Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62014TJ0742

    Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 19ης Ιουλίου 2016.
    Alpha Calcit Füllstoffgesellschaft mbh κατά Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
    Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Διαδικασία για την κήρυξη ακυρότητας – Εικονιστικό σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης CALCILITE – Προγενέστερο λεκτικό σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης Calcilit – Σχετικός λόγος απαραδέκτου – Κίνδυνος συγχύσεως – Ομοιότητα των προϊόντων – Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και άρθρο 53, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 – Ενδιαφερόμενο κοινό – Ίδιο κοινό των επίμαχων προϊόντων.
    Υπόθεση T-742/14.

    Court reports – general

    ECLI identifier: ECLI:EU:T:2016:418

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

    της 19ης Ιουλίου 2016 ( *1 )

    «Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Διαδικασία για την κήρυξη ακυρότητας — Εικονιστικό σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης CALCILITE — Προγενέστερο λεκτικό σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης Calcilit — Σχετικός λόγος απαραδέκτου — Κίνδυνος συγχύσεως — Ομοιότητα των προϊόντων — Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και άρθρο 53, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 — Ενδιαφερόμενο κοινό — Ίδιο κοινό των επίμαχων προϊόντων»

    Στην υπόθεση T‑742/14,

    Alpha Calcit Füllstoffgesellschaft mbH, με έδρα την Κολωνία (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τον F. Hauck, δικηγόρο,

    προσφεύγουσα,

    κατά

    Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), εκπροσωπούμενου από την S. Palmero Cabezas,

    καθού,

    αντίδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του EUIPO και παρεμβαίνουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου:

    Materis Paints Italia SpA, με έδρα τη Novate Milanese (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τους P. L. Roncaglia, F. Rossi και N. Parrotta, δικηγόρους,

    με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του τετάρτου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 4ης Σεπτεμβρίου 2014 (υπόθεση R 753/2013‑4), σχετικά με διαδικασία κηρύξεως ακυρότητας μεταξύ της Alpha Calcit Füllstoffgesellschaft και της Materis Paints Italia,

    ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους S. Frimodt Nielsen, πρόεδρο, F. Dehousse (εισηγητή) και A. M. Collins, δικαστές,

    γραμματέας: E. Coulon

    έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 3 Νοεμβρίου 2014,

    έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως του EUIPO το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 23 Φεβρουαρίου 2015,

    έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως της παρεμβαίνουσας το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 13 Μαρτίου 2015,

    έχοντας υπόψη ότι οι διάδικοι δεν υπέβαλαν αίτημα περί καθορισμού ημερομηνίας για τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως εντός της προθεσμίας ενός μηνός από της κοινοποιήσεως της περατώσεως της έγγραφης διαδικασίας και κρίνοντας επομένως, κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 135α του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 1991, ότι πρέπει να αποφανθεί χωρίς προφορική διαδικασία,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Ιστορικό της διαφοράς

    1

    Στις 15 Μαΐου 2006, η παρεμβαίνουσα, Materis Paints Italia SpA (τότε υπό την επωνυμία Materis Coatings Italia SpA), υπέβαλε αίτηση καταχωρίσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2009, L 78, σ. 1).

    2

    Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι το εξής εικονιστικό σημείο:

    Image

    3

    Τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε αρχικώς η καταχώριση εμπίπτουν στις κλάσεις 2 και 19 υπό την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση των σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν, για καθεμία από τις κλάσεις αυτές, στην ακόλουθη περιγραφή:

    κλάση 2: «Χρώματα, βερνίκια, λάκες· μέσα προφυλάξεως κατά της σκωρίας και μέσα συντηρήσεως ξύλου· χρωστικές ουσίες· αντιδιαβρωτικές ουσίες· ακατέργαστες φυσικές ρητίνες· μέταλλα σε φύλλα (ελάσματα) και σε μορφή σκόνης για ζωγράφους, διακοσμητές, τυπογράφους και καλλιτέχνες»·

    κλάση 19: «Υλικά κατασκευών, μη μεταλλικά· μη μεταλλικοί άκαμπτοι σωλήνες οικοδομών· άσφαλτος, πισσάσφαλτος και ορυκτή άσφαλτος· λυόμενες μη μεταλλικές κατασκευές· μνημεία μη μεταλλικά».

    4

    Η αίτηση καταχωρίσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης δημοσιεύθηκε στο Δελτίο κοινοτικών σημάτων αριθ. 28/2008, της 14ης Ιουλίου 2008.

    5

    Κατόπιν της εξετάσεως της αιτήσεως καταχωρίσεως σήματος και, ιδίως, της ανακοπής η οποία ασκήθηκε κατ’ αυτής από την προσφεύγουσα, ήτοι την Alpha Calcit Füllstoffgesellschaft mbH, δυνάμει του άρθρου 41 του κανονισμού 207/2009, το επίμαχο σημείο καταχωρίσθηκε ως σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 9 Φεβρουαρίου 2012 (υπ’ αριθ. 5074745), για τα προϊόντα των κλάσεων 2 και 19 τα οποία αντιστοιχούν, για καθεμία από τις κλάσεις αυτές, στην ακόλουθη περιγραφή:

    κλάση 2: «Χρώματα, βερνίκια, λάκες· μέσα προφυλάξεως κατά της σκωρίας και μέσα συντηρήσεως ξύλου· χρωστικές ουσίες· αντιδιαβρωτικές ουσίες· ακατέργαστες φυσικές ρητίνες· μέταλλα σε φύλλα (ελάσματα) και σε μορφή σκόνης για ζωγράφους, διακοσμητές, τυπογράφους και καλλιτέχνες»·

    κλάση 19: «Επιχρίσματα».

    6

    Στις 13 Φεβρουαρίου 2012, η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση κηρύξεως ακυρότητας του υπ’ αριθ. 5074745 σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δυνάμει του άρθρου 53, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, καθώς και του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, και του άρθρου 8, παράγραφος 5, του ίδιου κανονισμού.

    7

    Το σήμα του οποίου έγινε επίκληση προς στήριξη της αιτήσεως κηρύξεως ακυρότητας ήταν το προγενέστερο λεκτικό σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης Calcilit, το οποίο είχε καταχωρισθεί στις 29 Νοεμβρίου 2000 (υπ’ αριθ. 1234822), για προϊόντα των κλάσεων 1 και 19, τα οποία αντιστοιχούν, για καθεμία από τις κλάσεις αυτές, στην ακόλουθη περιγραφή:

    κλάση 1: «Κρυσταλλικό ανθρακικό ασβέστιο χρησιμοποιούμενο ως πληρωτικό υλικό» (στο εξής: CCCMC)·

    κλάση 19: «Μάρμαρο σε μορφή χονδρών κόκκων, ψιλών κόκκων και σκόνης».

    8

    Απαντώντας σε έγγραφο του EUIPO της 20ής Φεβρουαρίου 2012, η προσφεύγουσα επισήμανε, με την από 28 Μαρτίου 2012 επιστολή της, ότι δεν επικαλείτο το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009 προς στήριξη της αιτήσεώς της κηρύξεως ακυρότητας.

    9

    Η αίτηση κηρύξεως ακυρότητας αφορούσε το σύνολο των προϊόντων που αναφέρονται στην ως άνω σκέψη 5.

