EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62016CC0571

Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott της 7ης Ιουνίου 2018.
Nikolay Kantarev κατά Balgarska Narodna Banka.
Αίτηση του Administrativen sad - Varna για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Συστήματα εγγυήσεως των καταθέσεων – Οδηγία 94/19/ΕΚ – Άρθρο 1, σημείο 3, στοιχείο i – Άρθρο 10, παράγραφος 1 – Έννοια της “μη διαθέσιμης καταθέσεως” – Ευθύνη κράτους μέλους για ζημίες που προκαλούνται στους ιδιώτες λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης – Κατάφωρη παραβίαση του δικαίου της Ένωσης – Δικονομική αυτονομία των κρατών μελών – Αρχή της καλόπιστης συνεργασίας – Άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ – Αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας.
Υπόθεση C-571/16.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2018:412

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 7ης Ιουνίου 2018 ( 1 )

Υπόθεση C‑571/16

Nikolay Kantarev

[αίτηση του Administrativen sad ‐ Varna (διοικητικού πρωτοδικείου της Βάρνας, Βουλγαρία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Οδηγία 94/19/ΕΚ περί των συστημάτων εγγυήσεως των καταθέσεων – Διαπίστωση μη διαθεσιμότητας καταθέσεως – Ευθύνη κράτους μέλους για ζημίες που προκαλούνται λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης – Νομική οδός»

I. Εισαγωγή

1.

Κατόπιν της τραπεζικής και οικονομικής κρίσεως η οποία εξαπλώθηκε σε παγκόσμια κλίμακα από το 2007, πολλοί καταθέτες πληροφορήθηκαν ότι οι καταθέσεις τους σε πιστωτικά ιδρύματα τα οποία έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στα κράτη μέλη της Ένωσης είναι εγγυημένες μέχρι του ποσού των 100000 ευρώ. Ωστόσο, το εν λόγω σύστημα εγγυήσεως των καταθέσεων θεσπίσθηκε σε επίπεδο Ένωσης ήδη από το 1994 με την οδηγία 94/19/ΕΚ ( 2 ) περί των συστημάτων εγγυήσεως των καταθέσεων ( 3 ): ενόψει της ολοκληρώσεως της εσωτερικής αγοράς για τις τραπεζικές υπηρεσίες, την 1η Ιανουαρίου 1993, ο νομοθέτης της Ένωσης εναρμόνισε τις συνθήκες ανταγωνισμού και μερίμνησε, μεταξύ άλλων, ώστε «να εξασφαλιστεί, ανεξαρτήτως του τόπου όπου ευρίσκονται οι καταθέσεις εντός της Κοινότητας, ένα εναρμονισμένο ελάχιστο επίπεδο προστασίας των καταθέσεων» ( 4 ).

2.

Ήδη από το 1994, η οδηγία είχε διπλό σκοπό, δηλαδή τόσο την προστασία των καταθετών όσο και τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος, δύο στοιχεία τα οποία συνδέονται στενά μεταξύ τους. Πράγματι, το τραπεζικό σύστημα θα διέτρεχε υψηλό κίνδυνο αν όλοι οι καταθέτες –στηριζόμενοι σε φήμες ή σε βάσιμες πληροφορίες– απέσυραν ταυτοχρόνως τις καταθέσεις τους. Δεδομένου ότι «καμιά τράπεζα […] δεν διαθέτει αρκετά ρευστά κεφάλαια για να εξοφλήσει επιτόπου όλες ή σημαντικό μέρος των καταθέσεών της» ( 5 ). Ο σκοπός, λοιπόν, είναι να αποτραπούν τα λεγόμενα «bank runs» παρέχοντας στους καταθέτες την ασφάλεια ότι οι καταθέσεις τους καλύπτονται με εγγύηση.

3.

Στην υπό κρίση υπόθεση, το ποσό που εγγυάται η οδηγία 94/19 καταβλήθηκε ολοσχερώς από το σύστημα εγγυήσεως καταθέσεων στον ενάγοντα της κύριας δίκης λόγω των προβλημάτων ρευστότητας βουλγαρικής τράπεζας. Αυτός όμως υποστηρίζει ότι η καταβολή πραγματοποιήθηκε με καθυστέρηση. Πιο συγκεκριμένα, επί έξι μήνες περίπου δεν είχε στη διάθεσή του τις καταθέσεις του. Επομένως, προβάλλει ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου παραβίαση του δικαίου της Ένωσης.

4.

Κατά τον ενάγοντα, η οδηγία περί των συστημάτων εγγυήσεως των καταθέσεων δεν μεταφέρθηκε δεόντως στην έννομη τάξη της Βουλγαρίας και δεν εφαρμόσθηκε ορθώς: η διαπίστωση περί μη διαθεσιμότητας των καταθέσεων, η οποία συνιστά προϋπόθεση για την ενεργοποίηση του συστήματος εγγυήσεως των καταθέσεων, εξαρτήθηκε από την ανάκληση της αδείας ασκήσεως τραπεζικών δραστηριοτήτων, μολονότι η οδηγία προβλέπει για τη διαπίστωση αυτή συγκεκριμένη προθεσμία η οποία είναι ανεξάρτητη από το εν λόγω γεγονός.

5.

Μολονότι τόσο το οικείο εθνικό δίκαιο –το οποίο δεν εξαρτά πλέον τη διαπίστωση περί μη διαθεσιμότητας των καταθέσεων από την ανάκληση της αδείας ασκήσεως τραπεζικών δραστηριοτήτων– όσο και το δίκαιο της Ένωσης –το οποίο δεν ορίζει πλέον συγκεκριμένη προθεσμία για τη διαπίστωση της μη διαθεσιμότητας των καταθέσεων– έχουν τροποποιηθεί εν τω μεταξύ, τα προδικαστικά ερωτήματα παραμένουν κρίσιμα, καθόσον το δίκαιο της Ένωσης εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να επιτάσσει αποτελεσματική αποζημίωση των καταθετών σε εύλογο χρόνο και η απαίτηση αυτή ουδόλως έχει απολέσει τη σημασία της.

II. Το νομικό πλαίσιο

1.   Το δίκαιο της Ένωσης

6.

Από απόψεως δικαίου της Ένωσης, το νομικό πλαίσιο της εξεταζόμενης υποθέσεως συνιστούν η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας με βάση το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ και η οδηγία 94/19 ( 6 ).

7.

Κατ’ αρχάς πρέπει να ληφθούν υπόψη οι αιτιολογικές σκέψεις 1, 4, 8, 9, και 24 της οδηγίας 94/19 ( 7 ):

«[1]

[…] σύμφωνα με τους στόχους της συνθήκης, πρέπει να προαχθεί η αρμονική ανάπτυξη των δραστηριοτήτων των πιστωτικών ιδρυμάτων σε ολόκληρη την Κοινότητα με την εξάλειψη όλων των περιορισμών του δικαιώματος εγκαταστάσεως και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και με την ταυτόχρονη ενίσχυση της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος και της προστασίας των αποταμιευτών·

[…]

[4]

[…] το κόστος, για τα πιστωτικά ιδρύματα, της συμμετοχής σε ένα σύστημα εγγύησης είναι ασυγκρίτως χαμηλότερο από το κόστος μιας γενικευμένης απόσυρσης τραπεζικών καταθέσεων, όχι μόνο από ένα πιστωτικό ίδρυμα που θα αντιμετώπιζε δυσχέρειες αλλά επίσης και από υγιή πιστωτικά ιδρύματα, κατόπιν απώλειας της εμπιστοσύνης των καταθετών στη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος·

[…]

[8]

[…] η εναρμόνιση πρέπει να περιοριστεί στα κύρια στοιχεία των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων και να διασφαλίζει, σε συντομότατο χρονικό διάστημα, πληρωμή σύμφωνα με την εγγύηση η οποία έχει υπολογιστεί βάσει ενός ελάχιστου εναρμονισμένου ύψους·

[9]

[…] τα συστήματα εγγύησης των καταθέσεων πρέπει να παρεμβαίνουν μόλις καθίστανται μη διαθέσιμες οι καταθέσεις·

[…]

[24]

[…] η παρούσα οδηγία δεν μπορεί να προβλέπει ευθύνη των κρατών μελών ή των αρμόδιων αρχών τους έναντι των καταθετών, εφόσον έχουν μεριμνήσει για τη θέσπιση ή την επίσημη αναγνώριση ενός ή περισσοτέρων συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων ή των ίδιων των πιστωτικών ιδρυμάτων ώστε να εξασφαλίζεται η αποζημίωση ή η προστασία των καταθετών υπό τους όρους που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία.»

8.

Η οδηγία 2009/14 για την τροποποίηση της οδηγίας 94/19 περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τις ακόλουθες αιτιολογικές σκέψεις:

«(1)

Το Συμβούλιο συμφώνησε στις 7 Οκτωβρίου 2008 ότι η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και της ορθής λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού τομέα αποτελούν απόλυτη προτεραιότητα. Το Συμβούλιο δεσμεύθηκε να λάβει όλα τα απαιτούμενα μέτρα για την προστασία των καταθέσεων των μεμονωμένων αποταμιευτών […]

[…]

(3)

[…] Προκειμένου να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη των καταθετών και να επιτευχθεί μεγαλύτερη σταθερότητα στις χρηματοπιστωτικές αγορές, το κατώτατο ύψος κάλυψης θα πρέπει να αυξηθεί στα 50000 EUR. Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2010, η κάλυψη των συνολικών καταθέσεων κάθε καταθέτη θα πρέπει να καθοριστεί σε 100000 EUR […]

[…]

(12)

Οι καταθέσεις μπορεί να θεωρηθούν μη διαθέσιμες εφόσον τα μέτρα έγκαιρης παρέμβασης ή αναδιοργάνωσης δεν υπήρξαν επιτυχή. Αυτό δεν θα πρέπει να εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές από την καταβολή περαιτέρω προσπαθειών αναδιάρθρωσης κατά την περίοδο εκταμίευσης.»

9.

Το άρθρο 1, σημείο 1, της οδηγίας 94/19 ορίζει την έννοια της καταθέσεως:

«“κατάθεση”: το πιστωτικό υπόλοιπο, που προκύπτει από κεφάλαια κατατεθειμένα σε λογαριασμό ή από μεταβατικές καταστάσεις απορρέουσες από συνήθεις τραπεζικές συναλλαγές και το οποίο το πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να επιστρέψει βάσει των ισχυόντων νόμιμων και συμβατικών όρων, καθώς και χρέη για τα οποία το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα έχει εκδόσει παραστατικούς τίτλους. […]».

10.

Το άρθρο 1, σημείο 3, προσδιορίζει το περιεχόμενο που έχει η έννοια «μη διαθέσιμη κατάθεση» για τους σκοπούς της οδηγίας 94/19:

«“μη διαθέσιμη κατάθεση”: μια κατάθεση που οφείλεται, είναι ληξιπρόθεσμη και δεν έχει καταβληθεί από πιστωτικό ίδρυμα βάσει των ισχυόντων νόμιμων και συμβατικών όρων και

i)

είτε οι αρμόδιες αρχές έχουν διαπιστώσει ότι, κατά τη γνώμη τους, το οικείο πιστωτικό ίδρυμα δεν φαίνεται προς το παρόν ικανό να επιστρέψει την κατάθεση, για λόγους που έχουν άμεση σχέση με την οικονομική του κατάσταση, και δεν προβλέπεται ότι θα καταστεί ικανό στο προσεχές μέλλον.

Οι αρμόδιες αρχές προβαίνουν στη διαπίστωση αυτή το συντομότερο δυνατό και οπωσδήποτε εντός πέντε εργάσιμων ημερών από τη στιγμή κατά την οποία απεδείχθη για πρώτη φορά ότι το πιστωτικό ίδρυμα δεν έχει επιστρέψει τις ληξιπρόθεσμες και απαιτητές καταθέσεις,

ii)

είτε δικαστική αρχή, βασιζόμενη σε λόγους που έχουν άμεση σχέση με την οικονομική κατάσταση του πιστωτικού ιδρύματος, έλαβε απόφαση, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την αναστολή της ικανότητας των καταθετών, να εγείρουν αξιώσεις έναντι του ιδρύματος, εάν αυτό συμβεί πριν την προαναφερόμενη διαπίστωση».

11.

Το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 1α, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 94/19 ρυθμίζει το εγγυημένο ποσό καλύψεως για τους καταθέτες:

«1.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το ποσό για την κάλυψη του συνόλου των καταθέσεων κάθε καταθέτη ορίζεται τουλάχιστον σε 50000 EUR εφόσον οι καταθέσεις καθίστανται μη διαθέσιμες.

1α.

Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2010, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι το ποσό για την κάλυψη του συνόλου των καταθέσεων κάθε καταθέτη ορίζεται σε 100000 EUR εφόσον οι καταθέσεις καθίστανται μη διαθέσιμες.

[…]»

12.

Το άρθρο 10 της οδηγίας 94/19 προβλέπει λεπτομερείς κανόνες για την καταβολή αποζημιώσεως από το σύστημα εγγυήσεως των καταθέσεων:

«1.

Τα συστήματα εγγύησης των καταθέσεων πρέπει να είναι σε θέση να καταβάλλουν τις δεόντως αποδεδειγμένες απαιτήσεις καταθετών που αφορούν μη διαθέσιμες καταθέσεις εντός είκοσι εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία οι αρμόδιες αρχές προβαίνουν στη διαπίστωση που περιγράφεται στο άρθρο 1 σημείο 3) i), ή μια δικαστική αρχή λαμβάνει την απόφαση που περιγράφεται στο άρθρο 1 σημείο 3) ii).

Η προθεσμία αυτή περιλαμβάνει τη συλλογή και διαβίβαση των στοιχείων σχετικά με τους καταθέτες και τις καταθέσεις, που είναι αναγκαία για την επαλήθευση των απαιτήσεων. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων μπορεί να υποβάλει στην αρμόδια αρχή αίτηση για παράταση της προθεσμίας. Η παράταση αυτή δεν υπερβαίνει τις δέκα εργάσιμες ημέρες.

[…]

3.

Το σύστημα εγγύησης δεν μπορεί να επικαλεσθεί την προθεσμία των παραγράφων 1 και 2 για να αρνηθεί το ευεργέτημα της εγγύησης σε καταθέτη ο οποίος δεν ήταν σε θέση να απαιτήσει εγκαίρως την πληρωμή του δυνάμει της εγγύησης.

[…]»

2.   Το εθνικό δίκαιο

13.

