Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62013CJ0336

    Απόφαση του Δικαστηρίου (έβδομο τμήμα) της 12ης Φεβρουαρίου 2015.
    Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά IPK International - World Tourism Marketing Consultants GmbH.
    Αίτηση αναιρέσεως — Απόφαση της Επιτροπής που διατάσσει την επιστροφή χρηματοδοτικής συνδρομής — Εκτέλεση αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Διάκριση μεταξύ των τόκων υπερημερίας και των αντισταθμιστικών τόκων — Υπολογισμός των τόκων.
    Υπόθεση C-336/13 P.

    Court reports – general

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2015:83

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

    της 12ης Φεβρουαρίου 2015 ( *1 )

    «Αίτηση αναιρέσεως — Απόφαση της Επιτροπής που διατάσσει την επιστροφή χρηματοδοτικής συνδρομής — Εκτέλεση αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Διάκριση μεταξύ των τόκων υπερημερίας και των αντισταθμιστικών τόκων — Υπολογισμός των τόκων»

    Στην υπόθεση C‑336/13 P,

    με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 19 Ιουνίου 2013,

    Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους F. Dintilhac, G. Wilms και Γ. Ζαβό,

    αναιρεσείουσα,

    αντίδικος κατ’ αναίρεση:

    IPK International – World Tourism Marketing Consultants GmbH, με έδρα το Μόναχο (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τον C. Pitschas, Rechtsanwalt,

    προσφεύγουσα πρωτοδίκως,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

    συγκείμενο από τους J.‑C. Bonichot, πρόεδρο τμήματος, A. Arabadjiev και J. L. da Cruz Vilaça (εισηγητή), δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: Y. Bot

    γραμματέας: A. Calot Escobar

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2014,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με την αίτησή της αναιρέσεως, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης IPK International κατά Επιτροπής (T‑671/11, EU:T:2013:163, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής, της 14ης Οκτωβρίου 2011 [ENTR/R1/HHO/lsa – entre.r.l(2011)1183091] (στο εξής: επίδικη απόφαση), καθόσον περιορίζει το ποσό των καταβλητέων στην IPK International – World Tourism Marketing Consultants GmbH (στο εξής: IPK) τόκων στο ποσό των 158618,27 ευρώ.

    Ιστορικό της διαφοράς

    2

    Η υπό κρίση διαφορά εντάσσεται σε σειρά υποθέσεων αντιδικίας μεταξύ των διαδίκων ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου από το 1994. Οι υποθέσεις αυτές ανάγονται στην απόφαση της Επιτροπής της 4ης Αυγούστου 1992 με την οποία χορηγήθηκε χρηματική συνδρομή στην IPK. Δέκα τρία περίπου έτη μετά την έκδοση της αποφάσεως αυτής, η Επιτροπή, στηριζόμενη σε διαδικαστικές παρατυπίες, ακύρωσε, με απόφαση της 13ης Μαΐου 2005, τη χορήγηση της χρηματικής αυτής συνδρομής. Στη συνέχεια, το θεσμικό αυτό όργανο εξέδωσε, στις 4 Δεκεμβρίου 2006, ένταλμα εισπράξεως, σε εκτέλεση του οποίου η IPK, στις 15 Μαΐου 2007, επέστρεψε το ποσό των 318000 ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας.

    3

    Με την απόφαση IPK International κατά Επιτροπής (T‑297/05, EU:T:2011:185), το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση αυτή της Επιτροπής της 13ης Μαΐου 2005. Έκρινε ότι η Επιτροπή είχε βεβαίως ορθώς διαπιστώσει την ύπαρξη διαδικαστικών παρατυπιών οι οποίες δικαιολογούσαν, κατ’ αρχήν, την ανάκληση της εν λόγω χρηματοδοτικής συνδρομής. Εντούτοις η εν λόγω απόφαση έπρεπε να ακυρωθεί λόγω μη τηρήσεως του χρόνου παραγραφής.

    4

    Κατά συνέπεια, με έγγραφο της 27ης Ιουλίου, η IPK ζήτησε από την Επιτροπή την επιστροφή των καταβληθέντων ποσών. Το αιτηθέν προς επιστροφή συνολικό ποσόν αποτελούνταν από τρία επιμέρους ποσά, ήτοι, ένα πρώτο επιμέρους ποσόν 212000 ευρώ που δεν είχε καταβληθεί στην IPK και αντιστοιχούσε στο 40 % της χρηματοδοτικής συνδρομής που είχε χορηγηθεί στην IPK το 1992, ένα δεύτερο επιμέρους ποσόν 318000 ευρώ, το οποίο η IPK είχε εντωμεταξύ επιστρέψει και το οποίο αντιστοιχούσε στο 60 % της εν λόγω χρηματοδοτικής συνδρομής, καθώς και ένα τρίτο επιμέρους ποσόν 31961,63 ευρώ, που αντιστοιχούσε στους τόκους υπερημερίας που η IPK είχε καταβάλει στην Επιτροπή μαζί με την επιστροφή του δεύτερου ποσού. Η IPK ζήτησε επίσης να της καταβληθούν τόκοι υπερημερίας από 1ης Ιανουαρίου 1994 για το πρώτο επιμέρους ποσόν και από 18ης Μαΐου 2007, ήτοι από της επομένης ημέρας μετά την ημερομηνία κατά την οποία η IPK είχε προβεί στην επιστροφή των ήδη καταβληθέντων ποσών πλέον τόκων υπερημερίας, όσον αφορά το δεύτερο επιμέρους ποσό.

