Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62013CJ0391

    Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 10ης Ιουλίου 2014.
    Ελληνική Δημοκρατία κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
    Αίτηση αναιρέσεως - ΕΓΤΠΕ, ΕΓΤΕ και ΕΓΤΑΑ - Δαπάνες εξαιρούμενες από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης - Ελαιόλαδο - Αροτραίες καλλιέργειες - Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως - Προσαύξηση του συντελεστή της κατ’ αποκοπήν διορθώσεως λόγω παραβάσεως καθ’ υποτροπή - Συνέπειες της μεταρρυθμίσεως της ΚΓΠ ως προς την κατ’ αποκοπήν διόρθωση - Αναλογικότητα - Φύση των δαπανών που προορίζονται για τη σύσταση του ΣΓΠ-ΕΤ.
    Υπόθεση C-391/13 P.

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2014:2061

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

    της 10ης Ιουλίου 2014 (*)

    «Αίτηση αναιρέσεως — ΕΓΤΠΕ, ΕΓΤΕ και ΕΓΤΑΑ — Δαπάνες εξαιρούμενες από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Ελαιόλαδο — Αροτραίες καλλιέργειες — Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως — Προσαύξηση του συντελεστή της κατ’ αποκοπήν διορθώσεως λόγω παραβάσεως καθ’ υποτροπή — Συνέπειες της μεταρρυθμίσεως της ΚΓΠ ως προς την κατ’ αποκοπήν διόρθωση — Αναλογικότητα — Φύση των δαπανών που προορίζονται για τη σύσταση του ΣΓΠ‑ΕΤ»

    Στην υπόθεση C‑391/13 P,

    με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 8 Ιουλίου 2013,

    Ελληνική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον I. Χαλκιά, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

    αναιρεσείουσα,

    όπου ο έτερος διάδικος είναι

    η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την A. Μαρκουλλή και τον Δ. Τριανταφύλλου, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

    καθής πρωτοδίκως,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους A. Borg Barthet, πρόεδρο τμήματος, S. Rodin (εισηγητή) και F. Biltgen, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi

    γραμματέας: A. Calot Escobar

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

    κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1        Με την αίτησή της αναιρέσεως, η Ελληνική Δημοκρατία ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης Ελλάδα κατά Επιτροπής (T‑294/11, EU:T:2013:261, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της με αίτημα την ακύρωση, κατά το μέρος που την αφορά, της εκτελεστικής αποφάσεως 2011/244/ΕΕ της Επιτροπής, της 15ης Απριλίου 2011, για τον αποκλεισμό από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), τμήμα Εγγυήσεων, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) (ΕΕ L 102, σ. 33, στο εξής: επίδικη απόφαση).

     Το νομικό πλαίσιο

    2        Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 729/70 του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 1970, περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/005, σ. 93), όπως έχει τροποποιηθεί με τον κανονισμό (ΕΚ) 1287/95 του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 1995 (ΕΕ L 125, σ. 1), θέσπισε τους εφαρμοστέους επί της χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΚΓΠ) γενικούς κανόνες. Ο κανονισμός (ΕΚ) 1258/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ L 160, σ. 103), έχει εφαρμογή στις δαπάνες που πραγματοποιούνται από την 1η Ιανουαρίου 2000 και εντεύθεν.

    3        Δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 1258/1999, το Τμήμα Εγγυήσεων του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ) χρηματοδοτεί, στο πλαίσιο της κοινής οργανώσεως των γεωργικών αγορών, τις παρεμβάσεις που προορίζονται για τη σταθεροποίηση των γεωργικών αγορών και πραγματοποιούνται σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες.

    4        Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφασίζει την απόρριψη αιτήματος κοινοτικής χρηματοδοτήσεως για δαπάνες οι οποίες, όπως διαπιστώνει, δεν πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες. Κατά το τέταρτο εδάφιο της διατάξεως αυτής:

    «Η Επιτροπή εκτιμά τα προς αποκλεισμό ποσά με γνώμονα κυρίως την έκταση της έλλειψης συμμόρφωσης που διαπίστωσε. Η Επιτροπή εκτιμά εν προκειμένω το είδος και τη σοβαρότητα της παράβασης, καθώς και την οικονομική ζημία που υπέστη η Κοινότητα.»

    5        Ο κανονισμός 1258/1999 καταργήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 1290/2005 του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 2005, για τη χρηματοδότηση της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ L 209, σ. 1). Δυνάμει του άρθρου 47, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, ο κανονισμός 1258/1999 εξακολούθησε να ισχύει έως τις 15 Οκτωβρίου 2006 για τις δαπάνες που είχαν πραγματοποιηθεί από τα κράτη μέλη.

    6        Δυνάμει των άρθρων 3 και 4 του κανονισμού 1290/2005, στο πλαίσιο της κοινής οργανώσεως των γεωργικών αγορών, το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) χρηματοδοτεί τα μέτρα στηρίξεως της αγοράς και άλλα μέτρα, ενώ το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) χρηματοδοτεί τα προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης.

    7        Το άρθρο 7, παράγραφος 4, τέταρτο εδάφιο, του κανονισμού 1258/1999 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 31, παράγραφος 2, του κανονισμού 1290/2005, το οποίο έχει παρεμφερή διατύπωση.

     Ιστορικό της διαφοράς

    8        Το ιστορικό της διαφοράς εκτίθεται από το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 1 έως 7 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ως εξής:

    «1.      Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων διεξήγαγε στον τομέα των ενισχύσεων στο ελαιόλαδο δύο έρευνες (με αριθμούς OTS/2006/01 και NAC/2007/03). Με έγγραφα της 20ής Ιουνίου 2006 και της 8ης Οκτωβρίου 2007, πληροφόρησε την Ελληνική Δημοκρατία για τις έρευνες αυτές και εξέθεσε τις πλημμέλειες που διαπίστωσαν οι ελεγκτές της. Με έγγραφο της 1ης Δεκεμβρίου 2009, η Επιτροπή γνωστοποίησε επισήμως τα συμπεράσματά της στην Ελληνική Δημοκρατία, κατά το άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΚ) 885/2006 της Επιτροπής, της 21ης Ιουνίου 2006, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού […] 1290/2005 […] του Συμβουλίου σχετικά με τη διαπίστευση των οργανισμών πληρωμών και άλλων οργανισμών και την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΕ και του ΕΓΤΑΑ (ΕΕ L 171, σ. 90). [...] Η Επιτροπή υπέβαλε τη συνοπτική έκθεσή της στις 16 Μαρτίου 2011.

