Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62016CJ0056

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 14ης Σεπτεμβρίου 2017.
Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά Instituto dos Vinhos do Douro e do Porto, IP.
Αίτηση αναιρέσεως – Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Κανονισμός (ΕΚ) 207/2009 – Άρθρο 8, παράγραφος 4, και άρθρο 53, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, και παράγραφος 2, στοιχείο δʹ – Λεκτικό σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης PORT CHARLOTTE – Αίτηση κηρύξεως της ακυρότητας του σήματος αυτού – Προστασία παρεχόμενη στις προγενέστερες ονομασίες προελεύσεως “Porto” και “Port” δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 1234/2007 και του εθνικού δικαίου – Πληρότητα της παρεχόμενης σε αυτές τις ονομασίες προελεύσεως προστασίας – Άρθρο 118ιγ του κανονισμού (ΕΚ) 1234/2007 – Έννοιες της “χρήσεως” και της “επικλήσεως” προστατευόμενης ονομασίας προελεύσεως.
Υπόθεση C-56/16 P.

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2017:693

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 14ης Σεπτεμβρίου 2017 ( *1 )

«Αίτηση αναιρέσεως – Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Κανονισμός (ΕΚ) 207/2009 – Άρθρο 8, παράγραφος 4, και άρθρο 53, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, και παράγραφος 2, στοιχείο δʹ – Λεκτικό σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης PORT CHARLOTTE – Αίτηση κηρύξεως της ακυρότητας του σήματος αυτού – Προστασία παρεχόμενη στις προγενέστερες ονομασίες προελεύσεως “Porto” και “Port” δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 1234/2007 και του εθνικού δικαίου – Πληρότητα της παρεχόμενης σε αυτές τις ονομασίες προελεύσεως προστασίας – Άρθρο 118ιγ του κανονισμού (ΕΚ) 1234/2007 – Έννοιες της “χρήσεως” και της “επικλήσεως” προστατευόμενης ονομασίας προελεύσεως»

Στην υπόθεση C-56/16 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 29 Ιανουαρίου 2016,

Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), εκπροσωπούμενο από την E. Zaera Cuadrado και τον O. Mondéjar Ortuño,

αναιρεσείον,

υποστηριζόμενο από:

την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις B. Eggers, I. Galindo Martín και J. Samnadda καθώς και από τον T. Scharf,

παρεμβαίνουσα στη διαδικασία αναιρέσεως,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι:

το Instituto dos Vinhos do Douro e do Porto IP, με έδρα το Peso da Régua (Πορτογαλία), εκπροσωπούμενο από τον P. Sousa e Silva, advogado,

προσφεύγον πρωτοδίκως,

υποστηριζόμενο από:

την Πορτογαλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους L. Inez Fernandes και M. Figueiredo καθώς και από την A. Alves,

παρεμβαίνουσα στη διαδικασία αναιρέσεως,

την Bruichladdich Distillery Co. Ltd, με έδρα το Argyll (Ηνωμένο Βασίλειο), εκπροσωπούμενη από την S. Havard Duclos, avocate,

παρεμβαίνουσα πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Ilešič, πρόεδρο τμήματος, A. Prechal (εισηγήτρια), A. Rosas, C. Toader και E. Jarašiūnas, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Campos Sánchez-Bordona

γραμματέας: I. Illéssy, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 2ας Μαρτίου 2017,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 18ης Μαΐου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την αίτηση αναιρέσεως, το Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 18ης Νοεμβρίου 2015, Instituto dos Vinhos do Douro e do Porto κατά ΓΕΕΑ – Bruichladdich Distillery (PORT CHARLOTTE) (T-659/14, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2015:863), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση του τετάρτου τμήματος του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα), της 8ης Ιουλίου 2014 (υπόθεση R 946/2013-4), σχετικά με διαδικασία κηρύξεως της ακυρότητας μεταξύ του Instituto dos Vinhos do Douro e do Porto IP και της Bruichladdich Distillery Co. Ltd (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

2

Με την ανταναίρεση, το Instituto dos Vinhos do Douro e do Porto (στο εξής: IVDP) ζητεί τη μερική αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

Το νομικό πλαίσιο

Ο κανονισμός (ΕΚ) 207/2009

3

Το άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 2009, L 78, σ. 1), ορίζει τα εξής:

«Κατόπιν ανακοπής του δικαιούχου του μη καταχωρισμένου σήματος ή άλλου χρησιμοποιούμενου στις συναλλαγές σημείου το οποίο δεν έχει μόνον τοπική ισχύ, το αιτούμενο σήμα δεν γίνεται δεκτό για καταχώριση, στις περιπτώσεις και στο βαθμό που σύμφωνα με τη νομοθεσία [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] ή το δίκαιο του κράτους μέλους που διέπει το σημείο αυτό:

α)

δικαιώματα επί του εν λόγω σημείου έχουν αποκτηθεί πριν από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης σήματος της ΕΕ ή, ενδεχομένως, πριν από την ημερομηνία της προτεραιότητας που προβάλλεται σε υποστήριξη της αίτησης σήματος της ΕΕ·

β)

το εν λόγω σημείο παρέχει στον δικαιούχο του το δικαίωμα να απαγορεύσει τη χρήση πλέον πρόσφατου σήματος.»

4

Το άρθρο 53, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού αυτού ορίζει τα εξής:

«1.   Το [σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης] κηρύσσεται άκυρο μετά από αίτηση που υποβάλλεται στο Γραφείο ή μετά από άσκηση ανταγωγής στα πλαίσια αγωγής για παραποίηση/απομίμηση:

[…]

γ)

όταν υφίσταται προγενέστερο δικαίωμα προβλεπόμενο στο άρθρο 8, παράγραφος 4, και πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου αυτής.

2.   Το σήμα της [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] κηρύσσεται επίσης άκυρο μετά από αίτηση που υποβάλλεται στο Γραφείο ή μετά από άσκηση ανταγωγής στα πλαίσια αγωγής για παραποίηση/απομίμηση όταν η χρήση του μπορεί να απαγορευθεί δυνάμει ενός άλλου προγενέστερου δικαιώματος σύμφωνα με τη νομοθεσία [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] ή με το εθνικό δίκαιο που διέπει την προστασία του, και ιδίως:

[…]

δ)

δικαιώματος βιομηχανικής ιδιοκτησίας.»

Ο κανονισμός (ΕΚ) 479/2008

5

Οι αιτιολογικές σκέψεις 27, 28 και 36 του κανονισμού (ΕΚ) 479/2008 του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2008, για την κοινή οργάνωση της αμπελοοινικής αγοράς και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1493/1999, (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, (ΕΚ) αριθ. 1290/2005 και (ΕΚ) αριθ. 3/2008 και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 2392/86 και (ΕΚ) αριθ. 1493/1999 (ΕΕ 2008, L 148, σ. 1), έχουν ως εξής:

«(27)

Η έννοια των οίνων ποιότητας στην Κοινότητα βασίζεται, μεταξύ άλλων, στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που οφείλονται στη γεωγραφική προέλευση του οίνου. Οι οίνοι αυτοί ταυτοποιούνται προς όφελος των καταναλωτών με τις προστατευόμενες ονομασίες προέλευσης και τις προστατευόμενες γεωγραφικές ενδείξεις παρόλο που το υφιστάμενο σχετικό σύστημα δεν έχει αναπτυχθεί πλήρως. Προκειμένου να καταστεί δυνατή η δημιουργία διαφανούς και πιο ολοκληρωμένου πλαισίου για τις απαιτήσεις ποιότητας που αφορούν τα σχετικά προϊόντα, θα πρέπει να θεσπιστεί καθεστώς βάσει του οποίου οι αιτήσεις για τις ονομασίες προέλευσης ή τις γεωγραφικές ενδείξεις θα εξετάζονται σύμφωνα με την προσέγγιση που ακολουθείται στο πλαίσιο της οριζόντιας πολιτικής ποιότητας για τα είδη διατροφής εκτός από τον οίνο και τα αλκοολούχα ποτά η οποία ορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 510/2006 του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2006, για την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προέλευσης των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων [(ΕΕ 2006, L 93, σ. 12)].

(28)

Για να διαφυλαχθούν τα ιδιαίτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά των οίνων με ονομασία προέλευσης ή γεωγραφική ένδειξη, θα πρέπει να επιτρέπεται στα κράτη μέλη να εφαρμόζουν αυστηρότερους κανόνες προς τον σκοπό αυτόν.

[…]

(36)

Για λόγους ασφάλειας δικαίου, η νέα διαδικασία εξέτασης δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται στις υφιστάμενες ονομασίες προέλευσης και γεωγραφικές ενδείξεις στην Κοινότητα. Ωστόσο, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη θα πρέπει να παρέχουν στην Επιτροπή τις βασικές πληροφορίες και τα έγγραφα βάσει των οποίων πραγματοποιήθηκε η αναγνώριση σε εθνικό επίπεδο, ειδάλλως θα ανακαλείται η προστασία που τους έχει χορηγηθεί. Για λόγους ασφάλειας δικαίου, οι δυνατότητες ανάκλησης των υφιστάμενων ονομασιών προέλευσης και γεωγραφικών ενδείξεων θα πρέπει να είναι περιορισμένες.»

Ο κανονισμός 1234/2007

6

Ο κανονισμός (ΕΚ) 1234/2007 του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2007, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών και ειδικών διατάξεων για ορισμένα γεωργικά προϊόντα (ενιαίος κανονισμός ΚΟΑ) (ΕΕ 2007, L 299, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 491/2009 του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 2009 (ΕΕ 2009, L 154, σ. 1) (στο εξής: κανονισμός 1234/2007), είναι, λαμβανομένου υπόψη του χρόνου των πραγματικών περιστατικών της προκειμένης υποθέσεως, εφαρμοστέος στη διαφορά. Ο τελευταίος αυτός κανονισμός κατάργησε, με ισχύ από 1ης Αυγούστου 2009, τον κανονισμό 479/2008.

7

Η αιτιολογική σκέψη 3 του κανονισμού 491/2009 έχει ως εξής:

«Παράλληλα με τις διαπραγματεύσεις και την έκδοση του κανονισμού [1234/2007], το Συμβούλιο άρχισε επίσης να διαπραγματεύεται μια πολιτική μεταρρύθμιση στον αμπελοοινικό τομέα, η οποία έχει πλέον ολοκληρωθεί με την έκδοση του κανονισμού [479/2008]. Όπως διευκρινίζεται στον κανονισμό [1234/2007], μόνον οι διατάξεις του αμπελοοινικού τομέα που δεν αποτελούσαν οι ίδιες αντικείμενο οιωνδήποτε πολιτικών μεταρρυθμίσεων ενσωματώθηκαν ευθύς εξαρχής στον κανονισμό [1234/2007]. Οι εν λόγω ουσιώδεις διατάξεις οι οποίες αποτελούσαν αντικείμενο πολιτικών τροποποιήσεων έπρεπε να ενσωματωθούν στον κανονισμό [1234/2007] μόλις εγκριθούν. Δεδομένου ότι οι εν λόγω ουσιώδεις διατάξεις έχουν θεσπιστεί, θα πρέπει τώρα να ενσωματωθεί πλήρως ο αμπελοοινικός τομέας στον κανονισμό [1234/2007] με την εισαγωγή στον εν λόγω κανονισμό των πολιτικών αποφάσεων που ελήφθησαν στον κανονισμό [479/2008].»

8

Το άρθρο 118β του κανονισμού 1234/2007, με τίτλο «Ορισμοί», προβλέπει, στην παράγραφο 1, τα εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος υποτμήματος, νοούνται ως:

α)

“ονομασία προέλευσης”: η ονομασία μιας περιοχής μιας συγκεκριμένης τοποθεσίας ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, μιας χώρας, η οποία χρησιμοποιείται για να περιγράψει προϊόν που αναφέρεται στο άρθρο 118α, παράγραφος 1, και που πληροί τις ακόλουθες απαιτήσεις:

i)

η ποιότητα και τα χαρακτηριστικά του οφείλονται κυρίως ή αποκλειστικά στο ιδιαίτερο γεωγραφικό περιβάλλον που συμπεριλαμβάνει τους φυσικούς και ανθρώπινους παράγοντες·

ii)

τα σταφύλια από τα οποία παράγεται προέρχονται αποκλειστικά από τη γεωγραφική αυτή ζώνη·

iii)

η παραγωγή του πραγματοποιείται στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή και

iv)

προέρχεται αποκλειστικά από ποικιλίες αμπέλου που ανήκουν στο είδος Vitis vinifera·

β)

“γεωγραφική ένδειξη”: η ένδειξη που αναφέρεται σε μια περιοχή, μια συγκεκριμένη τοποθεσία ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, μια χώρα, η οποία χρησιμοποιείται για να περιγράψει προϊόν που αναφέρεται στο άρθρο 118α, παράγραφος 1, και που πληροί τις ακόλουθες απαιτήσεις:

i)

έχει συγκεκριμένη ποιότητα, φήμη ή άλλα χαρακτηριστικά που οφείλονται στην εν λόγω γεωγραφική προέλευσή του·

ii)

τουλάχιστον το 85 % των σταφυλιών που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή του προέρχονται αποκλειστικά από τη γεωγραφική αυτή ζώνη·

iii)

η παραγωγή του πραγματοποιείται στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή και

iv)

προέρχεται από ποικιλίες αμπέλου που ανήκουν στο είδος Vitis vinifera ή από διασταύρωση μεταξύ του είδους Vitis vinifera και άλλων ειδών του γένους Vitis.»