    5

    Στις 14 Οκτωβρίου 2011, η Επιτροπή εξέδωσε και κοινοποίησε στην IPK την επίδικη απόφαση, στην οποία ανέφερε το συνολικό καταβλητέο στην IPK ποσό, το οποίο περιελάμβανε τόκους χαρακτηριζόμενους ως «αντισταθμιστικούς» (προς αντιστάθμιση περαιτέρω ζημίας, στο εξής: αντισταθμιστικοί τόκοι). Οι τόκοι αυτοί, ύψους 158618,27 ευρώ, υπολογίστηκαν βάσει των επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ιδρύματος (ΕΝΙ), προκατόχου της ΕΚΤ, για τις κύριες πράξεις αναχρηματοδοτήσεως. Επιπλέον, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι υπολόγισε τους τόκους αυτούς, από τη 18η Μαΐου 2007 για τα ποσά των 318000 ευρώ και των 31961,63 ευρώ, και από την 1η Ιανουαρίου 1994 για το ποσό των 212000 ευρώ, τούτο δε μέχρι τις 31 Οκτωβρίου 2011.

    6

    Με έγγραφο της 17ης Οκτωβρίου 2011, η IPK αμφισβήτησε τη νομιμότητα της επίδικης αποφάσεως και ζήτησε να της γνωστοποιηθούν, μεταξύ άλλων, η νομική βάση της αποφάσεως αυτής καθώς και η αιτιολογία του χαρακτηρισμού των εν λόγω τόκων ως «αντισταθμιστικών» και όχι ως «υπερημερίας».

    7

    Με έγγραφο της 25ης Οκτωβρίου 2011, η Επιτροπή διευκρίνισε, μεταξύ άλλων, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηριζόταν στο άρθρο 266 ΣΛΕΕ. Επιπλέον, υποστήριξε ότι δεν είχε υποχρέωση καταβολής τόκων υπερημερίας, αλλά ότι είχε συναγάγει από τη νομολογία την υποχρέωσή της για καταβολή αντισταθμιστικών τόκων συμμορφούμενη προς ακυρωτική απόφαση.

    Η ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασία και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

    8

    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 22 Δεκεμβρίου 2011, η IPK άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά της επίδικης αποφάσεως, καθόσον το ποσόν των τόκων που αναγνωρίζει υπέρ της ανέρχεται μόνο σε 158618,27 ευρώ. Η IPK προέβαλε ένα μοναδικό λόγο ακυρώσεως, αντλούμενο από την παράβαση του άρθρου 266 ΣΛΕΕ, με τον οποίο αποσκοπούσε να αμφισβητήσει τον υπολογισμό των τόκων που πραγματοποίησε η Επιτροπή.

    9

    Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε την προσφυγή της IPK.

    10

    Από τη σκέψη 27 της αποφάσεως αυτής προκύπτει ότι, κατά την IPK, με την επίδικη απόφαση η Επιτροπή αναγνώρισε την υποχρέωσή της για καταβολή στην εταιρία αυτή τόκων, από 1ης Ιανουαρίου 1994 για το πρώτο επιμέρους ποσό και από 18ης Μαΐου 2007 για τα άλλα δύο επιμέρους ποσά. Η IPK διευκρίνισε συνεπώς ότι αυτή η υποχρέωση που υπείχε η Επιτροπή δεν αποτελούσε το αντικείμενο της υπό κρίση διαφοράς, οπότε, κατά το μέτρο αυτό, η επίδικη απόφαση είχε καταστεί απρόσβλητη. Στη σκέψη 33 της εν λόγω αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή είχε αναγνωρίσει ότι όφειλε στην IPK ποσό 158618,27 ευρώ για αντισταθμιστικούς τόκους.

    11

    Στη σκέψη 34 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε ότι το επιχείρημα της Επιτροπής ότι, αφενός, η IPK είναι κακόπιστος δανειστής και, αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε στην απόφαση IPK International κατά Επιτροπής (EU:T:2011:185) πταισματικές ενέργειες της εταιρίας αυτής δεν μπορούσε να θέσει εν αμφιβόλω την ύπαρξη της κύριας απαιτήσεως ούτε το γεγονός ότι η Επιτροπή οφείλει τόκους.

    12

    Στη σκέψη 36 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε ότι οι εν λόγω τόκοι, ανεξαρτήτως της ονομασίας τους, έπρεπε να υπολογισθούν βάσει του επιτοκίου της ΕΚΤ για τις κύριες πράξεις αναχρηματοδοτήσεως προσαυξημένου κατά δύο μονάδες. Διευκρίνισε ότι αυτή η κατ’ αποκοπήν προσαύξηση αποσκοπούσε στην αποτροπή του αδικαιολόγητου πλουτισμού, κατόπιν δε συνήγαγε εκ των ανωτέρω, στη σκέψη 39 της εν λόγω αποφάσεως, ότι η Επιτροπή κακώς παρέλειψε να προσαυξήσει τα επιτόκια των αντισταθμιστικών τόκων.

