Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62014TJ0703

Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 26ης Ιανουαρίου 2017.
Δίκτυο Αμυντικών Βιομηχανιών Nετ ΑΕΒΕ κατά Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Ρήτρα διαιτησίας – Σύμβαση Firerob συναφθείσα στο πλαίσιο του εβδόμου προγράμματος-πλαισίου δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (2007-2013) – Επιλέξιμες δαπάνες – Αίτημα επιστροφής των ποσών που καταβλήθηκαν στην ενάγουσα – Ανάθεση ασκήσεως εξουσιών – Παραδεκτό – Καταχρηστική άσκηση συμβατικών δικαιωμάτων – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη – Αναλογικότητα.
Υπόθεση T-703/14.

ECLI identifier: ECLI:EU:T:2017:34

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 26ης Ιανουαρίου 2017 (*)

«Ρήτρα διαιτησίας – Σύμβαση Firerob συναφθείσα στο πλαίσιο του εβδόμου προγράμματος-πλαισίου δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (2007-2013) – Επιλέξιμες δαπάνες – Αίτημα επιστροφής των ποσών που καταβλήθηκαν στην ενάγουσα – Ανάθεση ασκήσεως εξουσιών – Παραδεκτό – Καταχρηστική άσκηση συμβατικών δικαιωμάτων – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη – Αναλογικότητα»

Στην υπόθεση T-703/14,

Δίκτυο Αμυντικών Βιομηχανιών Net Α.Ε.Β.Ε, με έδρα την Καισαριανή (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από τους K. Δάμη και Eυ. Χρυσοχοΐδου, δικηγόρους,

ενάγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους R. Lyal, M. Κωνσταντινίδη και Aικ. Κυρατσού,

εναγομένης,

με αντικείμενο αγωγή βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ με την οποία ζητείται από το Γενικό Δικαστήριο, αφενός, να αναγνωρίσει ότι η Επιτροπή αθέτησε τις συμβατικές υποχρεώσεις της εκδίδοντας το χρεωστικό σημείωμα υπ’ αριθ. 3241409008, της 25ης Ιουλίου 2014, και ότι οι δαπάνες που δήλωσε η ενάγουσα στο πλαίσιο της συμβάσεως FP7-SME-2007-222303, σχετικά με την υλοποίηση του έργου «FIREROB – Autonomous Fire-Fighting Robotic Vehicle», είναι επιλέξιμες και, αφετέρου, να υποχρεώσει την Επιτροπή να εκδώσει πιστωτικό σημείωμα για ποσό 64 574,73 ευρώ,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Dittrich, πρόεδρο, J. Schwarcz και V. Tomljenović (εισηγήτρια), δικαστές,

γραμματέας: Σ. Σπυροπούλου, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 7ης Σεπτεμβρίου 2016,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Το ιστορικό της διαφοράς

1        Η ενάγουσα, Δίκτυο Αμυντικών Βιομηχανιών Νετ ΑΕΒΕ, είναι ελληνική εταιρία που συστάθηκε το 1998. Η κύρια αποστολή της είναι η καλλιέργεια της συνεργασίας μεταξύ των εταιριών μελών της προκειμένου να παρέχει ολοκληρωμένες λύσεις σε αμυντικά και πολιτικά έργα. Η εν λόγω εταιρία αναλαμβάνει την κατασκευή συναρμολογούμενων προϊόντων, την κατεργασία πολύπλοκων εξαρτημάτων, καθώς και τη διαχείριση και τον έλεγχο της παραγωγής των εταιριών μελών της.

2        Στις 18 Δεκεμβρίου 2006, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσαν την απόφαση 1982/2006/ΕΚ, σχετικά με το έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (2007-2013) (ΕΕ 2006, L 412, σ. 1, στο εξής: πρόγραμμα-πλαίσιο). Το εν λόγω πρόγραμμα-πλαίσιο αποτελεί το κύριο μέσο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα της χρηματοδοτήσεως της έρευνας. Καλύπτει την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 2007 έως 31 Δεκεμβρίου 2013. Το πρόγραμμα-πλαίσιο περιλαμβάνει τέσσερα είδη δράσεων που αποτελούν ειδικά προγράμματα.

3        Στις 27 Αυγούστου 2007, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, εκπροσωπούμενη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, και ο συντονιστής μιας κοινοπραξίας, η DOK-ING d.o.o., συνήψαν τη σύμβαση FP7-SME-2007-222303, για την εκτέλεση του έργου «FIREROB – Autonomous Fire-Fighting Robotic Vehicle» (στο εξής: σύμβαση Firerob). Η ενάγουσα, δικαιούχος της επιδοτήσεως, είναι ένα από τα μέλη της κοινοπραξίας. Η σύμβαση είχε διάρκεια δύο ετών, με έναρξη την 1η Ιουλίου 2008, και το έργο ολοκληρώθηκε προσηκόντως κατά την ενάγουσα. Το έργο αφορούσε το σκέλος «Έρευνα προς όφελος των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων» του ειδικού προγράμματος «Ικανότητες» του προγράμματος-πλαισίου.

4        Στο πλαίσιο της εκτελέσεως της συμβάσεως Firerob, η ενάγουσα έλαβε το ποσό των 102 924 ευρώ, από το οποίο κατέβαλε ποσό 85 340 ευρώ σε άλλο μέλος της κοινοπραξίας. Η ενάγουσα είχε δηλώσει δαπάνες ύψους 254 521 ευρώ, για τις οποίες η συνεισφορά της Ένωσης ανερχόταν σε 201 806,95 ευρώ.

5        Το άρθρο 9, πρώτο εδάφιο, της συμβάσεως Firerob ορίζει ότι η σύμβαση διέπεται από τους όρους της, από «τις πράξεις [της Ένωσης] για το έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο, από τον δημοσιονομικό κανονισμό που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό, από τις εκτελεστικές του ρυθμίσεις, καθώς και από τις λοιπές διατάξεις του δικαίου [της Ένωσης] και, επικουρικώς, από το βελγικό δίκαιο».

6        Το άρθρο 9, τρίτο εδάφιο, της συμβάσεως Firerob προβλέπει ότι το Γενικό Δικαστήριο ή, επί αναιρέσεως, το Δικαστήριο είναι αποκλειστικά αρμόδια προς επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς μεταξύ της Ένωσης και ενός δικαιούχου επιδοτήσεως, όσον αφορά την ερμηνεία, την εφαρμογή ή το κύρος των εν λόγω συμβάσεων επιδοτήσεως και των αποφάσεων της Επιτροπής που επιβάλλουν χρηματικές υποχρεώσεις.

7        Κατά το άρθρο ΙΙ.22, παράγραφος 1, του παραρτήματος ΙΙ της συμβάσεως Firerob, με τίτλο «Γενικοί όροι», η Επιτροπή μπορεί, έως πέντε έτη μετά τη λήξη των επίμαχων έργων, να διενεργήσει οικονομικό έλεγχο είτε από εξωτερικούς ελεγκτές είτε από τις δικές της υπηρεσίες ή από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολεμήσεως της Απάτης (OLAF).

8        Το άρθρο II.22, παράγραφος 6, του παραρτήματος II της συμβάσεως Firerob προβλέπει ότι η Επιτροπή λαμβάνει, βάσει των πορισμάτων του οικονομικού ελέγχου, κατάλληλα μέτρα, συμπεριλαμβανομένων της εκδόσεως εντάλματος εισπράξεως των καταβληθέντων από αυτήν ποσών και της επιβολής κυρώσεων.

9        Με επιστολή της 22ας Ιουνίου 2009 (στο εξής: επιστολή της 22ας Ιουνίου 2009), η Επιτροπή ενημέρωσε τον συντονιστή της κοινοπραξίας ότι είχε μεταβιβάσει στον Εκτελεστικό Οργανισμό Έρευνας (ΕΟΕ) «τα περισσότερα» από τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της που απέρρεαν από τη σύμβαση Firerob, δηλαδή μεταξύ άλλων την υπογραφή των τροποποιήσεων της συμβάσεως Firerob, τον έλεγχο της υλοποιήσεως των συμφωνιών επιχορηγήσεως, τις πληρωμές και τις ανακτήσεις, τη διενέργεια ορισμένων χρηματοοικονομικών πράξεων ή την επιβολή κυρώσεων. Η Επιτροπή διατήρησε ορισμένα καθήκοντα. Η σύμβαση Firerob είχε, επομένως, τροποποιηθεί από 15ης Ιουνίου 2009 ενόψει των μεταβολών αυτών.

10      Με επιστολή της 1ης Ιουλίου 2009, ο συντονιστής βεβαίωσε ότι παρέλαβε την επιστολή της 22ας Ιουνίου 2009 και δήλωσε ότι ενημέρωσε τα λοιπά μέλη της κοινοπραξίας.

11      Μετά την ολοκλήρωση του έργου, ο ΕΟΕ ανέθεσε σε γερμανική εταιρία ορκωτών ελεγκτών να διενεργήσει, το διάστημα μεταξύ 8 και 31 Μαΐου 2012, εξωτερικό έλεγχο προκειμένου να ελεγχθούν οι δαπάνες που δήλωσε η ενάγουσα για τη σύμβαση Firerob. Ο έλεγχος στις εγκαταστάσεις της επιχειρήσεως διενεργήθηκε από ελληνική εταιρία ορκωτών ελεγκτών.

12      Στις 16 Οκτωβρίου 2012, κοινοποιήθηκε στην ενάγουσα το σχέδιο εκθέσεως οικονομικού ελέγχου 12-BA176-003, σχετικά με την οικονομική εκτέλεση της συμβάσεως Firerob (στο εξής: σχέδιο εκθέσεως ελέγχου). Η ενάγουσα κλήθηκε να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της επί του σχεδίου αυτού. Με το εν λόγω σχέδιο, η ελεγκτική εταιρία πρότεινε δημοσιονομικές διορθώσεις ύψους 83 361 ευρώ υπέρ της Επιτροπής, με το αιτιολογικό ότι η ενάγουσα είχε αθετήσει τις συμβατικές υποχρεώσεις της.

13      Με επιστολή της 29ης Οκτωβρίου 2012, η ενάγουσα υπέβαλε στην Επιτροπή τις παρατηρήσεις της επί του σχεδίου εκθέσεως ελέγχου, υποστηρίζοντας ότι το σχέδιο αυτό περιείχε εσφαλμένες εκτιμήσεις.

14      Με επιστολή της 5ης Μαρτίου 2013 με στοιχεία αναφοράς Ares(2013)286633, η «Ευρωπαϊκή Επιτροπή/Εκτελεστικός Οργανισμός Έρευνας» ενημέρωσε την ενάγουσα ότι είχε εγκρίνει τα πορίσματα του οικονομικού ελέγχου και της κοινοποίησε αντίγραφο της υπ’ αριθ. 12-BA176-003 τελικής εκθέσεως οικονομικού ελέγχου, της 5ης Δεκεμβρίου 2012, σχετικά με την οικονομική εκτέλεση της συμβάσεως Firerob εκ μέρους της ενάγουσας (στο εξής: έκθεση οικονομικού ελέγχου). Στην εν λόγω έκθεση, η ελεγκτική εταιρία διατήρησε την πρότασή της για δημοσιονομικές διορθώσεις ύψους 83 361 ευρώ υπέρ της Επιτροπής, με το αιτιολογικό ότι η ενάγουσα αθέτησε τις συμβατικές υποχρεώσεις της.

15      Με επιστολή της 6ης Απριλίου 2013, η ενάγουσα πληροφόρησε τον ΕΟΕ ότι θεωρούσε την έκθεση ελέγχου ανακριβή, εσφαλμένη και αναξιόπιστη και πρότεινε συνάντηση για το θέμα αυτό.

16      Με την υπό στοιχεία αναφοράς Ares(2013)555399 επιστολή της 8ης Απριλίου 2013, σχετικά με προκαταρτική έρευνα για τη διαδικασία εισπράξεως, η «Ευρωπαϊκή Επιτροπή/Εκτελεστικός Οργανισμός Έρευνας» ενημέρωσε την ενάγουσα ότι επρόκειτο να συνεχίσει τη διαδικασία εισπράξεως για ποσό 47 046,03 ευρώ και ότι, εφόσον η ενάγουσα δεν διατύπωνε παρατηρήσεις εντός δύο εβδομάδων, θα της αποστελλόταν χρεωστικό σημείωμα. Η ενάγουσα απάντησε με επιστολή της 18ης Απριλίου 2013.

17      Με επιστολή της 9ης Αυγούστου 2013, υπό στοιχεία αναφοράς Ares(2013)2862133, η «Ευρωπαϊκή Επιτροπή/Εκτελεστικός Οργανισμός Έρευνας» επιβεβαίωσε τα πορίσματα της εκθέσεως ελέγχου και το προς είσπραξη ποσό ύψους 47 046,03 ευρώ. Επιπλέον, ενημέρωσε την ενάγουσα για την πρόθεσή της να ζητήσει την καταβολή κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεων ύψους 17 528,70 ευρώ και ότι, εφόσον η ενάγουσα δεν διατύπωνε παρατηρήσεις εντός 30 ημερών, θα της αποστελλόταν χρεωστικό σημείωμα ύψους 64 574,73 ευρώ. Η ενάγουσα υπέβαλε παρατηρήσεις επί της επιστολής αυτής στις 27 Φεβρουαρίου 2014 κατόπιν σχετικής υπομνήσεως εκ μέρους του ΕΟΕ.

18      Με επιστολή της 30ής Απριλίου 2014, υπό στοιχεία αναφοράς Ares(2014)1372215, η «Ευρωπαϊκή Επιτροπή/Εκτελεστικός Οργανισμός Έρευνας» επιβεβαίωσε την απόφαση περί ανακτήσεως του ποσού των 64 574,73 ευρώ.

19      Με το χρεωστικό σημείωμα 3241409008 της 25ης Ιουλίου 2014, ο «Εκτελεστικός Οργανισμός Έρευνας, ενεργώντας κατ’ ενάσκηση των εξουσιών που του ανέθεσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή», ζήτησε από την ενάγουσα να καταβάλει το ποσό των 64 574,73 ευρώ το αργότερο μέχρι τις 8 Σεπτεμβρίου 2014 (στο εξής: επίδικο χρεωστικό σημείωμα).

20      Με επιστολή της 26ης Φεβρουαρίου 2016, η «Ευρωπαϊκή Επιτροπή/Εκτελεστικός Οργανισμός Έρευνας» ενημέρωσε την ενάγουσα για τη μερική ακύρωση του επίμαχου χρεωστικού σημειώματος. Με την εν λόγω επιστολή, επισημαινόταν μεταξύ άλλων, αφενός, ότι το προς ανάκτηση ποσό έπρεπε να υπολογιστεί αφαιρώντας από την οικονομική συνεισφορά της Ένωσης που έλαβε η ενάγουσα τη συνεισφορά που είχε δικαίωμα να λάβει σύμφωνα με την έκθεση ελέγχου και, αφετέρου, ότι δεν ζητούνταν πλέον η καταβολή κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεων. Διευκρινιζόταν ότι το προς ανάκτηση ποσό είχε μειωθεί κατά 27 327,68 ευρώ και ότι η ενάγουσα υποχρεούτο, βάσει του επίδικου χρεωστικού σημειώματος, να επιστρέψει το ποσό των 37 247,05 ευρώ, πλέον τόκων.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

21      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 2 Οκτωβρίου 2014, η ενάγουσα άσκησε την υπό κρίση αγωγή.

22      Με χωριστό δικόγραφο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου αυθημερόν, η ενάγουσα υπέβαλε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, βάσει των άρθρων 104 επ. του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 1991, με αίτημα την αναστολή εκτελέσεως του χρεωστικού σημειώματος και «κάθε άλλης συναφούς πράξεως ή παραλείψεως» μέχρις ότου το Γενικό Δικαστήριο αποφανθεί επί της ουσίας. Η Επιτροπή υπέβαλε γραπτές παρατηρήσεις επί της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων στις 20 Οκτωβρίου 2014. Με διάταξη της 27ης Οκτωβρίου 2014, Δίκτυο Αμυντικών Βιομηχανιών Net κατά Επιτροπής (T-703/14 R, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:914), ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων απέρριψε την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.

23      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Δεκεμβρίου 2014, η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου δυνάμει του άρθρου 114 του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991. Με διάταξη της 4ης Ιουνίου 2015, το Γενικό Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφάσισε να εξετάσει την ένσταση απαραδέκτου μαζί με την ουσία της υποθέσεως.

24      Κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας κατ’ άρθρο 89 του Κανονισμού Διαδικασίας του, υπέβαλε γραπτές ερωτήσεις στην ενάγουσα και στην Επιτροπή και τις κάλεσε να προσκομίσουν αντίγραφα ορισμένων εγγράφων.

25      Στις 26 Ιουλίου 2016, η ενάγουσα απάντησε στις γραπτές ερωτήσεις και προσκόμισε τα έγγραφα που της ζητήθηκαν εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

26      Στις 15 Ιουλίου 2016, δηλαδή εντός της ταχθείσας προθεσμίας, η Επιτροπή απάντησε στο μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας με το οποίο το Γενικό Δικαστήριο την είχε καλέσει να διατυπώσει τη γνώμη της για το εάν συνέτρεχε λόγος καταργήσεως της δίκης επί της παρούσας διαφοράς. Επιπλέον, η Επιτροπή έκρινε ότι δεν ήταν απαραίτητο να απαντήσει στα λοιπά μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, δεδομένου ότι θεωρούσε ότι δεν είχε συμβληθεί με την ενάγουσα και δεν είχε συμμετάσχει στην εκτέλεση της επίμαχης επιδοτήσεως.

