Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62014TJ0014

    Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 17ης Φεβρουαρίου 2017.
    Islamic Republic of Iran Shipping Lines κ.λπ. κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
    Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας – Περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν με σκοπό την παρεμπόδιση της διαδόσεως των πυρηνικών όπλων – Δέσμευση κεφαλαίων – Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας – Νομική βάση – Κατάχρηση εξουσίας – Δικαιώματα άμυνας – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη – Ασφάλεια δικαίου – Ne bis in idem – Δεδικασμένο – Αναλογικότητα – Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως – Θεμελιώδη δικαιώματα.
    Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-14/14 και T-87/14.

    Court reports – general

    ECLI identifier: ECLI:EU:T:2017:102

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

    της 17ης Φεβρουαρίου 2017 ( *1 )

    «Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας — Περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν με σκοπό την παρεμπόδιση της διαδόσεως των πυρηνικών όπλων — Δέσμευση κεφαλαίων — Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας — Νομική βάση — Κατάχρηση εξουσίας — Δικαιώματα άμυνας — Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη — Ασφάλεια δικαίου — Ne bis in idem — Δεδικασμένο — Αναλογικότητα — Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως — Θεμελιώδη δικαιώματα»

    Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T‑14/14 και T‑87/14,

    Islamic Republic of Iran Shipping Lines, με έδρα την Τεχεράνη (Ιράν), και οι λοιπές προσφεύγουσες των οποίων οι επωνυμίες περιλαμβάνονται στο παράρτημα, εκπροσωπούμενες από τον F. Randolph, QC, τον P. Pantelis, solicitor, την M. Lester, barrister, και τον M. Taher, solicitor,

    προσφεύγουσες,

    κατά

    Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από τους M. Bishop και V. Piessevaux,

    καθού,

    υποστηριζόμενου από την

    Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την D. Gauci και τον T. Scharf,

    παρεμβαίνουσα στην υπόθεση T-87/14,

    με αντικείμενο, στην υπόθεση T-14/14, προσφυγή βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση, πρώτον, της αποφάσεως 2013/497/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 10ης Οκτωβρίου 2013, για την τροποποίηση της απόφασης 2010/413/ΚΕΠΠΑ για περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν (ΕΕ 2013, L 272, σ. 46), και, δεύτερον, του κανονισμού (ΕΕ) 971/2013 του Συμβουλίου, της 10ης Οκτωβρίου 2013, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 267/2012 σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν (ΕΕ 2013, L 272, σ. 1), κατά το μέρος που αφορούν τις προσφεύγουσες, και, στην υπόθεση T-87/14, αφενός, αίτημα βάσει του άρθρου 277 ΣΛΕΕ να μην εφαρμοστούν η απόφαση 2013/497 και ο κανονισμός 971/2013 και, αφετέρου, προσφυγή βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση, πρώτον, της αποφάσεως 2013/685/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 26ης Νοεμβρίου 2013, για την τροποποίηση της απόφασης 2010/413/ΚΕΠΠΑ για περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν (ΕΕ 2013, L 316, σ. 46), και, δεύτερον, του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 1203/2013 του Συμβουλίου, της 26ης Νοεμβρίου 2013, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) 267/2012 σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν (ΕΕ 2013, L 316, σ. 1), κατά το μέρος που οι πράξεις αυτές αφορούν τις προσφεύγουσες,

    ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους H. Kanninen, πρόεδρο, I. Pelikánová (εισηγήτρια) και E. Buttigieg, δικαστές,

    γραμματέας: L. Grzegorczyk, διοικητικός υπάλληλος,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 12ης Ιουλίου 2016,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Ιστορικό της διαφοράς

    1

    Οι προσφεύγουσες, και συγκεκριμένα η Islamic Republic of Iran Shipping Lines (στο εξής: IRISL), η οποία είναι η κρατική εταιρία θαλάσσιων μεταφορών της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν, καθώς και δέκα άλλες οντότητες των οποίων οι επωνυμίες περιλαμβάνονται στο παράρτημα, είναι ιρανικές εταιρίες, με εξαίρεση την IRISL Europe GmbH, που είναι γερμανική εταιρία. Όλες οι προσφεύγουσες δραστηριοποιούνται στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών.

    2

    Οι υπό κρίση υποθέσεις εντάσσονται στο πλαίσιο των περιοριστικών μέτρων τα οποία θεσπίστηκαν με σκοπό να ασκηθεί πίεση στην Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν ώστε να παύσει τις δραστηριότητες στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας οι οποίες ενέχουν κίνδυνο διαδόσεως πυρηνικών όπλων, καθώς και τις δραστηριότητες ανάπτυξης φορέων πυρηνικών όπλων (στο εξής: διάδοση των πυρηνικών όπλων).

    3

    Στις 26 Ιουλίου 2010 οι επωνυμίες των προσφευγουσών εγγράφηκαν στον κατάλογο που περιλαμβάνεται στο παράρτημα II της αποφάσεως 2010/413/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουλίου 2010, για περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και για την κατάργηση της κοινής θέσης 2007/140/ΚΕΠΠΑ (ΕΕ 2010, L 195, σ. 39).

    4

    Ως εκ τούτου, η εγγραφή των επωνυμιών των προσφευγουσών στον κατάλογο του παραρτήματος V του κανονισμού (ΕΚ) 423/2007 του Συμβουλίου, της 19ης Απριλίου 2007, σχετικά με ορισμένα περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν (ΕΕ 2007 L 103, σ. 1), πραγματοποιήθηκε με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 668/2010 του Συμβουλίου, της 26ης Ιουλίου 2010, για την εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 423/2007 (ΕΕ 2010 L 195, σ. 25).

    5

    Η εγγραφή της επωνυμίας της IRISL στον κατάλογο του παραρτήματος II της αποφάσεως 2010/413 στηριζόταν στην ακόλουθη αιτιολογία, η οποία είναι κατ’ ουσίαν πανομοιότυπη με εκείνη που παρατίθεται στο παράρτημα V του κανονισμού 423/2007:

    «Η IRISL ήταν αναμεμιγμένη στην αποστολή φορτίων στρατιωτικού χαρακτήρα, καθώς και απηγορευμένων φορτίων από το Ιράν. Τρία τέτοια περιστατικά που αφορούσαν σαφείς παραβιάσεις αναφέρθηκαν στην Επιτροπή Κυρώσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας των [Ηνωμένων Εθνών] για το Ιράν. Η σχέση της IRISL με τη διάδοση ήταν τόση ώστε το [Συμβούλιο Ασφαλείας] κάλεσε τα κράτη να διενεργούν επιθεωρήσεις σε πλοία της IRISL, εφόσον υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να εικάζεται ότι ένα πλοίο μεταφέρει είδη που απαγορεύουν [τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών] 1803 και 1929.»

    6

    Η εγγραφή των επωνυμιών των λοιπών προσφευγουσών στηριζόταν στην αιτιολογία ότι αυτές αποτελούσαν εταιρίες που ανήκαν ή ελέγχονταν από την IRISL ή ενεργούσαν για λογαριασμό της.

    7

    Ο κανονισμός 423/2007 καταργήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 961/2010 του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2010, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν (ΕΕ 2010, L 281, σ. 1), ο δε κανονισμός 961/2010 καταργήθηκε στη συνέχεια με τον κανονισμό (ΕΕ) 267/2012, του Συμβουλίου, της 23ης Μαρτίου 2012, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν (ΕΕ 2012, L 88, σ. 1). Οι επωνυμίες των προσφευγουσών συμπεριλήφθηκαν στον κατάλογο που περιλαμβάνεται στο παράρτημα IX του κανονισμού 267/2012, η δε αιτιολογία της εγγραφής τους δεν τροποποιήθηκε.

    8

    Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 8 Οκτωβρίου 2010, οι προσφεύγουσες άσκησαν προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της εγγραφής των επωνυμιών τους στο παράρτημα ΙΙ της αποφάσεως 2010/413 και στο παράρτημα V του κανονισμού 423/2007. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, προσάρμοσαν τα αιτήματά τους ζητώντας, μεταξύ άλλων, την ακύρωση της εγγραφής των επωνυμιών τους στο παράρτημα IX του κανονισμού 267/2012.

    9

    Με απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, Islamic Republic of Iran Shipping Lines κ.λπ. κατά Συμβουλίου (T-489/10, στο εξής: απόφαση IRISL, EU:T:2013:453), το Γενικό Δικαστήριο έκανε δεκτή την προσφυγή των προσφευγουσών.

    10

    Πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν αιτιολόγησε επαρκώς κατά νόμο την εκτίμησή του ότι η IRISL, μέσω των ενεργειών που της προσάπτονταν, συνέδραμε κατονομαζόμενο σε κατάλογο πρόσωπο, οντότητα ή οργανισμό να παραβεί τις διατάξεις της σχετικής νομοθεσίας της Ένωσης και των εφαρμοστέων ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών (στο εξής: Συμβούλιο Ασφαλείας), κατά την έννοια του άρθρου 20, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της αποφάσεως 2010/413, του άρθρου 16, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ του κανονισμού 961/2010 και του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 267/2012. Δεύτερον, κατά το Γενικό Δικαστήριο, το Συμβούλιο δεν απέδειξε ότι η IRISL, μεταφέροντας, τρεις φορές, στρατιωτικό υλικό κατά παράβαση της απαγορεύσεως που προβλέπεται στην παράγραφο 5 του ψηφίσματος 1747 (2007) του Συμβουλίου Ασφαλείας, παρείχε στήριξη στη διάδοση των πυρηνικών όπλων κατά την έννοια του άρθρου 20, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της αποφάσεως 2010/413, του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 423/2007, του άρθρου 16, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 961/2010 και του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 267/2012. Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, ακόμα και αν γινόταν δεκτό ότι οι λοιπές προσφεύγουσες πέραν της IRISL όντως ανήκαν ή ελέγχονταν από αυτή ή ότι ενεργούσαν για λογαριασμό της, η περίσταση αυτή δεν δικαιολογούσε την επιβολή και διατήρηση σε ισχύ των εις βάρος τους περιοριστικών μέτρων, καθόσον δεν αποδείχτηκε βασίμως ότι η IRISL παρείχε στήριξη στη διάδοση πυρηνικών όπλων.

    11

    Με την απόφαση 2013/497/ΚΕΠΠΑ, της 10ης Οκτωβρίου 2013, για την τροποποίηση της απόφασης 2010/413 (ΕΕ 2013, L 272, σ. 46), το Συμβούλιο αντικατέστησε το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της αποφάσεως 2010/413 με το ακόλουθο κείμενο, το οποίο προβλέπει δέσμευση κεφαλαίων των εξής προσώπων και οντοτήτων:

    «[Π]ροσώπων και οντοτήτων που δεν καλύπτονται από το παράρτημα Ι τα οποία ασχολούνται ή έχουν άμεση σχέση με ή υποστηρίζουν τις ικανές να συντελέσουν στη διάδοση πυρηνικές δραστηριότητες του Ιράν ή την ανάπτυξη φορέων πυρηνικών όπλων, μεταξύ άλλων μέσω συμμετοχής στην προμήθεια των απαγορευμένων ειδών, αγαθών, εξοπλισμού, υλικών και τεχνολογίας, ή προσώπων ή οντοτήτων που ενεργούν εξ ονόματός τους ή υπό την εποπτεία τους ή οντοτήτων των οποίων έχουν την κυριότητα ή τις οποίες ελέγχουν, μεταξύ άλλων με παράνομα μέσα, ή προσώπων και οντοτήτων που απέφυγαν, παραβίασαν ή βοήθησαν κατονομαζόμενα πρόσωπα ή οντότητες να αποφύγουν ή να παραβιάσουν τις διατάξεις των [ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας] 1737 (2006), […] 1747 (2007), […] 1803 (2008) και […] 1929 (2010) ή της παρούσας απόφασης, καθώς και άλλα μέλη και οντότητες του [Σώματος της Ισλαμικής Επαναστατικής Φρουράς (στο εξής: ΣΙΕΦ)] και [της IRISL] και οντότητες που τελούν υπό την κυριότητα ή τον έλεγχό αυτών ή πρόσωπα ή οντότητες που ενεργούν εξ ονόματός τους ή πρόσωπα ή οντότητες παρέχουν ασφαλιστικές ή άλλες βασικές υπηρεσίες [στην IRISL] και στο ΣΙΕΦ ή σε οντότητες που τελούν υπό την κυριότητα ή τον έλεγχο αυτών ή ενεργούν για λογαριασμό τους, όπως απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ.»

    12

    Κατόπιν τούτου, το Συμβούλιο, με τον κανονισμό (ΕΕ) 971/2013, της 10ης Οκτωβρίου 2013, για την τροποποίηση του κανονισμού 267/2012 (ΕΕ 2013, L 272, σ. 1), αντικατέστησε το άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχεία βʹ και εʹ, του κανονισμού 267/2012 με το ακόλουθο κείμενο, το οποίο προβλέπει δέσμευση των κεφαλαίων προσώπων, οντοτήτων και οργανισμών που έχει αναγνωριστεί ότι:

    «β)

    αποτελούν φυσικό ή νομικό πρόσωπο, οντότητα ή οργανισμό που έχει αποφύγει ή παραβιάσει ή έχει βοηθήσει κατονομαζόμενο πρόσωπο, οντότητα ή οργανισμό ώστε να αποφύγει ή να παραβιάσει, τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού, της απόφασης [2010/413] ή των [ψηφισμάτων] 1737 (2006), 1747 (2007), 1803 (2008) και 1929 (2010) του [Συμβουλίου Ασφαλείας]·»

    […]

    ε)

    αποτελούν νομικό πρόσωπο, οντότητα ή οργανισμό που ανήκει ή ελέγχεται από [την IRISL] ή νομικό ή φυσικό πρόσωπο, οντότητα ή οργανισμό που ενεργεί για λογαριασμό [της] ή φυσικό ή νομικό πρόσωπο, οντότητα ή οργανισμό που παρέχει ασφαλιστικές ή άλλες βασικές υπηρεσίες [στην] IRISL ή σε οντότητες που τελούν υπό την κυριότητα ή τον έλεγχ[ό της] ή ενεργούν για λογαριασμό [της].»

    13

    Με έγγραφο της 22ας Οκτωβρίου 2013, το Συμβούλιο ενημέρωσε την IRISL ότι, κατά την εκτίμησή του, αυτή ήταν αναμεμιγμένη στην αποστολή υλικού συνδεόμενου με εξοπλισμούς και προερχόμενου από το Ιράν, κατά παράβαση των διατάξεων της παραγράφου 5 του ψηφίσματος του 1747 (2007) του Συμβουλίου Ασφαλείας, και ότι, επομένως, πληρούσε το κριτήριο του άρθρου 20, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της αποφάσεως 2010/413 και του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 267/2012, το οποίο αφορούσε τα πρόσωπα και τις οντότητες που δεν εφάρμοσαν ή παραβίασαν ορισμένα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας. Το Συμβούλιο γνωστοποίησε στην IRISL την πρόθεσή του να επανεγγράψει την επωνυμία της στους καταλόγους των υποκείμενων σε περιοριστικά μέτρα προσώπων και οντοτήτων, οι οποίοι περιλαμβάνονταν στο παράρτημα II της αποφάσεως 2010/413 και στο παράρτημα IX του κανονισμού 267/2012 (στο εξής: επίμαχοι κατάλογοι).

    14

    Με έγγραφα της 22ας και της 30ής Οκτωβρίου 2013, το Συμβούλιο ενημέρωσε καθεμία από τις λοιπές προσφεύγουσες ότι, για διάφορους λόγους, εκτιμούσε ότι πληρούσαν τα κριτήρια του άρθρου 20, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της αποφάσεως 2010/413 και του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 267/2012, τα οποία αφορούσαν τις οντότητες που ανήκαν ή ελέγχονταν από την IRISL ή δρούσαν για λογαριασμό της ή της παρείχαν ουσιώδεις υπηρεσίες (στο εξής: κριτήρια σχετικά με τις συνδεόμενες με την IRISL οντότητες). Στο πλαίσιο αυτό, το Συμβούλιο τους γνωστοποίησε την πρόθεσή του να επανεγγράψει τις επωνυμίες τους στους επίμαχους καταλόγους.

    15

    Με έγγραφο της 15ης Νοεμβρίου 2013, η IRISL απάντησε στο Συμβούλιο ότι, κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, IRISL (T‑489/10, EU:T:2013:453), η επανεγγραφή της επωνυμίας της στους επίμαχους καταλόγους βάσει των ίδιων πραγματικών στοιχείων ήταν παράνομη. Η IRISL υπογράμμισε ότι είχε αποδείξει ότι ουδέποτε είχε ανάμιξη στη διάδοση πυρηνικών όπλων και ότι αποτελούσε όχι φορτωτή αλλά μεταφορέα και ότι, για τον λόγο αυτό, δεν είχε γνώση του περιεχομένου των φορτίων που μεταφέρονταν με τα πλοία της και δεν μπορούσε να θεωρηθεί υπεύθυνη για τα φορτία αυτά. Η εταιρία αυτή ζήτησε από το Συμβούλιο να της διαβιβάσει τις πληροφορίες και τα έγγραφα επί των οποίων στήριξε την απόφασή του περί επανεγγραφής.

    16

    Με έγγραφα της 15ης και της 19ης Νοεμβρίου 2013, οι λοιπές προσφεύγουσες απάντησαν, καθεμία χωριστά, στο Συμβούλιο διευκρινίζοντας τους λόγους για τους οποίους φρονούσαν ότι, κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, IRISL (T-489/10, EU:T:2013:453), η επανεγγραφή των επωνυμιών τους στους επίμαχους καταλόγους ήταν παράνομη. Οι λοιπές προσφεύγουσες ζήτησαν από το Συμβούλιο να τους διαβιβάσει τις πληροφορίες και τα έγγραφα επί των οποίων στήριξε την απόφασή του περί επανεγγραφής.

    17

    Με την απόφαση 2013/685/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 26ης Νοεμβρίου 2013, για την τροποποίηση της απόφασης 2010/413 (ΕΕ 2013, L 316, σ. 46), οι επωνυμίες των προσφευγουσών επανεγγράφηκαν στον κατάλογο του παραρτήματος II της αποφάσεως 2010/413.

    18

    Κατόπιν τούτου, με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 1203/2013 του Συμβουλίου, για την εφαρμογή του κανονισμού 267/2012 (ΕΕ 2013, L 316, σ. 1), οι επωνυμίες των προσφευγουσών επανεγγράφηκαν στον κατάλογο του παραρτήματος IX του κανονισμού 267/2012.

