Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62014TJ0312

    Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 7ης Ιουλίου 2015.
    Federazione nazionale delle cooperative della pesca (Federcoopesca) κ.λπ. κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
    Προσφυγή ακυρώσεως — Αλιεία — Κοινοτικό σύστημα ελέγχου της τήρησης των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής — Απόφαση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή σχεδίου δράσεως για την αντιμετώπιση των ελλείψεων του ιταλικού συστήματος ελέγχου της αλιείας — Πράξη που δεν τροποποιεί αυτή καθαυτήν τη νομική κατάσταση του προσφεύγοντος — Πράξη που δεν αφορά ατομικά τον προσφεύγοντα — Απαράδεκτο.
    Υπόθεση T-312/14.

    Court reports – general

    ECLI identifier: ECLI:EU:T:2015:472

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

    της 7ης Ιουλίου 2015 ( *1 )

    «Προσφυγή ακυρώσεως — Αλιεία — Κοινοτικό σύστημα ελέγχου της τήρησης των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής — Απόφαση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή σχεδίου δράσεως για την αντιμετώπιση των ελλείψεων του ιταλικού συστήματος ελέγχου της αλιείας — Πράξη που δεν τροποποιεί αυτή καθαυτήν τη νομική κατάσταση του προσφεύγοντος — Πράξη που δεν αφορά ατομικά τον προσφεύγοντα — Απαράδεκτο»

    Στην υπόθεση T‑312/14,

    Federazione nazionale delle cooperative della pesca (Federcoopesca), με έδρα τη Ρώμη (Ιταλία),

    Associazione Lega Pesca, με έδρα τη Ρώμη,

    Associazione generale cooperative italiane settore agro ittico alimentare (AGCI AGR IT AL), με έδρα τη Ρώμη,

    εκπροσωπούμενες από τους L. Caroli, S. Ventura και V. Cannizzaro, δικηγόρους,

    προσφεύγουσες,

    κατά

    Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους A. Bouquet και D. Nardi,

    καθής,

    με αντικείμενο αίτημα περί ακυρώσεως της αποφάσεως C(2013) 8635 τελικό της Επιτροπής, της 6ης Δεκεμβρίου 2013, σχετικά με την εφαρμογή σχεδίου δράσεως για την αντιμετώπιση των ελλείψεων του ιταλικού συστήματος ελέγχου της αλιείας,

    ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

    συγκείμενο από τους M. E. Martins Ribeiro, πρόεδρο, S. Gervasoni (εισηγητή) και L. Madise, δικαστές,

    γραμματέας: J. Palacio González, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 6ης Φεβρουαρίου 2015,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Ιστορικό της διαφοράς

    1

    Το άρθρο 102 του κανονισμού (ΕΚ) 1224/2009 του Συμβουλίου, της 20ής Νοεμβρίου 2009, περί θεσπίσεως κοινοτικού συστήματος ελέγχου της τήρησης των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής, τροποποιήσεως των κανονισμών (ΕΚ) 847/96, (ΕΚ) 2371/2002, (ΕΚ) 811/2004, (ΕΚ) 768/2005, (ΕΚ) 2115/2005, (ΕΚ) 2166/2005, (ΕΚ) 388/2006, (ΕΚ) 509/2007, (ΕΚ) 676/2007, (ΕΚ) 1098/2007, (ΕΚ) 1300/2008, (ΕΚ) 1342/2008 και καταργήσεως των κανονισμών (ΕΟΚ) 2847/93, (ΕΚ) 1627/94 και (ΕΚ) 1966/2006 (EE L 343, σ. 1), προβλέπει τα εξής:

    «1.   Τα κράτη μέλη παρέχουν στην Επιτροπή όλες τις σχετικές πληροφορίες που ζητά όσον αφορά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Κατά την υποβολή της αίτησης για πληροφορίες, η Επιτροπή προσδιορίζει ένα εύλογο χρονικό όριο εντός του οποίου πρέπει να παρέχονται οι πληροφορίες.

    2.   Εάν η Επιτροπή κρίνει ότι διεπράχθησαν παρατυπίες κατά την εφαρμογή των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής ή ότι οι υφιστάμενες διατάξεις και μέθοδοι ελέγχου σε συγκεκριμένα κράτη μέλη δεν είναι αποτελεσματικές, ενημερώνει τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, τα οποία διεξάγουν διοικητική έρευνα στην οποία μπορούν να συμμετέχουν υπάλληλοι της Επιτροπής.

    3.   Τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με τα αποτελέσματα της έρευνας και της διαβιβάζουν έκθεση η οποία συντάσσεται το αργότερο εντός τριμήνου μετά το αίτημα της Επιτροπής. Η περίοδος αυτή είναι δυνατόν να παραταθεί για εύλογο διάστημα από την Επιτροπή, κατόπιν δεόντως αιτιολογημένου αιτήματος από το κράτος μέλος.

    4.   Σε περίπτωση που η διοικητική έρευνα η οποία αναφέρεται στην παράγραφο 2 δεν οδηγήσει στη διάλυση των εικασιών περί παρατυπιών ή σε περίπτωση που η Επιτροπή εντοπίσει ελλείψεις στο σύστημα ελέγχου ενός κράτους μέλους κατά τη διάρκεια των επαληθεύσεων ή των αυτοτελών επιθεωρήσεων που αναφέρονται στα άρθρα 98 και 99 ή στον έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 100, η Επιτροπή καταστρώνει σχέδιο δράσης με το εν λόγω κράτος μέλος. Το κράτος μέλος λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα για την εφαρμογή του εν λόγω σχεδίου δράσης.»

    2

    Στις 17 Δεκεμβρίου 2012, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πληροφόρησε την Ιταλική Δημοκρατία ότι είχε διαπιστώσει παρατυπίες που κωλύουν την τήρηση ορισμένων κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών με την αλιεία άκρως μεταναστευτικών ιχθύων στη Μεσόγειο, και της υπενθύμισε την υποχρέωση διεξαγωγής διοικητικής έρευνας σχετικά με το σύστημά της ελέγχου, σύμφωνα με το άρθρο 102, παράγραφος 2, του κανονισμού 1224/2009.

    3

    Η διοικητική έρευνα διεξήχθη από την ιταλική αρχή ελέγχου η οποία διορίστηκε από τις ιταλικές δημόσιες αρχές στις 13 Φεβρουαρίου 2013, με τη συνδρομή υπαλλήλων της Επιτροπής.

    4

    Η τελική έκθεση της διοικητικής έρευνας διαβιβάστηκε στην Επιτροπή στις 17 Απριλίου 2013.

    5

    Η Επιτροπή, εκτιμώντας ότι η διοικητική έρευνα δεν είχε ως αποτέλεσμα την εξάλειψη των προηγουμένως διαπιστωθεισών παρατυπιών, εκπόνησε προσχέδιο δράσεως μαζί με τις ιταλικές αρχές.

