EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62016CC0301

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi της 5ης Δεκεμβρίου 2017.
Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Xinyi PV Products (Anhui) Holdings Ltd.
Αίτηση αναιρέσεως – Εμπορική πολιτική – Ντάμπινγκ – Εισαγωγές ηλιακών υαλοπινάκων καταγωγής Κίνας – Κανονισμός (ΕΚ) 1225/2009 – Άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχεία βʹ και γʹ – Καθεστώς επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς – Έννοια της “μείζονος στρεβλώσεως, προερχόμενης από παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς”, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση – Φορολογικά πλεονεκτήματα.
Υπόθεση C-301/16 P.

Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2017:938

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PAOLO MENGOZZI

της 5ης Δεκεμβρίου 2017 ( 1 )

Υπόθεση C-301/16 P

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

κατά

Xinyi PV Products (Anhui) Holdings Ltd

«Αίτηση αναιρέσεως – Ντάμπινγκ – Εισαγωγές ηλιακών υαλοπινάκων καταγωγής Κίνας – Κανονισμός (ΕΚ) 1225/2009 – Άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση – Καθεστώς επιχειρήσεως που λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς – Έννοια της “μείζονος στρεβλώσεως, προερχόμενης από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς” – Φορολογικά πλεονεκτήματα – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Πλημμέλεια της διαδικασίας»

1. 

Ο τρόπος με τον οποίον η νομοθεσία αντιντάμπινγκ της Ένωσης αντιμετωπίζει τις εισαγωγές από χώρες χωρίς οικονομία της αγοράς και, ειδικότερα, τις εισαγωγές από την Κίνα αποτελεί ιδιαιτέρως επίκαιρο ζήτημα, το οποίο αποτελεί αντικείμενο έντονων συζητήσεων.

2. 

Κατά τον χρόνο αναπτύξεως των προτάσεών μου, αφενός, εκκρεμεί διαδικασία την οποία κίνησε ενώπιον των αρμόδιων οργάνων του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με το ζήτημα αυτό ( 2 ). Η καταγγελία που υπέβαλαν οι κινεζικές αρχές ενώπιον του ΠΟΕ αφορά το καθεστώς που εφαρμόζει σήμερα το δίκαιο της Ένωσης για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας, και, επομένως, του περιθωρίου ντάμπινγκ, για τις εισαγωγές από χώρες που χαρακτηρίζονται ως «χώρες χωρίς οικονομία της αγοράς». Αφορά, ειδικότερα, τις διατάξεις που προβλέπονται από το άρθρο 2, παράγραφος 7, του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1036 ( 3 ), οι οποίες αντιστοιχούν κατ’ ουσίαν στις επίμαχες στην επίδικη υπόθεση διατάξεις, δηλαδή, στις διατάξεις του άρθρου 2, παράγραφος 7, του κανονισμού (ΕΚ) 1225/2009 ( 4 ) (στο εξής: βασικός κανονισμός).

3. 

Αφετέρου, το καθεστώς αντιντάμπινγκ που προβλέπει το δίκαιο της Ένωσης για τις εισαγωγές από χώρες χωρίς οικονομία της αγοράς εξελίσσεται συνεχώς. Προσφάτως, μάλιστα, οι διαπραγματευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατέληξαν σε συμφωνία επί προτάσεως που υπέβαλε η Ευρωπαϊκή Ένωση για την τροποποίηση του καθεστώτος αυτού ( 5 ). Η μελλοντική νομοθεσία θα προβλέπει νέα μέθοδο υπολογισμού των περιθωρίων ντάμπινγκ, η οποία θα έχει εφαρμογή στις εισαγωγές από τρίτες χώρες στις οποίες σημειώνονται σοβαρές στρεβλώσεις της αγοράς ή συστηματική παρέμβαση του κράτους στην οικονομία ( 6 ).

4. 

Η κρινόμενη υπόθεση εντάσσεται στη συζήτηση που αφορά την αντιμετώπιση, από το δίκαιο αντιντάμπινγκ της Ένωσης, των εισαγωγών από χώρες χωρίς οικονομία της αγοράς. Ειδικότερα, αφορά τις προϋποθέσεις τις οποίες υποχρεούται να πληροί ένας παραγωγός, ιδίως από την Κίνα, βάσει του ισχύοντος δικαίου, προκειμένου να του αναγνωριστεί καθεστώς επιχειρήσεως που λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς (στο εξής: ΚΟΑ), σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχεία βʹ και γʹ, του βασικού κανονισμού.

5. 

Η υπόθεση αυτή έχει ως αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως, με την οποία η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 16ης Μαρτίου 2016, Xinyi PV Products (Anhui) Holdings κατά Επιτροπής ( 7 ), με την οποία έγινε δεκτή η προσφυγή της κινεζικής εταιρίας Xinyi PV Products (Anhui) Holdings Ltd (στο εξής: Xinyi) και ακυρώθηκε ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 470/2014 ( 8 ) (στο εξής: επίδικος κανονισμός) καθόσον αφορούσε την εν λόγω εταιρία. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, εν ολίγοις, ότι η Επιτροπή εσφαλμένως είχε αρνηθεί να αναγνωρίσει ΚΟΑ στην Xinyi, κρίνοντας ότι, λόγω δύο φορολογικών καθεστώτων που προβλέπονται από την κινεζική νομοθεσία και που εφαρμόστηκαν στην περίπτωση της Xinyi, το κόστος παραγωγής και η οικονομική της κατάσταση ήταν αποτέλεσμα στρεβλώσεως «προερχόμενης από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς».

6. 

Επομένως, στο επίκεντρο της κρινομένης διαφοράς βρίσκεται η ερμηνεία των όρων «προερχόμενη από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς», που χρησιμοποιούνται στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού, επί της οποίας καλείται το Δικαστήριο να παράσχει διευκρινίσεις.

I. Το νομικό πλαίσιο

7.

Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού:

«α)

Στην περίπτωση εισαγωγών από χώρες που δεν διαθέτουν οικονομία της αγοράς [(μεταξύ άλλων, Αζερμπαϊτζάν, Λευκορωσία, Βόρεια Κορέα, Τατζικιστάν, Τουρκμενιστάν και Ουζμπεκιστάν)], η κανονική αξία καθορίζεται με βάση την τιμή ή την κατασκευασμένη αξία σε μια τρίτη χώρα με οικονομία αγοράς ή με βάση την τιμή που μια τέτοια τρίτη χώρα εφαρμόζει έναντι άλλων χωρών, συμπεριλαμβανομένης της Κοινότητας, ή, όταν τίποτε από τα παραπάνω δεν είναι εφικτό, με βάση οποιοδήποτε άλλο εύλογο δεδομένο, όπως είναι η πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή του ομοειδούς προϊόντος στην Κοινότητα, αναπροσαρμοσμένη καταλλήλως, εφόσον χρειάζεται, για να συμπεριλαμβάνει εύλογο περιθώριο κέρδους.

[…]

β)

Στις έρευνες αντιντάμπινγκ για εισαγωγές από […] το Καζακστάν και […] οποιαδήποτε χώρα χωρίς οικονομία της αγοράς που είναι μέλος του ΠΟΕ κατά την ημερομηνία ενάρξεως της έρευνας, η κανονική αξία καθορίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 6, εάν αποδεικνύεται, με βάση δεόντως αιτιολογημένους ισχυρισμούς που θα υποβάλουν ένας ή περισσότεροι παραγωγοί που υπόκεινται στην έρευνα και με βάση τα κριτήρια και τις διαδικασίες που περιλαμβάνονται στο στοιχείο γʹ, ότι υπόκεινται σε συνθήκες οικονομίας της αγοράς όσον αφορά την κατασκευή και την πώληση του οικείου ομοειδούς προϊόντος. Άλλως εφαρμόζονται οι κανόνες που καθορίζονται στο στοιχείο αʹ.

γ)

Ένας ισχυρισμός κατά το στοιχείο βʹ […] πρέπει να δίδει επαρκείς αποδείξεις ότι ο παραγωγός λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, ήτοι:

οι επιχειρηματικές αποφάσεις για τιμές, κόστος και εισροές, π.χ. πρώτες ύλες, τεχνολογία, εργατικό δυναμικό, εκροές, πωλήσεις και επενδύσεις, λαμβάνονται βάσει στοιχείων από την αγορά, όσον αφορά την προσφορά και τη ζήτηση, χωρίς σημαντική κρατική παρέμβαση, ενώ το κόστος των σημαντικότερων εισροών πρέπει να εκφράζει σε μεγάλο βαθμό τις τιμές στην αγορά,

οι επιχειρήσεις πρέπει να τηρούν σαφή λογιστική καταγραφή, υποκειμένη σε ανεξάρτητο έλεγχο, βάσει των διεθνών λογιστικών προτύπων, η οποία και πρέπει να ακολουθείται συνεπώς,

το κόστος παραγωγής και η οικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων δεν πρέπει να υπόκειται σε μείζονες στρεβλώσεις, προερχόμενες από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς, ιδίως ως προς την απαξίωση του ενεργητικού, άλλες αποσβέσεις, δοσοληψίες αντιπραγματισμού και πληρωμές με συμψηφισμό,

οι οικείες επιχειρήσεις υπόκεινται σε νομοθεσία περί πτωχεύσεως και ιδιοκτησιακού καθεστώτος η οποία εγγυάται ασφάλεια δικαίου και λειτουργική σταθερότητα, και

ο καθορισμός των συναλλαγματικών ισοτιμιών γίνεται με τιμές αγοράς.

[…]»

II. Το ιστορικό της διαφοράς και ο επίδικος κανονισμός

8.

Το ιστορικό της διαφοράς εκτίθεται λεπτομερώς στις σκέψεις 1 έως 18 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στις οποίες και παραπέμπω. Για τις ανάγκες της παρούσας δίκης, υπενθυμίζω μόνον ότι, στις 28 Φεβρουαρίου 2013, η Επιτροπή κίνησε διαδικασία αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές ηλιακών υαλοπινάκων καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας ( 9 ).

9.

Κατά τη διάρκεια της έρευνας, η Xinyi –εταιρία παραγωγής και εξαγωγής ηλιακών υαλοπινάκων με έδρα την Κίνα και με μοναδικό μέτοχο την εταιρία Xinyi Solar (Hong Kong) Ltd, με έδρα το Χονγκ Κονγκ (Κίνα)– ζήτησε από την Επιτροπή να της αναγνωριστεί ΚΟΑ, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού.

10.

Με έγγραφο της 22ας Αυγούστου 2013, η Επιτροπή ενημέρωσε την Xinyi ότι δεν μπορούσε να δεχθεί το αίτημα αυτό, για τον λόγο και μόνον ότι η αιτούσα δεν πληρούσε το τρίτο κριτήριο για την αναγνώριση του συγκεκριμένου καθεστώτος, το οποίο προβλέπεται από το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού.

11.

Στο ίδιο έγγραφο, η Επιτροπή εξέθεσε τα εξής:

«Από την έρευνα προκύπτει ότι [η Xinyi] έτυχε διαφόρων φορολογικών πλεονεκτημάτων όσον αφορά τη φορολόγηση των εισοδημάτων της, και συγκεκριμένα υπάχθηκε:

στο πρόγραμμα “2 Free 3 Half”. Το συγκεκριμένο φορολογικό καθεστώς παρέχει σε εταιρίες με αλλοδαπά κεφάλαια τη δυνατότητα πλήρους απαλλαγής από τον φόρο (0 %) για δύο έτη και, κατά τα τρία επόμενα έτη, υπαγωγής σε φορολογικό συντελεστή 12,5 %, αντί για τον κανονικό φορολογικό συντελεστή 25 %·

στο φορολογικό καθεστώς που εφαρμόζεται στις επιχειρήσεις υψηλής τεχνολογίας. Κατ’ εφαρμογή του καθεστώτος αυτού, η εταιρία υπόκειται σε μειωμένο φορολογικό συντελεστή 15 %, αντί για τον κανονικό φορολογικό συντελεστή 25 %. Ο εν λόγω προνομιακός φορολογικός συντελεστής αποτελεί επιδότηση με μόνιμη σχεδόν δυνατότητα προσαρμογής, ο οποίος θα μπορούσε επίσης να έχει ως σκοπό την προσέλκυση επενδύσεων με μειωμένη φορολογική επιβάρυνση, με αποτέλεσμα τη στρέβλωση του ανταγωνισμού.

Πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι μειωμένοι φορολογικοί συντελεστές παρέχουν αισθητά οικονομικά πλεονεκτήματα και ότι, ως εκ τούτου, [η Xinyi] δεν μπόρεσε να αποδείξει ότι το κόστος παραγωγής της και η οικονομική κατάστασή της δεν υπόκεινται σε μείζονες στρεβλώσεις προερχόμενες από το παλαιό σύστημα το οποίο δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς […]

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή εισηγείται την απόρριψη της αιτήσεως της [Xinyi για αναγνώριση] ΚΟΑ».

12.

Στη συνέχεια, απαντώντας στις παρατηρήσεις της Xinyi με έγγραφο της 13ης Σεπτεμβρίου 2013, η Επιτροπή επιβεβαίωσε την απόρριψη της αιτήσεως περί αναγνωρίσεως ΚΟΑ που είχε υποβάλει η εν λόγω εταιρία, εκτιμώντας τα εξής:

«Το καθεστώς φορολογήσεως εισοδήματος που αφορά ορισμένες εταιρίες ή ορισμένους τομείς της οικονομίας, τους οποίους η Κυβέρνηση θεωρεί στρατηγικής σημασίας, συνεπάγεται ότι το εν λόγω φορολογικό καθεστώς δεν έχει θεσπιστεί στο πλαίσιο οικονομίας της αγοράς, αλλά είναι σε μεγάλο βαθμό απόρροια συστήματος διευθυνόμενης οικονομίας και, κατά συνέπεια, μπορεί να εμπίπτει στο τρίτο κριτήριο [του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού (ΕΚ) 1225/2009]. Η εφαρμογή προνομιακού φορολογικού συντελεστή έχει ως συνέπεια τη μεταβολή των κερδών προ του φόρου τα οποία πρέπει να πραγματοποιεί η εταιρία προκειμένου να καθίσταται ελκυστική για τους επενδυτές […]

Υπενθυμίζεται συναφώς ότι η [Xinyi] μπορούσε να φορολογηθεί με μειωμένο φορολογικό συντελεστή (14,01 %), διότι στην περίπτωσή της ήταν δυνατή η σωρευτική εφαρμογή του φορολογικού καθεστώτος των επιχειρήσεων υψηλής τεχνολογίας και ενός άλλου καθεστώτος, και συγκεκριμένα του προγράμματος “2 Free 3 Half”. Ο συνδυασμός των καθεστώτων αυτών είχε ως συνέπεια την εφαρμογή αισθητά μειωμένου φορολογικού συντελεστή σε σχέση με τον κανονικό φορολογικό συντελεστή (25 %), ο οποίος μπορούσε, μεταξύ άλλων, να επιδιώκει την προσέλκυση κεφαλαίων με μειωμένη φορολογική επιβάρυνση και, επομένως, να έχει αντίκτυπο στη συνολική χρηματοοικονομική κατάσταση της εταιρίας […]».