    10

    Στις 7 Μαρτίου 2013, το τμήμα ακυρώσεων απέρριψε, καθόσον αφορά το προϊόν το οποίο καλύπτεται από το προγενέστερο σήμα και περιλαμβάνεται στην κλάση 19, την αίτηση κηρύξεως ακυρότητας δυνάμει του άρθρου 57, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009. Όσον αφορά το προϊόν το οποίο καλύπτεται από το προγενέστερο σήμα και το οποίο περιλαμβάνεται στην κλάση 1, το τμήμα ακυρώσεων επίσης απέρριψε την αίτηση κηρύξεως ακυρότητας, λόγω ελλείψεως ταυτότητας, υπό την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, καθώς και ομοιότητας, υπό την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του ίδιου κανονισμού, του προϊόντος αυτού και των προϊόντων που καλύπτονται από το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση.

    11

    Στις 23 Απριλίου 2013, η προσφεύγουσα άσκησε, χωρίς πλέον να προβάλλει ταυτότητα των αντιπαρατιθέμενων προϊόντων, προσφυγή ενώπιον του EUIPO, βάσει των άρθρων 58 έως 64 του κανονισμού 207/2009, κατά της αποφάσεως του τμήματος ακυρώσεων.

    12

    Με την από 4 Σεπτεμβρίου 2014 απόφαση (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το τέταρτο τμήμα προσφυγών του EUIPO απέρριψε την προσφυγή.

    13

    Το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι είχε αποδειχθεί η ουσιαστική χρήση του προγενέστερου λεκτικού σήματος Calcilit όσον αφορά το CCCMC, το οποίο περιλαμβάνεται στην κλάση 1, αλλά όχι όσον αφορά το προϊόν «μάρμαρο σε μορφή χονδρών κόκκων, ψιλών κόκκων και σκόνης», το οποίο περιλαμβάνεται στην κλάση 19.

    14

    Όσον αφορά τη σύγκριση μεταξύ του CCCMC και των προϊόντων τα οποία καλύπτονται από το αμφισβητούμενο σήμα, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι τα εν λόγω προϊόντα δεν ήταν παρόμοια.

    Αιτήματα των διαδίκων

    15

    Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

    να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση καθόσον αφορά τα προϊόντα των κλάσεων 2 και 19 και τα οποία αντιστοιχούν, αντιστοίχως, στις ακόλουθες περιγραφές:

    κλάση 2: «Χρώματα, βερνίκια, λάκες· μέσα προφυλάξεως κατά της σκωρίας και μέσα συντηρήσεως ξύλου· χρωστικές ουσίες· αντιδιαβρωτικές ουσίες· ακατέργαστες φυσικές ρητίνες»·

    κλάση 19: «Επιχρίσματα».

    να καταδικάσει το EUIPO στα δικαστικά έξοδα.

    16

    Το EUIPO και η παρεμβαίνουσα ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

    να απορρίψει την προσφυγή,

    να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

    Σκεπτικό

    17

    Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει έναν και μοναδικό λόγο, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 53, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, εξεταζόμενου σε συνδυασμό προς το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του ίδιου κανονισμού.

    18

    Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι το τμήμα προσφυγών εσφαλμένως έκρινε ότι δεν υφίστατο ομοιότητα μεταξύ του CCCMC και των προϊόντων τα οποία καλύπτονται από το αμφισβητούμενο σήμα, τα οποία περιλαμβάνονται στις κλάσεις 2 και 19 και τα οποία αντιστοιχούν στις ακόλουθες περιγραφές: «Χρώματα, βερνίκια, λάκες· μέσα προφυλάξεως κατά της σκωρίας και μέσα συντηρήσεως ξύλου· χρωστικές ουσίες· αντιδιαβρωτικές ουσίες· ακατέργαστες φυσικές ρητίνες» και «Επιχρίσματα».

    19

    Κατά την προσφεύγουσα, το CCCMC συνήθως χρησιμοποιείται ως πληρωτικό υλικό για την παραγωγή προϊόντων τα οποία καλύπτονται από το αμφισβητούμενο σήμα, για ορισμένα εκ των οποίων αποτελεί βασικό συστατικό. Είναι σύνηθες μία ή περισσότερες επιχειρήσεις οικονομικώς συνδεδεμένες να προβαίνουν σε καθετοποίηση και να πωλούν ταυτοχρόνως τα συστατικά ενός προϊόντος και το ίδιο το τελικό προϊόν. Τούτο μπορεί να συμβεί και εν προκειμένω, και οι πελάτες της προσφεύγουσας, οι οποίοι είναι κατασκευαστές χρωμάτων και οι οποίοι αγοράζουν απ’ αυτήν CCCMC υπό το γνωστότατο σε εκείνους προγενέστερο σήμα Calcilit, ασφαλώς θα αναστατώνονταν διαπιστώνοντας την εμφάνιση μάρκας χρωμάτων Calcilit στην αγορά. Επομένως, κατά την προσφεύγουσα, η κρίση του τμήματος προσφυγών κατά την οποία δεν είναι δυνατή η ύπαρξη ομοιότητας μεταξύ τελικών και μη τελικών προϊόντων δεν ευσταθεί.

    20

    Εξάλλου, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών παρέβλεψε ότι θα δημιουργείτο επίσης κίνδυνος συγχύσεως και στους βιομηχανικούς φορείς, οι οποίοι αγοράζουν τόσο το CCCMC όσο και χρώματα και άλλα υλικά επικαλύψεως για την παραγωγή των προϊόντων τους.

    21

    Η προσφεύγουσα αμφισβητεί τη διαπίστωση της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι το CCCMC αποτελεί πρώτη ύλη. Κατ’ αυτήν, πρόκειται για ημιτελές προϊόν, προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις παραγωγής των διαφόρων αγοραστών. Ως εκ τούτου, υποστηρίζει ότι ο σύνδεσμος μεταξύ του CCCMC και των προϊόντων τα οποία καλύπτονται από το αμφισβητούμενο σήμα είναι πολύ στενότερος από τον σύνδεσμο μεταξύ των εν λόγω προϊόντων και μιας πραγματικής πρώτης ύλης, όπως το μάρμαρο.

    22

    Επιπροσθέτως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι δεν αποδείχθηκε ότι τα προϊόντα τα οποία καλύπτονται από το αμφισβητούμενο σήμα είναι τελικά προϊόντα. Κατ’ αυτήν, πρόκειται για προϊόντα ενδιάμεσα σε πλείστες όσες βιομηχανικές εφαρμογές. Ως εκ τούτου, στερείται βάσεως το επιχείρημα του τμήματος προσφυγών κατά το οποίο τα προϊόντα τα οποία καλύπτονται από το αμφισβητούμενο σήμα απευθύνονται στο κοινό των τελικών καταναλωτών, ενώ τα προϊόντα τα οποία καλύπτονται από το προγενέστερο σήμα απευθύνονται τους επαγγελματίες της βιομηχανίας. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι είναι δυνατόν να υπάρχουν επικαλύψεις, ιδίως όσον αφορά αγοραστές προϊόντων τα οποία καλύπτονται από τα δύο επίδικα σήματα.

    23

    Όσον αφορά τη σύγκριση μεταξύ του CCCMC και των ακατέργαστων φυσικών ρητινών, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι τα προϊόντα είναι παρόμοια, καθόσον είναι συμπληρωματικά και έχουν το ίδιο αντικείμενο, δεδομένου ότι αμφότερα χρησιμοποιούνται για την παραγωγή συγκολλητικών ουσιών και, κατά συνέπεια, απευθύνονται στο ίδιο κοινό.

