Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62014CC0268

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα N. Wahl της 15ης Οκτωβρίου 2015.
    Italmobiliare SpA κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
    Αίτηση αναιρέσεως – Ανταγωνισμός – Αγορά του “τσιμέντου και των συναφών προϊόντων” – Διοικητική διαδικασία – Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 – Άρθρο 18, παράγραφοι 1 και 3 – Απόφαση με την οποία ζητούνται πληροφορίες – Αιτιολογία – Ακρίβεια.
    Υπόθεση C-268/14 P.

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2015:697

    ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    NILS WAHL

    της 15ης Οκτωβρίου 2015 (1)

    Υπόθεση C‑268/14 P

    Italmobiliare SpA

    κατά

    Ευρωπαϊκής Επιτροπής

    «Αίτηση αναιρέσεως — Αγορές τσιμέντου και συναφών προϊόντων — Άρθρο 18, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου — Εξουσίες της Επιτροπής να ζητεί πληροφορίες — Αποδέκτης της αιτήσεως για την παροχή πληροφοριών — Αναλογικότητα — Αιτιολογία — Δικαίωμα ακροάσεως»





    1.        Ποιες είναι οι προϋποθέσεις και τα όρια της εξουσίας που έχει η Επιτροπή να απαιτεί από επιχειρήσεις, με απόφασή της, την παροχή πληροφοριών στο πλαίσιο έρευνας σχετικά με πιθανές παραβάσεις των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης;

    2.        Αυτά είναι, ουσιαστικά, τα βασικά ζητήματα που εγείρονται με την αίτηση αναιρέσεως που κατέθεσε η Italmobiliare SpA (στο εξής: Italmobiliare ή αναιρεσείουσα) κατά αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή ακυρώσεως που στρεφόταν κατά αποφάσεως της Επιτροπής, εκδοθείσας βάσει του άρθρου 18, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 (2), δυνάμει της οποίας η Επιτροπή ζητούσε από την εν λόγω εταιρεία την παροχή σημαντικού όγκου πληροφοριών.

    3.        Παρόμοια σε μεγάλο βαθμό ζητήματα εγείρονται και με τρεις άλλες αιτήσεις αναιρέσεως, οι οποίες ασκήθηκαν από διαφορετικές εταιρίες που δραστηριοποιούνται στην αγορά τσιμέντου, και στρέφονται κατά τριών αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου με τις οποίες απορρίφθηκαν επίσης, ως επί το πλείστον, οι προσφυγές τους κατά αποφάσεων της Επιτροπής αντίστοιχων με αυτήν που προσβάλλει η Italmobiliare. Σήμερα πρόκειται να αναπτύξω προτάσεις και επί των άλλων αυτών τριών υποθέσεων (3). Επομένως, οι παρούσες προτάσεις συνθέτουν ένα σύνολο με τις προτάσεις μου στις υποθέσεις εκείνες.

    I –    Νομικό πλαίσιο

    4.        Η αιτιολογική σκέψη 23 του κανονισμού 1/2003 έχει ως εξής:

    «Η Επιτροπή θα πρέπει να έχει σε ολόκληρη την Κοινότητα την εξουσία να απαιτεί τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για τον εντοπισμό συμφωνιών, αποφάσεων και εναρμονισμένων πρακτικών που απαγορεύονται βάσει του άρθρου [101 ΣΛΕΕ], καθώς και περιπτώσεων καταχρηστικής εκμετάλλευσης δεσπόζουσας θέσης, η οποία απαγορεύεται βάσει του άρθρου [102 ΣΛΕΕ]. Οι επιχειρήσεις, όταν συμμορφώνονται με απόφαση της Επιτροπής, δεν μπορούν να υποχρεωθούν να ομολογήσουν ότι διέπραξαν παράβαση, αλλά υποχρεούνται εν πάση περιπτώσει να απαντήσουν στις περί των γεγονότων ερωτήσεις και να παράσχουν έγγραφα, ακόμη και αν οι πληροφορίες αυτές μπορεί να χρησιμοποιηθούν εναντίον τους ή εναντίον άλλων επιχειρήσεων για τη θεμελίωση ύπαρξης παράβασης.»

    5.        Το άρθρο 18 (Αιτήσεις παροχής πληροφοριών) του κανονισμού 1/2003, στο μέτρο που ασκεί επιρροή εν προκειμένω, προβλέπει τα εξής:

    «1.      Προς εκπλήρωση των καθηκόντων που της ανατίθενται βάσει του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή δύναται, κατόπιν απλής αιτήσεως ή βάσει αποφάσεως, να ζητήσει από επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων να παράσχουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες.

    2.      Κατά την υποβολή απλής αίτησης παροχής πληροφοριών προς επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων, η Επιτροπή αναφέρει τη νομική βάση και το σκοπό της αίτησης, προσδιορίζει τι είδους πληροφορίες χρειάζεται και καθορίζει την προθεσμία υποβολής των ζητούμενων πληροφοριών, καθώς και τις κυρώσεις που επισύρει η παροχή ανακριβών ή παραπλανητικών πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 23.

    3.      Όταν η Επιτροπή απαιτεί από επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων να παράσχουν πληροφορίες με απόφασή της, στην εν λόγω απόφαση αναφέρονται η νομική βάση και ο σκοπός της αίτησης, προσδιορίζονται οι ζητούμενες πληροφορίες και τάσσεται προθεσμία για την παροχή τους. Επίσης, μνημονεύονται οι κυρώσεις που προβλέπει το άρθρο 23 και μνημονεύονται ή επιβάλλονται οι κυρώσεις που προβλέπει το άρθρο 24. Στην απόφαση αναφέρεται περαιτέρω το δικαίωμα να ζητηθεί η εξέταση της απόφασης από το Δικαστήριο.

    […]»

    II – Ιστορικό της διαφοράς

    6.        Το 2008 και το 2009, η Επιτροπή —ενεργώντας δυνάμει του άρθρου 20 του κανονισμού 1/2003— διενήργησε πληθώρα ελέγχων σε εγκαταστάσεις αρκετών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνταν στην αγορά τσιμέντου. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονταν και οι Italcementi Fabbriche Riunite Cemento SpA (στο εξής: Italcementi), Ciments français SA, Ciment Calcia SA και Ciment Belges SA, εταιρίες οι οποίες, κατά την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, υπάγονταν στον άμεσο ή έμμεσο έλεγχο της αναιρεσείουσας. Σε συνέχεια αυτών των ελέγχων, το 2009 και το 2010, η Επιτροπή απέστειλε —μεταξύ άλλων— και στην Italcementi, αιτήσεις για την παροχή πληροφοριών βάσει του άρθρου 18, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003.

    7.        Με έγγραφο της 4ης Νοεμβρίου 2010, η Επιτροπή κοινοποίησε στην Italcementi, αφενός, την πρόθεσή της να της αποστείλει απόφαση για την παροχή πληροφοριών, δυνάμει του άρθρου 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003, και, αφετέρου, το σχέδιο ερωτηματολογίου το οποίο επρόκειτο να επισυνάψει στην εν λόγω απόφαση. Η Italcementi υπέβαλε τις παρατηρήσεις της στην Επιτροπή στις 15 Νοεμβρίου 2010 και την 1η Δεκεμβρίου 2010.

    8.        Στις 6 Δεκεμβρίου 2010, η Επιτροπή γνωστοποίησε στην προσφεύγουσα ότι είχε αποφασίσει, βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 6, του κανονισμού 1/2003 και του άρθρου 2 του κανονισμού (ΕΚ) 773/2004 (4), να κινήσει, τόσο εναντίον της όσο και εναντίον άλλων επτά επιχειρήσεων, διαδικασία για εικαζόμενες παραβάσεις του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, που είχαν ως αντικείμενο περιορισμούς των εισαγωγών στον ΕΟΧ από χώρες εκτός του ΕΟΧ, κατανομή αγορών, συντονισμό των τιμών και παρεμφερείς πρακτικές αντίθετες στον ανταγωνισμό εντός της αγοράς τσιμέντου και εντός των αγορών συναφών προϊόντων.

    9.        Στις 30 Μαρτίου 2011, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2011) 2364 τελικό, της 30ής Μαρτίου 2011, σχετικά με τη διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 18, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου (Υπόθεση 39520 — Τσιμέντο και συναφή προϊόντα) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

    10.      Στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή σημείωνε ότι, κατά το άρθρο 18 του κανονισμού 1/2003, μπορεί προς εκπλήρωση των καθηκόντων που της ανατίθενται από τον εν λόγω κανονισμό να ζητεί, με απλή αίτηση ή βάσει αποφάσεως, από επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων να της παράσχουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες (αιτιολογική σκέψη 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Μετά την επισήμανση ότι η Italcementi είχε ενημερωθεί σχετικά με την πρόθεση της Επιτροπής να εκδώσει απόφαση βάσει του άρθρου 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 και ότι η επιχείρηση είχε υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί του σχεδίου ερωτηματολογίου (αιτιολογικές σκέψεις 4 και 5 της προσβαλλομένης αποφάσεως), η Επιτροπή, με την απόφασή της, κάλεσε την αναιρεσείουσα και τις θυγατρικές της επιχειρήσεις να απαντήσουν στο ερωτηματολόγιο που επισυναπτόταν ως παράρτημα I. Σημειωτέον δε ότι το παράρτημα I αποτελούνταν από 78 σελίδες και 10 ομάδες ερωτημάτων. Οι οδηγίες σχετικά με τις απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο περιλαμβάνονταν στο παράρτημα II, ενώ τα πρότυπα απαντήσεων στο παράρτημα III.

    11.      Η Επιτροπή επέστησε επίσης την προσοχή στις εικαζόμενες παραβάσεις (αιτιολογική σκέψη 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως), τις οποίες περιέγραψε ως εξής: «[ο]ι εικαζόμενες παραβάσεις αφορούν περιορισμούς των εμπορικών ανταλλαγών εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ), συμπεριλαμβανομένου του περιορισμού των εισαγωγών προς τον ΕΟΧ από χώρες εκτός του ΕΟΧ, κατανομή των αγορών, συντονισμό των τιμών και συναφείς πρακτικές αντίθετες στον ανταγωνισμό εντός της αγοράς τσιμέντου και εντός των αγορών συναφών προϊόντων». Λαμβάνοντας υπόψη τον χαρακτήρα και τον όγκο των πληροφοριών που ζητούνταν, καθώς και τη σοβαρότητα των εικαζομένων παραβάσεων των κανόνων του ανταγωνισμού, η Επιτροπή έκρινε σκόπιμο να τάξει στην αναιρεσείουσα προθεσμία δώδεκα εβδομάδων για να απαντήσει στην αίτηση παροχής πληροφοριών.

    12.      Το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως έχει ως εξής:

    «Άρθρο 1

    Η Italmobiliare SpA και όσες θυγατρικές της βρίσκονται εντός της ΕΕ και υπάγονται στον άμεσο ή έμμεσο έλεγχό της, θα παράσχουν τις πληροφορίες που μνημονεύονται στο παράρτημα I της παρούσας αποφάσεως, υπό τη μορφή που ζητούνται στο παράρτημα II και στο παράρτημα III αυτής, εντός προθεσμίας δώδεκα εβδομάδων από της ημερομηνίας κοινοποιήσεως της παρούσας αποφάσεως. Όλα τα παραρτήματα αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της παρούσας αποφάσεως.

    Άρθρο 2

    Αποδέκτες της παρούσας αποφάσεως είναι η Italmobiliare SpA και όσες θυγατρικές της βρίσκονται εντός της ΕΕ και υπάγονται στον άμεσο ή έμμεσο έλεγχο της.»

    13.      Στις 27 Ιουνίου 2011 και στις 11 Ιουλίου 2011, η αναιρεσείουσα διαβίβασε τις απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο που της είχε αποσταλεί από την Επιτροπή.

    III – Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

    14.      Με προσφυγή την οποία άσκησε στις 8 Ιουνίου 2011, η Italmobiliare ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση.

    15.      Με την απόφαση της 14ης Μαρτίου 2014, Italmobiliare κατά Επιτροπής, T‑305/11 (στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση) (5), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή και καταδίκασε την Italmobiliare στα δικαστικά έξοδα.

    IV – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

    16.      Με το δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως, το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 26 Μαΐου 2014, η Italmobiliare ζητεί από το Δικαστήριο:

    –        να αναιρέσει την απόφαση T‑305/11 και να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

    –        να διατάξει τη λήψη των κατάλληλων μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας ή μέτρων έρευνας που προβλέπονται από τα άρθρα 62 και 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου·

    –        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα αμφότερων των βαθμών δικαιοδοσίας·

    –        επικουρικά, να αναπέμψει την απόφαση στο Γενικό Δικαστήριο για να αποφανθεί αυτό εκ νέου.