13.

Στις 26 Νοεμβρίου 2013 η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΕ) 1205/2013 για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ηλιακών υαλοπινάκων από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας ( 10 ). Με τον κανονισμό αυτόν, η Επιτροπή έκρινε ότι η Xinyi, η οποία είχε ωφεληθεί μεταξύ άλλων από ευνοϊκά φορολογικά καθεστώτα, δεν είχε κατορθώσει να αποδείξει ότι η κατάστασή της δεν εμφάνιζε μείζονες στρεβλώσεις προερχόμενες από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς και ότι, ως εκ τούτου, η εν λόγω εταιρία δεν πληρούσε το τρίτο κριτήριο για την αναγνώριση ΚΟΑ ( 11 ). Έτσι, η Επιτροπή επέβαλε προσωρινό δασμό αντιντάμπινγκ ύψους 39,3 % στις εισαγωγές του προϊόντος που κατασκεύαζε η Xinyi.

14.

Στις 13 Μαΐου 2014 η Επιτροπή εξέδωσε τον επίδικο κανονισμό, με τον οποίον επιβεβαίωσε τις διαπιστώσεις του κανονισμού 1205/2013, σύμφωνα με τις οποίες οι αιτήσεις για την αναγνώριση ΚΟΑ, μεταξύ των οποίων και αυτή της Xinyi, έπρεπε να απορριφθούν ( 12 ). Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβλήθηκε οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ 36,1 % στις εισαγωγές ορισμένων ηλιακών υαλοπινάκων κατασκευής της Xinyi ( 13 ).

III. Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

15.

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 7 Αυγούστου 2014, η Xinyi ζήτησε την ακύρωση του επίδικου κανονισμού, επικαλούμενη τέσσερις λόγους προς στήριξη της προσφυγής της.

16.

Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε αποκλειστικά τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού, του οποίου δέχθηκε το πρώτο σκέλος.

17.

Στο πλαίσιο του σκέλους αυτού, η Xinyi υποστήριξε ότι ο επίδικος κανονισμός ήταν παράνομος, καθόσον η Επιτροπή έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι τα φορολογικά πλεονεκτήματα των οποίων είχε τύχει η Xinyi –και τα οποία αναφέρθηκαν στο σημείο 11 των προτάσεών μου– αποτελούσαν στρεβλώσεις «προερχόμενες από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς», κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού.

18.

Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, κατ’ αρχάς, ότι τα πλεονεκτήματα τα οποία «προέρχονται» από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, δεν αφορούν οποιοδήποτε πλεονέκτημα, ειδάλλως θα διακυβευόταν η πρακτική αποτελεσματικότητα και ο ενδεικτικός χαρακτήρας των παραδειγμάτων που παρατίθενται στην εν λόγω διάταξη. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, ο όρος «προερχόμενες» έχει την έννοια ότι το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς πρέπει να οδήγησε στις επίμαχες στρεβλώσεις ή ότι αυτές πρέπει να ήταν αποτέλεσμά του. Επομένως, η εν λόγω διάταξη έχει εφαρμογή μόνον όταν πρόκειται για πλεονεκτήματα τα οποία απορρέουν από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς ( 14 ).

19.

Με βάση τα ανωτέρω, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, στην προκειμένη περίπτωση, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι τα επίμαχα φορολογικά πλεονεκτήματα «προέρχονταν» από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς, υπό την έννοια ότι συνιστούσαν αποτέλεσμα ή συνέπειά του. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, είναι, πράγματι, παγκοίνως γνωστό ότι, σε χώρες με οικονομία της αγοράς, χορηγούνται επίσης φορολογικά πλεονεκτήματα στις επιχειρήσεις υπό μορφή φορολογικών απαλλαγών επί ορισμένο χρονικό διάστημα ή μειωμένων φορολογικών συντελεστών, όπως προκύπτει σχετικώς από τη νομολογία του Δικαστηρίου στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων ( 15 ).

20.

Στη συνέχεια, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η εκτίμηση αυτή δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί με τα διάφορα επιχειρήματα που προέβαλε η Επιτροπή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ( 16 ).

21.

Πρώτον, στη σκέψη 69 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το επιχείρημα της Επιτροπής ότι τα επίμαχα φορολογικά πλεονεκτήματα συναρτώνται προς τα πενταετή προγράμματα που εφαρμόζονται στην Κίνα απορρέει από μια άκρως τυπολατρική προσέγγιση. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, η διατήρηση των προγραμμάτων αυτών δεν συνεπαγόταν κατ’ ανάγκην ότι τα εν λόγω καθεστώτα προέρχονταν από το προϊσχύσαν σύστημα διευθυνόμενης οικονομίας της Κίνας, εκτός και αν γινόταν δεκτό ότι όλα τα μέτρα που έχουν ληφθεί στην Κίνα και συνδέονται με ένα πρόγραμμα προέρχονται από το προϊσχύσαν σύστημα διευθυνόμενης οικονομίας της χώρας αυτής, ερμηνεία η οποία θα στερούσε το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχεία βʹ και γʹ, του βασικού κανονισμού από κάθε πρακτική αποτελεσματικότητα.

22.

Δεύτερον, στις σκέψεις 75 και 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα της Επιτροπής ότι τα επίμαχα φορολογικά πλεονεκτήματα δεν επιδίωκαν θεμιτούς σκοπούς. Αφενός, κατά το Γενικό Δικαστήριο, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι η στήριξη ορισμένων τομέων δραστηριότητας, όπως η υψηλή τεχνολογία, οι οποίοι θεωρούνται στρατηγικής σημασίας σε μια χώρα, αποτελεί θεμιτό σκοπό σε σύστημα με οικονομία της αγοράς, ανεξαρτήτως της νομιμότητας των σχετικών μέτρων, ιδίως υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων. Αφετέρου, ο σκοπός της προσελκύσεως αλλοδαπών επενδύσεων επιδιώκεται σε πολλές χώρες με οικονομία της αγοράς και εμφανίζεται ασυμβίβαστος με ένα καθεστώς οργανώσεως της οικονομίας στηριζόμενο στη συλλογική ή στην κρατική ιδιοκτησία των επιχειρήσεων, οι οποίες οφείλουν να επιτυγχάνουν συγκεκριμένους παραγωγικούς στόχους καθορισμένους στο πλαίσιο κεντρικού προγραμματισμού, στοιχεία τα οποία χαρακτηρίζουν ένα σύστημα που δεν ακολουθεί την οικονομία της αγοράς.

23.

Τρίτον, στις σκέψεις 77 και 78 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα της Επιτροπής ότι τα επίμαχα φορολογικά πλεονεκτήματα ασκούν επιρροή όχι αποκλειστικώς και μόνον στο κόστος που συνδέεται ευθέως με τον επιδιωκόμενο σκοπό, αλλά στο σύνολο των οικονομικών αποτελεσμάτων της Xinyi και, επομένως, στη συνολική οικονομική της κατάσταση. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, το επιχείρημα αυτό μπορεί να προβληθεί λυσιτελώς μόνον σε σχέση με την έκταση της ενδεχόμενης στρεβλώσεως στην οποίαν υπόκειται το κόστος παραγωγής και η οικονομική κατάσταση της Xinyi, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού, όχι, όμως, προκειμένου να γίνει δεκτό ότι η εν λόγω στρέβλωση «προέρχεται» από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς, κατά την έννοια της ίδιας διατάξεως.

24.

Βάσει των ανωτέρω, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή είχε υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, αρνούμενη να αναγνωρίσει ΚΟΑ στην Xinyi, βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού. Ως εκ τούτου, ακύρωσε το άρθρο 1 του επίδικου κανονισμού κατά το μέρος που αφορούσε την εταιρία αυτή, χωρίς να εξετάσει τους λοιπούς λόγους ακυρώσεως που αυτή προέβαλε.

IV. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

25.

Με την αίτηση αναιρέσεως η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, να απορρίψει ως αβάσιμο το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προβλήθηκε σε πρώτο βαθμό, να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο, προκειμένου αυτό να επανεξετάσει το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, καθώς και τον δεύτερο, τρίτο και τέταρτο λόγο ακυρώσεως, και να επιφυλαχθεί επί των δικαστικών εξόδων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

26.

Η Xinyi ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και να καταδικάσει την Επιτροπή και τους παρεμβαίνοντες στα δικαστικά έξοδα.

27.

Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 13ης Οκτωβρίου 2016, επετράπη η παρέμβαση της εταιρίας GMB Glasmanufaktur Brandenburg GmbH (στο εξής: GMB) υπέρ της Επιτροπής.

28.

Το Δικαστήριο έθεσε σειρά ερωτήσεων και κάλεσε τα μέρη να απαντήσουν σε αυτές γραπτώς. Η Επιτροπή, η Xinyi και η GMB απάντησαν εμπροθέσμως και ανέπτυξαν προφορικώς τα επιχειρήματά τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 21ης Ιουνίου 2017.

V. Ανάλυση

29.

Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως η Επιτροπή προβάλλει τρεις λόγους. Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως αφορά πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού. Με τον δεύτερο και τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο, αντίστοιχα παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και πλημμέλεια της διαδικασίας.

A.   Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος στηρίζεται σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού

1. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

30.

Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την GMB, προβάλλει ότι, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία της διατάξεως που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού.

31.

Η διάταξη αυτή προβλέπει το τρίτο από τα πέντε κριτήρια που πρέπει να πληροί ένας παραγωγός προερχόμενος από χώρα χωρίς οικονομία της αγοράς, προκειμένου να του αναγνωριστεί ΚΟΑ.

32.

Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζεται συναφώς ότι, με το άρθρο 2, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού, ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να καθιερώσει ένα ειδικό καθεστώς, προβλέποντας λεπτομερείς κανόνες για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας όσον αφορά εισαγωγές από χώρες χωρίς οικονομία της αγοράς ( 17 ).

33.

Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού, στην περίπτωση των εισαγωγών από χώρες χωρίς οικονομία της αγοράς, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι δεν θα λαμβάνονται υπόψη τιμές και κόστος που δεν αποτελούν στις εν λόγω χώρες τη φυσιολογική συνισταμένη των δυνάμεων της αγοράς, η κανονική αξία καθορίζεται όχι σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες των παραγράφων 1 έως 6 του εν λόγω άρθρου, αλλά, κατ’ αρχήν, με τη λεγόμενη μέθοδο της «ανάλογης χώρας», δηλαδή με βάση την τιμή ή την κατασκευασμένη αξία σε τρίτη χώρα με οικονομία της αγοράς ( 18 ) (στη συγκεκριμένη περίπτωση επελέγη η Τουρκία).

34.

Εντούτοις, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού, στις έρευνες αντιντάμπινγκ που αφορούν τις εισαγωγές, μεταξύ άλλων, από την Κίνα, η κανονική αξία μπορεί, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να καθορίζεται, όχι με τη μέθοδο της ανάλογης χώρας, αλλά με βάση τις τιμές και το κόστος του συγκεκριμένου παραγωγού (εξαγωγού). Προς τον σκοπό αυτόν, ωστόσο, ο εν λόγω παραγωγός υποχρεούται να υποβάλει τεκμηριωμένη αίτηση, από την οποία να αποδεικνύεται, σύμφωνα με τα πέντε κριτήρια και τις διαδικασίες του στοιχείου γʹ της ίδιας παραγράφου, ότι ισχύουν ως προς αυτόν οι συνθήκες οικονομίας της αγοράς όσον αφορά την κατασκευή και την πώληση του ομοειδούς προϊόντος για το οποίο πρόκειται ( 19 ).

35.

Δυνάμει της τελευταίας αυτής διατάξεως, επομένως, απόκειται στο εκάστοτε παραγωγό, ο οποίος επιθυμεί να εφαρμοστούν στην περίπτωσή του οι κανόνες αυτοί, να προσκομίσει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, από τα οποία να προκύπτει ότι πληροί τα πέντε προβλεπόμενα από αυτήν κριτήρια και μπορεί να θεωρηθεί ότι η επιχείρησή του λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς ( 20 ). Ως εκ τούτου, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν οφείλουν να αποδείξουν ότι ο παραγωγός δεν πληροί τις προϋποθέσεις για την υπαγωγή του στο εν λόγω καθεστώς ( 21 ).

36.

Αντιθέτως, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή απόκειται να εκτιμήσουν εάν τα προσκομισθέντα από τον ενδιαφερόμενο παραγωγό στοιχεία επαρκούν προς απόδειξη του ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, προκειμένου να του αναγνωριστεί ΚΟΑ, ενώ στα δικαστήρια της Ένωσης απόκειται να εξετάσουν εάν τα εν λόγω όργανα υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση αυτή ( 22 ).

37.

Στην προκειμένη περίπτωση, η Επιτροπή αρνήθηκε να χορηγήσει το πλεονέκτημα ΚΟΑ στην Xinyi για τον λόγο και μόνον ότι, επειδή είχαν εφαρμοστεί στην περίπτωσή της τα δύο φορολογικά καθεστώτα που αναφέρθηκαν ανωτέρω, στο σημείο 11 των προτάσεών μου, δεν απέδειξε ότι πληρούσε το κριτήριο του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού. Αντιθέτως, η Επιτροπή έκρινε ότι πληρούνταν τα λοιπά τέσσερα κριτήρια που προβλέπονται από το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού.

