Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62016CJ0234

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 26ης Απριλίου 2018.
Asociación Nacional de Grandes Empresas de Distribución (ANGED) κατά Consejería de Economía y Hacienda del Principado de Asturias και Consejo de Gobierno del Principado de Asturias.
Αιτήσεις του Tribunal Supremo για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Περιφερειακός φόρος επιβαλλόμενος σε μεγάλα εμπορικά καταστήματα – Ελευθερία εγκαταστάσεως – Προστασία του περιβάλλοντος και χωροταξία – Κρατική ενίσχυση – Επιλεκτικό μέτρο.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-234/16 και C-235/16.

Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2018:281

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 26ης Απριλίου 2018 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Περιφερειακός φόρος επιβαλλόμενος σε μεγάλα εμπορικά καταστήματα – Ελευθερία εγκαταστάσεως – Προστασία του περιβάλλοντος και χωροταξία – Κρατική ενίσχυση – Επιλεκτικό μέτρο»

Στις υποθέσεις C‑234/16 και C‑235/16,

με αντικείμενο αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο, Ισπανία) με αποφάσεις της 10ης και της 11ης Μαρτίου 2016, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 25 Απριλίου 2016, στο πλαίσιο των δικών,

Asociación Nacional de Grandes Empresas de Distribución (ANGED)

κατά

Consejería de Economía y Hacienda del Principado de Asturias (C‑234/16),

Consejo de Gobierno del Principado de Asturias (C‑235/16),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. Silva de Lapuerta, πρόεδρο τμήματος, C. G. Fernlund, J.-C. Bonichot (εισηγητή), A. Arabadjiev και E. Regan, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: L. Carrasco Marco, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 6ης Ιουλίου 2017,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Asociación Nacional de Grandes Empresas de Distribución (ANGED), εκπροσωπούμενη από τους J. Pérez-Bustamante Köster και F. Löwhagen, abogados, καθώς και από τον J. M. Villasante García, procurador,

το Consejería de Economía y Hacienda del Principado de Asturias και το Consejo de Gobierno del Principado de Asturias, εκπροσωπούμενα από την A. Roces Llaneza, letrada,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις N. Gossement και P. Němečková καθώς και από τον G. Luengo,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 9ης Νοεμβρίου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία των άρθρων 49 και 54 ΣΛΕΕ, καθώς και του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

2

Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο ένδικων διαφορών μεταξύ της Asociación Nacional de Grandes Empresas de Distribución (ANGED) και της Consejería de Economía y Hacienda del Principado de Asturias (περιφερειακού Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών του Πριγκιπάτου των Αστουριών, Ισπανία), αφενός, και του Consejo de Gobierno del Principado de Asturias (κυβερνητικού συμβουλίου του Πριγκιπάτου των Αστουριών), αφετέρου, σχετικά με τη νομιμότητα φόρου επιβαλλόμενου στα μεγάλα εμπορικά καταστήματα που βρίσκονται στην Αυτόνομη Κοινότητα του Πριγκιπάτου των Αστουριών.

Το ισπανικό δίκαιο

3

Ο Ley del Principado de Asturias 15/2002, de medidas presupuestarias, administratives y fiscales (νόμος του Πριγκιπάτου των Αστουριών 15/2002, περί δημοσιονομικών, διοικητικών και φορολογικών μέτρων), της 27ης Δεκεμβρίου 2002 (BOPA αριθ. 301, της 31ης Δεκεμβρίου 2002), ως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών των υποθέσεων των κυρίων δικών (στο εξής: νόμος 15/2002), θέσπισε στο άρθρο 21 φόρο επί των μεγάλων εμπορικών καταστημάτων (στο εξής: IGEC), από την 1η Ιανουαρίου 2003.

4

Το προοίμιο του νόμου 15/2002 διευκρινίζει ότι στον φόρο αυτό υπόκεινται τα μεγάλα εμπορικά καταστήματα λόγω των αρνητικών συνεπειών που προκαλεί στο έδαφος, στο περιβάλλον και στο τοπικό εμπόριο η δραστηριότητά τους.

5

Το άρθρο 21, παράγραφος 2, του νόμου 15/2002 προβλέπει ότι τα έσοδα από τον IGEC διατίθενται «για την εκπόνηση και την εκτέλεση προγραμμάτων με σκοπό την ανάπτυξη των τομεακών κατευθυντήριων γραμμών για τον εμπορικό εξοπλισμό» και για «τη βελτίωση της καταστάσεως του περιβάλλοντος και των δικτύων υποδομών».

6

Κατά το άρθρο 21, παράγραφος 3, του νόμου 15/2002, ο φόρος αυτός επιβάλλεται στα μεμονωμένα ή συλλογικά εμπορικά καταστήματα, με ωφέλιμη επιφάνεια εκθέσεως και πωλήσεως στο κοινό ίση ή μεγαλύτερη των 4000 m2. Το όριο αυτό, το οποίο ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 2005, είχε προηγουμένως καθορισθεί σε 2500 m2.