9

Το άρθρο 118στ του κανονισμού αυτού, με τίτλο «Εθνική προκαταρκτική διαδικασία», ορίζει, στις παραγράφους 1, 6 και 7, τα ακόλουθα:

«1.   Οι αιτήσεις για χορήγηση προστασίας, σύμφωνα με το άρθρο 118β, μιας ονομασίας προέλευσης ή μιας γεωγραφικής ένδειξης οίνων καταγωγής Κοινότητας υπόκεινται σε εθνική προκαταρκτική διαδικασία σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

[…]

6.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για τη συμμόρφωση με το παρόν άρθρο το αργότερο την 1η Αυγούστου 2009.

7.   Σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος δεν έχει εθνική νομοθεσία για την προστασία των ονομασιών προέλευσης και των γεωγραφικών ενδείξεων, το εν λόγω κράτος μέλος μπορεί, επί μεταβατικής και μόνο βάσεως, να παρέχει στην ονομασία αυτή προστασία σε εθνικό επίπεδο και κατά τα οριζόμενα στο παρόν υποτμήμα η οποία αρχίζει να ισχύει από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης στην Επιτροπή. Η μεταβατική αυτή εθνική προστασία παύει την ημερομηνία κατά την οποία αποφασίζεται καταχώριση ή απόρριψη δυνάμει των διατάξεων του παρόντος υποτμήματος.»

10

Το άρθρο 118θ του εν λόγω κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«Με βάση τα στοιχεία που διαθέτει, η Επιτροπή λαμβάνει απόφαση […] είτε για την παροχή προστασίας στην ονομασία προέλευσης ή στη γεωγραφική ένδειξη που πληροί τους όρους που αναφέρονται στο παρόν υποτμήμα και είναι συμβατή με την κοινοτική νομοθεσία, είτε για απόρριψη της αίτησης εφόσον δεν πληρούνται οι όροι αυτοί.»

11

Το άρθρο 118ιβ του κανονισμού 1234/2007, με τίτλο «Σχέση με τα εμπορικά σήματα», ορίζει, στην παράγραφο 1, τα εξής:

«Εφόσον μια ονομασία προέλευσης ή μια γεωγραφική ένδειξη προστατεύεται στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού, η καταχώριση ενός εμπορικού σήματος που αντιστοιχεί σε μία από τις καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 118ιγ, παράγραφος 2, για προϊόν που εμπίπτει σε μία από τις κατηγορίες που αναγράφονται στο παράρτημα ΧΙβ απορρίπτεται εάν η αίτηση καταχώρισης του εμπορικού σήματος υποβάλλεται μετά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για προστασία της ονομασίας προέλευσης ή της γεωγραφικής ένδειξης στην Επιτροπή και, κατά συνέπεια, παρέχεται προστασία για την ονομασία προέλευσης ή τη γεωγραφική ένδειξη.

Τα εμπορικά σήματα που έχουν καταχωριστεί κατά παράβαση του πρώτου εδαφίου ακυρώνονται.»

12

Το άρθρο 118ιγ του κανονισμού αυτού, με τίτλο «Προστασία», ορίζει τα ακόλουθα:

«1.   Οι προστατευόμενες ονομασίες προέλευσης και οι προστατευόμενες γεωγραφικές ενδείξεις δύνανται να χρησιμοποιούνται από οποιονδήποτε επιχειρηματία διαθέτει στην αγορά οίνο ο οποίος παράγεται σύμφωνα με την αντίστοιχη προδιαγραφή του προϊόντος.

2.   Οι προστατευόμενες ονομασίες προέλευσης, οι προστατευόμενες γεωγραφικές ενδείξεις καθώς και οι οίνοι για τους οποίους χρησιμοποιούνται οι εν λόγω προστατευόμενες ονομασίες σύμφωνα με την προδιαγραφή του προϊόντος προστατεύονται από:

α)

κάθε άμεση ή έμμεση εμπορική χρήση προστατευόμενης ονομασίας:

i)

από συγκρίσιμα προϊόντα που δεν πληρούν την προδιαγραφή προϊόντος της προστατευόμενης ονομασίας, ή

ii)

στο βαθμό που η χρήση αυτή εκμεταλλεύεται τη φήμη της ονομασίας προέλευσης ή της γεωγραφικής ένδειξης,

β)

κάθε κατάχρηση, απομίμηση ή επίκληση, έστω και αν αναφέρεται η πραγματική καταγωγή του προϊόντος ή της υπηρεσίας ή εάν η προστατευόμενη ονομασία είναι μεταφρασμένη ή συνοδεύεται από εκφράσεις όπως “στυλ”, “τύπος”, “μέθοδος”, “όπως παράγεται στ.”, “απομίμηση”, “γεύση”, “είδος” ή άλλες ανάλογες·

γ)

κάθε άλλη ψευδή ή παραπλανητική ένδειξη σχετική με την προέλευση, την καταγωγή, τον χαρακτήρα ή τις βασικές ιδιότητες του προϊόντος στην εξωτερική ή εσωτερική συσκευασία, το διαφημιστικό υλικό ή τα έγγραφα που αφορούν τον σχετικό οίνο και τη συσκευασία του προϊόντος στα εμπορευματοκιβώτια που ενδέχεται να δημιουργήσουν εσφαλμένες εντυπώσεις όσον αφορά την καταγωγή του·

δ)

κάθε άλλη πρακτική ικανή να παραπλανήσει τον καταναλωτή όσον αφορά την πραγματική καταγωγή του προϊόντος.

3.   Οι προστατευόμενες ονομασίες προέλευσης ή οι προστατευόμενες γεωγραφικές ενδείξεις δεν καθίστανται κοινές στην Κοινότητα κατά την έννοια του άρθρου 118ια, παράγραφος 1.

[…]»

13

Το άρθρο 118ιδ του εν λόγω κανονισμού, με τίτλο «Μητρώο», ορίζει τα εξής:

«Η Επιτροπή καταρτίζει και [τηρεί] ηλεκτρονικό μητρώο των προστατευόμενων ονομασιών προέλευσης και των προστατευόμενων γεωγραφικών ενδείξεων οίνων, [στο οποίο έχει πρόσβαση το] κοινό.»

14

Το άρθρο 118ιθ του κανονισμού 1234/2007, με τίτλο «Υφιστάμενες προστατευόμενες ονομασίες οίνων», έχει ως εξής:

«1.   Οι ονομασίες οίνων οι οποίες προστατεύονται σύμφωνα με τα άρθρα 51 και 54 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999 [του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, για την κοινή οργάνωση της αμπελοοινικής αγοράς (ΕΕ 1999, L 179, σ. 1)] και το άρθρο 28 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 753/2002 της Επιτροπής, της 29ης Απριλίου 2002, για τη θέσπιση ορισμένων λεπτομερειών εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999 του Συμβουλίου όσον αφορά την περιγραφή, την ονομασία, την παρουσίαση και την προστασία ορισμένων αμπελοοινικών προϊόντων [ΕΕ 2002, L 118, σ. 1], προστατεύονται αυτομάτως δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Η Επιτροπή τις εγγράφει στο μητρώο που προβλέπεται στο άρθρο 118ιδ του παρόντος κανονισμού.

2.   Όσον αφορά τις υφιστάμενες προστατευόμενες ονομασίες οίνων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή:

α)

τους τεχνικούς φακέλους […]·

β)

τις εθνικές αποφάσεις έγκρισης.

3.   Οι ονομασίες οίνων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, για τις οποίες τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 2 δεν υποβάλλονται έως τις 31 Δεκεμβρίου 2011, χάνουν την προστασία δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Η Επιτροπή λαμβάνει τα διοικητικά μέτρα που είναι αναγκαία για τη διαγραφή των ονομασιών από το μητρώο που προβλέπεται στο άρθρο 118ιδ.

4.   Το άρθρο 118ιη δεν εφαρμόζεται στις υφιστάμενες προστατευόμενες ονομασίες οίνων που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2014, με δική της πρωτοβουλία και με τη διαδικασία του άρθρου 195 παράγραφος 4, να ανακαλέσει την προστασία των υφισταμένων προστατευόμενων ονομασιών οίνων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, εάν δεν πληρούν τους όρους που καθορίζονται στο άρθρο 118β […]».

15

Το άρθρο 120δ του κανονισμού αυτού, με τίτλο «Αυστηρότεροι κανόνες που αποφασίζονται από τα κράτη μέλη», έχει ως εξής:

«Τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίζουν ή να αποκλείουν τη χρήση ορισμένων οινολογικών πρακτικών και να προβλέπουν αυστηρότερους περιορισμούς για οίνους εγκεκριμένους από την κοινοτική νομοθεσία, οι οποίοι παράγονται στο έδαφός τους, με στόχο την ενίσχυση της διατήρησης των βασικών χαρακτηριστικών των οίνων με προστατευόμενη ονομασία προέλευσης ή με προστατευόμενη γεωγραφική ένδειξη, των αφρωδών οίνων και των οίνων λικέρ.

Τα κράτη μέλη κοινοποιούν τους εν λόγω περιορισμούς, αποκλεισμούς και περιορισμούς στην Επιτροπή, η οποία ενημερώνει τα άλλα κράτη μέλη.»

16

Την 1η Αυγούστου 2009, σύμφωνα με το άρθρο 118ιδ του κανονισμού 1234/2007, η βάση δεδομένων E-Bacchus αντικατέστησε τη δημοσίευση των καταλόγων οίνων ποιότητας που παράγονται σε καθορισμένες περιοχές (v.q.p.r.d.) στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπως προβλεπόταν στο άρθρο 54, παράγραφος 5, του κανονισμού 1493/1999. Η βάση αυτή δεδομένων περιλαμβάνει τις προστατευόμενες ονομασίες προελεύσεως και τις γεωγραφικές ενδείξεις οίνων προερχόμενων από τα κράτη μέλη δυνάμει του κανονισμού 1234/2007, καθώς και τις ονομασίες προελεύσεως και τις γεωγραφικές ενδείξεις όσον αφορά οίνους προερχόμενους από τρίτες χώρες, οι οποίες προστατεύονται βάσει διμερών συμφωνιών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των τρίτων αυτών χωρών.

Το ιστορικό της διαφοράς και η προσβαλλόμενη απόφαση

17

Στις σκέψεις 1 έως 15 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το ιστορικό της διαφοράς και η προσβαλλόμενη απόφαση συνοψίζονται ως εξής:

«1

Στις 27 Οκτωβρίου 2006, η [Bruichladdich Distillery Co. Ltd (στο εξής: Bruichladdich)], υπέβαλε στο [EUIPO] αίτηση καταχωρίσεως σήματος της [Ευρωπαϊκής Ένωσης] δυνάμει του κανονισμού [207/2009].

2

Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση συνίσταται στο λεκτικό σημείο PORT CHARLOTTE (στο εξής: επίμαχο σήμα).

3

Τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση του σήματος εμπίπτουν στην κλάση 33 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, της 15ης Ιουνίου 1957, για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση σημάτων, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: “Οινοπνευματώδη ποτά”.

4

Το επίμαχο σήμα καταχωρίστηκε στις 18 Οκτωβρίου 2007, με τον αριθμό 5421474, και δημοσιεύτηκε στο τεύχος 60/2007 του Δελτίου Κοινοτικών Σημάτων της 29ης Οκτωβρίου 2007.

5

Στις 7 Απριλίου 2011, το [IVDP] υπέβαλε ενώπιον του [EUIPO] αίτηση κηρύξεως της ακυρότητας του επίμαχου σήματος, δυνάμει του άρθρου 53, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 4, του άρθρου 53, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, και του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία γʹ και ζʹ, του κανονισμού 207/2009, καθόσον το εν λόγω σήμα προσδιορίζει τα προαναφερθέντα στη σκέψη 3 προϊόντα.

