Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62014TJ0787

    Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τμήμα αναιρέσεων) της 27ης Οκτωβρίου 2016.
    Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα κατά Maria Concetta Cerafogli.
    Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Προσωπικό της ΕΚΤ – Πρόσβαση στα έγγραφα – Έγγραφα σχετικά με τη διαφορά μεταξύ των διαδίκων – Μερική άρνηση προσβάσεως – Κανόνας περί αντιστοιχίας μεταξύ δικογράφου της προσφυγής και διοικητικής ενστάσεως – Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας.
    Υπόθεση T-787/14 P.

    Court reports – general

    ECLI identifier: ECLI:EU:T:2016:633

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

    της 27ης Οκτωβρίου 2016 ( 1 )

    «Αίτηση αναιρέσεως — Υπαλληλική υπόθεση — Προσωπικό της ΕΚΤ — Πρόσβαση στα έγγραφα — Έγγραφα σχετικά με τη διαφορά μεταξύ των διαδίκων — Μερική άρνηση προσβάσεως — Κανόνας περί αντιστοιχίας μεταξύ δικογράφου της προσφυγής και διοικητικής ενστάσεως — Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας»

    Στην υπόθεση T‑787/14 P,

    με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δεύτερο τμήμα) της 18ης Σεπτεμβρίου 2014, Cerafogli κατά ΕΚΤ (F‑26/12, EU:F:2014:218),

    Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τις E. Carlini και M. López Torres και τον F. Malfrère, στη συνέχεια, από την E. Carlini και τον F. Malfrère, επικουρούμενους από τον B. Wägenbaur, δικηγόρο,

    αναιρεσείουσα,

    υποστηριζόμενη από την

    Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους J. Currall και G. Gattinara, στη συνέχεια, από τον G. Gattinara,

    παρεμβαίνουσα στη διαδικασία αναιρέσεως,

    όπου ο έτερος διάδικος είναι η

    Maria Concetta Cerafogli, κάτοικος Ρώμης (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τον Σ. Παππά, δικηγόρο,

    προσφεύγουσα-ενάγουσα πρωτοδίκως,

    ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (αναιρετικό τμήμα),

    συγκείμενο από τους M. Jaeger, Πρόεδρο, M. Prek, A. Dittrich, S. Frimodt Nielsen (εισηγητή) και G. Berardis, δικαστές,

    γραμματέας: E. Coulon

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με την αίτηση αναιρέσεως την οποία έχει ασκήσει δυνάμει του άρθρου 9 του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δεύτερο τμήμα) της 18ης Σεπτεμβρίου 2014, Cerafogli κατά ΕΚΤ (F‑26/12, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:F:2014:218), με την οποία το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, πρώτον, ακύρωσε την από 21 Ιουνίου 2011 απόφαση του αναπληρωτή γενικού διευθυντή της Γενικής Διευθύνσεως «Ανθρώπινοι πόροι, προϋπολογισμός και οργάνωση» (στο εξής: ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων) της ΕΚΤ που απέρριψε μερικώς την από 20 Μαΐου 2011 αίτηση της Maria Concetta Cerafogli για παροχή προσβάσεως σε ορισμένα έγγραφα, δεύτερον, υποχρέωσε την ΕΚΤ να καταβάλει στην M.‑C. Cerafogli το ποσό των 1000 ευρώ, τρίτον, απέρριψε την αγωγή της M.‑C. Cerafogli κατά τα λοιπά και, τέταρτον, καταδίκασε την ΕΚΤ στα δικαστικά έξοδα.

    Το νομικό πλαίσιο

    2

    Το άρθρο 23.2 του εσωτερικού κανονισμού της ΕΚΤ, που θεσπίστηκε με την απόφαση 2004/257/ΕΚ της ΕΚΤ, της 19ης Φεβρουαρίου 2004 (EE 2004, L 80, σ. 33), ορίζει ότι η πρόσβαση του κοινού σε έγγραφα που συντάσσονται από την ΕΚΤ ή βρίσκονται στην κατοχή της ρυθμίζεται από απόφαση του διοικητικού συμβουλίου. Το διοικητικό συμβούλιο εξέδωσε, στις 4 Μαρτίου 2004, την απόφαση ΕΚΤ/2004/3, σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα της ΕΚΤ (EE 2004, L 80, σ. 42).

    3

    Το άρθρο 7 των όρων απασχόλησης του προσωπικού της ΕΚΤ (στο εξής: όροι απασχόλησης) και το άρθρο 1.1.3 των κανόνων για θέματα προσωπικού της ΕΚΤ (στο εξής: κανόνες για θέματα προσωπικού) ρυθμίζουν τους όρους προσβάσεως των μελών του προσωπικού της ΕΚΤ στον ατομικό τους φάκελο. Ειδικότερα, το προπαρατεθέν άρθρο 1.1.3 προβλέπει ότι «[τ]ο μέλος του προσωπικού έχει το δικαίωμα, ακόμη και μετά τη λήξη των καθηκόντων του στην ΕΚΤ, να λαμβάνει γνώση του συνόλου των εγγράφων που περιέχονται στο φάκελό του».

    4

    Την 1η Αυγούστου 2006, η εκτελεστική επιτροπή θέσπισε τους κανόνες για την πρόσβαση των μελών του προσωπικού της ΕΚΤ στα έγγραφα που αφορούν την εργασιακή τους σχέση με την ΕΚΤ, που υποβλήθηκαν σε ορισμένες τροποποιήσεις εγκριθείσες από την εκτελεστική επιτροπή στις 30 Σεπτεμβρίου 2008 (στο εξής: κανόνες για τις αιτήσεις του προσωπικού της ΕΚΤ περί παροχής προσβάσεως στα έγγραφα). Βάσει των κανόνων αυτών, η διεκπεραίωση οποιασδήποτε αιτήσεως προσβάσεως στα έγγραφα επί της οποίας δεν έχει εφαρμογή η απόφαση ΕΚΤ/2004/3 γίνεται από τον γενικό διευθυντή της ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων. Εξάλλου, οι κανόνες αυτοί προβλέπουν ορισμένες εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα, οι οποίες αφορούν, ειδικότερα, τα προπαρασκευαστικά έγγραφα, τις εσωτερικές νομικές γνωμοδοτήσεις και τις αποφάσεις τις οποίες λαμβάνει το διοικητικό συμβούλιο σχετικά με τους όρους απασχόλησης του προσωπικού της ΕΚΤ.

    Ιστορικό της διαφοράς

    5

    Το ιστορικό της διαφοράς εκτίθεται στις σκέψεις 5 έως 16 και 19 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ως εξής:

    «5

    Στις 28 Οκτωβρίου 2010, το [Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης] εξέδωσε τις αποφάσεις Cerafogli κατά ΕΚΤ (F‑84/08, EU:F:2010:134· F‑96/08, EU:F:2010:135, και F‑23/09, EU:F:2010:138) σε τρεις ένδικες διαφορές μεταξύ της [αναιρεσίβλητης] και της ΕΚΤ (στο εξής: αποφάσεις της 28ης Οκτωβρίου 2010).

    6

    Με έγγραφο της 20ής Μαΐου 2011 (στο εξής: αίτηση της 20ής Μαΐου 2011), η [αναιρεσίβλητη] ζήτησε από την ΕΚΤ, δυνάμει της αποφάσεως ΕΚΤ/2004/3, να της διαβιβάσει τα εξής έγγραφα:

    “I)

    [το] σύνολο των αποφάσεων της εκτελεστικής επιτροπής –και τα υποβληθέντα σε αυτήν έγγραφα– σχετικά με τ[ις] αποφάσει[ς] του [Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης] […] στις υποθέσεις F‑96/08 και F‑84/08, περιλαμβανομένων όλων των εσωτερικών εγγράφων, υπομνημάτων και/ή πρακτικών[·]

    II)

    [τ]ις αποφάσεις της εκτελεστικής επιτροπής –και τα υποβληθέντα σε αυτήν έγγραφα– σχετικά με την παροχή στην [αναιρεσίβλητη] ετήσιας αναθεωρήσεως των μισθών και των πριμ […] για το 2005 και το 2006, περιλαμβανομένων όλων των εσωτερικών εγγράφων, υπομνημάτων και πρακτικών[·]

    III)

    [το] σύνολο των αποφάσεων της εκτελεστικής επιτροπής –και τα υποβληθέντα σε αυτήν έγγραφα– σχετικά με τις υποθέσεις F‑96/08 και F‑84/08 και την υπόθεση F‑23/09 που προηγούνται χρονικώς [των] αποφάσεω[ν] του [Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης] […] της 28ης Οκτωβρίου 2010, περιλαμβανομένων όλων των εσωτερικών εγγράφων, υπομνημάτων και/ή πρακτικών.”

    7

    Ανάλογα με τη φύση των εγγράφων που είχαν ζητηθεί από την [αναιρεσίβλητη], η ΕΚΤ εξέτασε την αίτηση της 20ής Μαΐου 2011 είτε υπό το καθεστώς της αποφάσεως ΕΚΤ/2004/3, είτε βάσει των κανόνων για τις αιτήσεις του προσωπικού της ΕΚΤ περί παροχής προσβάσεως στα έγγραφα και ως εκ τούτου εξέδωσε στις 21 Ιουνίου 2011 δύο χωριστές αποφάσεις.

    8

    Η πρώτη απόφαση, φέρουσα την υπογραφή του γενικού διευθυντή της ΓΔ Γραμματείας και Γλωσσικών Υπηρεσιών και του προϊσταμένου του τμήματος Γραμματείας της ίδιας Γενικής Διευθύνσεως, στηρίζεται στην απόφαση ΕΚΤ/2004/3 (στο εξής: απόφαση που στηρίζεται στην απόφαση ΕΚΤ/2004/3). Με την απόφαση αυτή, η ΕΚΤ διαβίβασε στην [αναιρεσίβλητη] τρία έγγραφα που αφορούσαν την απόφαση της εκτελεστικής επιτροπής της 24ης Μαΐου 2011 σχετικά με τη μισθολογική πολιτική για το 2008. Η ΕΚΤ αρνήθηκε όμως να της διαβιβάσει τα προπαρασκευαστικά της εν λόγω αποφάσεως έγγραφα, στηριζόμενη στο άρθρο 4, παράγραφος 3, της αποφάσεως ΕΚΤ/2004/3, το οποίο απαγορεύει την πρόσβαση “σε έγγραφα που περιέχουν απόψεις για εσωτερική χρήση, ως μέρος συζητήσεων και προκαταρκτικών διαβουλεύσεων εντός της ΕΚΤ […] ακόμη και αφού έχει ληφθεί η απόφαση, εκτός εάν για τη γνωστοποίηση του εγγράφου υπάρχει υπερισχύον δημόσιο συμφέρον”. Επιπλέον, η ΕΚΤ δεν συμφώνησε ούτε στο να προσκομίσει τα σχετικά πρακτικά των συνεδριάσεων της εκτελεστικής επιτροπής, στηριζόμενη στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της αποφάσεως ΕΚΤ/2004/3, που προβλέπει την προστασία “του δημόσιου συμφέροντος, όσον αφορά […] την εμπιστευτικότητα των εργασιών των οργάνων λήψης αποφάσεων της ΕΚΤ”. Τέλος, η ΕΚΤ επισήμανε ότι η αίτηση της 20ής Μαΐου 2011 είχε σχέση με την απόφαση ΕΚΤ/2004/3 μόνο κατά το μέτρο που αφορούσε την προπαρατεθείσα απόφαση της εκτελεστικής επιτροπής, ενώ κατά τα λοιπά ενέπιπτε στους κανόνες για τις αιτήσεις του προσωπικού της ΕΚΤ περί παροχής προσβάσεως στα έγγραφα, βάσει δε των τελευταίων αυτών κανόνων η ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων θα απαντούσε χωριστά.