27      Με επιστολή της 24ης Αυγούστου 2016 που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 25 Αυγούστου 2016, η Επιτροπή διαβίβασε στο Γενικό Δικαστήριο αντίγραφα ορισμένων εγγράφων προς συμπλήρωση της απαντήσεώς της στα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας.

28      Η ενάγουσα ανέπτυξε προφορικώς τις παρατηρήσεις της και απάντησε στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 7ης Σεπτεμβρίου 2016. Κατά την εν λόγω επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή ανέπτυξε προφορικώς τις παρατηρήσεις της, αλλά θεώρησε ότι δεν ήταν απαραίτητο να απαντήσει σε ορισμένες ερωτήσεις που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο, ισχυριζόμενη ότι δεν είχε συμβληθεί με την ενάγουσα και δεν είχε συμμετάσχει στην εκτέλεση της επίμαχης επιδοτήσεως.

29      Με το δικόγραφο της αγωγής, η ενάγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να αναγνωριστεί ότι το επίδικο χρεωστικό σημείωμα με το οποίο η «Επιτροπή» ζητεί την επιστροφή ποσού 64 574,73 ευρώ συνιστά παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων της Επιτροπής και είναι παντελώς αβάσιμο, και ότι οι δαπάνες τις οποίες υπέβαλε στο πλαίσιο της επίδικης συμβάσεως είναι επιλέξιμες·

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να εκδώσει πιστωτικό σημείωμα ύψους 64 574,73 ευρώ.

30      Επιπλέον, με τις παρατηρήσεις επί της ενστάσεως απαραδέκτου, η ενάγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την ένσταση απαραδέκτου·

–        επικουρικώς, να κοινοποιήσει την παρούσα διαδικασία στον ΕΟΕ, προκειμένου να συμμετάσχει ως ορίσει το Γενικό Δικαστήριο·

–        να διατάξει τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης προκειμένου να εξεταστεί το πόρισμα της εκθέσεως ελέγχου ότι «υπάρχει έλλειψη εναλλακτικών αποδείξεων προς επιβεβαίωση των αιτηθεισών δαπανών προσωπικού»·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

31      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η ενάγουσα δήλωσε ότι αποσύρει το αίτημά της να υποχρεώσει το Γενικό Δικαστήριο την Επιτροπή να εκδώσει πιστωτικό σημείωμα ύψους 64 574,73 ευρώ, η δήλωσή της δε αυτή σημειώθηκε στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

32      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αγωγή ως απαράδεκτη «κατά το μέρος της που την αφορά»·

–        να απορρίψει την αγωγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

33      Η ενάγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, τέσσερις λόγους στους οποίους στηρίζει την αγωγή της. Με τον πρώτο λόγο προβάλλεται ότι η ενάγουσα θεωρεί ότι η μείωση, από την Επιτροπή, των επιλέξιμων δαπανών προσωπικού ήταν αδικαιολόγητη και παράνομη. Με τον δεύτερο λόγο προβάλλεται καταχρηστική άσκηση εκ μέρους της Επιτροπής των συμβατικών της δικαιωμάτων, με τον τρίτο λόγο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και με τον τέταρτο λόγο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

34      Η Επιτροπή προβάλλει ένσταση απαραδέκτου δυνάμει του άρθρου 130 του Κανονισμού Διαδικασίας, αντλούμενη κατ’ ουσίαν από το ότι, κατ’ αυτήν, δεν έχει την ιδιότητα της εναγομένης στην υπό κρίση διαφορά.

35      Πρέπει, πρώτον, να εξεταστεί εάν εξακολουθεί να υφίσταται μέρος του αντικειμένου της παρούσας διαφοράς κατόπιν της εκδόσεως επιστολής με την οποία ακυρώνεται εν μέρει το επίδικο χρεωστικό σημείωμα, στη συνέχεια να εξεταστεί το παραδεκτό της παρούσας αγωγής όσον αφορά την ιδιότητα της Επιτροπής ως εναγομένης και, τέλος, να εξετασθεί η ουσία της υπό κρίση αγωγής.

 Επί του αντικειμένου της διαφοράς

36      Κατά πάγια νομολογία, το αντικείμενο της διαφοράς, όπως προσδιορίζεται στην αγωγή, πρέπει να υφίσταται κατά τον χρόνο ασκήσεώς της και πρέπει να εξακολουθεί να υφίσταται έως την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως, άλλως παρέλκει η έκδοση αποφάσεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 7ης Ιουνίου 2007, Wunenburger κατά Επιτροπής, C-362/05 P, EU:C:2007:322, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

37      Με επιστολή της 26ης Φεβρουαρίου 2016, η «Ευρωπαϊκή Επιτροπή/Εκτελεστικός Οργανισμός Έρευνας» ενημέρωσε την ενάγουσα για τη μερική ακύρωση του επίδικου χρεωστικού σημειώματος. Με την επιστολή αυτή, η «Ευρωπαϊκή Επιτροπή/Εκτελεστικός Οργανισμός Έρευνας» δήλωσε μεταξύ άλλων ότι το επιστρεπτέο ποσό μειώθηκε κατά 27 327,68 ευρώ και ότι η ενάγουσα υποχρεούται, βάσει του επίδικου χρεωστικού σημειώματος, να επιστρέψει το ποσό των 37 247,05 ευρώ, πλέον τόκων.

38      Απαντώντας σε γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, η ενάγουσα δήλωσε, κατ’ ουσίαν, ότι, κατόπιν της μερικής ακυρώσεως του επίμαχου χρεωστικού σημειώματος, έπρεπε να εκδοθεί απόφαση επί του αντικειμένου της παρούσας διαφοράς για το μέρος του εν λόγω χρεωστικού σημειώματος που δεν είχε ακυρωθεί. Η Επιτροπή προέβαλε ότι το μέρος της αγωγής που αφορά την αποζημίωση μπορεί να θεωρηθεί ως άνευ αντικειμένου.

39      Όπως προκύπτει από την επιστολή της 26ης Φεβρουαρίου 2016, η «Ευρωπαϊκή Επιτροπή/Εκτελεστικός Οργανισμός Έρευνας» επιδίωκε, από την ημερομηνία αυτή, μόνο την είσπραξη απαιτήσεως 37 247,05 ευρώ, πλέον τόκων, και, επομένως, η παρούσα διαφορά κατέστη άνευ αντικειμένου, καθόσον το επίδικο χρεωστικό σημείωμα επιδίωκε την είσπραξη απαιτήσεως που υπερέβαινε αρχικώς το ποσό αυτό.

40      Πρέπει επομένως να γίνει δεκτό ότι παρέλκει η κρίση επί του αιτήματος επιστροφής ποσού μεγαλύτερου των 37 247,05 ευρώ, πλέον τόκων υπολογιζόμενων από την αρχική ημερομηνία που κατέστη απαιτητό το χρεωστικό σημείωμα, καθώς και η κρίση επί των επιχειρημάτων της ενάγουσας που αφορούν την καταβολή κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεων (βλ. σκέψη 20 ανωτέρω).

 Όσον αφορά την ιδιότητα της εναγομένης

41      Η Επιτροπή προβάλλει, κατ’ ουσίαν, ότι με την παρούσα αγωγή έπρεπε να εναχθεί ο ΕΟΕ. Ο ΕΟΕ είναι νομικό πρόσωπο διαφορετικό από την Επιτροπή, που έχει συσταθεί για τη διαχείριση των χρηματοδοτικών προγραμμάτων της Ένωσης. Οι συμβάσεις επιχορηγήσεως συνάπτονται από τους εκτελεστικούς οργανισμούς στο όνομά τους. Οι συμβάσεις επιχορηγήσεως που είχαν συναφθεί πριν από τη σύσταση του εν λόγω οργανισμού αλλά ενέπιπταν στην αρμοδιότητά του ανατέθηκαν στον οργανισμό αυτόν, ο οποίος υποκαταστάθηκε σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της Επιτροπής που απέρρεαν από τις συμφωνίες αυτές. Όσον αφορά τη σύμβαση Firerob, η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν είναι πλέον συμβαλλόμενο μέρος, διότι ο ΕΟΕ την υποκατέστησε σε όλες τις αρμοδιότητές της. Επιπλέον, το επίμαχο χρεωστικό σημείωμα δεν είναι πράξη της Επιτροπής και οι αιτιάσεις ως προς τη βασιμότητά του δεν μπορούν να στραφούν εναντίον της. Ο συντονιστής έλαβε γνώση προσηκόντως για το ότι ο ΕΟΕ είχε υποκαταστήσει την Επιτροπή και, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 3, της συμβάσεως Firerob, οι λοιποί δικαιούχοι θεωρείται ότι έλαβαν γνώση μετά την κοινοποίηση προς τον συντονιστή στη διεύθυνση που ορίζεται στη σύμβαση.

42      Η ενάγουσα αμφισβητεί ότι η παρούσα αγωγή είναι απαράδεκτη. Κατ’ αυτήν, η επιστολή της 22ας Ιουνίου 2009, με την οποία η Επιτροπή ανακοίνωσε στον συντονιστή τη μερική υποκατάστασή της από τον ΕΟΕ στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της από τη σύμβαση Firerob, ουδέποτε της κοινοποιήθηκε. Επομένως, αν όντως υφίσταται πλάνη της ενάγουσας περί τα πράγματα ως προς το πρόσωπο του εναγομένου, η ενάγουσα δεν φέρει ευθύνη για την πλημμέλεια αυτή. Περαιτέρω, τα έγγραφα που απεστάλησαν στην ενάγουσα πριν από την έκδοση του χρεωστικού σημειώματος φέρουν την ένδειξη τόσο της Επιτροπής όσο και του ΕΟΕ, η δε έκθεση ελέγχου καθώς και το σχέδιο της εκθέσεως διευκρίνιζαν ότι καταρτίστηκαν κατόπιν αιτήσεως της Επιτροπής.

43      Όσον αφορά το κατά πόσον η παρούσα αγωγή έπρεπε να ασκηθεί κατά του ΕΟΕ, πρέπει να τονιστεί ότι, κατά το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) 58/2003 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 2002, περί θεσπίσεως του καταστατικού των εκτελεστικών οργανισμών που είναι επιφορτισμένοι με ορισμένα καθήκοντα σχετικά με τη διαχείριση κοινοτικών προγραμμάτων (ΕΕ 2003, L 11, σ. 1), ο εκτελεστικός οργανισμός είναι οργανισμός της Ένωσης επιφορτισμένος με αποστολή παροχής δημόσιας υπηρεσίας και έχει νομική προσωπικότητα. Το άρθρο 21, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού ορίζει ότι η συμβατική ευθύνη του εκτελεστικού οργανισμού διέπεται από τον νόμο που έχει εφαρμογή στη συγκεκριμένη σύμβαση.

44      Πρέπει να υπομνησθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο, δικάζον στο πλαίσιο ρήτρας διαιτησίας δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, πρέπει να επιλύσει τη διαφορά βάσει του εφαρμοστέου επί της συμβάσεως ουσιαστικού δικαίου. Ωστόσο, από τη νομολογία προκύπτει ότι υφίσταται γενική αρχή του δικαίου κατά την οποία κάθε δικαστήριο εφαρμόζει τους δικούς του δικονομικούς κανόνες (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 17ης Ιουνίου 2010, CEVA κατά Επιτροπής, T-428/07 και T‑455/07, EU:T:2010:240, σκέψη 108, και της 13ης Ιουνίου 2012, Insula κατά Επιτροπής, T-246/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:287, σκέψεις 87 και 88 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

45      Συναφώς, διαπιστώνεται ότι η έλλειψη της ιδιότητας του εναγομένου αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του δικονομικού δικαίου και, ως εκ τούτου, πρέπει να εξεταστεί βάσει των διατάξεων που ισχύουν για το επιληφθέν δικαστήριο (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 1976, Pellegrini κατά Επιτροπής και Flexon-Italia, 23/76, EU:C:1976:174, σκέψεις 31 και 32, και διάταξη της 4ης Ιουνίου 2013, Elitaliana κατά Eulex Kosovo, T-213/12, EU:T:2013:292, σκέψη 45· βλ. επίσης, κατ’ αναλογίαν, προτάσεις της γενικής εισαγγελέως J. Kokott στην υπόθεση Planet κατά Επιτροπής, C-564/13 P, EU:C:2014:2352, σημείο 25), δηλαδή, ιδίως, των διατάξεων του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου. Σύμφωνα με το δικονομικό δίκαιο που εφαρμόζεται στο Γενικό Δικαστήριο, η ιδιότητα ενός οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης ως εναγομένου μπορεί, στο πλαίσιο αγωγής δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, να καθορίζεται κυρίως από τις ρήτρες της επίμαχης συμβάσεως και από το εφαρμοστέο για την ερμηνεία της δίκαιο, καθώς και από τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που διέπουν τη νομική προσωπικότητα του εν λόγω οργάνου ή οργανισμού.

46      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η σύμβαση Firerob συνήφθη αρχικώς μεταξύ της Ένωσης, μέσω της Επιτροπής, και του συντονιστή, και τούτο πριν από τη σύσταση του ΕΟΕ. Ωστόσο, οι διάδικοι στην παρούσα διαφορά διαφωνούν ως προς το αν μεταγενέστερα περιστατικά είχαν ως συνέπεια τη μεταβίβαση στον ΕΟΕ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων της Επιτροπής που απέρρεαν από την εν λόγω σύμβαση, οπότε η υπό κρίση αγωγή θα έπρεπε να στραφεί κατ’ αυτού.

47      Επομένως, πρέπει να εξεταστεί, αφενός, εάν οι ρήτρες της συμβάσεως Firerob τροποποιήθηκαν με αποτέλεσμα ο ΕΟΕ να υποκατασταθεί, ως διάδικος, σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της Επιτροπής που απέρρεαν από την εν λόγω σύμβαση και, αφετέρου, εάν υφίσταται διάταξη του δικαίου της Ένωσης που να παράγει ένα τέτοιο αποτέλεσμα.

48      Πρώτον, όσον αφορά τους όρους της συμβάσεως Firerob σχετικά με την τροποποίησή της, πρέπει να τονιστεί ότι το άρθρο II.36, παράγραφοι 1 και 3, του παραρτήματός της II ορίζει ότι καθένα από τα μέρη μπορεί να ζητήσει τροποποίηση της συμβάσεως επιχορηγήσεως και ότι αυτό το αίτημα τροποποιήσεως εγκρίνεται ή απορρίπτεται από τον αντισυμβαλλόμενο, κατ’ αρχήν, στο σύνολό του. Αφενός, το άρθρο II.37, παράγραφος 1, του εν λόγω παραρτήματος προβλέπει ότι τα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να εγκρίνουν ή να απορρίψουν κάθε έγκυρο αίτημα τροποποιήσεως ή λύσεως εντός 45 ημερών από την παραλαβή του. Αφετέρου, προβλέπει ότι η απουσία απαντήσεως εντός 45 ημερών από την παραλαβή του σχετικού αιτήματος θεωρείται απόρριψη. Η διάταξη αυτή εκφράζει τη βούληση των συμβαλλομένων στη σύμβαση Firerob να προβλέψουν, λόγω της περιπλοκότητας του σχεδίου και του νομικού πλαισίου που έχει εφαρμογή σ’ αυτό, ότι κάθε τροποποίησή της πρέπει να είναι ρητή. Συναφώς, τα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να εγκρίνουν ή να απορρίπτουν ρητώς κάθε αίτημα τροποποιήσεως που υποβάλλει ο αντισυμβαλλόμενος. Επιπλέον, η απουσία απαντήσεως που να δηλώνει σαφώς τη συναίνεση στην τροποποίηση θεωρείται απόρριψη. Επομένως, από τις διατάξεις αυτές προκύπτει σαφώς ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να τροποποιήσει μονομερώς τους όρους της συμβάσεως Firerob χωρίς τη ρητή συναίνεση του αντισυμβαλλομένου.

49      Διαπιστώνεται όμως ότι η Επιτροπή δεν προσκόμισε στο Γενικό Δικαστήριο κανένα έγγραφο που να αποδεικνύει ότι επιδίωξε τη συναίνεση της αντισυμβαλλομένης για την τροποποίηση της συμβάσεως Firerob προκειμένου ο ΕΟΕ να υποκατασταθεί, ως συμβαλλόμενος, σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της που απέρρεαν από την εν λόγω σύμβαση.

50      Ειδικότερα, η επιστολή της 22ας Ιουνίου 2009, με την οποία η Επιτροπή ενημέρωσε τον συντονιστή της κοινοπραξίας ότι τα περισσότερα από τα δικαιώματα που είχε και τις υποχρεώσεις που έφερε βάσει της συμβάσεως Firerob μεταβιβάστηκαν στον ΕΟΕ και ότι η εν λόγω σύμβαση είχε, επομένως, τροποποιηθεί από 15ης Ιουνίου 2009 ενόψει των μεταβολών αυτών, δεν συνιστά τροποποίηση της συμβάσεως σύμφωνα με τους όρους που μνημονεύονται στη σκέψη 48, ανωτέρω, η οποία μπορεί να επιφέρει την υποκατάσταση της Ένωσης από τον ΕΟΕ ως συμβαλλομένου στη σύμβαση Firerob.