    24

    Όσον αφορά το CCCMC και τα επιχρίσματα, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι υφίσταται έντονη ομοιότητα μεταξύ τους, δεδομένου ότι το CCCMC είναι βασικό συστατικό των δεύτερων, και τούτο ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι τα εν λόγω προϊόντα υπάγονται σε διαφορετικές κλάσεις.

    25

    Τέλος, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι, λόγω του μέσου διακριτικού χαρακτήρα του προγενέστερου σήματος Calcilit, της έντονης ομοιότητας μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων και της σαφούς ομοιότητας μεταξύ των προϊόντων, υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων. Υποστηρίζει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 και ότι, κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ακυρωτέα.

    26

    Το EUIPO αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

    27

    Καταρχάς, ιδίως όσον αφορά τη σύγκριση μεταξύ του CCCMC και των προϊόντων «χρώματα, βερνίκια, λάκες· μέσα προφυλάξεως κατά της σκωρίας και μέσα συντηρήσεως ξύλου· χρωστικές ουσίες· αντιδιαβρωτικές ουσίες», το EUIPO προβάλλει ότι, καίτοι το CCCMC δύναται να αποτελεί συστατικό των εν λόγω προϊόντων, δεδομένου ότι το μεν είναι πρώτη ύλη, ενώ τα δε τελικά προϊόντα, ο σύνδεσμος μεταξύ τους δεν είναι αρκετά στενός ώστε να μπορούν να θεωρηθούν παρόμοια. Το EUIPO αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας κατά τα οποία, αφενός, το CCCMC δεν αποτελεί πρώτη ύλη και, αφετέρου, τα προϊόντα τα οποία καλύπτονται από το αμφισβητούμενο σήμα δεν πωλούνται πάντοτε ως τελικά προϊόντα. Υποστηρίζει ότι, λόγω της διαφορετικής τους φύσεως, τα επίμαχα προϊόντα δεν μπορούν να θεωρηθούν ούτε ως δυνάμενα να χρησιμοποιηθούν εναλλακτικώς ούτε ως ανταγωνιστικά. Προσθέτει ότι διαφέρουν επίσης ως προς τον προορισμό τους, καθόσον το μεν ένα χρησιμοποιείται κατά κανόνα για την παραγωγή άλλων προϊόντων, ενώ τα λοιπά κατά κανόνα αγοράζονται από τους τελικούς καταναλωτές για να χρησιμοποιηθούν για διακοσμητικούς λόγους. Το EUIPO υποστηρίζει ότι, κατά τη νομολογία, οι πρώτες ύλες, οι οποίες υπόκεινται σε διαδικασία μεταποιήσεως, είναι ουσιωδώς διαφορετικές από τα τελικά προϊόντα, τα οποία ενσωματώνουν ή είναι επικαλυμμένα με τις εν λόγω πρώτες ύλες, τόσο ως προς τη φύση τους όσο και ως προς τον σκοπό και τον προορισμό τους, και ότι, όταν τα προϊόντα έχουν αυτό το είδος σχέσεως, δεν μπορούν να θεωρηθούν συμπληρωματικά. Το EUIPO προσθέτει ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε την ύπαρξη εταιριών οι οποίες παράγουν πρώτες ύλες όπως το προϊόν το οποίο καλύπτεται από το προγενέστερο σήμα και οι οποίες πωλούν τελικά προϊόντα όπως εκείνα τα οποία καλύπτονται από το αμφισβητούμενο σήμα. Το EUIPO αμφισβητεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι υπάρχει επικάλυψη μεταξύ των αγοραστών του CCCMC και των αγοραστών των προϊόντων τα οποία καλύπτονται από το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση και προβάλλει ότι, εν πάση περιπτώσει, οι δυνητικοί αγοραστές του βιομηχανικού τομέα θα αντιληφθούν τις διαφορές μεταξύ των επίμαχων προϊόντων.

    28

    Εν συνεχεία, όσον αφορά τη σύγκριση μεταξύ του CCCMC και των ακατέργαστων φυσικών ρητινών, το EUIPO υποστηρίζει ότι, καίτοι αμφότερα τα εν λόγω προϊόντα μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως ενδιάμεσα υλικά στην παραγωγή συγκολλητικών ουσιών, εντούτοις έχουν διαφορετικό σκοπό, δεδομένου ότι το μεν χρησιμοποιείται ως πληρωτικό υλικό και οι δε ως κολλώδεις ουσίες. Επιπροσθέτως, τα προϊόντα αυτά δεν είναι, κατά το EUIPO, ούτε συμπληρωματικά ούτε ανταγωνιστικά.

    29

    Τέλος, όσον αφορά τη σύγκριση μεταξύ του CCCMC και των επιχρισμάτων, το EUIPO προβάλλει ότι, καίτοι αληθεύει ότι το CCCMC δύναται να περιλαμβάνεται μεταξύ των συστατικών των επιχρισμάτων, εντούτοις τα τελευταία διαφέρουν ως προς τη φύση, τη λειτουργία και τον τρόπο χρήσεώς τους. Προσθέτει δε ότι τα επιχειρήματα τα οποία εκτέθηκαν στο πλαίσιο της συγκρίσεως μεταξύ του CCCMC και των προϊόντων «χρώματα, βερνίκια, λάκες· μέσα προφυλάξεως κατά της σκωρίας και μέσα συντηρήσεως ξύλου· χρωστικές ουσίες· αντιδιαβρωτικές ουσίες» ισχύουν και σε αυτήν την περίπτωση.

    30

    Το EUIPO καταλήγει ότι, λόγω της απουσίας ομοιότητας μεταξύ των επίμαχων προϊόντων, δεν πληρούται μία από τις προϋποθέσεις της υπάρξεως κινδύνου συγχύσεως και, ότι, συνεπώς, ορθώς το τμήμα προσφυγών απέρριψε την προσφυγή.

    31

    Η παρεμβαίνουσα αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

    32

    Μεταξύ άλλων, υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών ορθώς έκρινε ότι τα προϊόντα τα οποία καλύπτονται από τα αντιπαρατιθέμενα σήματα ήταν ανόμοια. Επισημαίνει ότι η προσφεύγουσα είχε θεωρήσει, στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, ότι το CCCMC αποτελούσε πρώτη ύλη. Υποστηρίζει ότι πράγματι αυτό ισχύει, και εξ αυτού συνάγει ότι το CCCMC δεν προσομοιάζει στα προϊόντα τα οποία καλύπτονται από το αμφισβητούμενο σήμα, δεδομένου ότι αυτά απευθύνονται στους τελικούς καταναλωτές. Συναφώς, παραπέμπει στη νομολογία των δικαστηρίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά την οποία το γεγονός ότι ένα προϊόν χρησιμοποιείται για την παραγωγή ενός άλλου δεν αρκεί για να εκληφθούν τα δύο προϊόντα ως παρόμοια. Υποστηρίζει δε ότι τα επίμαχα προϊόντα διαφέρουν όσον αφορά το ενδιαφερόμενο κοινό και τα δίκτυα διανομής. Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας σχετικά με τη δυνατότητα καθετοποιήσεως μεταξύ των επιχειρήσεων οι οποίες πωλούν τους διαφορετικούς τύπους των επίμαχων προϊόντων, η παρεμβαίνουσα προβάλλει ότι τούτο είναι ατεκμηρίωτο. Παραπέμπει στο σκεπτικό του τμήματος προσφυγών, βάσει του οποίου κρίθηκε ότι τα επίμαχα προϊόντα δεν είναι παρόμοια. Υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών ορθώς απέκλεισε την πιθανότητα κινδύνου συγχύσεως μεταξύ των επίμαχων προϊόντων, λόγω των διαφορών τους ως προς τον προορισμό, τα δίκτυα διανομής, τους χρήστες και τους τρόπους χρήσεως.

    Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

    Επί των επίμαχων προϊόντων

    33

    Προκαταρκτικώς, πρέπει να επισημανθεί ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί τα συμπεράσματα του τμήματος προσφυγών όσον αφορά την ανεπαρκή απόδειξη της χρήσεως του προγενέστερου σήματος για το προϊόν «μάρμαρο σε μορφή χονδρών κόκκων, ψιλών κόκκων και σκόνης», το οποίο περιλαμβάνεται στην κλάση 19. Κατά μείζονα λόγο, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί τη διαπίστωση στο σημείο 31 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία τα μόνα περιλαμβανόμενα στην κλάση 2 και καλυπτόμενα από το αμφισβητούμενο σήμα προϊόντα τα οποία έπρεπε να συγκριθούν προς τα προϊόντα τα οποία καλύπτονταν από το προγενέστερο σήμα ήταν εκείνα που είχαν καταχωρισθεί, και όχι το σύνολο των στοιχείων της αλφαβητικής λίστας που αφορά την εν λόγω κλάση.

    34

    Επιπροσθέτως, η προσφεύγουσα διευκρινίζει, στο πλαίσιο των αιτημάτων της, ότι ζητεί την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως καθόσον το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι δεν υφίσταται ομοιότητα μεταξύ των προϊόντων τα οποία καλύπτονται από το προγενέστερο σήμα και των προϊόντων που καλύπτονται από το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση και υπάγονται, αντιστοίχως, στις κλάσεις 2 και 19, με την ακόλουθη περιγραφή:

    κλάση 2: «Χρώματα, βερνίκια, λάκες· μέσα προφυλάξεως κατά της σκωρίας και μέσα συντηρήσεως ξύλου· χρωστικές ουσίες· αντιδιαβρωτικές ουσίες· ακατέργαστες φυσικές ρητίνες»·

    κλάση 19: «Επιχρίσματα».

    35

    Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί τα συμπεράσματα του τμήματος προσφυγών όσον αφορά τα «Μέταλλα σε φύλλα (ελάσματα) και σε μορφή σκόνης για ζωγράφους, διακοσμητές, τυπογράφους και καλλιτέχνες», τα οποία καλύπτονται από το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση.

    36

    Από τις προηγούμενες σκέψεις προκύπτει ότι τα προϊόντα τα οποία παραμένουν διαφιλονικούμενα στο στάδιο της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου είναι, όσον αφορά το αμφισβητούμενο σήμα, τα προϊόντα που αναφέρονται στη σκέψη 34 ανωτέρω, και, όσον αφορά το προγενέστερο σήμα, το CCCMC.

    Επί της φήμης του προγενέστερου σήματος

    37

    Στο δικόγραφο της προσφυγής, η προσφεύγουσα προέβαλε ότι το προγενέστερο σήμα της Calcilit ήταν ευρέως γνωστό μεταξύ των αγοραστών του CCCMC, ήτοι των κατασκευαστών χρωμάτων, γύψινων και άλλων επιχρισμάτων, και υποστήριξε, στο πλαίσιο αυτό, ότι υφίσταται μια αναλογία προς το σήμα Caparol, το οποίο φέρεται να απολαύει φήμης για χρώματα, βερνίκια και επιχρίσματα.

    38

    Η εν λόγω επιχειρηματολογία, με την οποία υποστηρίζεται ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ότι το προγενέστερο σήμα απολαύει φήμης, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, βάσει του άρθρου 188 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, κατά το οποίο τα υπομνήματα που καταθέτουν οι διάδικοι στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δεν μπορούν να μεταβάλουν το αντικείμενο της ενώπιον του τμήματος προσφυγών διαφοράς.

    39

    Πράγματι, στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, η προσφεύγουσα, αφού αναφέρθηκε στη φήμη του προγενέστερου σήματός της στους λόγους της αιτήσεως περί κηρύξεως ακυρότητας, επισήμανε ρητώς στην από 28 Μαρτίου 2012 επιστολή της ότι δεν επικαλείται το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009 προς στήριξη της εν λόγω αιτήσεως.

    Επί του κινδύνου συγχύσεως

    40

    Κατά το άρθρο 53, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, εξεταζόμενο σε συνδυασμό προς το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του ίδιου κανονισμού, το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης κηρύσσεται άκυρο, κατόπιν αιτήσεως δικαιούχου προγενέστερου σήματος, εάν, λόγω του ταυτοσήμου του ή της ομοιότητας με προγενέστερο σήμα και του ταυτοσήμου ή της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που προσδιορίζουν τα αντιπαρατιθέμενα σήματα, υπάρχει κίνδυνος συγχύσεως του κοινού της εδαφικής περιοχής στην οποία απολαύει προστασίας το προγενέστερο σήμα.

    41

    Κατά πάγια νομολογία, κίνδυνος συγχύσεως υφίσταται όταν το κοινό ενδέχεται να σχηματίσει την πεποίθηση ότι τα σχετικά προϊόντα ή υπηρεσίες προέρχονται από την ίδια επιχείρηση ή από οικονομικώς συνδεόμενες μεταξύ τους επιχειρήσεις. Κατά την ίδια νομολογία, ο κίνδυνος συγχύσεως πρέπει να εκτιμάται σφαιρικώς, αναλόγως του τρόπου με τον οποίο το ενδιαφερόμενο κοινό αντιλαμβάνεται τόσο τα σχετικά σημεία όσο και τα οικεία προϊόντα ή υπηρεσίες και λαμβανομένων υπόψη όλων των χαρακτηριστικών στοιχείων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως δε της αμφίδρομης σχέσεως μεταξύ της ομοιότητας των σημείων και της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που αυτά προσδιορίζουν [βλ. αποφάσεις της 29ης Σεπτεμβρίου 1998, Canon, C‑39/97, EU:C:1998:442, σκέψεις 16, 17 και 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 9ης Ιουλίου 2003, Laboratorios RTB κατά ΓΕΕΑ – Giorgio Beverly Hills (GIORGIO BEVERLY HILLS), T‑162/01, EU:T:2003:199, σκέψεις 30 έως 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

    42

    Η σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως γίνεται με δεδομένο ότι υφίσταται αμφίδρομη σχέση μεταξύ των συνεκτιμωμένων παραγόντων και, ιδίως, μεταξύ της ομοιότητας των σημάτων και της ομοιότητας των προϊόντων και υπηρεσιών που αυτά προσδιορίζουν. Έτσι, τυχόν μικρή ομοιότητα μεταξύ των προσδιοριζομένων προϊόντων ή υπηρεσιών δύναται να αντισταθμιστεί από την έντονη ομοιότητα μεταξύ των σημάτων και αντιστρόφως [αποφάσεις της 29ης Σεπτεμβρίου 1998, Canon, C‑39/97, EU:C:1998:442, σκέψη 17, και της 14ης Δεκεμβρίου 2006, Mast-Jägermeister κατά ΓΕΕΑ – Licorera Zacapaneca (VENADO με πλαίσιο κ.λπ.), T‑81/03, T‑82/03 και T‑103/03, EU:T:2006:397, σκέψη 74].