    2.      Η Επιτροπή παρατηρεί στη συνοπτική έκθεσή της ότι το σύστημα γεωγραφικών πληροφοριών στον ελαιοκομικό τομέα (στο εξής: ΣΓΠ‑ΕΤ) το οποίο εφαρμόστηκε στην Ελλάδα για τον έλεγχο των ενισχύσεων στην παραγωγή ελαιόλαδου είχε τόσο σημαντικές πλημμέλειες ώστε δεν μπορούσε να θεωρηθεί ολοκληρωμένο κατά τα έτη 2003­-2004. Υπογραμμίζει ότι οι ορθοφωτογραφίες που χρησιμοποιήθηκαν κατά την πρώτη ακόμη περίοδο εμπορίας ήταν ήδη παλαιότερες των πέντε ετών. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, για τη σύσταση του ΣΓΠ‑ΕΤ, η Ελληνική Δημοκρατία συνδύασε τις ορθοφωτογραφίες της περιόδου εμπορίας 1997/1998 με τις δηλώσεις καλλιέργειας που υποβλήθηκαν ειδικά για την εν λόγω σύσταση κατά την περίοδο εμπορίας 2002/2003. Επισημαίνει εντούτοις ότι οι εν λόγω δηλώσεις καλλιέργειας για τη σύσταση του ΣΓΠ‑ΕΤ δεν αποτέλεσαν αντικείμενο διασταυρωτικών ελέγχων με τις δηλώσεις του ‟παλαιού συστήματος”, δηλαδή με αυτές που είχαν υποβληθεί στο πλαίσιο της διαχειρίσεως του καθεστώτος ενισχύσεως στην παραγωγή ελαιόλαδου για την ίδια περίοδο 2002/2003, και διαπιστώνει ότι προέκυψαν σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ των δύο πηγών δεδομένων (παλαιές δηλώσεις και ΣΓΠ‑ΕΤ). Η Επιτροπή παρατηρεί ότι, για την περίοδο εμπορίας 2003/2004 (κατά την οποία άρχισε η εφαρμογή του ΣΓΠ‑ΕΤ), οι δηλώσεις καλλιέργειας έπρεπε να ελέγχονται μέσω του ΣΓΠ‑ΕΤ, γεγονός το οποίο προϋπέθετε την υποβολή, στο πλαίσιο του ελέγχου, νέων ή τροποποιητικών δηλώσεων. Όμως, κατά την Επιτροπή, δεν έγινε χρήση των πολυάριθμων νέων ή τροποποιητικών δηλώσεων καλλιέργειας που υποβλήθηκαν, οπότε είναι πολύ πιθανό ο αριθμός των δηλώσεων καλλιέργειας που αποκλίνουν —δηλαδή οι δηλώσεις για τις οποίες διαπιστώθηκε ότι ο αριθμός των δηλωθέντων για εκμετάλλευση ελαιόδεντρων αποκλίνει κατά ποσοστό πλέον του 3 % από τον αριθμό που προσδιορίζεται με κάθε πρόσφορο μέσο, ειδικότερα με πρόσφατες αεροφωτογραφίες ή δορυφορικές φωτογραφίες υψηλής ευκρίνειας— να υπερβαίνει το 5 % των δηλώσεων καλλιέργειας. Επιπλέον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι δεν τηρήθηκε η υποχρέωση επικαιροποιήσεως του ΣΓΠ‑ΕΤ για την περίοδο 2004/2005.

    3.      Οι υπηρεσίες της Επιτροπής διεξήγαγαν έρευνα (OTS/2005/11) για τη διαδικασία χρηματοδοτήσεως του ΣΓΠ‑ΕΤ. Η Επιτροπή διαβίβασε τις παρατηρήσεις της στην Ελληνική Δημοκρατία στις 12 Αυγούστου 2005. […] Την 1η Οκτωβρίου 2009, η Επιτροπή κοινοποίησε επίσημα τα συμπεράσματά της. [...] Η Επιτροπή υπέβαλε στη συνέχεια την τελική της θέση στις 20 Οκτωβρίου 2010.

    4.      Στην τελική της θέση, η Επιτροπή ανέφερε ότι το άρθρο 26, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 2366/98 της Επιτροπής, της 30ής Οκτωβρίου 1998, για τις λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος ενίσχυσης στην παραγωγή ελαιόλαδου για τις περιόδους εμπορίας 1998/99 έως 2000/01 (ΕΕ L 293, σ. 50), προέβλεπε τη χρηματοδότηση των δαπανών που αφορούσαν τη σύσταση του ΣΓΠ‑ΕΤ καθώς και την τακτική ενημέρωση της βάσεως γραφικών αναφοράς του ΣΓΠ‑ΕΤ κατά τη διάρκεια του χρονικού διαστήματος που καλύπτει τις περιόδους εμπορίας 1998/1999 έως 2002/2003. Η Επιτροπή έκρινε επομένως ότι έπρεπε να αποκλείσει από την κοινοτική χρηματοδότηση όλες τις δαπάνες που αφορούσαν το έργο που πραγματοποιήθηκε μετά το τέλος της περιόδου εμπορίας 2002/2003, δηλαδή μετά τις 31 Οκτωβρίου 2003.

    5.      Όσον αφορά το καθεστώς άμεσων ενισχύσεων στις αροτραίες καλλιέργειες, η Επιτροπή διεξήγαγε έρευνα (AA/2007/007) από τις 9 έως τις 12 Ιουλίου 2007. Απέστειλε τις παρατηρήσεις της στην Ελληνική Δημοκρατία στις 11 Οκτωβρίου 2007 και η Ελληνική Δημοκρατία απάντησε με επιστολή της 11ης Δεκεμβρίου 2007. [...] Η Επιτροπή διατύπωσε στη συνέχεια την τελική της θέση στις 20 Δεκεμβρίου 2010.

    6.      Στην τελική της θέση, η Επιτροπή έκρινε ότι η λειτουργία του συστήματος γεωγραφικών πληροφοριών και του συστήματος αναγνωρίσεως αγροτεμαχίων (στο εξής: ΣΑΑ/ΣΓΠ) και οι επιτόπιοι έλεγχοι ήταν ανεπαρκείς. Υπογράμμισε ότι οι πλημμέλειες που διαπιστώθηκαν αφορούσαν τους βασικούς ελέγχους.