    19

    Η επανεγγραφή της επωνυμίας της IRISL στους επίμαχους καταλόγους στηρίχτηκε στην ακόλουθη αιτιολογία:

    «Η IRISL έχει αναμιχθεί στην αποστολή υλικού σχετικού με εξοπλισμούς από το Ιράν κατά παράβαση της παραγράφου 5 απόφασης 1747 (2007) του Συμβουλίου Ασφαλείας […]. Κατά τη διάρκεια του 2009 υποβλήθηκαν αναφορές για τρεις σαφείς παραβιάσεις στην Επιτροπή Κυρώσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας […] για το Ιράν.»

    20

    Η εγγραφή των επωνυμιών των λοιπών προσφευγουσών στους επίμαχους καταλόγους στηρίχτηκε στην ακόλουθη αιτιολογία:

    για τη Hafize Darya Shipping Co.: «Στην [Hafize Darya Shipping Lines (HDSL)] έχει παραχωρηθεί η επικαρπία ορισμένων πλοίων [της IRISL]. Κατά συνέπεια, η HDSL ενεργεί για λογαριασμό της IRISL»·

    για την Khazar Sea Shipping Lines Co.: «Η Khazar Shipping Lines ανήκει στην IRISL»·

    για την IRISL Europe: «Η IRISL Europe GmbH (Hamburg) ανήκει στην IRISL»·

    για την Qeshm Marine Υπηρεσίες & Engineering Co., πρώην IRISL Marine Services and Engineering Co.: «Η IRISL Marine Services and Engineering Company ελέγχεται από την IRISL»·

    για την Irano Misr Shipping Co.: «Η Irano Misr Shipping Company, ως εκπρόσωπος της IRISL στην Αίγυπτο, παρέχει ουσιώδεις υπηρεσίες στην IRISL»·

    για τη Safiran Payam Darya Shipping Co.: «Στην Safiran Payam Darya (SAPID) έχει παραχωρηθεί η επικαρπία ορισμένων πλοίων [της IRISL]. Κατά συνέπεια, ενεργεί για λογαριασμό της IRISL»·

    για τη Marine Information Technology Development Co., πρώην Shipping Computer Services Co.: «Η Shipping Computer Services Company ελέγχεται από την IRISL»·

    για τη Rahbaran Omid Darya Ship Management Co., άλλως Soroush Sarzamin Asatir (SSA): «Η Soroush Saramin Asatir (SSA) έχει αναλάβει την εκμετάλλευση και διαχείριση ορισμένων πλοίων [της IRISL]. Κατά συνέπεια, ενεργεί για λογαριασμό της IRISL και της παρέχει ουσιώδεις υπηρεσίες»·

    για τη Hoopad Darya Shipping Agency, άλλως South Way Shipping Agency Co. Ltd : «Η South Way Shipping Agency Co Ltd διαχειρίζεται τις υπηρεσίες τερματικού σταθμού εμπορευματοκιβωτίων και παρέχει υπηρεσίες ανθρώπινου δυναμικού για την επάνδρωση στόλου στο Bandar Abbas για λογαριασμό της IRISL. Κατά συνέπεια, η South Way Shipping Agency Co Ltd ενεργεί για λογαριασμό της IRISL»·

    για τη Valfajr Shipping Line Co.: «Η Valfajr 8th Shipping Line ανήκει στην IRISL».

    21

    Με έγγραφο της 27ης Νοεμβρίου 2013, το Συμβούλιο ενημέρωσε την IRISL για την απόφασή του να επανεγγράψει την επωνυμία της στους επίμαχους καταλόγους και απάντησε στο αίτημά της για πρόσβαση στον σχετικό φάκελο. Το Συμβούλιο επισήμανε ότι, κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, IRISL (T-489/10, EU:T:2013:453), η απόφαση 2013/497 και ο κανονισμός 971/2013 καθιέρωσαν κριτήριο σχετικό με τα πρόσωπα και τις οντότητες που δεν εφάρμοσαν ή παραβίασαν τις διατάξεις των σχετικών ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας, το οποίο του παρείχε τη δυνατότητα να επανεγγράψει την επωνυμία της στους επίμαχους καταλόγους. Το Συμβούλιο απέρριψε το επιχείρημα της IRISL ότι αυτή δεν είχε γνώση του περιεχομένου των φορτίων που μεταφέρθηκαν με τα πλοία της ή ότι δεν ήταν υπεύθυνη για τα φορτία αυτά. Προσέθεσε δε ότι, δεδομένου ότι η IRISL ανήκε στην Ιρανική Κυβέρνηση και ήταν ή μεγαλύτερη ιρανική ναυτιλιακή εταιρία, υπήρχε πρόδηλος κίνδυνος τα πλοία της να χρησιμοποιηθούν για τη μεταφορά απαγορευμένων υλικών και αγαθών, κατά παράβαση των σχετικών ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας. Το Συμβούλιο επισήμανε επίσης ότι η IRISL όφειλε να λάβει όλα τα δυνατά μέτρα για να διασφαλίσει ότι τα πλοία της δεν θα χρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά απαγορευμένων αγαθών, ακόμη και αν κάτι τέτοιο υπερέβαινε τη συνήθη πρακτική που εφαρμόζεται στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών, και ότι η επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για την επιβολή κυρώσεων κατά του Ιράν (στο εξής: επιτροπή κυρώσεων) ειδοποιήθηκε για διάφορες πρόδηλες παραβάσεις στις οποίες είχαν ανάμιξη πλοία που ανήκαν στην IRISL.

    22

    Με έγγραφα της 27ης Νοεμβρίου 2013, το Συμβούλιο ενημέρωσε ατομικά τις λοιπές προσφεύγουσες για την απόφασή του να επανεγγράψει τις επωνυμίες τους στους επίμαχους καταλόγους και απάντησε στα αιτήματά τους για πρόσβαση στον σχετικό φάκελο. Το Συμβούλιο επισήμανε ότι, στο μέτρο κατά το οποίο η IRISL πληρούσε το νέο κριτήριο που καθιερώθηκε με την απόφαση 2013/497 και με τον κανονισμό 971/2013 και η επωνυμία της επανεγγράφηκε βάσει του κριτηρίου αυτού στους επίμαχους καταλόγους, η επανεγγραφή των επωνυμιών των λοιπών προσφευγουσών ήταν επίσης δικαιολογημένη, δεδομένου ότι αυτές ανήκαν ή ελέγχονταν από την IRISL ή δρούσαν για λογαριασμό της ή της παρείχαν ουσιώδεις υπηρεσίες.

    Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

    23

    Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 6 Ιανουαρίου και στις 7 Φεβρουαρίου 2014, οι προσφεύγουσες άσκησαν τις υπό κρίση προσφυγές.

    24

    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 5 Μαΐου 2014, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησε να παρέμβει υπέρ του Συμβουλίου. Με διάταξη της 1ης Ιουλίου 2014, ο πρόεδρος του πρώτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου έκανε δεκτή την αίτηση παρεμβάσεως αυτή. Η Επιτροπή κατέθεσε το υπόμνημά της παρεμβάσεως στις 6 Αυγούστου 2014. Οι προσφεύγουσες υπέβαλαν εμπροθέσμως παρατηρήσεις επί του υπομνήματος αυτού.

    25

    Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

    26

    Στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας κατά το άρθρο 89 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε τους διαδίκους στις υποθέσεις T-14/14 και T-87/14 να προσκομίσουν ορισμένα έγγραφα και να απαντήσουν σε ορισμένες ερωτήσεις. Οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν στο αίτημα αυτό εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

    27

    Με διάταξη της 27ης Ιανουαρίου 2016, αφού ακούστηκαν οι διάδικοι, οι υπό κρίση υποθέσεις ενώθηκαν ώστε να συνεκδικαστούν προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

    28

    Οι διάδικοι ανέπτυξαν προφορικώς τις απόψεις τους και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 12ης Ιουλίου 2016.

    29

    Στην υπόθεση T-14/14, οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

    να ακυρώσει την απόφαση 2013/497 και τον κανονισμό 971/2013, κατά το μέρος που οι πράξεις αυτές τις αφορούν·

    να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

    30

    Στην υπόθεση T-87/14, οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

    να διαπιστώσει, βάσει του άρθρου 277 ΣΛΕΕ, ότι η απόφαση 2013/497 και ο κανονισμός 971/2013 δεν πρέπει να εφαρμοστούν·

    να ακυρώσει την απόφαση 2013/685 και τον εκτελεστικό κανονισμό 1203/2013, κατά το μέρος που οι πράξεις αυτές τις αφορούν·

    να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

    31

    Στις υποθέσεις T-14/14 και T-87/14, το Συμβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

    να απορρίψει την προσφυγή·

    να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

    32

    Στην υπόθεση Τ-87/14, η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή.

    Σκεπτικό

    1.– Επί της υποθέσεως T‑14/14

    33

    Με την προσφυγή τους, οι προσφεύγουσες ζητούν την ακύρωση της αποφάσεως 2013/497 και του κανονισμού 971/2013, κατά το μέρος που τα κριτήρια εγγραφής στους καταλόγους των υποκείμενων σε περιοριστικά μέτρα προσώπων και οντοτήτων, τα οποία περιλαμβάνονται στις πράξεις αυτές, κατονομάζουν την IRISL και οποιαδήποτε άλλη οντότητα συνδεόμενη με αυτή. Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το Συμβούλιο δεν επιτρεπόταν να περιλάβει, στην απόφαση 2013/497 και στον κανονισμό 971/2013, μεταξύ των κριτηρίων εγγραφής το κριτήριο που συνίσταται: στην ιδιότητα του φυσικού ή νομικού προσώπου, της οντότητας ή του οργανισμού που ανήκει ή ελέγχεται από την IRISL, ή του φυσικού ή νομικού προσώπου, της οντότητας ή του οργανισμού που δρα για λογαριασμό της IRISL, ή του φυσικού ή νομικού προσώπου, της οντότητας ή του οργανισμού που παρέχει ασφαλιστικές υπηρεσίες ή άλλες ουσιώδεις υπηρεσίες στην IRISL ή σε οντότητες που βρίσκονται στην ιδιοκτησία της ή υπό τον έλεγχό της ή δρουν για λογαριασμό της. Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, IRISL (T-489/10, EU:T:2013:453), το Συμβούλιο δεν επιτρεπόταν να περιλάβει ούτε να διατηρήσει κριτήρια που παραπέμπουν ευθέως σε σύνδεσμο με την IRISL, στο μέτρο κατά το οποίο το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η εγγραφή της επωνυμίας της IRISL ήταν παράνομη και ότι η ύπαρξη συνδέσμου με αυτήν δεν συνιστούσε επαρκή δικαιολογητικό λόγο εγγραφής.

    34

    Κατά τη νομολογία, τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης δύνανται, οποτεδήποτε, να ερευνούν αυτεπαγγέλτως τους λόγους απαραδέκτου δημοσίας τάξεως, μεταξύ των οποίων το εύρος της αρμοδιότητας και οι προϋποθέσεις παραδεκτού της προσφυγής (βλ. απόφαση της 4ης Ιουνίου 2014, Hemmati κατά Συμβουλίου, T‑68/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:349, σκέψη 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    35

    Εν προκειμένω, πρέπει να ερευνηθεί αυτεπαγγέλτως, αφενός, η αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου να αποφανθεί επί του αιτήματος μερικής ακυρώσεως της αποφάσεως 2013/497 και, αφετέρου, το παραδεκτό του αιτήματος μερικής ακυρώσεως του κανονισμού 971/2013.

    Επί του αιτήματος μερικής ακυρώσεως της αποφάσεως 2013/497

    36

    Οι προσφεύγουσες ζητούν, κατ’ ουσίαν, την ακύρωση του άρθρου 1, σημείο 2, της αποφάσεως 2013/497, κατά το μέρος που αντικαθιστά το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της αποφάσεως 2010/413.

    37

    Επισημαίνεται ότι οι διατάξεις αυτές εκδόθηκαν βάσει του άρθρου 29 ΣΕΕ, δηλαδή διατάξεως σχετικής με την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ) κατά την έννοια του άρθρου 275 ΣΛΕΕ. Κατά το άρθρο 275, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 256, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται μόνο επί προσφυγών ασκούμενων κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, οι οποίες αφορούν τον έλεγχο της νομιμότητας των αποφάσεων που προβλέπουν περιοριστικά μέτρα κατά φυσικών ή νομικών προσώπων, τις οποίες θεσπίζει το Συμβούλιο βάσει του τίτλου V, κεφάλαιο 2, της Συνθήκης ΕΕ. Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, όσον αφορά τις πράξεις που εκδίδονται βάσει των σχετικών με την ΚΕΠΠΑ διατάξεων, το καθοριστικό στοιχείο για την πρόσβαση στα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης είναι, κατά τα άρθρα 275, δεύτερο εδάφιο, και 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, η ατομική φύση των πράξεων αυτών (αποφάσεις της 4ης Ιουνίου 2014, Sina Bank κατά Συμβουλίου, T-67/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:348, σκέψη 38, και της 4ης Ιουνίου 2014, Hemmati κατά Συμβουλίου, T-68/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:349, σκέψη 31).

    38

    Τα περιοριστικά μέτρα που προβλέπονται με το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της αποφάσεως 2010/413 αποτελούν μέτρα γενικής ισχύος, καθόσον εφαρμόζονται επί περιπτώσεων που καθορίζονται αντικειμενικά και επί κατηγορίας προσώπων που περιγράφονται με γενικό και αφηρημένο τρόπο ως «τα πρόσωπα και οι οντότητες […] όπως απαριθμούνται στο παράρτημα II της αποφάσεως 2010/413». Κατά συνέπεια, η ως άνω διάταξη δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «απόφαση που προβλέπει περιοριστικά μέτρα κατά φυσικών ή νομικών προσώπων», κατά την έννοια του άρθρου 275, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Το συμπέρασμα αυτό δεν μεταβάλλεται από το γεγονός ότι οι προσφεύγουσες διευκρίνισαν ότι βάλλουν κατά της διατάξεως αυτής μόνο κατά το μέρος που τις αφορά. Το ως άνω συμπέρασμα επίσης δεν μεταβάλλεται από τη μνεία της επωνυμίας της IRISL στην εν λόγω διάταξη, στο μέτρο κατά το οποίο η διάταξη αυτή δεν αφορά άμεσα την IRISL, αλλά τις συνδεόμενες με αυτήν οντότητες, οι οποίες καθορίζονται με γενικό και αφηρημένο τρόπο, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων. Πράγματι, το γεγονός ότι η εν λόγω διάταξη εφαρμόστηκε επί των προσφευγουσών δεν μεταβάλλει τη νομική φύση της ως πράξεως γενικής ισχύος. Εν προκειμένω, η «απόφαση που προβλέπει περιοριστικά μέτρα κατά φυσικών ή νομικών προσώπων», κατά την έννοια του το άρθρο 275, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, συνίσταται στην πράξη με την οποία οι επωνυμίες των προσφευγουσών επανεγγράφηκαν στο παράρτημα II της αποφάσεως 2010/413, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2013/685, με ισχύ από 27 Νοεμβρίου 2013 (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 4ης Ιουνίου 2014, Sina Bank κατά Συμβουλίου, T-67/12,μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:348, σκέψη 39).

    39

    Επομένως, το αίτημα να ακυρωθεί το άρθρο 1, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2013/497, κατά το μέρος που τροποποιεί το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της αποφάσεως 2010/413, δεν συνάδει προς τους προβλεπόμενους στο άρθρο 275, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ κανόνες που διέπουν την αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου. Ως εκ τούτου, το αίτημα αυτό πρέπει να απορριφθεί ως προβληθέν ενώπιον δικαιοδοτικού οργάνου που δεν έχει αρμοδιότητα να το εξετάσει.

    Επί του αιτήματος μερικής ακυρώσεως του κανονισμού 971/2013

    40

    Υπενθυμίζεται προκαταρκτικώς ότι, κατά το άρθρο 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να προσδιορίζει το αντικείμενο της διαφοράς, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι το αντικείμενο αυτό πρέπει να καθορίζεται κατά τρόπο αρκούντως σαφή, ώστε να μπορεί ο αντίδικος να προετοιμάσει την άμυνά του και το Γενικό Δικαστήριο να κατανοήσει τα αιτήματα του προσφεύγοντος.

    41

    Επισημαίνεται συναφώς ότι, στο δικόγραφο της προσφυγής, οι προσφεύγουσες δεν αναφέρουν ρητώς ποιες είναι οι διατάξεις του κανονισμού 971/2013 των οποίων ζητούν την ακύρωση.

    42

    Εντούτοις, όπως προκύπτει από το περιεχόμενό τους, τα επιχειρήματα που διατυπώνονται στο δικόγραφο της προσφυγής αποσκοπούν στην ακύρωση μόνο εκείνων των διατάξεων του κανονισμού 971/2013 που αφορούν τα κριτήρια εγγραφής τα οποία κατονομάζουν την IRISL και οποιαδήποτε άλλη οντότητα συνδέεται με αυτήν. Στο δικόγραφο της προσφυγής γίνεται ρητή αναφορά μόνο στις διατάξεις του άρθρου 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 971/2013, οι οποίες αντικαθιστούν εκείνες του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 267/2012.

    43

    Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό, όπως υποστηρίζει το Συμβούλιο με το υπόμνημά του αντικρούσεως, ότι το ακυρωτικό αίτημα των προσφευγουσών αφορά μόνο αυτές τις διατάξεις. Πράγματι, στο δικόγραφο της προσφυγής τους, οι προσφεύγουσες δεν μνημονεύουν τις διατάξεις του άρθρου 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 971/2013, οι οποίες αντικαθιστούν το άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 267/2012, ούτε το κριτήριο που αφορά τα πρόσωπα τα οποία δεν εφάρμοσαν ή παραβίασαν τις διατάξεις του κανονισμού 267/2012, της αποφάσεως 2010/413 ή των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας. Οι προσφεύγουσες δεν προβάλλουν κανένα επιχείρημα προς αμφισβήτηση της νομιμότητας του κριτηρίου αυτού.

    44

    Με το υπόμνημα απαντήσεως, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν την ως άνω ερμηνεία του δικογράφου της προσφυγής και υποστηρίζουν ότι βάλλουν επίσης κατά του κριτηρίου του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 267/2012. Όπως όμως προκύπτει από τα σημεία του δικογράφου της προσφυγής στα οποία παραπέμπουν οι προσφεύγουσες, με τα σημεία αυτά αμφισβητείται αποκλειστικώς η επανεγγραφή της επωνυμίας της IRISL στους επίμαχους καταλόγους και όχι η νομιμότητα του κριτηρίου βάσει του οποίου πραγματοποιήθηκε η επανεγγραφή αυτή.

