Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62016CC0391

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Wathelet της 21ης Ιουνίου 2018.
    M κ.λπ. κατά Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides.
    Αιτήσεις του Nejvyšší správní soud και Conseil du Contentieux des Étrangers για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή – Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Πολιτική ασύλου – Διεθνής προστασία – Οδηγία 2011/95/ΕΕ – Καθεστώς πρόσφυγα – Άρθρο 14, παράγραφοι 4 έως 6 – Άρνηση χορήγησης ή ανάκληση του καθεστώτος του πρόσφυγα σε περίπτωση απειλής για την ασφάλεια ή την κοινωνία του κράτους μέλους υποδοχής – Κύρος – Άρθρο 18 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 78, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ – Άρθρο 6, παράγραφος 3, ΣΕΕ – Σύμβαση της Γενεύης.
    Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-391/16, C-77/17 και C-78/17.

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2018:486

    ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    MELCHIOR WATHELET

    της 21ης Ιουνίου 2018 ( 1 )

    Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑391/16, C‑77/17 και C‑78/17

    M

    παρισταμένου του:

    Ministerstvo vnitra

    [αίτηση του Nejvyšší správní soud (Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου,
    Τσεχική Δημοκρατία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

    και

    X (C‑77/17)

    X (C‑78/17)

    κατά

    Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides

    [αίτηση του Conseil du contentieux des étrangers (συμβουλίου επιλύσεως ένδικων διαφορών αλλοδαπών, Βέλγιο)
    για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

    «Προδικαστική παραπομπή – Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Πολιτική ασύλου – Οδηγία 2011/95/ΕΕ – Άρνηση χορηγήσεως ή ανάκληση του καθεστώτος πρόσφυγα – Καταδίκη για διάπραξη ιδιαίτερα σοβαρού εγκλήματος – Άρθρο 14, παράγραφοι 4 έως 6 – Ερμηνεία και κύρος – Άρθρο 18 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 78, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ – Σύμβαση περί του καθεστώτος των προσφύγων, υπογραφείσα στη Γενεύη στις 28 Ιουλίου 1951»

    I. Εισαγωγή

    1.

    Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Conseil du contentieux des étrangers (συμβούλιο επιλύσεως ένδικων διαφορών αλλοδαπών, Βέλγιο) στις υποθέσεις C‑77/17 και C‑78/17 αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 14, παράγραφοι 4 και 5, της οδηγίας 2011/95/ΕΕ ( 2 ) καθώς και το κύρος των διατάξεων αυτών με γνώμονα το άρθρο 18 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) και με γνώμονα το άρθρο 78, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

    2.

    Στην υπόθεση C‑391/16, το Nejvyšší správní soud (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Τσεχική Δημοκρατία) ζητεί από το Δικαστήριο να εξετάσει το κύρος του άρθρου 14, παράγραφοι 4 και 6, της οδηγίας 2011/95 με γνώμονα τις ίδιες ως άνω διατάξεις, καθώς και με γνώμονα το άρθρο 6, παράγραφος 3, ΣΕΕ.

    3.

    Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο διαφορών σχετικών με το κύρος των αποφάσεων με τις οποίες οι αρμόδιες για θέματα ασύλου εθνικές αρχές αρνήθηκαν να χορηγήσουν καθεστώς πρόσφυγα και καθεστώς επικουρικής προστασίας στον X (υπόθεση C‑77/17), κατ’ εφαρμογήν της βελγικής νομοθεσίας περί μεταφοράς στην εθνική έννομη τάξη του άρθρου 14, παράγραφος 5, της οδηγίας 2011/95, και ανακάλεσαν το καθεστώς πρόσφυγα που είχε προηγουμένως χορηγηθεί στον X (υπόθεση C‑78/17) και στον M (υπόθεση C‑391/16), δυνάμει των διατάξεων του εθνικού (βελγικού και τσεχικού, αντίστοιχα) δικαίου για τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο του άρθρου 14, παράγραφος 4.

    4.

    Οι διατάξεις του άρθρου 14, παράγραφοι 4 και 5, της οδηγίας 2011/95 επιτρέπουν, κατ’ ουσίαν, σε κράτος μέλος να ανακαλεί το καθεστώς που χορηγήθηκε σε πρόσφυγα και να αρνείται να χορηγήσει το καθεστώς πρόσφυγα όταν ο ενδιαφερόμενος πρόσφυγας συνιστά κίνδυνο για την ασφάλεια ή την κοινωνία του εν λόγω κράτους μέλους. Στο άρθρο 14, παράγραφος 6, προσδιορίζονται τα ελάχιστα δικαιώματα των οποίων η άσκηση πρέπει, εντούτοις, να είναι εγγυημένη για όσο διάστημα ο πρόσφυγας διαμένει στο οικείο κράτος μέλος.

    5.

    Με τα προδικαστικά τους ερωτήματα, τα αιτούντα δικαστήρια ζητούν, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν οι διατάξεις αυτές παραγνωρίζουν τη Σύμβαση περί του καθεστώτος των προσφύγων (στο εξής: Σύμβαση της Γενεύης ( 3 )) και είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρες με γνώμονα το άρθρο 18 του Χάρτη και το άρθρο 78, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, δυνάμει των οποίων η κοινή πολιτική στον τομέα του ασύλου πρέπει να σέβεται την εν λόγω Σύμβαση.

    II. Το νομικό πλαίσιο

    Α.   Το διεθνές δίκαιο

    6.

    Βάσει του άρθρου 1 Α, παράγραφος 2, της Συμβάσεως της Γενεύης, ως «πρόσφυξ» νοείται κάθε πρόσωπο το οποίο «συνεπεία […] δεδικαιολογημένου φόβου διώξεως λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων ευρίσκεται εκτός της χώρας της οποίας έχει την υπηκοότητα και δεν δύναται ή, λόγω του φόβου τούτου, δεν επιθυμεί να απολαύη της προστασίας της χώρας ταύτης, ή εάν μη έχον υπηκοότητα τινά και ευρισκόμενον […] εκτός της χώρας της προηγουμένης συνήθους αυτού διαμονής, δεν δύναται ή, λόγω του φόβου τούτου, δεν επιθυμεί να επιστρέψη εις ταύτην» ( 4 ).

    7.

    Το άρθρο 1, Γ, της Συμβάσεως ορίζει τα εξής:

    «Η παρούσα Σύμβασις παύει εφαρμοζομένη επί προσώπων εμπιπτόντων εις τας διατάξεις της ως άνω παραγράφου Α εις τας κατωτέρω περιπτώσεις:

    1)

    εάν έκαμον εκ νέου οικειοθελώς χρήσιν της προστασίας της χώρας ης έχουν την υπηκοότητα, ή

    2)

    εάν μετά την απώλειαν της υπηκοότητος αυτών, οικειοθελώς επανέκτησαν ταύτην, ή

    3)

    εάν απέκτησαν νέαν υπηκοότητα και απολαύουν της υπό της χώρας της νέας αυτών υπηκοότητος παρεχομένης προστασίας, ή

    4)

    εάν επέστρεψαν οικειοθελώς προς εγκατάστασιν εις την χώραν ήν είχον εγκαταλείψει ή εκτός των συνόρων της οποίας παρέμενον φοβούμενα διωγμόν, ή

    5)

    εάν δεν δύνανται πλέον να εξακολουθούν αποποιούμενα την υπό της χώρας της υπηκοότητας αυτών παρεχομένην προστασίαν, δεδομένου ότι έχουν παύσει υφιστάμεναι αι προϋποθέσεις συνεπεία των οποίων ανεγνωρίσθησαν. […]

    6)

    εάν προκειμένου περί προσώπων μη κεκτημένων υπηκοότητα τινά δύνανται ταύτα να επιστρέψουν εις την χώραν ένθα είχον την συνήθη αυτών διαμονήν, δεδομένου ότι αι προϋποθέσεις συνεπεία των οποίων ανεγνωρίσθησαν ως πρόσφυγες, έχουν παύσει υφιστάμεναι.

    […]»

    8.

    Το άρθρο 1, ΣΤ, της εν λόγω Συμβάσεως προβλέπει τα ακόλουθα:

    «Αι διατάξεις της Συμβάσεως ταύτης δεν εφαρμόζονται επί προσώπων διά τα οποία υπάρχουν σοβαροί λόγοι να πιστεύη τις ότι:

    α)

    έχουν διαπράξει εγκλήματα κατά της ειρήνης, έγκλημα πολέμου ή έγκλημα κατά της ανθρωπότητος εν τη εννοία των διεθνών συμφωνιών αίτινες συνήφθησαν επί σκοπώ αντιμετωπίσεως των αδικημάτων τούτων·

    β)

    έχουν διαπράξει σοβαρόν αδίκημα του κοινού ποινικού δικαίου ευρισκόμενα εκτός της χώρας της εισδοχής πριν ή γίνουν ταύτα δεκτά ως πρόσφυγες υπό της χώρας ταύτης·

    γ)

    είναι ένοχα ενεργειών αντιθέτων προς τους σκοπούς και τας αρχάς των Ηνωμένων Εθνών.»

    9.

    Το άρθρο 33 της ίδιας Συμβάσεως ορίζει τα εξής:

    «1.   Ουδεμία Συμβαλλομένη Χώρα θα απελαύνη ή θα επαναπροωθή, καθ’ οιονδήποτε τρόπον, πρόσφυγας, εις τα σύνορα εδαφών ένθα η ζωή ή ελευθερία αυτών απειλούνται δια λόγους φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων.

    2.   Το εκ της παρούσης διατάξεως απορρέον ευεργέτημα δεν δύναται πάντως να επικαλήται πρόσφυξ όστις, διά σοβαράς αιτίας, θεωρείται επικίνδυνος εις την ασφάλειαν της χώρας ένθα ευρίσκεται ή όστις, έχων τελεσιδίκως καταδικασθή δι’ ιδιαιτέρως σοβαρόν αδίκημα, αποτελεί κίνδυνον διά την Χώραν.»

    10.

    Δυνάμει του άρθρου 42, παράγραφος 1, της Συμβάσεως της Γενεύης, «[κ]ατά την υπογραφήν, επικύρωσιν ή προσχώρησιν δύναται παν Συμβαλλόμενον Κράτος να διατυπώση επιφυλάξεις επί των άρθρων της [Σ]υμβάσεως πλην των άρθρων 1, 3, 4, 16, παράγραφος 1, του άρθρου 33 και των άρθρων 36 μέχρι 46 συμπεριλαμβανομένου».

    Β.   Το δίκαιο της Ένωσης

    11.

    Το άρθρο 2 της οδηγίας 2011/95 έχει ως εξής:

    «Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

    […]

    δ)

    “πρόσφυγας”, ο υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος, συνεπεία βάσιμου φόβου δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, ιθαγένειας, πολιτικών πεποιθήσεων ή ιδιότητας μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας, ευρίσκεται εκτός της χώρας της ιθαγένειάς του και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν επιθυμεί να θέσει εαυτόν υπό την προστασία της εν λόγω χώρας ή ο ανιθαγενής ο οποίος, ευρισκόμενος εκτός της χώρας της προηγούμενης συνήθους διαμονής του για τους ίδιους προαναφερθέντες λόγους, δεν είναι σε θέση ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτήν και στον οποίο δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 12·

    ε)

    “καθεστώς πρόσφυγα”, η εκ μέρους κράτους μέλους αναγνώριση υπηκόου τρίτης χώρας ή ανιθαγενούς ως πρόσφυγα·

    […]».

    12.

    Το άρθρο 11 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Παύση», προβλέπει, στην παράγραφό του 1, τα εξής:

    «Ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο ανιθαγενής παύει να είναι πρόσφυγας εάν:

    α)

    εξασφαλίσει εκ νέου οικειοθελώς την προστασία της χώρας της ιθαγένειας· ή

    β)

    ανακτήσει οικειοθελώς την ιθαγένεια που απώλεσε κατά το παρελθόν· ή

    γ)

    αποκτήσει νέα ιθαγένεια και απολαύει της προστασίας της χώρας που του χορήγησε τη νέα ιθαγένεια· ή

    δ)

    έχει εγκατασταθεί εκ νέου οικειοθελώς στη χώρα που είχε εγκαταλείψει ή εκτός της οποίας είχε παραμείνει εξαιτίας του φόβου ότι θα υποστεί δίωξη· ή

    ε)

    δεν μπορεί πλέον να εξακολουθεί να αρνείται την προστασία που του παρέχει η χώρα της ιθαγένειας, διότι έχουν παύσει να υφίστανται οι συνθήκες που οδήγησαν στην αναγνώρισή του ως πρόσφυγα· ή

    στ)

    στην περίπτωση ανιθαγενούς εάν αποκτήσει τη δυνατότητα να επιστρέψει στη χώρα της προηγούμενης συνήθους διαμονής του διότι έχουν παύσει να υφίστανται οι συνθήκες που οδήγησαν στην αναγνώρισή του ως πρόσφυγα.»

    13.

    Το άρθρο 12 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Αποκλεισμός από το καθεστώς πρόσφυγα», προβλέπει, στην παράγραφό του 2, τα ακόλουθα:

    «Υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής αποκλείεται από το καθεστώς πρόσφυγα όταν υπάρχουν σοβαροί λόγοι για να θεωρείται ότι:

    α)

    έχει διαπράξει έγκλημα κατά της ειρήνης, έγκλημα πολέμου ή έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, όπως ορίζονται στις διεθνείς συμβάσεις που έχουν καταρτισθεί με σκοπό τη θέσπιση διατάξεων σχετικών με τα εγκλήματα αυτά·

    β)

    έχει διαπράξει σοβαρό μη πολιτικό έγκλημα εκτός της χώρας ασύλου πριν γίνει δεκτός ως πρόσφυγας, ήτοι κατά τον χρόνο έκδοσης άδειας διαμονής βασισμένης στην αναγνώριση του καθεστώτος πρόσφυγα· […]

    γ)

    είναι ένοχος πράξεων που αντιβαίνουν προς τους σκοπούς και τις αρχές των Ηνωμένων Εθνών όπως ορίζονται στο προοίμιο και στα άρθρα 1 και 2 του καταστατικού χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.»

    14.

    Βάσει του άρθρου 13 της ίδιας οδηγίας, «[τ]α κράτη μέλη χορηγούν το καθεστώς πρόσφυγα σε υπηκόους τρίτων χωρών ή σε ανιθαγενείς που πληρούν τις οικείες προϋποθέσεις σύμφωνα με τα κεφάλαια ΙΙ και ΙΙΙ».

    15.

    Το άρθρο 14 της οδηγίας 2011/95 ορίζει τα ακόλουθα:

    «1.   Όσον αφορά αιτήσεις διεθνούς προστασίας οι οποίες υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος της οδηγίας 2004/83/ΕΚ [ ( 5 )], τα κράτη μέλη ανακαλούν, τερματίζουν ή αρνούνται να ανανεώσουν το καθεστώς πρόσφυγα ενός υπηκόου τρίτης χώρας ή ανιθαγενούς, το οποίο έχει χορηγηθεί από κυβερνητικό, διοικητικό, δικαστικό ή οιονεί δικαστικό όργανο, εφόσον το πρόσωπο αυτό παύσει να είναι πρόσφυγας σύμφωνα με το άρθρο 11.

    […]

    3.   Τα κράτη μέλη ανακαλούν, τερματίζουν ή αρνούνται να ανανεώσουν το καθεστώς πρόσφυγα ενός υπηκόου τρίτης χώρας ή ανιθαγενούς εάν, αφού του χορηγήθηκε το καθεστώς πρόσφυγα, το οικείο κράτος μέλος αποδείξει ότι:

    α)

    το εν λόγω πρόσωπο θα έπρεπε να είχε αποκλεισθεί ή αποκλείεται από το καθεστώς πρόσφυγα σύμφωνα με το άρθρο 12·

    β)

    η εκ μέρους του ενδιαφερομένου διαστρέβλωση ή παράλειψη γεγονότων, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης πλαστών εγγράφων, υπήρξε αποφασιστική για τη χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα.

    4.   Τα κράτη μέλη δύνανται να ανακαλούν, να τερματίζουν ή να αρνούνται να ανανεώσουν το καθεστώς που χορηγήθηκε σε πρόσφυγα από κυβερνητικό, διοικητικό, δικαστικό ή οιονεί δικαστικό όργανο, όταν:

    α)

    μπορεί για εύλογους λόγους να θεωρηθεί ότι το πρόσωπο αυτό συνιστά κίνδυνο για την ασφάλεια του κράτους μέλους στο οποίο ευρίσκεται·

    β)

    δεδομένου ότι έχει καταδικασθεί τελεσίδικα για τη διάπραξη ιδιαίτερα σοβαρού εγκλήματος, συνιστά κίνδυνο για την κοινωνία του κράτους μέλους αυτού.

    5.   Στις περιπτώσεις της παραγράφου 4, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν να μην χορηγήσουν καθεστώς σε πρόσφυγα, όταν δεν έχει ληφθεί ακόμα τέτοια απόφαση.

    6.   Τα πρόσωπα στα οποία έχουν εφαρμογή οι παράγραφοι 4 ή 5 απολαύουν δικαιωμάτων που προβλέπονται ή είναι ανάλογα των προβλεπόμενων στα άρθρα 3, 4, 16, 22, 31, 32 και 33 της σύμβασης της Γενεύης, εφόσον είναι παρόντα στο κράτος μέλος.»

    16.

    Το άρθρο 20, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, το οποίο περιέχεται στο κεφάλαιο VII που επιγράφεται «Περιεχόμενο της διεθνούς προστασίας», προβλέπει ότι «[τ]ο κεφάλαιο [αυτό] δεν θίγει τα δικαιώματα που προβλέπονται στη σύμβαση της Γενεύης».

    17.

    Κατά το άρθρο 21 της εν λόγω οδηγίας:

    «1.   Τα κράτη μέλη σέβονται την αρχή της μη επαναπροώθησης σύμφωνα με τις διεθνείς τους υποχρεώσεις.

    2.   Οσάκις δεν απαγορεύεται από τις διεθνείς υποχρεώσεις της παραγράφου 1, ένα κράτος μέλος δύναται να αναπροωθήσει πρόσφυγα, ανεξαρτήτως του αν αναγνωρίζεται επισήμως ως τέτοιος, όταν:

    α)

    υφίστανται εύλογοι λόγοι για να θεωρείται ότι το εν λόγω πρόσωπο αποτελεί κίνδυνο για την ασφάλεια του κράτους μέλους στο οποίο ευρίσκεται· ή

    β)

    δεδομένου ότι έχει καταδικασθεί τελεσίδικα για τη διάπραξη ιδιαίτερα σοβαρού εγκλήματος, συνιστά κίνδυνο για την κοινωνία του κράτους μέλους αυτού.

    3.   Τα κράτη μέλη δύνανται να ανακαλούν, να τερματίζουν ή να αρνούνται να ανανεώσουν ή να χορηγήσουν την άδεια διαμονής πρόσφυγα επί του οποίου έχει εφαρμογή η παράγραφος 2.»

    Γ.   Τα εθνικά δίκαια

    1. Το βελγικό δίκαιο

    18.

    Ο loi du 15 décembre 1980 sur l’accès au territoire, le séjour, l’établissement et l’éloignement des étrangers (νόμος της 15ης Δεκεμβρίου 1980 περί της εισόδου στην επικράτεια, διαμονής, εγκαταστάσεως και απομακρύνσεως των αλλοδαπών, στο εξής: βελγικός νόμος περί των αλλοδαπών) ( 6 ), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών των κύριων δικών στις υποθέσεις C‑77/17 και C‑78/17, ορίζει στο άρθρο του 48/3, παράγραφος 1, ότι «[σ]το καθεστώς πρόσφυγα υπάγεται ο αλλοδαπός που πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 1 της [Συμβάσεως της Γενεύης]».

    19.

    Το άρθρο 48/4, παράγραφος 1, του εν λόγω νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις χορηγήσεως του καθεστώτος επικουρικής προστασίας.

    20.

    Κατά το άρθρο 52/4, δεύτερο εδάφιο, του εν λόγω νόμου, «[ο] Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides (γενικός επίτροπος για τους πρόσφυγες και τους απάτριδες, στο εξής: CGRA) δύναται να αρνηθεί την αναγνώριση του καθεστώτος πρόσφυγα αν ο αλλοδαπός συνιστά κίνδυνο για την κοινωνία, διότι έχει καταδικαστεί, με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, για ιδιαίτερα σοβαρό αδίκημα, ή όταν, για βάσιμους λόγους, μπορεί να θεωρηθεί κίνδυνος για την εθνική ασφάλεια. Στην περίπτωση αυτή, ο [CGRA] διατυπώνει γνώμη σχετικά με τη συμβατότητα μέτρου απομακρύνσεως με τα άρθρα 48/3 και 48/4.»

    21.

    Το άρθρο 55/3/1 του ίδιου νόμου προβλέπει τα εξής:

    «1.   Ο [CGRA] δύναται να ανακαλέσει το καθεστώς πρόσφυγα αν ο αλλοδαπός συνιστά κίνδυνο για την κοινωνία, διότι έχει καταδικαστεί, με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, για ιδιαίτερα σοβαρό αδίκημα, ή όταν, για βάσιμους λόγους, μπορεί να θεωρηθεί κίνδυνος για την εθνική ασφάλεια.

