Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62015TJ0234

    Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 4ης Ιουλίου 2017 (Αποσπάσματα).
    Συστέμα Τεκνόλοτζις ΑΕ Εφαρμογών Ηλεκτρονικής και Πληροφορικής κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
    Έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης (2007-2013) – Συμφωνίες επιχορηγήσεως για τα έργα PlayMancer, Mobiserv και PowerUp – Άρθρο 299 ΣΛΕΕ – Απόφαση που αποτελεί εκτελεστό τίτλο – Προσφυγή ακυρώσεως – Πράξη δεκτική προσφυγής – Παραδεκτό – Αναλογικότητα – Καθήκον επιμέλειας – Υποχρέωση αιτιολογήσεως.
    Υπόθεση T-234/15.

    Court reports – general

    ECLI identifier: ECLI:EU:T:2017:461

    T‑234/1562015TJ0234EU:T:2017:46100011155TΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (τρίτο τμήμα)της 4ης Ιουλίου 2017 (

    1

    )

    «Έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης (2007-2013) — Συμφωνίες επιχορηγήσεως για τα έργα PlayMancer, Mobiserv και PowerUp — Άρθρο 299 ΣΛΕΕ — Απόφαση που αποτελεί εκτελεστό τίτλο — Προσφυγή ακυρώσεως — Πράξη δεκτική προσφυγής — Παραδεκτό — Αναλογικότητα — Καθήκον επιμέλειας — Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

    Στην υπόθεση T-234/15,

    Συστέμα Τεκνόλοτζις Ανώνυμη Εταιρεία Εφαρμογών Ηλεκτρονικής και Πληροφορικής, με έδρα την Αθήνα (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από τον Σ. Γεωργιλά, δικηγόρο,

    προσφεύγουσα,

    κατά

    Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον J. Estrada de Solà και την L. Di Paolo, επικουρούμενους από τον Ε. Πολίτη, δικηγόρο,

    καθής,

    με αντικείμενο προσφυγή βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως C(2015) 1677 τελικό της Επιτροπής, της 10ης Μαρτίου 2015, η οποία αποτελεί εκτελεστό τίτλο σε βάρος της προσφεύγουσας για την αναγκαστική είσπραξη ποσού ύψους 716334,05 ευρώ πλέον τόκων,

    ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους S. Frimodt Nielsen, πρόεδρο, V. Kreuschitz (εισηγητή) και N. Półtorak, δικαστές,

    γραμματέας: E. Coulon

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση ( 2 )

    Ιστορικό της διαφοράς

    [παραλειπόμενα]

    Σκεπτικό

    [παραλειπόμενα]

    Επί του παραδεκτού

    Εισαγωγή

    [παραλειπόμενα]

    80

    Πριν εξετασθεί η ένσταση απαραδέκτου της Επιτροπής, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 299 ΣΛΕΕ, οι πράξεις της Επιτροπής που επιβάλλουν χρηματική υποχρέωση εις βάρος προσώπων, εκτός των κρατών, είναι τίτλοι εκτελεστοί. Η αναγκαστική εκτέλεση διέπεται από τις διατάξεις πολιτικής δικονομίας του κράτους στου οποίου την επικράτεια πραγματοποιείται. Ο εκτελεστήριος τύπος περιάπτεται, κατόπιν ελέγχου μόνον της γνησιότητας του τίτλου, από την εθνική αρχή που ορίζει η κυβέρνηση του κράτους μέλους για τον σκοπό αυτόν και την οποία γνωστοποιεί στην Επιτροπή και στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο ενδιαφερόμενος, κατόπιν αιτήσεως του οποίου ετηρήθησαν οι διατυπώσεις αυτές, δύναται να επισπεύσει την αναγκαστική εκτέλεση κατά το εσωτερικό δίκαιο, απευθυνόμενος απευθείας στην αρμόδια αρχή. Η αναγκαστική εκτέλεση αναστέλλεται μόνο με απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο έλεγχος όμως της κανονικότητας των εκτελεστικών μέτρων ανήκει στην αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων.

