Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62014CJ0182

    Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 19ης Μαρτίου 2015.
    MEGA Brands International, Luxembourg, Zweigniederlassung Zug κατά Γραφείον εναρμονίσεως στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ).
    Αίτηση αναιρέσεως - Κοινοτικό σήμα - Κανονισμός (ΕΚ) 207/2009 - Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄ - Αίτηση καταχωρίσεως του λεκτικού κοινοτικού σήματος MAGNEXT - Ανακοπή του δικαιούχου του προγενέστερου λεκτικού εθνικού σήματος MAGNET 4 - Κίνδυνος συγχύσεως.
    Υπόθεση C-182/14 P.

    Court reports – general

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2015:187

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

    της 19ης Μαρτίου 2015 ( *1 )

    «Αίτηση αναιρέσεως — Κοινοτικό σήμα — Κανονισμός (ΕΚ) 207/2009 — Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ — Αίτηση καταχωρίσεως του λεκτικού κοινοτικού σήματος MAGNEXT — Ανακοπή του δικαιούχου του προγενέστερου λεκτικού εθνικού σήματος MAGNET 4 — Κίνδυνος συγχύσεως»

    Στην υπόθεση C‑182/14 P,

    με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 9 Απριλίου 2014,

    MEGA Brands International, Luxembourg, Zweigniederlassung Zug, με έδρα το Zug (Ελβετία), εκπροσωπούμενη από τους A. Nordemann και M. Maier, Rechtsanwälte,

    αναιρεσείουσα,

    όπου ο έτερος διάδικος είναι

    το Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενο από τη V. Melgar,

    καθού πρωτοδίκως,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους S. Rodin, πρόεδρο τμήματος, M. Berger (εισηγήτρια) και F. Biltgen, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi

    γραμματέας: A. Calot Escobar

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 21ης Ιανουαρίου 2015,

    κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με την αίτησή της αναιρέσεως, η MEGA Brands International, Luxembourg, Zweigniederlassung Zug, ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης Mega Brands κατά ΓΕΕΑ – Diset (MAGNEXT) (T‑604/11 και T‑292/12, EU:T:2014:56, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), καθόσον με την απόφαση αυτή το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της με την οποία ζήτησε την ακύρωση της αποφάσεως του τετάρτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) της 24ης Απριλίου 2012 (υπόθεση R 1722/2011‑4), σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ της Diset SA (στο εξής: Diset) και της αναιρεσείουσας.

    Το νομικό πλαίσιο

    2

    Ο κανονισμός (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 13 Απριλίου 2009.

    3

    Το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 40/94, προβλέπει τα εξής:

    «Κατόπιν ανακοπής του δικαιούχου προγενέστερου σήματος, το αιτούμενο σήμα δεν γίνεται δεκτό για καταχώριση:

    [...]

    β)

    εάν, λόγω του ταυτοσήμου του ή της ομοιότητας με το προγενέστερο σήμα και του ταυτοσήμου ή της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που προσδιορίζουν τα δύο σήματα, υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης του κοινού της εδαφικής περιοχής στην οποία απολαύει προστασίας το προγενέστερο σήμα· ο κίνδυνος συγχύσεως περιλαμβάνει και τον κίνδυνο συσχετίσεως με το προγενέστερο σήμα.»

    4

    Το άρθρο 8, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 8, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 40/94, ορίζει τα ακόλουθα:

    «Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ως “προγενέστερα σήματα” νοούνται:

    α)

    τα σήματα τα οποία έχουν κατατεθεί πριν από την ημερομηνία αίτησης κοινοτικού σήματος, αφού ληφθεί υπόψη, ενδεχομένως, το προβαλλόμενο δικαίωμα προτεραιότητας, για τα σήματα αυτά και τα οποία ανήκουν στις ακόλουθες κατηγορίες:

    i)

    κοινοτικά σήματα·

    ii)

    σήματα καταχωρισμένα σε κράτος μέλος [...]·

    [...]».

    Ιστορικό της διαφοράς

    5

    Στις 21 Ιανουαρίου 2008 η αναιρεσείουσα υπέβαλε στο ΓΕΕΑ αίτηση καταχωρίσεως, ως κοινοτικού σήματος, του εικονιστικού σημείου που απεικονίζεται κατωτέρω:

    Image

    6

    Τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση υπάγονται στην κλάση 32, κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και υπηρεσιών ενόψει καταχωρίσεως των σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: «Παιχνίδια και αθύρματα, ειδικότερα παιχνίδια κατασκευών αποτελούμενα από πολλά μέρη, μέρη, συμπληρώματα και εξαρτήματα αυτών».