Ως προς την εξεταζόμενη αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι κρίσιμες, αφενός, οι διατάξεις του βουλγαρικού δικαίου στις οποίες μπορεί να στηριχθεί αξίωση αποζημιώσεως. Αφετέρου, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι διατάξεις που θεσπίσθηκαν με σκοπό τη μεταφορά της οδηγίας 94/19 στην εσωτερική έννομη τάξη, καθώς και άλλες διατάξεις που αφορούν την Balgarska Narodna Banka (Κεντρική Τράπεζα της Βουλγαρίας, στο εξής: BNB).

1. Διατάξεις περί ευθύνης

14.

Ο Zakon za zadalzheniata i dogovorite (νόμος περί ενοχικών σχέσεων και συμβάσεων, στο εξής επίσης: ZZD) προβλέπει στο άρθρο 45 γενικό δικαίωμα αποζημιώσεως. Κατά το άρθρο αυτό, όποιος ζημιώσει άλλον υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Το άρθρο 49 του ZZD ρυθμίζει την ευθύνη του εντολέα για ζημίες που προξένησε ο εντολοδόχος κατά την εκτέλεση της εντολής. Όσον αφορά την προβολή αξιώσεων αποζημιώσεως με βάση τον ZZD εφαρμόζεται ο Grazhdanski protsesualen kodeks (Κώδικας πολιτικής δικονομίας). Αυτός προβλέπει, μεταξύ άλλων, την καταβολή δικαστικού τέλους το οποίο καθορίζεται από τον πίνακα δημόσιων τελών σε ποσοστό 4 τοις εκατό επί της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς, τουλάχιστον όμως 50 BGN [βουλγαρικών λέβα], και καθιερώνει τη δωσιδικία του τόπου κατοικίας του εναγομένου ή του τόπου τελέσεως της αδικοπραξίας.

15.

Το άρθρο 1 του Zakon za otgovornostta na darzhavata i obshtinite za vredi (νόμου περί αστικής ευθύνης του Δημοσίου, στο εξής επίσης: ZODOV) ορίζει, στην παράγραφο 1, τις προϋποθέσεις για την προβολή σχετικής αξιώσεως έναντι του Δημοσίου. Πιο συγκεκριμένα, το Δημόσιο και οι δήμοι ευθύνονται για ζημίες φυσικών ή νομικών προσώπων οι οποίες οφείλονται σε παράνομες διοικητικές πράξεις και παράνομες ενέργειες ή παραλείψεις των οργάνων τους ή των υπαλλήλων τους κατά την άσκηση των διοικητικών τους καθηκόντων. Με βάση το άρθρο 1, παράγραφος 2, και το άρθρο 8 του ZODOV, για την προβολή τέτοιας αξιώσεως μπορεί να εφαρμοσθεί, πέραν της γενικής διαδικασίας που προβλέπει ο Κώδικας πολιτικής δικονομίας, και ο Administrativnoprotsesualen kodeks (Κώδικας διοικητικής δικονομίας).

16.

Όσον αφορά τις διοικητικές αποφάσεις, το άρθρο 204, παράγραφος 1, του Κώδικα διοικητικής δικονομίας εξαρτά τη δυνατότητα προβολής αξιώσεως αποζημιώσεως από την προηγούμενη ακύρωση της διοικητικής πράξεως σύμφωνα με την προβλεπόμενη διαδικασία. Ωστόσο, το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της αξιώσεως αποζημιώσεως αποφαίνεται το ίδιο επί του παράνομου χαρακτήρα, εφόσον η διοικητική απόφαση ήταν άκυρη ή ανακλήθηκε (παράγραφος 3) και, κατ’ αρχήν, όταν η αξίωση αποζημιώσεως στηρίζεται σε (απλή) ενέργεια ή παράλειψη των διοικητικών αρχών (παράγραφος 4).

17.

Επιπλέον, ο Κώδικας διοικητικής δικονομίας προβλέπει την καταβολή δικαστικού τέλους, το οποίο καθορίζεται από τον πίνακα δημόσιων τελών σε 10 ή 25 BGN, ο δε νόμος περί αστικής ευθύνης του Δημοσίου προβλέπει τη δυνατότητα προσδιορισμού του κατά τόπον αρμόδιου δικαστηρίου με βάση τον τόπο κατοικίας του ζημιωθέντος.

2. Εγγύηση καταθέσεων

18.

Ο Zakon za Balgarskata Narodna Banka (νόμος περί της Κεντρικής Τράπεζας της Βουλγαρίας) ρυθμίζει, στο άρθρο 16, μεταξύ άλλων, την αρμοδιότητα της Κεντρικής Τράπεζας για την άδεια λειτουργίας των τραπεζών, την ανάκληση της αδείας αυτής και τη λήψη μέτρων ειδικής εποπτείας. Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 6, του εν λόγω νόμου, η Κεντρική Τράπεζα ασκεί τις αρμοδιότητές της με σκοπό τη διατήρηση της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος, καθώς και την προστασία των συμφερόντων των καταθετών.

19.

Ο Zakon za garantirane na vlogovete v bankite (νόμος περί εγγυήσεως των τραπεζικών καταθέσεων) ( 8 ) μεταφέρει την οδηγία 94/19 στο βουλγαρικό δίκαιο. Το άρθρο 23 του νόμου αυτού προβλέπει, στην παράγραφο 1, ότι το Fond za garantirane na vlogovete v bankite (ταμείο για τη διασφάλιση των τραπεζικών καταθέσεων, στο εξής: ταμείο εγγυήσεως των καταθέσεων ή FGVB) καλύπτει τις υποχρεώσεις της εκάστοτε τράπεζας έως το ύψος του εγγυημένου ποσού, εάν η BNB ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας της τράπεζας. Η παράγραφος 5 του εν λόγω άρθρου ορίζει ότι το ταμείο πρέπει να προβεί σε καταβολή το αργότερο την εικοστή εργάσιμη ημέρα μετά την ημερομηνία ανακλήσεως της αδείας.

20.

Ο Zakon za kreditnite institutsii (νόμος περί πιστωτικών ιδρυμάτων, στο εξής επίσης: ZKI) ( 9 ) προβλέπει, στο άρθρο 36, παράγραφος 2, σημείο 1, ότι η BNB ανακαλεί υποχρεωτικώς την άδεια για λόγους αφερεγγυότητας, όταν μια τράπεζα δεν εξυπηρετεί τις υποχρεώσεις της για περισσότερες από επτά εργάσιμες ημέρες και τούτο συνδέεται άμεσα με την οικονομική κατάσταση της συγκεκριμένης τράπεζας, η δε BNB εκτιμά ότι δεν είναι πιθανό οι ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις να καλυφθούν εντός εύλογου χρόνου. Κατά το σημείο 2 της ίδιας παραγράφου, η άδεια ανακαλείται επίσης υποχρεωτικώς, όταν η αξία των ίδιων κεφαλαίων της τράπεζας είναι αρνητική. Το άρθρο 36, παράγραφος 3, του ZKI ορίζει ότι η τραπεζική άδεια ανακαλείται εντός 5 εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία διαπιστώνεται η κατάσταση αφερεγγυότητας. Σύμφωνα με την παράγραφο 7 του εν λόγω άρθρου, μετά την ανάκληση της αδείας έπεται αναγκαστική εκκαθάριση. Το άρθρο 79, παράγραφος 8, του ZKI περιορίζει την ευθύνη της BNB μόνον σε εκ προθέσεως ενέργειες. Το άρθρο 115 του ZKI καθορίζει τις προϋποθέσεις οι οποίες πρέπει να συντρέχουν προκειμένου η BNB να θέσει μια τράπεζα υπό καθεστώς ειδικής εποπτείας. Κατά το άρθρο 115, παράγραφος 3, η διάρκεια του καθεστώτος ειδικής εποπτείας δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι μήνες. Σε τέτοια περίπτωση, το άρθρο 116, παράγραφος 2, του ZKI παρέχει την εξουσία στην BNB να μειώσει στη μέση τιμή της αγοράς τα επιτόκια των καταθέσεων στην οικεία τράπεζα και να αναστείλει την εκπλήρωση του συνόλου ή μέρους των υποχρεώσεων της τράπεζας.

III. Η κύρια δίκη και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

21.

Στις 4 Μαρτίου 2014 ο Nikolay Kantarev άνοιξε τραπεζικό λογαριασμό στην Korporativna Targovska Banka (στο εξής: KTB). Οι καταθέσεις θα τοκίζονταν βάσει σταθερού επιτοκίου άπαξ ετησίως ή κατά το κλείσιμο του λογαριασμού και οι καταθέσεις θα ήταν εξασφαλισμένες μέσω του FGVB.

22.

Στις 20 Ιουνίου 2014 οι εκπρόσωποι της KTB ζήτησαν από την BNB να θέσει την KTB υπό καθεστώς ειδικής εποπτείας. Με έγγραφο της ίδιας ημερομηνίας, η KTB ενημέρωσε την BNB ότι ανέστειλε όλες τις τραπεζικές συναλλαγές. Με απόφαση της ίδιας ημέρας, η BNB έθεσε την KTB υπό καθεστώς ειδικής εποπτείας, αρχικώς για περίοδο τριών μηνών, λόγω επαπειλούμενης αφερεγγυότητας δυνάμει των άρθρων 115 και 116 του ZKI και ανέστειλε την εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεων της ΚΤΒ. Με απόφαση της 30ής Ιουνίου 2014, η BNB μείωσε τα επιτόκια για τις καταθέσεις στην KTB στον συνήθη για τις συναλλαγές στο τραπεζικό σύστημα μέσο όρο. Στις 16 Σεπτεμβρίου 2014 η ισχύς των ανωτέρω μέτρων παρατάθηκε έως τις 20 Νοεμβρίου 2014.

23.

Στις 4 Νοεμβρίου 2014 η BNB έλαβε υπόψη τα συμπεράσματα εξωτερικού οικονομικού ελέγχου, τους ετήσιους λογαριασμούς και τις εκθέσεις εποπτείας για την KTB και διαπίστωσε ότι τα ίδια κεφάλαια της KTB είχαν αρνητική αξία –3745313 BGN.

24.

Με απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2014, η BNB ανακάλεσε την άδεια της KTB και την υποχρέωσε να υποβάλει αίτηση για την κίνηση διαδικασίας αφερεγγυότητας και να ενημερώσει το ταμείο εγγυήσεως των καταθέσεων. Την ίδια ημέρα έκλεισε οίκοθεν ο λογαριασμός καταθέσεων του Ν. Kantarev.

25.

Στις 4 Δεκεμβρίου 2014 μία από τις τράπεζες που είχαν ορισθεί ως υπόχρεες προς πληρωμή από το ταμείο εγγυήσεως των καταθέσεων κατέβαλε στον Ν. Kantarev 86973,81 BGN, εκ των οποίων τα 84300 BGN κάλυπταν την κύρια απαίτηση και τα 2673,81 BGN τους τόκους. Το επιτόκιο καθορίστηκε για την περίοδο από 5 Μαρτίου έως 1 Ιουλίου 2014 σύμφωνα με τους όρους της σχετικής συμβάσεως και για την περίοδο από 1 Ιουλίου έως 6 Νοεμβρίου 2014 με βάση την απόφαση της BNB της 30ής Ιουνίου 2014.

26.

Με την απόφαση του Sofiyski gradski sad (πρωτοδικείου της Σόφιας, Βουλγαρία) αριθ. 664 της 22ας Απριλίου 2015, η KTB κηρύχθηκε σε πτώχευση με ισχύ από 6 Νοεμβρίου 2014. Στις 3 Ιουλίου 2015 το Sofiyski apelativen sad (εφετείο της Σόφιας, Βουλγαρία) ακύρωσε την απόφαση αυτή ως προς τον χρόνο ισχύος και όρισε ως χρόνο ενάρξεως της πτωχεύσεως την 20ή Ιουνίου 2014 με την αιτιολογία ότι η ανεπάρκεια ίδιων κεφαλαίων υφίστατο ήδη κατά τον χρόνο εκείνο.

27.

Στην υπόθεση της κύριας δίκης, ο Ν. Kantarev άσκησε αγωγή κατά της BNB ζητώντας την καταβολή αποζημιώσεως ύψους 3710,91 BGN (περίπου 2000 ευρώ) λόγω καθυστερημένης εκταμιεύσεως των καταθέσεών του για την περίοδο από 30 Ιουνίου έως 4 Δεκεμβρίου 2014. Υποστηρίζει ότι η BNB παραβίασε το δίκαιο της Ένωσης, καθόσον δεν εφήρμοσε ορθώς το άρθρο 1, σημείο 3, στοιχείο i, της οδηγίας 94/19 το οποίο, στο μέτρο τούτο, μεταφέρθηκε πλημμελώς στην εσωτερική έννομη τάξη, πλην όμως αναπτύσσει άμεσα αποτελέσματα.

28.

Υπό αυτές τις συνθήκες, το Administrativen sad ‐ Varna (διοικητικό πρωτοδικείο της Βάρνας, Βουλγαρία) υπέβαλε στο Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

1.

Έχουν το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ και οι αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας την έννοια ότι, ελλείψει εθνικής ρυθμίσεως, επιτρέπεται ο προσδιορισμός της αρμόδιας δικαιοδοτικής αρχής και της διαδικασίας που εφαρμόζεται επί αγωγών αποζημιώσεως λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης με βάση τη δημόσια αρχή που διέπραξε την παραβίαση και ανάλογα με το είδος της πράξεως ή παραλείψεως, διά της οποίας διεπράχθη η παραβίαση, οσάκις η εφαρμογή των κριτηρίων αυτών έχει ως αποτέλεσμα οι αγωγές που υπάγονται σε διαφορετικές διαδικασίες –γενικής δικαιοδοσίας και δικαιοδοσίας των διοικητικών δικαστηρίων– να εκδικάζονται με βάση διαφορετικούς δικονομικούς κώδικες –τον Κώδικα πολιτικής δικονομίας και τον Κώδικα διοικητικής δικονομίας– οι οποίοι απαιτούν την καταβολή διαφορετικών ειδών δικαστικών εξόδων, ήτοι αναλογικών και απλών, και την απόδειξη ότι συντρέχουν διαφορετικές προϋποθέσεις, συμπεριλαμβανομένης και της υπαιτιότητας;

2.