    81

    Περαιτέρω, στο άρθρο 79, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου (ΕΕ 2012, L 298, σ. 1, στο εξής: δημοσιονομικός κανονισμός), ορίζεται ότι το οικείο όργανο μπορεί να διατυπώσει επίσημα τη βεβαίωση απαιτήσεως εις βάρος προσώπων, εκτός των κρατών, σε απόφαση που αποτελεί τίτλο εκτελεστό κατά την έννοια του άρθρου 299 ΣΛΕΕ.

    Επί του επιβεβαιωτικού χαρακτήρα της προσβαλλομένης αποφάσεως

    82

    Η Επιτροπή υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί απόφαση αμιγώς επιβεβαιωτική προηγούμενων αποφάσεων με τις οποίες απορρίφθηκαν οι διευκολύνσεις αποπληρωμής που είχαν ζητηθεί από την προσφεύγουσα.

    83

    Υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι η προσφυγή ακυρώσεως μπορεί να στραφεί κατά οποιασδήποτε πράξεως των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, ανεξαρτήτως της φύσεως ή της μορφής της, η οποία σκοπεί στην παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων (βλ. απόφαση της 6ης Απριλίου 2000, Ισπανία κατά Επιτροπής, C-443/97, EU:C:2000:190, σκέψη 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), επιφέρει, δηλαδή, μεταβολή στη νομική κατάσταση που υφίστατο πριν από τη θέσπισή της (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 29ης Ιουλίου 1995, Ισπανία κατά Επιτροπής, C-135/93, EU:C:1995:201, σκέψη 21).

    84

    Πράξη η οποία απλώς επιβεβαιώνει την αρχική απόφαση δεν μεταβάλλει την κατάσταση του ενδιαφερομένου και, συνεπώς, δεν αποτελεί απόφαση δεκτική προσφυγής ακυρώσεως (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις της 25ης Μαΐου 1993, Foyer culturel du Sart-Tilman κατά Επιτροπής, C-199/91, EU:C:1993:205, σκέψη 23, της 9ης Δεκεμβρίου 2004, Επιτροπή κατά Greencore, C-123/03 P, EU:C:2004:783, σκέψη 39, και διάταξη της 27ης Νοεμβρίου 2015, Ιταλία κατά Επιτροπής, T-809/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:970, σκέψη 29). Κατά πάγια νομολογία, προσφυγή κατά πράξεως αμιγώς επιβεβαιωτικής άλλης αποφάσεως που έχει καταστεί απρόσβλητη είναι απαράδεκτη. Μια πράξη θεωρείται αμιγώς επιβεβαιωτική προγενέστερης αποφάσεως, εάν δεν περιέχει κανένα νέο στοιχείο σε σχέση με την προγενέστερη απόφαση και δεν προηγήθηκε της εκδόσεώς της επανεξέταση της καταστάσεως του αποδέκτη της αποφάσεως αυτής (αποφάσεις της 7ης Φεβρουαρίου 2001, Inpesca κατά Επιτροπής, T‑186/98, EU:T:2001:42, σκέψη 44, της 22ας Μαΐου 2012, Sviluppo Globale κατά Επιτροπής, T-6/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:245, σκέψη 22, και της 2ας Ιουνίου 2016, Moreda‑Riviere Trefilerías κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-426/10 έως T-429/10 και T‑438/12 έως T-441/12, EU:T:2016:335, σκέψη 545). Ο επιβεβαιωτικός ή μη χαρακτήρας μιας πράξεως δεν μπορεί, ως εκ τούτου, να εκτιμάται με αποκλειστικό κριτήριο το περιεχόμενό του σε σχέση με αυτό της προγενέστερης αποφάσεως την οποία επιβεβαιώνει. Πρέπει να εκτιμάται, επίσης, ο χαρακτήρας της προσβαλλομένης πράξεως σε σχέση προς τη φύση της αιτήσεως της οποίας αυτή συνιστά απάντηση (βλ. απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2001, Inpesca κατά Επιτροπής, T-186/98, EU:T:2001:42, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    85