51      Συγκεκριμένα, με την επιστολή της 22ας Ιουνίου 2009, η Επιτροπή ενημέρωσε τον συντονιστή της κοινοπραξίας ότι τα περισσότερα από τα δικαιώματα που είχε και από τις υποχρεώσεις που έφερε η Επιτροπή βάσει της συμβάσεως Firerob είχαν μεταβιβαστεί στον ΕΟΕ, μεταξύ αυτών η υπογραφή των τροποποιήσεων της συμβάσεως, ο έλεγχος της υλοποιήσεώς της, οι πληρωμές και ανακτήσεις, η διενέργεια χρηματοοικονομικών πράξεων, καθώς και η επιβολή κυρώσεων. Κατά την επιστολή αυτή, η Επιτροπή διατηρούσε την ευθύνη για τη λήψη αποφάσεων ανακτήσεως, καθώς και για την πιστοποίηση όσον αφορά τη μεθοδολογία στο πλαίσιο του προγράμματος-πλαισίου. Ο ΕΟΕ θα αποκτούσε δικαιώματα ισοδύναμα με εκείνα της Επιτροπής όσον αφορά τους εκ των προτέρων και εκ των υστέρων ελέγχους. Επομένως, από την επιστολή αυτή προκύπτει πέραν πάσης αμφιβολίας ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι ορισμένα δικαιώματα και υποχρεώσεις μεταβιβάστηκαν πράγματι στον ΕΟΕ, η Επιτροπή διατηρούσε, εν πάση περιπτώσει, ορισμένα συμβατικά δικαιώματα που απέρρεαν από τη σύμβαση Firerob. Πράγματι, η επιστολή της 22ας Ιουνίου 2009 ουδόλως αναφέρει ότι ο ΕΟΕ υποκαταστάθηκε, ως νέος αντισυμβαλλόμενος, σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της Επιτροπής που απέρρεαν από τη σύμβαση.

52      Περαιτέρω, ο συντονιστής απάντησε στην επιστολή της 22ας Ιουνίου 2009 με την επιστολή της 1ης Ιουλίου 2009, βεβαιώνοντας απλώς ότι παρέλαβε την επιστολή της 22ας Ιουνίου 2009 που αφορούσε «μεταβίβαση ευθύνης στον ΕΟΕ» και «λοιπές αναφερόμενες μεταβολές», για τις οποίες υποσχέθηκε ότι θα ενημερώσει τους δικαιούχους.

53      Το γεγονός και μόνον ότι ο συντονιστής απέστειλε στην Επιτροπή, σύμφωνα με αίτημά της, έγγραφο που βεβαιώνει την παραλαβή δεν αποτελεί ρητή συναίνεση, κατά την έννοια του άρθρου II.37, παράγραφος 1, του παραρτήματος II της συμβάσεως Firerob, που έχει ως αποτέλεσμα την υποκατάσταση της Ένωσης από τον ΕΟΕ ως συμβαλλομένου στη σύμβαση Firerob. Επομένως, εφόσον η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η κοινοπραξία αποδέχθηκε ρητώς τις τροποποιήσεις που αναφέρονται στην επιστολή της 22ας Ιουνίου 2009, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι εν λόγω τροποποιήσεις απορρίφθηκαν, σύμφωνα με τους όρους του εν λόγω άρθρου II.37, παράγραφος 1.

54      Δεύτερον, όσον αφορά ενδεχόμενη ex lege υποκατάσταση, το άρθρο 6 του κανονισμού 58/2003 προβλέπει ότι η Επιτροπή μπορεί να αναθέτει σε εκτελεστικό οργανισμό κάθε καθήκον εκτελέσεως προγράμματος της Ένωσης, πλην των καθηκόντων που προϋποθέτουν περιθώριο εκτιμήσεως για την έκφραση πολιτικών επιλογών. Στον εκτελεστικό οργανισμό μπορούν να ανατίθενται, ιδίως, καθήκοντα διαχειρίσεως στο πλαίσιο εκτελέσεως προγράμματος της Ένωσης, συνιστάμενα στην έγκριση πράξεων δημοσιονομικής εκτέλεσης και συλλογής και ανάλυσης πληροφοριών. Τα εν λόγω καθήκοντα του εκτελεστικού οργανισμού, καθώς και τα καθήκοντα των υπηρεσιών της Επιτροπής που είναι υπεύθυνες για τα προγράμματα της Ένωσης στη διαχείριση των οποίων συμμετέχει ο εκτελεστικός οργανισμός, καθορίζονται από την Επιτροπή με πράξη ανάθεσης.

55      Το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχεία β΄ και δ΄ έως στ΄, της αποφάσεως 2008/46/ΕΚ της Επιτροπής, της 14ης Δεκεμβρίου 2007, σχετικά με την ίδρυση του «Εκτελεστικού Οργανισμού Έρευνας» για τη διαχείριση ορισμένων πεδίων των ειδικών κοινοτικών προγραμμάτων «Άνθρωποι», «Ικανότητες» και «Συνεργασία» στον τομέα της έρευνας, κατ’ εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 58/2003 του Συμβουλίου (ΕΕ 2008, L 11, σ. 9), ορίζει ότι στον ΕΟΕ ανατίθενται, εντός του προγράμματος-πλαισίου, τα ακόλουθα καθήκοντα:

«β)      διαχείριση σταδίων του κύκλου εκτέλεσης συγκεκριμένων έργων στο πλαίσιο της εφαρμογής των μηχανισμών που προβλέπονται στο τμήμα “Έρευνα προς όφελος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ)ˮ του ειδικού προγράμματος “Ικανότητεςˮ, βάσει της απόφασης 2006/974/ΕΚ του Συμβουλίου και του προγράμματος εργασιών που έχει εγκριθεί από την Επιτροπή, και διενέργεια των αναγκαίων για το σκοπό αυτό ελέγχων, μέσω της έκδοσης των κατάλληλων αποφάσεων, εφόσον έχει εξουσιοδοτηθεί προς τούτο από την Επιτροπή·

[…]

δ)      έκδοση των πράξεων εκτέλεσης του προϋπολογισμού κατά τα έσοδα και τις δαπάνες και, εφόσον έχει εξουσιοδοτηθεί προς τούτο από την Επιτροπή, εκτέλεση όλων των πράξεων που είναι αναγκαίες για τη διαχείριση των κοινοτικών προγραμμάτων που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ), ιδίως των πράξεων που συνδέονται με την έγκριση επιχορηγήσεων και τη σύναψη συμβάσεων·

ε)      συγκέντρωση, ανάλυση και διαβίβαση στην Επιτροπή όλων των πληροφοριών που είναι αναγκαίες για τον προσανατολισμό της εφαρμογής των τμημάτων κοινοτικών προγραμμάτων που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ) ανωτέρω·

στ)      παροχή εφοδιαστικής και διοικητικής υποστήριξης […]».

56      Η παράγραφος 3 του ίδιου άρθρου προβλέπει ότι η απόφαση της Επιτροπής για τη μεταβίβαση αρμοδιοτήτων καθορίζει λεπτομερώς το σύνολο των καθηκόντων που ανατίθενται στον ΕΟΕ.

57      Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της εκτελεστικής αποφάσεως 2013/778/ΕΕ της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 2013, για την ίδρυση του ΕΟΕ και για την κατάργηση της απόφασης 2008/46 (ΕΕ 2013, L 346, σ. 54), ένας νέος εκτελεστικός οργανισμός αντικαθιστά και διαδέχεται από 1ης Ιανουαρίου 2014 τον εκτελεστικό οργανισμό που προβλέπει η απόφαση 2008/46.

58      Συναφώς, καίτοι η διαχείριση σταδίων του κύκλου εκτέλεσης συγκεκριμένων έργων και η εκτέλεση όλων των απαραίτητων πράξεων για τη διαχείριση των έργων αυτών περιλαμβάνει τη σύναψη από τον ΕΟΕ νέων συμβάσεων στο όνομά του, επιβάλλεται ωστόσο η διαπίστωση ότι τα καθήκοντα αυτά δεν εξουσιοδοτούν τον ΕΟΕ να υποκατασταθεί, ως συμβαλλόμενος, στη θέση της Ένωσης στις συμβάσεις επιχορηγήσεως που υφίστανται κατά τη στιγμή της αναθέσεως των καθηκόντων.

59      Η ανάθεση ειδικών καθηκόντων στον ΕΟΕ έγινε με την απόφαση C(2008) 3980 τελικό της Επιτροπής, της 31ης Ιουλίου 2008, σχετικά με την ανάθεση αρμοδιοτήτων στον ΕΟΕ με σκοπό την εκτέλεση καθηκόντων που συνδέονται με την εφαρμογή των ειδικών κοινοτικών προγραμμάτων «Άνθρωποι», «Ικανότητες» και «Συνεργασία», στον τομέα της έρευνας, τα οποία περιλαμβάνουν, ιδίως, την εκτέλεση πιστώσεων που έχουν εγγραφεί στον γενικό κοινοτικό προϋπολογισμό (στο εξής: απόφαση της 31ης Ιουλίου 2008).

60      Σε διοικητικό επίπεδο, το άρθρο 1, παράγραφος 1, της αποφάσεως της 31ης Ιουλίου 2008 προβλέπει ότι σκοπός της είναι να καθορίσει λεπτομερώς τα καθήκοντα που ανατίθενται στον ΕΟΕ, τους κανόνες εφαρμογής τους και τις σχέσεις του ΕΟΕ και της Επιτροπής. Τα καθήκοντα αυτά απαριθμούνται στα άρθρα 5 έως 7 της εν λόγω αποφάσεως. Το άρθρο 5 αφορά τα γενικά καθήκοντα διαχειρίσεως ενός προγράμματος και το άρθρο 6 την παροχή υπηρεσιών υποστήριξης του προγράμματος-πλαισίου.

61      Με την ένσταση απαραδέκτου, η Επιτροπή αναφέρεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, και παράγραφος 2, της αποφάσεως της 31ης Ιουλίου 2008, το οποίο έχει ως εξής:

«Άρθρο 7 – Πράξεις εκτέλεσης του προϋπολογισμού

1.      [Ο ΕΟΕ] είναι επιφορτισμένος με την έκδοση των πράξεων εκτέλεσης του προϋπολογισμού κατά τα έσοδα και τις δαπάνες υπό την έννοια του γενικού δημοσιονομικού κανονισμού. Προβαίνει συναφώς, εφόσον έχει εξουσιοδοτηθεί προς τούτο από την Επιτροπή, και τηρουμένου του προγραμματισμού που καθορίζει αυτή, σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες για την υλοποίηση των τμημάτων των κοινοτικών προγραμμάτων που του ανατέθηκαν, και ιδίως, εκείνων που συνδέονται με ανάθεση συμβάσεων και έγκριση επιχορηγήσεων.

Προς τούτο, εκτελεί τις ακόλουθες δραστηριότητες:

α)      σύναψη και διαχείριση συμφωνιών επιχορήγησης, συμπεριλαμβανομένων όλων των απαραίτητων ενεργειών για την έναρξη και την ολοκλήρωση των διαδικασιών επιχορήγησης, μεταξύ άλλων:

–        κατάρτιση και δημοσίευση των προσκλήσεων υποβολής προτάσεων που καθορίζονται στα προγράμματα εργασίας,

–        κατάρτιση ενημερωτικού υλικού προς χρήση από τους δυνητικούς δικαιούχους,

–        προετοιμασία και αξιολόγηση των προτάσεων, ιδίως επιλογή των αξιολογητών,

–        παραλαβή και έλεγχος του παραδεκτού των προτάσεων,

–        αξιολόγηση των προτάσεων,

–        κοινοποίηση στους διαγωνιζόμενους των αποφάσεων της Επιτροπής περί επιλογής ή απορρίψεως,

–        κατάρτιση συμφωνιών επιχορήγησης, βάσει τυποποιημένων υποδειγμάτων που καταρτίζει η Επιτροπή,

–        υπογραφή των συμφωνιών επιχορήγησης σύμφωνα με τους όρους που τίθενται με την παρούσα απόφαση,

–        παρακολούθηση της εκτέλεσης των συμβάσεων επιχορήγησης και ιδίως αποδοχή των εκθέσεων και άλλων παραδοτέων,

–        πληρωμές και ανακτήσεις,

–        εκτέλεση διαφόρων χρηματοοικονομικών πράξεων στο πλαίσιο του Ταμείου Εγγυήσεων, σύμφωνα με το “Εγχειρίδιο διαχείρισης του Ταμείου εγγυήσεων και του κόστους των συμφωνιών επιχορήγησης”,

–        εκ των υστέρων μέτρα δημοσιότητας και κοινοποίηση των αποτελεσμάτων,

–        επιβολή κυρώσεων κατά την έννοια του άρθρου 114, παράγραφος 4, του γενικού δημοσιονομικού κανονισμού, σε συμφωνία με τις εποπτεύουσες Γενικές Διευθύνσεις.

[…]

2.      [Ο ΕΟΕ] εκδίδει επ’ ονόματί του τις πράξεις που αφορούν καθήκοντα που του έχουν ανατεθεί.»

62      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, μολονότι το άρθρο 7 της αποφάσεως της 31ης Ιουλίου 2008 προβλέπει την κατάρτιση, την υπογραφή και την παρακολούθηση της εκτελέσεως των συμβάσεων επιχορηγήσεως από τον ΕΟΕ επ’ ονόματί του, δεν του παρέχει τη δυνατότητα, στο πλαίσιο συμβάσεως, να υποκαταστήσει ως συμβαλλόμενος την Ένωση στις συμβάσεις επιχορηγήσεως που υφίστανται κατά τη στιγμή της αναθέσεως των καθηκόντων.

63      Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι καμία διάταξη του κανονισμού 58/2003, της αποφάσεως 2008/46 ή της αποφάσεως της 31ης Ιουλίου 2008 δεν συνιστά νομική βάση που επιτρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι μεταβιβάστηκε στον ΕΟΕ ο ρόλος του συμβαλλομένου στη σύμβαση Firerob, δυνάμει έγκυρου όρου, ή ότι ο ΕΟΕ υποκατέστησε, ως συμβαλλόμενο μέρος, την Επιτροπή σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της που απέρρεαν από την εν λόγω σύμβαση.

64      Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι η Ένωση εξακολούθησε να είναι συμβαλλόμενη στη σύμβαση Firerob. Συγκεκριμένα, όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 48 έως 53 ανωτέρω, η Επιτροπή δεν προσκόμισε κανένα έγγραφο που να αποδεικνύει ότι επιδίωξε τη συναίνεση του αντισυμβαλλομένου για την τροποποίηση της εν λόγω συμβάσεως προκειμένου να υποκατασταθεί ο ΕΟΕ, ως συμβαλλόμενος, σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της που απέρρεαν από την εν λόγω σύμβαση. Επομένως, η διοικητική ανάθεση ορισμένων καθηκόντων, δυνάμει της αποφάσεως της 31ης Ιουλίου 2008, δεν μεταβάλλει τη διαπίστωση αυτή. Στο συμβατικό πλαίσιο της υπό κρίση διαφοράς, το μόνο αποτέλεσμα που είχε η επιστολή της 22ας Ιουνίου 2009 ήταν ότι η κοινοπραξία ενημερώθηκε για το ότι η Επιτροπή μεταβίβασε μεγάλο μέρος της εκτελέσεως της συμβάσεως Firerob στον ΕΟΕ, ως εντολοδόχο της. Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τα υπόλοιπα επιχειρήματα των διαδίκων.

65      Πρώτον, το γεγονός ότι το επίμαχο χρεωστικό σημείωμα ήταν πράξη του ΕΟΕ δεν σημαίνει ότι αυτός· είναι συμβαλλόμενος στη σύμβαση Firerob. Όπως υπενθυμίστηκε στις σκέψεις 61 και 62 ανωτέρω, στον ΕΟΕ ανατέθηκε το διοικητικό καθήκον να προβεί στις ανακτήσεις, χωρίς αυτό να επηρεάζει, εν προκειμένω, τη συμβατική κατάσταση της Επιτροπής.

66      Δεύτερον, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το γεγονός ότι τα έγγραφα που απέστειλε ο ΕΟΕ στην ενάγουσα έφεραν την ένδειξη «Ευρωπαϊκή Επιτροπή/Εκτελεστικός Οργανισμός Έρευνας» ή ότι στο επίδικο χρεωστικό σημείωμα αναγραφόταν η ένδειξη «βάσει των αρμοδιοτήτων που του ανατέθηκαν από την Επιτροπή» δεν ασκεί, εν προκειμένω, επιρροή.

67      Επισημαίνεται ότι, με τις ενδείξεις αυτές, ο ΕΟΕ ενημέρωσε την ενάγουσα ότι ενεργούσε, στο συμβατικό πλαίσιο, ως εντολοδόχος της Επιτροπής. Επομένως, εσφαλμένως η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν μπορούν να της προσαφθούν οι αιτιάσεις ως προς το βάσιμο του επίδικου χρεωστικού σημειώματος με το αιτιολογικό ότι το εν λόγω χρεωστικό σημείωμα δεν είναι πράξη της και ότι η έκθεση ελέγχου συντάχθηκε για λογαριασμό του ΕΟΕ.

68      Τρίτον, στον βαθμό που η Επιτροπή ισχυρίστηκε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η παρούσα υπόθεση είναι παρόμοια με την περίπτωση που αποτέλεσε το αντικείμενο της διατάξεως της 23ης Οκτωβρίου 2014, ENAC κατά Επιτροπής και INEA (T-695/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:924), αρκεί η παρατήρηση ότι, στην υπόθεση εκείνη, η ENAC ζητούσε την ακύρωση εγγράφου που εξέδωσε οργανισμός ιδρυθείς δυνάμει του κανονισμού 58/2003 στρέφοντας την προσφυγή της κατά της Επιτροπής και του οργανισμού αυτού. Όμως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η παρούσα υπόθεση δεν αφορά προσφυγή ακυρώσεως, δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, με την οποία ζητείται η ακύρωση διοικητικής πράξεως, αλλά αγωγή που ασκήθηκε βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ και είναι επομένως συμβατικής φύσεως. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να επιλύσει μια διαφορά συμβατικής φύσεως μεταξύ των συμβαλλομένων στη σύμβαση επιχορηγήσεως Firerob και η μόνη σημασία που μπορεί να έχει το ποιος είναι ο συντάκτης του επίδικου χρεωστικού σημειώματος αφορά το αν η πράξη αυτή που εκδόθηκε από τον ΕΟΕ μπορούσε να είναι δεσμευτική για την Ένωση, το οποίο όμως δεν αμφισβητείται, εν προκειμένω, από την Επιτροπή.