    7

    Στις 29 Μαρτίου 2010 η αναιρεσείουσα υπέβαλε στο ΓΕΕΑ δεύτερη αίτηση καταχωρίσεως ενός σημείου ως κοινοτικού σήματος, η οποία αφορούσε το λεκτικό σημείο που παρατίθεται κατωτέρω:

    MAGNEXT

    8

    Η καταχώριση αυτή ζητήθηκε για τα ίδια προϊόντα με αυτά που απαριθμούνται στη σκέψη 6 της παρούσας αποφάσεως.

    9

    Στις 5 Σεπτεμβρίου 2008 και στις 17 Ιουνίου 2010 η Diset άσκησε δύο ανακοπές, βάσει, αντιστοίχως, του άρθρου 42 του κανονισμού 40/94 και του άρθρου 41 του κανονισμού 207/2009, κατά της καταχωρίσεως των επίμαχων σημάτων, για τα προϊόντα που διαλαμβάνονται στην εν λόγω σκέψη 6. Οι ανακοπές αυτές στηρίζονταν, μεταξύ άλλων, στο προγενέστερο λεκτικό ισπανικό σήμα MAGNET 4, που είχε κατατεθεί στις 10 Ιουλίου 2003 και καταχωριστεί στις 9 Δεκεμβρίου 2003, για προϊόντα της κλάσεως 28 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας που αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: «Παιχνίδια, αθύρματα· είδη γυμναστικής και αθλητισμού (μη περιλαμβανόμενα σε άλλες κλάσεις)· διακοσμήσεις χριστουγεννιάτικων δένδρων».

    10

    Οι λόγοι που προβλήθηκαν προς στήριξη των εν λόγω ανακοπών ήσαν αυτοί που διαλαμβάνονται, αντιστοίχως, στο άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 40/94 και στην πανομοιότυπη διάταξη του κανονισμού 207/2009. Οι ίδιες ανακοπές στηρίζονταν σε όλα τα προϊόντα που καλύπτονται από το προγενέστερο σήμα και στρέφονταν κατά του συνόλου των προϊόντων για τα οποία είχε ζητηθεί η καταχώριση των επίμαχων σημάτων.

    11

    Με αποφάσεις της 19ης Ιουλίου 2010 και της 21ης Ιουνίου 2011, το τμήμα ανακοπών του ΓΕΕΑ δέχθηκε τις ανακοπές που άσκησε η Diset.

    12

    Με αποφάσεις της 27ης Σεπτεμβρίου 2011 και της 24ης Απριλίου 2012, το τέταρτο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ απέρριψε τις προσφυγές που άσκησε η αναιρεσείουσα κατά των αποφάσεων του εν λόγω τμήματος ανακοπών.

    Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

    13

    Με δικόγραφα που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 28 Νοεμβρίου 2011 (υπόθεση T‑604/11) και στις 3 Ιουλίου 2012 (υπόθεση T‑292/12), η αναιρεσείουσα άσκησε δύο προσφυγές ζητώντας την ακύρωση των απορριπτικών αποφάσεων που είχε εκδώσει το τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ.

    14

    Προς στήριξη εκάστης των προσφυγών της, η αναιρεσείουσα προέβαλε έναν μοναδικό λόγο αντλούμενο από την παράβαση, αντιστοίχως, του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 40/94 και της πανομοιότυπης διατάξεως του κανονισμού 207/2009.

    15

    Έχοντας αποφασίσει τη συνεκδίκαση των δύο υποθέσεων προς έκδοση κοινής αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε καταρχάς, στη σκέψη 19 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η αναιρεσείουσα δεν αμφισβητούσε τα συμπεράσματα του τμήματος προσφυγών ούτε όσον αφορά τον ορισμό του ενδιαφερομένου κοινού, που θεωρήθηκε ως αποτελούμενο από μέσους ισπανόφωνους καταναλωτές ευλόγως προσεκτικούς και ενημερωμένους, ούτε όσον αφορά το μερικώς ταυτόσημο των προϊόντων που καλύπτονται από τα αντιπαρατιθέμενα σήματα.

    16

    Το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε εν συνεχεία την ομοιότητα των αντιπαρατιθέμενων σημείων από οπτικής, φωνητικής και εννοιολογικής απόψεως, της οποίας την εκτίμηση εκ μέρους του τμήματος προσφυγών αμφισβητούσε η αναιρεσείουσα.

