EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62015TJ0673

Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τρίτο πενταμελές τμήμα) της 7ης Ιουνίου 2017.
Guardian Europe Sàrl κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής και Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Εξωσυμβατική ευθύνη – Εκπροσώπηση της Ένωσης – Παραγραφή – Άρση των εννόμων αποτελεσμάτων αποφάσεως η οποία κατέστη απρόσβλητη – Αοριστία της αγωγής – Παραδεκτό – Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων – Εύλογη διάρκεια της δίκης – Ίση μεταχείριση – Υλική ζημία – Περιουσιακή μείωση – Διαφυγόν κέρδος – Μη υλική ζημία – Αιτιώδης συνάφεια.
Υπόθεση T-673/15.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:T:2017:377

ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (τρίτο πενταμελές τμήμα)

της 7ης Ιουνίου 2017 ( *1 )

«Εξωσυμβατική ευθύνη — Εκπροσώπηση της Ένωσης — Παραγραφή — Άρση των εννόμων αποτελεσμάτων αποφάσεως η οποία κατέστη απρόσβλητη — Αοριστία της αγωγής — Παραδεκτό — Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων — Εύλογη διάρκεια της δίκης — Ίση μεταχείριση — Υλική ζημία — Περιουσιακή μείωση — Διαφυγόν κέρδος — Μη υλική ζημία — Αιτιώδης συνάφεια»

Στην υπόθεση T‑673/15,

Guardian Europe Sàrl, με έδρα την Bertrange (Λουξεμβούργο), εκπροσωπούμενη από τους F. Louis, δικηγόρο, και C. O’Daly, solicitor,

ενάγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενης από:

1) την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους N. Khan, A. Dawes και P. van Nuffel,

2) το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τον J. Inghelram και την K. Sawyer,

εναγόμενης,

με αντικείμενο αγωγή βάσει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας που φέρεται να υπέστη η ενάγουσα, αφενός, λόγω της διάρκειας της διαδικασίας στο πλαίσιο της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής (T‑82/08, EU:T:2012:494), και, αφετέρου, λόγω παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως με την απόφαση C(2007) 5791 τελικό της Επιτροπής, της 28ης Νοεμβρίου 2007, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου [101 ΣΛΕΕ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση COMP/39165 – Επίπεδο γυαλί) και με την απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής (T‑82/08, EU:T:2012:494),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους Σ. Παπασάββα, πρόεδρο, I. Labucka, E. Bieliūnas (εισηγητή), V. Kreuschitz και I. S. Forrester, δικαστές,

γραμματέας: C. Heeren, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 11ης Ιανουαρίου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

I. Ιστορικό της διαφοράς

1

Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 12 Φεβρουαρίου 2008, η Guardian Industries Corp. και η ενάγουσα, Guardian Europe Sàrl, άσκησαν προσφυγή κατά της αποφάσεως C(2007) 5791 τελικό της Επιτροπής, της 28ης Νοεμβρίου 2007, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου [101 ΣΛΕΕ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση COMP/39165 – Επίπεδο γυαλί) [στο εξής: απόφαση C(2007) 5791]. Με το δικόγραφο της προσφυγής ζήτησαν, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει εν μέρει την απόφαση αυτή στον βαθμό που τις αφορούσε και να μειώσει το ύψος του προστίμου που είχε επιβληθεί με την εν λόγω απόφαση.

2

Με απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής (T‑82/08, EU:T:2012:494), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή.

3

Με δικόγραφο που κατέθεσαν στις 10 Δεκεμβρίου 2012, η Guardian Industries και η ενάγουσα άσκησαν αναίρεση κατά της αποφάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής (T‑82/08, EU:T:2012:494).

4

Με απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2014, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής (C‑580/12 P, EU:C:2014:2363), πρώτον, το Δικαστήριο αναίρεσε την απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής (T‑82/08, EU:T:2012:494), στο μέτρο που η απόφαση αυτή είχε απορρίψει τον λόγο ακυρώσεως με τον οποίο είχε προβληθεί παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων ως προς τον υπολογισμό του ποσού του προστίμου που επιβλήθηκε αλληλεγγύως στην Guardian Industries και στην ενάγουσα και τις είχε καταδικάσει στα δικαστικά έξοδα. Δεύτερον, το Δικαστήριο ακύρωσε το άρθρο 2 της αποφάσεως C(2007) 5791 στο μέτρο που καθόριζε το ποσό του προστίμου που είχε επιβληθεί αλληλεγγύως στην Guardian Industries και στην ενάγουσα σε 148000000 ευρώ. Τρίτον, το Δικαστήριο καθόρισε σε 103600000 ευρώ το ποσό του προστίμου που είχε επιβληθεί αλληλεγγύως στην Guardian Industries και στην ενάγουσα λόγω της παραβάσεως που είχε διαπιστωθεί με το άρθρο 1 της αποφάσεως C(2007) 5791. Τέταρτον, το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως κατά τα λοιπά. Πέμπτον, το Δικαστήριο συμψήφισε τα δικαστικά έξοδα.

II. Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

5

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 19 Νοεμβρίου 2015, η ενάγουσα άσκησε την υπό κρίση αγωγή κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

6

Στις 17 Φεβρουαρίου 2016, το Γενικό Δικαστήριο παρέπεμψε την παρούσα υπόθεση ενώπιον του τρίτου πενταμελούς τμήματος.

7

Η Επιτροπή και το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατέθεσαν υπόμνημα αντικρούσεως στις 16 Φεβρουαρίου 2016 και στις 18 Φεβρουαρίου 2016, αντιστοίχως.

8

Στις 22 Απριλίου 2016, η ενάγουσα κατέθεσε υπόμνημα απαντήσεως. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η Επιτροπή κατέθεσαν υπόμνημα ανταπαντήσεως στις 25 Μαΐου 2016 και στις 7 Ιουνίου 2016, αντιστοίχως.

9

Στις 12 Σεπτεμβρίου 2016, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι για την προετοιμασία και την εκδίκαση της υπό κρίση υποθέσεως ήταν αναγκαίο, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της, να τεθεί στη διάθεσή του η δικογραφία της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής (T‑82/08, EU:T:2012:494) (στο εξής: υπόθεση T‑82/08). Επομένως, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 89 του Κανονισμού Διαδικασίας του, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να συμπεριλάβει στη δικογραφία της υπό κρίση υποθέσεως τη δικογραφία της υποθέσεως T‑82/08.

10

Στις 14 Δεκεμβρίου 2016, το Γενικό Δικαστήριο ζήτησε από την ενάγουσα να προσκομίσει ορισμένα έγγραφα και να απαντήσει σε μια ερώτηση. Η ενάγουσα ανταποκρίθηκε στα αιτήματα αυτά εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

11

Στις 16 Δεκεμβρίου 2016, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ζήτησε να του επιδοθεί η δικογραφία της υποθέσεως T‑82/08.

12

Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 11ης Ιανουαρίου 2017.

13

Η ενάγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να υποχρεώσει την Ένωση, εκπροσωπούμενη από την Επιτροπή και από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να της καταβάλει, προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη λόγω της μη τηρήσεως, από το Γενικό Δικαστήριο, των επιταγών περί εύλογης διάρκειας της δίκης, τα ακόλουθα ποσά, εντόκως από τις 12 Φεβρουαρίου 2010, με το μέσο επιτόκιο που εφάρμοζε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα στις κύριες πράξεις αναχρηματοδοτήσεως, προσαυξημένο κατά 2 εκατοστιαίες μονάδες:

936000 ευρώ για έξοδα τραπεζικής εγγυήσεως·

1671000 ευρώ για απώλεια ευκαιριών ή διαφυγόν κέρδος·

14800000 ευρώ για μη υλική ζημία·

να υποχρεώσει την Ένωση, εκπροσωπούμενη από την Επιτροπή και από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να της καταβάλει, προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη λόγω της παραβιάσεως, από την Επιτροπή και το Γενικό Δικαστήριο, της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, τα ακόλουθα ποσά, εντόκως με το μέσο επιτόκιο που εφάρμοζε η ΕΚΤ κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα στις κύριες πράξεις αναχρηματοδοτήσεως, προσαυξημένο κατά 2 εκατοστιαίες μονάδες:

1547000 ευρώ για έξοδα τραπεζικής εγγυήσεως·

9292000 ευρώ για απώλεια ευκαιριών ή διαφυγόν κέρδος·

14800000 ευρώ για μη υλική ζημία·

να καταδικάσει τις εναγόμενες στα δικαστικά έξοδα.

14

Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να απορρίψει την αγωγή καθόσον στρέφεται κατ’ αυτής·

να καταδικάσει την ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα.

15

Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να απορρίψει την αγωγή αποζημιώσεως ως απαράδεκτη όσον αφορά τις ζημίες του διαστήματος πριν από τις 19 Νοεμβρίου 2010 και όσον αφορά την αποζημίωση για υλική ζημία σχετικά με το κόστος ευκαιρίας ή το διαφυγόν κέρδος·

να απορρίψει, εν πάση περιπτώσει, ως αβάσιμη την αγωγή αποζημιώσεως όσον αφορά τόσο την υλική όσο και τη μη υλική ζημία·

επικουρικώς, να απορρίψει ως αβάσιμη την αγωγή αποζημιώσεως που αφορά την υλική ζημία και να επιδικάσει κατά δίκαιη κρίση αποζημίωση ανώτατου ύψους 5000 ευρώ για μη υλική ζημία·

να καταδικάσει την ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα.

III. Σκεπτικό

1. Επί του παραδεκτού

16

Η Επιτροπή και το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβάλλουν διάφορους λόγους απαραδέκτου.

1.  Επί του παραδεκτού της αγωγής αποζημιώσεως που στηρίζεται σε φερόμενη υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης κατά το μέρος της που η αγωγή αυτή στρέφεται κατά της Ένωσης, εκπροσωπούμενης από την Επιτροπή

17

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η αγωγή αποζημιώσεως προς αποκατάσταση των ζημιών που υπέστη η ενάγουσα λόγω φερόμενης μη τηρήσεως των επιταγών περί εύλογης διάρκειας της δίκης (στο εξής: εύλογη διάρκεια της δίκης) είναι απαράδεκτη καθόσον στρέφεται κατά της Ένωσης, εκπροσωπούμενης από την Επιτροπή, για τον λόγο ότι, στο πλαίσιο της αγωγής αυτής, η ενάγουσα δεν της προσάπτει καμία αιτίαση.

18

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η Ένωση εκπροσωπείται από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως προς αποκατάσταση της ζημίας που φέρεται να προκλήθηκε λόγω ενδεχόμενης μη τηρήσεως, εκ μέρους δικαστηρίου της Ένωσης, των επιταγών περί εύλογης διάρκειας της δίκης (βλ. διατάξεις της 6ης Ιανουαρίου 2015, Kendrion κατά Ευρωπαϊκής Ένωσης, T‑479/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:2, σκέψεις 14 έως 19 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 2ας Φεβρουαρίου 2015, Gascogne Sack Deutschland και Gascogne κατά Ευρωπαϊκής Ένωσης, T‑577/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:80, σκέψεις 22 έως 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

19

Επομένως, η αγωγή αποζημιώσεως προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη η ενάγουσα λόγω φερόμενης υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης στην υπόθεση T‑82/08 πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, κατά το μέρος της που στρέφεται κατά της Ένωσης, εκπροσωπούμενης από την Επιτροπή.

2.  Ως προς τους λόγους απαραδέκτου που αφορούν την παραγραφή

20

Η Επιτροπή προβάλλει ότι η αγωγή αποζημιώσεως προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη η ενάγουσα λόγω κατάφωρης παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως είναι απαράδεκτη στο μέτρο που στρέφεται κατά της Ένωσης, εκπροσωπούμενης από την Επιτροπή. Συγκεκριμένα, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αγωγή αυτή θα ήταν παραδεκτή μόνον εάν είχε ως αίτημα την αποκατάσταση ζημιών που επήλθαν εντός του χρονικού διαστήματος των πέντε ετών πριν από την άσκηση της αγωγής στην υπό κρίση υπόθεση, δηλαδή για το διάστημα μετά τις 19 Νοεμβρίου 2010. Όμως, στον βαθμό που η ενάγουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν ακύρωσε, το αργότερο στις 12 Φεβρουαρίου 2010, την απόφαση C(2007) 5791 με το αιτιολογικό ότι εκδόθηκε κατά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, προκύπτει ότι, σύμφωνα με όσα υποστηρίζει η ίδια η ενάγουσα, για τις φερόμενες ζημίες μετά τις 12 Φεβρουαρίου 2010 ευθύνεται εξ ολοκλήρου το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

21

Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβάλλει ότι οι δύο αγωγές προς αποκατάσταση των προβαλλόμενων ζημιών έχουν παραγραφεί όσον αφορά τις ζημίες που επήλθαν πριν τις 19 Νοεμβρίου 2010. Επομένως, τα αιτήματα αποζημιώσεως είναι απαράδεκτα όσον αφορά τα χρονικά διαστήματα πριν από την ημερομηνία εκείνη.

22

Η ενάγουσα υποστηρίζει, όσον αφορά την αγωγή αποζημιώσεως προς αποκατάσταση των ζημιών που υπέστη λόγω φερόμενης κατάφωρης παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, ότι το αίτημά της περί μερικής ακυρώσεως της αποφάσεως C(2007) 5791 διέκοψε την προθεσμία παραγραφής την οποία προβλέπει το άρθρο 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εξάλλου, όσον αφορά την αγωγή αποζημιώσεως προς αποκατάσταση των ζημιών τις οποίες υπέστη λόγω φερόμενης υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης, η ενάγουσα αντικρούει τα επιχειρήματα του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

23

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που έχει εφαρμογή στη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, προβλέπει τα εξής:

«Αξιώσεις κατά της Ένωσης στο πεδίο της εξωσυμβατικής ευθύνης παραγράφονται μετά πέντε έτη από της επελεύσεως του ζημιογόνου γεγονότος. Η παραγραφή διακόπτεται είτε διά της προσφυγής που υποβάλλεται στο Δικαστήριο, είτε διά της προηγουμένης αιτήσεως που ο ζημιωθείς απευθύνει στο αρμόδιο θεσμικό όργανο της Ένωσης […]».