    7.      Με την [επίδικη] απόφαση, για τον αποκλεισμό από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του [ΕΓΤΠΕ], τμήμα Εγγυήσεων, στο πλαίσιο του [ΕΓΤΕ] και στο πλαίσιο του [ΕΓΤΑΑ] [...], η Επιτροπή επέβαλε στις δαπάνες που δηλώθηκαν από την Ελληνική Δημοκρατία τις ακόλουθες τρεις διορθώσεις:

    –        133 315 230,85 ευρώ στον ελαιοκομικό τομέα για τις περιόδους 2003/2004 και 2004/2005·

    –        3 701 088,51 ευρώ για εκπρόθεσμες δαπάνες καταρτίσεως ΣΓΠ στον ελαιοκομικό τομέα·

    –        122 425 959,66 ευρώ για το καθεστώς των άμεσων ενισχύσεων των αροτραίων καλλιεργειών για τις δηλώσεις του 2007.»

     Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

    9        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 9 Ιουνίου 2011, η Ελληνική Δημοκρατία άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά της επίδικης αποφάσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προβάλλοντας επτά λόγους.

    10      Οι δύο πρώτοι λόγοι αφορούσαν τη δημοσιονομική διόρθωση ποσού 133 315 230,85 ευρώ στον τομέα της παραγωγής ελαιόλαδου για τις περιόδους υποβολής δηλώσεων 2003/2004 και 2004/2005. Ο τρίτος και ο τέταρτος λόγος αφορούσαν τη δημοσιονομική διόρθωση ποσού 3 701 088,51 ευρώ στις εκπρόθεσμες δαπάνες καταρτίσεως του ΣΓΠ‑ΕΤ. Ο πέμπτος, ο έκτος και ο έβδομος λόγος αφορούσαν τη δημοσιονομική διόρθωση ποσού 122 425 959,66 ευρώ που επιβλήθηκε στο πλαίσιο του καθεστώτος άμεσων ενισχύσεων στις αροτραίες καλλιέργειες για τις δηλώσεις του έτους 2007.

    11      Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε καθέναν από τους λόγους ακυρώσεως της προσφεύγουσας.

    12      Όσον αφορά τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, που αντλούνταν από εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι ο λόγος αυτός ήταν αβάσιμος, απορρίπτοντας, στις σκέψεις 13 έως 79 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας με τα οποία αμφισβητούνταν τα συμπεράσματα της Επιτροπής όσον αφορά, πρώτον, τις ελλείψεις στο ΣΓΠ‑ΕΤ και τις ελλείψεις στους ελέγχους των δηλώσεων καλλιέργειας και στους ελέγχους για τη συμφωνία μεταξύ των δηλώσεων καλλιέργειας και των αποδόσεων των ελαιόδεντρων, δεύτερον, τους ελέγχους των δηλώσεων καλλιέργειας και τους ελέγχους για τη συμφωνία μεταξύ των δηλώσεων καλλιέργειας και των αποδόσεων των ελαιόδεντρων και, τρίτον, τις ελλείψεις στους ελέγχους των ελαιοτριβείων.

    13      Το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε, στις σκέψεις 80 έως 118 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως που προέβαλε η Ελληνική Δημοκρατία προς στήριξη της προσφυγής της, αντλούμενο, αφενός, από την έλλειψη έγκυρης νομικής βάσεως που να παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα προσαυξήσεως της δημοσιονομικής διορθώσεως λόγω επαναλαμβανόμενων ελλείψεων ή λόγω υποτροπής και, αφετέρου, από πρόδηλα σφάλματα κατά την εκτίμηση των επαναλαμβανόμενων ελλείψεων. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ειδικότερα ότι λαμβάνοντας υπόψη ιδίως το άρθρο 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 1258/1999 και τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των κατ’ αποκοπήν διορθώσεων, δηλαδή το έγγραφο VI/5330/97 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 1997, με τίτλο «Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τον υπολογισμό των δημοσιονομικών επιπτώσεων κατά την προετοιμασία της αποφάσεως εκκαθαρίσεως των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ-Τμήμα Εγγυήσεων» (στο εξής: έγγραφο VI/5330/97), καθώς και την ανακοίνωση AGRI/61495/2002 σχετικά με τις καθ’ υποτροπή παρατυπίες που συνδέονταν με τις ελλείψεις στους ελεγκτικούς μηχανισμούς (στο εξής: έγγραφο AGRI/61495/2002), υφίστατο κατάλληλη νομική βάση για τη συνεκτίμηση του καθ’ υποτροπή χαρακτήρα των πλημμελειών του ΣΓΠ‑ΕΤ που χρησιμοποιήθηκε στην Ελλάδα, για τον καθορισμό του προς επιστροφή ποσού. Περαιτέρω, το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι το σύστημα ελέγχου που εφαρμόστηκε στην Ελλάδα παρουσίαζε επαναλαμβανόμενες πλημμέλειες ή ότι το εν λόγω κράτος μέλος υπέπεσε σε καθ’ υποτροπή παραβάσεις εν προκειμένω, κρίνοντας ότι αρκούσε η ομοιότητα των παραβάσεων που διεπράχθησαν και απορρίπτοντας το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι επήλθαν πάμπολλες βελτιώσεις του συστήματός της ελέγχου.

    14      Όσον αφορά τον τρίτο λόγο ακυρώσεως της προσφεύγουσας, αντλούμενο από έλλειψη έγκυρης νομικής βάσεως για την επιβολή της δημοσιονομικής διορθώσεως στις δαπάνες της διαδικασίας καταρτίσεως του ΣΓΠ‑ΕΤ, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 119 έως 137 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα δεν μπορούσαν να ευδοκιμήσουν βάσει του νομικού πλαισίου που εφαρμόζεται στη χρηματοδότηση των δαπανών για τη σύσταση του ΣΓΠ‑ΕΤ.

    15      Ο τέταρτος λόγος που προβλήθηκε προς στήριξη της προσφυγής ακυρώσεως, αντλούμενος από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και από εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, εξετάστηκε από το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 138 έως 146 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στο πλαίσιο των οποίων διαπιστώθηκε, αφενός, ότι δεν παραβιάσθηκε η αρχή της αναλογικότητας, δεδομένου ότι η Επιτροπή υπεχρεούτο, βάσει του εφαρμοστέου νομοθετικού πλαισίου, να κηρύξει μη επιλέξιμες τις δαπάνες για εργασίες που ολοκληρώθηκαν μετά τη σχετική καταληκτική ημερομηνία, και, αφετέρου, ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι οι εργασίες αυτές είχαν πράγματι ολοκληρωθεί πριν από την εν λόγω ημερομηνία.