    6

    Με την απόφαση C(2013) 8635 τελικό της 6ης Δεκεμβρίου 2013, η οποία εκδόθηκε βάσει του άρθρου 102, παράγραφος 4, του κανονισμού 1224/2009 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η Επιτροπή υιοθέτησε σχέδιο δράσεως για την αντιμετώπιση των ελλείψεων του ιταλικού συστήματος ελέγχου της αλιείας. Μεταξύ των δράσεων που περιλαμβάνονται στο σχέδιο αυτό, η δράση αριθ. 13 προβλέπει τη λήψη νέων τεχνικών μέτρων σχετικά με τη συμβατότητα μεταξύ του συστήματος «ferrettara», που συγκεντρώνει διάφορα παραδοσιακά συστήματα αλιείας με παρασυρόμενα δίχτυα με μικρό άνοιγμα ματιών, και των άλλων αλιευτικών εργαλείων, η δράση αριθ. 15 προβλέπει τη λήψη υποκατάστατων μέτρων προκειμένου να αντισταθμιστεί η έλλειψη δορυφορικής παρακολούθησης καθώς και υποχρέωση δηλώσεως για ορισμένα σκάφη που επιτρέπεται να αλιεύουν ξιφία, η δράση αριθ. 16 προβλέπει την εφαρμογή σε εθνικό επίπεδο των διεθνών διατάξεων που αφορούν τις ελάχιστες διαστάσεις των αλιευμάτων για τον ξιφία και τα τεχνικά χαρακτηριστικά των παραγαδιών και, τέλος, η δράση αριθ. 17 προβλέπει την ενίσχυση του αποτρεπτικού χαρακτήρα των οικονομικών κυρώσεων που επιβάλλονται σε περίπτωση σοβαρών και επαναλαμβανόμενων παραβάσεων.

    Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

    7

    Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 28 Απριλίου 2014, οι προσφεύγουσες, Federazione nazionale delle cooperative della pesca (Federcoopesca), Associazione Lega Pesca και Associazione generale cooperative italiane settore agro ittico alimentare (AGCI AGR IT AL), άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

    8

    Η Επιτροπή, με δικόγραφο που κατέθεσε στις 23 Ιουλίου 2014 στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου, προέβαλε ένσταση απαραδέκτου βάσει του άρθρου 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 1991.

    9

    Στις 8 Σεπτεμβρίου 2014, οι προσφεύγουσες κατέθεσαν τις παρατηρήσεις τους επί της ενστάσεως απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή.

    10

    Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφάσισε να κινήσει την προφορική διαδικασία για να αποφανθεί επί της ενστάσεως απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή.

    11

    Οι διάδικοι κλήθηκαν, με μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας, να αποφανθούν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση επί διαφόρων ζητημάτων, συμπεριλαμβανομένου του αν ήταν δυνατόν να θεωρηθεί ότι το τρίτο σκέλος του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, κατά το οποίο κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί να ασκεί προσφυγή κατά «των κανονιστικών πράξεων που το αφορούν άμεσα χωρίς να περιλαμβάνουν εκτελεστικά μέτρα», πρέπει να εφαρμόζεται, λαμβανομένων υπόψη τόσο του αντικειμένου της διατάξεως αυτής όσο και του γεγονότος ότι οι συντάκτες της Συνθήκης προσέθεσαν στην προϋπόθεση ότι η πράξη πρέπει να αφορά άμεσα τον προσφεύγοντα μια συμπληρωματική προϋπόθεση σχετικά με την έλλειψη εκτελεστικών μέτρων, μόνο για την αμφισβήτηση των πράξεων που τροποποιούν αυτές καθαυτές, δηλαδή ανεξάρτητα από οποιοδήποτε εκτελεστικό μέτρο, τη νομική κατάσταση του οικείου προσώπου.

    12

    Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά τη συνεδρίαση της 6ης Φεβρουαρίου 2014.

    13

    Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

    να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, «ειδικότερα όσον αφορά τις [δράσεις αριθ. 13, 15, 16 και 17 που περιλαμβάνονται στο σχέδιο δράσεως» το οποίο προσαρτάται στην απόφαση αυτή]·

    να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

    14

    Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

    να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη,

    να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

    15

    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγουσες διευκρίνισαν ότι με το δικόγραφο της προσφυγής ζητούσαν αποκλειστικά την ακύρωση των δράσεων αριθ. 13, 15, 16 και 17 που περιλαμβάνονται στο σχέδιο δράσεως το οποίο προσαρτάται στην προσβαλλόμενη απόφαση, όπερ σημειώθηκε στα πρακτικά της συνεδριάσεως.

    Σκεπτικό

    16

    Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η υπό κρίση προσφυγή είναι απαράδεκτη, μεταξύ άλλων, για τον λόγο ότι οι προσφεύγουσες, οι οποίες δεν είναι αποδέκτριες της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν απέδειξαν ότι νομιμοποιούνται να προσβάλουν την απόφαση αυτή. Υποστηρίζει ότι οι προσφεύγουσες δεν έχουν ενεργητική νομιμοποίηση δυνάμει του τρίτου σκέλους του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, κατά το οποίο κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί να ασκεί προσφυγή κατά «των κανονιστικών πράξεων που το αφορούν άμεσα χωρίς να περιλαμβάνουν εκτελεστικά μέτρα». Συναφώς, διευκρινίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση επάγεται εκτελεστικά μέτρα. Διαπιστώνει επίσης απουσία άμεσου αντικτύπου της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον το σχέδιο δράσεως μπορεί να έχει αποτελέσματα επί της νομικής καταστάσεως των προσφευγουσών μόνο μέσω εθνικών μέτρων απαραίτητων για την εκτέλεσή του. Υποστηρίζει τέλος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν θίγει ατομικώς τις προσφεύγουσες.

    17

    Εκ προοιμίου, πρέπει να τονιστεί ότι οι προσφεύγουσες αποτελούν ενώσεις επαγγελματιών, που ασκούν τη δραστηριότητά τους, ειδικότερα, στον τομέα της αλιείας, και εκπροσωπούν τα συμφέροντα των επαγγελματιών αυτών.

    18

    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το παραδεκτό προσφυγής ακυρώσεως ασκούμενης από ένωση, η οποία συστάθηκε για την προάσπιση των συλλογικών συμφερόντων μιας κατηγορίας διαδίκων, εξαρτάται, εκτός εάν έχει ίδιον συμφέρον να ασκήσει προσφυγή, από το ζήτημα αν τα μέλη της θα μπορούσαν να ασκήσουν ατομικώς την εν λόγω προσφυγή (βλ. διάταξη της 10ης Δεκεμβρίου 2004, EFfCI κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, T‑196/03, Συλλογή, EU:T:2004:355, σκέψεις 41 έως 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    19

    Εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες επικαλούνται την ενεργητική νομιμοποίηση που διαθέτουν, μεταξύ των μελών τους, όσοι είναι επαγγελματίες του τομέα της αλιείας στην Ιταλία, ειδικότερα οι αλιείς που έχουν άδεια από τις ιταλικές αρχές να ασκούν την αλιεία του ξιφία, χωρίς να προβάλλουν κάποια άλλη δική τους ιδιότητα για τη συνέχιση της διαδικασίας και χωρίς να προκύπτει κάποια τέτοια ιδιότητα από τα στοιχεία της δικογραφίας.