24

Εν προκειμένω, η ενάγουσα ζητεί την αποκατάσταση των ζημιών που ισχυρίζεται ότι υπέστη, αφενός, λόγω της διάρκειας της διαδικασίας στην υπόθεση T‑82/08 και, αφετέρου, λόγω της παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως με την απόφαση C(2007) 5791 και με την απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής (T‑82/08, EU:T:2012:494). Οι υλικές ζημίες τις οποίες ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω της υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας και της παραβιάσεως που προεκτέθηκαν συνίστανται, πρώτον, στην πληρωμή εξόδων τραπεζικής εγγυήσεως για το μη καταβληθέν αμέσως ποσό του προστίμου (στο εξής: έξοδα τραπεζικής εγγυήσεως) και, δεύτερον, στο διαφυγόν κέρδος που συνίσταται στη διαφορά μεταξύ, αφενός, των τόκων που επέστρεψε η Επιτροπή για το μέρος του ποσού του προστίμου το οποίο κρίθηκε τελικώς από το Δικαστήριο ως μη οφειλόμενο με την απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2014, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής (C‑580/12 P, EU:C:2014:2363), και, αφετέρου, των εσόδων που θα μπορούσε να αποκομίσει εάν η ενάγουσα, αντί να καταβάλει στην Επιτροπή το ποσό που κρίθηκε τελικώς από το Δικαστήριο ως μη οφειλόμενο, το είχε επενδύσει στις δραστηριότητές της (στο εξής: διαφυγόν κέρδος). Εξάλλου, η ενάγουσα ζητεί την αποκατάσταση της μη υλικής ζημίας η οποία συνίσταται σε προσβολή της φήμης της.

25

Πρέπει να εξεταστεί, πρώτον, η παραγραφή της αξιώσεως προς αποκατάσταση των ζημιών που φέρονται να προκλήθηκαν από εικαζόμενη υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης και, δεύτερον, η παραγραφή των αγωγών προς αποκατάσταση των ζημιών που φέρονται να προκλήθηκαν από εικαζόμενες κατάφωρες παραβιάσεις της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

1)  Ως προς την παραγραφή της αξιώσεως αποζημιώσεως που στηρίζεται σε φερόμενη υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης

26

Όσον αφορά ειδικώς αγωγή αποζημιώσεως για την αποκατάσταση ζημίας που φέρεται να προκλήθηκε από τυχόν υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, όταν η επίμαχη δίκη περατώνεται με την έκδοση αποφάσεως, η πενταετής παραγραφή την οποία προβλέπει το άρθρο 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης αρχίζει να τρέχει από την ημερομηνία εκδόσεως της εν λόγω αποφάσεως. Συγκεκριμένα, η ημερομηνία αυτή αποτελεί βέβαιη ημερομηνία που καθορίζεται με βάση αντικειμενικά κριτήρια. Η ημερομηνία αυτή διασφαλίζει την τήρηση της αρχής της ασφάλειας δικαίου και καθιστά δυνατή την προστασία των δικαιωμάτων της ενάγουσας (απόφαση της 10ης Ιανουαρίου 2017, Gascogne Sack Deutschland και Gascogne κατά Ευρωπαϊκής Ένωσης, T‑577/14, EU:T:2017:1, σκέψη 47).

27

Εν προκειμένω, η ενάγουσα ζητεί, με το πρώτο αίτημά της, την αποκατάσταση των ζημιών που φέρονται να προκλήθηκαν από εικαζόμενη υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης στην υπόθεση T‑82/08. Η υπόθεση αυτή περατώθηκε με απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής (T‑82/08, EU:T:2012:494). Η προθεσμία παραγραφής άρχισε επομένως να τρέχει από τις 27 Σεπτεμβρίου 2012.

28

Εξάλλου, η ενάγουσα άσκησε την αγωγή της στην υπό κρίση υπόθεση και διέκοψε την προθεσμία παραγραφής στις 19 Νοεμβρίου 2015, δηλαδή πριν τη λήξη της πενταετούς προθεσμίας του άρθρου 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

29

Επομένως, η αξίωση στην υπό κρίση υπόθεση, με την οποία ζητείται αποκατάσταση των ζημιών που φέρονται να προκλήθηκαν από ενδεχόμενη υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης στην υπόθεση T‑82/08, δεν έχει παραγραφεί.

30

Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί ο λόγος απαραδέκτου τον οποίο προέβαλε το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ο οποίος αφορά την παραγραφή της αξιώσεως αποζημιώσεως προς αποκατάσταση των ζημιών που προκλήθηκαν από φερόμενη υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης στην υπόθεση T‑82/08.

2)  Ως προς την παραγραφή των αξιώσεων αποζημιώσεως που στηρίζονται σε φερόμενες κατάφωρες παραβιάσεις της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

31

Πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της παραγραφής της αξιώσεως που στηρίζεται σε φερόμενη κατάφωρη παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως με την απόφαση C(2007) 5791 και της παραγραφής της αξιώσεως που στηρίζεται σε φερόμενη κατάφωρη παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως με την απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής (T‑82/08, EU:T:2012:494).

1) Ως προς την παραγραφή της αξιώσεως που στηρίζεται σε φερόμενη κατάφωρη παραβίαση με την απόφαση C(2007) 5791

32

Όπως προκύπτει από τη νομολογία, όταν η ευθύνη της Ένωσης πηγάζει από ατομική πράξη, η προθεσμία παραγραφής αρχίζει να τρέχει αφότου η απόφαση παρήγαγε τα αποτελέσματά της έναντι των προσώπων τα οποία αφορά. Διαφορετική λύση θα ισοδυναμούσε με αμφισβήτηση της αρχής της αυτοτέλειας των αγωγών ή προσφυγών, εξαρτώντας τη δίκη επί της αγωγής αποζημιώσεως από την έκβαση προσφυγής ακυρώσεως [απόφαση της 19ης Απριλίου 2007, Holcim (Deutschland) κατά Επιτροπής, C‑282/05 P, EU:C:2007:226, σκέψη 30· βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2012, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, C‑469/11 P, EU:C:2012:705, σκέψη 38].

33

Κατ’ αρχάς, διαπιστώνεται ότι, όσον αφορά τις προβαλλόμενες υλικές ζημίες, τα φερόμενα ζημιογόνα αποτελέσματα της αποφάσεως C(2007) 5791 έχουν κατ’ ανάγκην παραχθεί έναντι της ενάγουσας ήδη από την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως, με την οποία της επιβλήθηκε πρόστιμο. Εξάλλου, αντίθετα προς όσα υποστηρίζει η ενάγουσα, η προθεσμία παραγραφής δεν μπορεί να έχει διακοπεί με την προσφυγή της περί μερικής ακυρώσεως της αποφάσεως C(2007) 5791. Συγκεκριμένα, δεν έχει σημασία για την έναρξη της προθεσμίας παραγραφής αν η παράνομη συμπεριφορά της Ένωσης έχει διαπιστωθεί με δικαστική απόφαση [βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 19ης Απριλίου 2007, Holcim (Deutschland) κατά Επιτροπής, C‑282/05 P, EU:C:2007:226, σκέψη 31].

34

Επομένως, η ενάγουσα είχε τη δυνατότητα να ασκήσει αγωγή με αίτημα να αναγνωριστεί η εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης λόγω παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως στην οποία φέρεται ότι υπέπεσε η Επιτροπή με την απόφαση C(2007) 5791, αφότου κατέστη βεβαία η αιτία των φερόμενων ζημιών, δηλαδή, εν προκειμένω, από τη σύσταση της τραπεζικής εγγυήσεως για μέρος του ποσού του προστίμου και από την πληρωμή του υπολοίπου μέρους του προστίμου [βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 19ης Απριλίου 2007, Holcim (Deutschland) κατά Επιτροπής, C‑282/05 P, EU:C:2007:226, σκέψη 32].

35

Εξάλλου, η προθεσμία παραγραφής άρχισε να τρέχει αφότου οι προβαλλόμενες υλικές ζημίες επήλθαν πράγματι, δηλαδή από τη στιγμή κατά την οποία, εν προκειμένω, άρχισαν να συσσωρεύονται τα έξοδα της τραπεζικής εγγυήσεως και προέκυψε διαφυγόν κέρδος [βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 19ης Απριλίου 2007, Holcim (Deutschland) κατά Επιτροπής, C‑282/05 P, EU:C:2007:226, σκέψη 33, και της 17ης Ιουλίου 2008, Επιτροπή κατά Cantina sociale di Dolianova κ.λπ., C‑51/05 P, EU:C:2008:409, σκέψη 63].

36

Επομένως, ακόμα και αν υποτεθεί ότι αποδεικνύονται, οι προβαλλόμενες από την ενάγουσα υλικές ζημίες, οι οποίες συνίστανται στην πληρωμή των εξόδων τραπεζικής εγγυήσεως και σε διαφυγόν κέρδος λόγω κατάφωρης παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως στην οποία φέρεται ότι υπέπεσε η Επιτροπή με την απόφαση C(2007) 5791, επήλθαν τη στιγμή της καταβολής των εξόδων τραπεζικής εγγυήσεως και τη στιγμή που άρχισε να παράγεται το προβαλλόμενο διαφυγόν κέρδος, δηλαδή πέντε και πλέον έτη πριν από την άσκηση της υπό κρίση αγωγής.

37

Ακολούθως, οι προβαλλόμενες από την ενάγουσα υλικές ζημίες αποτελούνται, αφενός, από τα ποσά τα οποία όφειλε να καταβάλει σε τράπεζα για τη χορήγηση της εγγυήσεως και, αφετέρου, από το διαφυγόν κέρδος που διαλαμβάνεται στη σκέψη 24 ανωτέρω. Όμως, όπως προκύπτει από στοιχεία της δικογραφίας, το ποσό των προβαλλόμενων υλικών ζημιών αυξήθηκε κατά τον αριθμό των ημερών που παρήλθαν.

38

Κατά συνέπεια, οι προβαλλόμενες από την ενάγουσα υλικές ζημίες έχουν διαρκή χαρακτήρα.

39

Τέλος, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στην περίπτωση διαρκούς ζημίας, η κατά το άρθρο 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης παραγραφή ισχύει, με γνώμονα την ημερομηνία της διακόπτουσας την παραγραφή πράξεως, για την περίοδο που προηγείται πλέον των πέντε ετών από την ημερομηνία αυτή, χωρίς να επηρεάζει τα δικαιώματα που γεννήθηκαν κατά τη διάρκεια μεταγενέστερων περιόδων [απόφαση της 21ης Απριλίου 2005, Holcim (Deutschland) κατά Επιτροπής, T‑28/03, EU:T:2005:139, σκέψη 70· βλ., επίσης, απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2015, Chart κατά ΕΥΕΔ, T‑138/14, EU:T:2015:981, σκέψη 58 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

40

Επομένως, στον βαθμό που η ενάγουσα άσκησε την αγωγή της στην υπό κρίση υπόθεση και διέκοψε έτσι την προθεσμία παραγραφής στις 19 Νοεμβρίου 2015, το αίτημα αποζημιώσεως προς αποκατάσταση των υλικών ζημιών που ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω εικαζόμενης κατάφωρης παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως η οποία διαπράχθηκε με την απόφαση C(2007) 5791 παραγράφηκε όσον αφορά τις υλικές ζημίες που υπέστη πριν τις 19 Νοεμβρίου 2010.

41

Δεύτερον, όσον αφορά την προβαλλόμενη μη υλική ζημία, η οποία συνίσταται σε προσβολή της φήμης της ενάγουσας, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, με το δικόγραφο της αγωγής, η ενάγουσα προβάλλει ότι η ζημία αυτή επήλθε κατά την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως C(2007) 5791, δηλαδή στις 28 Νοεμβρίου 2007.

42

Περαιτέρω, πρέπει να τονιστεί ότι, μολονότι μπορεί να έχει διάφορες μορφές, η προσβολή της φήμης είναι γενικώς ζημία η οποία ανανεώνεται καθημερινά και διαρκεί για όσο διάστημα δεν έχει λήξει η εικαζόμενη αιτία της προσβολής. Τούτο ισχύει, μεταξύ άλλων, όταν η προβαλλόμενη προσβολή της φήμης φέρεται να πηγάζει από απόφαση της Επιτροπής η οποία, αρχικώς, εκδόθηκε και δημοσιοποιήθηκε με ανακοινωθέν Τύπου και, στη συνέχεια, δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης εν περιλήψει.

43

Κατά συνέπεια, έχει διαρκή χαρακτήρα η συνιστάμενη στην προσβολή της φήμης μη υλική ζημία την οποία προβάλλει η ενάγουσα, απορρέουσα από φερόμενη κατάφωρη παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή με την απόφαση C(2007) 5791.

44

Επομένως, κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 39 ανωτέρω, η αξίωση αποζημιώσεως παραγράφηκε, κατά το μέρος της που αφορά την αποκατάσταση της προγενέστερης της 19ης Νοεμβρίου 2010 ζημίας από την προσβολή της φήμης.

45

Τρίτον, πρέπει να απορριφθεί η επιχειρηματολογία της Επιτροπής με την οποία προβάλλεται ότι, σύμφωνα με όσα υποστηρίζει η ίδια η ενάγουσα, για τις φερόμενες ζημίες μετά τις 12 Φεβρουαρίου 2010 ευθύνεται εξ ολοκλήρου το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συγκεκριμένα, αφενός, η επιχειρηματολογία αυτή στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία του περιεχομένου των δικογράφων της ενάγουσας. Αφετέρου, πριν από τις 27 Σεπτεμβρίου 2012, το Γενικό Δικαστήριο δεν είχε αποφανθεί επί της νομιμότητας της αποφάσεως C(2007) 5791 σε σχέση με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

46

Κατόπιν των ανωτέρω, η αξίωση αποζημιώσεως προς αποκατάσταση των υλικών ζημιών και της μη υλικής ζημίας τις οποίες η ενάγουσα υποστηρίζει ότι υπέστη λόγω φερόμενης κατάφωρης παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή με την απόφαση C(2007) 5791 παραγράφηκε κατά το μέρος που η αξίωση αυτή αφορά ζημίες που επήλθαν πριν από τις 19 Νοεμβρίου 2010.