    16      Όσον αφορά τον πέμπτο λόγο που προέβαλε η Ελληνική Δημοκρατία προς στήριξη της προσφυγής της, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε, στις σκέψεις 147 έως 186 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τα επιχειρήματά της, αντλούμενα από την έλλειψη έγκυρης νομικής βάσεως για την εφαρμογή του εγγράφου VI/5330/97 στην ΚΓΠ) και στο νέο καθεστώς ενιαίας ενισχύσεως, καθώς και από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο συμπέρανε, κατόπιν αναλύσεως του κανονισμού 1290/2005, της μεταρρυθμίσεως της ΚΓΠ και του εγγράφου VI/5330/97, ότι τίποτε δεν εμπόδιζε την Επιτροπή να εφαρμόσει τις κατευθυντήριες γραμμές που περιλαμβάνονταν στο έγγραφο αυτό και στο πλαίσιο της ασκήσεως των αρμοδιοτήτων που της παρείχε το άρθρο 31, παράγραφος 1, του κανονισμού 1290/2005.

    17      Το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 187 έως 208 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, απέρριψε ως αβάσιμες καθεμία από τις τρεις αιτιάσεις που προβλήθηκαν στο πλαίσιο του έκτου λόγου ακυρώσεως, δηλαδή την εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών όσον αφορά τις αδυναμίες του ΣΑΑ/ΣΓΠ, τα αποτελέσματα της συγκρίσεως των στοιχείων του ΣΑΑ/ΣΓΠ και τις αδυναμίες των διοικητικών ελέγχων.

    18      Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε επίσης, στις σκέψεις 209 έως 215 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τον έβδομο λόγο ακυρώσεως, με τον οποίο η προσφεύγουσα είχε προβάλει εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, εκ μέρους της Επιτροπής, του άρθρου 33 του κανονισμού 1290/2005 όσον αφορά τη διόρθωση στις δαπάνες μέτρων αγροτικής αναπτύξεως, κρίνοντας ότι η προσφεύγουσα δεν ήταν σε θέση, λαμβανομένων υπόψη των προσαπτόμενων αδυναμιών και ελλείψεων στους ελεγκτικούς μηχανισμούς, να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που υπείχε από το άρθρο αυτό.

    19      Βάσει του σκεπτικού αυτού, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να απορρίψει την προσφυγή ακυρώσεως στο σύνολό της.

     Αιτήματα των διαδίκων

    20      Η Ελληνική Δημοκρατία ζητεί από το Δικαστήριο:

    –        να δεχθεί την αίτηση αναιρέσεως,

    –        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, και

    –        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

    21      Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως και την καταδίκη της Ελληνικής Δημοκρατίας στα δικαστικά έξοδα.

     Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

    22      Προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως, η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει δύο λόγους, εκ των οποίων ο πρώτος βάλλει κατά του σκεπτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στις σκέψεις 96 έως 118, που αφορά την κατ’ αποκοπήν διόρθωση που επέβαλε η Επιτροπή με την επίδικη απόφαση στον ελαιοκομικό τομέα, και ο δεύτερος κατά της αιτιολογίας της αποφάσεως αυτής με την οποία επικυρώθηκε το βάσιμο της κατ’ αποκοπήν διορθώσεως που επιβλήθηκε στο εν λόγω κράτος μέλος στον τομέα των αροτραίων καλλιεργειών, σύμφωνα με την ίδια απόφαση της Επιτροπής.

    23      Η Ελληνική Δημοκρατία παρατηρεί, εισαγωγικά, ότι με τους λόγους αυτούς αμφισβητεί την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση μόνον ως προς το μέρος της που επικυρώνει το βάσιμο, αφενός, της διορθώσεως των 89 417 602,41 ευρώ, που αντιστοιχεί στις δαπάνες που δηλώθηκαν στον ελαιοκομικό τομέα για την περίοδο εμπορίας 2004/2005 (κατ’ αποκοπήν διόρθωση 15 % λόγω υποτροπής) και, αφετέρου, της διορθώσεως των 122 425 959,66 ευρώ, που αντιστοιχεί στις δαπάνες που δηλώθηκαν για το καθεστώς των άμεσων ενισχύσεων για τις δηλώσεις του 2007 (κατ’ αποκοπήν διόρθωση 15 %).

     Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

     Επιχειρήματα των διαδίκων

    24      Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει ότι, στις σκέψεις 96 έως 118 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών που περιλαμβάνονται στα έγγραφα VI/5330/97, AGRI/17933/2000 και AGRI/61495/2002, στον βαθμό που δεν συνέτρεχε περίπτωση αλλαγής του συντελεστή διορθώσεως από 10 %, που είχε οριστεί για την περίοδο 2003/2004, σε 15 %, για την περίοδο 2004/2005, λόγω υποτροπής, εφόσον το κράτος μέλος αυτό επέφερε πάμπολλες βελτιώσεις στο σύστημα ελέγχου, προέβη σε περαιτέρω ενημέρωση του ΣΓΠ‑ΕΤ, καθώς και σε βελτίωση των επιτόπιων και των διασταυρωτικών ελέγχων για τη διαπίστωση των παρατυπιών και την επιβολή κυρώσεων.

    25      Συναφώς, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι δεν συνέτρεχαν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή προσαυξημένης διορθώσεως λόγω υποτροπής. Επισημαίνει στο πλαίσιο αυτό, ειδικότερα, ότι επήλθαν πάμπολλες ουσιαστικές βελτιώσεις στα συγκεκριμένα συστήματα ελέγχου, ακόμη και όσον αφορά την ενημέρωση του ΣΓΠ‑ΕΤ, και ότι οι διασταυρωτικοί έλεγχοι καθιστούσαν δυνατή τη διαπίστωση των πλημμελειών και την επιβολή κυρώσεων. Κατόπιν των μέτρων αυτών, τα οποία εφαρμόστηκαν την περίοδο 2004/2005, το Γενικό Δικαστήριο έπρεπε να ακυρώσει την επίδικη προσαύξηση λόγω υποτροπής.