    17.      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

    –        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως·

    –        επικουρικά, εφόσον κριθεί σκόπιμο, να επικυρώσει τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως·

    –        να καταδικάσει την Italmobiliare στα δικαστικά έξοδα.

    V –    Ανάλυση των λόγων αναιρέσεως

    18.      Η Italmobiliare προβάλλει πέντε λόγους αναιρέσεως. Σε γενικές γραμμές, αυτοί οι λόγοι αναιρέσεως αφορούν το ζήτημα αν το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε ορθώς τις εξουσίες της Επιτροπής να ζητεί πληροφορίες δυνάμει του κανονισμού 1/2003.

    19.      Οι βασικές νομοθετικές διατάξεις και η νομολογία σχετικά με τις εξουσίες της Επιτροπής να ζητεί πληροφορίες παρατίθενται στις επίσης σημερινές προτάσεις μου επί της υποθέσεως HeidelbergCement κατά Επιτροπής (6).

    20.      Με αυτά τα δεδομένα κατά νου, θα εξετάσω τους λόγους αναιρέσεως που προβάλλει η αναιρεσείουσα.

     Α —      Αποδέκτης της αποφάσεως

    1.      Επιχειρήματα των διαδίκων

    21.      Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η Italmobiliare υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένως το άρθρο 18 του κανονισμού 1/2003 καθόσον έκρινε ότι η Επιτροπή μπορούσε εν προκειμένω να αποστείλει αίτηση παροχής πληροφοριών σε μια απλή εταιρία επενδύσεων χαρτοφυλακίου, η οποία ουδέποτε αποδείχθηκε ότι ήλεγχε την Italcementi. Επίσης, η αναιρεσείουσα επικαλείται παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, καθόσον, στο πλαίσιο προγενέστερης επικοινωνίας, η Επιτροπή είχε δηλώσει ότι η Italcementi θα ήταν ο αποδέκτης της αποφάσεως που θα εκδιδόταν βάσει του άρθρου 18, παράγραφος 3. Τέλος, η αναιρεσείουσα προβάλλει παραβίαση της αρχής απαγορεύσεως των διακρίσεων: στο πλαίσιο της επίμαχης έρευνας, η αναιρεσείουσα ήταν η μοναδική εταιρία χαρτοφυλακίου στην οποία απεστάλη απόφαση που εκδόθηκε βάσει του άρθρου 18, παράγραφος 3, παρά το γεγονός ότι και άλλοι όμιλοι εταιριών που αποτέλεσαν αντικείμενο της ίδιας έρευνας είχαν στην κορυφή της εταιρικής τους δομής εταιρίες επενδύσεων χαρτοφυλακίου.

    22.      Η Επιτροπή αντιτείνει ότι το πρώτο σκέλος του συγκεκριμένου λόγου αναιρέσεως είναι απαράδεκτο διότι εγείρει ζητήματα που αφορούν πραγματικά περιστατικά και ότι, σε κάθε περίπτωση, το άρθρο 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να ζητεί πληροφορίες από οποιονδήποτε η ίδια θεωρεί ευλόγως ότι ενδέχεται να έχει στην κατοχή του κρίσιμες πληροφορίες. Επίσης προσθέτει ότι η Italmobiliaire δεν μπορούσε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα από το σχέδιο ερωτηματολογίου το οποίο απεστάλη στην Italcementi και ότι ουδέποτε διαβεβαίωσε με τρόπο σαφή και ανεπιφύλακτο την Italcementi ως προς τον αποδέκτη της αποφάσεως που επρόκειτο να εκδοθεί.

    2.      Ανάλυση

    23.      Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε τρία διαφορετικά σφάλματα στο μέτρο που έκρινε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση μπορούσε νομίμως να απευθυνθεί στην αναιρεσείουσα.

    24.      Πριν εξετάσω το πλέον πολύπλοκο τμήμα του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως —δηλαδή το κατά πόσο μια επιχείρηση μπορεί να είναι ο αποδέκτης αιτήσεως για παροχή πληροφοριών που αφορά πρωτίστως τις δραστηριότητες άλλης επιχειρήσεως στης οποίας το μετοχικό κεφάλαιο συμμετέχει η πρώτη εταιρία— θα αναλύσω τα υπόλοιπα σκέλη του πρώτου λόγου αναιρέσεως.

    25.      Κατ’ αρχάς, έχω την άποψη ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε νομική πλάνη κρίνοντας ότι η αναιρεσείουσα δεν έλαβε συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις από την Επιτροπή ότι η απόφαση που επρόκειτο να εκδοθεί βάσει του άρθρου 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 θα απευθυνόταν στην Italcementi. Πρώτον, το ερωτηματολόγιο που απεστάλη στην Italcementi στις 4 Νοεμβρίου 2010 ήταν απλώς και μόνον ένα σχέδιο, το οποίο είχε δημιουργηθεί από τις υπηρεσίες της Επιτροπής, προκειμένου η Επιτροπή να δεχθεί παρατηρήσεις με σκοπό τη βελτίωση του περιεχομένου του τελικού ερωτηματολογίου. Η απλή ανταλλαγή απόψεων δεν μπορεί, αυτή καθαυτή, να δεσμεύει την Επιτροπή όσον αφορά την έκδοση δεσμευτικών αποφάσεων βάσει του άρθρου 18, παράγραφος 3 (7). Σε κάθε περίπτωση, το κείμενο του σχεδίου ερωτηματολογίου δεν αποκλείει την πιθανότητα άλλες εταιρίες, ανήκουσες στον ίδιο εταιρικό όμιλο ή συνδεδεμένες με κάποιας μορφής εταιρική σχέση με την Italcementi, να είναι αποδέκτες της αποφάσεως που θα εκδιδόταν βάσει του άρθρου 18, παράγραφος 3. Δεύτερον, το γεγονός ότι η αναιρεσείουσα ήταν ο αποδέκτης της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας, η οποία εκδόθηκε μόλις λίγες ημέρες μετά την αποστολή του σχεδίου ερωτηματολογίου στην Italcementi, αποκλείει την πιθανότητα οι διαβεβαιώσεις τις οποίες ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα ότι έλαβε από την Επιτροπή επί του συγκεκριμένου ζητήματος να ήταν «συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες» υπό την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου σχετικά με την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (8).

    26.      Όσον αφορά την προβαλλόμενη δυσμενή διάκριση, θεωρώ ότι η συγκεκριμένη αιτίαση δεν έχει έρεισμα. Όπως θα εξηγήσω στα σημεία που ακολουθούν, το άρθρο 18 του κανονισμού 1/2003 παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να ζητεί πληροφορίες από οποιαδήποτε επιχείρηση εκτιμά ότι έχει στην κατοχή της πληροφορίες κρίσιμες για την έρευνά της. Ως εκ τούτου, ο χαρακτήρας των δραστηριοτήτων της επιχειρήσεως στην οποία απευθύνεται η αίτηση παροχής πληροφοριών δεν έχει, κατ’ αρχήν, καθοριστική σημασία. Επομένως, το ζήτημα αν στην Italmobiliare επιφυλάχθηκε διαφορετική μεταχείριση σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις οι οποίες ήταν επίσης εταιρίες επενδύσεων χαρτοφυλακίου είναι άνευ αντικειμένου. Τούτο διότι δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο, όσον αφορά την κατοχή των πληροφοριών που ζητήθηκαν από την Επιτροπή, οι εταιρίες αυτές να ήταν σε διαφορετική θέση σε σχέση με την Italmobiliare. Κανένα από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν συνηγορεί υπέρ της απόψεως ότι το Γενικό Δικαστήριο θα μπορούσε, πράγματι, να προβεί σε σύγκριση μεταξύ της Italmobiliare και αυτών των εταιριών ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα.

    27.      Κατόπιν τούτου, θα εξετάσω αυτό που, κατά την άποψή μου, αποτελεί το βασικό ζήτημα το οποίο εγείρεται με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως: κατά πόσον επιτρεπόταν εν προκειμένω η Επιτροπή να απευθύνει την απόφαση για παροχή πληροφοριών σε μια εταιρία που κατείχε μετοχές των εταιριών για τις οποίες υπήρχαν υπόνοιες ότι είχαν παραβεί το άρθρο 101 ΣΛΕΕ.

    28.      Το ερώτημα αυτό —το οποίο συνιστά νομικό ζήτημα και, ως εκ τούτου, παραδεκτώς προβάλλεται στην κατ’ αναίρεση δίκη— εδράζεται στο επιχείρημα της αναιρεσείουσας ότι, όταν εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, αυτή ενεργούσε απλώς ως «εταιρία επενδύσεων χαρτοφυλακίου». Κατά την άποψη της αναιρεσείουσας, ούτε από την προσβαλλόμενη ούτε από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση αποδεικνύεται ότι αυτή ασκούσε έλεγχο στις εταιρίες του ομίλου Italcementi. Ελλείψει οποιουδήποτε σχετικού αποδεικτικού στοιχείου, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι ήταν παράλογο να θεωρηθεί ότι η ίδια κατείχε οποιεσδήποτε κρίσιμες για τη διενεργούμενη έρευνα πληροφορίες.

    29.      Συναφώς, επιβάλλεται να υπενθυμιστεί ότι, κατά το άρθρο 18 του κανονισμού, η Επιτροπή μπορεί να απευθύνει αιτήσεις για την παροχή πληροφοριών σε οποιαδήποτε επιχείρηση ενδέχεται να κατέχει κρίσιμες πληροφορίες, ανεξαρτήτως της εμπλοκής της οικείας επιχειρήσεως στην εικαζόμενη παράβαση.

    30.      Η Επιτροπή απολαύει ευρείας διακριτικής ευχέρειας κατά την άσκηση των εξουσιών ελέγχου που της απονέμονται από τον κανονισμό 1/2003, συμπεριλαμβανομένων και αυτών του άρθρου 18 του εν λόγω κανονισμού. Πάντως, αυτή η διακριτική ευχέρεια δεν είναι απεριόριστη. Πράγματι, κατά την άσκηση των εξουσιών ελέγχου, η Επιτροπή υποχρεούται να σέβεται τις γενικές αρχές του δικαίου και τα θεμελιώδη δικαιώματα που αναγνωρίζονται από το δίκαιο της Ένωσης (9). Κατά την άποψή μου, αυτά τα όρια δεν αφορούν μόνο ζητήματα όπως ο όγκος των πληροφοριών που ζητούνται ή η προθεσμία υποβολής των σχετικών πληροφοριών, αλλά και την επιλογή της επιχειρήσεως στην οποία πρέπει να απευθυνθεί η αίτηση για την παροχή πληροφοριών.

    31.      Φρονώ ότι, για την υπό κρίση υπόθεση, τρεις γενικές αρχές του δικαίου έχουν καθοριστική σημασία.

    32.      Πρώτον, κατά πάγια νομολογία, η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της ΕΕ, επιτάσσει δε τα προβλεπόμενα από διάταξη του δικαίου αυτού μέσα να είναι κατάλληλα για την υλοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού και να μην υπερβαίνουν το αναγκαίο για την επίτευξή του μέτρο (10). Όταν υπάρχει δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσοτέρων καταλλήλων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο καταναγκαστικό μέτρο και τα μειονεκτήματα που προκαλούνται δεν πρέπει να είναι υπέρμετρα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς (11). Στο πλαίσιο των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι μια έρευνα είναι δυσανάλογη όταν συνιστά υπερβολική και, ως εκ τούτου, μη ανεκτή επέμβαση στα δικαιώματα της οικείας επιχειρήσεως (12).

    33.      Δεύτερον, από τη νομολογία του Δικαστηρίου καθίσταται σαφές ότι η αρχή της ασφάλειας του δικαίου, η οποία συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, επιτάσσει κάθε πράξη του δικαίου της Ένωσης, ιδίως όταν επιβάλλει κυρώσεις ή παρέχει δυνατότητα επιβολής κυρώσεων, να είναι σαφής και ακριβής ούτως ώστε τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα να μπορούν να γνωρίζουν επακριβώς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους όπως απορρέουν από αυτή, και να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα (13).

    34.      Τρίτον, κατά πάγια νομολογία, η Επιτροπή επιβάλλεται, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας που αφορά πιθανολογούμενες παραβάσεις των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης, να σέβεται την αρχή της χρηστής διοικήσεως όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (14). Η αρχή αυτή συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, την υποχρέωση κάθε διοικητικού οργάνου της Ένωσης «να αιτιολογεί τις αποφάσεις του».

    35.      Κατά την άποψή μου, στην υπό κρίση υπόθεση, η απόφαση της Επιτροπής εγείρει ζητήματα σχετικά με τις τρεις αυτές γενικές αρχές.