2) Ως προς την παραγραφή της αξιώσεως που στηρίζεται σε φερόμενη κατάφωρη παραβίαση με την απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής (T‑82/08)

47

Επισημαίνεται ότι οι ζημίες που φέρεται ότι προκλήθηκαν από εικαζόμενη κατάφωρη παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως με την απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής (T‑82/08, EU:T:2012:494), είναι κατ’ ανάγκη μεταγενέστερες της ημερομηνίας δημοσιεύσεως της αποφάσεως αυτής.

48

Επομένως, και στον βαθμό που η αγωγή αποζημιώσεως ασκήθηκε στις 19 Νοεμβρίου 2015, η παρούσα αξίωση, προβληθείσα πριν την πάροδο πέντε ετών από την απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής (T‑82/08, EU:T:2012:494), δεν υπέπεσε στην παραγραφή που προβλέπεται στο άρθρο 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

49

Κατά συνέπεια, η αξίωση αποζημιώσεως προς αποκατάσταση των ζημιών που φέρεται ότι υπέστη η ενάγουσα λόγω εικαζόμενης κατάφωρης παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή με την απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής (T‑82/08, EU:T:2012:494), δεν έχει παραγραφεί.

3.  Ως προς τους λόγους απαραδέκτου που αφορούν το ότι η αποζημίωση για το προβαλλόμενο διαφυγόν κέρδος συνεπάγεται την άρση των εννόμων αποτελεσμάτων αποφάσεως που έχει καταστεί απρόσβλητη

50

Η Επιτροπή και το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης υποστηρίζουν ότι τα αιτήματα της ενάγουσας περί καταβολής αποζημιώσεως για το διαφυγόν κέρδος που διαλαμβάνεται στη σκέψη 24, ανωτέρω, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα. Συγκεκριμένα, κατόπιν της δημοσιεύσεως της αποφάσεως της 12ης Νοεμβρίου 2014, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής (C‑580/12 P, EU:C:2014:2363), η Ένωση έχει ήδη καταβάλει τόκους στην ενάγουσα ύψους 988620 ευρώ. Εάν η ενάγουσα θεωρούσε το ποσό αυτό ανεπαρκές, έπρεπε να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως της Επιτροπής του Δεκεμβρίου 2014 με την οποία καθορίστηκε το ποσό των τόκων αυτών, πράγμα που δεν έπραξε.

51

Η Επιτροπή προβάλλει επίσης ότι, κατόπιν της αποφάσεως της 12ης Νοεμβρίου 2014, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής (C‑580/12 P, EU:C:2014:2363), κατέβαλε τόκους στην ενάγουσα σύμφωνα με το άρθρο 90, παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού της (ΕΕ) 1268/2012, της 29ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους κανόνες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης (ΕΕ 2012, L 362, σ. 1). Η ως άνω διάταξη περιορίζει το ποσό της επιστροφής στο ποσό του αχρεωστήτως καταβληθέντος προστίμου, εντόκως σύμφωνα με το άρθρο 90, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού, το οποίο επιτάσσει να επενδύονται τα κεφάλαια αυτά κατά τρόπο συνετό και επομένως με απόδοση σχετικά χαμηλή. Η ενάγουσα δεν αμφισβήτησε το άρθρο 90, παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012, προβάλλοντας ένσταση ελλείψεως νομιμότητας βάσει του άρθρου 277 ΣΛΕΕ.

52

Η ενάγουσα αντικρούει τα επιχειρήματα αυτά.

53

Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η αγωγή αποζημιώσεως για εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης ως προς πράξεις ή παραλείψεις των θεσμικών της οργάνων θεσμοθετήθηκε ως αυτοτελές, σε σχέση με τα υπόλοιπα, ένδικο βοήθημα το οποίο έχει ειδική λειτουργία στο πλαίσιο του συστήματος των ενδίκων βοηθημάτων και μέσων, η δε άσκησή του εξαρτάται από προϋποθέσεις που προβλέφθηκαν με γνώμονα το ειδικό αντικείμενό του (αποφάσεις της 28ης Απριλίου 1971, Lütticke κατά Επιτροπής, 4/69, EU:C:1971:40, σκέψη 6· της 12ης Απριλίου 1984, Unifrex κατά Επιτροπής και Συμβουλίου, 281/82, EU:C:1984:165, σκέψη 11, και της 10ης Ιουλίου 2014, Νικολάου κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, C‑220/13 P, EU:C:2014:2057, σκέψη 54).

54

Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, τον Δεκέμβριο του 2014, η Επιτροπή επέστρεψε το μέρος του καταβληθέντος από την ενάγουσα προστίμου το οποίο κρίθηκε τελικά από το Δικαστήριο ως αχρεωστήτως καταβληθέν με την απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2014, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής (C‑580/12 P, EU:C:2014:2363). Εξάλλου, η Επιτροπή κατέβαλε τόκους επί του ποσού αυτού ύψους 988620 ευρώ.

55

Επομένως, όταν η Επιτροπή επέστρεψε εντόκως, τον Δεκέμβριο του 2014, το μέρος του προστίμου το οποίο κρίθηκε ως αχρεωστήτως καταβληθέν με την απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2014, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής (C‑580/12 P, EU:C:2014:2363), το όργανο αυτό εκτέλεσε την εν λόγω απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 90, παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012, το οποίο προβλέπει μεταξύ άλλων ότι, αφού εξαντληθούν όλα τα ένδικα μέσα και εφόσον το πρόστιμο ή η χρηματική ποινή έχει ακυρωθεί ή μειωθεί, τα αχρεωστήτως εισπραχθέντα ποσά, μαζί με τους τυχόν τόκους, επιστρέφονται στον ενδιαφερόμενο τρίτο.

56

Ωστόσο, το άρθρο 266, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ ορίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η υποχρέωση του θεσμικού οργάνου το οποίο εξέδωσε την πράξη που ακυρώθηκε να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της ακυρωτικής αποφάσεως δεν θίγει την υποχρέωση που μπορεί να προκύψει από την εφαρμογή του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

57

Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το άρθρο 266 ΣΛΕΕ επιβάλλει υποχρέωση της διοικήσεως να αποκαταστήσει την πρόσθετη ζημία η οποία απορρέει ενδεχομένως από την ακυρωθείσα παράνομη πράξη μόνον εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ (διάταξη της 12ης Δεκεμβρίου 2007, Atlantic Container Line κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑113/04, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2007:377, σκέψη 62).

58

Στην υπό κρίση υπόθεση, η ενάγουσα, η οποία επικαλείται, μεταξύ άλλων, κατάφωρη παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως με την απόφαση C(2007) 5791, υποστηρίζει ακριβώς ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και ότι η παρούσα αγωγή έχει ως αντικείμενο την εκτίμηση του ζητήματος αν αυτό ισχύει.

59

Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι, πρώτον, η ενάγουσα δεν επικαλείται το παράνομο του μέτρου που έλαβε η Επιτροπή τον Δεκέμβριο του 2014, με το οποίο η Επιτροπή της κατέβαλε τόκους.

60

Δεύτερον, η ασκηθείσα στην υπό κρίση υπόθεση αγωγή αποζημιώσεως δεν αποσκοπεί στην επαναφορά της ενάγουσας, από οικονομικής απόψεως, στην κατάσταση που θα βρισκόταν εάν η Επιτροπή δεν είχε λάβει το μέτρο τον Δεκέμβριο του 2014. Με άλλα λόγια, η υπό κρίση αγωγή δεν επιδιώκει το ίδιο αποτέλεσμα με εκείνο που θα επιδίωκε προσφυγή ακυρώσεως ασκηθείσα κατά του μέτρου του Δεκεμβρίου του 2014.

61

Συγκεκριμένα, αφενός, η ενάγουσα ζητεί αποζημίωση για το διαφυγόν κέρδος που διαλαμβάνεται στη σκέψη 24 ανωτέρω. Δεν ζητεί, επομένως, ούτε επιστροφή του μέρους του προστίμου που κρίθηκε ως αχρεωστήτως καταβληθέν με την απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2014, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής (C‑580/12 P, EU:C:2014:2363), ούτε την καταβολή των τόκων επί του ποσού αυτού για το διάστημα που το εν λόγω ποσό βρισκόταν στην κατοχή της Επιτροπής.

62

Αφετέρου, ενδεχόμενη ακύρωση του μέτρου του Δεκεμβρίου του 2014 δεν συνεπάγεται την καταβολή, υπέρ της ενάγουσας, ποσού ίσου με το προβαλλόμενο διαφυγόν κέρδος και, συνεπώς, ποσού υψηλότερου από το ποσό των τόκων που επέστρεψε η Επιτροπή.

63

Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, εν προκειμένω, η ενάγουσα ζητεί την αποκατάσταση ζημίας η οποία, αφενός, είναι διαφορετική από εκείνη που προκύπτει από πλημμελή εκτέλεση της αποφάσεως της 12ης Νοεμβρίου 2014, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής (C‑580/12 P, EU:C:2014:2363), και, αφετέρου, αποτελεί πρόσθετη ζημία σε σχέση με τα ποσά που επέστρεψε η Επιτροπή τον Δεκέμβριο του 2014.

64

Η αγωγή αποζημιώσεως της ενάγουσας όσον αφορά το φερόμενο διαφυγόν κέρδος δεν έχει, επομένως, ούτε το ίδιο αντικείμενο ούτε το ίδιο αποτέλεσμα με τυχόν προσφυγή ακυρώσεως κατά του μέτρου που έλαβε η Επιτροπή τον Δεκέμβριο του 2014 και δεν μπορεί, ως εκ τούτου, να κηρυχθεί απαράδεκτη λόγω καταστρατηγήσεως διαδικασίας.

65

Επομένως, οι λόγοι απαραδέκτου με τους οποίους προβάλλεται ότι η αποζημίωση για το προβαλλόμενο διαφυγόν κέρδος συνεπάγεται την άρση των αποτελεσμάτων αποφάσεως που έχει καταστεί απρόσβλητη πρέπει να απορριφθούν.

4.  Ως προς τον λόγο απαραδέκτου που αφορά την ασάφεια και αοριστία του δικογράφου της αγωγής σε σχέση με το αίτημα αποκαταστάσεως της προβαλλόμενης μη υλικής ζημίας

66

Η Επιτροπή θεωρεί ότι το αίτημα αποκαταστάσεως της προβαλλόμενης μη υλικής ζημίας είναι προδήλως απαράδεκτο, λόγω του ότι το δικόγραφο της αγωγής περιλαμβάνει μόνον αόριστα και μη τεκμηριωμένα επιχειρήματα, σύμφωνα με τα οποία το πρόστιμο που επιβλήθηκε στην ενάγουσα τη στιγμάτισε αδίκως δημιουργώντας εντελώς εσφαλμένη εντύπωση για τον ρόλο της στην παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού.

67

Εντούτοις, στο δικόγραφο της αγωγής διευκρινίζεται ότι ο προβαλλόμενος στιγματισμός προκύπτει από το γεγονός ότι το πρόστιμο που επιβλήθηκε στην ενάγουσα με την απόφαση C(2007) 5791 ήταν το υψηλότερο, παρόλο που ήταν η μικρότερη από τους παραγωγούς επίπεδου γυαλιού και η συμμετοχή της στη σύμπραξη ήταν η συντομότερη. Η ενάγουσα καταλήγει ότι, μεταξύ της ημερομηνίας εκδόσεως της αποφάσεως C(2007) 5791 και της ημερομηνίας δημοσιεύσεως της αποφάσεως της 12ης Νοεμβρίου 2014, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής (C‑580/12 P, EU:C:2014:2363), με την οποία μειώθηκε το ποσό του προστίμου που της είχε επιβληθεί, οι τρίτοι είχαν συμπεράνει ότι είχε ιδιαίτερη ευθύνη στη σύμπραξη στην αγορά επίπεδου γυαλιού.

68

Επομένως, το δικόγραφο της αγωγής παρέχει επαρκώς σαφή και ακριβή στοιχεία όσον αφορά τη φερόμενη μη υλική ζημία που υπέστη η ενάγουσα. Τα στοιχεία αυτά παρείχαν στην Επιτροπή τη δυνατότητα, αφενός, να κατανοήσει τα επιχειρήματα της ενάγουσας και, αφετέρου, να προετοιμάσει την άμυνά της. Εξάλλου, τα στοιχεία αυτά παρέχουν στο Γενικό Δικαστήριο τη δυνατότητα να αποφανθεί επί της αγωγής.

69

Πρέπει επομένως να απορριφθεί ο λόγος απαραδέκτου με τον οποίο η Επιτροπή προβάλλει ασάφεια και αοριστία του δικογράφου της αγωγής, όσον αφορά το προβαλλόμενο αίτημα αποκαταστάσεως της μη υλικής ζημίας.

5.  Συμπέρασμα ως προς το παραδεκτό

70

Πρώτον, η αξίωση αποκαταστάσεως των ζημιών που προκλήθηκαν από φερόμενη υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης στην υπόθεση T‑82/08 προβάλλεται απαραδέκτως καθόσον στρέφεται κατά της Ένωσης, εκπροσωπούμενης από την Επιτροπή.

71

Δεύτερον, η αξίωση αποκαταστάσεως των ζημιών που προκλήθηκαν από εικαζόμενη κατάφωρη παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή με την απόφαση C(2007) 5791 έχει παραγραφεί όσον αφορά τις υλικές ζημίες και τη μη υλική ζημία που φέρεται ότι υπέστη η ενάγουσα πριν τις 19 Νοεμβρίου 2010.