7

Κατά το άρθρο 21, παράγραφος 4, του νόμου 15/2002, δεν υπόκεινται στον IGEC τα μεμονωμένα μεγάλα καταστήματα με ωφέλιμη επιφάνεια εκθέσεως και πωλήσεως μη υπερβαίνουσα τα 10000 m2 και στα οποία ασκούνται αποκλειστικώς οι εξής δραστηριότητες: πώληση ειδών κηπουρικής, οχημάτων, υλικών οικοδομών, μηχανημάτων-εργαλείων και βιομηχανικών υλικών.

8

Από το άρθρο 21, παράγραφος 5, του νόμου 15/2002 προκύπτει ότι υπόκεινται στον IGEC οι ιδιοκτήτες που εκμεταλλεύονται μεγάλα εμπορικά καταστήματα, ανεξαρτήτως του αν αυτά είναι μεμονωμένα ή συλλογικά, ήτοι οι κύριοι του χώρου ή των χώρων που αποτελούν μέρος των μεγάλων αυτών καταστημάτων και οι οποίοι είτε ασκούν απευθείας τις εμπορικές δραστηριότητες είτε θέτουν τον χώρο ή τους χώρους στη διάθεση τρίτων οι οποίοι θα ασκήσουν τις δραστηριότητες αυτές.

9

Το άρθρο 21, παράγραφος 7, του νόμου αυτού διευκρινίζει τις λεπτομέρειες υπολογισμού της φορολογικής βάσεως, κατά τις οποίες λαμβάνεται μεταξύ άλλων υπόψη η πυκνότητα του πληθυσμού σε ακτίνα δέκα χιλιομέτρων γύρω από τον τόπο εγκαταστάσεως του καταστήματος.

10

Το άρθρο 21, παράγραφος 11, του νόμου 15/2002 προβλέπει ότι ο IGEC υπολογίζεται με την εφαρμογή, ανά περίπτωση, στο ποσό του φόρου, συντελεστή 10 % για τα μεγάλα εμπορικά καταστήματα τα οποία δεν βρίσκονται σε αστική περιοχή και είναι προσβάσιμα με τουλάχιστον δύο διαφορετικά μέσα μαζικής μεταφοράς καθώς και συντελεστή για τα μεγάλα εμπορικά καταστήματα που υλοποιούν σχέδια προστασίας του περιβάλλοντος, τα οποία θεωρούνται κατάλληλα από την αρμόδια για την προστασία του περιβάλλοντος αρχή.

11

Από την 1η Ιανουαρίου 2015, το νομικό καθεστώς του φόρου αυτού διευκρινίστηκε με παρεμφερή διατύπωση από το decreto legislativo 1/2014, por el que se aprueba el texto refundido de las disposiciones legales del Principado de Asturias en materia de Tributos Propios (νομοθετικό διάταγμα 1/2014, περί εγκρίσεως του κειμένου για την αναδιατύπωση των νομοθετικών διατάξεων του Πριγκιπάτου των Αστουριών επί φορολογικών θεμάτων), της 23ης Ιουλίου 2014 (BOPA αριθ. 175, της 29ης Ιουλίου 2014).

12

Το σημείο III του προοιμίου του νομοθετικού αυτού διατάγματος επαναλαμβάνει κατ’ ουσίαν το προοίμιο του νόμου 15/2002, χωρίς ωστόσο να κάνει μνεία των αρνητικών συνεπειών της δραστηριότητας των μεγάλων εμπορικών κέντρων στο τοπικό εμπόριο.

Οι διαφορές της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

13

Με τον νόμο 15/2002 θεσπίστηκε περιφερειακός φόρος επί των μεγάλων εμπορικών καταστημάτων σε ολόκληρη την επικράτεια της Αυτόνομης Κοινότητας του Πριγκιπάτου των Αστουριών, προς αντιστάθμιση των εδαφικών επιπτώσεων, ιδίως στον αστικό εμπορικό ιστό, και των περιβαλλοντικών επιπτώσεων που ενδέχεται να προκύψουν από τη συγκέντρωση των μεγάλων αυτών εμπορικών καταστημάτων. Με απόφαση της 3ης Ιουλίου 2003, το περιφερειακό Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών του Πριγκιπάτου των Αστουριών ενέκρινε το υπόδειγμα δηλώσεως υπαγωγής, τροποποιήσεως και διαγραφής σε σχέση με τον IGEC. Στις 11 Νοεμβρίου 2009, το Κυβερνητικό Συμβούλιο του Πριγκιπάτου των Αστουριών ενέκρινε την κανονιστική απόφαση περί IGEC, με το decreto 139/2009, por el que se aprueba el Reglamento des Impuesto sobre Grandes Establecimientos Comerciales (διάταγμα 139/2009, περί της εγκρίσεως της κανονιστικής αποφάσεως για τον φόρο επί των μεγάλων εμπορικών καταστημάτων) (BOPA αριθ. 273, της 25ης Νοεμβρίου 2009).