    20

    Κατά συνέπεια, η ενεργητική νομιμοποίηση των προσφευγουσών θα εξεταστεί υπό το πρίσμα της ενεργητικής νομιμοποιήσεως των μελών των προσφευγουσών, όπως αυτά διαλαμβάνονται στη σκέψη 19 ανωτέρω.

    21

    Περαιτέρω, δεν αμφισβητείται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση απευθύνεται στην Ιταλική Δημοκρατία και ότι οι προσφεύγουσες δεν είναι αποδέκτριές της.

    22

    Καταρχάς, πρέπει να εξεταστεί αν οι προσφεύγουσες μπορούν βασίμως να επικαλεστούν το τρίτο σκέλος του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, του οποίου πρέπει να εξεταστεί η δυνατότητα εφαρμογής όταν η αμφισβητούμενη πράξη δεν τροποποιεί, αυτή καθαυτήν, τη νομική κατάσταση του προσφεύγοντος.

    Επί της δυνατότητας εφαρμογής του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, τρίτο σκέλος, ΣΛΕΕ όταν δεν υπάρχει πράξη τροποποιούσα, αυτή καθαυτήν, τη νομική κατάσταση του προσφεύγοντος

    23

    Το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ ορίζει ότι «[κ]άθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί, υπό τις προϋποθέσεις του πρώτου και του δευτέρου εδαφίου, να ασκεί προσφυγή κατά των πράξεων των οποίων είναι αποδέκτης ή που το αφορούν άμεσα και ατομικά, καθώς και κατά των κανονιστικών πράξεων που το αφορούν άμεσα χωρίς να περιλαμβάνουν εκτελεστικά μέτρα».

    24

    Τα δύο πρώτα σκέλη του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ αντιστοιχούν στα όσα προέβλεπε, προ της ενάρξεως ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ. Το πρώτο σκέλος αφορά τη δυνατότητα του αποδέκτη μιας πράξεως να την αμφισβητήσει, το δε δεύτερο σκέλος ορίζει ότι, αν το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ασκεί την προσφυγή ακυρώσεως δεν είναι αποδέκτης της πράξεως την οποία προσβάλλει, το παραδεκτό της προσφυγής εξαρτάται από τις προϋποθέσεις η πράξη να αφορά το άτομο αυτό άμεσα και ατομικά (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑583/11 P, Συλλογή, EU:C:2013:625, σκέψεις 55 και 56).

    25

    Προ της θέσεως σε ισχύ της Συνθήκης της Λισσαβώνας, όταν κανονιστική πράξη παρήγε άμεσα αποτελέσματα στη νομική κατάσταση φυσικού ή νομικού προσώπου χωρίς να απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα, υπήρχε το ενδεχόμενο το πρόσωπο αυτό να μην έχει δυνατότητα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας οσάκις η πράξη αυτή δεν το αφορούσε ατομικά. Πράγματι, στην περίπτωση αυτή μπορούσε να προκαλέσει δικαστικό έλεγχο της πράξεως αυτής μόνον αν παρέβαινε τις διατάξεις της εν λόγω πράξεως, προβάλλοντας ακολούθως το παράνομο των διατάξεων αυτών στο πλαίσιο διαδικασίας δυναμένης να κινηθεί ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων (απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Telefónica κατά Επιτροπής, C‑274/12 P, Συλλογή, EU:C:2013:852, σκέψη 27).

    26

    Για να αποτραπεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο, όσον αφορά τις κανονιστικές πράξεις, η Συνθήκη της Λισσαβώνας προσέθεσε ένα τρίτο σκέλος στο άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το οποίο καθιστά ηπιότερες τις προϋποθέσεις του παραδεκτού των προσφυγών ακυρώσεως που ασκούνται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Πράγματι, το σκέλος αυτό, χωρίς να εξαρτά το παραδεκτό των προσφυγών ακυρώσεως που ασκούνται από τα πρόσωπα αυτά από την προϋπόθεση του ατομικού επηρεασμού, παρέχει αυτή τη δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής και κατά των κανονιστικών πράξεων που δεν επάγονται εκτελεστικά μέτρα και αφορούν άμεσα τον προσφεύγοντα (απόφαση Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, σκέψη 24 ανωτέρω, EU:C:2013:625, σκέψη 57).

    27

    Συνεπώς, η έννοια «κανονιστικές πράξεις οι οποίες [αφορούν άμεσα κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο] χωρίς να περιλαμβάνουν εκτελεστικά μέτρα», κατά το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, τρίτο σκέλος, ΣΛΕΕ, πρέπει να ερμηνευθεί με γνώμονα τον σκοπό της διατάξεως αυτής ο οποίος συνίσταται, όπως προκύπτει από το ιστορικό θεσπίσεώς της, στην αποτροπή του ενδεχόμενου ένας ιδιώτης, του οποίου η νομική κατάσταση τροποποιήθηκε ωστόσο άμεσα από πράξη, να στερείται αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας έναντι της πράξεως αυτής (απόφαση Telefónica κατά Επιτροπής, σκέψη 25 ανωτέρω, EU:C:2013:852, σκέψεις 27 και 28).

    28

    Υπό το πρίσμα όμως του σκοπού αυτού, φαίνεται ότι το τρίτο σκέλος του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ έχει εφαρμογή μόνον όταν η αμφισβητούμενη πράξη τροποποιεί, αυτή καθαυτήν, δηλαδή ανεξάρτητα από οποιοδήποτε εκτελεστικό μέτρο, τη νομική κατάσταση του προσφεύγοντος.

    29

    Συγκεκριμένα, όταν πράξη δεν τροποποιεί, αυτή καθαυτήν, τη νομική κατάσταση του προσφεύγοντος, αυτή τροποποιείται μόνον αν ληφθούν μέτρα εκτελεστικά της πράξεως αυτής έναντι του προσφεύγοντος. Ο προσφεύγων δύναται στην περίπτωση αυτή να αμφισβητήσει τα μέτρα αυτά και, στο πλαίσιο της αμφισβητήσεως αυτής, να προβάλει την έλλειψη νομιμότητας της πράξεως την οποία τα εν λόγω μέτρα εφαρμόζουν, οπότε δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι στερείται αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

    30

    Συναφώς, πρέπει να υπoμνησθεί ότι η δυνατότητα αμφισβητήσεως των οικείων μέτρων διασφαλίζεται, όταν τα μέτρα αυτά έχουν ληφθεί από κράτος μέλος, τόσο από τις διατάξεις της Συνθήκης όσο και από τη νομολογία του Δικαστηρίου. Πράγματι, το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ ορίζει ότι τα κράτη μέλη προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και τα ένδικα μέσα που είναι αναγκαία ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης. Ομοίως, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι τα εθνικά δικαστήρια υποχρεούνται, στο μέτρο του δυνατού, να ερμηνεύουν και να εφαρμόζουν τους εσωτερικούς δικονομικούς κανόνες που διέπουν την άσκηση των ένδικων βοηθημάτων κατά τρόπον ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στα φυσικά και νομικά πρόσωπα να αμφισβητούν ενώπιον των δικαστηρίων τη νομιμότητα οποιασδήποτε εθνικής αποφάσεως ή εθνικού μέτρου σχετικά με την εφαρμογή επ’ αυτών πράξεως της Ένωσης γενικής ισχύος, προβάλλοντας την ακυρότητά της (απόφαση της 25ης Ιουλίου 2002, Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου, C‑50/00 P, Συλλογή, EU:C:2002:462, σκέψη 42).