    45

    Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία, μολονότι οι διατάξεις του άρθρου 84, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας επιτρέπουν, υπό ορισμένες περιστάσεις, την προβολή νέων λόγων ή ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης, εντούτοις, οι διατάξεις αυτές δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι επιτρέπουν στον προσφεύγοντα να προβάλει νέα αιτήματα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και, ως εκ τούτου, να μεταβάλει κατά τη διάρκεια της δίκης το αντικείμενο της διαφοράς (βλ. διάταξη της 30ής Απριλίου 2015, EEB κατά Επιτροπής, T-250/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:274, σκέψη 22 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    46

    Από τα ανωτέρω έπεται ότι τα νέα επιχειρήματα που οι προσφεύγουσες προέβαλαν για πρώτη φορά με το υπόμνημα απαντήσεως, και κατά τα οποία το Συμβούλιο προέβη παρανόμως σε διεύρυνση της κατηγορίας προσώπων των οποίων το όνομα μπορούσε να εγγραφεί ή επανεγγράφηκε στους επίμαχους καταλόγους, προσθέτοντας στην κατηγορία αυτή τα πρόσωπα ή τις οντότητες που δεν εφάρμοσαν ή παραβίασαν τα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας, πρέπει να εκληφθούν ως νέο αίτημα που αποσκοπεί στην ακύρωση του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 267/2012 και, ως εκ τούτου, να απορριφθούν ως απαράδεκτα.

    47

    Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το αίτημα μερικής ακυρώσεως του κανονισμού 971/2013 αφορά μόνο την ακύρωση του άρθρου 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 971/2013, κατά το μέρος που η διάταξη αυτή αντικαθιστά το άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 267/2012.

    48

    Πρέπει να σημειωθεί ότι το άρθρο 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 971/2013, το οποίο αντικαθιστά το άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 267/2012, θεσπίστηκε βάσει του άρθρου 215 ΣΛΕΕ, το οποίο διέπει τα περιοριστικά μέτρα που λαμβάνει το Συμβούλιο στο πλαίσιο της εξωτερικής δράσεως της Ένωσης. Κατά το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 256, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί προσφυγών ασκούμενων από οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, υπό τις προϋποθέσεις που τάσσει το άρθρο 263, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, κατά των πράξεων των οποίων είναι αποδέκτης ή που το αφορούν άμεσα και ατομικά, καθώς και κατά των κανονιστικών πράξεων που το αφορούν άμεσα και δεν συνεπάγονται εκτελεστικά μέτρα.

    49

    Τα περιοριστικά μέτρα που προβλέπονται με το άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 267/2012 αποτελούν μέτρα γενικής ισχύος, διότι εφαρμόζονται επί περιπτώσεων που καθορίζονται αντικειμενικά και επί κατηγορίας προσώπων που περιγράφονται με γενικό και αφηρημένο τρόπο ως τα πρόσωπα, οι οντότητες και οι οργανισμοί που απαριθμούνται στο παράρτημα IX του κανονισμού αυτού. Για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής απαιτείται η λήψη εκτελεστικού μέτρου, και συγκεκριμένα η έκδοση ατομικής πράξεως η οποία συνίσταται, όπως προκύπτει από το άρθρο 46, παράγραφος 2, του κανονισμού 267/2012, στην εγγραφή ή στην, κατόπιν επανεξετάσεως, διατήρηση της εγγραφής του ονόματος ή της επωνυμίας του προσώπου, της οντότητας ή του οργανισμού που διαλαμβάνεται στο παράρτημα IX του εν λόγω κανονισμού. Κατά συνέπεια, το άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 267/2012 δεν αποτελεί, αυτό καθεαυτό, διάταξη πράξεως την οποία οι προσφεύγουσες δύνανται να προσβάλουν απευθείας βάσει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Το συμπέρασμα αυτό δεν μεταβάλλεται από το γεγονός ότι οι προσφεύγουσες διευκρίνισαν ότι βάλλουν κατά της διατάξεως αυτής μόνο κατά το μέρος που τις αφορά. Πράγματι, το γεγονός ότι η διάταξη αυτή εφαρμόστηκε επί των προσφευγουσών δεν μεταβάλλει τη νομική φύση της ως πράξεως γενικής ισχύος (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 4ης Ιουνίου 2014, Sina Bank κατά Συμβουλίου, T-67/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:348, σκέψη 42). Εν προκειμένω, η ατομική πράξη, την οποία δύνανται να προσβάλουν απευθείας οι προσφεύγουσες, είναι η πράξη με την οποία οι επωνυμίες τους επανεγγράφηκαν στο παράρτημα IX του κανονισμού 961/2010, με ισχύ από 27 Νοεμβρίου 2013.

    50

    Επομένως, το αίτημα ακυρώσεως του άρθρου 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 971/2013, με το οποίο τροποποιήθηκε το άρθρο 23, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 267/2012, δεν πληροί τις προϋποθέσεις παραδεκτού κατά το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Ως εκ τούτου, το αίτημα αυτό πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

    51

    Από το σύνολο των ανωτέρω προκύπτει ότι η προσφυγή στην υπόθεση T-14/14, κατά το μέρος που αποσκοπεί στη μερική ακύρωση της αποφάσεως 2013/497, πρέπει να απορριφθεί ως ασκηθείσα ενώπιον δικαιοδοτικού οργάνου που δεν έχει αρμοδιότητα να την εξετάσει, και κατά το μέρος που αποσκοπεί στη μερική ακύρωση του κανονισμού 971/2013, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

    2. – Επί της υποθέσεως T‑87/14

    52

    Οι προσφεύγουσες, στο πλαίσιο του πρώτου αιτήματός τους, αμφισβητούν, βάσει του άρθρου 277 ΣΛΕΕ, τη νομιμότητα της αποφάσεως 2013/497 και του κανονισμού 971/2013 και, με το δεύτερο αίτημά τους, ζητούν την ακύρωση της αποφάσεως 2013/685 και του εκτελεστικού κανονισμού 1203/2013, κατά το μέρος που οι πράξεις αυτές τις αφορούν.

    Επί της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας

    53

    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η απόφαση 2013/497 και ο κανονισμός 971/2013, πράξεις με τις οποίες καθορίστηκαν τα κριτήρια βάσει των οποίων οι επωνυμίες των προσφευγουσών εγγράφηκαν στους επίμαχους καταλόγους, είναι παράνομες και πρέπει, ως εκ τούτου, να μην εφαρμοστούν, βάσει του άρθρου 277 ΣΛΕΕ. Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το Συμβούλιο, εκδίδοντας την απόφαση 2013/497 και τον κανονισμό 971/2013 κατόπιν της δημοσιεύσεως της αποφάσεως της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, IRISL (T-489/10, EU:T:2013:453), τροποποίησε τα κριτήρια που περιλαμβάνονται στο άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της αποφάσεως 2010/413 και στο άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχεία βʹ και εʹ, του κανονισμού 267/2012, με σκοπό να επανεγγράψει τις επωνυμίες τους στους επίμαχους καταλόγους.

    54

    Κατά τις προσφεύγουσες, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο, με την απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, IRISL (T-489/10, EU:T:2013:453), έκρινε ότι καμία από αυτές δεν είχε παράσχει στήριξη στη διάδοση πυρηνικών όπλων, το Συμβούλιο όφειλε να καταργήσει τα κριτήρια που είχαν σχέση με την IRISL. Υποστηρίζουν ότι τα κριτήρια που θέσπισε το Συμβούλιο με την απόφαση 2013/497 και με τον κανονισμό 971/2013 είναι δυσανάλογα, κατά παράβαση του άρθρου 215 ΣΛΕΕ, και έχουν ως σκοπό την καταστρατήγηση της ως άνω αποφάσεως, παρέχοντας στο Συμβούλιο τη δυνατότητα να επανεγγράψει αναδρομικώς τις επωνυμίες τους στους επίμαχους καταλόγους.

    55

    Κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 277 ΣΛΕΕ αποτελεί έκφραση γενικής αρχής δυνάμει της οποίας κάθε διάδικος έχει το δικαίωμα, προκειμένου να επιτύχει την ακύρωση πράξεως κατά της οποίας δύναται να ασκήσει προσφυγή, να αμφισβητήσει παρεμπιπτόντως το κύρος προγενέστερων πράξεων θεσμικού οργάνου, οι οποίες συνιστούν τη νομική βάση της προσβαλλομένης πράξεως, αν ο εν λόγω διάδικος δεν εδικαιούτο να ασκήσει, βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, ευθεία προσφυγή κατά των πράξεων αυτών, των οποίων υφίσταται ως εκ τούτου τις συνέπειες χωρίς να έχει μπορέσει να ζητήσει την ακύρωσή τους (απόφαση της 25ης Απριλίου 2013, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-526/10, EU:T:2013:215, σκέψη 24). Η πράξη γενικής ισχύος της οποίας αμφισβητείται παρεμπιπτόντως η νομιμότητα πρέπει να έχει εφαρμογή, άμεσα ή έμμεσα, στην υπόθεση που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής, πρέπει δε να υφίσταται άμεσος νομικός δεσμός μεταξύ της προσβαλλόμενης ατομικής αποφάσεως και της εν λόγω γενικής πράξεως (βλ. απόφαση της 10ης Ιουλίου 2014, Moallem Insurance κατά Συμβουλίου, T-182/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:624, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    56

    Όσον αφορά την IRISL, η επωνυμία της επανεγγράφηκε στους επίμαχους καταλόγους βάσει του άρθρου 20, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της αποφάσεως 2010/413 και του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 267/2012, με την αιτιολογία ότι η εταιρία αυτή παραβίασε ορισμένες διατάξεις του ψηφίσματος 1747 (2007) του Συμβουλίου Ασφαλείας.

    57

    Όσον αφορά τις λοιπές προσφεύγουσες, οι επωνυμίες τους εγγράφηκαν στους επίμαχους καταλόγους βάσει των κριτηρίων των σχετικών με τις συνδεόμενες με την IRISL οντότητες.

    58

    Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ένταση ελλείψεως νομιμότητας που προβάλλουν οι προσφεύγουσες είναι παραδεκτή μόνο κατά το μέρος που με αυτή ζητείται να μην εφαρμοστούν, αφενός, σε ό,τι αφορά την IRISL, η απόφαση 2013/497 και ο κανονισμός 971/2013, κατά το μέρος που οι πράξεις αυτές προσέθεσαν, αντιστοίχως, στο άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της αποφάσεως 2010/413 και στο άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 267/2012, κριτήριο που επιτρέπει τη δέσμευση κεφαλαίων όσων προσώπων και οντοτήτων δεν εφάρμοσαν ή παραβίασαν το ψήφισμα 1747 (2007) του Συμβουλίου Ασφαλείας (στο εξής: κριτήριο σχετικό με τη μη τήρηση του ψηφίσματος 1747) και, αφετέρου, σε ό,τι αφορά τις λοιπές προσφεύγουσες, η απόφαση 2013/497 και ο κανονισμός 971/2013, κατά το μέρος που με τις πράξεις αυτές αντικαταστάθηκαν, αντιστοίχως, το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της αποφάσεως 2010/413 και το άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 267/2012.

    59

    Προς στήριξη της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας που προτείνουν κατά της αποφάσεως 2013/497 και του κανονισμού 971/2013, οι προσφεύγουσες προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, πέντε ισχυρισμούς οι οποίοι αφορούν, ο πρώτος, έλλειψη νομικής βάσεως, ο δεύτερος, προσβολή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης τους καθώς και παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου, ne bis in idem και του δεδικασμένου, ο τρίτος, κατάχρηση εξουσίας, ο τέταρτος, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και, ο πέμπτος, προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους, ιδίως του δικαιώματος ιδιοκτησίας και του δικαιώματος στον σεβασμό της φήμης τους.

    Επί του πρώτου ισχυρισμού, ο οποίος αφορά έλλειψη νομικής βάσεως

    60

    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η απόφαση 2013/497 και ο κανονισμός 971/2013 στερούνται νομικής βάσεως. Το Συμβούλιο δεν διευκρίνισε ότι η επελθούσα το 2013 τροποποίηση των κριτηρίων στηριζόταν σε αντικειμενικό δικαιολογητικό λόγο συνδεόμενο με τα περιοριστικά μέτρα που επιβλήθηκαν κατά του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν. Όμως, το άρθρο 215 ΣΛΕΕ επιτρέπει την επιβολή περιοριστικών μέτρων μόνον όταν αυτά είναι αναγκαία και τελούν σε αναλογία με τον επιδιωκόμενο στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ σκοπό, ο οποίος συνίσταται στην παρεμπόδιση της χρηματοδοτήσεως της διαδόσεως πυρηνικών όπλων στο Ιράν.

    61

    Επισημαίνεται ότι η απόφαση 2013/497 έχει ως νομική βάση της το άρθρο 29 ΣΕΕ και ότι ο κανονισμός 971/2013 έχει ως νομική βάση του το άρθρο 215 ΣΛΕΕ. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με την πρώτη αιτίασή τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν, στην πραγματικότητα, παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας λόγω των τροποποιήσεων που επέφεραν η απόφαση 2013/497 και ο κανονισμός 971/2013.

    62

    Όσον αφορά τον δικαστικό έλεγχο της τηρήσεως της αρχής της αναλογικότητας, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως σε τομείς οι οποίοι προϋποθέτουν εκ μέρους του επιλογές πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής φύσεως και στο πλαίσιο των οποίων καλείται να προβεί σε σύνθετες εκτιμήσεις. Το Δικαστήριο συνήγαγε εκ των ανωτέρω ότι η νομιμότητα μέτρου το οποίο έχει ληφθεί στους εν λόγω τομείς θίγεται μόνον αν το μέτρο αυτό είναι προδήλως ακατάλληλο σε σχέση με τον σκοπό που επιδιώκει το αρμόδιο θεσμικό όργανο (αποφάσεις της 28ης Νοεμβρίου 2013, Συμβούλιο κατά Manufacturing Support & Procurement Kala Naft, C-348/12 P, EU:C:2013:776, σκέψη 120, και της 1ης Μαρτίου 2016, National Iranian Oil Company κατά Συμβουλίου, C-440/14 P, EU:C:2016:128, σκέψη 77).

    63

    Επίσης, πρέπει να υπομνησθεί ότι η απόφαση 2010/413 και ο κανονισμός 267/2012 αποσκοπούν στην παρεμπόδιση της διαδόσεως των πυρηνικών όπλων και στην άσκηση πιέσεως στην Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν ώστε να παύσει τις σχετικές δραστηριότητες. Ο σκοπός αυτός εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο των προσπαθειών για τη διατήρηση της ειρήνης και της διεθνούς ασφάλειας και είναι, κατά συνέπεια, θεμιτός (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2013, Συμβούλιο κατά Manufacturing Support & Procurement Kala Naft, C-348/12 P, EU:C:2013:776, σκέψη 124 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    64

    Πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ, αφενός, του κριτηρίου που αποτέλεσε τη νομική βάση για την εγγραφή της επωνυμίας της IRISL στους επίμαχους καταλόγους και, αφετέρου, του κριτηρίου που αφορά τις λοιπές προσφεύγουσες.

    – Όσον αφορά την IRISL

    65

    Υπενθυμίζεται ότι, κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, IRISL (T-489/10, EU:T:2013:453), το Συμβούλιο, με την απόφαση 2013/497 και με τον κανονισμό 971/2013, τροποποίησε, αντιστοίχως, το κριτήριο του άρθρου 20, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της αποφάσεως 2010/413 και το κριτήριο του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 267/2012, κατά τρόπον ώστε τα κριτήρια αυτά να αφορούν πλέον όχι μόνο τα πρόσωπα και τις οντότητες που συνέδραμαν ορισμένο πρόσωπο ή οντότητα να μην εφαρμόσει ή να παραβιάσει τις διατάξεις ορισμένων ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας, αλλά και τα ίδια τα πρόσωπα και τις οντότητες που δεν εφάρμοσαν ή παραβίασαν τα εν λόγω ψηφίσματα.

    66

    Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι, με την απόφαση 2013/685 και με τον εκτελεστικό κανονισμό 1203/2013, η επωνυμία της IRISL επανεγγράφηκε στους επίμαχους καταλόγους, με την αιτιολογία ότι η εταιρία αυτή παραβίασε τις διατάξεις της παραγράφου 5 του ψηφίσματος 1747 (2007) του Συμβουλίου Ασφαλείας.

    67

    Στην παράγραφο 5 του ψηφίσματος 1747 (2007) επισημαίνεται ότι το Συμβούλιο Ασφαλείας αποφασίζει ότι «το Ιράν δεν πρέπει να παρέχει, να πωλεί ή να μεταφέρει, αμέσως ή εμμέσως, από το έδαφός του ή μέσω υπηκόων του ή με πλοία ή αεροσκάφη που φέρουν τη σημαία του, κανένα όπλο ή άλλο συναφές υλικό και ότι όλα τα κράτη πρέπει να απαγορεύουν την εκ μέρους υπηκόων τους κτήση των υλικών αυτών από την Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν, ή μέσω πλοίων ή αεροσκαφών που φέρουν τη σημαία τους, ανεξαρτήτως του αν τα σχετικά υλικά προέρχονται ή όχι από το έδαφος του Ιράν». Στο πλαίσιο της καταπολεμήσεως της διαδόσεως πυρηνικών όπλων, το Συμβούλιο Ασφαλείας, με το ψήφισμα αυτό, διεύρυνε το περιεχόμενο των περιοριστικών μέτρων κατά του Ιράν, απαγορεύοντας την απόκτηση όπλων ή συναφούς υλικού από το Ιράν. Σκοπός του ψηφίσματος αυτού είναι να διασφαλιστεί ότι το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν έχει αμιγώς ειρηνικούς σκοπούς και να παρεμποδιστεί η ανάπτυξη νευραλγικών τεχνολογιών από το Ιράν προς ενίσχυση του πυρηνικού και του πυραυλικού του προγράμματος.

    68

    Επισημαίνεται ότι η αιτιολογική σκέψη 2 της αποφάσεως 2010/413 κάνει μνεία του ψηφίσματος 1747 (2007) του Συμβουλίου Ασφαλείας. Οι γενικοί κανόνες της Ένωσης οι οποίοι προβλέπουν τη λήψη περιοριστικών μέτρων πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα του γράμματος και του σκοπού των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας, τα οποία θέτουν σε εφαρμογή (απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2011, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, C-548/09 P, EU:C:2011:735, σκέψη 104).