    17

    Όσον αφορά, πρώτον, την οπτική και φωνητική ομοιότητα των αντιπαρατιθέμενων σημείων, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε τα εξής:

    «22

    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, το αιτούμενο εικονιστικό σήμα διαιρείται σαφώς σε δύο μέρη: “mag” και “next”. Επιπλέον, το μεγαλύτερο μέγεθος του κεφαλαίου γράμματος “X” καθώς και η καλλιγράφησή του έχουν ως αποτέλεσμα στο ενδιαφερόμενο κοινό να αποτυπώνεται η εικόνα της αγγλικής λέξεως “next” ως διακριτό στοιχείο του εν λόγω σήματος, που προκαλεί μια ιδιαίτερη οπτική εντύπωση την οποία δεν προκαλεί το σημείο MAGNET 4. Συγκεκριμένα, η λέξη “magnet”, που κυριαρχεί στο τελευταίο αυτό σημείο, δίδει την οπτική εντύπωση μιας και μόνης λέξεως, ενώ ο αριθμός “4” δεν περιλαμβάνεται στο αιτούμενο εικονιστικό σήμα.

    23

    Συναφώς, το κεφαλαίο γράμμα “X” συνεπάγεται μια έντονη προφορά του δεύτερου συνθετικού του αιτούμενου εικονιστικού σήματος, η οποία, συνδυαζόμενη με τον οπτικό διαχωρισμό των δύο στοιχείων “mag” και “next”, δύναται να επιφέρει μια φωνητική αναπαραγωγή του σήματος αυτού σε δύο λέξεις, ενώ η λέξη “magnet” στο πλαίσιο του προγενέστερου σήματος θα προφερθεί ως μία και μόνη λέξη, η οποία, επιπλέον, δεν περιλαμβάνει τον ήχο που παράγεται από το γράμμα “x”.

    24

    Από τις εκτιμήσεις αυτές προκύπτει ότι το αιτούμενο εικονιστικό σήμα παρουσιάζει πολύ μικρό βαθμό οπτικής και φωνητικής ομοιότητας με το προγενέστερο σήμα.

    25

    Αντιθέτως, εφόσον το αιτούμενο λεκτικό σήμα δεν διαφέρει από το κυρίαρχο στοιχείο “magnet” του προγενέστερου σήματος παρά μόνο κατά το κεφαλαίο γράμμα “X” χωρίς να έχει τα λοιπά χαρακτηριστικά που εκτέθηκαν στις σκέψεις 22 και 23 ανωτέρω, πρέπει να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι το αιτούμενο σήμα παρουσιάζει μετρίου βαθμού οπτική και φωνητική ομοιότητα με το προγενέστερο σήμα.»

    18

    Όσον αφορά, δεύτερον, τη σύγκριση των αντιπαρατιθέμενων σημείων από εννοιολογικής απόψεως, το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε, στη σκέψη 26 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την εκτίμηση του τμήματος προσφυγών ότι η ύπαρξη, στην ισπανική γλώσσα, του επιθέτου «magnético», που χρησιμοποιείται ευρέως από το ενδιαφερόμενο κοινό για να δηλώσει ένα είδος με μαγνητικές ιδιότητες, έχει ως συνέπεια ότι το κοινό αυτό θα συσχετίσει το προγενέστερο σήμα με αντικείμενα που έχουν τέτοιες ιδιότητες. Το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε ότι, στο πλαίσιο αυτό, ορθώς το τμήμα προσφυγών είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν υφίστατο εννοιολογική ομοιότητα μεταξύ του εικονιστικού σήματος και του λεκτικού σήματος του οποίου είχε ζητηθεί η καταχώριση, αφενός, και του προγενέστερου σήματος, αφετέρου.

    19

    Επί τη βάσει των διαπιστώσεων αυτών, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε, στη σκέψη 29 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στο συμπέρασμα ότι το προγενέστερο σήμα παρουσιάζει πολύ χαμηλού βαθμού ομοιότητα με το αιτούμενο εικονιστικό σήμα και μετρίου βαθμού ομοιότητα με το αιτούμενο λεκτικό σήμα.

    20

    Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε την επιχειρηματολογία της αναιρεσείουσας με την οποία αυτή αμφισβητούσε ότι το προγενέστερο σήμα έχει μετρίου βαθμού διακριτικό χαρακτήρα.