14

Κατά τη διάρκεια του 2003, η ANGED, εθνική ένωση των μεγάλων επιχειρήσεων διανομής, άσκησε ενώπιον του Tribunal Superior de Justicia de Asturias (Ανώτερου Δικαστηρίου του Πριγκιπάτου των Αστουριών, Ισπανία) προσφυγή για την ακύρωση της αποφάσεως αυτής, για τον λόγο ότι δεν ήταν συμβατή τόσο με την ελευθερία εγκαταστάσεως όσο και με το δίκαιο περί κρατικών ενισχύσεων.

15

Το 2009 η ANGED άσκησε επίσης ενώπιον του δικαστηρίου αυτού προσφυγή για την ακύρωση του ως άνω διατάγματος.

16

Το δικαστήριο αυτό ανέστειλε την έκδοση των αποφάσεών του στις δύο αυτές υποθέσεις εν αναμονή της αποφάσεως επί του ερωτήματος που είχε υποβάλει ενώπιον του Tribunal Constitucional (Συνταγματικού Δικαστηρίου, Ισπανία) ως προς τη συνταγματικότητα της νομοθεσίας περί IGEC. Κατόπιν της απορρίψεως της σχετικής αιτήσεως από το Tribunal Constitucional (Συνταγματικό Δικαστήριο), στις 10 Απριλίου 2014, το Tribunal Superior de Justicia de Asturias (Ανώτερο Δικαστήριο του Πριγκιπάτου των Αστουριών) απέρριψε επίσης τις ασκηθείσες από την ANGED προσφυγές. Στη συνέχεια, η ANGED άσκησε αίτηση αναιρέσεως κατά των δύο απορριπτικών αυτών αποφάσεων ενώπιον του Tribunal Supremo (Ανώτατου Δικαστηρίου, Ισπανία).

17

Η ANGED υπέβαλε επίσης καταγγελία ενώπιον της Επιτροπής αφορώσα τη θέσπιση του IGEC και τον προβαλλόμενο χαρακτήρα του ως κρατικής ενισχύσεως.

18

Με επιστολή της 28ης Νοεμβρίου 2014, η Επιτροπή πληροφόρησε τις ισπανικές αρχές ότι, σε συνέχεια προκαταρκτικής αξιολογήσεως του καθεστώτος του IGEC, η απαλλαγή που χορηγείται σε μικρά εμπορικά καταστήματα καθώς και σε ορισμένα εξειδικευμένα καταστήματα είναι δυνατό να θεωρηθεί ως κρατική ενίσχυση ασύμβατη προς την εσωτερική αγορά, και ότι το Βασίλειο της Ισπανίας όφειλε να καταργήσει ή να τροποποιήσει τον φόρο αυτόν.

19

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα, πανομοιότυπα στις υποθέσεις C‑234/16 και C‑235/16, προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχουν τα άρθρα 49 και 54 ΣΛΕΕ την έννοια ότι αποκλείουν περιφερειακό φόρο επιβαλλόμενο επί της λειτουργίας μεγάλων εμπορικών καταστημάτων με επιφάνεια εκθέσεως και πωλήσεως στο κοινό ίση ή μεγαλύτερη των 4000 m2 λόγω των επιπτώσεων που έχουν στο έδαφος, στο περιβάλλον και στον αστικό εμπορικό ιστό της περιοχής, ο οποίος επιβάλλεται ανεξάρτητα από την πραγματική θέση των εν λόγω εμπορικών καταστημάτων εντός ή εκτός του συμπαγούς αστικού ιστού και επιβάλλεται στην πλειονότητα των περιπτώσεων σε επιχειρήσεις άλλων κρατών μελών, λαμβανομένων υπόψη ότι:

α)

δεν επηρεάζει τους εμπόρους οι οποίοι κατέχουν πλείονα εμπορικά καταστήματα, μεμονωμένα ή συλλογικά, έκαστο των οποίων έχει επιφάνεια εκθέσεως και πωλήσεως στο κοινό μικρότερη των 4000 m2, ανεξάρτητα από το άθροισμα της επιφάνειας εκθέσεως και πωλήσεως στο κοινό όλων των καταστημάτων τους, και

β)

δεν επιβάλλεται στα μεμονωμένα μεγάλα εμπορικά καταστήματα, των οποίων η επιφάνεια εκθέσεως και πωλήσεως στο κοινό δεν υπερβαίνει τα 10000 m2, όταν ασκούν αποκλειστικά και μόνο δραστηριότητες σχετικές με την κηπουρική, την πώληση οχημάτων, υλικών οικοδομών, μηχανημάτων και βιομηχανικών υλικών;

2)