    […]

    3.   Όταν ο [CGRA] ανακαλεί το καθεστώς πρόσφυγα κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου 1 […], διατυπώνει, στο πλαίσιο της αποφάσεώς του, γνώμη σχετικά με τη συμβατότητα μέτρου απομακρύνσεως με τα άρθρα 48/3 και 48/4.»

    22.

    Οι προβλεπόμενοι στο άρθρο 55/3/1, παράγραφος 1, του βελγικού νόμου περί των αλλοδαπών λόγοι συνεπάγονται επίσης, δυνάμει του άρθρου 55/4, παράγραφος 2, του εν λόγω νόμου, τον αποκλεισμό από το καθεστώς επικουρικής προστασίας.

    2. Το τσεχικό δίκαιο

    23.

    Το άρθρο 2, παράγραφος 6, του zákon č. 325/1999 Sb., o azylu (νόμου 325/1999 περί ασύλου, στο εξής: τσεχικός νόμος περί ασύλου), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών που ασκούν επιρροή στην υπόθεση C‑391/16, ορίζει τον πρόσφυγα κατά τον εν λόγω νόμο (azylant) ως «τον αλλοδαπό στον οποίο παρασχέθηκε, δυνάμει του παρόντος νόμου, δικαίωμα ασύλου και τούτο κατά τη διάρκεια ισχύος της αποφάσεως παροχής του δικαιώματος ασύλου».

    24.

    Δυνάμει του άρθρου 12, στοιχείο b, του εν λόγω νόμου, το δικαίωμα ασύλου παρέχεται σε αλλοδαπό αν αποδεικνύεται ότι έχει βάσιμους λόγους να φοβάται ότι θα υποστεί διώξεις για έναν από τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 1, Α, παράγραφος 2, της Συμβάσεως της Γενεύης.

    25.

    Βάσει του άρθρου 17, παράγραφος 1, στοιχείο i, του εν λόγω νόμου, το δικαίωμα ασύλου ανακαλείται «αν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για να θεωρείται ότι ο πρόσφυγας συνιστά κίνδυνο για την ασφάλεια του κράτους». Το άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο j, του ίδιου νόμου προβλέπει ότι το δικαίωμα ασύλου ανακαλείται «αν ο πρόσφυγας καταδικάστηκε αμετάκλητα για τη διάπραξη ιδιαίτερα σοβαρού εγκλήματος και, επομένως, συνιστά κίνδυνο για την ασφάλεια του κράτους». Βάσει του άρθρου 15a του τσεχικού νόμου περί ασύλου, οι ίδιοι λόγοι συνεπάγονται αδυναμία χορηγήσεως επικουρικής προστασίας.

    26.

    Κατά τις διευκρινίσεις του Nejvyšší správní soud (Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου), ο azylant απολαύει ποιοτικά ανώτερων πλεονεκτημάτων σε σχέση με τον «απλό» πρόσφυγα που πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 1, Α, της Συμβάσεως της Γενεύης. Πρόσφυγας του οποίου το καθεστώς ανακαλείται παύει να είναι azylant και, ως εκ τούτου, παύει να απολαύει των εν λόγω πλεονεκτημάτων.

    III. Οι διαφορές των κύριων δικών, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

    Α.   Η υπόθεση C‑77/17

    27.

    Ο X δήλωσε ότι είναι υπήκοος Ακτής Ελεφαντοστού και ότι ανήκει στην εθνότητα των μπέτε. Έφθασε στο Βέλγιο, τον Ιούλιο του 2003, σε ηλικία 12 ετών. Ο X συνοδευόταν τότε από τον πατέρα του ο οποίος, την εποχή εκείνη, ήταν πρόσωπο του περιβάλλοντος του πρώην προέδρου Laurent Gbagbo και διπλωμάτης στην πρεσβεία της Ακτής Ελεφαντοστού στις Βρυξέλλες.

    28.

    Το 2010 το tribunal de première instance de Bruxelles (πρωτοδικείο Βρυξελλών, Βέλγιο) καταδίκασε τον Χ σε στερητική της ελευθερίας ποινή τριάντα μηνών λόγω εκ προθέσεως προκλήσεως σωματικής βλάβης, κατοχής αγχέμαχου όπλου χωρίς νόμιμο λόγο και κατοχής απαγορευμένου όπλου. Το 2011 το Cour d’appel de Bruxelles (εφετείο Βρυξελλών, Βέλγιο) καταδίκασε τον Χ σε στερητική της ελευθερίας ποινή τεσσάρων ετών για βιασμό ανηλίκου ηλικίας άνω των 14 ετών και κάτω των 16 ετών.

    29.

    Το 2013 ο X κατέθεσε για πρώτη φορά αίτηση χορηγήσεως ασύλου, από την οποία παραιτήθηκε αργότερα. Το 2015 κατέθεσε δεύτερη αίτηση χορηγήσεως ασύλου προς στήριξη της οποίας προέβαλε φόβους διώξεων σχετικούς με το γεγονός ότι ο πατέρας του και τα μέλη της οικογένειάς του είχαν στενούς δεσμούς με το προηγούμενο καθεστώς στην Ακτή Ελεφαντοστού και τον πρώην πρόεδρο Laurent Gbagbo.

    30.

    Με απόφαση της 19ης Αυγούστου 2016, ο CGRA αρνήθηκε να χορηγήσει στον Χ καθεστώς πρόσφυγα, δυνάμει του άρθρου 52/4, δεύτερο εδάφιο, του βελγικού νόμου περί των αλλοδαπών. Ο CGRA έκρινε ότι, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαίτερα σοβαρής φύσεως των αδικημάτων που διέπραξε και της επαναλήψεως αυτών, ο X συνιστά κίνδυνο για την κοινωνία, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής. Για τους ίδιους λόγους, απέκλεισε τον X από την επικουρική προστασία, δυνάμει του άρθρου 55/4, παράγραφος 2, του εν λόγω νόμου. Επιπλέον, ο CGRA διατύπωσε γνώμη, βάσει του άρθρου 52/4 του εν λόγω νόμου, κατά την οποία, λαμβανομένων υπόψη των φόβων του περί διώξεων, ο X δεν μπορεί να επαναπροωθηθεί στην Ακτή Ελεφαντοστού, καθόσον ένα τέτοιο μέτρο δεν θα συνάδει με τα άρθρα 48/3 και 48/4 του ίδιου νόμου.

    31.

    Ο Χ προσέφυγε κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το άρθρο 52/4, δεύτερο εδάφιο, του βελγικού νόμου περί των αλλοδαπών μεταφέρει στο εθνικό δίκαιο το άρθρο 14, παράγραφος 5, της οδηγίας 2011/95. Διερωτάται ως προς το κύρος των διατάξεων αυτών με γνώμονα το άρθρο 18 του Χάρτη και το άρθρο 78, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

    32.

    Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, κατ’ ουσίαν, ότι το άρθρο 14, παράγραφος 5, της οδηγίας 2011/95 προβλέπει, ως λόγο αρνήσεως χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα, τον κίνδυνο για την ασφάλεια ή την κοινωνία του κράτους μέλους. Ο λόγος αυτός, όμως, δεν προβλέπεται ούτε στους λόγους αποκλεισμού που απαριθμούνται περιοριστικά στο άρθρο 1, ΣΤ, της Συμβάσεως της Γενεύης ούτε σε οποιαδήποτε άλλη διάταξη της Συμβάσεως αυτής. Το άρθρο 14, παράγραφος 5, της οδηγίας 2011/95 καθιστά λόγους αρνήσεως τις καταστάσεις που προβλέπονται στα άρθρα 32 και 33 της εν λόγω Συμβάσεως, ενώ τα άρθρα αυτά ρυθμίζουν όχι τον καθορισμό του καθεστώτος πρόσφυγα, αλλά την απέλαση των προσφύγων. Επομένως, πρέπει να διευκρινιστεί αν το άρθρο 14, παράγραφος 5, της εν λόγω οδηγίας δημιουργεί, παραγνωρίζοντας τη Σύμβαση της Γενεύης, νέα μορφή αποκλεισμού από το καθεστώς πρόσφυγα η οποία δεν προβλέπεται στη Σύμβαση αυτή.

    33.

    Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες (στο εξής: UNHCR) διατύπωσε ιδιαίτερα επικριτική γνώμη σχετικά με το άρθρο 14, παράγραφοι 4 έως 6, της οδηγίας 2004/83 ( 7 ) (την οποία διαδέχθηκε η οδηγία 2011/95). Το σχετικό απόσπασμα της γνώμης αυτής έχει ως εξής ( 8 ):

    «Το άρθρο [14, παράγραφος 4,] της οδηγίας [2004/83] ενέχει τον κίνδυνο θεσπίσεως ουσιαστικών αλλαγών στις περί αποκλεισμού ρήτρες της [Συμβάσεως της Γενεύης], με την προσθήκη της διατάξεως του άρθρου [33, παράγραφος 2,] της [Συμβάσεως αυτής] (εξαιρέσεις από την αρχή της μη επαναπροωθήσεως) στους λόγους αποκλεισμού από το καθεστώς πρόσφυγα. Δυνάμει της [εν λόγω Συμβάσεως], οι ρήτρες αποκλεισμού και η εξαίρεση από την αρχή της μη επαναπροωθήσεως έχουν διαφορετικούς σκοπούς. Το άρθρο 1, ΣΤ, στο οποίο απαριθμούνται διεξοδικά οι λόγοι αποκλεισμού που βασίζονται στη συμπεριφορά του αιτούντος άσυλο, στηρίζεται σε διττή συλλογιστική. Πρώτον, ορισμένες πράξεις είναι τόσο σοβαρές ώστε καθιστούν τους δράστες τους ανάξιους διεθνούς προστασίας. Δεύτερον, το πλαίσιο του ασύλου δεν πρέπει να εμποδίζει τις δικαστικές διώξεις κατά δραστών σοβαρών εγκλημάτων. Αντιθέτως, το άρθρο [33, παράγραφος 2,] αφορά τη μεταχείριση των προσφύγων και καθορίζει τις περιστάσεις υπό τις οποίες αυτοί μπορούν, παρ’ όλα αυτά, να επαναπροωθηθούν. Σκοπός του είναι η προστασία της ασφάλειας της χώρας υποδοχής ή της κοινωνίας στη χώρα αυτή. Η διάταξη στηρίζεται στην εκτίμηση αν ο συγκεκριμένος πρόσφυγας συνιστά κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια της χώρας ή αν, επειδή καταδικάστηκε αμετάκλητα για ιδιαίτερα σοβαρό έγκλημα ή αξιόποινη πράξη, συνιστά κίνδυνο για την κοινωνία. Εντούτοις, το άρθρο [33, παράγραφος 2,] δεν προβλέφθηκε ως λόγος για τον τερματισμό του καθεστώτος πρόσφυγα […]. Επομένως, η εξομοίωση των εξαιρέσεων από την αρχή της μη επαναπροωθήσεως που επιτρέπονται δυνάμει του άρθρου [33, παράγραφος 2,] με τις ρήτρες αποκλεισμού κατά το άρθρο 1, ΣΤ, δεν συνάδει με τη [Σύμβαση της Γενεύης]. Επιπλέον, αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε εσφαλμένη ερμηνεία των δύο αυτών διατάξεων [της εν λόγω Συμβάσεως].

    Επομένως, η έκφραση “καθεστώς που χορηγήθηκε σε πρόσφυγα” νοείται υπό την έννοια ότι παραπέμπει στο άσυλο (“καθεστώς”) που χορηγεί το κράτος και όχι στο καθεστώς πρόσφυγα κατά την έννοια του άρθρου 1 [A, παράγραφος 2,] της [Συμβάσεως της Γενεύης] […]. Ως εκ τούτου, τα κράτη υποχρεούνται παρ’ όλα αυτά να παρέχουν τα δικαιώματα της [εν λόγω Συμβάσεως] για τα οποία δεν απαιτείται νόμιμη διαμονή και για τα οποία δεν προβλέπεται εξαίρεση όσο ο πρόσφυγας παραμένει στη δικαιοδοσία του οικείου κράτους.»

    34.

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Conseil du contentieux des étrangers (συμβούλιο επιλύσεως ένδικων διαφορών αλλοδαπών) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να θέσει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)

    Πρέπει το άρθρο 14, παράγραφος 5, της οδηγίας 2011/95 να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι καθιερώνει νέα ρήτρα αποκλεισμού από το καθεστώς πρόσφυγα, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 13 της ίδιας οδηγίας, και, κατ’ επέκταση, στο άρθρο 1, Α, της Συμβάσεως της Γενεύης;

    2)

    Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο [πρώτο ερώτημα], είναι το άρθρο 14, παράγραφος 5, ερμηνευόμενο σύμφωνα με τα ανωτέρω, συμβατό με το άρθρο 18 του [Χάρτη] και με το άρθρο 78, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, τα οποία προβλέπουν, μεταξύ άλλων, ότι το παράγωγο δίκαιο [της Ένωσης] πρέπει να συνάδει με τη Σύμβαση της Γενεύης, το άρθρο 1, ΣΤ, της οποίας προβλέπει ρήτρα αποκλεισμού που είναι διατυπωμένη κατά τρόπο εξαντλητικό και πρέπει να ερμηνεύεται στενά;

    3)

    Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο [πρώτο ερώτημα], πρέπει το άρθρο 14, παράγραφος 5, της οδηγίας 2011/95 να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι καθιερώνει λόγο αρνήσεως αναγνωρίσεως του καθεστώτος πρόσφυγα μη προβλεπόμενο από τη Σύμβαση της Γενεύης, της οποίας η τήρηση επιβάλλεται με τα άρθρα 18 του [Χάρτη] και 78, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ;

    4)

    Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο [τρίτο ερώτημα], είναι το άρθρο 14, παράγραφος 5, της οδηγίας [2011/95] συμβατό με το άρθρο 18 του [Χάρτη] και με το άρθρο 78, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, τα οποία προβλέπουν, μεταξύ άλλων, ότι το παράγωγο δίκαιο [της Ένωσης] πρέπει να συνάδει με τη Σύμβαση της Γενεύης, κατά το μέρος που το άρθρο αυτό της οδηγίας καθιερώνει λόγο αρνήσεως αναγνωρίσεως του καθεστώτος πρόσφυγα χωρίς να προβλέπει την εξέταση τυχόν φόβου διώξεως, όπως απαιτεί το άρθρο 1, Α, της Συμβάσεως της Γενεύης;

    5)

    Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως [στο πρώτο και στο τρίτο ερώτημα], πώς μπορεί το άρθρο 14, παράγραφος 5, της οδηγίας 2011/95 να ερμηνευθεί κατά τρόπο σύμφωνο με το άρθρο 18 του [Χάρτη] και με το άρθρο 78, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, τα οποία ορίζουν, μεταξύ άλλων, ότι το παράγωγο δίκαιο [της Ένωσης] πρέπει να συνάδει με τη Σύμβαση της Γενεύης;»

    Β.   Η υπόθεση C‑78/17

    35.

    Κατά δηλώσεις του, ο X είναι υπήκοος Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, γεννηθείς μεταξύ 1986 και 1990. Το 1997, τον απήγαγαν από τη μητέρα του, τον μετέφεραν στο στρατόπεδο του Kokolo (Κονγκό) και, εν συνεχεία, τον εκπαίδευσαν στη Goma (Κονγκό), όπου του χορήγησαν ναρκωτικά, τον κακομεταχειρίστηκαν και τον έστειλαν να μετάσχει σε στρατιωτικές επιχειρήσεις. Ο Χ μετέβη το 2000 στο Βέλγιο, όπου βρισκόταν ο πατέρας του, και το 2006 κατέθεσε αίτηση χορηγήσεως ασύλου. Με απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2007, ο CGRA αναγνώρισε στον Χ την ιδιότητα του πρόσφυγα.

    36.

    Το 2010 το Cour d’assises de Bruxelles (κακουργιοδικείο Βρυξελλών, Βέλγιο) καταδίκασε τον X σε στερητική της ελευθερίας ποινή 25 ετών λόγω κλοπών κατά τη διάρκεια των οποίων διαπράχθηκε ανθρωποκτονία εκ προθέσεως. Επιπλέον, ο X είχε διαπράξει αρκετά αδικήματα κλοπών και επιθέσεων στο Βέλγιο πριν αναγνωριστεί η ιδιότητα του πρόσφυγα.

    37.

    Με απόφαση της 4ης Μαΐου 2016, ο CGRA ανακάλεσε το καθεστώς πρόσφυγα του Χ, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 55/3/1, δεύτερο εδάφιο, του βελγικού νόμου περί των αλλοδαπών. Ο CGRA έκρινε ότι, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαίτερα σοβαρής φύσεως των αξιόποινων πράξεων που διαπίστωσε το Cour d’assises de Bruxelles (κακουργιοδικείο Βρυξελλών) και του παραβατικού ιστορικού του, ο X συνιστούσε κίνδυνο για την κοινωνία κατά την έννοια της διατάξεως αυτής –η οποία μεταφέρει στο εθνικό δίκαιο το άρθρο 14, παράγραφος 4, της οδηγίας 2011/95. Επιπλέον, ο CGRA διατύπωσε γνώμη κατά την οποία η απομάκρυνση του X θα συνάδει με τα άρθρα 48/3 και 48/4 του εν λόγω νόμου, στο μέτρο που οι φόβοι διώξεως, λόγω λιποταξίας από τον στρατό της χώρας του, τους οποίους ο Χ είχε εκθέσει το 2007, δεν ισχύουν πλέον.

    38.

    Ο Χ προσέφυγε κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Για τους ίδιους λόγους με τους προβαλλόμενους στην υπόθεση C‑77/17, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί το κύρος του άρθρου 14, παράγραφος 4, της οδηγίας 2011/95 με γνώμονα το άρθρο 18 του Χάρτη και το άρθρο 78, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

    39.

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Conseil du contentieux des étrangers (συμβούλιο επιλύσεως ένδικων διαφορών αλλοδαπών) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να θέσει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)

    Πρέπει το άρθρο 14, παράγραφος 4, της οδηγίας 2011/95 να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι καθιερώνει νέα ρήτρα αποκλεισμού από το καθεστώς πρόσφυγα, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 13 της ίδιας οδηγίας, και, κατ’ επέκταση, στο άρθρο 1, Α, της Συμβάσεως της Γενεύης;

    2)

    Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο [πρώτο ερώτημα], είναι το άρθρο 14, παράγραφος 4, ερμηνευόμενο σύμφωνα με τα ανωτέρω, συμβατό με το άρθρο 18 του [Χάρτη] και με το άρθρο 78, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, τα οποία προβλέπουν, μεταξύ άλλων, ότι το παράγωγο δίκαιο [της Ένωσης] πρέπει να συνάδει με τη Σύμβαση της Γενεύης, το άρθρο 1, ΣΤ, της οποίας προβλέπει ρήτρα αποκλεισμού που είναι διατυπωμένη κατά τρόπο εξαντλητικό και πρέπει να ερμηνεύεται στενά;

    3)

    Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο [πρώτο ερώτημα], πρέπει το άρθρο 14, παράγραφος 4, της οδηγίας 2011/95 να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι καθιερώνει λόγο ανακλήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα μη προβλεπόμενο από τη Σύμβαση της Γενεύης, της οποίας η τήρηση επιβάλλεται με τα άρθρα 18 του [Χάρτη] και 78, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ;

    4)

    Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο [τρίτο ερώτημα], είναι το άρθρο 14, παράγραφος 4, της οδηγίας [2011/95] συμβατό με το άρθρο 18 του [Χάρτη] και με το άρθρο 78, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, τα οποία προβλέπουν, μεταξύ άλλων, ότι το παράγωγο δίκαιο [της Ένωσης] πρέπει να συνάδει με τη Σύμβαση της Γενεύης, κατά το μέρος που το άρθρο αυτό της οδηγίας καθιερώνει λόγο ανακλήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα, ο οποίος λόγος όχι μόνο δεν προβλέπεται από τη Σύμβαση της Γενεύης, αλλά επιπλέον δεν βρίσκει έρεισμα σ’ αυτήν;

    5)

    Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως [στο πρώτο και στο τρίτο ερώτημα], πώς μπορεί το άρθρο 14, παράγραφος 4, της οδηγίας [2011/95] να ερμηνευθεί κατά τρόπο σύμφωνο με το άρθρο 18 του [Χάρτη] και με το άρθρο 78, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, τα οποία ορίζουν, μεταξύ άλλων, ότι το παράγωγο δίκαιο [της Ένωσης] πρέπει να συνάδει με τη Σύμβαση της Γενεύης;»

    Γ.   Η υπόθεση C‑391/16

    40.