    21

    Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο, αφού υπενθύμισε ότι το ενδιαφερόμενο κοινό θα συσχετίσει το προγενέστερο σήμα με αντικείμενα που έχουν μαγνητικές ιδιότητες, τόνισε, στη σκέψη 32 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η αναιρεσείουσα είχε προσκομίσει ενώπιον του ΓΕΕΑ μια σειρά στοιχείων που αποδείκνυαν ότι η προβολή των μαγνητικών ιδιοτήτων των παιχνιδιών και των αθυρμάτων αποτελεί τρέχουσα πρακτική των επιχειρηματιών που δραστηριοποιούνται στον σχετικό τομέα. Υπό τις συνθήκες αυτές, έκρινε, στη σκέψη 33 της εν λόγω αποφάσεως, ότι το προγενέστερο σήμα MAGNET 4 εκπέμπει ένα μήνυμα δυνάμενο να συνδεθεί, στην αντίληψη του ενδιαφερόμενου κοινού, με τα χαρακτηριστικά των προϊόντων για τα οποία έχει καταχωριστεί και τα οποία είναι πανομοιότυπα με αυτά τα οποία καλύπτουν το εικονιστικό και το λεκτικό σήμα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση. Το Γενικό Δικαστήριο συμπέρανε εξ αυτού ότι ο διακριτικός χαρακτήρας του προγενέστερου σήματος δεν ήταν μετρίου αλλά χαμηλού βαθμού.

    22

    Κατόπιν του συνόλου των εκτιμήσεων αυτών, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 34 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το τμήμα προσφυγών είχε υποπέσει σε πλάνη εκτιμήσεως αναγνωρίζοντας την ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως μεταξύ του αιτουμένου εικονιστικού σήματος και του προγενέστερου σήματος.

    23

    Αντιθέτως, στη σκέψη 35 της ίδιας αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, εφόσον η ομοιότητα μεταξύ του αιτουμένου λεκτικού σήματος και του προγενέστερου σήματος είναι εντονότερη, έπρεπε να επιβεβαιωθεί το συμπέρασμα του τμήματος προσφυγών ότι πρέπει να αναγνωρισθεί η ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως μεταξύ των σημάτων αυτών, λαμβανομένου υπόψη ότι τα προϊόντα που καλύπτονται από τα σήματα αυτά είναι πανομοιότυπα και παρά τον χαμηλού βαθμού διακριτικό χαρακτήρα του προγενέστερου σήματος.

    24

    Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε, στην υπόθεση T‑604/11, την απόφαση του τετάρτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ σχετικά με το εικονιστικό σήμα και απέρριψε, στην υπόθεση T‑292/12, το αίτημα περί ακυρώσεως που αφορούσε την απόφαση του ίδιου αυτού τμήματος σχετικά με το λεκτικό σήμα MAGNEXT.

    Image

    Τα αιτήματα των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου

    25

    Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

    να ακυρώσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, καθόσον με αυτή το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της ακυρώσεως στην υπόθεση T‑292/12,

    να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου εφόσον είναι αναγκαίο και

    να καταδικάσει τον αντίδικο κατ’ αναίρεση στα δικαστικά έξοδα.

    26

    Το ΓΕΕΑ ζητεί από το Δικαστήριο:

    να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

    να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.

    Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

    27

    Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, καθώς και έλλειψη αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

    Επί της παραβάσεως του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009

    28

    Ο λόγος αυτός περιλαμβάνει τέσσερα σκέλη.

    Επί του πρώτου και του δευτέρου σκέλους

    – Επιχειρήματα των διαδίκων

    29

    Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, κατά την εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως, παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά και παραβίασε τις αρχές που έχει θέσει η νομολογία, αφενός, χαρακτηρίζοντας ως κυρίαρχο το στοιχείο «MAGNET» του προγενέστερου σήματος MAGNET 4, ενώ είχε διαπιστώσει ότι το στοιχείο αυτό είναι περιγραφικό, και, αφετέρου, παραλείποντας να λάβει υπόψη τον αριθμό «4» που περιλαμβάνεται στη σύνθεση του σήματος αυτού.

    30

    Το ΓΕΕΑ φρονεί ότι η επιχειρηματολογία αυτή είναι απαράδεκτη ή, επικουρικώς, προδήλως αβάσιμη.

    – Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    31

    Όπως ορθώς υπενθύμισε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 21 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου σύγχυσης πρέπει, καθόσον αφορά την οπτική, φωνητική ή εννοιολογική ομοιότητα των αντιπαρατιθέμενων σημάτων, να στηρίζεται στη συνολική εντύπωση που δημιουργούν τα σήματα αυτά, λαμβανομένων υπόψη ιδίως των διακριτικών και κυρίαρχων στοιχείων τους (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις ΓΕΕΑ κατά Shaker, C‑334/05 P, EU:C:2007:333, σκέψη 35, και Nestlé κατά ΓΕΕΑ, C‑193/06 P, EU:C:2007:539, σκέψη 34).

    32

    Η εκτίμηση της ομοιότητας μεταξύ δύο σημάτων δεν σημαίνει ότι μόνον ένα από τα στοιχεία που συναποτελούν το σύνθετο σήμα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και να συγκρίνεται με το άλλο σήμα. Αντιθέτως, κατά τη σύγκριση αυτή, τα επίμαχα σήματα πρέπει να εξετάζονται το καθένα ως ενιαίο σύνολο, πράγμα που δεν αποκλείει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, το ενδεχόμενο να προέχουν στη συνολική εντύπωση που αφήνει ένα σύνθετο σήμα στη μνήμη του ενδιαφερόμενου κοινού ένα ή περισσότερα από τα συστατικά στοιχεία του (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις ΓΕΕΑ κατά Shaker, EU:C:2007:333, σκέψη 41, και United States Polo Association κατά ΓΕΕΑ, C‑327/11 P, EU:C:2012:550, σκέψη 57).

    33

    Εν προκειμένω, κατά το στάδιο της εκτιμήσεως της φωνητικής και οπτικής ομοιότητας των αντιπαρατιθέμενων σημάτων, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στη σκέψη 25 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, στο προγενέστερο σήμα MAGNET 4, η λέξη «magnet» πρέπει να θεωρηθεί το κυρίαρχο στοιχείο.

    34

    Στον βαθμό που η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι ο χαρακτηρισμός αυτός είναι ασύμβατος προς τον διακριτικό χαρακτήρα που το Γενικό Δικαστήριο αναγνώρισε στη λέξη αυτή, στη σκέψη 26 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αρκεί να τονιστεί ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι ένα λεκτικό στοιχείο πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει αμιγώς περιγραφικό χαρακτήρα, ο χαρακτήρας αυτός δεν αντιτίθεται στην αναγνώριση του κυρίαρχου χαρακτήρα του στοιχείου αυτού κατά την εκτίμηση της ομοιότητας των αντιπαρατιθέμενων σημείων (βλ., υπό την έννοια αυτή, διάταξη Muñoz Arraiza κατά ΓΕΕΑ, C‑388/10 P, EU:C:2011:185, σκέψη 65).

    35

    Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το πρώτο σκέλος του λόγου που αντλείται από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 πρέπει να απορριφθεί.

    36

    Κατά το μέτρο που η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι παρέλειψε, κατά την εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως, να λάβει υπόψη τον αριθμό «4» που περιλαμβάνεται στη σύνθεση του προγενέστερου σήματος, επιβάλλεται η διαπίστωση μετά από ανάγνωση της σκέψεως 25 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι το Γενικό Δικαστήριο, για να εκτιμήσει την οπτική και φωνητική ομοιότητα των αντιπαρατιθέμενων σημείων, απλώς διαπίστωσε ότι το λεκτικό σήμα MAGNEXT του οποίου είχε ζητηθεί η καταχώριση διαφέρει από το στοιχείο «magnet» του προγενέστερου σήματος, MAGNET 4, μόνο κατά το κεφαλαίο γράμμα «X».

    37

    Βεβαίως, αυτή η έλλειψη συνεκτιμήσεως του αριθμού «4», που περιλαμβάνεται στο σήμα MAGNET 4, πρέπει να συσχετισθεί με τον χαρακτηρισμό, ο οποίος έγινε ρητώς στην ίδια σκέψη 25 της εν λόγω αποφάσεως, του στοιχείου «magnet» ως αποτελούντος το κυρίαρχο στοιχείο του σήματος αυτού.