72

Αντιθέτως, οι αξιώσεις αποκαταστάσεως των ζημιών που προκλήθηκαν από φερόμενη κατάφωρη παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως με την απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής (T‑82/08, EU:T:2012:494), και από φερόμενη υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης στην υπόθεση T‑82/08 δεν έχουν παραγραφεί.

73

Τρίτον, οι λόγοι απαραδέκτου με τους οποίους προβάλλεται ότι η αποζημίωση για το προβαλλόμενο διαφυγόν κέρδος συνεπάγεται την άρση των εννόμων αποτελεσμάτων αποφάσεως που κατέστη απρόσβλητη και ο λόγος απαραδέκτου με τον οποίο προβάλλεται ασάφεια και αοριστία του δικογράφου της αγωγής σε σχέση με το αίτημα αποκαταστάσεως της προβαλλόμενης μη υλικής ζημίας πρέπει να απορριφθούν.

2. Επί της ουσίας

74

Το άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ προβλέπει ότι, σε θέματα εξωσυμβατικής ευθύνης, η Ένωση υποχρεούται, σύμφωνα με τις γενικές αρχές του δικαίου που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, να αποκαθιστά τη ζημία που προξενούν τα θεσμικά όργανα ή οι υπάλληλοί της κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

75

Κατά πάγια νομολογία, όπως προκύπτει από το άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, για τη θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης και για την άσκηση του δικαιώματος αποκαταστάσεως της προκληθείσας ζημίας πρέπει να συντρέχει ένα σύνολο προϋποθέσεων, και, συγκεκριμένα, το παράνομο της συμπεριφοράς που προσάπτεται στα θεσμικά όργανα, το υποστατό της ζημίας και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς αυτής και της προβαλλομένης ζημίας (αποφάσεις της 29ης Σεπτεμβρίου 1982, Oleifici Mediterranei κατά ΕΟΚ26/81, EU:C:1982:318, σκέψη 16, και της 9ης Σεπτεμβρίου 2008, FIAMM κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑120/06 P και C‑121/06 P, EU:C:2008:476, σκέψη 106).

76

Εφόσον δεν συντρέχει μία από τις προϋποθέσεις αυτές, η αγωγή πρέπει να απορρίπτεται στο σύνολό της, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν οι λοιπές προϋποθέσεις θεμελιώσεως της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης (απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 1999, Atlanta κατά Ευρωπαϊκής Κοινότητας, C‑104/97 P, EU:C:1999:498, σκέψη 65· βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 1994, KYΔEΠ κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑146/91, EU:C:1994:329, σκέψη 81). Εξάλλου, τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης δεν υποχρεούνται να εξετάζουν τις εν λόγω προϋποθέσεις με συγκεκριμένη σειρά (απόφαση της 18ης Μαρτίου 2010, Trubowest Handel και Makarov κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑419/08 P, EU:C:2010:147, σκέψη 42· βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 1999, Lucaccioni κατά Επιτροπής, C‑257/98 P, EU:C:1999:402, σκέψη 13).

77

Εν προκειμένω, η ενάγουσα ζητεί την αποκατάσταση των ζημιών που υπέστη, πρώτον, λόγω φερόμενων κατάφωρων παραβιάσεων της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως με την απόφαση C(2007) 5791 και με την απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής (T‑82/08, EU:T:2012:494), και, δεύτερον, λόγω φερόμενης υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης στην υπόθεση T‑82/08.

1.  Ως προς τα αιτήματα αποκαταστάσεως των ζημιών που υπέστη η ενάγουσα λόγω φερόμενων κατάφωρων παραβιάσεων της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως με την απόφαση C(2007) 5791 και με την απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής (T‑82/08)

78

Πρώτον, η ενάγουσα υπενθυμίζει ότι, με την απόφαση C(2007) 5791, η Επιτροπή απέκλεισε τις εσωτερικές πωλήσεις των καθέτως οργανωμένων παραγωγών επίπεδου γυαλιού από τον υπολογισμό των προστίμων που επέβαλε στους παραγωγούς αυτούς. Εξάλλου, η ενάγουσα υπογραμμίζει ότι, με την απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2014, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής (C‑580/12 P, EU:C:2014:2363), το Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση C(2007) 5791 λόγω παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως. Υπό τις συνθήκες αυτές, ζητεί την αποκατάσταση των ζημιών που υπέστη λόγω φερόμενης κατάφωρης παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως με την απόφαση C(2007) 5791.

79

Δεύτερον, η ενάγουσα υπενθυμίζει ότι με την απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής (T‑82/08, EU:T:2012:494), απορρίφθηκε η προσφυγή της κατά της αποφάσεως C(2007) 5791 μολονότι, με την εν λόγω προσφυγή, είχε ζητήσει τη μείωση του ποσού του προστίμου που της είχε επιβληθεί λόγω δυσμενούς διακρίσεως προκληθείσας από τον αποκλεισμό των εσωτερικών πωλήσεων από τον υπολογισμό του προστίμου που επιβλήθηκε στους καθέτως οργανωμένους παραγωγούς επίπεδου γυαλιού. Εξάλλου, η ενάγουσα υπογραμμίζει ότι, με την απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2014, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής (C‑580/12 P, EU:C:2014:2363), το Δικαστήριο αναίρεσε την απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής (T‑82/08, EU:T:2012:494), λόγω παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως. Υπό τις συνθήκες αυτές, ζητεί την αποκατάσταση των ζημιών που υπέστη λόγω φερόμενης κατάφωρης παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως με την απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής (T‑82/08, EU:T:2012:494).

1)  Ως προς το αίτημα αποκαταστάσεως των ζημιών που υπέστη η ενάγουσα λόγω φερόμενης κατάφωρης παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως με την απόφαση C(2007) 5791

80

Η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η φερόμενη κατάφωρη παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή με την απόφαση C(2007) 5791 της προκάλεσε υλικές ζημίες και μη υλική ζημία οι οποίες πρέπει να αποκατασταθούν.

81

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η ζημία της οποίας ζητείται η αποκατάσταση στο πλαίσιο αγωγής λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης πρέπει να είναι πραγματική και βέβαιη, πράγμα το οποίο πρέπει να αποδείξει ο ενάγων (βλ. απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2006, Agraz κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑243/05 P, EU:C:2006:708, σκέψη 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Στον ενάγοντα εναπόκειται να προσκομίσει πειστικά αποδεικτικά στοιχεία τόσο ως προς το υποστατό όσο και ως προς την έκταση της ζημίας που προβάλλει (βλ. απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 1997, Blackspur DIY κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑362/95 P, EU:C:1997:401, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

82

Ομοίως, κατά πάγια νομολογία, η προϋπόθεση της αιτιώδους συνάφειας κατά το άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ αφορά την ύπαρξη αρκούντως άμεσης σχέσεως αιτίου προς αιτιατό μεταξύ της πράξεως ή παραλείψεως των θεσμικών οργάνων και της ζημίας (αποφάσεις της 18ης Μαρτίου 2010, Trubowest Handel και Makarov κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑419/08 P, EU:C:2010:147, σκέψη 53, και της 14ης Δεκεμβρίου 2005, Beamglow κατά Κοινοβουλίου κ.λπ., T‑383/00, EU:T:2005:453, σκέψη 193· βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 1979, Dumortier κ.λπ. κατά Συμβουλίου, 64/76, 113/76, 167/78, 239/78, 27/79, 28/79 και 45/79, EU:C:1979:223, σκέψη 21). Εναπόκειται στον ενάγοντα να αποδείξει την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προσαπτόμενης πράξεως ή παραλείψεως και της προβαλλόμενης ζημίας (βλ. απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 1998, Coldiretti κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, T‑149/96, EU:T:1998:228, σκέψη 101 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

83

Με γνώμονα ακριβώς τις αρχές αυτές πρέπει να εκτιμηθεί η βασιμότητα του αιτήματος της ενάγουσας.

1) Ως προς τις προβαλλόμενες υλικές ζημίες και την εικαζόμενη αιτιώδη συνάφεια

84

Η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η φερόμενη κατάφωρη παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως με την απόφαση C(2007) 5791 της προκάλεσε δύο κατηγορίες υλικών ζημιών, δηλαδή, πρώτον, ζημία που αντιστοιχεί στην πληρωμή εξόδων τραπεζικής εγγυήσεως και, δεύτερον, ζημία που αντιστοιχεί στο διαφυγόν κέρδος που διαλαμβάνεται στη σκέψη 24 ανωτέρω.

i) Εισαγωγικές παρατηρήσεις

85

Όταν η Επιτροπή κοινοποίησε την απόφασή της C(2007) 5791 στην ενάγουσα, της επισήμανε ότι, εάν κινούσε διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ή ενώπιον του Δικαστηρίου, κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας δεν θα λαμβανόταν κανένα μέτρο εισπράξεως του προστίμου που επιβλήθηκε με την εν λόγω απόφαση, εφόσον τηρούνταν δύο προϋποθέσεις πριν από την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας καταβολής. Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 86, παράγραφος 5, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2342/2002 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ 2002, L 357, σ. 1), οι δύο αυτές προϋποθέσεις ήταν οι εξής: πρώτον, η απαίτηση της Επιτροπής θα παρήγε τόκους από την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας καταβολής, με επιτόκιο 5,64 %, και, δεύτερον, πριν από την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας καταβολής, έπρεπε να συσταθεί αποδεκτή από την Επιτροπή τραπεζική εγγύηση που να καλύπτει τόσο την οφειλή όσο και τους τόκους ή τις προσαυξήσεις.

86

Με το δικόγραφο της προσφυγής που κατέθεσε στην υπό κρίση υπόθεση, η ενάγουσα εξηγεί ότι με την απόφαση C(2007) 5791 υποχρεώθηκε να καταβάλει πρόστιμο ύψους 148000000 ευρώ. Η ενάγουσα υποστηρίζει ότι, αρχικώς, κατέβαλε αμέσως το ποσό των 111000000 ευρώ και συνέστησε τραπεζική εγγύηση για να καλύψει το υπόλοιπο ποσό των 37000000 ευρώ. Προβάλλει ότι, ακολούθως, ακύρωσε την τραπεζική εγγύηση από τις 2 Αυγούστου 2013 και κατέβαλε στην Επιτροπή το ποσό των 37000000 ευρώ, εντόκως, με επιτόκιο 5,64 %, δηλαδή 48263003 ευρώ. Η ενάγουσα υπογραμμίζει ότι, σε τρίτο στάδιο, κατόπιν της αποφάσεως της 12ης Νοεμβρίου 2014, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής (C‑580/12 P, EU:C:2014:2363), με την οποία μειώθηκε το ποσό του προστίμου κατά 44400000 ευρώ, κατέστη σαφές ότι το αναπροσαρμοσμένο πρόστιμο των 103600000 ευρώ είχε καλυφθεί εξ αρχής με την καταβολή του ποσού των 111000000 ευρώ. Συνεπώς, η Επιτροπή επέστρεψε στην ενάγουσα το ποσό των 55663003 ευρώ πλέον τόκων, ύψους 988620 ευρώ. Το ποσό των 55663003 ευρώ υπολογίσθηκε με την πρόσθεση, αφενός, του ποσού που καταβλήθηκε στην Επιτροπή μετά την ακύρωση της τραπεζικής εγγυήσεως, δηλαδή 48263003 ευρώ, και, αφετέρου, του ποσού των 7400000 ευρώ. Το τελευταίο αυτό ποσό αντιστοιχεί στο ποσό των 111000000 ευρώ, που καταβλήθηκε αμέσως, μείον το ποσό του τελικώς οφειλόμενου προστίμου, δηλαδή το ποσό των 103600000 ευρώ.

ii) Ως προς την προβαλλόμενη πληρωμή εξόδων τραπεζικής εγγυήσεως και την εικαζόμενη αιτιώδη συνάφεια

87

Η ενάγουσα υπογραμμίζει ότι, το διάστημα από τις 4 Μαρτίου 2008, ημερομηνία ενάρξεως των αποτελεσμάτων της τραπεζικής εγγυήσεως, μέχρι τις 2 Αυγούστου 2013, ημερομηνία ενάρξεως των αποτελεσμάτων της ακυρώσεως της εν λόγω εγγυήσεως, κατέβαλε για έξοδα τραπεζικής εγγυήσεως το συνολικό ποσό των 1547000 ευρώ. Τα έξοδα αυτά προκλήθηκαν από την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως. Συγκεκριμένα, εάν η Επιτροπή είχε καθορίσει ευθύς εξαρχής το ποσό του προστίμου σε 103600000 ευρώ με την απόφαση C(2007) 5791, η τραπεζική εγγύηση δεν θα ήταν απαραίτητη. Εξάλλου, ακόμη και αν δεν ακολουθηθεί η συλλογιστική αυτή, πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να επιδικαστεί στην ενάγουσα αποζημίωση 1268935 ευρώ, η οποία αντιστοιχεί στα έξοδα τραπεζικής εγγυήσεως που κατέβαλε την περίοδο από τις 12 Φεβρουαρίου 2010, ημερομηνία κατά την οποία θα έπρεπε να έχει δημοσιευθεί η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου στην υπόθεση T‑82/08, μέχρι τις 2 Αυγούστου 2013, ημερομηνία ενάρξεως των αποτελεσμάτων της ακυρώσεως της εγγυήσεως.

88

Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα αυτά.