    26      Επομένως, στον βαθμό που το Γενικό Δικαστήριο επικύρωσε την επίδικη απόφαση επιβάλλοντας στην Ελληνική Δημοκρατία διόρθωση 15 % στον ελαιοκομικό τομέα για την περίοδο 2004/2005, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει, κατά την άποψη του κράτους μέλους αυτού, να αναιρεθεί.

    27      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το σύνολο της επιχειρηματολογίας που προβάλλει η Ελληνική Δημοκρατία στο πλαίσιο του πρώτου λόγου αναιρέσεως αφορά στην πραγματικότητα διαπιστώσεις περί των πραγματικών περιστατικών σχετικές με τις αδυναμίες του συστήματος ελέγχου της παραγωγής ελαιόλαδου ή αποτελεί επανάληψη της επιχειρηματολογίας που προέβαλε προς στήριξη της προσφυγής της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Ως εκ τούτου, ο λόγος αυτός αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτος. Εν πάση περιπτώσει, τα επιχειρήματα που προβάλλονται στο πλαίσιο του λόγου αυτού πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.

     Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    28      Όπως προκύπτει από το άρθρο 256, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και από το άρθρο 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Γενικό Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο, αφενός, για την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών, εκτός αν η ανακρίβεια του περιεχομένου των διαπιστώσεών του προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας που του έχουν υποβληθεί, και, αφετέρου, για την εκτίμηση αυτών των πραγματικών περιστατικών. Όταν το Γενικό Δικαστήριο έχει διαπιστώσει ή εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ασκήσει, δυνάμει του άρθρου 256 ΣΛΕΕ, έλεγχο όσον αφορά τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών αυτών περιστατικών και τις έννομες συνέπειες που έχει συναγάγει συναφώς το Γενικό Δικαστήριο (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Bavaria κατά Επιτροπής, C‑445/11 P, EU:C:2012:828, σκέψη 23 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    29      Επομένως, η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών δεν αποτελεί, με την επιφύλαξη της περιπτώσεως παραμορφώσεως του περιεχομένου των προσκομισθέντων ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στοιχείων, νομικό ζήτημα που υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Bavaria κατά Επιτροπής, EU:C:2012:828, σκέψη 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    30      Διαπιστώνεται ότι, με τα επιχειρήματα που προβάλλει στο πλαίσιο του πρώτου λόγου αναιρέσεως, μολονότι αυτά φέρονται να αντλούνται από πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο της εφαρμογής των κατευθυντήριων γραμμών όσον αφορά την προσαύξηση λόγω υποτροπής, η Ελληνική Δημοκρατία επιδιώκει, στην πραγματικότητα, να θέσει εκ νέου υπό συζήτηση τις πραγματικές εκτιμήσεις στις οποίες προέβη το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 96 έως 118 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, προκειμένου να διαπιστωθεί, αφενός, εάν, λαμβανομένων υπόψη ειδικότερα των πολυάριθμων βελτιώσεων που ισχυρίζεται η Ελληνική Δημοκρατία ότι επέφερε στο σύστημα ελέγχου της παραγωγής ελαιόλαδου, το σύστημα αυτό παρουσίασε παρά ταύτα επαναλαμβανόμενες ελλείψεις και, αφετέρου, εάν συνέτρεχαν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις προσαυξήσεως λόγω υποτροπής.

    31      Δεδομένου ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν επικαλείται παραμόρφωση των προσκομισθέντων ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου αποδεικτικών στοιχείων βάσει των οποίων αυτό προέβη στην εν λόγω εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

    32      Εν πάση περιπτώσει, στον βαθμό που η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το Γενικό Δικαστήριο, κατά την εξέταση του εάν πληρούνται εν προκειμένω οι προϋποθέσεις προσαυξήσεως λόγω υποτροπής, παρέλειψε να λάβει υπόψη όλους τους κρίσιμους παράγοντες και τα κρίσιμα στοιχεία, πρέπει να τονιστεί ότι, όπως προκύπτει ιδίως από τις σκέψεις 104 έως 117 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έλαβε προσηκόντως υπόψη τα επιχειρήματα και τα αποδεικτικά στοιχεία που προβλήθηκαν προς απόδειξη του ότι υπήρξαν βελτιώσεις του συστήματος ελέγχου και ότι το ΣΓΠ‑ΕΤ λειτουργούσε αποτελεσματικότερα. Το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε όμως, στη σκέψη 117 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ασκώντας την κυριαρχική του εξουσία εκτιμήσεως, ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως διαπιστώνοντας υποτροπή των πλημμελειών εν προκειμένω και αυξάνοντας για τον λόγο αυτόν τον συντελεστή διορθώσεως από 10 σε 15 %.

    33      Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας πρέπει να απορριφθεί.

     Επί του δεύτερου λόγου αναιρέσεως

     Επιχειρήματα των διαδίκων

    34      Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας περιλαμβάνει δύο σκέλη.

    35      Το πρώτο σκέλος του λόγου αυτού αντλείται από παραβίαση του δικαίου της Ένωσης και από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, καθώς και από ανακριβή ερμηνεία και εσφαλμένη εφαρμογή, στη νέα ΚΓΠ, των κατευθυντήριων γραμμών της Επιτροπής για τις κατ’ αποκοπήν διορθώσεις που προβλέπονται στο έγγραφο AGRI/17933/2000, όπως επικαιροποιήθηκαν με το έγγραφο AGRI/64041/2005 για «τους βασικούς και τους επικουρικούς ελέγχους στον τομέα των ενισχύσεων αναλόγως της εκτάσεως που έχουν εφαρμογή στις αιτήσεις που υποβάλλονται από το 2005 και μετά», δεδομένου ότι οι συντελεστές των κατ’ αποκοπήν διορθώσεων που περιλαμβάνονται εκεί αφορούσαν διαφορετικά καθεστώτα ελέγχου.

    36      Με τις αιτιάσεις αυτές, η Ελληνική Δημοκρατία αναφέρεται κατ’ ουσίαν στις σκέψεις 177 έως 184 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας ότι το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας στηριζόταν σε εσφαλμένη παραδοχή και ότι δεν είχε παραβιαστεί η αρχή της αναλογικότητας, ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένα τις κατευθυντήριες γραμμές για τις κατ’ αποκοπήν διορθώσεις και δεν ερμήνευσε ορθά τις αρχές της αναλογικότητας και της ασφάλειας δικαίου, εκδήλωση των οποίων αποτελεί η αρχή της μη αναδρομικότητας.