6

Σε απάντηση της αιτήσεως για κήρυξη της ακυρότητας, η [Bruichladdich] περιόρισε τον κατάλογο των προϊόντων για τα οποία είχε καταχωριστεί το επίμαχο σήμα στα προϊόντα που αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: “Ουίσκι”.

7

Προς στήριξη της αιτήσεώς της περί κηρύξεως της ακυρότητας, [το IVDP] προέβαλε τις ονομασίες προελεύσεως “[P]orto” και “[P]ort” οι οποίες […] προστατεύονταν, στο σύνολο των κρατών μελών, με πλείονες διατάξεις του πορτογαλικού δικαίου και το άρθρο 118ιγ, παράγραφο 2, του κανονισμού [1234/2007] […].

8

Με απόφαση της 30ής Απριλίου 2013, το τμήμα ακυρώσεων απέρριψε την αίτηση κηρύξεως ακυρότητας.

9

Στις 22 Μαΐου 2013, [το IVDP] άσκησε ενώπιον του [EUIPO] προσφυγή κατά της αποφάσεως του τμήματος ακυρώσεων, δυνάμει των άρθρων 58 έως 64 του κανονισμού 207/2009.

10

Με [την προσβαλλόμενη απόφαση], το τέταρτο τμήμα προσφυγών του [EUIPO] απέρριψε την προσφυγή.

11

Πρώτον, το τμήμα προσφυγών απέρριψε τον λόγο ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 53, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 4, του αυτού κανονισμού, κυρίως διότι η προστασία των ονομασιών προελεύσεως για τους οίνους διέπεται αποκλειστικώς από τον κανονισμό [1234/2007] και, κατά συνέπεια, εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. […]

12

Εξάλλου, οι εν λόγω γεωγραφικές ενδείξεις προστατεύονται αποκλειστικά και μόνο για τους οίνους και, συνεπώς, για προϊόντα που δεν είναι ούτε πανομοιότυπα ούτε συγκρίσιμα με το προϊόν που ονομάζεται “ουίσκι”, ήτοι αλκοολούχο ποτό με διαφορετική όψη και διαφορετική περιεκτικότητα αλκοόλης που δεν μπορεί να πληροί την προδιαγραφή για οίνο κατά την έννοια του άρθρου 118ιγ, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, σημείο i, του κανονισμού [1234/2007]. Στο μέτρο που [το IVDP] επικαλέστηκε τη φήμη των εν λόγω ονομασιών προελεύσεως, κατά την έννοια του άρθρου 118ιγ, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, περίπτωση ii, του αυτού κανονισμού, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι το επίμαχο σήμα δεν “χρησιμοποι[ούσε]” ούτε “[θύμιζε]” τις γεωγραφικές ενδείξεις “porto” ή “port”, με αποτέλεσμα να μην απαιτείται να εξακριβωθεί κατά πόσον αυτές έχαιραν φήμης. […] Ο Πορτογάλος καταναλωτής γνωρίζει ότι “ο γεωγραφικός όρος είναι, πράγματι, ‘Oporto’ ή ‘Porto’ και ότι ‘Port’ είναι απλώς η σύντμησή του, που χρησιμοποιείται στις ετικέτες φιαλών οίνου για να προσδιορίσει τον τύπο οίνου που προστατεύεται από την εν λόγω γεωγραφική ένδειξη” (σημεία 19 έως 26 της [προσβαλλομένης] αποφάσεως).

13

Το τμήμα προσφυγών απέρριψε, συναφώς, το επιχείρημα [του IVDP], σύμφωνα με το οποίο η προστασία δυνάμει του άρθρου 118ιγ, παράγραφος 2, του κανονισμού [1234/2007] θα έπρεπε να επεκταθεί σε κάθε σημείο που “περιέχει” τον όρο “port”. Δεν υφίσταται ούτε “επίκληση” οίνου Porto κατά την έννοια του άρθρου 118ιγ, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του αυτού κανονισμού, διότι το ουίσκι είναι διαφορετικό προϊόν και κανένα στοιχείο του επίμαχου σήματος δεν περιέχει ένδειξη ενδεχομένως παραπλανητική ή απατηλή. Κατά συνέπεια, κατά την άποψη του τμήματος προσφυγών, η προσφυγή δεν μπορεί να γίνει δεκτή βάσει των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης για την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων για τους οίνους, χωρίς να χρειάζεται να εκτιμηθεί κατά πόσον το επίμαχο σήμα χαίρει φήμης ή όχι (σημεία 27 έως 29 της [προσβαλλομένης] αποφάσεως).

14

Δεύτερον, το τμήμα προσφυγών απέρριψε τον λόγο ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 53, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 207/2009 και στηρίζεται στις φερόμενες ονομασίες προελεύσεως “[Ρ]orto” και “[Ρ]ort” που έχουν καταχωριστεί στον Παγκόσμιο Οργανισμό Διανοητικής Ιδιοκτησίας (ΠΟΔΙ), στις 18 Μαρτίου 1983, με τον αριθμό 682, σύμφωνα με τον Διακανονισμό της Λισσαβώνας. […]

15

Τρίτον, το τμήμα προσφυγών απέρριψε τους λόγους ακυρώσεως που αντλούνται από παράβαση του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία γʹ και ζʹ, του αυτού κανονισμού. […]»

Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

18

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 15 Σεπτεμβρίου 2014, το IVDP άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

19

Προς στήριξη της προσφυγής του, το IVDP προέβαλε έξι λόγους ακυρώσεως, από τους οποίους ένας άπτεται των πραγματικών περιστατικών και πέντε άπτονται νομικών ζητημάτων.

20

Για τους σκοπούς της παρούσας αιτήσεως αναιρέσεως, κρίσιμοι είναι ο τρίτος λόγος, με τον οποίο προβάλλεται ότι το τμήμα προσφυγών κακώς έκρινε ότι η προστασία των ονομασιών προελεύσεως για τους οίνους διέπεται αποκλειστικώς από τον κανονισμό 1234/2007 και όχι και από το εθνικό δίκαιο, το πρώτο σκέλος του τετάρτου λόγου, με το οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 53, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού, καθόσον το τμήμα προσφυγών δεν εφάρμοσε τους κρίσιμους κανόνες του πορτογαλικού δικαίου, και το δεύτερο σκέλος του τετάρτου λόγου, με το οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 118ιγ, παράγραφος 2, του κανονισμού 1234/2007, καθόσον το τμήμα προσφυγών έκρινε εσφαλμένως ότι η καταχώριση ή η χρήση του επίμαχου σήματος δεν συνιστά ούτε χρήση ούτε επίκληση της ονομασίας προελεύσεως «Porto» ή «Port», οπότε παρέλκει η εξέταση της φήμης του.

21

Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο έκανε δεκτό τον τρίτο λόγο και το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου, καθόσον με αυτούς προβάλλεται κατ’ ουσίαν ότι το τμήμα προσφυγών δεν εφάρμοσε τους κανόνες του πορτογαλικού δικαίου που είναι κρίσιμοι στον τομέα της προστασίας των ονομασιών προελεύσεως «Porto» ή «Port», απέρριψε δε τους λοιπούς λόγους ακυρώσεως.

22

Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.

Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

23

Με δικόγραφο της 22ας Ιανουαρίου 2016, το EUIPO άσκησε αναίρεση κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Με χωριστό δικόγραφο της 27ης Μαΐου 2016, το IVDP άσκησε ανταναίρεση κατά της ίδιας αποφάσεως.

24

Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 7ης Ιουλίου 2016, επετράπη στην Πορτογαλική Δημοκρατία να παρέμβει υπέρ του IVDP.

25

Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 12ης Αυγούστου 2016, επετράπη στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να παρέμβει υπέρ του EUIPO κατά την προφορική διαδικασία.

26

Με την αίτηση αναιρέσεως, το EUIPO ζητεί από το Δικαστήριο:

να κάνει δεκτή την αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της·

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, και

να καταδικάσει το IVDP στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το EUIPO.

27

Το IVDP ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της·

να επικυρώσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, και

να καταδικάσει το EUIPO στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το IVDP κατά τη διαδικασία ενώπιον του EUIPO, του τμήματος προσφυγών καθώς και ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου.

28

Η Bruichladdich ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να καταδικάσει το IVDP στα δικαστικά έξοδα της παρούσας διαδικασίας.

29

Η Πορτογαλική Δημοκρατία ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και να καταδικάσει το EUIPO στα δικαστικά έξοδα.

30

Με την ανταναίρεση, το IVDP ζητεί από το Δικαστήριο:

να κάνει δεκτή την ανταναίρεση στο σύνολό της·

να αναιρέσει εν μέρει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, και

να καταδικάσει το EUIPO στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το IVDP στο πλαίσιο της ανταναιρέσεως.

31

Το EUIPO ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την ανταναίρεση·

να κάνει δεκτή την αίτηση αναιρέσεως του EUIPO·

να καταδικάσει το IVDP στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το EUIPO στο πλαίσιο της ανταναιρέσεως.

32

Η Bruichladdich ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την ανταναίρεση στο σύνολό της και να καταδικάσει το IVDP στα δικαστικά έξοδα της παρούσας διαδικασίας.

Επί της αιτήσεως αναιρέσεως και επί της ανταναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

33

Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, το EUIPO προβάλλει έναν μόνο λόγο που αντλείται από παράβαση του άρθρου 53, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 4, και το άρθρο 53, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού αυτού.

34

Με τον λόγο αυτόν, το EUIPO υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε, στη σκέψη 41 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, «ότι, όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού [1234/2007], το άρθρο118ιγ, παράγραφοι 1 και 2, [του κανονισμού αυτού] διέπει, κατά τρόπο ομοιόμορφο και αποκλειστικό, τόσο το επιτρεπτό όσο και τα όρια, ή την απαγόρευση της εμπορικής χρήσεως των ονομασιών προελεύσεως […] που προστατεύονται από το δίκαιο της Ένωσης». Ωστόσο, υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στη σκέψη 44 της αποφάσεως αυτής, ότι σε αυτές τις ονομασίες προελεύσεως μπορεί πάντως να χορηγείται συμπληρωματική προστασία βάσει της εθνικής νομοθεσίας, η οποία μπορεί να θεμελιώνεται στο άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009.

35

Με την κρίση του αυτή, το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του τις αρχές που κατοχυρώνει τόσο η Συνθήκη ΛΕΕ, η οποία προβλέπει ότι η άσκηση της αρμοδιότητας των κρατών μελών τελεί υπό την προϋπόθεση ότι η Ένωση δεν άσκησε τη δική της αρμοδιότητα, όσο και από τη νομολογία του Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, τα χαρακτηριστικά και οι σκοποί του κανονισμού 510/2006, επί των οποίων βασίστηκε το Δικαστήριο στην απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2009, Budějovický Budvar (C-478/07, EU:C:2009:521), για να κρίνει την πληρότητα του προβλεπόμενου από τον τελευταίο αυτόν κανονισμό καθεστώτος προστασίας, είναι ανάλογα με αυτά των κανονισμών 1234/2007 και 479/2008. Εξάλλου, οι ουσιαστικές διατάξεις των κανονισμών αυτών εν πολλοίς ταυτίζονται.

36

Το EUIPO υποστηρίζει επίσης ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θέσπισε, για τις ονομασίες προελεύσεως που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των κανονισμών 1234/2007 και 479/2008, καθεστώς προστασίας των ονομασιών αυτών στον αμπελοοινικό τομέα μόνον σε επίπεδο δικαίου της Ένωσης. Η μόνη εξαίρεση αφορά το μεταβατικό καθεστώς προστασίας των υφιστάμενων στα κράτη μέλη ονομασιών προελεύσεως και των γεωγραφικών ενδείξεων.

37

Το EUIPO υποστηρίζει ότι, καίτοι, στη σκέψη 38 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκανε ρητώς δεκτή την κατ’ αναλογίαν εφαρμογή των αρχών που καθιερώθηκαν με την απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2009, Budějovický Budvar (C‑478/07, EU:C:2009:521), συνάγεται ότι, αντιθέτως προς όσα έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 44 της αποφάσεως αυτής, η πληρότητα του καθεστώτος προστασίας του κανονισμού 1234/2007 αποκλείει τη δυνατότητα χορηγήσεως συμπληρωματικής προστασίας η οποία θα ολοκλήρωνε ή θα υποκαθιστούσε τη χορηγούμενη βάσει του εν λόγω κανονισμού προστασία.

38

Το IVDP υποστηρίζει ότι από τις σκέψεις 38 και 41 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει σαφώς ότι η προστασία η οποία χορηγείται στις ονομασίες προελεύσεως και στις γεωγραφικές ενδείξεις που προστατεύονται με τον κανονισμό 1234/2007 διέπεται αποκλειστικώς από τον κανονισμό αυτόν. Αντιθέτως, από την απόφαση αυτή δεν συνάγεται ότι το θεσπισθέν με τον κανονισμό αυτόν καθεστώς προστασίας είναι πλήρες και αποκλείει την εφαρμογή ή τη θέσπιση οποιουδήποτε άλλου καθεστώτος προστασίας.