    36.      Πρώτον, όσον αφορά την αρχή της αναλογικότητας, επισημαίνω ότι ουδείς αμφισβητεί ότι η Italmobiliare δεν ασκούσε δραστηριότητες στις αγορές που αποτέλεσαν αντικείμενο της έρευνας. Ομοίως, δεν αμφισβητείται ότι η Επιτροπή είχε πολύ σαφή άποψη ως προς το ποιες επιχειρήσεις, εντός του ομίλου εταιριών της Italmobiliare, υποπτευόταν για παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης. Μάλιστα, σε τέσσερις από αυτές τις επιχειρήσεις διενεργήθηκαν επιτόπιοι έλεγχοι τον Νοέμβριο του 2008. Επιπλέον, μεταξύ των ετών 2009 και 2010, είχαν κοινοποιηθεί αρκετές αιτήσεις παροχής πληροφοριών στην Italcementi, στην οποία άλλωστε και απεστάλη, στις 4 Νοεμβρίου 2010, το σχέδιο ερωτηματολογίου. Το κυριότερο, η ίδια η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εστίαζε στις δραστηριότητες της Italmobiliare, αλλά αφορούσε πρωτίστως τις δραστηριότητες των υπόλοιπων επιχειρήσεων.

    37.      Ακόμη και αν υποτεθεί ότι η Italmobiliare είχε στην κατοχή της τις πληροφορίες που αναζητούνταν, ή έστω ότι θα μπορούσε να έχει πρόσβαση σε αυτές, έχω την άποψη ότι, ούτως ή άλλως, οι όποιες πληροφορίες τυχόν έδινε θα είχαν προέλθει από πηγή η οποία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «η δεύτερη καλύτερη επιλογή». Με άλλα λόγια, οι ζητούμενες πληροφορίες θα προέρχονταν, εν πάση περιπτώσει, από επιχείρηση η οποία δεν θα ήταν αυτή την οποία αφορούσαν οι οικείες πληροφορίες και αυτή που θα τις είχε, κατά πάσα πιθανότητα, συγκεντρώσει.

    38.      Υπό αυτές τις περιστάσεις, προκαλεί απορία το γεγονός ότι η Επιτροπή απέστειλε την προσβαλλόμενη απόφαση όχι σε αυτές τις εταιρίες τις οποίες —επαναλαμβάνω— γνώριζε πολύ καλά, αλλά στην αναιρεσείουσα. Είναι προφανές ότι οι επίμαχες πληροφορίες θα είχαν παρασχεθεί ευχερέστερα και πολύ πιο άμεσα από αυτές τις εταιρίες.

    39.      Πάντως, αν ο λόγος για τον οποίο η προσβαλλόμενη απόφαση απεστάλη στην αναιρεσείουσα ήταν για να ομαδοποιήσει αυτή τα δεδομένα από όλες τις επιχειρήσεις του εταιρικού ομίλου Italmobiliare σε ένα ενιαίο σύνολο πληροφοριών, εκτιμώ ότι δεν ευσταθεί. Όπως εξήγησα λεπτομερώς στις προτάσεις μου επί της υποθέσεως HeidelbergCement, το άρθρο 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 δεν επιτρέπει στην Επιτροπή να επιβάλει στον αποδέκτη της αιτήσεως παροχής πληροφοριών υποχρεώσεις οι οποίες αφορούν τη στοιχειοθέτηση της υποθέσεως και, ως εκ τούτου, βαρύνουν, κατ’ αρχήν, το προσωπικό της Επιτροπής (15).

    40.      Επιπλέον, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει —κατά την άποψή μου πειστικά— ότι δεν μπορεί να ληφθεί ως δεδομένο, όπως φαίνεται να κάνει η Επιτροπή, ότι απλώς και μόνο λόγω της συμμετοχής της στο μετοχικό κεφάλαιο είχε τον «έλεγχο» αυτών των εταιριών και ότι τούτο, συνακόλουθα, συνεπαγόταν ότι είχε στην κατοχή της τις ζητούμενες πληροφορίες ή ότι μπορούσε να τις αποκτήσει ευχερώς και αμέσως. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι η αναιρεσείουσα είχε ενδεχομένως, λόγω των υφιστάμενων εταιρικών δεσμών της με τις υπόλοιπες εταιρίες, πρόσβαση στις οικείες πληροφορίες, δεν αμφισβητείται ότι η συγκέντρωση, η μορφοποίηση και η υποβολή των πληροφοριών που ζητήθηκαν κατέστησαν περισσότερο πολύπλοκες, χρονοβόρες και δαπανηρές. Ταυτόχρονα, η άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας της Italcementi, περιλαμβανομένου του δικαιώματός της να μην αυτοενοχοποιηθεί, κατέστη δυσχερέστερη ως προς τα δικαιώματα που θα ασκούνταν μέσω του «φίλτρου» της Italmobiliare.

    41.      Τούτο ισχύει ακόμη περισσότερο στην υπό κρίση υπόθεση, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιελάμβανε εξαιρετικά μεγάλο αριθμό ερωτημάτων τα οποία αφορούσαν πολύ διαφορετικές μεταξύ τους θεματικές και απαιτούσαν λεπτομερέστατες απαντήσεις (16). Κατά την άποψή μου, η Επιτροπή δεν μπορούσε να αναμένει ευλόγως από την αναιρεσείουσα —μια απλή εταιρία επενδύσεων χαρτοφυλακίου— να έχει ήδη στην κατοχή της όλες αυτές τις πληροφορίες. Ούτε μπορούσε να αναμένει ότι το προσωπικό μιας εταιρίας επενδύσεων χαρτοφυλακίου θα ήταν ικανό να συστηματοποιήσει και να υποβάλει αυτές τις πληροφορίες τόσο αποτελεσματικά και γρήγορα όσο το προσωπικό των εταιριών που, όντως, είχαν στην κατοχή τους αυτές τις πληροφορίες.

    42.      Πολλώ δε μάλλον, στον βαθμό που τρεις προγενέστερες αιτήσεις για παροχή πληροφοριών δυνάμει του άρθρου 18, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 είχαν αποσταλεί στην Italcementi, η οποία τις απάντησε δεόντως. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι πολλές από τις ερωτήσεις της προσβαλλομένης αποφάσεως αφορούσαν τις ίδιες πληροφορίες που είχαν ζητηθεί κατά το παρελθόν δυνάμει του άρθρου 18, παράγραφος 2 (17). Θεωρώ ότι είναι αντιφατικό μια απόφαση η οποία, σε μεγάλο βαθμό, ζητούσε απλώς να παρασχεθούν εκ νέου πληροφορίες οι οποίες είχαν ήδη υποβληθεί προκειμένου οι πληροφορίες αυτές να ενσωματωθούν σε έναν διαφορετικό μορφότυπο (18) ή να εμπλουτιστούν με πρόσθετες λεπτομέρειες (19), να μην απευθύνεται στην ίδια επιχείρηση στην οποία είχαν απευθυνθεί οι προηγούμενες αιτήσεις παροχής πληροφοριών.

    43.      Εξάλλου, λόγω της εξαιρετικά πολύπλοκης και αυστηρής μορφής υπό την οποία ζητήθηκε να υποβληθούν οι εν λόγω πληροφορίες, οι δαπάνες που συνεπαγόταν η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν ιδιαίτερα σημαντικές (20). Δεν κατανοώ για ποιον λόγο στις σχετικές δαπάνες έπρεπε να υποβληθεί μόνο ένας εκ των μετόχων των υπό διερεύνηση εταιριών.

    44.      Βάσει αυτής της συλλογιστικής, φρονώ ότι η έκδοση αποφάσεως η οποία θα απευθυνόταν στις υπό διερεύνηση εταιρίες θα μπορούσε να θεωρηθεί λιγότερο επαχθές μέτρο, ιδίως για την αναιρεσείουσα.

    45.      Δεύτερον, όσον αφορά την αρχή της ασφάλειας δικαίου, θεωρώ ότι το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν τοποθετήθηκε σαφώς και χωρίς περιθώριο παρερμηνείας ως προς τις υπό διερεύνηση επιχειρήσεις —όπως αναλύω στα σημεία 25 έως 37 των παρουσών προτάσεων— συνιστούσε παράγοντα ο οποίος δημιούργησε ανασφάλεια δικαίου για την αναιρεσείουσα.

    46.      Συναφώς, επιβάλλεται επίσης να τονιστεί ότι το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως ορίζει ότι «[η] Italmobiliare SpA και όσες θυγατρικές της βρίσκονται εντός της ΕΕ και υπάγονται στον άμεσο ή έμμεσο έλεγχό της, θα παράσχουν τις πληροφορίες […]». Επιπλέον, το άρθρο 2 της ίδιας αποφάσεως έχει ως εξής: «[α]ποδέκτες της παρούσας αποφάσεως είναι η Italmobiliare SpA και όσες θυγατρικές της βρίσκονται εντός της ΕΕ και υπάγονται στον άμεσο ή έμμεσο έλεγχο της». Ωστόσο, ουδόλως διευκρινίστηκε από την Επιτροπή πώς έπρεπε να ερμηνευθεί η έννοια του άμεσου ή έμμεσου ελέγχου.

    47.      Προφανώς, οι διατάξεις αυτές δεν έχουν την έννοια ότι η έννομη υποχρέωση παροχής των ζητούμενων πληροφοριών βάρυνε άλλες επιχειρήσεις πέραν της Italmobiliare: ουδεμία τέτοια υποχρέωση (η συμμόρφωση προς την οποία επιβάλλεται μέσω οικονομικών κυρώσεων) είναι δυνατόν, από λογικής απόψεως, να βαρύνει επιχειρήσεις οι οποίες δεν κατονομάζονται ούτε μπορούν εύκολα να ταυτοποιηθούν. Ωστόσο, η Italmobiliare υποχρεώθηκε να παράσχει πληροφορίες που αφορούσαν επιχειρήσεις για τον αριθμό και την ταυτότητα των οποίων η ίδια δεν μπορούσε να είναι βέβαιη.

    48.      Είναι ευρέως γνωστό ότι η έννοια του «ελέγχου» στο πλαίσιο των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης ενδέχεται, σε ορισμένες περιπτώσεις, να είναι συγκεχυμένη. Ο όρος «έλεγχος» χρησιμοποιείται υπό μία συγκεκριμένη έννοια στο πλαίσιο των κανόνων της Ένωσης που εφαρμόζονται στον έλεγχο συγχωνεύσεων (21). Ταυτόχρονα, στο πλαίσιο των διαδικασιών που αφορούν την εφαρμογή των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ, χρησιμοποιείται συχνά η έννοια της «ενιαίας οικονομικής οντότητας». Μία έκφραση αυτής της έννοιας ανευρίσκεται στην πλούσια νομολογία των δικαστηρίων της Ένωσης σχετικά με την ευθύνη των μητρικών εταιριών για παραβάσεις που τέλεσαν οι θυγατρικές τους στο πλαίσιο συμπράξεων· και αυτή η νομολογία στηρίζεται στη συλλογιστική ότι οι μητρικές εταιρίες μπορούν να ασκούν «έλεγχο» επί των θυγατρικών τους. Επιπλέον, υπάρχουν εθνικοί και υπερεθνικοί κανόνες σχετικά με τα λογιστικά πρότυπα, οι οποίοι καθορίζουν τις απαιτήσεις που ενδέχεται να συνεπάγεται η υποχρέωση λογιστικής ενοποιήσεως διαφορετικών εταιριών του ίδιου ομίλου.

    49.      Με αυτά τα δεδομένα, λόγω της απουσίας οποιασδήποτε ρητής μνείας εκ μέρους της Επιτροπής ως προς το πώς θα έπρεπε η αναιρεσείουσα να αντιληφθεί την αναφορά στις «θυγατρικές της [που] βρίσκονται εντός της ΕΕ και υπάγονται στον άμεσο ή έμμεσο έλεγχο της», καταλήγω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν ικανή να προκαλέσει ανασφάλεια δικαίου όσον αφορά την αναιρεσείουσα.

    50.      Στην υπό κρίση υπόθεση, τούτο ήταν εξόχως προβληματικό στο μέτρο που η αναιρεσείουσα, ως αποδέκτρια της προσβαλλομένης αποφάσεως, όφειλε να συμμορφωθεί προς την οικεία απόφαση υπό την απειλή των προβλεπόμενων στα άρθρα 23 και 24 του κανονισμού 1/2003 οικονομικών κυρώσεων. Η ίδια απειλή τονιζόταν επίσης στο κείμενο του συνημμένου στην προσβαλλόμενη απόφαση ερωτηματολογίου, το οποίο όριζε ότι οι οικείες πληροφορίες θα μπορούσαν να θεωρηθούν εσφαλμένες ή παραπλανητικές ακόμη και αν απλώς δεν υποβάλλονταν σύμφωνα με τους όρους και τις οδηγίες των παραρτημάτων II και III της προσβαλλομένης αποφάσεως (22).