    37      Συναφώς, η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει ότι, λόγω της εφαρμογής της νέας ΚΓΠ από το 2005 και των ευρέων αλλαγών που επέφερε στον ελεγκτικό μηχανισμό και στην επιβολή δημοσιονομικών διορθώσεων, η Επιτροπή όφειλε, αφενός, να επικαιροποιήσει τις κατευθυντήριες γραμμές για τις κατ’ αποκοπήν διορθώσεις και να επανεκτιμήσει τους συντελεστές της κατ’ αποκοπήν διορθώσεως και, αφετέρου, να ορίσει εκ νέου τους εφαρμοζόμενους στη νέα ΚΓΠ βασικούς και επικουρικούς ελέγχους, εφόσον όλα τα προϊόντα αποτελούσαν, από το χρονικό σημείο εκείνο και μετά, μέρος μιας κοινής οργανώσεως των αγορών, διεπόμενης από ενιαίους κανόνες, ώστε να καταστούν οι κατ’ αποκοπήν διορθώσεις αποτρεπτικές, αποτελεσματικές και, κυρίως, αναλογικές. Ειδικότερα, με το νέο καθεστώς, οι πλημμέλειες οι οποίες, με τα προηγούμενα καθεστώτα, δημιουργούσαν αυξημένο κίνδυνο για το ΕΓΤΠΕ, όπως η ημερομηνία διενέργειας των ελέγχων, δεν ασκούσαν πλέον καμία επιρροή, δεδομένου ότι η παραγωγή αποδεσμεύθηκε από την επιδότηση. Ομοίως, η έκταση των αγροτεμαχίων δεν είχε πλέον την ίδια σημασία, όσον αφορά τον έλεγχο, στο πλαίσιο της ενιαίας πληρωμής.

    38      Κατόπιν της εφαρμογής από την Επιτροπή των μη επικαιροποιημένων συντελεστών της κατ’ αποκοπήν διορθώσεως που προβλέπονταν στις παλαιές κατευθυντήριες γραμμές, ο καθορισμός εν προκειμένω της κατ’ αποκοπήν διορθώσεως με συντελεστή 10 % κατέστη δυσανάλογος. Η Ελληνική Δημοκρατία αναφέρει ως παράδειγμα ότι, κατά τα έτη 2004 και 2005, της επιβλήθηκαν κατ’ αποκοπήν διορθώσεις με συντελεστή 10 % στον τομέα των αροτραίων καλλιεργειών και 15 % για τις δαπάνες στις καλλιέργειες σκληρού σίτου, που αντιστοιχούσαν συνολικά σε περίπου 63 000 000 ευρώ, ενώ, για το 2006, μολονότι η διόρθωση για τον σκληρό σίτο είχε μειωθεί από 15 σε 10 % και ο συντελεστής για τις λοιπές καλλιέργειες παρέμεινε ίδιος, ο συντελεστής 10 % που επιβλήθηκε για το 2006 αντιστοιχούσε σε 211 000 000 ευρώ και ο συντελεστής 5 % στην υπό κρίση υπόθεση αντιστοιχούσε σε 122 425 959,66 ευρώ.

    39      Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε το σύνολο των επιχειρημάτων που προέβαλε η Ελληνική Δημοκρατία στο πλαίσιο της προσφυγής της και τα απέρριψε αιτιολογώντας προσηκόντως την κρίση του για το καθένα από αυτά. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς και κατόπιν ενδελεχούς εξετάσεως, αφενός, απέρριψε τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας για την εφαρμογή των μη επικαιροποιημένων κατευθυντήριων γραμμών στις κατ’ αποκοπήν διορθώσεις και, αφετέρου, έκρινε ότι η Επιτροπή, μη προβλέποντας μείωση του συντελεστή διορθώσεως στο πλαίσιο καθεστώτος ενιαίας πληρωμής παρόμοιου με εκείνο που εφαρμόστηκε στο πλαίσιο του ελέγχου της πολλαπλής συμμόρφωσης, δεν είχε παραβιάσει την αρχή της αναλογικότητας.

    40      Με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε επαρκώς, στις σκέψεις 198 έως 208 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την απόρριψη του έκτου λόγου που προβλήθηκε προς στήριξη της προσφυγής ακυρώσεως. Το συγκεκριμένο σκεπτικό δεν είναι μόνο ανεπαρκές, αλλά αντικρούεται και από ορισμένα στοιχεία τα οποία δεν έλαβε υπόψη το Γενικό Δικαστήριο.

    41      Συναφώς, η Ελληνική Δημοκρατία αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στη λειτουργία του ΣΑΑ/ΣΓΠ και αμφισβητεί τις ελλείψεις και τις πλημμέλειες των διασταυρωτικών ελέγχων. Ειδικότερα, αποκλείει το γεγονός το ίδιο αγροτεμάχιο να δηλώθηκε δύο φορές ή να έλαβε διπλή πληρωμή.

    42      Περαιτέρω, το κράτος μέλος αυτό αμφισβητεί τις διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά την εφαρμογή στους διασταυρωτικούς ελέγχους, αντίθετα προς την εφαρμοστέα νομοθεσία, περιθωρίου ανοχής 5 %, την ανεπάρκεια στις μετρήσεις των βοσκοτόπων, καθώς και τις καθυστερήσεις στους επιτόπιους ελέγχους. Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 206 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, παρέλειψε να εξετάσει, χωρίς να το αιτιολογήσει, τα σημαντικά αποτελέσματα που είχαν οι πολυάριθμες βελτιώσεις στο σύστημα ελέγχου κατά το 2007, βάσει των οποίων το Γενικό Δικαστήριο έπρεπε να δεχθεί τον συγκεκριμένο λόγο ακυρώσεως.

    43      Η Επιτροπή επισημαίνει ότι το σύνολο των επιχειρημάτων που προβάλλει η Ελληνική Δημοκρατία προς στήριξη του δευτέρου σκέλους του δευτέρου λόγου αναιρέσεως αφορά την απόδειξη πραγματικών περιστατικών σχετικών με τις αδυναμίες του συστήματος ελέγχου της ενιαίας πληρωμής, η εξέταση των οποίων δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου στο πλαίσιο αναιρετικής δίκης. Εν πάση περιπτώσει, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τον έκτο λόγο ακυρώσεως, δεδομένου ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν προέβαλε κανένα επιχείρημα ικανό να ανατρέψει τις διαπιστώσεις της Επιτροπής όσον αφορά τις ελλείψεις του ΣΑΑ-ΣΓΠ, τα αποτελέσματα της συγκρίσεως των δεδομένων του ΣΑΑ-ΣΓΠ, καθώς και τις αδυναμίες των διοικητικών ελέγχων.

