Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62012CN0145

    Υπόθεση C-145/12 P: Αναίρεση που άσκησε στις 26 Μαρτίου 2012 η Neubrandenburger Wohnungsgesellschaft mbH κατά της διατάξεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) στις 9 Ιανουαρίου 2012 στην υπόθεση T-407/09, Neubrandenburger Wohnungsgesellschaft mbH κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής

    ΕΕ C 138 της 12.5.2012, p. 9–10 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    12.5.2012   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 138/9


    Αναίρεση που άσκησε στις 26 Μαρτίου 2012 η Neubrandenburger Wohnungsgesellschaft mbH κατά της διατάξεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) στις 9 Ιανουαρίου 2012 στην υπόθεση T-407/09, Neubrandenburger Wohnungsgesellschaft mbH κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής

    (Υπόθεση C-145/12 P)

    (2012/C 138/15)

    Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

    Διάδικοι

    Αναιρεσείουσα: Neubrandenburger Wohnungsgesellschaft mbH (εκπρόσωποι: M. Núñez-Müller και J. Dammann de Chapto, δικηγόροι)

    Αντίδικοι κατ’ αναίρεση: Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Bavaria Immobilien Beteiligungsgesellschaft mbH & Co. Objekte Neubrandenburg KG, Bavaria Immobilien Trading GmbH & Co. Immobilien Leasing Objekt Neubrandenburg KG

    Αιτήματα της αναιρεσείουσας

    Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

    1)

    να αναιρέσει εξ ολοκλήρου την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη,

    2)

    να αποφανθεί οριστικώς επί της ουσίας και να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής της 29ης Ιουλίου 2009 (D/53320), σε κάθε δε περίπτωση να αποφανθεί οριστικώς επί του παραδεκτού της προσφυγής στην υπόθεση T-407/09,

    επικουρικώς:

    να διαπιστώσει ότι η Επιτροπή, κατά παράβαση των υποχρεώσεων που υπέχει δυνάμει του άρθρου 108 ΣΛΕΕ και του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999, παρέλειψε να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας κατά το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ·

    3)

    να καταδικάσει την Επιτροπή και τις υπέρ αυτής παρεμβαίνουσες στα δικαστικά έξοδα τόσο της αναιρετικής διαδικασίας, όσο και της πρωτοβάθμιας διαδικασίας στην υπόθεση T-407/09.

    Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

    Η παρούσα αίτηση αναιρέσεως βάλλει κατά της διατάξεως του Γενικού Δικαστηρίου της 9ης Ιανουαρίου 2012, στην υπόθεση T-407/09, με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε ως απαράδεκτη την προσφυγή της νυν αναιρεσείουσας με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής που φέρεται ως περιλαμβανομένη στην επιστολή της 29ης Ιουλίου 2009, με την οποία δηλώνεται ότι ορισμένες συμβάσεις, που συνήφθησαν από την προσφεύγουσα και αφορούν την πώληση κατοικιών στο πλαίσιο της ιδιωτικοποιήσεως δημοσίων κατοικιών στο Neubrandenburg, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ και τη διαπίστωση περί αδράνειας της Επιτροπής υπό την έννοια του άρθρου 232 ΕΚ, στο μέτρο που η τελευταία δεν έλαβε θέση επί των εν λόγω συμβάσεων κατά το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 88 ΕΚ (EE L 83, σ. 1).

    Η αναιρεσείουσα στηρίζει ουσιαστικώς την αίτησή της αναιρέσεως σε τέσσερις λόγους:

     

    Πρώτον, η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη αντιβαίνει στο άρθρο 263, παράγραφος 4, ΣΛΕΕ, διότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα καθότι έκρινε ότι η επιστολή της Επιτροπής της 29ης Ιουλίου 2009 δεν πρόκειται περί αποφάσεως δεκτικής προσφυγής υπό την έννοια της ανωτέρω διατάξεως. Το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε την επιστολή μόνον κατά το γράμμα της. Σύμφωνα με τις αρχές που αναπτύχθηκαν από τη νομολογία του Δικαστηρίου, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε, εντούτοις, να λάβει υπόψη τη φύση του εγγράφου, τον μέσω αυτής επιδιωκόμενο σκοπό της Επιτροπής και το πλαίσιο εντός του οποίου καταρτίσθηκε η επιστολή.

     

    Δεύτερον, η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη προσκρούει στην κατοχυρωμένη στο ευρωπαϊκό δίκαιο αρχή της διασφαλίσεως αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε ουσιαστικώς τον απρόσβλητο χαρακτήρα της επιστολής της Επιτροπής της 29ης Ιουλίου 2009 από το γεγονός ότι η Επιτροπή χαρακτήρισε ως «προσωρινή» την περιεχόμενη στην επιστολή εκτίμηση βάσει των διατάξεων περί ενισχύσεων. Εάν η Επιτροπή δύνατο να μετατρέπει μια νομικώς οριστική εκτίμηση σε μέτρο χωρίς νομικές επιπτώσεις χαρακτηρίζοντας την απλώς και μόνον προφορικά ως «προσωρινή», η έκδοση αποφάσεως δεκτικής προσφυγής θα απόκειτο στη διακριτική της ευχέρεια. Σε τέτοια περίπτωση δεν θα ήταν πλέον δυνατή η αποτελεσματική δικαστική προστασία των ατομικών δικαιωμάτων.

     

    Τρίτον, η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη αντιβαίνει στο άρθρο 265 ΣΛΕΕ, διότι, αναφορικά με την επιστολή της 29ης Ιουλίου 2009, το Γενικό Δικαστήριο αφενός έκρινε ότι αυτή δεν ήταν δεκτική προσφυγής και, αφετέρου, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθότι έκρινε ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του παραδεκτού της προσφυγής κατά παραλείψεως. Ως εκ τούτου η αναιρεσείουσα στερήθηκε κάθε δυνατότητας έννομης προστασίας.

     

    Τέλος, η διάταξη πάσχει διάφορα ελαττώματα αιτιολογίας και παραβιάζει, επομένως, την υποχρέωση αιτιολογήσεως του άρθρου 81 του κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστήριο.


    Top