89

Εν προκειμένω, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η ενάγουσα, η οποία είχε ασκήσει προσφυγή κατά της αποφάσεως C(2007) 5791, μπορούσε να επιλέξει είτε να πληρώσει το πρόστιμο κατά τη στιγμή που αυτό κατέστη απαιτητό, με την επιβάρυνση, ενδεχομένως, της καταβολής τόκων υπερημερίας με το επιτόκιο που καθόρισε η Επιτροπή με την απόφαση C(2007) 5791, είτε να ζητήσει την αναστολή εκτελέσεως της αποφάσεως, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 242 ΕΚ και των άρθρων 104 επ. του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 1991, είτε να συστήσει τραπεζική εγγύηση για την εξασφάλιση της καταβολής του προστίμου και των τόκων υπερημερίας, σύμφωνα με τους όρους που καθόρισε η Επιτροπή [βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 14ης Ιουλίου 1995, CB κατά Επιτροπής, T‑275/94, EU:T:1995:141, σκέψη 54, και της 21ης Απριλίου 2005, Holcim (Deutschland) κατά Επιτροπής, T‑28/03, EU:T:2005:139, σκέψη 122].

90

Η επιλογή της συστάσεως τραπεζικής εγγυήσεως για μέρος του ποσού του προστίμου που επιβλήθηκε με την απόφαση C(2007) 5791 και της καταβολής του υπόλοιπου μέρους του ποσού του προστίμου αυτού αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση της ενάγουσας και ουδόλως είχε δεσμευτικό χαρακτήρα. Με άλλα λόγια, τίποτε δεν εμπόδιζε την ενάγουσα να καταβάλει το σύνολο του ποσού του προστίμου κατά τη λήξη της προθεσμίας που καθορίστηκε με την απόφαση C(2007) 5791 παρά την άσκηση προσφυγής κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 8ης Ιουλίου 2008, Knauf Gips κατά Επιτροπής, T‑52/03, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2008:253, σκέψη 498).

91

Όπως προκύπτει από το δικόγραφο της αγωγής, η ενάγουσα αποφάσισε, μετά την έκδοση της αποφάσεως C(2007) 5791, να μην εκπληρώσει εξ ολοκλήρου την υποχρέωσή της να καταβάλει αμέσως το πρόστιμο, αλλά να συστήσει τραπεζική εγγύηση για μέρος του ποσού του προστίμου, σύμφωνα με τη δυνατότητα που της έδωσε η Επιτροπή.

92

Η ενάγουσα δεν μπορεί επομένως να υποστηρίξει βασίμως ότι τα έξοδα τραπεζικής εγγυήσεως που κατέβαλε προκύπτουν ευθέως από την έλλειψη νομιμότητας της αποφάσεως C(2007) 5791. Συγκεκριμένα, η προβαλλόμενη ζημία προκύπτει ευθέως και με καθοριστικό τρόπο από τη δική της επιλογή, στην οποία προέβη μετά την έκδοση της αποφάσεως C(2007) 5791, να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή της να καταβάλει το σύνολο του προστίμου. Εάν η ενάγουσα είχε επιλέξει την άμεση καταβολή του συνόλου του προστίμου, θα είχε αποφύγει την πληρωμή εξόδων τραπεζικής εγγυήσεως για το μη καταβληθέν ποσό του προστίμου [βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 21ης Απριλίου 2005, Holcim (Deutschland) κατά Επιτροπής, T‑28/03, EU:T:2005:139, σκέψεις 123 και 124· διατάξεις της 12ης Δεκεμβρίου 2007, Atlantic Container Line κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑113/04, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2007:377, σκέψη 38, και της 4ης Σεπτεμβρίου 2009, Inalca και Cremonini κατά Επιτροπής, T‑174/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2009:306, σκέψεις 91 και 92].

93

Επομένως, και χωρίς να παρίσταται ανάγκη να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί του επιχειρήματος της Επιτροπής περί ενδεχόμενης συμβολής της ενάγουσας στη ζημία της, πρέπει να απορριφθεί η ύπαρξη αρκούντως άμεσης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της φερόμενης κατάφωρης παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως με την απόφαση C(2007) 5791 και της πληρωμής εξόδων τραπεζικής εγγυήσεως.

94

Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί το αίτημα αποκαταστάσεως της προβαλλόμενης υλικής ζημίας η οποία συνίσταται στην πληρωμή εξόδων τραπεζικής εγγυήσεως λόγω φερόμενης κατάφωρης παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως με την απόφαση C(2007) 5791.

iii) Ως προς το προβαλλόμενο διαφυγόν κέρδος και την εικαζόμενη αιτιώδη συνάφεια

95

Κατ’ αρχάς, η ενάγουσα εξηγεί ότι οι τόκοι που κατέβαλε η Επιτροπή για το μέρος του ποσού του προστίμου το οποίο κρίθηκε τελικά ως αχρεωστήτως καταβληθέν με την απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2014, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής (C‑580/12 P, EU:C:2014:2363), ανέρχονται σε 988620 ευρώ για το σύνολο του χρονικού διαστήματος από τον Μάρτιο του 2008 μέχρι τον Νοέμβριο του 2014.

96

Ακολούθως, η ενάγουσα προβάλλει ότι το ποσό των τόκων αυτών είναι πολύ μικρότερο από τα έσοδα που θα μπορούσε να αποκομίσει εάν, αντί να καταβάλει στην Επιτροπή το ποσό που κρίθηκε τελικώς από το Δικαστήριο ως αχρεωστήτως καταβληθέν, το είχε επενδύσει στις δραστηριότητές της. Προς στήριξη του επιχειρήματος αυτού, η ενάγουσα προσκομίζει την έκθεση ελεγκτικού και συμβουλευτικού γραφείου το οποίο υπολόγισε το μέσο σταθμισμένο κόστος του κεφαλαίου της. Η χρησιμοποίηση του μέσου σταθμισμένου κόστους του κεφαλαίου της στηρίζεται στο γεγονός ότι η εταιρία πρέπει να εισπράττει τουλάχιστον το κόστος του κεφαλαίου της, το οποίο αποτελεί την ελάχιστη απαιτούμενη από τους επενδυτές απόδοση για να επιλέξουν να επενδύσουν στην εταιρία αυτή. Κατ’ εφαρμογή του μέσου όρου των ακραίων τιμών του μέσου σταθμισμένου κόστους του κεφαλαίου της ενάγουσας, καθοριζόμενου με τον τρόπο αυτόν στο ποσό των 7400000 ευρώ για το διάστημα από τις 4 Μαρτίου 2008 μέχρι τις 27 Ιουλίου 2013, στη συνέχεια στο ποσό των 48263003 ευρώ για το διάστημα από τις 27 Ιουλίου 2013 μέχρι τις 12 Νοεμβρίου 2014, η ενάγουσα θα είχε κερδίσει τουλάχιστον 10281000 ευρώ. Επομένως, εφόσον οι τόκοι που της κατέβαλε η Επιτροπή τον Δεκέμβριο του 2014 ανέρχονταν σε περίπου 989000 ευρώ, προκύπτει ότι η ενάγουσα είχε διαφυγόν κέρδος ύψους 9292000 ευρώ.

97

Τέλος, κατά την ενάγουσα είναι αναμφισβήτητο ότι, εάν δεν είχε παραβιαστεί η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως με την απόφαση C(2007) 5791, δεν θα υπήρχε διαφυγόν κέρδος.

98

Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα αυτά.

99

Συναφώς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 89 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο ζήτησε από την ενάγουσα να αποδείξει με έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία ότι είχε καταβάλει στην Επιτροπή το ποσό των 111000000 ευρώ τον Μάρτιο του 2008 και το ποσό των 48263003 ευρώ τον Ιούλιο του 2013, όπως ισχυριζόταν με το δικόγραφο της αγωγής.

100

Πρώτον, όπως προκύπτει από τα έγγραφα που προσκόμισε η ενάγουσα προς απάντηση στο αίτημα αυτό, η Guardian Industries, και όχι η ενάγουσα, κατέβαλε 20000000 ευρώ στην Επιτροπή τον Μάρτιο του 2008.

101

Δεύτερον, από τα έγγραφα που προσκόμισε η ενάγουσα αποδεικνύεται ότι, βεβαίως, τον Μάρτιο του 2008, κατέβαλε το ποσό των 91000000 ευρώ στην Επιτροπή. Ωστόσο, πριν από την καταβολή αυτή, δηλαδή τον Ιανουάριο του 2008, η ενάγουσα είχε συνάψει συμφωνία με καθεμία από τις επτά ασκούσες δραστηριότητα θυγατρικές της, προβλέποντας ότι καθεμία από αυτές θα φέρει, από τις 31 Δεκεμβρίου 2007 και από λογιστικής και οικονομικής απόψεως, μέρος του ποσού του προστίμου που επιβλήθηκε με την απόφαση C(2007) 5791. Περαιτέρω, με συμφωνίες που συνήφθησαν τον Δεκέμβριο του 2008 μεταξύ της ενάγουσας και των θυγατρικών της, κατανεμήθηκε οριστικώς, μεταξύ των εν λόγω θυγατρικών, το ποσό των 91000000 ευρώ που κατέβαλε η ενάγουσα.

102

Τρίτον, από τα έγγραφα που προσκόμισε η ενάγουσα προκύπτει ότι, τον Ιούλιο του 2013, οι επτά ασκούσες δραστηριότητα θυγατρικές της ενάγουσας κατέβαλαν, καθεμία, απευθείας στην Επιτροπή ένα μέρος από το ποσό των 48263003 ευρώ.

103

Κατά συνέπεια, η ενάγουσα δεν επιβαρύνθηκε ατομικώς με την καταβολή του προστίμου που επιβλήθηκε με την απόφαση C(2007) 5791. Επομένως, η ενάγουσα προδήλως δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι υπέστη πραγματική και βέβαιη ζημία η οποία συνίσταται στη διαφορά μεταξύ, αφενός, των τόκων που επέστρεψε η Επιτροπή για το μέρος του ποσού του προστίμου που κρίθηκε τελικώς από το Δικαστήριο ως αχρεωστήτως καταβληθέν με την απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2014, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής (C‑580/12 P, EU:C:2014:2363), και, αφετέρου, των εσόδων που θα μπορούσε να αποκομίσει εάν, αντί να καταβάλει το επίμαχο ποσό στην Επιτροπή, το είχε επενδύσει στις δραστηριότητές της.

104

Το συμπέρασμα αυτό δεν κλονίζεται από το επιχείρημα το οποίο προέβαλε η ενάγουσα και το οποίο αντλείται, αφενός, από το ότι η Guardian θεωρήθηκε ενιαία επιχείρηση με την απόφαση C(2007) 5791 και, αφετέρου, από το ότι όλα αυτά τα ποσά καταβλήθηκαν από οντότητες που ανήκαν στην επιχείρηση Guardian.

105

Συγκεκριμένα, πρώτον, η ενάγουσα δεν προσκόμισε κανένα έγγραφο που να την εξουσιοδοτεί να εκπροσωπήσει, στο πλαίσιο της παρούσας αγωγής, τις επτά ασκούσες δραστηριότητα θυγατρικές της, καθεμία από τις οποίες επιβαρύνθηκε με την πληρωμή ενός μέρους του ποσού του προστίμου που επιβλήθηκε με την απόφαση C(2007) 5791.

106

Δεύτερον, η ενάγουσα δεν προσκόμισε επίσης έγγραφο που να την εξουσιοδοτεί να εκπροσωπήσει, στο πλαίσιο της παρούσας αγωγής, την Guardian Industries. Συναφώς, η ενάγουσα δεν μπορεί να επικαλεστεί το από 15 Νοεμβρίου 2015 εσωτερικό υπόμνημα που της απέστειλε η Guardian Industries. Συγκεκριμένα, το υπόμνημα αυτό δεν είναι υπογεγραμμένο από τους νόμιμους εκπροσώπους της Guardian Industries. Εξάλλου, στο υπόμνημα αυτό δεν προβλέπεται καμία ρητή εξουσιοδότηση προς την ενάγουσα για να εκπροσωπήσει την Guardian Industries στο πλαίσιο της υπό κρίση διαδικασίας. Συγκεκριμένα, το υπόμνημα αυτό προβλέπει απλώς ότι, εάν η ενάγουσα λάβει αποζημίωση για τα έξοδα τραπεζικής εγγυήσεως, θα καταβάλει στην Guardian Industries το 18 % της αποζημιώσεως αυτής. Πρέπει, τέλος, να προστεθεί ότι η συμφωνία του Μαρτίου του 2008 για τον καταμερισμό της ευθύνης μεταξύ της Guardian Industries και της ενάγουσας δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω, καθόσον αφορούσε την πληρωμή του προστίμου που επιβλήθηκε από την Επιτροπή και όχι την παρούσα αγωγή αποζημιώσεως.

107

Επομένως, το αίτημα αποζημιώσεως για διαφυγόν κέρδος της ενάγουσας λόγω φερόμενης κατάφωρης παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως με την απόφαση C(2007) 5791 πρέπει να απορριφθεί.

2) Ως προς την προβαλλόμενη μη υλική ζημία και την εικαζόμενη αιτιώδη συνάφεια

108

Η ενάγουσα υποστηρίζει ότι, από τις 28 Νοεμβρίου 2007, ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως C(2007) 5791, μέχρι τις 12 Νοεμβρίου 2014, ημερομηνία δημοσιεύσεως της αποφάσεως Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής (C‑580/12 P, EU:C:2014:2363), η παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως με την εν λόγω απόφαση δημιούργησε εσφαλμένη εντύπωση ως προς τον ρόλο της στην παράβαση. Η προσβολή αυτή της φήμης της πρέπει να αποκατασταθεί με την επιδίκαση αποζημιώσεως η οποία αντιστοιχεί στο 10 % του ποσού του προστίμου που είχε επιβληθεί αρχικώς στην ενάγουσα.

109

Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα αυτά.

110

Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι η προβαλλόμενη προσβολή της φήμης δεν συνδέεται με την εσφαλμένη εντύπωση ότι η ενάγουσα συμμετείχε σε παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού. Εξάλλου, η προσφυγή που ασκήθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στην υπόθεση T‑82/08 είχε ως αντικείμενο μόνον τη μερική ακύρωση της αποφάσεως C(2007) 5791. Περαιτέρω, στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως που ασκήθηκε στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2014, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής (C‑580/12 P, EU:C:2014:2363), η ενάγουσα δεν αμφισβήτησε τις εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου με τις οποίες αυτό απέρριψε το εν λόγω αίτημα περί μερικής ακυρώσεως.