69      Τέταρτον, η Επιτροπή εξηγεί ότι ο συντονιστής είχε ενημερωθεί προσηκόντως για το ότι ο ΕΟΕ είχε υποκατασταθεί στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της και ότι, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 3, της συμβάσεως Firerob, οι λοιποί δικαιούχοι θεωρείται ότι έλαβαν γνώση μετά την κοινοποίηση προς τον συντονιστή στη διεύθυνση που ορίζεται στη σύμβαση. Συναφώς, η ενάγουσα προβάλλει ότι ο συντονιστής ουδέποτε την ενημέρωσε για την επιστολή της 22ας Ιουνίου 2009.

70      Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, της συμβάσεως Firerob, σε συνδυασμό με το άρθρο II.2, παράγραφος 1, του παραρτήματός της II, οι κοινοποιήσεις της Επιτροπής απευθύνονται στον συντονιστή ο οποίος εκπροσωπεί τους δικαιούχους έναντι της Επιτροπής και ενεργεί ως ενδιάμεσος για κάθε κοινοποίηση. Περαιτέρω, το άρθρο II.36, παράγραφος 1, τρίτη περίοδος, του εν λόγω παραρτήματος II προβλέπει ότι ο συντονιστής θεωρείται ότι ενεργεί για λογαριασμό όλων των δικαιούχων όταν υπογράφει αίτημα ή επιστολή αποδοχής ή απόρριψης σχετικά με τροποποίηση, καθώς και όταν καταγγέλλει τη συμφωνία ή ζητεί τη λύση της.

71      Επομένως, ορθώς έγινε η κοινοποίηση της επιστολής της 22ας Ιουνίου 2009 προς το σύνολο της κοινοπραξίας, ακόμη και αν ο συντονιστής δεν ενημέρωσε τα λοιπά μέλη της κοινοπραξίας. Εν πάση περιπτώσει, όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 14 έως 19 ανωτέρω, μεταξύ του ΕΟΕ και της ενάγουσας υπήρξαν πολλές επικοινωνίες κατά τη διαδικασία του οικονομικού ελέγχου και της ανακτήσεως χωρίς η ενάγουσα να αμφισβητήσει ποτέ τη συμμετοχή του ΕΟΕ εν προκειμένω.

72      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η Ένωση είναι συμβαλλόμενη στη σύμβαση Firerob, ότι η παρούσα αγωγή μπορεί να στραφεί κατά της Επιτροπής και ότι, επομένως, η ένσταση απαραδέκτου που προβλήθηκε πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

73      Επομένως, δεν είναι αναγκαίο να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί του αιτήματος της ενάγουσας περί ανακοινώσεως της δίκης στον ΕΟΕ προκειμένου να συμμετάσχει ως ορίσει το Γενικό Δικαστήριο, εφόσον το αίτημα αυτό προβλήθηκε επικουρικώς για την περίπτωση που γινόταν δεκτή η ένσταση απαραδέκτου.

 Επί της ουσίας

 Επί του πρώτου λόγου της αγωγής, με τον οποίο προβάλλεται ότι η μείωση των επιλέξιμων δαπανών προσωπικού συνιστά παράβαση των όρων της συμβάσεως Firerob

74      Η ενάγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, ότι τα λογιστικά της βιβλία ήταν αξιόπιστα, τηρούνταν σύμφωνα με την ισχύουσα ελληνική νομοθεσία και καθιστούσαν δυνατή τη λογιστική αντιστοίχιση, όπως αυτή προβλέπεται στη σύμβαση Firerob, αφενός, των δαπανών που δηλώθηκαν και των εσόδων που εισπράχθηκαν και, αφετέρου, της συνολικής δραστηριότητάς της. Ως εκ τούτου, η μείωση των επιλέξιμων δαπανών προσωπικού είναι αδικαιολόγητη και μη νόμιμη. Κατά το πρόγραμμα εργασίας, η ενάγουσα είχε δεσμευθεί να προσφέρει προσωπικό με τους I. A. και Π. Δ., των οποίων τα δελτία χρόνου παρουσίας επισυνάφθηκαν στα δικόγραφά της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Επίσης, η ενάγουσα διέθετε τα αρχεία και τα συστήματα που απαιτούνται από τη σύμβαση Firerob για τη δήλωση των ωρών απασχόλησης στο εν λόγω έργο. Εντούτοις, στην έκθεση ελέγχου εσφαλμένως αναφέρεται ότι τα δελτία χρόνου παρουσίας δεν ήταν υπογεγραμμένα από τους εργαζομένους ή από τον υπεύθυνο του έργου. Αντιθέτως, η διαδικασία που ακολούθησε η Επιτροπή δεν ήταν, κατά την ενάγουσα, συμβατή ούτε με την οδηγία 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 2006, για τους υποχρεωτικούς ελέγχους των ετήσιων και των ενοποιημένων λογαριασμών, για την τροποποίηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ και για την κατάργηση της οδηγίας 84/253/ΕΟΚ (ΕΕ 2006, L 157, σ. 87), ούτε με τον ελληνικό νόμο 174/2008.Η ενάγουσα αμφισβητεί επίσης τη διαπίστωση της εκθέσεως ελέγχου κατά την οποία οι ελεγκτές πληροφορήθηκαν από την ίδια ότι το έντυπο C, στο οποίο καταχωρίζονται οι δηλώσεις δαπανών, συμπληρώθηκε βάσει προφορικών οδηγιών που έδωσε ο συντονιστής προκειμένου να αντιστοιχεί στον προϋπολογισμό του έργου.

75      Περαιτέρω, η ενάγουσα προβάλλει ότι προσκόμισε εναλλακτικά αποδεικτικά στοιχεία για να τεκμηριώσει τις επιλέξιμες δαπάνες της. Συγκεκριμένα,η ενάγουσα συνήψε σύμβαση εργασίας με τον Ι. Α. και προσκόμισε, κατά τον έλεγχο, τις μισθοδοτικές καταστάσεις του, καθώς και τις αποδείξεις πληρωμών του, αντίγραφο του αναλυτικού καθολικού και του εταιρικού λογαριασμού της.Όσον αφορά τον Π. Δ., η ενάγουσα υπέβαλε αντίγραφα επιταγών προς εξόφληση, καθώς και αντίγραφο του αναλυτικού καθολικού και του εταιρικού λογαριασμού της.

76      Ακολούθως, σύμφωνα με την ενάγουσα, όπως προκύπτει από τα δελτία χρόνου παρουσίας, τις ένορκες βεβαιώσεις του Ι. Α. και του Π. Δ., τις μισθοδοτικές καταστάσεις τους, τις αποδείξεις πληρωμής, τις εγγραφές στο αναλυτικό καθολικό της εταιρίας και στον εταιρικό λογαριασμό της, τα οποία επισυνάφθηκαν στο δικόγραφο της αγωγής, το ποσό των 45 954 ευρώ έπρεπε να θεωρηθεί ως επιλέξιμες δαπάνες προσωπικού.Κατά τον οικονομικό έλεγχο προσκομίσθηκαν όλες οι «συμβάσεις, τα τιμολόγια και τα δελτία χρόνου παρουσίας».

77      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα αυτά.

78      Όσον αφορά τον υπό εξέταση λόγο, οι διάδικοι διαφωνούν, κατ’ ουσίαν, ως προς το εάν η Επιτροπή μπορούσε να αποκλείσει ένα μεγάλο μέρος των δαπανών προσωπικού που αφορούσαν τον Ι. Α. και τον Π. Δ. από τις δαπάνες που δηλώθηκαν από την ενάγουσα στο πλαίσιο του έργου Firerob, και να μειώσει έτσι τις επιλέξιμες δαπάνες κατά 45 954 ευρώ, δεχόμενη ως επιλέξιμες μόνο τις δαπάνες προσωπικού μέχρι του ποσού των 5 008 ευρώ. Η ενάγουσα δεν προβάλλει κανένα επιχείρημα όσον αφορά τον αποκλεισμό των «λοιπών άμεσων δαπανών» και των έμμεσων δαπανών που αντιστοιχούν σε κατ’ αποκοπήν ποσό ανερχόμενο στο 60 % των άμεσων δαπανών.

79      Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή απέρριψε δαπάνες προσωπικού ύψους 45 954 ευρώ, λοιπές άμεσες δαπάνες ύψους 6 147 ευρώ και έμμεσες δαπάνες ύψους 31 260 ευρώ.Η Επιτροπή απέκλεισε επομένως δηλωθείσες δαπάνες ύψους 83 361 ευρώ. Στην εν λόγω μείωση των δηλωθεισών δαπανών αντιστοιχεί, σύμφωνα με επιστολή της Επιτροπής της 8ης Απριλίου 2013, μείωση της συνεισφοράς της Ένωσης κατά 73 566,45 ευρώ. Στο ποσό αυτό τέθηκε ανώτατο όριο από τον ΕΟΕ, εξ ονόματος της Επιτροπής, ανερχόμενο σε 37 247,05 ευρώ.

80      Κατά την έκθεση ελέγχου, οι δαπάνες που δήλωσε η ενάγουσα στο πλαίσιο του έργου Firerob έπρεπε να προσαρμοστούν αφαιρώντας το ποσό των 83 361 ευρώ. Η ενάγουσα δεν διέθετε ούτε αρχεία ούτε κατάλληλα συστήματα καταγραφής των ωρών απασχόλησης. Δεν διέθετε κατάλληλο σύστημα λογιστικής διαχείρισης και καταχώρισης των δαπανών του έργου σύμφωνα με τους όρους της συμβάσεως Firerob. Στα λογιστικά βιβλία της ενάγουσας δεν καταχωρίζονταν, μεταξύ άλλων, οι διακριτές μονάδες κόστους που θα καθιστούσαν δυνατή την κατανομή των δαπανών, στο πλαίσιο του συστήματος λογιστικής διαχείρισης, στα αντίστοιχα έργα. Επιπλέον, δεν υπήρχε τυποποιημένη διαδικασία καταχώρισης των ωρών απασχόλησης, δεδομένου ότι οι απασχολούμενοι έδιδαν στον διαχειριστή του έργου μια εκτίμηση των δεδουλευμένων ωρών ανά δύο ή τρεις μήνες και οι εκτιμήσεις αυτές καταχωρίζονταν από τον διαχειριστή του έργου σε φύλλα Excel. Από τις δηλωθείσες δαπάνες προσωπικού δεν κατέστη δυνατή η διασταύρωση με τα φύλλα των ωρών απασχόλησης. Ως εκ τούτου, ζητήθηκε από την ενάγουσα να προσκομίσει εναλλακτικά αποδεικτικά στοιχεία για την απόδειξη των δαπανών που δήλωσε. Περαιτέρω, η ενάγουσα δεν υπολόγισε τα ωρομίσθια ούτε προσκόμισε λεπτομερή πίνακα των δαπανών προσωπικού.

81      Το άρθρο 14, παράγραφος 1, του παραρτήματος II της συμβάσεως Firerob ορίζει ότι οι επιλέξιμες δαπάνες πρέπει, κατ’ αρχήν, να είναι πραγματικές και να πραγματοποιούνται από τον δικαιούχο κατά τη διάρκεια του έργου. Πρέπει να καθορίζονται βάσει των συνήθων λογιστικών και διαχειριστικών αρχών και πρακτικών του δικαιούχου σύμφωνα με τους λογιστικούς κανόνες του κράτους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο δικαιούχος. Οι εσωτερικές διαδικασίες λογιστικής και ελέγχου του δικαιούχου πρέπει να καθιστούν δυνατή την άμεση συμφωνία των δαπανών και εσόδων που δηλώνονται στο πλαίσιο του έργου με τις αντίστοιχες οικονομικές καταστάσεις και τα αντίστοιχα δικαιολογητικά. Οι επιλέξιμες δαπάνες πρέπει να χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την επίτευξη των στόχων του έργου και των αναμενόμενων από αυτό αποτελεσμάτων, πρέπει να εγγράφονται στους λογαριασμούς του δικαιούχου και να αναφέρονται στον εκτιμώμενο συνολικό προϋπολογισμό.

82      Κατά το άρθρο 15, παράγραφος 1, του παραρτήματος II της συμβάσεως Firerob, άμεσες είναι όλες οι επιλέξιμες δαπάνες που μπορούν να συνδεθούν άμεσα με το έργο και προσδιορίζονται ως τέτοιες από τον δικαιούχο, σύμφωνα με τις λογιστικές του αρχές και τους συνήθεις εσωτερικούς του κανόνες. Όσον αφορά τις δαπάνες προσωπικού, σ’ αυτές μπορούν να καταλογιστούν μόνον οι δαπάνες των πραγματικών ωρών κατά τις οποίες εργάστηκαν τα άτομα που εκτελούν απευθείας εργασίες στο πλαίσιο του έργου. Τα άτομα αυτά πρέπει να έχουν προσληφθεί απευθείας από τον δικαιούχο σύμφωνα με τη νομοθεσία της χώρας του, να εργάζονται υπό την αποκλειστική τεχνική επίβλεψη και ευθύνη του δικαιούχου και να αμείβονται σύμφωνα με τις συνήθεις πρακτικές του.

83      Το άρθρο II.22, παράγραφος 6, του παραρτήματος II της συμβάσεως Firerob προβλέπει ότι, βάσει των πορισμάτων του ελέγχου, η Επιτροπή λαμβάνει όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα που κρίνει αναγκαία, συμπεριλαμβανομένης της έκδοσης ενταλμάτων ανάκτησης σχετικά με το σύνολο ή μέρος των πληρωμών που έχει πραγματοποιήσει, καθώς και της επιβολής όλων των εφαρμοστέων κυρώσεων.

84      Συναφώς, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, στο πλαίσιο συμβάσεως που περιέχει ρήτρα διαιτησίας κατά την έννοια του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, ο διάδικος που δήλωσε δαπάνες στην Επιτροπή για τη χορήγηση χρηματοδοτικής συνεισφοράς της Ένωσης υπέχει το βάρος αποδείξεως ότι οι εν λόγω δαπάνες ήταν πραγματικές δαπάνες, ήταν όντως απαραίτητες για την εκτέλεση του έργου και πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκειά του (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 3ης Ιουνίου 2009, Επιτροπή κατά Burie Onderzoek en Advies, T-179/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2009:171, σκέψη 100 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ωστόσο, στην περίπτωση που η Επιτροπή ζητεί την επιστροφή πιστώσεως κατόπιν οικονομικού ελέγχου, σ’ αυτήν εναπόκειται να αποδείξει, υπό την προϋπόθεση ότι ο ενάγων έχει προσκομίσει τις καταστάσεις εξόδων και άλλα κρίσιμα πληροφοριακά στοιχεία, ότι η συμβατική παροχή είναι πλημμελής ή ότι οι καταστάσεις εξόδων δεν είναι ακριβείς ή αξιόπιστες (βλ. διάταξη της 4ης Δεκεμβρίου 2014, Τάλαντον κατά Επιτροπής, T-165/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:1027, σκέψη 72 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

85      Κατά την έκθεση ελέγχου, το ποσό των 45 954 ευρώ, τον αποκλεισμό του οποίου αμφισβητεί η ενάγουσα, περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων: 20 482 ευρώ για δραστηριότητες έρευνας και ανάπτυξης, 1 290 ευρώ για επίδειξη, 15 432 ευρώ για διαχείριση και 8 750 ευρώ για άλλες δραστηριότητες. Η ενάγουσα δήλωσε δαπάνες προσωπικού τεσσάρων προσώπων, δηλαδή των Ι. Α. και Π. Δ., καθώς και των δύο διαχειριστών της, Π. K. και M. A.

86      Πρέπει επομένως να εξεταστεί αν η ενάγουσα απέδειξε ότι οι δηλωθείσες δαπάνες ήταν πραγματικές δαπάνες, όντως απαραίτητες για την εκτέλεση του έργου, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκειά του. Στην περίπτωση που η ενάγουσα αποδείξει την επιλεξιμότητα των δαπανών αυτών, πρέπει να διαπιστωθεί αν η Επιτροπή απέδειξε ότι η συμβατική παροχή ήταν πλημμελής ή ότι οι καταστάσεις εξόδων δεν ήταν ακριβείς ή αξιόπιστες.

–       – Όσον αφορά τις δαπάνες που δηλώθηκαν για τον I. A.

87      Σύμφωνα με την έκθεση ελέγχου, η ενάγουσα δήλωσε κατά τον έλεγχο ότι ο I. A. είχε σύμβαση εξηρτημένης εργασίας μαζί της, αλλά δεν ήταν σε θέση να προσκομίσει στους ελεγκτές την εν λόγω σύμβαση διότι είχε μετακομίσει και δεν μπορούσε να την ανεύρει. Επιπλέον, η ενάγουσα δεν είχε υπολογίσει τα ωρομίσθια του I. A.