39

Εν προκειμένω, η χορηγούμενη με τον κανονισμό 1234/2007 προστασία δεν προσκρούει ούτε στο περιεχόμενο ούτε στη φύση της χορηγούμενης με τον κανονισμό 207/2009 προστασίας, ειδικότερα στην προστασία που απορρέει από το άρθρο 53, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού αυτού, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 4, και το άρθρο 53, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του ίδιου κανονισμού.

40

Κατά την άποψη του IVDP, το Γενικό Δικαστήριο μπορούσε, χωρίς να ενέχει η εκτίμησή του πλάνη περί το δίκαιο ή αντιφατική αιτιολογία, να κρίνει ότι η προστασία που χορηγείται με τον κανονισμό 1234/2007 στις ονομασίες προελεύσεως των οίνων είναι μεν πλήρης αλλά μπορεί να συμπληρωθεί με την προστασία που χορηγείται στα προγενέστερα δικαιώματα δυνάμει του εθνικού δικαίου, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009, για τον λόγο ότι οι κανόνες αυτοί έχουν διαφορετικά και αυτοτελή πεδία εφαρμογής.

41

Το IVDP αμφισβητεί επίσης τον προβαλλόμενο παραλληλισμό του κανονισμού 510/2006 με τον κανονισμό 1234/2007 στον οποίο προέβη το EUIPO και, ως εκ τούτου, την εφαρμογή, στις ονομασίες προελεύσεως των οίνων, των αρχών που διατύπωσε το Δικαστήριο με την απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2009, Budějovický Budvar (C-478/07, EU:C:2009:521), όσον αφορά τις ονομασίες προελεύσεως των τροφίμων.

42

Το IVDP υπενθυμίζει ότι, καίτοι από τη σκέψη 114 της αποφάσεως της 8ης Σεπτεμβρίου 2009, Budějovický Budvar (C-478/07, EU:C:2009:521), προκύπτει ότι ο κανονισμός (ΕΟΚ) 2081/92 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουλίου 1992, για την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προέλευσης των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων (ΕΕ 1992, L 208, σ. 1), και ο κανονισμός 510/2006 αποσκοπούν στη θέσπιση ομοιόμορφου και πλήρους καθεστώτος προστασίας, εντούτοις δεν προσκρούει στην αποκλειστικότητα αυτή η εφαρμογή καθεστώτος προστασίας των γεωγραφικών ενδείξεων πέραν των πεδίων εφαρμογής των κανονισμών αυτών.

43

Το IVDP υποστηρίζει ότι, αν ο νομοθέτης της Ένωσης ήθελε να θεσπίσει πλήρες και αποκλειστικό καθεστώς προστασίας, τούτο θα προέκυπτε ρητώς από το γράμμα των θεσπιζουσών το καθεστώς αυτό διατάξεων. Συναφώς, ενδεικτικοί είναι οι όροι που χρησιμοποιούνται στην αιτιολογική σκέψη 6 του κανονισμού 510/2006 ή στο άρθρο 1 και στο άρθρο 92, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 2100/94 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 1994, για τα κοινοτικά δικαιώματα επί φυτικών ποικιλιών (ΕΕ 1994, L 227, σ. 1).

44

Εξάλλου, το IVDP παρατηρεί ότι η αιτιολογική σκέψη 28 του κανονισμού 479/2008 αναφέρει ότι, για να διαφυλαχθούν τα ιδιαίτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά των οίνων με ονομασία προελεύσεως ή γεωγραφική ένδειξη, θα πρέπει να «επιτρέπεται στα κράτη μέλη να εφαρμόζουν αυστηρότερους κανόνες προς τον σκοπό αυτόν».

45

Η Bruichladdich υποστηρίζει ότι, όπως έκανε δεκτό το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 38 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η πάγια νομολογία του Δικαστηρίου για την πληρότητα του κανονισμού 510/2006 περί των γεωγραφικών ενδείξεων για τα τρόφιμα εφαρμόζεται mutatis mutandis στον κανονισμό 1234/2007 όσον αφορά τις ονομασίες προελεύσεως των οίνων. Συγκεκριμένα, οι κανονισμοί αυτοί περιλαμβάνουν παρεμφερείς διατάξεις, μεταξύ άλλων ως προς τη διαδικασία καταχωρίσεως ή την έκταση της προστασίας.

46

Συνεπώς, κάθε δυνατότητα των κρατών μελών να χορηγούν ειδική προστασία βάσει άλλων κανόνων πρέπει να θεμελιώνεται σε ρητούς κανόνες. Η Bruichladdich υποστηρίζει ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν επί του παρόντος μόνο τη δυνατότητα χορηγήσεως εθνικής προσωρινής προστασίας σε ονομασία προελεύσεως εν αναμονή της εκδόσεως της αποφάσεως της Επιτροπής επί της αιτήσεως καταχωρίσεώς της σε ενωσιακό επίπεδο.

47

Εξάλλου, το άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009 δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «ρητή παρέκκλιση», εφόσον περιλαμβάνει γενικές διατάξεις και αφορά μόνο την εθνική νομοθεσία «η οποία εφαρμόζεται» στο προγενέστερο σημείο του οποίου γίνεται επίκληση.

48

Αντιθέτως, η Πορτογαλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι πρέπει να απορριφθεί η ερμηνεία σύμφωνα με την οποία η προστασία των ονομασιών προελεύσεως των οίνων είναι πλήρης και αποκλείει τη συμπληρωματική προστασία σε επίπεδο εθνικού δικαίου των κρατών μελών.

49

Τέλος, κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή υποστήριξε ότι το καθεστώς προστασίας των ονομασιών προελεύσεως στον αμπελοοινικό τομέα, όπως προβλέπεται με τον κανονισμό 1234/2007, είναι πλήρες και αποκλείει οποιαδήποτε προστασία τους από το εθνικό δίκαιο των κρατών μελών.

Επί της ανταναιρέσεως

50

Προς στήριξη της ανταναιρέσεως, το IVDP προβάλλει τρεις λόγους.

51

Με τον πρώτο λόγο της αιτήσεώς του ανταναιρέσεως, με τον οποίο αμφισβητεί τις σκέψεις 38 και 41 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το IVDP υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, κρίνοντας ότι το άρθρο 118ιγ, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1234/2007 διέπει, κατά τρόπο ομοιόμορφο και πλήρη, τόσο το επιτρεπτό όσο και τα όρια, ή την απαγόρευση της εμπορικής χρήσεως των ονομασιών προελεύσεως και των γεωγραφικών ενδείξεων που προστατεύονται από το δίκαιο της Ένωσης. Κατά το IVDP, τούτο δεν συμβαίνει, για τον λόγο ότι η σχετική σύγκριση του κανονισμού 510/2006 και του κανονισμού 1234/2007 στερείται ερείσματος.

52

Συναφώς, το IVDP βασίζεται στα επιχειρήματα που ανέπτυξε στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως του EUIPO και, σύμφωνα με τα οποία η προστασία των ονομασιών προελεύσεως των οίνων δεν διέπεται αποκλειστικώς από τον κανονισμό 1234/2007, αλλά εμπίπτει και στο εθνικό δίκαιο. Προς στήριξη των επιχειρημάτων αυτών, το IVDP υποστηρίζει ότι οι αρχές που καθιερώνονται στη σκέψη 114 της αποφάσεως της 8ης Σεπτεμβρίου 2009, Budějovický Budvar (C-478/07, EU:C:2009:521), όσον αφορά την έκταση του προβλεπόμενου με τον κανονισμό 510/2006 καθεστώτος προστασίας, δεν μπορούν να επεκταθούν στο προβλεπόμενο με τον κανονισμό 1234/2007 καθεστώς προστασίας, λαμβανομένων υπόψη των ουσιωδώς διαφορετικών σκοπών και χαρακτηριστικών των δύο αυτών κανονισμών.

53

Με τον δεύτερο λόγο της ανταναιρέσεως, το IVDP προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι κακώς απέρριψε, στις σκέψεις 68 έως 73 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τη δεύτερη αιτίαση του δευτέρου σκέλους του τετάρτου λόγου της προσφυγής του, η οποία αντλείται από παράβαση του άρθρου 118ιγ, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, περίπτωση ii, του κανονισμού 1234/2007, για τον λόγο ότι το επίμαχο σήμα δεν χρησιμοποιεί την ονομασία προελεύσεως «Porto» ή «Port» της οποίας δικαιούχος είναι το IVDP, ούτε τη θυμίζει, οπότε δεν χρειαζόταν να εξετασθεί η φήμη αυτής της ονομασίας προελεύσεως.

54

Το IVDP υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη κρίνοντας, στη σκέψη 71 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η πρωταρχική σημασία του όρου «port» σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες, συμπεριλαμβανομένων της αγγλικής και της πορτογαλικής, είναι η έννοια του λιμένα, δηλαδή παραθαλάσσιας ή ευρισκόμενης στην όχθη ποταμού τοποθεσίας. Συγκεκριμένα, στα πορτογαλικά δεν υφίσταται η λέξη «port», δεδομένου ότι ο όρος που χρησιμοποιείται για τον λιμένα είναι «porto». Στη γλώσσα αυτή, η λέξη «port» συνιστά απλώς έναν τρόπο διατυπώσεως, μεταξύ άλλων, της προστατευόμενης ονομασίας προελεύσεως «Porto».

55

Το IVDP αμφισβητεί επίσης την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου, στην εν λόγω σκέψη 71, ότι το σήμα «PORT CHARLOTTE»«θα γίνει αντιληπτό από το ενδιαφερόμενο κοινό ως προσδιορίζον λιμένα που φέρει το όνομα προσώπου καλούμενου Charlotte, χωρίς να δημιουργείται άμεσος συσχετισμός με την ονομασία προελεύσεως “[P]orto” ή “[P]ort” ή οίνου Porto».

56

Η συμπερίληψη του όρου «Port» στο επίμαχο σήμα συνιστά απομίμηση ή υπαινιγμό της προστατευόμενης ονομασίας προελεύσεως «Ρort», οπότε, ως δικαιούχος της εν λόγω ονομασίας προελεύσεως, το IVDP πρέπει να μπορεί να προστατευθεί έναντι της χρήσεως του σήματος αυτού δυνάμει του άρθρου 118ιγ, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, περίπτωση ii, του κανονισμού 1234/2007.

57

Με τον τρίτο λόγο της ανταναιρέσεως, το IVDP προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο την απόρριψη, στις σκέψεις 74 έως 77 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, της τρίτης αιτιάσεως του δεύτερου σκέλους του τέταρτου λόγου της προσφυγής του, καθόσον έκρινε ότι η χρήση του επίμαχου σήματος δεν συνιστά «κατάχρηση, απομίμηση ή επίκληση» της προστατευόμενης ονομασίας προελεύσεως «Porto» ή «Port», κατά την έννοια του άρθρου 118ιγ, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1234/2007.

58

Προς στήριξη του τρίτου αυτού λόγου, το IVDP παραπέμπει στα επιχειρήματα που ανέπτυξε στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου της ανταναιρέσεως, καθόσον εκτιμά ότι το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε, στη σκέψη 75 της αποφάσεως αυτής, κατ’ ουσίαν στα ίδια στοιχεία με όσα περιλαμβάνονται στη σκέψη 71 της εν λόγω αποφάσεως, κατά της οποίας βάλλει ο δεύτερος λόγος της ανταναιρέσεως.

59

Βάσει των ιδίων αυτών επιχειρημάτων, το IVDP αμφισβητεί επίσης την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου, στη σκέψη 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σύμφωνα με την οποία, «για τους λόγους που προεξετέθησαν στη σκέψη 71 [της αποφάσεως αυτής], έστω και αν ο όρος “port” αποτελεί συστατικό του επίμαχου σήματος, ο μέσος καταναλωτής, ακόμη και αν υποτεθεί ότι είναι πορτογαλικής καταγωγής ή έχει ως μητρική γλώσσα την πορτογαλική, βλέποντας ουίσκι που φέρει το εν λόγω σήμα δεν θα συσχετίσει το σήμα με οίνο Porto που δικαιούται να φέρει την εν λόγω προστατευόμενη ονομασία προελεύσεως».