Έχει το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ την έννοια ότι συνιστούν απαγορευμένες κρατικές ενισχύσεις, βάσει της εν λόγω διατάξεως, η μη υπαγωγή στον IGEC των Αστουριών των μεμονωμένων ή συλλογικών εμπορικών καταστημάτων με ωφέλιμη επιφάνεια εκθέσεως και πωλήσεως κατώτερη των 4000 m2 και των μεμονωμένων μεγάλων εμπορικών καταστημάτων των οποίων η ωφέλιμη επιφάνεια εκθέσεως και λιανικών πωλήσεων δεν υπερβαίνει τα 10000 m2, όταν ασκούν αποκλειστικά και μόνο δραστηριότητες σχετικές με την κηπουρική, την πώληση οχημάτων, υλικών οικοδομών, μηχανημάτων και βιομηχανικών υλικών;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου ερωτήματος

20

Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν τα άρθρα 49 και 54 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε φόρο επιβαλλόμενο στα μεγάλα εμπορικά καταστήματα όπως ο επίμαχος στην υπόθεση της κύριας δίκης.

21

Κατά πάγια νομολογία, η ελευθερία εγκαταστάσεως έχει ως σκοπό να εξασφαλίζει εντός του κράτους μέλους υποδοχής την ίση με τους ημεδαπούς μεταχείριση των υπηκόων άλλου κράτους μέλους και των εταιριών τις οποίες αφορά το άρθρο 54 ΣΛΕΕ και απαγορεύει, ως προς τις εταιρίες, κάθε διάκριση που βασίζεται στον τόπο της έδρας τους (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 2006, Test Claimants in Class IV of the ACT Group Litigation, C‑374/04, EU:C:2006:773, σκέψη 43, καθώς και της 14ης Δεκεμβρίου 2006, Denkavit Internationaal και Denkavit France, C‑170/05, EU:C:2006:783, σκέψη 22).

22

Συναφώς, απαγορεύονται όχι μόνον οι εμφανείς διακρίσεις λόγω του τόπου της έδρας των εταιριών αλλά και κάθε μορφή συγκεκαλυμμένης διακρίσεως η οποία, μέσω της εφαρμογής άλλων κριτηρίων διακρίσεως, καταλήγει στην πράξη στο ίδιο αποτέλεσμα (απόφαση της 5ης Φεβρουαρίου 2014, Hervis Sport-és Divatkereskedelmi, C‑385/12, EU:C:2014:47, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

23

Εξάλλου, υποχρεωτική επιβολή φόρου η οποία προβλέπει κριτήριο διακρίσεως, εκ πρώτης όψεως αντικειμενικό, το οποίο όμως, λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών του, θέτει σε δυσμενή θέση στις περισσότερες περιπτώσεις τις εταιρίες που έχουν έδρα σε άλλα κράτη μέλη και οι οποίες βρίσκονται σε συγκρίσιμη κατάσταση με αυτές που έχουν την έδρα τους στο κράτος μέλος φορολογήσεως, εισάγει έμμεση διάκριση με βάση τον τόπο της έδρας των εταιριών, απαγορευόμενη από τα άρθρα 49 και 54 ΣΛΕΕ (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 5ης Φεβρουαρίου 2014, Hervis Sport-és Divatkereskedelmi, C‑385/12, EU:C:2014:47, σκέψεις 37 έως 41).

24

Στις υποθέσεις των κύριων δικών, η επίμαχη νομοθεσία θέτει κριτήριο σχετικό με την επιφάνεια εκθέσεως και πωλήσεως του καταστήματος, το οποίο δεν εισάγει καμία άμεση διάκριση.

25

Από τα στοιχεία που υποβλήθηκαν στην κρίση του Δικαστηρίου ωσαύτως δεν προκύπτει ότι το κριτήριο αυτό, στις περισσότερες περιπτώσεις, θέτει σε δυσμενή θέση τους υπηκόους άλλων κρατών μελών ή τις εταιρίες που έχουν την έδρα τους σε άλλα κράτη μέλη.

26

Συγκεκριμένα, η διαπίστωση αυτή δεν προκύπτει από τα στοιχεία που προσκόμισε η ANGED στο πλαίσιο των γραπτών της παρατηρήσεων, τα οποία αφορούν ουσιαστικά τον φόρο επί των μεγάλων καταστημάτων τον οποίο θέσπισε η Αυτόνομη Κοινότητα της Καταλονίας. Εξάλλου, η Αυτόνομη Κοινότητα του Πριγκιπάτου των Αστουριών ισχυρίστηκε ότι ο IGEC επιβάλλεται κατ’ ουσίαν σε Ισπανούς υποκείμενους στον φόρο.

27

Περαιτέρω, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι δεν έχει στη διάθεσή του «έγκυρες» πληροφορίες προς απόδειξη της τυχόν υπάρξεως συγκεκαλυμμένης διακρίσεως.

28

Κατά συνέπεια, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 49 και 54 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε φόρο επιβαλλόμενο στα μεγάλα εμπορικά καταστήματα, όπως ο επίμαχος στην υπόθεση των κύριων δικών.