88      Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι, σύμφωνα με τη σύμβαση Firerob (βλ. σκέψη 82 ανωτέρω), στις δαπάνες προσωπικού μπορούν να καταλογιστούν μόνον οι δαπάνες των πραγματικών ωρών κατά τις οποίες εργάστηκαν τα άτομα που εκτελούν απευθείας εργασίες στο πλαίσιο του έργου Firerob. Επίσης, τα άτομα αυτά πρέπει να έχουν προσληφθεί απευθείας από τον δικαιούχο, να εργάζονται υπό την αποκλειστική τεχνική επίβλεψη και ευθύνη του και να αμείβονται σύμφωνα με τις συνήθεις πρακτικές του.

89      Όσον αφορά τις δαπάνες προσωπικού για τον I. A., πρώτον, παρατηρείται ότι η ενάγουσα δεν προέβαλε με τα δικόγραφά της κανένα επιχείρημα που θα επέτρεπε να υπολογιστούν τα ωρομίσθια του εν λόγω απασχολούμενου κατά την απασχόλησή του στο έργο Firerob. Επίσης, η ενάγουσα δεν προσκόμισε τη σύμβαση εργασίας του I. A. και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να προσδιοριστεί με βεβαιότητα αν αυτός είχε προσληφθεί απευθείας από την ενάγουσα και εργαζόταν υπό την αποκλειστική τεχνική επίβλεψη και ευθύνη της.

90      Δεύτερον, η ενάγουσα εξηγεί ότι προσκόμισε, κατά τον έλεγχο, τις μισθοδοτικές καταστάσεις του Ι. Α., καθώς και τις αποδείξεις πληρωμών του και αντίγραφα του αναλυτικού καθολικού και του εταιρικού λογαριασμού της.

91      Συναφώς, διαπιστώνεται ότι στις εν λόγω μισθοδοτικές καταστάσεις δεν εμφαίνεται ποια ποσά από τις δαπάνες προσωπικού του I. A. αφορούσαν το έργο Firerob. Επίσης, παρατηρείται ότι ούτε από το αντίγραφο του αναλυτικού καθολικού της ενάγουσας ούτε από το αντίγραφο του εταιρικού λογαριασμού της αποδεικνύεται ποιες ήταν οι δαπάνες για τις πραγματικές ώρες κατά τις οποίες εργάστηκε ο I. A. για το έργο Firerob.

92      Τρίτον, όσον αφορά τα δελτία χρόνου παρουσίας για το έργο Firerob, τα οποία προσκόμισε η ενάγουσα για τον I. A. επισυναπτόμενα στο δικόγραφο της προσφυγής, πρέπει να τονιστεί ότι, σύμφωνα με ηλεκτρονικό μήνυμα του ελεγκτή προς την Επιτροπή της 17ης Οκτωβρίου 2014, η ενάγουσα δεν προσκόμισε τα δελτία αυτά κατά τον έλεγχο. Με το υπόμνημα απαντήσεως, η ενάγουσα αναφέρει, γενικώς, ότι κατά τον οικονομικό έλεγχο προσκομίσθηκαν όλες οι «συμβάσεις, τα τιμολόγια και τα δελτία χρόνου παρουσίας», αλλάδεν παρέχει στο Γενικό Δικαστήριο καμία λεπτομέρεια που θα του έδιδε τη δυνατότητα να εξακριβώσει αν τα δελτία χρόνου παρουσίας για το έργο Firerob προσκομίσθηκαν όντως κατά τον έλεγχο.

93      Όσον αφορά τις δηλώσεις αυτές, σημειώνεται κατ’ αρχάς ότι η Επιτροπή, απαντώντας σε γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, προσκόμισε, επισυναπτόμενα στην από 24 Αυγούστου 2016 επιστολή της, διάφορα αντίγραφα εγγράφων σχετικά με τις επικοινωνίες μεταξύ της ελληνικής εταιρίας ελέγχου και της ενάγουσας ή των υπαλλήλων της. Στα έγγραφα αυτά, των οποίων τη γνησιότητα και το περιεχόμενο δεν αμφισβήτησε η ενάγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η προσωρινή και η οριστική κοινοποίηση, στις 2 και 4 Μαΐου 2012, ενός εντύπου με τίτλο «Κατάλογος πληροφοριακών στοιχείων που πρέπει να παρασχεθούν» και ενός ερωτηματολογίου με τίτλο «Ερωτηματολόγιο KPMG», που συμπλήρωσαν οι υπάλληλοι της ενάγουσας για την προετοιμασία του ελέγχου στις εγκαταστάσεις της.

94      Προς απάντηση στα ερωτήματα 20 έως 22 του ερωτηματολογίου με τίτλο «Ερωτηματολόγιο KPMG» αναφέρεται ότι η ενάγουσα δεν διαθέτει σύστημα καταγραφής των ωρών εργασίας για το έργο Firerob, ότι τα δελτία χρόνου παρουσίας δεν επαληθεύτηκαν ούτε εγκρίθηκαν από διατάκτη (authorising officer) και ότι ο χρόνος εργασίας δεν συγκρίθηκε με τον χρόνο εργασίας που υπολογίστηκε στο πρόγραμμα εργασίας.

95      Επιπλέον, στα σημεία V.8 και V.9 του εντύπου με τίτλο «Κατάλογος πληροφοριακών στοιχείων που πρέπει να παρασχεθούν» αναφέρεται ότι δεν ήταν διαθέσιμοι οι πιστοποιημένοι πίνακες ωρών εργασίας του προσωπικού που συμμετείχε στη δραστηριότητα έρευνας και δεν υπήρχε υπολογισμός των παραγωγικών ωρών.

96      Περαιτέρω η Επιτροπή προσκόμισε, επισυναπτόμενο στην από 24 Αυγούστου 2016 επιστολή της, αντίγραφο πρακτικών της πραγματοποιηθείσας στις 9 Μαΐου 2012 συναντήσεως μεταξύ των εκπροσώπων της ενάγουσας και των εκπροσώπων της ελληνικής εταιρίας ελέγχου. Τα πρακτικά αυτά υπογράφτηκαν στις 15 Μαΐου 2012 από το πρόσωπο που παρουσιάζεται στα δελτία χρόνου παρουσίας του έργου Firerob, τα οποία προσκόμισε η ενάγουσα επισυναπτόμενα στο δικόγραφο της αγωγής της, ως «διαχειριστής του έργου» της ενάγουσας. Στο σημείο 5 των εν λόγω πρακτικών αναγράφεται μεταξύ άλλων, γενικώς, ότι ένα μέλος της ομάδας εργασίας του έργου Firerob παρείχε τις ώρες εργασίας του δίνοντας μια εκτίμηση κάθε δύο ή τρεις μήνες σε φύλλο Excel και ότι δεν υπήρχαν υπογεγραμμένα δελτία χρόνου παρουσίας.

97      Τέλος, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα δελτία χρόνου παρουσίας του έργου Firerob που προσκόμισε η ενάγουσα για τον I. A., επισυναπτόμενα στο δικόγραφο της προσφυγής, αφορούν μια περίοδο περίπου δύο ετών, από το 2008 έως το 2010, αλλά όλες οι υπογραφές των I. A. και Π. Δ., καθώς και οι υπογραφές του διαχειριστή του έργου είχαν τεθεί με την ίδια μελάνη στο ίδιο σημείο και είχαν σταθερό μέγεθος. Τούτο υποδηλώνει ότι τα επίμαχα δελτία δεν υπογράφονταν κάθε μήνα, αλλά υπογράφτηκαν όλα την ίδια χρονική στιγμή κατά το πέρας του έργου ή λίγο μετά.

98      Από τις ανωτέρω διαπιστώσεις προκύπτει ότι τα δελτία χρόνου παρουσίας του I. A δεν συνιστούν αξιόπιστα αποδεικτικά στοιχεία για την ανελλιπή καταχώριση των ωρών εργασίας κατά τη διάρκεια του έργου Firerob και δεν αποδεικνύουν επομένως τον αριθμό των ωρών τις οποίες ο I. A εργάστηκε στο έργο Firerob.

99      Τέταρτον, όσον αφορά την ένορκη βεβαίωση του I. A. ενώπιον Έλληνα συμβολαιογράφου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι στη βεβαίωση αυτή ο I. A. περιγράφει, γενικώς, τις υπηρεσίες που παρέσχε για το έργο Firerob, παραθέτοντας επίσης τον αριθμό των ωρών εργασίας του ανά μήνα. Όμως, ούτε από το έγγραφο αυτό προκύπτουν οι ακριβείς δαπάνες προσωπικού που αντιστοιχούν στις παροχές αυτές για το έργο Firerob. Η ενάγουσα δεν αναφέρει ιδίως το ωρομίσθιο του I. A.

100    Κατά συνέπεια, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να εξεταστεί εάν τα επίμαχα αποδεικτικά προσκομίσθηκαν εγκαίρως στους ελεγκτές ή στην Επιτροπή, η ενάγουσα δεν απέδειξε προσηκόντως την επιλεξιμότητα των δαπανών προσωπικού όσον αφορά τον I. A. Πράγματι, τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η ενάγουσα δεν παρέχουν τη δυνατότητα να προσδιοριστεί προσηκόντως το ωρομίσθιο για την εργασία του I. A. στο έργο Firerob ή να αποδειχθεί, βάσει συμβάσεως εργασίας, εάν αυτός είχε προσληφθεί απευθείας από την ενάγουσα και εάν εργαζόταν υπό την αποκλειστική τεχνική επίβλεψη και ευθύνη της. Τούτο αρκεί για να αποκλειστεί ο ισχυρισμός ότι η ενάγουσα απέδειξε τις δαπάνες των πραγματικών ωρών κατά τις οποίες εργάστηκαν τα άτομα που εκτελούν απευθείας εργασίες στο πλαίσιο του έργου, κατά την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 1, του παραρτήματος II της συμβάσεως Firerob.

–       – Όσον αφορά τις δαπάνες που δηλώθηκαν για τον Π. Δ.

101    Σύμφωνα με την έκθεση ελέγχου, η ενάγουσα δήλωσε κατά τον έλεγχο ότι ο Π. Δ. είχε συνάψει μαζί της εσωτερική σύμβαση παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών και ότι εξέδιδε τιμολόγια για την παροχή των υπηρεσιών του. Όμως, η ενάγουσα δεν ήταν σε θέση να παρουσιάσει στους ελεγκτές την εν λόγω σύμβαση ή τα τιμολόγια του Π.Δ. και δεν είχε υπολογίσει τα ωρομίσθια του Π. Δ.

102    Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι, σύμφωνα με τη σύμβαση Firerob (βλ. σκέψη 82 ανωτέρω), στις δαπάνες προσωπικού μπορούν να καταλογιστούν μόνον οι δαπάνες των πραγματικών ωρών κατά τις οποίες εργάστηκαν τα άτομα που εκτελούν απευθείας εργασίες στο πλαίσιο του έργου Firerob. Επίσης, τα άτομα αυτά πρέπει να έχουν προσληφθεί απευθείας από τον δικαιούχο, να εργάζονται υπό την αποκλειστική τεχνική επίβλεψη και ευθύνη του και να αμείβονται σύμφωνα με τις συνήθεις πρακτικές του.

103    Όσον αφορά τις δαπάνες προσωπικού του Π. Δ., πρώτον, παρατηρείται ότι η ενάγουσα δεν παρέσχε με τα δικόγραφά της κανένα στοιχείο που να καθιστά δυνατό τον υπολογισμό των ωρομισθίων για την εργασία του Π. Δ. στο έργο Firerob. Επιπλέον, η ενάγουσα δεν προσκόμισε τη σύμβαση παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών του Π. Δ. και, επομένως, δεν μπορεί να καθοριστεί αν ο Π. Δ. είχε προσληφθεί απευθείας από την ενάγουσα και εργαζόταν υπό την αποκλειστική τεχνική επίβλεψη και ευθύνη της.

104    Δεύτερον, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι υπέβαλε προς έλεγχο αντίγραφα επιταγών καθώς και αντίγραφο του αναλυτικού καθολικού και του εταιρικού λογαριασμού της. Ωστόσο, με το δικόγραφο της αγωγής, η ενάγουσα δεν προσδιορίζει την ημερομηνία κατά την οποία υπέβαλε τα έγγραφα αυτά ούτε το πρόσωπο στο οποίο τα υπέβαλε. Με τις παρατηρήσεις της επί του σχεδίου της εκθέσεως ελέγχου, η ενάγουσα επισημαίνει ότι παρέσχε στους ελεγκτές λεπτομερή στοιχεία από τον τραπεζικό λογαριασμό από τον οποίο πληρωνόταν ο Π. Δ., καθώς και αντίγραφα των επιταγών πληρωμής.

105    Εν πάση περιπτώσει, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι, ελλείψει λεπτομερών τιμολογίων, ούτε τα αντίγραφα των επιταγών ούτε το αντίγραφο του αναλυτικού καθολικού και του εταιρικού λογαριασμού της ενάγουσας αποδεικνύουν ποιες ήταν οι δαπάνες για τις ώρες εργασίας που πραγματοποίησε όντως ο Π. Δ. για το έργο.

106    Τρίτον, όσον αφορά τα δελτία χρόνου παρουσίας του έργου Firerob τα οποία προσκόμισε η ενάγουσα για τον Π. Δ. επισυναπτόμενα στο δικόγραφο της αγωγής, πρέπει να τονιστεί ότι, σύμφωνα με το από 17 Οκτωβρίου 2014 ηλεκτρονικό μήνυμα του ελεγκτή προς την Επιτροπή, η ενάγουσα δεν παρουσίασε τα δελτία αυτά κατά τον έλεγχο. Με το υπόμνημα απαντήσεως, η ενάγουσα διαπιστώνει, γενικώς, ότι όλες οι «συμβάσεις, τα τιμολόγια και τα δελτία παρουσίας» προσκομίσθηκαν κατά τον έλεγχο, αλλά δεν παρέχει κανένα λεπτομερές στοιχείο βάσει του οποίου θα μπορούσε το Γενικό Δικαστήριο να επαληθεύσει εάν τα δελτία χρόνου παρουσίας του έργου Firerob προσκομίσθηκαν πράγματι κατά τον έλεγχο.

107    Όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 93 έως 96 ανωτέρω, τα έγγραφα που προσκόμισε η Επιτροπή απαντώντας σε γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου αντικρούουν τον ισχυρισμό της ενάγουσας.

108    Περαιτέρω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα εν λόγω δελτία χρόνου παρουσίας δεν φαίνονται αξιόπιστα. Τα δελτία αυτά αφορούν περίοδο περίπου δύο χρόνων, από το 2008 έως το 2010, αλλά όλες οι υπογραφές του Π. Δ., καθώς και οι υπογραφές του διαχειριστή του έργου είχαν τεθεί με την ίδια μελάνη στο ίδιο σημείο και είχαν σταθερό μέγεθος. Τούτο υποδηλώνει ότι τα επίμαχα δελτία δεν υπογράφονταν κάθε μήνα, αλλά υπογράφτηκαν όλα μαζί την ίδια χρονική στιγμή κατά το πέρας του έργου.

109    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι τα δελτία χρόνου παρουσίας του Π. Δ. δεν συνιστούν αξιόπιστα αποδεικτικά στοιχεία όσον αφορά την ανά τακτά διαστήματα καταχώριση των ωρών εργασίας κατά τη διάρκεια του έργου Firerob και δεν αποδεικνύουν επομένως τον αριθμό των ωρών τις οποίες ο Π. Δ. εργάστηκε στο έργο Firerob.

110    Τέταρτον, όσον αφορά την ένορκη βεβαίωση του Π. Δ. ενώπιον Έλληνα συμβολαιογράφου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι στην εν λόγω βεβαίωση ο Π. Δ. περιγράφει, γενικώς, τις υπηρεσίες που παρέσχε για το έργο Firerob, παραθέτοντας επίσης τον αριθμό των ωρών εργασίας του ανά μήνα. Όμως, ούτε από το έγγραφο αυτό προκύπτουν οι ακριβείς δαπάνες προσωπικού που αντιστοιχούν στις παροχές του για το έργο Firerob.

111    Κατά συνέπεια, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να εξεταστεί εάν τα επίμαχα αποδεικτικά στοιχεία προσκομίσθηκαν εγκαίρως στους ελεγκτές ή στην Επιτροπή, η ενάγουσα δεν απέδειξε προσηκόντως την επιλεξιμότητα των δαπανών προσωπικού όσον αφορά τον Π. Δ. Πράγματι, τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η ενάγουσα δεν παρέχουν τη δυνατότητα να προσδιοριστεί προσηκόντως το ωρομίσθιο για την εργασία του Π. Δ. στο έργο Firerob βάσει λεπτομερών τιμολογίων ή να αποδειχθεί, βάσει συμβάσεως παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών, εάν αυτός είχε προσληφθεί απευθείας από την ενάγουσα και εάν εργαζόταν υπό την αποκλειστική τεχνική επίβλεψη και ευθύνη της. Τούτο αρκεί για να αποκλειστεί ο ισχυρισμός ότι η ενάγουσα απέδειξε τις δαπάνες των πραγματικών ωρών κατά τις οποίες εργάστηκαν τα άτομα που εκτελούν απευθείας εργασίες στο πλαίσιο του έργου, κατά την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 1, του παραρτήματος II της συμβάσεως Firerob.

–       – Όσον αφορά τις δαπάνες που δηλώθηκαν για τους Π. K. και M. A. καθώς και τις «λοιπές άμεσες δαπάνες»

112    Με τα δικόγραφά της, η ενάγουσα δεν προβάλλει κανένα συγκεκριμένο επιχείρημα όσον αφορά τον αποκλεισμό των δαπανών των Π. K. και M. A., ούτε όσον αφορά τις «λοιπές άμεσες δαπάνες» την επιστροφή των οποίων ζητεί η Επιτροπή με το χρεωστικό σημείωμα. Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι η ενάγουσα δεν αμφισβήτησε ουσιαστικά, εν προκειμένω, τις δαπάνες αυτές ούτε απέδειξε την επιλεξιμότητά τους.