    13

    Όσον αφορά τους τόκους υπερημερίας, στη σκέψη 41 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε ότι «πάγια νομολογία […] αναγνωρίζει την άνευ όρων υποχρέωση της Επιτροπής για καταβολή τόκων υπερημερίας, ιδίως στην περίπτωση που θεμελιώνεται εις βάρος της εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης, για το χρονικό διάστημα μετά τη δημοσίευση της αποφάσεως που τη διαπιστώνει [...], καθώς και στην περίπτωση επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντων κατόπιν ακυρωτικής αποφάσεως». Διαπίστωσε εν συνεχεία ότι η Επιτροπή είχε συνομολογήσει, κατά το προφορικό στάδιο της διαδικασίας, ότι οφείλει τόκους υπερημερίας από της εκδόσεως της αποφάσεως IPK International κατά Επιτροπής (EU:T:2011:185), πριν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή είχε την υποχρέωση να συνυπολογίσει στο κυρίως οφειλόμενο ποσό τόκους υπερημερίας, οι οποίοι, εν προκειμένω, λόγω της κοινής συμφωνίας των διαδίκων επί του σημείου αυτού, έτρεχαν από της 15ης Απριλίου 2011, τούτο δε ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι η επίδικη απόφαση αποτελούσε τη μοναδική νομική βάση της επίμαχης κύριας απαιτήσεως.

    14

    Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 42 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι «η Επιτροπή είχε επίσης υποχρέωση να υπολογίσει τους τόκους αυτούς υπερημερίας επί του κυρίου οφειλόμενου ποσού, προσαυξημένου κατά τους γεγενημένους ήδη αντισταθμιστικούς τόκους».

    Αιτήματα των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου

    15

    Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

    να ακυρώσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση,

    να απορρίψει την ασκηθείσα από την IPK προσφυγή, και

    να καταδικάσει την εταιρία αυτή στα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

    16

    Η IΡΚ ζητεί την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως και την καταδίκη της Επιτροπής στα δικαστικά έξοδα.

    Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

    17

    Προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως, η Επιτροπή προβάλλει έξι λόγους αναιρέσεως, που αντλούνται από το ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πάσχει, πρώτον, λόγω πλάνης περί το δίκαιο προκύπτουσας από το ότι δεν ελήφθη υπόψη η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τους αντισταθμιστικούς τόκους, δεύτερον, λόγω του ότι δεν ελήφθη υπόψη η νομολογία σχετικά με τη διάκριση μεταξύ των αντισταθμιστικών τόκων και των τόκων υπερημερίας, τρίτον, λόγω πλάνης περί το δίκαιο σχετικά με την κεφαλαιοποίηση των αντισταθμιστικών τόκων και τον υπολογισμό των τόκων υπερημερίας από 15ης Απριλίου 2011, τέταρτον, λόγω εσφαλμένης ερμηνείας της επίδικης αποφάσεως και προηγούμενης αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου καθώς και αλλοιώσεως των πραγματικών περιστατικών, πέμπτον, λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας και αντιφατικού σκεπτικού, και, έκτον και τελευταίο, λόγω πλάνης περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης όσον αφορά τον αδικαιολόγητο πλουτισμό.

    18

    Ο πρώτος, ο δεύτερος και ο τέταρτος λόγος αφορούν τη νομική βάση της επίμαχης απαιτήσεως και την εφαρμογή της νομολογίας σχετικά με τους αντισταθμιστικούς τόκους. Στον βαθμό που το ζήτημα των οφειλόμενων τόκων συνδέεται με αυτό της νομικής βάσης της υποχρεώσεως καταβολής που υπέχει η Επιτροπή, οι λόγοι αυτοί πρέπει να συνεξετασθούν.

    Επί της πλάνης περί το δίκαιο που αφορά τη νομική βάση της επίμαχης απαιτήσεως και την εφαρμογή της νομολογίας σχετικά με τους αντισταθμιστικούς τόκους

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    19

    Η Επιτροπή προβάλλει πλάνη περί το δίκαιο η οποία προκύπτει από το ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τη νομολογία η οποία εφαρμόζεται όσον αφορά τους αντισταθμιστικούς τόκους. Έτσι, το Γενικό Δικαστήριο δεν τήρησε τη νομολογία του Δικαστηρίου, η οποία προέρχεται, μεταξύ άλλων, από την απόφαση Mulder κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑104/89 και C‑37/90, EU:C:2000:38, σκέψη 214), και τη νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου, η οποία προκύπτει, μεταξύ άλλων, από την απόφαση Agraz κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑285/03, EU:T:2008:526, σκέψη 50), σύμφωνα με την οποία οι αντισταθμιστικοί τόκοι αποσκοπούν στην αντιστάθμιση του πληθωρισμού που διαπιστώνεται εντός του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένος ο δανειστής, αποκαθιστώντας τις ζημίες οι οποίες προκλήθηκαν από την απώλεια της αξίας του χρήματος.

    20

    Η Επιτροπή υποστηρίζει εξάλλου ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τη νομολογία σχετικά με τη διάκριση που πρέπει να γίνεται μεταξύ των αντισταθμιστικών τόκων και των τόκων υπερημερίας. Το Γενικό Δικαστήριο θα έπρεπε, συγκεκριμένα, να λάβει υπόψη τις διαφορετικές λειτουργίες που επιτελούν τα δύο αυτά είδη τόκων, καθορίζοντας υψηλότερο επιτόκιο όσον αφορά τους τόκους υπερημερίας. Οι τελευταίοι αυτοί αποσκοπούν στην παρακίνηση του οφειλέτη να τακτοποιήσει το χρέος του όσο το δυνατόν ταχύτερα, ενώ οι αντισταθμιστικοί φόροι αποσκοπούν στην αντιστάθμιση της απώλειας της αξίας της περιουσίας.