    69

    Σε αντίθεση με όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, ο σκοπός των περιοριστικών μέτρων κατά του Ιράν δεν συνίσταται μόνο στην παρεμπόδιση της χρηματοδοτήσεως της διαδόσεως πυρηνικών όπλων στο Ιράν, αλλά, γενικότερα, στην άσκηση πιέσεως προς το Ιράν ώστε να παύσει τις δραστηριότητές του στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας οι οποίες ενέχουν κίνδυνο διαδόσεως πυρηνικών όπλων, καθώς και τις δραστηριότητες ανάπτυξης φορέων τέτοιων όπλων.

    70

    Το κριτήριο που ορίστηκε με την απόφαση 2013/497 και με τον κανονισμό 971/2013, καθόσον προβλέπει τη δέσμευση των κεφαλαίων όσων προσώπων μετείχαν, κατά παράβαση του ψηφίσματος 1747 (2007), στην προμήθεια, πώληση ή μεταφορά προς το Ιράν όπλων ή συναφούς υλικού, εντάσσεται σε νομικό πλαίσιο που είναι σαφώς οριοθετημένο από τους σκοπούς τους οποίους επιδιώκουν οι ρυθμίσεις περί περιοριστικών μέτρων κατά του Ιράν.

    71

    Επομένως, σύμφωνα με την προμνησθείσα στη σκέψη 62 ανωτέρω νομολογία, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το κριτήριο σχετικά με τη μη τήρηση του ψηφίσματος 1747 είναι κατάλληλο για την επίτευξη του σκοπού της καταπολεμήσεως της διαδόσεως πυρηνικών όπλων, τον οποίο επιδιώκουν η απόφαση 2010/413 και ο κανονισμός 267/2012 και, ως εκ τούτου, συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας.

    72

    Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η δέσμευση των κεφαλαίων και των οικονομικών πόρων οντότητας που έχει συνδράμει κατονομαζόμενο σε κατάλογο πρόσωπο, οντότητα ή οργανισμό να μην εφαρμόσει ή να παραβιάσει τις διατάξεις της αποφάσεως 2010/413, του κανονισμού 961/2010, του κανονισμού 267/2012 ή των ψηφισμάτων 1737 (2006), 1747 (2007), 1803 (2008) και 1929 (2010) του Συμβουλίου Ασφαλείας, συνδεόταν με την επίτευξη του σκοπού της αποφάσεως 2010/413 και του κανονισμού 267/2012, ο οποίος μνημονεύθηκε στη σκέψη 63 ανωτέρω. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, υπό τις περιστάσεις εκείνες, η δέσμευση των κεφαλαίων και των οικονομικών πόρων των οντοτήτων οι οποίες διαπιστώθηκε ότι παρείχαν συνδρομή σε μια τέτοια κατονομαζόμενη οντότητα ήταν αναγκαία και κατάλληλη για να διασφαλιστεί τόσο η αποτελεσματικότητα του συστήματος περιοριστικών μέτρων που καθιερώνει η απόφαση 2010/413 και ο κανονισμός 267/2012 όσο και η αποτροπή της καταστρατηγήσεως των εν λόγω μέτρων (απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2013, Europäisch-Iranische Handelsbank κατά Συμβουλίου, T‑434/11, EU:T:2013:405, σκέψη 192).

    73

    Η διαπίστωση αυτή ισχύει κατά μείζονα λόγο και για το κριτήριο το σχετικό με τη μη τήρηση του ψηφίσματος 1747.

    – Όσον αφορά τις λοιπές προσφεύγουσες

    74

    Όσον αφορά τα κριτήρια τα σχετικά με τις συνδεόμενες με την IRISL οντότητες, πρέπει καταρχάς να σημειωθεί ότι οι προσφεύγουσες δεν προβάλλουν κανένα συγκεκριμένο επιχείρημα κατά της αναλογικότητας των κριτηρίων αυτών σε σχέση με τους σκοπούς της ΚΕΠΠΑ.

    75

    Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, όταν δεσμεύονται τα κεφάλαια ορισμένης οντότητας, υπάρχει ο μη αμελητέος κίνδυνος η οντότητα αυτή να ασκήσει πίεση στις οντότητες που της ανήκουν ή που ελέγχει να καταστρατηγήσουν το αποτέλεσμα των μέτρων που την αφορούν, οπότε η δέσμευση των κεφαλαίων των οντοτήτων αυτών είναι αναγκαία και κατάλληλη για τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας των ληφθέντων μέτρων και προς αποτροπή της καταστρατηγήσεώς τους (απόφαση της 13ης Μαρτίου 2012, Melli Bank κατά Συμβουλίου, C-380/09 P, EU:C:2012:137, σκέψη 58).

    76

    Πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο κίνδυνος καταστρατηγήσεως αυτός υφίσταται επίσης όταν μια οντότητα της οποίας τα κεφάλαια δεσμεύονται εκχωρεί ορισμένες από τις δραστηριότητές της σε άλλες επιχειρήσεις ή οντότητες οι οποίες, ακόμη και αν δεν βρίσκονται στην ιδιοκτησία της εν λόγω οντότητας, δρουν για λογαριασμό της ή ασκούν στο όνομά της ορισμένες ουσιώδεις δραστηριότητες.

    77

    Από τα ανωτέρω έπεται ότι τα κριτήρια τα σχετικά με τις συνδεόμενες με την IRISL οντότητες δεν είναι αυθαίρετα, αλλά θεσπίστηκαν από το Συμβούλιο στο πλαίσιο της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει και έχουν ως δικαιολογητική τους βάση τον μη αμελητέο κίνδυνο καταστρατηγήσεως των περιοριστικών μέτρων από οντότητα της οποίας τα κεφάλαια έχουν δεσμευτεί. Τα κριτήρια αυτά πρέπει να κριθούν σύμφωνα προς την αρχή της αναλογικότητας.

    78

    Επομένως, ο πρώτος ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί.

    Επί του δεύτερου ισχυρισμού, ο οποίος αφορά προσβολή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των προσφευγουσών καθώς και παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου, ne bis in idem και του δεδικασμένου

    79

    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η απόφαση 2013/497 και ο κανονισμός 971/2013 συνεπάγονται προσβολή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης τους καθώς και παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου, ne bis in idem και του δεδικασμένου. Φρονούν ότι, κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, IRISL (T-489/10, EU:T:2013:453), το Συμβούλιο δεν επιτρεπόταν να καθορίσει νέα κριτήρια που καθιστούσαν δυνατή την εγγραφή των επωνυμιών τους στους επίμαχους καταλόγους.

    80

    Πρώτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι, με την απόφαση αυτή, το Γενικό Δικαστήριο, μολονότι ακύρωσε την εγγραφή των επωνυμιών των προσφευγουσών στους καταλόγους του παραρτήματος II της αποφάσεως 2010/413 και του παραρτήματος IX του κανονισμού 267/2012, εντούτοις δεν αποφάνθηκε επί του κύρους των κριτηρίων που προβλέπονται στο άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της αποφάσεως 2010/413 και στο άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ και βʹ, του κανονισμού 267/2012, όπως ίσχυαν κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως εκείνης.

    81

    Επομένως, κακώς οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, IRISL (T-489/10, EU:T:2013:453), το Συμβούλιο όφειλε να απαλείψει τα κριτήρια που αφορούσαν την IRISL και ότι δεν επιτρεπόταν να τα διατηρήσει τα κριτήρια τα σχετικά με τις συνδεόμενες με την IRISL οντότητες.

    82

    Δεύτερον, στη σκέψη 64 της αποφάσεως εκείνης, το Γενικό Δικαστήριο δέχτηκε ότι, αν το Συμβούλιο κρίνει ότι οι εφαρμοστέες ρυθμίσεις δεν του παρέχουν τη δυνατότητα να παρέμβει με τρόπο αρκούντως αποτελεσματικό προκειμένου να καταστείλει τη διάδοση των πυρηνικών όπλων, έχει τη δυνατότητα να τις προσαρμόσει αναλόγως ως νομοθέτης, με την επιφύλαξη της ασκήσεως ελέγχου νομιμότητας από τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης, ώστε να διευρύνει τις περιπτώσεις στις οποίες μπορούν να ληφθούν περιοριστικά μέτρα.

    83

    Εξάλλου, μολονότι αληθεύει ότι, με την απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, IRISL (T-489/10, EU:T:2013:453), τα αποτελέσματα της εγγραφής των επωνυμιών των προσφευγουσών στους καταλόγους διατηρήθηκαν έως την εκπνοή της προθεσμίας που ορίζεται στο άρθρο 60, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 280 ΣΛΕΕ, ήτοι έως την εκπνοή της προθεσμίας ασκήσεως αναιρέσεως κατά το άρθρο 56, πρώτο εδάφιου, του εν λόγω Οργανισμού, εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όταν η ως άνω προθεσμία εξέπνευσε, η εν λόγω εγγραφή εξαφανίστηκε αναδρομικώς από την έννομη τάξη, ως να μην είχε ουδέποτε υπάρξει (βλ. απόφαση της 24ης Μαΐου 2016, Good Luck Shipping κατά Συμβουλίου, T-423/13 και T-64/14, EU:T:2016:308, σκέψη 79 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    84

    Πράγματι, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να ορίσει προθεσμία κατά τη διάρκεια της οποίας αναστέλλονται τα αποτελέσματα της ακυρώσεως ορισμένης πράξεως, ώστε να παρασχεθεί στο Συμβούλιο η δυνατότητα να άρει τις διαπιστωθείσες παραβιάσεις θεσπίζοντας, αναλόγως της περιπτώσεως, νέα γενικά κριτήρια εγγραφής στους καταλόγους προσώπων ή οντοτήτων έναντι των οποίων επιβάλλονται περιοριστικά μέτρα, καθώς και νέα περιοριστικά μέτρα, τα οποία ως σκοπό έχουν τη μελλοντική δέσμευση κεφαλαίων της εμπλεκόμενης οντότητας. Εντούτοις, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι τόσο τα νέα γενικά κριτήρια εγγραφής όσο και τα νέα περιοριστικά μέτρα δεν καθιστούν δυνατή την επικύρωση των μέτρων που έχουν κριθεί παράνομα με απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (απόφαση της 24ης Μαΐου 2016, Good Luck Shipping κατά Συμβουλίου, T‑423/13 και T-64/14, EU:T:2016:308, σκέψη 80).

    85

    Από τα ανωτέρω έπεται ότι οι προσφεύγουσες δεν μπορούν βασίμως να υποστηρίζουν ότι, κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, IRISL (T-489/10, EU:T:2013:453), το Συμβούλιο δεν επιτρεπόταν να θεσπίσει νέα κριτήρια που καθιστούσαν δυνατή την εγγραφή των επωνυμιών τους στους επίμαχους καταλόγους, διαπίστωση που ενισχύεται από το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η εξέταση του πρώτου ισχυρισμού και κατά το οποίο τόσο το κριτήριο σχετικά με τη μη τήρηση του ψηφίσματος 1747 όσο και τα κριτήρια τα σχετικά με τις συνδεόμενες με την IRISL οντότητες, που περιλαμβάνονται στην απόφαση 2013/497 και στον κανονισμό 971/2013, συνάδουν με τους σκοπούς της αποφάσεως 2010/413 και του κανονισμού 267/2012.

    86

    Τρίτον, κακώς επίσης οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το Συμβούλιο τροποποίησε τα κριτήρια με την απόφαση 2013/497 και με τον κανονισμό 971/2013, προκειμένου να εγγράψει αναδρομικώς τις επωνυμίες τους στους κατάλογους.

    87

    Πράγματι, με την απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, IRISL (T-489/10, EU:T:2013:453), οι πράξεις με τις οποίες πραγματοποιήθηκε η πρώτη εγγραφή των επωνυμιών των προσφευγουσών στους επίμαχους καταλόγους εξαφανίστηκαν από την έννομη τάξη, με συνέπεια οι επωνυμίες των προσφευγουσών να θεωρηθούν ως μηδέποτε εγγραφείσες στους καταλόγους αυτούς για το προγενέστερο της αποφάσεως αυτής χρονικό διάστημα.

    88

    Η απόφαση 2013/497 και ο κανονισμός 971/2013 τέθηκαν σε ισχύ την ημερομηνία δημοσιεύσεώς τους στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήτοι στις 12 Οκτωβρίου 2013. Οποιαδήποτε εγγραφή βάσει των κριτηρίων που περιλαμβάνονται στις πράξεις αυτές είναι δυνατή από την ως άνω ημερομηνία και εξής. Συναφώς, αρκεί να σημειωθεί ότι η επανεγγραφή των επωνυμιών των προσφευγουσών στους επίμαχους καταλόγους, η οποία διενεργήθηκε με την απόφαση 2013/685 και με τον εκτελεστικό κανονισμό 1203/2013, τέθηκε σε ισχύ στις 27 Νοεμβρίου 2013. Οι προσφεύγουσες δεν εξηγούν πώς ακριβώς η τροποποίηση των κριτηρίων με την απόφαση 2013/497 και με τον κανονισμό 971/2013 κατέστησε δυνατή την αναδρομική εγγραφή των επωνυμιών τους στους επίμαχους καταλόγους.

    89

    Το δε επιχείρημα των προσφευγουσών ότι, κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, IRISL (T-489/10, EU:T:2013:453), μπορούσαν να θεωρούν ότι οι επωνυμίες τους δεν θα εγγράφονταν εκ νέου στους επίμαχους καταλόγους ελλείψει νέων αποδεικτικών στοιχείων, αφορά το κύρος της εγγραφής των επωνυμιών τους στους καταλόγους αυτούς, η οποία διενεργήθηκε με την απόφαση 2013/685 και με τον εκτελεστικό κανονισμό 1203/2013 και, για τον λόγο αυτό, θα εξεταστεί στο πλαίσιο του δεύτερου αιτήματος.

    90

    Από τα ανωτέρω έπεται ότι η έκδοση από το Συμβούλιο της αποφάσεως 2013/497 και του κανονισμού 971/2013 δεν συνεπάγεται προσβολή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των προσφευγουσών ούτε παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου, ne bis in idem και του δεδικασμένου. Συνεπώς, ο δεύτερος ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί.

    Επί του τρίτου ισχυρισμού, ο οποίος αφορά κατάχρηση εξουσίας

    91

    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η απόφαση 2013/497 και ο κανονισμός 971/2013 συνεπάγονται αδικαιολόγητη και δυσανάλογη «διάκριση» εις βάρος της IRISL. Οι πράξεις αυτές αφορούν ειδικά την IRISL με σκοπό να καταστρατηγήσουν την απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, IRISL (T-489/10, EU:T:2013:453) και όχι να αποτρέψουν την υλοποίηση του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν. Η έκδοση της αποφάσεως 2013/497 και του κανονισμού 971/2013 και η επιβολή περιοριστικών μέτρων κατά της IRISL και των λοιπών προσφευγουσών με σκοπό την καταστρατήγηση της ως άνω αποφάσεως συνιστά κατάχρηση των εξουσιών που διαθέτει το Συμβούλιο.

    92

    Κατά τη νομολογία, μια πράξη εκδίδεται κατά κατάχρηση εξουσίας μόνον όταν από αντικειμενικές, λυσιτελείς και συγκλίνουσες ενδείξεις προκύπτει ότι έχει ως αποκλειστικό ή, τουλάχιστον, καθοριστικό σκοπό την επίτευξη αποτελέσματος διαφορετικού από εκείνο το οποίο δηλώνεται ότι επιδιώκει ή την αποφυγή τηρήσεως διαδικασίας που προβλέπεται ειδικά στη Συνθήκη για την αντιμετώπιση συγκεκριμένων περιστάσεων (βλ. απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2009, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, T‑390/08, EU:T:2009:401, σκέψη 50 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    93

    Από την εξέταση του πρώτου ισχυρισμού προκύπτει ότι οι τροποποιήσεις των κριτηρίων τις οποίες επέφερε η απόφαση 2013/497 και ο κανονισμός 971/2013 συνάδουν με τους σκοπούς της καταπολεμήσεως της διαδόσεως των πυρηνικών όπλων.

    94

    Εξάλλου, όπως προκύπτει από την εξέταση του δεύτερου ισχυρισμού, δεν είναι δυνατό να συναχθεί από την απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, IRISL (T‑489/10, EU:T:2013:453), ότι η απόφαση αυτή απαγόρευσε τη θέσπιση ή τη διατήρηση κριτηρίων γενικής ισχύος, όπως είναι το κριτήριο σχετικά με τη μη τήρηση του ψηφίσματος 1747 ή τα κριτήρια τα σχετικά με τις συνδεόμενες με την IRISL οντότητες. Το ζήτημα αν οι επωνυμίες των προσφευγουσών μπορούσαν νομίμως να εγγραφούν στους επίμαχους καταλόγους βάσει των κριτηρίων αυτών εντάσσεται στην εξέταση του δεύτερου αιτήματος.

    95

    Επομένως, το Συμβούλιο, εκδίδοντας την απόφαση 2013/497 και τον κανονισμό 971/2013, δεν ενήργησε κατά κατάχρηση εξουσίας, και επομένως ο τρίτος ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί.

    Επί του τέταρτου ισχυρισμού, ο οποίος αφορά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

    96

    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η απόφαση 2013/497 και ο κανονισμός 971/2013 συνεπάγονται προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, καθόσον το Συμβούλιο δεν τις ενημέρωσε για την πρόθεσή του να περιλάβει στην απόφαση 2013/497 και στον κανονισμό 971/2013 κριτήρια που είχαν ευθέως σχέση με την IRISL. Επίσης, το Συμβούλιο δεν τους διαβίβασε κανένα έγγραφο που να εξηγεί για ποιον λόγο η θέσπιση τέτοιων κριτηρίων μπορούσε να χαρακτηριστεί νόμιμη ούτε τους παρέσχε τη δυνατότητα να απαντήσουν.

    97

    Αρκεί να επισημανθεί ότι το δικαίωμα ακροάσεως στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας που αφορά συγκεκριμένο πρόσωπο –δικαίωμα που πρέπει να παρέχεται ακόμη και αν δεν υπάρχει καμία ρύθμιση σχετική με την εν λόγω διαδικασία– δεν μπορεί να εφαρμοστεί κατ’ επέκταση στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 29 ΣΕΕ και της διαδικασίας του άρθρου 215 ΣΛΕΕ, οι οποίες, όπως εν προκειμένω, καταλήγουν στη λήψη μέτρων γενικής ισχύος (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2002, Alpharma κατά Συμβουλίου, T-70/99, EU:T:2002:210, σκέψη 388 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    98

    Καμία διάταξη δεν επιβάλλει στο Συμβούλιο την υποχρέωση να ενημερώνει για τη θέσπιση του κριτηρίου αυτού κάθε πρόσωπο το οποίο καλύπτεται δυνητικώς από ένα νέο κριτήριο γενικής ισχύος. Ως εκ τούτου, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν βασίμως να προβάλουν προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας λόγω της εκδόσεως της αποφάσεως 2013/497 και του κανονισμού 971/2013.