    9

    Η δεύτερη απόφαση εκδόθηκε από τον αναπληρωτή γενικό διευθυντή της ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων επί τη βάσει των κανόνων για τις αιτήσεις του προσωπικού της ΕΚΤ περί παροχής προσβάσεως στα έγγραφα (στο εξής: απόφαση που στηρίζεται στους κανόνες για τις αιτήσεις του προσωπικού της ΕΚΤ περί παροχής προσβάσεως στα έγγραφα). Με την απόφαση αυτή, η ΕΚΤ διαβίβασε στην [αναιρεσίβλητη] τις πλέον πρόσφατες αποφάσεις σχετικά με την παροχή της ετήσιας αναθεωρήσεως των μισθών και των πριμ για το 2005 και το 2006, καθώς και υπηρεσιακό σημείωμα του γενικού διευθυντή της ΓΔ Γραμματείας και Γλωσσικών Υπηρεσιών προς τον γενικό διευθυντή της ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων, από το οποίο προκύπτει ότι η εκτελεστική επιτροπή, κατά τις συνεδριάσεις της της 23ης Νοεμβρίου 2010 και της 19ης Απριλίου 2011, είχε αποφανθεί επί της αποφάσεως να μην ασκηθεί ένδικο μέσο κατά των αποφάσεων της 28ης Οκτωβρίου 2010 και επί της ετήσιας αναθεωρήσεως των μισθών και των πριμ της [αναιρεσίβλητης] για το 2005 και το 2006. Όσον αφορά όμως τα έγγραφα που ήταν προπαρασκευαστικά των θέσεων τις οποίες έλαβαν τα αρμόδια για τη λήψη αποφάσεων όργανα της ΕΚΤ καθώς και τις εσωτερικές νομικές γνωμοδοτήσεις, η ΕΚΤ αρνήθηκε τη διαβίβασή τους στην [αναιρεσίβλητη], επικαλούμενη τον εμπιστευτικό χαρακτήρα τους.

    10

    Με έγγραφο της 15ης Ιουλίου 2011, η [αναιρεσίβλητη] υπέβαλε “επιβεβαιωτική αίτηση” επί τη βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2, της αποφάσεως ΕΚΤ/2004/3, με την οποία προέβαλε αντιρρήσεις κατά της εξετάσεως της από 20 Μαΐου 2011 αιτήσεώς της βάσει των δύο καθεστώτων και επανέλαβε την εν λόγω αίτηση.

    11

    Με έγγραφο της 5ης Αυγούστου 2011, ο Πρόεδρος της ΕΚΤ απάντησε στην επιβεβαιωτική αίτηση επικυρώνοντας κατ’ ουσίαν την απόφαση που είχε εκδοθεί επί τη βάσει της αποφάσεως ΕΚΤ/2004/3, αλλά διαβιβάζοντας ταυτοχρόνως στην [αναιρεσίβλητη] διάφορα άλλα έγγραφα.

    12

    Με έγγραφο της 12ης Αυγούστου 2011, ο γενικός διευθυντής της ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων ενημέρωσε την [αναιρεσίβλητη] ότι η επιβεβαιωτική αίτησή της της 15ης Ιουλίου 2011 είχε εξετασθεί ως διοικητική προσφυγή κατά της αποφάσεως που στηρίζεται στους κανόνες για τις αιτήσεις του προσωπικού της ΕΚΤ περί παροχής προσβάσεως στα έγγραφα. Με το έγγραφο αυτό, ο εν λόγω γενικός διευθυντής διαβίβασε στην [αναιρεσίβλητη] διάφορα έγγραφα, ενώ διευκρίνιζε ότι ορισμένα εξ αυτών είχαν γνωστοποιηθεί μόνο μερικώς, κατ’ εφαρμογήν των κανόνων εμπιστευτικότητας που θέτουν όρια στην πρόσβαση στις γνωμοδοτήσεις της νομικής υπηρεσίας (στο εξής: απόφαση της 12ης Αυγούστου 2011).

    13

    Στις 10 Οκτωβρίου 2011, η [αναιρεσίβλητη] υπέβαλε ενώπιον του Προέδρου της ΕΚΤ διοικητική ένσταση, δυνάμει του άρθρου 41 των όρων απασχόλησης, κατά της αποφάσεως της 12ης Αυγούστου 2011, στο μέτρο που η απόφαση αυτή δεν της παρείχε πρόσβαση σε όλα τα ζητηθέντα έγγραφα ή της παρείχε μερική μόνο πρόσβαση σε ορισμένα έγγραφα.

    14

    Η ως άνω διοικητική ένσταση οδήγησε σε δύο απαντήσεις εκ μέρους της ΕΚΤ.

    15

    Αφενός, ο Πρόεδρος της ΕΚΤ απέρριψε τη διοικητική ένσταση με απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2011, διαβιβάζοντας όμως στην [αναιρεσίβλητη] πρόσθετες πληροφορίες και έγγραφα, ιδίως σχετικά με τη μισθολογική πολιτική της ΕΚΤ και τις αποφάσεις της 28ης Οκτωβρίου 2010 (στο εξής: απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως). Ορισμένα πάντως από τα έγγραφα αυτά γνωστοποιήθηκαν μόνο μερικώς, κατ’ εφαρμογήν των κανόνων εμπιστευτικότητας που θέτουν όρια στην πρόσβαση στις εσωτερικές νομικές γνωμοδοτήσεις, σύμφωνα με τους κανόνες για τις αιτήσεις του προσωπικού της ΕΚΤ περί παροχής προσβάσεως στα έγγραφα, καθώς και στα προσωπικά δεδομένα των μελών του προσωπικού της ΕΚΤ, δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (EE 2001, L 8, σ. 1).

    16

    Αφετέρου, με έγγραφο της 12ης Δεκεμβρίου 2011, ο αναπληρωτής γενικός διευθυντής της ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων ενημέρωσε την [αναιρεσίβλητη] ότι το μέρος της διοικητικής ενστάσεως στο οποίο διευκρίνιζε ότι η υποβληθείσα ενώπιον της εκτελεστικής επιτροπής αίτηση προσβάσεως στα έγγραφα έπρεπε να νοηθεί ως αναφερόμενη στο σύνολο των εγγράφων που είχαν αποσταλεί σε ένα ή περισσότερα μέλη της είχε θεωρηθεί ως νέα αίτηση για τους σκοπούς των κανόνων για τις αιτήσεις του προσωπικού της ΕΚΤ περί παροχής προσβάσεως στα έγγραφα.

    […]

    19

    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η [αναιρεσίβλητη] εξειδίκευσε το ακυρωτικό της αίτημα δηλώνοντας ότι, καθόσον ζητεί την ακύρωση της “αποφάσεως της 21ης Ιουνίου 2011”, αναφέρεται μόνο στην απόφαση που στηρίζεται στους κανόνες για τις αιτήσεις του προσωπικού της ΕΚΤ περί παροχής προσβάσεως στα έγγραφα και όχι στην απόφαση που στηρίζεται στην απόφαση ΕΚΤ/2004/3.»

    H διαδικασία στον πρώτο βαθμό και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

    6

    Με δικόγραφο που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης στις 23 Φεβρουαρίου 2012, καταχωρισθέν με τον αριθμό F‑26/12, η M.‑C. Cerafogli ζήτησε, κατ’ ουσίαν, την ακύρωση της αποφάσεως της 21ης Ιουνίου 2011 της ΕΚΤ που δεν της παρείχε πρόσβαση σε ορισμένα έγγραφα και την επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως για την ηθική βλάβη την οποία υποστηρίζει ότι της προκάλεσε η απόφαση αυτή.

    7

    Προς στήριξη της προσφυγής της, η M.‑C. Cerafogli προέβαλε πέντε λόγους ακυρώσεως, που αντλούνται, αντιστοίχως, από έλλειψη νομιμότητας των κανόνων για τις αιτήσεις του προσωπικού της ΕΚΤ περί παροχής προσβάσεως στα έγγραφα, από παραβίαση των αρχών της χρηστής διοικήσεως και της διαφάνειας, από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως καθώς και από αναρμοδιότητα του εκδότη της αποφάσεως που στηρίζεται στους κανόνες για τις αιτήσεις του προσωπικού της ΕΚΤ περί παροχής προσβάσεως στα έγγραφα.

    8

    Με διάταξη της 15ης Ιανουαρίου 2014, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης διέταξε την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας προκειμένου να παράσχει τη δυνατότητα στους διαδίκους να υποβάλουν παρατηρήσεις επί του παραδεκτού των διαφόρων προβληθέντων από την M.‑C. Cerafogli λόγων ακυρώσεως καθώς και επί της ενστάσεως περί ελλείψεως νομιμότητας των κανόνων για τις αιτήσεις του προσωπικού της ΕΚΤ περί παροχής προσβάσεως στα έγγραφα, υπό το φως του κανόνα περί αντιστοιχίας μεταξύ της διοικητικής ενστάσεως και της προσφυγής, ιδίως δε υπό το πρίσμα της αποφάσεως της 25ης Οκτωβρίου 2013, Επιτροπή κατά Μοσχονάκη (T‑476/11 P, EU:T:2013:557), καθώς και των αποφάσεων της 11ης Δεκεμβρίου 2008, Reali κατά Επιτροπής (F‑136/06, EU:F:2008:168, σκέψεις 47 έως 51), και της 1ης Ιουλίου 2010, Mandt κατά Κοινοβουλίου (F‑45/07, EU:F:2010:72, σκέψη 121). Η BCE και η M.‑C. Cerafogli υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους αντιστοίχως στις 5 και στις 6 Φεβρουαρίου 2014.

    9

    Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας ως παραδεκτή.

    10

    Συναφώς, έκρινε τα ακόλουθα:

    «36

    […] η εξέλιξη της νομολογίας που αφορά την αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας υπό το φως του άρθρου 47 του Χάρτη (αποφάσεις Otis κ.λπ., C‑199/11, EU:C:2012:684, σκέψεις 54 έως 63, και Koninklijke Grolsch κατά Επιτροπής, T‑234/07, EU:T:2011:476, σκέψεις 39 και 40) δικαιολογεί την επανεξέταση του κατά πόσον είναι σκόπιμη η εφαρμογή του κανόνα της αντιστοιχίας στην περίπτωση κατά την οποία η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας έχει προβληθεί το πρώτον με την προσφυγή (απόφαση της 12ης Μαρτίου 2014, CR κατά Κοινοβουλίου, F‑128/12, Συλλογή Υπ.Υπ., EU:F:2014:38, σκέψη 29).