    Από τη γενική οικονομία και την τελολογία της νομολογίας για τις αμιγώς επιβεβαιωτικές πράξεις συνάγεται ότι η νομολογία αυτή αποβλέπει στον σεβασμό των προθεσμιών προσφυγής και του δεδικασμένου (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 2007, Weißenfels κατά Κοινοβουλίου, C‑135/06 P, EU:C:2007:812, σκέψη 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 19ης Φεβρουαρίου 2009, Gorostiaga Atxalandabaso κατά Κοινοβουλίου, C‑308/07 P, EU:C:2009:103, σκέψη 58 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία) και στη συνεπακόλουθη προάσπιση της αρχής της ασφάλειας δικαίου (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις της 18ης Ιανουαρίου 2007, PKK και KNK κατά Συμβουλίου, C-229/05 P, EU:C:2007:32, σκέψη 101, της 18ης Οκτωβρίου 2007, Επιτροπή κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C-299/05, EU:C:2007:608, σκέψη 29, και διάταξη της 29ης Ιουνίου 2009, Cofra κατά Επιτροπής, C-295/08 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2009:407, σκέψεις 53 και 54). Έχει κριθεί, στο πλαίσιο αυτό, ότι σκοπός της νομολογίας κατά την οποία είναι απαράδεκτη προσφυγή ακυρώσεως κατά αποφάσεως που απλώς επιβεβαιώνει προγενέστερη και μη εμπροθέσμως προσβληθείσα απόφαση είναι να αποτραπεί η δυνατότητα του προσφεύγοντος να αμφισβητήσει εμμέσως τη νομιμότητα αποφάσεως κατά της οποίας δεν άσκησε εμπροθέσμως προσφυγή και η οποία έχει, ως εκ τούτου, καταστεί απρόσβλητη (απόφαση της 4ης Μαρτίου 2015, Ηνωμένο Βασίλειο κατά ΕΚΤ, T-496/11, EU:T:2015:133, σκέψη 59).

    86

    Υπενθυμίζεται, επίσης, ότι η αρμοδιότητα που απονέμεται στον δικαστή της Ένωσης να ερμηνεύει και να εφαρμόζει τις διατάξεις της Συνθήκης στην περίπτωση προσφυγής ακυρώσεως βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ δεν ισχύει όταν η νομική κατάσταση του προσφεύγοντος εντάσσεται σε ένα πλαίσιο συμβατικών σχέσεων που διέπονται από μια εθνική νομοθεσία την οποία έχουν ορίσει οι συμβαλλόμενοι (απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, Λητώ Μαιευτικό Γυναικολογικό και Χειρουργικό Κέντρο κατά Επιτροπής, C-506/13 P, EU:C:2015:562, σκέψη 18).

    87

    Πράγματι, εάν ο δικαστής της Ένωσης κήρυσσε εαυτόν αρμόδιο να αποφαίνεται επί προσφυγών ακυρώσεως πράξεων που εντάσσονται σε ένα καθαρά συμβατικό πλαίσιο, θα υπήρχε ο κίνδυνος όχι μόνο να καθίσταται κενό περιεχομένου το άρθρο 272 ΣΛΕΕ, το οποίο επιτρέπει την απονομή αρμοδιότητας στον δικαστή της Ένωσης βάσει ρήτρας διαιτησίας, αλλά και να επεκτείνεται, στις περιπτώσεις στις οποίες η σύμβαση δεν θα περιελάμβανε τέτοια ρήτρα, η αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης πέρα από τα όρια που έχει χαράξει το άρθρο 274 ΣΛΕΕ, το οποίο απονέμει στα εθνικά δικαστήρια τη γενική αρμοδιότητα επιλύσεως των διαφορών στις οποίες η Ένωση είναι διάδικος (βλ. απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, Λητώ Μαιευτικό Γυναικολογικό και Χειρουργικό Κέντρο κατά Επιτροπής, C-506/13 P, EU:C:2015:562, σκέψη 19 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    88