    44      Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει, κατά την Επιτροπή, να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτος και εν μέρει αβάσιμος.

     Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    45      Όσον αφορά, πρώτον, το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, πρέπει να υπενθυμιστεί εισαγωγικά ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 169, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, οι προβαλλόμενοι στην αίτηση αναιρέσεως λόγοι και τα προβαλλόμενα νομικά επιχειρήματα πρέπει να προσδιορίζουν με ακρίβεια τα σημεία του σκεπτικού της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου που αμφισβητούνται, απαίτηση η οποία καθιστά δυνατή, ειδικότερα, την προστασία της ισότητας των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου (βλ. συναφώς, μεταξύ άλλων, απόφαση Wam Industriale κατά Επιτροπής, C‑560/12 P, EU:C:2013:726, σκέψεις 42 και 43, καθώς και διάταξη Thesing και Bloomberg Finance κατά EKT, C‑28/13 P, EU:C:2014:96, σκέψεις 27 και 29).

    46      Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας βάλλει μόνον κατά των σκέψεων 177 έως 184 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Σύμφωνα με τις εν λόγω εκτιμήσεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε και τελικώς απέρριψε το αντλούμενο από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας επιχείρημα του κράτους μέλους αυτού, το οποίο προβλήθηκε πρωτοδίκως στο πλαίσιο της δεύτερης αιτιάσεως του πέμπτου λόγου ακυρώσεως.

    47      Αντιθέτως, στον βαθμό που η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή όφειλε, λόγω της νέας ΚΓΠ, αφενός, να επικαιροποιήσει τις κατευθυντήριες γραμμές για τις κατ’ αποκοπήν διορθώσεις και, αφετέρου, να προσδιορίσει εκ νέου τους εφαρμοστέους στο πλαίσιο της νέας ΚΓΠ βασικούς και επικουρικούς ελέγχους, διαπιστώνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε τα επιχειρήματα αυτά στο πλαίσιο της πρώτης αιτιάσεως του πέμπτου πρωτοδίκως προβληθέντος λόγου ακυρώσεως, αντλούμενου από έλλειψη έγκυρης νομικής βάσεως για την εφαρμογή των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών, και τα απέρριψε ως αβάσιμα, μεταξύ άλλων, στις σκέψεις 157 και 158 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

    48      Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι, κατά το πρώτο σκέλος του, αλυσιτελής, καθόσον οι αιτιάσεις που διατύπωσε συναφώς η Ελληνική Δημοκρατία, οι οποίες αντλούνται από πλάνη περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή από το Γενικό Δικαστήριο των κατευθυντήριων γραμμών στο πλαίσιο της νέας ΚΓΠ και του νέου καθεστώτος ενιαίας πληρωμής καθώς και του εκ νέου προσδιορισμού των συναφών βασικών και επικουρικών ελέγχων και οι οποίες βάλλουν κατά των εκτιμήσεων του Γενικού Δικαστηρίου που διατυπώνονται στις σκέψεις 177 έως 184 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, εξετάστηκαν και απορρίφθηκαν από το δικαστήριο αυτό σε άλλες σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τις οποίες όμως δεν επικρίνει το εν λόγω κράτος μέλος.

    49      Περαιτέρω, στον βαθμό που η Ελληνική Δημοκρατία αμφισβητεί, με το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, ειδικότερα την απόρριψη από το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 177 έως 184 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, της δεύτερης αιτιάσεως του δεύτερου πρωτοδίκως προβληθέντος λόγου ακυρώσεως, αντλούμενου από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας λόγω της εφαρμογής του συντελεστή διορθώσεως των κατευθυντήριων γραμμών στο πλαίσιο της νέας ΚΓΠ και του νέου καθεστώτος ενιαίας πληρωμής, πρέπει να τονιστεί, πρώτον, ότι όπως προκύπτει ειδικότερα από τις σκέψεις 177 και 178 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το μέγεθος των οικείων διορθώσεων αποτελούσε απλώς το αποτέλεσμα της σημαντικής αυξήσεως των δαπανών για ενισχύσεις χορηγούμενες βάσει της εκτάσεως, συνεπαγόμενο αντίστοιχη αύξηση, σε απόλυτους αριθμούς, του κινδύνου πιθανών σφαλμάτων σε βάρος του ΕΓΤΠΕ, και ότι το μέγεθος αυτό των διορθώσεων προέκυψε, ως εκ τούτου, από την εφαρμογή απλώς του ίδιου με τον εφαρμοσθέντα στο παρελθόν συντελεστή διορθώσεως σε σημαντικά μεγαλύτερα ποσά τα οποία έλαβε η Ελληνική Δημοκρατία ως άμεσες ενισχύσεις.

    50      Επομένως, η Ελληνική Δημοκρατία, επαναλαμβάνοντας απλώς, στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, το επιχείρημα ότι η κατ’ αποκοπήν διόρθωση ήταν, ενόψει του μεγέθους των οικείων δημοσιονομικών διορθώσεων, δυσανάλογη διότι οι κατευθυντήριες γραμμές δεν είχαν προσαρμοστεί στη νέα ΚΓΠ, δεν αποδεικνύει ότι το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε, για τον λόγο αυτόν, την αρχή της αναλογικότητας.

    51      Δεύτερον, στον βαθμό που το εν λόγω κράτος μέλος υποστηρίζει ότι η παραβίαση αυτή προκύπτει από την έκδοση των νέων κατευθυντήριων γραμμών, που περιλαμβάνονται στο έγγραφο AGRI/2005/64043 όσον αφορά τον τομέα της πολλαπλής συμμορφώσεως, διαπιστώνεται ότι το επιχείρημα αυτό βάλλει στην πραγματικότητα κατά των εκτιμήσεων του Γενικού Δικαστηρίου που περιλαμβάνονται στις σκέψεις 182 έως 183 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, χωρίς ωστόσο να έχει εξηγήσει η Ελληνική Δημοκρατία τους λόγους για τους οποίους οι εκτιμήσεις αυτές είναι νομικά εσφαλμένες.