    37

    Ειδικότερα, στην απόφαση Koninklijke Grolsch κατά Επιτροπής (EU:T:2011:476, σκέψεις 37, 39 και 40), το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφού προέβη στη διαπίστωση ότι καμία διάταξη του δικαίου της Ένωσης δεν υποχρεώνει τον αποδέκτη ανακοινώσεως αιτιάσεων με τις οποίες του προσάπτεται παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού να αμφισβητήσει τα διάφορα πραγματικά ή νομικά στοιχεία της κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, προκειμένου να μην απολέσει το δικαίωμα να τα αμφισβητήσει στο μεταγενέστερο στάδιο της ένδικης διαδικασίας, απέρριψε το επιχείρημα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής περί απαραδέκτου ενός λόγου ακυρώσεως για τον λόγο ότι δεν είχε προβληθεί κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκρινε ότι, υπό τις εκτεθείσες περιστάσεις, ένα τέτοιο επιχείρημα κατέληγε να περιορίζει την πρόσβαση της προσφεύγουσας στη δικαιοσύνη και, ειδικότερα, το δικαίωμά της να εκδικαστεί η υπόθεσή της ενώπιον δικαστηρίου. Όπως δε υπενθύμισε το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το δικαίωμα σε αποτελεσματική ένδικη προστασία και το δικαίωμα του ιδιώτη να εκδικασθεί η υπόθεσή του ενώπιον αμερόληπτου δικαστηρίου κατοχυρώνονται από το άρθρο 47 του Χάρτη.

    38

    Μολονότι η προπαρατεθείσα νομολογία αναπτύχθηκε σε τομέα διαφορετικό από εκείνον των διαφορών μεταξύ των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των μελών του προσωπικού τους, η απόφαση Koninklijke Grolsch κατά Επιτροπής (EU:T:2011:476) αφορά τη συμβατότητα με το άρθρο 47 του Χάρτη ενός περιορισμού της προσβάσεως στη δικαιοσύνη τον οποίον ο νομοθέτης δεν έχει προβλέψει ρητώς. Στον τομέα των υπαλληλικών διαφορών, ο κανόνας της αντιστοιχίας μεταξύ των λόγων που προβάλλονται κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία και των λόγων που προβάλλονται με το δικόγραφο της προσφυγής, μολονότι αντλεί το έρεισμά του από το άρθρο 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ και, όσον αφορά το προσωπικό της ΕΚΤ, από το άρθρο 41 των όρων απασχόλησης και το άρθρο 8.1 των κανόνων για θέματα προσωπικού, συνιστά κανόνα νομολογιακής προελεύσεως.

    39

    Το [Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης] εκτιμά όμως ότι τρεις συλλογισμοί εμποδίζουν να κριθεί η προβληθείσα το πρώτον με την προσφυγή ένσταση ελλείψεως νομιμότητας ως απαράδεκτη απλώς και μόνο διότι δεν προβλήθηκε με την προηγηθείσα της προσφυγής διοικητική ένσταση. Οι λόγοι αυτοί ανάγονται, πρώτον, στον σκοπό της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, δεύτερον, στη φύση της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας και, τρίτον, στην αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας.

    40

    Πρώτον, σε ό,τι αφορά τον σκοπό της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, ο οποίος είναι ο ίδιος τόσο στο πλαίσιο του άρθρου 91 του ΚΥΚ όσο και στο πλαίσιο των σχετικών με το προσωπικό της ΕΚΤ διαφορών, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η εν λόγω διαδικασία δεν έχει λόγο ύπαρξης όταν οι αιτιάσεις βάλλουν κατά αποφάσεως την οποία η Διοίκηση αδυνατεί να μεταρρυθμίσει. Έτσι, στο πλαίσιο του άρθρου 91 του ΚΥΚ, κατά τη νομολογία δεν συντρέχει ανάγκη υποβολής διοικητικής ενστάσεως κατά των αποφάσεων εξεταστικών επιτροπών διαγωνισμών ή κατά των εκθέσεων βαθμολογίας (απόφαση CR κατά Κοινοβουλίου, EU:F:2014:38, σκέψη 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    41

    Ομοίως, η υποχρέωση να προταθεί η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας στο πλαίσιο της διοικητικής ενστάσεως διότι άλλως θα καταστεί απαράδεκτη δεν ανταποκρίνεται στον σκοπό της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας […]

    42

    Ειδικότερα, λαμβανομένης υπόψη της αρχής περί του τεκμηρίου νομιμότητας του οποίου απολαύουν οι πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δυνάμει της οποίας η ρύθμιση της Ένωσης αναπτύσσει όλα τα αποτελέσματά της εφόσον δεν έχει διαπιστωθεί από αρμόδιο δικαστήριο έλλειψη νομιμότητας της εν λόγω ρυθμίσεως, μια διοικητική αρχή δεν δύναται να επιλέξει να μην εφαρμόσει ισχύουσα πράξη γενικής ισχύος, την οποία θεωρεί ως αντιβαίνουσα σε κανόνα δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος, με μόνο σκοπό να καταστήσει δυνατή την εξώδικη επίλυση της διαφοράς (απόφαση CR κατά Κοινοβουλίου, EU:F:2014:38, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    43

    Μια τέτοια επιλογή αποκλείεται κατά μείζονα λόγο σε περίπτωση που η οικεία διοικητική αρχή ενεργεί στο πλαίσιο δέσμιας αρμοδιότητας, διότι, σε μια τέτοια περίπτωση, δεν δύναται να ανακαλέσει ή να τροποποιήσει την απόφαση που έχει προσβληθεί από το μέλος του προσωπικού, ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία θεωρεί βάσιμη την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας που βάλλει κατά της διατάξεως βάσει της οποίας εξεδόθη η προσβαλλόμενη απόφαση (απόφαση CR κατά Κοινοβουλίου, EU:F:2014:38, σκέψη 36).

    44

    Εξάλλου, η προβολή ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας το πρώτον με την προσφυγή δεν θίγει την αρχή της ασφάλειας δικαίου, καθόσον, ακόμη και αν ο ενδιαφερόμενος είχε προβάλει μια τέτοια ένσταση ελλείψεως νομιμότητας ήδη από το στάδιο της διοικητικής ενστάσεως, η Διοίκηση δεν μπορούσε να αξιοποιήσει τούτο προκειμένου να διευθετήσει τη διαφορά με το μέλος του προσωπικού της μέσω φιλικού διακανονισμού.

    45

    Δεύτερον, σε ό,τι αφορά τη φύση της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας, κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 277 ΣΛΕΕ αποτελεί έκφραση μιας γενικής αρχής διασφαλίζουσας το δικαίωμα κάθε διαδίκου να αμφισβητήσει παρεμπιπτόντως, προκειμένου να επιτύχει την ακύρωση πράξεως κατά της οποίας δύναται να ασκήσει προσφυγή, το κύρος πράξεως γενικής ισχύος που έχει εκδοθεί από θεσμικό όργανο της Ένωσης και η οποία συνιστά τη νομική βάση της προσβαλλομένης πράξεως, αν ο εν λόγω διάδικος δεν είχε το δικαίωμα να ασκήσει ευθεία προσφυγή κατά της πράξεως αυτής, της οποίας υφίσταται ως εκ τούτου τις συνέπειες χωρίς να του έχει παρασχεθεί η δυνατότητα να ζητήσει την ακύρωσή της (αποφάσεις Simmenthal κατά Επιτροπής, 92/78, EU:C:1979:53, σκέψη 39· Andersen κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, 262/80, EU:C:1984:18, σκέψη 6, και Sina Bank κατά Συμβουλίου, T‑15/11, EU:T:2012:661, σκέψη 43). Συνεπώς, σκοπός του άρθρου 277 ΣΛΕΕ είναι να προστατεύσει τον πολίτη από την εφαρμογή παράνομης κανονιστικής πράξεως, εξυπακουομένου ότι τα έννομα αποτελέσματα μιας δικαστικής αποφάσεως η οποία κηρύσσει το ανεφάρμοστο της εν λόγω πράξεως περιορίζονται στους διαδίκους της διαφοράς και ότι η απόφαση αυτή δεν θίγει την ίδια την πράξη, η οποία έχει καταστεί απρόσβλητη (αποφάσεις Carius κατά Επιτροπής, T‑173/04, EU:T:2006:333, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και CR κατά Κοινοβουλίου, EU:F:2014:38, σκέψη 38).

    46

    Ακόμη όμως και αν υποτεθεί ότι η υποχρέωση να προβληθεί, επί ποινή απαραδέκτου, η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας με τη διοικητική ένσταση ανταποκρίνεται στον σκοπό της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, το [Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης] εκτιμά ότι αυτή καθεαυτή η φύση της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας έγκειται στον συμβιβασμό μεταξύ της αρχής της νομιμότητας και της αρχής της ασφάλειας δικαίου (απόφαση CR κατά Κοινοβουλίου, EU:F:2014:38, σκέψη 39).

    47

    Εξάλλου, από το γράμμα του άρθρου 277 ΣΛΕΕ προκύπτει ότι η δυνατότητα ενός διαδίκου να αμφισβητήσει το κύρος μιας πράξεως γενικής ισχύος μετά τη λήξη της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής παρέχεται μόνο στο πλαίσιο διαφοράς ενώπιον δικαστή της Ένωσης. Συνεπώς, μια τέτοια ένσταση δεν είναι δυνατόν να παραγάγει πλήρως τα αποτελέσματά της στο πλαίσιο διαδικασίας με αντικείμενο διοικητική ένσταση (απόφαση CR κατά Κοινοβουλίου, EU:F:2014:38, σκέψη 40).

    48

    Τρίτον και τελευταίο, το [Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης] υπενθυμίζει ότι η αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, η οποία πλέον βρίσκει έκφραση στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη και κατά την οποία “[κ]άθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να δικασθεί η υπόθεσή του […] από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που έχει […] συσταθεί νομίμως”. Το εδάφιο αυτό αντιστοιχεί στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ) (απόφαση Επανεξέταση Arango Jaramillo κ.λπ. κατά ΕΤΕπ, C‑334/12 RX‑II, EU:C:2013:134, σκέψεις 40 και 42).