60

Δεν είναι επίσης ορθή η κρίση του Γενικού Δικαστηρίου, στη σκέψη 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο καταναλωτής αυτός δεν θα συσχετίσει το ουίσκι που φέρει το επίμαχο σήμα με οίνο Porto που δικαιούται να φέρει την εν λόγω ονομασία λόγω των σημαντικών διαφορών μεταξύ των αντίστοιχων χαρακτηριστικών των δύο αυτών ειδών ποτών, ιδίως, από πλευράς συστατικών, περιεκτικότητας σε αλκοόλη και γεύσεως.

61

Εν πάση περιπτώσει, όπως υποστήριξε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου το IVDP, καίτοι το ουίσκι και ο οίνος Porto είναι σαφώς διαφορετικά ποτά, εντούτοις πρόκειται για συγκρίσιμα προϊόντα.

62

Όσον αφορά τον πρώτο λόγο της ανταναιρέσεως, το EUIPO παραπέμπει στα προβληθέντα προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως επιχειρήματα.

63

Το EUIPO υποστηρίζει ότι ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος της ανταναιρέσεως πρέπει να κριθούν απαράδεκτοι, διότι αφορούν μόνον επιχειρήματα τα οποία άπτονται της εκτιμήσεως πραγματικών περιστατικών της προκειμένης υποθέσεως και δεν εγείρουν κανένα νομικό ζήτημα.

64

Με τους λόγους αυτούς, το IVDP δεν επιδιώκει να καταδείξει ότι το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένως τα κρίσιμα νομικά κριτήρια για την εφαρμογή του άρθρου 118ιγ του κανονισμού 1234/2007, αλλά αμφισβητεί την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως και, ειδικότερα, την εκτίμηση σχετικά με το ζήτημα κατά πόσον το επίμαχο σήμα παραπέμπει στην ονομασία προελεύσεως «Port» και κατά πόσον το ουίσκι και ο οίνος Porto είναι συγκρίσιμα προϊόντα.

65

Το EUIPO παρατηρεί ότι, στο πλαίσιο του δευτέρου και του τρίτου λόγου της ανταναιρέσεως, το IVDP δεν προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο καμία παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών.

66

Περαιτέρω, το EUIPO ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε τα κατάλληλα νομικά κριτήρια εφόσον, κατά πάγια νομολογία, η έννοια του «υπαινιγμού» καλύπτει την περίπτωση κατά την οποία ο όρος που χρησιμοποιείται για την περιγραφή προϊόντος περιλαμβάνει μέρος μιας προστατευόμενης ονομασίας, ώστε ο καταναλωτής, έχοντας προ οφθαλμών την ονομασία αυτή του προϊόντος, να ανακαλεί στη μνήμη του, ως εικόνα αναφοράς, το εμπόρευμα το οποίο φέρει την ονομασία αυτή (βλ., συναφώς, απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2016, Viiniverla, C‑75/15, EU:C:2016:35, σκέψη 21 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

67

Η Bruichladdich υποστηρίζει ότι ο πρώτος λόγος της ανταναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί, διότι από τη σχετική με τον κανονισμό 510/2006 νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει η πληρότητα του θεσπισθέντος με τον κανονισμό αυτόν συστήματος προστασίας για τις ονομασίες προελεύσεως των τροφίμων. Συνεπώς, αν ένα προϊόν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της νομοθεσίας της Ένωσης για τις γεωγραφικές ενδείξεις, κάθε παράλληλη ή παρεμφερής εθνική προστασία πρέπει να παύει.

68

Αντιθέτως, η εταιρία αυτή θεωρεί ότι η πληρότητα του προβλεπόμενου από το δίκαιο της Ένωσης συστήματος προστασίας δεν αποκλείει κάθε εθνική προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων. Πράγματι, τέτοιου είδους εθνική προστασία είναι δυνατή όσον αφορά γεωγραφικές ενδείξεις μη εμπίπτουσες στο πεδίο εφαρμογής της σχετικής νομοθεσίας της Ένωσης. Τούτο όμως δεν συμβαίνει στην περίπτωση της ονομασίας προελεύσεως «Porto» ή «Port», εφόσον αυτή προστατεύεται βάσει του κανονισμού 1234/2007.

69

Περαιτέρω, η Bruichladdich υποστηρίζει ότι ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος της ανταναιρέσεως δεν είναι βάσιμοι.

70

Φρονεί ότι το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι το επίμαχο σήμα δεν παραβαίνει το άρθρο 118ιγ, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1234/2007. Υποστηρίζει ότι είναι επίσης βάσιμη η εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με την απουσία κινδύνου συγχύσεως στην αντίληψη του ενδιαφερόμενου κοινού της Ένωσης μεταξύ των προσδιοριζομένων με το επίμαχο σήμα προϊόντων και των οίνων με την ονομασία προελεύσεως «Porto».

71

Συναφώς, η Bruichladdich υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι η προστατευόμενη ονομασία προελεύσεως «Porto» ή «Port» γίνεται αντιληπτή ως παραπέμπουσα σε ένα μέρος της πορτογαλικής επικράτειας, ήτοι στην περιοχή παραγωγής των οίνων που πωλούνται με την ονομασία αυτή. Αντιθέτως, το επίμαχο σήμα δεν παραπέμπει στην περιοχή αυτή, αλλά σε τόπο κοντά στη θάλασσα, δεδομένου ότι η λέξη «port» είναι όρος της αγγλικής γλώσσας που παραπέμπει σε παραλιακό μέρος διαμορφωμένο καταλλήλως για την προσέγγιση των πλοίων. Στο σύνθετο σήμα «PORT CHARLOTTE», το δεύτερο σημείο «CHARLOTTE», το οποίο είναι το κυρίαρχο στοιχείο λόγω των διαστάσεών του και του διακριτικού χαρακτήρα του, ερμηνεύεται άμεσα ως γυναικείο όνομα. Ως εκ τούτου, το πρώτο σημείο, το οποίο χρησιμοποιείται ευρέως σε πολλά προϊόντα, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται τα οινοπνευματώδη ποτά, χρησιμεύει απλώς για τον χαρακτηρισμό του είδους ενός τόπου.

72

Εν πάση περιπτώσει, τα επίμαχα προϊόντα, ήτοι ο οίνος Porto και το ουίσκι, διαφέρουν επαρκώς από απόψεως, μεταξύ άλλων, συστατικών, γεύσης και περιεκτικότητας σε αλκοόλη.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Επί του πρώτου λόγου της ανταναιρέσεως

73

Πρέπει πρώτον να εξετασθεί ο πρώτος λόγος ανταναιρέσεως που προβάλλει το IVDP.

74

Ο λόγος αυτός αφορά τα σημεία 38 και 41 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως όπου το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε τα ακόλουθα:

«38

[…] σύμφωνα με το πνεύμα και το σύστημα του ενιαίου κανονιστικού περιβάλλοντος της κοινής γεωργικής πολιτικής (αιτιολογική σκέψη 1 του κανονισμού 491/2009· βλ., επίσης, συναφώς και κατ’ αναλογίαν με τον κανονισμό 510/2006, απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2009, Budějovický Budvar, C‑478/07, EU:C:2009:521, σκέψεις 107 επ.) όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού [1234/2007], οι συγκεκριμένες προϋποθέσεις και η έκταση της εν λόγω προστασίας καθορίζονται αποκλειστικώς από το άρθρο 118ιγ, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού αυτού.

[…]

41

Από τα προαναφερθέντα συνάγεται το συμπέρασμα ότι, όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού [1234/2007], το άρθρο 118ιγ, παράγραφοι 1 και 2, διέπει, κατά τρόπο ομοιόμορφο και αποκλειστικό, τόσο το επιτρεπτό όσο και τα όρια, ή την απαγόρευση της εμπορικής χρήσεως των ονομασιών προελεύσεως και των γεωγραφικών ενδείξεων που προστατεύονται από το δίκαιο της Ένωσης, και συνεπώς, στο συγκεκριμένο πλαίσιο, δεν απαιτείτο το τμήμα προσφυγών να εφαρμόσει τους όρους προστασίας που προέβλεπαν ειδικώς οι σχετικοί κανόνες του πορτογαλικού δικαίου που οδήγησαν στην εγγραφή των ονομασιών προελεύσεως “[P]orto” ή “[P]ort” στη βάση δεδομένων E-Bacchus.»

75

Αντιθέτως προς όσα ισχυρίζεται το IVDP, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο εφαρμόζοντας στο καθεστώς του κανονισμού 1234/2007 τις αρχές που έχουν συναχθεί από το Δικαστήριο στην απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2009, Budějovický Budvar (C-478/07, EU:C:2009:521), ως προς τον ομοιόμορφο και πλήρη χαρακτήρα του καθεστώτος προστασίας του κανονισμού 510/2006.

76

Πράγματι, καίτοι το θεσπισθέν με τον κανονισμό 1234/2007 καθεστώς προστασίας δεν είναι ασφαλώς πανομοιότυπο με το καθεστώς προστασίας του κανονισμού 510/2006, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι τα δύο αυτά καθεστώτα έχουν κατ’ ουσίαν τον ίδιο χαρακτήρα, δεδομένου ότι είναι συγκρίσιμοι οι σκοποί τους και τα χαρακτηριστικά τους, όπως παρατήρησε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 63 των προτάσεών του.

77

Για να εξετασθούν οι σκοποί του συστήματος προστασίας του κανονισμού 1234/2007, πρέπει να αναφερθούν οι αιτιολογικές σκέψεις του κανονισμού 479/2008, εφόσον ο κανονισμός 491/2009, ο οποίος τροποποίησε τον κανονισμό 1234/2007 ως ίσχυε προηγουμένως, κατ’ ουσίαν απλώς ενσωμάτωσε στον τελευταίο αυτόν κανονισμό τις διατάξεις σχετικά με τις ονομασίες προελεύσεως και τις γεωγραφικές ενδείξεις στον αμπελοοινικό τομέα που είχαν προστεθεί με τον κανονισμό 479/2008.

78

Συναφώς, από το προοίμιο του κανονισμού 479/2008 προκύπτει ότι ο κανονισμός αυτός, όπως και ο κανονισμός 510/2006, εκδόθηκε βάσει των διατάξεων της Συνθήκης ΕΚ περί της κοινής γεωργικής πολιτικής.

79

Όσον αφορά τους σκοπούς των νομοθετημάτων αυτών, η αιτιολογική σκέψη 27 του κανονισμού αυτού αναφέρει ότι το εν λόγω καθεστώς προστασίας αποσκοπεί στην παροχή στους καταναλωτές της δυνατότητας να αναγνωρίζουν, μέσω των προστατευομένων ονομασιών προελεύσεως και των προστατευομένων γεωγραφικών ενδείξεων, τους αποκαλούμενους οίνους «ποιότητας». Προς τούτο, η ίδια αυτή αιτιολογική σκέψη αναφέρει ότι οι αιτήσεις για τις γεωγραφικές αυτές ενδείξεις πρέπει να εξετάζονται στο πλαίσιο της οριζόντιας πολιτικής ποιότητας για τα είδη διατροφής εκτός από τον οίνο και τα αλκοολούχα ποτά η οποία ορίζεται στον κανονισμό 510/2006.

80

Εξάλλου, διαπιστώνεται ότι οι σκοποί του κανονισμού 1234/2007 είναι ανάλογοι με τους σκοπούς του κανονισμού 510/2006, τους οποίους το Δικαστήριο εξέθεσε στις σκέψεις 110 έως 113 της αποφάσεως της 8ης Σεπτεμβρίου 2009, Budějovický Budvar (C-478/07, EU:C:2009:521). Με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο έκρινε ότι η καταχωρισθείσα βάσει του κανονισμού 510/2006 γεωγραφική ένδειξη παρέχει εγγύηση ποιότητας στους καταναλωτές όσον αφορά τα προϊόντα που τη φέρουν.