    Κατά δηλώσεις του, ο M γεννήθηκε στο Grozny, στην Τσετσενία, και πολέμησε με τις δυνάμεις του πρώην Τσετσένου προέδρου κατά τη διάρκεια του πρώτου πολέμου της Τσετσενίας. Μετά τον πόλεμο αυτόν, ο Μ αποχώρησε από τον στρατό και δεν πολέμησε στον δεύτερο πόλεμο της Τσετσενίας. Ο M εξέφρασε φόβους τόσο για τους Ρώσους όσο και για τους οπαδούς του Ramzan Kadyrov, καθόσον οι δεύτεροι αποπειράθηκαν να τον δολοφονήσουν και τον τοποθέτησαν σε «στρατόπεδο φιλτραρίσματος» όπου υπέστη ακρωτηριασμό και ξυλοδαρμό. Πολλά μέλη της οικογένειάς του δολοφονήθηκαν.

    41.

    Εκτιμώντας ότι οι φόβοι του ήταν βάσιμοι, το Ministerstvo vnitra (Υπουργείο Εσωτερικών, Τσεχική Δημοκρατία) παρέσχε στον Μ, με απόφαση της 21ης Απριλίου 2006, δικαίωμα ασύλου.

    42.

    Το 2004 ο M κρίθηκε ένοχος για διακεκριμένη κλοπή και καταδικάστηκε σε στερητική της ελευθερίας ποινή τριών ετών με απόφαση του Městský soud v Brně (δικαστηρίου του Brno, Τσεχική Δημοκρατία). Μετά την αποφυλάκισή του υπό όρους, ο M διέπραξε αξιόποινες πράξεις συνιστάμενες σε διακεκριμένη κλοπή και εκβίαση, οι οποίες θεωρούνται ότι συνιστούν ιδιαίτερα επικίνδυνη υποτροπή. Το 2007 το ως άνω δικαστήριο τον καταδίκασε για τα αδικήματα αυτά σε στερητική της ελευθερίας ποινή εννέα ετών, την οποία ο Μ έπρεπε να εκτίσει σε κέντρο κρατήσεως υψηλής ασφάλειας.

    43.

    Λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων αυτών, το Υπουργείο Εσωτερικών διαπίστωσε, με απόφαση της 29ης Απριλίου 2014, ότι ο M καταδικάστηκε αμετάκλητα για ιδιαίτερα σοβαρό αδίκημα και συνιστά κίνδυνο για την ασφάλεια του κράτους και των πολιτών του. Στη βάση αυτή, η εν λόγω αρχή ανακάλεσε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 17, παράγραφος 1, στοιχείο j, του τσεχικού νόμου περί ασύλου, το δικαίωμα ασύλου του M και έκρινε, βάσει του άρθρου 15a του εν λόγω νόμου, ότι ο Μ δεν μπορεί να τύχει επικουρικής προστασίας.

    44.

    Ο M προσέφυγε κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Městský soud v Praze (δικαστηρίου Πράγας, Τσεχική Δημοκρατία). Με το δικόγραφο της προσφυγής του, ο M υποστήριξε, ιδίως, ότι το άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχεία i και j, του τσεχικού νόμου περί ασύλου –με το οποίο μεταφέρθηκε στο εθνικό δίκαιο το άρθρο 14, παράγραφος 4, της οδηγίας 2011/95– συνιστά παράβαση των διεθνών δεσμεύσεων της Τσεχικής Δημοκρατίας. Τούτο συμβαίνει καθόσον η εν λόγω διάταξη θεσπίζει λόγους ανακλήσεως της διεθνούς προστασίας οι οποίοι δεν προβλέπονται στον εξαντλητικό κατάλογο των σχετικών λόγων στο άρθρο 1, Γ, της Συμβάσεως της Γενεύης. Πάντως, το άρθρο 42, παράγραφος 1, της Συμβάσεως αυτής δεν επιτρέπει τη διατύπωση επιφυλάξεων ως προς τη διάταξη αυτή.

    45.

    Δεδομένου ότι η προσφυγή του απορρίφθηκε, ο M κατέθεσε αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

    46.

    Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, ιδίως, ως προς τη συμβατότητα του άρθρου 14, παράγραφοι 4 και 6, της οδηγίας 2011/95 με τη Σύμβαση της Γενεύης, δεδομένου ότι η παραγνώριση της Συμβάσεως αυτής καθιστά ανίσχυρες τις ως άνω διατάξεις με γνώμονα το άρθρο 18 του Χάρτη, με γνώμονα το άρθρο 78, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και με γνώμονα τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης που κατοχυρώνονται στο άρθρο 6, παράγραφος 3, ΣΕΕ.

    47.

    Ειδικότερα, το Nejvyšší správní soud (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο) παραπέμπει σε έγγραφο στο οποίο η UNHCR σχολίασε την πρόταση της Επιτροπής η οποία οδήγησε στην έκδοση της οδηγίας 2011/95 ( 9 ). Στο εν λόγω έγγραφο η UNHCR επανέλαβε, ιδίως, τις αμφιβολίες που είχε διατυπώσει σχετικά με τη συμβατότητα του άρθρου 14, παράγραφοι 4 έως 6, της οδηγίας 2004/83 με το άρθρο 1, ΣΤ, της Συμβάσεως της Γενεύης ( 10 ). Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι τις αμφιβολίες αυτές συμμερίζονται το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες και Εξόριστους (ECRE) ( 11 ), η Διεθνής Ένωση Δικαστών Ασύλου ( 12 ) καθώς και η συνήγορος του πολίτη της Τσεχικής Δημοκρατίας.

    48.

    Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι αντικρουόμενες απόψεις έχουν διατυπωθεί επίσης ως προς το κύρος του άρθρου 14, παράγραφοι 4 και 6, της οδηγίας 2011/95. Οι απόψεις αυτές βασίζονται στη σκέψη ότι σκοπός της οδηγίας 2011/95 είναι να διασφαλίσει υψηλότερες απαιτήσεις προστασίας όσον αφορά τους λόγους χορηγήσεως διεθνούς προστασίας και το περιεχόμενο της προστασίας αυτής, προκειμένου να διασφαλίζονται πλήρης και συνολική εφαρμογή της Συμβάσεως της Γενεύης, καθώς και σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στον Χάρτη και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών που υπογράφτηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ). Το άρθρο 14, παράγραφοι 4 και 6, της οδηγίας 2011/95 παρέχει στα πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της προστασία υψηλότερη από εκείνη που απορρέει από τη Σύμβαση της Γενεύης. Τα πρόσωπα αυτά μπορούν, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 33, παράγραφος 2, της εν λόγω Συμβάσεως, να επαναπροωθηθούν προς χώρα στην οποία θα διατρέχουν κίνδυνο διώξεως. Μετά την αναχώρησή τους από τη χώρα ασύλου, δεν θα απολαύουν πλέον των πλεονεκτημάτων που απορρέουν από την εν λόγω Σύμβαση. Αντιθέτως, το άρθρο 14, παράγραφος 4, της οδηγίας 2011/95, σε συνδυασμό με το άρθρο 14, παράγραφος 6, δεν επιτρέπει την επαναπροώθηση των ενδιαφερόμενων προσώπων ούτε τη στέρηση από αυτά του ελάχιστου επιπέδου δικαιωμάτων που προβλέπει η Σύμβαση της Γενεύης.

    49.

    Στο πλαίσιο αυτό, το Nejvyšší správní soud (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να θέσει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

    «Είναι το άρθρο 14, παράγραφοι 4 και 6, της οδηγίας [2011/95] ανίσχυρο ως αντίθετο προς το άρθρο 18 του [Χάρτη], προς το άρθρο 78, παράγραφος 1, [ΣΛΕΕ] και προς τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης που απορρέουν από το άρθρο 6, παράγραφος 3, [ΣΕΕ];»

    Δ.   Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

    50.

    Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 17ης Μαρτίου 2017, οι υποθέσεις C‑77/17 και C‑78/17 ενώθηκαν προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

    51.

    Στις υποθέσεις αυτές, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν στο Δικαστήριο οι προσφεύγοντες των κύριων δικών, η Βελγική, η Τσεχική, η Γερμανική, η Γαλλική και η Ουγγρική Κυβέρνηση, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η Επιτροπή.

    52.

    Στην υπόθεση C‑391/16, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν στο Δικαστήριο η Τσεχική, η Βελγική, η Γαλλική και η Ολλανδική Κυβέρνηση, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή.

    53.

    Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 17ης Ιανουαρίου 2018, αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων C‑77/17, C‑78/17 και C‑391/1616 προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

    54.

    Ο X (στην υπόθεση C‑77/17), ο X (στην υπόθεση C‑78/17), ο M, η Βελγική και η Τσεχική Κυβέρνηση, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή παρέστησαν στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 6ης Μαρτίου 2018.

    IV. Ανάλυση

    Α.   Εισαγωγικές παρατηρήσεις

    55.

    Οι δυνατότητες ανακλήσεως και αρνήσεως χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα, οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 14, παράγραφοι 4 και 5, της οδηγίας 2011/95, μπορούν να ασκηθούν όταν «μπορεί για εύλογους λόγους να θεωρηθεί ότι [ο πρόσφυγας] συνιστά κίνδυνο για την ασφάλεια του κράτους μέλους στο οποίο ευρίσκεται [ή], δεδομένου ότι έχει καταδικασθεί τελεσίδικα για τη διάπραξη ιδιαίτερα σοβαρού εγκλήματος, συνιστά κίνδυνο για την κοινωνία του κράτους μέλους αυτού».

    56.

    Οι περιστάσεις αυτές αντιστοιχούν σε εκείνες στις οποίες έχει εφαρμογή η προβλεπόμενη στο άρθρο 21, παράγραφος 2, της οδηγίας 2011/95 εξαίρεση από την αρχή της μη επαναπροωθήσεως ( 13 ), διάταξη της οποίας το γράμμα επαναλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, εκείνο του άρθρου 33, παράγραφος 2, της Συμβάσεως της Γενεύης ( 14 ). Δυνάμει των διατάξεων αυτών, τα κράτη μέλη μπορούν, όταν συντρέχουν τέτοιες περιστάσεις, να παρεκκλίνουν από την αρχή ότι ο πρόσφυγας δεν μπορεί να απομακρυνθεί προς εδάφη όπου η ζωή ή η ελευθερία του απειλούνται λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων.

    57.

    Εντούτοις, όπως διευκρινίζεται στο άρθρο 21, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, τα κράτη μέλη δικαιούνται να εφαρμόζουν τη δυνατότητα αυτή μόνον «[ο]σάκις δεν απαγορεύεται από τις διεθνείς υποχρεώσεις [τους]». Πάντως, οι εξελίξεις στον τομέα της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μετά την έγκριση της Συμβάσεως της Γενεύης σημαίνουν ότι οι υποχρεώσεις των κρατών μελών βάσει του δικαίου της Ένωσης και του διεθνούς δικαίου αποδυναμώνουν πλέον σε μεγάλο βαθμό την εξαίρεση από την αρχή της μη επαναπροωθήσεως.

    58.

    Συναφώς, το άρθρο 19, παράγραφος 2, του Χάρτη προβλέπει ότι «[κ]ανείς δεν μπορεί να απομακρυνθεί, να απελαθεί ή να εκδοθεί προς κράτος όπου διατρέχει σοβαρό κίνδυνο να του επιβληθεί η ποινή του θανάτου ή να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή άλλη απάνθρωπη ή εξευτελιστική ποινή ή μεταχείριση». Από τη διάταξη αυτή –όπως και από το άρθρο 4 του Χάρτη που απαγορεύει τα βασανιστήρια ή την επιβολή τέτοιων ποινών ή την επιφύλαξη τέτοιας μεταχειρίσεως ( 15 ) – ουδεμία χωρεί παρέκκλιση.

    59.

    Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τις επεξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη ( 16 ), το άρθρο του 19, παράγραφος 2, παρεμβλήθηκε σε αυτόν με σκοπό την ενσωμάτωση της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: ΕΔΔΑ) σχετικά με την απόλυτη απαγόρευση των βασανιστηρίων και των απάνθρωπων ή εξευτελιστικών ποινών ή μεταχειρίσεως που κατοχυρώνεται στο άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, στο οποίο αντιστοιχεί το άρθρο 4 του Χάρτη ( 17 ). Κατά πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ, αντιβαίνει στο άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, χωρίς να επιτρέπεται καμία παρέκκλιση, η απομάκρυνση, η απέλαση ή η έκδοση αλλοδαπού από τα συμβαλλόμενα κράτη όταν συντρέχουν σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι για να θεωρείται ότι αυτός θα διατρέξει στη χώρα προορισμού πραγματικό κίνδυνο να υποβληθεί σε απαγορευόμενη από την εν λόγω διάταξη μεταχείριση ( 18 ).

    60.

    Η ίδια απαγόρευση απορρέει επίσης από τις διεθνείς υποχρεώσεις των κρατών μελών βάσει του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα ( 19 ) και της συμβάσεως κατά των βασανιστηρίων και άλλων τρόπων σκληρής, απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχειρίσεως ή τιμωρίας ( 20 ), που εγκρίθηκαν υπό την αιγίδα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.

    61.

    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, όταν η επαναπροώθηση πρόσφυγα θα έχει ως αποτέλεσμα να διατρέξει αυτός σοβαρό κίνδυνο να του επιβληθεί η θανατική ποινή ή να υποβληθεί σε μεταχειρίσεις που απαγορεύονται από το άρθρο 4 του Χάρτη, από το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, καθώς και από τις άλλες διεθνείς υποχρεώσεις που μνημονεύονται στην προηγούμενη σκέψη, η δυνατότητα παρεκκλίσεως από την αρχή της μη επαναπροωθήσεως που προβλέπεται στο άρθρο 33, παράγραφος 2, της Συμβάσεως της Γενεύης και στο άρθρο 21, παράγραφος 2, της οδηγίας 2011/95 αποτελεί πλέον μόνο θεωρητική δυνατότητα για τα κράτη μέλη, της οποίας η πρακτική εφαρμογή απαγορεύεται πλέον εξ ονόματος της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων ( 21 ).

    62.

    Όπως επισήμαναν η Γερμανική, η Τσεχική και η Ολλανδική Κυβέρνηση, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή, το άρθρο 14, παράγραφοι 4 και 5, της οδηγίας 2011/95 προορίζεται, ακριβώς, να ρυθμίζει την κατάσταση των προσφύγων οι οποίοι, μολονότι εμπίπτουν σε μία από τις υπαγόμενες στην εξαίρεση από την αρχή της μη επαναπροωθήσεως περιπτώσεις, δεν επαναπροωθούνται, ιδίως, επειδή η επαναπροώθησή τους θα συνιστούσε παράβαση των υποχρεώσεων που τα κράτη μέλη υπέχουν από τον Χάρτη, από την ΕΣΔΑ και από άλλες πράξεις του διεθνούς δικαίου. Στην περίπτωση αυτή, όταν ασκούν τις προβλεπόμενες από τις εν λόγω διατάξεις δυνατότητες, τα κράτη μέλη οφείλουν, δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 6, να εγγυώνται στους πρόσφυγες αυτούς ότι θα απολαύουν των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται σε ορισμένες διατάξεις της Συμβάσεως της Γενεύης.

    Β.   Επί του καθεστώτος της Συμβάσεως της Γενεύης στο δίκαιο της Ένωσης

    63.

    Το άρθρο 18 του Χάρτη προβλέπει ότι «[τ]ο δικαίωμα ασύλου διασφαλίζεται τηρουμένων των κανόνων της Σύμβασης της Γενεύης». Κατά το άρθρο 78, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, η κοινή πολιτική στον τομέα του ασύλου «πρέπει να συνάδει με τη Σύμβαση της Γενεύης».

    64.

    Οι διατάξεις αυτές του πρωτογενούς δικαίου, με τις οποίες οι συντάκτες των Συνθηκών θέλησαν να υποχρεώσουν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, καθώς και τα κράτη μέλη, όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης, να σέβονται πλήρως τη Σύμβαση της Γενεύης, αποτυπώνουν το συγκεκριμένο καθεστώς της Συμβάσεως αυτής στο δίκαιο της Ένωσης. Μολονότι η Ένωση, εν αντιθέσει προς τα κράτη μέλη της, δεν δεσμεύεται από τη Σύμβαση αυτή έναντι των τρίτων κρατών που είναι συμβαλλόμενα μέρη της ( 22 ), τα θεσμικά όργανα της Ένωσης οφείλουν να τη σέβονται βάσει του δικαίου της Ένωσης ( 23 ).

    65.

    Επιπλέον, κατά τις αιτιολογικές σκέψεις 4, 23 και 24 της οδηγίας 2011/95, η Σύμβαση της Γενεύης αποτελεί τον «ακρογωνιαίο λίθο» του διεθνούς νομικού καθεστώτος για την προστασία των προσφύγων και οι διατάξεις της οδηγίας αυτής θεσπίσθηκαν ούτως ώστε οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να βοηθούνται να εφαρμόζουν τη Σύμβαση αυτή, βασιζόμενες σε κοινές έννοιες και κοινά κριτήρια. Στην αιτιολογική σκέψη 3 της εν λόγω οδηγίας προστίθεται ότι, εμπνεόμενος από τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Τάμπερε, ο νομοθέτης της Ένωσης αποσκοπούσε να νομοθετήσει ούτως ώστε το ευρωπαϊκό καθεστώς ασύλου, στον ορισμό του οποίου συμβάλλει η εν λόγω οδηγία, να στηρίζεται στην πλήρη και συνολική εφαρμογή της Συμβάσεως της Γενεύης. Επιπλέον, διάφορες διατάξεις της οδηγίας 2011/95 παραπέμπουν σε διατάξεις της Συμβάσεως αυτής ( 24 ) ή επαναλαμβάνουν το περιεχόμενό τους ( 25 ).

    66.

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο έκρινε επανειλημμένως ότι οι διατάξεις της οδηγίας 2011/95 πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα της όλης οικονομίας και του σκοπού της οδηγίας αυτής, τηρουμένων της Συμβάσεως της Γενεύης και των κατά το άρθρο 78, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ λοιπών συναφών Συμβάσεων. Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 16 της οδηγίας 2011/95, αυτή πρέπει επίσης να ερμηνεύεται κατά τρόπο σύμφωνο με τα θεμελιώδη δικαιώματα που αναγνωρίζονται στον Χάρτη ( 26 ).

    67.

    Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία, πράξη της Ένωσης πρέπει να ερμηνεύεται, στο μέτρο του δυνατού, κατά τρόπο ώστε να μη θίγεται το κύρος της και σύμφωνα με το σύνολο του πρωτογενούς δικαίου ( 27 ). Από την ερμηνευτική αυτή αρχή, εφαρμοζόμενη σε συνδυασμό με εκείνη που εκτίθεται στην προηγούμενη σκέψη, προκύπτει ότι οι διατάξεις της οδηγίας 2011/95 πρέπει να ερμηνεύονται, κατά το μέτρο του δυνατού, κατά τρόπο ώστε να σέβονται τη Σύμβαση της Γενεύης και να συνάδουν, επομένως, με το άρθρο 18 του Χάρτη και το άρθρο 78, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Το Δικαστήριο θα μπορούσε να κηρύξει ανίσχυρη διάταξη της οδηγίας αυτής με γνώμονα τις ως άνω διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου μόνο στην περίπτωση που μια τέτοια σύμφωνη με αυτές ερμηνεία δεν θα ήταν δυνατή.

    68.

    Όταν καλείται να ερμηνεύσει διάταξη του παραγώγου δικαίου ή να εξετάσει το κύρος διατάξεως με γνώμονα το άρθρο 18 του Χάρτη και το άρθρο 78, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο οφείλει, όπως επισήμανε το Κοινοβούλιο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, να εξακριβώσει αν η επίμαχη διάταξη του παραγώγου δικαίου προσφέρει στους πρόσφυγες επίπεδο προστασίας τουλάχιστον ισοδύναμο με εκείνο που τους επιφυλάσσει η Σύμβαση της Γενεύης.

    69.

    Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο καλείται αναπόφευκτα, κατά την άσκηση των καθηκόντων του βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, να καθορίσει προηγουμένως το περιεχόμενο των απαιτήσεων που συνεπάγεται ο σεβασμός της Συμβάσεως αυτής. Για τον καθορισμό αυτόν ενδέχεται να πρέπει να προβεί σε εκτιμήσεις που υπερβαίνουν το απλό γράμμα των διατάξεων της Συμβάσεως της Γενεύης και οδηγούν, επομένως, σε παρεμπίπτουσα ερμηνεία της. Το συμπέρασμα αυτό ουδόλως θέτει υπό αμφισβήτηση την αναρμοδιότητα του Δικαστηρίου να ερμηνεύει απευθείας τη Σύμβαση της Γενεύης ( 28 ).

    70.

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο κλήθηκε να ερμηνεύσει, στις αποφάσεις Bolbol ( 29 ) και Abed El Karem El Kott κ.λπ. ( 30 ), το άρθρο 1, Δ, της Συμβάσεως της Γενεύης –στο οποίο παραπέμπει ρητώς το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95– προκειμένου να ερμηνεύσει αυτή τη διάταξη του παραγώγου δικαίου βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ. Συγκεκριμένα, λαμβανομένης υπόψη της παραπομπής αυτής, το Δικαστήριο δεν μπορούσε να επιτελέσει το έργο αυτό χωρίς να καθορίσει προηγουμένως τις απαιτήσεις που απορρέουν από το άρθρο 1, Δ, της Συμβάσεως αυτής.