    31

    Η ερμηνεία του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, τρίτο σκέλος, ΣΛΕΕ που δόθηκε στη σκέψη 28 ανωτέρω και η οποία στηρίζεται στον σκοπό της διατάξεως αυτής, επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι οι συντάκτες της Συνθήκης, στο πλαίσιο της εν λόγω διατάξεως, προσέθεσαν στην προϋπόθεση περί άμεσου επηρεασμού μια συμπληρωματική προϋπόθεση περί ελλείψεως εκτελεστικών μέτρων.

    32

    Πριν εξετασθούν οι συγκλίνουσες συνέπειες των δύο αυτών σωρευτικών προϋποθέσεων, πρέπει να υπομνησθεί, όσον αφορά, καταρχάς, την προϋπόθεση του ατομικού επηρεασμού, ότι δεν υπάρχει λόγος να ερμηνευθεί η προϋπόθεση αυτή στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ διαφορετικά απ’ ό,τι ερμηνεύεται στο δεύτερο σκέλος της ίδιας διατάξεως (προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑583/11 P, Συλλογή, EU:C:2013:21, σημείο 69, και στην υπόθεση Telefónica κατά Επιτροπής, C‑274/12 P, Συλλογή, EU:C:2013:204, σημείο 59). Εν πάση περιπτώσει, η έννοια του άμεσου επηρεασμού, όπως περιελήφθη εκ νέου στην εν λόγω διάταξη, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο συσταλτικότερης ερμηνείας απ’ ό,τι η έννοια του άμεσου επηρεασμού όπως περιλαμβανόταν στο άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ [απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2011, Microban International και Microban (Europe) κατά Επιτροπής, T‑262/10, Συλλογή, EU:T:2011:623, σκέψη 32].

    33

    Κατά τη νομολογία, η προϋπόθεση ότι η απόφαση που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής πρέπει να αφορά άμεσα ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο απαιτεί η αμφισβητούμενη πράξη να παράγει άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής καταστάσεως του προσφεύγοντος και να μην καταλείπει καμία εξουσία εκτιμήσεως στους αποδέκτες της, οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή της (απόφαση της 22ας Μαρτίου 2007, Regione Siciliana κατά Επιτροπής, C‑15/06 P, Συλλογή, EU:C:2007:183, σκέψη 31).

    34

    Η προϋπόθεση αυτή καλύπτει στην πραγματικότητα δύο διαφορετικές περιπτώσεις, ανάλογα με το αν η αμφισβητούμενη πράξη τροποποιεί ή όχι αυτή καθαυτήν, δηλαδή ανεξάρτητα από οποιοδήποτε εκτελεστικό μέτρο, τη νομική κατάσταση του προσφεύγοντος.

    35

    Στην πρώτη περίπτωση, η αμφισβητούμενη πράξη τροποποιεί, αυτή καθαυτήν, τη νομική κατάσταση του προσφεύγοντος. Πρόκειται για την περίπτωση αυτή, μεταξύ άλλων, όταν πράξη υποκαθιστά τα εθνικά μέτρα που ρύθμιζαν την κατάσταση τον προσφεύγοντος. Η εν λόγω πράξη αφορά στην περίπτωση αυτή τον προσφεύγοντα το ίδιο άμεσα όπως και τα εθνικά αυτά μέτρα και θεωρείται ότι είναι «άμεσα εκτελεστή» και ότι «εφαρμόζεται» στον εν λόγω προσφεύγοντα (απόφαση της 1ης Ιουλίου 1965, Toepfer και Getreide-Import Gesellschaft κατά Επιτροπής, 106/63 και 107/63, Συλλογή, EU:C:1965:65, σ. 532, 533).

    36

    Στην πρώτη αυτή περίπτωση εμπίπτει, επίσης, κανονισμός ο οποίος έχει απευθείας εφαρμογή, χωρίς την παρέμβαση των εθνικών αρχών, και ο οποίος επηρεάζει κατά τρόπο σαφή και ενεστώτα τη νομική κατάσταση των ιδιωτών, περιορίζοντας τα δικαιώματά τους ή επιβάλλοντάς τους υποχρεώσεις (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση της 1ης Απριλίου 2004, Επιτροπή κατά Jégo-Quéré, C‑263/02 P, Συλλογή, EU:C:2004:210, σκέψεις 35 και 37) ή απόφαση η οποία προβλέπει απαγόρευση της εμπορίας ουσίας [απόφαση Microban International και Microban (Europe) κατά Επιτροπής, σκέψη 32 ανωτέρω, EU:T:2011:623, σκέψεις 24, 28 και 34].

    37

    Στην πρώτη αυτή περίπτωση, η προϋπόθεση περί άμεσου επηρεασμού θεωρείται ότι πληρούται, χωρίς να χρειάζεται να συνεχιστεί η ανάλυση συναφώς.

    38

    Στη δεύτερη περίπτωση, για να παραγάγει η αμφισβητούμενη πράξη αποτελέσματα στη νομική κατάσταση των ιδιωτών, απαιτείται οπωσδήποτε η λήψη εκτελεστικών μέτρων. Η προϋπόθεση περί άμεσου επηρεασμού θωρείται εντούτοις ότι πληρούται αν η πράξη αυτή επιβάλλει υποχρεώσεις στον αποδέκτη της για τη εκτέλεσή της και αν ο αποδέκτης αυτός οφείλει, αυτομάτως, να λάβει μέτρα που τροποποιούν τη νομική κατάσταση του προσφεύγοντος (αποφάσεις της 13ης Μαΐου 1971, International Fruit Company κ.λπ. κατά Επιτροπής, 41/70 έως 44/70, Συλλογή, EU:C:1971:53, σκέψεις 23 έως 28· της 19ης Οκτωβρίου 2000, Ιταλία και Sardegna Lines κατά Επιτροπής, C‑15/98 και C‑105/99, Συλλογή, EU:C:2000:570, σκέψη 36, και της 26ης Σεπτεμβρίου 2000, Starway κατά Συμβουλίου, T‑80/97, Συλλογή, EU:T:2000:216, σκέψεις 61 και 62).

    39

    Πρέπει να τονιστεί ότι, στη δεύτερη περίπτωση, για να μπορεί να θεωρηθεί ότι πληρούται η προϋπόθεση περί άμεσου επηρεασμού, η αμφισβητούμενη πράξη πρέπει οπωσδήποτε να επάγεται τη λήψη εκτελεστικών μέτρων έναντι του προσφεύγοντος.

    40

    Συνεπώς, το γεγονός ότι οι συντάκτες της Συνθήκης, όσον αφορά το τρίτο σκέλος του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, προσέθεσαν στην προϋπόθεση περί άμεσου επηρεασμού μια συμπληρωματική προϋπόθεση περί ελλείψεως εκτελεστικών μέτρων έχει οπωσδήποτε ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό της δεύτερης περιπτώσεως από το πεδίο εφαρμογής του τρίτου σκέλους.