    99

    Κατά συνέπεια, ο τέταρτος ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί.

    Επί του πέμπτου ισχυρισμού, ο οποίος αφορά προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ιδίως του δικαιώματος ιδιοκτησίας και του δικαιώματος στον σεβασμό της φήμης

    100

    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η απόφαση 2013/497 και ο κανονισμός 971/2013 συνεπάγονται προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους, ιδίως του δικαιώματος ιδιοκτησίας και του δικαιώματος στον σεβασμό της φήμης τους, καθόσον ορίζουν κριτήρια εγγραφής στους επίμαχους καταλόγους τα οποία προϋποθέτουν σύνδεσμο με την IRISL και την κατονομάζουν ρητώς. Η απόφαση 2013/497 και ο κανονισμός 971/2013 αφήνουν να εννοηθεί ότι η IRISL και οι συνδεόμενες με αυτήν οντότητες έχουν ανάμιξη στη διάδοση πυρηνικών όπλων, εκτίμηση παντελώς αβάσιμη, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, με την απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, IRISL (T-489/10, EU:T:2013:453), ότι δεν συνέτρεχε τέτοια περίπτωση.

    101

    Όσον αφορά την IRISL, η επωνυμία της επανεγγράφηκε στους επίμαχους καταλόγους βάσει του κριτηρίου του σχετικού με τη μη τήρηση του ψηφίσματος 1747. Επισημαίνεται, αφενός, ότι το εν λόγω κριτήριο γενικής ισχύος δεν αφορά ονομαστικώς την IRISL και, αφετέρου, ότι το κριτήριο αυτό είναι διαφορετικό από εκείνο που προβλέπεται με το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της αποφάσεως 2010/413 και με το άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 267/2012 σχετικά με την παροχή «στηρίξεως [στη διάδοση των πυρηνικών όπλων]» και δεν επιβάλλει στο Συμβούλιο την υποχρέωση να αποδείξει την ύπαρξη άμεσου ή έμμεσου συνδέσμου μεταξύ των δραστηριοτήτων του προσώπου ή της οντότητας που υπόκειται σε περιοριστικά μέτρα, αφενός, και της διαδόσεως πυρηνικών όπλων, αφετέρου.

    102

    Όσον αφορά τις λοιπές προσφεύγουσες, οι επωνυμίες τους επανεγγράφηκαν στους επίμαχους καταλόγους βάσει των κριτηρίων των σχετικών με τις συνδεόμενες με την IRISL οντότητες. Τα κριτήρια αυτά δεν προϋποθέτει την απόδειξη άμεσου ή έμμεσου συνδέσμου μεταξύ των δραστηριοτήτων του εμπλεκόμενου προσώπου ή της εμπλεκόμενης οντότητας, αφενός, και της διαδόσεως των πυρηνικών όπλων, αφετέρου.

    103

    Ως εκ τούτου, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν βασίμως να υποστηρίζουν ότι τα κριτήρια που ορίστηκαν με την απόφαση 2013/497 και με τον κανονισμό 971/2013 συνεπάγονται προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους, διότι τις συνδέουν με τη διάδοση πυρηνικών όπλων.

    104

    Επομένως, ο πέμπτος ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί.

    105

    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας κατά της αποφάσεως 2013/497 και του κανονισμού 971/2013 πρέπει να απορριφθεί.

    Επί του αιτήματος ακυρώσεως της αποφάσεως 2013/685 και του εκτελεστικού κανονισμού 1203/2013, κατά το μέρος που οι πράξεις αυτές αφορούν τις προσφεύγουσες

    106

    Προς στήριξη του ακυρωτικού αιτήματός τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν πέντε λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν, ο πρώτος, έλλειψη νομικής βάσεως, ο δεύτερος, πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως στην οποία υπέπεσε, ως προς διάφορες πτυχές, το Συμβούλιο, ο τρίτος, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, ο τέταρτος, παραβίαση των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της ασφάλειας δικαίου, του δεδικασμένου, ne bis in idem και της απαγορεύσεως των διακρίσεων, και ο πέμπτος, προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους, ιδίως του δικαιώματος ιδιοκτησίας και του δικαιώματος στον σεβασμό της φήμης τους, καθώς και παραβίαση της αρχή της αναλογικότητας.

    Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά έλλειψη νομικής βάσεως

    107

    Κατά τις προσφεύγουσες, η απόφαση 2013/685 και ο εκτελεστικός κανονισμός 1203/2013 στερούνται νομικής βάσεως διότι η απόφαση 2013/497 και ο κανονισμός 971/2013 είναι παράνομοι για τους λόγους που εκτίθενται στο πλαίσιο της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας και, ως εκ τούτου, δεν πρέπει να εφαρμοστούν.

    108

    Αρκεί συναφώς η διαπίστωση ότι, κατόπιν της απορρίψεως της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας κατά της αποφάσεως 2013/497 και του κανονισμού 971/2013, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει επίσης να απορριφθεί.

    Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως στην οποία υπέπεσε, ως προς διάφορες πτυχές, το Συμβούλιο

    109

    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το Συμβούλιο υπέπεσε, ως προς διάφορες πτυχές, σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, καθόσον αποφάσισε να επανεγγράψει στους επίμαχους καταλόγους, αφενός, την επωνυμία της IRISL και, αφετέρου, τις επωνυμίες των λοιπών προσφευγουσών.

    110

    Η αποτελεσματικότητα του δικαιοδοτικού ελέγχου την οποία εγγυάται το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιβάλλει στα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης την υποχρέωση, κατά τον έλεγχο της νομιμότητας των λόγων στους οποίους στηρίζεται η απόφαση περί εγγραφής ή διατηρήσεως του ονόματος συγκεκριμένου προσώπου ή οντότητας σε κατάλογο προσώπων υποκείμενων σε περιοριστικά μέτρα, να βεβαιώνονται ότι η εν λόγω απόφαση, η οποία έχει ατομικό χαρακτήρα για το πρόσωπο ή την οντότητα αυτή, στηρίζεται σε αρκούντως στέρεα πραγματική βάση. Προς τον σκοπό αυτό απαιτείται εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών που εκτίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις στις οποίες στηρίζεται η εν λόγω απόφαση, ώστε τα δικαιοδοτικά όργανα να μην αρκούνται απλώς στην αόριστη εκτίμηση της παρατιθέμενης αιτιολογίας, αλλά να ελέγχουν αν η αιτιολογία αυτή στο σύνολό της ή, τουλάχιστον, κατά ένα τμήμα της που θεωρείται αφ’ εαυτού επαρκές για να στηρίξει την απόφαση, είναι τεκμηριωμένη (απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, Επιτροπή κ.λπ. κατά Kadi, C-584/10 P, C-593/10 P και C-595/10 P, EU:C:2013:518, σκέψη 119).

    111

    Σε περίπτωση αμφισβητήσεως, εναπόκειται στην αρμόδια αρχή της Ένωσης να αποδείξει το βάσιμο της αιτιολογίας που προβάλλεται κατά του εμπλεκόμενου προσώπου, και όχι στο πρόσωπο αυτό να αποδείξει ότι η αιτιολογία αυτή δεν είναι βάσιμη. Οι παρεχόμενες πληροφορίες και τα παρεχόμενα στοιχεία πρέπει να τεκμηριώνουν την αιτιολογία που αφορά το εμπλεκόμενο πρόσωπο. Αν τα στοιχεία αυτά δεν καθιστούν δυνατή τη διαπίστωση του βασίμου ενός από τους λόγους που παρατίθενται με την αιτιολογία, τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης δεν λαμβάνουν υπόψη τον λόγο αυτό ως έρεισμα της αποφάσεως περί εγγραφής ή περί διατηρήσεως της εν λόγω εγγραφής (απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, Επιτροπή κ.λπ. κατά Kadi, C-584/10 P, C-593/10 P και C-595/10 P, EU:C:2013:518, σκέψεις 121 έως 123).

    – Όσον αφορά την IRISL

    112

    Πρώτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το Συμβούλιο δεν επιτρεπόταν να στηριχτεί σε ενέργειες αναγόμενες στο έτος 2009, και συγκεκριμένα στα σχετικά με την παραβίαση του ψηφίσματος 1747 (2007) του Συμβουλίου Ασφαλείας περιστατικά επί των οποίων το Συμβούλιο είχε στηριχτεί για να περιλάβει την επωνυμία της IRISL στις πράξεις που ακυρώθηκαν με την απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, IRISL (T-489/10, EU:T:2013:453), προκειμένου να επανεγγράψει την επωνυμία της στους επίμαχους καταλόγους το 2013. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο, με την απόφαση εκείνη, διαπίστωσε ότι τα ως άνω περιστατικά δεν είχαν σχέση με τη διάδοση πυρηνικών όπλων και δεν είχαν ως αποτέλεσμα την επιβολή κυρώσεων από το Συμβούλιο Ασφαλείας.

    113

    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η IRISL δεν παραβίασε κάποιο ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας, διαπίστωση που προκύπτει από δηλώσεις μαρτύρων, οι οποίες υποβλήθηκαν στο Συμβούλιο πριν από την έκδοση της αποφάσεως 2013/685 και του εκτελεστικού κανονισμού 1203/2013. Το Συμβούλιο δεν εξήγησε για ποιον λόγο δεν δέχτηκε τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία.

    114

    Τρίτον, οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο να μην λάβει υπόψη το έγγραφο του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2013, με το οποίο το όργανο αυτό προσέθεσε νέους λόγους για την επανεγγραφή της επωνυμίας της IRISL μη περιλαμβανόμενους στην απόφαση 2013/685 και στον εκτελεστικό κανονισμό 1203/2013.

    115

    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, εν πάση περιπτώσει, το περιεχόμενο του ως άνω εγγράφου είναι προϊόν εσφαλμένης εκτιμήσεως. Αφενός, η IRISL δεν ανήκει στην Ιρανική Κυβέρνηση, πράγμα το οποίο προκύπτει από τη μαρτυρία του γενικού διευθυντή της. Αφετέρου, η επιλογή του Συμβουλίου να «μην δεχτεί» ότι η IRISL δεν είχε γνώση του περιεχομένου των φορτίων που μεταφέρθηκαν με τα πλοία της ή ότι δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως υπεύθυνη για τα φορτία αυτά ισοδυναμεί με αποδοχή της αρχής της αντικειμενικής ευθύνης, η οποία δεν έχει νομικό έρεισμα. Συναφώς, οι προσφεύγουσες επισημαίνουν ότι η IRISL, ως μεταφορέας, δεν είναι υπεύθυνη για τα φορτία που μεταφέρονται με τα πλοία της, σύμφωνα με τις διεθνείς αρχές του ναυτικού δικαίου. Τέλος, η IRISL αναγνωρίζει ότι τα πλοία της θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τη μεταφορά απαγορευμένων αγαθών και υποστηρίζει ότι καθιέρωσε αυστηρούς μηχανισμούς για την αποτροπή του κινδύνου αυτού, οι οποίοι υπερέβαιναν τη συνήθη πρακτική που εφαρμόζεται στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών.

    116

    Υπενθυμίζεται ότι, με την απόφαση 2013/685 και με τον εκτελεστικό κανονισμό 1203/2013, το Συμβούλιο αποφάσισε να επανεγγράψει την επωνυμία της IRISL στους επίμαχους καταλόγους με την αιτιολογία ότι αυτή «[είχε] αναμιχθεί στην αποστολή υλικού σχετικού με εξοπλισμούς από το Ιράν κατά παράβαση της παραγράφου 5 της απόφασης 1747 (2007) του [Συμβουλίου Ασφαλείας]» και ότι [«κ]ατά τη διάρκεια του 2009 υποβλήθηκαν αναφορές για τρεις σαφείς παραβιάσεις στην επιτροπή κυρώσεων […] για το Ιράν».

    117

    Καταρχάς, πρέπει να σημειωθεί ότι η αιτιολογία της επανεγγραφής της επωνυμίας της IRISL στους επίμαχους καταλόγους έχει ως βάση της τη διαπίστωση πραγματικών παραβιάσεων του ψηφίσματος 1747 (2007) του Συμβουλίου Ασφαλείας. Επομένως, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η διαπίστωση αυτή στηρίζεται κατά λογική αναγκαιότητα σε πραγματικά περιστατικά προγενέστερα της εκδόσεως της αποφάσεως επανεγγραφής. Συνεπώς, το Συμβούλιο επιτρεπόταν να λάβει υπόψη τις διαπιστωθείσες το 2009 παραβιάσεις του ως άνω ψηφίσματος του Συμβουλίου Ασφαλείας. Μπορούσε επίσης να δεχτεί, το 2013, ότι γεγονότα που έλαβαν χώρα το 2009 ήταν αρκούντως πρόσφατα.

    118

    Το Συμβούλιο στηρίχτηκε στην έκθεση της επιτροπής κυρώσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας για το έτος 2009 (στο εξής: έκθεση της επιτροπής κυρώσεων), στην οποία αναφερόταν ότι η επιτροπή αυτή είχε λάβει τρεις εκθέσεις που έκαναν λόγο για παραβιάσεις των διατάξεων της παραγράφου 5 του ψηφίσματος 1747 (2007), με το οποίο επιβαλλόταν στο Ιράν απαγόρευση εξαγωγής όπλων και συναφούς υλικού. Από την έκθεση αυτή προέκυπτε ότι οι τρεις διαπιστωθείσες παραβιάσεις αφορούσαν την IRISL, η οποία είχε εκναυλώσει το πλοίο που μετέφερε το υλικό από το Ιράν προς άλλο κράτος.

    119

    Η έκθεση αυτή περιέχει διευκρινίσεις σχετικά με τα τρία περιστατικά στα οποία είχε ανάμιξη η IRISL. Για καθένα από τα τρία αυτά περιστατικά, η επιτροπή κυρώσεων υπήρξε αποδέκτης πληροφορίας από τρίτο κράτος για την ύπαρξη ύποπτου φορτίου, προερχόμενου από το Ιράν και με προορισμό άλλο κράτος, εντός πλοίου εκναυλωμένου από την IRISL. Κατά την επιθεώρηση του πλοίου που διενήργησαν οι αρχές του κράτους που γνωστοποίησε το γεγονός αυτό, διαπιστώθηκε ότι το φορτίο περιείχε υλικό που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για στρατιωτικούς σκοπούς. Το ίδιο κράτος δήλωσε ότι διέταξε τη δέσμευση και την εκφόρτωση του φορτίου αυτού και το τοποθέτησε σε αποθήκη.

    120

    Πρέπει να σημειωθεί ότι οι προσφεύγουσες δεν προβάλλουν κανένα επιχείρημα για να αμφισβητήσουν τα πραγματικά περιστατικά που εξιστορούνται στην έκθεση της επιτροπής κυρώσεων, και συγκεκριμένα το γεγονός ότι δεσμεύτηκε στρατιωτικό υλικό που βρισκόταν εντός πλοίων που είχε εκναυλώσει η IRISL. Ούτε προβάλλουν κάποιο άλλο επιχείρημα ή στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι η IRISL δεν είχε συμμετοχή στα τρία αυτά περιστατικά.

    121

    Οι προσφεύγουσες επικαλούνται απλώς δήλωση του γενικού διευθυντή και προέδρου του διοικητικού συμβουλίου της IRISL και δήλωση του γενικού διευθυντή του τμήματος ασυσκεύαστων τροφίμων της IRISL από τις οποίες προκύπτει, κατ’ αυτές, ότι η IRISL δεν παραβίασε κανένα ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας.

    122

    Κατά τη νομολογία, η δραστηριότητα του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου διέπεται από την αρχή της ελεύθερης εκτιμήσεως των αποδείξεων και το μόνο εφαρμοστέο κριτήριο εκτιμήσεως των προσκομιζομένων αποδεικτικών στοιχείων είναι η αξιοπιστία τους. Επιπλέον, για την εκτίμηση της αποδεικτικής ισχύος ενός εγγράφου, πρέπει να ελέγχεται η ακρίβεια της περιεχόμενης σ’ αυτό πληροφορίας και να λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, η προέλευση του εγγράφου, οι περιστάσεις υπό τις οποίες καταρτίστηκε και ο αποδέκτης του, να εξετάζεται δε αν το έγγραφο είναι, ως εκ του περιεχομένου του, λογικό και αξιόπιστο (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Shell Petroleum κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-343/06, EU:T:2012:478, σκέψη 161 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    123

    Δεδομένου, όμως, ότι οι δύο δηλώσεις αυτές προέρχονται από πρόσωπα που απασχολούνται στην IRISL από το 1984 ή το 1985 και ασκούν επί του παρόντος διευθυντικά καθήκοντα, η μαρτυρία των προσώπων αυτών δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως διαφορετική και ανεξάρτητη από εκείνη της IRISL. Εξάλλου, οι δηλώσεις αυτές πραγματοποιήθηκαν κατόπιν αιτήματος της IRISL, στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, και έχουν ως αποδέκτη την εταιρία αυτή.

    124

    Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι δηλώσεις αυτές έχουν περιορισμένη μόνο αποδεικτική ισχύ.

    125

    Επιπλέον, όσον αφορά το περιεχόμενο των δηλώσεων, αφενός, αρκεί η επισήμανση ότι η δήλωση του γενικού διευθυντή του τμήματος ασυσκεύαστων τροφίμων της IRISL δεν περιλαμβάνει κανένα στοιχείο σχετικό με τα τρία περιστατικά για τα οποία κάνει λόγο η έκθεση της επιτροπής κυρώσεων.

    126

    Αφετέρου, στη δήλωσή του, πρώτον, ο γενικός διευθυντής της IRISL βεβαιώνει ότι η IRISL, εκ της ιδιότητάς της ως μεταφορέα, δεν είχε γνώση του είδους του φορτίου που είχε μεταφερθεί με τα τρία πλοία που είχαν ανάμιξη στα ως άνω περιστατικά και ότι στηριζόταν στην περιγραφή του φορτίου την οποία είχε ετοιμάσει ο φορτωτής. Δεύτερον, ο γενικός διευθυντής σημειώνει ότι δεν υφίσταται αποδεικτικό στοιχείο σχετικό με τον εντοπισμό ευαίσθητου πυρηνικού υλικού εντός των πλοίων αυτών. Τρίτον, επισημαίνει ότι τα Ηνωμένα Έθνη δεν διαπίστωσαν παραβίαση ορισμένου ψηφίσματος του Συμβουλίου Ασφαλείας.