    71.

    Εκτιμώ ότι η ίδια λογική συνεπάγεται ότι, οσάκις η άσκηση της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου να αποφανθεί προδικαστικώς σχετικά με την ερμηνεία ή το κύρος διατάξεως του παραγώγου δικαίου σημαίνει ότι πρέπει να διευκρινιστούν τυχόν απαιτήσεις της Συμβάσεως της Γενεύης, το Δικαστήριο πρέπει να μπορεί να ερμηνεύσει την εν λόγω Σύμβαση προκειμένου να παράσχει τέτοιες διευκρινίσεις ( 31 ).

    72.

    Στο πνεύμα αυτό, η εξέταση των υποβληθέντων από τα αιτούντα δικαστήρια ερωτημάτων θα περιλαμβάνει, στο μέτρο του αναγκαίου, τέτοιες ερμηνείες της Συμβάσεως της Γενεύης ( 32 ). Βάσει των αρχών που προβλέπονται στο άρθρο 31 της Συμβάσεως της Βιέννης περί του δικαίου των Συνθηκών ( 33 ), οι διατάξεις θα ερμηνευθούν καλή τη πίστει, συμφώνως προς τη συνήθη έννοια που δίδεται στους όρους της Συμβάσεως της Γενεύης, εν τω συνόλω αυτών και υπό το πρίσμα του αντικειμένου και του σκοπού της. Προς τούτο, ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί στα ερμηνευτικά σημειώματα της UNHCR. Μολονότι αυτά δεν είναι δεσμευτικά για τα συμβαλλόμενα κράτη, συνιστούν ερμηνευτικά στοιχεία τα οποία έχουν ιδιαίτερο «παραινετικό χαρακτήρα» ( 34 ).

    73.

    Εν προκειμένω, εκτιμώ, για τους λόγους που εκτίθενται κατωτέρω, ότι οι διατάξεις του άρθρου 14, παράγραφοι 4 έως 6, της οδηγίας 2011/95 μπορούν να ερμηνευθούν κατά τρόπο που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι συνάδουν με το άρθρο 18 του Χάρτη και με το άρθρο 78, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

    Γ.   Ερμηνεία του άρθρου 14, παράγραφοι 4 και 5, της οδηγίας 2011/95

    1. Επί της διακρίσεως μεταξύ της ανακλήσεως ή της αρνήσεως χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα και της παύσεως της ιδιότητας του πρόσφυγα ή του αποκλεισμού από αυτήν

    74.

    Με τα πρώτα και τα δεύτερα ερωτήματα που υποβλήθηκαν στις υποθέσεις C‑77/17 και C‑78/17 και με το ερώτημα που τέθηκε στην υπόθεση C‑391/16, το Conseil du contentieux des étrangers (συμβούλιο επιλύσεως ένδικων διαφορών αλλοδαπών) και το Nejvyšší správní soud (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο) ζητούν κατ’ ουσίαν από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν οι διατάξεις του άρθρου 14, παράγραφοι 4 και 5, της οδηγίας 2011/95 συνιστούν παράβαση του άρθρου 18 του Χάρτη και του άρθρου 78, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ( 35 ), καθόσον θεσπίζουν λόγους παύσεως και αποκλεισμού μη προβλεπόμενους στο άρθρο 1, Γ και ΣΤ, της Συμβάσεως της Γενεύης –του οποίου το περιεχόμενο επαναλαμβάνεται στα άρθρα 11 και 12 της οδηγίας αυτής. Όπως προκύπτει από τις αποφάσεις περί παραπομπής, οι αμφιβολίες τις οποίες έχουν τα αιτούντα δικαστήρια ως προς το σημείο αυτό θεμελιώνονται κατ’ ουσίαν στις ανησυχίες που διατύπωσε η UNHCR όσον αφορά τη συμβατότητα των διατάξεων αυτών με τη Σύμβαση της Γενεύης ( 36 ).

    75.

    Προτείνω να δοθεί αρνητική απάντηση στα ερωτήματα αυτά, στο μέτρο που η εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 14, παράγραφοι 4 και 5, της οδηγίας 2011/95 από κράτος μέλος δεν έχει ως συνέπεια, εν αντιθέσει προς την εφαρμογή λόγου παύσεως ή αποκλεισμού, να στερεί από το φυσικό πρόσωπο την ιδιότητα του πρόσφυγα. Κρίσιμο στοιχείο στη διάκριση αυτή είναι το γεγονός ότι η διατήρηση της ιδιότητας αυτής σημαίνει ότι το φυσικό πρόσωπο δικαιούται όχι μόνο την προστασία της UNHCR ( 37 ) και κάθε άλλου συμβαλλόμενου στη Σύμβαση της Γενεύης κράτους, αλλά επίσης, για όσο διάστημα παραμένει στο επίμαχο κράτος μέλος, τα δικαιώματα που η Σύμβαση αυτή εγγυάται σε κάθε πρόσφυγα, ανεξάρτητα από τη νομιμότητα της διαμονής του (θα επανέλθω επ’ αυτού) ( 38 ).

    76.

    Όσον αφορά το άρθρο 14, παράγραφος 4, της οδηγίας 2011/95, το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από το ίδιο το γράμμα της διατάξεως. Όπως υποστήριξε η Γερμανική Κυβέρνηση, η χρήση των όρων «καθεστώς που χορηγήθηκε σε πρόσφυγα» (η υπογράμμιση δική μου) δείχνει, όντως, ότι η εφαρμογή της διατάξεως αυτής δεν θίγει την ιδιότητα του ενδιαφερομένου ως πρόσφυγα. Εξάλλου, μολονότι στην απόδοση του άρθρου 14, παράγραφος 5, στη γαλλική γλώσσα χρησιμοποιείται η έκφραση «statut de réfugié», οι περισσότερες άλλες γλωσσικές αποδόσεις χρησιμοποιούν διατύπωση η οποία αντιστοιχεί στην έκφραση «να μην χορηγήσουν καθεστώς σε πρόσφυγα» ( 39 ).

    77.

    Κατά πάγια νομολογία, σε περίπτωση διαστάσεως μεταξύ των αποδόσεων ρυθμίσεως του δικαίου της Ένωσης στις διάφορες γλώσσες, η επίμαχη διάταξη πρέπει να ερμηνεύεται με γνώμονα την όλη οικονομία και τον σκοπό που επιδιώκεται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος ( 40 ). Εν προκειμένω, συστηματική και τελολογική ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 14, παράγραφοι 4 και 5, της οδηγίας 2011/95 οδηγεί στην εκτίμηση ότι η εφαρμογή αυτών δεν ισοδυναμεί με παύση της ιδιότητας του πρόσφυγα ούτε με αποκλεισμό από αυτήν.

    78.

    Πρώτον, από την όλη οικονομία της οδηγίας αυτής προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις, αφενός, για την απόκτηση της ιδιότητας του πρόσφυγα και, αφετέρου, για τη χορήγηση ή την ανάκληση του καθεστώτος πρόσφυγα συνιστούν δύο διακριτές έννοιες.

    79.

    Όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική σκέψη 21 της οδηγίας 2011/95, η ιδιότητα του πρόσφυγα απορρέει από το γεγονός και μόνο ότι το πρόσωπο πληροί τις προϋποθέσεις για να θεωρείται πρόσφυγας, ανεξάρτητα από κάθε αναγνώριση από κράτος μέλος. Οι προϋποθέσεις αυτές αποτελούν το αντικείμενο του κεφαλαίου III της εν λόγω οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Αναγνώριση προσώπου ως πρόσφυγα». Αντιστοιχούν στις προβλεπόμενες στο άρθρο 1 της Συμβάσεως της Γενεύης.

    80.

    Το κεφάλαιο III περιλαμβάνει τα άρθρα 11 και 12 της οδηγίας 2011/95, σχετικά με την παύση και τον αποκλεισμό, των οποίων το περιεχόμενο επαναλαμβάνει εκείνο του άρθρου 1, Γ και ΣΤ, της Συμβάσεως της Γενεύης. Στις διατάξεις αυτές καθορίζονται οι περιπτώσεις στις οποίες υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής στερείται την ιδιότητα του πρόσφυγα και, επομένως, αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής της διεθνούς προστασίας βάσει της εν λόγω οδηγίας και της εν λόγω Συμβάσεως ( 41 ).

    81.

    Οι περιπτώσεις αυτές δεν περιλαμβάνουν καταστάσεις, όπως οι επίμαχες στις υποθέσεις των κύριων δικών, όπου ο πρόσφυγας συνιστά κίνδυνο για την κοινωνία της χώρας ασύλου επειδή διέπραξε ιδιαίτερα σοβαρό έγκλημα του κοινού ποινικού δικαίου στη χώρα αυτή ( 42 ). Συγκεκριμένα, οι λόγοι αποκλεισμού θεσπίστηκαν με σκοπό όχι την προστασία της ασφάλειας ή της κοινωνίας της χώρας ασύλου κατά του τωρινού κινδύνου που μπορεί να συνιστά ο πρόσφυγας, αλλά με σκοπό τη διαφύλαξη της ακεραιότητας του συστήματος διεθνούς προστασίας των προσφύγων και την αποτροπή της αποφυγής της ποινικής ευθύνης των δραστών ορισμένων σοβαρών εγκλημάτων χάρη στο ευεργέτημα της εν λόγω προστασίας ( 43 ).

    82.

    Οι περιπτώσεις αυτές εμπίπτουν, αντιθέτως, στο πεδίο εφαρμογής της εξαιρέσεως από την αρχή της μη επαναπροωθήσεως, καθώς και του άρθρου 14, παράγραφοι 4 και 5, της οδηγίας 2011/95. Η διάταξη αυτή υπάρχει σε χωριστό κεφάλαιο, ήτοι στο κεφάλαιο IV της οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Καθεστώς πρόσφυγα».

    83.

    Η διάκριση μεταξύ της ιδιότητας του πρόσφυγα και του καθεστώτος που χορηγείται σε πρόσφυγα αναδεικνύεται έτι περαιτέρω στις διατάξεις του άρθρου 14, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 2011/95. Οι διατάξεις αυτές προβλέπουν την υποχρέωση ανακλήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα που χορηγήθηκε σε πρόσωπο το οποίο δεν έχει ή δεν έχει πλέον την ιδιότητα του πρόσφυγα, ιδίως όταν συντρέχει ένας από τους λόγους παύσεως που προβλέπονται στο άρθρο 11 της οδηγίας αυτής ή όταν το πρόσωπο αποκλείεται ή θα έπρεπε να είχε αποκλεισθεί βάσει του άρθρου 12 της εν λόγω οδηγίας. Επομένως, η παύση της ιδιότητας του πρόσφυγα ή ο αποκλεισμός από αυτήν και η επακόλουθη ανάκληση του καθεστώτος πρόσφυγα δεν μπορούν να θεωρηθούν ενιαία έννοια.

    84.

    Δεύτερον, η επίτευξη των σκοπών του άρθρου 14, παράγραφοι 4 και 5, της οδηγίας 2011/95 προϋποθέτει επίσης ότι, όσο το πρόσωπο πληροί τις προϋποθέσεις για να θεωρείται πρόσφυγας, εξακολουθεί να έχει την ιδιότητα αυτή, χωρίς η ιδιότητα αυτή να επηρεάζεται από την ανάκληση του καθεστώτος που του χορηγήθηκε ή από την άρνηση χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα.

    85.

    Συγκεκριμένα, οι λόγοι παύσεως της ιδιότητας του πρόσφυγα και αποκλεισμού από αυτήν απαριθμούνται εξαντλητικά στο άρθρο 1, Γ έως ΣΤ, της Συμβάσεως της Γενεύης ( 44 ) –διατάξεις σε σχέση με τις οποίες τα συμβαλλόμενα κράτη δεν δικαιούνται να διατυπώσουν επιφυλάξεις δυνάμει του άρθρου 42, παράγραφος 1, της εν λόγω Συμβάσεως. Επομένως, η θέσπιση στην οδηγία 2011/95 πρόσθετων λόγων παύσεως ή αποκλεισμού θα έθιγε τον σκοπό της οδηγίας αυτής, ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση της πλήρους εφαρμογής της εν λόγω Συμβάσεως.

    86.

    Συναφώς, αξίζει να σημειωθεί ότι το άρθρο 17 της οδηγίας 2011/95 επιτρέπει τον «αποκλεισμό» πολίτη τρίτης χώρας ή ανιθαγενή από το ευεργέτημα της επικουρικής προστασίας για τους ίδιους λόγους με τους προβλεπόμενους στο άρθρο 14, παράγραφοι 4 και 5, της εν λόγω οδηγίας. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι η επικουρική προστασία δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως της Γενεύης, ο νομοθέτης της Ένωσης μπορούσε να καθορίσει ελεύθερα τους δικαιούχους της βάσει αυτοτελών κριτηρίων. Αντιθέτως, επέλεξε μια άλλη προσέγγιση όσον αφορά τους πρόσφυγες, προκειμένου να διασφαλίζεται η συμβατότητα της εν λόγω οδηγίας με τη Σύμβαση της Γενεύης ( 45 ).

    87.

    Μολονότι από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι οι διατάξεις του άρθρου 14, παράγραφοι 4 και 5, της οδηγίας 2011/95 δεν μπορούν να εξομοιωθούν με τους λόγους παύσεως της ιδιότητας του πρόσφυγα ή αποκλεισμού από αυτήν, η εμβέλεια και τα πραγματικά αποτελέσματα αυτών δεν αναδεικνύονται πλήρως. Το ζήτημα αυτό αποτελεί, κατ’ ουσίαν, το αντικείμενο του τρίτου έως και του πέμπτου ερωτήματος που υποβλήθηκαν στις υποθέσεις C‑77/17 και C‑78/17.

    2. Επί της εμβέλειας και των πραγματικών αποτελεσμάτων του άρθρου 14, παράγραφοι 4 και 5, της οδηγίας 2011/95

    88.

    Με το τρίτο, το τέταρτο και το πέμπτο ερώτημά του, το Conseil du contentieux des étrangers (συμβούλιο επιλύσεως ένδικων διαφορών αλλοδαπών) ζητεί να διευκρινιστεί αν, στην περίπτωση που το Δικαστήριο δώσει στα πρώτα ερωτήματα στις υποθέσεις C‑77/17 και C‑78/17 την απάντηση που προτείνω ανωτέρω, οι διατάξεις του άρθρου 14, παράγραφοι 4 και 5, της οδηγίας 2011/95 θα πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι καθιερώνουν λόγους ανακλήσεως και αρνήσεως χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα οι οποίοι δεν προβλέπονται στη Σύμβαση της Γενεύης και είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυροι (τρίτο και τέταρτο ερώτημα), ή αν οι διατάξεις αυτές θα πρέπει να αποτελέσουν το αντικείμενο άλλης ερμηνείας η οποία θα καθιστά εφικτό να διασφαλιστεί η συμφωνία τους με το πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης (πέμπτα ερωτήματα). Η εξέταση των ερωτημάτων αυτών είναι επίσης αναγκαία προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα που τέθηκε από το Nejvyšší správní soud (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο).

    89.

    Για να απαντηθούν τα ερωτήματα αυτά, εκτιμώ ότι είναι αναγκαίο να εξεταστεί περαιτέρω η έννοια που πρέπει να αποδοθεί στις εκφράσεις «καθεστώς που χορηγήθηκε σε πρόσφυγα» και «καθεστώς σε πρόσφυγα» που περιέχονται στις διατάξεις του άρθρου 14, παράγραφοι 4 και 5, αντίστοιχα, της οδηγίας 2011/95 ( 46 ). Αν το «καθεστώς» που μπορεί να ανακληθεί ή να μην χορηγηθεί κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων αυτών δεν αντιστοιχεί προς την ιδιότητα του πρόσφυγα, ποια είναι η πραγματική έννοιά του;

    90.

    Το άρθρο 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2011/95, στο οποίο ουδεμία διάταξη της Συμβάσεως της Γενεύης αντιστοιχεί, ορίζει το «καθεστώς πρόσφυγα» ως την «εκ μέρους κράτους μέλους αναγνώριση υπηκόου τρίτης χώρας ή ανιθαγενούς ως πρόσφυγα». Σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 21 της οδηγίας αυτής, η ως άνω διατύπωση φαίνεται να προσδιορίζει την, αναγνωριστικού χαρακτήρα, πράξη με την οποία κράτος μέλος αναγνωρίζει την ιδιότητα του πρόσφυγα σε αιτούντα άσυλο, εξυπακουομένου ότι η πράξη αυτή εκδίδεται στο πέρας διαδικασίας με σκοπό να εξακριβωθεί ότι ο αιτών άσυλο πληροί τις προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί ως πρόσφυγας ( 47 ).

    91.

    Η εν λόγω πράξη συνεπάγεται, κατ’ αρχήν, την παροχή όλων των δικαιωμάτων που μνημονεύονται στο κεφάλαιο VII της οδηγίας 2011/95 (με την επιφύλαξη των περιορισμών που προβλέπονται σε αυτό ( 48 )). Συγκεκριμένα, όπως επισήμανε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η ιδιότητα του πρόσφυγα και η παροχή των δικαιωμάτων αυτών συνυπάρχουν κατ’ ανάγκην εκτός του πλαισίου της εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 14, παράγραφοι 4 και 5, της οδηγίας αυτής. Δυνάμει του άρθρου 20, παράγραφος 2, της οδηγίας 2011/95, τα κράτη μέλη οφείλουν να παρέχουν το σύνολο των δικαιωμάτων αυτών στους αναγνωρισμένους πρόσφυγες, ενώ πρόσωπο το οποίο δεν έχει αναγνωριστεί (ακόμη) ως πρόσφυγας δεν απολαύει των δικαιωμάτων αυτών ( 49 ). Ομοίως, η εφαρμογή σε πρόσωπο που προηγουμένως έχει αναγνωριστεί ως πρόσφυγας ενός εκ των λόγω παύσεως ή αποκλεισμού που προβλέπονται στα άρθρα 11 και 12 της οδηγίας 2011/95 συνεπάγεται, δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας αυτής, τόσο τη λήξη ισχύος ή την ακυρότητα της αναγνωρίσεως αυτής όσο και την απώλεια των δικαιωμάτων που απέρρεαν από αυτήν.

    92.

    Ο εγγενής αυτός σύνδεσμος μεταξύ της αναγνωρίσεως της ιδιότητας του πρόσφυγα και της παροχής των δικαιωμάτων αυτών θα μπορούσε να συνιστά τον λόγο για τον οποίο ο ορισμός του «καθεστώτος πρόσφυγα», στο άρθρο 2, στοιχείο εʹ, της εν λόγω οδηγίας, παραπέμπει μόνο στην αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα, χωρίς μνεία στην επακόλουθη παροχή των δικαιωμάτων που συνδέονται με αυτήν.

    93.

    Αντιθέτως, στο άρθρο 14, παράγραφοι 4 και 5, της οδηγίας 2011/95 η σύνδεση μεταξύ της ιδιότητας του πρόσφυγα και της παροχής των εν λόγω δικαιωμάτων παύει να υφίσταται. Ενώ διατηρούν την ιδιότητα του πρόσφυγα, τα πρόσωπα στα οποία έχουν εφαρμογή οι διατάξεις αυτές δεν απολαύουν ή δεν απολαύουν πλέον των δικαιωμάτων που προβλέπονται στο κεφάλαιο VII της οδηγίας αυτής.

    94.

    Οι εκφράσεις «καθεστώς που χορηγήθηκε σε πρόσφυγα» και «καθεστώς σε πρόσφυγα», οι οποίες χρησιμοποιούνται στις διατάξεις των παραγράφων 4 και 5 του άρθρου 14 της οδηγίας 2011/95 αντίστοιχα, πρέπει να ερμηνευθούν υπό το πρίσμα των παρατηρήσεων αυτών. Κατά την άποψή μου, οι εκφράσεις αυτές έχουν, στο πλαίσιο αυτό, έννοια πιο στενή από εκείνη που απορρέει από το άρθρο 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας αυτής ( 50 ). Προσδιορίζουν μόνο την παροχή των δικαιωμάτων που μνημονεύονται στο κεφάλαιο VII της εν λόγω οδηγίας ( 51 ), χωρίς, εντούτοις, να θίγουν την αναγνώριση της ιδιότητας των ενδιαφερόμενων προσώπων ως προσφύγων.

    95.

    Κατά την άποψή μου, αυτή είναι η μόνη ερμηνεία η οποία καθιστά εφικτή τη διατήρηση της εσωτερικής συνεκτικότητας της οδηγίας αυτής και την πρακτική αποτελεσματικότητα των διατάξεών της.

    96.