Έχουν το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ και οι απαιτήσεις που διατύπωσε το Δικαστήριο στην απόφαση Frankovich την έννοια ότι αντιτίθενται στην εκδίκαση αγωγών αποζημιώσεως για παραβίαση του δικαίου της Ένωσης με διαδικασία όπως αυτή που προβλέπεται στα άρθρα 45 και 49 του νόμου περί ενοχικών σχέσεων και συμβάσεων, κατά την οποία απαιτείται η καταβολή αναλογικών δικαστικών εξόδων και η απόδειξη υπάρξεως υπαιτιότητας, καθώς και [στην εκδίκαση] με διαδικασία όπως αυτή που προβλέπει το άρθρο 1 του νόμου περί αστικής ευθύνης του δημοσίου, ο οποίος προβλέπει μεν αντικειμενική ευθύνη και περιέχει ειδικές ρυθμίσεις με σκοπό τη διευκόλυνση της προσβάσεως στο δικαστήριο, εφαρμόζεται όμως μόνον επί ζημιών που προκαλούνται εν συνεχεία ακυρωθείσας παράνομης διοικητικής πράξεως και παράνομης ενέργειας ή παραλείψεως της δημόσιας διοικήσεως, όχι όμως επί παραβιάσεων του δικαίου της Ένωσης από άλλα όργανα του δημοσίου τομέα, τις οποίες αυτά διέπραξαν δια πράξεων ή παραλείψεων που δεν ακυρώθηκαν σύμφωνα με την αντίστοιχη διαδικασία;

3.

Έχουν τα άρθρα 1, σημείο 3, στοιχείο i, και 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 94/19, την έννοια ότι επιτρέπουν νομοθετική προσέγγιση, όπως εκείνη που επελέγη στις περιπτώσεις των άρθρων 36, παράγραφος 3, του νόμου περί πιστωτικών ιδρυμάτων και του άρθρου 23, παράγραφος 5, του νόμου περί εγγυήσεως των τραπεζικών καταθέσεων, κατά την οποία «η προϋπόθεση ότι το οικείο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα δεν είναι ικανό προς το παρόν, για λόγους που έχουν άμεση σχέση με την οικονομική του κατάσταση, να επιστρέψει την κατάθεση και δεν προβλέπεται ότι θα καταστεί ικανό στο προσεχές μέλλον» ισοδυναμεί με διαπίστωση της αφερεγγυότητας του ιδρύματος και ανάκληση της αδείας του και ότι το σύστημα εγγυήσεως καταθέσεων ενεργοποιείται από τον χρόνο ανακλήσεως της αδείας παροχής τραπεζικών υπηρεσιών;

4.

Έχει το άρθρο 1, σημείο 3, της οδηγίας 94/19 την έννοια ότι, προκειμένου μια κατάθεση να χαρακτηριστεί ως «μη διαθέσιμη», οι «αρμόδιες αρχές» θα πρέπει να έχουν διαπιστώσει ρητώς, σύμφωνα με το στοιχείο i της εν λόγω διατάξεως, ότι, κατά τη γνώμη τους, το οικείο πιστωτικό ίδρυμα δεν φαίνεται προς το παρόν ικανό να επιστρέψει την κατάθεση, ή επιτρέπει, σε περίπτωση που δεν υπάρχει σχετική ρύθμιση στο εθνικό δίκαιο, η εκτίμηση και η πρόθεση της «αρμόδιας αρχής» να συνάγονται από την ερμηνεία άλλων πράξεων της εν λόγω αρχής –για παράδειγμα στην προκείμενη υπόθεση από την υπ’ αριθ. 73 απόφαση του upravitelen savet (διοικητικού συμβουλίου) της ΒΝΒ, της 20ής Ιουνίου 2014, με την οποία η ΚΤΒ υπήχθη σε καθεστώς ειδικής εποπτείας, ή να τεκμαίρονται από περιστάσεις σαν αυτές της κύριας δίκης;

5.

Μπορεί, υπό περιστάσεις σαν αυτές της κύριας δίκης, όπου με την υπ’ αριθ. 73 απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της ΒΝΒ, της 20ής Ιουνίου 2014, ανεστάλησαν όλες οι πληρωμές και οι συναλλαγές και οι καταθέτες δεν μπορούσαν να υποβάλουν αίτηση για καταβολή ούτε είχαν πρόσβαση στις καταθέσεις τους κατά το χρονικό διάστημα από 20 Ιουνίου 2014 έως 6 Νοεμβρίου 2014, να θεωρηθεί ότι όλες οι εγγυημένες καταθέσεις όψεως (οι οποίες είναι διαθέσιμες χωρίς να απαιτείται προαναγγελία και οι οποίες επιστρέφονται άμεσα, εφόσον υποβληθεί σχετικό αίτημα) έχουν καταστεί μη διαθέσιμες υπό την έννοια του άρθρου 1, σημείο 3, στοιχείο i, της οδηγίας 94/19, ή η προϋπόθεση «να οφείλεται [η κατάθεση], να είναι ληξιπρόθεσμη και να μην έχει καταβληθεί» απαιτεί να έχει ζητήσει ο καταθέτης από το πιστωτικό ίδρυμα την πληρωμή (με αίτηση, πρόσκληση προς τούτο) και αυτό να μην έχει ικανοποιήσει το αίτημα;

6.

Έχουν τα άρθρα 1, σημείο 3, στοιχείο i, και 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 94/19, καθώς και η αιτιολογική σκέψη 8 της οδηγίας 2009/14, την έννοια ότι η διακριτική ευχέρεια που διαθέτει η «αρμόδια αρχή» κατά την εκτίμηση στην οποία προβαίνει σύμφωνα με το άρθρο 1, σημείο 3, στοιχείο i, περιορίζεται οπωσδήποτε από την προβλεπόμενη υπό στοιχείο i, δεύτερο εδάφιο, προθεσμία, ή επιτρέπουν για λόγους που ανάγονται στον σκοπό της ειδικής εποπτείας, όπως εκείνης του άρθρου 115 του ΖΚΙ, να παραμένουν οι καταθέσεις μη διαθέσιμες για διάστημα μεγαλύτερο από εκείνο που προβλέπει η οδηγία;

7.

Αναπτύσσουν τα άρθρα 1, σημείο 3, στοιχείο i, και 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 94/19 άμεσο αποτέλεσμα παρέχοντας στους δικαιούχους καταθέσεων σε τράπεζα που συμμετέχει στο σύστημα εγγυήσεως καταθέσεων, εκτός από το δικαίωμα για αποζημίωση μέσω του συστήματος αυτού και έως το ποσό του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 94/19, επιπλέον και το δικαίωμα να στοιχειοθετήσουν ευθύνη του Δημοσίου για παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, στρεφόμενοι κατά της αρχής που υποχρεούται να διαπιστώσει την αδυναμία καταβολής των καταθέσεων και αιτούμενοι την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε σε αυτούς λόγω της μη έγκαιρης καταβολής του εγγυημένου ποσού καταθέσεων, σε περίπτωση που η προβλεπόμενη από το άρθρο 1, σημείο 3, στοιχείο i, απόφαση ελήφθη μετά την παρέλευση της πενθήμερης προθεσμίας που προβλέπει η οδηγία, η δε καθυστέρηση είναι αποτέλεσμα μέτρων εξυγιάνσεως που αποσκοπούν στο να αποτρέψουν τυχόν αδυναμία της τράπεζας για καταβολή και επιβλήθηκαν από την εν λόγω αρχή, ή μήπως επιτρέπουν υπό ορισμένες προϋποθέσεις, όπως εκείνες της κύριας δίκης, εθνική ρύθμιση όπως αυτή του άρθρου 79, παράγραφος 8, του ΖΚΙ, σύμφωνα με την οποία η ΒΝΒ, τα όργανα αυτής και τα εξ αυτών εξουσιοδοτημένα πρόσωπα ευθύνονται για ζημίες που προκλήθηκαν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους στο πλαίσιο της εποπτείας μόνον εφόσον ενήργησαν με πρόθεση;

8.

Αποτελεί η παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, η οποία συνίσταται στο γεγονός ότι η «αρμόδια αρχή» δεν έλαβε την απόφαση που προβλέπεται από το άρθρο 1, σημείο 3, στοιχείο i, της οδηγίας 94/19, «ύπαρξη κατάφωρης παραβιάσεως», η οποία μπορεί να θεμελιώσει ευθύνη κράτους μέλους για ζημίες, η αποκατάσταση των οποίων επιδιώκεται με αγωγή κατά της αρχής ελέγχου και υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί να συμβεί αυτό και ποια επίδραση μπορεί να έχουν στο πλαίσιο αυτό οι κατωτέρω περιστάσεις: α) το γεγονός ότι το FGVB δεν διέθετε επαρκείς πόρους ώστε να καλύψει όλες τις εγγυημένες καταθέσεις, β) ότι κατά το χρονικό διάστημα αναστολής των πληρωμών το τραπεζικό ίδρυμα υπήχθη σε καθεστώς ειδικής εποπτείας προκειμένου να διαφυλαχθεί η φερεγγυότητά του, γ) ότι το ποσό της καταθέσεως του ενάγοντος καταβλήθηκε αφότου η ΒΝΒ διαπίστωσε την αναποτελεσματικότητα των μέτρων εξυγιάνσεως, δ) ότι επεστράφη το ποσό της καταθέσεως του ενάγοντος πλέον τόκων υπολογισθέντων για το διάστημα από 20 Ιουνίου 2014 έως και 6 Νοεμβρίου 2014;

29.

Στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου, ο Ν. Kantarev, η BNB και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις.

IV. Εκτίμηση

30.

Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της εννοίας της μη διαθέσιμης καταθέσεως, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 1, σημείο 3, στοιχείο i, της οδηγίας 94/19, καθώς και τη δυνατότητα των ιδιωτών να προβάλλουν αξιώσεις αποζημιώσεως για τη μη τήρηση της εν λόγω διατάξεως.

31.

Με τα δύο πρώτα προδικαστικά ερωτήματα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το δίκαιο της Ένωσης αποκλείει κατάσταση όπως αυτή που επικρατεί στην Βουλγαρία, όπου εφαρμόζονται δύο διαφορετικές διαδικασίες με διαφορετικές ουσιαστικές προϋποθέσεις, έξοδα και κανόνες προσδιορισμού της κατά τόπον αρμοδιότητας, προκειμένου να προβληθούν αξιώσεις αποζημιώσεως κατά του Δημοσίου για παραβίαση του δικαίου της Ένωσης.

32.

Τα ερωτήματα 3 έως 6 αφορούν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες διαπιστώνεται η ύπαρξη μη διαθέσιμης καταθέσεως. Πρέπει να αποσαφηνισθεί εάν η μη διαθεσιμότητα προϋποθέτει οπωσδήποτε τη διαπίστωση της αφερεγγυότητας και την ανάκληση της αδείας λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος, εάν επιβάλλεται η ρητή διαπίστωση της μη διαθεσιμότητας των καταθέσεων, αν πρέπει ο καταθέτης να έχει ζητήσει εκταμίευση από την τράπεζα και, τέλος, αν οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν διακριτική ευχέρεια ως προς τον καθορισμό της προθεσμίας για τη διαπίστωση της μη διαθεσιμότητας.

33.

Το έβδομο και το όγδοο προδικαστικό ερώτημα αφορούν το αν οι σχετικές διατάξεις της οδηγίας 94/19 αναπτύσσουν άμεσο αποτέλεσμα και κατά πόσον η παντελής απουσία ή η απουσία έγκαιρης αποφάσεως περί μη διαθεσιμότητας των καταθέσεων συνιστά κατάφωρη παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, η οποία μπορεί να στοιχειοθετήσει αστική ευθύνη του Δημοσίου.

1.   Επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως

34.

Προτού υπεισέλθω στην επί της ουσίας εκτίμηση των προδικαστικών ερωτημάτων, επιβάλλονται ορισμένες παρατηρήσεις επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, δεδομένου ότι η BNB αμφισβητεί τη λυσιτέλεια των υποβληθέντων ερωτημάτων σε σχέση με την εκτίμηση της διαφοράς της κύριας δίκης.

35.

Κατ’ αρχάς η BNB υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει στην απόφαση Paul κ.λπ. ( 10 ) ότι οι ιδιώτες δεν έχουν δικαίωμα αποζημιώσεως λόγω πλημμελούς ασκήσεως τραπεζικής εποπτείας, εφόσον εξασφαλίζεται η αποζημίωση των καταθετών την οποία προβλέπει η οδηγία 94/19. Δεδομένου ότι η εξεταζόμενη διαφορά έχει ως αντικείμενο αξίωση αποζημιώσεως λόγω ασκήσεως πλημμελούς τραπεζικής εποπτείας εκ μέρους της BNB και το εγγυημένο ποσό καταθέσεων έχει καταβληθεί στον Ν. Kantarev, υπό το φως της αποφάσεως Paul κ.λπ., παρέλκει (πλέον) η απάντηση στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα.

36.

Ωστόσο, από το γεγονός ότι το Δικαστήριο έχει ήδη δώσει απάντηση σε προδικαστικό ερώτημα δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το ερώτημα αυτό είναι αλυσιτελές και, ως εκ τούτου, απαράδεκτο. Το άρθρο 267 ΣΛΕΕ επιτρέπει στα εθνικά δικαστήρια να υποβάλουν εκ νέου στο Δικαστήριο ερωτήματα περί ερμηνείας, εφόσον το κρίνουν σκόπιμο ( 11 ). Συναφώς, η σημασία της αποφάσεως Paul κ.λπ. πρέπει να εξετασθεί στο πλαίσιο της εκτιμήσεως επί της ουσίας και δεν μπορεί να επηρεάσει το παραδεκτό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως.

37.

Κατά την BNB, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτη και για τον λόγο ότι στην υπόθεση της κύριας δίκης πρέπει να κριθεί εάν ο Ν. Kantarev υπέστη όντως ζημία. Η εν λόγω διαπίστωση απόκειται στο αιτούν δικαστήριο και όχι στο Δικαστήριο και τα προδικαστικά ερωτήματα δεν έχουν καμία σημασία συναφώς.

38.

Ούτε η ένσταση αυτή είναι πειστική. Πιο συγκεκριμένα, αφενός, η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης δεν επηρεάζει τη συγκεκριμένη εκτίμηση της ζημίας από το εθνικό δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας. Αφετέρου, υπέρ των προδικαστικών ερωτημάτων που αφορούν το δίκαιο της Ένωσης ισχύει τεκμήριο λυσιτέλειας ( 12 ). Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο έχει εκθέσει λεπτομερώς τους λόγους για τους οποίους κρίνει ως αναγκαία την απάντηση στα ερωτήματά του, προκειμένου να είναι σε θέση να αποφανθεί επί της αξιώσεως αποζημιώσεως του Ν. Kantarev.