38.

Δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού, ένας παραγωγός από την Κίνα μπορεί να θεωρηθεί ότι λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς και, επομένως, να λάβει ΚΟΑ, μόνον εφόσον παρουσιάσει επαρκή στοιχεία, από τα οποία να αποδεικνύεται ότι «το κόστος παραγωγής και η οικονομική κατάστασή [του] δεν […] υπόκειται σε μείζονες στρεβλώσεις, προερχόμενες από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς».

39.

Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως δεχόμενη ότι η στρέβλωση που προέκυψε από τα φορολογικά πλεονεκτήματα που είχαν χορηγήσει στην Xinyi οι κινεζικές αρχές προερχόταν «από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς». Αντιθέτως, το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε θέση επί του αν η Επιτροπή είχε θεωρήσει ορθώς ότι τα επίμαχα φορολογικά πλεονεκτήματα είχαν οδηγήσει σε στρεβλώσεις που μπορούσαν να θεωρηθούν μείζονες.

2. Σύντομη περίληψη των επιχειρημάτων των διαδίκων

40.

Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος αποτελείται από πέντε σκέλη, η Επιτροπή αμφισβητεί τον τρόπο με τον οποίον το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, τους όρους «προερχόμενη από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς», όπως αυτοί προβλέπονται από το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού.

41.

Κατά την Επιτροπή, πρώτον, σε αντίθεση με όσα έκρινε το Γενικό Δικαστήριο, αφενός, αρκεί να αποδειχθεί ότι ένα μέτρο προορίζεται για την εφαρμογή πενταετούς προγράμματος στην Κίνα για να θεωρηθεί «προερχόμενο από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς» και, αφετέρου, μία τέτοια ερμηνεία δεν στερεί από την πρακτική του αποτελεσματικότητα το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού ( 23 ).

42.

Δεύτερον, κατά την ίδια, δεν είναι ακριβές ότι η στήριξη ορισμένων βιομηχανικών τομέων οι οποίοι θεωρούνται στρατηγικής σημασίας σε μια χώρα αποτελεί θεμιτό σκοπό σε μια οικονομία της αγοράς ( 24 ). Ειδικότερα, οι κρατικές παρεμβάσεις που επιτρέπονται σε μια κοινωνική οικονομία της αγοράς έχουν πάντοτε ως σκοπό την εξυπηρέτηση γενικού συμφέροντος και όχι την ανάδειξη «πρωταθλητών» ή την προώθηση ενός θεωρούμενου ως «στρατηγικού» οικονομικού τομέα σε σχέση με άλλους.

43.

Τρίτον, τα επίμαχα φορολογικά καθεστώτα δεν μπορούν να συγκριθούν με τις ενισχύσεις που χορηγούνται σε μια οικονομία της αγοράς ( 25 ). Ειδικότερα, τα καθεστώτα αυτά, σε αντίθεση με τις εν λόγω ενισχύσεις, δεν είναι στοχευμένα, δεν περιορίζονται σε μια συγκεκριμένη κατηγορία δαπανών συνδεόμενων με μία επένδυση και δεν υπόκεινται σε χρονικό περιορισμό.

44.

Τέταρτον, το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε ότι τα καθεστώτα κρατικών ενισχύσεων που έχουν κριθεί παράνομα με τις αποφάσεις που παρατίθενται στη σκέψη 66 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως είναι συγκρίσιμα με τα επίμαχα φορολογικά μέτρα.

45.

Πέμπτον, η έννοια της «χώρας χωρίς οικονομία της αγοράς» επί της οποίας στηρίζεται η ανάλυση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ερμηνεύεται εσφαλμένως. Ειδικότερα, η εν λόγω έννοια είναι πολύ ευρύτερη από εκείνη της οποίας τα χαρακτηριστικά εξέθεσε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και η οποία αντιστοιχεί στον παραδοσιακό ορισμό μιας «χώρας όπου η εμπορική δραστηριότητα είναι κρατική».

46.

Η Xinyi αντιτείνει, πρώτον, ότι το πρώτο σκέλος του κρινομένου λόγου αναιρέσεως στηρίζεται σε νέο ισχυρισμό και, ως εκ τούτου, είναι απαράδεκτο. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν προσκόμισε καμιά απόδειξη σχετική με τη φύση και τους σκοπούς των επίμαχων πενταετών προγραμμάτων και δεν εξηγεί για ποιο λόγο μια οποιαδήποτε σχέση μεταξύ ενός μέτρου και ενός τέτοιου προγράμματος θα πρέπει να συνεπάγεται αυτομάτως την απόρριψη των αιτήσεων για την αναγνώριση ΚΟΑ.

47.

Δεύτερον, κατά την ίδια πάντοτε, σκοπός του τρίτου κριτηρίου για την αναγνώριση ΚΟΑ δεν είναι να διαπιστωθεί τι είναι θεμιτό σε μια οικονομία της αγοράς, αλλά τι αποτελεί στρέβλωση προερχόμενη από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς. Η Xinyi ισχυρίζεται ότι παρουσίασε στο Γενικό Δικαστήριο πολλά παραδείγματα επιδοτήσεων που χορηγούνται από χώρες με οικονομία της αγοράς και ότι στο Γενικό Δικαστήριο και μόνον απόκειται να εκτιμήσει την αξία των στοιχείων που του προσκομίστηκαν και που βρίσκονται στη διάθεσή του. Υποστηρίζει, δε, ότι η Επιτροπή δεν προέβαλε παραμόρφωση των σχετικών αποδεικτικών στοιχείων.

48.

Τρίτον, η Επιτροπή δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο προκειμένου να αποδείξει ότι οι μόνες επιδοτήσεις που χορηγούνται στο πλαίσιο οικονομίας της αγοράς είναι στοχευμένες και περιορίζονται στην αναγκαία για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών κρατική χρηματοδότηση. Κατά τα λοιπά, το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού δεν αφορά το εάν μία στρέβλωση μπορεί να είναι αποδεκτή στις οικονομίες της αγοράς, αλλά το εάν εμπίπτει στο είδος των στρεβλώσεων οι οποίες υπήρχαν στο παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς.

49.

Τέταρτον, η Xinyi ισχυρίζεται ότι οι διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου στις σκέψεις 66 και 67 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως σχετικά με τα φορολογικά πλεονεκτήματα που χορηγούνται στις οικονομίες της αγοράς αποτελούν εκτιμήσεις επί των πραγματικών περιστατικών, οι οποίες δεν υπόκεινται σε αναιρετικό έλεγχο, καθώς και ότι η Επιτροπή ούτε προέβαλε ούτε απέδειξε πρόδηλη παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων.

50.

Πέμπτον, κατά την Xinyi, ο όρος «παλαιό» που αναφέρεται στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού δεν αφήνει περιθώριο αμφιβολίας ως προς το ότι, προκειμένoυ να αξιολογήσει τις αιτήσεις των Κινέζων παραγωγών για τη χορήγηση ΚΟΑ από 1ης Ιουλίου 1998, ημερομηνία κατά την οποίαν τέθηκε σε ισχύ ο κανονισμός (ΕΚ) 905/98 ( 26 ) που προέβλεψε τη δυνατότητα αναγνωρίσεως του καθεστώτος αυτού, η Επιτροπή υποχρεούται να εξετάζει εάν υπάρχουν στρεβλώσεις προερχόμενες από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς και που ίσχυε πριν την ημερομηνία αυτή, δηλαδή ενόσω η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας ήταν ακόμη χώρα στην οποίαν η εμπορική δραστηριότητα ήταν παραδοσιακά κρατική. Ορθώς, επομένως, το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε, στη σκέψη 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τους όρους «σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς», η οποία περιέχεται στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση του βασικού κανονισμού, ως αντίστοιχο προς τον ορισμό μιας οικονομίας όπου «η εμπορική δραστηριότητα είναι κρατική».

3. Νομική εκτίμηση

51.

Το ζήτημα του τρόπου με τον οποίον το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση τους όρους «προερχόμενη από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς», οι οποίοι περιέχονται στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού, ζήτημα στο οποίο επικεντρώνεται ο πρώτος λόγος αναιρέσεως της Επιτροπής, αποτελεί αμιγώς νομικό ζήτημα, το οποίο υπόκειται καθ’ όλα στον έλεγχο των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης και σε σχέση με το οποίο τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν μπορούν να επικαλεστούν περιθώριο εκτιμήσεως ( 27 ).

52.

Προς τον σκοπό της ερμηνείας των όρων αυτών και της απαντήσεως στα επιχειρήματα που προβάλλει η Επιτροπή, θεωρώ αναγκαίο να αρχίσω με μια ανάλυση του λόγου για τον οποίο θεσπίστηκε το ΚΟΑ από το δίκαιο της Ένωσης. Από αυτήν θα προκύψει ο προσδιορισμός του ακριβούς χαρακτήρα που αποδίδει το δίκαιο αντιντάμπινγκ της Ένωσης στο κινεζικό οικονομικό σύστημα.

α) Ο λόγος θεσπίσεως του ΚΟΑ και ο χαρακτηρισμός του κινεζικού οικονομικού συστήματος κατά το δίκαιο αντιντάμπινγκ της Ένωσης

53.

Η ιδιαίτερη μεταχείριση των εισαγωγών από χώρες που δεν έχουν οικονομία της αγοράς κατά τους κανόνες αντιντάμπινγκ της Ένωσης ανάγεται στη δεκαετία του 1950 ( 28 ).

54.

Ωστόσο, μόλις το 1979, με τη θέσπιση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1681/79, εισήχθησαν στο δίκαιο της Ένωσης συγκεκριμένοι κανόνες για την κωδικοποίηση της πρακτικής που είχε διαμορφωθεί σχετικώς ( 29 ).

55.

Η δυνατότητα των παραγωγών που προέρχονται, μεταξύ άλλων, από την Κίνα να ζητούν την αναγνώριση ΚΟΑ, όπως αυτή προβλέπεται από τον βασικό κανονισμό που ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών τα οποία ασκούν επιρροή στην κρινόμενη υπόθεση, θεσπίστηκε στο δίκαιο της Ένωσης με τον κανονισμό 905/98.

56.

Ο κανονισμός αυτός είχε προταθεί με ρητό σκοπό να αναπροσαρμόσει την πρακτική αντιντάμπινγκ της Ένωσης που συνδέεται με το καθεστώς χωρών χωρίς οικονομία της αγοράς, προκειμένου να αναγνωριστούν οι προσπάθειες της Κίνας και της Ρωσίας να μεταρρυθμίσουν τις οικονομίες τους ( 30 ).

57.

Όπως το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να επισημάνει συναφώς ( 31 ), από τις αιτιολογικές σκέψεις 4 και 5 του κανονισμού 905/98 προκύπτει ότι ο λόγος για την προσθήκη στον βασικό κανονισμό του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχεία βʹ και γʹ, ήταν το γεγονός ότι οι μεταρρυθμίσεις που πραγματοποιήθηκαν, μεταξύ άλλων, στην Κίνα μετέβαλαν ριζικά την οικονομία της χώρας αυτής και οδήγησαν στην εμφάνιση επιχειρήσεων που υπόκεινται σε συνθήκες οικονομίας της αγοράς, με αποτέλεσμα η εν λόγω χώρα να έχει απομακρυνθεί από το οικονομικό σύστημα που δικαιολογούσε τη συστηματική προσφυγή στη μέθοδο της ανάλογης χώρας.

58.

Ωστόσο, το Δικαστήριο επισήμανε ότι, καθόσον, παρά τις μεταρρυθμίσεις, η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας εξακολουθεί να μην είναι χώρα με οικονομία της αγοράς, επί των εξαγωγών της οποίας θα είχαν αυτομάτως εφαρμογή οι γενικοί κανόνες για τον προσδιορισμό της κανονικής αξίας που περιέχονται στο άρθρο 2, παράγραφοι 1 έως 6, του βασικού κανονισμού, ο νομοθέτης της Ένωσης αποφάσισε ότι, βάσει της παραγράφου 7, στοιχείο γʹ, του ίδιου άρθρου, απόκειται σε κάθε παραγωγό που επιθυμεί να τύχει του πλεονεκτήματος της εφαρμογής των ως άνω κανόνων να προσκομίσει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, όπως αυτά προσδιορίζονται στην τελευταία διάταξη, από τα οποία να προκύπτει ότι η επιχείρησή του λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς ( 32 ).

59.

Συναφώς, από την περιλαμβανόμενη στις εν λόγω αιτιολογικές σκέψεις 4 και 5 του κανονισμού 905/98 αναφορά «στην εμφάνιση εταιρειών έναντι των οποίων επικρατούν συνθήκες της οικονομίας αγοράς» προκύπτει ότι, όταν εισήγαγε στον βασικό κανονισμό τις διατάξεις του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχεία βʹ και γʹ, ο νομοθέτης της Ένωσης είχε πλήρη επίγνωση ότι, παρά τις μεταρρυθμίσεις στην Κίνα, οι συνθήκες οικονομίας της αγοράς δεν υπερίσχυαν στο κινεζικό οικονομικό σύστημα συνολικά. Ωστόσο, με τη θέσπιση του ΚΟΑ από το δίκαιο της Ένωσης, ο εν λόγω νομοθέτης θέλησε να αναγνωρίσει ( 33 ) ότι, μετά τις μεταρρυθμίσεις αυτές, σε ορισμένους τομείς και κλάδους, υπήρχαν στην Κίνα επιχειρήσεις που λειτουργούσαν υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, δηλαδή διέπονταν από τις αρχές της προσφοράς και της ζητήσεως σε περιβάλλον που δεν νοθευόταν από την κρατική παρέμβαση.

60.

Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, και δεδομένου ότι δεν δικαιολογούνταν πλέον η συστηματική προσφυγή στη μέθοδο ανάλογης χώρας για τις εισαγωγές από την Κίνα, ο εν λόγω νομοθέτης δημιούργησε, με τη θέσπιση των ως άνω διατάξεων, ένα εργαλείο, το οποίο παρείχε στις επιχειρήσεις αυτές, σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, τη δυνατότητα να στηρίζονται στις δικές τους τιμές και στο δικό τους κόστος παραγωγής για τον προσδιορισμό της κανονικής αξίας στο πλαίσιο των ερευνών αντιντάμπινγκ που τις αφορούν.

61.

Από τα ανωτέρω προκύπτει, αφενός, ότι, εισάγοντας στον βασικό κανονισμό τις διατάξεις για το ΚΟΑ, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν θέλησε σε καμία περίπτωση να αναγνωρίσει ότι οι συνθήκες οικονομίας της αγοράς υπερισχύουν γενικώς στο κινεζικό οικονομικό σύστημα, χαρακτηριστικό του οποίου, με εξαίρεση συγκεκριμένους τομείς, παραμένει η παρέμβαση του κράτους, η οποία ασκείται ιδίως με την κατάρτιση πενταετών προγραμμάτων γενικής ισχύος και υποχρεωτικού χαρακτήρα.

62.

Αφετέρου, καίτοι ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να παράσχει στους Κινέζους παραγωγούς τη δυνατότητα να τους αναγνωρίζεται ότι λειτουργούν υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς και, ως εκ τούτου, τη δυνατότητα να προσδιορίζεται, στο σύστημα που αυτός δημιούργησε, η κανονική αξία βάσει των πραγματικών τιμών τους και του πραγματικού κόστους παραγωγής τους, όπως προκύπτει από τα σημείο 34, 35 και 58 των προτάσεών μου, ωστόσο προβλέφθηκε ρητώς ότι οι παραγωγοί που επιθυμούν να τους αναγνωριστεί ΚΟΑ θα φέρουν το βάρος αποδείξεως της συνδρομής των συνθηκών αυτών.

63.

Έτσι, αντί της συστηματικής προσφυγής στη μέθοδο της ανάλογης χώρας, ο νομοθέτης της Ένωσης εισήγαγε ένα σύστημα το οποίο επιτρέπει την κατά περίπτωση εξέταση των οικονομικών συνθηκών που ισχύουν σε καθεμιά από τις έρευνες αντιντάμπινγκ. Στο σύστημα αυτό, ωστόσο, αν οι ενδιαφερόμενοι παραγωγοί δεν προσκομίσουν στοιχεία από τα οποία να αποδεικνύεται ότι πληρούν τις πέντε προϋποθέσεις του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού και ότι, επομένως, μπορεί να θεωρηθεί ότι λειτουργούν υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, εφαρμόζεται αυτοδικαίως η πρώτη επιλογή της μεθόδου της ανάλογης χώρας. Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει ήδη αναγνωρίσει ότι οι διατάξεις του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχεία βʹ και γʹ, του βασικού κανονισμού αποτελούν εξαίρεση ( 34 ).

64.

Επομένως, σύμφωνα με το σκεπτικό του νομοθέτη, το οικονομικό σύστημα της Κίνας δεν είναι, βεβαίως, πλέον το σύστημα μιας χώρας όπου η εμπορική δραστηριότητα είναι κρατική, αλλά δεν είναι και κατά κυριολεξία ένα σύστημα οικονομίας της αγοράς ( 35 ). Πρόκειται για ένα οικονομικό σύστημα το οποίο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «υβριδικό» ή «σε στάδιο μεταβάσεως» ( 36 ) και στο οποίο θεωρείται ότι η δημιουργούσα στρεβλώσεις παρέμβαση του κράτους σε γενικές γραμμές εξακολουθεί να υφίσταται, με αποτέλεσμα το σύστημα αυτό να αντιμετωπίζεται κατ’ αρχήν ως σύστημα που δεν έχει τα χαρακτηριστικά οικονομίας της αγοράς, στο οποίο, όμως, σε ορισμένους τομείς και για ορισμένες επιχειρήσεις, υπερισχύουν οι συνθήκες οικονομίας της αγοράς. Επομένως, το σύστημα αυτό χαρακτηρίζεται από τη συνύπαρξη μεταξύ στοιχείων ενός συστήματος χωρίς οικονομία της αγοράς και, σε ορισμένους τομείς της οικονομίας, στοιχείων οικονομίας της αγοράς.

β) Η ερμηνεία των όρων «προερχόμενες από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς»

65.

Η διάταξη που προβλέπει την τρίτη προϋπόθεση την οποία πρέπει να πληροί ένας παραγωγός προκειμένου να του αναγνωριστεί ΚΟΑ, δηλαδή το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού και, ειδικότερα, οι όροι «προερχόμενες από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς», πρέπει να ερμηνευθεί με βάση τις ανωτέρω παρατηρήσεις.

66.

Συναφώς, όσον αφορά κατ’ αρχάς τον όρο «προερχόμενες», το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 64 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε ότι ο όρος αυτός πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι «το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς πρέπει να οδήγησε ή να είχε ως αποτέλεσμα τις επίμαχες στρεβλώσεις» και ότι, ως εκ τούτου, η επίμαχη διάταξη αφορά αποκλειστικά πλεονέκτημα το οποίο «απορρέει από το παλαιό σύστημα, το οποίο δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς» ( 37 ).

67.

Μολονότι η Επιτροπή δεν αμφισβήτησε ρητώς την ερμηνεία του όρου «προερχόμενη» από το Γενικό Δικαστήριο –ερμηνεία που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «αιτιολογική»–, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας οι διάδικοι αναφέρθηκαν ευρέως σε μιαν άλλη πιθανή ερμηνεία του όρου αυτού, η οποία διαμορφώθηκε μετά από παρατηρήσεις της Xinyi.

68.

Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, λαμβανομένου υπόψη, αφενός, ότι το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού αναφέρεται στο «παλαιό» σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς και, αφετέρου, ότι οι όροι που χρησιμοποιούνται σε ορισμένες γλωσσικές αποδόσεις ( 38 ) του όρου «induit» [στο ελληνικό κείμενο αντιστοιχεί στον όρο «προερχόμενες»] που χρησιμοποιείται στο γαλλικό κείμενο, παραπέμπουν στην έννοια της «κληρονομιάς», θα μπορούσε η επίμαχη διάταξη να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι παραπέμπει αποκλειστικά στις «παλαιές» στρεβλώσεις. Από την άποψη αυτή, μόνον οι στρεβλώσεις οι οποίες οφείλονται σε μέτρα που είχαν ληφθεί πριν την 1η Ιουλίου 1998, ημερομηνία κατά την οποία τέθηκε σε ισχύ ο κανονισμός 905/98, θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως «κληρονομιά» του παλαιού συστήματος που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς. Στο πλαίσιο αυτό, ενδεχόμενες «νέες» στρεβλώσεις, οφειλόμενες σε μέτρα που ελήφθησαν μετά την 1η Ιουλίου 1998, θα μπορούσαν ενδεχομένως να υπαχθούν στη διάταξη του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, πρώτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού.

69.

Ωστόσο, η ερμηνεία αυτή δεν με πείθει, παρόλο που μπορεί αναμφίβολα να βρει έρεισμα στη διατύπωση της επίμαχης διατάξεως, όπως αυτή έχει σε ορισμένες γλώσσες.

70.

Πρέπει κατ’ αρχάς να επισημάνω συναφώς ότι, όπως προκύπτει από τη σε βάθος ανάλυση διαφόρων γλωσσικών αποδόσεων της επίμαχης διατάξεως στην οποία προέβη η Επιτροπή, στις περισσότερες από αυτές (δώδεκα ( 39 )), οι όροι που αντιστοιχούν στον γαλλικό όρο «induit» δεν παραπέμπουν καθόλου στην έννοια της «κληρονομιάς», αλλά προϋποθέτουν την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της στρεβλώσεως και του συστήματος που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς, χωρίς να παραπέμπουν στον παράγοντα του χρόνου. Σε τρεις μόνον γλωσσικές αποδόσεις ( 40 ) υποδηλώνεται μια τέτοια χρονική παράμετρος, η οποία παραπέμπει στην έννοια της «κληρονομιάς» ( 41 ).

71.

Κατά τη νομολογία, ωστόσο, σε περίπτωση διαστάσεως μεταξύ των διαφόρων γλωσσικών αποδόσεων μιας διατάξεως, αυτή πρέπει να ερμηνεύεται με γνώμονα την όλη οικονομία και τον σκοπό της ρυθμίσεως της οποίας αποτελεί στοιχείο ( 42 ).

72.

Επισημαίνεται συναφώς, αφενός, ότι ούτε από το κείμενο του κανονισμού 905/98 και τις αιτιολογικές του σκέψεις ούτε από τις νομοπαρασκευαστικές εργασίες που προηγήθηκαν προκύπτει ότι πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης, όταν εισήγαγε το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού, ήταν να θεωρήσει την ημερομηνία της 1ης Ιουλίου 1998 ως τελική ημερομηνία, από την οποία και έπειτα θα άλλαζε αίφνης η φύση του κινεζικού οικονομικού συστήματος.

73.

Όπως εξήγησα ανωτέρω, στα σημεία 56 και 57 των προτάσεών μου, ο λόγος για τον οποίον θεσπίστηκαν οι διατάξεις περί ΚΟΑ ήταν η αναγνώριση των αποτελεσμάτων που είχε επιτύχει η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας με τις μεταρρυθμιστικές της προσπάθειες για την προσέγγιση μιας οικονομίας της αγοράς. Πρόκειται για μια διαδικασία πολλών ετών, αν όχι δεκαετιών, η οποία, σε κάθε περίπτωση, δεν ολοκληρώθηκε την 1η Ιουλίου 1998. Ασφαλώς, με τον κανονισμό 905/98 ο νομοθέτης αναγνώρισε ότι η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας σημείωσε κάποια πρόοδο στην προσπάθειά της να μεταμορφωθεί σε οικονομία της αγοράς σε ορισμένους τομείς. Ωστόσο, ο κανονισμός 905/98 δεν αναγνώρισε κάποιο μείζον γεγονός που απάλλαξε, από ένα συγκεκριμένο χρονικό σημείο και μετά, το κινεζικό οικονομικό σύστημα από το καθεστώς της διευθυνόμενης οικονομίας ούτε αναγνώρισε πλήρως τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας ως οικονομία της αγοράς.

74.

Αφετέρου, η διάταξη που προβλέπεται από το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, πρώτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού εισάγει, κατά την άποψή μου, μια διαφορετική προϋπόθεση από εκείνη της τρίτης περιπτώσεως. Οι δύο αυτές διατάξεις δεν καλύπτουν τις ίδιες περιπτώσεις ούτε τα πεδία εφαρμογής τους διακρίνονται αποκλειστικά με βάση κάποιο χρονικό στοιχείο.

75.

Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, πρώτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού, προκειμένου να του αναγνωριστεί το ΚΟΑ, ο ενδιαφερόμενος παραγωγός πρέπει να προσκομίσει στοιχεία από τα οποία να αποδεικνύεται ότι οι αποφάσεις του σχετικά με τις τιμές και το κόστος παραγωγής λαμβάνονται βάσει στοιχείων από την αγορά που εκφράζουν την προσφορά και τη ζήτηση, χωρίς σημαντική κρατική παρέμβαση, καθώς και ότι το βασικό κόστος παραγωγής αντιστοιχεί κατά μεγάλο μέρος στις τιμές της αγοράς.

76.

Επομένως, η διάταξη αυτή αφορά τις εμπορικής φύσεως αποφάσεις του παραγωγού, καθώς και το βασικό κόστος παραγωγής ( 43 ). Αντιθέτως, η διάταξη που περιέχεται στην τρίτη περίπτωση αφορά «δομικές» στρεβλώσεις, οι οποίες απορρέουν από το οικονομικό σύστημα στο οποίο δραστηριοποιείται ο παραγωγός. Επομένως, οι δύο αυτές διατάξεις αφορούν διαφορετικές καταστάσεις. Εξάλλου, η ερμηνεία αυτή, η οποία στηρίζεται στην παραδοχή ότι δεν υφίσταται αλληλεπικάλυψη των ουσιαστικών πεδίων εφαρμογής των δύο διατάξεων, διαφυλάσσει και την πρακτική αποτελεσματικότητα καθεμιάς από τις ως άνω διατάξεις ( 44 ).

77.

Από τα ανωτέρω προκύπτει, κατά την άποψή μου, η ορθότητα της ερμηνείας –την οποία χαρακτήρισα ως «αιτιολογική»– του όρου «προερχόμενη», την οποία ακολούθησε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 64 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

78.

Όσον αφορά την έννοια του «παλαιού συστήματος που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς», επισημαίνω ότι, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, τα μέρη αναλώθηκαν πολύ προκειμένου να κατηγοριοποιήσουν τα διάφορα οικονομικά συστήματα που λαμβάνονται υπόψη από τον βασικό κανονισμό ( 45 ).

79.

Ωστόσο, όπως παραδέχεται η Επιτροπή, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο δεν προέβη στην πραγματικότητα σε ορισμό της έννοιας του «παλαιού συστήματος που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς», όπως αυτή προβλέπεται από το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού ( 46 ). Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν είμαι σίγουρος ότι είναι αναγκαία η τοποθέτηση του Δικαστηρίου επί των κατηγοριοποιήσεων αυτών προκειμένου να προσδιοριστεί το πεδίο εφαρμογής της επίμαχης διατάξεως.

80.

Ειδικότερα, βάσει όλων των ανωτέρω, μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να προσδιοριστεί ακριβώς η έννοια που πρέπει να δοθεί στη διάταξη του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού. Η διάταξη αυτή αφορά τις μείζονες στρεβλώσεις που συνδέονται με το κόστος παραγωγής και την οικονομική κατάσταση των ενδιαφερομένων παραγωγών, οι οποίες προκαλούνται –ή απορρέουν– από μέτρα λαμβανόμενα στο πλαίσιο οικονομικού συστήματος που δεν έχει τον χαρακτήρα οικονομίας της αγοράς, σύστημα το οποίο, επί του παρόντος, θεωρείται ακόμη από το δίκαιο της Ένωσης ως δεδομένο στην Κίνα, εκτός από τους τομείς στους οποίους ισχύουν συνθήκες οικονομίας της αγοράς.