Επί του δεύτερου ερωτήματος

29

Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν συνιστά κρατική ενίσχυση, υπό την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, φόρος όπως ο επίμαχος στην υπόθεση της κύριας δίκης, ο οποίος επιβάλλεται στα μεγάλα καταστήματα διανομής με βάση, κυρίως, την επιφάνεια εκθέσεως και πωλήσεώς τους, καθόσον δεν επιβάλλεται στα καταστήματα με επιφάνεια πωλήσεως κάτω των 4000 m2 και στα καταστήματα με αντικείμενο την πώληση ειδών κηπουρικής, οχημάτων, υλικών οικοδομών, μηχανημάτων-εργαλείων και βιομηχανικών υλικών, με επιφάνεια πωλήσεως μη υπερβαίνουσα τα 10000 m2.

30

Για τον χαρακτηρισμό εθνικού μέτρου ως «κρατικής ενισχύσεως» κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, απαιτείται να πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις. Πρώτον, πρέπει να πρόκειται για κρατική παρέμβαση ή παρέμβαση μέσω κρατικών πόρων. Δεύτερον, η παρέμβαση αυτή πρέπει να μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών. Τρίτον, η παρέμβαση πρέπει να χορηγεί επιλεκτικό πλεονέκτημα υπέρ του δικαιούχου. Τέταρτον, πρέπει να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά World Duty Free Group SA κ.λπ.,C‑20/15 P και C‑21/15 P, EU:C:2016:981, σκέψη 53).

31

Όσον αφορά την προϋπόθεση του επιλεκτικού χαρακτήρα του πλεονεκτήματος, η οποία εξάλλου προβλήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, για την εκτίμηση της προϋποθέσεως αυτής, είναι απαραίτητο να εξετάζεται κατά πόσον, στο πλαίσιο δεδομένου νομικού καθεστώτος, το επίμαχο εθνικό μέτρο μπορεί να ευνοήσει «ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής» έναντι άλλων που τελούν, από πλευράς του επιδιωκόμενου με το εν λόγω καθεστώς σκοπού, σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση και που υφίστανται, ως αποτέλεσμα, διαφορετική μεταχείριση δυνάμενη κατ’ ουσίαν να χαρακτηριστεί ως «εισάγουσα δυσμενείς διακρίσεις» (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά World Duty Free Group SA κ.λπ., C‑20/15 P και C‑21/15 P, EU:C:2016:981, σκέψη 54 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

32

Όσον αφορά, ειδικότερα, τα εθνικά μέτρα που χορηγούν φορολογικό πλεονέκτημα, υπενθυμίζεται ότι ένα μέτρο τέτοιας φύσεως το οποίο, μολονότι δεν συνεπάγεται μεταφορά κρατικών πόρων, περιάγει τους αποδέκτες του σε ευνοϊκότερη οικονομική κατάσταση σε σχέση με τους λοιπούς φορολογουμένους, ενδέχεται να προσπορίζει επιλεκτικό πλεονέκτημα στους αποδέκτες του και, ως εκ τούτου, συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Αντιθέτως, το φορολογικό πλεονέκτημα που απορρέει από μέτρο γενικής ισχύος, το οποίο εφαρμόζεται αδιακρίτως σε όλους τους επιχειρηματίες, δεν συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια της διατάξεως αυτής (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά World Duty Free Group κ.λπ., C‑20/15 P και C‑21/15 P, EU:C:2016:981, σκέψη 56).

33

Συναφώς, για τον χαρακτηρισμό ενός φορολογικού μέτρου ως «επιλεκτικού», προϋποτίθεται ότι, σε πρώτο στάδιο, προσδιορίζεται το κοινό ή «κανονικό» φορολογικό καθεστώς που έχει εφαρμογή στο οικείο κράτος μέλος και, σε δεύτερο στάδιο, αποδεικνύεται ότι το επίμαχο φορολογικό μέτρο παρεκκλίνει από το καθεστώς αυτό, καθόσον διαφοροποιεί τους επιχειρηματίες οι οποίοι βρίσκονται, υπό το πρίσμα του επιδιωκόμενου με το καθεστώς αυτό σκοπού, σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά World Duty Free Group SA κ.λπ., C‑20/15 P και C‑21/15 P, EU:C:2016:981, σκέψη 57 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

34

Υπενθυμίζεται επίσης ότι το νομικό πλαίσιο αναφοράς για την εκτίμηση της επιλεκτικότητας ενός μέτρου δεν πρέπει κατ’ ανάγκη να καθορίζεται εντός των ορίων του εδάφους του οικείου κράτους μέλους, αλλά μπορεί να είναι το νομικό πλαίσιο του εδάφους εντός του οποίου περιφερειακή ή τοπική αρχή ασκεί την αρμοδιότητα την οποία αρύεται από το Σύνταγμα ή τον νόμο. Τούτο συμβαίνει όταν η οντότητα αυτή τελεί υπό νομικό και πραγματικό καθεστώς που της παρέχει επαρκή αυτονομία έναντι της κεντρικής κυβερνήσεως κράτους μέλους, ώστε, με τα μέτρα που θεσπίζει, να είναι αυτή η οντότητα, και όχι η κεντρική κυβέρνηση, εκείνη που διαδραματίζει ουσιώδη ρόλο κατά τον καθορισμό του πολιτικού και οικονομικού περιβάλλοντος εντός του οποίου λειτουργούν οι επιχειρήσεις [βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2008, Union General de Trabajadores de La Rioja (UGT‑Rioja) κ.λπ., C‑428/06 έως C‑434/06, EU:C:2008:488, σκέψεις 47 έως 50 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