    38

    Συγκεκριμένα, από τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 32 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι, υπό ορισμένες περιστάσεις, η εκτίμηση της ομοιότητας μπορεί να πραγματοποιείται βάσει και μόνο του κυρίαρχου στοιχείου σύνθετου σήματος. Ωστόσο, η νομολογία αυτή αφορά μόνον εξαιρετικές καταστάσεις (διάταξη Repsol κατά ΓΕΕΑ, C‑466/13 P, EU:C:2014:2331, σκέψη 83) και η εκτίμηση της ομοιότητας μπορεί να πραγματοποιηθεί βάσει και μόνο του κυρίαρχου στοιχείου μόνον εφόσον όλα τα άλλα συστατικά στοιχεία του σήματος είναι αμελητέα όσον αφορά τη συνολική εντύπωση που αυτό προκαλεί (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Aceites del Sur‑Coosur/Koipe, C‑498/07 P, EU:C:2009:503, σκέψη 62, και United States Polo Association κατά ΓΕΕΑ, EU:C:2012:550, σκέψη 57).

    39

    Στη σκέψη 25 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως όμως, το Γενικό Δικαστήριο περιορίζεται στην παραδοχή του κυρίαρχου χαρακτήρα του στοιχείου «magnet» στο προγενέστερο σήμα, χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε ανάλυση των χαρακτηριστικών του άλλου στοιχείου που περιλαμβάνεται στο σήμα αυτό, ήτοι του αριθμού «4», από την οποία θα προέκυπτε ότι το στοιχείο αυτό είναι αμελητέο.

    40

    Καίτοι η σκέψη 25 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως παραπέμπει, όπως τόνισε το ΓΕΕΑ, στη σκέψη 22 της αποφάσεως αυτής, που αφορά την οπτική ομοιότητα του αιτούμενου εικονιστικού σήματος και του προγενέστερου σήματος, η τελευταία αυτή σκέψη αναφέρει απλώς τη διαπίστωση στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο ότι ο αριθμός «4» δεν περιλαμβάνεται στο αιτούμενο εικονιστικό σήμα και δεν περιέχει καμία εκτίμηση της οπτικής εντυπώσεως που προκαλεί ο αριθμός αυτός στο πλαίσιο του προγενέστερου σήματος, από την οποία θα προέκυπτε ότι η εντύπωση αυτή είναι αμελητέα.

    41

    Όσον αφορά τη σκέψη 23 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, που αφορά τη φωνητική ομοιότητα του αιτούμενου εικονιστικού σήματος και του προγενέστερου σήματος, στην οποία παραπέμπει επίσης η σκέψη 25 της εν λόγω αποφάσεως, η σκέψη αυτή δεν περιέχει καμία αναφορά στην παρουσία του αριθμού «4» στο προγενέστερο σήμα. Ειδικότερα, δεν περιέχει καμία αναφορά στην προφορά του αριθμού αυτού υπό τη μορφή «cuatro», όπως δηλαδή προφέρεται στην ισπανική γλώσσα που χρησιμοποιείται από το κοινό που θεωρείται ότι αποτελεί το ενδιαφερόμενο κοινό για το σήμα αυτό, και καμία εκτίμηση από την οποία θα προέκυπτε ότι η φωνητική εντύπωση που προκαλεί ο ήχος αυτός είναι αμελητέα.

    42

    Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Γενικό Δικαστήριο πλανήθηκε περί το δίκαιο καθόσον δεν πραγματοποίησε τη σύγκριση των επίμαχων σημάτων εξετάζοντας έκαστον αυτών στο σύνολό του.

    43

    Κατά συνέπεια, το δεύτερο σκέλος του λόγου που αντλείται από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 είναι βάσιμο.

    Επί του τρίτου και του τετάρτου σκέλους

    – Επιχειρήματα των διαδίκων

    44

    Η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά συμπεραίνοντας ότι υπήρχε μέτριου βαθμού ομοιότητα μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημάτων, ενώ έκρινε ως πολύ χαμηλό τον βαθμό φωνητικής ομοιότητας μεταξύ του επίμαχου στην υπόθεση T‑604/11 εικονιστικού σήματος και του προγενέστερου σήματος. Τα επίμαχα όμως εν προκειμένω σήματα, ήτοι το εικονιστικό σήμα και το λεκτικό σήμα MAGNEXT, αποτελούνται από τα ίδια γράμματα και συνεπώς προφέρονται κατά τον ίδιο τρόπο.

    45

    Η αναιρεσείουσα προσάπτει επίσης στο Γενικό Δικαστήριο ότι πλανήθηκε περί το δίκαιο κρίνοντας ότι τα αντιπαρατιθέμενα σήματα παρουσιάζουν μετρίου βαθμού ομοιότητα από οπτικής απόψεως, ενώ το λεκτικό σήμα MAGNEXT απαρτίζεται, όπως και το εικονιστικό σήμα, από δύο στοιχεία «mag» και «next», και ότι το τελευταίο αυτό, που αντιστοιχεί στην οικεία αγγλική λέξη «next», θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο.

