψη 47).

    60

    Συναφώς, αφενός, πρέπει να λογίζεται ως κρίσιμο κάθε στοιχείο δυνάμενο να ασκήσει επιρροή κατά τρόπο μη αμελητέο στη λήψη αποφάσεως εκ μέρους συνετού και επιμελούς ιδιώτη πιστωτή ο οποίος ευρίσκεται στην πλησιέστερη κατά το δυνατόν κατάσταση εκείνης του ανήκοντος στον δημόσιο τομέα πιστωτή και επιδιώκει την είσπραξη των ποσών που του οφείλει δανειστής ο οποίος αντιμετωπίζει δυσχέρειες πληρωμών (αποφάσεις της 24ης Ιανουαρίου 2013, Frucona Košice κατά Επιτροπής, C‑73/11 P, EU:C:2013:32, σκέψη 78, και της 21ης Μαρτίου 2013, Επιτροπή κατά Buczek Automotive, C‑405/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:186, σκέψη 54).

    61

    Αφετέρου, κρίσιμα για την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή είναι μόνον τα στοιχεία που ήταν διαθέσιμα και οι εξελίξεις που ήταν δυνατόν να προβλεφθούν κατά τον χρόνο λήψεως της αποφάσεως αυτής (βλ., σχετικώς, απόφαση της 5ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά EDF, C‑124/10 P, EU:C:2012:318, σκέψη 105).

    62

    Η εκ μέρους της Επιτροπής εξέταση αυτή του ζητήματος αν συγκεκριμένα μέτρα μπορούν να χαρακτηρισθούν ως κρατικές ενισχύσεις λόγω του ότι οι δημόσιες αρχές δεν ενήργησαν όπως ένας ιδιώτης πιστωτής απαιτεί σύνθετη οικονομική εκτίμηση (αποφάσεις της 24ης Ιανουαρίου 2013, Frucona Košice κατά Επιτροπής, C‑73/11 P, EU:C:2013:32, σκέψη 74, και της 21ης Μαρτίου 2013, Επιτροπή κατά Buczek Automotive, C‑405/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:186, σκέψη 48).

    63

    Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, στο πλαίσιο του ελέγχου τον οποίο ασκούν τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης επί των σύνθετων οικονομικών εκτιμήσεων της Επιτροπής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, δεν απόκειται στο δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης να υποκαθιστά την Επιτροπή στην οικονομική εκτίμησή της (αποφάσεις της 24ης Ιανουαρίου 2013, Frucona Košice κατά Επιτροπής, C‑73/11 P, EU:C:2013:32, σκέψη 75, και της 21ης Μαρτίου 2013, Επιτροπή κατά Buczek Automotive, C‑405/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:186, σκέψη 49).

    64

    Ωστόσο, το δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης οφείλει να ελέγχει όχι μόνον την ακρίβεια, την αξιοπιστία και τη συνοχή των προβαλλομένων αποδεικτικών στοιχείων, αλλά και το ζήτημα αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν σύνολο κρίσιμων στοιχείων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για την εκτίμηση σύνθετης καταστάσεως και αν δύνανται να τεκμηριώσουν τις εξ αυτών συναγόμενες κρίσεις (αποφάσεις της 24ης Ιανουαρίου 2013, Frucona Košice κατά Επιτροπής, C‑73/11 P, EU:C:2013:32, σκέψη 76, και της 21ης Μαρτίου 2013, Επιτροπή κατά Buczek Automotive, C‑405/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:186, σκέψη 50).

    65

    Εν προκειμένω, από τα επιχειρήματα τα οποία προβάλλει η Επιτροπή στο πλαίσιο του πέμπτου και του έκτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να εξετασθούν καταρχάς εκείνα τα οποία βάλλουν κατά του σχετικού με τη διαδικασία δικαστικής εκκαθαρίσεως μέρους της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

    66

    Συναφώς, πρώτον, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα της Επιτροπής με τα οποία προβάλλεται ότι θα έπρεπε, καταρχάς, να προσδιορισθεί η υποκειμενική άποψη της αρμόδιας δημόσιας αρχής και, εν συνεχεία, να συγκριθεί η στάση της αρχής αυτής με εκείνη που θα τηρούσε ένας υποθετικός ιδιώτης πιστωτής, δεδομένου ότι έχει κριθεί, στο πλαίσιο της εξετάσεως του δευτέρου και του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, ότι η συλλογιστική αυτή στερείται σημασίας καθόσον στηρίζεται σε πεπλανημένη αντίληψη του περιεχομένου του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή.

    67

    Δεύτερον, καθόσον η Επιτροπή προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι έθεσε, παραλείποντας, ιδίως, να οριοθετήσει την υποχρέωση ελέγχου που υπέχει το εν λόγω θεσμικό όργανο περιορίζοντάς την στα στοιχεία τα οποία αυτό διέθετε, νέα απαίτηση με την οποία της επιβάλλεται υπέρμετρο βάρος, συνιστάμενο στην υποχρέωση αναζητήσεως όλων των «πιθανών» στοιχείων και πληροφοριών, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η επιχειρηματολογία της Επιτροπής στηρίζεται σε πεπλανημένη ερμηνεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

    68

    Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί καταρχάς ότι το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε, μεταξύ άλλων στις σκέψεις 134 έως 137 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η εκτίμηση περί του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή πρέπει να βασίζεται στην κατάσταση η οποία είναι κατά το δυνατό η πλησιέστερη εκείνης στην οποία ευρισκόταν η οικεία δημόσια αρχή.