    49

    Από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ, στην οποία πρέπει να γίνεται παραπομπή σύμφωνα με το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη, προκύπτει ότι η άσκηση του δικαιώματος προσβάσεως στη δικαιοσύνη μπορεί να υπόκειται σε περιορισμούς, ιδίως σε ό,τι αφορά τις προϋποθέσεις παραδεκτού της προσφυγής. Μολονότι οι ενδιαφερόμενοι οφείλουν να αναμένουν την εφαρμογή των κανόνων που προβλέπουν τους ως άνω περιορισμούς, πάντως ο τρόπος εφαρμογής τους δεν πρέπει να εμποδίζει την εκ μέρους των πολιτών άσκηση των ενδίκων βοηθημάτων που έχουν στη διάθεσή τους (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, ΕΔΔΑ, απόφαση Αναστασάκης κατά Ελλάδας της 6ης Δεκεμβρίου 2011, προσφυγή υπ’ αριθ. 41959/08, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Recueil des arrêts et décisions, § 24· απόφαση Επανεξέταση Arango Jaramillo κ.λπ. κατά ΕΤΕπ, EU:C:2013:134, σκέψη 43· διάταξη Internationale Fruchtimport Gesellschaft Weichert κατά Επιτροπής, C‑73/10 P, EU:C:2010:684, σκέψη 53· απόφαση CR κατά Κοινοβουλίου, EU:F:2014:38, σκέψη 42).

    50

    Ειδικότερα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου διευκρίνισε ότι οι περιορισμοί του δικαιώματος προσβάσεως στη δικαιοσύνη που συνδέονται με τις προϋποθέσεις παραδεκτού της προσφυγής δεν μπορούν να περιστέλλουν τη δυνατότητα του πολίτη να προσφύγει στη δικαιοσύνη κατά τρόπο ή σε βαθμό που να θίγεται η ίδια η υπόσταση του δικαιώματός του προσβάσεως στη δικαιοσύνη. Τέτοιοι περιορισμοί συμβιβάζονται με τη διάταξη του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ μόνον εφόσον αποβλέπουν στην επίτευξη θεμιτού σκοπού και εφόσον υφίσταται εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του επιδιωκόμενου σκοπού (βλ. ΕΔΔΑ, αποφάσεις Λιακοπούλου κατά Ελλάδας της 24ης Μαΐου 2006, προσφυγή υπ’ αριθ. 20627/04, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Recueil des arrêts et décisions, § 17· Kemp κ.λπ. κατά Λουξεμβούργου της 24ης Απριλίου 2008, προσφυγή υπ’ αριθ. 17140/05, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Recueil des arrêts et décisions, § 47, και Viard κατά Γαλλίας της 9ης Ιανουαρίου 2014, προσφυγή υπ’ αριθ. 71658/10, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Recueil des arrêts et décisions, § 29). Ειδικότερα, το δικαίωμα προσβάσεως στη δικαιοσύνη θίγεται όταν η ρύθμιση που το διέπει παύει να εξυπηρετεί τους σκοπούς της ασφάλειας δικαίου και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και συνιστά ένα είδος φραγμού που εμποδίζει τους πολίτες να εξασφαλίσουν την επί της ουσίας εκδίκαση των ενδίκων διαφορών τους από το αρμόδιο δικαστήριο (γνώμη του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi στο πλαίσιο της αποφάσεως Επανεξέταση Arango Jaramillo κ.λπ. κατά ΕΤΕπ, EU:C:2013:134, σημεία 58 έως 60· ΕΔΔΑ, απόφαση L’Erablière A.S.B.L. κατά Βελγίου της 24ης Φεβρουαρίου 2009, δημοσίευση αποσπασμάτων σε Recueil des arrêts et décisions, προσφυγή υπ’ αριθ. 49230/07, § 35· απόφαση CR κατά Κοινοβουλίου, EU:F:2014:38, σκέψη 43).

    51

    Μια κύρωση όμως που συνίσταται στο απαράδεκτο της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας που έχει προβληθεί το πρώτον με το δικόγραφο της προσφυγής συνιστά περιορισμό του δικαιώματος σε αποτελεσματική ένδικη προστασία δυσανάλογο προς τον σκοπό του κανόνα της αντιστοιχίας, ο οποίος έγκειται στην παροχή δυνατότητας φιλικού διακανονισμού των διαφορών μεταξύ του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου και της Διοικήσεως και στην τήρηση της αρχής της ασφάλειας δικαίου (απόφαση CR κατά Κοινοβουλίου, EU:F:2014:38, σκέψη 44 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    52

    Συναφώς, το Δικαστήριο [Δημόσιας Διοίκησης] υπενθυμίζει ότι, κατά τη νομολογία, ο υπάλληλος που επιδεικνύει τη συνήθη επιμέλεια λογίζεται ότι γνωρίζει τους κανόνες που ισχύουν για το προσωπικό (βλ. απόφαση BM κατά ΕΚΤ, F‑106/11, EU:F:2013:91, σκέψη 45, ως προς τους κανόνες που ισχύουν για τις αποδοχές των μελών του προσωπικού της ΕΚΤ· ως προς τον ΚΥΚ, βλ. απόφαση CR κατά Κοινοβουλίου, EU:F:2014:38, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας είναι όμως ικανή να οδηγήσει το [Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης] στο να εκτιμήσει το κατά πόσον οι εν λόγω κανόνες είναι νόμιμοι βάσει γενικών αρχών ή κανόνων δικαίου με υπέρτερη τυπική ισχύ οι οποίοι είναι δυνατόν να υπερβαίνουν το πλαίσιο των κανόνων που έχουν άμεση εφαρμογή στο προσωπικό. Λόγω αυτής καθεαυτήν της φύσεως της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας, καθώς και της συλλογιστικής βάσει της οποίας ο ενδιαφερόμενος οδηγείται στο να αναζητήσει και να επικαλεστεί λόγο ελλείψεως νομιμότητας, δεν μπορεί να αξιώνεται από μέλος του προσωπικού της ΕΚΤ το οποίο υποβάλλει διοικητική ένσταση και το οποίο δεν διαθέτει κατ’ ανάγκην εξειδικευμένες νομικές γνώσεις να προτείνει μια τέτοια ένσταση κατά το προ της ασκήσεως της προσφυγής στάδιο της διαδικασίας καθόσον στη συνέχεια η ένσταση αυτή θα είναι απαράδεκτη. Συνεπώς, η κήρυξη απαραδέκτου σε τέτοιες περιπτώσεις συνιστά δυσανάλογη και αδικαιολόγητη κύρωση για το ενδιαφερόμενο μέλος του προσωπικού.

    53

    Εξάλλου, το να εξαρτάται η δυνατότητα προβολής ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας με το δικόγραφο της προσφυγής από την εφαρμογή κανόνα περί αντιστοιχίας με τη διοικητική ένσταση ενέχει τον κίνδυνο να ευνοηθεί αδικαιολόγητα μια κατηγορία υπαλλήλων και λοιπού προσωπικού, δηλαδή εκείνοι οι οποίοι διαθέτουν νομικές γνώσεις, έναντι όλων των άλλων κατηγοριών υπαλλήλων και λοιπού προσωπικού.

    54

    Βάσει όλων των ανωτέρω, η προβληθείσα το πρώτον με το δικόγραφο της προσφυγής ένσταση ελλείψεως νομιμότητας πρέπει να κριθεί παραδεκτή.»

    11

    Σε ό,τι αφορά την επί της ουσίας εξέταση της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε ότι η M.‑C. Cerafogli βασίμως υποστήριζε ότι οι κανόνες για τις αιτήσεις του προσωπικού της ΕΚΤ περί παροχής προσβάσεως στα έγγραφα είχαν θεσπιστεί μετά από παράτυπη διαδικασία, εφόσον δεν είχε ζητηθεί η γνώμη της επιτροπής προσωπικού πριν από τη θέσπιση των κανόνων αυτών. Έκρινε κατά συνέπεια ότι η ΕΚΤ είχε παραβιάσει τα άρθρα 48 και 49 των όρων απασχόλησης, οπότε η τρίτη αιτίαση της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας ήταν βάσιμη, χωρίς να χρειάζεται να εξετάσει τις λοιπές αιτιάσεις της εν λόγω ενστάσεως.

    12

    Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε ότι, κατά συνέπεια, η απόφαση της 21ης Ιουνίου 2011, που ελήφθη επί τη βάσει των κανόνων για τις αιτήσεις του προσωπικού της ΕΚΤ περί παροχής προσβάσεως στα έγγραφα, ήταν αυτή καθεαυτή παράνομη, χωρίς να συντρέχει ανάγκη εξετάσεως των λοιπών λόγων ακυρώσεως τους οποίους είχε προβάλει η M.‑C. Cerafogli (σκέψη 71 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

    13

    Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε εν συνεχεία ότι, λόγω της ακυρώσεως της αποφάσεως που στηρίζεται στους κανόνες για τις αιτήσεις του προσωπικού της ΕΚΤ περί παροχής προσβάσεως στα έγγραφα, η M.‑C. Cerafogli είχε εκ νέου περιέλθει σε κατάσταση αναμονής όσον αφορά την τελική απόφαση επί της από 20 Μαΐου 2011 αιτήσεώς της και ότι η εξακολούθηση αυτή της, προκληθείσας λόγω της ελλείψεως νομιμότητας της επίμαχης αποφάσεως, καταστάσεως αναμονής και αβεβαιότητας επέφερε ηθική βλάβη μη δυνάμενη να αποκατασταθεί πλήρως με την ακύρωση και μόνο της ως άνω αποφάσεως. Δεδομένων των περιστάσεων αυτών και, ιδίως, αφενός, της σοβαρότητας της πλημμέλειας από την οποία πάσχουν οι κανόνες για τις αιτήσεις του προσωπικού της ΕΚΤ περί παροχής προσβάσεως στα έγγραφα και η οποία οφείλεται στο γεγονός ότι δεν είχε προηγουμένως ζητηθεί η γνώμη της επιτροπής προσωπικού και, αφετέρου, του ότι η ΕΚΤ είχε ήδη διαβιβάσει στην M.‑C. Cerafogli διάφορα έγγραφα, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εκτίμησε ότι, για τη δίκαιη αποκατάσταση της ηθικής αυτής βλάβης, η ΕΚΤ έπρεπε να υποχρεωθεί να καταβάλει στην M.‑C. Cerafogli το ποσό των 1000 ευρώ.

    14

    Τέλος, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης καταδίκασε την ΕΚΤ στα δικαστικά έξοδα.

    Διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και αιτήματα των διαδίκων

    15

    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 28 Νοεμβρίου 2014, η ΕΚΤ άσκησε την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως.

    16

    Η M.‑C. Cerafogli υπέβαλε εμπροθέσμως υπόμνημα αντικρούσεως.

    17

    Στην ΕΚΤ επιτράπηκε, κατόπιν αιτήσεώς της, να υποβάλει υπόμνημα απαντήσεως, πράγμα που έπραξε εμπροθέσμως.

    18

    Στην M.‑C. Cerafogli επιτράπηκε να καταθέσει υπόμνημα ανταπαντήσεως, πράγμα που έπραξε εμπροθέσμως.

    19

    Με διάταξη της 29ης Ιουνίου 2015, ο πρόεδρος του αναιρετικού τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου επέτρεψε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να παρέμβει υπέρ της ΕΚΤ.

    20

    Με διάταξη της 29ης Ιουνίου 2015, ο πρόεδρος του αναιρετικού τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου απέρριψε την αίτηση της Union for Unity (U4U) να παρέμβει υπέρ της M.‑C. Cerafogli.