    127

    Τα ως άνω προβαλλόμενα στοιχεία είναι πανομοιότυπα με τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι προσφεύγουσες με το δικόγραφο της προσφυγής τους.

    128

    Επισημαίνεται όμως ότι το επιχείρημα κατά το οποίο η IRISL αγνοούσε το περιεχόμενο των φορτίων που μεταφέρθηκαν με τα πλοία της προβάλλεται αλυσιτελώς. Πράγματι, αρκεί η διαπίστωση ότι, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η IRISL αγνοούσε ότι τα πλοία της μετέφεραν όπλα και στρατιωτικό υλικό, γεγονός πάντως είναι ότι από τα πραγματικά περιστατικά που εξιστορούνται στην έκθεση της επιτροπής κυρώσεων προκύπτει ότι η IRISL, ως εκναυλωτής, είχε ανάμιξη στην «αποστολή υλικού σχετικού με εξοπλισμούς από το Ιράν».

    129

    Επιπλέον, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, για την εφαρμογή του κριτηρίου του σχετικού με τη μη τήρηση του ψηφίσματος 1747 δεν απαιτείται τα κρίσιμα περιστατικά να έχουν σχέση με τη διάδοση πυρηνικών όπλων. Ομοίως, για την εφαρμογή του κριτηρίου αυτού, δεν απαιτείται το Συμβούλιο Ασφαλείας να έχει επιβάλει κυρώσεις στο πρόσωπο που καλύπτεται από το εν λόγω κριτήριο.

    130

    Όσον αφορά το επιχείρημα κατά το οποίο το έγγραφο του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2013 περιέχει εσφαλμένη εκτίμηση ως προς το ότι η IRISL ανήκε στην Ιρανική Κυβέρνηση, το επιχείρημα αυτό προβάλλεται αλυσιτελώς καθόσον η εκτίμηση αυτή δεν αποτελεί μέρος της αιτιολογίας βάσει της οποίας η επωνυμία της IRISL επανεγγράφηκε στους επίμαχους καταλόγους.

    131

    Τέλος, πρέπει επίσης να απορριφθεί ως αλυσιτελές το επιχείρημα των προσφευγουσών κατά το οποίο το Συμβούλιο, στο έγγραφο της 27ης Νοεμβρίου 2013, δεν μπορούσε να δεχτεί ότι υπήρχε κίνδυνος τα πλοία της IRISL να χρησιμοποιηθούν για τη μεταφορά απαγορευμένων αγαθών κατά παράβαση ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας, αφ’ ης στιγμής οι προσφεύγουσες απέδειξαν ότι τέτοιος κίνδυνος δεν συνέτρεχε. Πράγματι, όπως επισημαίνουν οι ίδιες οι προσφεύγουσες, η εκτίμηση αυτή δεν αποτελεί μέρος της αιτιολογίας της αποφάσεως επανεγγραφής, η οποία στηρίζεται στη διαπίστωση πραγματικών παραβιάσεων του ψηφίσματος 1747 (2007) του Συμβουλίου Ασφαλείας. Η εκτίμηση αυτή αποτελεί απλώς απάντηση του Συμβουλίου στις παρατηρήσεις που διατύπωσε η IRISL με το από 15 Νοεμβρίου 2013 έγγραφό της. Επομένως, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν βασίμως να υποστηρίζουν ότι το Συμβούλιο δεν έλαβε υπόψη τις παρατηρήσεις αυτές και τις μαρτυρίες που του υποβλήθηκαν. Εξάλλου, το επιχείρημα αυτό τελεί σε αντίφαση με όσα εκθέτουν οι προσφεύγουσες στο δικόγραφο της προσφυγής τους, και συγκεκριμένα με την εκ μέρους τους αναγνώριση της υπάρξεως του ως άνω κινδύνου και την απαρίθμηση των μέτρων που έλαβε η IRISL για την αποτροπή του.

    132

    Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το Συμβούλιο, κατά το μέρος που δέχτηκε ότι η IRISL είχε συμμετοχή στη μεταφορά υλικού συνδεόμενου με εξοπλισμούς και προερχόμενου από το Ιράν, δεν υπέπεσε σε πλάνη και ότι η επανεγγραφή της επωνυμίας της εταιρίας αυτής δικαιολογούνταν με βάση το κριτήριο το σχετικό με τη μη τήρηση του ψηφίσματος 1747.

    – Όσον αφορά τις λοιπές προσφεύγουσες

    133

    Καταρχάς, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, δεδομένου ότι η επανεγγραφή της επωνυμίας της IRISL στους επίμαχους καταλόγους είναι παράνομη, η επανεγγραφή των επωνυμιών των λοιπών προσφευγουσών λόγω του συνδέσμου που είχαν με την IRISL είναι επίσης παράνομη.

    134

    Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι, δεδομένου ότι η επανεγγραφή από το Συμβούλιο της επωνυμίας της IRISL στους επίμαχους καταλόγους δεν οφείλεται σε πλάνη, το ως άνω επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί.

    135

    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το Συμβούλιο υπέπεσε, ως προς διάφορες πτυχές, σε πλάνη περί τα πράγματα όσον αφορά την αιτιολογία βάσει της οποίας ενέγραψε εκ νέου την επωνυμία καθεμίας από τις προσφεύγουσες στους επίμαχους καταλόγους.

    136

    Πρώτον, οι επωνυμίες των εταιριών Khazar Sea Shipping Lines, IRISL Europe και Valfajr Shipping Line επανεγγράφηκαν στους επίμαχους καταλόγους με την αιτιολογία ότι αυτές ανήκαν στην IRISL.

    137

    Αρκεί η διαπίστωση ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν ότι οι τρεις οντότητες ανήκουν στην IRISL.

    138

    Επομένως, ορθώς το Συμβούλιο ενέγραψε τις επωνυμίες των οντοτήτων αυτών στους επίμαχους καταλόγους βάσει των κριτηρίων των σχετικών με τις συνδεόμενες με την IRISL οντότητες.

    139

    Δεύτερον, οι επωνυμίες των εταιριών Qeshm Marine Services & Engineering και Marine Information Technology Development επανεγγράφηκαν στους επίμαχους καταλόγους με την αιτιολογία ότι αυτές ελέγχονταν από την IRISL.

    140

    Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν τον συγκεκριμένο λόγο που αφορά τις ως άνω δύο οντότητες, περιοριζόμενες στο επιχείρημα ότι αυτές μετέβαλαν την εταιρική επωνυμία τους.

    141

    Αρκεί η επισήμανση ότι το επιχείρημα αυτό προβάλλεται αλυσιτελώς. Πράγματι, η μεταβολή και μόνο της εταιρικής επωνυμίας των δύο αυτών οντοτήτων δεν ασκεί επίδραση στη σύνθεση του εταιρικού τους κεφαλαίου ούτε στην ιδιότητά τους ως θυγατρικών της IRISL.

    142

    Επομένως, ορθώς το Συμβούλιο ενέγραψε τις επωνυμίες των οντοτήτων αυτών στους επίμαχους καταλόγους βάσει των κριτηρίων των σχετικών με τις συνδεόμενες με την IRISL οντότητες.

    143

    Τρίτον, οι επωνυμίες των εταιριών Hafize Darya Shipping και Safiran Payam Darya Shipping επανεγγράφηκαν στους επίμαχους καταλόγους με την αιτιολογία ότι δρουν για λογαριασμό της IRISL, δεδομένου ότι ανέλαβαν την πραγματική εκμετάλλευση ορισμένων πλοίων της IRISL.

    144

    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι οι δύο οντότητες δεν είναι ιδιοκτήτριες πλοίων και ότι το Συμβούλιο στηρίχτηκε σε γενικού χαρακτήρα δηλώσεις προερχόμενες από μη ανεξάρτητες πηγές, οι οποίες δεν αποδεικνύουν ότι αυτές έχουν στην κυριότητά τους πλοία. Εξάλλου, φρονούν ότι το Συμβούλιο δεν εξήγησε τι ακριβώς σημαίνει η φράση «πραγματική εκμετάλλευση» ούτε απέδειξε ότι οι δύο οντότητες ασκούσαν τέτοια δραστηριότητα.

    145

    Πρέπει να υπομνησθεί ότι το Συμβούλιο, με τα από 22 Οκτωβρίου 2013 έγγραφά του που διαβίβασε σε καθεμία από τις δύο ως άνω οντότητες, επισήμανε ότι η εκ μέρους τους ανάληψη της πραγματικής εκμεταλλεύσεως ορισμένου αριθμού πλοίων της IRISL επιβεβαιώθηκε από τις εκθέσεις της 12ης Ιουνίου 2012 και της 5ης Ιουνίου 2013 της ομάδας πραγματογνωμόνων των Ηνωμένων Εθνών, η οποία συστάθηκε με το ψήφισμα 1929 (2010) του Συμβουλίου Ασφαλείας. Με τα από 27 Νοεμβρίου 2013 έγγραφά του που διαβίβασε σε καθεμία από τις δύο οντότητες αυτές, το Συμβούλιο διευκρίνισε ότι στην έκθεση της 12ης Ιουνίου 2012 αναφερόταν ότι, κατόπιν της εκδόσεως του ψηφίσματος 1803 (2008) του Συμβουλίου Ασφαλείας, η IRISL άρχισε να μεταβιβάζει πλοία στην Hafize Darya Shipping και στην Safiran Payam Darya Shipping, οι οποίες συνδέονται με την IRISL, και ότι η τελευταία και οι συνδεόμενες με αυτήν εταιρίες προέβησαν σε διάφορες τροποποιήσεις όσον αφορά τους καταχωρισμένους ιδιοκτήτες και τους φορείς πραγματικής εκμεταλλεύσεως των πλοίων τους από το 2008 και έως την έκδοση του ψηφίσματος 1929 (2010). Το Συμβούλιο προσέθεσε ότι στην έκθεση της 5ης Ιουνίου 2013 επισημαινόταν ότι μεταξύ Απριλίου 2012 και Απριλίου 2013, πραγματοποιήθηκαν κατ’ επανάληψη τροποποιήσεις του ονόματος, της σημαίας και του καταχωρισμένου ιδιοκτήτη των πλοίων τα οποία εκμεταλλεύονταν πραγματικά η IRISL, η Hafize Darya Shipping και η Safiran Payam Darya Shipping.

    146

    Επισημαίνεται ότι οι εκθέσεις της 12ης Ιουνίου 2012 και της 5ης Ιουνίου 2013 είναι διαθέσιμες στον ιστότοπο του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν ότι έλαβαν γνώση των εκθέσεων αυτών.

    147

    Η έκθεση της 12ης Ιουνίου 2012 περιγράφει τον μηχανισμό μεταβιβάσεως της κυριότητας των πλοίων της IRISL στην Hafize Darya Shipping και στην Safiran Payam Darya Shipping κατόπιν της εκδόσεως του ψηφίσματος 1803 (2008) του Συμβουλίου Ασφαλείας, στο οποίο κατονομαζόταν για πρώτη φορά η IRISL. Στην έκθεση αυτή εξηγείται, μεταξύ άλλων, ότι μικρός μόνο αριθμός πλοίων ήταν απευθείας καταχωρισμένος υπό την επωνυμία της Hafize Darya Shipping και της Safiran Payam Darya Shipping, διότι τα πλοία τους ήταν εν γένει καταχωρισμένα υπό την επωνυμία διαφόρων εταιριών που τους ανήκαν.

    148

    Από τα ανωτέρω προκύπτει σαφώς ότι, με τη φράση «πραγματική εκμετάλλευση», η οποία χρησιμοποιείται αντιθετικά προς τη φράση «καταχωρισμένος ιδιοκτήτης», το Συμβούλιο προσδιορίζει μια οντότητα η οποία, μολονότι δεν είναι επισήμως καταχωρισμένη ως πλοιοκτήτρια εταιρία, εντούτοις «εκμεταλλεύεται πράγματι» το πλοίο μέσω εταιρίας η οποία της ανήκει και είναι ο καταχωρισμένος ιδιοκτήτης του πλοίου.

    149

    Ως εκ τούτου, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν βασίμως να υποστηρίζουν ότι η φράση αυτή είναι ασαφής και ότι δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν κατά πόσον η Hafize Darya Shipping και η Safiran Payam Darya Shipping ασκούσαν τέτοια δραστηριότητα.

    150

    Εξάλλου, επισημαίνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν προβάλλουν κανένα επιχείρημα ούτε προσκομίζουν κάποιο αποδεικτικό στοιχείο για να αμφισβητήσουν τα σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά στοιχεία που περιλαμβάνονται στις εκθέσεις της 12ης Ιουνίου 2012 και της 5ης Ιουνίου 2013. Δεν μπορούν βασίμως να υποστηρίζουν ότι οι εκθέσεις της ομάδας πραγματογνωμόνων των Ηνωμένων Εθνών προέρχονται από μη ανεξάρτητες πηγές.

    151

    Επομένως, ορθώς το Συμβούλιο ενέγραψε τις επωνυμίες των εταιριών Hafize Darya Shipping και Safiran Payam Darya Shipping στους επίμαχους καταλόγους βάσει των κριτηρίων των σχετικών με τις συνδεόμενες με την IRISL οντότητες.

    152

    Τέταρτον, η επωνυμία της Rahbaran Omid Darya Ship Management επανεγγράφηκε στους επίμαχους καταλόγους με την αιτιολογία ότι αυτή δρούσε για λογαριασμό της IRISL και της παρείχε ουσιώδεις υπηρεσίες, δεδομένου ότι εκμεταλλευόταν και διαχειριζόταν ορισμένο αριθμό πλοίων της IRISL. Η επωνυμία της Hoopad Darya Shipping Agency επανεγγράφηκε στους επίμαχους καταλόγους με την αιτιολογία ότι δρούσε για λογαριασμό της IRISL, δεδομένου ότι διαχειριζόταν υπηρεσίες τερματικού σταθμού εμπορευματοκιβωτίων στο Ιράν και παρείχε υπηρεσίες ανθρώπινου δυναμικού για την επάνδρωση στόλου στην Bandar Abbas για λογαριασμό της IRISL.

    153

    Όσον αφορά την Rahbaran Omid Darya Ship Management, οι προσφεύγουσες αναγνωρίζουν ότι παρέχει ορισμένες υπηρεσίες σε ορισμένο αριθμό πλοίων που ανήκουν IRISL, αλλά αμφισβητούν ότι οι υπηρεσίες αυτές είναι «ουσιώδεις».

    154

    Όσον αφορά τη Hoopad Darya Shipping Agency, οι προσφεύγουσες δέχονται ότι εκτελεί εργασίες αποθηκεύσεως για τα πλοία που ανήκουν στην IRISL και ότι δρα για λογαριασμό της, αλλά αμφισβητούν τον «ουσιώδη» χαρακτήρα των υπηρεσιών αυτών.

    155

    Αρκεί η διαπίστωση ότι, όσον αφορά την Rahbaran Omid Darya Ship Management και την Hoopad Darya Shipping Agency, οι προσφεύγουσες είτε δεν αμφισβητούν είτε αναγνωρίζουν ρητώς ότι οι εταιρίες αυτές δρουν για λογαριασμό της IRISL.

    156

    Το γεγονός ότι οι οντότητες αυτές δρουν για λογαριασμό της IRISL αποτελεί επαρκή δικαιολογητικό λόγο για την επανεγγραφή των επωνυμιών τους στους επίμαχους καταλόγους βάσει των κριτηρίων των σχετικών με τις συνδεόμενες με την IRISL οντότητες.

    157

    Επομένως, τα επιχειρήματα περί μη «ουσιώδους» χαρακτήρα των υπηρεσιών που παρέχουν οι οντότητες αυτές στην IRISL προβάλλονται αλυσιτελώς, κατά μείζονα δε λόγο όσον αφορά την Hoopad Darya Shipping Agency ως προς την οποία η παροχή ουσιωδών υπηρεσιών δεν αποτέλεσε λόγο για την επανεγγραφή της επωνυμίας της στους επίμαχους καταλόγους.

    158

    Όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι οι δύο αυτές οντότητες μετέβαλαν την εταιρική τους επωνυμία, οι προσφεύγουσες δεν εξηγούν κατά πόσον το στοιχείο αυτό έχει τέτοια σημασία ώστε να μπορεί να κλονίσει την αιτιολογία στην οποία στηρίχτηκε το Συμβούλιο για να επανεγγράψει τις επωνυμίες τους στους επίμαχους καταλόγους.

    159

    Επομένως, ορθώς το Συμβούλιο ενέγραψε τις επωνυμίες των εταιριών Rahbaran Omid Darya Ship Management και Hoopad Darya Shipping Agency στους επίμαχους καταλόγους βάσει των κριτηρίων των σχετικών με τις συνδεόμενες με την IRISL οντότητες.

    160

    Πέμπτον, η επωνυμία της Irano Misr Shipping επανεγγράφηκε στους επίμαχους καταλόγους με την αιτιολογία ότι παρείχε ουσιώδεις υπηρεσίες στην IRISL, ως εκπρόσωπός της στην Αίγυπτο.

    161

    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Irano Misr Shipping δρα ως εκπρόσωπος της IRISL και της παρέχει ορισμένες υπηρεσίες, αλλά αμφισβητούν ότι οι υπηρεσίες αυτές είναι «ουσιώδεις».

    162

    Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι η οντότητα αυτή, ως εκπρόσωπος της IRISL στην Αίγυπτο, ασκεί δραστηριότητες απολύτως αναγκαίες για την άσκηση των μεταφορικών δραστηριοτήτων της IRISL στη χώρα αυτή. Επομένως, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν βασίμως να αμφισβητήσουν ότι, στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της, η ως άνω οντότητα παρέχει ουσιώδεις υπηρεσίες στην IRISL.

    163

    Εξάλλου, απαντώντας σε γραπτή ερώτηση που τους έθεσε το Γενικό Δικαστήριο, οι προσφεύγουσες δήλωσαν ότι, μεταξύ των υπηρεσιών που παρέχει η οντότητα αυτή στην IRISL, περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, οι αλλαγές πληρώματος, η προσόρμηση των πλοίων ή η κατάρτιση φορτωτικών, που αποτελούν ουσιώδεις υπηρεσίες για τη δραστηριότητα των ναυτιλιακών επιχειρήσεων.

    164

    Επομένως, ορθώς το Συμβούλιο ενέγραψε την επωνυμία της Irano Misr Shipping στους επίμαχους καταλόγους βάσει των κριτηρίων των σχετικών με τις συνδεόμενες με την IRISL οντότητες.