81.

Σε αυτό το νομικό πλαίσιο, όπως προσδιορίζεται από τα ως άνω σημεία, πρέπει να εξεταστούν οι αιτιάσεις που διατυπώνει η Επιτροπή με την αίτηση αναιρέσεως σε σχέση με την ανάλυση στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

γ) Επί των νομικών συνεπειών της υπάρξεως σχέσεως των μέτρων που χορηγούν πλεονέκτημα με τα πενταετή προγράμματα της Κινεζικής Κυβερνήσεως

82.

Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον έκρινε, στις σκέψεις 63 και 69 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν αρκεί ένα μέτρο να προορίζεται για την εφαρμογή πενταετούς προγράμματος στην Κίνα προκειμένου να θεωρηθεί «προερχόμενο από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς». Κατά την Επιτροπή, σε αντίθεση με όσα έκρινε το Γενικό Δικαστήριο, η ερμηνεία που η ίδια προτείνει δεν στερεί το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού από την πρακτική του αποτελεσματικότητα.

83.

Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν ότι, παρά την –έμμεση, όπως τη χαρακτήρισε– συνάρτηση των επίμαχων φορολογικών πλεονεκτημάτων με διάφορα πενταετή προγράμματα της Κινεζικής Κυβερνήσεως, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι τα πλεονεκτήματα αυτά προέρχονταν από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς, καθόσον είναι παγκοίνως γνωστό ότι, σε χώρες με οικονομία της αγοράς, επίσης χορηγούνται στις επιχειρήσεις ανάλογα φορολογικά πλεονεκτήματα ( 47 ). Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το επιχείρημα της Επιτροπής περί σχέσεως των πλεονεκτημάτων αυτών με τα πενταετή προγράμματα απορρέει από μια άκρως τυπολατρική προσέγγιση, δεδομένου ότι η διατήρηση των προγραμμάτων αυτών δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην ότι τα εν λόγω καθεστώτα προέρχονταν από το προϊσχύσαν σύστημα διευθυνόμενης οικονομίας της Κίνας, εκτός και αν γινόταν δεκτό ότι όλα τα μέτρα που έχουν ληφθεί στην Κίνα και συνδέονται με ένα πρόγραμμα προέρχονται από το προϊσχύσαν σύστημα διευθυνόμενης οικονομίας της χώρας αυτής, ερμηνεία η οποία θα στερούσε το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχεία βʹ και γʹ, του βασικού κανονισμού από κάθε πρακτική αποτελεσματικότητα ( 48 ).

84.

Κατ’ αρχάς, πρέπει να απορριφθεί συναφώς το επιχείρημα της Xinyi, σύμφωνα με το οποίο το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως είναι απαράδεκτο, καθόσον στηρίζεται σε νέο ισχυρισμό.

85.

Κατά το άρθρο 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, η αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης περιορίζεται σε νομικά ζητήματα και μπορεί να στηρίζεται σε λόγους που αφορούν, μεταξύ άλλων, παράβαση του δικαίου της Ένωσης από το Γενικό Δικαστήριο. Εξάλλου, το άρθρο 170 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου προβλέπει ότι η αίτηση αναιρέσεως δεν μπορεί να μεταβάλει το αντικείμενο της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δίκης.

86.

Επιβάλλεται, ωστόσο, η διαπίστωση ότι, στη σκέψη 69 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε ρητώς το επιχείρημα της Επιτροπής περί σχέσεως των επίμαχων φορολογικών πλεονεκτημάτων με τα πενταετή προγράμματα που εφαρμόζονται στην Κίνα. Το Γενικό Δικαστήριο απέκλεισε ρητώς τη δυνατότητα να συνδέεται οπωσδήποτε η σχέση μεταξύ ενός μέτρου και των προγραμμάτων αυτών με το γεγονός ότι ένα τέτοιο μέτρο «προέρχεται» από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς. Κατά αυτής ακριβώς της συλλογιστικής στρέφεται το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως της Επιτροπής. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Xinyi δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι το σκέλος αυτό στηρίζεται σε νέο ισχυρισμό, ο οποίος δεν είχε αποτελέσει αντικείμενο της διαφοράς ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

87.

Όσον αφορά την ουσία, επισημαίνεται ότι, όπως το ίδιο το Γενικό Δικαστήριο ανέφερε στη σκέψη 76 in fine της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η χρήση πενταετών προγραμμάτων για την οργάνωση της οικονομίας αποτελεί στοιχείο το οποίο χαρακτηρίζει κάθε σύστημα που δεν ακολουθεί την οικονομία της αγοράς.

88.

Δεν αμφισβητείται, όμως, ότι, στην Κίνα, παρά τις μεταρρυθμίσεις που αναφέρθηκαν ανωτέρω, στα σημεία 57 και 58 των προτάσεών μου, οι οποίες οδήγησαν τον νομοθέτη να θεσπίσει το ΚΟΑ, η Κινεζική Κυβέρνηση εξακολουθεί να καταρτίζει πενταετή προγράμματα με σκοπό τη θέση κατευθυντηρίων γραμμών οικονομικής αναπτύξεως για το σύνολο της χώρας.

89.

Παρότι τα κινεζικά πενταετή προγράμματα έχουν εξελιχθεί με την πάροδο του χρόνου και δεν προβλέπουν πλέον καθορισμένους στόχους παραγωγής, δεν αμφισβητείται ότι εξακολουθούν να διαδραματίζουν θεμελιώδη ρόλο στην οργάνωση της κινεζικής οικονομίας.

90.

Από τα έγγραφα της Επιτροπής και της GMB, καθώς και από τα επιχειρήματά τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, προκύπτει ότι τα εν λόγω πενταετή προγράμματα εφαρμόζονται σε όλα τα επίπεδα της κινεζικής οικονομίας και καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα (αν όχι το σύνολο) τομέων της οικονομίας. Τα σχέδια αυτά δεν σκιαγραφούν απλώς το όραμα της Κινεζικής Κυβερνήσεως για την εθνική οικονομική ανάπτυξη, αλλά περιέχουν συγκεκριμένους σκοπούς και είναι, κατ’ αρχήν, υποχρεωτικά σε όλα τα επίπεδα διακυβερνήσεως στην Κίνα. Τα εν λόγω σχέδια συμπληρώνονται από συγκεκριμένα εργαλεία πολιτικής, τα οποία χρησιμοποιούνται για να προσανατολίσουν τους επιχειρηματίες προς τους προκαθορισμένους σε κεντρικό επίπεδο στόχους.

91.

Η Xinyi δεν αμφισβήτησε τον χαρακτηρισμό των πενταετών προγραμμάτων που προκύπτει από τα επιχειρήματα της Επιτροπής και της GMB, αλλά περιορίστηκε στο επιχείρημα ότι η Επιτροπή δεν προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία σε σχέση με τη φύση των ισχυόντων πενταετών προγραμμάτων.

92.

Ωστόσο, σε ένα κανονιστικό πλαίσιο όπως αυτό που εφαρμόζει ο νομοθέτης της Ένωσης για την αναγνώριση ΚΟΑ, στο οποίο ένα οικονομικό σύστημα σε μεταβατικό στάδιο, όπως το κινεζικό, θεωρείται δεδομένο ότι δεν ακολουθεί την οικονομία της αγοράς, όταν θεσπίζεται ένα μέτρο για την εφαρμογή πενταετών προγραμμάτων, όπως αυτά που περιγράφηκαν στα προηγούμενα σημεία των προτάσεών μου, το οποίο συμβάλλει στην επιδίωξη προκαθορισμένων σε κεντρικό επίπεδο πολιτικών και σκοπών, είναι, κατά τη γνώμη μου, δυνατόν, αν δεν προσκομιστεί απόδειξη περί του αντιθέτου, να τεκμαρθεί ότι οι στρεβλώσεις που προκύπτουν από το εν λόγω μέτρο προέρχονται «από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς».

93.

Ειδικότερα, μολονότι σε ένα οικονομικό σύστημα το οποίο βρίσκεται σε μεταβατικό στάδιο μπορεί να συνυπάρχουν στοιχεία οικονομίας της αγοράς μαζί με στοιχεία συστήματος που δεν ακολουθεί την οικονομία της αγοράς, ωστόσο η κατάρτιση προγραμμάτων όπως τα περιγραφόμενα στα σημεία 88 έως 90 των προτάσεών μου παραμένει το χαρακτηριστικό στοιχείο κάθε συστήματος που δεν ακολουθεί την οικονομία της αγοράς. Υπό τις συνθήκες αυτές, απλώς και μόνον το γεγονός της λήψεως ενός μέτρου για την εκτέλεση ενός τέτοιου προγράμματος αρκεί ώστε να τεκμαρθεί ότι προέρχεται «από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς», δηλαδή, όπως προκύπτει από το σημείο 80 των προτάσεών μου, από οικονομικό σύστημα που δεν διαθέτει τα χαρακτηριστικά της οικονομίας της αγοράς, το οποίο διατηρήθηκε στην Κίνα, με εξαίρεση κάποιους τομείς στους οποίους, μετά τις μεταρρυθμίσεις της Κινεζικής Κυβερνήσεως, ισχύουν συνθήκες οικονομίας της αγοράς.

94.

Εξάλλου, όπως προκύπτει από τη νομολογία που παρατέθηκε ανωτέρω, στα σημεία 34 έως 36 των προτάσεών μου, σύμφωνα με το σύστημα που δημιούργησε ο νομοθέτης της Ένωσης, απόκειται στον παραγωγό που επιθυμεί να υπαχθεί σε ΚΟΑ, και όχι στα θεσμικά όργανα της Ένωσης, να αποδείξει ότι, παρά το γεγονός ότι έχει τύχει πλεονεκτημάτων που απορρέουν από το χαρακτηριστικό στοιχείο κάθε οικονομικού συστήματος διευθυνόμενης οικονομίας, που είναι το πενταετές πρόγραμμα, τα πλεονεκτήματα αυτά δεν μπορούν να αλλοιώσουν τις συνθήκες οικονομίας της αγοράς που υπερισχύουν στην περίπτωσή του.

95.

Το –χαρακτηριζόμενο ως αποφασιστικό από το Γενικό Δικαστήριο στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση– γεγονός ότι μέτρα ανάλογα με εκείνα που ελήφθησαν σε εκτέλεση του πενταετούς προγράμματος προβλέπονται ενδεχομένως και από οικονομίες της αγοράς, ακόμη και αν αποδειχθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν αρκεί, κατά τη γνώμη μου, καθαυτό, για να αποκλείσει το ενδεχόμενο στρεβλώσεις που προκύπτουν από τα εκτελεστικά μέτρα ενός πενταετούς προγράμματος να προέρχονται από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς.

96.

Ειδικότερα, δεν είναι δυνατόν να εξετάζονται μεμονωμένα τα μέτρα που λαμβάνονται στο πλαίσιο της εφαρμογής ενός πενταετούς προγράμματος, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το ευρύτερο πλαίσιο εντός του οποίου ελήφθησαν. Είναι, μάλιστα, πρόδηλο ότι παρόμοια, λίγο έως πολύ, μέτρα που λαμβάνονται σε οικονομίες της αγοράς δεν λαμβάνονται ποτέ στο πλαίσιο προγραμμάτων όπως αυτά που προβλέπει η Κινεζική Κυβέρνηση, τα οποία είναι τελείως ξένα προς το σύστημα οικονομίας της αγοράς.

97.

Το σφάλμα που θα μπορούσε, κατά τη γνώμη μου, να προσαφθεί στο Γενικό Δικαστήριο είναι ότι δεν έλαβε υπόψη το πλαίσιο –το πενταετές πρόγραμμα– εντός του οποίου ελήφθησαν τα μέτρα που οδήγησαν στις στρεβλώσεις. Πράγματι, οι δεσμευτικοί οικονομικοί στόχοι που τίθενται σε κεντρικό επίπεδο από την Κινεζική Κυβέρνηση είναι δυνατόν να επιτυγχάνονται με διάφορα μέτρα, ορισμένα από τα οποία ενδέχεται να είναι λίγο έως πολύ παρόμοια με μέτρα που λαμβάνονται σε οικονομίες της αγοράς. Τούτο δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι τα παρόμοια αυτά μέτρα λαμβάνονται σε ένα πλαίσιο –αυτό του πενταετούς προγράμματος– το οποίο διαφέρει ουσιαστικά από εκείνο της οικονομίας της αγοράς.

98.

Για τον λόγο αυτόν, διατηρώ αμφιβολίες ως προς τον λυσιτελή χαρακτήρα των παραδειγμάτων που αντλούνται από τη νομολογία της Ένωσης για τις κρατικές ενισχύσεις, στην οποίαν αναφέρεται το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 66 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, χαρακτήρας ο οποίος αμφισβητείται από την Επιτροπή με το τέταρτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως. Ειδικότερα, το οικονομικό και νομικό πλαίσιο του δικαίου της Ένωσης εντός του οποίου λαμβάνονται και αξιολογούνται αυτά τα μέτρα ενισχύσεων διαφέρει ουσιωδώς από το κινεζικό οικονομικό και νομικό πλαίσιο.

99.

Η ίδια συλλογιστική ισχύει και για τα επιχειρήματα που προβάλλει η Επιτροπή στο πλαίσιο του δεύτερου και του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως. Δεδομένου του ουσιωδώς διαφορετικού πλαισίου, οι κρατικές παρεμβάσεις και οι χορηγούμενες ενισχύσεις στο πλαίσιο μιας κοινωνικής οικονομίας της αγοράς δεν μπορούν να συγκριθούν με τις παρεμβάσεις ή τα καθεστώτα που προκύπτουν από πενταετή προγράμματα όπως αυτά που περιγράφονται στα σημεία 88 έως 90 των προτάσεών μου.

100.

Εξάλλου, σε αντίθεση με όσα έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 69 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η ερμηνεία κατά την οποίαν η σχέση ενός μέτρου με το πενταετές πρόγραμμα οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι στρεβλώσεις οι οποίες προκύπτουν από το μέτρο προέρχονται από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς δεν στερεί από κάθε πρακτική αποτελεσματικότητα το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού.