    Επί του ενδιαφερόμενου κοινού

    43

    Κατά τη νομολογία, στο πλαίσιο της σφαιρικής εκτιμήσεως του κινδύνου συγχύσεως, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο μέσος καταναλωτής της οικείας κατηγορίας προϊόντων, ο οποίος θεωρείται ότι έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος. Πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι ο βαθμός προσοχής του μέσου καταναλωτή ποικίλλει αναλόγως της κατηγορίας των σχετικών προϊόντων ή υπηρεσιών [βλ. απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2007, T‑256/04, Mundipharma κατά ΓΕΕΑ – Altana Pharma (RESPICUR), T‑256/04, EU:T:2007:46, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

    44

    Επιπροσθέτως, πρέπει να επισημανθεί ότι για τη σύγκριση μεταξύ των εν λόγω υπηρεσιών πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μόνον το ενδιαφερόμενο για όλες τις επίμαχες υπηρεσίες κοινό. Συγκεκριμένα, το ενδιαφερόμενο κοινό αποτελείται, κατά τη νομολογία, από τους καταναλωτές που ενδέχεται να κάνουν χρήση τόσο των προϊόντων του προγενέστερου σήματος όσο και εκείνων του αμφισβητούμενου σήματος [αποφάσεις της 24ης Μαΐου 2011, ancotel κατά ΓΕΕΑ – Acotel (ancotel.), T‑408/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:241, σκέψη 38, της 4ης Φεβρουαρίου 2013, Hartmann κατά ΓΕΕΑ – Protecsom (DIGNITUDE), T‑504/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:57, σκέψη 30, της 2ας Οκτωβρίου 2013, Cartoon Network κατά ΓΕΕΑ – Boomerang TV (BOOMERANG), T‑285/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:520, σκέψη 19, της 26ης Ιουνίου 2014, Basic κατά ΓΕΕΑ – Repsol YPF (basic), T‑372/11, EU:T:2014:585, σκέψη 27, και της 22ας Ιανουαρίου 2015, Novomatic κατά ΓΕΕΑ – Simba Toys (AFRICAN SIMBA), T‑172/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:40, σκέψη 67].

    45

    Στην προκειμένη περίπτωση, δεν αμφισβητείται ότι το επαγγελματικό κοινό, και ειδικότερα το επαγγελματικό κοινό του τομέα της βιομηχανίας, αποτελεί το μόνο κοινό το οποίο ενδέχεται να χρησιμοποιήσει το προϊόν το οποίο καλύπτεται από το προγενέστερο σήμα, ήτοι το CCCMC. Όπως προκύπτει τόσο από την ονομασία του προϊόντος αυτού όσο και από τα επιχειρήματα των διαδίκων, το CCCMC αποτελεί προϊόν το οποίο χρησιμοποιείται, ως πληρωτικό υλικό, για την παραγωγή πληθώρας προϊόντων, ιδίως πλαστικών προϊόντων, χαρτικών, επιστρωμάτων, χρωμάτων, επιχρισμάτων. Είναι αδιαμφισβήτητο, όπως εξάλλου επισημαίνεται κατ’ ουσίαν και στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι το CCCMC δεν προορίζεται για τους ιδιώτες ούτε για τους επαγγελματίες οι οποίοι δεν ανήκουν στον τομέα της βιομηχανίας.

    46

    Ως εκ τούτου, το ενδιαφερόμενο κοινό που πρέπει να ληφθεί υπόψη για την εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως δεν μπορεί να εκτείνεται, εν πάση περιπτώσει, πέραν του επαγγελματικού κοινού του τομέα της βιομηχανίας.

    47

    Κατόπιν αυτής της πρώτης διαπιστώσεως, πρέπει, επίσης, προκειμένου να προσδιοριστούν τα χαρακτηριστικά του ενδιαφερόμενου κοινού, να διερευνηθεί εάν και σε ποιο βαθμό το εν λόγω επαγγελματικό κοινό του τομέα της βιομηχανίας χρησιμοποιεί και προϊόντα υπό το αμφισβητούμενο σήμα.

    48

    Εντούτοις, όπως θα διαπιστωθεί κατωτέρω, το τμήμα προσφυγών, το οποίο δεν ασχολήθηκε ειδικώς με τον προσδιορισμό του ενδιαφερόμενου κοινού, δεν εκτίμησε το ζήτημα αυτό κατά τρόπο ικανοποιητικό στο στάδιο της συγκρίσεως των προϊόντων, τουλάχιστον όσον αφορά τμήμα των επίμαχων προϊόντων.

    49

    Η εξέταση της προσφυγής θα συνεχιστεί εντός του πλαισίου της συγκρίσεως των προϊόντων στην οποία προέβη το ίδιο το τμήμα προσφυγών.

    Επί της συγκρίσεως των προϊόντων

    – Όσον αφορά τα «Χρώματα, βερνίκια, λάκες· μέσα προφυλάξεως κατά της σκωρίας και μέσα συντηρήσεως ξύλου· χρωστικές ουσίες· αντιδιαβρωτικές ουσίες»

    50

    Στα σημεία 33 έως 37 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών, αφού διατύπωσε ορισμένους συλλογισμούς ως προς τη φύση και τον προορισμό των συγκρινομένων προϊόντων, έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι το CCCMC διέφερε από τα «Χρώματα, βερνίκια, λάκες· μέσα προφυλάξεως κατά της σκωρίας και μέσα συντηρήσεως ξύλου· χρωστικές ουσίες· αντιδιαβρωτικές ουσίες», για τον λόγο ότι αποτελούσε πρώτη ύλη, ενώ τα ανωτέρω ήταν τελικά προϊόντα, ή, επίσης, για τον λόγο ότι το CCCMC προοριζόταν για τη βιομηχανία και για την παραγωγή τελικών προϊόντων, ενώ τα «Χρώματα, βερνίκια, λάκες· μέσα προφυλάξεως κατά της σκωρίας και μέσα συντηρήσεως ξύλου· χρωστικές ουσίες· αντιδιαβρωτικές ουσίες» αγοράζονταν, ως επί το πλείστον, από τελικούς καταναλωτές, επαγγελματίες ή ανήκοντες στο ευρύ κοινό, για λόγους διακοσμήσεως και προστασίας.

    51

    Πρέπει, εντούτοις, να επισημανθεί, όσον αφορά τις ανωτέρω εκτιμήσεις, αφενός, ότι ο χαρακτηρισμός ενός προϊόντος ως τελικού δεν αποκλείει τη χρήση του στη βιομηχανία ως στοιχείου, πρώτης ύλης ή συστατικού της παραγωγής άλλου προϊόντος. Ειδικότερα, με τον όρο «τελικό προϊόν» νοείται το προϊόν το οποίο είναι έτοιμο προς διάθεση στο εμπόριο. Επομένως, η έννοια μπορεί να περιλαμβάνει και προϊόντα τα οποία πωλούνται σε βιομηχανικούς φορείς. Επιπροσθέτως, ακόμα και αν θεωρηθεί ότι η έννοια αυτή χρησιμοποιείται στενότερα, προκειμένου να διακρίνονται τα προϊόντα τα οποία παράγονται από ακατέργαστες πρώτες ύλες, τούτο δεν καθιστά βάσιμη την εκτίμηση του τμήματος προσφυγών. Πράγματι, διαπιστώνεται ότι ένα μεταποιημένο προϊόν μπορεί να αποτελεί στοιχείο, πρώτη ύλη ή συστατικό άλλου μεταποιημένου προϊόντος.