    Συνεπώς, όταν έχει συναφθεί σύμβαση μεταξύ του προσφεύγοντος και ενός θεσμικού οργάνου της Ένωσης, μπορεί να ασκηθεί προσφυγή ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ μόνο στην περίπτωση που η προσβαλλόμενη πράξη αποσκοπεί στην παραγωγή δεσμευτικών έννομων αποτελεσμάτων εκτός των ορίων της συμβατικής σχέσεως που συνδέει τους συμβαλλομένους, αποτελεσμάτων που συναρτώνται προς την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας, απονεμόμενων στο συμβαλλόμενο θεσμικό όργανο ως διοικητική αρχή (απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, Λητώ Μαιευτικό Γυναικολογικό και Χειρουργικό Κέντρο κατά Επιτροπής, C-506/13 P, EU:C:2015:562, σκέψη 20).

    89

    Έχει κριθεί, έτσι, ότι προσφυγή ακυρώσεως είναι απαράδεκτη όταν ασκείται κατά χρεωστικού σημειώματος ή κατά αιτήσεως καταβολής που εντάσσονται στο πλαίσιο της συμβάσεως μεταξύ της Επιτροπής και του προσφεύγοντος και έχει ως αντικείμενο την είσπραξη απαιτήσεως που στηρίζεται στις διατάξεις της εν λόγω συμβάσεως (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, διάταξη της 6ης Ιανουαρίου 2015, St’art κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-93/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:11, σκέψεις 31 έως 33).

    90

    Αντιθέτως, απόφαση που αποτελεί εκτελεστό τίτλο κατά την έννοια του άρθρου 299 ΣΛΕΕ συνιστά πράξη δεκτική προσφυγής κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή, ελλείψει αντίθετης προβλέψεως στη Συνθήκη ΛΕΕ, περιλαμβάνεται στις αποφάσεις στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 288 ΣΛΕΕ. Η νομιμότητα μιας τέτοιας αποφάσεως που αποτελεί εκτελεστό τίτλο μπορεί, συνεπώς, να αμφισβητηθεί μόνον ενώπιον του ακυρωτικού δικαστή, βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ (διάταξη της 13ης Σεπτεμβρίου 2011, CEVA κατά Επιτροπής, T‑224/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:462, σκέψη 59, και απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Applied Microengineering κατά Επιτροπής, T‑387/09, EU:T:2012:501, σκέψη 38).

    91

    Το Γενικό Δικαστήριο έχει κρίνει, επίσης, ότι τούτο ισχύει, ειδικότερα, όταν απόφαση που αποτελεί εκτελεστό τίτλο εκδίδεται για την είσπραξη απαιτήσεως από σύμβαση η οποία συνήφθη από θεσμικό όργανο. Πράγματι, ακόμη και αν σύμβαση τέτοιου είδους επιτρέπει ρητώς την έκδοση αυτών των αποφάσεων, η νομική τους φύση δεν ορίζεται από τη σύμβαση ή το εθνικό δίκαιο που εφαρμόζεται σ’ αυτές, αλλά από το άρθρο 299 ΣΛΕΕ. Το άρθρο αυτό δεν θεσπίζει διαφορετικό νομικό καθεστώς για τις αποφάσεις που αποτελούν εκτελεστό τίτλο και έχουν εκδοθεί για την είσπραξη απαιτήσεως εκ συμβάσεως (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Applied Microengineering κατά Επιτροπής, T-387/09, EU:T:2012:501, σκέψη 39). Δεδομένου ότι τα έννομα αποτελέσματα που παράγονται από απόφαση η οποία αποτελεί εκτελεστό τίτλο έχουν ως πηγή την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας, η έκδοση της αποφάσεως αυτής αποτελεί την εκδήλωση της ασκήσεως των προνομίων δημόσιας εξουσίας της Επιτροπής. Υπογραμμίζεται, επίσης, ότι με την πράξη που αποτελεί εκτελεστό τίτλο κατά την έννοια του άρθρου 299, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ και έχει εκδοθεί από την Επιτροπή εκφράζεται οριστικά η πρόθεση της Επιτροπής να προβεί στην είσπραξη των απαιτήσεών της (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, διάταξη της 8ης Μαΐου 2013, Τάλαντον κατά Επιτροπής, T-165/13 R, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:235, σκέψη 18).