    165

    Εκ των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

    Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

    166

    Οι προσφεύγουσες παρατηρούν ότι, εν προκειμένω, το Συμβούλιο τις ενημέρωσε για την πρόθεσή του να επανεγγράψει τις επωνυμίες τους στους επίμαχους καταλόγους και για τους λόγους στους οποίους στηριζόταν συναφώς, τάσσοντάς τους σύντομη προθεσμία για τη διατύπωση παρατηρήσεων. Εντούτοις, το Συμβούλιο δεν σεβάστηκε τα δικαιώματά τους άμυνας.

    167

    Ειδικότερα, καταρχάς, το Συμβούλιο προσδιόρισε τα στοιχεία στα οποία στήριξε την απόφαση επανεγγραφής μόνο μετά την έκδοση της τελευταίας, με συνέπεια να είναι πολύ αργά για τις μεν προσφεύγουσες να υποβάλουν παρατηρήσεις, για το δε Συμβούλιο να τις λάβει υπόψη. Περαιτέρω, το Συμβούλιο δεν προσδιόρισε τον λόγο που δικαιολογούσε την επανεγγραφή των επωνυμιών των προσφευγουσών στους επίμαχους καταλόγους τον Νοέμβριο 2013 και δεν έλαβε υπόψη τις παρατηρήσεις τους ούτε εξήγησε για ποιους λόγους τις απέρριψε. Οι προσφεύγουσες προσθέτουν ότι το γεγονός ότι οι παρατηρήσεις τους δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των εγγράφων τα οποία το Συμβούλιο εξέτασε για να στηρίξει την απόφαση επανεγγραφής σημαίνει ότι δεν τις έλαβε υπόψη. Τέλος, δεδομένου ότι το Συμβούλιο εξέθεσε τους λόγους επανεγγραφής της επωνυμίας της IRISL μόλις με το από 27 Νοεμβρίου 2013 έγγραφό του, άρα μετά την έκδοση της αποφάσεως 2013/685 και του εκτελεστικού κανονισμού 1203/2013, οι λόγοι αυτοί είναι άνευ σημασίας. Το Συμβούλιο όφειλε να παράσχει στην IRISL τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί των εκτιμήσεων που περιλαμβάνονταν στο έγγραφο αυτό και όφειλε να περιλάβει τις τελευταίες στην αιτιολογία της επανεγγραφής της επωνυμίας της στους επίμαχους καταλόγους, η οποία περιλαμβανόταν στην απόφαση 2013/685 και στον εκτελεστικό κανονισμό 1203/2013.

    168

    Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας, και ιδίως του δικαιώματος προηγούμενης ακροάσεως, σε κάθε διαδικασία που κινείται κατά οντότητας και δύναται να καταλήξει σε βλαπτική γι’ αυτήν πράξη, συνιστά θεμελιώδη αρχή του δικαίου της Ένωσης και πρέπει να διασφαλίζεται, ακόμη και ελλείψει οποιασδήποτε ρυθμίσεως σχετικής με την εν λόγω διαδικασία (βλ. απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2009, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, T‑390/08, EU:T:2009:401, σκέψη 91 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    169

    Η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας επιτάσσει, αφενός, να γνωστοποιούνται στην ενδιαφερόμενη οντότητα τα στοιχεία που προβάλλονται εις βάρος της προς στήριξη της βλαπτικής γι’ αυτήν πράξεως. Αφετέρου, πρέπει να της παρέχεται η δυνατότητα να διατυπώσει την άποψή της σχετικά με τα στοιχεία αυτά (βλ. απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2013, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, T‑35/10 και T‑7/11, EU:T:2013:397, σκέψη 82 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    170

    Περαιτέρω, στο πλαίσιο της εκδόσεως αποφάσεως με την οποία διατηρείται το όνομα προσώπου ή η επωνυμία οντότητας σε κατάλογο προσώπων ή οντοτήτων υποκείμενων σε περιοριστικά μέτρα, το Συμβούλιο πρέπει να σεβαστεί το δικαίωμα προηγούμενης ακροάσεως του εν λόγω προσώπου ή της εν λόγω οντότητας, όταν δέχεται εις βάρος του/της, στην απόφαση περί διατηρήσεως του ονόματος ή της επωνυμίας στον κατάλογο, νέα στοιχεία, δηλαδή στοιχεία που δεν περιλαμβάνονταν στην αρχική απόφαση περί εγγραφής του ονόματος ή της επωνυμίας στον κατάλογο αυτόν (απόφαση της 18ης Ιουνίου 2015, Ipatau κατά Συμβουλίου, C‑535/14 P, EU:C:2015:407, σκέψη 26).

    171

    Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι, όταν έχουν κοινοποιηθεί αρκούντως ακριβείς πληροφορίες που παρέχουν στην ενδιαφερόμενη οντότητα τη δυνατότητα να διατυπώσει την άποψή της σχετικά με τα στοιχεία που δέχεται εις βάρος της το Συμβούλιο, η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας δεν συνεπάγεται υποχρέωση του θεσμικού οργάνου αυτού να παράσχει με δική του πρωτοβουλία πρόσβαση στα έγγραφα που περιέχει ο σχετικός φάκελος. Το Συμβούλιο οφείλει να παράσχει πρόσβαση σε όλα τα μη εμπιστευτικά διοικητικά έγγραφα που αφορούν το επίμαχο μέτρο μόνον κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου (βλ. απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2013, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, T-35/10 και T-7/11, EU:T:2013:397, σκέψη 84 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    172

    Τέλος, όσον αφορά την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, υπενθυμίζεται ότι η αρχή αυτή αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, που κατοχυρώνεται σήμερα στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Η αρχή αυτή έχει την έννοια ότι, όταν μια διοικητική αρχή της Ένωσης εκδίδει πράξη συνεπαγόμενη περιοριστικά μέτρα κατά προσώπου ή οντότητας, οφείλει να του/της γνωστοποιήσει τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η πράξη αυτή, κατά το μέτρο του δυνατού, είτε κατά τον χρόνο εκδόσεως της πράξεως αυτής είτε, τουλάχιστον, το ταχύτερο δυνατό μετά την έκδοσή της, ώστε να παρασχεθεί στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο ή οντότητα η δυνατότητα να ασκήσει, εμπροθέσμως, το δικαίωμα προσφυγής που διαθέτει (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2011, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, C-548/09 P, EU:C:2011:735, σκέψη 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    173

    Εν προκειμένω, υπενθυμίζεται ότι, με έγγραφα της 22ας και της 30ής Οκτωβρίου 2013, το Συμβούλιο γνωστοποίησε στις προσφεύγουσες τους λόγους για τους οποίους είχε την πρόθεση να επανεγγράψει τις επωνυμίες τους στους επίμαχους καταλόγους καθώς και τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων εκτιμούσε ότι αυτές πληρούσαν τα κριτήρια του άρθρου 20, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της αποφάσεως 2010/413 και του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχεία βʹ και εʹ, του κανονισμού 267/2012 (βλ. σκέψεις 13 και 14 ανωτέρω).

    174

    Σε αντίθεση με όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, το Συμβούλιο, με τα έγγραφα αυτά, τους γνωστοποίησε τους λόγους και τη νομική βάση της επανεγγραφής των επωνυμιών τους στους επίμαχους καταλόγους πριν από την έκδοση της αποφάσεως 2013/685 και του εκτελεστικού κανονισμού 1203/2013. Με τα έγγραφα αυτά, το Συμβούλιο τους έταξε επίσης ορισμένη προθεσμία για να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους.

    175

    Επίσης, επισημαίνεται, όπως παρατηρούν και οι προσφεύγουσες, ότι η επανεγγραφή των επωνυμιών τους στους επίμαχους καταλόγους στηριζόταν στα ίδια πραγματικά στοιχεία με εκείνα στα οποία είχε στηριχτεί η πρώτη εγγραφή, και συγκεκριμένα, για τη μεν IRISL, στα τρία περιστατικά που συνδέονταν με τη μεταφορά στρατιωτικού υλικού, για τις δε λοιπές προσφεύγουσες, στον σύνδεσμό τους με την IRISL.

    176

    Με έγγραφα της 15ης και της 19ης Νοεμβρίου 2013 (βλ. σκέψεις 15 και 16 ανωτέρω), οι προσφεύγουσες διατύπωσαν λεπτομερώς τις παρατηρήσεις τους επί των σχετικών με τα πραγματικά περιστατικά στοιχείων στα οποία στηρίχτηκε το Συμβούλιο. Επομένως, είχαν τη δυνατότητα να καταστήσουν γνωστή την άποψή τους επί των στοιχείων που έλαβε υπόψη εις βάρος τους το Συμβούλιο.

    177

    Με έγγραφα της 27ης Νοεμβρίου 2013, το Συμβούλιο απάντησε ειδικά στις παρατηρήσεις των προσφευγουσών και απέρριψε τις αιτιάσεις που αυτές προέβαλαν. Επομένως, κακώς οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το Συμβούλιο δεν έλαβε υπόψη τις παρατηρήσεις τους ούτε εξήγησε τους λόγους για τους οποίους τις απέρριψε.

    178

    Κακώς επίσης οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το γεγονός ότι οι παρατηρήσεις τους δεν συμπεριλήφθηκαν στον φάκελο του Συμβουλίου σημαίνει ότι το θεσμικό όργανο δεν τις έλαβε υπόψη προκειμένου να εκδώσει την απόφαση επανεγγραφής. Πράγματι, το Συμβούλιο, επιπλέον των περιλαμβανόμενων στον φάκελο στοιχείων που διέθετε σε σχέση με τις προσφεύγουσες προκειμένου να στηρίξει τις αποφάσεις επανεγγραφής, τους διαβίβασε, με τα έγγραφα της 27ης Νοεμβρίου 2013, εξηγήσεις ως προς τους λόγους για τους οποίους εκτιμούσε ότι οι παρατηρήσεις τους δεν μπορούσαν να κλονίσουν τις ως άνω αποφάσεις.

    179

    Εξάλλου, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, τα από 27 Νοεμβρίου 2013 έγγραφα του Συμβουλίου δεν περιέχουν νέους λόγους προς στήριξη της αποφάσεως επανεγγραφής των επωνυμιών τους στους επίμαχους καταλόγους, διαφορετικούς από τους λόγους που παρατέθηκαν στα έγγραφα της 22ας και της 30ής Οκτωβρίου 2013 και γνωστοποιήθηκαν πριν από την απόφαση επανεγγραφής στους καταλόγους αυτούς. Οι εξηγήσεις που παρέσχε το Συμβούλιο για να απαντήσει στις παρατηρήσεις των προσφευγουσών δεν μπορούν να εξομοιωθούν προς νέους δικαιολογητικούς λόγους εγγραφής.

    180

    Τέλος, επισημαίνεται ότι, με τα από 27 Νοεμβρίου 2013 έγγραφα, το Συμβούλιο, ανταποκρινόμενο στο αίτημα των προσφευγουσών για πρόσβαση στον φάκελο, τους γνωστοποίησε τα έγγραφα επί των οποίων στηρίχτηκε για να επανεγγράψει τις επωνυμίες τους στους επίμαχους καταλόγους (βλ. σκέψεις 21 και 22 ανωτέρω). Σύμφωνα με τη μνημονευόμενη στη σκέψη 171 ανωτέρω νομολογία, το Συμβούλιο δεν είχε την υποχρέωση να γνωστοποιήσει με δική του πρωτοβουλία τα ως άνω έγγραφα πριν από την έκδοση της αποφάσεως επανεγγραφής.

    181

    Από τις ανωτέρω εκτιμήσεις προκύπτει ότι δεν υπήρξε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας από το Συμβούλιο και, ως εκ τούτου, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

    Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παραβίαση των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της ασφάλειας δικαίου, του δεδικασμένου, της αρχής ne bis in idem και της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων

    182

    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, IRISL (T-489/10, EU:T:2013:453), μπορούσαν ευλόγως να αναμένουν ότι οι επωνυμίες τους δεν θα επανεγγράφονταν στους επίμαχους καταλόγους, εφόσον δεν διατυπώνονταν νέες εκτιμήσεις ή δεν προβάλλονταν νέα αποδεικτικά στοιχεία από το Συμβούλιο. Επανεγγράφοντας τις επωνυμίες τους στους καταλόγους αυτούς, το Συμβούλιο παραβίασε τις αρχές της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της ασφάλειας δικαίου, του δεδικασμένου, την αρχή ne bis in idem, καθώς και την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

    – Επί της παραβιάσεως της αρχής του δεδικασμένου

    183

    Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, οι ακυρωτικές αποφάσεις που εκδίδουν τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης αποκτούν, μόλις καταστούν απρόσβλητες, ισχύ δεδικασμένου. Το δεδικασμένο δεν καταλαμβάνει μόνον το διατακτικό της ακυρωτικής αποφάσεως, αλλά και το σκεπτικό που αποτελεί την απαραίτητη βάση του διατακτικού με το οποίο είναι, ως εκ τούτου, αδιαχώριστο (βλ., απόφαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2014, Éditions Odile Jacob κατά Επιτροπής, T‑471/11, EU:T:2014:739, σκέψη 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Κατά συνέπεια, η ακυρωτική απόφαση συνεπάγεται ότι το εκδόν την ακυρωθείσα πράξη όργανο θα εκδώσει νέα πράξη, σεβόμενο όχι μόνον το διατακτικό της αποφάσεως, αλλά και το σκεπτικό που οδήγησε στο διατακτικό αυτό και το οποίο αποτελεί το αναγκαίο του έρεισμα, μεριμνώντας με τον τρόπο αυτό ώστε η νέα αυτή πράξη να μην εμφανίζει τις ίδιες πλημμέλειες με εκείνες που εντοπίστηκαν στην ακυρωτική απόφαση (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 6ης Μαρτίου 2003, Interporc κατά Επιτροπής, C‑41/00 P, EU:C:2003:125, σκέψεις 29 και 30).

    184

    Εντούτοις, το δεδικασμένο καλύπτει μόνον τα πραγματικά ή νομικά ζητήματα τα οποία επιλύθηκαν πράγματι ή κατ’ αναγκαία συναγωγή με τη δικαστική απόφαση (απόφαση της 19ης Φεβρουαρίου 1991, Ιταλία κατά Επιτροπής, C‑281/89, Συλλογή, EU:C:1991:59, σκέψη 14). Κατά συνέπεια, το άρθρο 266 ΣΛΕΕ δεσμεύει το θεσμικό όργανο που εξέδωσε την ακυρωθείσα πράξη μόνο στο μέτρο που είναι αναγκαίο προκειμένου να διασφαλιστεί η εκτέλεση της ακυρωτικής αποφάσεως. Εξάλλου, το εκδόν την ακυρωθείσα πράξη όργανο μπορεί, με τη νέα του απόφαση, να στηριχτεί σε λόγους διαφορετικούς από εκείνους επί των οποίων είχε στηρίξει την πρώτη του απόφαση (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 6ης Μαρτίου 2003, Interporc κατά Επιτροπής, C‑41/00 P, EU:C:2003:125, σκέψεις 28 έως 32).

    185

    Επισημαίνεται ότι με την απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, IRISL (T-489/10, EU:T:2013:453), δεν ανατράπηκε η διαπίστωση ότι όντως έλαβαν χώρα οι ενέργειες που είχαν προσαφθεί στην IRISL, ήτοι τα τρία περιστατικά που την ενέπλεκαν στη μεταφορά στρατιωτικού υλικού κατά παράβαση της παραγράφου 5 του ψηφίσματος 1747 (2007) του Συμβουλίου Ασφαλείας, ούτε τα αποδεικτικά στοιχεία που αφορούν τις ενέργειες αυτές. Το Γενικό Δικαστήριο απλώς διαπίστωσε ότι οι εν λόγω ενέργειες, αφενός, δεν αρκούσαν για να δικαιολογήσουν την εγγραφή της επωνυμίας της IRISL στους επίμαχους καταλόγους βάσει του κριτηρίου του σχετικού με τα πρόσωπα που συνέδραμαν άλλο πρόσωπο να παραβιάσει τις διατάξεις του σχετικού ψηφίσματος του Συμβουλίου Ασφαλείας και, αφετέρου, δεν συνιστούσαν παροχή στηρίξεως στη διάδοση πυρηνικών όπλων κατά την έννοια του κριτηρίου του σχετικού με τα πρόσωπα που παρέχουν στήριξη στις δραστηριότητες του Ιράν στον τομέα των πυρηνικών.

    186

    Το κριτήριο, όμως, βάσει του οποίου η επωνυμία της IRISL επανεγγράφηκε στους επίμαχους καταλόγους με την απόφαση 2013/685 και με τον εκτελεστικό κανονισμό 1203/2013 είναι διαφορετικό από τα κριτήρια που εφάρμοσε το Συμβούλιο με τις πράξεις οι οποίες ακυρώθηκαν με την απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, IRISL (T-489/10, EU:T:2013:453). Σε αντίθεση με όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, το Συμβούλιο, καθόσον στηρίχτηκε σε ένα νέο, νομίμως θεσπισθέν κριτήριο, βάσει του οποίου μπορούσε να δικαιολογηθεί η επιβολή περιοριστικών μέτρων στις προσφεύγουσες, ενήργησε σεβόμενο την ως άνω δικαστική απόφαση.

    187

    Όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι το Συμβούλιο δεν μπορούσε να στηριχτεί στις ίδιες εκτιμήσεις και στα ίδια αποδεικτικά στοιχεία με εκείνα στα οποία στηρίχτηκε για την πρώτη εγγραφή των επωνυμιών τους στους επίμαχους καταλόγους, αρκεί η διαπίστωση ότι, με την απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, IRISL (T-489/10, EU:T:2013:453), το Γενικό Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί του κατά πόσον οι εν λόγω εκτιμήσεις και τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία μπορούσαν να δικαιολογήσουν την εγγραφή της επωνυμίας της IRISL βάσει του νέου κριτηρίου που προστέθηκε με την απόφαση 2013/497 και με τον κανονισμό 971/2013.

    188

    Τέλος, όσον αφορά τις λοιπές προσφεύγουσες πλην της IRISL, το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 77 της ως άνω αποφάσεως, απλώς διαπίστωσε ότι το γεγονός ότι αυτές ανήκαν ή ελέγχονταν από την IRISL ή ενεργούσαν για λογαριασμό της δεν δικαιολογούσε την επιβολή και διατήρηση σε ισχύ περιοριστικών μέτρων εις βάρος τους, καθόσον δεν είχε βασίμως αποδειχτεί ότι η IRISL παρείχε στήριξη στη διάδοση πυρηνικών όπλων.

    189

    Δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω εκτιμήσεις, η απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, IRISL (T-489/10, EU:T:2013:453), δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπόδιζε το Συμβούλιο να επανεγγράψει την επωνυμία της IRISL στους επίμαχους καταλόγους με αιτιολογία διαφορετική από εκείνη που εξετάστηκε στην εν λόγω απόφαση, η ίδια διαπίστωση ισχύει και για τις λοιπές προσφεύγουσες των οποίων η επανεγγραφή συνδέεται με εκείνη της IRISL.