    52      Τρίτον, στον βαθμό που η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι δεν είναι πλέον λυσιτελές, στο πλαίσιο της νέας ΚΓΠ, το επιχείρημα για τις αδυναμίες που της καταλογίστηκαν οι οποίες αποτελούσαν κίνδυνο για το ΕΓΤΠΕ στο πλαίσιο της παλαιάς ΚΓΠ, το κράτος μέλος αυτό φαίνεται να αμφισβητεί την εκτίμηση επί των πραγματικών περιστατικών στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 177 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, που αφορά το επίπεδο κινδύνου πιθανών σφαλμάτων σε βάρος του ΕΓΤΠΕ υπό το καθεστώς της νέας ΚΓΠ, χωρίς να επικαλείται συναφώς παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίσθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου αυτού. Επομένως, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στις σκέψεις 28 και 29 της παρούσας αποφάσεως.

    53      Εν πάση περιπτώσει, παρόμοιο επιχείρημα που προβλήθηκε πρωτοδίκως απορρίφθηκε από το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 162 έως 170 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Η Ελληνική Δημοκρατία δεν αμφισβήτησε ειδικώς το εδάφιο αυτό και δεν απέδειξε συναφώς νομικά σφάλματα.

    54      Κατόπιν των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν απέδειξε ότι το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε, με τις εκτιμήσεις που περιλαμβάνονται στις σκέψεις 177 έως 184 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την αρχή της αναλογικότητας λόγω της εφαρμογής του συντελεστή διορθώσεως των κατευθυντήριων γραμμών στο πλαίσιο της νέας ΚΓΠ και του νέου καθεστώτος ενιαίας πληρωμής.

    55      Τέλος, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως επανειλημμένα έχει κρίνει το Δικαστήριο, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να παραθέτει επακριβώς τα επικρινόμενα σημεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο το αίτημα αυτό, άλλως η αίτηση αναιρέσεως ή ο συγκεκριμένος λόγος αναιρέσεως κηρύσσεται απαράδεκτος (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση British Aggregates κατά Επιτροπής, C‑487/06 P, EU:C:2008:757, σκέψη 121, καθώς και διάταξη Thesing και Bloomberg Finance κατά ΕΚΤ, EU:C:2014:96, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    56      Επομένως, η επιχειρηματολογία της Ελληνικής Δημοκρατίας που αντλείται από παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της μη αναδρομικότητας πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, δεδομένου ότι το κράτος μέλος αυτό δεν προέβαλε συγκεκριμένα επιχειρήματα προς στήριξη της αιτιάσεως αυτής.

    57      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

    58      Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου που προβλήθηκε προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας, ο οποίος αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας στις σκέψεις 198 έως 208 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως σχετικά με τον πρωτοδίκως προβληθέντα έκτο λόγο ακυρώσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η υποχρέωση την οποία υπέχει το Γενικό Δικαστήριο προς αιτιολόγηση των αποφάσεών του δεν συνεπάγεται ότι οφείλει να παραθέσει αιτιολογία που να ακολουθεί σε όλη τους την έκταση και ένα προς ένα όλα τα επιχειρήματα που διατύπωσαν οι διάδικοι. Η αιτιολογία μπορεί συνεπώς να είναι έμμεση, υπό την προϋπόθεση ότι παρέχει στους μεν ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να γνωρίσουν τους λόγους στους οποίους στηρίχθηκε το Γενικό Δικαστήριο, στο δε Δικαστήριο επαρκή στοιχεία για να ασκήσει τον αναιρετικό του έλεγχο (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση A2A κατά Επιτροπής, C‑318/09 P, EU:C:2011:856, σκέψη 97).

    59      Εν προκειμένω, πρέπει να τονιστεί ότι το Γενικό Δικαστήριο, αφενός, απάντησε επαρκώς κατά νόμο, στις σκέψεις 197 έως 200 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στη δεύτερη αιτίαση που προέβαλε η Ελληνική Δημοκρατία προς στήριξη του έκτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με τη σύγκριση των στοιχείων του ΣΑΑ/ΣΓΠ που ελήφθησαν υπόψη για το έτος υποβολής δηλώσεων 2007 με τα στοιχεία του ΣΑΑ/ΣΓΠ του 2009 και, αφετέρου, εξέτασε λεπτομερώς, στις σκέψεις 201 έως 208 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το βάσιμο της επιχειρηματολογίας που ανέπτυξε το εν λόγω κράτος μέλος στο πλαίσιο της τρίτης αιτιάσεως του λόγου αυτού, στρεφόμενης κατά των προσαπτόμενων αδυναμιών των διοικητικών διασταυρωτικών ελέγχων.

    60      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας που αντλείται από ανεπαρκή αιτιολόγηση των εκτιμήσεων του Γενικού Δικαστηρίου στις σκέψεις 197 έως 208 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

    61      Στο μέτρο που η επιχειρηματολογία που προέβαλε η Ελληνική Δημοκρατία στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως επιδιώκει, κατά τα λοιπά, να θέσει στην πραγματικότητα υπό αμφισβήτηση τις εκτιμήσεις περί των πραγματικών περιστατικών και των αποδείξεων τις οποίες διατύπωσε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 197 έως 208 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως σχετικά με τις αδυναμίες του ελεγκτικού συστήματος της ενιαίας πληρωμής και να ωθήσει ως εκ τούτου το Δικαστήριο σε νέα σχετική εκτίμηση, η επιχειρηματολογία αυτή πρέπει, όπως προκύπτει από τη νομολογία που παρατίθεται στις σκέψεις 28 και 29 της παρούσας αποφάσεως, να κριθεί απαράδεκτη.

    62      Δεδομένου ότι το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας δεν ευδοκίμησε, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

    63      Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι, καθώς δεν έγινε δεκτός κανένας από τους λόγους αναιρέσεως τους οποίους προβάλλει η Ελληνική Δημοκρατία, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

     Επί των δικαστικών εξόδων

    64      Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, που εφαρμόζεται στην αναιρετική δίκη δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού αυτού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη της Ελληνικής Δημοκρατίας στα δικαστικά έξοδα και η Ελληνική Δημοκρατία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα.

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφασίζει:

    1)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

    2)      Καταδικάζει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

    (υπογραφές)


    * Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.

    Top