    51.      Τρίτον, όσον αφορά την αρχή της χρηστής διοικήσεως —στον βαθμό που στην υπό κρίση υπόθεση προσθέτει κάτι σε σχέση με όσα συνάγονται ευθέως από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ— επισημαίνω ότι η Επιτροπή δεν διευκρίνισε με σαφήνεια για ποιον λόγο οι σχετικές πληροφορίες ζητήθηκαν από την αναιρεσείουσα και όχι ευθέως από τις υπό διερεύνηση εταιρίες. Ως εκ τούτου, ήταν δύσκολο για την Italmobiliare να κατανοήσει γιατί η απόφαση απεστάλη σε αυτήν και όχι στις λοιπές εταιρίες. Το πρόβλημα αυτό επιδεινώθηκε περαιτέρω από το γεγονός ότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως ήταν αόριστη και συνοπτική (23).

    52.      Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως είναι, κατά την άποψή μου, βάσιμο και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί αντιστοίχως.

     Β —      Σκοπός της αιτήσεως παροχής πληροφοριών

    1.      Επιχειρήματα των διαδίκων

    53.      Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η Italmobiliare υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομική πλάνη κατά την ερμηνεία του άρθρου 296 ΣΛΕΕ ως προς την απαιτούμενη αιτιολογία για τις αποφάσεις που εκδίδονται βάσει του άρθρου 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003. Επίσης, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι απέρριψε χωρίς επαρκή αιτιολόγηση το επιχείρημά της ότι κακώς η Επιτροπή αποστέλλοντας μια νομικά δεσμευτική αίτηση παροχής πληροφοριών κατά το άρθρο 18, παράγραφος 3, αντί για την απλή αίτηση που προβλέπεται από την παράγραφο 2 της ίδιας διατάξεως.

    54.      Η Επιτροπή αντιτείνει ότι ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί. Υπογραμμίζει ότι, όταν εκδόθηκε η απόφαση, η διαδικασία βρισκόταν ακόμη σε πρώιμο στάδιο. Κατά την άποψή της, μια αίτηση παροχής πληροφοριών δεν μπορεί να είναι τόσο σαφής όσο οι αποφάσεις που εκδίδονται μετά την ολοκλήρωση της έρευνας. Προσθέτει επίσης ότι το άρθρο 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 δεν απαιτεί από την Επιτροπή να εξηγεί για ποιους λόγους επιλέγει να προβεί στην έκδοση δεσμευτικής αποφάσεως αντί απλής αιτήσεως παροχής πληροφοριών.

    2.      Ανάλυση

    55.      Κατ’ αρχάς, επιβάλλεται η υπενθύμιση ότι, κατά πάγια νομολογία, η απαιτούμενη κατά το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αιτιολογία των μέτρων που λαμβάνονται από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στο εκάστοτε μέτρο και να διαφαίνεται από αυτήν σαφώς και χωρίς περιθώριο παρερμηνείας η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εκδίδει την προσβαλλόμενη πράξη, ώστε να καθίσταται δυνατό στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου, στον δε δικαστή της Ένωσης να ασκεί τον έλεγχο της νομιμότητας αυτού. H υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Δεν απαιτείται στην αιτιολογία να εξειδικεύονται όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία τα οποία έχουν σημασία, καθόσον το αν η αιτιολογία μιας πράξεως πληροί τις επιταγές του άρθρου 296 ΣΛΕΕ πρέπει να αξιολογείται όχι μόνο βάσει της διατυπώσεώς της, αλλά και βάσει του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που ρυθμίζουν το σχετικό ζήτημα (24).

    56.      Όσον αφορά τις αποφάσεις με τις οποίες διατάσσεται η διενέργεια έρευνας δυνάμει του άρθρου 20 του κανονισμού 1/2003, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε πρόσφατα ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται να γνωστοποιεί στους αποδέκτες των εν λόγω αποφάσεων το σύνολο των στοιχείων που διαθέτει σχετικά με τις πιθανολογούμενες παραβάσεις ούτε να προβαίνει σε ακριβή νομικό χαρακτηρισμό των παραβάσεων αυτών, υπό την προϋπόθεση, ωστόσο, ότι μνημονεύει ρητώς για ποια πραγματικά περιστατικά προτίθεται να πραγματοποιήσει έρευνα. Καίτοι η Επιτροπή οφείλει να αναφέρει με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια τα στοιχεία που αναζητεί και τα ζητήματα με τα οποία συνδέεται η έρευνα, δεν είναι, αντιθέτως, απαραίτητο να προσδιορίζονται επακριβώς στην απόφαση περί διενέργειας ελέγχου ούτε η σχετική αγορά, ούτε ο νομικός χαρακτήρας των εικαζομένων παραβάσεων ούτε η χρονική περίοδος κατά την οποία φέρεται να τελέστηκαν οι εν λόγω παραβάσεις, υπό την προϋπόθεση ότι στην απόφαση περιέχονται τα προαναφερθέντα βασικά στοιχεία. Πράγματι, κατά κανόνα, οι έλεγχοι διενεργούνται με την έναρξη της έρευνας και, ως εκ τούτου, σε εκείνο το στάδιο η Επιτροπή δεν έχει στη διάθεσή της ακριβείς πληροφορίες επί των συγκεκριμένων ζητημάτων. Σκοπός της έρευνας είναι ακριβώς να συλλεγούν αποδεικτικά στοιχεία που να συνδέονται με την τέλεση μιας πιθανολογούμενης παραβάσεως, προκειμένου να μπορέσει η Επιτροπή να επιβεβαιώσει τις υποψίες της και να προβεί σε πιο συγκεκριμένη νομική αξιολόγηση (25).

    57.      Φρονώ ότι οι αρχές αυτές ισχύουν —mutatis mutandis— και για τις αποφάσεις με τις οποίες ζητούνται πληροφορίες δυνάμει του άρθρου 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003. Προφανώς, αμφότερα τα μέτρα επιδιώκουν τον ίδιο σκοπό, ο οποίος συνίσταται στη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων. Μολονότι η διατύπωσή των δύο διατάξεων δεν είναι πανομοιότυπη, εντούτοις, η σημαντική ομοιότητα μεταξύ τους μάλλον συνηγορεί υπέρ της ομοιόμορφης ερμηνείας τους (26).

    58.      Με αυτά τα δεδομένα, το κρίσιμο ζήτημα έγκειται στο αν το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε ορθώς την επάρκεια της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως. Με άλλα λόγια, το ερώτημα είναι το ακόλουθο: λαμβάνοντας υπόψη το στάδιο της διαδικασίας κατά το οποίο εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, είναι η επίμαχη αιτιολογία αρκετά σαφής ώστε, αφενός, να επιτρέπει στον αποδέκτη της αποφάσεως να ασκήσει τα δικαιώματα άμυνάς του και να εκτιμήσει την υποχρέωση συνεργασίας του με την Επιτροπή και, αφετέρου, να παρέχει τη δυνατότητα ασκήσεως δικαστικού ελέγχου εκ μέρους του δικαστή της Ένωσης;

    59.      Κατά την άποψή μου, στο ερώτημα αυτό πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση.

    60.      Στη σκέψη 68 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η διατύπωση της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως ήταν «[…] πολύ γενική […], θα έχρηζε περαιτέρω διευκρινίσεως και […], για αυτόν τον λόγο, είναι επιλήψιμη». Κατά την άποψή μου, η διαπίστωση αυτή δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί: όντως, τρία βασικά στοιχεία της αιτιολογίας στερούνταν επαρκών λεπτομερειών. Αναφέρομαι, ειδικότερα, στην περιγραφή των εικαζομένων παραβάσεων, στη γεωγραφική έκτασή τους και στα προϊόντα που αυτές αφορούσαν.

    61.      Ως προς τις εικαζόμενες παραβάσεις, στην αιτιολογική σκέψη 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως επισημαίνεται ότι: «[ο]ι εικαζόμενες παραβάσεις αφορούν περιορισμούς των εμπορικών ανταλλαγών […], συμπεριλαμβανομένου περιορισμού των εισαγωγών […], κατανομή αγορών, συντονισμό των τιμών και συναφείς πρακτικές αντίθετες στον ανταγωνισμό». Αυτή η περιγραφή των εικαζομένων παραβάσεων δεν είναι απλώς πολύ αόριστη («περιορισμούς των εμπορικών ανταλλαγών», «συμπεριλαμβανομένου περιορισμού των εισαγωγών») αλλά περιλαμβάνει τα πάντα («συναφείς πρακτικές αντίθετες στον ανταγωνισμό»). Η αναφορά στην «κατανομή των αγορών» και στον «συντονισμό των τιμών» —κατά τόσο γενικό τρόπο— συνεισφέρει ελάχιστα στην ακριβέστερη οριοθέτηση του χαρακτήρα της συμπεριφοράς που θεωρεί ύποπτη η Επιτροπή. Στην πραγματικότητα, οι περισσότερες συμπράξεις (cartels) ενέχουν στοιχεία κατανομής των αγορών και συντονισμού των τιμών. Πρακτικά, η συντριπτική πλειονότητα των τύπων των συμφωνιών που απαγορεύονται βάσει του άρθρου 101 ΣΛΕΕ εμπίπτει στην ως άνω περιγραφή.

    62.      Όσον αφορά τη γεωγραφική έκταση των εικαζομένων παραβάσεων, στην προσβαλλόμενη απόφαση γίνεται λόγος για περιορισμούς των εμπορικών ανταλλαγών εντός του ΕΟΧ, συμπεριλαμβανομένου του περιορισμού των εισαγωγών προς τον ΕΟΧ από χώρες εκτός του ΕΟΧ. Είναι αληθές ότι, στις αποφάσεις που εκδίδονται βάσει του άρθρου 18 (27), δεν είναι αναγκαίο να καθορίζεται λεπτομερώς ποια είναι η σχετική αγορά από γεωγραφικής απόψεως, εντούτοις, θα έπρεπε να γίνεται μνεία σε ορισμένες έστω χώρες που επηρεάζονται. Ιδίως, δεν είναι σαφές αν η αγορά που ενδέχεται να επηρεαστεί είναι όλος ο ΕΟΧ ή ορισμένα τμήματά του, και, στη δεύτερη περίπτωση, ποια είναι αυτά.

    63.      Τέλος, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ακόμη πιο ασαφής ως προς το ποια ακριβώς προϊόντα αποτελούν αντικείμενο της έρευνας. Πρακτικά, ως σημαντικό προϊόν κατονομάζεται μόνο το τσιμέντο, δεδομένου ότι —κατά τα λοιπά— η απόφαση αναφέρεται σε «συναφείς [προς το τσιμέντο] αγορές προϊόντων». Και πάλι, η συγκεκριμένη περιγραφή είναι όχι μόνο εξαιρετικά αόριστη (πόσο «συναφή» προς το τσιμέντο θα πρέπει να είναι τα προϊόντα;), αλλά μπορεί δυνητικά να καλύπτει όλους τους τύπους προϊόντων στους οποίους δραστηριοποιείται η αναιρεσείουσα (είτε ως πωλήτρια είτε ως αγοράστρια).

    64.      Κατά το Γενικό Δικαστήριο (28), η απουσία λεπτομερειών από την προσβαλλόμενη απόφαση αντισταθμίζεται εν μέρει από το γεγονός ότι η απόφαση αυτή παραπέμπει ρητώς στην απόφαση της Επιτροπής περί κινήσεως της διαδικασίας, στην οποία περιλαμβάνονταν πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με τη γεωγραφική έκταση των εικαζομένων παραβάσεων και τους τύπους προϊόντων που αφορούσαν οι παραβάσεις αυτές.

    65.      Η αναιρεσείουσα αμφισβητεί ότι οι πλημμέλειες της προσβαλλομένης αποφάσεως μπορούν να θεραπευθούν με μια απλή παραπομπή σε προγενέστερη απόφαση και επισημαίνει ότι, σε κάθε περίπτωση, η απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας πάσχει επίσης την ίδια αοριστία.

    66.      Κατά την άποψή μου, πράξεις της Ένωσης οι οποίες επιβάλλουν υποχρεώσεις που υπεισέρχονται στην ιδιωτική σφαίρα προσώπων ή επιχειρήσεων και, σε περίπτωση μη συμμορφώσεώς τους, ενέχουν κίνδυνο επιβολής βαρέων οικονομικών κυρώσεων, πρέπει, κατ’ αρχήν, να αιτιολογούνται αυτοτελώς (29). Πράγματι, έχει ιδιαίτερη σημασία να παρέχεται σε αυτούς τους ιδιώτες ή τις επιχειρήσεις η δυνατότητα να κατανοούν για ποιο λόγο εκδίδεται η εκάστοτε πράξη χωρίς να απαιτείται εκ μέρους τους ιδιαίτερη ερμηνευτική προσπάθεια (30), ούτως ώστε να μπορούν να ασκήσουν αποτελεσματικά και εμπρόθεσμα τα δικαιώματά τους. Τούτο ισχύει ιδίως όσον αφορά τις πράξεις που περιέχουν ρητές παραπομπές σε προγενέστερες πράξεις οι οποίες έχουν διαφορετική αιτιολογία. Οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ των δύο πράξεων θα μπορούσε δυνητικά να αποτελέσει πηγή αβεβαιότητας για τον αποδέκτη.