111

Επομένως, η προβαλλόμενη προσβολή της φήμης συνίσταται αποκλειστικά στο ότι η απόφαση C(2007) 5791 δημιούργησε εσφαλμένη εντύπωση ως προς τον ρόλο της ενάγουσας στην παράβαση στην οποία πράγματι συμμετείχε. Η εσφαλμένη αυτή εντύπωση προήλθε από το γεγονός ότι το πρόστιμο που επιβλήθηκε στην ενάγουσα ήταν μεγαλύτερο από το πρόστιμο που επιβλήθηκε στους λοιπούς συμμετέχοντες στην παράβαση (βλ. σκέψη 67 ανωτέρω).

112

Πρώτον, η επιχειρηματολογία της ενάγουσας δεν τεκμηριώνεται με αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι, λόγω της σοβαρότητάς της, η φερόμενη κατάφωρη παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως με την απόφαση C(2007) 5791 μπορούσε να έχει αντίκτυπο στη φήμη της, πέραν του αντικτύπου που είχε η συμμετοχή της στη σύμπραξη.

113

Υπό τις συνθήκες αυτές, η ενάγουσα δεν απέδειξε ότι η φερόμενη κατάφωρη παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως με την απόφαση C(2007) 5791 μπορούσε να προκαλέσει προσβολή της φήμης της.

114

Δεύτερον, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η φερόμενη κατάφωρη παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως με την απόφαση C(2007) 5791, όσον αφορά τον υπολογισμό του ποσού του προστίμου που επιβλήθηκε στην ενάγουσα, προσέβαλε τη φήμη της, διαπιστώνεται ότι, λαμβανομένης υπόψη της φύσεως και της σοβαρότητας της παραβιάσεως αυτής, η μη υλική ζημία που υπέστη η ενάγουσα αποκαταστάθηκε επαρκώς με την ακύρωση της εν λόγω αποφάσεως και με τη μείωση του ποσού του προστίμου από το Δικαστήριο με την απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2014, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής (C‑580/12 P, EU:C:2014:2363). Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο καθόσον, αφενός, η ενάγουσα είχε τη δυνατότητα να ασκήσει προσφυγή κατά της αποφάσεως C(2007) 5791 και, αφετέρου, για την απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2014, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής (C‑580/12 P, EU:C:2014:2363), εκδόθηκε ανακοινωθέν Τύπου την ημέρα της δημοσιεύσεώς της, στο οποίο επισημαινόταν ότι ο δικαστής της Ένωσης μείωσε τελικώς το ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στην ενάγουσα για τον ρόλο της στη σύμπραξη του επίπεδου γυαλιού από 148000000 σε 103600000 ευρώ.

115

Επομένως, το αίτημα αποζημιώσεως για μη υλική ζημία που προκλήθηκε στην ενάγουσα από φερόμενη κατάφωρη παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως με την απόφαση C(2007) 5791 πρέπει να απορριφθεί.

116

Συνεπώς, κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 76 ανωτέρω, το αίτημα αποκαταστάσεως των ζημιών που φέρονται να προκλήθηκαν από εικαζόμενη κατάφωρη παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως με την απόφαση C(2007) 5791 πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

2)  Ως προς το αίτημα αποκαταστάσεως των ζημιών που φέρεται να προκλήθηκαν από φερόμενη κατάφωρη παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως με την απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής (T‑82/08)

117

Η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η πλάνη στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο με την απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής (T‑82/08, EU:T:2012:494), συνιστά κατάφωρη παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και ότι η εν λόγω παραβίαση της προκάλεσε ζημίες.

118

Συγκεκριμένα, κατ’ αρχάς, είναι αναμφισβήτητο ότι απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου μπορεί να στοιχειοθετήσει εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης. Αφενός, το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει το δικαίωμα του προσφεύγοντος να λάβει αποζημίωση σε περίπτωση υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης. Αφετέρου, η ευθύνη αυτή συνιστά συνακόλουθο της νομολογίας του Δικαστηρίου κατά την οποία τα δικαστήρια κράτους μέλους είναι δυνατό να προκαλέσουν την ευθύνη του κράτους αυτού όταν στερούν από τον προσφεύγοντα δικαίωμα το οποίο αντλεί από το δίκαιο της Ένωσης (απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, Köbler, C‑224/01, EU:C:2003:513).

119

Περαιτέρω, το Γενικό Δικαστήριο ουδόλως διέθετε περιθώριο εκτιμήσεως και δεν είχε τη δυνατότητα να επικυρώσει, όπως έπραξε, τον αποκλεισμό των εσωτερικών πωλήσεων που παρατίθενται στην απόφαση C(2007) 5791, εάν τούτο λειτουργούσε εις βάρος της μοναδικής αποδέκτριας της αποφάσεως αυτής που δεν ήταν καθέτως οργανωμένη, δηλαδή της ενάγουσας.

120

Τέλος, δεν αμφισβητείται ότι, σύμφωνα με πάγια νομολογία, σχετική με την υποχρέωση συνυπολογισμού των εσωτερικών πωλήσεων, η απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής (T‑82/08, EU:T:2012:494), παραβίασε προδήλως την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

121

Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αντικρούει τα επιχειρήματα αυτά.

122

Συναφώς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι ευθύνη της Ένωσης δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί λόγω του περιεχομένου δικαστικής αποφάσεως η οποία δεν εκδόθηκε από δικαστήριο της Ένωσης αποφαινόμενο σε τελευταίο βαθμό και η οποία μπορούσε επομένως να προσβληθεί με αίτηση αναιρέσεως.

123

Εξάλλου, εν προκειμένω, η πλάνη στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο με την απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής (T‑82/08, EU:T:2012:494), διορθώθηκε από το Δικαστήριο με την απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2014, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής (C‑580/12 P, EU:C:2014:2363), κατόπιν της ασκήσεως από την ενάγουσα των ένδικων μέσων.

124

Είναι, εντούτοις, σημαντικό να διευκρινιστεί ότι η εκτίμηση που διατυπώνεται στη σκέψη 122 ανωτέρω δεν επηρεάζει τη δυνατότητα της προσφεύγουσας να επιδιώξει, επί εξαιρετικών περιπτώσεων, την αναγνώριση της ευθύνης της Ένωσης λόγω σοβαρών δικαστικών δυσλειτουργιών, ιδίως διαδικαστικής ή διοικητικής φύσεως, που επηρεάζουν τη δραστηριότητα δικαστηρίου της Ένωσης. Η ενάγουσα όμως δεν προέβαλε τέτοιες δυσλειτουργίες στο πλαίσιο του παρόντος αιτήματος, το οποίο αφορά το περιεχόμενο δικαστικής αποφάσεως.

125

Επομένως, το αίτημα αποκαταστάσεως των ζημιών που φέρονται να προκλήθηκαν από εικαζόμενη κατάφωρη παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως με την απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής (T‑82/08, EU:T:2012:494), πρέπει να απορριφθεί.

126

Κατόπιν όλων των ανωτέρω, τα αιτήματα αποκαταστάσεως των ζημιών που υπέστη η ενάγουσα λόγω, αφενός, φερόμενης κατάφωρης παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως με την απόφαση C(2007) 5791 και, αφετέρου, φερόμενης κατάφωρης παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως με την απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής (T‑82/08, EU:T:2012:494), πρέπει να απορριφθούν.

2.  Ως προς το αίτημα αποκαταστάσεως των ζημιών που υπέστη η ενάγουσα λόγω φερόμενης υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης στην υπόθεση T‑82/08

127

Πρώτον, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η διάρκεια της διαδικασίας στην υπόθεση T‑82/08 υπερέβη την εύλογη διάρκεια της δίκης. Δεύτερον, προβάλλει ότι η υπέρβαση αυτή της προκάλεσε ζημίες που πρέπει να αποκατασταθούν.

1)  Ως προς τη φερόμενη υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης στην υπόθεση T‑82/08

128

Η ενάγουσα προβάλλει ότι η διάρκεια της διαδικασίας στην υπόθεση T‑82/08 υπερέβη την εύλογη διάρκεια της δίκης, πράγμα που συνιστά κατάφωρη παράβαση κανόνα του δικαίου της Ένωσης που αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων σε ιδιώτες.

129

Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αντικρούει τα επιχειρήματα αυτά. Συγκεκριμένα, πρώτον, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2014, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής (C‑580/12 P, EU:C:2014:2363), έκρινε οριστικώς το ζήτημα της υπάρξεως υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης. Δεύτερον, το επιχείρημα της ενάγουσας ότι η εύλογη διάρκεια της δίκης στην υπόθεση T‑82/08 ήταν τα δύο έτη είναι εντελώς εξωπραγματικό με βάση τη μέση διάρκεια των διαδικασιών ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου το διάστημα μεταξύ 2006 και 2010 στις υποθέσεις που αφορούσαν την εφαρμογή του δικαίου του ανταγωνισμού. Τρίτον, ο εύλογος χαρακτήρας της διάρκειας της δίκης δεν μπορεί να εκτιμηθεί βάσει μιας κατ’ αποκοπή διάρκειας και πρέπει να εκτιμηθεί με γνώμονα τις ιδιαίτερες περιστάσεις κάθε υποθέσεως και, ειδικότερα, με γνώμονα ενδεχόμενη ασυνήθιστα μεγάλη περίοδο αδράνειας. Τέταρτον, όσον αφορά το χρονικό διάστημα μεταξύ της περατώσεως της έγγραφης διαδικασίας και της ενάρξεως της προφορικής διαδικασίας, το ενδεχόμενο χρονικό διάστημα ανεξήγητης αδράνειας στην εκδίκαση της υποθέσεως T‑82/08 είναι πολύ μικρότερο από αυτήν που ισχυρίζεται η ενάγουσα. Συγκεκριμένα, το χρονικό διάστημα των 3 ετών και 5 μηνών, που παρήλθε από την περάτωση της έγγραφης διαδικασίας μέχρι την έναρξη της προφορικής διαδικασίας στην υπόθεση T‑82/08, υπερέβη κατά 11 μόνο μήνες τη μέση διάρκεια του σταδίου αυτού της διαδικασίας την περίοδο μεταξύ των ετών 2008 και 2011 στις υποθέσεις που αφορούσαν την εφαρμογή του δικαίου του ανταγωνισμού. Εξάλλου, πρέπει να ληφθεί υπόψη η περιπλοκότητα των υποθέσεων ανταγωνισμού, το πολυγλωσσικό περιβάλλον στο οποίο λειτουργεί το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα χρονικά όρια της θητείας των δικαστών.

130

Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορίζει μεταξύ άλλων ότι «[κ]άθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να δικασθεί η υπόθεσή του δίκαια, δημόσια και εντός εύλογης προθεσμίας, από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως».

131

Εν προκειμένω, από τη λεπτομερή εξέταση της δικογραφίας της υποθέσεως T‑82/08 προκύπτει ότι, όπως ορθώς υπογράμμισε το Δικαστήριο στην απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2014, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής (C‑580/12 P, EU:C:2014:2363), η διάρκεια της διαδικασίας στην υπόθεση T‑82/08, η οποία ανήλθε σε σχεδόν 4 έτη και 7 μήνες, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από καμία από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως.

132

Πρώτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι η υπόθεση T‑82/08 αφορούσε διαφορά με αντικείμενο την ύπαρξη παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού και ότι, κατά τη νομολογία, η θεμελιώδης επιταγή περί της ασφάλειας δικαίου της οποίας πρέπει να απολαύουν οι επιχειρηματίες και ο σκοπός της διασφαλίσεως της μη νοθεύσεως του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον όχι μόνο για τον ίδιο τον προσφεύγοντα και τους ανταγωνιστές του, αλλά και για τους τρίτους, λόγω του μεγάλου αριθμού των ενδιαφερομένων και των διακυβευομένων χρηματικών συμφερόντων (απόφαση της 16ης Ιουλίου 2009, Der Grüne Punkt – Duales System Deutschland κατά Επιτροπής, C‑385/07 P, EU:C:2009:456, σκέψη 186).

133

Δεύτερον, διαπιστώνεται ότι, στην υπόθεση T‑82/08, το χρονικό διάστημα που παρήλθε μεταξύ, αφενός, της περατώσεως της έγγραφης διαδικασίας με την κατάθεση, στις 3 Ιουλίου 2008, εγγράφου με το οποίο η ενάγουσα ενημέρωσε το Γενικό Δικαστήριο ότι παραιτείται από την κατάθεση υπομνήματος απαντήσεως, και, αφετέρου, της ενάρξεως της προφορικής διαδικασίας, στις 13 Δεκεμβρίου 2011, ήταν περίπου 3 έτη και 5 μήνες, δηλαδή 41 μήνες.

134

Ο εύλογος χαρακτήρας του διαστήματος αυτού εξαρτάται, ειδικότερα, από την πολυπλοκότητα της διαφοράς, καθώς και από τη συμπεριφορά των διαδίκων και από τυχόν παρεμπίπτοντα ζητήματα κατά τη δίκη.