35

Εντούτοις, δεν συνιστά κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, μέτρο που εισάγει διαφοροποίηση μεταξύ επιχειρήσεων ευρισκόμενων, υπό το πρίσμα του σκοπού που επιδιώκεται με το επίμαχο νομικό καθεστώς, σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση και είναι, ως εκ τούτου, a priori επιλεκτικής εφαρμογής, όταν το οικείο κράτος μέλος κατορθώνει να αποδείξει ότι η διαφοροποίηση αυτή δικαιολογείται από τη φύση ή την οικονομία του καθεστώτος στο οποίο εντάσσεται το εν λόγω μέτρο (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά World Duty Free Group SA κ.λπ., C‑20/15 P και C‑21/15 P, EU:C:2016:981, σκέψη 58 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

36

Ένα μέτρο που συνιστά εξαίρεση από την εφαρμογή του γενικού φορολογικού συστήματος μπορεί να δικαιολογείται από τη φύση και τη γενική οικονομία του φορολογικού συστήματος αν το οικείο κράτος μέλος μπορεί να αποδείξει ότι το μέτρο αυτό απορρέει ευθέως από τις θεμελιώδεις ή κατευθυντήριες αρχές του φορολογικού του συστήματος. Συναφώς, πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ, αφενός, των σκοπών τους οποίους υπηρετεί ένα ειδικό φορολογικό καθεστώς και οι οποίοι είναι εξωγενείς σε σχέση προς το σύστημα αυτό και, αφετέρου, των μηχανισμών που είναι συμφυείς με το ίδιο το φορολογικό σύστημα και οι οποίοι είναι απαραίτητοι για την επίτευξη των σκοπών αυτών (απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, C‑88/03, EU:C:2006:511, σκέψη 81).

37

Υπενθυμίζεται επίσης ότι, μολονότι για την απόδειξη του επιλεκτικού χαρακτήρα ενός φορολογικού μέτρου δεν είναι πάντοτε αναγκαίο το μέτρο αυτό να συνιστά παρέκκλιση από ένα κοινό φορολογικό καθεστώς, το γεγονός ότι έχει τέτοιο χαρακτήρα είναι απολύτως κρίσιμο προς τούτο, όταν εξ αυτού προκύπτει ότι διακρίνονται δύο κατηγορίες οικονομικών φορέων οι οποίοι υπόκεινται a priori σε διαφορετική μεταχείριση, δηλαδή εκείνοι επί των οποίων εφαρμόζεται το μέτρο παρεκκλίσεως και εκείνοι που εξακολουθούν να υπάγονται στο κοινό φορολογικό καθεστώς, παρά το ότι οι δύο αυτές κατηγορίες βρίσκονται σε συγκρίσιμη κατάσταση υπό το πρίσμα του σκοπού που επιδιώκεται με το εν λόγω καθεστώς (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά World Duty Free Group SA κ.λπ., C‑20/15 P και C‑21/15 P, EU:C:2016:981, σκέψη 77).

38

Όσον αφορά την επίμαχη νομοθεσία των υποθέσεων των κύριων δικών, επισημαίνεται κατ’ αρχάς ότι δεν συζητήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ότι το εδαφικό πλαίσιο αναφοράς πρέπει να είναι αυτό της Αυτόνομης Κοινότητας του Πριγκιπάτου των Αστουριών.

39

Περαιτέρω, μολονότι το κριτήριο με βάση την επιφάνεια εκθέσεως και πωλήσεως δεν φαίνεται να παρεκκλίνει τυπικώς από ένα δεδομένο νομικό πλαίσιο αναφοράς, εντούτοις έχει ως αποτέλεσμα ότι αποκλείει τα εμπορικά καταστήματα με επιφάνεια εκθέσεως και πωλήσεως κάτω των 4000 m2 από το πεδίο εφαρμογής του φόρου αυτού. Επομένως, ο IGEC δεν διαφέρει από περιφερειακό φόρο επιβαλλόμενο στα εμπορικά καταστήματα με επιφάνεια εκθέσεως και πωλήσεως υπερβαίνουσα ένα ορισμένο όριο.

40

Το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ όμως αντιμετωπίζει τις κρατικές παρεμβάσεις αναλόγως των αποτελεσμάτων τους, ανεξαρτήτως των χρησιμοποιούμενων τεχνικών (απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2008, British Aggregates Association, C‑487/06 P, EU:C:2008:757, σκέψη 89).