    21

    Τέλος, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε σε εσφαλμένη ερμηνεία της επίδικης αποφάσεως και προηγούμενης δικαστικής αποφάσεως, καθώς και σε παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών.

    22

    Η Επιτροπή παραδέχεται ότι είχε αναγνωρίσει, στην επίδικη απόφαση και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι όφειλε να εξοφλήσει την απαίτηση που απορρέει από την αρχική απόφαση χορηγήσεως η οποία «αναβίωσε» με την απόφαση IPK International κατά Επιτροπής (EU:T:2011:185) της 15ης Απριλίου 2011. Εκτιμά ωστόσο ότι η υποχρέωση πληρωμής που υπέχει προκύπτει απευθείας από την υποχρέωση εκτελέσεως της εν λόγω δικαστικής αποφάσεως και ότι, συνεπώς, κακώς το Γενικό Δικαστήριο θεώρησε ότι η επίδικη απόφαση, καθόσον συνιστά «αναγνώριση χρέους», αποτελεί τη μοναδική νομική βάση της υποχρέωσης καταβολής του ποσού της κύριας οφειλής και των τόκων. Το Γενικό Δικαστήριο θα έπρεπε να θεωρήσει ότι αυτή η υποχρέωση πληρωμής στηριζόταν στο άρθρο 266 ΣΛΕΕ.

    23

    H IPK φρονεί ότι η Επιτροπή ερμηνεύει εσφαλμένα την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, στον βαθμό που το Γενικό Δικαστήριο δεν έθεσε εν αμφιβόλω το γεγονός ότι οι αντισταθμιστικοί τόκοι αποσκοπούν στην αντιστάθμιση της απώλειας της αξίας του χρήματος. Περαιτέρω, η IPK ισχυρίζεται ότι η απώλεια αυτή δεν αποτελεί τη μόνη παράμετρο υπολογισμού των αντισταθμιστικών τόκων. Οι τόκοι αυτοί επιτελούν επίσης τη λειτουργία της αντισταθμίσεως του διαφυγόντος κέρδους ή ακόμη της αποτροπής του αδικαιολόγητου πλουτισμού.

    24

    Η IPK φρονεί επίσης ότι το γεγονός ότι ο υπολογισμός είναι τυπικώς ο ίδιος όσον αφορά τα δύο είδη των επίμαχων τόκων δεν κωλύει την αναγνώριση της ιδιαίτερης λειτουργίας εκάστου αυτών. Εξάλλου, υπάρχει ουσιαστική διαφορά κατά τον υπολογισμό των δύο αυτών ειδών τόκων, στο μέτρο που οι αντισταθμιστικοί τόκοι υπολογίζονται μόνον επί της κύριας οφειλής, ενώ οι τόκοι υπερημερίας υπολογίζονται επί της οφειλής αυτής πλέον των γεγενημένων κατά την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως αντισταθμιστικών τόκων.

    25

    Τέλος, η IPK φρονεί ότι το Γενικό Δικαστήριο θα έπρεπε να στηριχθεί στο άρθρο 266 ΣΛΕΕ. Εκτιμά ωστόσο ότι αυτή η πλάνη περί το δίκαιο δεν επηρεάζει τον υπολογισμό των επίμαχων τόκων.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    26

    Στις σκέψεις 34 και 41 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η επίδικη απόφαση συνιστούσε τη μοναδική νομική βάση της επίμαχης κύριας απαιτήσεως.

    27

    Πρέπει, εντούτοις, να υπομνησθεί ότι το άρθρο 264, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ προβλέπει ότι, αν η προσφυγή ακυρώσεως γίνει δεκτή, η προσβαλλόμενη πράξη κηρύσσεται άκυρη.

    28

    Εν προκειμένω, η απόφαση IPK International κατά Επιτροπής (EU:T:2011:185) της 15ης Απριλίου, με την οποία το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής της 13ης Μαΐου 2005 η οποία μνημονεύθηκε στη σκέψη 2 της εν λόγω αποφάσεως, είχε ως αποτέλεσμα την αναβίωση της από 4 Αυγούστου 1992 αποφάσεως περί χορηγήσεως της επίδικης χρηματοδοτικής συνδρομής.

    29

    Εξάλλου, από το άρθρο 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ προκύπτει ότι το θεσμικό όργανο από το οποίο προέρχεται η ακυρωθείσα πράξη οφείλει να λαμβάνει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως η οποία κηρύσσει την πράξη αυτή άκυρη. Τούτο συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, την πληρωμή των οφειλόμενων ποσών και την επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων, καθώς και την καταβολή τόκων υπερημερίας.

    30

    Συναφώς, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η καταβολή τόκων υπερημερίας συνιστά μέτρο εκτελέσεως της ακυρωτικής αποφάσεως, υπό την έννοια του άρθρου 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, καθόσον αποσκοπεί στην καταβολή κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως για τη στέρηση της ικανοποιήσεως μιας απαιτήσεως και στην παρακίνηση του οφειλέτη να εκτελέσει, το συντομότερο δυνατόν, την ακυρωτική απόφαση.