    52

    Εν συνεχεία, ο χαρακτηρισμός, εκ μέρους του τμήματος προσφυγών, των «Χρωμάτων, βερνικιών, λακών· μέσων προφυλάξεως κατά της σκωρίας και μέσων συντηρήσεως ξύλου· χρωστικών ουσιών· αντιδιαβρωτικών ουσιών» ως τελικών προϊόντων ουδόλως αποκλείει το ενδεχόμενο τα εν λόγω προϊόντα να υποβληθούν σε βιομηχανική διαδικασία παραγωγής άλλων προϊόντων. Το γεγονός ότι τα χρώματα, τα βερνίκια ή οι λάκες μπορούν να πωλούνται σε ιδιώτες ή σε επιχειρήσεις ελαιοχρωματισμών του κατασκευαστικού τομέα δεν σημαίνει ότι τα προϊόντα με αυτές τις ονομασίες δεν μπορούν να πωλούνται σε βιομηχανικούς φορείς για την παραγωγή άλλων προϊόντων.

    53

    Αφετέρου, δεν είναι πειστικός ο τρόπος με τον οποίον το τμήμα προσφυγών έκρινε κατ’ ουσίαν, κατηγορηματικώς και γενικευτικώς, ότι τα «Χρώματα, βερνίκια, λάκες· μέσα προφυλάξεως κατά της σκωρίας και μέσα συντηρήσεως ξύλου· χρωστικές ουσίες· αντιδιαβρωτικές ουσίες» αγοράζονταν «κατά κύριο λόγο» από καταναλωτές που δεν ανήκουν στον τομέα της βιομηχανίας, για λόγους διακοσμήσεως και προστασίας.

    54

    Είναι, βεβαίως, παγκοίνως γνωστό ότι, μεταξύ των προϊόντων αυτών, τα «Χρώματα, βερνίκια, λάκες· μέσα προφυλάξεως κατά της σκωρίας και μέσα συντηρήσεως ξύλου» αγοράζονται και χρησιμοποιούνται από καταναλωτές που δεν ανήκουν στον τομέα της βιομηχανίας, όπως επιχειρήσεις ελαιοχρωματισμών οι οποίες αναλαμβάνουν το φινίρισμα κτιρίων ή ιδιώτες οι οποίοι ασχολούνται με μικροεπισκευές.

    55

    Εντούτοις, αυτό το παγκοίνως γνωστό γεγονός, το οποίο αφορά επιχειρήσεις ελαιοχρωματισμών και το ευρύ κοινό, δεν συνδέεται προς τον τομέα της βιομηχανίας και κατ’ ουδένα τρόπο διαφωτίζει σχετικά με τα προϊόντα που ο εν λόγω τομέας δύναται να χρησιμοποιεί. Κατά συνέπεια, δεν συνάγεται ότι επαγγελματίες που ανήκουν στον τομέα της βιομηχανίας δεν είναι επίσης καταναλωτές των εν λόγω προϊόντων.

    56

    Καθόσον το ενδιαφερόμενο κοινό για την εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως δεν ήταν δυνατόν να εκτείνεται, εν πάση περιπτώσει, πέραν των επαγγελματιών του τομέα της βιομηχανίας (βλ. σκέψη 46 ανωτέρω), το μόνο ζήτημα που είχε να επιλύσει το τμήμα προσφυγών ήταν εάν οι επαγγελματίες της βιομηχανίας, οι οποίοι αναμφίβολα χρησιμοποιούν το CCCMC, ήταν επίσης δυνατόν να χρησιμοποιούν τα προϊόντα «Χρώματα, βερνίκια, λάκες· μέσα προφυλάξεως κατά της σκωρίας και μέσα συντηρήσεως ξύλου» για την παραγωγή δικών τους προϊόντων.

    57

    Αυτό το σκεπτικό ισχύει κατά μείζονα λόγο όσον αφορά τις «χρωστικές ουσίες» και τις «αντιδιαβρωτικές ουσίες», καθόσον, δεδομένου ότι τα εν λόγω προϊόντα είναι a priori πιο σύνθετα, από τεχνικής απόψεως, από τα περισσότερα χρώματα, τα βερνίκια και τις λάκες, δεν είναι πασίδηλο ότι προορίζονταν, όπως έκρινε κατ’ ουσίαν το τμήμα προσφυγών, για επιχειρήσεις ελαιοχρωματισμών και για το ευρύ κοινό.

    58

    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, στα σημεία 34 έως 37 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών, χωρίς να προβεί σε συγκεκριμένη εξέταση, αλλά μάλλον βασιζόμενο σε αμφιβόλου συνάφειας και ευστάθειας σκεπτικό, έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι το βιομηχανικό κοινό το οποίο καταναλώνει CCCMC δεν ήταν καταναλωτής των προϊόντων «Χρώματα, βερνίκια, λάκες· μέσα προφυλάξεως κατά της σκωρίας και μέσα συντηρήσεως ξύλου· χρωστικές ουσίες· αντιδιαβρωτικές ουσίες».

    59

    Επομένως, ορθώς η προσφεύγουσα προσάπτει στο τμήμα προσφυγών, κατ’ ουσίαν, ότι δεν έλαβε υπόψη το στοιχείο ότι οι επαγγελματίες του τομέα της βιομηχανίας οι οποίοι χρησιμοποιούν CCCMC αγοράζουν επίσης χρώματα ή άλλα υλικά επιστρώσεως για να παραγάγουν τα δικά τους τελικά προϊόντα. Η εν λόγω μομφή, την οποία η προσφεύγουσα διατύπωσε παραθέτοντας ως παράδειγμα, χωρίς να αντικρουσθεί, τους επαγγελματίες της βιομηχανίας πλαστικών, ισχύει, λαμβανομένων υπόψη των προβληθέντων από τους διαδίκους, και για τους επαγγελματίες της βιομηχανίας χάρτου, της βιομηχανίας χρωμάτων και της βιομηχανίας επιχρισμάτων.

    60

    Τελικώς, το τμήμα προσφυγών, λόγω του ότι δεν προέβη σε σωστό προσδιορισμό του ενδιαφερόμενου κοινού πριν εκτιμήσει τον κίνδυνο συγχύσεως μεταξύ του CCCMC και των προϊόντων «Χρώματα, βερνίκια, λάκες· μέσα προφυλάξεως κατά της σκωρίας και μέσα συντηρήσεως ξύλου· χρωστικές ουσίες· αντιδιαβρωτικές ουσίες», κατέληξε ότι δεν υφίστατο ομοιότητα μεταξύ των εν λόγω προϊόντων και του CCCMC, βάσει αμφιβόλου συνάφειας και ευστάθειας σκεπτικού.