    21

    Το Γενικό Δικαστήριο (αναιρετικό τμήμα), κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή και εφόσον οι διάδικοι δεν υπέβαλαν σχετική αίτηση εντός της κατά το άρθρο 207 του Κανονισμού Διαδικασίας του προθεσμίας, αποφάσισε να αποφανθεί επί της υπό κρίση αναιρέσεως χωρίς προφορική διαδικασία.

    22

    Η ΕΚΤ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

    να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

    να δεχθεί τα όσα η ίδια υποστήριξε στον πρώτο βαθμό·

    να καταδικάσει τον καθένα από τους διαδίκους να φέρει τα δικά του δικαστικά έξοδα.

    23

    Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

    24

    Η M.‑C. Cerafogli ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

    να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως ως παντελώς αβάσιμη·

    να επικυρώσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

    να καταδικάσει την ΕΚΤ στα δικαστικά έξοδα.

    Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

    25

    Η ΕΚΤ, υποστηριζόμενη από την Επιτροπή, αμφισβητεί τόσο την ορθότητα του παραλληλισμού στον οποίο προέβη το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης μεταξύ των ενδίκων διαφορών στον τομέα του ανταγωνισμού και των υπαλληλικών διαφορών όσο και τους τρεις συλλογισμούς βάσει των οποίων το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης οδηγήθηκε σε επανεκτίμηση της νομολογίας που αφορά το παραδεκτό μιας ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας προβληθείσας το πρώτον ενώπιον του ιδίου και οι οποίοι ανάγονται, πρώτον, στον σκοπό της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, δεύτερον, στη φύση της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας και, τρίτον, στην αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας.

    26

    Η ΕΚΤ προβάλλει, συναφώς, τέσσερις λόγους αναιρέσεως.

    27

    Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως αντλείται, αφενός, από εσφαλμένη προβολή, εκ μέρους του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, των όσων διαπιστώθηκαν με την απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2011, Koninklijke Grolsch κατά Επιτροπής (T‑234/07, EU:T:2011:476), στις υπαλληλικές υποθέσεις, δεδομένου ότι τα δύο αυτά είδη ενδίκων διαφορών διακρίνονται μεταξύ τους και η ως άνω προβολή οδηγεί σε εσφαλμένη ερμηνεία του πεδίου εφαρμογής της αρχής της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) (πρώτο σκέλος) και, αφετέρου, από έλλειψη αιτιολογίας (δεύτερο σκέλος).

    28

    Προς στήριξη του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι, εκτιμώντας ότι η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας μπορούσε να προταθεί το πρώτον ενώπιον του δικαστή και όχι στο πλαίσιο της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης αγνόησε τον σκοπό της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, ο οποίος έγκειται στη διευκόλυνση του φιλικού διακανονισμού των διαφορών, πράγμα που προϋποθέτει ότι η Διοίκηση έχει υπόψη της το σύνολο των αιτιάσεων που προβάλλει το μέλος του προσωπικού κατά της αποφάσεως το κύρος της οποίας αμφισβητεί (πρώτο σκέλος), καθώς και τα δικαιώματα άμυνας του θεσμικού οργάνου στο πλαίσιο της εν λόγω προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας (δεύτερο σκέλος). Εξάλλου, η ΕΚΤ υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι κακώς το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε ότι η Διοίκηση δεν μπορούσε παρά να εφαρμόσει έναν κανόνα γενικής ισχύος έστω και αν θεωρούσε τον κανόνα αυτό ως μη νόμιμο και ότι δεν έλαβε υπόψη το ιδιαίτερο καθεστώς της ΕΚΤ η οποία είναι επίσης νομοθετούσα αρχή για τις διατάξεις που εφαρμόζονται στο προσωπικό (τρίτο σκέλος) και ότι προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία της αρχής της ασφάλειας δικαίου (τέταρτο σκέλος).

    29

    Ο τρίτος λόγος αναιρέσεως αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση της φύσεως της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας και από εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 227 ΣΛΕΕ (πρώτο σκέλος), καθόσον, κατ’ ουσίαν, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης κακώς έκρινε ότι η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας δεν είναι δυνατόν να παραγάγει πλήρως τα αποτελέσματά της στο πλαίσιο διαδικασίας με αντικείμενο διοικητική ένσταση. Η ΕΚΤ υποστηρίζει, πρώτον, ότι η προστασία του πολίτη έναντι της εφαρμογής μιας παράνομης πράξεως δεν εμποδίζει την επιβολή κριτηρίων παραδεκτού για την έγκυρη προβολή μιας ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας, δεύτερον, ότι το γεγονός ότι η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας δύναται να προταθεί μόνον παρεμπιπτόντως δεν σημαίνει ότι είναι αδύνατον να προταθεί η ένσταση αυτή στο πλαίσιο διαδικασίας με αντικείμενο διοικητική ένσταση και, τέλος, τρίτον, ότι η Διοίκηση πρέπει να έχει ειδοποιηθεί ήδη από το προ της ασκήσεως της προσφυγής στάδιο για πιθανή παρανομία μιας διατάξεως γενικής ισχύος έτσι ώστε να διασφαλίσει τα δικαιώματά της άμυνας και να ενεργήσει, όπου απαιτείται, επί ορθής νομικής βάσεως έναντι όχι μόνον του μέλους του προσωπικού που υπέβαλε διοικητική ένσταση, αλλά και ολόκληρου του προσωπικού. Κατά την ΕΚΤ, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης προσέβαλε επίσης την αρχή της ασφάλειας δικαίου (δεύτερο σκέλος).

    30

    Τέλος, με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ερμήνευσε κατά τρόπο εσφαλμένο την αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας και την αρχή της αναλογικότητας, καθόσον ιδίως, κατ’ ουσίαν, έκρινε ότι το απαράδεκτο της προβολής ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας κατά το στάδιο της προσφυγής ενώπιον του δικαστή της Ένωσης συνιστά δυσανάλογη κύρωση για το ενδιαφερόμενο μέλος του προσωπικού, ιδίως αν το μέλος αυτό δεν ήταν νομικός ή δεν είχε νομική υποστήριξη (πρώτο σκέλος), παραλείποντας έτσι να λάβει υπόψη ορισμένα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως και συγκεκριμένα το γεγονός ότι η M.‑C. Cerafogli εκπροσωπούνταν από νομικό σύμβουλο ήδη από την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία (δεύτερο σκέλος).

    31

    Η M.‑C. Cerafogli αμφισβητεί την επιχειρηματολογία αυτή.

    32

    Υπενθυμίζεται καταρχάς ότι, όπως και το άρθρο 91, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, το άρθρο 42 των όρων απασχόλησης και το άρθρο 8.1 των κανόνων για θέματα προσωπικού προβλέπουν ότι το μέλος του προσωπικού της ΕΚΤ δεν μπορεί να ασκήσει ένδικη προσφυγή παρά μόνον κατόπιν εξαντλήσεως της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, η οποία περιλαμβάνει για το προσωπικό της ΕΚΤ δύο στάδια, ήτοι αίτημα διοικητικής επανεξετάσεως προ της ασκήσεως προσφυγής και εν συνεχεία προηγούμενη διοικητική ένσταση.

    33

    Υπενθυμίζεται ότι η νομιμότητα αποφάσεως πρέπει να εκτιμάται βάσει των πραγματικών και νομικών στοιχείων τα οποία διέθετε το θεσμικό όργανο κατά τον χρόνο κατά τον οποίο εξέδωσε την εν λόγω απόφαση. Λαμβανομένου υπόψη του εξελικτικού χαρακτήρα του προ της ασκήσεως της προσφυγής σταδίου, η κατάρτιση της πράξεως που καθορίζει την οριστική θέση του θεσμικού οργάνου περατούται όταν η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (στο εξής: ΑΔΑ) εκδίδει την απάντησή της στη διοικητική ένσταση που υπέβαλε το μέλος του προσωπικού. Επομένως, η νομιμότητα της βλαπτικής για τον προσφεύγοντα οριστικής πράξεως εκτιμάται βάσει των πραγματικών και νομικών στοιχείων τα οποία διέθετε το θεσμικό όργανο κατά τη, ρητή ή σιωπηρή, έκδοση της απαντήσεως αυτής, υπό την επιφύλαξη της δυνατότητας του θεσμικού οργάνου να παράσχει, υπό τις προβλεπόμενες από τη νομολογία προϋποθέσεις, πρόσθετες διευκρινίσεις κατά το στάδιο της ένδικης διαδικασίας (απόφαση της 21ης Μαΐου 2014, Mocová κατά Επιτροπής, T‑347/12 P, EU:T:2014:268, σκέψη 45).

    34

    Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία, ο κανόνας περί αντιστοιχίας μεταξύ της διοικητικής ενστάσεως και της επακολουθήσασας προσφυγής επιτάσσει, επί ποινή απαραδέκτου, ο προβαλλόμενος ενώπιον του δικαστή της Ένωσης λόγος να είχε ήδη προβληθεί στο πλαίσιο της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, ούτως ώστε η ΑΔΑ να ήταν σε θέση να γνωρίζει με επαρκή βαθμό ακρίβειας τις αιτιάσεις τις οποίες διατυπώνει ο ενδιαφερόμενος κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως. Ο ως άνω κανόνας δικαιολογείται από τον ίδιο τον σκοπό της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, ο οποίος έγκειται στο να καταστεί δυνατός ο φιλικός διακανονισμός των διαφορών που ανακύπτουν μεταξύ των υπαλλήλων και της Διοικήσεως (βλ. απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2013, Επιτροπή κατά Μοσχονάκη, T‑476/11 P, EU:T:2013:557, σκέψεις 71 και 72 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    35

    Επομένως, στις υπαλληλικές προσφυγές, τα αιτήματα που προβάλλονται ενώπιον του δικαστή της Ένωσης μπορούν να περιέχουν μόνον αμφισβητήσεις που στηρίζονται στην ίδια αιτία με εκείνη των αμφισβητήσεων που προβλήθηκαν με τη διοικητική ένσταση, διευκρινιζομένου ότι οι αμφισβητήσεις αυτές μπορούν να αναπτυχθούν ενώπιον του δικαστή της Ένωσης με την προβολή λόγων και επιχειρημάτων που δεν περιλαμβάνονται κατ’ ανάγκην στη διοικητική ένσταση, αλλά συνδέονται στενά προς αυτήν (βλ. απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2013, Επιτροπή κατά Μοσχονάκη, T‑476/11 P, EU:T:2013:557, σκέψη 73 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    36