    92

    Εν προκειμένω, για να μπορεί να θεωρηθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως απόφαση αμιγώς επιβεβαιωτική πρέπει, ιδίως, οι προηγούμενες πράξεις που εξέδωσε η Επιτροπή να μπορούν να θεωρηθούν αποφάσεις δεκτικές προσφυγής (βλ. σκέψεις 84 και 85 ανωτέρω). Προκειμένου δε να μπορούν να θεωρηθούν πράξεις δεκτικές προσφυγής οι πράξεις που προηγήθηκαν της προσβαλλομένης πράξεως, πρέπει να παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα εκτός των ορίων της συμβατικής σχέσεως των συμβαλλόμενων μερών και να συναρτώνται προς την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας που απονέμονται στο θεσμικό όργανο ως διοικητική αρχή (βλ. σκέψη 88 ανωτέρω).

    93

    Οι πράξεις που προηγήθηκαν της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι, πρώτον, για το έργο PlayMancer, η άρνηση της Επιτροπής να αποδεχτεί επταετή τμηματική αποπληρωμή της οφειλής της προσφεύγουσας –άρνηση η οποία διατυπώθηκε στην από 31 Ιουλίου 2013 επιστολή της Επιτροπής– και η σιωπηρή άρνηση της Επιτροπής, κατόπιν του από 2 Ιουνίου 2014 αιτήματος της προσφεύγουσας, να της χορηγήσει παράταση της προθεσμίας αποπληρωμής της οφειλής, δεύτερον, για το έργο Mobiserv, η από 6 Μαρτίου 2013 άρνηση της Επιτροπής να παρατείνει την προθεσμία αποπληρωμής της οφειλής της προσφεύγουσας και, τρίτον, για το έργο PowerUp, η από 19 Αυγούστου 2014 άρνηση της Επιτροπής να χορηγήσει πρόσθετη προθεσμία στην προσφεύγουσα για την αποπληρωμή της οφειλής της.

    94

    Οι ανωτέρω αρνήσεις της Επιτροπής να παράσχει διευκολύνσεις πληρωμής στην προσφεύγουσα δεν παράγουν, όμως, δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα εκτός των συμβατικών σχέσεων μεταξύ της Επιτροπής και της προσφεύγουσας στο πλαίσιο των έργων PlayMancer, Mobiserv και PowerUp. Επίσης, οι αρνήσεις αυτές δεν συναρτώνται προς την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας που απονέμονται στην Επιτροπή ως διοικητική αρχή. Τέλος, δεν τίθεται ζήτημα καταστρατηγήσεως της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής, δεδομένου ότι οι επίμαχες αρνήσεις εμπίπτουν στις συμβατικές σχέσεις μεταξύ της Επιτροπής και της προσφεύγουσας, και για την αμφισβήτηση των συμβατικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, δεν ισχύει η ίδια προθεσμία προσφυγής.

    95

    Συνεπώς, η Επιτροπή εσφαλμένα υποστηρίζει ότι η προσφυγή της προσφεύγουσας είναι απαράδεκτη, προβάλλοντας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επιβεβαιωτική απόφαση έναντι των προγενέστερων αρνήσεων της Επιτροπής να παράσχει στην προσφεύγουσα διευκολύνσεις πληρωμής.

    [παραλειπόμενα]

     

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

    αποφασίζει:

     

    1)

    Απορρίπτει την προσφυγή.

     

    2)

    Καταδικάζει τη Συστέμα Τεκνόλοτζις Ανώνυμη Εταιρεία Εφαρμογών Ηλεκτρονικής και Πληροφορικής στα δικαστικά έξοδα.

     

    Frimodt Nielsen

    Kreuschitz

    Półtorak

    Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 4 Ιουλίου 2017.

    Ο Γραμματέας

    E. Coulon

    Ο Πρόεδρος

    S. Frimodt Nielsen


    ( 1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.

    ( 2 ) Παρατίθενται μόνον οι σκέψεις των οποίων η δημοσίευση κρίνεται σκόπιμη από το Γενικό Δικαστήριο.

    Top