    31

    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η υποχρέωση που επιβάλλεται στην Επιτροπή να εξοφλήσει την κύρια απαίτηση πλέον τόκων δεν ερείδεται στην εκτέλεση της επίδικης αποφάσεως, αλλά στην εκτέλεση της δικαστικής αποφάσεως IPK International κατά Επιτροπής (EU:T:2011:185) της 15ης Απριλίου 2011 κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 266 ΣΛΕΕ.

    32

    Συνεπώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Γενικό Δικαστήριο πλανήθηκε περί το δίκαιο κρίνοντας, στις σκέψεις 34 και 41 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η επίδικη απόφαση συνιστούσε τη μοναδική νομική βάση της επίμαχης απαιτήσεως.

    33

    Ωστόσο, οι αιτιάσεις που στρέφονται κατά επαλλήλως παρατιθέμενου σημείου του σκεπτικού αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου δεν μπορούν να επιφέρουν την αναίρεσή της και είναι, ως εκ τούτου, αλυσιτελείς (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις Γαλλία κατά People’s Mojahedin Organization of Iran, C‑27/09 P, EU:C:2011:853, σκέψη 79, και Ουγγαρία κατά Επιτροπής, C‑31/13 P, EU:C:2014:70, σκέψη 82).

    34

    Εν προκειμένω όμως, η αιτιολογία που παρατίθεται στη σκέψη 34 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως συνιστά απάντηση στον λόγο που προέβαλε η Επιτροπή και ο οποίος αντλούνται από το ότι ο δανειστής ήταν κακόπιστος. Ειδικότερα, η τελευταία περίοδος της σκέψεως αυτής, με την οποία το Γενικό Δικαστήριο ανέφερε ότι η επίμαχη απόφαση συνιστούσε τη μοναδική νομική βάση της επίμαχης κύριας οφειλής, περιέχει την έκφραση «εξάλλου» και αποτελεί την κατάληξη μιας σύντομης αναλύσεως της αποφάσεως IPK International κατά Επιτροπής (EU:T:2011:185) της 15ης Απριλίου 2011 που αποσκοπούσε στην απόδειξη του ότι η προσέγγιση της Επιτροπής οφείλεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της δικαστικής αυτής αποφάσεως. Η τελευταία αυτή περίοδος έχει συνεπώς επάλληλο χαρακτήρα.

    35

    Ομοίως, στη σκέψη 41 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο ολοκληρώνει τη συλλογιστική του σχετικά με την υποχρέωση της Επιτροπής για καταβολή τόκων υπερημερίας από της δημοσιεύσεως της αποφάσεως IPK International κατά Επιτροπής (EU:T:2011:185) της 15ης Απριλίου 2011, διευκρινίζοντας ότι, όπως αναφέρθηκε στη σκέψη 34 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η διαπίστωση αυτή ισχύει ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι η επίδικη απόφαση συνιστά τη μοναδική νομική βάση της επίμαχης κύριας απαιτήσεως.

    36

    Ο λόγος που αφορά, κατ’ ουσίαν, τη νομική βάση της επίμαχης κύριας απαιτήσεως, δεδομένου ότι στρέφεται κατά σημείων του σκεπτικού που διατυπώθηκαν επαλλήλως, πρέπει κατά συνέπεια να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

    37

    Περαιτέρω, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 93 των προτάσεών του, η καταβολή αντισταθμιστικών τόκων δεν αποτελεί μέτρο εκτελέσεως ακυρωτικής αποφάσεως, κατά την έννοια του άρθρου 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, αλλά άπτεται της εφαρμογής του δευτέρου εδαφίου αυτού του άρθρου 266, που παραπέμπει στο άρθρο 340 ΣΛΕΕ, δηλαδή στο δίκαιο που αφορά την εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης. (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση Επιτροπή κατά Brazzelli Lualdi κ.λπ., C‑136/92 P, EU:C:1994:211, σκέψη 42). Αυτή η κατηγορία τόκων αποσκοπεί, πράγματι, στην αντιστάθμιση της παρελεύσεως του χρόνου μέχρι τη δικαστική εκτίμηση του ύψους της ζημίας, ανεξαρτήτως κάθε καθυστερήσεως καταλογιζομένης στον οφειλέτη,.

    38

    Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε εσφαλμένως ότι η Επιτροπή όφειλε τόκους οι οποίοι χαρακτηρίστηκαν ως «αντισταθμιστικοί», ενώ μόνον οι τόκοι υπερημερίας εδύναντο να αναγνωριστούν στο πλαίσιο της εκτελέσεως της αποφάσεως IPK International κατά Επιτροπής (EU:T:2011:185) της 15ης Απριλίου 2011 κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

    39

    Κατά συνέπεια, οι λόγοι αναιρέσεως που αφορούν, κατ’ ουσίαν, την εφαρμογή της νομολογίας σχετικά με τους αντισταθμιστικούς τόκους πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελείς.

    Επί της πλάνης περί το δίκαιο σχετικά με την κεφαλαιοποίηση των αντισταθμιστικών τόκων και τον υπολογισμό των τόκων υπερημερίας από 15ης Απριλίου 2011

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    40

    Ο τρίτος λόγος αναιρέσεως μπορεί να διαιρεθεί σε δύο σκέλη. Έτσι, η Επιτροπή, με ένα από τα σκέλη του λόγου αυτού, βάλλει κατά της υποχρεώσεως που της επιβλήθηκε να καταβάλει τόκους υπερημερίας από 15ης Απριλίου 2011.