    Πρέπει πάντως να τονισθεί, αφενός, ότι, εφόσον η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία έχει άτυπο χαρακτήρα, οι δε ενδιαφερόμενοι ενεργούν γενικώς κατά το στάδιο αυτό χωρίς τη συνδρομή δικηγόρου, η Διοίκηση δεν πρέπει να ερμηνεύει τις διοικητικές ενστάσεις κατά τρόπο συσταλτικό, αλλά οφείλει αντιθέτως να τις εξετάζει με ευρύτητα πνεύματος, και, αφετέρου, ότι το άρθρο 91 του ΚΥΚ καθώς και οι αντίστοιχες διατάξεις των όρων απασχόλησης και του άρθρου 8.1 των κανόνων για θέματα προσωπικού δεν έχουν ως σκοπό να δεσμεύσουν, κατά τρόπο άκαμπτο και οριστικό, την ενδεχόμενη ένδικη διαδικασία, εφόσον η ένδικη προσφυγή δεν μεταβάλλει ούτε την αιτία ούτε το αντικείμενο της διοικητικής ενστάσεως (βλ. απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2013, Επιτροπή κατά Μοσχονάκη, T‑476/11 P, EU:T:2013:557, σκέψη 76 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    37

    Ασφαλώς, κατά πάγια νομολογία, προκειμένου να εκπληρώσει τον σκοπό της η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία, πρέπει η ΑΔΑ να είναι σε θέση να γνωρίζει με επαρκή βαθμό ακρίβειας τις αιτιάσεις τις οποίες διατυπώνουν οι ενδιαφερόμενοι κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ. απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2013, Επιτροπή κατά Μοσχονάκη, T‑476/11 P, EU:T:2013:557, σκέψη 77 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    38

    Πρέπει όμως να διευκρινιστεί ότι, μολονότι το αμετάβλητο του αντικειμένου και της αιτίας της διαφοράς μεταξύ της διοικητικής ενστάσεως και της προσφυγής είναι απαραίτητο προκειμένου να καταστεί δυνατός ο φιλικός διακανονισμός των διαφορών, με την ενημέρωση της ΑΔΑ, ήδη από το στάδιο της διοικητικής ενστάσεως, για τις αιτιάσεις του ενδιαφερομένου, εντούτοις η ερμηνεία των εννοιών αυτών δεν μπορεί να καταλήγει σε περιορισμό των δυνατοτήτων του ενδιαφερομένου να αμφισβητήσει λυσιτελώς τη βλαπτική για αυτόν απόφαση (απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2013, Επιτροπή κατά Μοσχονάκη, T‑476/11 P, EU:T:2013:557, σκέψη 83).

    39

    Για τον λόγο αυτό, η έννοια του αντικειμένου της διαφοράς, που αντιστοιχεί στις αξιώσεις του ενδιαφερομένου, καθώς και αυτή της αιτίας της διαφοράς, που αντιστοιχεί στη νομική και ιστορική βάση των εν λόγω αξιώσεων, δεν πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικά (απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2013, Επιτροπή κατά Μοσχονάκη, T‑476/11 P, EU:T:2013:557, σκέψη 84).

    40

    Στο πλαίσιο αυτό, υπογραμμίζεται ιδίως ότι απλώς και μόνον η μεταβολή της νομικής βάσεως της αμφισβητήσεως δεν αρκεί ώστε η αιτία της να χαρακτηρισθεί ως νέα. Έτσι, περισσότερες νομικές βάσεις είναι δυνατόν να στηρίζουν μία και την αυτή αξίωση και, συνεπώς, μία και την αυτή αιτία. Με άλλα λόγια, η επίκληση, στο δικόγραφο της προσφυγής, της παραβάσεως συγκεκριμένης διατάξεως, επίκληση η οποία δεν είχε χωρήσει στη διοικητική ένσταση, δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι μεταβλήθηκε, εκ του λόγου αυτού, η αιτία της διαφοράς. Κρίσιμη είναι, ειδικότερα, η ουσία της εν λόγω αιτίας και όχι το γράμμα και μόνο των νομικών της βάσεων, ο δε δικαστής της Ένωσης οφείλει να ελέγξει κατά πόσον υφίσταται στενός δεσμός μεταξύ των βάσεών της και κατά πόσον οι βάσεις αυτές ουσιαστικώς συνδέονται με τις ίδιες αξιώσεις (απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2013, Επιτροπή κατά Μοσχονάκη, T‑476/11 P, EU:T:2013:557, σκέψη 85).

    41

    Εξάλλου, κατά το άρθρο 277 ΣΛΕΕ, παρά τη λήξη της προθεσμίας του άρθρου 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, κάθε διάδικος μπορεί, επ’ ευκαιρία διαφοράς που θέτει υπό αμφισβήτηση πράξη γενικής ισχύος που έχει εκδοθεί από θεσμικό ή λοιπό όργανο ή οργανισμό της Ένωσης, να επικαλείται το ανεφάρμοστο της πράξης αυτής ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για έναν από τους λόγους του άρθρου 263, δεύτερο εδάφιο.

    42

    Όπως ορθώς υπενθύμισε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης στη σκέψη 45 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως (βλ. σκέψη 10 ανωτέρω), από πάγια νομολογία προκύπτει ότι το άρθρο 277 ΣΛΕΕ αποτελεί έκφραση μιας γενικής αρχής διασφαλίζουσας το δικαίωμα κάθε διαδίκου να αμφισβητήσει παρεμπιπτόντως, προκειμένου να επιτύχει την ακύρωση πράξεως κατά της οποίας δύναται να ασκήσει προσφυγή, το κύρος προγενέστερης πράξεως θεσμικού οργάνου η οποία συνιστά τη νομική βάση της προσβαλλομένης πράξεως, αν ο εν λόγω διάδικος δεν είχε το δικαίωμα να ασκήσει, δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, ευθεία προσφυγή κατά της πράξεως αυτής, της οποίας υφίσταται ως εκ τούτου τις συνέπειες χωρίς να του έχει παρασχεθεί η δυνατότητα να ζητήσει την ακύρωσή της.

    43

    Συνεπώς, η παρεχόμενη από το άρθρο 277 ΣΛΕΕ δυνατότητα επικλήσεως του ανεφάρμοστου ενός κανονισμού ή μιας πράξεως γενικής ισχύος που αποτελεί τη νομική βάση της προσβαλλομένης πράξεως εφαρμογής δεν συνιστά αυτοτελές ένδικο βοήθημα και δύναται να ασκηθεί μόνον παρεμπιπτόντως. Αν δεν υφίσταται δικαίωμα ασκήσεως κυρίας προσφυγής δεν μπορεί να γίνει επίκληση του εν λόγω άρθρου 277 ΣΛΕΕ (αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 1981, Albini κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, 33/80, EU:C:1981:186, σκέψη 17, και της 22ας Οκτωβρίου 1996, CSF και CSME κατά Επιτροπής, T‑154/94, EU:T:1996:152, σκέψη 16· βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 11ης Ιουλίου 1985, Salerno κ.λπ. κατά Επιτροπής και Συμβουλίου, 87/77, 130/77, 22/83, 9/84 και 10/84, EU:C:1985:318, σκέψη 36).

    44

    Καθόσον το άρθρο 277 ΣΛΕΕ δεν έχει ως σκοπό να παράσχει στον διάδικο τη δυνατότητα αμφισβητήσεως της εφαρμογής οποιασδήποτε πράξεως γενικού χαρακτήρα προς στήριξη οποιασδήποτε προσφυγής, το περιεχόμενο της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας πρέπει να περιορίζεται σε ό,τι είναι απαραίτητο για την επίλυση της διαφοράς. Συνεπώς, η πράξη γενικής ισχύος της οποίας προβάλλεται η έλλειψη νομιμότητας πρέπει να έχει εφαρμογή, άμεσα ή έμμεσα, στην υπόθεση που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής και πρέπει να υφίσταται άμεσος νομικός δεσμός μεταξύ της προσβαλλόμενης ατομικής αποφάσεως και της εν λόγω γενικής πράξεως (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 2007, Ianniello κατά Επιτροπής, T‑308/04, EU:T:2007:347, σκέψη 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Συναφώς, η ύπαρξη τέτοιας σχέσεως μπορεί να συναχθεί, μεταξύ άλλων, από τη διαπίστωση ότι η κυρίως προσβαλλόμενη πράξη στηρίζεται κατ’ ουσίαν σε διάταξη της πράξεως της οποίας αμφισβητείται η νομιμότητα (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις της 25ης Οκτωβρίου 2006, Carius κατά Επιτροπής, T‑173/04, EU:T:2006:333, σκέψη 46, και της 20ής Νοεμβρίου 2007, Ianniello κατά Επιτροπής, T‑308/04, EU:T:2007:347, σκέψη 33· βλ., υπ’ αυτήν την έννοια και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 4ης Μαρτίου 1998, De Abreu κατά Δικαστηρίου, T‑146/96, EU:T:1998:50, σκέψεις 25 και 29).

    45

    Τέλος, πρέπει να διευκρινιστεί ότι η έλλειψη νομιμότητας της πράξεως γενικής ισχύος επί της οποίας στηρίζεται η ατομική απόφαση δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια την ακύρωση της πράξεως γενικής ισχύος, αλλά μόνον της ατομικής αποφάσεως που απέρρευσε από αυτήν (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 13ης Ιουνίου 1958, Meroni κατά Ανωτάτης Αρχής, 9/56, EU:C:1958:7, σκέψη 2). Ειδικότερα, το άρθρο 277 ΣΛΕΕ έχει ως σκοπό, όπως ορθώς επισήμανε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης στη σκέψη 45 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, να προστατεύσει τον πολίτη από την εφαρμογή παράνομης πράξεως γενικής ισχύος, χωρίς όμως να θίγεται η ίδια η πράξη γενικής ισχύος, η οποία έχει καταστεί απρόσβλητη λόγω της παρελεύσεως των προθεσμιών του άρθρου 263 ΣΛΕΕ. Συνεπώς, η απόφαση που κηρύσσει το ανεφάρμοστο πράξεως γενικής ισχύος έχει ισχύ δεδικασμένου μόνο μεταξύ των διαδίκων της διαφοράς επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 1974, Kortner κ.λπ. κατά Συμβουλίου κ.λπ., 15/73 έως 33/73, 52/73, 53/73, 57/73 έως 109/73, 116/73, 117/73, 123/73, 132/73 και 135/73 έως 137/73, EU:C:1974:16, σκέψη 36).

    46

    Από την υπομνησθείσα στις σκέψεις 42 έως 45 ανωτέρω νομολογία προκύπτει ότι, πρώτον, η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας μπορεί να προβληθεί μόνον παρεμπιπτόντως, στο πλαίσιο κύριας προσφυγής που ασκείται ενώπιον του δικαστή της Ένωσης κατά βλαπτικής για τον προσφεύγοντα ατομικής αποφάσεως, δεύτερον, η κύρια προσφυγή πρέπει να είναι παραδεκτή, τρίτον, η ένσταση είναι παραδεκτή μόνον κατά το μέτρο που ο προσφεύγων δεν είχε το δικαίωμα να ασκήσει ευθεία προσφυγή κατά της πράξεως γενικής ισχύος που συνδέεται με τη βλαπτική για τον ίδιο ατομική απόφαση, τέταρτον, απόκειται στον δικαστή της Ένωσης να κηρύξει το ανεφάρμοστο της πράξεως γενικής ισχύος της οποίας διαπιστώνει την έλλειψη νομιμότητας και να αντλήσει τις συνέπειες που προκύπτουν από το εν λόγω ανεφάρμοστο για τη βλαπτική για τον προσφεύγοντα ατομική πράξη, και, πέμπτον, η ως άνω κήρυξη του ανεφάρμοστου έχει ισχύ δεδικασμένου μόνο μεταξύ των διαδίκων της διαφοράς και δεν παράγει αποτελέσματα erga omnes.