81

Συναφώς, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι οι ονομασίες προελεύσεως εμπίπτουν στα δικαιώματα βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας. Η εφαρμοστέα ρύθμιση προστατεύει τους δικαιούχους τους από την καταχρηστική χρήση των εν λόγω ονομασιών από τρίτους που επιθυμούν να επωφεληθούν από τη φήμη τους. Οι ονομασίες αυτές έχουν σκοπό να διασφαλίσουν ότι το προϊόν στο οποίο αναφέρονται προέρχεται από καθορισμένη γεωγραφική ζώνη και εμφανίζει ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Μπορούν να απολαύουν μεγάλης φήμης μεταξύ των καταναλωτών και να αποτελούν για τους παραγωγούς που πληρούν τις προϋποθέσεις χρησιμοποιήσεώς τους ένα βασικό μέσο προσελκύσεως πελατείας. Η φήμη των ονομασιών προελεύσεως είναι συνάρτηση της εικόνας που έχουν διαμορφώσει για αυτές οι καταναλωτές. Η δε εικόνα αυτή εξαρτάται ουσιαστικά από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του προϊόντος και γενικότερα από την ποιότητά του. Στην ποιότητα αυτή στηρίζεται τελικά η φήμη του προϊόντος. Aπό την άποψη του καταναλωτή, η σχέση μεταξύ της φήμης των παραγωγών και της ποιότητας των προϊόντων εξαρτάται, εξάλλου, από την πεποίθησή του ότι τα πωλούμενα με συγκεκριμένη ονομασία προελεύσεως προϊόντα είναι γνήσια (απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2009, Budějovický Budvar, C-478/07, EU:C:2009:521, σκέψη 110 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

82

Συνεπώς, ο κανονισμός 1234/2007 συνιστά ένα μέσο της κοινής γεωργικής πολιτικής που αποσκοπεί κυρίως στην παροχή στους καταναλωτές της εγγυήσεως ότι τα γεωργικά προϊόντα που καλύπτονται από γεωγραφική ένδειξη καταχωρισθείσα βάσει του κανονισμού αυτού εμφανίζουν, λόγω της προελεύσεώς τους από συγκεκριμένη γεωγραφική ζώνη, ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και, επομένως, παρέχουν εγγύηση ποιότητας που οφείλεται στη γεωγραφική προέλευσή τους, με σκοπό να δοθεί στους παραγωγούς γεωργικών προϊόντων που έχουν καταβάλει πραγματικές προσπάθειες ποιοτικής βελτιώσεως των προϊόντων τους η δυνατότητα, ως αντάλλαγμα, να βελτιώσουν το εισόδημά τους και να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να επωφελούνται τρίτοι καταχρηστικά από τη φήμη που δημιουργεί η ποιότητα των προϊόντων αυτών (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2009, Budějovický Budvar, C-478/07, EU:C:2009:521, σκέψη 111).

83

Αν όμως τα κράτη μέλη είχαν τη δυνατότητα να επιτρέπουν στους παραγωγούς τους να χρησιμοποιούν εντός της εθνικής επικράτειας, βασιζόμενοι σε δικαίωμα εθνικού δικαίου που ενδέχεται να ανταποκρίνεται σε λιγότερο αυστηρές προϋποθέσεις από τις επιβαλλόμενες στο πλαίσιο του εν λόγω κανονισμού σε σχέση με τα οικεία προϊόντα, κάποιες από τις ενδείξεις ή τα σύμβολα των οποίων η χρήση επιτρέπεται, κατά τον κανονισμό 1234/2007, μόνο για τις ονομασίες που καταχωρίζονται σύμφωνα με τον κανονισμό αυτό, θα διακυβευόταν η εν λόγω εγγύηση ποιότητας. Η παροχή της δυνατότητας αυτής στους εν λόγω εθνικούς παραγωγούς θα διακύβευε επίσης την επίτευξη, εντός της εσωτερικής αγοράς, ελεύθερου και ανόθευτου ανταγωνισμού μεταξύ των παραγωγών προϊόντων που καλύπτονται από αυτές τις ενδείξεις ή αυτά τα σύμβολα και θα μπορούσε ειδικότερα να θίξει τα δικαιώματα που πρέπει να παρέχονται μόνον στους παραγωγούς που έχουν καταβάλει πραγματικές προσπάθειες ποιοτικής βελτιώσεως των προϊόντων τους με σκοπό να μπορούν να χρησιμοποιούν γεωγραφική ένδειξη που έχει καταχωρισθεί δυνάμει του κανονισμού αυτού (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2009, Budějovický Budvar, C-478/07, EU:C:2009:521, σκέψη 112).

84

Επομένως, ο κίνδυνος διακυβεύσεως του κύριου σκοπού που επιδιώκει ο κανονισμός 1234/2007, ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση της ποιότητας των οικείων γεωργικών προϊόντων, είναι ιδιαίτερα σοβαρός διότι, αντιθέτως προς τα σήματα, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν έχει, μέχρι σήμερα, θεσπίσει κανένα μέτρο εναρμονίσεως των τυχόν ισχυόντων εθνικών καθεστώτων προστασίας των γεωγραφικών ενδείξεων (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2009, Budějovický Budvar, C-478/07, EU:C:2009:521, σκέψη 113).

85

Περαιτέρω διαπιστώνεται ότι τα χαρακτηριστικά του προβλεπόμενου με τον κανονισμό 1234/2007 καθεστώτος προστασίας είναι ανάλογα με τα θεσπισθέντα με τον κανονισμό 510/2006, τα οποία εκτίθενται στις σκέψεις 115 επ. της αποφάσεως της 8ης Σεπτεμβρίου 2009, Budějovický Budvar (C-478/07, EU:C:2009:521).

86

Πρώτον, αντιθέτως προς τα λοιπά καθεστώτα του δικαίου της Ένωσης για την προστασία των δικαιωμάτων βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας, όπως τα αφορώντα το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα οποία προβλέπει ο κανονισμός 207/2009 ή τα αφορώντα τις φυτικές ποικιλίες τα οποία προβλέπει ο κανονισμός 2100/94, η διαδικασία καταχωρίσεως των ονομασιών προελεύσεως και των γεωγραφικών ενδείξεων βάσει του κανονισμού 1234/2007 βασίζεται στην κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους και της Επιτροπής, αφού η Επιτροπή δεν μπορεί να λάβει την απόφαση να καταχωρίσει μια ονομασία παρά μόνον αν το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος τής έχει υποβάλει σχετική αίτηση, η οποία πάλι δεν μπορεί να υποβληθεί παρά μόνον αν το κράτος μέλος έχει εξακριβώσει ότι είναι δικαιολογημένη (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2009, Budějovický Budvar, C-478/07, EU:C:2009:521, σκέψη 116).

87

Οι εθνικές διαδικασίες καταχωρίσεως είναι επομένως ενσωματωμένες στην ενωσιακή διαδικασία λήψεως της αποφάσεως και αποτελούν ουσιώδες τμήμα της. Οι εν λόγω διαδικασίες δεν έχουν δυνατότητα υπάρξεως εκτός του καθεστώτος προστασίας της Ένωσης (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2009, Budějovický Budvar, C-478/07, EU:C:2009:521, σκέψη 117).

88

Όσον αφορά τη διαδικασία καταχωρίσεως, είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι το άρθρο 118στ, παράγραφος 7, του κανονισμού 1234/2007, το οποίο συμπίπτει κατ’ ουσίαν με το άρθρο 38, παράγραφος 7, του κανονισμού 479/2008, προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μπορούν, επί μεταβατικής και μόνο βάσεως, να παρέχουν σε μια ονομασία προστασία σε εθνικό επίπεδο μέχρι να ληφθεί από την Επιτροπή απόφαση επί της αιτήσεως καταχωρίσεως (βλ., κατ’ αναλογίαν, όσον αφορά το άρθρο, 5, παράγραφος 6, του κανονισμού 510/2006, απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2009, Budějovický Budvar, C-478/07, EU:C:2009:521, σκέψη 118).

89

Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, εντός του θεσπισθέντος με τον κανονισμό 1234/2007 συστήματος, οσάκις τα κράτη μέλη είναι αρμόδια για τη λήψη αποφάσεων, έστω και προσωρινών, που παρεκκλίνουν από τις διατάξεις του κανονισμού αυτού, η αρμοδιότητα αυτή απορρέει από ρητούς κανόνες (βλ. κατ’ αναλογίαν, όσον αφορά το άρθρο 5, παράγραφος 6, του κανονισμού 510/2006, απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2009, Budějovický Budvar, C-478/07, EU:C:2009:521, σκέψη 119).

90

Εξάλλου, διάταξη τέτοιας φύσεως θα στερούνταν κάθε πρακτικής αποτελεσματικότητας αν τα κράτη μέλη μπορούσαν να διατηρούν τα δικά τους καθεστώτα προστασίας των ονομασιών προελεύσεως και των γεωγραφικών ενδείξεων κατά την έννοια των κανονισμών 1234/2007 και 479/2008 με αποτέλεσμα τη συνύπαρξη των καθεστώτων αυτών με το καθεστώς που απορρέει από τους κανονισμούς αυτούς (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2009, Budějovický Budvar, C-478/07, EU:C:2009:521, σκέψη 120).

91

Δεύτερον, η πληρότητα του καθεστώτος προστασίας των κανονισμών 1234/2007 και 479/2008 αποδεικνύεται επίσης από τις μεταβατικές διατάξεις που προβλέπονται για τις υφιστάμενες εθνικές ονομασίες, όπως είναι η ονομασία προελεύσεως «Ρorto» ή «Ρort» (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2009, Budějovický Budvar, C-478/07, EU:C:2009:521, σκέψη 121).

92

Επομένως, το άρθρο 118ιθ του κανονισμού 1234/2007, διάταξη κατ’ ουσίαν συμπίπτουσα με το άρθρο 51 του κανονισμού 479/2008, προβλέπει μεταβατικό σύστημα προστασίας το οποίο αποσκοπεί, για λόγους ασφάλειας δικαίου, στη διατήρηση της προβλεπόμενης στο εσωτερικό δίκαιο πριν από την 1η Αυγούστου 2009 προστασίας των ονομασιών των οίνων. Το μεταβατικό αυτό σύστημα προστασίας, όπως προκύπτει από το άρθρο 118ιθ, παράγραφος 1, του κανονισμού 1234/2007, καθιερώθηκε σε ενωσιακό επίπεδο δυνάμει του κανονισμού 1493/1999 και καλύπτει αυτομάτως τις ονομασίες των οίνων που έχαιραν ήδη προστασίας κατ’ εφαρμογήν ιδίως του τελευταίου αυτού κανονισμού (βλ., συναφώς, απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2014, Ουγγαρία κατά Επιτροπής, C-31/13 P, EU:C:2014:70, σκέψη 58).

93

Εξάλλου, το άρθρο 118ιθ, παράγραφος 4, του κανονισμού 1234/2007 προβλέπει ότι, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2014, η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει, με δική της πρωτοβουλία, να ανακαλέσει την αυτόματη αυτή προστασία των ονομασιών των οίνων, εάν δεν πληρούν τους όρους που καθορίζονται στο άρθρο 118β του εν λόγω κανονισμού.

94

Το καθεστώς όμως αυτό μεταβατικής προστασίας των υφιστάμενων ονομασιών προελεύσεως και γεωγραφικών ενδείξεων δεν θα είχε νόημα αν το προβλεπόμενο με τον κανονισμό 1234/2007 καθεστώς προστασίας των ονομασιών αυτών δεν ήταν αποκλειστικό, οπότε τα κράτη μέλη θα εξακολουθούσαν, ούτως ή άλλως, να έχουν την ευχέρεια να τις διατηρούν σε ισχύ για απεριόριστο χρόνο(βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2009, Budějovický Budvar, C-478/07, EU:C:2009:521, σκέψη 128).

95

Επιπροσθέτως, καίτοι, ασφαλώς η αιτιολογική σκέψη 28 του κανονισμού 479/2008 αναφέρει ότι, «για να διαφυλαχθούν τα ιδιαίτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά των οίνων με ονομασία προέλευσης ή γεωγραφική ένδειξη, θα πρέπει να επιτρέπεται στα κράτη μέλη να εφαρμόζουν αυστηρότερους κανόνες προς τον σκοπό αυτόν», εντούτοις, όπως παρατήρησε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 74 των προτάσεών του, η αιτιολογική αυτή σκέψη σκοπεί μόνον το άρθρο 28 του κανονισμού αυτού, με τίτλο «Αυστηρότεροι κανόνες που αποφασίζονται από τα κράτη μέλη», που αφορά μόνον τις οινολογικές πρακτικές.

96

Επίσης, στις σκέψεις 38 και 41 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι, όσον αφορά τις ονομασίες προελεύσεως «Ρorto» ή «Ρort», οι οποίες προστατεύονται δυνάμει του κανονισμού 1234/2007, ο κανονισμός αυτός περιέχει ομοιόμορφο και πλήρες καθεστώς προστασίας, οπότε το τμήμα προσφυγών δεν απαιτείτο να εφαρμόσει τους σχετικούς κανόνες του πορτογαλικού δικαίου που οδήγησαν στην εγγραφή των εν λόγω ονομασιών προελεύσεως στη βάση δεδομένων E-Bacchus.