    41

    Πρέπει να προστεθεί ότι το ζήτημα αν ο αποδέκτης της αμφισβητούμενης αποφάσεως διαθέτει ή όχι περιθώριο εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή της αμφισβητούμενης πράξεως δεν ασκεί επιρροή στην εκτίμηση της προϋποθέσεως περί της υπάρξεως εκτελεστικών μέτρων, καθόσον η τυχόν ύπαρξή τους αρκεί για να καταστήσει ανεφάρμοστο το τρίτο σκέλος του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση Telefónica κατά Επιτροπής, σκέψη 25 ανωτέρω, EU:C:2013:852, σκέψη 35, και διάταξη της 9ης Σεπτεμβρίου 2013, Altadis κατά Επιτροπής, T‑400/11, Συλλογή, EU:T:2013:490, σκέψη 47). Εν πάση περιπτώσει, αν η έννοια των εκτελεστικών μέτρων, κατά το τρίτο σκέλος του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, αφορούσε μόνο τα εκτελεστικά μέτρα που συνεπάγονται την άσκηση εξουσίας εκτιμήσεως, θα καθίστατο, παραδόξως, πολύ πιο εύκολο για έναν ιδιώτη να ασκήσει προσφυγή κατά των κανονιστικών πράξεων, τις οποίες και μόνον αφορά η διάταξη αυτή, απ’ ό,τι κατά μέτρων ατομικής ισχύος για τα οποία διατηρήθηκε η προϋπόθεση περί ατομικού επηρεασμού. Μια τέτοια ερμηνεία όμως δεν φαίνεται να συνάδει με την πρόθεση των συντακτών της Συνθήκης.

    42

    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το τρίτο σκέλος του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ μπορεί να εφαρμοσθεί, λαμβανομένων υπόψη τόσον του σκοπού της διατάξεως αυτής όσο και του γεγονότος ότι οι συντάκτες της Συνθήκης προσέθεσαν στην προϋπόθεση περί άμεσου επηρεασμού μια συμπληρωματική προϋπόθεση περί ελλείψεως εκτελεστικών μέτρων, μόνο προκειμένου περί αμφισβητήσεως πράξεων που εμπίπτουν στην πρώτη των δύο περιπτώσεων που περιλαμβάνει η προϋπόθεση περί άμεσου επηρεασμού (βλ. σκέψη 34 ανωτέρω), δηλαδή σε αυτήν που αφορά τις πράξεις οι οποίες τροποποιούν αυτές καθαυτές, δηλαδή ανεξάρτητα από οποιοδήποτε εκτελεστικό μέτρο, τη νομική κατάσταση του προσφεύγοντος.

    43

    Ως εκ τούτου, όταν η αμφισβητούμενη πράξη δεν τροποποιεί, αυτή καθαυτήν, τη νομική κατάσταση του προσφεύγοντος, η διαπίστωση αυτή αρκεί για να συναχθεί το συμπέρασμα περί μη εφαρμογής του τρίτου σκέλους του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, χωρίς μάλιστα να απαιτείται, στην περίπτωση αυτή, να εξακριβωθεί αν η πράξη αυτή επάγεται εκτελεστικά μέτρα έναντι του προσφεύγοντος.

    44

    Υπό το πρίσμα των ανωτέρω εκτιμήσεων πρέπει να εξεταστεί η επίμαχη εν προκειμένω κατάσταση.

    45

    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε βάσει του άρθρου 102, παράγραφος 4, του κανονισμού 1224/2009, το οποίο προβλέπει, αφενός, ότι η Επιτροπή μπορεί να εκπονεί μαζί με το οικείο κράτος μέλος σχέδιο δράσεως προκειμένου να διορθωθούν οι ελλείψεις στο σύστημα ελέγχου που εφάρμοσε το κράτος αυτό στον τομέα της κοινής αλιευτικής πολιτικής και, αφετέρου, ότι το οικείο κράτος μέλος λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα για την εφαρμογή του σχεδίου δράσεως που το αφορά.

    46

    Με τη διάταξη αυτή, το Συμβούλιο απλώς εξουσιοδότησε την Επιτροπή να εκπονεί, μαζί με τις αρμόδιες εθνικές αρχές, σχέδιο δράσεως αποτελούμενο από σύνολο μέτρων που λαμβάνονται σε εθνικό επίπεδο από τις αρχές αυτές, κατόπιν δεν να καθιστά το σχέδιο αυτό δεσμευτικό έναντι των εν λόγω αρχών.

    47

    Επομένως, από το άρθρο 102, παράγραφος 4, του κανονισμού 1224/2009 δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή διαθέτει αρμοδιότητα για να εκδίδει μονομερείς πράξεις οι οποίες να εφαρμόζονται απευθείας στους επαγγελματίες του αλιευτικού τομέα κράτους μέλους.

    48

    Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι το άρθρο 102 του κανονισμού 1224/2009, με τίτλο «Επακόλουθες ενέργειες μετά τις εκθέσεις επαλήθευσης, αυτοτελούς επιθεώρησης και ελέγχου», περιλαμβάνεται στον τίτλο X του εν λόγω κανονισμού, ο οποίος φέρει τον τίτλο «Αξιολόγηση και έλεγχος από την Επιτροπή».

    49

    Τα μέτρα τα οποία περιλαμβάνονται στον τίτλο αυτό αποσκοπούν, όπως προβλέπει το πρώτο άρθρο του τίτλου X του κανονισμού 1224/2009, ήτοι το άρθρο 96, με τίτλο «Γενικές αρχές», στον έλεγχο και στην αξιολόγηση της εφαρμογής των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής από τα κράτη μέλη.

    50

    Απόφαση εκδοθείσα κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 102, παράγραφος 4, του κανονισμού 1224/2009, δηλαδή της τελευταίας παραγράφου του τελευταίου άρθρου του τίτλου X του εν λόγω κανονισμού, συνιστά συνεπώς την κατάληξη της παρακολουθήσεως των μέτρων ελέγχου και αξιολογήσεως της εφαρμογής από τα κράτη μέλη των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής και επάγεται μόνον ένα σύνολο μέτρων που το οικείο κράτος μέλος πρέπει να εφαρμόσει, όταν δεν έχει τηρήσει τους εν λόγω κανόνες. Ωστόσο, από την ανακοίνωση της 14ης Νοεμβρίου 2008, που η Επιτροπή απηύθυνε προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου περί θεσπίσεως κοινοτικού συστήματος ελέγχου για την εξασφάλιση της τηρήσεως των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής, προκύπτει ότι η υιοθέτηση σχεδίου δράσεως αποσκοπεί στο να παράσχει τη δυνατότητα στο οικείο κράτος μέλος να διορθώσει τις ελλείψεις που διαπιστώθηκαν και να άρει τις παρατυπίες.