    47

    Η συστηματική διάρθρωση του παρεμπίπτοντος αυτού μέσου έννομης προστασίας, το οποίο συνδέεται με την άσκηση κύριας προσφυγής ενώπιον του δικαστή, δικαιολογεί το να κριθεί ως παραδεκτή η προβληθείσα το πρώτον ενώπιον του δικαστή της Ένωσης ένσταση ελλείψεως νομιμότητας, κατά παρέκκλιση από τον κανόνα περί αντιστοιχίας μεταξύ δικογράφου της προσφυγής και διοικητικής ενστάσεως.

    48

    Ειδικότερα, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, από το νομοθετικό και δικαιοδοτικό σύστημα το οποίο έχει θεσπίσει η Συνθήκη προκύπτει ότι ναι μεν η τήρηση της αρχής της νομιμότητας συνεπάγεται, για τους πολίτες, το δικαίωμα να αμφισβητούν ενώπιον των δικαστηρίων το κύρος των πράξεων γενικής ισχύος, αλλά η ως άνω αρχή συνεπάγεται επίσης, για όλα τα υποκείμενα του δικαίου της Ένωσης, την υποχρέωση αναγνωρίσεως της πλήρους αποτελεσματικότητας των εν λόγω πράξεων εφόσον δεν έχει διαπιστωθεί από αρμόδιο δικαστήριο έλλειψη κύρους των πράξεων αυτών (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις της 13ης Φεβρουαρίου 1979, Granaria, 101/78, EU:C:1979:38, σκέψη 5, και της 28ης Ιανουαρίου 2016, Éditions Odile Jacob κατά Επιτροπής, C‑514/14 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:55, σκέψη 40).

    49

    Ειδικότερα, μόνον ο δικαστής έχει, κατά το άρθρο 277 ΣΛΕΕ, την εξουσία να διαπιστώσει την έλλειψη νομιμότητας πράξεως γενικής ισχύος και να αντλήσει τις συνέπειες της απορρέουσας από αυτήν την έλλειψη νομιμότητας αδυναμίας εφαρμογής της προσβληθείσας ενώπιόν του πράξεως ατομικής ισχύος, δεδομένου ότι οι Συνθήκες δεν αναγνωρίζουν τέτοια αρμοδιότητα στο θεσμικό όργανο προς το οποίο απευθύνεται η διοικητική ένσταση.

    50

    Η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, το θεσμικό όργανο ενδέχεται να είναι το ίδιο ο εκδότης της πράξεως γενικής ισχύος –όπως συμβαίνει εν προκειμένω– οπότε είναι ικανό να αντλήσει τις πιθανές συνέπειες της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας η οποία προτείνεται προς στήριξη διοικητικής ενστάσεως.

    51

    Στην περίπτωση όμως αυτή δεν πρόκειται για αρμοδιότητα που ανατίθεται στο θεσμικό όργανο από τις Συνθήκες ή από πράξη του παραγώγου δικαίου, αλλά για δικαίωμα το οποίο το εν λόγω θεσμικό όργανο μπορεί να οικειοποιηθεί αυθαίρετα.

    52

    Ασφαλώς, το θεσμικό όργανο μπορεί ενδεχομένως να ανακαλέσει την πράξη γενικής ισχύος την οποία έχει εκδώσει, πλην όμως μια τέτοια ανάκληση δεν συνεπάγεται διαπίστωση περί ελλείψεως νομιμότητας της εν λόγω πράξεως, στην οποία μόνον ο δικαστής είναι αρμόδιος να προβεί.

    53

    Εξάλλου, τα αποτελέσματα της ανακλήσεως μιας πράξεως γενικής ισχύος από το θεσμικό όργανο, στο μέτρο κατά το οποίο είναι ο εκδότης της, διαφέρουν από τα αποτελέσματα της διαπιστώσεως της ελλείψεως νομιμότητας στην οποία προβαίνει ο δικαστής της Ένωσης: εφόσον η ανάκληση μιας πράξεως ενεργεί αναδρομικώς, καθιστά άνευ νομίμου ερείσματος οποιαδήποτε πράξη είχε εκδοθεί βάσει αυτής, περιλαμβανομένων και πράξεων κατά των οποίων δεν έχει ασκηθεί προσφυγή, ενώ η διαπίστωση περί ελλείψεως νομιμότητας στην οποία προβαίνει ο δικαστής, δεδομένου ότι δεν παράγει αποτελέσματα erga omnes, οδηγεί σε έλλειψη νομιμότητας της προσβληθείσας ατομικής αποφάσεως, αλλά αφήνει να διατηρηθεί στην έννομη τάξη η πράξη γενικής ισχύος χωρίς να θίγει τη νομιμότητα των λοιπών πράξεων που εκδόθηκαν βάσει αυτής και οι οποίες δεν προσεβλήθησαν εντός της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 1974, Kortner κ.λπ. κατά Συμβουλίου κ.λπ., 15/73 έως 33/73, 52/73, 53/73, 57/73 έως 109/73, 116/73, 117/73, 123/73, 132/73 και 135/73 έως 137/73, EU:C:1974:16, σκέψεις 37 και 38).

    54

    Τέλος, σε ό,τι αφορά το ενδεχόμενο καταργήσεως μιας πράξεως γενικής ισχύος –ή τη δυνατότητα του θεσμικού οργάνου να ανακαλέσει πράξη γενικής ισχύος, την οποία έχει εκδώσει το ίδιο, προβλέποντας τη διατήρηση ενός μέρους των αποτελεσμάτων της (απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 1999, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, C‑89/96, EU:C:1999:573, σκέψεις 9 έως 11)– η εν λόγω κατάργηση παράγει αποτελέσματα μόνο για το μέλλον και, ως εκ τούτου, δεν επηρεάζει τη νομιμότητα της προσβληθείσας ατομικής αποφάσεως που έχει εκδοθεί βάσει της ως άνω πράξεως γενικής ισχύος (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 1995, Exporteurs in Levende Varkens κ.λπ.. κατά Επιτροπής, T‑481/93 και T‑484/93, EU:T:1995:209, σκέψη 46).

    55

    Με άλλα λόγια, το θεσμικό όργανο μπορεί ασφαλώς να ανακαλέσει ή να καταργήσει μια πράξη γενικής ισχύος την οποία έχει εκδώσει, σε περίπτωση που θεωρεί ότι η πράξη αυτή πάσχει από έλλειψη νομιμότητας, αλλά η ως άνω ανάκληση ή κατάργηση δεν ισοδυναμεί προς τη διαπίστωση περί ελλείψεως νομιμότητας και προς τα αποτελέσματα της εν λόγω διαπιστώσεως, στην οποία μόνον ο δικαστής δύναται να προβεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 277 ΣΛΕΕ.

    56

    Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η τυπική απαίτηση να γνωστοποιηθεί στο θεσμικό όργανο, στο πλαίσιο διοικητικής ενστάσεως, ένσταση ελλείψεως νομιμότητας βάλλουσα κατά πράξεως γενικής ισχύος διότι άλλως η εν λόγω ένσταση ελλείψεως νομιμότητας δεν μπορεί κατόπιν να προταθεί παραδεκτώς ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, ενώ η μεταχείριση την οποία το ως άνω θεσμικό όργανο θα επιφυλάξει στην ένσταση αυτή, στο μέτρο που το ίδιο είναι ο εκδότης της εν λόγω πράξεως, δεν ισοδυναμεί προς την πραγματοποιούμενη από τον δικαστή της Ένωσης διαπίστωση περί ελλείψεως νομιμότητας, αντιβαίνει στη συστηματική διάρθρωση και στη ratio της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας.

    57

    Η εκτίμηση αυτή δεν αναιρείται από τα επιχειρήματα τα οποία προβάλλει η ΕΚΤ προς στήριξη του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου αναιρέσεως.

    58

    Η ΕΚΤ, υποστηριζόμενη από την Επιτροπή, προβάλλει, κατ’ ουσίαν, ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, καθόσον δέχθηκε ότι το μέλος του προσωπικού δύναται να προβάλει ένσταση ελλείψεως νομιμότητας το πρώτον ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, κατά παρέκκλιση από τον κανόνα της αντιστοιχίας, αγνόησε τον σκοπό της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, ο οποίος έγκειται στην επίτευξη φιλικού διακανονισμού επί της διαφοράς που έχει γεννηθεί μεταξύ του μέλους του προσωπικού και του θεσμικού οργάνου στο οποίο υπάγεται.

    59

    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η αρχή της νομιμότητας συνεπάγεται, για όλα τα υποκείμενα του δικαίου της Ένωσης, την υποχρέωση αναγνωρίσεως της πλήρους αποτελεσματικότητας των εν λόγω πράξεων εφόσον δεν έχει διαπιστωθεί από αρμόδιο δικαστήριο έλλειψη νομιμότητας των πράξεων αυτών (βλ. σκέψη 48 ανωτέρω).

    60

    Το δε θεσμικό όργανο δεν δύναται να υπονομεύσει την ως άνω αρχή χάριν φιλικού διακανονισμού διαφοράς που έχει γεννηθεί μεταξύ του ιδίου και ενός μέλους του προσωπικού του, χωρίς να υφίσταται δικαστική απόφαση σχετικά με το ανεφάρμοστο της πράξεως γενικής ισχύος.

    61

    Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν υπέπεσε σε νομική πλάνη καθόσον έκρινε την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας ως παραδεκτή για τους διαλαμβανόμενους στις σκέψεις 42 και 45 έως 47 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως λόγους.

    62

    Είναι επομένως απορριπτέα, πέραν του πρώτου σκέλους του, και το τρίτο και το τέταρτο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, με τα οποία η ΕΚΤ προβάλλει, αφενός, ότι κακώς το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε ότι η Διοίκηση δεν μπορούσε παρά να εφαρμόσει έναν κανόνα γενικής ισχύος έστω και αν θεωρούσε τον κανόνα αυτό ως μη νόμιμο και ότι δεν έλαβε υπόψη το ιδιαίτερο καθεστώς της ΕΚΤ που, εν προκειμένω, είναι επίσης νομοθετούσα αρχή για τις διατάξεις που εφαρμόζονται στο προσωπικό (τρίτο σκέλος) και, αφετέρου, ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία της αρχής της ασφάλειας δικαίου (τέταρτο σκέλος).