101.

Ειδικότερα, πρώτον, ο παραγωγός που ενδιαφέρεται να αποκτήσει ΚΟΑ έχει πάντοτε τη δυνατότητα να ανατρέψει το τεκμήριο, αποδεικνύοντας ότι το μέτρο που παρέχει πλεονεκτήματα, καίτοι ελήφθη στο πλαίσιο πενταετούς προγράμματος ή της εφαρμογής του, δεν προκαλεί στρέβλωση ασύμβατη με μια οικονομία της αγοράς. Δεύτερον, ακόμη και αν η στρέβλωση προέρχεται από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς, προκειμένου να μην πληρούται η προϋπόθεση που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 7, τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού, πρέπει η στρέβλωση αυτή να είναι μείζων. Έτσι, στρεβλώσεις που δεν είναι μείζονες δεν μπορούν να αποκλείσουν την αναγνώριση ΚΟΑ, ακόμη και αν απορρέουν από πενταετές πρόγραμμα και, ως εκ τούτου, συνάγεται ότι προέρχονται από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς. Τρίτον, κρατικά μέτρα που παρέχουν πλεονεκτήματα, προβλέποντας, για παράδειγμα, ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς, χωρίς να συνδέονται με πενταετές πρόγραμμα, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της επίμαχης διατάξεως και, επομένως, δεν συνιστούν εμπόδιο για την αναγνώριση ΚΟΑ στους παραγωγούς που έχουν τύχει των πλεονεκτημάτων αυτών.

102.

Επιπλέον, δεν αναιρεί την ανωτέρω ανάλυσή μου το επιχείρημα που υιοθετεί το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά το οποίο, κατ’ ουσίαν, οι πολιτικές προσελκύσεως αλλοδαπών επενδύσεων είναι, τουλάχιστον θεωρητικά, ασυμβίβαστες με καθεστώς οργανώσεως της οικονομίας στηριζόμενο στη συλλογική ιδιοκτησία των επιχειρήσεων, οι οποίες οφείλουν να επιτυγχάνουν συγκεκριμένους παραγωγικούς στόχους καθορισμένους στο πλαίσιο κεντρικού προγραμματισμού. Πράγματι, ανεξάρτητα από τη σημειολογικού και ταξινομικού χαρακτήρα συζήτηση μεταξύ Επιτροπής και Xinyi σχετικά με το αν τα χαρακτηριστικά στα οποία στηρίχθηκε το Γενικό Δικαστήριο συνδέονται περισσότερο με ένα σύστημα κρατικού εμπορίου και όχι με ανά σύστημα διευθυνόμενης οικονομίας, όπως προκύπτει από το σημείο 64 των προτάσεών μου, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το κινεζικό οικονομικό σύστημα είναι ένα σύστημα σε μεταβατικό στάδιο. Κατά συνέπεια, σε ένα τέτοιο πλαίσιο, το γεγονός –εάν θεωρηθεί αποδεδειγμένο– ότι ορισμένα μέτρα είναι θεωρητικά ή γενικά ασυμβίβαστα με ένα σύστημα διευθυνόμενης οικονομίας ή κρατικού εμπορίου δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι τα μέτρα αυτά δεν προέρχονται από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς –με την έννοια που του αποδίδεται στο σημείο 80 των προτάσεών μου–, το οποίο εξακολουθεί να ισχύει στην Κίνα.

δ) Εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση

103.

Στην επίδικη υπόθεση, δεν αμφισβητείται ότι τα επίμαχα φορολογικά μέτρα ελήφθησαν στο πλαίσιο της εφαρμογής πενταετών προγραμμάτων, τα οποία καταρτίστηκαν από την Κινεζική Κυβέρνηση ( 49 ). Εξάλλου, το ίδιο το Γενικό Δικαστήριο δέχεται το γεγονός αυτό στη σκέψη 69 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καίτοι χαρακτηρίζει «έμμεση» τη σχέση των μέτρων προς τα εν λόγω προγράμματα που εφαρμόζονται στην Κίνα. Η Xinyi επίσης δεν αμφισβητεί το γεγονός αυτό.

104.

Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι τα επίμαχα φορολογικά μέτρα συναρτώνται προς το χαρακτηριστικό στοιχείο των συστημάτων που δεν ακολουθούν την οικονομία της αγοράς, δηλαδή το πενταετές πρόγραμμα, το οποίο παραμένει θεμελιώδες στοιχείο της οικονομικής οργανώσεως στην Κίνα, θεμιτώς η Επιτροπή θεώρησε τα μέτρα αυτά ως «προερχόμενα από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς».

105.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε, κατά τη γνώμη μου, σε πλάνη περί το δίκαιο με το να κρίνει ότι, παρά το γεγονός ότι τα επίμαχα φορολογικά μέτρα ελήφθησαν στο πλαίσιο της εφαρμογής πενταετών προγραμμάτων της Κινεζικής Κυβερνήσεως, η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως αρνούμενη να αναγνωρίσει ΚΟΑ στην Xinyi, βάσει της εκτιμήσεως ότι οι στρεβλώσεις που προέκυπταν από τα μέτρα αυτά δεν ήταν στρεβλώσεις «προερχόμενες από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς».

ε) Πρόταση

106.

Υπό το πρίσμα όλων των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να δεχθεί τον πρώτο λόγο αναιρέσεως της Επιτροπής και να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου.

107.

Επικουρικώς, επομένως, για την περίπτωση που το Δικαστήριο δεν ακολουθήσει την πρότασή μου, θα εξετάσω και τον δεύτερο και τον τρίτο λόγο αναιρέσεως που προβάλλει η Επιτροπή κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

B.   Επί του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, με τον οποίον προβάλλεται παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

1. Σύντομη περίληψη των επιχειρημάτων των διαδίκων

108.

Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως η Επιτροπή προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως. Ο λόγος αυτός αποτελείται κατ’ ουσίαν από δύο σκέλη.

109.

Με το πρώτο σκέλος, η Επιτροπή προβάλλει έλλειψη αιτιολογίας όσον αφορά ορισμένες παραδοχές που περιέχονται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Η Επιτροπή βάλλει, κατ’ αρχάς, κατά της σκέψεως 66 της αποφάσεως αυτής, με την οποία το Γενικό Δικαστήριο έκρινε αναιτιολόγητα, κατά την ίδια, ότι «είναι παγκοίνως γνωστό ότι, σε χώρες με οικονομία της αγοράς, επίσης χορηγούνται στις επιχειρήσεις φορολογικά πλεονεκτήματα υπό μορφή φορολογικών απαλλαγών». Κατά την άποψή της, το Γενικό Δικαστήριο δεν εξηγεί τον λόγο για τον οποίον οι κρατικές ενισχύσεις στις οποίες αναφέρεται στην ίδια σκέψη της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως είναι συγκρίσιμες με τα επίμαχα μέτρα.

110.

Δεύτερον, η Επιτροπή προβάλλει ελλιπή αιτιολογία, καθόσον, στη σκέψη 75 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι «δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι η στήριξη ορισμένων τομέων δραστηριότητας, όπως η υψηλή τεχνολογία, οι οποίοι θεωρούνται στρατηγικής σημασίας σε ορισμένη χώρα, αποτελεί θεμιτό σκοπό σε σύστημα με οικονομία της αγοράς».

111.

Τρίτον, κατά την Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο δεν εξηγεί, στη σκέψη 69 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ούτε για ποιον λόγο η θέση της Επιτροπής ότι όλα τα μέτρα που λαμβάνονται στην Κίνα και συνδέονται με πενταετές πρόγραμμα προέρχονται από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς θα στερούσε από κάθε πρακτική αποτελεσματικότητα το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχεία βʹ και γʹ, του βασικού κανονισμού.

112.

Με το δεύτερο σκέλος, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω αντιφατικής αιτιολογίας. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο, αφενός, παραδέχεται, στη σκέψη 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο κεντρικός προγραμματισμός αποτελεί χαρακτηριστικό στοιχείο συστήματος που δεν ακολουθεί την οικονομία της αγοράς, αλλά, αφετέρου, στις σκέψεις 63 και 69 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αρνείται ότι ένα τέτοιο πρόγραμμα ασκεί επιρροή όταν εκτιμάται αν ένα μέτρο προέρχεται από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς.

113.

Η Xinyi υποστηρίζει ότι η επιχειρηματολογία που στρέφεται κατά των σκέψεων 66 και 75 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως είναι απαράδεκτη, καθόσον δεν αναφέρεται σε έλλειψη αιτιολογίας, αλλά στην απουσία αποδεικτικών στοιχείων που να στηρίζουν τα παγκοίνως γνωστά ή αδιαμφισβήτητα γεγονότα που μνημονεύει το Γενικό Δικαστήριο στις εν λόγω σκέψεις. Στη συνέχεια, αμφισβητεί επί της ουσίας τόσο το πρώτο όσο και το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως.

2. Ανάλυση

114.

Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, από την απαιτούμενη, βάσει του άρθρου 296 ΣΛΕΕ, αιτιολογία μιας αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και αναμφίλεκτο το σκεπτικό του, ώστε να μπορούν οι μεν ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους της αποφάσεώς του, το δε Δικαστήριο να ασκεί τον δικαστικό του έλεγχο ( 50 ). Έτσι, η υποχρέωση αιτιολογήσεως την οποίαν επιβάλλουν στο Γενικό Δικαστήριο τα άρθρα 36 και 53, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκπληρούται, έστω και αν η αιτιολογία είναι σιωπηρή, εφόσον παρέχει στους μεν ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να λάβουν γνώση των λόγων για τους οποίους το Γενικό Δικαστήριο δεν δέχθηκε τα επιχειρήματά τους, στο δε Δικαστήριο επαρκή στοιχεία για την άσκηση του εκ μέρους του ελέγχου ( 51 ).

115.

Όσον αφορά το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, εκτιμώ, κατ’ αρχάς, ότι η ένσταση απαραδέκτου που προβάλλει η Xinyi πρέπει να απορριφθεί. Ειδικότερα, από την ανάλυση της επιχειρηματολογίας της Επιτροπής κατά των σκέψεων 66 και 75 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι αυτή δεν έχει ως σκοπό να προσάψει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον τα πραγματικά περιστατικά τα οποία το ίδιο χαρακτηρίζει «παγκοίνως γνωστά» ή αδιαμφισβήτητα με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Αντιθέτως, η επιχειρηματολογία αυτή στρέφεται σαφώς κατά του σκεπτικού του Γενικού Δικαστηρίου από την άποψη της αιτιολογήσεως, η οποία, σύμφωνα με την Επιτροπή, είναι πλημμελής.

116.

Όσον αφορά την ουσία, πρώτον, δεν πιστεύω ότι οι αιτιάσεις σε σχέση με τη σκέψη 66 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως μπορούν να γίνουν δεκτές. Ειδικότερα, από τη σκέψη αυτή προκύπτει σαφώς ότι, κατά το Γενικό Δικαστήριο, η αιτιολόγηση του παγκοίνως γνωστού χαρακτήρα του γεγονότος ότι χώρες με οικονομία της αγοράς χορηγούν επίσης σε επιχειρήσεις φορολογικά πλεονεκτήματα υπό τη μορφή φορολογικών απαλλαγών έγκειται στην αναφορά στις παρατιθέμενες στην ίδια σκέψη αποφάσεις του Δικαστηρίου για τις κρατικές ενισχύσεις. Οι αποφάσεις αυτές αφορούν όλα τα φορολογικά πλεονεκτήματα που χορηγούνται από τα κράτη μέλη, τα οποία, προφανώς, το Γενικό Δικαστήριο θεώρησε σιωπηρώς συγκρίσιμα με τα επίδικα.

117.

Ανεξαρτήτως, όμως, του βασίμου της απόψεως αυτής, το οποίο, όπως ανέφερα στο σημείο 98 των προτάσεών μου, είναι αμφισβητήσιμο, δεν υπάρχει, κατά τη γνώμη μου, αμφιβολία ότι, τόσο οι ενδιαφερόμενοι όσο και το Δικαστήριο είναι σε θέση να κατανοήσουν το σκεπτικό του Γενικού Δικαστηρίου στο οποίο αυτή στηρίζεται.

118.

Ανάλογη ανάλυση μπορεί, κατά την άποψή μου, να ακολουθηθεί, δεύτερον, στη συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου που περιέχεται στη σκέψη 75 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, παρόλο που, εν προκειμένω, η κατανόηση της συλλογιστικής αυτής του Γενικού Δικαστηρίου, η οποία διατυπώνεται, πράγματι, σε πολύ αδρές γραμμές, απαιτεί ενεργητικότερη προσπάθεια για τη συναγωγή συμπερασμάτων.

119.

Ωστόσο, υπό το πρίσμα των σκέψεων 66, 67, 74 και 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, γίνεται κατανοητό ότι το Γενικό Δικαστήριο, προκειμένου να συναγάγει τον παγκοίνως γνωστό χαρακτήρα των θέσεών του (ο οποίος «δεν μπορεί να αμφισβητηθεί») σε σχέση με το θεμιτό, στις οικονομίες της αγοράς, του σκοπού της στηρίξεως ορισμένων τομέων δραστηριότητας οι οποίοι θεωρούνται στρατηγικής σημασίας, στηρίζεται στην ύπαρξη, στις οικονομίες αυτές, μέτρων που εξυπηρετούν τον σκοπό αυτό –και τούτο ανεξαρτήτως της νομιμότητας των σχετικών μέτρων, ιδίως υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης, εν προκειμένω στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων.

120.

Και στο σημείο αυτό, ανεξαρτήτως του βασίμου της αναλύσεως ή της επάρκειας των στοιχείων που προσκομίστηκαν προς απόδειξή της, θεωρώ ότι είναι δυνατή, με κάποια προσπάθεια, η κατανόηση της συλλογιστικής του Γενικού Δικαστηρίου στην οποίαν στηρίζονται. Επομένως, κατά την άποψή μου, η αιτίαση που στρέφεται κατά της σκέψεως 75 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως πρέπει επίσης να απορριφθεί.

121.