    51

    Απόφαση εκδοθείσα κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 102, παράγραφος 4, του κανονισμού 1224/2009 πρέπει συνεπώς να διακρίνεται από τα μέτρα ατομικής ή γενικής ισχύος που η Επιτροπή μπορεί να θεσπίζει δυνάμει των διατάξεων του τίτλου XI, με τίτλο «Μέτρα για την εξασφάλιση της τήρησης των στόχων της κοινής αλιευτικής πολιτικής από τα κράτη μέλη», του εν λόγω κανονισμού. Βάσει των διατάξεων που περιλαμβάνονται στον τίτλο αυτό, η Επιτροπή μπορεί, μεταξύ άλλων, να απαγορεύει προσωρινά την αλιεία του είδους που έχει πληγεί από τις ελλείψεις (άρθρο 104), να επιβάλλει μειώσεις στις μελλοντικές ποσοστώσεις κράτους μέλους (άρθρο 105), να επιβάλλει μειώσεις στις μελλοντικές αλιευτικές προσπάθειες κράτους μέλους (άρθρο 106), ή ακόμη, σε περίπτωση επείγοντος περιστατικού, να αναστέλλει τις αλιευτικές δραστηριότητες των σκαφών που φέρουν τη σημαία κράτους μέλους (άρθρο 108).

    52

    Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι απόφαση εκδοθείσα δυνάμει του άρθρου 102, παράγραφος 4, του κανονισμού 1224/2009 δεν τροποποιεί, αυτή καθαυτήν, δηλαδή ανεξάρτητα από οποιοδήποτε εκτελεστικό μέτρο, τη νομική κατάσταση φυσικού ή νομικού προσώπου άλλου πέραν του κράτους μέλους το οποίο αφορά. Συνεπώς, δεν τροποποιεί αυτή καθαυτήν, μεταξύ άλλων, τη νομική κατάσταση των επαγγελματιών του αλιευτικού τομέα.

    53

    Αυτή η απουσία τροποποιήσεως της νομικής καταστάσεως των ιδιωτών επιβεβαιώνεται, εν προκειμένω, από τα μέτρα δημοσιότητας των οποίων αντικείμενο αποτέλεσε η προσβαλλόμενη απόφαση. Συγκεκριμένα, η απόφαση αυτή δεν δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά απεστάλη μόνο στην Ιταλική Δημοκρατία. Επιπλέον, η απόφαση αυτή αποτέλεσε αντικείμενο, μέχρι τις 17 Μαρτίου 2014, διαβαθμίσεως «Περιορισμένο ΕΕ», πράγμα που αποτελεί πρόσθετη ένδειξη του ότι η πράξη αυτή δεν μπορεί να αντιταχθεί στους ιδιώτες.

    54

    Περαιτέρω, σε εκάστη των δράσεων που περιλαμβάνονται στο σχέδιο δράσεως που προσαρτάται στην προσβαλλόμενη απόφαση αντιστοιχεί η θέσπιση κάποιου μέτρου από τις αρμόδιες εθνικές αρχές. Ειδικότερα, όσον αφορά τις δράσεις αριθ. 13 και 15, προβλέπεται η έκδοση υπουργικής αποφάσεως και, όσον αφορά τις δράσεις αριθ. 16 και 17, προβλέπεται η υιοθέτηση προτάσεως τροποποιήσεως της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας. Τούτο επιβεβαιώνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν δύναται, αυτή καθαυτήν, δηλαδή ανεξάρτητα από οποιοδήποτε εκτελεστικό μέτρο, να τροποποιήσει τη νομική κατάσταση των ιδιωτών.

    55

    Κατά συνέπεια, βάσει των εκτιμήσεων που εκτέθηκαν ανωτέρω και, ιδίως, εκείνων που διατυπώθηκαν στις σκέψεις 42 και 43 της παρούσας αποφάσεως, πρέπει να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι οι προσφεύγουσες δεν δύνανται βασίμως να επικαλεσθούν το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, τρίτο σκέλος, ΣΛΕΕ προκειμένου η προσφυγή τους να κριθεί παραδεκτή.

    56

    Το ανωτέρω συμπέρασμα επιβάλλεται χωρίς να απαιτείται να καθοριστεί αν η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά «κανονιστική πράξη» κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, τρίτο σκέλος, ΣΛΕΕ. Ομοίως δεν είναι αναγκαίο να εξεταστεί αν η απόφαση αυτή επάγεται εκτελεστικά μέτρα έναντι των προσφευγουσών ή των μελών τους, εξέταση που θα συνεπαγόταν ότι το Γενικό Δικαστήριο θα έπρεπε να εξετάσει την κατάσταση του προσώπου που επικαλείται το δικαίωμα προσφυγής δυνάμει της διατάξεως αυτής και όχι την κατάσταση άλλων ιδιωτών (απόφαση Telefónica κατά Επιτροπής, σκέψη 25 ανωτέρω, EU:C:2013:852, σκέψη 30).

    57

    Περαιτέρω, ακόμα και αν υποτεθεί ότι η Ιταλική Δημοκρατία δεν είχε λάβει τα μέτρα που προβλέπονται στο σχέδιο δράσεως που προσαρτάται στην προσβαλλόμενη απόφαση, πράγμα που οι διάδικοι φαίνεται να δέχθηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ουδόλως θα επηρεαζόταν στην περίπτωση αυτή η νομική κατάσταση των προσφευγουσών ή των μελών τους και συνεπώς αυτοί δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν, σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, ότι στερούνται αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

    58

    Πρέπει να προστεθεί ότι, δεδομένου ότι η Επιτροπή έχει εξουσιοδοτηθεί, βάσει του άρθρου 102, παράγραφος 4, του κανονισμού 1224/2009, μόνο να εκπονεί, μαζί με τις αρμόδιες εθνικές αρχές, σχέδιο δράσεως αποτελούμενο από σύνολο μέτρων που θα λάβουν οι αρχές αυτές σε εθνικό επίπεδο, κατόπιν δε να καθιστά το σχέδιο αυτό δεσμευτικό έναντι αυτών (βλ. σκέψη 46 ανωτέρω), κακώς οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι τα ιταλικά διοικητικά όργανα ή τα ιταλικά δικαστήρια θα μπορούσαν να εφαρμόσουν ευθέως, ή διά της τεχνικής της σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας, την προσβαλλόμενη απόφαση.

    59

    Επιπλέον, απόφαση όπως η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία δεν τροποποιεί, αυτή καθαυτήν, δηλαδή ανεξάρτητα από οποιοδήποτε εκτελεστικό μέτρο, τη νομική κατάσταση φυσικού ή νομικού προσώπου άλλου πέραν του κράτους μέλους το οποίο αφορά, δεν μπορεί να δημιουργεί υποχρεώσεις εις βάρος ιδιώτη και επομένως δεν χωρεί επίκλησή της κατ’ αυτού (βλ., κατ’ αναλογίαν, διάταξη της 7ης Ιουλίου 2014, Industrie Cartarie Tronchetti Ibérica κατά Επιτροπής, T‑244/13, EU:T:2014:644, σκέψεις 30 και 39).