39.

Τέλος, η BNB αντιτείνει ότι τα προδικαστικά ερωτήματα δεν είναι κρίσιμα για την έκβαση της κύριας δίκης, διότι για τη μεταφορά της οδηγίας στο βουλγαρικό δίκαιο δεν είναι αρμόδια η ίδια, αλλά ο Βούλγαρος νομοθέτης.

40.

Εντούτοις, το επιχείρημα αυτό πρέπει επίσης να απορριφθεί. Πράγματι, η αγωγή αποζημιώσεως που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου στρέφεται κατά της BNB η οποία ως εθνική αρχή δεν εφήρμοσε, κατά την εκτίμηση του ενάγοντος, ορθώς την οδηγία.

41.

Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν προκύπτει προδήλως ότι η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης που ζητεί το αιτούν δικαστήριο ουδόλως σχετίζεται με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης. Συνεπώς, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή.

2.   Επί της ουσιαστικής εκτιμήσεως των προδικαστικών ερωτημάτων

42.

Φρονώ ότι είναι εύλογο να δοθούν αρχικώς απαντήσεις στα ερωτήματα που αφορούν το περιεχόμενο της υποχρεώσεως που επιβάλλει η οδηγία 94/19 σχετικά με τη διαπίστωση της μη διαθεσιμότητας των καταθέσεων, προτού εξετάσω τις ενδεχόμενες συνέπειες της μη τηρήσεως της εν λόγω υποχρεώσεως.

1. Τρίτο έως έκτο προδικαστικό ερώτημα

43.

Η έννοια «μη διαθέσιμη κατάθεση», η οποία βρίσκεται στο επίκεντρο των προδικαστικών ερωτημάτων 3 έως 6, έχει κομβική σημασία για την οδηγία 94/19. Πιο συγκεκριμένα, σε περίπτωση που οι καταθέσεις δεν είναι διαθέσιμες, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν, βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 1, της οδηγίας, ότι τα συστήματα εγγυήσεως των καταθέσεων που έχουν θεσπίσει τα κράτη μέλη θα καταβάλλουν εντός 20 εργάσιμων ημερών ( 13 ) τις απαιτήσεις των καταθετών, υποκαθιστώντας τα υπερήμερα πιστωτικά ιδρύματα. Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1α, της ίδιας οδηγίας, το ποσό για την κάλυψη του συνόλου των καταθέσεων κάθε καταθέτη ορίζεται σε 100000 ευρώ.

1) Επί της απαντήσεως στο τρίτο και στο έκτο προδικαστικό ερώτημα

44.

Με το τρίτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 1, σημείο 3, στοιχείο i, της οδηγίας 94/19 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως η ισχύουσα κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών στην Βουλγαρία, κατά την οποία «μη διαθέσιμη κατάθεση» υφίσταται μόνον εφόσον έχει διαπιστωθεί η αφερεγγυότητα του πιστωτικού ιδρύματος και έχει ανακληθεί η άδειά του.

45.

Το τρίτο προδικαστικό ερώτημα συνδέεται στενά με το έκτο ερώτημα το οποίο αφορά τη διακριτική ευχέρεια της αρμόδιας αρχής ως προς την προθεσμία για τη διαπίστωση της μη διαθεσιμότητας των καταθέσεων. Το αιτούν δικαστήριο ζητεί, ιδίως, να διευκρινισθεί αν η αρχή δύναται να παρεκκλίνει από την προθεσμία που ορίζει το άρθρο 1, σημείο 3, στοιχείο i, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 94/19, προκειμένου να θέσει το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα υπό καθεστώς ειδικής εποπτείας. Σε αμφότερα τα ερωτήματα αυτά προσήκει η από κοινού απάντησή τους.

46.

Κατά το γράμμα του άρθρου 1, σημείο 3, στοιχείο i, πρώτο εδάφιο, ληξιπρόθεσμη κατάθεση που δεν έχει καταβληθεί δεν είναι διαθέσιμη κατά την έννοια της οδηγίας 94/19, εάν η αρμόδια αρχή έχει διαπιστώσει ότι, «κατά τη γνώμη της», το πιστωτικό ίδρυμα «δεν φαίνεται προς το παρόν ικανό να επιστρέψει την κατάθεση […] και δεν προβλέπεται ότι θα καταστεί ικανό στο προσεχές μέλλον». Η χρήση των όρων «γνώμη» και «προς το παρόν» συνηγορεί υπέρ της εκτιμήσεως ότι, πρώτον, η αρμόδια αρχή διαθέτει ορισμένη διακριτική ευχέρεια όσον αφορά την εκτίμηση της καταστάσεως και, δεύτερον, η επιστροφή της καταθέσεως δεν απαιτείται να αποκλείεται οριστικώς για να διαπιστωθεί η μη διαθεσιμότητα. Απεναντίας, η αρμόδια αρχή πρέπει να προβεί σε μια προγνωστική εκτίμηση περί του με βάση τις υφιστάμενες συνθήκες υπάρχει η προοπτική της επιστροφής των καταθέσεων στο μέλλον ( 14 ). Η προγνωστική αυτή εκτίμηση συνιστά συγχρόνως αναγκαία και ικανή προϋπόθεση, ώστε οι καταθέσεις να θεωρηθούν μη διαθέσιμες κατά την έννοια της οδηγίας 94/19.

47.

Αντιθέτως, η διαπίστωση της αφερεγγυότητας του πιστωτικού ιδρύματος ή η ανάκληση της τραπεζικής αδείας δεν αποτελούν περιστάσεις στις οποίες παραπέμπει στο γράμμα του άρθρου 1, σημείο 3, στοιχείο i, της οδηγίας 94/19. Επίσης, οι δύο αυτές έννοιες αφορούν καταστάσεις οι οποίες δεν συμπίπτουν κατ’ ανάγκη με τις προϋποθέσεις της εν λόγω διατάξεως. Παραδείγματος χάρη, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ανάκληση της τραπεζικής αδείας δεν στηρίχθηκε στην εκτίμηση εκ μέρους της KTB ότι το πιστωτικό ίδρυμα «δεν προβλέπεται ότι θα καταστεί ικανό στο προσεχές μέλλον» να επιστρέψει την κατάθεση, αλλά σε έναν αρνητικό ισολογισμό.

48.

Εν πάση περιπτώσει, το άρθρο 1, σημείο 3, στοιχείο i, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 94/19 θέτει σαφές χρονικό όριο στην αρμόδια αρχή όσον αφορά την πρόβλεψή της. Δηλαδή, η διάταξη αυτή επιβάλλει στην οικεία αρμόδια αρχή να προβεί στη διαπίστωση της μη διαθεσιμότητας το συντομότερο δυνατόν και οπωσδήποτε εντός πέντε εργάσιμων ημερών από τη στιγμή κατά την οποία απεδείχθη για πρώτη φορά ότι το πιστωτικό ίδρυμα δεν έχει επιστρέψει τις ληξιπρόθεσμες και απαιτητές καταθέσεις.

49.

Από τη διατύπωση αυτή καθίσταται σαφές ότι κράτος μέλος δεν δύναται να αποδυναμώσει την υποχρέωση της αρμόδιας αρχής για την ταχεία διαπίστωση της μη διαθεσιμότητας ή να παρατείνει την προθεσμία που έχει καθορισθεί για τον σκοπό αυτόν εξαρτώντας την εν λόγω διαπίστωση από την προϋπόθεση της προηγούμενης διαπιστώσεως της αφερεγγυότητας του πιστωτικού ιδρύματος και της ανακλήσεως της τραπεζικής του αδείας. Η παρέλευση περισσότερου χρόνου ( 15 ) από εκείνον που παρέχει στην αρχή το άρθρο 1, σημείο 3, στοιχείο i, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 94/19, θα αντέβαινε στο σαφές γράμμα της διατάξεως αυτής.

50.

Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται από τους σκοπούς που επιδιώκει η οδηγία 94/19.

51.

Πράγματι, η οδηγία 94/19 σκοπεί τόσο στη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος όσο και στην προστασία των αποταμιευτών ( 16 ). Οι δύο αυτοί σκοποί συνδέονται στενά μεταξύ τους: η προστασία των καταθετών διασφαλίζει την εμπιστοσύνη τους στο τραπεζικό σύστημα, η δε σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος εξαρτάται από την εμπιστοσύνη των καταθετών. Η προστασία των καταθετών η οποία εξασφαλίζεται με το σύστημα εγγυήσεως των καταθέσεων πρέπει να δημιουργεί επαρκή εμπιστοσύνη, προκειμένου να αποτρέψει τυχόν μαζική απόσυρση των καταθέσεων. Πράγματι, μια αιφνίδια και μαζική απώλεια ρευστότητας μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις όχι μόνο για ένα πιστωτικό ίδρυμα που αντιμετωπίζει δυσχέρειες, αλλά και για ένα καθαυτό υγιές πιστωτικό ίδρυμα ( 17 ).

52.

Προκειμένου να αποκλεισθεί το φαινόμενο αυτό της μεταδόσεως των επιπτώσεων, οι καταθέτες πρέπει να είναι βέβαιοι ότι, σε περίπτωση προβλεπόμενης μόνιμης αδυναμίας του πιστωτικού ιδρύματος, οι καταθέσεις τους θα τους επιστραφούν στο εγγυημένο ύψος σε πολύ σύντομο και προβλέψιμο χρόνο, ανεξάρτητα από τη διαπίστωση της αφερεγγυότητας του πιστωτικού ιδρύματος και της ανακλήσεως της αδείας του. Η εμπιστοσύνη των καταθετών σε αυτήν την ταχεία επιστροφή δεν πρέπει να κλονισθεί ούτε από τυχόν καθυστερήσεις που οφείλονται στην εφαρμογή μέτρων εποπτείας. Συνεπώς, ιδίως μέτρα τα οποία αναστέλλουν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα την καταβολή των καταθέσεων από το πιστωτικό ίδρυμα δεν μπορούν να αναβάλουν την επιστροφή των καταθέσεων από το σύστημα εγγυήσεως των καταθέσεων. Και τούτο διότι ακριβώς στην περίπτωση αυτή πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη διαπίστωση της μη διαθεσιμότητας των καταθέσεων.

53.

Εξάλλου, όπως προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση του σχεδίου οδηγίας της Επιτροπής, ο ορισμός της μη διαθέσιμης καταθέσεως εσκεμμένως δεν συνδέθηκε με τους κινδύνους των διαδικασιών εξυγιάνσεως και εκκαθαρίσεως των πιστωτικών ιδρυμάτων ( 18 ). Η αιτιολογική σκέψη 12 της οδηγίας 2009/14 επισημαίνει επίσης τη δυνατότητα επιστροφής από το σύστημα εγγυήσεως των καταθέσεων παράλληλα με την εφαρμογή μέτρων αναδιαρθρώσεως.

54.

Η ταχεία εκταμίευση ήταν σημαντική για τον νομοθέτη της Ένωσης, τούτο δε καθίσταται σαφές και από το γεγονός ότι οι προθεσμίες για τη διαπίστωση της μη διαθεσιμότητας (άρθρο 1, σημείο 3, στοιχείο i, της οδηγίας 94/19) και για την καταβολή του εγγυημένου ποσού (άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 94/19) μειώθηκαν, αντίστοιχα, από 21 σε 5 ημέρες και από τρεις μήνες σε 20 ημέρες, κατόπιν της τροποποιήσεως της οδηγίας 94/19 με την οδηγία 2009/14. Η όγδοη και η ένατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 94/19 υπογραμμίζουν, επίσης, ότι τα συστήματα εγγυήσεως των καταθέσεων πρέπει να παρεμβαίνουν μόλις καθίστανται μη διαθέσιμες οι καταθέσεις και ότι η πληρωμή σύμφωνα με την εγγύηση πρέπει να πραγματοποιείται σε συντομότατο χρονικό διάστημα.

55.

Ως εκ τούτου, το άρθρο 1, σημείο 3, στοιχείο i, της οδηγίας 94/19 έχει την έννοια ότι η αρμόδια αρχή πρέπει να προβαίνει στη διαπίστωση της μη διαθεσιμότητας των καταθέσεων εντός πέντε εργάσιμων ημερών από τη στιγμή κατά την οποία απεδείχθη για πρώτη φορά ότι το πιστωτικό ίδρυμα δεν κατέβαλε τις ληξιπρόθεσμες και απαιτητές καταθέσεις, ανεξάρτητα από την απόφαση σχετικά με την αφερεγγυότητα του πιστωτικού ιδρύματος και την ανάκληση της αδείας του. Επίσης, ειδικά μέτρα εποπτείας δεν μπορούν να αναστείλουν τη διαπίστωση της μη διαθεσιμότητας των καταθέσεων.

2) Επί της απαντήσεως στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα

56.

Με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να διευκρινίσει εάν το άρθρο 1, σημείο 3, στοιχείο i, της οδηγίας 94/19 έχει την έννοια ότι η μη διαθεσιμότητα των καταθέσεων πρέπει να διαπιστώνεται ρητώς από την αρμόδια αρχή ή αν η μη διαθεσιμότητα αυτή μπορεί να προκύπτει και από άλλες περιστάσεις όπως, παραδείγματος χάρη στην υπό κρίση περίπτωση, από την απόφαση της BNB να θέσει την KTB υπό καθεστώς ειδικής εποπτείας.

57.

Η οδηγία 94/19 δεν ορίζει συγκεκριμένο τύπο για τη διαπίστωση της μη διαθεσιμότητας των καταθέσεων από την αρμόδια αρχή. Ωστόσο, η διαπίστωση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία για τα συστήματα εγγυήσεως των καταθέσεων που έχει θεσπίσει η εν λόγω οδηγία. Πιο συγκεκριμένα, η διαπίστωση της μη διαθεσιμότητας δεν αποτελεί μόνον προϋπόθεση για την ενεργοποίηση του συστήματος εγγυήσεως των καταθέσεων ( 19 ), αλλά σηματοδοτεί και την έναρξη της προθεσμίας για την αποζημίωση των καταθετών.

58.

Πράγματι, δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 94/19, τα συστήματα εγγυήσεως των καταθέσεων οφείλουν να καταβάλλουν τις αντίστοιχες απαιτήσεις των καταθετών εντός 20 εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία διαπιστώθηκε η μη διαθεσιμότητα των καταθέσεών τους. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί μόνο σε «εξαιρετικές περιπτώσεις» κατόπιν σχετικής αιτήσεως εκ μέρους του συστήματος εγγυήσεως των καταθέσεων, αλλά η παράταση αυτή δεν μπορεί να υπερβαίνει τις δέκα εργάσιμες ημέρες.