97

Επομένως, ο πρώτος λόγος της ανταναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί του μοναδικού λόγου της αιτήσεως αναιρέσεως

98

Με τον μοναδικό λόγο που προβάλλεται στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως και με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 53, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 4, και το άρθρο 53, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού αυτού, το EUIPO αμφισβητεί τη σκέψη 44 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως με την οποία το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ως εξής:

«Όσον αφορά τον προβαλλόμενο αποκλειστικό χαρακτήρα της προστασίας που παρέχεται δυνάμει του άρθρου 118ιγ, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού [1234/2007], όπως τον αναγνωρίζει το τμήμα προσφυγών και τον επικαλείται το [EUIPO], επιβάλλεται να επισημανθεί ότι ούτε από τις διατάξεις του κανονισμού [1234/2007] ούτε από αυτές του κανονισμού 207/2009 προκύπτει ότι η προστασία δυνάμει του πρώτου κανονισμού πρέπει να νοείται ως αποκλειστική, υπό την έννοια ότι δεν μπορεί να συμπληρωθεί, πέραν του ιδίου αυτής πεδίου εφαρμογής, από άλλο καθεστώς προστασίας. Αντιθέτως, από το σαφές γράμμα του άρθρου 53, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 4, αυτού, καθώς και από το γράμμα του άρθρου 53, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του αυτού κανονισμού προκύπτει ότι οι λόγοι κηρύξεως ακυρότητας του σήματος είναι δυνατόν να στηρίζονται, διαζευκτικώς ή σωρευτικώς, σε προγενέστερα δικαιώματα “σύμφωνα με την […] νομοθεσία [της Ένωσης] ή με το εθνικό δίκαιο που διέπει την προστασία του[ς]”. Κατά συνέπεια, η παρεχόμενη στις (προστατευόμενες) ονομασίες προελεύσεως και γεωγραφικές ενδείξεις προστασία δυνάμει του κανονισμού [1234/2007], υπό τον όρο ότι αυτές συνιστούν “προγενέστερα δικαιώματα” κατά την έννοια των προαναφερθεισών διατάξεων του κανονισμού 207/2009, μπορεί να συμπληρωθεί από το σχετικό εθνικό δίκαιο που χορηγεί συμπληρωματική προστασία.»

99

Από την απόρριψη του πρώτου λόγου της ανταναιρέσεως προκύπτει ότι χωρίς να υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο το Γενικό Δικαστήριο, βασιζόμενο στην εκ μέρους του Δικαστηρίου ερμηνεία των διατάξεων περί του καθεστώτος προστασίας του κανονισμού 510/2006, στις σκέψεις 107 επ. της αποφάσεως της 8ης Σεπτεμβρίου 2009, Budějovický Budvar (C-478/07, EU:C:2009:521), έκρινε κατ’ ουσίαν, στις σκέψεις 38 και 41 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το καθεστώς προστασίας των ονομασιών προελεύσεως «Ρortο» ή «Ρort», κατά το άρθρο 118ιγ, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1234/2007, όσον αφορά τις ονομασίες προελεύσεως που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού, είναι ομοιόμορφο και αποκλειστικό.

100

Υπενθυμίζεται ότι, στην απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2009, Budějovický Budvar (C-478/07, EU:C:2009:521), το Δικαστήριο έκρινε ότι το καθεστώς προστασίας των ονομασιών προελεύσεως του κανονισμού 510/2006 πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι είναι ομοιόμορφο και αποκλειστικό.

101

Συνεπεία του αποκλειστικού χαρακτήρα του εν λόγω καθεστώτος προστασίας, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο κανονισμός 510/2006 πρέπει επίσης να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αποκλείει την εφαρμογή καθεστώτος προστασίας προβλεπόμενου από τις δεσμεύουσες τα κράτη μέλη συνθήκες το οποίο παρέχει σε ονομασία, η οποία αναγνωρίζεται κατά το δίκαιο κράτους μέλους ως ονομασία προελεύσεως, προστασία σε άλλο κράτος μέλος στο οποίο η προστασία αυτή πράγματι ζητείται ενώ η ονομασία αυτή προελεύσεως δεν έχει αποτελέσει το αντικείμενο αιτήσεως καταχωρίσεως βάσει του εν λόγω κανονισμού.

102

Εξάλλου, από την απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2009, Budějovický Budvar (C-478/07, EU:C:2009:521), δεν προκύπτει ότι η ούτως αντληθείσα από το Δικαστήριο συνέπεια όσον αφορά την πληρότητα του καθεστώτος προστασίας του κανονισμού 510/2006 δεν καλύπτει την περίπτωση κατά την οποία το επίμαχο εθνικό καθεστώς χορηγεί «συμπληρωματική» προστασία σε γεωγραφική ένδειξη ή ονομασία προελεύσεως, ήτοι ενισχυμένη προστασία ή προστασία μεγαλύτερη από την προκύπτουσα από τον κανονισμό αυτόν και μόνον.

103

Για τους εκτεθέντες στις σκέψεις 83 και 89 έως 93 της παρούσας αποφάσεως λόγους, το καθεστώς προστασίας του κανονισμού 1234/2007 είναι πλήρες, οπότε προσκρούει στον εν λόγω κανονισμό η εφαρμογή εθνικού καθεστώτος προστασίας των γεωγραφικών ενδείξεων που προστατεύονται βάσει του κανονισμού αυτού.

104

Πάντως, το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 44 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε ότι η προστασία των ονομασιών προελεύσεως και των γεωγραφικών ενδείξεων βάσει του κανονισμού 1234/2007 δεν πρέπει να νοείται ως πλήρης, ήτοι ότι δεν μπορεί να συμπληρωθεί, «πέραν του ιδίου αυτής πεδίου εφαρμογής», από άλλο καθεστώς προστασίας.

105

Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι η διαφορά αφορά διαδικασία περί κηρύξεως της ακυρότητας κινηθείσα κατά του δικαιούχου του σήματος PORT CHARLOTTE για τον λόγο ότι το σήμα αυτό παραβιάζει, μεταξύ άλλων, την προστασία που παρέχει το πορτογαλικό δίκαιο στην ονομασία προελεύσεως «Ρorto» ή «Ρort».

106

Όμως, αυτή η ονομασία προελεύσεως εμπίπτει σαφώς στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1234/2007, εφόσον πρόκειται για γεωγραφική ένδειξη ενός είδους οίνου, η οποία καταχωρίστηκε και προστατεύεται βάσει του κανονισμού αυτού.

107

Καίτοι ο κανονισμός 1234/2007 δεν αποκλείει, καταρχήν, προστασία βάσει του εθνικού δικαίου μιας «απλής ενδείξεως γεωγραφικής προελεύσεως», ήτοι ονομασίας για την οποία δεν υφίσταται άμεσος σύνδεσμος μεταξύ, αφενός, συγκεκριμένης ποιότητας, της φήμης ή άλλου χαρακτηριστικού του προϊόντος και, αφετέρου, της συγκεκριμένης γεωγραφικής του προελεύσεως και η οποία, επομένως, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1234/2007 (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2009, Budějovický Budvar, C-478/07, EU:C:2009:521, σκέψη 73 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), εντούτοις τούτο δεν ισχύει όταν, όπως εν προκειμένω, η διαφορά αφορά χορηγηθείσα σε οίνο ονομασία προελεύσεως η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού.

108

Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στη σκέψη 44 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η δυνάμει του κανονισμού 1234/2007 παρεχόμενη στις προστατευόμενες ονομασίες προελεύσεως και γεωγραφικές ενδείξεις προστασία, υπό τον όρο ότι αυτές συνιστούν «προγενέστερα δικαιώματα» κατά την έννοια του άρθρου 53, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού αυτού, καθώς και του άρθρου 53, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του εν λόγω κανονισμού, «μπορεί να συμπληρωθεί από το σχετικό εθνικό δίκαιο που χορηγεί συμπληρωματική προστασία».

109

Κατόπιν των ανωτέρω, ο μοναδικός λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτός.

Επί του δευτέρου λόγου της ανταναιρέσεως

110

Με τον δεύτερο λόγο της ανταναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 118ιγ, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, περίπτωση ii, του κανονισμού 1234/2007, το οποίο προβλέπει ότι οι προστατευόμενες ονομασίες προελεύσεως προστατεύονται από κάθε άμεση ή έμμεση εμπορική χρήση, ακόμη και για μη συγκρίσιμα προϊόντα, στον βαθμό που η χρήση αυτή εκμεταλλεύεται τη φήμη τους, το IVDP προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι έκρινε, στη σκέψη 72 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το τμήμα προσφυγών ορθώς έκρινε ότι το επίμαχο σήμα, ήτοι το σημείο «PORT CHARLOTTE», «ούτε χρησιμοποιεί ούτε θυμίζει» την ονομασία προελεύσεως «Ρorto» ή «Ρort».

111

Ο λόγος αυτός αφορά το σκεπτικό που εκτίθεται στις σκέψεις 70 και 71 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως που έχουν ως εξής:

«70

Συναφώς, πρέπει, αφενός, να επισημανθεί ότι η προστατευόμενη ονομασία προελεύσεως της οποίας δικαιούχος είναι το προσφεύγον και η οποία έχει εγγραφεί στη βάση δεδομένων E‑Bacchus, περιλαμβάνει τις ονομασίες “[O]porto”, “[P]ortvin”, “[P]ortwein”, “[P]ortwijn”, “[V]in de [P]orto”, “[P]ort [W]ine”, “[P]ort”, “[V]inho do [P]orto” και “[P]orto”. Πρόκειται, συνεπώς, για ονομασίες σε διάφορες γλώσσες, που αποτελούνται είτε από δύο στοιχεία, ήτοι “port” ή “porto” και “vin” (οίνος) είτε από ένα μοναδικό στοιχείο, ήτοι “oporto” ή “porto”. Αφετέρου, όπως υποστηρίζει το [EUIPO], πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι το επίμαχο σήμα περιλαμβάνει και αυτό έκφραση που συντίθεται από δύο στοιχεία, ήτοι “port” και “charlotte”, που, όπως και στην περίπτωση της εκφράσεως “port wine”, πρέπει να νοούνται ως αποτελούντα μια λογική και εννοιολογική ενότητα […].

71

Όμως, αντίθετα προς την έκφραση που αναφέρεται στην εν λόγω προστατευόμενη ονομασία προελεύσεως, η αναφερόμενη στο επίμαχο σήμα έκφραση δεν αναφέρεται ρητώς σε οίνο, αλλά στο γυναικείο όνομα Charlotte που συνδέεται άμεσα με το στοιχείο “port”, η πρωταρχική σημασία του οποίου, σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες, συμπεριλαμβανομένων της αγγλικής και της πορτογαλικής γλώσσας, είναι αυτή του λιμένα, δηλαδή ενός τόπου παραθαλάσσιου ή ευρισκόμενου στην όχθη ποταμού. Κατά συνέπεια, όπως ορθώς έκρινε το τμήμα προσφυγών στο σημείο 24 της [προσβαλλομένης] αποφάσεως, το σημείο PORT CHARLOTTE, θεωρούμενο στο σύνολό του ως λογική και εννοιολογική ενότητα, θα γίνει αντιληπτό από το ενδιαφερόμενο κοινό ως προσδιορίζον λιμένα που φέρει το όνομα προσώπου καλούμενου Charlotte, χωρίς να δημιουργείται άμεσος συσχετισμός με την ονομασία προελεύσεως “[P]orto” ή “[P]ort” ή τον οίνο Porto. Όπως επισημαίνει η [Bruichladdich], αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο στο μέτρο που ο όρος “charlotte” αποτελεί το σημαντικότερο στοιχείο του επίμαχου σήματος, που έχει τη μεγαλύτερη διακριτική δύναμη και προσελκύει αμέσως την προσοχή του ενδιαφερομένου κοινού. Το εν λόγω κοινό δεν θα αντιληφθεί το στοιχείο “port” ως διακριτό στοιχείο ή στοιχείο δυνάμενο να διαχωρισθεί από τον όρο “charlotte”, αλλά ως χαρακτηρισμό που συνδέεται άμεσα με τον εν λόγω όρο, διαμηνύοντας ότι το επίμαχο σήμα αναφέρεται σε τοποθεσία που βρίσκεται στην ακτή ή κατά μήκος ποταμού. Η εκτίμηση αυτή ισχύει για κάθε μέσο καταναλωτή της Ένωσης που διαθέτει τουλάχιστον βασικές γνώσεις της αγγλικής ή κάποιας λατινογενούς γλώσσας.»

112

Όπως υποστηρίζει το IVDP, ο όρος «port» δεν υφίσταται στην πορτογαλική γλώσσα. Επιπλέον, ο όρος που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό ενός λιμένα, ήτοι παραθαλάσσιας ή ευρισκόμενης στην όχθη ποταμού τοποθεσίας, είναι «porto». Συνεπώς, επί του συγκεκριμένου αυτού σημείου, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη περί τα πραγματικά περιστατικά.