    41

    Η αναιρεσείουσα τονίζει ότι, κατ’ αρχήν, οι τόκοι υπερημερίας μπορούν να απαιτηθούν μετά από προηγούμενη όχληση, την οποία αντικαθιστά το διατακτικό του Γενικού Δικαστηρίου σε περίπτωση αποφάσεως περί υποχρεώσεως καταβολής. Χωρίς αυτή την επιβολή υποχρεώσεως καταβολής, το Γενικό Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να επιβάλει αναδρομικώς την καταβολή των τόκων αυτών. Η Επιτροπή αμφισβητεί συνεπώς το γεγονός ότι η ημερομηνία της 15ης Απριλίου 2011 θεωρήθηκε σημείο αφετηρίας της υποχρεώσεως καταβολής τόκων υπερημερίας, στον βαθμό που μια τέτοια υποχρέωση δεν θα έπρεπε να προκύπτει από την απόφαση IPK International κατά Επιτροπής (EU:T:2011:185) της 15ης Απριλίου 2011, αλλά αποκλειστικά από την επίδικη απόφαση.

    42

    Τέλος, το γεγονός ότι ελήφθη υπόψη η ημερομηνία αυτή αντιφάσκει προς τη θέση που έλαβε το Γενικό Δικαστήριο, καθόσον έκρινε ότι η υποχρέωση επιστροφής απέρρεε μόνον από την επίδικη απόφαση, που εκδόθηκε στις 14 Οκτωβρίου 2011.

    43

    Με το έτερο σκέλος του τρίτου αυτού λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορούσε να επιβάλει την κεφαλαιοποίηση των αντισταθμιστικών τόκων, δεδομένου ότι η απόφαση IPK International κατά Επιτροπής (EU:T:2011:185) της 15ης Απριλίου 2011 δεν προέβλεψε ρητώς καμία υποχρέωση κεφαλαιοποιήσεως των τόκων αυτών.

    44

    Η IPK φρονεί ότι η τελευταία αυτή απόφαση είχε ως μοναδικό αντικείμενο τον έλεγχο της νομιμότητας της επίδικης αποφάσεως. Tο γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε τις έννομες συνέπειες της αποφάσεως αυτής δεν απαλλάσσει την Επιτροπή από την υποχρέωσή της να καταβάλει τόκους τόσο υπερημερίας όσο και αντισταθμιστικούς. Περαιτέρω, η εταιρία αυτή υπενθυμίζει ότι η Επιτροπή αναγνώρισε, κατά το προφορικό στάδιο ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ότι έχει την υποχρέωση καταβολής τόκων υπερημερίας από της 15ης Απριλίου 2011.

    45

    H IPK προσθέτει ότι οι τόκοι υπερημερίας θα έπρεπε να υπολογισθούν βάσει του ποσού της κύριας απαιτήσεως προσαυξημένου κατά τους αντισταθμιστικούς τόκους που παρήχθησαν μέχρι τη δημοσίευση της εν λόγω δικαστικής αποφάσεως.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    46

    Όσον αφορά την προβαλλόμενη πλάνη περί το δίκαιο σχετικά με την υποχρέωση καταβολής τόκων υπερημερίας από της 15ης Απριλίου 2011, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η Επιτροπή συνομολόγησε, κατά το προφορικό στάδιο ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ότι οφείλει τόκους υπερημερίας από της ημερομηνίας αυτής.

    47

    Η αρμοδιότητα όμως του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας περιορίζεται στην εκτίμηση της νομικής λύσεως που δόθηκε σε σχέση με τους λόγους που προβλήθηκαν και εξετάσθηκαν πρωτοδίκως. Συνεπώς, οι διάδικοι δεν μπορούν, καταρχήν, να προβάλουν για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου λόγο τον οποίο δεν έχουν προβάλει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, στο μέτρο που αυτό θα ισοδυναμούσε με το να επιτραπεί στο Δικαστήριο να ελέγξει τη νομιμότητα της λύσεως που υιοθέτησε το Γενικό Δικαστήριο εξετάζοντας λόγους οι οποίοι δεν προβλήθηκαν ενώπιον του τελευταίου (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑544/09 P, EU:C:2011:584, σκέψη 63). Εντεύθεν προκύπτει ότι σκέλος λόγου που προβάλλεται για πρώτη φορά στο πλαίσιο αυτό πρέπει να θεωρηθεί απαράδεκτο (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση FENIN κατά Επιτροπής, C‑205/03 P, EU:C:2006:453, σκέψη 22).

    48

    Το σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, το οποίο αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο ως προς την υποχρέωση καταβολής τόκων υπερημερίας από της 15ης Απριλίου 2011, δεδομένου ότι είναι νέο, πρέπει να θεωρηθεί απαράδεκτο.

    49

    Όσον αφορά την πλάνη περί το δίκαιο σχετικά με την κεφαλαιοποίηση των τόκων, από τις σκέψεις 37 και 38 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι οι οφειλόμενοι εν προκειμένω από την Επιτροπή τόκοι δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως αντισταθμιστικοί.

    50

    Όπως τόνισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 117 των προτάσεών του, οι τόκοι αυτοί δεν συνιστούν περαιτέρω ζημία που προστίθεται στην κύρια απαίτηση και είναι η ίδια τοκοφόρος.