135

Όσον αφορά, πρώτον, την πολυπλοκότητα της διαφοράς, το χρονικό διάστημα των 15 μηνών μεταξύ της περατώσεως της έγγραφης διαδικασίας και της ενάρξεως της προφορικής διαδικασίας συνιστά, καταρχήν, το ενδεδειγμένο χρονικό διάστημα για την εξέταση υποθέσεων που αφορούν την εφαρμογή του δικαίου του ανταγωνισμού, όπως είναι η υπόθεση T‑82/08. Ακολούθως, η ταυτόχρονη εξέταση συναφών υποθέσεων δεν μπορεί να δικαιολογήσει, εν προκειμένω, την επιμήκυνση του χρονικού διαστήματος που μεσολαβεί μεταξύ της περατώσεως της έγγραφης διαδικασίας και της ενάρξεως της προφορικής διαδικασίας. Τέλος, ο βαθμός πολυπλοκότητας των πραγματικών, νομικών και δικονομικών ζητημάτων της υποθέσεως T‑82/08 δεν δικαιολογεί μεγαλύτερη διάρκεια στη συγκεκριμένη περίπτωση. Συναφώς, επισημαίνεται ιδίως ότι, μεταξύ της περατώσεως της έγγραφης διαδικασίας και της ενάρξεως της προφορικής διαδικασίας, η ένδικη διαδικασία ούτε διακόπηκε ούτε καθυστέρησε λόγω λήψεως από το Γενικό Δικαστήριο οποιουδήποτε μέτρου οργανώσεως αυτής (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 10ης Ιανουαρίου 2017, Gascogne Sack Deutschland και Gascogne κατά Ευρωπαϊκής Ένωσης, T‑577/14, EU:T:2017:1, σκέψεις 65 έως 74).

136

Όσον αφορά τη συμπεριφορά των διαδίκων και τυχόν παρεμπίπτοντα ζητήματα, το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της περατώσεως της έγγραφης διαδικασίας και της ενάρξεως της προφορικής διαδικασίας στην υπόθεση T‑82/08 ουδόλως επηρεάστηκε από την εν λόγω συμπεριφορά ή από παρεμπίπτοντα ζητήματα.

137

Επομένως, δεδομένων των περιστάσεων της υποθέσεως T‑82/08, πρέπει να κριθεί ότι το χρονικό διάστημα των 41 μηνών μεταξύ της περατώσεως της έγγραφης διαδικασίας και της ενάρξεως της προφορικής διαδικασίας προδήλως περιλαμβάνει διάστημα αδικαιολόγητης αδράνειας 26 μηνών.

138

Τρίτον, από την εξέταση της δικογραφίας της υποθέσεως T‑82/08 δεν προέκυψε κανένα στοιχείο που να καθιστά δυνατή τη διαπίστωση ότι υπήρξε περίοδος αδικαιολόγητης αδράνειας, αφενός, μεταξύ της ημερομηνίας καταθέσεως του δικογράφου της προσφυγής και της περατώσεως της έγγραφης διαδικασίας και, αφετέρου, μεταξύ της ενάρξεως της προφορικής διαδικασίας και της δημοσιεύσεως της αποφάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής (T‑82/08, EU:T:2012:494).

139

Κατά συνέπεια η διαδικασία που διεξήχθη στην υπόθεση T‑82/08 και η οποία περατώθηκε με τη δημοσίευση της αποφάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής (T‑82/08, EU:T:2012:494), είχε ως συνέπεια την παράβαση του άρθρου 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, καθόσον υπερέβη κατά 26 μήνες την εύλογη διάρκεια της δίκης, γεγονός που συνιστά κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου της Ένωσης ο οποίος έχει ως αντικείμενο την απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες.

2)  Ως προς τις προβαλλόμενες ζημίες και την εικαζόμενη αιτιώδη συνάφεια

140

Η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης στην υπόθεση T‑82/08 της προκάλεσε υλικές ζημίες και μη υλική ζημία το διάστημα μεταξύ της 12ης Φεβρουαρίου 2010, ημερομηνία κατά την οποία θα έπρεπε να έχει δημοσιευθεί η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, και της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, ημερομηνία κατά την οποία δημοσιεύθηκε πράγματι η απόφαση αυτή.

141

Το βάσιμο των επιχειρημάτων αυτών πρέπει να εκτιμηθεί βάσει της νομολογίας που μνημονεύεται στις σκέψεις 81 και 82 ανωτέρω.

1) Ως προς την προβαλλόμενη μη υλική ζημία και την εικαζόμενη αιτιώδη συνάφεια

142

Πρώτον, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι υπέστη προσβολή της φήμης της, ανερχόμενη σε 14800000 ευρώ, διότι, κατά το διάστημα μεταξύ της 12ης Φεβρουαρίου 2010 και της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, εσφαλμένως θεωρήθηκε ως φέρουσα αυξημένη ευθύνη για την παράβαση για την οποία επιβλήθηκαν κυρώσεις με την απόφαση C(2007) 5791 (βλ. σκέψη 67 ανωτέρω). Δεύτερον, η παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή με την απόφαση C(2007) 5791 επιτάθηκε το διάστημα από τις 12 Φεβρουαρίου 2010 έως τις 27 Σεπτεμβρίου 2012, κατά το οποίο η διαδικασία στην υπόθεση T‑82/08 υπερέβη την εύλογη διάρκεια της δίκης. Τρίτον, κατά τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, υφίσταται ισχυρό, καίτοι μαχητό, τεκμήριο δυνάμει του οποίου η υπερβολική διάρκεια ένδικης διαδικασίας συνεπάγεται ηθική βλάβη. Τέταρτον, η ζημία που υπέστη η ενάγουσα έπρεπε να αποτιμηθεί στο 10 % του ποσού του προστίμου που της επιβλήθηκε αρχικώς με την απόφαση C(2007) 5791. Συγκεκριμένα, αφενός, η αποζημίωση που μπορεί να αξιώσει πρέπει να συνδέεται με το ποσό του προστίμου που της επιβλήθηκε κατά τη διαδικασία που υπερέβη την εύλογη διάρκεια της δίκης. Αφετέρου, το ποσοστό του 5 % που δέχθηκε το Γενικό Δικαστήριο σε ορισμένες υποθέσεις που αφορούσαν υπέρβαση της εύλογης διάρκειας από την Επιτροπή είναι πολύ χαμηλό.

143

Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αντικρούει τα επιχειρήματα αυτά. Επικουρικώς, προβάλλει ότι η αποζημίωση για τη μη υλική ζημία πρέπει να καθορισθεί στο ποσό των 5000 ευρώ κατ’ ανώτατο όριο.

144

Εν προκειμένω, πρώτον, ακόμη και αν υποτεθεί ότι, με την επιχειρηματολογία της, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι θεωρήθηκε για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ως έχουσα ιδιαίτερη ευθύνη στην παράβαση λόγω της υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης στην υπόθεση T‑82/08, η επιχειρηματολογία αυτή δεν τεκμηριώνεται με αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι, λόγω της σοβαρότητάς της, η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης μπορούσε να έχει αντίκτυπο στη φήμη της, πέραν του αντικτύπου που είχε η απόφαση C(2007) 5791.

145

Υπό τις συνθήκες αυτές, η ενάγουσα δεν απέδειξε ότι η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης στην υπόθεση T‑82/08 μπορούσε να προκαλέσει την προβαλλόμενη προσβολή της φήμης της.

146

Δεύτερον, και εν πάση περιπτώσει, η διαπίστωση της υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης στη σκέψη 139 ανωτέρω είναι, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου και της σοβαρότητας της εν λόγω υπερβάσεως, επαρκής για την επανόρθωση της προβαλλόμενης προσβολής της φήμης της ενάγουσας.

147

Κατόπιν των ανωτέρω, η ενάγουσα δεν απέδειξε ότι η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης στην υπόθεση T‑82/08 μπορούσε να προκαλέσει προσβολή της φήμης της και, εν πάση περιπτώσει, η διαπίστωση της υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης στη σκέψη 139 ανωτέρω είναι, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου και της σοβαρότητας της εν λόγω παραβάσεως, επαρκής για την επανόρθωση της προβαλλόμενης προσβολής της φήμης της ενάγουσας.

148

Επομένως, το αίτημα προς επανόρθωση της φερόμενης προσβολής της φήμης της ενάγουσας πρέπει να απορριφθεί.

2) Ως προς τις προβαλλόμενες υλικές ζημίες και την εικαζόμενη αιτιώδη συνάφεια

149

Η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης της προκάλεσε δύο κατηγορίες υλικών ζημιών το διάστημα μεταξύ της 12ης Φεβρουαρίου 2010 και της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, δηλαδή, πρώτον, ζημία που αντιστοιχεί στην καταβολή πρόσθετων εξόδων τραπεζικής εγγυήσεως και, δεύτερον, ζημία που αντιστοιχεί στο διαφυγόν κέρδος που διαλαμβάνεται στη σκέψη 24 ανωτέρω.

150

Οι υλικές ζημίες τις οποίες προβάλλει η ενάγουσα και η εικαζόμενη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των ζημιών αυτών και της υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης στην υπόθεση T‑82/08 πρέπει να εξεταστούν υπό το πρίσμα των εισαγωγικών παρατηρήσεων που διατυπώθηκαν στις σκέψεις 85 και 86 ανωτέρω.

i) Ως προς το προβαλλόμενο διαφυγόν κέρδος και την εικαζόμενη αιτιώδη συνάφεια

151

Κατ’ αρχάς, η ενάγουσα εξηγεί ότι οι τόκοι που κατέβαλε η Επιτροπή κατόπιν της αποφάσεως της 12ης Νοεμβρίου 2014, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής (C‑580/12 P, EU:C:2014:2363), ανέρχονται σε 224000 ευρώ για το χρονικό διάστημα από τις 12 Φεβρουαρίου 2010 έως τις 27 Σεπτεμβρίου 2012. Ακολούθως, κατ’ εφαρμογή του μέσου όρου των ακραίων τιμών του μέσου σταθμισμένου κόστους του κεφαλαίου της ενάγουσας το οποίο καθορίζεται στη σκέψη 96 ανωτέρω στο ποσό των 7400000 ευρώ, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι θα είχε εισπράξει τουλάχιστον 1895000 ευρώ το διάστημα από τις 12 Φεβρουαρίου 2010 έως τις 27 Σεπτεμβρίου 2012. Επομένως, εφόσον οι τόκοι που της κατέβαλε η Επιτροπή ανέρχονταν σε 224000 ευρώ, η ενάγουσα είχε διαφυγόν κέρδος ύψους 1671000 ευρώ. Τέλος, η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης συνιστά αρκούντως άμεση και καθοριστική αιτία του διαφυγόντος κέρδος που προβάλλει η ενάγουσα. Συγκεκριμένα, εάν δεν υπήρχε υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης στην υπόθεση T‑82/08, η ενάγουσα θα είχε στη διάθεσή της νωρίτερα τα ποσά τα οποία κρίθηκαν τελικώς από το Δικαστήριο ως αχρεωστήτως καταβληθέντα με την απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2014, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής (C‑580/12 P, EU:C:2014:2363).

152

Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αντικρούει τα επιχειρήματα αυτά.

153

Συναφώς, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 99 έως 103 ανωτέρω, η ενάγουσα δεν επιβαρύνθηκε ατομικώς με την καταβολή του προστίμου που επιβλήθηκε με την απόφαση C(2007) 5791. Επομένως, η ενάγουσα προδήλως δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι, το διάστημα από τις 12 Φεβρουαρίου 2010 μέχρι τις 27 Σεπτεμβρίου 2012, υπέστη πραγματική και βέβαιη ζημία η οποία συνίσταται στη διαφορά μεταξύ, αφενός, των τόκων που κατέβαλε η Επιτροπή για το μέρος του ποσού του προστίμου που κρίθηκε τελικώς από το Δικαστήριο ως αχρεωστήτως καταβληθέν με την απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2014, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής (C‑580/12 P, EU:C:2014:2363), και, αφετέρου, των εσόδων που θα μπορούσε να αποκομίσει εάν, αντί να καταβάλει το επίμαχο ποσό στην Επιτροπή, το είχε επενδύσει στις δραστηριότητές της.

154

Επομένως, κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 76 ανωτέρω, το αίτημα αποζημιώσεως για το διαφυγόν κέρδος που προβάλλει η ενάγουσα πρέπει να απορριφθεί χωρίς να είναι αναγκαίο να εκτιμηθεί η ύπαρξη της εικαζόμενης αιτιώδους συνάφειας.

ii) Ως προς την προβαλλόμενη πληρωμή εξόδων τραπεζικής εγγυήσεως και την εικαζόμενη αιτιώδη συνάφεια

155

Η ενάγουσα ζητεί την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη από την πληρωμή πρόσθετων εξόδων τραπεζικής εγγυήσεως κατά το χρονικό διάστημα από τις 12 Φεβρουαρίου 2010 μέχρι τις 27 Σεπτεμβρίου 2012.

156

Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβάλλει ότι η ενάγουσα δεν αποδεικνύει ότι υφίσταται αρκούντως άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ, αφενός, των εξόδων τραπεζικής εγγυήσεως που καταβλήθηκαν το διάστημα από τις 12 Φεβρουαρίου 2010 μέχρι τις 27 Σεπτεμβρίου 2012 και, αφετέρου, τη φερόμενη υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης. Συγκεκριμένα, κατ’ αρχάς, η υλική αυτή ζημία απορρέει από την επιλογή της ίδιας της ενάγουσας να μην εκπληρώσει αμέσως την υποχρέωση της καταβολής του συνολικού ποσού του προστίμου. Ακολούθως, με γνώμονα τον κρατούντα στο δίκαιο της Ένωσης ορισμό της αιτιώδους συνάφειας, η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας δεν μπορεί να αποδειχθεί με βάση και μόνο το επιχείρημα ότι, ελλείψει υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης, η ενάγουσα δεν θα είχε υποχρεωθεί να καταβάλει έξοδα τραπεζικής εγγυήσεως για το χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί στην υπέρβαση αυτή. Τέλος, ακόμη και αν υποτεθεί ότι πρέπει να εφαρμοστεί ο ορισμός της αιτιώδους συνάφειας που προτείνει η ενάγουσα, το γεγονός ότι αυτή ακύρωσε την εγγύηση στις 2 Αυγούστου 2013, δηλαδή 10 μήνες μετά την έκδοση της αποφάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής (T‑82/08, EU:T:2012:494), και 16 μήνες πριν την έκδοση της αποφάσεως της 12ης Νοεμβρίου 2014, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής (C‑580/12 P, EU:C:2014:2363), επιβεβαιώνει τη μη ύπαρξη άμεσης συνάφειας μεταξύ του χρονικού διαστήματος κατά το οποίο η ενάγουσα παρέσχε τραπεζική εγγύηση και της καθυστερήσεως στην εκδίκαση της υποθέσεως T‑82/08.