59.

Δεδομένης της αποκλειστικής προθεσμίας την οποία οφείλει να τηρεί το σύστημα εγγυήσεως των καταθέσεων για την αποζημίωση των καταθετών, πρέπει να εξακριβώνεται με σαφήνεια και ταχύτητα ο χρόνος ενάρξεως της εν λόγω προθεσμίας. Τούτο σημαίνει ότι η διαπίστωση με βάση το άρθρο 1, σημείο 3, στοιχείο i, της οδηγίας 94/19 πρέπει να συνδέεται σαφώς με τη συγκεκριμένη διάταξη και να γνωστοποιείται αμέσως στο σύστημα εγγυήσεως των καταθέσεων. Μια διαπίστωση την οποία θα έπρεπε να συνάγει εμμέσως το σύστημα εγγυήσεως των καταθέσεων από άλλες περιστάσεις, δεν πληροί τις ανωτέρω προϋποθέσεις.

60.

Επομένως, το άρθρο 1, σημείο 3, στοιχείο i, της οδηγίας 94/19 έχει την έννοια ότι η μη διαθεσιμότητα των καταθέσεων πρέπει να διαπιστώνεται κατά τρόπο που να καθιστά σαφές πέραν αμφιβολίας στο σύστημα εγγυήσεως των καταθέσεων ότι έχει αρχίσει να τρέχει η προθεσμία του άρθρου 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 94/19.

3) Επί της απαντήσεως στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα

61.

Με το πέμπτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να αποσαφηνισθεί αν, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, η μη διαθεσιμότητα των καταθέσεων σύμφωνα με το άρθρο 1, σημείο 3, στοιχείο i, της οδηγίας 94/19 μπορεί να διαπιστωθεί μόνον εάν ο καταθέτης έχει υποβάλει αίτηση εκταμιεύσεως προς το πιστωτικό ίδρυμα ( 20 ) και το αίτημά του δεν έχει ικανοποιηθεί.

62.

Την άποψη αυτή προβάλλει, εν προκειμένω, η BNB η οποία υποστηρίζει ότι η απάντηση στο ερώτημα πότε μια κατάθεση είναι ληξιπρόθεσμη και απαιτητή εξαρτάται, κατά το γράμμα της οδηγίας, από τους σχετικούς νόμιμους και συμβατικούς όρους και, ως εκ τούτου, από το εθνικό δίκαιο. Στην εξεταζόμενη υπόθεση, τόσο το εθνικό δίκαιο όσο και η συναφθείσα σύμβαση μεταξύ του Ν. Kantarev και της KTB προβλέπουν την υποβολή αντίστοιχης αιτήσεως πριν από την εκταμίευση των καταθέσεων. Η BNB διατείνεται, επίσης, ότι η απάντηση στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, καθόσον ο ληξιπρόθεσμος και ο απαιτητός χαρακτήρας μιας καταθέσεως εξαρτάται από το εθνικό δίκαιο.

63.

Κατ’ αρχάς η ένσταση αυτή πρέπει να απορριφθεί. Πιο συγκεκριμένα, ανεξάρτητα από την παραπομπή στους «νόμιμους και συμβατικούς όρους» που ισχύουν για μια κατάθεση, το άρθρο 1, σημείο 3, της οδηγίας 94/19 περιλαμβάνει έναν αυτοτελή και, επομένως, απορρέοντα από το δίκαιο της Ένωσης ορισμό της «μη διαθέσιμης καταθέσεως». Τούτο καθίσταται σαφές και από το γεγονός ότι το άρθρο 1 περιέχει, εισαγωγικώς, τη φράση «[γ]ια τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοούνται ως». Απόκειται στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ερμηνείας του εν λόγω ορισμού που απορρέει από το δίκαιο της Ένωσης, να διευκρινίσει το εύρος της παραπομπής στους «νόμιμους και συμβατικούς όρους» όσον αφορά τον ληξιπρόθεσμο και απαιτητό χαρακτήρα μιας καταθέσεως.

64.

Συναφώς, η άποψη της BNB δεν μπορεί να γίνει δεκτή ούτε επί της ουσίας, καθόσον παρορά ότι ο ορισμός της μη διαθέσιμης καταθέσεως στο άρθρο 1, σημείο 3, της οδηγίας 94/19 έχει δύο λειτουργίες: αφενός, παρέχει τη δυνατότητα στην αρμόδια αρχή ή στο δικαστήριο να διαπιστώσει ότι υφίσταται περίπτωση ευθύνης η οποία ενεργοποιεί το σύστημα εγγυήσεως των καταθέσεων· αφετέρου, καθορίζει τις καταθέσεις οι οποίες πρέπει να καταβληθούν στους καταθέτες από το σύστημα εγγυήσεως των καταθέσεων λόγω αυτής της περιπτώσεως ευθύνης.

65.

Οι δύο αυτές λειτουργίες του ορισμού της μη διαθεσιμότητας των καταθέσεων προκύπτουν από τον συνδυασμό του άρθρου 1, σημείο 3, με το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 1α, και το άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 94/19: κατ’ αρχάς, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφοι 1 και 1α, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν τις καταθέσεις κάθε καταθέτη, σε περίπτωση μη διαθεσιμότητας, στο ύψος του ποσού που καθορίζει η οδηγία (πρώτη λειτουργία). Έπειτα, με βάση το άρθρο 10, παράγραφος 1, σε περίπτωση μη διαθεσιμότητας, τα συστήματα εγγυήσεως των καταθέσεων πρέπει να είναι σε θέση να καταβάλλουν τις απαιτήσεις των καταθετών που αφορούν μη διαθέσιμες καταθέσεις εντός της προθεσμίας που προβλέπει η οδηγία (δεύτερη λειτουργία).

66.

Το γεγονός ότι ο ορισμός της μη διαθέσιμης καταθέσεως, στο πλαίσιο της πρώτης του λειτουργίας, παρέχει τη δυνατότητα στην αρμόδια αρχή ή στο δικαστήριο να διαπιστώσει ότι υφίσταται περίπτωση ευθύνης, επιβεβαιώνεται τόσο από το γράμμα του άρθρου 1, σημείο 3, στοιχεία i και ii, της οδηγίας 94/19, όσο και από το πνεύμα και τον σκοπό της εν λόγω διατάξεως: από αυτήν, δηλαδή, προκύπτει ότι μη διαθεσιμότητα υπάρχει όταν δεν επιστρέφονται ληξιπρόθεσμες και απαιτητές καταθέσεις για λόγους που έχουν σχέση με την οικονομική κατάσταση του πιστωτικού ιδρύματος. Τότε ακριβώς υφίσταται όντως η περίπτωση αφερεγγυότητας για την οποία δημιουργήθηκαν τα συστήματα εγγυήσεως των καταθέσεων και οι καταθέσεις είναι εξασφαλισμένες στο ύψος του προβλεπόμενου ποσού.

67.

Συνεπώς, στο πλαίσιο διαπιστώσεως της μη διαθεσιμότητας, οι νόμιμοι και συμβατικοί όροι που ισχύουν για ορισμένη κατάθεση είναι κρίσιμοι μόνον προκειμένου να προσδιορισθεί αν πιστωτικό ίδρυμα είναι αφερέγγυο. Πράγματι, συνεπώς, το γεγονός και μόνον ότι πιστωτικό ίδρυμα δεν επιστρέφει καταθέσεις οι οποίες είναι ληξιπρόθεσμες και απαιτητές, σύμφωνα με τις σχετικές συμβατικές διατάξεις, μπορεί να αποτελεί ένδειξη ότι το πιστωτικό ίδρυμα δεν είναι πλέον φερέγγυο. Ασφαλώς, η μη επιστροφή καταθέσεων, οι οποίες δεν είναι ληξιπρόθεσμες και απαιτητές σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, έγκειται στη φύση των πραγμάτων όπως, αντιστρόφως, και το γεγονός ότι κατά την κανονική τραπεζική λειτουργία οι ληξιπρόθεσμες και απαιτητές καταθέσεις δεν εκταμιεύονται χωρίς να προηγηθεί σχετικό αίτημα.

68.

Ωστόσο, εάν διαπιστωθεί η μη διαθεσιμότητα, το σύνολο των καταθέσεων ενός καταθέτη που διατηρούνται στους λογαριασμούς του και εμπίπτουν στον ορισμό της οδηγίας 94/19 ( 21 ) θεωρούνται, μέχρι του ποσού που εγγυάται η εν λόγω οδηγία, ως ληξιπρόθεσμες και απαιτητές, αλλά μη καταβληθείσες και, επομένως, μη διαθέσιμες και για τον λόγο αυτόν, πρέπει να επιστραφούν από το σύστημα εγγυήσεως των καταθέσεων δυνάμει του άρθρου 1, σημείο 3, σε συνδυασμό με το άρθρο 10, παράγραφος 1.

69.

Επομένως, εάν οι καταθέσεις που πρέπει να καταβληθούν από το σύστημα εγγυήσεως των καταθέσεων συνίστανται απλώς στο ποσό το οποίο υπάρχει στον λογαριασμό του καταθέτη τη στιγμή κατά την οποία διαπιστώνεται η μη διαθεσιμότητα, δεν έχει πλέον σημασία, στο στάδιο αυτό, αν η συγκεκριμένη κατάθεση «οφείλεται, είναι ληξιπρόθεσμη και δεν έχει καταβληθεί από πιστωτικό ίδρυμα» βάσει των νόμιμων και συμβατικών όρων που ισχύουν για αυτήν. Ως εκ τούτου, δεν αποκλείεται, κατά τη στιγμή της μη διαθεσιμότητας, να ήσαν «ληξιπρόθεσμες» και να είχαν «καταβληθεί από τραπεζικό ίδρυμα», κατά την έννοια της οδηγίας 94/19, όχι μόνον οι καταθέσεις όψεως, όπως οι εξεταζόμενες εν προκειμένω, αλλά και προθεσμιακές καταθέσεις οι οποίες δεσμεύονται για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και είναι διαθέσιμες μόνον κατόπιν καταγγελίας ( 22 ). Τούτο όμως δεν αποτελεί αντικείμενο του υπό κρίση προδικαστικού ερωτήματος, και, επομένως, δεν χρειάζεται να επιλυθεί, εν προκειμένω, οριστικά.

70.

Εν πάση περιπτώσει, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, κατά το χρονικό σημείο της μη διαθεσιμότητας των καταθέσεων, δεν μπορεί να αντιταχθεί στους καταθέτες κάποιου είδους υποχρέωση υποβολής προηγούμενης αιτήσεως, η οποία προβλέπεται υπό κανονικές συνθήκες για την επιστροφή των καταθέσεών τους. Αντιθέτως, σε περίπτωση αφερεγγυότητας, η οδηγία λαμβάνει ως δεδομένο ότι οι καταθέτες θέλουν να εκταμιεύσουν τις καταθέσεις τους και για τον λόγο αυτόν οι καταθέσεις που έχουν παραμείνει στην τράπεζα θεωρούνται ως καταθέσεις που «δεν έχουν καταβληθεί» κατά την έννοια της οδηγίας.

71.

Εξάλλου, –όπως μαρτυρούν οι περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης βάσει των οποίων η οικεία τράπεζα είχε κλείσει προφανώς στην πράξη και είχε αναστείλει τις συναλλαγές της– δεν θα ήταν εφικτό να απαιτηθεί από τους καταθέτες να υποβάλουν αίτηση εκταμιεύσεως των καταθέσεών τους. Επίσης, τίθεται ζήτημα σχετικά με τον τρόπο κατά τον οποίο θα μπορούσε να αποδειχθεί η υποβολή τέτοιας αιτήσεως –η οποία, στις περιπτώσεις των καταθέσεων όψεως που είναι ληξιπρόθεσμες ανά πάσα στιγμή, υλοποιείται συχνά με την προσπάθεια αναλήψεως χρημάτων από αυτόματη ταμειολογιστική μηχανή ή εκτελέσεως εμβάσματος μέσω διαδικτύου. Συνεπώς, θα ήταν δυσχερές και για το ίδιο το σύστημα εγγυήσεως των καταθέσεων να επιβεβαιώσει ότι οι καταθέτες έχουν υποβάλει αίτηση εκταμιεύσεως των καταθέσεών τους ( 23 ). Αυτό θα συνεπαγόταν και περαιτέρω πρακτικά προβλήματα: εάν ο καταθέτης είχε επιχειρήσει να εκταμιεύσει μόνον 500 ευρώ, θα έπρεπε να αποζημιωθεί, εντούτοις, έως το ύψος του ποσού των 100000 ευρώ που προβλέπει η οδηγία;

72.

Τέλος, η υποχρέωση υποβολής σχετικής αιτήσεως δεν συμβιβάζεται ούτε με το γεγονός ότι ο σκοπός της οδηγίας 94/19 είναι ακριβώς η αποτροπή του λεγόμενου «bank run», ήτοι του συνωστισμού των καταθετών σε κλονισμένα ή και υγιή πιστωτικά ιδρύματα. Ο σκοπός αυτός, λοιπόν, θα καταστρατηγούνταν, εάν αναμενόταν από τους καταθέτες να απευθυνθούν αρχικώς στην τράπεζά τους, προκειμένου να αποζημιωθούν από το σύστημα εγγυήσεως των καταθέσεων.

73.

Η μόνη αίτηση που προβλέπεται από την οδηγία 94/19 είναι η αίτηση αποζημιώσεως η οποία πρέπει να υποβληθεί προς το ίδιο το σύστημα εγγυήσεως των καταθέσεων ( 24 ). Ακόμη και αυτή η υποχρέωση υποβολής αιτήσεως όμως δεν προβλέπεται πλέον στην οδηγία 2014/49, διότι η απαίτηση ορισμένων ενεργειών δεν είναι κατάλληλη να θεμελιώσει την εμπιστοσύνη των καταθετών στην άμεση επιστροφή των καταθέσεών τους ( 25 ).

74.

Ως εκ τούτου, το άρθρο 1, σημείο 3, στοιχείο i, της οδηγίας 94/19 έχει την έννοια ότι η διαπίστωση της μη διαθεσιμότητας καταθέσεως δεν μπορεί να εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι ο καταθέτης πρέπει να έχει ζητήσει επιστροφή των καταθέσεών του από το πιστωτικό ίδρυμα.

4) Ενδιάμεσο συμπέρασμα

75.