113

Εντούτοις, γενικώς, η εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου ότι το ενδιαφερόμενο κοινό, ήτοι ο μέσος καταναλωτής της Ένωσης, ο οποίος έχει τουλάχιστον βασικές γνώσεις της αγγλικής ή κάποιας λατινογενούς γλώσσας, θα αντιληφθεί το σήμα «PORT CHARLOTTE» ως προσδιορίζον έναν λιμένα με το όνομα προσώπου που ονομάζεται Charlotte χωρίς να το συσχετίσει άμεσα με την ονομασία προελεύσεως «Porto» ή «Port» ή οίνο Porto άπτεται πραγματικών περιστατικών και δεν μπορεί, καθεαυτή και εφόσον το IVDP δεν απέδειξε ότι συντρέχει πρόδηλη παραμόρφωση αποδεικτικού στοιχείου δυνάμενη να θίξει την ως άνω εκτίμηση, να αποτελέσει το αντικείμενο ελέγχου στην αναιρετική διαδικασία.

114

Η εκτίμηση αυτή δεν προκύπτει ούτε από ανακριβή ερμηνεία των όρων «κάθε άμεση ή έμμεση εμπορική χρήση», που περιλαμβάνονται στο άρθρο 118ιγ, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1234/2007.

115

Πράγματι, η ενσωμάτωση σε σήμα μιας ονομασίας προστατευόμενης βάσει του κανονισμού 1234/2007, όπως η ονομασία προελεύσεως «port», δεν θεωρείται ότι μπορεί να εκμεταλλευθεί τη φήμη της ονομασίας αυτής προελεύσεως, κατά την έννοια του άρθρου 118ιδ, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, περίπτωση ii, του εν λόγω κανονισμού, όταν η ενσωμάτωση αυτή δεν οδηγεί το ενδιαφερόμενο κοινό σε συσχέτιση του σήματος αυτού ή των προϊόντων για τα οποία έχει καταχωρισθεί με την οικεία ονομασία προελεύσεως ή το αμπελοοινικό προϊόν για το οποίο αυτή προστατεύεται.

116

Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο, μετά την κυριαρχική εκτίμησή του περί των πραγματικών περιστατικών, διαπίστωσε, στις σκέψεις 71 και 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το σημείο «PORT CHARLOTTE», δεδομένου ότι αποτελείται από τον όρο «port» και το όνομα Charlotte, θα γίνει αντιληπτό ως λογική και εννοιολογική ενότητα από το ενδιαφερόμενο κοινό ως παραπέμπον σε λιμένα, ήτοι τόπου παραθαλάσσιου ή ευρισκόμενου στην όχθη ποταμού, με την οποία συσχετίζεται ένα όνομα, το οποίο αποτελεί το σημαντικότερο και πιο διακριτικό στοιχείο του επίμαχου σήματος. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, το ενδιαφερόμενο κοινό δεν θα αντιληφθεί το σημείο αυτό ως γεωγραφική αναφορά στον οίνο Porto που δικαιούται την επίδικη ονομασία προελεύσεως.

117

Βάσει αυτής της εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, χωρίς να υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο, ότι το τμήμα προσφυγών ορθώς έκρινε ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το επίμαχο σήμα χρησιμοποιεί την ονομασία προελεύσεως «Ρorto» ή «Ρort», κατά την έννοια του άρθρου 118ιδ, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, περίπτωση ii, του κανονισμού 1234/2007.

118

Καίτοι, στη σκέψη 72 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως προσέθεσε ότι το επίμαχο σήμα δεν υπαινίσσεται την εν λόγω ονομασία προελεύσεως στηρίζοντας τη συλλογιστική του στο άρθρο 118ιδ, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1234/2007, ενώ ο υπαινιγμός αυτός εμπίπτει στο στοιχείο βʹ της διατάξεως αυτής, το σφάλμα αυτό δεν ασκεί επιρροή στην απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου να απορρίψει την αιτίαση που αντλείται από παράβαση του άρθρου 118ιδ, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, περίπτωση ii, του εν λόγω κανονισμού.

119

Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος της ανταναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί του τρίτου λόγου της ανταναιρέσεως

120

Με τον τρίτο λόγο της ανταναιρέσεως, το IVDP υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας, στη σκέψη 75 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η χρήση του επίμαχου σήματος PORT CHARLOTTE, που καταχωρίσθηκε για ουίσκι, δεν συνιστά «κατάχρηση, απομίμηση ή επίκληση», κατά την έννοια του άρθρου 118ιδ, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1234/2007, της προστατευόμενης ονομασίας προελεύσεως «Ρorto» ή «Ρort», παρέβη τη διάταξη αυτή.

121

Το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε καταρχάς, στη σκέψη 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την έννοια της «επικλήσεως» όπως περιλαμβάνεται στη νομοθεσία της Ένωσης περί της προστασίας των ονομασιών προελεύσεως και των γεωγραφικών ενδείξεων.

122

Κατά τη νομολογία αυτή, η έννοια της «επικλήσεως» (υπαινιγμού) καλύπτει την περίπτωση κατά την οποία ο όρος που χρησιμοποιείται για την περιγραφή ενός προϊόντος περιλαμβάνει μέρος μιας προστατευόμενης ονομασίας, οπότε ο καταναλωτής, έχοντας προ οφθαλμών την ονομασία αυτή του προϊόντος, ανακαλεί στη μνήμη του, ως εικόνα αναφοράς, το εμπόρευμα το οποίο νομίμως φέρει την ονομασία αυτή [βλ. μεταξύ άλλων, όσον αφορά το άρθρο 16, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 110/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιανουαρίου 2008, σχετικά με τον ορισμό, την περιγραφή, την παρουσίαση, την επισήμανση και την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων των αλκοολούχων ποτών και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1576/89 του Συμβουλίου (ΕΕ 2008, L 39, σ. 16), διάταξη καθ’ όλα πανομοιότυπη με το άρθρο 118ιδ, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1234/2007, απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2016, Viiniverla, C-75/15, EU:C:2016:35, σκέψη 21 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

123

Εξάλλου, μπορεί να υπάρχει «υπαινιγμός» ακόμη και ελλείψει οποιουδήποτε κινδύνου συγχύσεως μεταξύ των προϊόντων, δεδομένου ότι αυτό που έχει σημασία είναι, ιδίως, να μη δημιουργείται στο κοινό συνειρμός όσον αφορά την καταγωγή του προϊόντος, ούτε να παρέχεται η δυνατότητα σε επιχειρηματία να επωφεληθεί ανεπίτρεπτα από τη φήμη προστατευόμενης γεωγραφικής ενδείξεως (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2016, Viiniverla, C-75/15, EU:C:2016:35, σκέψη 45).

124

Το Γενικό Δικαστήριο, χωρίς να υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο, εφάρμοσε το ουσιώδες κριτήριο που απορρέει από τη νομολογία αυτή, κρίνοντας, στη σκέψη 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, λαμβανομένων υπόψη των εκτεθεισών στη σκέψη 71 της ιδίας αποφάσεως διαπιστώσεων, έστω και αν ο όρος «port» αποτελεί συστατικό του επίμαχου σήματος, ο μέσος καταναλωτής, αν υποτεθεί ότι είναι πορτογαλικής καταγωγής ή έχει ως μητρική γλώσσα την πορτογαλική, βλέποντας ουίσκι που φέρει το εν λόγω σήμα δεν θα συσχετίσει το σήμα με οίνο Porto που δικαιούται να φέρει την εν λόγω ονομασία προελεύσεως.

125

Το Γενικό Δικαστήριο προσέθεσε στη σκέψη 76 ότι η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται από τις σημαντικές διαφορές μεταξύ των αντίστοιχων χαρακτηριστικών ενός οίνου Porto και ενός ουίσκι, όσον αφορά, ιδίως, τα συστατικά, την περιεκτικότητα σε αλκοόλη και τη γεύση, τα οποία είναι γνωστά στον μέσο καταναλωτή και ορθώς μνημονεύονται από το τμήμα προσφυγών στα σημεία 20 και 34 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

126

Δεδομένου ότι οι εκτιμήσεις αυτές του Γενικού Δικαστηρίου στη σκέψη 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως άπτονται πραγματικών περιστατικών και το IVDP δεν απέδειξε καμία παραμόρφωση αποδεικτικού στοιχείου από το Γενικό Δικαστήριο, οι εκτιμήσεις αυτές δεν μπορούν να επικριθούν στο στάδιο της αναιρέσεως εφόσον στηρίζονται και σε ορθή ερμηνεία της έννοιας της «επικλήσεως», κατά το άρθρο 118ιγ, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1234/2007.

127

Επομένως, ο τρίτος λόγος της ανταναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

128

Λαμβανομένων υπόψη όλων των προεκτεθέντων, πρέπει η αίτηση αναιρέσεως να γίνει δεκτή και η ανταναίρεση να απορριφθεί. Συνεπώς, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί.

Επί της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

129

Κατά το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν το Δικαστήριο αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, μπορεί να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση.

130

Δεδομένου ότι η διαφορά είναι ώριμη προς εκδίκαση, το Δικαστήριο εκτιμά ότι πρέπει να κρίνει οριστικά επί της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαφοράς.

131

Πράγματι, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε όλους τους λόγους που προβλήθηκαν προς στήριξη της ενώπιόν του ασκηθείσας προσφυγής εκτός από τον τρίτο λόγο, με τον οποίο προβάλλεται ότι το τμήμα προσφυγών κακώς έκρινε ότι η προστασία των ονομασιών προελεύσεως για τους οίνους διέπεται αποκλειστικώς από τον κανονισμό 1234/2007 και όχι από κοινού με το εθνικό δίκαιο, και το πρώτο σκέλος του τετάρτου λόγου, με το οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 53, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού αυτού, καθόσον το τμήμα προσφυγών παρέλειψε να εφαρμόσει τους κρίσιμους κανόνες του πορτογαλικού δικαίου.

132

Επομένως Με την παρούσα όμως απόφαση, το Δικαστήριο, αφενός, κάνει δεκτή την αίτηση αναιρέσεως κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον με την απόφαση αυτή το Γενικό Δικαστήριο έκανε δεκτό τον τρίτο λόγο και το πρώτο σκέλος του τετάρτου λόγου, και, αφετέρου, απορρίπτει την ανταναίρεση κατά της απορρίψεως από το Γενικό Δικαστήριο του δευτέρου σκέλους του τετάρτου λόγου, με το οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 118ιδ, παράγραφος 2, του κανονισμού 1234/2007, καθόσον το τμήμα προσφυγών εσφαλμένως έκρινε ότι η καταχώριση ή η χρήση του επίμαχου σήματος δεν συνιστά ούτε χρήση ούτε υπαινιγμό της ονομασίας προελεύσεως «Ρorto» ή «Ρort», οπότε δεν απαιτείται να εξακριβωθεί η φήμη αυτής της ονομασίας προελεύσεως.

133

, πρέπει να απορριφθούν όλοι οι λόγοι που προβλήθηκαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προς στήριξη της προσφυγής κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως.

134

Ως εκ τούτου, η ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της χωρίς να απαιτείται να αναπεμφθεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

Επί των δικαστικών εξόδων

135

Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως γίνεται δεκτή και το Δικαστήριο κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αυτό αποφαίνεται επί των εξόδων.

136

Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, που εφαρμόζεται στη διαδικασία αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

137

Εν προκειμένω, εφόσον το Δικαστήριο έκανε δεκτή την αίτηση αναιρέσεως του EUIPO και απέρριψε την ανταναίρεση του IVDP, το IVDP ηττήθηκε δεδομένου ότι δεν έγιναν δεκτοί οι προβληθέντες προς στήριξη της προσφυγής του ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου λόγοι.

138

Ως εκ τούτου, εφόσον το EUIPO και η Bruichladdich ζήτησαν την καταδίκη του IVDP στα δικαστικά έξοδα, το IVDP πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν το EUIPO και η Bruichladdich σε αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας.

139

Κατά το άρθρο 140, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, που εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, η Πορτογαλική Δημοκρατία και η Επιτροπή που παρενέβησαν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 18ης Νοεμβρίου 2015, Instituto dos Vinhos do Douro e do Porto κατά ΓΕΕΑ – Bruichladdich Distillery (PORT CHARLOTTE) (T-659/14, EU:T:2015:863).

 

2)

Απορρίπτει την προσφυγή στην υπόθεση T-659/14, ασκηθείσα από το Instituto dos Vinhos do Douro e do Porto IP κατά της αποφάσεως του τετάρτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα), της 8ης Ιουλίου 2014 (υπόθεση R 946/2013-4).

 

3)

Καταδικάζει το Instituto dos Vinhos do Douro e do Porto IP στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν το Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) και η Bruichladdich Distillery Co. Ltd σε αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας.

 

4)

Η Πορτογαλική Δημοκρατία και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

Top