Ομοίως, εκτιμώ, τρίτον, ότι η αιτίαση που στρέφεται κατά της περιλαμβανόμενης στη σκέψη 69 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως αιτιολογίας πρέπει επίσης να απορριφθεί, τούτο δε ανεξαρτήτως του βασίμου της αναλύσεως που περιέχεται στη σκέψη αυτή.

122.

Ειδικότερα, από την ανάγνωση της εν λόγω σκέψεως 69 γίνεται σαφώς κατανοητό ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, εάν δεχόταν την άποψη της Επιτροπής, η διάταξη του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού δεν θα είχε νόημα, καθόσον δεν θα αναγνωριζόταν ΚΟΑ σε κανέναν από τους παραγωγούς στους οποίους έχει χορηγηθεί από τις κινεζικές αρχές πλεονέκτημα συνδεόμενο με πενταετές πρόγραμμα. Στα σημεία 100 και 101 των προτάσεών μου αμφισβήτησα το βάσιμο της αναλύσεως αυτής. Πάντως, η συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου, καίτοι, κατά τη γνώμη μου, εσφαλμένη, δεν παύει να είναι κατανοητή.

123.

Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι υπάρχει αντίφαση μεταξύ της σκέψεως 69 και της σκέψεως 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

124.

Η συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου στις σκέψεις αυτές είναι, κατ’ ουσίαν, η ακόλουθη: αφενός, στη σκέψη 76, το Γενικό Δικαστήριο θεωρεί ότι η παρουσία ενός κεντρικού προγραμματισμού χαρακτηρίζει κάθε σύστημα που δεν ακολουθεί την οικονομία της αγοράς, αφετέρου, όμως, στη σκέψη 69, όπως γίνεται αντιληπτή υπό το πρίσμα των σκέψεων 66 και 67 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο θεωρεί ότι κάθε μέτρο συνδεόμενο με πρόγραμμα δεν είναι κατ’ ανάγκην μέτρο «προερχόμενο από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς». Κατά το Γενικό Δικαστήριο, παρόμοια με τα λαμβανόμενα σε οικονομίες της αγοράς μέτρα, έστω και αν συναρτώνται προς κάποιο πρόγραμμα, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως προερχόμενα από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς.

125.

Όπως, όμως, προκύπτει από τα σημεία 87 έως 97 των προτάσεών μου, δεν συμμερίζομαι την προσέγγιση του Γενικού Δικαστηρίου. Εντούτοις, εάν ακολουθηθεί η άποψη του Γενικού Δικαστηρίου, την οποίαν επαναλαμβάνω ότι θεωρώ εσφαλμένη επί της ουσίας, δεν υπάρχει αντιφατική αιτιολογία μεταξύ των κρίσεων που περιέχονται στη σκέψη 76 και εκείνων που περιέχονται στις σκέψεις 66, 67 και 69 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

126.

Συνεπώς, κατά την άποψή μου, τόσο το πρώτο όσο και το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν. Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

Γ.  Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος στηρίζεται σε πλημμέλεια της διαδικασίας

127.

Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος στρέφεται κατά των σκέψεων 66, 67 και 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο πλημμέλεια της διαδικασίας, η οποία δικαιολογεί την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Ο λόγος αυτός αποτελείται από τρία σκέλη.

1. Επί του πρώτου και του δεύτερου σκέλους, τα οποία αφορούν τις αποφάσεις του Δικαστηρίου που παρατίθενται στη σκέψη 66 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως

128.

Με το πρώτο σκέλος του λόγου αυτού, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο εισήγαγε στη διαδικασία ένα νέο επιχείρημα επί της ουσίας, το οποίο δεν είχε προβάλει η Xinyi, και στηρίχθηκε σε αυτό προκειμένου να ακυρώσει τον επίδικο κανονισμό. Η Επιτροπή υποστηρίζει, ειδικότερα, ότι η Xinyi ουδέποτε προέβαλε το επιχείρημα περί νομολογίας για τις κρατικές ενισχύσεις που περιέχεται στη σκέψη 66 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, η Xinyi ουδέποτε υποστήριξε ότι μια κρατική ενίσχυση που κρίθηκε παράνομη μπορεί λυσιτελώς να χρησιμοποιηθεί για να διαπιστωθεί εάν τα επίδικα μέτρα προέρχονται από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς. Η επιχειρηματολογία της Xinyi στηρίχθηκε αποκλειστικά σε χορηγηθείσες ενισχύσεις.

129.

Συνεπώς, κατά την Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ultra vires, παραβίασε την αρχή κατά την οποίαν το αντικείμενο της προσφυγής προσδιορίζεται από τους διαδίκους και παρέβη το άρθρο 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και το άρθρο 44, παράγραφος 1, και το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, όπως ίσχυαν κατά τον χρόνο της εκδικάσεως της προσφυγής σε πρώτο βαθμό.

130.

Στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν της δόθηκε η δυνατότητα να εκφράσει την άποψή της όσον αφορά το δήθεν συγκρίσιμο των επίμαχων μέτρων με τις κρατικές ενισχύσεις που αποτελούν το αντικείμενο των δικαστικών αποφάσεων οι οποίες παρατίθενται στη σκέψη 66 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Ενεργώντας με τον τρόπο αυτόν, χωρίς να ακούσει την άποψή της σχετικά με το νέο πραγματικό στοιχείο, το Γενικό Δικαστήριο προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας και το δικαίωμα ακροάσεως της Επιτροπής.

131.

Η Xinyi αμφισβητεί την επιχειρηματολογία της Επιτροπής.

132.

Όσον αφορά το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, υπενθυμίζεται, κατ’ αρχάς, ότι από τους κανόνες που διέπουν τη διαδικασία ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης, και ιδίως από τα άρθρα 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και 44, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, όπως ίσχυαν κατά τον χρόνο της ασκήσεως της προσφυγής σε πρώτο βαθμό ( 52 ), προκύπτει ότι η διαφορά προσδιορίζεται και οριοθετείται κατ’ αρχήν από τους διαδίκους και ότι ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί να αποφαίνεται ultra petita ( 53 ).

133.

Όπως διευκρίνισε το Δικαστήριο, ορισμένοι λόγοι μπορούν, ή και επιβάλλεται, να εξετάζονται αυτεπαγγέλτως, όπως η έλλειψη αιτιολογίας ή η ανεπαρκής αιτιολόγηση της αποφάσεως της Επιτροπής, πράγμα που συνιστά ουσιώδη τύπο, λόγος όμως ο οποίος αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της εν λόγω αποφάσεως και ο οποίος στηρίζεται σε παράβαση των Συνθηκών ή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου σχετικού με την εφαρμογή τους, κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, μπορεί, αντιθέτως, να εξεταστεί από τον δικαστή της Ένωσης μόνον εφόσον προβλήθηκε από τον προσφεύγοντα ( 54 ).

134.

Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να διαπιστωθεί εάν το Γενικό Δικαστήριο, στηριζόμενο για την ακύρωση του επίδικου κανονισμού στις αποφάσεις του Δικαστηρίου που παρατίθενται στη σκέψη 66 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αποφάνθηκε ultra petita.

135.

Επισημαίνεται συναφώς ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που προέβαλε η Xinyi ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού. Όπως προκύπτει από τη σκέψη 49 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους αυτού του λόγου ακυρώσεως, η Xinyi επικαλέστηκε ως βάση της επιχειρηματολογίας της την πρακτική της Επιτροπής στις υποθέσεις κρατικών ενισχύσεων. Η επίκληση της πρακτικής αυτής σκοπό είχε να αποδείξει το επιχείρημα της Xinyi, το οποίο και δέχθηκε το Γενικό Δικαστήριο, ότι οι χώρες με οικονομία της αγοράς, συμπεριλαμβανομένων των κρατών μελών της Ένωσης, θεσπίζουν επίσης φορολογικά καθεστώτα ανάλογα με τα επίμαχα.

136.

Επιβάλλεται, επομένως, η διαπίστωση ότι η επίκληση της πρακτικής της Επιτροπής στις υποθέσεις κρατικών ενισχύσεων, όπως προκύπτει τόσο από τις αποφάσεις της όσο και από τη νομολογία του Δικαστηρίου, περιεχόταν πράγματι στα επιχειρήματα που προέβαλε η Xinyi στο πλαίσιο του λόγου ακυρώσεως.

137.

Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπερέβη τα όρια του αντικειμένου της διαφοράς, στηρίζοντας το σκεπτικό του σε παραδείγματα από τις αποφάσεις του Δικαστηρίου σε υποθέσεις κρατικών ενισχύσεων.

138.

Ομοίως, η Επιτροπή δεν μπορεί να προβάλλει προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος ακροάσεως απλώς και μόνον επειδή το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε το επιχείρημά της σε σχέση με συγκεκριμένες αποφάσεις που αφορούν την πρακτική της Επιτροπής σε υποθέσεις κρατικών ενισχύσεων, τις οποίες παρέθεσε στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, ενώ η πρακτική αυτή είχε αποτελέσει αντικείμενο συζητήσεως στα δικόγραφα που κατέθεσαν οι διάδικοι. Επίσης, σημειώνεται συναφώς ότι η Xinyi εκθέτει, χωρίς να αμφισβητείται από την Επιτροπή, ότι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, οι διάδικοι ανέπτυξαν ευρέως τις απόψεις τους σε σχέση με το λυσιτελές, από απόψεως πραγματικών περιστατικών, της πρακτικής της Επιτροπής και της νομολογίας του Δικαστηρίου σε υποθέσεις κρατικών ενισχύσεων.

139.

Κατόπιν των ανωτέρω, εκτιμώ ότι το πρώτο και το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν.

2. Επί του τρίτου σκέλους, το οποίο αφορά παράλειψη απαντήσεως σε επιχειρήματα της Επιτροπής

140.

Το τρίτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως στρέφεται κατά της σκέψεως 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και της εσφαλμένης, κατά την Επιτροπή, έννοιας του «συστήματος που δεν ακολουθεί την οικονομία της αγοράς», την οποία έλαβε υπόψη το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη αυτή.

141.

Η Επιτροπή προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι αγνόησε τα επιχειρήματά της σε σχέση με την έννοια αυτή και περιορίστηκε να παραθέσει το επιχείρημα της Xinyi. Με τον τρόπο αυτόν, το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να απαντήσει σε επιχείρημα της Επιτροπής, γεγονός που αποτελεί πλημμέλεια της διαδικασίας, η οποία πρέπει να οδηγήσει σε αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Προς τον σκοπό αυτόν, η Επιτροπή αναφέρεται στη σκέψη 112 της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 24ης Οκτωβρίου 2013, Land Burgenland κ.λπ. κατά Επιτροπής (C-214/12 P, C-215/12 P και C-223/12 P, EU:C:2013:682).

142.

Η Xinyi αμφισβητεί τα επιχειρήματα της Επιτροπής.

143.

Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η υποχρέωση αιτιολογήσεως των αποφάσεων, την οποία υπέχει το Γενικό Δικαστήριο από το άρθρο 36 και το άρθρο 53, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν συνεπάγεται ότι αυτό οφείλει να αναφέρεται διεξοδικά σε όλους κατά σειράν τους συλλογισμούς που διατύπωσαν οι διάδικοι ( 55 ).

144.

Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να απορρίψει σιωπηρώς ορισμένα επιχειρήματα που προβάλλει, μεταξύ άλλων, ο καθού διάδικος προς αντίκρουση των επιχειρημάτων του προσφεύγοντος.

145.

Κατά συνέπεια, στο σκεπτικό του που περιέχεται στη σκέψη 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο μπορούσε κάλλιστα να απορρίψει ορισμένα επιχειρήματα της Επιτροπής χωρίς αυτό να συνεπάγεται πλημμέλεια της διαδικασίας.

146.

Η απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 2013, Land Burgenland κ.λπ. κατά Επιτροπής (C-214/12 P, C-215/12 P και C-223/12 P, EU:C:2013:682), στην οποία στηρίζεται η Επιτροπή, αφορούσε εντελώς διαφορετική περίπτωση από αυτήν της κρινομένης υποθέσεως. Ειδικότερα, με την απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το Γενικό Δικαστήριο είχε παραλείψει να απαντήσει σε επιχείρημα το οποίο είχε προβάλει η προσφεύγουσα και το οποίο περιεχόταν αναντίλεκτα στην πρωτόδικη προσφυγή.

147.

Απ’ όλα τα ανωτέρω προκύπτει, κατά τη γνώμη μου, ότι το τρίτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως πρέπει επίσης να απορριφθεί και, κατά συνέπεια, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

VI. Επί της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

148.

Σύμφωνα με το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε περίπτωση αναιρέσεως της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, το Δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί οριστικώς επί της διαφοράς, εφόσον αυτή είναι ώριμη προς εκδίκαση, ή να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο για να αποφανθεί επ’ αυτής.

149.

Στην προκειμένη περίπτωση, θεωρώ ότι το Δικαστήριο είναι σε θέση να αποφανθεί επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προέβαλε η Xinyi ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

150.

Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τα σημεία 103 και 104 των προτάσεών μου, τα μέτρα που προβλέπουν το αναφερόμενο στο σημείο 11 επίμαχο φορολογικό καθεστώς, του οποίου επωφελήθηκε η Xinyi, ελήφθησαν από την Κινεζική Κυβέρνηση στο πλαίσιο της εφαρμογής διαφόρων πενταετών προγραμμάτων.

151.

Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή θεμιτώς συνήγαγε ότι οι στρεβλώσεις που προκύπτουν από τα μέτρα αυτά ήταν στρεβλώσεις «προερχόμενες από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς», σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού.

152.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλει η Xinyi πρέπει να απορριφθεί.

153.

Αντιθέτως, το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ούτε τον δεύτερο, τον τρίτο και τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως που προέβαλε η Xinyi.

154.

Δεδομένου ότι η διαφορά δεν κρίθηκε όσον αφορά αυτό το σκέλος και αυτούς τους λόγους ακυρώσεως, θεωρώ σκόπιμη την αναπομπή της κρινομένης υποθέσεως στο Γενικό Δικαστήριο, προκειμένου αυτό να εξετάσει το εν λόγω σκέλος και τους λόγους ακυρώσεως, καθώς και τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν προς στήριξή τους.