Το άρθρο 1, σημείο 3, στοιχείο i, της οδηγίας 94/19 έχει την έννοια ότι η αρμόδια αρχή πρέπει να προβαίνει στη διαπίστωση της μη διαθεσιμότητας των καταθέσεων εντός πέντε εργάσιμων ημερών από τη στιγμή κατά την οποία απεδείχθη για πρώτη φορά ότι το πιστωτικό ίδρυμα δεν επέστρεψε τις ληξιπρόθεσμες και απαιτητές καταθέσεις, ανεξάρτητα από την απόφαση σχετικά με την αφερεγγυότητα του πιστωτικού ιδρύματος και την ανάκληση της αδείας του. Επίσης, ειδικά μέτρα εποπτείας δεν μπορούν να αναστείλουν τη διαπίστωση της μη διαθεσιμότητας των καταθέσεων. Εξάλλου, η μη διαθεσιμότητα των καταθέσεων πρέπει να διαπιστώνεται κατά τρόπο που να καθιστά σαφές πέραν αμφιβολίας στο σύστημα εγγυήσεως των καταθέσεων ότι έχει αρχίσει να τρέχει η προθεσμία του άρθρου 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 94/19. Τέλος, η διαπίστωση της μη διαθεσιμότητας δεν μπορεί να εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι ο καταθέτης πρέπει να έχει ζητήσει επιστροφή των καταθέσεών του από το πιστωτικό ίδρυμα.

2. Έβδομο και όγδοο προδικαστικό ερώτημα

76.

Με τα δύο τελευταία προδικαστικά ερωτήματα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 1, σημείο 3, στοιχείο i, της οδηγίας 94/19 έχει την έννοια ότι η μη τήρηση της προθεσμίας που τάσσει η οδηγία αυτή για τη διαπίστωση της μη διαθεσιμότητας των καταθέσεων συνεπάγεται την ευθύνη του κράτους μέλους για παραβίαση του δικαίου της Ένωσης. Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν τούτο συνιστά «κατάφωρη παραβίαση» και αν η αστική ευθύνη του Δημοσίου, στο πλαίσιο αυτό, μπορεί να περιορισθεί μόνο σε ζημίες οι οποίες έχουν προκληθεί εκ προθέσεως.

77.

Η BNB αντιτάσσει ότι η απόφαση Paul κ.λπ. ( 26 ) έχει αποκλείσει ήδη το ενδεχόμενο ιδιώτης να στηριχθεί στην οδηγία 94/19 για να μπορέσει να καταστήσει υπεύθυνο το οικείο κράτος μέλος πέραν της προβλεπόμενης αποζημιώσεως ( 27 ).

1) Οριοθέτηση έναντι της αποφάσεως Paul κ.λπ.

78.

Το επιχείρημα αυτό δεν είναι πειστικό, για τους ακόλουθους λόγους. Στην υπόθεση Paul κ.λπ., το οικείο κράτος μέλος είχε μεταφέρει εκπρόθεσμα την οδηγία 94/19 στην εσωτερική έννομη τάξη. Οι καταθέτες οι οποίοι ζημιώθηκαν από την πτώχευση της τράπεζάς τους δεν αποζημιώθηκαν μέσω συστήματος εγγυήσεως των καταθέσεων. Κατά συνέπεια, εθνικό δικαστήριο καταδίκασε το κράτος μέλος λόγω κατάφωρης παραβιάσεως του κοινοτικού δικαίου και το υποχρέωσε να καταβάλει στους καταθέτες αποζημίωση μέχρι το ύψος του εγγυημένου ποσού που προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 94/19.

79.

Η οικονομική ζημία των καταθετών όμως υπερέβαινε το ποσό που εγγυάται η οδηγία. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα εάν η οδηγία 94/19 παρέχει στους καταθέτες, εκτός από το δικαίωμα επιστροφής του εγγυημένου ποσού δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, επιπλέον δικαίωμα που αφορά τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων εποπτείας από την αρμόδια αρχή με βάση το άρθρο 3, παράγραφοι 2 έως 5 (παραδείγματος χάρη την ανάκληση της αδείας). Στο πλαίσιο αυτό, τέθηκε το ερώτημα αν θα έπρεπε να αποζημιωθούν και πέραν του εγγυημένου ποσού ζημίες οι οποίες δεν θα προέκυπταν σε περίπτωση που είχαν εφαρμοσθεί τέτοια μέτρα εποπτείας.

80.

Στην υπόθεση Paul κ.λπ., λοιπόν, οι ζημιωθέντες καταθέτες θεώρησαν ότι η αρχή εποπτείας των τραπεζών ήταν συνυπεύθυνη για την απώλεια των καταθέσεών τους. Ωστόσο, το Δικαστήριο δεν αναγνώρισε στους καταθέτες το δικαίωμα να αξιώσουν από τις αρμόδιες αρχές τη θέσπιση μέτρων εποπτείας προς το συμφέρον τους και απέρριψε την προβολή αξιώσεως προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν λόγω πλημμελούς ασκήσεως εποπτείας.

81.

Επομένως, στην υπόθεση Paul κ.λπ., η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου δεν αφορούσε «το αν η εσφαλμένη μεταφορά της οδηγίας ή η εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 7 της οδηγίας 94/19» ( 28 ), δηλαδή η πλημμελής λειτουργία του μηχανισμού αποζημιώσεως, μπορούσε να θεμελιώσει αξιώσεις βάσει των διατάξεων περί αστικής ευθύνης του Δημοσίου. Αντιθέτως, αφορούσε αξιώσεις βάσει των διατάξεων περί αστικής ευθύνης του Δημοσίου λόγω μη λήψεως των συγκεκριμένων μέτρων εποπτείας που προέβλεπε το άρθρο 3 της οδηγίας 94/19.

82.

Στην προκειμένη περίπτωση όμως εξετάζεται το αν η εσφαλμένη μεταφορά της οδηγίας ή η εσφαλμένη εφαρμογή του μηχανισμού αποζημιώσεως μπορεί να θεμελιώσει αξιώσεις βάσει των διατάξεων περί αστικής ευθύνης του Δημοσίου. Ο Ν. Kantarev δεν επιρρίπτει ευθύνες στις αρχές εποπτείας για την απώλεια των καταθέσεών του, αλλά για τη μη τήρηση των διαδικασιών αποζημιώσεως που προβλέπει η οδηγία 94/19.

83.

Η εικοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 94/19 αποκλείει την ευθύνη των κρατών μελών μόνον εφόσον αυτά έχουν μεριμνήσει για τη θέσπιση συστημάτων εγγυήσεως, ώστε να εξασφαλίζεται η αποζημίωση ή η προστασία των καταθετών υπό τους όρους που προβλέπονται στην οδηγία. Εντούτοις, ο Ν. Kantarev θεωρεί ότι το εγγυημένο ποσό δεν του καταβλήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 1, σημείο 3, της οδηγίας, αλλά καθυστερημένα.

84.

Όπως έχει ήδη επισημανθεί όμως ο σκοπός της οδηγίας 94/19 είναι η εξασφάλιση ταχείας αποζημιώσεως. Συνεπώς, δεν μπορεί να αποκλεισθεί, κατ’ αρχήν, –ούτε βάσει της αποφάσεως Paul κ.λπ. ούτε βάσει της εικοστής τέταρτης αιτιολογικής σκέψεως της οδηγίας– η αστική ευθύνη του Δημοσίου λόγω εσφαλμένης μεταφοράς της οδηγίας ή εσφαλμένης εφαρμογής του άρθρου 1, σημείο 3, στοιχείο i, το οποίο προϋποθέτει την κατά άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 94/19 αποζημίωση.

85.

Αξίωση όμως μπορεί να θεμελιωθεί μόνον όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη στοιχειοθέτηση ευθύνης του Δημοσίου.

2) Οι προϋποθέσεις για τη στοιχειοθέτηση ευθύνης του Δημοσίου

86.

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, οι ιδιώτες έχουν δικαίωμα αποζημιώσεως για ζημίες που προκαλούνται από παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης οι οποίες καταλογίζονται στο Δημόσιο, εφόσον πληρούνται τρεις προϋποθέσεις: ο παραβιασθείς κανόνας δικαίου της Ένωσης να αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες· η παράβαση του κανόνα να είναι κατάφωρη· και να υφίσταται άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παραβάσεως αυτής και της ζημίας που υπέστησαν οι ιδιώτες ( 29 ). Απόκειται, κατ’ αρχήν, στα εθνικά δικαστήρια να διαπιστώσουν αν πληρούνται οι ανωτέρω προϋποθέσεις και αν το Δημόσιο ευθύνεται για την αποκατάσταση της ζημίας ( 30 ). Κατά συνέπεια, οι διάδικοι της κύριας δίκης διαφωνούν, εν προκειμένω, ως προς το αν συντρέχουν οι τρεις σωρευτικές προϋποθέσεις για τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης του Δημοσίου λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης.

87.

Κατ’ αρχάς επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι τρεις αυτές προϋποθέσεις είναι ικανές να θεμελιώσουν αξίωση των ιδιωτών προς αποζημίωση ( 31 ). Το δίκαιο της Ένωσης δεν αποκλείει τη δυνατότητα θεμελιώσεως της ευθύνης του κράτους, λόγω παραβιάσεως του δικαίου αυτού, υπό προϋποθέσεις λιγότερο αυστηρές βάσει του εθνικού δικαίου. Ωστόσο, απαγορεύει την επιβολή πρόσθετων προϋποθέσεων εκ μέρους του εθνικού δικαίου ( 32 ). Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι η αποκατάσταση των ζημιών στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου, δεν μπορεί να εξαρτάται από την ύπαρξη πταίσματος, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, του πολιτειακού οργάνου, βαίνοντας πέραν της κατάφωρης παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης, μολονότι ορισμένα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία, τα οποία, στο πλαίσιο ενός εθνικού νομικού συστήματος, μπορούν να συναρτώνται προς την έννοια του πταίσματος, είναι ικανά να ασκούν επιρροή ( 33 ).

88.

Περαιτέρω, επιβάλλεται κατ’ αρχάς η διαπίστωση –όπως ορθώς τονίζει η Επιτροπή–, ότι το άμεσο αποτέλεσμα μιας διατάξεως δεν αποτελεί προϋπόθεση για τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης του Δημοσίου ( 34 ).

89.

Αντιθέτως, για τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης αυτής, θα πρέπει να εξετασθεί αν η διάταξη που προβάλλεται ως παραβιαζόμενη απονέμει δικαιώματα στους ιδιώτες.

90.

Εν προκειμένω, το άρθρο 1, σημείο 3, στοιχείο i, της οδηγίας 94/19 δεν απονέμει στους ιδιώτες το δικαίωμα να αξιώσουν από την αρμόδια αρχή να διαπιστώνει αυτομάτως τη μη διαθεσιμότητα των καταθέσεών τους όταν η μη διαθεσιμότητα εκτείνεται για κάποιο χρονικό διάστημα ( 35 ). Αντιθέτως, όπως επισημάνθηκε ανωτέρω, η αρμόδια αρχή διαθέτει ορισμένη διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τη διαπίστωση αυτή, δεδομένου ότι πρόκειται, κατά κύριο λόγο, για προγνωστική εκτίμηση ( 36 ).

91.

Ωστόσο, το άρθρο 1, σημείο 3, στοιχείο i, της οδηγίας 94/19 ορίζει ότι, εάν η αρμόδια αρχή είναι της γνώμης ότι το οικείο πιστωτικό ίδρυμα δεν είναι προς το παρόν ικανό να επιστρέψει την κατάθεση, για λόγους που έχουν άμεση σχέση με την οικονομική του κατάσταση, και δεν προβλέπεται ότι θα καταστεί ικανό στο προσεχές μέλλον, η αρχή αυτή πρέπει να προβεί στη αντίστοιχη διαπίστωση εντός πέντε εργάσιμων ημερών από τη στιγμή κατά την οποία έλαβε το πρώτον γνώση ότι το πιστωτικό ίδρυμα δεν έχει επιστρέψει καταθέσεις.

92.

Τούτο σημαίνει ότι η εν λόγω διάταξη δεν απονέμει μεν δικαίωμα στους ιδιώτες ως προς τη διαπίστωση της μη διαθεσιμότητας των καταθέσεών τους, αλλά τους παρέχει το δικαίωμα να απαιτούν από την αρχή, όταν διαπιστώνει τη μη διαθεσιμότητα, να το πράττει εντός πέντε ημερών.

93.

Η διάταξη είναι σαφής και ακριβής όσον αφορά την προθεσμία ( 37 ).

94.

Εν προκειμένω, λόγω των μέτρων εποπτείας τα οποία έλαβε η BNB, μπορεί να γίνει δεκτό ότι η αρχή αυτή ήταν της γνώμης ότι το πιστωτικό ίδρυμα δεν ήταν προς το παρόν ικανό να επιστρέψει την κατάθεση, για λόγους που έχουν σχέση με την οικονομική του κατάσταση. Την ίδια ημέρα κατά την οποία η BNB πληροφορήθηκε από την KTB ότι αυτή είχε αναστείλει τις πληρωμές, την έθεσε υπό καθεστώς ειδικής εποπτείας λόγω επαπειλούμενης αφερεγγυότητας. Το ότι εκείνη τη χρονική στιγμή δεν προβλεπόταν η KTB να καταστεί ικανή να επιστρέψει καταθέσεις ούτε στο προσεχές μέλλον, προκύπτει από την απόφαση της BNB να αναστείλει την εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεων της ΚΤΒ.

95.

Μολονότι η BNB έκρινε ότι η KTB απειλείτο με αφερεγγυότητα και μολονότι εμπόδισε με δική της απόφαση, για μεγάλο χρονικό διάστημα, την επιστροφή της εν λόγω καταθέσεως, εντούτοις δεν προέβη εντός της πενθήμερης προθεσμίας στη κατά το άρθρο 1, σημείο 3, στοιχείο i, της οδηγίας 94/19 διαπίστωση, ώστε να ενεργοποιηθεί η διαδικασία αποζημιώσεως των θιγόμενων καταθετών δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, και του άρθρου 10, παράγραφος 1. Τούτο συνιστά κατάφωρη παράβαση του άρθρου 1, σημείο 3, στοιχείο i, της οδηγίας.

96.

Απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξετάσει αν υφίσταται άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παραβάσεως αυτής και της προβαλλόμενης ζημίας.

97.