    67.      Ανεξαρτήτως των ανωτέρω, θεωρώ ότι, κατ’ εξαίρεση, στην υπό κρίση υπόθεση το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ορθώς ότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως μπορεί να αναγνωσθεί σε συνδυασμό με την αιτιολογία της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας. Οι δύο αποφάσεις είχαν εκδοθεί στο πλαίσιο της ίδιας έρευνας και, προφανώς, αφορούσαν τις ίδιες εικαζόμενες παραβάσεις. Επιπλέον, είχαν εκδοθεί μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Το κυριότερο, μεταξύ των αιτιολογιών των δύο αυτών αποφάσεων δεν υπάρχουν σημαντικές διαφορές. Ως εκ τούτου, φρονώ ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, η πρώτη απόφαση μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί «πλαίσιο» της δεύτερης αποφάσεως, το οποίο ο αποδέκτης δεν είναι δυνατό να αγνοούσε (31).

    68.      Ωστόσο, μολονότι είναι αληθές ότι η πρώτη απόφαση περιείχε περισσότερες λεπτομέρειες ως προς τη γεωγραφική έκταση των εικαζομένων παραβάσεων (καθόσον απαριθμούνταν τα πιθανώς θιγόμενα κράτη μέλη), εντούτοις, δεν ήταν το ίδιο ακριβής ως προς το είδος των εν λόγω παραβάσεων και τα προϊόντα που αυτές αφορούσαν. Παραδείγματος χάρη, ο ορισμός της έννοιας «τσιμέντο και συναφή προϊόντα» ο οποίος παρατίθεται ως υποσημείωση στη σελίδα 4 της εν λόγω αποφάσεως, καλύπτει δυνητικά ένα πολύ ευρύ σύνολο ανόμοιων προϊόντων.

    69.      Πάντως, φρονώ ότι το γεγονός ότι μια αιτιολογία είναι υπέρ το δέον γενική ή σε μεγάλο βαθμό αόριστη ως προς ορισμένες πτυχές της δεν συνεπάγεται την ακυρότητα της σχετικής αποφάσεως αν το υπόλοιπο κείμενό της παρέχει στον αποδέκτη και στον δικαστή της Ένωσης να κατανοήσουν επαρκώς ποιες πληροφορίες ζητεί η Επιτροπή και για ποιους λόγους (32). Πράγματι, ακόμη και έμμεσα ή σιωπηρά, το αντικείμενο των ερωτήσεων που υποβλήθηκαν μπορεί να αποσαφηνίσει μια αιτιολογία η οποία ενδέχεται να έχει συνταχθεί χωρίς την απαιτούμενη ακρίβεια. Σε τελική ανάλυση, οι πολύ συγκεκριμένες και στοχευμένες ερωτήσεις αναπόφευκτα αποκαλύπτουν το πεδίο έρευνας της Επιτροπής. Τούτο, κατά την άποψή μου, ισχύει ιδίως για τις πράξεις που εκδίδονται σε πρώιμο στάδιο της διαδικασίας, όταν το πεδίο της έρευνας δεν έχει ακόμη προσδιοριστεί εντελώς και οριστικά και, μάλιστα, ενδέχεται μελλοντικά να πρέπει να περιοριστεί ή να διευρυνθεί, λόγω των πληροφοριών που θα συγκεντρωθούν.

    70.      Ωστόσο, στην υπό κρίση υπόθεση, ισχύει στην πραγματικότητα το αντίθετο. Οι ερωτήσεις που τέθηκαν στην Italmobiliare ήταν εξαιρετικά πολυάριθμες και κάλυπταν πολύ διαφορετικούς τύπους πληροφοριών. Κατά την άποψή μου, ήταν εξαιρετικά δυσχερές να εντοπιστεί ένας συνδετικός κρίκος μεταξύ αρκετών από τις ερωτήσεις που περιελάμβανε το ερωτηματολόγιο (33). Εξάλλου, ορισμένες από τις ερωτήσεις δεν φαίνεται να ευθυγραμμίζονται πλήρως με το περιεχόμενο της προηγηθείσας αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας: για παράδειγμα, οι ερωτήσεις 3 και 4 (οι οποίες αφορούσαν ιδιαίτερα σημαντικό όγκο πληροφοριών δεκαετούς περιόδου) δεν περιορίζονταν στα απαριθμούμενα ως κράτη μέλη που ενδεχομένως αφορούσε η απόφαση περί κινήσεως διαδικασίας.

    71.      Παρεμπιπτόντως, εάν ο συνδετικός ιστός μεταξύ αυτών των ερωτήσεων ήταν η πλήρης αποτύπωση των δομών εσόδων και εξόδων της επιχειρήσεως προκειμένου να μπορέσει η Επιτροπή να τις αναλύσει βάσει οικονομετρικών μεθόδων (συγκρίνοντας τα στοιχεία αυτά με τα στοιχεία άλλων εταιριών οι οποίες επίσης δραστηριοποιούνταν στην αγορά τσιμέντου), θα μπορούσε εύλογα να αμφισβητηθεί κατά πόσο μια τόσο ευρεία και σύνθετη αίτηση παροχής πληροφοριών μπορεί να θεωρηθεί σύμφωνη προς το άρθρο 18. Μια τέτοιου είδους αίτηση παροχής πληροφοριών θα ήταν καταλληλότερη για τη διεξαγωγή έρευνας ανά κλάδο δυνάμει του άρθρου 17 του κανονισμού 1/2003, εκτός και αν η Επιτροπή διέθετε αποχρώσες ενδείξεις περί υπάρξεως μιας κολάσιμης συμπεριφοράς σε σχέση με την οποία μια τέτοιου είδους ανάλυση θα μπορούσε να παράσχει την αναγκαία θεμελίωση.

    72.      Υπό αυτές τις περιστάσεις, συμφωνώ με την αναιρεσείουσα ότι δεν προέκυπτε σαφώς και πέραν πάσης αμφιβολίας ποιος ήταν ο σκοπός της αιτήσεως της Επιτροπής για παροχή πληροφοριών. Κατά συνέπεια, ήταν υπερβολικά δυσχερές για τη συγκεκριμένη επιχείρηση να κατανοήσει τις εικαζόμενες παραβάσεις ούτως ώστε να εκτιμήσει το εύρος της υποχρεώσεως συνεργασίας της με την Επιτροπή και, εφόσον κρινόταν απαραίτητο, να ασκήσει τα δικαιώματα άμυνάς της, αρνούμενη, για παράδειγμα, να απαντήσει σε ερωτήματα τα οποία θεωρούσε παράνομα. Πολύ περισσότερο δε, στον βαθμό που ορισμένες ερωτήσεις αφορούσαν πληροφορίες οι οποίες δεν σχετίζονταν απλώς με πραγματικά περιστατικά αλλά περιελάμβαναν και αξιολογικές κρίσεις (34), ενώ άλλες ερωτήσεις ήταν σχετικά αόριστες (35). Κατά συνέπεια, ως προς αυτές τις ερωτήσεις, η αναιρεσείουσα δεν μπορούσε να αποκλείσει τον κίνδυνο να δώσει απαντήσεις οι οποίες θα την ενοχοποιούσαν (36).

    73.      Αυτή η αοριστία δεν δικαιολογείται —όπως υποστηρίζει η Επιτροπή— από το ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε σε πρώιμο στάδιο της έρευνας. Τουναντίον, η συγκεκριμένη απόφαση εκδόθηκε περίπου τρία χρόνια μετά την έναρξη της έρευνας. Κατά τον χρόνο αυτό, είχαν ήδη διεξαχθεί αρκετοί έλεγχοι και είχαν υποβληθεί από την Επιτροπή πολύ λεπτομερείς αιτήσεις παροχής πληροφοριών στις οποίες είχαν απαντήσει οι οικείες επιχειρήσεις. Μάλιστα, αρκετούς μήνες πριν εκδοθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή έκρινε ότι είχε συγκεντρώσει επαρκή στοιχεία προκειμένου να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται από το άρθρο 11, παράγραφος 6, του κανονισμού 1/2003 και το άρθρο 2 του κανονισμού 773/2004. Τα στοιχεία αυτά θα έπρεπε να έχουν δώσει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να αιτιολογήσει με μεγαλύτερη σαφήνεια την προσβαλλόμενη απόφαση.

    74.      Συμφωνώ με την Επιτροπή στο ότι το πόσο λεπτομερής θα πρέπει να είναι μια αιτιολογία εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από τις πληροφορίες τις οποίες έχει ήδη στην κατοχή της η Επιτροπή όταν προβαίνει στην έκδοση μιας αποφάσεως βάσει του άρθρου 18 (37). Ωστόσο, κατά την άποψή μου, τούτο σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι αιτιολογία η οποία ενδέχεται να είναι επαρκής για απόφαση που εκδίδεται κατά την έναρξη της έρευνας (για παράδειγμα, απόφαση η οποία υποχρεώνει μια επιχείρηση να υποβληθεί σε έλεγχο βάσει του άρθρου 20 ή πρώτη απόφαση για παροχή πληροφοριών βάσει του άρθρου 18, παράγραφος 3) μπορεί να μην είναι επαρκής για απόφαση που εκδίδεται σε μεταγενέστερο στάδιο της έρευνας, όταν η Επιτροπή διαθέτει πολύ πιο εκτεταμένες πληροφορίες σχετικά με τις εικαζόμενες παραβάσεις.

    75.      Υπό αυτές τις περιστάσεις, θα χαρακτήριζα απαράδεκτο το γεγονός ότι η Italmobiliare, παρά το σύνολο των πληροφοριών που είχε παράσχει στην Επιτροπή κατά τα προηγούμενα έτη και τις πρόσθετες προσπάθειες τις οποίες αναγκάστηκε να καταβάλει προς συμμόρφωση με την προσβαλλόμενη απόφαση, συνέχιζε να «παραμένει στο σκοτάδι» ως προς το ακριβές πεδίο έρευνας της Επιτροπής.

    76.      Εξάλλου, εκτιμώ ότι η αναιρεσείουσα δικαιολογημένα υποστηρίζει ότι η άσκηση του ελέγχου της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως από τον δικαστή της Ένωσης κατέστη ουσιωδώς δυσχερέστερη. Όπως εξήγησα λεπτομερέστερα στις προτάσεις μου στην υπόθεση HeidelbergCement (38), δεδομένου ότι οι πληροφορίες που περιέχονταν σε αυτή την απόφαση ως προς τις εικαζόμενες παραβάσεις ήταν ανεπαρκείς (ακόμη και αν η εν λόγω απόφαση διαβαζόταν σε συνδυασμό με την απόφαση περί κινήσεως διαδικασίας), είναι δύσκολο για τον δικαστή της Ένωσης να διαπιστώσει αν η αίτηση πληρούσε τις επιταγές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας (39). Ως προς το πρώτο στοιχείο, το Δικαστήριο οφείλει να ελέγξει κατά πόσον η σύνδεση που υφίσταται μεταξύ της πιθανολογούμενης παραβάσεως και των ζητούμενων πληροφοριών είναι επαρκώς στενή ώστε να δικαιολογεί την αίτηση της Επιτροπής. Ως προς το δεύτερο, το Δικαστήριο πρέπει να διαπιστώσει αν οι προσπάθειες στις οποίες απαιτείται να υποβληθεί η επιχείρηση δικαιολογούνται ή όχι από λόγους δημοσίου συμφέροντος ή είναι υπερβολικές.

    77.      Για τους λόγους αυτούς, έχω την άποψη ότι το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένως τα άρθρα 296 ΣΛΕΕ και 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 όσον αφορά την απαιτούμενη αιτιολογία στις αποφάσεις για την παροχή πληροφοριών. Ως εκ τούτου, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί στον βαθμό που το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, για τους λόγους που παρατίθενται στις σκέψεις 51 έως 72 της εν λόγω αποφάσεως, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν επαρκώς αιτιολογημένη.

     Γ —      Επαρκείς ενδείξεις ως προς την τέλεση παραβάσεως

    1.      Επιχειρήματα των διαδίκων

    78.      Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η Italmobiliare προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν εξέτασε δεόντως τον λόγο ακυρώσεως με τον οποίο αυτή είχε υποστηρίξει ότι η Επιτροπή, εκδίδοντας απόφαση βάσει του άρθρου 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003, υπερέβη τις εξουσίες της. Κατά την άποψη της αναιρεσείουσας, από τον σημαντικό όγκο και την αοριστία των πληροφοριών που ζητήθηκαν συνάγεται ότι η Επιτροπή, όταν εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν διέθετε επαρκείς ενδείξεις ως προς την τέλεση παραβάσεως του άρθρου 101 ΣΛΕΕ. Επομένως, η Επιτροπή όφειλε να έχει ενεργήσει βάσει του άρθρου 17 του ίδιου κανονισμού. Επίσης, η αναιρεσείουσα, προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν διέταξε τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου έρευνας προκειμένου να διαπιστώσει αν η Επιτροπή είχε στην κατοχή της επαρκείς ενδείξεις προκειμένου να εκδώσει απόφαση βάσει του άρθρου 18, παράγραφος. 3.