    Πρώτον, εκτιμώ ότι η ερμηνεία ότι η έκφραση «καθεστώς σε πρόσφυγα» περιλαμβάνει την ίδια την αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα δεν συνάδει με το γράμμα και την οικονομία του άρθρου 14, παράγραφος 5, της οδηγίας 2011/95. Συναφώς, επισημαίνεται ότι η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή στους πρόσφυγες στους οποίους δεν έχει ακόμη χορηγηθεί κανένα καθεστώς. Τούτου λεχθέντος, αφορά όντως τους «πρόσφυγες», όπως ορίζονται στο άρθρο 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας αυτής, και όχι τους «αιτούντες» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο θʹ, της εν λόγω οδηγίας. Επιπλέον, το άρθρο 14, παράγραφος 5, της οδηγίας 2011/95 έχει εφαρμογή στα πρόσωπα των οποίων η ιδιότητα πρόσφυγα εξακριβώθηκε και, ως εκ τούτου, αναγνωρίστηκε από το κράτος μέλος ασύλου.

    97.

    Επομένως, όπως επισήμαναν η Βελγική και η Γαλλική Κυβέρνηση, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως επιτρέπουσα στα κράτη μέλη να αρνηθούν να εξετάσουν αίτηση χορηγήσεως ασύλου που κατατέθηκε σε αυτά, με σεβασμό των διαδικαστικών εγγυήσεων που προβλέπονται στην οδηγία 2013/32, καθώς και να αναγνωρίσουν, ενδεχομένως, την ιδιότητα του πρόσφυγα στον αιτούντα. Συναφώς, προσθέτω ότι το άρθρο 11, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής προβλέπει ότι κάθε απόφαση επί της αιτήσεως χορηγήσεως ασύλου κοινοποιείται γραπτώς στον ενδιαφερόμενο. Όπως επισήμανε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το πρόσωπο του οποίου το καθεστώς ανακαλείται πρέπει να μπορεί να αποδείξει τη συγκεκριμένη κατάστασή του σε περίπτωση διοικητικού ελέγχου, πράγμα που σημαίνει τη χορήγηση εγγράφου στο οποίο βεβαιώνεται η ιδιότητά του ως πρόσφυγα ( 52 ).

    98.

    Δεύτερον, το άρθρο 14, παράγραφος 4, της οδηγίας 2011/95 έχει εξ ορισμού εφαρμογή στους πρόσφυγες των οποίων η ιδιότητα έχει ήδη αναγνωριστεί. Όπως προεκτέθηκε, η εφαρμογή της διατάξεως αυτής δεν συνεπάγεται την απώλεια της ιδιότητας του πρόσφυγα. Υπό τις συνθήκες αυτές, θα στερούνταν κάθε λογικής η ερμηνεία ότι το «καθεστώς που χορηγήθηκε σε πρόσφυγα» κατά την έννοια της διατάξεως αυτής θα προσδιόριζε τόσο την αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα όσο και την παροχή των δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτήν. Συγκεκριμένα, όπως ο προσφεύγων της κύριας δίκης στην υπόθεση C‑77/17, δεν αντιλαμβάνομαι το νόημα που θα είχε η ανάκληση της αναγνωρίσεως αυτής χωρίς να τεθεί υπό αμφισβήτηση το αντικείμενό της –ήτοι η ιδιότητα του πρόσφυγα την οποία έχει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ( 53 ).

    99.

    Στο ίδιο πνεύμα, η UNHCR διευκρίνισε ότι οι λόγοι βάσει των οποίων μπορεί να κηρυχθεί ανίσχυρη απόφαση αναγνωρίσεως του καθεστώτος πρόσφυγα κατά την έννοια της Συμβάσεως της Γενεύης δεν περιλαμβάνουν τους λόγους που συνεπάγονται την απώλεια της προστασίας κατά της επαναπροωθήσεως δυνάμει του άρθρου 33, παράγραφος 2, της Συμβάσεως αυτής –οι οποίοι αντιστοιχούν στους προβλεπόμενους στο άρθρο 14, παράγραφοι 4 και 5, της οδηγίας 2011/95 λόγους ανακλήσεως και αρνήσεως χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα ( 54 ).

    100.

    Τρίτον, επισημαίνεται ότι οι πρόσφυγες κατά των οποίων κράτος μέλος εφαρμόζει τις διατάξεις του άρθρου 14, παράγραφοι 4 ή 5, της οδηγίας 2011/95 διατηρούν, λόγω της ιδιότητας του πρόσφυγα, το ευεργέτημα των δικαιωμάτων που προβλέπει η Σύμβαση της Γενεύης στα οποία παραπέμπει το άρθρο 14, παράγραφος 6. Πάντως, η αναγνώριση από κράτος μέλος του ευεργετήματος των δικαιωμάτων αυτών, ώστε να καθίσταται εφικτή η άσκησή τους, προϋποθέτει την αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα, χωρίς την οποία ο ενδιαφερόμενος δεν θα είναι δικαιούχος των εν λόγω δικαιωμάτων. Με άλλα λόγια, όπως κάθε αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα δεν συνοδεύεται από την παροχή του συνόλου των δικαιωμάτων που προβλέπονται στο κεφάλαιο VII της οδηγίας 2011/95, κάθε παροχή δικαιωμάτων που σχετίζονται με την ιδιότητα του πρόσφυγα σημαίνει ότι η ιδιότητα αυτή πρέπει να έχει αναγνωριστεί.

    101.

    Επιπλέον, η ερμηνεία που προτείνω παρέχει τη δυνατότητα να διασκεδαστούν οι ανησυχίες που εξέφρασε η UNHCR, ανταποκρίνεται δε στην ερμηνεία που η ίδια συνέστησε κατ’ επανάληψη. Κατά την UNHCR, για να αποφευχθεί η ερμηνεία στα κράτη μέλη των προβλεπόμενων στο άρθρο 14, παράγραφοι 4 και 5, της οδηγίας 2011/95 δυνατοτήτων κατά τρόπο που θεσπίζει νέους λόγους παύσεως και αποκλεισμού, παραγνωριζομένης της Συμβάσεως της Γενεύης, «η έκφραση “καθεστώς που χορηγήθηκε σε πρόσφυγα” θεωρείται, επομένως, ότι παραπέμπει στο άσυλο (“καθεστώς”) που χορηγείται από το κράτος και όχι στο καθεστώς [το οποίο προσδιορίζει στο πλαίσιο αυτό την ιδιότητα του] πρόσφυγα κατά την έννοια του άρθρου [1, Α, της Συμβάσεως αυτής] […] ( 55 )».

    102.

    Επομένως, εκτιμώ ότι οι εκφράσεις «καθεστώς που χορηγήθηκε σε πρόσφυγα» και «καθεστώς σε πρόσφυγα», κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 14, παράγραφοι 4 και 5, της οδηγίας 2011/95, προσδιορίζουν μόνο το ευεργέτημα των δικαιωμάτων που η οδηγία αυτή προβλέπει στο κεφάλαιό της VII ( 56 ), με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων που πρέπει να παρέχονται στους ενδιαφερόμενους πρόσφυγες δυνάμει της Συμβάσεως της Γενεύης ( 57 ).

    103.

    Θα εξετάσω εν συνεχεία το ζήτημα του κύρους των διατάξεων αυτών, όπως έχουν ερμηνευθεί και σε συνδυασμό με το άρθρο 14, παράγραφος 6 –το οποίο θα πρέπει να ερμηνευθεί προηγουμένως προκειμένου να απαντηθεί το ερώτημα αυτό–, με γνώμονα το άρθρο 18 του Χάρτη και το άρθρο 78, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

    Δ.   Ερμηνεία του άρθρου 14, παράγραφος 6, της οδηγίας 2011/95 και εξέταση του κύρους του άρθρου 14, παράγραφοι 4 έως 6, της οδηγίας αυτής

    104.

    Όπως υποστήριξαν η Βελγική Κυβέρνηση και το Κοινοβούλιο, η οδηγία 2011/95 συνιστά αυτοτελή πράξη, η οποία ανήκει στην έννομη τάξη της Ένωσης και δεν προορίζεται να μεταφέρει επίσημα σε αυτήν τη Σύμβαση της Γενεύης. Με την προοπτική αυτή, στο κεφάλαιο VII της εν λόγω οδηγίας, ενώ διευκρινίζεται ότι οι διατάξεις του κεφαλαίου αυτού δεν θίγουν τα δικαιώματα που προβλέπονται στη Σύμβαση της Γενεύης ( 58 ), καθορίζεται ένα σύνολο δικαιωμάτων, εκ των οποίων ορισμένα δεν κατοχυρώνονται στην εν λόγω Σύμβαση, ενώ άλλα αντιστοιχούν σε εκείνα που προβλέπει η ίδια Σύμβαση.

    105.

    Επομένως, αφενός, όπως επισήμανε η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, ορισμένες διατάξεις του κεφαλαίου VII της οδηγίας 2011/95 επιβάλλουν στα κράτη μέλη να παράσχουν στους πρόσφυγες δικαιώματα τα οποία δεν έχουν αντίστοιχα στη Σύμβαση της Γενεύης, όπως το δικαίωμα σε άδεια διαμονής, σε αναγνώριση των τίτλων, σε ιατρική περίθαλψη, καθώς και σε πρόσβαση σε υπηρεσίες κοινωνικής εντάξεως ( 59 ).

    106.

    Κατ’ εμέ, δεν χωρεί αμφιβολία ως προς το ότι, στο μέτρο που οι διατάξεις του κεφαλαίου VII της οδηγίας 2011/95 κατοχυρώνουν δικαιώματα διακριτά και αυτοτελή σε σχέση με εκείνα της Συμβάσεως της Γενεύης, ο νομοθέτης της Ένωσης μπορούσε επίσης, χωρίς να παραγνωρίσει τις απαιτήσεις συμβατότητας με τη Σύμβαση αυτή, να καθορίσει, μέσω άλλων αυτοτελών διατάξεων, τις περιστάσεις υπό τις οποίες ο πρόσφυγας μπορεί να στερηθεί τα δικαιώματα αυτά.

    107.

    Αφετέρου, το κεφάλαιο VII της οδηγίας αυτής περιλαμβάνει δικαιώματα τα οποία προβλέπονται επίσης στη Σύμβαση της Γενεύης. Πρόκειται, ειδικότερα, για τα δικαιώματα στη χορήγηση ταξιδιωτικού εγγράφου ( 60 ), στην ελεύθερη κυκλοφορία ( 61 ), στην πρόσβαση στην απασχόληση ( 62 ), σε κατάλυμα ( 63 ) και στην κοινωνική αρωγή ( 64 ).

    108.

    Κατά την άποψή μου, οι διατάξεις του άρθρου 14, παράγραφοι 4 και 5, της οδηγίας 2011/95 δεν αντιβαίνουν ούτε στο άρθρο 18 του Χάρτη ούτε στο άρθρο 78, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, επειδή επιτρέπουν τη στέρηση από τον πρόσφυγα των δικαιωμάτων που μνημονεύονται στο προηγούμενο σημείο, όταν αυτός συνιστά κίνδυνο για την ασφάλεια ή την κοινωνία κράτους μέλους, ενώ η Σύμβαση της Γενεύης δεν προβλέπει ρητώς τέτοια δυνατότητα.

    109.

    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, δυνάμει της Συμβάσεως της Γενεύης, τα δικαιώματα αυτά διασφαλίζονται μόνο για τους νομίμως διαμένοντες στο έδαφος του συμβαλλόμενου κράτους πρόσφυγες –εν αντιθέσει προς ό,τι ισχύει για άλλα προβλεπόμενα στη Σύμβαση αυτή δικαιώματα, τα οποία πρέπει να παρέχονται σε κάθε ευρισκόμενο στο εν λόγω έδαφος πρόσφυγα ( 65 ). Η Σύμβαση της Γενεύης δεν ορίζει την έννοια της νόμιμης διαμονής. Σε ερμηνευτικό σημείωμα, η UNHCR επισήμανε ότι το κριτήριο της νομιμότητας που περιέχεται στην έννοια αυτή παραπέμπει συνήθως στον σεβασμό των απαιτήσεων του εθνικού δικαίου των συμβαλλόμενων κρατών σχετικά με τις προϋποθέσεις εισδοχής και διαμονής, δεδομένου ότι η Σύμβαση της Γενεύης δεν ρυθμίζει τις προϋποθέσεις αυτές ( 66 ).

    110.

    Εν προκειμένω, η εφαρμογή από κράτος μέλος του άρθρου 14, παράγραφοι 4 ή 5, της οδηγίας 2011/95 έχει ιδίως ως αποτέλεσμα να στερεί από τον ενδιαφερόμενο πρόσφυγα την άδεια διαμονής την οποία δικαιούται κανονικά δυνάμει του άρθρου 24, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής. Κατά την άποψή μου, το κράτος μέλος μπορεί, χωρίς να παραβεί τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από τη Σύμβαση της Γενεύης, να θεωρήσει ότι ο συγκεκριμένος πρόσφυγας δεν διαμένει, ή δεν διαμένει πλέον, νόμιμα, στο έδαφός του, κατά την έννοια της Συμβάσεως αυτής και, επομένως, να του στερήσει τα προβλεπόμενα στην εν λόγω Σύμβαση δικαιώματα, τα οποία απολαύει βάσει της νομιμότητας της διαμονής του ( 67 ).

    111.

    Όπως επισήμαναν οι κυβερνήσεις και τα θεσμικά όργανα που υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, η προσέγγιση αυτή συνάδει με την οικονομία και τους σκοπούς της Συμβάσεως της Γενεύης. Συγκεκριμένα, τα άρθρα 32 και 33 της Συμβάσεως αυτής επιτρέπουν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, την απέλαση και την επαναπροώθηση πρόσφυγα ο οποίος συνιστά κίνδυνο για την ασφάλεια ή την κοινωνία της χώρας ασύλου. Μολονότι οι συντάκτες της Συμβάσεως της Γενεύης θέλησαν να λάβουν υπόψη, κατ’ αυτόν τον τρόπο, τα συμφέροντα των συμβαλλόμενων κρατών όσον αφορά τη διατήρηση της δημόσιας τάξεως και ασφάλειας, επιτρέποντας τη λήψη τόσο δραστικών μέτρων, η Σύμβαση της Γενεύης δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει η ίδια στα συμβαλλόμενα κράτη να θεωρούν ότι ένας τέτοιος πρόσφυγας δεν διαμένει, ή δεν διαμένει πλέον, νόμιμα στο έδαφός τους και, επομένως, δεν απολαύει, ή δεν απολαύει πλέον, των δικαιωμάτων των οποίων το ευεργέτημα η εν λόγω Σύμβαση επιφυλάσσει στους νομίμως διαμένοντες πρόσφυγες.

    112.

    Τούτου λεχθέντος, αφού ασκήσουν τις προβλεπόμενες στο άρθρο 14, παράγραφοι 4 ή 5, της οδηγίας 2011/95 δυνατότητες, τα κράτη μέλη παραμένουν υπόχρεα να διασφαλίζουν στους ενδιαφερόμενους πρόσφυγες τα δικαιώματα των οποίων απολαύει, βάσει της Συμβάσεως της Γενεύης, κάθε πρόσφυγας, ανεξαρτήτως της νομιμότητας της διαμονής του. Τα δικαιώματα αυτά αφορούν την απαγόρευση των δυσμενών διακρίσεων (άρθρο 3), τη θρησκευτική ελευθερία (άρθρο 4), την προστασία της κινητής και ακίνητης περιουσίας (άρθρο 13), την πρόσβαση στα δικαστήρια (άρθρο 16), το σύστημα δελτίου (άρθρο 20), την πρόσβαση στη δημόσια εκπαίδευση (άρθρο 22), τη συνδρομή από τις διοικητικές αρχές (άρθρο 25), τη χορήγηση δελτίων ταυτότητας (άρθρο 27), την απαγόρευση διακρίσεων όσον αφορά τις δημοσιονομικές επιβαρύνσεις (άρθρο 29), τη μη επιβολή ποινικών κυρώσεων λόγω παράνομης εισόδου ή διαμονής στη χώρα (άρθρο 31), καθώς και την προστασία κατά της απελάσεως (άρθρο 32) ή της επαναπροωθήσεως (άρθρο 33) ( 68 ).

    113.

    Υπό το πρίσμα αυτό, η UNHCR επισήμανε ότι, όταν τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τις δυνατότητες αυτές, «υποχρεούνται παρ’ όλα αυτά να παρέχουν τα δικαιώματα της [Συμβάσεως της Γενεύης] για τα οποία δεν απαιτείται νόμιμη διαμονή και για τα οποία δεν προβλέπεται εξαίρεση όσο ο πρόσφυγας παραμένει στη δικαιοδοσία του οικείου κράτους» ( 69 ). Η UNHCR επανέλαβε εκ νέου πρόσφατα, κατ’ ουσίαν, τη θέση αυτή στα σχόλιά της σχετικά με το σχέδιο κανονισμού που προορίζεται να αντικαταστήσει την οδηγία 2011/95 ( 70 ).

    114.

    Το άρθρο 14, παράγραφος 6, της οδηγίας 2011/95 πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα των ως άνω παρατηρήσεων. Η διάταξη αυτή προβλέπει ότι οι πρόσφυγες που αποτέλεσαν το αντικείμενο αποφάσεως ανακλήσεως ή αρνήσεως χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα, κατ’ εφαρμογήν των παραγράφων 4 ή 5 του άρθρου αυτού, εξακολουθούν, ενόσω βρίσκονται στο έδαφος κράτους μέλους, να απολαύουν «δικαιωμάτων που προβλέπονται ή είναι ανάλογα των προβλεπόμενων στα άρθρα 3, 4, 16, 22, 31, 32 και 33 της σύμβασης της Γενεύης».

    115.

    Οι προσφεύγοντες στις τρεις υποθέσεις των κύριων δικών αμφισβήτησαν το κύρος του άρθρου 14, παράγραφος 6, της οδηγίας 2011/95 υποστηρίζοντας ότι η διάταξη αυτή δεν μνημονεύει, στον κατάλογο των απαριθμούμενων σε αυτήν δικαιωμάτων, τα δικαιώματα που προβλέπονται στα άρθρα 13, 20, 25, 27 και 29 της Συμβάσεως της Γενεύης.

    116.

    Βάσει των αρχών που υπενθυμίζονται στα σημεία 66 και 67 των παρουσών προτάσεων, πρέπει να εξεταστεί αν είναι δυνατή η ερμηνεία του άρθρου 14, παράγραφος 6, της οδηγίας 2011/95, με σεβασμό της Συμβάσεως της Γενεύης, κατά τρόπο ώστε να διατηρηθεί το κύρος του με γνώμονα το πρωτογενές δίκαιο, καθώς και να διασφαλιστεί η επίτευξη του σκοπού της οδηγίας περί πλήρους εφαρμογής της εν λόγω Συμβάσεως.

    117.

    Σύμφωνα με τις αρχές αυτές, η εν λόγω διάταξη πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο που δεν θίγει την υποχρέωση που υπέχουν τα κράτη μέλη, βάσει της Συμβάσεως της Γενεύης, να διασφαλίζουν την άσκηση όλων των δικαιωμάτων των οποίων απολαύει, δυνάμει της εν λόγω Συμβάσεως, κάθε πρόσφυγας ευρισκόμενος στο έδαφος κράτους μέλους, ανεξάρτητα από τη νομιμότητα της διαμονής του.

    118.

    Εκτιμώ ότι το καθοριστικό στοιχείο για μια τέτοια σύμφωνη με τη Σύμβαση της Γενεύης ερμηνεία συνιστά η έκφραση «ή ανάλογα δικαιώματα» η οποία χρησιμοποιείται στο άρθρο 14, παράγραφος 6, της οδηγίας 2011/95.

    119.

    Η εμβέλεια και η έννοια της εκφράσεως αυτής δεν διευκρινίζονται ούτε στην οδηγία 2011/95 ούτε στις προπαρασκευαστικές εργασίες που προηγήθηκαν της εκδόσεώς της ή της εκδόσεως της οδηγίας 2004/83. Εξάλλου, από τις προπαρασκευαστικές αυτές εργασίες δεν προκύπτουν οι λόγοι για τους οποίους ο νομοθέτης δεν μνημόνευσε όλα τα σχετικά δικαιώματα που απορρέουν από τη Σύμβαση της Γενεύης στον κατάλογο που περιέχεται στο άρθρο 14, παράγραφος 6, της οδηγίας 2011/95.

    120.

    Υπό τις συνθήκες αυτές, από την εξέταση του γράμματος της διατάξεως αυτής, λαμβανομένων υπόψη του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται και των σκοπών που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος, όπως επιβάλλει η νομολογία ( 71 ), συνάγεται ότι αυτή έχει την έννοια ότι η έκφραση «ή είναι ανάλογα» προσδιορίζει δικαιώματα προβλεπόμενα στη Σύμβαση της Γενεύης των οποίων την απόλαυση οφείλουν να διασφαλίζουν τα κράτη μέλη, στους πρόσφυγες στους οποίους εφαρμόστηκε το άρθρο 14, παράγραφοι 4 ή 5, της οδηγίας 2011/95, επιπροσθέτως και όχι εναλλακτικώς προς εκείνα που απαριθμούνται ρητώς στο άρθρο 14, παράγραφος 6.

    121.

    Όσον αφορά το γράμμα του άρθρου 14, παράγραφος 6, της οδηγίας 2011/95, υπενθυμίζεται ότι, όπως ήδη διαπίστωσε το Δικαστήριο σε άλλες περιστάσεις, ο σύνδεσμος «ή» μπορεί, από γλωσσική άποψη, να έχει είτε εναλλακτική είτε σωρευτική έννοια. Πρέπει, επομένως, να ερμηνεύεται στην αλληλουχία εντός της οποίας χρησιμοποιείται και υπό το πρίσμα του σκοπού της επίμαχης πράξεως ( 72 ).