Συνεπώς, υπό περιστάσεις όπως οι εξεταζόμενες εν προκειμένω, η εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 1, σημείο 3, στοιχείο i, της οδηγίας 94/19, συνιστά κατάφωρη παραβίαση του δικαίου της Ένωσης η οποία μπορεί να στοιχειοθετήσει ευθύνη του οικείου κράτους μέλους. Οι περιστάσεις τις οποίες αναφέρει συμπληρωματικώς το αιτούν δικαστήριο, στο όγδοο ερώτημά του, ουδόλως μεταβάλλουν το συμπέρασμα αυτό.

3. Πρώτο και δεύτερο ερώτημα

98.

Τέλος, με τα δύο πρώτα προδικαστικά ερωτήματα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί αν αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης η προβλεπόμενη στη Βουλγαρία δυνατότητα εφαρμογής δύο διαφορετικών διαδικασιών, καθεμία υπό διαφορετικές προϋποθέσεις, για την προβολή αξιώσεων αποζημιώσεως έναντι του Δημοσίου λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης.

99.

Στη Βουλγαρία, τέτοια αξίωση μπορεί να προβληθεί, αφενός, με βάση τον Κώδικα πολιτικής δικονομίας, κατ’ εφαρμογήν του νόμου περί ενοχικών σχέσεων και συμβάσεων που προβλέπει γενικό δικαίωμα αποζημιώσεως. Αφετέρου, η εν λόγω αξίωση μπορεί να στηριχθεί στον Κώδικα διοικητικής δικονομίας, κατ’ εφαρμογήν του νόμου περί αστικής ευθύνης του Δημοσίου ο οποίος ρυθμίζει την ευθύνη του Δημοσίου και των Δήμων για ζημίες που οφείλονται σε παράνομες διοικητικές πράξεις και παράνομες ενέργειες ή παραλείψεις των οργάνων τους ή των υπαλλήλων τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ( 38 ).

100.

Βάσει των διευκρινίσεων του αιτούντος δικαστηρίου, οι δύο διαδικασίες διαφέρουν ως προς τα εξής: η διαδικασία ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων έχει το πλεονέκτημα ότι η ευθύνη δεν εξαρτάται από την ύπαρξη υπαιτιότητας, τα δικαστικά έξοδα είναι χαμηλότερα και μπορεί να εφαρμοσθεί η δωσιδικία του τόπου κατοικίας του ζημιωθέντος. Ωστόσο, η διαδικασία αυτή εφαρμόζεται μόνο σε περίπτωση ζημιών που έχουν προκληθεί από ακυρωθείσες παράνομες διοικητικές πράξεις και παράνομες ενέργειες ή παραλείψεις της διοικήσεως. Επιπλέον, αμφισβητείται αν τέτοια διαδικασία μπορεί να στρέφεται κατά της BNB, δεδομένου ότι αυτή υπάγεται μεν στον δημόσιο τομέα, αλλά δεν είναι διοικητική αρχή.

101.

Κατά πάγια νομολογία, απόκειται στις έννομες τάξεις των κρατών μελών να ορίζουν τα αρμόδια δικαστήρια και να διαμορφώνουν τις διαδικασίες για την άσκηση των ενδίκων βοηθημάτων που εξασφαλίζουν την πλήρη προστασία των δικαιωμάτων τα οποία οι πολίτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης ( 39 ). Τούτο σημαίνει ότι τα κράτη μέλη οφείλουν μεν να διευθετούν τις συνέπειες ζημίας που προκλήθηκε από το κράτος βάσει του εθνικού δικαίου περί αστικής ευθύνης, αλλά ο προσδιορισμός των αρμοδίων δικαστηρίων και της διαδικασίας για την προβολή αξιώσεως απορρέουσας από το δίκαιο της Ένωσης και θεμελιώνεται στις διατάξεις περί αστικής ευθύνης του Δημοσίου εμπίπτει, κατ’ αρχήν, στη δικονομική αυτονομία των κρατών μελών.

102.

Το δίκαιο της Ένωσης, λοιπόν, δεν καθορίζει ποια διαδικασία πρέπει να εφαρμοσθεί –σε περίπτωση που υπάρχουν περισσότερες εναλλακτικές. Εντούτοις, το δίκαιο της Ένωσης περιέχει γενικές αρχές οι οποίες πρέπει να τηρούνται κατά την επιλογή της κατάλληλης διαδικασίας.

103.

Παραδείγματος χάρη, το δίκαιο της Ένωσης δεν επιτρέπει να προβλέπονται αυστηρότερες προϋποθέσεις στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου από εκείνες που έχουν διαμορφωθεί στη νομολογία του Δικαστηρίου σε σχέση με την ευθύνη του Δημοσίου με βάση το δίκαιο της Ένωσης. Ωστόσο, ευθύνη η οποία εξαρτάται από την ύπαρξη υπαιτιότητας, όπως απαιτείται εν προκειμένω από τον νόμο περί ενοχικών σχέσεων και συμβάσεων στο πλαίσιο εφαρμογής του Κώδικα πολιτικής δικονομίας, βαίνει πέραν των τριών προϋποθέσεων (κανόνας δικαίου που απονέμει δικαιώματα στους ιδιώτες, κατάφωρη παράβαση και άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παραβάσεως και της προκληθείσας ζημίας) ( 40 ) που προβλέπονται για τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης του Δημοσίου βάσει του δικαίου της Ένωσης ( 41 ).

104.

Επίσης, το δίκαιο της Ένωσης ορίζει ότι η υποχρέωση αποζημιώσεως ισχύει για κάθε περίπτωση κατά την οποία κράτος μέλος παραβιάζει το δίκαιο της Ένωσης. Τούτο ισχύει ανεξαρτήτως της δημόσιας αρχής που διέπραξε την παραβίαση και ανεξαρτήτως της αρχής η οποία πρέπει να καταβάλει, κατ’ αρχήν, την αποζημίωση σύμφωνα με τη νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους ( 42 ).

105.

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, από τη σκοπιά του δικαίου της Ένωσης, η υποχρέωση αποζημιώσεως αφορά, κατ’ αρχήν, το κάθε κράτος μέλος ως σύνολο και όχι την εκάστοτε δημόσια αρχή η οποία είναι υπεύθυνη για την παραβίαση του δικαίου της Ένωσης. Επομένως, το εθνικό δίκαιο μπορεί να προβλέπει, ασφαλώς, ότι η δημόσια αρχή που είναι υπεύθυνη για την προκληθείσα ζημία φέρει την ανάλογη ευθύνη και τούτο ενδέχεται να συνεπάγεται και την κίνηση συγκεκριμένης διαδικασίας. Αυτό όμως δεν είναι δυνατό να έχει ως αποτέλεσμα την αποδυνάμωση της έννομης προστασίας των ιδιωτών.

106.

Στην προκειμένη περίπτωση, το εθνικό δίκαιο προβλέπει την εφαρμογή του νόμου περί αστικής ευθύνης του Δημοσίου στο πλαίσιο του Κώδικα διοικητικής δικονομίας μόνον όσον αφορά την ευθύνη του Δημοσίου και όχι όσον αφορά την ευθύνη της BNB. Δεδομένου ότι η BNB είναι αναμφίβολα δημόσια αρχή κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης, απόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει αν το καθεστώς ευθύνης της BNB, σε σύγκριση με το καθεστώς ευθύνης του Δημοσίου για άλλα δημόσια όργανα, αποδυναμώνει τη θέση των ιδιωτών σε τέτοιον βαθμό που αποβαίνει εις βάρος της προβολής αξιώσεως σχετικά με την ευθύνη του Δημοσίου βάσει του δικαίου της Ένωσης.

107.

Επιπλέον, στο πλαίσιο της δικονομικής του αυτονομίας, το κράτος μέλος πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας: οι ουσιαστικές και τυπικές προϋποθέσεις οι οποίες καθορίζονται στο πλαίσιο των κανόνων των κρατών μελών που διέπουν το δικαίωμα αποζημιώσεως δεν πρέπει να είναι λιγότερο ευνοϊκές για την προβολή παραβιάσεων του δικαίου της Ένωσης από εκείνες που αφορούν παρόμοιες αγωγές στηριζόμενες μόνο στο εσωτερικό δίκαιο (αρχή της ισοδυναμίας) και δεν μπορούν να είναι διαμορφωμένες κατά τέτοιον τρόπο ώστε να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή εξαιρετικώς δυσχερή την αποζημίωση (αρχή της αποτελεσματικότητας) ( 43 ).

108.

Εν προκειμένω, όσον αφορά την αρχή της ισοδυναμίας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι διατάξεις τις οποίες αναφέρει το αιτούν δικαστήριο δεν περιέχουν, σύμφωνα με το γράμμα τους, καμία διάκριση ανάλογα με το αν η ευθύνη του Δημοσίου στηρίζεται σε παραβίαση του δικαίου της Ένωσης ή σε παραβίαση του εθνικού δικαίου. Ούτε από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι οι καταστάσεις που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης τυγχάνουν λιγότερο ευνοϊκής μεταχειρίσεως σε σύγκριση με τις καταστάσεις που διέπονται από το εθνικό δίκαιο ( 44 ).

109.

Αντιθέτως, στην υπό κρίση υπόθεση, η παραβίαση της αρχής της αποτελεσματικότητας θεμελιώνεται στην ίδια την αβεβαιότητα ως προς τη διαδικασία που πρέπει να εφαρμοσθεί για την προβολή αξιώσεων σχετικών με την ευθύνη του Δημοσίου λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης. Πιο συγκεκριμένα, η αβεβαιότητα αυτή καθιστά εξαιρετικά δυσχερή για τους ιδιώτες τη δικαστική διεκδίκηση αποζημιώσεως, αρχής γενομένης από τον προσδιορισμό του δικαστηρίου –διοικητικό ή πολιτικό δικαστήριο– ενώπιον του οποίου πρέπει να ασκήσουν αγωγή.

110.

Επιπλέον, τίθεται το ζήτημα αν η αρχή της αποτελεσματικότητας αντιτίθεται σε εθνικό καθεστώς, όπως αυτό που καθιερώνει ο βουλγαρικός Κώδικας διοικητικής δικονομίας, κατά το οποίο επιβάλλεται να προηγηθεί η ακύρωση της παράνομης διοικητικής πράξεως στην οποία στηρίζεται η παραβίαση του δικαίου της Ένωσης ή να διαπιστωθεί πρώτα ο παράνομος χαρακτήρας της ενέργειας ή της παραλείψεως που οδήγησε στην εν λόγω παραβίαση.

111.

Συναφώς, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι ο εθνικός δικαστής μπορεί να ερευνήσει αν ο ζημιωθείς επέδειξε τη δέουσα επιμέλεια, ώστε να αποφύγει τη ζημία ή να περιορίσει την έκτασή της, και ιδίως αν χρησιμοποίησε εγκαίρως όλα τα μέσα παροχής εννόμου προστασίας που διέθετε ( 45 ).

112.

Ωστόσο, θα ήταν αντίθετο προς την αρχή της αποτελεσματικότητας το να επιβληθεί στους ζημιωθέντες να ασκούν συστηματικά όλα τα ένδικα βοηθήματα που έχουν στη διάθεσή τους ( 46 ). Απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της διαφοράς της κύριας δίκης, αν μπορούσε να απαιτηθεί ευλόγως από τον Ν. Kantarev να ασκήσει και άλλα ένδικα βοηθήματα για την ακύρωση της πράξεως της BNB ή για τη διαπίστωση του παράνομου χαρακτήρα των ενεργειών ή των παραλείψεων αυτής, πριν από την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος για την επιδίκαση αποζημιώσεως ( 47 ).

113.

Τέλος, τίθεται το ζήτημα αν αντιβαίνει στην αρχή της αποτελεσματικότητας το γεγονός ότι η προβολή αξιώσεως σχετικά με την ευθύνη του Δημοσίου βάσει του δικαίου της Ένωσης εξαρτάται, σύμφωνα με το βουλγαρικό δίκαιο, από την –έστω μερική– προκαταβολή των δικαστικών εξόδων υπό τη μορφή τέλους. Η πρόβλεψη από το εθνικό δίκαιο –έστω και μερικής– προκαταβολής των δικαστικών εξόδων είναι συνήθης σε πολυάριθμα κράτη μέλη και δεν αντιβαίνει, καθ’ εαυτήν, στην αρχή της αποτελεσματικότητας. Ωστόσο, το αρμόδιο δικαστήριο πρέπει να εξετάσει αν η υποχρέωση προκαταβολής συνιστά ανυπέρβλητο εμπόδιο για την πρόσβαση στη δικαιοσύνη ( 48 ) και αν, στην περίπτωση αυτή, υπάρχει δυνατότητα απαλλαγής από την εν λόγω υποχρέωση.

114.

Υπό το φως των ανωτέρω εκτιμήσεων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν απαγορεύει την προβλεπόμενη στη Βουλγαρία δυνατότητα εφαρμογής δύο διαφορετικών διαδικασιών, ανάλογα με τον δημόσιο φορέα που ενεργεί, για την προβολή αξιώσεων βάσει των διατάξεων περί αστικής ευθύνης του Δημοσίου λόγω παραβιάσεων του δικαίου της Ένωσης, εφόσον οι ιδιώτες δύνανται να αντιληφθούν με σαφήνεια ποια διαδικασία πρέπει να χρησιμοποιήσουν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση και εφόσον η διαδικασία αυτή καθιστά δυνατή την αποτελεσματική προβολή του δικαιώματος αποζημιώσεως που απορρέει από το δίκαιο της Ένωσης. Απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει αν οι εν λόγω προϋποθέσεις πληρούνται σε σχέση με τη διαδικασία που εφαρμόζεται για την προβολή αξιώσεων κατά της BNB βάσει των διατάξεων περί αστικής ευθύνης του Δημοσίου.

V. Πρόταση

115.

Κατόπιν των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως του Administrativen sad ‐ Varna (διοικητικού πρωτοδικείου της Βάρνας, Βουλγαρία) ως εξής:

1)

Το άρθρο 1, σημείο 3, στοιχείο i, της οδηγίας 94/19 έχει την έννοια ότι η αρμόδια αρχή πρέπει να προβαίνει στη διαπίστωση της μη διαθεσιμότητας των καταθέσεων εντός πέντε εργάσιμων ημερών από τη στιγμή κατά την οποία απεδείχθη για πρώτη φορά ότι το πιστωτικό ίδρυμα δεν επέστρεψε τις ληξιπρόθεσμες και απαιτητές καταθέσεις, ανεξάρτητα από την απόφαση σχετικά με την αφερεγγυότητα του πιστωτικού ιδρύματος και την ανάκληση της αδείας του. Επίσης, ειδικά μέτρα εποπτείας δεν μπορούν να αναστείλουν τη διαπίστωση της μη διαθεσιμότητας των καταθέσεων. Εξάλλου, η μη διαθεσιμότητα των καταθέσεων πρέπει να διαπιστώνεται κατά τρόπο που να καθιστά σαφές πέραν αμφιβολίας στο σύστημα εγγυήσεως των καταθέσεων ότι έχει αρχίσει να τρέχει η προθεσμία του άρθρου 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 94/19. Τέλος, η διαπίστωση της μη διαθεσιμότητας δεν μπορεί να εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι ο καταθέτης πρέπει να έχει ζητήσει επιστροφή των καταθέσεών του από το πιστωτικό ίδρυμα.