    79.      Κατά την Επιτροπή, ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος και, σε κάθε περίπτωση, αβάσιμος.

    2.      Ανάλυση

    80.      Με αυτόν τον λόγο αναιρέσεως, η Italmobiliare ισχυρίζεται ουσιαστικά ότι η Επιτροπή δεν είχε επαρκείς λόγους ώστε να υποψιάζεται την τέλεση παραβάσεως και ότι τόσο ο όγκος όσο και ο τύπος των πληροφοριών που ζητήθηκαν καταδεικνύουν ότι η αίτηση παροχής πληροφοριών είχε διερευνητικό χαρακτήρα.

    81.      Συμφωνώ με την Επιτροπή ότι ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως είναι εν μέρει απαράδεκτος και εν μέρει αβάσιμος.

    82.      Πρώτον, στο μέτρο που η αναιρεσείουσα διατείνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο αξιολόγησε εσφαλμένως τα στοιχεία που αυτή προσκόμισε πρωτοδίκως προς στήριξη του λόγου ακυρώσεως σχετικά με κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους της Επιτροπής, η αναιρεσείουσα ζητεί κατ’ ουσίαν από το Δικαστήριο να προβεί σε νέα κρίση επί αυτών των στοιχείων. Τούτο ωστόσο είναι απαράδεκτο στο πλαίσιο της κατ’ αναίρεση δίκης.

    83.      Δεύτερον, όσον αφορά την αιτίαση ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν διέταξε αυτεπαγγέλτως, ως όφειλε, μέτρα διεξαγωγής αποδείξεων ή οργανώσεως της διαδικασίας προκειμένου να διαπιστώσει αν πράγματι υφίσταντο επαρκείς ενδείξεις παραβάσεων, και αυτή θα πρέπει να απορριφθεί. Κατά πάγια νομολογία, το Γενικό Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να κρίνει αν παρίσταται ανάγκη να συμπληρώσει τα πληροφοριακά στοιχεία που διαθέτει σε υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί. Η επάρκεια των αποδείξεων ενώπιόν του αποτελεί ζήτημα το οποίο εμπίπτει στην αποκλειστική του αρμοδιότητα και δεν υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου, εκτός αν συντρέχει περίπτωση παραμορφώσεως των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίσθηκαν ή αν η ανακρίβεια των διαπιστώσεων του Γενικού Δικαστηρίου σε σχέση με τα πραγματικά περιστατικά προκύπτει από τη δικογραφία (40). Κατά μείζονα λόγο, η συγκεκριμένη αρχή ισχύει ακόμη περισσότερο όταν τίθεται ζήτημα να διαταχθεί αυτεπαγγέλτως η λήψη μέτρων διεξαγωγής αποδείξεων ή οργανώσεως της διαδικασίας (41).

    84.      Στην υπό κρίση υπόθεση, η αναιρεσείουσα είχε τη δυνατότητα να ζητήσει από το Γενικό Δικαστήριο να διατάξει τη λήψη οποιουδήποτε τέτοιου μέτρου προκειμένου να διαπιστωθεί αν η Επιτροπή διέθετε επαρκείς ενδείξεις. Μάλιστα, στην «παράλληλη» υπόθεση Cementos Portland Valderrivas κατά Επιτροπής, το Γενικό Δικαστήριο, απαντώντας σε ρητό αίτημα της αναιρεσείουσας, διέταξε την Επιτροπή να προσκομίσει ενώπιόν του τα αποδεικτικά στοιχεία που είχε στην κατοχή της προκειμένου το ίδιο να διαπιστώσει αν η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν αυθαίρετη (42).

    85.      Εν προκειμένω όμως η αναιρεσείουσα δεν υπέβαλε αντίστοιχο αίτημα. Ως εκ τούτου, θεωρώ ότι απολύτως θεμιτά το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε, λαμβανομένου υπόψη του γενικού χαρακτήρα των στοιχείων που επικαλέστηκε η αναιρεσείουσα (εκτίμηση η οποία δεν υπόκειται σε αναιρετική κρίση) και ελλείψει συγκεκριμένου αιτήματος, ότι ήταν περιττή η περαιτέρω διερεύνηση του εν λόγω ζητήματος (43).

     Δ —      Αναλογικότητα

    1.      Επιχειρήματα των διαδίκων

    86.      Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα ουσιαστικά υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένως την αρχή της αναλογικότητας. Κατά την άποψη της αναιρεσείουσας, το Γενικό Δικαστήριο, αφενός, δεν αναγνώρισε ότι υπήρχαν λιγότερο επαχθή μέτρα προς επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού (όπως θα ήταν η έρευνα ανά τομέα ή η απλή αίτηση παροχής πληροφοριών) και, αφετέρου, δεν επέκρινε την υπερβολική και μη ανεκτή επιβάρυνση που επωμίστηκε η αναιρεσείουσα λόγω της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    87.      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο έλαβε δεόντως υπόψη του την αρχή της αναλογικότητας· η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παραβίαζε την εν λόγω αρχή.

    2.      Ανάλυση

    88.      Αυτός ο λόγος αναιρέσεως εγείρει δύο διαφορετικά ζητήματα από απόψεως αναλογικότητας. Θα εξετάσω τα ζητήματα αυτά διαδοχικά.

     α)      Επιλογή της νομικής πράξεως

    89.      Το πρώτο σκέλος του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως, ουσιαστικά εγείρει το ζήτημα κατά πόσον η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας —όπως διατείνεται η αναιρεσείουσα— αποφασίζοντας να εκδώσει δεσμευτική απόφαση βάσει του άρθρου 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003, αντί της απλής αιτήσεως για παροχή πληροφοριών που προβλέπεται από τη δεύτερη παράγραφο της ίδιας διατάξεως ή να διατάξει τη διενέργεια έρευνας ανά τομέα σύμφωνα με το άρθρο 17 του ίδιου κανονισμού.

    90.      Η θέση αυτή δεν με πείθει.

    91.      Πρώτον, όσον αφορά τις έρευνες ανά τομέα, σημειώνω ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή δεν στερούνταν επαρκών ενδείξεων προκειμένου να αποστείλει αίτηση παροχής πληροφοριών δυνάμει του άρθρου 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003. Η κριτική που άσκησε η αναιρεσείουσα επί του συγκεκριμένου ζητήματος δεν μπορεί να γίνει δεκτή για τους λόγους που παρατέθηκαν ανωτέρω (44). Ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατό να υποστηριχθεί βασίμως ότι η Επιτροπή μπορούσε, ή έπρεπε, να διατάξει τη διενέργεια έρευνας ανά τομέα βάσει του άρθρου 17 του κανονισμού 1/2003.

    92.      Εφόσον η Επιτροπή διέθετε επαρκείς ενδείξεις από τις οποίες μπορούσε να συναχθεί η πιθανή τέλεση παραβάσεων των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης (εκτίμηση η οποία δεν υπόκειται στην κρίση του παρόντος δικαστηρίου στο πλαίσιο της κατ’ αναίρεση δίκης), το άρθρο 18 του κανονισμού 1/2003 αποτελούσε την ορθή νομική βάση για τη διερεύνηση του ζητήματος.

    93.      Δεύτερον, όσον αφορά τις απλές αιτήσεις παροχής πληροφοριών δυνάμει του άρθρου 18, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, επισημαίνω τα ακόλουθα. Ο κύριος όγκος των πληροφοριών που ζητούνταν με την προσβαλλόμενη απόφαση συνίστατο σε δεδομένα τα οποία η Επιτροπή είχε ζητήσει και από όλες τις υπόλοιπες επιχειρήσεις για τις οποίες είχε υπόνοιες ότι τέλεσαν τις εικαζόμενες παραβάσεις, προκειμένου ακριβώς να τις συγκρίνει μεταξύ τους. Η Επιτροπή μπορούσε να διενεργήσει ουσιαστική σύγκριση μόνον αν οι ζητούμενες πληροφορίες υποβάλλονταν περίπου ταυτόχρονα και ήταν ακριβείς και πλήρεις. Σφάλματα ή καθυστερήσεις, ακόμη και από ένα μόνον εμπλεκόμενο, θα είχαν ως αποτέλεσμα να μην καταστεί εφικτή ή, εν πάση περιπτώσει, επαρκώς αξιόπιστη η σύγκριση που θα επιχειρούσε η Επιτροπή.

    94.      Υπό αυτές τις περιστάσεις, η Επιτροπή δικαιολογημένα θεώρησε ότι η έκδοση δεσμευτικής αποφάσεως βάσει του άρθρου 18, παράγραφος 3, αποτελούσε την πλέον κατάλληλη μέθοδο για να διασφαλίσει ότι οι ζητούμενες πληροφορίες θα ήταν όσο το δυνατόν πιο πλήρεις και σωστές, και ότι θα υποβάλλονταν εντός του επιθυμητού χρονικού διαστήματος.

    95.      Συνεπώς, το πρώτο σκέλος του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

     β)      Αναλογικότητα υπό στενή έννοια

    96.      Κατ’ αρχάς, επιβάλλεται η υπενθύμιση ότι το Δικαστήριο έχει υπογραμμίσει επανειλημμένως ότι η ανάγκη προστασίας των ιδιωτών έναντι αυθαίρετων ή δυσανάλογα επαχθών επεμβάσεων των δημοσίων αρχών στην ιδιωτική τους σφαίρα, περιλαμβανομένων των περιπτώσεων στις οποίες οι αρχές αυτές εξασφαλίζουν την τήρηση των κανόνων ανταγωνισμού, συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης (45). Ειδικότερα, ένας έλεγχος είναι δυσανάλογος όταν συνιστά υπερβολική και, ως εκ τούτου, μη ανεκτή επέμβαση στα θεμελιώδη δικαιώματα μιας επιχειρήσεως (46).

    97.      Προφανώς, δεν υφίσταται κανένα απολύτως ξεκάθαρο κριτήριο για να διαπιστωθεί αν συγκεκριμένη αίτηση παροχής πληροφοριών που απευθύνεται σε συγκεκριμένη επιχείρηση είναι υπερβολική ή όχι. Η απάντηση σε ένα τέτοιο ερώτημα μπορεί να συναχθεί μόνο με εξέταση εκάστης υποθέσεως χωριστά, λαμβανομένων υπόψη όλων των κρίσιμων περιστάσεων.

    98.      Δύο είναι ιδίως τα στοιχεία που πρέπει να σταθμιστούν προκειμένου να εκτιμηθεί η αναλογικότητα μιας συγκεκριμένης αιτήσεως παροχής πληροφοριών. Από τη μία πλευρά, το δημόσιο συμφέρον που δικαιολογεί την έρευνα της Επιτροπής και η ανάγκη το συγκεκριμένο θεσμικό όργανο να λάβει πληροφορίες οι οποίες θα του επιτρέψουν να ασκήσει τα καθήκοντα που του ανατίθενται από τη Συνθήκη. Όσο πιο ζημιογόνα ενδέχεται να αποβεί μια εικαζόμενη παράβαση για τον ανταγωνισμό, τόσο πιο εύλογη θα είναι η προσδοκία της Επιτροπής να καταβάλει η οικεία επιχείρηση προσπάθειες προκειμένου να της παράσχει τις ζητούμενες πληροφορίες, προς εκπλήρωση της υποχρεώσεώς της για ενεργή συνεργασία. Από την άλλη πλευρά, ο φόρτος εργασίας τον οποίο συνεπάγεται η αίτηση παροχής πληροφοριών για την οικεία επιχείρηση. Όσο μεγαλύτερος είναι ο φόρτος εργασίας που δημιουργείται, με συνέπεια να εκτρέπεται η προσοχή του προσωπικού από τα συνήθη εργασιακά του καθήκοντα και να πραγματοποιούνται πρόσθετες δαπάνες, τόσο πιο υπερβολική μπορεί να θεωρηθεί η σχετική αίτηση παροχής πληροφοριών.

    99.      Στην υπό κρίση υπόθεση, η Επιτροπή υποστήριξε ότι η συμπεριφορά που προσάπτεται στην αναιρεσείουσα θα στοιχειοθετούσε πολύ σοβαρή παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης. Καίτοι η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει πολύ λίγα πληροφοριακά στοιχεία επ’ αυτού, η άποψη της Επιτροπής ότι οι επιπτώσεις των εικαζομένων παραβάσεων θα ήταν, σε περίπτωση που επιβεβαιωνόταν η τέλεσή τους, ιδιαιτέρως σοβαρές για τους ευρωπαίους καταναλωτές, πιθανότατα ευσταθεί (47).