    69

    Εν συνεχεία, το Γενικό Δικαστήριο παρέθεσε, στις σκέψεις 138 έως 143 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τις αρχές οι οποίες διέπουν, κατ’ αυτό, το βάρος αποδείξεως που φέρει η Επιτροπή και επισήμανε, στο πλαίσιο αυτό, τα στοιχεία τα οποία πρέπει, ενδεχομένως, να συγκεντρώνει το εν λόγω θεσμικό όργανο και να λαμβάνει υπόψη στο πλαίσιο του εκ μέρους του ελέγχου, καθώς και τα γενικά όρια των σχετικών με τη διερεύνηση υποχρεώσεών του, όπως έχουν διατυπωθεί με τη νομολογία των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης.

    70

    Συναφώς, υπενθυμίζεται επίσης ότι η νομιμότητα αποφάσεως στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων πρέπει να εκτιμάται από το δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης αναλόγως των πληροφοριακών στοιχείων που μπορούσε να έχει στη διάθεσή της η Επιτροπή όταν έλαβε τη σχετική απόφαση (απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2010, Επιτροπή κατά Scott, C‑290/07 P, EU:C:2010:480, σκέψη 91 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    71

    Τα πληροφοριακά στοιχεία, όμως, τα οποία «μπορούσε να έχει στη διάθεσή της» η Επιτροπή περιλαμβάνουν τα στοιχεία αυτά που είναι κρίσιμα για την εκτίμηση στην οποία πρέπει να προβεί το εν λόγω θεσμικό όργανο σύμφωνα με την υπομνησθείσα στις σκέψεις 60 έως 62 της παρούσας αποφάσεως νομολογία και τα οποία θα μπορούσαν, κατόπιν αιτήματός της, να της προσκομισθούν κατά τη διοικητική διαδικασία.

    72

    Τέλος, στις σκέψεις 171 έως 178 αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε ότι, κατά τη νομολογία του, ουδόλως υπέχει η Επιτροπή γενική υποχρέωση να ζητεί τη συνδρομή εξωτερικών εμπειρογνωμόνων και απέρριψε, βάσει αυτού, τις αιτιάσεις της Frucona Košice περί του ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο όφειλε να ζητήσει νέες εξωτερικές εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης.

    73

    Οι σκέψεις 180 έως 213 και 235 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, όμως, κατά των οποίων βάλλουν οι προεκτεθείσες στη σκέψη 64 της παρούσας αποφάσεως επικρίσεις της Επιτροπής, δεν συνεπάγονται, ερμηνευόμενες με γνώμονα το υπομνησθέν από το Γενικό Δικαστήριο νομικό πλαίσιο, νέες απαιτήσεις μη συμβατές με τη νομολογία του Δικαστηρίου.

    74

    Επομένως, η διαπίστωση περί των πραγματικών περιστατικών, η οποία εκτίθεται στη σκέψη 185 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και κατά την οποία η Επιτροπή καθόρισε τους συντελεστές ρευστοποιήσεως βάσει των στοιχείων του φακέλου της διοικητικής διαδικασίας, ουδόλως προέβη σε μεθοδολογική ή οικονομική ανάλυση και δεν ζήτησε πρόσθετα στοιχεία προς έλεγχο και τεκμηρίωση των κρίσεων που είχε συναγάγει από τα στοιχεία αυτά, δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως συνεπαγόμενη απαίτηση η οποία υπερβαίνει εκείνες που επιβάλλονται βάσει των αρχών τις οποίες υπενθύμισε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 138 έως 143 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ή η οποία δεν είναι συμβατή με τις παρατεθείσες στις σκέψεις 59 και 60 της παρούσας αποφάσεως αρχές.

    75

    Όσον αφορά τις εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εκτιμήσεις περί των πραγματικών περιστατικών οι οποίες εκτίθενται στις σκέψεις 186, 196, 200 και 201 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και κατά τις οποίες τα στοιχεία του φακέλου της διοικητικής διαδικασίας δεν μπορούσαν να τεκμηριώσουν επαρκώς κατά νόμον τις εκτιμήσεις της Επιτροπής σχετικά με τους συντελεστές ρευστοποιήσεως και, ως εκ τούτου, η Επιτροπή όφειλε να ζητήσει πρόσθετα στοιχεία για να τεκμηριώσει τις κρίσεις της, αυτές ουδόλως υπερβαίνουν τα όρια του δικαστικού ελέγχου της πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως στον οποίο πρέπει να προβαίνει το Γενικό Δικαστήριο, βάσει της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 63 της παρούσας αποφάσεως, και δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως συνεπαγόμενες απαίτηση μη συμβατή με τις προεκτεθείσες στις σκέψεις 59 και 60 της παρούσας αποφάσεως αρχές.