    60

    Όσον αφορά, τέλος, το επιχείρημα των προσφευγουσών κατά το οποίο τα ιταλικά δικαστήρια θα μπορούσαν να εφαρμόσουν την τεχνική της σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας, το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Συγκεκριμένα, πρέπει να υπομνησθεί ότι η αρχή αυτή της σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας του εθνικού δικαίου υπόκειται σε κάποια όρια. Συνεπώς, η υποχρέωση του εθνικού δικαστηρίου να λαμβάνει υπόψη το περιεχόμενο μιας οδηγίας όταν ερμηνεύει και εφαρμόζει τους οικείους κανόνες του εσωτερικού δικαίου οριοθετείται από τις γενικές αρχές του δικαίου και δεν μπορεί να αποτελέσει έρεισμα για contra legem ερμηνεία του εθνικού δικαίου (απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2014, Association de médiation sociale, C‑176/12, Συλλογή, EU:C:2014:2, σκέψη 39). Κατά συνέπεια, είτε οι ιταλικές εθνικές διατάξεις περιλαμβάνουν ήδη τις υποχρεώσεις που προβλέπει η προσβαλλόμενη απόφαση και, στην περίπτωση αυτή, η τελευταία αυτή δεν τροποποιεί τη νομική κατάσταση των προσφευγουσών ή των μελών τους είτε οι εθνικές διατάξεις δεν περιλαμβάνουν τέτοιες υποχρεώσεις και, στην περίπτωση αυτή, τα ιταλικά δικαστήρια δεν μπορούν να προβούν σε σύμφωνη προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνεία του εθνικού δικαίου.

    Επί του ζητήματος αν η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά ατομικά τις προσφεύγουσες

    61

    Πρέπει να υπομνησθεί ότι οι προσφεύγουσες δεν είναι οι αποδέκτριες της προσβαλλομένης αποφάσεως και ότι, όπως τονίστηκε μόλις ανωτέρω (βλ. σκέψη 55 της παρούσας αποφάσεως), δεν μπορούν βασίμως να επικαλεσθούν το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, τρίτο σκέλος, ΣΛΕΕ.

    62

    Μπορούν συνεπώς να ασκήσουν παραδεκτώς προσφυγή, βάσει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, μόνον αν η προσβαλλόμενη απόφαση τις αφορά άμεσα και ατομικά.

    63

    Όσον αφορά τη δεύτερη από τις προϋποθέσεις αυτές, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι πρόσωπα άλλα από τους αποδέκτες μιας αποφάσεως δεν μπορούν να ισχυριστούν ότι η απόφαση αυτή τα αφορά ατομικά παρά μόνον αν τα θίγει λόγω ορισμένων ξεχωριστών ιδιοτήτων ή μιας πραγματικής καταστάσεως που τα χαρακτηρίζει σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο και έτσι τα εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη (αποφάσεις της 15ης Ιουλίου 1963, Plaumann κατά Επιτροπής, 25/62, Συλλογή, EU:C:1963:17, σ. 223· της 9ης Ιουνίου 2011, Comitato «Venezia vuole vivere» κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑71/09 P, C‑73/09 P και C‑76/09 P, Συλλογή, EU:C:2011:368, σκέψη 52, και Telefónica κατά Επιτροπής, σκέψη 25 ανωτέρω, EU:C:2013:852, σκέψη 46).

    64

    Από πάγια νομολογία προκύπτει, επίσης, ότι η δυνατότητα προσδιορισμού, με περισσότερη ή λιγότερη ακρίβεια, του αριθμού ή ακόμα και της ταυτότητας των υποκειμένων δικαίου επί των οποίων εφαρμόζεται το μέτρο ουδόλως σημαίνει ότι το μέτρο αυτό αφορά ατομικά τα εν λόγω υποκείμενα δικαίου, εφόσον η εφαρμογή αυτή πραγματοποιείται λόγω μιας αντικειμενικής νομικής ή πραγματικής καταστάσεως την οποία καθορίζει η οικεία πράξη (απόφαση Telefónica κατά Επιτροπής, σκέψη 25 ανωτέρω, EU:C:2013:852, σκέψη 47).

    65

    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εφαρμόζεται επί καταστάσεων αντικειμενικώς καθοριζομένων και παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι κατηγοριών προσώπων οι οποίες προσδιορίζονται γενικά και αφηρημένα.

    66

    Συγκεκριμένα, πρώτον, η προσβαλλόμενη απόφαση, ιδίως οι δράσεις αριθ. 13, 15, 16 και 17 που προβλέπονται στο σχέδιο δράσεως που προσαρτάται στην απόφαση αυτή, αφορά τα μέλη των προσφευγουσών μόνο λόγω της αντικειμενικής τους ιδιότητας ως αλιέων, ειδικότερα ως αλιέων ξιφία που χρησιμοποιούν ορισμένες αλιευτικές τεχνικές, όπως κάθε άλλον επιχειρηματία που τελεί, πραγματικά ή δυνητικά, σε ίδια κατάσταση (βλ., όσον αφορά διατάξεις επιβάλλουσες υποχρεώσεις συγκρίσιμες με αυτές που προβλέπει η προσβαλλόμενη απόφαση, απόφαση Επιτροπή κατά Jégo-Quéré, σκέψη 36 ανωτέρω, EU:C:2004:210, σκέψη 46, και διάταξη της 14ης Φεβρουαρίου 2012, Federcoopesca κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑366/08, EU:T:2012:74, σκέψη 28).

    67

    Εν πάση περιπτώσει, δεν αμφισβητήθηκε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι ο ισχύων κατάλογος των σκαφών που φέρουν ιταλική σημαία και έχουν άδεια να αλιεύουν ξιφία περιλαμβάνει πλέον των 7300 σκαφών, πράγμα που αποτελεί πρόσθετη ένδειξη του γεγονότος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί να επηρεάζει ατομικά τις προσφεύγουσες ή τα μέλη τους.

    68

    Δεύτερον, δεν προκύπτει ότι, για την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή υποχρεώθηκε από διάταξη του δικαίου της Ένωσης να ακολουθήσει συγκεκριμένη διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας τα μέλη των προσφευγουσών ή οι τελευταίες αυτές θα ήσαν σε θέση να διεκδικήσουν ενδεχομένως δικαιώματα. Συνεπώς, το δίκαιο της Ένωσης δεν προέβλεψε ειδική έννομη κατάσταση υπέρ επιχειρηματιών όπως είναι τα μέλη των προσφευγουσών ή οι τελευταίες αυτές σε σχέση με την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως (απόφαση Επιτροπή κατά Jégo-Quéré, σκέψη 36 ανωτέρω, EU:C:2004:210, σκέψη 47).

    69

    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αφορά έναν κλειστό κύκλο καθορισμένων, κατά το χρονικό σημείο της εκδόσεώς της, προσώπων των οποίων τα δικαιώματα σκόπευε να ρυθμίσει η Επιτροπή (απόφαση της 21ης Μαΐου 1987, Union Deutsche Lebensmittelwerke κ.λπ. κατά Επιτροπής, 97/85, Συλλογή, EU:C:1987:243, σκέψη 11).