113    Κατόπιν γραπτής ερωτήσεως του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά το πώς κατανέμονται οι δαπάνες μεταξύ των I. A., Π. Δ., Π. K. και M. A., η ενάγουσα δεν παρέσχε καμία διευκρίνιση από την οποία να μπορέσει το Γενικό Δικαστήριο να υπολογίσει την κατανομή των δαπανών που δηλώθηκαν. Ωστόσο, η ενάγουσα προσκόμισε ένορκες βεβαιώσεις των Π. K. και M. A. ενώπιον Έλληνα συμβολαιογράφου όσον αφορά τις δραστηριότητές τους στο πλαίσιο του έργου Firerob. Χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστεί εάν η προσκόμιση των εγγράφων αυτών μετά το πέρας της γραπτής διαδικασίας και χωρίς δικαιολογία για την εκπρόθεσμη υποβολή τους ήταν παραδεκτή δυνάμει του άρθρου 85, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, αρκεί η διαπίστωση ότι, εν πάση περιπτώσει, με τις ένορκες αυτές βεβαιώσεις, οι Π. K. και M. A. περιγράφουν, γενικώς, τις υπηρεσίες που παρείχαν για το έργο Firerob, παραθέτοντας επίσης τον αριθμό των ωρών εργασίας τους ανά μήνα. Όμως, από τα έγγραφα αυτά δεν προκύπτουν οι δαπάνες προσωπικού που αντιστοιχούν στις παροχές αυτές για το έργο Firerob.

114    Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ενάγουσα δεν απέδειξε προσηκόντως ότι οι δαπάνες προσωπικού που δήλωσε στο πλαίσιο του έργου Firerob, ύψους 45 954 ευρώ, αντιστοιχούσαν σε ώρες εργασίας όντως πραγματοποιηθείσες για το εν λόγω έργο ή παρασχεθείσες από πρόσωπα που είχαν προσληφθεί απευθείας από τον δικαιούχο. Επομένως, δεν είναι δυνατή η άμεση αντιστοίχιση των οικείων δαπανών και εσόδων που δηλώθηκαν για το έργο Firerob και των οικονομικών καταστάσεων και δικαιολογητικών που προσκόμισε η ενάγουσα. Η διαπίστωση αυτή δεν κλονίζεται από τα λοιπά επιχειρήματα της ενάγουσας.

115    Πρώτον, όσον αφορά το επιχείρημα της ενάγουσας κατά το οποίο το έργο Firerob υλοποιήθηκε με επιτυχία, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεσμεύεται, κατά το άρθρο 317 ΣΛΕΕ, από την υποχρέωση χρηστής και υγιούς δημοσιονομικής διαχειρίσεως των πόρων της Ένωσης. Υπέχει μεταξύ άλλων την υποχρέωση να ελέγχει ότι οι δημοσιονομικοί πόροι της Ένωσης χρησιμοποιούνται για τους προβλεπόμενους σκοπούς. Βάσει της υποχρεώσεως αυτής η Επιτροπή, στις συμβάσεις επιχορηγήσεως ή χρηματοδοτικής συνδρομής που συνάπτει στο όνομα και για λογαριασμό της Ένωσης, εξαρτά τη χορήγηση της επιχορηγήσεως ή της χρηματοδοτικής συνδρομής από προϋποθέσεις που διασφαλίζουν ότι η χρηματοδοτική συνδρομή της Ένωσης χρησιμοποιείται πράγματι για τη χρηματοδότηση του έργου ή της δράσης για την εκτέλεση των οποίων χορηγήθηκε. Η χορήγηση της επιχορηγήσεως ή της χρηματοδοτικής συνδρομής εξαρτάται επομένως από την τήρηση ορισμένων κριτηρίων, ιδίως εκείνων που προβλέπονται στα άρθρα II.14, II.15, II.21 και II.22 του παραρτήματος II της συμβάσεως Firerob, τα οποία καθορίζουν τις επιλέξιμες δαπάνες που μπορούν να επιστραφούν στο πλαίσιο του εν λόγω έργου ή της δράσης, καθώς και από την τήρηση, από τον δικαιούχο, ορισμένων υποχρεώσεων που αφορούν, μεταξύ άλλων, την οικονομική δικαιολόγηση των δαπανών που δηλώθηκαν ως πραγματοποιηθείσες για την εκτέλεση του εν λόγω έργου ή της δράσης. Ο δικαιούχος της επιχορηγήσεως ή της χρηματοδοτικής συνδρομής αποκτά επομένως οριστικό δικαίωμα για την καταβολή της χρηματοδοτικής συνδρομής της Ένωσης μόνον εάν πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η χορήγηση της επιχορηγήσεως ή της χρηματοδοτικής συνδρομής. Ωστόσο, για να έχει η ενάγουσα δικαίωμα στην επιχορήγηση ή στην χρηματοδοτική συνδρομή που ορίζεται στις εν λόγω συμβάσεις, δεν αρκεί τα ελεγχθέντα έργα και η ελεγχθείσα δράση να έχουν εκτελεστεί ορθώς σε τεχνικό επίπεδο και συμφώνως προς όσα ορίζονται στις ελεγχθείσες συμβάσεις. Πρέπει επίσης η ενάγουσα να έχει εκπληρώσει προσηκόντως τις χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις που υπέχει από τις συμβάσεις αυτές, πράγμα που συνεπάγεται ότι η Επιτροπή πρέπει να είναι σε θέση να εξακριβώσει, μεταξύ άλλων, κατά τον οικονομικό έλεγχο, ότι οι δαπάνες που δήλωσε η ενάγουσα για την εκτέλεση των εν λόγω συμβάσεων είναι επιλέξιμες και δικαιολογημένες (βλ. απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2015, Amitié κατά Επιτροπής, T-234/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:601, σκέψεις 146 και 152 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

116    Δεύτερον, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή και οι ορισθέντες ελεγκτές της δεν τήρησαν το νομικό πλαίσιο που θέτει η οδηγία 2006/43 και ο ελληνικός νόμος 3639/2008, ο οποίος αφορά τη συμμόρφωση της ελληνικής νομοθεσίας προς την εν λόγω οδηγία. Κατ’ αρχάς, δυνάμει του άρθρου 3 του νόμου 3639/2008 και της οδηγίας 2006/43, η γερμανική ελεγκτική εταιρία δεν μπορούσε, κατά την ενάγουσα, να προβεί σε ελέγχους ελληνικών εταιριών χωρίς την άδεια της ελληνικής Επιτροπής λογιστικής τυποποίησης και ελέγχων (ΕΛΤΕ). Περαιτέρω, κατά παράβαση του άρθρου 21 του νόμου 3639/2008 και του άρθρου 23 της οδηγίας 2006/43, η ελληνική εταιρία ελέγχου «έστειλε πληροφορίες ως μη όφειλε». Επιπλέον, λόγω των σημαντικών ανακριβειών της εκθέσεως ελέγχου, υπάρχει παραβίαση της αρχής της αντικειμενικότητας από τους ελεγκτές, κατά παράβαση του άρθρου 20 του νόμου 3639/2008 και του άρθρου 22 της οδηγίας 2006/43.

117    Συναφώς, η οδηγία 2006/43 έχει ως σκοπό, κατά το άρθρο της 1, να καθορίσει κανόνες σχετικά με τον υποχρεωτικό έλεγχο των ετήσιων και των ενοποιημένων λογαριασμών. Περαιτέρω, παρατηρείται ότι τα άρθρα 3, 22 και 23 της εν λόγω οδηγίας, στα οποία παραπέμπει η ενάγουσα, αφορούν μόνο την πραγματοποίηση ή την εκτέλεση του υποχρεωτικού ελέγχου των λογαριασμών. Κατά το άρθρο 2, σημείο 1, της ίδιας οδηγίας, όπως είχε αρχικώς, το οποίο έχει εφαρμογή εν προκειμένω, ως «υποχρεωτικός έλεγχος» ορίζεται ο έλεγχος των ετήσιων ή ενοποιημένων λογαριασμών, στο μέτρο που ο έλεγχος αυτός απαιτείται από την νομοθεσία της Ένωσης. Όμως, ο οικονομικός έλεγχος που διεξάγεται δυνάμει του άρθρου II.22 του παραρτήματος II της συμβάσεως Firerob δεν συνιστά οικονομικό έλεγχο των ετήσιων ή ενοποιημένων λογαριασμών που απαιτείται από τη νομοθεσία της Ένωσης. Συγκεκριμένα, ο οικονομικός αυτός έλεγχος διεξάγεται σύμφωνα με τους όρους της συμβάσεως Firerob και ιδίως σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο II.22 του παραρτήματος II. Κατά συνέπεια, οι διατάξεις της οδηγίας 2006/43 δεν έχουν εφαρμογή εν προκειμένω. Δεδομένου ότι οι διατάξεις του νόμου 3639/2008 που επικαλείται η ενάγουσα είναι, κατ’ ουσίαν, πανομοιότυπες με τις εν λόγω διατάξεις της οδηγίας 2006/43, διαπιστώνεται ότι η ενάγουσα δεν μπορεί να στηριχθεί ούτε στις διατάξεις του εν λόγω ελληνικού νόμου. Επομένως, τα επιχειρήματά της πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.

118    Τρίτον, στον βαθμό που η ενάγουσα υποστηρίζει, γενικώς, ότι τα λογιστικά βιβλία της ήταν αξιόπιστα, τηρούμενα σύμφωνα με την ισχύουσα ελληνική νομοθεσία, και ότι διέθετε επιπλέον τα απαιτούμενα από τη σύμβαση Firerob αρχεία και συστήματα για τη δήλωση των ωρών εργασίας που χρειάστηκαν για το εν λόγω έργο, υπενθυμίζεται ότι, όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 87 έως 114 ανωτέρω, ακόμη και αν υποτεθεί ότι αποδείχθηκε ότι τα λογιστικά βιβλία της ήταν σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, δεν είναι δυνατόν, εν προκειμένω, να γίνει άμεση αντιστοίχιση μεταξύ των δαπανών και εσόδων που δηλώθηκαν για το έργο Firerob και των οικονομικών καταστάσεων και δικαιολογητικών που προσκόμισε η ενάγουσα.

119    Τέταρτον, σε σχέση με τον ισχυρισμό της ενάγουσας ότι στην έκθεση ελέγχου εσφαλμένως αναφέρεται ότι τα δελτία χρόνου παρουσίας δεν ήταν υπογεγραμμένα από τους εργαζομένους και από τον υπεύθυνο του έργου, στις σκέψεις 98 και 109 ανωτέρω εκτέθηκε ότι τα δελτία που προσκομίσθηκαν στο Γενικό Δικαστήριο δεν αποτελούσαν αξιόπιστα αποδεικτικά στοιχεία για την απόδειξη της επιλεξιμότητας των εν λόγω δαπανών.

120    Πέμπτον, στον βαθμό που η ενάγουσα αμφισβητεί επίσης τη διαπίστωση της εκθέσεως ελέγχου κατά την οποία οι ελεγκτές πληροφορήθηκαν από την ενάγουσα ότι το έντυπο C, σχετικά με τις δηλώσεις των δαπανών, συμπληρώθηκε βάσει προφορικών οδηγιών που έδωσε ο συντονιστής, ώστε να αντιστοιχεί στον προϋπολογισμό του έργου, αρκεί να επισημανθεί ότι, όπως προκύπτει από επιστολές της «Ευρωπαϊκής Επιτροπής/Εκτελεστικού Οργανισμού Έρευνας» της 8ης Απριλίου 2013, της 9ης Αυγούστου 2013 και της 30ής Απριλίου 2014, το στοιχείο αυτό δεν ήταν καθοριστικό για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι επίμαχες δαπάνες δεν ήταν επιλέξιμες. Πράγματι, η Επιτροπή ζήτησε την επιστροφή των επίμαχων δαπανών με το αιτιολογικό ότι δεν αποδείχθηκε η επιλεξιμότητά τους και όχι επειδή η ενάγουσα είχε ακολουθήσει κάποια οδηγία του συντονιστή.

121    Έκτον, όσον αφορά τον ισχυρισμό της ενάγουσας, γενικώς, ότι κατά τον έλεγχο προσκομίσθηκαν όλες οι «συμβάσεις» και τα «τιμολόγια», επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως προκύπτει από την έκθεση ελέγχου, αυτό δεν ισχύει και ότι τα έγγραφα αυτά δεν περιλαμβάνονται ούτε στην περιγραφή των προσκομισθέντων κατά τον έλεγχο της ενάγουσας εγγράφων, η οποία παρατίθεται στις γραπτές παρατηρήσεις της επί της εκθέσεως ελέγχου της 6ης Απριλίου 2013. Περαιτέρω, τα έγγραφα που αφορούν την επικοινωνία μεταξύ της ενάγουσας και της ελληνικής εταιρίας ελέγχου στο πλαίσιο του επίμαχου ελέγχου, τα οποία προσκόμισε η Επιτροπή επισυναπτόμενα στην επιστολή της 24ης Αυγούστου 2016, δεν περιέχουν κανένα στοιχείο από το οποίο να συνάγεται ότι οι απαραίτητες συμβάσεις και τα απαραίτητα τιμολόγια προσκομίστηκαν από την ενάγουσα κατά τον έλεγχο.

122    Πρέπει επομένως να απορριφθεί ως αβάσιμος ο ισχυρισμός ότι κατά τον έλεγχο προσκομίσθηκαν όλες οι «συμβάσεις» και τα «τιμολόγια».

123    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή μπορούσε να αποκλείσει από τις δηλωθείσες δαπάνες το ποσό των 45 954 ευρώ για δαπάνες προσωπικού ως μη επιλέξιμο και, κατά το άρθρο II.22, παράγραφος 6, του παραρτήματος II της συμβάσεως Firerob, να ζητήσει, με το χρεωστικό σημείωμα, την επιστροφή της σχετικής με το ποσό αυτό χρηματοοικονομικής συνδρομής, καθώς και του μέρους της που αφορούσε τις «λοιπές άμεσες δαπάνες» και τις «έμμεσες δαπάνες». Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι ο πρώτος λόγος επί του οποίου στηρίζεται η αγωγή πρέπει να απορριφθεί.

124    Με τις παρατηρήσεις της επί της ενστάσεως απαραδέκτου, η ενάγουσα καταλήγει ότι το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να διατάξει πραγματογνωμοσύνη προκειμένου να εξεταστεί το πόρισμα της εκθέσεως ελέγχου ότι υπάρχει «έλλειψη εναλλακτικών αποδείξεων προς επιβεβαίωση των αιτηθεισών δαπανών προσωπικού». Με το υπόμνημα απαντήσεως, επαναλαμβάνεται το ίδιο επιχείρημα, αλλά αναφέρεται ως «αίτημα διεξαγωγής πραγματογνωμοσύνης». Το αίτημα αυτό πρέπει επομένως να ερμηνευθεί ως πρόταση προς το Γενικό Δικαστήριο να διατάξει τη διεξαγωγή μέτρου αποδείξεως δυνάμει του άρθρου 91, στοιχείο ε΄, του Κανονισμού Διαδικασίας.

125    Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο Κανονισμός Διαδικασίας παρέχει στο Γενικό Δικαστήριο τη διακριτική ευχέρεια να αποφασίσει αν πρέπει να διατάξει τη διεξαγωγή μέτρου όπως η πραγματογνωμοσύνη. Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 88 και το άρθρο 91, στοιχείο ε΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να διατάξει τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήσεως ενός εκ των διαδίκων. Όταν αίτημα περί διεξαγωγής πραγματογνωμοσύνης, το οποίο υποβάλλει ένας εκ των διαδίκων, διευκρινίζει με ακρίβεια τους λόγους που δύνανται να δικαιολογούν ένα τέτοιο μέτρο, στο Γενικό Δικαστήριο εναπόκειται να εκτιμήσει τη λυσιτέλεια του αιτήματος αυτού σε σχέση με το αντικείμενο της διαφοράς και με την αναγκαιότητα διεξαγωγής του μέτρου αυτού [βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 6ης Ιουνίου 2013, Kastenholz κατά ΓΕΕΑ – Qwatchme (πλάκες ρολογιών), T‑68/11, EU:T:2013:298, σκέψη 19].

126    Εν προκειμένω, η ενάγουσα θεωρεί ότι είναι αναγκαία η διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης προκειμένου να εξεταστούν τα πορίσματα της εκθέσεως ελέγχου κατά τα οποία υπάρχει «έλλειψη εναλλακτικών αποδείξεων προς επιβεβαίωση των αιτηθεισών δαπανών προσωπικού». Παρατηρείται, όμως, ότι η εξέταση των στοιχείων που περιλαμβάνονται στον φάκελο του Γενικού Δικαστηρίου δεν απαιτεί καμία ειδική πραγματογνωμοσύνη προκειμένου να καθοριστεί η αποδεικτική αξία των στοιχείων αυτών ως προς την επιλεξιμότητα των δαπανών προσωπικού που δήλωσε η ενάγουσα, αλλά δεν έγιναν δεκτές μεταγενέστερα από την Επιτροπή (βλ., ιδίως, σκέψεις 87 έως 123 ανωτέρω). Επομένως, δεν είναι αναγκαίο να διαταχθεί η διεξαγωγή αποδείξεων συναφώς.