    76

    Στο μέτρο που το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 186 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα στοιχεία του φακέλου της διοικητικής διαδικασίας έπρεπε να τεκμηριώνουν τις κρίσεις της Επιτροπής όχι μόνον επαρκώς κατά νόμον, αλλά και άνευ αμφισημίας, αρκεί να επισημανθεί ότι από τις σκέψεις 187 έως 201 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, εν πάση περιπτώσει, το Γενικό Δικαστήριο δεν προέβη στην εκ μέρους του εκτίμηση λαμβάνοντας υπόψη τέτοια απαίτηση και ότι ούτε την υπενόησε στο πλαίσιο των κρίσεων που εκτίθενται στις σκέψεις 196, 200, 201 και 235 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

    77

    Πράγματι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 125 και 131 των προτάσεών του, το Γενικό Δικαστήριο απλώς επισήμανε, στις σκέψεις 191 έως 195, 198 και 199 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τις εσωτερικές αντιφάσεις τις επίμαχης αποφάσεως και προέβη σε διαπιστώσεις περί των πραγματικών περιστατικών, κατά τις οποίες από κανένα στοιχείο του φακέλου της διοικητικής διαδικασίας δεν προέκυπτε εξήγηση σχετική με τους συντελεστές ρευστοποιήσεως που προέκρινε η Επιτροπή.

    78

    Ως εκ τούτου, αντιθέτως προς ό,τι διατείνεται η Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο δεν εφήρμοσε εσφαλμένο νομικό κριτήριο. Κατά συνέπεια, οι αιτιάσεις της Επιτροπής πρέπει να απορριφθούν ως εν μέρει αλυσιτελείς και εν μέρει αβάσιμες.

    79

    Εν συνεχεία, καθόσον η Επιτροπή προβάλλει ότι οι περιπτώσεις πλάνης περί το δίκαιο τις οποίες προσδιόρισε θίγουν και την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εκτίμηση περί της χρονικής διάρκειας της διαδικασίας δικαστικής εκκαθαρίσεως, η οποία εκτίθεται στις σκέψεις 223 έως 235 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και την εκτίμηση περί της διαδικασίας αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικής οφειλής, η οποία εκτίθεται στις σκέψεις 277 έως 284 της ιδίας αποφάσεως, αρκεί η διαπίστωση ότι, καθόσον από την εξέταση των αιτιάσεων της Επιτροπής δεν προέκυψε καμία διαπίστωση πλάνης περί το δίκαιο, τα επιχειρήματα αυτά είναι εντελώς αβάσιμα.

    80

    Επιπλέον, στις σκέψεις 279, 282 και 283 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η Επιτροπή παρέλειψε, καταρχάς, να ενημερωθεί ως προς την αναμενόμενη διάρκεια διαδικασίας αναγκαστικής εισπράξεως φορολογικής οφειλής, εν συνεχεία, να λάβει υπόψη ότι η διαδικασία αυτή μπορούσε να διακοπεί λόγω της κινήσεως διαδικασίας δικαστικής εκκαθαρίσεως και, τέλος, να πληροφορηθεί ποιες είναι οι δαπάνες τις οποίες συνεπάγεται μια τέτοια διαδικασία.

    81

    Τα προεκτεθέντα, όμως, καθόσον αφορούν στοιχεία που δεν θα μπορούσε καταρχήν να αγνοήσει ένα ευλόγως συνετός και επιμελής ιδιώτης πιστωτής, ευρισκόμενος σε κατάσταση παρεμφερή εκείνης της τοπικής φορολογικής αρχής, δύνανται αφεαυτών να αιτιολογήσουν την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου ότι η Επιτροπή παρέλειψε να λάβει υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία (βλ., σχετικώς, απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2013, Frucona Košice κατά Επιτροπής, C‑73/11 P, EU:C:2013:32, σκέψεις 77, 78 και 81).

    82

    Εξάλλου, από τις σκέψεις 69 έως 84 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι, αντιθέτως προς ό,τι διατείνεται η Επιτροπή, εκ της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως συνάγεται ότι το Γενικό Δικαστήριο προσδιόρισε επαρκώς κατά νόμον το εύρος των σχετικών με τη διενέργεια έρευνας υποχρεώσεων που υπέχει το θεσμικό όργανο αυτό, αφενός, και το είδος των πρόσθετων στοιχείων που θα μπορούσε να ζητήσει η Επιτροπή, αφετέρου.

    83

    Ως εξ τούτου, ο πέμπτος και ο έκτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

    84

    Δεδομένου ότι πρέπει να απορριφθούν όλοι οι λόγοι που προέβαλε η Επιτροπή προς στήριξη της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, η αίτηση αυτή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    85

    Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων.

    86

    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του ως άνω Κανονισμού, που εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου του 184, παράγραφος 1, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

    87

    Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Frucona Košice.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφασίζει:

     

    1)

    Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

     

    2)

    Καταδικάζει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

    Top