    190

    Κατά συνέπεια, η αιτίαση περί παραβιάσεως της αρχής του δεδικασμένου πρέπει να απορριφθεί.

    – Επί της παραβιάσεως των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου

    191

    Υπενθυμίζεται ότι την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης δικαιούται να επικαλεστεί κάθε ιδιώτης στον οποίο ένα θεσμικό όργανο της Ένωσης δημιούργησε, παρέχοντάς του συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις, βάσιμες προσδοκίες. Εντούτοις, όταν ένας προνοητικός και ενημερωμένος επιχειρηματίας είναι σε θέση να προβλέψει τη λήψη μέτρου από την Ένωση ικανού να βλάψει τα συμφέροντά του, δεν μπορεί να επικαλεστεί την αρχή αυτή μετά τη λήψη του εν λόγω μέτρου (βλ. αποφάσεις της 22ας Ιουνίου 2006, Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής, C-182/03 και C-217/03, EU:C:2006:416, σκέψη 147· της 17ης Σεπτεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά Koninklijke FrieslandCampina, C-519/07 P, EU:C:2009:556, σκέψη 84, καθώς και της 16ης Δεκεμβρίου 2010, Kahla Thüringen Porzellan κατά Επιτροπής, C-537/08 P, EU:C:2010:769, σκέψη 63).

    192

    Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία, η αρχή της ασφάλειας δικαίου έχει την έννοια ότι η νομοθεσία της Ένωσης πρέπει να είναι σαφής και η εφαρμογή της να είναι προβλέψιμη για κάθε πρόσωπο που επιζητεί έννομη προστασία (αποφάσεις της 22ας Ιουνίου 2006, Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής, C-182/03 και C‑217/03, EU:C:2006:416, σκέψη 69, και της 14ης Οκτωβρίου 2010, Nuova Agricast και Cofra κατά Επιτροπής, C-67/09 P, EU:C:2010:607, σκέψη 77).

    193

    Εν προκειμένω, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 189 ανωτέρω, το Συμβούλιο, κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, IRISL (T-489/10, EU:T:2013:453), μπορούσε νομίμως να επανεγγράψει τις επωνυμίες των προσφευγουσών στους επίμαχους καταλόγους. Στις σκέψεις 81 έως 83 της αποφάσεως εκείνης, το Γενικό Δικαστήριο διατήρησε τα έννομα αποτελέσματα της αποφάσεως και του κανονισμού, δυνάμει των οποίων οι επωνυμίες των προσφευγουσών είχαν αρχικώς εγγραφεί στους επίμαχους καταλόγους, έως την εκπνοή της προθεσμίας ασκήσεως αναιρέσεως, προκειμένου να παράσχει στο Συμβούλιο τη δυνατότητα να θεραπεύσει τις διαπιστωθείσες παρανομίες, λαμβάνοντας, εν ανάγκη, νέα περιοριστικά μέτρα κατά των προσφευγουσών.

    194

    Το γεγονός, στο οποίο δίνουν έμφαση οι προσφεύγουσες, ότι το Συμβούλιο δεν άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, IRISL (T-489/10, EU:T:2013:453), δεν ήταν δυνατό να τους δημιουργήσει τη βάσιμη προσδοκία ότι οι επωνυμίες τους δεν θα επανεγγράφονταν στους επίμαχους καταλόγους. Πράγματι, η μη άσκηση αναιρέσεως κατά της ως άνω αποφάσεως ουδόλως μπορούσε να ερμηνευθεί ως παραίτηση του Συμβουλίου από τη δυνατότητά του να επανεγγράψει τις επωνυμίες των προσφευγουσών στους καταλόγους αυτούς, και μάλιστα καθόσον το Γενικό Δικαστήριο ρητώς επισήμανε, στη σκέψη 64 της εν λόγω αποφάσεως, ότι το Συμβούλιο είχε τη δυνατότητα, με την ιδιότητά του ως νομοθετικού οργάνου, να διευρύνει τις κατηγορίες περιπτώσεων στις οποίες μπορούσαν να ληφθούν περιοριστικά μέτρα.

    195

    Από τα ανωτέρω έπεται ότι οι προσφεύγουσες δεν μπορούσαν να αντλήσουν από την απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, IRISL (T-489/10, EU:T:2013:453), τη διαβεβαίωση ότι οι επωνυμίες τους δεν θα επανεγγράφονταν στους επίμαχους καταλόγους βάσει κριτηρίων διαφορετικών από εκείνα τα οποία είχαν αποτελέσει βάση για την πρώτη εγγραφή.

    196

    Επομένως, η αιτίαση περί παραβιάσεως των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου πρέπει να απορριφθεί.

    – Επί της παραβιάσεως της αρχής ne bis in idem

    197

    Η αρχή ne bis in idem, που συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, την τήρηση της οποίας διασφαλίζει ο δικαστής, και απαγορεύει την επιβολή περισσότερων κυρώσεων στο ίδιο πρόσωπο για την ίδια παράνομη συμπεριφορά προς προστασία του ιδίου εννόμου αγαθού (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2004, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-204/00 P, C‑205/00 P, C-211/00 P, C-213/00 P, C-217/00 P και C-219/00 P, EU:C:2004:6, σκέψη 338), τυγχάνει εφαρμογής σε περίπτωση επιβολής κυρώσεων λόγω παράνομης συμπεριφοράς (απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Ιταλία κατά Επιτροπής, T-257/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:504, σκέψη 41).

    198

    Αρκεί η υπόμνηση ότι, κατά πάγια νομολογία, τα περιοριστικά μέτρα δεσμεύσεως κεφαλαίων δεν είναι ποινικής φύσεως (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 2007, Sison κατά Συμβουλίου, T-47/03, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2007:207, σκέψη 101, και της 7ης Δεκεμβρίου 2010, Fahas κατά Συμβουλίου, T-49/07, EU:T:2010:499, σκέψη 67). Πράγματι, εφόσον τα περιουσιακά στοιχεία των ενδιαφερομένων δεν κατάσχονται ως προϊόντα εγκλήματος, αλλά δεσμεύονται συντηρητικώς, τα μέτρα αυτά δεν αποτελούν ποινική κύρωση και, εξάλλου, δεν συνεπάγονται καμία απόδοση κατηγορίας τέτοιας φύσεως (αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 2007, Sison κατά Συμβουλίου, T‑47/03, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2007:207, σκέψη 101, και της 9ης Δεκεμβρίου 2014, Peftiev κατά Συμβουλίου, T-441/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:1041, σκέψη 87).

    199

    Ως εκ τούτου, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να προβάλουν παραβίαση της ως άνω αρχής και η σχετική αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

    – Επί της παραβιάσεως της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων

    200

    Κατά τη νομολογία, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, η οποία αποτελεί θεμελιώδη δικαιική αρχή, απαγορεύει να αντιμετωπίζονται κατά διαφορετικό τρόπο παρόμοιες καταστάσεις ή να αντιμετωπίζονται καθ’ όμοιο τρόπο διαφορετικές καταστάσεις, εκτός αν αυτού του είδους η αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς (απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2009, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, T‑390/08, EU:T:2009:401, σκέψη 56).

    201

    Αρκεί η επισήμανση ότι οι προσφεύγουσες δεν προβάλλουν κανένα επιχείρημα ικανό να αποδείξει ότι το Συμβούλιο παραβίασε την αρχή αυτή και, ως εκ τούτου, η σχετική αιτίαση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

    202

    Από το σύνολο των ανωτέρω εκτιμήσεων προκύπτει ότι ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

    Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ιδίως του δικαιώματος ιδιοκτησίας και του δικαιώματος στον σεβασμό της φήμης, και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

    203

    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η επανεγγραφή των επωνυμιών τους στους επίμαχους καταλόγους συνεπάγεται αδικαιολόγητη και δυσανάλογη προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους, ιδίως του δικαιώματος ιδιοκτησίας και του δικαιώματος στον σεβασμό της φήμης τους. Η επανεγγραφή των επωνυμιών τους στους επίμαχους καταλόγους με την απόφαση 2013/685 και με τον εκτελεστικό κανονισμό 1203/2013 αφήνει, κατ’ αυτές, να εννοηθεί ότι παρέχουν στήριξη στη διάδοση πυρηνικών όπλων ή ότι συνδέονται με τέτοιες ενέργειες, σε αντίθεση με όσα έκρινε το Γενικό Δικαστήριο με την απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, IRISL (T-489/10, EU:T:2013:453). Το Συμβούλιο, στην απόφαση 2013/685 και στον εκτελεστικό κανονισμό 1203/2013, δεν διευκρίνισε από ποια ακριβώς άποψη η απόφαση επανεγγραφής των επωνυμιών τους δικαιολογούνταν βάσει θεμιτού και μη δυσανάλογου προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα σκοπού. Η απόφαση 2013/685 και ο εκτελεστικός κανονισμός 1203/2013 αναφέρονται σε περιστατικά που έλαβαν χώρα το 2009 και είναι άσχετα με τον σκοπό που συνίσταται στον τερματισμό του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν, οι πράξεις δε αυτές δεν στηρίζονται σε κανένα επίκαιρο λόγο ικανό να δικαιολογήσει την απόφαση επανεγγραφής.

    204

    Κατά πάγια νομολογία, τα θεμελιώδη δικαιώματα τα οποία επικαλούνται οι προσφεύγουσες, και συγκεκριμένα το δικαίωμα ιδιοκτησίας και το δικαίωμα στον σεβασμό της φήμης, δεν χαίρουν απόλυτης προστασίας στο δίκαιο της Ένωσης. Κατά συνέπεια, είναι δυνατή η επιβολή περιορισμών στην άσκηση των εν λόγω δικαιωμάτων, υπό την προϋπόθεση οι περιορισμοί αυτοί να εξυπηρετούν πράγματι επιδιωκόμενους από την Ένωση σκοπούς γενικού συμφέροντος και να μην συνιστούν, υπό το πρίσμα του επιδιωκόμενου σκοπού, υπέρμετρη και ανεπίτρεπτη επέμβαση δυναμένη να θίξει τον πυρήνα των διασφαλιζομένων δικαιωμάτων (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 15ης Νοεμβρίου 2012, Al‑Aqsa κατά Συμβουλίου και Κάτω Χώρες κατά Al-Aqsa, C-539/10 P και C‑550/10 P, EU:C:2012:711, σκέψη 121, και της 25ης Ιουνίου 2015, Iranian Offshore Engineering & Construction κατά Συμβουλίου, T-95/14, EU:T:2015:433, σκέψη 59).

    205

    Επίσης, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η αρχή της αναλογικότητας, που καταλέγεται στις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, απαιτεί να είναι τα προβλεπόμενα από διάταξη του δικαίου της Ένωσης μέσα πρόσφορα για την υλοποίηση του σκοπού που επιδιώκεται με την οικεία ρύθμιση και να μην υπερβαίνουν το αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρο (αποφάσεις της 15ης Νοεμβρίου 2012, Al-Aqsa κατά Συμβουλίου και Κάτω Χώρες κατά Al‑Aqsa, C‑539/10 P και C‑550/10 P, EU:C:2012:711, σκέψη 122, και της 25ης Ιουνίου 2015, Iranian Offshore Engineering & Construction κατά Συμβουλίου, T‑95/14, EU:T:2015:433, σκέψη 60).

    206

    Βεβαίως αληθεύει ότι τα περιοριστικά μέτρα εις βάρος των προσφευγουσών συνεπάγονται σε ορισμένο βαθμό περιορισμό των δικαιωμάτων τους, καθόσον αυτές δεν έχουν, μεταξύ άλλων, τη δυνατότητα διαθέσεως κεφαλαίων τους που τυχόν βρίσκονται εντός του εδάφους της Ένωσης ή στην κατοχή πολιτών της Ένωσης, ούτε τη δυνατότητα μεταφοράς των κεφαλαίων τους προς την Ένωση, εκτός αν τους χορηγηθεί ειδική άδεια. Ομοίως, τα μέτρα εις βάρος των προσφευγουσών είναι δυνατό, κατά περίπτωση, να προκαλέσουν ως ένα βαθμό δυσπιστία ή επιφυλακτικότητα στους συνεργάτες και στους πελάτες τους.

    207

    Εντούτοις, αφενός, από τις σκέψεις 65 έως 77 ανωτέρω προκύπτει ότι τα κριτήρια που εφάρμοσε το Συμβούλιο συνάδουν με τον σκοπό της αποφάσεως 2010/413 και του κανονισμού 267/2012, που συνίσταται στην καταπολέμηση της διαδόσεως των πυρηνικών όπλων, ενώ από τις σκέψεις 116 έως 164 ανωτέρω προκύπτει ότι το Συμβούλιο ορθώς ενέγραψε εκ νέου τις επωνυμίες των προσφευγουσών στους επίμαχους καταλόγους βάσει των κριτηρίων αυτών. Ως εκ τούτου, οι περιορισμοί στα δικαιώματα των προσφευγουσών, οι οποίοι απορρέουν από την επανεγγραφή αυτή, πρέπει να κριθούν δικαιολογημένοι.

    208

    Αφετέρου, τα μειονεκτήματα που προκάλεσε στις προσφεύγουσες η επανεγγραφή των επωνυμιών τους στους επίμαχους καταλόγους δεν είναι υπέρμετρα σε σχέση με τον σκοπό διατηρήσεως της ειρήνης και της διεθνούς ασφάλειας που επιδιώκεται με την απόφαση 2013/685 και με τον εκτελεστικό κανονισμό 1203/2013.

    209

    Τέλος, επισημαίνεται ότι το Συμβούλιο δεν υποστηρίζει ότι οι προσφεύγουσες εμπλέκονται αυτές καθεαυτές στη διάδοση πυρηνικών όπλων. Συνεπώς, οι προσφεύγουσες δεν έχουν προσωπική ανάμιξη σε ενέργειες ενέχουσες κίνδυνο για την ειρήνη και τη διεθνή ασφάλεια, οπότε ο βαθμός δυσπιστίας που γεννάται έναντί τους είναι, για τον λόγο αυτό, περιορισμένος.

    210

    Από τα ανωτέρω έπεται ότι η επανεγγραφή των επωνυμιών των προσφευγουσών στους επίμαχους καταλόγους δεν συνεπάγεται δυσανάλογη προσβολή του δικαιώματός τους ιδιοκτησίας και του δικαιώματος στον σεβασμό της φήμης τους.

    211

    Επομένως, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

    212

    Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι η προσφυγή στην υπόθεση T-87/14 πρέπει να απορριφθεί.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    213

    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

    214

    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του εν λόγω Κανονισμού, τα θεσμικά όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

    215

    Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν, πρέπει να φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα και να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα του Συμβουλίου, σύμφωνα με το σχετικό αίτημά του.

    216

    Η Επιτροπή θα φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

     

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

    αποφασίζει:

     

    1)

    Απορρίπτει τις προσφυγές.

     

    2)

    Υποχρεώνει την Islamic Republic of Iran Shipping Lines και τις λοιπές προσφεύγουσες των οποίων οι επωνυμίες περιλαμβάνονται στο παραρτήματα της παρούσας αποφάσεως, να φέρουν, πέραν των δικών τους δικαστικών εξόδων, τα δικαστικά έξοδα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

     

    3)

    Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

     

    Kanninen

    Pelikánová

    Buttigieg

    Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 17 Φεβρουαρίου 2017.

    (υπογραφές)

    Περιεχόμενα

     

    Ιστορικό της διαφοράς

     

    Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

     

    Σκεπτικό

     

    1. – Επί της υποθέσεως T‑14/14

     

    Επί του αιτήματος μερικής ακυρώσεως της αποφάσεως 2013/497

     

    Επί του αιτήματος μερικής ακυρώσεως του κανονισμού 971/2013

     

    2. – Επί της υποθέσεως T‑87/14

     

    Επί της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας

     

    Επί του πρώτου ισχυρισμού, ο οποίος αφορά έλλειψη νομικής βάσεως

     

    – Όσον αφορά την IRISL

     

    – Όσον αφορά τις λοιπές προσφεύγουσες

     

    Επί του δεύτερου ισχυρισμού, ο οποίος αφορά προσβολή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των προσφευγουσών καθώς και παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου, ne bis in idem και του δεδικασμένου

     

    Επί του τρίτου ισχυρισμού, ο οποίος αφορά κατάχρηση εξουσίας

     

    Επί του τέταρτου ισχυρισμού, ο οποίος αφορά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

     

    Επί του πέμπτου ισχυρισμού, ο οποίος αφορά προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ιδίως του δικαιώματος ιδιοκτησίας και του δικαιώματος στον σεβασμό της φήμης

     

    Επί του αιτήματος ακυρώσεως της αποφάσεως 2013/685 και του εκτελεστικού κανονισμού 1203/2013, κατά το μέρος που οι πράξεις αυτές αφορούν τις προσφεύγουσες

     

    Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά έλλειψη νομικής βάσεως

     

    Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως στην οποία υπέπεσε, ως προς διάφορες πτυχές, το Συμβούλιο

     

    – Όσον αφορά την IRISL

     

    – Όσον αφορά τις λοιπές προσφεύγουσες

     

    Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

     

    Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παραβίαση των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της ασφάλειας δικαίου, του δεδικασμένου, της αρχής ne bis in idem και της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων

     

    – Επί της παραβιάσεως της αρχής του δεδικασμένου

     

    – Επί της παραβιάσεως των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου

     

    – Επί της παραβιάσεως της αρχής ne bis in idem

     

    – Επί της παραβιάσεως της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων

     

    Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ιδίως του δικαιώματος ιδιοκτησίας και του δικαιώματος στον σεβασμό της φήμης, και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

     

    Επί των δικαστικών εξόδων

    Παράρτημα

    Hafize Darya Shipping Co., με έδρα την Τεχεράνη (Ιράν),

    Khazar Sea Shipping Lines Co., με έδρα την Anzali Free Zone (Ιράν),

    IRISL Europe GmbH, με έδρα το Αμβούργο (Γερμανία),

    Qeshm Marine Services & Engineering Co., με έδρα το Qeshm (Ιράν),

    Irano Misr Shipping Co., με έδρα την Τεχεράνη,

    Safiran Payam Darya Shipping Co., με έδρα την Τεχεράνη,

    Marine Information Technology Development Co., με έδρα την Τεχεράνη,

    Rahbaran Omid Darya Ship Management Co., με έδρα την Τεχεράνη,

    Hoopad Darya Shipping Agency, με έδρα την Τεχεράνη,

    Valfajr Shipping Co., με έδρα την Τεχεράνη.


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

    Top