 Επί του δευτέρου λόγου της αγωγής, με τον οποίο προβάλλεται καταχρηστική άσκηση των συμβατικών δικαιωμάτων της Επιτροπής

127    Η ενάγουσα θεωρεί ότι, μολονότι επιδοτήθηκε άμεσα για το έργο Firerob με το ποσό των 13 474 ευρώ, η Επιτροπή ζήτησε την επιστροφή, αρχικώς, του ποσού των 64 574,73 ευρώ, δηλαδή ενός ποσού σχεδόν πενταπλάσιου, και, κατόπιν της μερικής ακυρώσεως του χρεωστικού σημειώματος, του ποσού των 37 247,05 ευρώ. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή ενήργησε καταχρηστικώς, κατά τρόπο που υπερβαίνει προφανώς τα όρια της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του «κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του φερόμενου δικαιώματος».

128    Η Επιτροπή αντιτείνει ότι η ενάγουσα μπορούσε βασίμως να ζητήσει την επιστροφή μέρους των δαπανών στις οποίες υποβλήθηκε για την εκτέλεση του έργου Firerob υποβάλλοντας δικαιολογητικά που να αποδεικνύουν την ύπαρξη και την επιλεξιμότητα των δαπανών της. Όμως, όταν ο δικαιούχος της επιχορηγήσεως δεν μπορεί να αποδείξει την ύπαρξη των δαπανών του, δεν δικαιούται να αξιώσει την επιστροφή τους. Η Επιτροπή προσθέτει ότι η ανάκτηση από τον ΕΟΕ των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών είναι αποτέλεσμα της προβλεπόμενης διαδικασίας, η οποία έχει ως σκοπό τον σεβασμό των αρχών της οικονομίας, της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητας.

129    Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι, κατά την έκθεση ελέγχου, στο πλαίσιο της εφαρμογής της συμβάσεως Firerob, η ενάγουσα έλαβε από τον συντονιστή το ποσό των 102 924 ευρώ. Η σύμβαση πρόβλεπε ότι ένα μέρος της επιδοτήσεως αυτής έπρεπε να μεταβιβαστεί σε άλλο μέλος της κοινοπραξίας. Η ενάγουσα κατέβαλε, μεταξύ άλλων, ποσό 85 340 ευρώ σε άλλο μέλος της κοινοπραξίας. Κατά την έκθεση ελέγχου, ο συντονιστής μεταβίβασε μέρος του ποσού που δήλωσε η ενάγουσα σε άλλο μέλος της κοινοπραξίας, δηλαδή το ποσό των 66 003 ευρώ. Όπως προκύπτει από την έκθεση ελέγχου, το ποσό των 151 343 ευρώ που δήλωσε η ενάγουσα καταβλήθηκε σε άλλο μέλος της κοινοπραξίας και, μετά τη μεταβίβαση ποσού 4 110 ευρώ στον συντονιστή, η ενάγουσα κράτησε το ποσό των 13 474 ευρώ. Συνολικά, η ενάγουσα δήλωσε δαπάνες ύψους 254 521 ευρώ και το ποσό της συνεισφοράς της Ένωσης ανήλθε σε 201 806,95 ευρώ. Μετά τον έλεγχο, η Επιτροπή απέρριψε δαπάνες προσωπικού ύψους 45 954 ευρώ, λοιπές άμεσες δαπάνες ύψους 6 147 ευρώ και λοιπές έμμεσες δαπάνες ύψους 31 260 ευρώ. Η Επιτροπή απέκλεισε επομένως από τις δηλωθείσες δαπάνες το ποσό των 83 361 ευρώ. Στη μείωση αυτή των δαπανών που δηλώθηκαν αντιστοιχεί, σύμφωνα με την από 8 Απριλίου 2013 επιστολή της «Ευρωπαϊκής Επιτροπής/Εκτελεστικού Οργανισμού Έρευνας», μείωση της συνεισφοράς της Ένωσης ύψους 73 566,45 ευρώ. Στο ποσό αυτό τέθηκε ανώτατο όριο ανερχόμενο σε 37 247,05 ευρώ. Το εν λόγω ποσό αποτελεί την επίδικη οφειλή.

130    Από την τελική έκθεση του ΕΟΕ, της 16ης Φεβρουαρίου 2012, για την κατανομή της συνεισφοράς της Ένωσης προκύπτει ότι το τελικό ποσό που έλαβε η ενάγουσα για το έργο Firerob ήταν μόνο 14 015 ευρώ.

131    Όσον αφορά τους εφαρμοστέους όρους της συμβάσεως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο II.21, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίοδος, του παραρτήματος II της συμβάσεως Firerob ορίζει ότι, στην περίπτωση που μετά την καταγγελία ή την ολοκλήρωση συμφωνίας επιχορήγησης πρέπει να ανακτηθεί ποσό το οποίο οφείλει στην Ένωση ένας δικαιούχος, η Επιτροπή ζητεί, μέσω εντάλματος ανακτήσεως που εκδίδεται κατά του εν λόγω δικαιούχου, την επιστροφή του οφειλόμενου ποσού.

132    Κατά το άρθρο II.20, παράγραφος 1, του ίδιου παραρτήματος, η οικονομική ευθύνη κάθε δικαιούχου περιορίζεται, κατ’ αρχήν, στις οφειλές του, με μόνη εξαίρεση τους όρους για το εγγυητικό κεφάλαιο οι οποίοι δεν έχουν εφαρμογή εν προκειμένω.

133    Επομένως, προκειμένου να καθοριστεί εάν η Επιτροπή μπορούσε, εν προκειμένω, να ζητήσει την επιστροφή ποσού μεγαλύτερου από το τελικό ποσό που πράγματι έλαβε η ενάγουσα για το έργο Firerob, πλέον τόκων, πρέπει να καθοριστεί το περιεχόμενο του όρου «οφειλόμενο ποσό» που διαλαμβάνεται στο άρθρο II.21, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίοδος, του παραρτήματος II της συμβάσεως Firerob, καθώς και της φράσεως «περιορίζεται στις οφειλές του», που διαλαμβάνεται στο άρθρο II.20, παράγραφος 1, του ίδιου παραρτήματος.

134    Στο πλαίσιο αυτό, σημειωτέον ότι το άρθρο II.18, παράγραφοι 1 και 2, του παραρτήματος II της συμβάσεως Firerob προβλέπει ότι η χρηματοδοτική συνεισφορά της Ένωσης καθορίζεται με την εφαρμογή των μεγίστων ορίων χρηματοδότησης, ανά δραστηριότητα και ανά δικαιούχο, στις πραγματικές επιλέξιμες δαπάνες ή/και στα κατ’ αποκοπήν ποσοστά ή/και στα κατ’ αποκοπήν ποσά που αποδέχεται η Επιτροπή. Η χρηματοδοτική συνεισφορά υπολογίζεται βάσει του συνολικού κόστους του έργου και η καταβολή της βασίζεται στις αποδεκτές δαπάνες κάθε δικαιούχου.

135    Την ευθύνη για τη διαχείριση της χρηματοδοτικής συνεισφοράς της Ένωσης έχει, κατʼ αρχάς, η κοινοπραξία γενικώς και, ειδικώς, ο συντονιστής. Συγκεκριμένα, οι πληρωμές που αφορούν την εκτέλεση του έργου Firerob προς τα μέλη της κοινοπραξίας πραγματοποιούνται μέσω του συντονιστή. Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 3, της συμβάσεως Firerob, όλες οι πληρωμές της Επιτροπής πραγματοποιούνται στον λογαριασμό του συντονιστή του έργου. Κατά το άρθρο II.2, παράγραφος 2, του παραρτήματος II της συμβάσεως Firerob, η χρηματοδοτική συνεισφορά της Ένωσης για το έργο Firerob καταβάλλεται στον συντονιστή, ο οποίος την εισπράττει για λογαριασμό των δικαιούχων και η καταβολή της στον συντονιστή απαλλάσσει την Επιτροπή από την υποχρέωσή της πληρωμής. Περαιτέρω, πρέπει να τονιστεί ότι, δυνάμει του άρθρου II.2, παράγραφος 3, στοιχεία α΄ και γ΄, του παραρτήματος II της συμβάσεως Firerob, ο συντονιστής έχει υποχρέωση διαχειρίσεως της χρηματοδοτικής συνεισφοράς όσον αφορά την κατανομή της στους δικαιούχους και στις δραστηριότητες. Ο συντονιστής μεριμνά ώστε όλες οι επιμέρους πληρωμές να καταβάλλονται στους άλλους δικαιούχους χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

136    Κατά συνέπεια, η μη μεταβίβαση των επιμέρους ποσών σε κάθε συμβαλλόμενο θα συνιστούσε αθέτηση των συμβατικών υποχρεώσεων του συντονιστή, βάσει του άρθρου II.2, παράγραφος 3, του παραρτήματος II της συμβάσεως Firerob, και όχι της ενάγουσας (βλ., υπό την έννοια αυτή και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2007, Επιτροπή κατά Impetus, T-138/05, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2007:316, σκέψεις 64 έως 68).

137    Περαιτέρω, στον ίδιο όρο προβλέπεται επίσης ότι ο συντονιστής υποχρεούται να ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά με την κατανομή της χρηματοδοτικής συνεισφοράς και την ημερομηνία που μεταβιβάζονται τα ποσά στους δικαιούχους, όταν τούτο απαιτείται από τη σύμβαση Firerob ή από την Επιτροπή.

138    Ωστόσο, μολονότι οι πληρωμές που αφορούν την εκτέλεση του έργου Firerob προς τα μέλη της κοινοπραξίας έπρεπε να πραγματοποιούνται μέσω του συντονιστή, το συγκεκριμένο μέλος της κοινοπραξίας στο όνομα του οποίου έλαβε τη συνεισφορά της Ένωσης ο συντονιστής είναι εκείνο που παραμένει υπεύθυνο για την επιλεξιμότητα των δαπανών που δήλωσε στην Επιτροπή ή, ενδεχομένως, στον ΕΟΕ και για τις οποίες διατέθηκε στην κοινοπραξία η χρηματοδοτική συνεισφορά. Πράγματι, η ενδεχόμενη καταβολή της χρηματοδοτικής συνεισφοράς βασίζεται στις δαπάνες που δηλώθηκαν από κάθε δικαιούχο και έγιναν αποδεκτές από την Επιτροπή ή, ενδεχομένως, από τον ΕΟΕ.

139    Επιπλέον, το άρθρο II.6, παράγραφος 6, του παραρτήματος II της συμβάσεως Firerob ορίζει ότι κάθε πληρωμή μπορεί να υποβληθεί σε λογιστικό έλεγχο ή επανεξέταση και μπορεί να αναπροσαρμοστεί ή να ανακτηθεί βάσει των αποτελεσμάτων των εν λόγω ελέγχων. Η αίτηση ανακτήσεως μετά την καταγγελία ή την ολοκλήρωση συμβάσεως επιχορηγήσεως δυνάμει του άρθρου II.21, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίοδος, του ίδιου παραρτήματος στρέφεται ευθέως κατά του δικαιούχου μέσω εντάλματος ανακτήσεως. Εφόσον με την αίτηση ανακτήσεως ζητείται η επιστροφή ποσού που εισέπραξε ένας δικαιούχος αδικαιολόγητα, η εν λόγω αίτηση δεν μπορεί να αφορά, κατ’ αρχήν, παρά μόνο τις πληρωμές, πλέον τόκων, οι οποίες, σύμφωνα με την τελική έκθεση για τη χρηματοδοτική συνεισφορά της Ένωσης, εισπράχθηκαν πράγματι από τον συγκεκριμένο δικαιούχο. Επομένως, ελλείψει άλλων περιστάσεων εν προκειμένω που να παρέχουν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να αξιώσει την επιστροφή μεγαλύτερου ποσού, ο όρος «οφειλόμενο ποσό» που διαλαμβάνεται στο άρθρο II.21, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίοδος, του παραρτήματος II της συμβάσεως Firerob αφορά, κατ’ αρχήν, μόνο τα ποσά της εν λόγω χρηματοδοτικής συνεισφοράς που πράγματι εισέπραξε το συγκεκριμένο μέλος της κοινοπραξίας σύμφωνα με την τελική έκθεση για τη χρηματοδοτική συνεισφορά της Ένωσης.

140    Ομοίως, ελλείψει άλλων περιστάσεων εν προκειμένω που να παρέχουν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να αξιώσει την επιστροφή μεγαλύτερου ποσού, τα ποσά της εν λόγω χρηματοδοτικής συνεισφοράς που δεν εισπράχθηκαν πράγματι από το συγκεκριμένο μέλος της κοινοπραξίας σύμφωνα με την τελική έκθεση για τη χρηματοδοτική συνεισφορά της Ένωσης δεν μπορούν, κατ’ αρχήν, να θεωρηθούν ως «οφειλές του» κατά την έννοια του άρθρου II.20, παράγραφος 1, του παραρτήματος II της συμβάσεως Firerob.

141    Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την τελική έκθεση για τη χρηματοδοτική συνεισφορά της Ένωσης του άρθρου II.4, παράγραφος 3, του παραρτήματος II της συμβάσεως Firerob, η πράγματι εισπραχθείσα από την ενάγουσα συνεισφορά ανήλθε στο ποσό των 14 015 ευρώ. Δεδομένου ότι η Επιτροπή αναγνώρισε ότι οι επιλέξιμες δαπάνες της ενάγουσας ανέρχονταν στο ποσό των 5 008 ευρώ και ότι, όπως διαπιστώθηκε στο πλαίσιο της εξετάσεως του παρόντος λόγου, η ενάγουσα δεν απέδειξε την επιλεξιμότητα των δηλωθεισών δαπανών οι οποίες υπερέβαιναν το ποσό αυτό, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή, απαιτώντας την επιστροφή ποσού μεγαλύτερου της διαφοράς των 9 007 ευρώ που υπήρχε μεταξύ της πράγματι εισπραχθείσας συνεισφοράς και των δαπανών που αναγνωρίσθηκαν ως επιλέξιμες, πλέον τόκων υπερημερίας σύμφωνα με τους σχετικούς όρους της συμβάσεως Firerob από της λήξεως της προθεσμίας πληρωμής του χρεωστικού σημειώματος, αθέτησε τις υποχρεώσεις που υπείχε από τη σύμβαση Firerob.

142    Η Επιτροπή δεν προσκόμισε κανένα πραγματικό στοιχείο που να αποδεικνύει τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι, εν προκειμένω, μπορούσε να ζητήσει την επιστροφή ποσού μεγαλύτερου των 9 007 ευρώ, πλέον τόκων. Ειδικότερα, αντιμέτωπη με τις γραπτές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου και τις ίδιες ερωτήσεις κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή υποστήριξε ότι δεν ήταν σε θέση να απαντήσει διότι δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος στη σύμβαση επιχορηγήσεως Firerob.

143    Επομένως, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός ο δεύτερος λόγος της αγωγής.

 Επί του τρίτου λόγου της αγωγής, με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

144    Η ενάγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, ότι το σχέδιο έκθεσης ελέγχου υπογράφτηκε από τον A. E. και από την ελληνική εταιρία ορκωτών ελεγκτών, ενώ η έκθεση ελέγχου υπογράφτηκε από δύο ελεγκτές της γερμανικής εταιρίας οικονομικού ελέγχου. Η ενάγουσα δεν μπόρεσε επομένως να ασκήσει το δικαίωμά της να υποβάλει απευθείας στον ορισμένο από την Επιτροπή ελεγκτή τις νόμιμες αντιρρήσεις της και να εξηγήσει ότι οι ισχυρισμοί που διατυπώθηκαν στο σχέδιο έκθεσης ελέγχου ήταν αλυσιτελείς. Κατ’ αυτήν, η προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης επιβάλλει την προστασία της εμπιστοσύνης της ενάγουσας στην αξιοπιστία της δράσης της Επιτροπής και των προστηθέντων της, δηλαδή της ελληνικής και της γερμανικής εταιρίας ελέγχου.

145    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα αυτά.

146    Χωρίς να παρίσταται ανάγκη να εξεταστεί, εν προκειμένω, εάν έχει εφαρμογή η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης στο πλαίσιο αγωγής δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, αρκεί η παρατήρηση ότι η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης διέπει τη σχέση εξαρτήσεως των διοικούμενων από τη διοίκηση. Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, το δικαίωμα επικλήσεως της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης κατά της διοικήσεως της Ένωσης καλύπτει κάθε ιδιώτη που βρίσκεται σε κατάσταση από την οποία προκύπτει ότι η εν λόγω διοίκηση, με το να του παράσχει συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις, του δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες. Συνιστούν τέτοιες διαβεβαιώσεις, όποια και αν είναι η μορφή υπό την οποία γνωστοποιήθηκαν, ακριβή, απαλλαγμένα αιρέσεων και συγκλίνοντα πληροφοριακά στοιχεία που προέρχονται από έγκριτες και αξιόπιστες πηγές. Αντιθέτως, ουδείς δύναται να επικαλεστεί παραβίαση της αρχής αυτής όταν η διοίκηση δεν του έχει δώσει συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις (βλ. απόφαση της 19ης Μαρτίου 2003, Innova Privat-Akademie κατά Επιτροπής, T-273/01, EU:T:2003:78, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Η αρχή αυτή ανάγεται, επομένως, στον έλεγχο νομιμότητας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, τον οποίο μπορεί να ασκεί το Γενικό Δικαστήριο επί των πράξεων των θεσμικών οργάνων.