    100. Ανεξαρτήτως αυτού, ο φόρτος εργασίας που δημιουργήθηκε για την αναιρεσείουσα από την προσβαλλόμενη απόφαση (την οποία η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση χαρακτήρισε ως υπαίτια «ιδιαίτερα σημαντικο[ύ] φόρτο[υ] εργασίας») (48) ήταν υπερβολικός και αδικαιολογήτως επαχθής.

    101. Δεν αμφισβητείται ότι η Επιτροπή κάλεσε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, την αναιρεσείουσα να υποβάλει εξαιρετικά μεγάλη ποσότητα δεδομένων, τα οποία κάλυπταν σχεδόν το σύνολο των οικονομικών δραστηριοτήτων της αναιρεσείουσας σε 12 κράτη μέλη για χρονική περίοδο μεγαλύτερη από μια δεκαετία.

    102. Επιπλέον, απλώς και μόνο η συγκέντρωση ορισμένων από τις ερωτήσεις που τέθηκαν από την Επιτροπή δημιούργησε σημαντικό φόρτο εργασίας για την αναιρεσείουσα, υποχρεώνοντας την να ελέγξει όλες τις οικονομικές συναλλαγές που είχαν συνάψει οι επιχειρήσεις οι οποίες ήταν μέλη του εταιρικού της ομίλου τα τελευταία δέκα έτη, ούτως ώστε να καταλήξει στα δεδομένα που της ζητήθηκαν και να τα ενοποιήσει.

    103. Ακόμη ένας λόγος που συνετέλεσε στη δημιουργία σημαντικού φόρτου εργασίας από την προσβαλλόμενη απόφαση ήταν η μορφή με την οποία ζητήθηκε από την Επιτροπή να της υποβληθούν οι ζητούμενες πληροφορίες. Πράγματι, στην ψηφιακή εποχή, το γεγονός ότι με την αίτηση παροχής πληροφοριών ζητείται η υποβολή πολύ μεγάλου όγκου πληροφοριών ενδέχεται να έχει δευτερεύουσα σημασία. Σε πολλές περιπτώσεις ο φόρτος εργασίας που δημιουργείται από την αίτηση παροχής πληροφοριών εξαρτάται κυρίως από τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή ζητεί από τον αποδέκτη της εν λόγω αιτήσεως να της παράσχει τις πληροφορίες. Με άλλα λόγια, η μορφή υπό την οποία η Επιτροπή απαιτεί να της παρασχεθούν οι ζητούμενες πληροφορίες ενδέχεται συχνά να είναι αυτή που δημιουργεί τον μεγαλύτερο φόρτο εργασίας σε μια επιχείρηση.

    104. Συναφώς, επισημαίνω ότι το παράρτημα II (λεπτομερείς πληροφορίες για την απάντηση του ερωτηματολογίου) και το παράρτημα III (πρότυπα απαντήσεων) της προσβαλλομένης αποφάσεως συνθέτουν ένα δαιδαλώδες τριαντασέλιδο. Η μορφή υπό την οποία ζητήθηκαν οι πληροφορίες ήταν η πλέον αυστηρή και οι οδηγίες ιδιαιτέρως λεπτομερείς.

    105. Ως προς την αυστηρότητα του συγκεκριμένου μορφότυπου υποβολής των πληροφοριών, υπογραμμίζω ότι η πλήρης συμμόρφωση προς την απαιτούμενη μορφή διασφαλιζόταν μέσω ρητής απειλής για επιβολή κυρώσεων. Στο αρχικό πλαίσιο του ερωτηματολογίου, η Επιτροπή αναφέρει (με έντονους και υπογραμμισμένους χαρακτήρες): «Παρακαλούμε, λάβετε υπόψη σας ότι η απάντησή σας ενδέχεται να θεωρηθεί εσφαλμένη ή παραπλανητική σε περίπτωση μη συμμορφώσεώς σας προς τους ακόλουθους όρους και οδηγίες».

    106. Όσον αφορά τον εξαιρετικά λεπτομερή χαρακτήρα των οδηγιών, θα αναφερθώ απλώς στις υπερβολικά σχολαστικές προδιαγραφές σχετικά με τις απαντήσεις που ζητούσε η Επιτροπή να υποβληθούν μέσω αρχείων του προγράμματος Excel. Η αναιρεσείουσα μπορούσε να χρησιμοποιήσει αποκλειστικά και μόνον τα πρότυπα που περιλαμβάνονταν στο παράρτημα III και ήταν υποχρεωμένη να ακολουθήσει απαρέγκλιτα τις οδηγίες που αφορούσαν, μεταξύ άλλων, τον αριθμό των αρχείων που θα υποβάλλονταν, τον αριθμό των υπολογιστικών φύλλων κάθε αρχείου, την ονομασία κάθε υπολογιστικού φύλλου, τις επιτρεπόμενες συντομογραφίες, τις ονομασίες και τους αριθμούς των στηλών ή των γραμμών, τη μορφή των ημερομηνιών και τη χρήση των διαστημάτων, των ειδικών χαρακτήρων ή των συμβόλων (49).

    107. Επιπλέον, οι πολυάριθμοι και σχεδόν κρυπτογραφημένοι κωδικοί τους οποίους έπρεπε να χρησιμοποιήσουν οι αποδέκτες των αποφάσεων —όπως τόνιζε η Επιτροπή, «ομοιόμορφα» και «στις απαντήσεις όλων των ερωτημάτων» (50)— ότι ούτε συνέτειναν στην ευχερέστερη ανάγνωση της προσβαλλομένης αποφάσεως ούτε διευκόλυναν το έργο της συλλογής των απαντήσεων από την επιχείρηση.

    108. Δεν αμφισβητείται ότι, ακόμη και για έναν έμπειρο επιχειρηματία, η επίμαχη μορφή υπό την οποία ζητήθηκαν οι πληροφορίες φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, να αποτελεί γρίφο.

    109. Όπως εξήγησα στις προτάσεις μου επί της υποθέσεως HeidelbergCement, ο όρος «πληροφορίες» για τους σκοπούς του άρθρου 18 του κανονισμού 1/2003 δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει στην Επιτροπή να απαιτεί από τις επιχειρήσεις να της υποβάλουν τις ζητούμενες πληροφορίες υπό συγκεκριμένη μορφή. Προφανώς, οι αποδέκτες των αιτήσεων παροχής πληροφοριών είναι υποχρεωμένοι να ανταποκρίνονται σε αυτές τις αιτήσεις παρέχοντας πληροφορίες οι οποίες όχι μόνον είναι ορθές και πλήρεις, αλλά ακριβείς και σαφείς. Επιπλέον, όταν για την υποβολή χρήσιμης απαντήσεως απαιτείται η συλλογή πληροφοριών, μπορεί επίσης να αναμένεται από αυτούς, λόγω της υποχρεώσεως που υπέχουν για ενεργή συνεργασία, να λαμβάνουν υπόψη τους την μορφή υπό την οποία τους ζητείται από την Επιτροπή να παρασχεθούν οι πληροφορίες. Εντούτοις, η Επιτροπή δεν επιτρέπεται να απαιτεί από τις επιχειρήσεις να εκτελούν τόσο εκτενείς, σύνθετες και χρονοβόρες γραφειοκρατικές και διοικητικές εργασίες προς υποβολή των πληροφοριών που τους ζητήθηκαν, ώστε, στην πράξη, η προετοιμασία και η στοιχειοθέτηση της υποθέσεως να «ανατίθεται» στις ίδιες τις επιχειρήσεις. Σε τελική ανάλυση, εναπόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει τις παραβάσεις των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης (51).

    110. Εν πάση περιπτώσει, ανεξάρτητα από την ενδεχόμενη παράβαση του άρθρου 18 (την οποία δεν επικαλέστηκε η αναιρεσείουσα), έχω την άποψη ότι η μορφή υπό την οποία ζητήθηκαν οι πληροφορίες με την προσβαλλόμενη απόφαση δημιούργησε σαφώς πολύ σημαντικό φόρτο εργασίας για την αναιρεσείουσα. Τούτο δεν είναι αποδεκτό, πολύ δε περισσότερο στον βαθμό που οι απαιτούμενες εργασίες μορφοποιήσεως αφορούσαν, σε πολλές περιπτώσεις, δεδομένα τα οποία είτε κατείχε ήδη η Επιτροπή είτε ήταν διαθέσιμα στο κοινό.

    111. Επί του πρώτου ζητήματος, δεν πρέπει να παραβλεφθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε σε συνέχεια άλλων ιδιαιτέρως επαχθών αιτήσεων παροχής πληροφοριών (υπό τη μορφή απλών αιτήσεων του άρθρου 18, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003), στις οποίες η Italcementi είχε ήδη απαντήσει. Αυτές οι προηγούμενες αιτήσεις αφορούσαν σε μεγάλο βαθμό το ίδιο είδος πληροφοριών, με κάποιες διαφορετικές λεπτομέρειες ή υπό διαφορετική μορφή.

    112. Ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση υποχρέωνε την αναιρεσείουσα —λόγω της μορφής υπό την οποία απαιτούσε να παρασχεθούν οι πληροφορίες— να υποβληθεί σε πρόσθετες προσπάθειες απλώς και μόνο προκειμένου να μορφοποιηθούν εκ νέου δεδομένα τα οποία είχαν ήδη παρασχεθεί στην Επιτροπή. Θεωρώ ότι μια τέτοια αίτηση επ’ ουδενί δικαιολογείται. Υπό αυτές τις περιστάσεις, η απαίτηση της Επιτροπής για την εκ νέου μορφοποίηση πολύ μεγάλου όγκου δεδομένων θα μπορούσε να συγκριθεί, κατ’ αναλογία, με την απαίτηση μεταφράσεως σε διαφορετική γλώσσα πολυάριθμων και μακροσκελών εγγράφων τα οποία έχει στην κατοχή της η επιχείρηση. Το γεγονός ότι το προσωπικό της Επιτροπής ενδέχεται να στερείται των απαραίτητων γλωσσικών προσόντων δεν δικαιολογεί, κατά την άποψή μου, ένα τέτοιο αίτημα.

    113. Αν η Επιτροπή, στις αιτήσεις της για παροχή πληροφοριών δυνάμει του άρθρου 18, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, είχε διατυπώσει τις ερωτήσεις με τον ίδιο τρόπο που ήταν διατυπωμένες στην προσβαλλόμενη απόφαση ή αν δεχόταν έστω κατόπιν να υποβληθούν οι ζητούμενες πληροφορίες υπό οποιαδήποτε άλλη μορφή, η αναιρεσείουσα θα είχε απαλλαγεί από σημαντικό φόρτο εργασίας.

    114. Όσον αφορά το δεύτερο ζήτημα, η προσβαλλόμενη απόφαση απαιτούσε από την αναιρεσείουσα να συγκεντρώσει πληροφορίες οι οποίες ήταν διαθέσιμες στο κοινό. Για παράδειγμα, το σημείο 10 του παραρτήματος II της προσβαλλομένης αποφάσεως ορίζει τα εξής: «Όλες οι νομισματικές αξίες αναφέρονται σε ευρώ. Αν η τοπική νομισματική μονάδα που χρησιμοποιείται δεν είναι το ευρώ, παρακαλούμε όπως μετατρέψετε τα εν λόγω ποσά σε ευρώ βάσει της επίσημης συναλλαγματικής ισοτιμίας που είχε δημοσιευθεί από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα κατά τη συγκεκριμένη περίοδο αναφοράς». Ουδέποτε εξηγήθηκε για ποιον λόγο αυτοί οι υπολογισμοί δεν μπορούσαν να γίνουν από το προσωπικό της Επιτροπής (52).

    115. Για όλους αυτούς τους λόγους, είμαι της απόψεως ότι η αναιρεσείουσα ορθώς υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομική πλάνη κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας. Κατά συνέπεια, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως που προβάλλει η αναιρεσείουσα πρέπει να γίνει δεκτός και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση να αναιρεθεί αντιστοίχως.

     Ε —      Δικαίωμα ακροάσεως

    1.      Επιχειρήματα των διαδίκων

    116. Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, η Italmobiliare ισχυρίζεται ότι στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν εξετάστηκαν δεόντως τα επιχειρήματά της σχετικά με την προβαλλόμενη προσβολή του δικαιώματος ακροάσεώς της.

    117. Η Επιτροπή αντιτείνει ότι αυτός ο λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

    2.      Ανάλυση

    118. Όπως και η Επιτροπή, φρονώ ότι ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.

    119. Ούτε από τις διατάξεις του κανονισμού 1/2003 ούτε από τη νομολογία του Δικαστηρίου συνάγεται ότι στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις αναγνωρίζεται δικαίωμα ακροάσεως πριν από τη λήψη μέτρων έρευνας όπως είναι οι αιτήσεις παροχής πληροφοριών (53).