    122.

    Εν προκειμένω, εκτιμώ ότι η αλληλουχία και ο σκοπός της οδηγίας 2011/95 επιτάσσουν να αποδοθεί στον σύνδεσμο αυτόν σωρευτική έννοια. Συγκεκριμένα, όπως προεκτέθηκε, σκοπός του νομοθέτη της Ένωσης, με την έκδοση της οδηγίας αυτής, ήταν να διασφαλίσει την πλήρη εφαρμογή της Συμβάσεως της Γενεύης στα κράτη μέλη. Επομένως, αναμφίβολα ο νομοθέτης δεν υποκινήθηκε από την πρόθεση να αρνηθεί, στους πρόσφυγες τους οποίους αφορά το άρθρο 14, παράγραφοι 4 και 5, της οδηγίας 2011/95 το ευεργέτημα δικαιωμάτων τα οποία τα κράτη μέλη υποχρεούνται να τους παρέχουν δυνάμει της Συμβάσεως αυτής. Ο σκοπός αυτός επαναβεβαιώθηκε στις παρατηρήσεις που υπέβαλαν στο Δικαστήριο το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή ( 73 ).

    123.

    Πάντως, η απόδοση εναλλακτικής έννοιας στον σύνδεσμο «ή» στο άρθρο 14, παράγραφος 6, της οδηγίας 2011/95 θα είναι ασυμβίβαστη με έναν τέτοιο σκοπό στο μέτρο που θα σημαίνει ότι τα κράτη μέλη θα μπορούν να παρέχουν, κατά βούληση, στους ενδιαφερόμενους πρόσφυγες είτε τα δικαιώματα που προβλέπονται στα άρθρα 3, 4, 16, 22, 31, 32 και 33 της Συμβάσεως της Γενεύης είτε άλλα δικαιώματα με παρεμφερή εμβέλεια. Το αποτέλεσμα αυτό θα παραγνώριζε προδήλως τη Σύμβαση της Γενεύης, η οποία επιτάσσει να διασφαλίζονται τα δικαιώματα που προβλέπονται σε αυτήν, και δεν μπορεί να αρκεί η παροχή δικαιωμάτων «ανάλογων» με αυτά.

    124.

    Λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της πλήρους εφαρμογής της Συμβάσεως της Γενεύης που επιδιώκει η οδηγία 2011/95, εκτιμώ ότι η έκφραση «ή ανάλογα δικαιώματα» παραπέμπει αντιθέτως στα δικαιώματα τα οποία προστίθενται σε εκείνα στα οποία ρητώς παραπέμπει το άρθρο 14, παράγραφος 6, της οδηγίας αυτής, των οποίων την παροχή προβλέπει η εν λόγω Σύμβαση σε κάθε πρόσφυγα ευρισκόμενο στο έδαφος συμβαλλόμενου κράτους.

    125.

    Την ερμηνεία αυτή υποστηρίζει το γεγονός ότι ουδεμία εκ των κυβερνήσεων που υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, εξαιρουμένης της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου, επισήμανε την αναγκαιότητα στερήσεως από τα πρόσωπα αυτά ορισμένων εκ των δικαιωμάτων αυτών. Αντιθέτως, η Βελγική και η Τσεχική Κυβέρνηση υποστήριξαν, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η λειτουργία του άρθρου 14, παράγραφος 6, της οδηγίας 2011/95 είναι κατ’ ουσίαν να υπενθυμίζει στα κράτη μέλη, κατά τρόπο μη εξαντλητικό, τις διεθνείς υποχρεώσεις τους.

    126.

    Συναφώς, επισημαίνεται, ιδίως, ότι το δικαίωμα στη χορήγηση δελτίου ταυτότητας, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 27 της Συμβάσεως της Γενεύης, συνιστά, εξάλλου, προαπαιτούμενο για την άσκηση των δικαιωμάτων που προβλέπονται στην εν λόγω Σύμβαση, τα οποία το άρθρο 14, παράγραφος 6, της οδηγίας 2011/95 απαριθμεί ρητώς ( 74 ). Η άσκηση των δικαιωμάτων αυτών θα εμποδίζεται αν δεν χορηγηθεί στον ενδιαφερόμενο πρόσφυγα δελτίο ταυτότητας, το οποίο μπορεί, κατά τα λοιπά, να χρησιμεύει επίσης για τη βεβαίωση της ιδιότητάς του ως πρόσφυγα ( 75 ).

    127.

    Φρονώ ότι η παράλειψη συμπληρώσεως του προβλεπόμενου στο άρθρο 14, παράγραφος 6, της οδηγίας 2011/95 καταλόγου και η μη μνεία των άρθρων 13, 20, 25, 27 και 29 της Συμβάσεως της Γενεύης μπορούν επίσης να αποδοθούν στο γεγονός ότι, όπως υποστήριξαν η Βελγική και η Ολλανδική Κυβέρνηση, καθώς και το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, τα άρθρα αυτά μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο επιφυλάξεων βάσει του άρθρου 42, παράγραφος 1, της Συμβάσεως αυτής. Συγκεκριμένα, η διάταξη αυτή επιτρέπει στα συμβαλλόμενα κράτη μέλη να διατυπώσουν, κατά την υπογραφή ή την κύρωση της Συμβάσεως της Γενεύης ή κατά την προσχώρηση σε αυτήν, επιφυλάξεις επί των διατάξεων αυτής, «πλην των άρθρων 1, 3, 4, 16 (1), 33 και 36 μέχρι 46 συμπεριλαμβανομένου».

    128.

    Επομένως, φαίνεται ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να υπενθυμίσει στα κράτη μέλη τις σχετικές υποχρεώσεις τους βάσει της Συμβάσεως της Γενεύης, ως προς τις οποίες δεν μπορεί να διατυπωθεί καμία επιφύλαξη –ήτοι τα άρθρα 3, 4, 16 και 33 ( 76 )– υποχρεώνοντάς τα παράλληλα να παράσχουν στους ενδιαφερόμενους πρόσφυγες τα δικαιώματα που μνημονεύονται στα άρθρα 22 και 31 της Συμβάσεως αυτής, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαίτερης σημασίας που αποδίδει στα δικαιώματα αυτά η έννομη τάξη της Ένωσης ( 77 ). Αντιθέτως, τα άρθρα 13, 20, 25, 27 και 29 της εν λόγω Συμβάσεως δεν μνημονεύθηκαν ρητώς στο μέτρο που τα κράτη μέλη μπορούσαν να διατυπώσουν επιφυλάξεις επ’ αυτών ( 78 ), δεδομένου ότι η οδηγία 2011/95 δεν επηρεάζει την υποχρέωση των κρατών μελών να εγγυώνται τα προβλεπόμενα στα άρθρα αυτά δικαιώματα όταν δεν έχουν διατυπώσει τέτοιες επιφυλάξεις.

    129.

    Η εξήγηση αυτή πρέπει να νοηθεί σε σχέση με τον ελάχιστο χαρακτήρα του επιπέδου προστασίας που επιβάλλεται από το άρθρο 14, παράγραφος 6, της οδηγίας 2011/95. Δεδομένου ότι οι διατάξεις του άρθρου 14, παράγραφοι 4 και 5, καθιερώνουν απλώς δυνατότητες, τα κράτη μέλη μπορούν, εν πάση περιπτώσει, να παρέχουν στους πρόσφυγες σε σχέση με τους οποίους ασκούν τις δυνατότητες αυτές, δικαιώματα τα οποία εκτείνονται πέραν του κατωτάτου ορίου που προβλέπεται στο άρθρο 14, παράγραφος 6. Γενικότερα, το άρθρο 3 της οδηγίας 2011/95, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με την αιτιολογική της σκέψη 12, επιτρέπει στα κράτη μέλη να προβλέπουν απαιτήσεις πιο ευνοϊκές σε σχέση ιδίως με το περιεχόμενο της διεθνούς προστασίας, εφόσον είναι συμβατές με την εν λόγω οδηγία.

    130.

    Λαμβανομένων υπόψη των σκέψεων αυτών, εκτιμώ ότι το άρθρο 14, παράγραφος 6, της οδηγίας 2011/95 έχει την έννοια ότι κράτος μέλος το οποίο ασκεί τις προβλεπόμενες στις διατάξεις του άρθρου 14, παράγραφοι 4 ή 5, δυνατότητες υποχρεούται να παρέχει στον ενδιαφερόμενο πρόσφυγα, εκτός από τα μνημονευόμενα στα άρθρα 3, 4, 16, 22, 31, 32 και 33 της Συμβάσεως της Γενεύης δικαιώματα, τα άλλα δικαιώματα που η Σύμβαση αυτή εγγυάται σε κάθε πρόσφυγα ευρισκόμενο στο έδαφος συμβαλλόμενου κράτους, ήτοι τα προβλεπόμενα στα άρθρα 13, 20, 25, 27 και 29 της εν λόγω Συμβάσεως δικαιώματα, εφόσον το συγκεκριμένο κράτος μέλος δεν διατύπωσε επιφυλάξεις ως προς αυτά βάσει του άρθρου 42, παράγραφος 1, της εν λόγω Συμβάσεως.

    131.

    Επομένως, εκτιμώ ότι οι συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 14, παράγραφοι 4 έως 6, της οδηγίας 2011/95, όπως ερμηνεύονται στις παρούσες προτάσεις, δεν αντιβαίνουν στο άρθρο 18 του Χάρτη και στο άρθρο 78, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

    Ε.   Καταληκτικές παρατηρήσεις

    132.

    Για λόγους πληρότητας, διευκρινίζεται ότι το ως άνω συμπέρασμα αφορά αποκλειστικά το κύρος του άρθρου 14, παράγραφοι 4 έως 6, της οδηγίας 2011/95, στο μέτρο που καθιερώνει τη δυνατότητα των κρατών μελών να στερούν από ορισμένους πρόσφυγες δικαιώματα προβλεπόμενα στο κεφάλαιο VII της οδηγίας αυτής, με γνώμονα το άρθρο 18 του Χάρτη και το άρθρο 78, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο των υπό κρίση προδικαστικών παραπομπών, το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί μόνον επί του κύρους in abstracto της δυνατότητας αυτής με γνώμονα τις διατάξεις αυτές και, επομένως, οι παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο αφορούσαν μόνο το ζήτημα αυτό.

    133.

    Το συμπέρασμα αυτό δεν επηρεάζει την, κατά περίπτωση, αξιολόγηση της συμβατότητας με ορισμένα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στον Χάρτη της ασκήσεως από κράτος μέλος των προβλεπόμενων στο άρθρο 14, παράγραφοι 4 και 5, της εν λόγω οδηγίας δυνατοτήτων.

    134.

    Συναφώς, εκτίθενται τα τρία ακόλουθα παραδείγματα. Πρώτον, στην περίπτωση που κράτος μέλος θα στερούσε από πρόσφυγα, κατόπιν ασκήσεως των δυνατοτήτων αυτών, την πρόσβαση σε ιατρική περίθαλψη, αυτό θα μπορούσε να συνιστά παράβαση του άρθρου 35 του Χάρτη (δικαίωμα στην υγεία) ή ακόμη του άρθρου 2, παράγραφος 1 (δικαίωμα στη ζωή), στο μέτρο που θα έθετε σε κίνδυνο της ζωή του πρόσφυγα αυτού ή θα τον εξέθετε σε απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση, ή του άρθρου 4 του Χάρτη ( 79 ). Δεύτερον, στην περίπτωση που κράτος μέλος θα αποφάσιζε να απελάσει τον ενδιαφερόμενο πρόσφυγα προς τρίτη χώρα που θα ήταν διατεθειμένη να τον δεχθεί στο έδαφός της ( 80 ), το συγκεκριμένο κράτος μέλος θα έπρεπε να εξακριβώσει τη συμβατότητα ενός τέτοιου μέτρου με το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής που κατοχυρώνεται στο άρθρο 7 του Χάρτη ( 81 ). Τρίτον, μολονότι το άρθρο 15 του Χάρτη, σχετικά με την ελευθερία του επαγγέλματος και το δικαίωμα προς εργασία, ισχύει μόνο για τους υπηκόους τρίτων χωρών «που έχουν άδεια να εργάζονται στο έδαφος των κρατών μελών», δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η άρνηση, ιδίως, να επιτραπεί σε πρόσφυγα να ενταχθεί στην αγορά εργασίας μετά την αποφυλάκισή του, ενώ δεν μπορεί να απομακρυνθεί προς τρίτη χώρα και πρόκειται, επομένως, να παραμείνει επ’ αόριστον στο κράτος μέλος ασύλου, να μπορεί, αναλόγως των περιστάσεων, να συνιστά παράβαση του άρθρου 7 του Χάρτη. Κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ, το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, στο οποίο αντιστοιχεί το άρθρο 7 του Χάρτη, περιλαμβάνει, συγκεκριμένα, την κοινωνική ταυτότητα, καθώς και τις προσωπικές, κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις που συνιστούν την ιδιωτική ζωή κάθε ανθρώπου ( 82 ).

    V. Πρόταση

    135.

    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα ερωτήματα του Conseil du contentieux des étrangers (συμβουλίου επιλύσεως ένδικων διαφορών αλλοδαπών, Βέλγιο) στις υποθέσεις C‑77/17 και C‑78/17 και του Nejvyšší správní soud (Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου, Τσεχική Δημοκρατία) στην υπόθεση C‑391/16 ως εξής:

    1)

    Το άρθρο 14, παράγραφος 4, της οδηγίας 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας, έχει την έννοια ότι η διάταξη αυτή επιτρέπει στα κράτη μέλη να ανακαλούν, να τερματίζουν ή να αρνούνται να ανανεώσουν την απόφαση με την οποία χορήγησαν τα προβλεπόμενα στο κεφάλαιο VII της οδηγίας αυτής δικαιώματα στους πρόσφυγες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως, χωρίς η απόφαση αυτή να επηρεάζει την ιδιότητα αυτών ως προσφύγων ή να καθιστά ανίσχυρη την απόφαση με την οποία τους αναγνωρίστηκε η ιδιότητα αυτή.

    2)

    Το άρθρο 14, παράγραφος 5, της οδηγίας 2011/95 έχει την έννοια ότι η διάταξη αυτή επιτρέπει στα κράτη μέλη να αρνούνται να χορηγήσουν τα προβλεπόμενα στο κεφάλαιο VII της οδηγίας αυτής δικαιώματα στους πρόσφυγες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως, χωρίς μια τέτοια άρνηση να θίγει την ιδιότητα αυτών ως προσφύγων ή την υποχρέωση των κρατών μελών να εξετάσουν την αίτηση χορηγήσεως διεθνούς προστασίας αυτών με σεβασμό των απαιτήσεων που απορρέουν από την οδηγία 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

    3)

    Το άρθρο 14, παράγραφος 6, της οδηγίας 2011/95 έχει την έννοια ότι, όταν κράτος μέλος ασκεί τις προβλεπόμενες στις παραγράφους 4 και 5 του άρθρου αυτού δυνατότητες, το συγκεκριμένο κράτος μέλος παραμένει υπόχρεο να διασφαλίζει στους ενδιαφερόμενους πρόσφυγες, για όσο διάστημα αυτοί βρίσκονται στο έδαφός του, όχι μόνο τα δικαιώματα που προβλέπονται στα άρθρα 3, 4, 16, 22, 31, 32 και 33 της Συμβάσεως περί του καθεστώτος των προσφύγων, που υπογράφτηκε στη Γενεύη στις 28 Ιουλίου 1951, αλλά και τα δικαιώματα που προβλέπονται στα άρθρα 13, 20, 25, 27 και 29 της Συμβάσεως αυτής, εφόσον το εν λόγω κράτος μέλος δεν έχει διατυπώσει επιφυλάξεις επί των διατάξεων αυτών βάσει του άρθρου 42, παράγραφος 1, της εν λόγω Συμβάσεως.

    4)

    Από την εξέταση του άρθρου 14, παράγραφοι 4 έως 6, της οδηγίας 2011/95 δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να επηρεάσει το κύρος του.


    ( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

    ( 2 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (ΕΕ 2011, L 337, σ. 9).

    ( 3 ) Η Σύμβαση περί του καθεστώτος των προσφύγων υπογράφτηκε στη Γενεύη στις 28 Ιουλίου 1951 [Recueil des traités des Nations unies, τόμος 189, σ. 137, αριθ. 2545 (1954)] και τέθηκε σε ισχύ στις 22 Απριλίου 1954. Συμπληρώθηκε και τροποποιήθηκε με το πρωτόκολλο σχετικά με το καθεστώς των προσφύγων, το οποίο συνήφθη στη Νέα Υόρκη στις 31 Ιανουαρίου 1967 και τέθηκε σε ισχύ στις 4 Οκτωβρίου 1967.

    ( 4 ) Στο άρθρο 1, Α, παράγραφος 2, της Συμβάσεως της Γενεύης διευκρινίζεται ότι τέτοιοι φόβοι πρέπει να αποτελούν συνέπεια γεγονότων επελθόντων προ της 1ης Ιανουαρίου 1951. Δυνάμει του άρθρου 1 του πρωτοκόλλου της Νέας Υόρκης, τα συμβαλλόμενα κράτη εφαρμόζουν, εντούτοις, τις διατάξεις της εν λόγω Συμβάσεως χωρίς να λαμβάνουν υπόψη την ως άνω ημερομηνία-ορόσημο.

    ( 5 ) Οδηγία του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για θέσπιση ελάχιστων απαιτήσεων για την αναγνώριση και το καθεστώς των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως προσφύγων ή ως προσώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας για άλλους λόγους (ΕΕ 2004, L 304, σ. 12).

    ( 6 ) Moniteur belge της 31ης Δεκεμβρίου 1980, σ. 14584.

    ( 7 ) Το περιεχόμενο του άρθρου 14, παράγραφοι 4 έως 6, της οδηγίας 2004/83 είναι ταυτόσημο με εκείνο των αντίστοιχων διατάξεων της οδηγίας 2011/95.

    ( 8 ) UNHCR, Commentaires annotés du HCR sur la [directive 2004/83], 28 Ιανουαρίου 2005, διατίθεται στη διεύθυνση http://www.refworld.org/docid/44ca0d504.html, σ. 31 και 32.

    ( 9 ) UNHCR comments on the European Commission’s proposal for a Directive of the European Parliament and of the Council on minimum standards for the qualification and status of third country nationals or stateless persons as beneficiaries of international protection and the content of the protection granted [COM(2009) 551, της 21ης Οκτωβρίου 2009)], διατίθεται στη διεύθυνση http://www.refworld.org/docid/4c503db52.html, σ. 13 και 14.

    ( 10 ) Βλ. σημείο 33 των παρουσών προτάσεων.

    ( 11 ) ECRE, European Legal Network on Asylum (ELENA), The Impact of the Qualification Directive on International Protection, Οκτώβριος 2008, σ. 25, διατίθεται στη διεύθυνση http://www.refworld.org/docid/4908758d2.html.

    ( 12 ) International Association of Refugee Law Judges, A Manual for Refugee Law Judges relating to European Council Qualification Directive 2004/38/EC and European Council Procedures Directive 2005/85/EC, 2007, σ. 30 και 31.

    ( 13 ) Επισημαίνεται ότι η γαλλική απόδοση της οδηγίας 2011/95 κάνει λόγο για «motifs raisonnables» στο άρθρο 14, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, ενώ ομιλεί για «raisons sérieuses» στο άρθρο 21, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής. Οι αποδόσεις στη βουλγαρική και τσεχική γλώσσα περιέχουν επίσης μια τέτοια διάκριση. Εντούτοις, οι άλλες γλωσσικές αποδόσεις δεν αντικατοπτρίζουν μια τέτοια διάκριση.

    ( 14 ) Από την απόφαση της 24ης Ιουνίου 2015, H. T. (C‑373/13, EU:C:2015:413, σκέψη 75) προκύπτει ότι το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 21, παράγραφος 2, και του άρθρου 14, παράγραφοι 4 και 5, της οδηγίας 2011/95 είναι λιγότερο ευρύ από εκείνο του άρθρου 24, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, το οποίο επιτρέπει την ανάκληση της άδειας διαμονής πρόσφυγα μόνο για «επιτακτικούς λόγους εθνικής ασφάλειας ή δημόσιας τάξεως». Κατά το Δικαστήριο, τέτοιοι «επιτακτικοί λόγοι» έχουν ευρύτερο περιεχόμενο από τους «εύλογους λόγους» που μνημονεύονται στο άρθρο 21, παράγραφος 2, της οδηγίας 2011/95 –και, επομένως, από τους «εύλογους λόγους» που απαιτούνται για την εφαρμογή του άρθρου της 14, παράγραφοι 4 και 5, του οποίου το πεδίο εφαρμογής συμπίπτει με εκείνο του άρθρου της 21, παράγραφος 2.