41

Συνεπώς, δεν μπορεί a priori να αποκλεισθεί ότι ένα τέτοιο κριτήριο καθιστά δυνατή, στην πράξη, την ευνοϊκή μεταχείριση «ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής» κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ελαφρύνοντας τις επιβαρύνσεις τους σε σχέση με τις επιχειρήσεις επί των οποίων επιβάλλεται η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών επιβάρυνση.

42

Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει συνεπώς να καθορισθεί αν τα εμπορικά καταστήματα τα οποία αποκλείονται με τον τρόπο αυτόν από το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω φόρου βρίσκονται σε συγκρίσιμη κατάσταση με τα καταστήματα τα οποία εμπίπτουν στο ως άνω πεδίο εφαρμογής.

43

Στο πλαίσιο της αναλύσεως αυτής, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, ελλείψει συναφούς ρυθμίσεως της Ένωσης, ο καθορισμός φορολογικών βάσεων και η κατανομή της φορολογικής επιβαρύνσεως στους διάφορους συντελεστές παραγωγής και στους διάφορους οικονομικούς τομείς εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών ή των περιφερειακών αρχών που διαθέτουν φορολογική αυτονομία (απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2011, Επιτροπή και Ισπανία κατά Government of Gibraltar και Ηνωμένου Βασιλείου, C‑106/09 P και C‑107/09 P, EU:C:2011:732, σκέψη 97).

44

Συγκεκριμένα, όπως υπενθυμίζει η Επιτροπή στο σημείο 156 της ανακοινώσεώς της σχετικά με την έννοια της «κρατικής ενίσχυσης» όπως αναφέρεται στο άρθρο 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2016, C 262, σ. 1), «τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να υιοθετούν την οικονομική πολιτική που κρίνουν καταλληλότερη και, ειδικότερα, να αποφασίζουν για την πλέον πρόσφορη κατανομή του φορολογικού βάρους μεταξύ των διαφόρων συντελεστών παραγωγής[,] […] σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης».

45

Όσον αφορά τον επίμαχο στις κύριες δίκες φόρο, από τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι σκοπός του φόρου αυτού είναι να συμβάλει στην προστασία του περιβάλλοντος και στη χωροταξία. Συγκεκριμένα, πρόκειται για διόρθωση και αντιστάθμιση των περιβαλλοντικών και εδαφικών συνεπειών της δραστηριότητας των μεγάλων αυτών εμπορικών καταστημάτων, οι οποίες προκύπτουν ειδικότερα από τις δημιουργούμενες κυκλοφοριακές ροές, επιβάλλοντας στα καταστήματα αυτά να συμβάλλουν στη χρηματοδότηση περιβαλλοντικών σχεδίων δράσης και στη βελτίωση των υποδομών.

46

Συναφώς, δεν αμφισβητείται ότι ο περιβαλλοντικός αντίκτυπος των εμπορικών καταστημάτων εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το μέγεθός τους. Πράγματι, όσο μεγαλύτερη είναι η επιφάνεια πωλήσεως, τόσο μεγαλύτερη είναι η προσέλευση του κοινού, όπερ σημαίνει αυξημένες περιβαλλοντικές ζημίες. Επομένως, κριτήριο βάσει της επιφάνειας, όπως αυτό που έγινε δεκτό με την επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών εθνική νομοθεσία, προς διάκριση των επιχειρήσεων αναλόγως του μεγέθους του περιβαλλοντικού τους αντίκτυπου, συνάδει με τους επιδιωκόμενους σκοπούς.

47

Είναι επίσης πρόδηλο ότι η χωροθέτηση τέτοιων καταστημάτων αποτελεί ιδιαίτερη πρόκληση όσον αφορά την πολιτική χωροταξίας, ανεξαρτήτως της τοποθεσίας τους (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 24ης Μαρτίου 2011, Επιτροπή κατά Ισπανίας, C‑400/08, EU:C:2011:172, σκέψη 80).

48

Ο καθορισμός του ορίου αυτού εμπίπτει στο περιθώριο εκτιμήσεως του εθνικού νομοθέτη και βασίζεται σε τεχνικές και σύνθετες εκτιμήσεις επί των οποίων το Δικαστήριο μπορεί να ασκήσει μόνον περιορισμένο δικαστικό έλεγχο. Στο πλαίσιο αυτό, δεν μπορεί συνεπώς να θεωρηθεί ότι το αρχικό όριο των 2500 m2 ή το μεταγενέστερα καθορισθέν όριο των 4000 m2 είναι προδήλως ακατάλληλο σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς.

49

Υπό τις συνθήκες αυτές, κριτήριο υπαγωγής στον φόρο βάσει της επιφάνειας πωλήσεως της επιχειρήσεως, όπως το επίμαχο στις υποθέσεις των κύριων δικών, καταλήγει σε διάκριση κατηγοριών καταστημάτων που δεν βρίσκονται σε συγκρίσιμη κατάσταση υπό το πρίσμα των σκοπών αυτών.