    120. Αν η Επιτροπή κρίνει ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, πρέπει να προβεί σε διαβούλευση με τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις πριν από τη λήψη κάποιου εξ αυτών των μέτρων (54), το κάνει με δική της πρωτοβουλία και χάριν του δικού της συμφέροντος. Οι ίδιες οι επιχειρήσεις ουδόλως αντλούν συγκεκριμένα δικαιώματα από μια τέτοια ανταλλαγή απόψεων, πλην, ενδεχομένως, του δικαιώματος να υποχρεωθεί η Επιτροπή να λάβει δεόντως υπόψη της τις παρατηρήσεις που της υπέβαλαν με την απάντησή τους (55).

    121. Επομένως, η αναιρεσείουσα δεν επιτρέπεται να επικαλεστεί ότι, παρά το γεγονός ότι η γνώμη της Italcementi επί του σχεδίου ερωτηματολογίου ζητήθηκε πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως στις 4 Νοεμβρίου 2010, η προθεσμία που τάχθηκε για την υποβολή των παρατηρήσεών της ήταν πολύ σύντομή, ούτε ότι τελικά η Επιτροπή προέβη στην έκδοση αποφάσεως με ένα ερωτηματολόγιο το οποίο ήταν εν μέρει διαφορετικό από αυτό που είχε αποσταλεί υπό μορφή σχεδίου.

    122. Κατά συνέπεια, ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

    VI – Συνέπειες της αναλύσεως

    123. Κατά το άρθρο 61, παράγραφος 1, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, σε περίπτωση που η αίτηση αναιρέσεως είναι βάσιμη, το Δικαστήριο αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου. Εφόσον η διαδικασία το επιτρέπει, μπορεί το ίδιο να αποφανθεί οριστικά επί της υποθέσεως. Έχει επίσης τη δυνατότητα να την αναπέμψει στο Γενικό Δικαστήριο.

    124. Έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι τρεις από τους πέντε λόγους αναιρέσεως είναι βάσιμοι και, ως εκ τούτου, η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου πρέπει να αναιρεθεί αντιστοίχως.

    125. Βάσει των πραγματικών περιστατικών που περιήλθαν σε γνώση μου και από την ανταλλαγή απόψεων ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου, θεωρώ ότι το Δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς χωρίς να απαιτείται η λήψη οποιουδήποτε μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας, όπως ζητήθηκε από την αναιρεσείουσα.

    126. Στην προσφυγή που άσκησε η Italmobiliare ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προέβαλε πέντε λόγους για να στηρίξει το αίτημά της περί ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    127. Υπό το πρίσμα της προεκτεθείσας αναλύσεως, εκτιμώ ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν παράνομη για τρεις κύριους λόγους: κακώς απευθύνθηκε στην Italmobiliare (βλ. σημεία 23 έως 52 των παρουσών προτάσεων), δεν αιτιολογούσε επαρκώς τον σκοπό της αιτήσεως παροχής πληροφοριών (βλ. σημεία 55 έως 77 των παρουσών προτάσεων) και δεν ήταν σύμφωνη με την απαίτηση αναγκαιότητας (βλ. σημεία 96 έως 115 των παρουσών προτάσεων). Κάθε ένα από αυτά τα νομικά σφάλματα αρκεί, αυτό καθεαυτό, προκειμένου να ακυρωθεί στο σύνολό της η απόφαση. Κατά συνέπεια, θεωρώ ότι είναι περιττό να εξεταστεί αν οι λοιποί λόγοι ακυρώσεως που προέβαλε η αναιρεσείουσα πρωτοδίκως ήταν βάσιμοι.

    VII – Δικαστικά έξοδα

    128. Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

    129. Αν το Δικαστήριο συνταχθεί με την άποψή μου ως προς την αίτηση αναιρέσεως, τότε, σύμφωνα με τα άρθρα 137, 138 και 184 του Κανονισμού Διαδικασίας, πρέπει να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα αμφότερων των βαθμών δικαιοδοσίας.

    VIII – Πρόταση

    130. Για όλους τους ανωτέρω λόγους, προτείνω στο Δικαστήριο:

    –        να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Μαρτίου 2014 στην υπόθεση Italmobiliare SpA κατά Επιτροπής, T‑305/11·

    –        να ακυρώσει την απόφαση C(2011) 2361 τελικό της Επιτροπής σχετικά με τη διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 18, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου (υπόθεση 39520 — Τσιμέντο και συναφή προϊόντα)·

    –        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα αμφότερων των βαθμών δικαιοδοσίας.


    1 — Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


    2 — Κανονισμός του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης (ΕΕ L 1, σ. 1).


    3 — HeidelbergCement κατά Επιτροπής, C‑247/14 P, Schwenk Zement κατά Επιτροπής, C‑248/14 P, και Buzzi Unicem κατά Επιτροπής, C‑267/14 P.


    4 — Κανονισμός της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων 81 και 82 της Συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 123, σ. 18).


    5 — EU:T:2014:126.


    6 — C‑247/14 P, σημεία 22 έως 27.


    7 — Βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση Buzzi Unicem κατά Επιτροπής (C‑267/14 P, σημεία 120 έως 125).


    8 — Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση HGA κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑630/11 P έως C‑633/11 P, EU:C:2013:387, σκέψη 132 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


    9 — Βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση HeidelbergCement κατά Επιτροπής (C‑247/14 P, σημεία 23 και 24).


    10 — Βλ., συναφώς, αποφάσεις ABNA κ.λπ. (C‑453/03, C‑11/04, C‑12/04 και C‑194/04, EU:C:2005:741, σκέψη 68), S.P.C.M. κ.λπ. (C‑558/07, EU:C:2009:430, σκέψη 41) και Vodafone κ.λπ. (C‑58/08, EU:C:2010:321, σκέψη 51).


    11 — Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Fédesa κ.λπ. (C‑331/88, EU:C:1990:391, σκέψη 13).


    12 — Βλ., συναφώς, απόφαση Roquette Frères (C‑94/00, EU:C:2002:603, σκέψεις 76 και 80 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


    13 — Βλ., συναφώς, αποφάσεις Gondrand και Garancini (169/80, EU:C:1981:171, σκέψη 17) και Van Es Douane Agenten (C‑143/93, EU:C:1996:45, σκέψη 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


    14 — Βλ. απόφαση Ziegler κατά Επιτροπής (C‑439/11 P, EU:C:2013:513, σκέψη 154 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


    15 — Βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση HeidelbergCement κατά Επιτροπής (C‑247/14 P, σημεία 98 έως 112).


    16 — Επί του συγκεκριμένου ζητήματος, βλ. σημεία 70 έως 71 των παρουσών προτάσεων.


    17 —       Βλ. σκέψη 107 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


    18 — Βλ. σκέψεις 106 και 109 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


    19 — Βλ. σκέψεις 115 έως 117 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


    20 — Βλ., ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα, προτάσεις μου στην υπόθεση HeidelbergCement κατά Επιτροπής (C‑247/14 P, σημείο 121).


    21 — Βλ., ιδίως, άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΚ) 139/2004 του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 2004 για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (κοινοτικός κανονισμός συγκεντρώσεων) (ΕΕ L 24, σ. 1).


    22 — Βλ. σημείο 105 των παρουσών προτάσεων.


    23 — Βλ. σημεία 55 έως 77 των παρουσών προτάσεων.


    24 — Βλ. απόφαση Nexans και Nexans France κατά Επιτροπής (C‑37/13 P, EU:C:2014:2030, σκέψεις 31 και 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


    25 — Όπ.π., σκέψεις 34 έως 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία.


    26 — Το άρθρο 18 του κανονισμού 1/2003 προβλέπει ότι στην απόφαση πρέπει να «[…] αναφέρονται η νομική βάση και ο σκοπός της αίτησης, [να] προσδιορίζονται οι ζητούμενες πληροφορίες και [να] τάσσεται προθεσμία για την παροχή τους». Το άρθρο 20, παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού ορίζει ότι στην απόφαση «[…] προσδιορίζονται το αντικείμενο και ο σκοπός του ελέγχου, [και] καθορίζεται η ημερομηνία έναρξής του […]».


    27 — Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokkot επί της υποθέσεως Nexans και Nexans France κατά Επιτροπής (C‑37/13 P, EU:C:2014:223, σημεία 35 έως 38).


    28 — Σκέψεις 67 και 68 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.


    29 — Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Léger στην υπόθεση BPB Industries και British Gypsum κατά Επιτροπής (C‑310/93 P, EU:C:1994:408, σημείο 22).


    30 — Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα C. Lenz στην υπόθεση SITPA (C‑27/90, EU:C:1990:407, σημείο 59).


    31 — Βλ. νομολογία που παρατίθεται στο σημείο 55 των παρουσών προτάσεων. Βλ., επίσης, απόφαση Acciaierie e ferriere Lucchini κατά Επιτροπής (1252/79, EU:C:1980:288, σκέψη 14), και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Poiares Maduro στην υπόθεση Επιτροπή κατά max.mobil (C‑141/02 P, EU:C:2004:646, σημείο 97).


    32 — Βλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Nexans και Nexans France κατά Επιτροπής (C‑37/13 P, EU:C:2014:223, σημείο 52).


    33 — Για περισσότερες λεπτομέρειες, βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση HeidelbergCement (C‑247/14 P, σημεία 46 και 47).


    34 — Όπως η ερώτηση 1D. Βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση HeidelbergCement κατά Επιτροπής (C‑247/14 P, σημείο 161).


    35 — Βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση HeidelbergCement κατά Επιτροπής (C‑247/14 P, σημεία 138 έως 146).


    36 — Βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση HeidelbergCement κατά Επιτροπής (C‑247/14 P, σημεία 149 έως 168).


    37 — Βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση HeidelbergCement κατά Επιτροπής (C‑247/14 P, σημείο 50).


    38 — C‑247/14 P (σημεία 52 έως 54).


    39 — Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα F. G. Jacobs στην υπόθεση SEP κατά Επιτροπής (C‑36/92 P, EU:C:1993:928, σημείο 30).


    40 — Βλ. απόφαση Der Grüne Punkt—Duales System Deutschland κατά Επιτροπής (C‑385/07 P, EU:C:2009:456, σκέψη 163 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


    41 — Βλ., συναφώς, απόφαση Χαλκόρ κατά Επιτροπής (C‑386/10 P, EU:C:2011:815, σκέψεις 65 και 66).


    42 — Απόφαση T‑296/11 (EU:T:2014:121, σκέψεις 41 έως 56).


    43 — Σκέψη 79 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


    44 — Βλ. σημεία 81 έως 85 των παρουσών προτάσεων.


    45 — Βλ. αποφάσεις Hoechst κατά Επιτροπής (46/87 και 227/88, EU:C:1989:337, σκέψη 19) και Roquette Frères (C‑94/00, EU:C:2002:603, σκέψεις 27, 50 και 52).


    46 — Βλ., συναφώς, απόφαση Roquette Frères (C‑94/00, EU:C:2002:603, σκέψεις 76 και 80 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


    47 — Μεταξύ άλλων, λαμβάνω υπόψη μου τον αριθμό των εταιριών που ενεπλάκησαν, τη γεωγραφική έκταση των εικαζομένων παραβάσεων και τους ιδιαιτέρως σοβαρούς περιορισμούς που περιλαμβάνονται στις εικαζόμενες παραβάσεις.


    48 — Σκέψεις 98 και 101 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


    49 — Βλ. σημεία 2, 6, 7, 8, 9, 13, 14 και 15 του παραρτήματος III. Για παρόμοιες σύνθετες οδηγίες, βλ. επίσης, μεταξύ άλλων, τα ερωτήματα 1A και 2 στο παράρτημα I.


    50 — Βλ. σημεία 16 και 17 του παραρτήματος II.


    51 — Βλ. άρθρο 2 του κανονισμού 1/2003.


    52 — Βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση HeidelbergCement (σημείο 120).


    53 — Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση National Panasonic κατά Επιτροπής (136/79, EU:C:1980:169, σκέψη 21).


    54 — Όπως προτείνεται, για παράδειγμα, στο σημείο 3.4.3 των βέλτιστων πρακτικών της για την υποβολή οικονομικών αποδεικτικών στοιχείων και τη συλλογή δεδομένων σε υποθέσεις που αφορούν την εφαρμογή των άρθρων 101 και 102 της ΣΛΕΕ και σε υποθέσεις συγχωνεύσεων (έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής) «[σ]τις περιπτώσεις όπου κρίνεται πρόσφορο και σκόπιμο». Έγγραφο που δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα της ΓΔ Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.


    55 — Βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση Buzzi Unicem κατά Επιτροπής (C‑267/14 P, σημεία 120 έως 125).

    Top