    61

    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτός ο μοναδικός λόγος τον οποίον προέβαλε η προσφεύγουσα όσον αφορά τα «Χρώματα, βερνίκια, λάκες· μέσα προφυλάξεως κατά της σκωρίας και μέσα συντηρήσεως ξύλου· χρωστικές ουσίες· αντιδιαβρωτικές ουσίες», που προσδιορίζει το αμφισβητούμενο σήμα, και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση καθόσον αφορά τα εν λόγω προϊόντα.

    – Όσον αφορά τις «ακατέργαστες φυσικές ρητίνες»

    62

    Στο σημείο 39 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι οι ακατέργαστες φυσικές ρητίνες έχουν διαφορετική φύση, διαφορετικό σκοπό και διαφορετικές χρήσεις από του CCCMC. Το τμήμα προσφυγών επισήμανε ότι οι εν λόγω ρητίνες είναι κολλώδεις και παχύρρευστες άφλεκτες ουσίες οι οποίες εκκρίνονται από ορισμένα δέντρα, μη υδατοδιαλυτές, οι οποίες χρησιμοποιούνται στην παραγωγή βερνικιών και συγκολλητικών ουσιών. Έκρινε ότι, καίτοι τα επίμαχα αντίστοιχα προϊόντα αποτελούν πρώτες ύλες δυνάμενες να χρησιμοποιηθούν στο πλαίσιο της παραγωγής βερνικιών ή συγκολλητικών ουσιών, έχουν εξόχως διαφορετικό σκοπό, ήτοι είτε σκοπούν να προσδώσουν κολλώδη ή συγκολλητικό χαρακτήρα είτε να προστεθούν ως πληρωτικό υλικό προκειμένου να πυκνώσουν, να αραιώσουν ή να μεταβάλουν το ιξώδες των προϊόντων.

    63

    Εξάλλου, το τμήμα προσφυγών επισήμανε ότι οι εταιρίες οι οποίες εξάγουν φυσικές ρητίνες από τα δέντρα ή από άλλα φυτά διαφέρουν κατά κανόνα από εκείνες οι οποίες παράγουν CCCMC από την πέτρα. Επιπροσθέτως, τα προϊόντα αυτά δεν είναι, κατά την κρίση του τμήματος προσφυγών, συμπληρωματικά. Οι λειτουργίες τους είναι εντελώς διαφορετικές και ουδόλως ανταγωνιστικές. Κατά συνέπεια, το τμήμα προσφυγών κατέληξε ότι το CCCMC και οι ακατέργαστες φυσικές ρητίνες δεν ήταν παρόμοιες (σημείο 40 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

    64

    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι υφίσταται τόσο στενός σύνδεσμος μεταξύ του CCCMC και των ακατέργαστων φυσικών ρητινών, ώστε θα μπορούσε αβίαστα να γίνει δεκτή η ύπαρξη ομοιότητας μεταξύ των εν λόγω προϊόντων. Πράγματι, τα δύο αυτά προϊόντα χρησιμοποιούνται, κατά την προσφεύγουσα, ως ενδιάμεσα προϊόντα κατά την παραγωγή συγκολλητικών ουσιών. Είναι συμπληρωματικά και έχουν το ίδιο αντικείμενο, ήτοι την προαναφερθείσα παραγωγή συγκολλητικών ουσιών. Κατά συνέπεια, οι αγοραστές των εν λόγω προϊόντων είναι, κατά την προσφεύγουσα, οι ίδιοι.

    65

    Πρώτον, επισημαίνεται ότι, εν αντιθέσει προς τις ανωτέρω εξετασθείσες εκτιμήσεις του τμήματος προσφυγών σχετικά με τα προϊόντα «Χρώματα, βερνίκια, λάκες· μέσα προφυλάξεως κατά της σκωρίας και μέσα συντηρήσεως ξύλου· χρωστικές ουσίες· αντιδιαβρωτικές ουσίες», οι εκτιμήσεις του τμήματος προσφυγών όσον αφορά τη σύγκριση μεταξύ του CCCMC και των ακατέργαστων φυσικών ρητινών ορθώς διατυπώνονται μόνο με γνώμονα το ενδιαφερόμενο κοινό, ήτοι το επαγγελματικό κοινό του τομέα της βιομηχανίας. Πράγματι, στην προσβαλλόμενη απόφαση γίνεται λόγος μόνο για χρήση των προϊόντων αυτών για την παραγωγή συγκολλητικών ουσιών, η οποία αποτελεί βιομηχανική χρήση.

    66

    Δεύτερον, πρέπει να επισημανθεί ότι, εν αντιθέσει προς το σύνολο ή προς μέρος των προϊόντων που εξετάσθηκαν από το τμήμα προσφυγών στα σημεία 33 έως 38 της προσβαλλομένης αποφάσεως, προϊόντων των οποίων το CCCMC ήταν δυνητικό συστατικό, το CCCMC δεν χρησιμοποιείται στην παραγωγή ακατέργαστων φυσικών ρητινών διότι αυτές, όπως δηλώνει και η ονομασία τους, είναι ακατέργαστα φυσικά προϊόντα.

    67

    Τρίτον, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί σοβαρά ότι, για τους λόγους που ορθώς επισημάνθηκαν από το τμήμα προσφυγών στο σημείο 39 της προσβαλλομένης αποφάσεως και υπομνήσθηκαν στη σκέψη 62 ανωτέρω, οι ακατέργαστες φυσικές ρητίνες και το CCCMC είναι προϊόντα πολύ διαφορετικά ως προς τη φύση και τον σκοπό τους. Ουδόλως δε είναι ανταγωνιστικά. Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας κατά το οποίο τα προϊόντα αυτά είναι συμπληρωματικά, τούτο δεν τεκμηριώνεται.

    68

    Τέταρτον, η προσφεύγουσα δεν αντικρούει την εκτίμηση του τμήματος προσφυγών κατά την οποία οι εταιρίες οι οποίες εξάγουν ακατέργαστες φυσικές ρητίνες είναι, κατά κανόνα, διαφορετικές από εκείνες που παράγουν CCCMC από την πέτρα.

    69

    Κατόπιν των προεκτεθέντων, τα προβαλλόμενα από την προσφεύγουσα, κατά τα οποία το ίδιο κοινό χρησιμοποιεί τα ως άνω προϊόντα για να παραγάγει το ίδιο προϊόν, ήτοι συγκολλητικές ουσίες, δεν μπορούν να δικαιολογήσουν διαπίστωση ομοιότητας των επίμαχων προϊόντων, υπό την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009. Το ενδιαφερόμενο κοινό, το οποίο αποτελείται από επαγγελματίες του τομέα της βιομηχανίας, θα αντιληφθεί ευχερώς ότι τα ως άνω προϊόντα, καίτοι υποβοηθούν τη βιομηχανική του δραστηριότητα παραγωγής συγκολλητικών ουσιών, εντούτοις παραμένουν προϊόντα εντελώς διαφορετικά.

    70

    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο μοναδικός λόγος τον οποίο προβάλλει η προσφεύγουσα είναι απορριπτέος καθόσον αφορά τις «ακατέργαστες φυσικές ρητίνες», τις οποίες προσδιορίζει το αμφισβητούμενο σήμα.