    63

    Για τους ίδιους λόγους είναι επίσης απορριπτέο το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, με το οποίο η ΕΚΤ προβάλλει ότι κακώς το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε ότι η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας δεν είναι δυνατόν να παραγάγει πλήρως τα αποτελέσματά της στο πλαίσιο διαδικασίας με αντικείμενο διοικητική ένσταση.

    64

    Συναφώς, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει καμία εκ των αιτιάσεων που προβλήθηκαν προς στήριξη του ως άνω πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως.

    65

    Πρώτον, η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι η προστασία του πολίτη έναντι της εφαρμογής μιας παράνομης πράξεως δεν εμποδίζει την επιβολή κριτηρίων παραδεκτού για την έγκυρη προβολή μιας ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας.

    66

    Ασφαλώς, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι σκοπός του άρθρου 47 του Χάρτη δεν είναι η τροποποίηση του συστήματος δικαιοδοτικού ελέγχου το οποίο προβλέπουν οι Συνθήκες, και ειδικότερα των κανόνων περί του παραδεκτού των ενδίκων βοηθημάτων που ασκούνται ευθέως ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης (απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑583/11 P, EU:C:2013:625, σκέψη 97, και διάταξη της 29ης Απριλίου 2015, von Storch κ.λπ. κατά ΕΚΤ, C‑64/14 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:300, σκέψη 55).

    67

    Επισημαίνεται συναφώς ότι η δυνατότητα να προταθεί ένσταση ελλείψεως νομιμότητας στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ μέλους του προσωπικού και θεσμικού οργάνου υπόκειται στην τήρηση διαφόρων προϋποθέσεων παραδεκτού: εφόσον πρόκειται για παρεμπίπτον μέσο έννομης προστασίας, προϋποθέτει ότι έχει ασκηθεί κύρια προσφυγή, ότι αυτή βάλλει κατ’ αποφάσεως βλαπτικής για τον υπάλληλο, ότι η ως άνω κύρια προσφυγή είναι παραδεκτή, ότι το μέλος του προσωπικού δεν ήταν σε θέση να ζητήσει την ακύρωση της πράξεως γενικής ισχύος επί της οποίας ερείδεται η βλαπτική για τον ίδιο απόφαση και ότι υφίσταται επαρκής συνάφεια μεταξύ της πράξεως γενικής ισχύος και της προσβαλλομένης ατομικής αποφάσεως.

    68

    Η συστηματική όμως διάρθρωση του νομικού καθεστώτος της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας και, ιδίως, οι λόγοι που ανάγονται στο γεγονός ότι μόνον ο δικαστής έχει την εξουσία να διαπιστώσει το ανεφάρμοστο πράξεως γενικής ισχύος επιβάλλουν το συμπέρασμα ότι δεν είναι δυνατόν να αποτελέσει πρόσθετη προϋπόθεση παραδεκτού το να έχει προταθεί η εν λόγω ένσταση προηγουμένως κατά το στάδιο της διοικητικής ενστάσεως.

    69

    Δεύτερον, η ΕΚΤ προβάλλει ότι το γεγονός ότι η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας δεν μπορεί να προταθεί παρά μόνον παρεμπιπτόντως δεν συνεπάγεται αδυναμία προβολής της στο πλαίσιο διαδικασίας με αντικείμενο διοικητική ένσταση.

    70

    Ασφαλώς, ο παρεμπίπτων χαρακτήρας της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας δεν καθιστά αδύνατη την προβολή της κατά το στάδιο της διοικητικής ενστάσεως. Το γεγονός όμως ότι το μέλος του προσωπικού δικαιούται να προβάλει ένσταση ελλείψεως νομιμότητας κατά το στάδιο της διοικητικής ενστάσεως δεν σημαίνει ότι είναι υποχρεωμένο να πράξει τούτο διότι άλλως το εν λόγω μέσο έννομης προστασίας δεν μπορεί κατόπιν να προταθεί παραδεκτώς ενώπιον του δικαστή της Ένωσης.

    71

    Τρίτον, η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι η Διοίκηση πρέπει να έχει ειδοποιηθεί ήδη από το προ της ασκήσεως της προσφυγής στάδιο για πιθανή παρανομία μιας διατάξεως γενικής ισχύος έτσι ώστε να διασφαλίσει τα δικαιώματά της άμυνας και να ενεργήσει, όπου απαιτείται, επί ορθής νομικής βάσεως έναντι όχι μόνον του μέλους του προσωπικού που υπέβαλε διοικητική ένσταση, αλλά και ολόκληρου του προσωπικού.

    72

    Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας, σε κάθε διαδικασία που κινείται κατά προσώπου και μπορεί να καταλήξει στην έκδοση βλαπτικής για το πρόσωπο αυτό πράξεως, συνιστά θεμελιώδη αρχή του δικαίου της Ένωσης και πρέπει να διασφαλίζεται ακόμη και ελλείψει οποιασδήποτε ρυθμίσεως που να αφορά την εν λόγω διαδικασία. Η ως άνω αρχή απαιτεί να είναι σε θέση ο ενδιαφερόμενος να γνωστοποιήσει λυσιτελώς την άποψή του σχετικά με τα στοιχεία που μπορεί να γίνουν δεκτά σε βάρος του στην πράξη που πρόκειται να εκδοθεί (βλ. διάταξη της 12ης Μαΐου 2010, CPEM κατά Επιτροπής, C‑350/09 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2010:267, σκέψεις 75 και 76 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    73

    Υπενθυμίζεται, εξάλλου, ότι, λαμβανομένου υπόψη του εξελικτικού χαρακτήρα του προ της ασκήσεως της προσφυγής σταδίου, η κατάρτιση της πράξεως που καθορίζει την οριστική θέση του θεσμικού οργάνου περατούται όταν η ΑΔΑ εκδίδει την απάντησή της στη διοικητική ένσταση που υπέβαλε το μέλος του προσωπικού (απόφαση της 21ης Μαΐου 2014, Mocová κατά Επιτροπής, T‑347/12 P, EU:T:2014:268, σκέψη 45).

    74

    Πρέπει κατά συνέπεια να διαπιστωθεί ότι, στο πλαίσιο διαδικασίας με αντικείμενο διοικητική ένσταση, το θεσμικό όργανο δεν μπορεί να επικαλεστεί τα δικαιώματα άμυνας, διότι συνιστά τον εκδότη, και όχι τον αποδέκτη, της πράξεως που είναι ικανή να βλάψει το μέλος του προσωπικού.

    75

    Κατά τα λοιπά, η ΕΚΤ δεν αμφισβητεί ότι τα δικαιώματά της άμυνας είναι πλήρως κατοχυρωμένα στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας ή ότι είναι σε θέση να προβάλει όλα τα επιχειρήματα που η ίδια κρίνει σκόπιμα σε περίπτωση που της αντιτείνεται ένσταση ελλείψεως νομιμότητας προς στήριξη κύριας προσφυγής.

    76

    Για τους διαλαμβανόμενους στις σκέψεις 59 και 60 της παρούσας αποφάσεως λόγους, είναι επίσης απορριπτέο το δεύτερο μέρος της επιχειρηματολογίας που προβάλλεται από την ΕΚΤ προς στήριξη της αιτιάσεως αυτής, η οποία πρέπει κατά συνέπεια να απορριφθεί στο σύνολό της, όπως και το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως που αντλείται από παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου.

    77

    Είναι επίσης απορριπτέα η προβαλλόμενη προς στήριξη του δευτέρου σκέλους του δευτέρου λόγου αναιρέσεως επιχειρηματολογία της ΕΚΤ περί προσβολής των δικαιωμάτων της άμυνας.

    78

    Εφόσον οι διαλαμβανόμενες στις σκέψεις 42 και 45 έως 47 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως αιτιολογίες αρκούν ώστε να δικαιολογήσουν το παραδεκτό, κατά παρέκκλιση από τον κανόνα της αντιστοιχίας, μιας προβληθείσας το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας, πρέπει να κριθούν ως αλυσιτελή τα λοιπά επιχειρήματα τα οποία προβάλλει η ΕΚΤ προς στήριξη, πρώτον, του πρώτου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από εσφαλμένη προβολή, εκ μέρους του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, των όσων διαπιστώθηκαν με την απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2011, Koninklijke Grolsch κατά Επιτροπής (T‑234/07, EU:T:2011:476), στις υπαλληλικές υποθέσεις, δεδομένου ότι τα δύο αυτά είδη ενδίκων διαφορών διακρίνονται μεταξύ τους και η ως άνω προβολή οδηγεί σε εσφαλμένη ερμηνεία του πεδίου εφαρμογής της αρχής της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη (πρώτο σκέλος) και, αφετέρου, από έλλειψη αιτιολογίας (δεύτερο σκέλος), δεύτερον, του πρώτου σκέλους του τέταρτου λόγου αναιρέσεως, με το οποίο η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ερμήνευσε κατά τρόπο εσφαλμένο την αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας και την αρχή της αναλογικότητας, καθόσον ιδίως, κατ’ ουσίαν, έκρινε ότι το απαράδεκτο της προβολής μιας ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας κατά το στάδιο της προσφυγής ενώπιον του δικαστή της Ένωσης συνιστά δυσανάλογη κύρωση για το ενδιαφερόμενο μέλος του προσωπικού, και, τρίτον, του δευτέρου σκέλους του τέταρτου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από το ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν έλαβε υπόψη ορισμένα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως και συγκεκριμένα το γεγονός ότι η M.‑C. Cerafogli εκπροσωπούνταν από νομικό σύμβουλο ήδη από την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις της 2ας Ιουνίου 1994, de Compte κατά Κοινοβουλίου, C‑326/91 P, EU:C:1994:218, σκέψη 94, και της 29ης Απριλίου 2004, Επιτροπή κατά CAS Succhi di Frutta, C‑496/99 P, EU:C:2004:236, σκέψη 68).

    79

    Κατά συνέπεια, πρέπει να επιδοκιμασθεί η λύση στην οποία κατέληξε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης καθόσον δέχθηκε το παραδεκτό, κατά παρέκκλιση από τον κανόνα της αντιστοιχίας, μιας ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας προβληθείσας το πρώτον ενώπιον του δικαστή της Ένωσης.

    80

    Η αίτηση αναιρέσεως πρέπει επομένως να απορριφθεί.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    81

    Κατά το άρθρο 211, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιμη, το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων.

    82

    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του ίδιου Κανονισμού, το οποίο έχει εφαρμογή στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 211, παράγραφος 1, του εν λόγω Κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η ΕΚΤ ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της M.‑C. Cerafogli.

    83

    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο έχει εφαρμογή στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 211, παράγραφος 1, του εν λόγω Κανονισμού, τα θεσμικά όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Η Επιτροπή θα φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

     

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (αναιρετικό τμήμα)

    αποφασίζει:

     

    1)

    Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

     

    2)

    Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Maria Concetta Cerafogli.

     

    3)

    Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

     

    Jaeger

    Prek

    Dittrich

    Frimodt Nielsen

    Berardis

    Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 27 Οκτωβρίου 2016.

    (υπογραφές)


    ( 1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

    Top