    ( 15 ) Βλ. αποφάσεις της 5ης Απριλίου 2016, Aranyosi και Căldăraru (C‑404/15 και C‑659/15 PPU, EU:C:2016:198, σκέψη 85)· της 6ης Σεπτεμβρίου 2016, Petruhhin (C‑182/15, EU:C:2016:630, σκέψη 56), και της 24ης Απριλίου 2018, MP (επικουρική προστασία θύματος προγενέστερων βασανιστηρίων) (C‑353/16, EU:C:2018:276, σκέψη 36).

    ( 16 ) ΕΕ 2007, C 303, σ. 24.

    ( 17 ) Δυνάμει του άρθρου 52, παράγραφος 3, του Χάρτη, στον βαθμό που αυτός περιλαμβάνει δικαιώματα που αντιστοιχούν σε δικαιώματα τα οποία διασφαλίζονται στην ΕΣΔΑ, η έννοια και η εμβέλειά τους είναι ίδιες με εκείνες που τους αποδίδει η εν λόγω Σύμβαση. Η διάταξη αυτή δεν εμποδίζει το δίκαιο της Ένωσης να παρέχει ευρύτερη προστασία.

    ( 18 ) Βλ., ιδίως, αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 7ης Ιουλίου 1989, Soering κατά Ηνωμένου Βασιλείου (CE:ECHR:1989:0707JUD001403888 §§ 90 και 91)· της 15ης Νοεμβρίου 1996, Chahal κατά Ηνωμένου Βασιλείου (CE:ECHR:1996:1115JUD002241493 §§ 74 και 80), και της 17ης Δεκεμβρίου 1996, Ahmed κατά Αυστρίας (CE:ECHR:1996:1217JUD002596494 §§ 39 και 41).

    ( 19 ) Η πράξη αυτή, της οποίας το άρθρο 7 απαγορεύει τα βασανιστήρια και τις σκληρές, απάνθρωπες ή εξευτελιστικές ποινές ή μεταχειρίσεις, εγκρίθηκε στη Νέα Υόρκη στις 16 Δεκεμβρίου 1966 και τέθηκε σε ισχύ στις 23 Μαρτίου 1976. Όλα τα κράτη μέλη έχουν προσχωρήσει σε αυτήν. Βλ. observation générale No 31 [80] du Comité des droits de l’homme relative à la nature de l’obligation juridique générale imposée aux États parties au Pacte, 29 Μαρτίου 2004, σημείο 12, CCPR/C/21/Rev.1/Add.13.

    ( 20 ) Η σύμβαση αυτή, της οποίας το άρθρο 3 προβλέπει την επίμαχη απαγόρευση, εγκρίθηκε στη Νέα Υόρκη στις 10 Δεκεμβρίου 1984 και τέθηκε σε ισχύ στις 26 Ιουνίου 1987. Όλα τα κράτη μέλη έχουν προσχωρήσει σε αυτήν.

    ( 21 ) Κατά την άποψή μου, υπ’ αυτή τη στενή έννοια πρέπει να νοηθεί η σκέψη 43 της αποφάσεως της 24ης Ιουνίου 2015, H. T. (C‑373/13, EU:C:2015:413), στην οποία το Δικαστήριο αναγνώρισε τη δυνατότητα των κρατών μελών να επαναπροωθήσουν πρόσφυγα ο οποίος πληροί τις προβλεπόμενες στο άρθρο 21, παράγραφος 2, της οδηγίας 2011/95 προϋποθέσεις, με την επιφύλαξη του σεβασμού των διεθνών υποχρεώσεών τους που μνημονεύονται στο άρθρο 21, παράγραφος 1, καθώς και των υποχρεώσεών τους βάσει του Χάρτη.

    ( 22 ) Βλ. απόφαση της 17ης Ιουλίου 2014, Qurbani (C‑481/13, EU:C:2014:2101, σκέψεις 23 έως 25). Το Δικαστήριο έκρινε στην απόφαση αυτή ότι, εφόσον η Ένωση δεν ανέλαβε το σύνολο των αρμοδιοτήτων που ασκούσαν προηγουμένως τα κράτη μέλη στον τομέα εφαρμογής της Συμβάσεως της Γενεύης, οι διατάξεις της δεν έχουν ως αποτέλεσμα να δεσμεύουν την Ένωση κατά την έννοια της νομολογίας που διαμορφώθηκε με τις αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 1972, International Fruit Company κ.λπ. (21/72 έως 24/72, EU:C:1972:115, σκέψη 18)· της 3ης Ιουνίου 2008, Intertanko κ.λπ. (C‑308/06, EU:C:2008:312, σκέψη 48), και της 4ης Μαΐου 2010, TNT Express Nederland (C‑533/08, EU:C:2010:243, σκέψη 62).

    ( 23 ) Κάποια αναλογία μπορεί να διαπιστωθεί με την ιδιαίτερη σημασία που έχει η ΕΣΔΑ στην έννομη τάξη της Ένωσης, μολονότι η Ένωση δεν έχει προσχωρήσει σε αυτήν. Όπως προκύπτει από το άρθρο 6, παράγραφος 3, ΣΕΕ, «[τ]α θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται από την [ΕΣΔΑ] και όπως απορρέουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, αποτελούν μέρος των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης». Πριν από την έκδοση του Χάρτη ως δεσμευτικής πράξεως, το Δικαστήριο κλήθηκε να εξετάσει το κύρος διατάξεων του παραγώγου δικαίου με γνώμονα το άρθρο αυτό, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της ΕΣΔΑ. Βλ., ιδίως, αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 2005, Alliance for Natural Health κ.λπ. (C‑154/04 και C‑155/04, EU:C:2005:449, σκέψη 130), και της 26ης Ιουνίου 2007, Ordre des barreaux francophones et germanophone κ.λπ. (C‑305/05, EU:C:2007:383, σκέψεις 26 και 29).

    ( 24 ) Βλ. άρθρο 9, παράγραφος 1, άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, άρθρο 14, παράγραφος 6, και άρθρο 25, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/95.

    ( 25 ) Βλ., ιδίως, άρθρο 2, στοιχείο δʹ, άρθρο 11, άρθρο 12, παράγραφος 2, καθώς και άρθρο 21, παράγραφος 2, της οδηγίας 2011/95.

    ( 26 ) Βλ., ιδίως, αποφάσεις της 2ας Μαρτίου 2010, Salahadin Abdulla κ.λπ (C‑175/08, C‑176/08, C‑178/08 και C‑179/08, EU:C:2010:105, σκέψεις 51 και 54)· της 17ης Ιουνίου 2010, Bolbol (C‑31/09, EU:C:2010:351, σκέψεις 36 έως 38)· της 9ης Νοεμβρίου 2010, B και D (C‑57/09 και C‑101/09, EU:C:2010:661, σκέψεις 76 έως 78)· της 5ης Σεπτεμβρίου 2012, Y και Z (C‑71/11 και C‑99/11, EU:C:2012:518, σκέψεις 47 και 48)· της 19ης Δεκεμβρίου 2012, Abed El Karem El Kott κ.λπ. (C‑364/11, EU:C:2012:826, σκέψεις 42 και 43)· της 1ης Μαρτίου 2016, Alo και Osso (C‑443/14 και C‑444/14, EU:C:2016:127, σκέψεις 28 έως 30), και της 31ης Ιανουαρίου 2017, Lounani (C‑573/14, EU:C:2017:71, σκέψεις 41 και 42).

    ( 27 ) Βλ., ιδίως, αποφάσεις της 10ης Σεπτεμβρίου 1996, Επιτροπή κατά Γερμανίας (C‑61/94, EU:C:1996:313, σκέψη 52)· της 16ης Σεπτεμβρίου 2010, Χατζή (C‑149/10, EU:C:2010:534, σκέψη 43), και της 31ης Ιανουαρίου 2013, McDonagh (C‑12/11, EU:C:2013:43, σκέψη 44).

    ( 28 ) Απόφαση της 17ης Ιουλίου 2014, Qurbani (C‑481/13, EU:C:2014:2101, σκέψη 24).

    ( 29 ) Απόφαση της 17ης Ιουνίου 2010 (C‑31/09, EU:C:2010:351, σκέψεις 42 έως 52). Βλ., επίσης, προτάσεις της γενικής εισαγγελέα E. Sharpston στην υπόθεση Bolbol (C‑31/09, EU:C:2010:119, σημεία 36 έως 90).

    ( 30 ) Απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2012 (C‑364/11, EU:C:2012:826, σκέψεις 46 έως 65). Βλ., επίσης, προτάσεις της γενικής εισαγγελέα E. Sharpston στην υπόθεση Abed El Karem El Kott κ.λπ. (C‑364/11, EU:C:2012:569, σημεία 22 έως 24).

    ( 31 ) Επισημαίνεται ότι, μολονότι το Διεθνές Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ερμηνεύει τη Σύμβαση της Γενεύης, δυνάμει της προβλεπόμενης στο άρθρο 38 της εν λόγω Συμβάσεως ρήτρας διαιτησίας, το Διεθνές Δικαστήριο δύναται να επιληφθεί υποθέσεως μόνο στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ συμβαλλόμενων στην εν λόγω Σύμβαση κρατών [βλ., επίσης, άρθρο 34, παράγραφος 1, και άρθρο 36, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του Οργανισμού του Διεθνούς Δικαστηρίου, της 26ης Ιουνίου 1945 (Recueil des traités des Nations unies, τόμος 1, σ. XVI)]. Το Διεθνές Δικαστήριο δεν είχε ακόμη την ευκαιρία να αποφανθεί επί των ζητημάτων ερμηνείας της Συμβάσεως της Γενεύης που εγείρονται εν προκειμένω. Υπό τις συνθήκες αυτές, η αναγνώριση στο Δικαστήριο αρμοδιότητας για την παρεμπίπτουσα ερμηνεία της εν λόγω Συμβάσεως κατά την άσκηση των καθηκόντων του ερμηνείας και ελέγχου του κύρους πράξεων του παραγώγου δικαίου σε θέματα κοινής πολιτικής στον τομέα του ασύλου με γνώμονα το πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης, είναι απαραίτητη προκειμένου να μπορέσει να ασκήσει πλήρως τα καθήκοντα αυτά.

    ( 32 ) Βλ., ιδίως, σημεία 109 έως 113 των παρουσών προτάσεων.

    ( 33 ) Συνήφθη στις 23 Μαΐου 1969 (Recueil des traités des Nations unies, τόμος 1155, σ. 331). Μολονότι η Σύμβαση της Βιέννης περί του δικαίου των Συνθηκών δεν δεσμεύει ούτε την Ένωση ούτε όλα τα κράτη μέλη, σε σειρά διατάξεων της Συμβάσεως αυτής αντανακλώνται οι κανόνες του εθιμικού διεθνούς δικαίου, οι οποίοι, αυτοί καθ’ εαυτούς, δεσμεύουν τα όργανα της Ένωσης και αποτελούν μέρος της έννομης τάξεώς της [απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 2010, Brita (C‑386/08, EU:C:2010:91, σκέψεις 42 και 43 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία)]. Βλ., επίσης, απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2016, SECIL (C‑464/14, EU:C:2016:896, σκέψη 94).

    ( 34 ) Η εντολή της UNHCR εκτείνεται, ιδίως, στην επίβλεψη της εφαρμογής των διατάξεων της Συμβάσεως της Γενεύης [βλ. Καταστατικό του Γραφείου του Ύπατου Αρμοστή του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες, εγκριθέν από τη Γενική Συνέλευση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών στις 14 Δεκεμβρίου 1950, A/RES/428, σημείο 8, στοιχείο aʹ, καθώς και άρθρο 35 της Συμβάσεως της Γενεύης]. Εξάλλου, κατά την αιτιολογική σκέψη 22 της οδηγίας 2011/95, «[ο]ι διαβουλεύσεις με την [UNHCR] μπορεί να παρέχουν πολύτιμες οδηγίες προς τα κράτη μέλη για τη χορήγηση ή μη του καθεστώτος πρόσφυγα σύμφωνα με το άρθρο 1 της σύμβασης της Γενεύης». Βλ., συναφώς, προτάσεις της γενικής εισαγγελέα E. Sharpston στην υπόθεση Bolbol (C‑31/09, EU:C:2010:119, σημείο 16 και υποσημείωση 20).

    ( 35 ) Το Nejvyšší správní soud (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο) πρόσθεσε το άρθρο 6, παράγραφος 3, ΣΕΕ στις διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου με γνώμονα τις οποίες θέτει το ερώτημα που αφορά το κύρος των επίμαχων διατάξεων. Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, με την προσθήκη αυτή, το αιτούν δικαστήριο θέλησε να προσδιορίσει τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών που απορρέουν από τη Σύμβαση της Γενεύης, στην οποία όλα τα κράτη μέλη είναι συμβαλλόμενη μέρη. Στο μέτρο που ο σεβασμός της Συμβάσεως της Γενεύης επιβάλλεται επίσης από το άρθρο 18 του Χάρτη και το άρθρο 78, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, η εξέταση του κύρους του άρθρου 14, παράγραφοι 4 έως 6, της οδηγίας 2011/95 με γνώμονα αυτές τις διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου συνεπάγεται επίσης την εξέταση της συμφωνίας του άρθρου αυτού με το άρθρο 6, παράγραφος 3, ΣΕΕ.

    ( 36 ) Βλ. σημεία 33 και 47 των παρουσών προτάσεων.

    ( 37 ) Βλ. Καταστατικό του Γραφείου του Ύπατου Αρμοστή του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες, εγκριθέν από τη Γενική Συνέλευση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών στις 14 Δεκεμβρίου 1950, A/RES/428, σημείο 6 B.

    ( 38 ) Βλ. σημεία 112 έως 130 των παρουσών προτάσεων.

    ( 39 ) Συγκεκριμένα, στην απόδοση στη γερμανική γλώσσα, «einem Flüchtling eine Rechtsstellung nicht zuzuerkennen», και, στην απόδοση στην αγγλική γλώσσα, «not to grant status to a refugee»,. Βλ., επίσης, τις αποδόσεις στη δανική, στην ελληνική, στην ιταλική, στη λεττονική, στη μαλτέζικη, στην ολλανδική, στην πορτογαλική, στη σλοβακική, στη σλοβενική και στη σουηδική γλώσσα.

    ( 40 ) Βλ., ιδίως, απόφαση της 1ης Μαρτίου 2016, Alo και Osso (C‑443/14 και C‑444/14, EU:C:2016:127, σκέψη 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    ( 41 ) Όπως επιβεβαιώνει το γράμμα του άρθρου 11 της οδηγίας 2011/95, το πρόσωπο το οποίο αφορούν οι περιπτώσεις αυτές «παύει να είναι πρόσφυγας». Μολονότι η απόδοση του άρθρου 12 της οδηγίας αυτής στη γαλλική γλώσσα δεν είναι, όπως ορισμένες άλλες γλωσσικές αποδόσεις, τόσο μονοσήμαντη, στο μέτρο που παραπέμπει στον αποκλεισμό από το «statut de réfugié» («καθεστώς πρόσφυγα»), η απόδοση στην αγγλική γλώσσα χρησιμοποιεί την έκφραση «excluded from being a refugee». Άλλες γλωσσικές αποδόσεις, όπως αυτές στην ισπανική, στην πορτογαλική και στη σουηδική γλώσσα, χρησιμοποιούν παρεμφερείς διατυπώσεις. Εξάλλου, το άρθρο 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95 ρητώς εξαρτά την ιδιότητα του πρόσφυγα από την έλλειψη εφαρμογής λόγου αποκλεισμού βάσει του άρθρου 12 της οδηγίας αυτής.

    ( 42 ) Αντιθέτως, όταν διέπραξε ένα τέτοιο έγκλημα εκτός της χώρας ασύλου πριν γίνει δεκτός ως πρόσφυγας σε αυτήν, ο ενδιαφερόμενος αποκλείεται από το καθεστώς πρόσφυγα δυνάμει του άρθρου 12, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 1 ΣΤ, στοιχείο βʹ, της Συμβάσεως της Γενεύης. Συναφώς, βλ., επίσης, Additional UNHCR Observations on Article 33(2) of the 1951 Convention in the Context of the Draft Qualification Directive, Δεκέμβριος 2002, διατίθεται στη διεύθυνση l’adresse http://www.refworld.org/docid/437c6e874.html, σημείο 6.

    ( 43 ) Βλ. UNHCR, Commentaires annotés du HCR sur la [directive 2004/83], 28 Ιανουαρίου 2005, διατίθεται στη διεύθυνση http://www.refworld.org/docid/44ca0d504.html, σ. 32, προαναφέρθηκε στο σημείο 33 των παρουσών προτάσεων. Βλ., επίσης, απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2010, B και D (C‑57/09 και C‑101/09, EU:C:2010:661, σκέψεις 101 και 104).

    ( 44 ) Βλ. UNHCR, The Cessation Clauses: Guidelines on their Application, Απρίλιος 1999, διατίθεται στη διεύθυνση http://www.refworld.org/pdfid/3c06138c4.pdf, σημείο 2· UNHCR, Principes directeurs sur la protection internationale no 5 – Application des clauses d’exclusion: article 1F de la [convention de Genève], 4 Σεπτεμβρίου 2003, HCR/GIP/03/05, διατίθεται στη διεύθυνση http://www.refworld.org/docid/4110bc314.html, σημείο 3, και UNHCR, Note d’information sur l’application des clauses d’exclusion: article 1F de la [convention de Genève], 4 Σεπτεμβρίου 2003, διατίθεται στη διεύθυνση http://www.refworld.org/docid/4110d7334.html, σημείο 7.

    ( 45 ) Ένα έγγραφο της UNHCR [Additional UNHCR Observations on Article 33(2) of the 1951 Convention in the Context of the Draft Qualification Directive, Δεκέμβριος 2002, διατίθεται στη διεύθυνση http://www.refworld.org/docid/437c6e874.html, σημείο 1] αναφέρει, όπως επισήμανε επίσης η Γαλλική Κυβέρνηση, ότι ο νομοθέτης είχε εξετάσει το ενδεχόμενο, στο πλαίσιο των προπαρασκευαστικών εργασιών που προηγήθηκαν της εκδόσεως της οδηγίας 2004/83, να περιλάβει τους λόγους που μνημονεύονται στο άρθρο 14, παράγραφοι 4 και 5, της οδηγίας αυτής στους λόγους παύσεως της ιδιότητας του πρόσφυγα και αποκλεισμού από αυτήν. Εντούτοις, η προσέγγιση αυτή δεν υιοθετήθηκε, προφανώς λόγω των απαιτήσεων που απορρέουν από τη Σύμβαση της Γενεύης. Συναφώς, βλ. επίσης, Hailbronner, K., και Thym, D., EU Immigration and Asylum Law: A Commentary, 2η έκδοση, C. H. Beck – Hart – Nomos, 2016, σ. 1202 και 1203.

    ( 46 ) Σχετικά με την απόκλιση μεταξύ των γλωσσικών αποδόσεων του άρθρου 14, παράγραφος 5, της οδηγίας 2011/95, βλ. σημείο 76 των παρουσών προτάσεων.

    ( 47 ) Η διαδικασία αυτή πρέπει να διεξάγεται σύμφωνα με τους κανόνες που προβλέπονται στην οδηγία 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (ΕΕ 2013, L 180, σ. 60).

    ( 48 ) Βλ. άρθρο 23, παράγραφος 4, άρθρο 24, παράγραφος 1, και άρθρο 25, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/95.

    ( 49 ) Εντούτοις, η οδηγία 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία (ΕΕ 2013, L 180, σ. 96) επιβάλλει στα κράτη μέλη να εγγυώνται ορισμένα ελάχιστα δικαιώματα στους αιτούντες διεθνή προστασία.

    ( 50 ) Συναφώς, κατά την αιτιολογική σκέψη 32 της οδηγίας 2011/95, «[ό]πως αναφέρεται στο άρθρο 14, ο όρος “καθεστώς” μπορεί επίσης να περιλαμβάνει το καθεστώς πρόσφυγα». Μολονότι είναι δύσκολο να συναχθεί εντεύθεν μονοσήμαντη έννοια, εκτιμώ ότι η συγκεκριμένη αιτιολογική σκέψη επιβεβαιώνει ότι ο νομοθέτης θέλησε να αποδώσει στον όρο «καθεστώς» που χρησιμοποιείται στο άρθρο 14, παράγραφοι 4 και 5, της οδηγίας αυτής έννοια σε κάποιον βαθμό διακριτή από εκείνη που έχει στο άρθρο 2, στοιχείο εʹ, της εν λόγω οδηγίας.