155.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

VII. Πρόταση

156.

Κατόπιν των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ως εξής:

1)

Αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 16ης Μαρτίου 2016, Xinyi PV Products (Anhui) Holdings κατά Επιτροπής (T‑586/14, EU:T:2016:154).

2)

Απορρίπτει το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως της προσφυγής της Xinyi PV Products (Anhui) Holdings Ltd ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

3)

Αναπέμπει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά τα λοιπά.

4)

Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) Διαδικασία WT/DS516.

( 3 ) Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2016, L 176, σ. 21).

( 4 ) Κανονισμός του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 2009, L 343, σ. 51). Ο κανονισμός αυτός καταργήθηκε με τον κανονισμό 2016/1036.

( 5 ) Πρόταση κανονισμού της 9ης Νοεμβρίου 2016 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού 2016/1036 και του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1037 για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας [COM(2016) 721 τελικό].

( 6 ) Βλ., συναφώς, ανακοινωθέν Tύπου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής; της 3ης Οκτωβρίου 2017 (IP/17/3668), και ενημερωτικό δελτίο της ίδιας ημερομηνίας (MEMO/17/3703).

( 7 ) T-586/14 (στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2016:154).

( 8 ) Εκτελεστικός κανονισμός της Επιτροπής, της 13ης Μαΐου 2014, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές ηλιακών υαλοπινάκων καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ 2014, L 142, σ. 1, διορθωτικό ΕΕ 2014, L 253, σ. 4).

( 9 ) Ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές ηλιακών υαλοπινάκων καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ 2013, C 58, σ. 6).

( 10 ) ΕΕ 2013, L 316, σ. 8.

( 11 ) Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 34 έως 47 του κανονισμού 1205/2013 και ειδικότερα αιτιολογικές σκέψεις 41 και 43 αυτού.

( 12 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 34 του επίδικου κανονισμού.

( 13 ) Βλ. άρθρο 1, παράγραφος 2, του επίδικου κανονισμού. Το εν λόγω ποσοστό 36,1 % αντικαταστάθηκε στη συνέχεια από το ποσοστό 75,4 %, δυνάμει του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2015/1394 της Επιτροπής, της 13ης Αυγούστου 2015, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 470/2014, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/588, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές ηλιακών υαλοπινάκων καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας μετά τη διεξαγωγή εκ νέου έρευνας για την απορρόφηση του δασμού σύμφωνα με το άρθρο 12 του κανονισμού 1225/2009 (ΕΕ 2015, L 215, σ. 42).

( 14 ) Σκέψεις 63 και 64 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 15 ) Σκέψεις 65 και 66 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 16 ) Βλ. σκέψεις 68 έως 78 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 17 ) Βλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, Επιτροπή κατά Rusal Armenal (C-21/14 P, EU:C:2015:494, σκέψη 47).

( 18 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 19ης Ιουλίου 2012, Συμβούλιο κατά Zhejiang Xinan Chemical Industrial Group (C-337/09 P, EU:C:2012:471, σκέψη 66).

( 19 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 19ης Ιουλίου 2012, Συμβούλιο κατά Zhejiang Xinan Chemical Industrial Group (C-337/09 P, EU:C:2012:471, σκέψη 67).

( 20 ) Απόφαση της 19ης Ιουλίου 2012, Συμβούλιο κατά Zhejiang Xinan Chemical Industrial Group (C-337/09 P, EU:C:2012:471, σκέψη 69).

( 21 ) Απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2012, BrosmannFootwear (HK) κ.λπ. κατά Συμβουλίου (C‑249/10 P, EU:C:2012:53, σκέψη 32).

( 22 ) Αποφάσεις της 2ας Φεβρουαρίου 2012, Brosmann Footwear (HK) κ.λπ. κατά Συμβουλίου (C‑249/10 P, EU:C:2012:53, σκέψη 32), καθώς και της 19ης Ιουλίου 2012, Συμβούλιο κατά Zhejiang Xinan Chemical Industrial Group (C-337/09 P, EU:C:2012:471, σκέψη 70).

( 23 ) Σκέψεις 63 και 69 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 24 ) Βλ. σκέψεις 74 έως 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 25 ) Βλ. σκέψη 77 και 78 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 26 ) Κανονισμός του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 1998, περί τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΚ) 384/96 για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 1998, L 128, σ. 18).

( 27 ) Βλ., συναφώς, όσον αφορά το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, πρώτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού, προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Συμβούλιο κατά Zhejiang Xinan Chemical Industrial Group (C-337/09 P, EU:C:2012:22, σημείο 42).

( 28 ) Βλ., συναφώς, την αιτιολογική έκθεση και τα σημεία 4 έως 6 της ανακοινώσεως της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, της 12ης Δεκεμβρίου 1997, για τη μεταχείριση που παρέχεται στο πλαίσιο των διαδικασιών αντιντάμπινγκ στις χώρες που δεν είχαν οικονομία αγοράς (ΕΕ) 384/96 του Συμβουλίου [COM(97) 677 τελικό].

( 29 ) Κανονισμός του Συμβουλίου, της 1ης Αυγούστου 1979, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 459/68 για την άμυνα κατά των πρακτικών «ντάμπινγκ», των πριμοδοτήσεων ή επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (JO 1979 L 196, σ. 1) [δεν έχει μεταφραστεί στην ελληνική γλώσσα], ο οποίος τροποποίησε πολλές διατάξεις του κανονισμού (ΕΟΚ) 459/68 του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1968, για την άμυνα κατά του ντάμπινγκ, των πριμοδοτήσεων ή επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (JO 1968, L 93, σ. 1) [δεν έχει μεταφραστεί στην ελληνική γλώσσα]. Βλ., ειδικότερα, έκτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1681/79.

( 30 ) Βλ., συναφώς, την ανακοίνωση [COM(97) 677 τελικό] και την πρόταση κανονισμού που αναφέρονται στην υποσημείωση 28 των προτάσεών μου. Βλ., επίσης, την πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου περί τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΚ) 384/96 για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας [COM(2000) 363 τελικό].

( 31 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 19ης Ιουλίου 2012, Συμβούλιο κατά Zhejiang Xinan Chemical Industrial Group (C-337/09 P, EU:C:2012:471, σκέψη 68).

( 32 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 19ης Ιουλίου 2012, Συμβούλιο κατά Zhejiang Xinan Chemical Industrial Group (C-337/09 P, EU:C:2012:471, σκέψη 69).

( 33 ) Επίσης για πολιτικούς λόγους, με σκοπό την ενθάρρυνση των μεταρρυθμιστικών διαδικασιών, ιδίως στην Κίνα. Βλ., συναφώς, σημείο 5 της αιτιολογικής εκθέσεως της ανακοινώσεως της Επιτροπής [COM(97) 677 τελικό] και την πρόταση κανονισμού που αναφέρονται ανωτέρω, στην υποσημείωση 28 των προτάσεών μου.

( 34 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 19ης Ιουλίου 2012, Συμβούλιο κατά Zhejiang Xinan Chemical Industrial Group (C-337/09 P, EU:C:2012:471, σκέψη 93), καθώς και σημεία 75 και 76 των προτάσεων της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Συμβούλιο κατά Zhejiang Xinan Chemical Industrial Group (C-337/09 P, EU:C:2012:22).

( 35 ) Βλ., συναφώς, σημείο 12 της ανακοινώσεως της Επιτροπής [COM(97) 677 τελικό], η οποία μνημονεύεται στην υποσημείωση 28 των προτάσεών μου.

( 36 ) Αυτόν τον όρο χρησιμοποίησε η γενική εισαγγελέας J Kokott στις προτάσεις της στην υπόθεση Συμβούλιο κατά Zhejiang Xinan Chemical Industrial Group (C‑337/09 P, EU:C:2012:22, σημεία 1, 61, 63 και 68).

( 37 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 38 ) Βλ. ειδικότερα το αγγλικό κείμενο, το οποίο χρησιμοποιεί τον όρο «carried over» και, ακόμη σαφέστερα, το ισπανικό και το πορτογαλικό κείμενο, τα οποία χρησιμοποιούν αντίστοιχα τους όρους «heredadas» και «herdadas».

( 39 ) Στο τσεχικό, το γερμανικό, το εσθονικό, το γαλλικό, το κροατικό, το ιταλικό, το μαλτέζικο, το ολλανδικό, το πολωνικό, το ρουμανικό, το φινλανδικό και το σουηδικό κείμενο.

( 40 ) Στο ισπανικό, το λεττονικό και το πορτογαλικό κείμενο.

( 41 ) Η απόδοση σε εννέα άλλες γλώσσες (βουλγαρική, δανική, ελληνική, αγγλική, ιρλανδική, λιθουανική, ουγγρική, βουλγαρική, σλοβακική και σλοβενική) προσφέρεται τόσο για χρονολογική όσο και για αιτιολογική ερμηνεία.

( 42 ) Απόφαση της 25ης Μαρτίου 2010, Helmut Müller (C-451/08, EU:C:2010:168, σκέψη 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Βλ., συναφώς, επίσης προτάσεις μου στην υπόθεση British Airways κατά Επιτροπής (C-122/16 P, EU:C:2017:406, σημεία 40 και 41).

( 43 ) Βλ. αποφάσεις της 19ης Ιουλίου 2012, Συμβούλιο κατά Zhejiang Xinan Chemical Industrial Group (C‑337/09 P, EU:C:2012:471, σκέψη 73), καθώς και της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, Gem-YearIndustrial και Jinn-Well Auto-Parts (Zhejiang) κατά Συμβουλίου (C‑602/12 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:2203, σκέψη 56).

( 44 ) Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, όταν διάταξη του δικαίου της Ένωσης επιδέχεται περισσότερες ερμηνείες, πρέπει να προκρίνεται εκείνη που διασφαλίζει την πρακτική αποτελεσματικότητά της (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2016, Mercedes Benz Italia, C‑378/15, EU:C:2016:950, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 45 ) Έτσι, κατά την Xinyin, ο βασικός κανονισμός κατατάσσει όλες τις χώρες του κόσμου σε τρεις κατηγορίες: (i) τις χώρες που δεν ακολουθούν την οικονομία της αγοράς ή στις οποίες η εμπορική δραστηριότητα είναι κρατική, ο κατάλογος των οποίων περιέχεται στην υποσημείωση στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ, του εν λόγω κανονισμού, (ii) τις χώρες με διευθυνόμενη οικονομία, αλλά που βρίσκονται σε μεταβατικό στάδιο, μεταξύ των οποίων και η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, οι οποίες υπάγονται στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχεία βʹ και γʹ, του βασικού κανονισμού, και (iii) τις οικονομίες της αγοράς, στις οποίες περιλαμβάνονται όλες οι χώρες με εξαίρεση εκείνες του άρθρου 2, παράγραφος 7, του ίδιου κανονισμού. Η Επιτροπή αμφισβητεί την κατάταξη αυτή και ισχυρίζεται ότι, στην πραγματικότητα, υπάρχουν τέσσερις κατηγορίες, ήτοι: (i) οι χώρες στις οποίες η εμπορική δραστηριότητα είναι κρατική, (ii) οι χώρες χωρίς οικονομία της αγοράς, (iii) οι χώρες με ειδική οικονομία της αγοράς και (iv) οι οικονομίες της αγοράς.

( 46 ) Το ζήτημα του ορισμού της έννοιας του «συστήματος που δεν ακολουθεί την οικονομία της αγοράς», κατά τη διατύπωση της επίμαχης διατάξεως, τίθεται με το πέμπτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, με το οποίο η Επιτροπή αμφισβητεί τη σκέψη 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Επί του ζητήματος αυτού, βλ. ειδικότερα σημείο 102 των προτάσεών μου.

( 47 ) Σκέψεις 65 και 66 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 48 ) Σκέψη 69 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 49 ) Ειδικότερα, το πρόγραμμα «2 Free 3 Half» σχεδιάστηκε για να προαγάγει τις βιομηχανικές πολιτικές που απορρέουν από τα πενταετή προγράμματα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, όπως αναφέρει ρητώς η «απόφαση αριθ. 40 του Συμβουλίου Κρατικών Υποθέσεων για τη θέσπιση και την εφαρμογή των “προσωρινών διατάξεων για την υποστήριξη κατά την προσαρμογή των βιομηχανικών δομών”». Το φορολογικό καθεστώς των επιχειρήσεων υψηλής τεχνολογίας προσαρμόστηκε για να εφαρμόσει το 12ο πενταετές πρόγραμμα 2011‑2015, το οποίο θεωρεί την ηλιακή φωτοβολταϊκή ενέργεια ως «στρατηγικό ανερχόμενο τομέα» για τους σκοπούς του προγράμματος αυτού (βλ. κεφάλαιο 10 του 12ου πενταετούς προγράμματος 2011‑2015).

( 50 ) Βλ. απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2017, Maxcom κατά City Cycle Industries (C‑248/15 P, C‑254/15 P και C-260/15 P, EU:C:2017:62, σκέψη 87).

( 51 ) Βλ. συναφώς, μεταξύ άλλων, απόφαση της 10ης Απριλίου 2014, Areva κ.λπ. κατά Επιτροπής (C-247/11 P και C-253/11 P, EU:C:2014:257, σκέψεις 54 και 55).

( 52 ) Νυν άρθρο 76, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, όπως ισχύει σήμερα.

( 53 ) Απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2013, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (C-272/12 P, EU:C:2013:812, σκέψη 27). Βλ., για μια εκτενέστερη ανάπτυξη σχετικά με την αρχή ne ultra petita, προτάσεις μου στην υπόθεση British Airways κατά Επιτροπής (C-122/16 P, EU:C:2017:406, σημεία 82 επ.).

( 54 ) Απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2013, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ. (C-272/12 P, EU:C:2013:812, σκέψη 28). Βλ., συναφώς, προτάσεις μου στην υπόθεση British Airways κατά Επιτροπής (C-122/16 P, EU:C:2017:406, σημεία 91 και 92).

( 55 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Continental Reifen Deutschland κατά Compagnie générale des établissements Michelin (C-84/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:596, σκέψη 83).

Top