2)

Υπό περιστάσεις όπως οι εξεταζόμενες εν προκειμένω, η εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 1, σημείο 3, στοιχείο i, της οδηγίας 94/19, συνιστά κατάφωρη παραβίαση του δικαίου της Ένωσης η οποία στοιχειοθετεί ευθύνη του οικείου κράτους μέλους.

3)

Το δίκαιο της Ένωσης δεν απαγορεύει την προβλεπόμενη στη Βουλγαρία δυνατότητα εφαρμογής δύο διαφορετικών διαδικασιών, ανάλογα με τον δημόσιο φορέα που ενεργεί, για την προβολή αξιώσεων βάσει των διατάξεων περί αστικής ευθύνης του Δημοσίου λόγω παραβιάσεων του δικαίου της Ένωσης, εφόσον οι ιδιώτες δύνανται να αντιληφθούν με σαφήνεια ποια διαδικασία πρέπει να χρησιμοποιήσουν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση και εφόσον η διαδικασία αυτή καθιστά δυνατή την αποτελεσματική προβολή του δικαιώματος αποζημιώσεως που απορρέει από το δίκαιο της Ένωσης. Απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει αν οι εν λόγω προϋποθέσεις πληρούνται σε σχέση με τη διαδικασία που εφαρμόζεται για την προβολή αξιώσεων κατά της BNB βάσει των διατάξεων περί αστικής ευθύνης του Δημοσίου.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.

( 2 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 1994, περί των συστημάτων εγγυήσεως των καταθέσεων (ΕΕ 1994, L 135, σ. 5).

( 3 ) Αρχικώς όμως το εγγυημένο ποσό ήταν χαμηλότερο. Από το 2009, το ποσό αυτό αυξήθηκε σταδιακά από 20000 ECU σε 100000 ευρώ (οδηγία 2009/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2009, για την τροποποίηση της οδηγίας 94/19/ΕΚ περί των συστημάτων εγγυήσεως των καταθέσεων όσον αφορά το επίπεδο κάλυψης και την προθεσμία εκταμίευσης, ΕΕ 2009, L 68, σ. 3).

( 4 ) Βλ. τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 94/19.

( 5 ) Πρόταση της 12ης Ιουλίου 2010 για οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων [αναδιατύπωση], COM(2010) 368 τελικό.

( 6 ) Όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/14. Εν τω μεταξύ, η οδηγία 94/19 καταργήθηκε και αναδιατυπώθηκε, αλλά με ισχύ από τις 4 Ιουλίου 2019 (βλ. άρθρο 21 της οδηγίας 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων, ΕΕ 2014, L 173, σ. 149), ενώ ορισμένες διατάξεις της αναδιατυπωμένης οδηγίας έπρεπε να μεταφερθούν στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών μελών ήδη από τις 3 Ιουλίου 2015 (βλ. άρθρο 20 της οδηγίας 2014/49). Κατά τον κρίσιμο χρόνο για την εξεταζόμενη υπόθεση ίσχυε μόνον η οδηγία 94/19 (όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/14).

( 7 ) Η αρίθμηση δική μου.

( 8 ) Ως είχε κατά τον χρόνο των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης.

( 9 ) Ως είχε κατά τον χρόνο των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης.

( 10 ) Απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Οκτωβρίου 2004, Paul κ.λπ. (C‑222/02, EU:C:2004:606).

( 11 ) Απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2010, Rosenbladt (C‑45/09, EU:C:2010:601, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 12 ) Απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Vervloet κ.λπ. (C‑76/15, EU:C:2016:975, σκέψη 57 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 13 ) Η οδηγία 2014/49 προβλέπει τη σταδιακή μείωση της προθεσμίας αυτής σε επτά εργάσιμες ημέρες –ανάλογα με την επιλογή των κρατών μελών– έως την 31η Δεκεμβρίου 2023 (άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 2).

( 14 ) Σε ορισμένα κείμενα άλλων γλωσσών, χρησιμοποιείται ο ακριβέστερος όρος εγγύς μέλλον (στη γαλλική γλώσσα: «pas de perspective rapprochée»· στην ιταλική γλώσσα: «non ha, a breve, la prospettiva»· στην ολλανδική γλώσσα: «op afzienbare termijn»).

( 15 ) Η αρμοδιότητα για την ανάκληση των αδειών πιστωτικών ιδρυμάτων ανατέθηκε, από τις 4 Νοεμβρίου 2014, στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα [κανονισμός (ΕΕ) 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων, ΕΕ 2013, L 287, σ. 63]. Από τα μέτρα που προβλέπει το άρθρο 14, παράγραφοι 5 και 6, του κανονισμού αυτού προκύπτει ότι έως την ανάκληση της τραπεζικής αδείας μπορεί να παρέλθει μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.

( 16 ) Βλ. την πρώτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 94/19, καθώς και τις αιτιολογικές σκέψεις 1 και 3 της οδηγίας 2009/14.

( 17 ) Βλ. την τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 94/19.

( 18 ) Πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου περί των συστημάτων εγγυήσεως των καταθέσεων COM(92) 188 τελικό, σ. 11.

( 19 ) Βλ., ανωτέρω, σημείο 46 των παρουσών προτάσεων.

( 20 ) Από το ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου προκύπτει ότι η αίτηση, για την αναγκαιότητα υποβολής της οποίας ερωτά, απευθύνεται προς το πιστωτικό ίδρυμα και όχι προς το αρμόδιο σύστημα εγγυήσεως των καταθέσεων. Βλ. σχετικά, κατωτέρω, σημείο 73.

( 21 ) Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 94/19, από την εγγύηση μπορούν να εξαιρεθούν μόνον οι καταθέσεις που καταλέγονται στο παράρτημα Ι της οδηγίας. Αν μια κατάθεση δεν είναι εγγυημένη, το πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να ενημερώσει, συναφώς, τους καταθέτες (βλ. άρθρο 9, παράγραφος 1).

( 22 ) Υπέρ αυτού συνηγορεί το γεγονός ότι η οδηγία 2014/49 αντικαθιστά μεν την οδηγία 94/19, αλλά διατηρεί τον ορισμό της «μη διαθέσιμης καταθέσεως» και συμπεριλαμβάνει ρητώς τις προθεσμιακές καταθέσεις στον ορισμό της καταθέσεως. Επιπλέον, προβλέπει ότι οι τόκοι των καταθέσεων, οι οποίοι είναι δεδουλευμένοι, αλλά δεν έχουν πιστωθεί ακόμη κατά τον χρόνο διαπιστώσεως της μη διαθεσιμότητας, επιστρέφονται από το σύστημα εγγυήσεως των καταθέσεων· βλ. άρθρο 2, παράγραφος 1, σημεία 3 και 8, καθώς και άρθρο 7, σημείο 7, της οδηγίας 2014/49 (ανωτέρω, υποσημείωση 6).

( 23 ) Ιδίως αφού η αποζημίωση πρέπει να καταβληθεί ταχέως: εντός προθεσμίας 20 εργάσιμων ημερών με βάση το άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 94/19 και μάλιστα εντός 7 ημερών δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/49.

( 24 ) Βλ. άρθρο 9, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, καθώς και άρθρο 10, παράγραφος 3, της οδηγίας 94/19.

( 25 ) Βλ. άρθρο 8, παράγραφος 6, της οδηγίας 2014/49: «Το ποσό προς αποζημίωση είναι διαθέσιμο χωρίς να απαιτείται η υποβολή σχετικού αιτήματος στα [συστήματα εγγυήσεως των καταθέσεων]».

( 26 ) Απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2004, Paul κ.λπ. (C‑222/02, EU:C:2004:606).

( 27 ) Βλ., ανωτέρω, σημεία 35 και 36 των παρουσών προτάσεων.

( 28 ) Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα Chr. Stix-Hackl στην υπόθεση Paul κ.λπ. (C‑222/02, EU:C:2003:637, σημείο 87).

( 29 ) Απόφαση της 5ης Μαρτίου 1996, Brasserie du pêcheur και Factortame (C‑46/93 και C‑48/93, EU:C:1996:79, σκέψη 51), της 24ης Μαρτίου 2009, Danske Slagterier (C‑445/06, EU:C:2009:178, σκέψη 20), της 26ης Ιανουαρίου 2010, Transportes Urbanos y Servicios Generales (C‑118/08, EU:C:2010:39, σκέψη 30), και της 25ης Νοεμβρίου 2010, Fuß (C‑429/09, EU:C:2010:717, σκέψη 47).

( 30 ) Βλ. αποφάσεις της 25ης Νοεμβρίου 2010, Fuß (C‑429/09, EU:C:2010:717, σκέψη 62), και της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, Ferreira da Silva e Brito κ.λπ. (C‑160/14, EU:C:2015:565, σκέψη 50).

( 31 ) Βλ. απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2010, Fuß (C‑429/09, EU:C:2010:717, σκέψη 65 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 32 ) Βλ. απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2010, Fuß (C‑429/09, EU:C:2010:717, σκέψη 66 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 33 ) Βλ. αποφάσεις της 5ης Μαρτίου 1996, Brasserie du pêcheur και Factortame (C‑46/93 και C‑48/93, EU:C:1996:79, σκέψεις 78 έως 80), καθώς και της 4ης Ιουλίου 2000, Haim (C‑424/97, EU:C:2000:357, σκέψη 39), και της 25ης Νοεμβρίου 2010, Fuß (C‑429/09, EU:C:2010:717, σκέψη 67).

( 34 ) Βλ. απόφαση της 5ης Μαρτίου 1996, Brasserie du pêcheur και Factortame, (C‑46/93 και C‑48/93, EU:C:1996:79, σκέψεις 21 και 22).

( 35 ) Ως προς τούτο, η οδηγία διαφέρει από την αρχική πρόταση της Επιτροπής για οδηγία του Συμβουλίου περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων, όπου δεν ήταν αναγκαίο να διαπιστωθεί η αναστολή των πληρωμών από διοικητική αρχή· αντιθέτως, με βάση το εν λόγω σχέδιο, αρκούσε «η αναστολή αυτή να παραταθεί κατά τρόπο πραγματικό για 10 συνεχείς ημέρες» [COM(92) 188 τελικό, σ. 29].

( 36 ) Βλ., ανωτέρω, σημείο 46 των παρουσών προτάσεων.

( 37 ) Ο βαθμός σαφήνειας και ακρίβειας του παραβιαζόμενου κανόνα αποτελεί έναν από τους παράγοντες που μπορούν να ληφθούν υπόψη, εφόσον παρίσταται ανάγκη, στο πλαίσιο της εξετάσεως σχετικά με την ύπαρξη κατάφωρης παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης, βλ. απόφαση της 5ης Μαρτίου 1996, Brasserie du pêcheur και Factortame (C‑46/93 και C‑48/93, EU:C:1996:79, σκέψεις 55 και 56).

( 38 ) Βλ. τις παρατηρήσεις σχετικά με το εθνικό δίκαιο στα σημεία 14 έως 17 των παρουσών προτάσεων.

( 39 ) Βλ. αποφάσεις της 19ης Νοεμβρίου 1991, Francovich κ.λπ. (C‑6/90 και C‑9/90, EU:C:1991:428, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, Köbler (C‑224/01, EU:C:2003:513, σκέψη 50), και της 14ης Σεπτεμβρίου 2017, Petrea (C‑184/16, EU:C:2017:684, σκέψη 58).

( 40 ) Βλ., ανωτέρω, σημείο 86 των παρουσών προτάσεων.

( 41 ) Βλ., ανωτέρω, σημείο 87 των παρουσών προτάσεων.

( 42 ) Βλ. αποφάσεις της 5ης Μαρτίου 1996, Brasserie du pêcheur και Factortame, C‑46/93 και C‑48/93, EU:C:1996:79, σκέψη 32), και της 25ης Νοεμβρίου 2010, Fuß (C‑429/09, EU:C:2010:717, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 43 ) Βλ. αποφάσεις της 19ης Νοεμβρίου 1991, Francovich κ.λπ. (C‑6/90 και C‑9/90, EU:C:1991:428, σκέψη 43), της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, Köbler (C‑224/01, EU:C:2003:513, σκέψη 58), της 26ης Ιανουαρίου 2010, Transportes Urbanos y Servicios Generales, C‑118/08, EU:C:2010:39, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), καθώς και της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, Ferreira da Silva e Brito κ.λπ. (C‑160/14, EU:C:2015:565, σκέψη 50).

( 44 ) Βλ., σχετικά με παρόμοια περίπτωση, απόφαση της 15ης Μαρτίου 2017, Aquino (C‑3/16, EU:C:2017:209, σκέψεις 50 και 51).

( 45 ) Απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2010, Fuß (C‑429/09, EU:C:2010:717, σκέψη 75)· βλ., επίσης, αποφάσεις της 5ης Μαρτίου 1996, Brasserie du pêcheur και Factortame (C‑46/93 και C‑48/93, EU:C:1996:79, σκέψη 84), της 13ης Μαρτίου 2007, Test Claimants in the Thin Cap Group Litigation (C‑524/04, EU:C:2007:161, σκέψη 124), καθώς και της 24ης Μαρτίου 2009, Danske Slagterier, C‑445/06, EU:C:2009:178, σκέψη 60).

( 46 ) Αποφάσεις της 25ης Νοεμβρίου 2010, Fuß (C‑429/09, EU:C:2010:717, σκέψη 77), και της 24ης Μαρτίου 2009, Danske Slagterier (C‑445/06, EU:C:2009:178, σκέψη 62).

( 47 ) Απόφαση της 24ης Μαρτίου 2009, Danske Slagterier (C‑445/06, EU:C:2009:178, σκέψη 64).

( 48 ) Απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2010, DEB (C‑279/09, EU:C:2010:811, σκέψη 61).

Top