    ( 51 ) Ειδικότερα, η εφαρμογή του άρθρου 14, παράγραφος 4 ή 5, της οδηγίας 2011/95 συνεπάγεται την απώλεια του δικαιώματος σε άδεια διαμονής, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 24, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής. Ως εκ τούτου, οι ενδιαφερόμενοι πρόσφυγες μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο αποφάσεως επιστροφής και, ενδεχομένως, να απελαθούν προς τρίτη χώρα όπου δεν κινδυνεύουν να υποστούν διώξεις ή σοβαρή βλάβη κατά την έννοια του άρθρου 15 της οδηγίας 2011/95, ήτοι θανατική ποινή ή εκτέλεση, βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, καθώς και σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου λόγω αδιάκριτης ασκήσεως βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης συρράξεως [βλ. απόφαση της 24ης Ιουνίου 2015, H. T. (C‑373/13, EU:C:2015:413, σκέψη 43)], εφόσον μια τέτοια τρίτη χώρα είναι διατεθειμένη να τους δεχθεί. Επομένως, τα κράτη μέλη πρέπει να σέβονται τις προβλεπόμενες για τον σκοπό αυτόν εγγυήσεις στο άρθρο 32 της Συμβάσεως της Γενεύης (βλ. σημεία 112 επ. των παρουσών προτάσεων). Επιπλέον, οι πρόσφυγες που μνημονεύονται στο άρθρο 14, παράγραφοι 4 και 5, της οδηγίας 2011/95 χάνουν το ευεργέτημα των άλλων δικαιωμάτων που προβλέπονται στο κεφάλαιο VII της οδηγίας αυτής. Υπ’ αυτή την έννοια, η κατάστασή τους διαφέρει από εκείνη των προσφύγων που στερούνται μόνο την άδεια διαμονής κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 24, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/95. Αυτοί εξακολουθούν να απολαύουν όλων των άλλων δικαιωμάτων που προβλέπονται στο κεφάλαιο VII της οδηγίας αυτής [βλ. απόφαση της 24ης Ιουνίου 2015, H. T. (C‑373/13, EU:C:2015:413, σκέψη 95)], εξυπακούεται δε ότι οι επιτακτικοί λόγοι εθνικής ασφάλειας ή δημόσιας τάξεως οι οποίοι μπορούν να δικαιολογούν τη στέρηση της άδειας διαμονής μπορούν επίσης να συνεπάγονται περιορισμό των πλεονεκτημάτων που συνδέονται με τη διατήρηση της οικογενειακής ενότητας και τη χορήγηση ταξιδιωτικού εγγράφου (βλ. άρθρο 23, παράγραφος 4, και άρθρο 25, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/95).

    ( 52 ) Βλ., συναφώς, UNHCR, Pièces d’identité pour les réfugiés, EC/SCP/33, 20 Ιουλίου 1984, διατίθεται στη διεύθυνση http://www.unhcr.org/fr/excom/scip/4b30a5862c/pieces-didentite-refugies.html. Κατά την UNHCR, «για να τύχει μεταχειρίσεως που ανταποκρίνεται στις διεθνώς αναγνωρισμένες απαιτήσεις, ο πρόσφυγας πρέπει να μπορεί να αποδεικνύει στους εκπροσώπους των δημόσιων αρχών όχι μόνο την ταυτότητά του αλλά και την ιδιότητά του ως πρόσφυγα».

    ( 53 ) Υπ’ αυτήν την έννοια η προβλεπόμενη στο άρθρο 14, παράγραφος 4, της οδηγίας 2011/95 κατάσταση διαφέρει από την προβλεπόμενη στο άρθρο 14, παράγραφος 3, κατάσταση, όπως η επίμαχη σε μία εκ των δύο υποθέσεων επί των οποίων εκδόθηκε η απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2010, B και D (C‑57/09 και C‑101/09, EU:C:2010:661, σκέψη 60). Συγκεκριμένα, το άρθρο 14, παράγραφος 3, έχει εφαρμογή σε πρόσωπα στα οποία η ιδιότητα του πρόσφυγα ουδέποτε έπρεπε να αναγνωριστεί και, επομένως, τα κράτη μέλη οφείλουν να ανακαλέσουν τόσο την αναγνώριση της ιδιότητας αυτής όσο και τα παρασχεθέντα δικαιώματα που απορρέουν από αυτήν.

    ( 54 ) UNHCR, Note sur l’annulation du statut de réfugié, 22 Νοεμβρίου 2004, διατίθεται στη διεύθυνση http://www.refworld.org/docid/4551f8714.html, σημείο 2.

    ( 55 ) UNHCR, Commentaires annotés du HCR sur la [directive 2004/83], 28 Ιανουαρίου 2005, διατίθεται στη διεύθυνση http://www.refworld.org/docid/44ca0d504.html, σ. 32, παρατίθεται στο σημείο 33 των παρουσών προτάσεων. Βλ., επίσης, UNHCR comments on the European Commission’s proposal for a Directive of the European Parliament and of the Council on minimum standards for the qualification and status of third country nationals or stateless persons as beneficiaries of international protection and the content of the protection granted [COM(2009) 551, της 21ης Οκτωβρίου 2009)], διατίθεται στη διεύθυνση http://www.unhcr.org/protection/operations/4c5037f99/unhcr-comments-european-commissions-proposal-directive-european-parliament.html, σ. 14, καθώς και UNHCR, Asylum in the European Union. A Study of the Implementation of the Qualification Directive, Νοέμβριος 2007, διατίθεται στη διεύθυνση http://www.refworld.org/docid/473050632.html, σ. 94.

    ( 56 ) Ο τσεχικός νόμος περί ασύλου, όπως εκτέθηκε από το αιτούν δικαστήριο στην υπόθεση C‑391/16 (βλ. σημείο 26 των παρουσών προτάσεων), φαίνεται να αντικατοπτρίζει την ερμηνεία αυτή.

    ( 57 ) Βλ. σημεία 112 έως 130 των παρουσών προτάσεων.

    ( 58 ) Βλ. άρθρο 20, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/95.

    ( 59 ) Βλ. άρθρα 24, 28, 30 και 34 της οδηγίας 2011/95.

    ( 60 ) Βλ. άρθρο 25 της οδηγίας 2011/95 και άρθρο 28 της Συμβάσεως της Γενεύης.

    ( 61 ) Βλ. άρθρο 33 της οδηγίας 2011/95 και άρθρο 26 της Συμβάσεως της Γενεύης.

    ( 62 ) Βλ. άρθρο 26 της οδηγίας 2011/95 και άρθρα 17 έως 19 καθώς και 24 της Συμβάσεως της Γενεύης.

    ( 63 ) Βλ. άρθρο 32 της οδηγίας 2011/95 και άρθρο 21 της Συμβάσεως της Γενεύης.

    ( 64 ) Βλ. άρθρο 29 της οδηγίας 2011/95 και άρθρο 23 της Συμβάσεως της Γενεύης. Τα δικαιώματα τα οποία προβλέπονται στο κεφάλαιο VII της οδηγίας 2011/95 τα οποία συμπίπτουν με τα δικαιώματα που προβλέπονται στη Σύμβαση της Γενεύης περιλαμβάνουν, επιπλέον, το δικαίωμα στην προστασία από την επαναπροώθηση (άρθρο 21 της εν λόγω οδηγίας και άρθρο 33 της εν λόγω Συμβάσεως). Εντούτοις, δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 6, της ίδιας οδηγίας, η εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 14, παράγραφοι 4 ή 5 δεν συνεπάγεται την απώλεια του δικαιώματος αυτού.

    ( 65 ) Βλ. σημείο 112 των παρουσών προτάσεων.

    ( 66 ) UNHCR, «Lawfully Staying» – A Note on Interpretation, 3 Μαΐου 1988, διατίθεται στη διεύθυνση http://www.refworld.org/docid/42ad93304.html. Τούτου λεχθέντος, η UNHCR διευκρίνισε, στα σημεία 16 έως 22 του σημειώματος αυτού, ότι διαμονή η οποία δεν καθίσταται νόμιμη δυνάμει του εθνικού δικαίου μπορεί, παρ’ όλα αυτά, ανάλογα με τις περιστάσεις, να θεωρηθεί «νόμιμη» κατά την έννοια της Συμβάσεως της Γενεύης. Βλ., επίσης, Additional UNHCR Observations on Article 33(2) of the 1951 Convention in the Context of the Draft Qualification Directive, Δεκέμβριος 2002, διατίθεται στη διεύθυνση http://www.refworld.org/docid/437c6e874.html, υποσημείωση 1.

    ( 67 ) Εντούτοις, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του δικαίου της Ένωσης, κράτος μέλος το οποίο στερεί από πρόσφυγα μόνο την άδεια διαμονής του κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 24, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/95 παραμένει υπόχρεο να του παράσχει τα υπόλοιπα δικαιώματα τα οποία προβλέπονται στο κεφάλαιο VII της οδηγίας αυτής (βλ. υποσημείωση 51 των παρουσών προτάσεων).

    ( 68 ) Θεωρώ χρήσιμο να προσθέσω ότι, όταν πρόσφυγας ο οποίος διαμένει παράνομα στη χώρα λόγω της εφαρμογής του άρθρου 14, παράγραφοι 4 ή 5, της οδηγίας 2011/95 αποτελεί το αντικείμενο αποφάσεως επιστροφής η οποία δεν μπορεί να εκτελεστεί λόγω της αρχής της μη επαναπροωθήσεως ή των υποχρεώσεων των κρατών μελών βάσει του Χάρτη, της ΕΣΔΑ και του διεθνούς δικαίου, η κατάστασή του εμπίπτει επίσης στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 14 της οδηγίας 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών (ΕΕ 2008, L 348, σ. 98). Η διάταξη αυτή προβλέπει ότι, κατά τα χρονικά διαστήματα για τα οποία αναβάλλεται η απομάκρυνση, τα κράτη μέλη μεριμνούν, κατά το δυνατόν, ώστε να διασφαλίζουν στους ενδιαφερομένους εγγυήσεις σχετικά, ιδίως, με τη διατήρηση της οικογενειακής ενότητας, την παροχή επείγουσας υγειονομικής περιθάλψεως και κάθε απαραίτητης θεραπευτικής αγωγής.

    ( 69 ) UNHCR, Commentaires annotés du HCR sur la [directive 2004/83], 28 Ιανουαρίου 2005, διατίθεται στη διεύθυνση http://www.refworld.org/docid/44ca0d504.html, σ. 32, προαναφέρθηκε στο σημείο 33 των παρουσών προτάσεων.

    ( 70 ) Βλ. UNHCR Comments on the European Commission Proposal for a Qualification Regulation – COM(2016) 466, Φεβρουάριος 2018, διατίθεται στη διεύθυνση http://www.refworld.org/docid/5a7835f24.html, σ. 23. Η UNHCR συνέστησε να υπαχθεί η κατάσταση των προσφύγων που συνιστούν κίνδυνο για τη δημόσια τάξη ή ασφάλεια στη διάταξη που αντιστοιχεί στο άρθρο 21, παράγραφος 2, της οδηγίας 2011/95 και να συμπληρωθεί η εν λόγω διάταξη με το ακόλουθο κείμενο: «Persons to whom points (a) and (b) [apply] shall be entitled to rights set out in or similar to those set out in Articles 3, 4, 13, 16, 20, 22, 25, 27, 29, 31 and 32 of the Geneva Convention in so far as they are present in the Member State».

    ( 71 ) Βλ., ιδίως, απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2009, Petrosian (C‑19/08, EU:C:2009:41, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    ( 72 ) Στην απόφαση της 12ης Ιουλίου 2005, Επιτροπή κατά Γαλλίας (C‑304/02, EU:C:2005:444, σκέψη 83), το Δικαστήριο απέδωσε σωρευτική έννοια στον σύνδεσμο «ή» που περιέχεται στο άρθρο 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, το οποίο προβλέπει τη δυνατότητα του Δικαστηρίου να υποχρεώσει κράτος μέλος να καταβάλει «κατ’ αποκοπήν ποσό ή χρηματική ποινή» σε περίπτωση μη εκτελέσεως αποφάσεως με την οποία διαπιστώνεται παράβαση. Βλ., επίσης, απόφαση της 10ης Μαρτίου 2005, Tempelman και van Schaijk (C‑96/03 και C‑97/03, EU:C:2005:145, σκέψη 43) και, υπ’ αυτή την έννοια, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi στην υπόθεση Γεωργάκης (C‑391/04, EU:C:2006:669, σημείο 62).

    ( 73 ) Εντούτοις, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Κοινοβούλιο και η Επιτροπή υποστήριξαν ότι η έλλειψη παραπομπής, στο γράμμα του άρθρου 14, παράγραφος 6, της οδηγίας 2011/95, στα άρθρα 13 και 27 της Συμβάσεως της Γενεύης οφείλεται στη βούληση να αντιμετωπιστούν οι πρόσφυγες στους οποίους έχει εφαρμογή το άρθρο 14, παράγραφοι 4 και 5, κατά τρόπο λιγότερο ευνοϊκό από ό,τι οι πρόσφυγες οι οποίοι, χωρίς να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων αυτών, δεν διαμένουν (ή δεν διαμένουν ακόμη) νόμιμα σε κράτος μέλος. Αμφιβάλλω για τη συμφωνία μιας τέτοιας ερμηνείας με το άρθρο 18 του Χάρτη και το άρθρο 78, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, στο μέτρο που η Σύμβαση της Γενεύης προβλέπει ότι τα επίμαχα δικαιώματα απολαύει «κάθε πρόσφυγας», χωρίς να προβλέπεται κανένας περιορισμός, όπως εκτίμησε επίσης η UNHCR στις θέσεις που έλαβε και οι οποίες εκτίθενται στο σημείο 113 των παρουσών προτάσεων.

    ( 74 ) Ως εκ τούτου, το δικαίωμα στη χορήγηση δελτίου ταυτότητας απορρέει, κατά τη γνώμη μου, ήδη από τα άλλα δικαιώματα που μνημονεύονται στο άρθρο 14, παράγραφος 6, της οδηγίας 2011/95, στο μέτρο που είναι αναγκαίο για την πραγματική άσκηση των δικαιωμάτων αυτών. Παρόμοια συλλογιστική οδήγησε το Δικαστήριο, στην απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Abdida (C‑562/13, EU:C:2014:2453, σκέψεις 59 και 60), να κρίνει ότι κράτος μέλος υποχρεούται να καλύψει, κατά το δυνατόν, τις βασικές ανάγκες υπηκόου τρίτης χώρας, του οποίου την επείγουσα υγειονομική περίθαλψη και κάθε απαραίτητη θεραπευτική αγωγή οφείλει να διασφαλίζει το συγκεκριμένο κράτος μέλος δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2008/115. Συγκεκριμένα, μολονότι η οδηγία 2011/95 δεν προβλέπει ρητώς την υποχρέωση αυτή, το άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2008/115 δεν θα παράγει αποτελέσματα αν δεν διασφαλίζονται οι ανάγκες αυτές.

    ( 75 ) Βλ. UNHCR, Pièces d’identité pour les réfugiés, EC/SCP/33, 20 Ιουλίου 1984, διατίθεται στη διεύθυνση http://www.unhcr.org/fr/excom/scip/4b30a5862c/pieces-didentite-refugies.html, σημείο 2, και Commentaires annotés du HCR sur la [directive 2004/83], 28 Ιανουαρίου 2005, διατίθεται στη διεύθυνση http://www.refworld.org/docid/44ca0d504.html, σ. 43. Βλ., συναφώς, σημείο 97 των παρουσών προτάσεων.

    ( 76 ) Τα άρθρα 36 έως 46 της Συμβάσεως της Γενεύης συνιστούν εκτελεστικές και μεταβατικές διατάξεις και, επομένως, δεν αφορούν το περιεχόμενο των δικαιωμάτων των προσφύγων.

    ( 77 ) Η ιδιαίτερη σημασία του δικαιώματος προσβάσεως στη δημόσια εκπαίδευση όσον αφορά την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 22, παράγραφος 1, της Συμβάσεως της Γενεύης, προκύπτει από το άρθρο 14 της οδηγίας 2013/33. Η διάταξη αυτή επιβάλλει στα κράτη μέλη να παρέχουν στα ανήλικα τέκνα των αιτούντων διεθνή προστασία και στους ανηλίκους αιτούντες πρόσβαση στο εκπαιδευτικό σύστημα –τουλάχιστον το δημόσιο– υπό προϋποθέσεις ανάλογες με αυτές που ισχύουν για τους δικούς τους υπηκόους [βλ., επίσης, άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2008/115]. Το άρθρο 8 της οδηγίας 2013/33, κατά το οποίο «[τ]α κράτη μέλη δεν υποβάλλουν σε κράτηση ένα πρόσωπο απλώς και μόνο διότι είναι αιτών [διεθνούς προστασίας]», επιβεβαιώνει τη βασική θέση που έχει η απαγόρευση επιβολής ποινικών κυρώσεων στους πρόσφυγες για τον μόνο λόγο ότι εισήλθαν ή διαμένουν παράνομα στη χώρα, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 31 της Συμβάσεως της Γενεύης, το οποίο μνημονεύεται ρητώς στην αιτιολογική σκέψη 15 της οδηγίας αυτής [βλ., επίσης, αιτιολογική σκέψη 20 και άρθρο 28, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα (ΕΕ 2013, L 180, σ. 31)].

    ( 78 ) Διάφορα κράτη μέλη, ήτοι η Δημοκρατία της Εσθονίας, η Ιρλανδία, η Δημοκρατία της Αυστρίας, το Βασίλειο της Σουηδίας και το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, διατύπωσαν ορισμένες επιφυλάξεις όσον αφορά το άρθρο 25 της Συμβάσεως της Γενεύης. Η Ιρλανδία και η Γαλλική Δημοκρατία διατύπωσαν επιφυλάξεις σχετικά με το άρθρο 29 της Συμβάσεως αυτής. Βλ. Collection des Traités des Nations Unies, διατίθεται στη διεύθυνση https://treaties.un.org/pages/ViewDetailsII.aspx?src=TREATY&mtdsg_no=V‑2&chapter=5&Temp=mtdsg2&clang=_fr.

    ( 79 ) Βλ., όσον αφορά την εμβέλεια του άρθρου 2, παράγραφος 1, και του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ (τα οποία αντιστοιχούν στο άρθρο 2, παράγραφος 1, και στο άρθρο 4 του Χάρτη, αντίστοιχα), απόφαση του ΕΔΔΑ της 10ης Απριλίου 2012, Panaitescu κατά Ρουμανίας (CE:ECHR:2012:0410JUD003090906 §§ 27 έως 30 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Υπενθυμίζεται ότι από το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη προκύπτει ότι, στον βαθμό που ο Χάρτης περιλαμβάνει δικαιώματα που αντιστοιχούν σε δικαιώματα τα οποία διασφαλίζονται στην ΕΣΔΑ, η έννοια και η εμβέλειά τους είναι ίδιες με εκείνες που τους αποδίδει η εν λόγω Σύμβαση, με την επιφύλαξη της δυνατότητας του δικαίου της Ένωσης να παρέχει ευρύτερη προστασία. Επίσης, η στέρηση της προσβάσεως σε ορισμένες υπηρεσίες ιατρικής περιθάλψεως θα μπορούσε να συνιστά παράβαση του άρθρου 14, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2008/115 (βλ. υποσημείωση 68 των παρουσών προτάσεων).

    ( 80 ) Βλ. υποσημείωση 51 των παρουσών προτάσεων.

    ( 81 ) Κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ, η ΕΣΔΑ δεν εγγυάται το δικαίωμα αλλοδαπού να εισέρχεται ή να διαμένει σε συγκεκριμένη χώρα και τα συμβαλλόμενα κράτη έχουν το δικαίωμα, δυνάμει παγιωμένης αρχής του διεθνούς δικαίου και με την επιφύλαξη των δεσμεύσεών τους που απορρέουν από διεθνείς συμβάσεις (περιλαμβανομένης της ΕΣΔΑ), να ελέγχουν την είσοδο, τη διαμονή και την απομάκρυνση των αλλοδαπών. Εντούτοις, μέτρα τα οποία περιορίζουν το δικαίωμα διαμονής αλλοδαπού μπορούν, σε ορισμένες περιπτώσεις, να συνεπάγονται παράβαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, αν έχουν υπερβολικές επιπτώσεις στην ιδιωτική και/ή οικογενειακή ζωή του [βλ., ιδίως, απόφαση της 26ης Ιουνίου 2012, Kurić κ.λπ. κατά Σλοβενίας (CE:ECHR:2012:0626JUD002682806 § 355 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία)]. Όσον αφορά τους παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την εξέταση της αναλογικότητας μέτρου απομακρύνσεως, βλ. αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 2ας Αυγούστου 2001, Boultif κατά Ελβετίας (CE:ECHR:2001:0802JUD005427300 § 48) και της 18ης Οκτωβρίου 2006, Üner κατά Κάτω Χωρών (CE:ECHR:2006:1018JUD004641099 §§ 57 και 58). Οι αρχές αυτές έχουν εφαρμογή επίσης όταν αμφισβητείται η αναλογικότητα αποφάσεως αρνήσεως χορηγήσεως άδειας διαμονής [βλ., ιδίως, απόφαση του ΕΔΔΑ της 1ης Μαρτίου 2018, Ejimson κατά Γερμανίας (CE:ECHR:2018:0301JUD005868112 §§ 56 και 57)].

    ( 82 ) Βλ., ιδίως, αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 9ης Οκτωβρίου 2003, Slivenko κατά Λεττονίας (CE:ECHR:2003:1009JUD004832199 § 96) και, υπ’ αυτή την έννοια, της 18ης Οκτωβρίου 2006, Üner κατά Κάτω Χωρών (CE:ECHR:2006:1018JUD004641099 § 59).

    Top