    – Όσον αφορά τα «επιχρίσματα»

    71

    Στο σημείο 41 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι τα επιχρίσματα είναι διακοσμητικά υλικά επιστρώσεως τα οποία τοποθετούνται σε τοίχους κτιρίων ή υλικά τα οποία χρησιμοποιούνται για να επενδύσουν τους υπό κατασκευή αγωγούς καπνοδόχου. Επίσης, επισήμανε ότι, καίτοι αληθεύει ότι τα εν λόγω προϊόντα ενδέχεται να περιέχουν CCCMC μεταξύ των συστατικών τους, έχουν διαφορετική φύση, λειτουργία και χρήση. Πράγματι, τα εν λόγω προϊόντα χρησιμοποιούνται, κατά το τμήμα προσφυγών, στον κατασκευαστικό τομέα, για εξωραϊστικούς και διακοσμητικούς λόγους, ενώ το CCCMC είναι πρώτη ύλη η οποία προστίθεται σε διάφορα τελικά προϊόντα προκειμένου να περιοριστεί η κατανάλωση ακριβότερων συνδετικών υλικών ή προκειμένου να βελτιωθούν ορισμένες ιδιότητες των αναμεμειγμένων υλικών. Επιπροσθέτως, τα επιχρίσματα δεν εξάγονται ή παράγονται από τις ίδιες εταιρίες ούτε απευθύνονται στον ίδιο τύπο καταναλωτή. Ως εκ τούτου, το τμήμα προσφυγών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα εν λόγω προϊόντα και το CCCMC δεν είναι παρόμοια.

    72

    Η προσφεύγουσα αμφισβητεί το συμπέρασμα του τμήματος προσφυγών, προβάλλοντας ότι υφίσταται έντονη ομοιότητα μεταξύ του CCCMC και των επιχρισμάτων. Κατ’ αυτήν, τα επιχρίσματα με βάση τον ασβέστη, τα οποία υπάγονται στην κατηγορία «επιχρίσματα», αποτελούνται κατά κύριο λόγο από ασβέστη ως πληρωτικό υλικό, ο δε ασβέστης είναι συνώνυμο του ανθρακικού ασβεστίου. Η αναλογία του ανθρακικού ασβεστίου στον σοβά θα μπορούσε να φτάνει έως και το 70 %. Το ανθρακικό ασβέστιο, χρησιμοποιούμενο ως πληρωτικό υλικό για γύψινα, επίσης εμπίπτει στο CCCMC.

    73

    Επισημαίνεται ότι, καίτοι η προσφεύγουσα εκθέτει, χωρίς να αντικρούεται, ότι στα επιχρίσματα συμπεριλαμβάνονται προϊόντα τα οποία περιέχουν CCCMC, εντούτοις δεν αμφισβητεί την εκτίμηση του τμήματος προσφυγών κατά την οποία το εκάστοτε κοινό το οποίο αφορούν τα επιχρίσματα και το CCCMC είναι διαφορετικό.

    74

    Επομένως, δεν αμφισβητείται ότι το CCCMC αποτελεί προϊόν προοριζόμενο αποκλειστικώς για το επαγγελματικό κοινό του τομέα της βιομηχανίας, το οποίο εν προκειμένω εμπλέκεται στην παραγωγή επιχρισμάτων, ενώ τα επιχρίσματα τα οποία παράγονται από τη βιομηχανία αυτή προορίζονται για τις κατασκευαστικές εταιρίες και, ενδεχομένως, για το ευρύ κοινό.

    75

    Υπό τις συνθήκες αυτές, οι οποίες αναδεικνύουν την έλλειψη ταυτιζόμενου κοινού μεταξύ του CCCMC και των επιχρισμάτων, ορθώς το τμήμα προσφυγών κατέληξε ότι τα εν λόγω προϊόντα δεν μπορούσαν να θεωρηθούν παρόμοια, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009.

    76

    Το συμπέρασμα αυτό δεν αίρεται από το επιχείρημα της προσφεύγουσας κατά το οποίο οι κατασκευαστές γύψινων και άλλων επιχρισμάτων στους οποίους η προσφεύγουσα προμήθευσε CCCMC υπό το σήμα της Calcilit θα σχηματίσουν οπωσδήποτε την πεποίθηση, βλέποντας να διατίθενται στο εμπόριο επιχρίσματα από τρίτον υπό σήμα συνιστάμενο στην ίδια επωνυμία, ότι ο ίδιος κατασκευαστής άρχισε να κατασκευάζει και να πωλεί, στο πλαίσιο καθετοποιήσεως και υπό το ίδιο σήμα γενικώς, τόσο CCCMC όσο και επιχρίσματα με βάση το CCCMC.

    77

    Πράγματι, το εν λόγω επιχείρημα παραβλέπει την προπαρατεθείσα στη σκέψη 44 νομολογία, κατά την οποία το ενδιαφερόμενο κοινό το οποίο πρέπει να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της συγκρίσεως των επίμαχων προϊόντων αποτελείται από καταναλωτές δυνάμενους να χρησιμοποιήσουν τόσο τα προϊόντα υπό το προγενέστερο σήμα όσο και τα προϊόντα υπό το αμφισβητούμενο σήμα. Εντούτοις, ούτε αποδείχθηκε ούτε καν προβλήθηκε από την προσφεύγουσα ότι οι βιομηχανικοί φορείς του τομέα της παραγωγής επιχρισμάτων, τα οποία καταναλώνουν CCCMC για την εν λόγω παραγωγή, θα χρησιμοποιούσαν και επιχρίσματα για την ως άνω παραγωγή.

    78

    Κατόπιν των προεκτεθέντων, είναι απορριπτέος ο μοναδικός λόγος τον οποίον προέβαλε η προσφεύγουσα όσον αφορά τα προϊόντα «επιχρίσματα», τα οποία προσδιορίζει το αμφισβητούμενο σήμα.

    Συμπέρασμα

    79

    Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει μερικώς δεκτή η προσφυγή και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσον το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι τα προϊόντα «Χρώματα, βερνίκια, λάκες· μέσα προφυλάξεως κατά της σκωρίας και μέσα συντηρήσεως ξύλου· χρωστικές ουσίες· αντιδιαβρωτικές ουσίες», τα οποία αφορά το αμφισβητούμενο σήμα, δεν προσομοιάζουν προς το CCCMC. Κατά τα λοιπά, η προσφυγή απορρίπτεται.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    80

    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα αν οι διάδικοι ηττήθηκαν σε ένα ή περισσότερα από τα αιτήματά τους αντιστοίχως. Πάντως, αν τούτο δικαιολογείται από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ένας διάδικος, πέραν των δικαστικών εξόδων του, φέρει και μέρος των εξόδων του αντιδίκου.

    81

    Εν προκειμένω, δεδομένου ότι όλοι οι διάδικοι ηττήθηκαν μερικώς, καθένας εξ αυτών πρέπει να φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

     

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

    αποφασίζει:

     

    1)

    Ακυρώνει την απόφαση του τετάρτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) της 4ης Σεπτεμβρίου 2014 (υπόθεση R 753/2013‑4), καθόσον αφορά τα προϊόντα «Χρώματα, βερνίκια, λάκες· μέσα προφυλάξεως κατά της σκωρίας και μέσα συντηρήσεως ξύλου· χρωστικές ουσίες· αντιδιαβρωτικές ουσίες», τα οποία προσδιορίζει το αμφισβητούμενο σήμα.

     

    2)

    Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

     

    3)

    Η Alpha Calcit Füllstoffgesellschaft mbH, το EUIPO και η Materis Paints Italia SpA φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

     

    Frimodt Nielsen

    Dehousse

    Collins

    Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 19 Ιουλίου 2016.

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

    Top