    46

    Το ΓΕΕΑ φρονεί ότι το επιχείρημα αυτό είναι απαράδεκτο ή, επικουρικώς, αβάσιμο.

    – Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    47

    Σύμφωνα με τα άρθρα 256, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, και 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αναίρεση περιορίζεται στα νομικά ζητήματα. Το Γενικό Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να προβαίνει στη διαπίστωση και εκτίμηση των σχετικών πραγματικών περιστατικών και να εκτιμά τα αποδεικτικά στοιχεία που έχουν υποβληθεί ενώπιόν του. Η εκτίμηση αυτών των πραγματικών περιστατικών και αποδεικτικών στοιχείων δεν συνιστά συνεπώς, υπό την επιφύλαξη της ενδεχόμενης παραμορφώσεώς τους, νομικό ζήτημα υποκείμενο, αυτό καθ’ εαυτό, στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Nestlé κατά ΓΕΕΑ, EU:C:2007:539, σκέψη 53, και United States Polo Association κατά ΓΕΕΑ, EU:C:2012:550, σκέψη 62).

    48

    Η εκτίμηση της φωνητικής και οπτικής ομοιότητας των αντιπαρατιθέμενων σημείων συνιστά εκτίμηση πραγματικών περιστατικών (βλ. υπό την έννοια αυτή, μεταξύ άλλων, διάταξη Longevity Health Products κατά ΓΕΕΑ, C‑311/14 P, EU:C:2015:23, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία) και συνεπώς μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αναιρέσεως μόνο σε περίπτωση παραμορφώσεως των πραγματικών αυτών περιστατικών.

    49

    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, μια τέτοια παραμόρφωση πρέπει να προκύπτει προδήλως από τα στοιχεία της δικογραφίας, χωρίς να χρειάζεται να πραγματοποιηθεί νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων (βλ., μεταξύ άλλων, διάταξη Mundipharma κατά ΓΕΕΑ, C‑669/13 P, EU:C:2014:2308, σκέψη 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    50

    Εν προκειμένω, πρέπει να υπομνησθεί ότι, καίτοι η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων βάσει των οποίων το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε τη φωνητική και οπτική ομοιότητα των αντιπαρατιθέμενων σημείων, τα επιχειρήματα που αναπτύσσει προς στήριξη των όσων υποστηρίζει συναφώς περιορίζονται, κατ’ ουσίαν, σε επανάληψη των επιχειρημάτων που έχει ήδη αναπτύξει με τα δικόγραφά της που κατέθεσε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και δεν περιλαμβάνουν κανένα ειδικό νομικό επιχείρημα βάσει του οποίου να μπορεί να αποδειχθεί, πέραν της κατά την αναιρεσείουσα εσφαλμένης εκτιμήσεως ορισμένων πραγματικών περιστατικών εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, παραμόρφωση των περιστατικών αυτών στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

    51

    Επομένως, το τρίτο και το τέταρτο σκέλος του λόγου που αντλείται από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα.

    Επί της ελλείψεως αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    52

    Η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν διατύπωσε, στη σκέψη 35 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, λεπτομερή αιτιολογία που να δικαιολογεί, βάσει ορθής εκτιμήσεως της ομοιότητας από οπτικής και φωνητικής απόψεως των αντιπαρατιθέμενων σημείων, το συμπέρασμα ότι υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των σημείων αυτών. Η απόφαση συνεπώς είναι πλημμελής λόγω ελλείψεως αιτιολογίας.

    53

    Το ΓΕΕΑ φρονεί ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς κατά νόμο αιτιολογημένη.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    54

    Κατά πάγια νομολογία, η υποχρέωση αιτιολογήσεως την οποία υπέχει το Γενικό Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 36 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, το οποίο ισχύει για το Γενικό Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του ίδιου Οργανισμού, και το άρθρο 81 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, δεν του επιβάλλει να εκθέτει σκεπτικό το οποίο να ακολουθεί αναλυτικά έναν προς έναν όλους τους λόγους που προβάλλουν οι διάδικοι και, ως εκ τούτου, η αιτιολογία μπορεί να συνάγεται εμμέσως, υπό την προϋπόθεση ότι επιτρέπει στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους το Γενικό Δικαστήριο δεν δέχθηκε τα επιχειρήματά τους, στο δε Δικαστήριο να διαθέτει επαρκή στοιχεία ώστε να ασκήσει τον έλεγχό του (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Edwin κατά ΓΕΕΑ, C‑263/09 P, EU:C:2011:452, σκέψη 64, και Isdin κατά Bial-Portela, C‑597/12 P, EU:C:2013:672, σκέψη 21 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    55