50

Συνεπώς, η φορολογική απαλλαγή των εμπορικών καταστημάτων που βρίσκονται στο έδαφος της Αυτόνομης Κοινότητας του Πριγκιπάτου των Αστουριών με επιφάνεια πωλήσεως κάτω ορισμένου ορίου δεν μπορεί να θεωρηθεί ως παρέχουσα επιλεκτικό πλεονέκτημα στα καταστήματα αυτά και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να συνιστά κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

51

Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται επίσης περί των λοιπών χαρακτηριστικών του επίμαχου στις υποθέσεις των κύριων δικών φόρου. Ερωτά αν η φοροαπαλλαγή των εμπορικών καταστημάτων με αποκλειστικό αντικείμενο την πώληση ειδών κηπουρικής, οχημάτων, υλικών οικοδομών, μηχανημάτων και βιομηχανικών υλικών, και επιφάνεια πωλήσεως μη υπερβαίνουσα τα 10000 m2 συνιστά πλεονέκτημα υπέρ αυτών.

52

Επισημαίνεται ότι το εν λόγω μέτρο αποτελεί παρέκκλιση σε σχέση με το πλαίσιο αναφοράς που συνιστά η συγκεκριμένη αυτή φορολογία.

53

Η Αυτόνομη Κοινότητα του Πριγκιπάτου των Αστουριών ισχυρίζεται, με τις γραπτές της παρατηρήσεις, ότι οι δραστηριότητες των οικείων εμπορικών καταστημάτων, ως εκ της φύσεώς τους, χρήζουν μεγάλων επιφανειών πωλήσεως και αποθηκεύσεως. Οι ζημίες τις οποίες προκαλούν στο περιβάλλον και στη χωροταξία εκτιμώνται βάσει διαφορετικού αλλά ισοδύναμου ορίου με αυτό που εφαρμόζεται, κατ’ αρχήν, στις δραστηριότητες λιανικού εμπορίου των καταστημάτων που εμπίπτουν στον φόρο αυτόν.

54

Ένα τέτοιο στοιχείο είναι ικανό να δικαιολογήσει τη διάκριση που υιοθέτησε η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών νομοθεσία η οποία, επομένως, δεν συνεπάγεται τη χορήγηση επιλεκτικών πλεονεκτημάτων υπέρ των οικείων εμπορικών καταστημάτων. Πάντως, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει αν τούτο ισχύει.

55

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι δεν συνιστά κρατική ενίσχυση, υπό την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, φόρος όπως ο επίμαχος στις υποθέσεις των κύριων δικών, ο οποίος επιβάλλεται στα μεγάλα καταστήματα διανομής με βάση, κυρίως, την επιφάνεια πωλήσεώς τους, καθόσον δεν επιβάλλεται στα καταστήματα με επιφάνεια πωλήσεως κάτω των 4000 m2. Ο φόρος αυτός ωσαύτως δεν συνιστά κρατική ενίσχυση υπό την έννοια της διατάξεως αυτής, καθόσον δεν επιβάλλεται στα καταστήματα με αντικείμενο την πώληση ειδών κηπουρικής, οχημάτων, υλικών οικοδομών, μηχανημάτων-εργαλείων και βιομηχανικών υλικών, και επιφάνεια πωλήσεως μη υπερβαίνουσα τα 10000 m2, εφόσον τα καταστήματα αυτά δεν προκαλούν τόσο σημαντικές ζημίες στο περιβάλλον και στη χωροταξία όσο τα άλλα καταστήματα, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

Επί των δικαστικών εξόδων

56

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Τα άρθρα 49 και 54 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε φόρο επιβαλλόμενο στα μεγάλα εμπορικά καταστήματα, όπως ο επίμαχος στις υποθέσεις των κύριων δικών.

 

2)

Δεν συνιστά κρατική ενίσχυση, υπό την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, φόρος όπως ο επίμαχος στις υποθέσεις των κύριων δικών, ο οποίος επιβάλλεται στα μεγάλα καταστήματα διανομής με βάση, κυρίως, την επιφάνεια πωλήσεώς τους, καθόσον δεν επιβάλλεται στα καταστήματα με επιφάνεια πωλήσεως κάτω των 4000 m2. Ο φόρος αυτός ωσαύτως δεν συνιστά κρατική ενίσχυση υπό την έννοια της διατάξεως αυτής, καθόσον δεν επιβάλλεται στα καταστήματα με αντικείμενο την πώληση ειδών κηπουρικής, οχημάτων, υλικών οικοδομών, μηχανημάτων-εργαλείων και βιομηχανικών υλικών, και επιφάνεια πωλήσεως μη υπερβαίνουσα τα 10000 m2, εφόσον τα καταστήματα αυτά δεν προκαλούν τόσο σημαντικές ζημίες στο περιβάλλον και στη χωροταξία όσο τα άλλα καταστήματα, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.

Top