    51

    Επομένως, η κεφαλαιοποίηση των τόκων, που διέταξε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 42 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον στηρίζεται στον αντισταθμιστικό χαρακτήρα των προηγουμένως παραχθέντων τόκων, οφείλεται σε πλάνη περί το δίκαιο.

    52

    Πρέπει συνεπώς να γίνει δεκτός ο λόγος αναιρέσεως της Επιτροπής καθόσον αφορά την κεφαλαιοποίηση των τόκων.

    53

    Βεβαίως, αν το σκεπτικό αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου ενέχει παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, αλλά το διατακτικό της είναι βάσιμο κατ’ άλλη νομική αιτιολογία, μια τέτοια παραβίαση δεν μπορεί να οδηγήσει σε αναίρεση της ως άνω αποφάσεως, πρέπει δε να γίνει αντικατάσταση σκεπτικού (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση Comitato «Venezia vuole vivere» κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑71/09 P, C‑73/09 P και C‑76/09 P, EU:C:2011:368, σκέψη 118 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    54

    Ωστόσο, όπως τόνισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 120 των προτάσεών του, ουδεμία ιδιαίτερη περίσταση της υπό κρίση υποθέσεως δικαιολογεί την κεφαλαιοποίηση των τόκων υπερημερίας που οφείλονται στην IPK.

    55

    Υπό τις συνθήκες αυτές, ο τρίτος λόγος πρέπει να κριθεί βάσιμος κατά το σκέλος του που αντλείται από την πλάνη περί το δίκαιο η οποία προκύπτει από την κεφαλαιοποίηση των τόκων και απαράδεκτος κατά τα λοιπά.

    Επί της ανεπάρκειας και του αντιφατικού χαρακτήρα της αιτιολογίας

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    56

    Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν απάντησε στα επιχειρήματά της σχετικά με το ύψος των τόκων, καθόσον περιορίστηκε, επί του σημείου αυτού, να παραπέμψει στη νομολογία. Περαιτέρω, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε αντίφαση εκτιμώντας, αφενός, ότι οι αντισταθμιστικοί τόκοι αποσκοπούν στην αντιστάθμιση της απώλειας της αξίας του χρήματος που οφείλεται στον πληθωρισμό και, αφετέρου, καθορίζοντας κατ’ αποκοπήν το ποσόν των καταβλητέων αντισταθμιστικών τόκων.

    57

    Όσον αφορά τους τόκους υπερημερίας, η Επιτροπή προσάπτει επίσης στο Γενικό Δικαστήριο ότι η απόφασή του είναι πλημμελής λόγω αντιφατικής αιτιολογίας, καθόσον έλαβε ως σημείο αφετηρίας της καταβολής των τόκων αυτών την ημερομηνία της 15ης Απριλίου 2011, ενώ εκτίμησε ότι η επίδικη απόφαση συνιστούσε τη μοναδική νομική βάση της υποχρεώσεως πληρωμής την οποία υπέχει η Επιτροπή.

    58

    Η IPK εκτιμά ότι η αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν πάσχει καμία αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    59

    Όσον αφορά, αφενός, την αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως σχετικά με τον υπολογισμό των αντισταθμιστικών τόκων, πρέπει να επισημανθεί, όπως παρατήρησε και ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 98 και 99 των προτάσεών του, ότι το Γενικό Δικαστήριο απάντησε σημείο προς σημείο στα επιχειρήματα που προέβαλε ενώπιόν του η Επιτροπή.

    60

    Συνεπώς, το επιχείρημα που αντλείται από την ανεπάρκεια της αιτιολογίας σχετικά με τον υπολογισμό των αντισταθμιστικών τόκων πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

    61

    Επιπλέον, από τις σκέψεις 37 και 38 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι οι επίμαχοι στην υπό κρίση υπόθεση τόκοι δεν δύνανται να χαρακτηρισθούν ως αντισταθμιστικοί.

    62

    Επομένως, το επιχείρημα που αντλείται από το ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πάσχει, όσον αφορά τον υπολογισμό των αντισταθμιστικών τόκων, αντιφατική αιτιολογία πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές.

    63

    Όσον αφορά, αφετέρου, την αντιφατική αιτιολογία από την οποία υποστηρίζεται ότι πάσχει η απόφαση αυτή όσον αφορά τον υπολογισμό των τόκων υπερημερίας, από τις σκέψεις 31 και 32 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο πλανήθηκε περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η επίδικη απόφαση συνιστούσε τη μοναδική νομική βάση της επίμαχης κύριας απαιτήσεως.

    64

    Ωστόσο, οι πλάνες περί το δίκαιο στις οποίες υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο όσον αφορά την υποχρέωση αιτιολογήσεως δεν είναι ικανές να επιφέρουν την ακύρωση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αν το διατακτικό της κρίνεται βάσιμο για άλλους νομικούς λόγους (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, C‑367/95 P, EU:C:1998:154, σκέψη 47, καθώς και Biret et Cie κατά Συμβουλίου, C‑94/02 P, EU:C:2003:518, σκέψη 63).

    65

    Από τη σκέψη 41 όμως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι και η ίδια Επιτροπή συνομολόγησε, κατά το προφορικό στάδιο της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ότι οφείλει τόκους υπερημερίας από της εκδόσεως της αποφάσεως IPK International κατά Επιτροπής (EU:T:2011:185) της 15ης Απριλίου 2011, οπότε το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε στην ύπαρξη συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων για να αποφασίσει ότι οι επίμαχοι τόκοι οφείλονταν από της ημερομηνίας της εν λόγω εκδόσεως.