147    Πρώτον, διαπιστώνεται ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η ενάγουσα, από το σχέδιο εκθέσεως ελέγχου, όπως περιέχεται στην ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δικογραφία, δεν προκύπτει ότι αυτό υπογράφτηκε από τον A. E., Έλληνα ελεγκτή. Διαπιστώνεται ότι το σχέδιο αυτό δεν είναι υπογεγραμμένο. Η ενάγουσα δεν απέδειξε, επομένως, τον ισχυρισμό της ότι το σχέδιο εκθέσεως ελέγχου υπογράφτηκε από διαφορετικό πρόσωπο από εκείνο που υπέγραψε τη μεταγενέστερη έκθεση ελέγχου.

148    Δεύτερον, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της ενάγουσας ότι είχε δικαίωμα να υποβάλει απευθείας τις παρατηρήσεις της στον ελεγκτή που όρισε η Επιτροπή και να εξηγήσει τον λόγο για τον οποίο οι ισχυρισμοί που προβλήθηκαν στο σχέδιο εκθέσεως ελέγχου ήταν αλυσιτελείς.

149    Βεβαίως, με την επιστολή της 14ης Μαρτίου 2012, ο ΕΟΕ ενημέρωσε την ενάγουσα ότι η γερμανική ελεγκτική εταιρία είχε αναλάβει τη διενέργεια του εν λόγω ελέγχου. Παρατηρείται επίσης ότι ο ΕΟΕ ζητούσε, με την επιστολή αυτή, να «επιτραπεί στην [ελεγκτική εταιρία] να αρχίσει τον επιτόπιο έλεγχο» και ότι η ενάγουσα δεν αμφισβητεί ότι η ελληνική ελεγκτική εταιρία δεν ήταν μέλος του ομίλου ελεγκτικών εταιριών στον οποίο αναφερόταν η επιστολή αυτή. Περαιτέρω, από την ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δικογραφία δεν προκύπτει ότι η ενάγουσα είχε αντιρρήσεις για την ανάμειξη της ελληνικής ελεγκτικής εταιρίας στον έλεγχο που διενεργήθηκε στις εγκαταστάσεις της επιχειρήσεως.

150    Επισημαίνεται ότι από την επιχειρηματολογία της ενάγουσας δεν προκύπτει κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο σε τι συνίσταται το δικαίωμα να υποβάλει τις αντιρρήσεις της απευθείας στον ορισμένο από την Επιτροπή ελεγκτή και να δώσει εξηγήσεις όσον αφορά το αβάσιμο των ισχυρισμών που προβλήθηκαν με το σχέδιο εκθέσεως ελέγχου. Εν πάση περιπτώσει, το άρθρο II.22, παράγραφος 5, του παραρτήματος II της συμβάσεως Firerob ορίζει ότι ο δικαιούχος που υποβάλλεται σε οικονομικό έλεγχο μπορεί να υποβάλει τις παρατηρήσεις του επί του σχεδίου εκθέσεως ελέγχου εντός προθεσμίας ενός μηνός από την παραλαβή του. Εν προκειμένω, η ενάγουσα υπέβαλε παρατηρήσεις και στην έκθεση ελέγχου αναλύονται οι παρατηρήσεις αυτές στο τμήμα 5. Κατά συνέπεια οι ελεγκτές που υπέγραψαν την έκθεση ελέγχου έλαβαν υπόψη τις παρατηρήσεις της ενάγουσας.

151    Τρίτον, στον βαθμό που η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης επιβάλλει την προστασία της εμπιστοσύνης της στην αξιοπιστία της δράσεως της Επιτροπής και των ορισθέντων ελεγκτών, αφενός, αρκεί η διαπίστωση ότι οι ελεγκτές δεν ανήκουν στη διοίκηση της Ένωσης κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 146 ανωτέρω. Αφετέρου, με το επιχείρημά της, η ενάγουσα δεν αναφέρει καμία συγκεκριμένη, απαλλαγμένη αιρέσεων και συγκλίνουσα διαβεβαίωση, προερχόμενη από εξουσιοδοτημένη και αξιόπιστη πηγή, που της παρείχε η διοίκηση της Ένωσης, σύμφωνα με τις επιταγές της εν λόγω νομολογίας. Επομένως, το επιχείρημα αυτό πρέπει επίσης να απορριφθεί.

152    Τέταρτον, ως προς την παραπομπή στη νομολογία σχετικά με τα όρια που θέτει η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης στην περίπτωση ανακλήσεως παράνομων διοικητικών πράξεων (αποφάσεις της 3ης Μαρτίου 1982, Alpha Steel κατά Επιτροπής, 14/81, EU:C:1982:76, σκέψη 10, της 26ης Φεβρουαρίου 1987, Consorzio Cooperative d’Abruzzo κατά Επιτροπής, 15/85, EU:C:1987:111, σκέψη 12, και της 20ής Ιουνίου 1991, Cargill κατά Επιτροπής, C-248/89, EU:C:1991:264, σκέψη 20, και Cargill, C-365/89, EU:C:1991:266, σκέψη 18), αρκεί η διαπίστωση ότι η νομολογία αυτή δεν ασκεί επιρροή στον βαθμό που δεν υπήρξε, εν προκειμένω, καμία ανάκληση πράξεως στο πλαίσιο του εν λόγω οικονομικού ελέγχου.

153    Κατά συνέπεια, ο τρίτος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του τετάρτου λόγου της αγωγής, με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

154    Η ενάγουσα θεωρεί, κατ’ ουσίαν, ότι το σχέδιο της εκθέσεως ελέγχου έγινε δεκτό από την Επιτροπή χωρίς να εξεταστούν οι αιτιάσεις που είχε διατυπώσει. Περαιτέρω, σύμφωνα με την έκθεση ελέγχου, διαπιστώθηκε έλλειψη εναλλακτικών αποδείξεων σχετικά με τις δηλωθείσες δαπάνες προσωπικού. Η ανάλυση της εταιρίας οικονομικού ελέγχου είναι αυθαίρετη και αναιτιολόγητη, όπως αυθαίρετη και αναιτιολόγητη είναι και η «απόφαση της Επιτροπής». Η ενάγουσα προσθέτει ότι από τα δελτία χρόνου παρουσίας, τις ένορκες βεβαιώσεις, τις μισθολογικές καταστάσεις, τις αποδείξεις πληρωμής, τις εγγραφές στο αναλυτικό καθολικό της ενάγουσας, καθώς και από τα αντίγραφα του λογαριασμού της τεκμηριώνεται πλήρως η απασχόληση των I. A. και Π. Δ. στο έργο Firerob.

155    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα αυτά.

156    Κατʼ αρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η αρχή της αναλογικότητας συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 5, παράγραφος 4, της ΣΕΕ. Η αρχή αυτή απαιτεί οι πράξεις των οργάνων της Ένωσης να μη βαίνουν πέραν αυτού που είναι κατάλληλο και αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού (βλ. απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2013, Makhlouf κατά Συμβουλίου, T-383/11, EU:T:2013:431, σκέψη 98 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

157    Η αρχή αυτή προορίζεται να ρυθμίσει όλους τους τρόπους δράσεως της Ένωσης, ανεξάρτητα από το αν είναι συμβατικής ή μη συμβατικής φύσεως (απόφαση της 25ης Μαΐου 2004, Distilleria Palma κατά Επιτροπής, T-154/01, EU:T:2004:154, σκέψη 44), δεδομένου ότι, στο πλαίσιο της εκτελέσεως των συμβατικών υποχρεώσεων, η τήρηση της αρχής αυτής εντάσσεται στο πλαίσιο της γενικότερης υποχρεώσεως των συμβαλλομένων για καλόπιστη εκτέλεση της συμβάσεως.

158    Ακολούθως, όσον αφορά το επικουρικώς εφαρμοστέο στη σύμβαση Firerob βελγικό δίκαιο, το βελγικό Cour de cassation (ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο) έκρινε ότι η αρχή την οποία καθιερώνει το άρθρο 1134 του βελγικού αστικού κώδικα, δυνάμει της οποίας οι συμβάσεις πρέπει να εκτελούνται καλοπίστως, απαγορεύει στον συμβαλλόμενο την κατάχρηση δικαιώματος που του αναγνωρίζεται από τη σύμβαση. Η κατάχρηση δικαιώματος συνίσταται στην άσκησή του με τρόπο που υπερβαίνει προδήλως τα όρια της συνήθους ασκήσεως του δικαιώματος αυτού από συνετό και επιμελή συμβαλλόμενο (Cass 16 Νοεμβρίου 2007 AR nr C.06.0349.F.1).

159    Τέλος, επισημαίνεται ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει, βάσει του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, να περιέχει το αντικείμενο της διαφοράς και συνοπτική έκθεση των προβληθέντων ισχυρισμών. Κατά πάγια νομολογία, τα στοιχεία αυτά πρέπει να είναι αρκούντως σαφή και ακριβή προκειμένου να μπορεί ο μεν εναγόμενος να προετοιμάσει την άμυνά του, το δε Γενικό Δικαστήριο να εκδικάσει την αγωγή χωρίς να χρειαστεί ενδεχομένως συμπληρωματικές πληροφορίες. Προς κατοχύρωση της ασφάλειας δικαίου και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, είναι αναγκαίο, προκειμένου η αγωγή να είναι παραδεκτή, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων αυτή ερείδεται να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικώς, πλην όμως κατά τρόπον συνεπή και κατανοητό, από το ίδιο το δικόγραφο (βλ., υπό την έννοια αυτή, διάταξη της 11ης Ιανουαρίου 2013, Charron Inox και Almet κατά Επιτροπής και Συμβουλίου, T-445/11 και T-88/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:4, σκέψη 57).

160    Πρώτον, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η έκθεση ελέγχου διαπιστώνει ότι «επισημάνθηκε έλλειψη εναλλακτικών αποδείξεων σχετικά με τις αιτηθείσες δαπάνες προσωπικού» και ότι, κατ’ αυτήν, η ανάλυση της ελεγκτικής εταιρίας καθώς και «η απόφαση της Επιτροπής» είναι αναιτιολόγητες. Περαιτέρω, το σχέδιο έκθεσης ελέγχου έγινε δεκτό από την Επιτροπή χωρίς να εξετασθούν οι αναλυτικές αιτιάσεις της ενάγουσας.

161    Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η ενάγουσα προβάλλει, στην πραγματικότητα, με τα επιχειρήματα αυτά ελλιπή αιτιολόγηση της εκθέσεως ελέγχου, καθώς και μιας «αποφάσεως της Επιτροπής» που δεν προσδιορίζεται περαιτέρω.

162    Ωστόσο, αφενός, από το δικόγραφο της αγωγής δεν προκύπτει κατά τρόπο κατανοητό ποια είναι η «απόφαση της Επιτροπής» στην οποία αναφέρεται η ενάγουσα. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα αυτό ως απαράδεκτο, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 159 ανωτέρω.

163    Αφετέρου, όσον αφορά την αιτιολογία της εκθέσεως ελέγχου, χωρίς να απαιτείται να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί της εκτάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως μιας τέτοιας εκθέσεως, η εν λόγω έκθεση αναλύει τις παρατηρήσεις της ενάγουσας στο μέρος 5. Πρέπει επομένως να απορριφθεί ως αβάσιμο το επιχείρημα της ενάγουσας ότι η έκθεση ελέγχου δεν εξέτασε τις παρατηρήσεις της. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις επιστολές της 9ης Αυγούστου 2013 και της 30ής Απριλίου 2014 (σκέψεις 17 και 18 ανωτέρω), η «Ευρωπαϊκή Επιτροπή/Εκτελεστικός Οργανισμός Έρευνας» ανέλυσε επίσης τα επιχειρήματα που προέβαλε η ενάγουσα μετά την κοινοποίηση της εκθέσεως ελέγχου.

164    Οι εξηγήσεις αυτές παρείχαν στην ενάγουσα τη δυνατότητα να κατανοήσει δεόντως τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή ζήτησε την επιστροφή της επίδικης απαιτήσεως και στο Γενικό Δικαστήριο τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχό του. Εξάλλου, η ενάγουσα δεν εξηγεί με τα δικόγραφά της τον λόγο για τον οποίο ήταν ανεπαρκείς οι εξηγήσεις της ελεγκτικής εταιρίας και της «Ευρωπαϊκής Επιτροπής/Εκτελεστικού Οργανισμού Έρευνας».

165    Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα της ενάγουσας περί ελλιπούς αιτιολογήσεως.

166    Δεύτερον, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η ανάλυση που πραγματοποίησε η ελεγκτική εταιρία, όσον αφορά την έλλειψη εναλλακτικών αποδείξεων σχετικά με τις αιτηθείσες δαπάνες προσωπικού, στο σχέδιο εκθέσεως ελέγχου καθώς και στην έκθεση ελέγχου, είναι αυθαίρετη.

167    Κατ’ αρχάς, πρέπει να τονιστεί ότι η ενάγουσα δεν στοιχειοθετεί τον λόγο για τον οποίο θεωρεί ότι το δικαίωμα ασκήθηκε κατά τρόπο υπερβαίνοντα προδήλως τα όρια της συνήθους ασκήσεώς του από συνετό και επιμελή δικαιούχο. Το επιχείρημα αυτό δεν προβλήθηκε επομένως κατά τρόπο αρκούντως σαφή και ακριβή και πρέπει να απορριφθεί σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 159 ανωτέρω.

168    Περαιτέρω, πρέπει να απορριφθεί ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι το σχέδιο εκθέσεως ελέγχου έγινε δεκτό από την Επιτροπή χωρίς να εξετασθούν οι νόμιμες και αναλυτικές αιτιάσεις της. Συγκεκριμένα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι παρατηρήσεις που υπέβαλε η ενάγουσα αναλύθηκαν στο μέρος 5 της εκθέσεως ελέγχου και ότι, όπως προκύπτει από την επιστολή της 8ης Απριλίου 2013 (βλ. σκέψη 16 ανωτέρω), η διαδικασία ανακτήσεως στηρίχθηκε, εν προκειμένω, στην έκθεση ελέγχου.

169    Τέλος, στον βαθμό που η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η «απόφαση της Επιτροπής» είναι επίσης αυθαίρετη, από το δικόγραφο της αγωγής δεν προκύπτει κατά τρόπο κατανοητό ποια είναι η «απόφαση της Επιτροπής» στην οποία αναφέρεται η ενάγουσα. Περαιτέρω, η ενάγουσα δεν εξηγεί με τα δικόγραφά της για ποιο λόγο είναι καταχρηστική η απόφαση αυτή. Πρέπει επομένως να απορριφθεί το επιχείρημα αυτό ως απαράδεκτο, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 159 ανωτέρω.

170    Επομένως, ο τέταρτος λόγος στον οποίο στηρίζεται η αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

171    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι πρέπει να γίνει δεκτός εν μέρει ο δεύτερος λόγος και να αναγνωριστεί, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της ενάγουσας, ότι η Επιτροπή αθέτησε τις υποχρεώσεις που υπείχε από τη σύμβαση Firerob ζητώντας από την ενάγουσα να της επιστρέψει ποσό μεγαλύτερο των 9 007 ευρώ, πλέον τόκων από 9ης Σεπτεμβρίου 2014.

172    Δεδομένου ότι πρέπει να απορριφθούν οι λοιποί λόγοι επί των οποίων στηρίζεται η αγωγή, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί κατά τα λοιπά, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

 Επί των δικαστικών εξόδων

173    Κατά το άρθρο 134, παράγραφοι 1 και 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του. Ωστόσο, αν τούτο δικαιολογείται από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ένας διάδικος, πέραν των δικαστικών εξόδων του, φέρει και μέρος των εξόδων του αντιδίκου.

174    Κατά το άρθρο 137 του Κανονισμού Διαδικασίας, σε περίπτωση καταργήσεως της δίκης, το Γενικό Δικαστήριο κανονίζει τα έξοδα κατά την κρίση του.

175    Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η ενάγουσα και η Επιτροπή ηττήθηκαν εν μέρει και λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, ιδίως το ότι παρέλκει η κρίση επί μέρους της αγωγής, η Επιτροπή φέρει τα τρία τέταρτα των δικαστικών εξόδων της καθώς και τα τρία τέταρτα των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η ενάγουσα, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων. Η ενάγουσα φέρει το ένα τέταρτο των δικαστικών εξόδων της καθώς και το ένα τέταρτο των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την ένσταση απαραδέκτου.

2)      Παρέλκει η κρίση επί της αγωγής κατά το μέρος που αφορά αίτημα επιστροφής ποσού μεγαλύτερου των 37 247,05 ευρώ, πλέον τόκων από 9ης Σεπτεμβρίου 2014.

3)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αθέτησε τις υποχρεώσεις που υπείχε από τη σύμβαση FP7-SME-2007-222303, για την εκτέλεση του έργου «FIREROBAutonomousFire-FightingRoboticVehicle», ζητώντας από τη Δίκτυο Αμυντικών Βιομηχανιών Net Α.Ε.Β.Ε. να της επιστρέψει ποσό μεγαλύτερο των 9 007 ευρώ, πλέον τόκων από 9ης Σεπτεμβρίου 2014.

4)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την αγωγή.

5)      Η Επιτροπή φέρει τα τρία τέταρτα των δικαστικών εξόδων της καθώς και τα τρία τέταρτα των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η Δίκτυο Αμυντικών Βιομηχανιών Net, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων.

6)      Η Δίκτυο Αμυντικών Βιομηχανιών Net φέρει το ένα τέταρτο των δικαστικών εξόδων της καθώς και το ένα τέταρτο των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων.

Dittrich

Schwarcz

Tomljenović

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 26 Ιανουαρίου 2017.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      A. Dittrich


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.

Top