    70

    Ακόμα και αν υποτεθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση μπορεί να θεωρηθεί ότι θίγει τις προσφεύγουσες ή τα μέλη τους ως ομάδα προσώπων που ήταν προσδιορισμένα ή μπορούσαν να προσδιοριστούν κατά τον χρόνο εκδόσεως της πράξεως αυτής και βάσει κριτηρίων που προσιδιάζουν στα μέλη της εν λόγω ομάδας, πράγμα που δεν απεδείχθη, από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει, εν πάση περιπτώσει, ότι οι προσφεύγουσες ή τα μέλη τους μπορούν να θεωρηθούν ότι διαθέτουν κάποιο κεκτημένο δικαίωμα που δύναται να θιγεί από την προσβαλλόμενη απόφαση.

    71

    Συναφώς πρέπει να υπομνησθεί ότι, όταν η αμφισβητούμενη απόφαση θίγει ομάδα προσώπων που ήταν προσδιορισμένα ή μπορούσαν να προσδιοριστούν κατά τον χρόνο εκδόσεως της πράξεως αυτής και βάσει κριτηρίων που προσιδιάζουν στα μέλη της εν λόγω ομάδας, η πράξη αυτή δύναται να αφορά ατομικά τα πρόσωπα αυτά, καθόσον αποτελούν μέρος ενός στενού επιχειρηματικού κύκλου. Τα αφορά ατομικά, ιδίως, όταν η απόφαση τροποποιεί τα δικαιώματα που κτήθηκαν από τα πρόσωπα αυτά προ της εκδόσεώς της (αποφάσεις της 13ης Μαρτίου 2008, Επιτροπή κατά Infront WM, C‑125/06 P, Συλλογή, EU:C:2008:159, σκέψεις 71 και 72, και της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Stichting Woonlinie κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑133/12 P, Συλλογή, EU:C:2014:105, σκέψη 46).

    72

    Στην υπό κρίση διαφορά, πρέπει να τονιστεί ότι σκοπός της κοινής αλιευτικής πολιτικής είναι να εξασφαλίσει μια εκμετάλλευση των έμβιων υδρόβιων πόρων που να παρέχει βιώσιμες οικονομικές, περιβαλλοντικές και κοινωνικές συνθήκες (αιτιολογική σκέψη 1 του κανονισμού 1224/2009). Η επιτυχία της πολιτικής αυτής εξαρτάται από την εφαρμογή ενός αποτελεσματικού συστήματος ελέγχου (αιτιολογική σκέψη 2 του κανονισμού 1224/2009).

    73

    Το καθεστώς αυτό ελέγχου στηρίζεται, μεταξύ άλλων, σε ένα καθεστώς παροχής αδειών που προβλέπεται στον τίτλο III του κανονισμού 1224/2009, ο οποίος επιγράφεται «Γενικοί όροι για την πρόσβαση σε ύδατα και πόρους». Έτσι, δυνάμει του άρθρου 6 του εν λόγω κανονισμού, αλιευτικό σκάφος της Ένωσης μπορεί να χρησιμοποιείται για εμπορική εκμετάλλευση έμβιων υδρόβιων πόρων μόνον εφόσον διαθέτει έγκυρη αλιευτική άδεια. Ομοίως, δυνάμει του άρθρου 7 του κανονισμού αυτού, αλιευτικό σκάφος της Ένωσης που δραστηριοποιείται σε ύδατα της Ένωσης επιτρέπεται να ασκεί αλιευτικές δραστηριότητες μόνον εφόσον για αυτές έχει χορηγηθεί έγκυρη άδεια αλίευσης.

    74

    Η αλιευτική άδεια όμως μπορεί να αναστέλλεται προσωρινά ή να αφαιρείται οριστικά. Συναφώς, το άρθρο 92 του κανονισμού 1224/2009 εισάγει σύστημα μορίων. Κατά το σύστημα αυτό, τα μόρια καταλογίζονται στον κάτοχο της αλιευτικής άδειας όταν διαπράξει σοβαρή παράβαση των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής. Όταν ο συνολικός αριθμός των μορίων που καταλογίζονται κατά τα ανωτέρω αγγίξει ορισμένο όριο, η αλιευτική άδεια αυτομάτως αναστέλλεται ή αφαιρείται. Όσον αφορά την άδεια αλίευσης, δυνάμει του άρθρου 7 του εν λόγω κανονισμού, αυτή δεν εκδίδεται εφόσον το σχετικό σκάφος δεν διαθέτει αλιευτική άδεια ή αν αυτή έχει ανασταλεί ή αφαιρεθεί και αναστέλλεται σε περίπτωση προσωρινής αναστολής της αλιευτικής άδειας.

    75

    Περαιτέρω, το άρθρο 108 του κανονισμού 1224/2009 προβλέπει τη δυνατότητα της Επιτροπής, όταν ορισμένες προϋποθέσεις πληρούνται, να θεσπίζει έκτακτα μέτρα συμπεριλαμβανομένης, μεταξύ άλλων, της προσωρινής αναστολής των αλιευτικών δραστηριοτήτων των σκαφών που φέρουν τη σημαία κράτους μέλους.

    76

    Έτσι, τα αλιευτικά σκάφη της Ένωσης υπόκεινται, όσον αφορά την πρόσβαση στους πόρους, σε καθεστώς χορηγήσεως άδειας που είναι αρκετά επισφαλές.

    77

    Συναφώς, το Δικαστήριο έκρινε ότι το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος είναι κάτοχος δικαιώματος αλιείας καθώς και ποσοστώσεως χορηγηθείσας από το αρμόδιο κράτος μέλος για συγκεκριμένη αλιευτική περίοδο δεν παρέχει στον ενδιαφερόμενο αυτόν το δικαίωμα να εξαντλεί σε κάθε περίπτωση την ποσόστωση αυτή (απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2014, Giordano κατά Επιτροπής, C‑611/12 P, Συλλογή, EU:C:2014:2282, σκέψη 48).

    78

    Συνεπώς, διαπιστώνεται ότι η χορήγηση αλιευτικής άδειας και άδειας αλίευσης, την οποία επικαλούνται οι προσφεύγουσες, δεν καθιστά δυνατό να θεωρηθεί ο κάτοχός τους ότι είναι και κάτοχος κεκτημένου δικαιώματος υπό την έννοια της νομολογίας που παρατέθηκε στη σκέψη 71 ανωτέρω.

    79

    Ως εκ τούτου, κακώς οι προσφεύγουσες διατείνονται ότι αυτές ή τα μέλη τους εξατομικεύονται από την προσβαλλόμενη απόφαση.

    80

    Από όλα τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες δεν νομιμοποιούνται να ασκήσουν προσφυγή κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    81

    Κατά συνέπεια, χωρίς να χρειάζεται να καθοριστεί αν οι προσφεύγουσες μπορούν να ζητήσουν παραδεκτώς τη μερική ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι η προσφυγή αυτή πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    82

    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

     

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)

    αποφασίζει:

     

    1)

    Απορρίπτει την προσφυγή.

     

    2)

    Καταδικάζει τις Federazione nazionale delle cooperative della pesca (Federcoopesca), Associazione Lega Pesca και Associazione generale cooperative italiane settore agro ittico alimentare (AGCI AGR IT AL) στα δικαστικά έξοδα.

     

    Martins Ribeiro

    Gervasoni

    Madise

    Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 7 Ιουλίου 2015.

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.

    Top