157

Συναφώς, πρώτον, πρέπει να τονιστεί ότι, με το δικόγραφο της αγωγής, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι, κατά το διάστημα από τις 12 Φεβρουαρίου 2010 μέχρι τις 27 Σεπτεμβρίου 2012, κατέβαλε έξοδα τραπεζικής εγγυήσεως ύψους 936000 ευρώ. Προς στήριξη του αιτήματός της προσκομίζει τραπεζικό έγγραφο που περιέχει τις λεπτομέρειες των προμηθειών τριμήνου που κατέβαλε σε τράπεζα καθόλη τη διάρκεια της διαδικασίας στην υπόθεση T‑82/08.

158

Εντούτοις, απαντώντας σε ερώτηση που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας του άρθρου 89 του Κανονισμού Διαδικασίας, η ενάγουσα διευκρίνισε ότι αυτή χρεώθηκε με το 82 % των εξόδων τραπεζικής εγγυήσεως που παρατίθενται στο δικόγραφο της αγωγής και ότι το 18 % των εν λόγω εξόδων χρεώθηκε στην Guardian Industries.

159

Κατά συνέπεια, η ενάγουσα απέδειξε μόνον ότι υπέστη πραγματική και βέβαιη ζημία η οποία συνίσταται στην καταβολή του 82 % των εξόδων τραπεζικής εγγυήσεως που καταβλήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα το οποίο αντιστοιχεί στην υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης στην υπόθεση T‑82/08. Εξάλλου, και όπως προκύπτει από τη σκέψη 106 ανωτέρω, η ενάγουσα δεν απέδειξε ότι εξουσιοδοτήθηκε να εκπροσωπήσει την Guardian Industries στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.

160

Δεύτερον, μεταξύ της υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης στην υπόθεση T‑82/08 και της επελεύσεως της ζημίας που υπέστη η ενάγουσα λόγω της καταβολής εξόδων τραπεζικής εγγυήσεως κατά το χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί στην εν λόγω υπέρβαση, υφίσταται σχέση αιτίου προς αιτιατό. Εξάλλου, εν προκειμένω, πρέπει να επισημανθεί, πρώτον, ότι όταν η ενάγουσα άσκησε την προσφυγή της στην υπόθεση T‑82/08, δηλαδή στις 12 Φεβρουαρίου 2008, και όταν συνέστησε την τραπεζική εγγύηση, τον Φεβρουάριο του 2008, με ισχύ από τις 4 Μαρτίου 2008, δεν μπορούσε να προβλεφθεί η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης. Επιπλέον, η ενάγουσα μπορούσε βασίμως να προσδοκά ότι η εν λόγω προσφυγή θα εκδικαζόταν εντός ευλόγου χρόνου. Δεύτερον, η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης στην υπόθεση T‑82/08 επήλθε μετά την αρχική επιλογή της ενάγουσας να συστήσει τραπεζική εγγύηση. Επομένως, η σχέση μεταξύ της υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης και της καταβολής εξόδων τραπεζικής εγγυήσεως κατά το χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί στην υπέρβαση αυτή δεν είναι δυνατόν να διερράγη λόγω της αρχικής επιλογής της ενάγουσας να μην καταβάλει αμέσως μέρος του προστίμου που της επιβλήθηκε με την απόφαση C(2007) 5791, αλλά να συστήσει τραπεζική εγγύηση (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 10ης Ιανουαρίου 2017, Gascogne Sack Deutschland και Gascogne κατά Ευρωπαϊκής Ένωσης, T‑577/14, EU:T:2017:1, σκέψεις 115 έως 121).

161

Εκ των ανωτέρω έπεται ότι υφίσταται αρκούντως άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης στην υπόθεση T‑82/08 και της ζημίας που υπέστη η ενάγουσα λόγω της καταβολής πρόσθετων εξόδων τραπεζικής εγγυήσεως κατά το χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί στην εν λόγω υπέρβαση.

iii) Ως προς την αποτίμηση της ζημίας που υπέστη η ενάγουσα

162

Πρώτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι η διάρκεια της διαδικασίας υπερέβη κατά 26 μήνες την εύλογη διάρκεια της δίκης στην υπόθεση T‑82/08 (βλ. σκέψεις 134 έως 139 ανωτέρω).

163

Δεύτερον, από τα έγγραφα που προσκόμισε η ενάγουσα προκύπτει ότι, κατά τους 26 μήνες πριν από την έκδοση της αποφάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής (T‑82/08, EU:T:2012:494), η ενάγουσα κατέβαλε ατομικώς για έξοδα τραπεζικής εγγυήσεως τριμήνου τα εξής ποσά:

Τρίμηνα

Καταβληθέντα έξοδα εγγυήσεως (ευρώ)

Χρονικό διάστημα για το οποίο μπορεί να αποκατασταθεί η ζημία

(σε μήνες)

Ζημία η οποία είναι δυνατό να αποκατασταθεί (ευρώ)

3/2010

72 523,66

2

48 349,11

4/2010

72 523,66

3

72 523,66

1/2011

48 874,64 + 23 137,15

3

72 011,79

2/2011

75 195,73

3

75 195,73

3/2011

76 022,06

3

76 022,06

4/2011

76 022,06

3

76 022,06

1/2012

52 884,91 + 23 337,53

3

76 222,44

2/2012

78 656,11

3

78 656,11

3/2012

79 520,47

3

79 520,47

 

 

 

 

 

 

Σύνολο

654 523,43

164

Ως εκ τούτου, κατά το χρονικό διάστημα των 26 μηνών πριν από την έκδοση της αποφάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής (T‑82/08, EU:T:2012:494), τα έξοδα τραπεζικής εγγυήσεως που κατέβαλε η ενάγουσα ανέρχονται σε 654523,43 ευρώ.

165

Κατόπιν των ανωτέρω, στην ενάγουσα πρέπει να επιδικαστεί αποζημίωση ύψους 654523,43 ευρώ προς αποκατάσταση της υλικής ζημίας την οποία υπέστη από την υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης στην υπόθεση T‑82/08 και η οποία συνίσταται στην καταβολή πρόσθετων εξόδων τραπεζικής εγγυήσεως.

3) Ως προς τους τόκους

166

Η ενάγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να επιδικάσει τόκους επί του ποσού της αποζημιώσεως που θα κρίνει ότι πρέπει να της καταβληθεί, υπολογιζόμενους από τις 12 Φεβρουαρίου 2010, με το μέσο επιτόκιο της ΕΚΤ για τις βασικές πράξεις αναχρηματοδοτήσεως που ίσχυσε κατά το σχετικό χρονικό διάστημα, προσαυξημένο κατά δύο εκατοστιαίες μονάδες.

167

Συναφώς, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των αντισταθμιστικών τόκων και των τόκων υπερημερίας (απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2000, Mulder κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑104/89 και C‑37/90, EU:C:2000:38, σκέψη 55).

168

Πρώτον, όσον αφορά τους αντισταθμιστικούς τόκους, η ενάγουσα μπορεί να ζητήσει την επιδίκαση των εν λόγω τόκων επί της αποζημιώσεως που οφείλεται προς αποκατάσταση της υλικής ζημίας της για το διάστημα από τις 27 Ιουλίου 2010, δηλαδή 26 μήνες πριν από τη δημοσίευση της αποφάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής (T‑82/08, EU:T:2012:494), μέχρι την ημερομηνία δημοσιεύσεως της παρούσας αποφάσεως. Εξάλλου, στον βαθμό που η ενάγουσα δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο το οποίο να αποδεικνύει ότι τα έξοδα τραπεζικής εγγυήσεως που κατέβαλε το διάστημα από τις 27 Ιουλίου 2010 μέχρι τις 27 Σεπτεμβρίου 2012 μπορούσαν να παραγάγουν τόκους με το επιτόκιο που εφαρμόζει η ΕΚΤ στις κύριες πράξεις αναχρηματοδοτήσεως, προσαυξημένο κατά δύο εκατοστιαίες μονάδες, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η οφειλόμενη στην πάροδο του χρόνου διολίσθηση της αξίας του νομίσματος αποτυπώνεται στο ετήσιο ποσοστό πληθωρισμού που διαπιστώθηκε, για τη συγκεκριμένη περίοδο, από τη Eurostat (Στατιστική Υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης) στο κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένη η ενάγουσα, εντός των ορίων του αιτήματός της (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 10ης Ιανουαρίου 2017, Gascogne Sack Deutschland και Gascogne κατά Ευρωπαϊκής Ένωσης, T‑577/14, EU:T:2017:1, σκέψεις 168 έως 177 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

169

Δεύτερον, όσον αφορά τους τόκους υπερημερίας, η αποζημίωση που καθορίζεται στη σκέψη 165 ανωτέρω, συμπεριλαμβανομένων των αντισταθμιστικών τόκων επ’ αυτής, πρέπει να προσαυξηθεί με τόκους υπερημερίας, με αφετηρία την ημερομηνία δημοσιεύσεως της παρούσας αποφάσεως και μέχρι πλήρους εξοφλήσεως. Εξάλλου, το επιτόκιο των τόκων υπερημερίας είναι το επιτόκιο που καθορίζει η ΕΚΤ για τις κύριες πράξεις της αναχρηματοδοτήσεως, προσαυξημένο κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες, όπως ζητεί η ενάγουσα (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 10ης Ιανουαρίου 2017, Gascogne Sack Deutschland και Gascogne κατά Ευρωπαϊκής Ένωσης, T‑577/14, EU:T:2017:1, σκέψεις 178 έως 182 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

4) Συμπέρασμα επί του ποσού της αποζημιώσεως και επί των τόκων

170

Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, κατά το μέρος που με αυτή ζητείται η αποκατάσταση της υλικής ζημίας την οποία υπέστη η ενάγουσα λόγω της υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης στην υπόθεση T‑82/08.

171

Η αποζημίωση που οφείλεται στην ενάγουσα προς αποκατάσταση της υλικής ζημίας την οποία υπέστη λόγω της καταβολής πρόσθετων εξόδων τραπεζικής εγγυήσεως ανέρχεται σε 654523,43 ευρώ, πλέον αντισταθμιστικών τόκων υπολογιζόμενων με αφετηρία την 27η Ιουλίου 2010 και μέχρι τη δημοσίευση της παρούσας αποφάσεως, βάσει του ετήσιου ποσοστού πληθωρισμού που έχει διαπιστώσει η Eurostat στο κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένη η εν λόγω εταιρία.

172

Το καθοριζόμενο στη σκέψη 171 ανωτέρω ποσό αποζημιώσεως, συμπεριλαμβανομένων των αντισταθμιστικών τόκων επί της αποζημιώσεως που θα καταβληθεί, θα προσαυξηθεί με τόκους υπερημερίας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη σκέψη 169 ανωτέρω.

173

Απορρίπτει την αγωγή κατά τα λοιπά.

IV. Επί των δικαστικών εξόδων

174

Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

175

Εν προκειμένω, η ενάγουσα ηττήθηκε ως προς τα αιτήματα αποζημιώσεως που στρέφονταν κατά της Ένωσης, εκπροσωπούμενης από την Επιτροπή. Συνεπώς, η ενάγουσα πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ένωση, εκπροσωπούμενη από την Επιτροπή.

176

Δυνάμει του άρθρου 134, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων. Ωστόσο, αν τούτο δικαιολογείται από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ένας διάδικος, πέραν των δικαστικών εξόδων του, φέρει και μέρος των εξόδων του αντιδίκου.

177

Εν προκειμένω, η αγωγή της ενάγουσας έγινε εν μέρει δεκτή όσον αφορά τα αιτήματά της που στρέφονταν κατά της Ένωσης, εκπροσωπούμενης από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εντούτοις, στην ενάγουσα επιδικάστηκε μικρό μόνο μέρος της ζητηθείσας αποζημιώσεως. Υπό τις συνθήκες αυτές, και λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των περιστάσεων της υποθέσεως, η ενάγουσα, αφενός, και η Ένωση, εκπροσωπούμενη από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφετέρου, φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

 

1)

Υποχρεώνει την Ευρωπαϊκή Ένωση, εκπροσωπούμενη από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να καταβάλει αποζημίωση 654523,43 ευρώ στην Guardian Europe Sàrl προς αποκατάσταση της υλικής ζημίας την οποία υπέστη η εταιρία αυτή λόγω της υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής (T‑82/08, EU:T:2012:494). Το ποσό της αποζημιώσεως θα προσαυξηθεί με αντισταθμιστικούς τόκους, υπολογιζόμενους με αφετηρία την 27η Ιουλίου 2010 και μέχρι τη δημοσίευση της παρούσας αποφάσεως, βάσει του ετήσιου ποσοστού πληθωρισμού που έχει διαπιστώσει για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα η Eurostat (Στατιστική Υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης) στο κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένη η εν λόγω εταιρία.

 

2)

Το ποσό της αποζημιώσεως που καθορίζεται στο σημείο 1 ανωτέρω προσαυξάνεται με τόκους υπερημερίας, υπολογιζόμενους με αφετηρία τη δημοσίευση της παρούσας αποφάσεως και μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξοφλήσεως, βάσει του επιτοκίου που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) για τις κύριες πράξεις της αναχρηματοδοτήσεως, προσαυξημένου κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες.

 

3)

Απορρίπτει την αγωγή κατά τα λοιπά.

 

4)

Καταδικάζει την Guardian Europe στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ένωση, εκπροσωπούμενη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

 

5)

Η Guardian Europe, αφενός, και η Ένωση, εκπροσωπούμενη από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφετέρου, φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

 

Παπασάββας

Labucka

Bieliūnas

Kreuschitz

Forrester

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 7 Ιουνίου 2017.Περιεχόμενα

( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

Top