    Εν προκειμένω, πρέπει να τονιστεί ότι η σκέψη 35 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στην οποία το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει την ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων, αποτελεί μια συμπερασματική σκέψη που στηρίζεται εμμέσως, πλην σαφώς, στις διαπιστώσεις που έγιναν στις προηγούμενες σκέψεις της αποφάσεως αυτής, αφενός, ως προς την ομοιότητα από οπτικής, φωνητικής και εννοιολογικής απόψεως μεταξύ του λεκτικού σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και του προγενέστερου σήματος και, αφετέρου, ως προς τον διακριτικό χαρακτήρα του τελευταίου αυτού.

    56

    Όσον αφορά τις διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με την οπτική και φωνητική ομοιότητα των αντιπαρατιθέμενων σημείων, τις οποίες η αναιρεσείουσα αμφισβητεί ότι δύνανται να στηρίξουν το συμπέρασμα που το δικαστήριο αυτό αντλεί από αυτές ως προς την ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως, τονίστηκε ήδη, στις σκέψεις 33 και 36 της παρούσας αποφάσεως, ότι το Γενικό Δικαστήριο έλαβε υπόψη, όσον αφορά το σήμα MAGNET 4, μόνο το στοιχείο «magnet», το οποίο χαρακτήρισε ως κυρίαρχο, χωρίς να λάβει υπόψη τον αριθμό «4».

    57

    Αφενός, όμως, το Γενικό Δικαστήριο δεν διατύπωσε καμία αιτιολογία, ούτε καν έμμεση, βάσει της οποίας να μπορούν να γίνουν γνωστοί οι λόγοι για τους οποίους χαρακτήρισε το στοιχείο «magnet» ως κυρίαρχο (βλ. σκέψη 39 της παρούσας αποφάσεως).

    58

    Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο ομοίως δεν αιτιολόγησε, έστω και εμμέσως, την απόφασή του να μην περιλάβει τον αριθμό «4» στην εκτίμησή του της ομοιότητας των αντιπαρατιθέμενων σημείων (βλ. σκέψεις 39 έως 41 της παρούσας αποφάσεως).

    59

    Επομένως, στον βαθμό που στηρίζεται σε εκτίμηση της ομοιότητας από οπτικής και φωνητικής απόψεως των αντιπαρατιθέμενων σημείων η οποία είναι πλημμελής λόγω ελλείψεως αιτιολογίας, η διαπίστωση της υπάρξεως κινδύνου συγχύσεως στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 35 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως είναι και αυτή ανεπαρκώς αιτιολογημένη.

    60

    Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, ιδίως στης σκέψεις 42, 43 και 59 της παρούσας αποφάσεως, το σημείο 4 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να ακυρωθεί.

    Επί της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

    61

    Σύμφωνα με το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, αυτό, σε περίπτωση ακυρώσεως της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, μπορεί είτε το ίδιο να αποφανθεί οριστικώς επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση, είτε να την αναπέμψει στο Γενικό Δικαστήριο για να αποφανθεί αυτό.

    62

    Εν προκειμένω, το Δικαστήριο εκτιμά ότι η διαφορά δεν είναι ώριμη προς εκδίκαση, εφόσον, για να πραγματοποιηθεί σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως σύμφωνη προς τις απαιτήσεις που καθορίζει το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να συμπληρώσει την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών.

    63

    Επομένως, η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί στο Γενικό Δικαστήριο.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    64

    Δεδομένης της αναπομπής της υποθέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το Δικαστήριο επιφυλάσσεται ως προς τα σχετικά με την παρούσα αναιρετική διαδικασία δικαστικά έξοδα.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφασίζει:

     

    1)

    Ακυρώνει το σημείο 4 του διατακτικού της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης Mega Brands κατά ΓΕΕΑ – Diset (MAGNEXT) (T‑604/11 και T‑292/12, EU:T:2014:56).

     

    2)

    Αναπέμπει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

     

    3)

    Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

    Top