    66

    Το επιχείρημα που αντλείται από την αντιφατική αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά τον υπολογισμό των αντισταθμιστικών τόκων πρέπει, κατά συνέπεια, να απορριφθεί ως αλυσιτελές.

    67

    Επομένως, ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

    Επί της πλάνης περί το δίκαιο ως προς την εφαρμογή των αρχών του δικαίου της Ένωσης στον τομέα του αδικαιολόγητου πλουτισμού

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    68

    Με τον έκτο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή αμφισβητεί την προσαύξηση κατά δύο μονάδες του επιτοκίου που καθορίζεται από την ΕΚΤ. Το Γενικό Δικαστήριο πλανήθηκε τόσο περί τα πραγματικά περιστατικά, στον βαθμό που η Επιτροπή δεν επλούτισε, όσο και περί το δίκαιο, καθόσον η καταβολή αντισταθμιστικών τόκων αποσκοπεί στην αποφυγή της μείωσης της περιουσίας του δανειστή και όχι στην αποτροπή του πλουτισμού του οφειλέτη.

    69

    Η αναιρεσείουσα προσθέτει ότι η κατ’ αποκοπήν εφαρμογή του κύριου επιτοκίου αναχρηματοδοτήσεως προσαυξημένου κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες θα προκαλούσε μείωση της περιουσίας της Ένωσης προς όφελος ενός κακόπιστου δανειστή, πράγμα που αντίκειται στις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης στον τομέα του αδικαιολόγητου πλουτισμού.

    70

    Κατά την IPK, η χορήγηση αντισταθμιστικών τόκων αποσκοπεί όχι μόνο στην αντιστάθμιση της νομισματικής υποτίμησης, αλλά και στην αποτροπή του αδικαιολόγητου πλουτισμού.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    71

    Από τις σκέψεις 29 έως 31 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι η υποχρέωση της Επιτροπής να καταβάλει τόκους υπερημερίας προκύπτει από την εφαρμογή του άρθρου 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Επομένως, η Επιτροπή δεν μπορεί βασίμως να υποστηρίζει ότι η εκτέλεση της υποχρεώσεως αυτής θα συνεπαγόταν αδικαιολόγητο πλουτισμό της IPK.

    72

    Κατά συνέπεια, ο έκτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

    73

    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί μόνον καθόσον διατάσσει τον υπολογισμό των τόκων υπερημερίας που η Επιτροπή οφείλει στην IPK επί του ποσού της κυρίας απαιτήσεως, προσαυξημένου κατά τους προηγουμένως παραχθέντες τόκους. Η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται κατά τα λοιπά.

    Επί της αναπομπής της υποθέσεως στο Γενικό Δικαστήριο

    74

    Κατά το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, σε περίπτωση αναιρέσεως της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δύναται είτε να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο για να την κρίνει είτε το ίδιο να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση.

    75

    Εν προκειμένω, το Δικαστήριο εκτιμά ότι διαθέτει όλα τα απαραίτητα στοιχεία ώστε να αποφασίσει σχετικά με την κεφαλαιοποίηση των τόκων την οποία ζήτησε η IPK.

    76

    Όπως τονίστηκε στη σκέψη 54 της παρούσας αποφάσεως, δεν συντρέχει λόγος για να γίνει δεκτό το αίτημα περί κεφαλαιοποιήσεως των τόκων που οφείλονται στην IPK. Οι τόκοι υπερημερίας που η Επιτροπή οφείλει στην IPK πρέπει, κατά συνέπεια, να υπολογισθούν βάσει του ποσού της επίμαχης κύριας απαιτήσεως και μόνον, τώρα δε μέχρι της πλήρους εκτελέσεως της αποφάσεως IPK International κατά Επιτροπής (EU:T:2011:185) της 15ης Απριλίου 2011.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    77

    Δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν το Δικαστήριο δέχεται την αίτηση αναιρέσεως και κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αποφαίνεται και επί των εξόδων. Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του εν λόγω Κανονισμού, που εφαρμόζεται στη διαδικασία αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, αυτού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 3, του εν λόγω Κανονισμού Διαδικασίας, σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

    78

    Εν προκειμένω, λόγω της μερικής ήττας των διαδίκων, αποφασίζεται ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του σχετικά με την παρούσα διαδικασία.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) αποφασίζει:

     

    1)

    Αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης IPK International κατά Επιτροπής (T‑671/11, EU:T:2013:163) καθόσον διατάσσει τον υπολογισμό των τόκων υπερημερίας που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή οφείλει στην IPK International – World Tourism Marketing Consultants GmbH επί του ποσού της κυρίας απαιτήσεως, προσαυξημένου κατά τους προηγουμένως παραχθέντες τόκους.

     

    2)

    Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως κατά τα λοιπά.

     

    3)

    Οι τόκοι υπερημερίας που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή οφείλει στην IPK International – World Tourism Marketing Consultants GmbH πρέπει να υπολογισθούν βάσει του ποσού της κύριας απαιτήσεως και μόνον.

     

    4)

    Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η IPK International – World Tourism Marketing Consultants GmbH φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα που αφορούν την παρούσα διαδικασία.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

    Top